Γαλλία: Πείρα απο τους αγώνες του εργατικού κινήματος

 

ΠΕΙΡΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗ ΓΑΛΛΙΑ

Κρίσιμο ζήτημα το να ηττηθούν οι δυνάμεις της ταξικής συνεργασίας

Επιβεβαιώνεται πόσο πολύτιμες είναι για τα μονοπώλια οι υπηρεσίες των συμβιβασμένων συνδικαλιστικών πλειοψηφιών

 

Η χρονιά που πέρασε, στη Γαλλία, «σημαδεύτηκε» από τους πολύμηνους και μαζικούς αγώνες ενάντια στο αντεργατικό πακέτο «Ελ Κομρί», με το οποίο η κυβέρνηση Ολάντ – Βαλς προσέφερε νέα μέτρα στήριξης στην ανταγωνιστικότητα των μονοπωλίων, διευκολύνοντας επιπλέον τις απολύσεις, διευρύνοντας κι άλλο τα περιθώρια των μεγαλοεργοδοτών να διασφαλίζουν φτηνά εργατικά χέρια, αναβαθμίζοντας δραστικά τις επιχειρησιακές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας και κουρελιάζοντας τις κλαδικές κ.τ.λ.

Σε αυτούς τους αγώνες, πήραν μέρος εργατοϋπάλληλοι από διάφορους χώρους, έγιναν πολυήμερες απεργίες σε κλάδους στρατηγικής σημασίας όπως η Ενέργεια και οι Μεταφορές, αναδεικνύοντας την πίεση που μπορεί να ασκήσει η αγωνιστική παρέμβαση στους χώρους δουλειάς, εκεί που καθημερινά φαίνεται ποια είναι η τάξη που παράγει όλο τον πλούτο.

Η μαζικότητα και οι αγωνιστικές διαθέσεις που κυριάρχησαν σε πολλούς χώρους τροφοδότησαν μια μεγάλη συζήτηση για την κατάσταση του εργατικού κινήματος, τόσο στη Γαλλία, όσο και γενικότερα. Στο προσκήνιο τέθηκαν ξανά ερωτήματα όπως ποιοι παράγοντες επιδρούν στην αποτελεσματικότητα, στη διάρκεια, στην αντοχή των εργατικών αγώνων.

 

«Αγώνες» με ζητούμενο το «διάλογο»

 

Οι αγώνες στη Γαλλία προσφέρουν χρήσιμα συμπεράσματα για τον επικίνδυνο ρόλο των συμβιβασμένων συνδικαλιστικών ηγεσιών. Σε όλη τη διάρκεια των κινητοποιήσεων, οι ρεφορμιστικές πλειοψηφίες συμμετείχαν σε αυτές, από τη μια μεριά ασκώντας δήθεν κριτική στις νέες ανατροπές, από την άλλη με τη βασική τους κατηγορία κατά της κυβέρνησης να είναι ότι δεν έκανε έγκαιρο και ολοκληρωμένο «διάλογο» με τα συνδικάτα.

Η κατεύθυνση και οι προτάσεις με τις οποίες οι συνδικαλιστικές πλειοψηφίες «ζύμωναν» από την αρχή μέχρι το τέλος τις κινητοποιήσεις είχαν ως αφετηρία όχι την υπεράσπιση των σύγχρονων εργατικών αναγκών με βάση και τα περιθώρια που διαμορφώνει για την ικανοποίησή τους ο τεράστιος πλούτος που παράγει η εργατική τάξη, αλλά, τις σύγχρονες ανάγκες των γαλλικών μονοπωλίων και τις «παρεκκλίσεις» που επιβάλλουν οι δυσκολίες που γεννά η καπιταλιστική κρίση. Ετσι, σε συνθήκες που μεγαλώνει ο προβληματισμός για τα περιθώρια ανάκαμψης της καπιταλιστικής κερδοφορίας και αυξάνεται η ανησυχία για μια νέα ύφεση, όπως και η αγωνία των αστών για το αν θα παραμείνει ή θα καλυφθεί η απόσταση που χωρίζει τα γαλλικά μονοπώλια από τους ανταγωνιστές τους, έρχονται οι εργατοπατέρες να προσφέρουν τις πολύτιμες υπηρεσίες τους.

Σε αυτήν την κατεύθυνση, είναι χαρακτηριστικές οι προτάσεις που κατέθεσε η CGT (Confederation Generale du Τravail), στην οποία κυριαρχούν δυνάμεις του μεταλλαγμένου ΚΚ Γαλλίας και πολλοί (με πρώτο τον ΣΥΡΙΖΑ) επιμένουν να εμφανίζουν ως αγωνιστική οργάνωση.

 

Οι καιροί απαιτούν «παρεκκλίσεις»

 

Γενικά, η ηγεσία της CGT προσπάθησε να εμφανιστεί οργισμένη με την υπονόμευση των κλαδικών Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας (ΣΣΕ) που μέσα από το άρθρο 2 του νόμου «Ελ Κομρί» η κυβέρνηση επιτάχυνε, ώστε η μεγαλοεργοδοσία να μπορεί σε επίπεδο επιχείρησης να διαμορφώνει ακόμα πιο ευέλικτα τους όρους εκμετάλλευσης των εργατών.

Ωστόσο, πίσω από νομικίστικες περιαυτολογίες του τύπου ότι «ο ρυθμιστικός ρόλος του κλάδου πρέπει να επιβεβαιωθεί αποκτώντας “κανονιστική” λειτουργία», στις προτάσεις που η CGT υπέβαλε στον πρωθυπουργό, Μανουέλ Βαλς, και στην υπουργό, Μιριάμ Ελ Κομρί, με ημερομηνία 29 Ιούνη 2016 προβλέπονται διάφορα… ενδεχόμενα.

Καταρχάς, ορίζεται ότι «οι κλάδοι θα καθορίζουν, σε σχέση με τα νόμιμα κατώτατα και ανώτατα όρια, τα περιθώρια της πιθανής διαπραγμάτευσης μέσα στις επιχειρήσεις». Δηλαδή, αντί να προβλέπονται ενιαία κατοχυρωμένα δικαιώματα για όλους τους εργαζόμενους, προβλέπονται «περιθώρια» εντός των οποίων η εργοδοτική πλευρά θα μπορεί να «διαπραγματεύεται» και να «προσαρμόζει» τους όρους εργασίας και αμοιβής, φυσικά με μέλημα την προστασία της κερδοφορίας της.

Γίνεται διαρκής αναφορά στα «νόμιμα όρια» (που η CGT θέλει να γίνονται σεβαστά), αλλά ανοίγει και ο δρόμος, ώστε «αν μια σύμβαση απαιτεί αναδιαμόρφωση του νομικού πλαισίου», αυτή να υποβάλλεται «στο κοινοβούλιο». «Στην πραγματικότητα, σε επίπεδο κλάδων θα γίνεται (η) διάκριση ανάμεσα στις υποχρεωτικές ρήτρες και σε όσα αφορούν τη διαπραγμάτευση σε επίπεδο επιχειρήσεων», συμπληρώνεται, για να γίνει κι άλλο καθαρό ότι το σκεπτικό της CGT είναι οι κλαδικές ΣΣΕ να αποτελούν εργαλεία προστασίας των μεγαλοεργοδοτών από τον αθέμιτο ανταγωνισμό. Αλλωστε, στην αρχή του κειμένου διατυπώνεται ρητά ο ίδιος προβληματισμός που εκφράζουν ατόφιο και πολλά μονοπώλια ανήσυχα από το προβάδισμα των ανταγωνιστών τους: «Μια επιχειρησιακή σύμβαση που επιτρέπει τη μείωση των μισθών και / ή την αύξηση των ωρών εργασίας παρεκκλίνοντας από τον κλάδο θα επιφέρει σίγουρο χτύπημα στις άλλες εταιρείες του ίδιου κλάδου…».

Mε αυτά τα δεδομένα, λοιπόν, οι προτάσεις της CGT στρώνουν το έδαφος για να μπορούν οι μεγάλες εταιρείες κάθε κλάδου να αναμορφώνουν το εργασιακό περιβάλλον ανάλογα με τις ευρύτερες προτεραιότητες που έχουν, κατά κλάδο ή και γεωγραφική περιφέρεια: «Αν οι επιχειρήσεις επιθυμούν να επιτύχουν παρεκκλίσεις εντός του πλαισίου που καθορίζεται σε επίπεδο κλάδου, σύμφωνα με τα νόμιμα όρια, το αίτημα θα πρέπει να υποβληθεί στην Επιτροπή του Κλάδου (σ.σ. που συγκροτείται σε επίπεδο κλάδων), αυτή θα πρέπει να ελέγξει τη νομιμότητα αλλά και την ευκαιρία, δηλαδή να εξακριβώσει ότι εξισσοροπούνται αμοιβαίοι συμβιβασμοί, ότι το οικονομικό και κοινωνικό πλαίσιο δικαιολογεί μια τέτοια παρέκκλιση… Για αυτό, τα μέλη της Επιτροπής πρέπει να έχουν πρόσβαση στα οικονομικά δεδομένα, να μπορούν να έχουν βοήθεια από εμπειρογνώμονες και να διαθέτουν μια νομική βοήθεια πέρα από τα συνήθη μέσα λειτουργίας τους».

Σε τι υστερεί το παραπάνω κείμενο από ένα κείμενο γραμμένο από στελέχη μονοπωλιακών ομίλων που προσπαθούν να δικαιολογήσουν την αντεργατική θύελλα που δυναμώνει η καπιταλιστική κρίση, η όξυνση του ανταγωνισμού μεταξύ μονοπωλίων;

Γιατί να πρέπει οι εργάτες να δεχτούν τα όποια συμπεράσματα διαμορφώσουν τα «οικονομικά δεδομένα» των επιχειρηματικών ομίλων, που (ανα)συντάσσονται ανάλογα με το πόσο μεγαλύτερο και γρηγορότερο κέρδος θα έχει ο κάθε εκμεταλλευτής; Γιατί η χασούρα μιας εταιρείας να φορτωθεί στις πλάτες των εργατών; Και πότε, αλήθεια, υπήρξαν «αμοιβαίοι συμβιβασμοί» που προστάτεψαν την παραμικρή κατάκτηση των εργατών, αντί να στρώσουν το έδαφος για τη νέα κλιμάκωση της επέλασης σε βάρος τους, το βαθύτερο ξεζούμισμά τους;

Τέτοιες θέσεις αναγνωρίζουν στους εργάτες ευθύνη για την καπιταλιστική κρίση που δημιούργησε το κυνήγι του καπιταλιστικού κέρδους. Δεν τους φορτώνουν απλά το βάρος για να ανακάμψουν τα κέρδη του κεφαλαίου, αλλά τους μετατρέπουν σε πειθήνια εργαλεία αναπαραγωγής όλης της λογικής που θέλει τον εκμεταλλευτή να «δίνει δουλειά» και όχι να κλέβει τον πλούτο που στην πραγματικότητα ποτέ δεν του ανήκε, τσακίζοντας το κορμί και όλη τη ζωή των εργατών.

Αναδημοσίευση απο: http://www.rizospastis.gr/story.do?id=8993839

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *