“Ο βασικός εχθρός βρίσκεται στην ίδια μας τη χώρα”

“Ο βασικός εχθρός βρίσκεται στην ίδια μας τη χώρα”

 

 

Ο «Ριζοσπάστης» δημοσιεύει αποσπάσματα από την εισαγωγή του βιβλίου “Κείμενα των Γερμανών κομμουνιστών στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Ιούνης 2015”

Τα κείμενα της παρούσας Συλλογής είναι γραμμένα την περίοδο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και είναι χαρακτηριστικά της τοποθέτησης, αλλά και της δράσης των Γερμανών «Διεθνιστών», όπως ήταν γνωστοί τότε οι μετέπειτα «Σπαρτακιστές» και στη συνέχεια πρωτεργάτες της ίδρυσης του ΚΚ Γερμανίας.

Δημοσιεύονται τα εξής κείμενα:

 

Κλάρα Τσέτκιν, «Γυναίκες προλετάριες, να είστε έτοιμες», Αύγουστος 1914.

Φραντς Μέρινγκ, «Για τη φύση του πολέμου», Νοέμβρης 1914.

Ρόζα Λούξεμπουργκ, «Το ξαναχτίσιμο της Διεθνούς», 1915.

Καρλ Λίμπκνεχτ, «Ο βασικός εχθρός βρίσκεται στην ίδια μας τη χώρα», Μάης 1915.

 

Τα κείμενα της Συλλογής αποτελούν μια τοποθέτηση κόντρα στο κυρίαρχο ρεύμα του σοσιαλσοβινισμού, του πολεμοκάπηλου εθνικισμού, της προδοσίας των συμφερόντων της εργατικής τάξης από την πλειοψηφία των σοσιαλιστικών – εργατικών κομμάτων της εποχής, με φωτεινές εξαιρέσεις το κόμμα των μπολσεβίκων στη Ρωσία και ορισμένους Σέρβους σοσιαλιστές. Επίσης, στη Γερμανία ενάντια στον πόλεμο δραστηριοποιήθηκε μια ομάδα στελεχών του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας (SPD), αποτελούμενη από τους συγγραφείς των κειμένων που δημοσιεύουμε και ονομάστηκε «Η Διεθνής». Η φράση του Λίμπκνεχτ: «Ο βασικός εχθρός βρίσκεται στην ίδια μας τη χώρα» μαζί με την τοποθέτηση του Λένιν «πάλη για ήττα της δικής μας αστικής τάξης στον πόλεμο», αποτελούν τις πιο ξεκάθαρες ταξικές τοποθετήσεις για τη στάση της εργατικής τάξης στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο.

Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας (SPD) αποτελούσε το πιο ισχυρό κόμμα της Β΄Διεθνούς, με μεγάλη επιρροή στους εργάτες. Ετσι, το παράδειγμά του επιδρούσε και στα άλλα κόμματα, για παράδειγμα, το ψηφισμένο το 1891 πρόγραμμά του στην Ερφούρτη αποτέλεσε πρότυπο για τη διαμόρφωση των κομματικών προγραμμάτων και σε άλλες χώρες. Βέβαια, η κατάντια των εργατικών κομμάτων της εποχής δεν ήταν προϊόν εξωτερικής αλληλεπίδρασης, αλλά των εσωτερικών εξελίξεων στα ίδια τα κόμματα. Εξαρτήθηκε από το κατά πόσο μπόρεσαν να αντιπαλέψουν τις διάφορες εκδηλώσεις του οπορτουνισμού στις γραμμές τους, δηλαδή κατά πόσον αντιπάλεψαν και νίκησαν την επίδραση της αστικής ιδεολογίας και πολιτικής όχι γενικά στην κοινωνία – πράγμα αδύνατο – αλλά στις ίδιες τις γραμμές τους.

 Πριν από τον πόλεμο, στο Διεθνές Συνέδριο της Κοπεγχάγης (1910) και στη Διεθνή Συνδιάσκεψη της Βασιλείας (1912) υπό την παρέμβαση του Λένιν, της Λούξεμπουργκ κ.ά., πάρθηκαν αποφάσεις που καλούσαν σε ενεργή δράση την εργατική τάξη ενάντια στον πόλεμο. Η Συνδιάσκεψη της Βασιλείας με υπέρμετρη αισιοδοξία διακήρυξε: «Ο φόβος των κυρίαρχων τάξεων ότι έναν παγκόσμιο πόλεμο θα μπορούσε να τον ακολουθήσει προλεταριακή επανάσταση είναι ουσιαστική εγγύηση της ειρήνης».Η ίδια Συνδιάσκεψη διαπίστωσε πλήρη ομοφωνία στο ζήτημα του πολέμου ενάντια στον πόλεμο. Η ομοφωνία ήταν φαινομενική. Ο Λένιν μονολογούσε για τους οπορτουνιστές που είχαν ψηφίσει τις σχετικές αποφάσεις: «Μας έδωσαν μια μεγάλη συναλλαγματική, να δούμε πώς θα την ξοφλήσουν».

Με το ξέσπασμα του πολέμου, η πλειοψηφία των σοσιαλιστικών κομμάτων πρόδωσε όλες τις προηγούμενες διακηρύξεις της. Τα ηγετικά στελέχη της Διεθνούς, μέλη του Διεθνούς Σοσιαλιστικού Γραφείου, βρέθηκαν πλέον να εκπροσωπούν αντίπαλα ιμπεριαλιστικά πολεμικά στρατόπεδα και όχι το ταξικό συμφέρον της εργατικής τάξης, τον προλεταριακό διεθνισμό.

Η προδοσία των εργατικών συμφερόντων από την ηγεσία του SPD, αλλά και η εθνικιστική στάση της πλειοψηφίας του κατά την έκρηξη του Α΄Παγκόσμιου Πολέμου, στιγματίζονται από την Ρόζα Λούξεμπουργκ στο κείμενό της «Το ξαναχτίσιμο της Διεθνούς». Η ίδια παραθέτει αρκετά στοιχεία που πιστοποιούν τη στροφή του SPD σε σχέση με τις προηγούμενες διακηρύξεις.

Ο Λένιν την ίδια περίοδο επικροτεί τη στάση των Γερμανών «Διεθνιστών» και του περιοδικού τους Η Διεθνής: «Εχουν απόλυτα δίκιο ο Φρ. Μέρινγκ και η Ρόζα Λούξεμπουργκ που… αποκαλούν τον Κάουτσκι πόρνη».Ταυτόχρονα, ο Λένιν προβαίνει σε βαθύτερη ανάλυση για την πορεία του SPD και των άλλων κομμάτων που αφορά όλη την προηγούμενη δράση τους στην ειρηνική περίοδο. Ο Λένιν αναδεικνύει πως δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία η προδοσία των ηγετών του SPD και άλλων σοσιαλδημοκρατών ηγετών στις χώρες της Αντάντ (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία). Αναδεικνύει πως το κάλεσμα των σοσιαλδημοκρατών ηγετών προς τους εργάτες των χωρών τους να πέσουν στην αλληλοσφαγή, δεν ήταν έργο ορισμένων παλιανθρώπων αλλά προϊόν μιας ολόκληρης εποχής και του χρόνιου συμβιβασμού με την αστική τάξη, ήταν προϊόν της χρόνιας επίδρασης του οπορτουνισμού και του ρεφορμισμού στο εργατικό κίνημα.

Ο Λένιν αναδεικνύει πως το ζήτημα δεν ήταν μόνο οι σωστές αποφάσεις και διακηρύξεις αλλά και η ικανότητα των κομμάτων να τις υποστηρίξουν, να σταθούν στο ύψος που απαιτούν αυτές οι αποφάσεις και να πορευτούν σύμφωνα με αυτές στις κρίσιμες καμπές της Ιστορίας, όπως ήταν τότε η έκρηξη ενός παγκόσμιου πολέμου. Η ικανότητα επαναστατικής προσαρμογής – να είναι «παντός καιρού» ένα εργατικό επαναστατικό κόμμα – προσδιορίστηκε από την ικανότητα ταξικής επιστημονικής ανάλυσης των εξελίξεων, από το ανάλογο επίπεδο οργανωτικής ικανότητας του κόμματος, την ταξική σύνθεση των μελών και των καθοδηγητικών οργάνων του, την ταξική επιστημονική και επαναστατική αντίληψη του καθοδηγητικού του πυρήνα, τις ιδιαίτερες συνθήκες όπου είχε συνηθίσει να δρα τα προηγούμενα χρόνια.

 Ο Λένιν (όπως και η Λούξεμπουργκ) στιγματίζει και αποκαλύπτει ιδιαιτέρα τη στάση του Κάουτσκι. Με το ξέσπασμα του πολέμου, ο Κάουτσκι δικαιολογούσε πλέον τη στάση του με μαρξιστικά λογάκια δίχως να απορρίπτει τυπικά το μαρξισμό. Ενώ στα λόγια δεν ταυτιζόταν με τους σοβινιστές, στην πράξη συνέπραξε με αυτούς και τους έδινε άλλοθι. Επίσης, ο Κάουτσκι επικαλούνταν την απήχηση που είχε αρχικά στο λαό ο πόλεμος. Ετσι, θεωρούσε αθώα του αίματος την ίδια τη σοσιαλδημοκρατική ηγεσία: «Ποιος όμως θα τολμήσει να υποστηρίξει ότι για τα 4 εκατομμύρια των συνειδητών Γερμανών προλετάριων αρκεί μόνο η διαταγή μια χούφτας βουλευτών, για να κάνουν μέσα σε 24 ώρες στροφή 180 μοιρών προς τα δεξιά, προς μια κατεύθυνση διαμετρικά αντίθετη από τους προηγούμενους σκοπούς τους;»Ο Λένιν γράφει ειρωνικά για τον Κάουτσκι, «τώρα ρίχνει μεγαλόψυχα στις μάζες την προδοσία». Και αναδεικνύει την ανάγκη επαναστατικής – ταξικής στάσης της ίδιας της πρωτοπορίας στο θέμα του πολέμου, όπως και σε όλα τα θέματα – ένα ζήτημα διαχρονικής αξίας.

Σε σχέση με την προπολεμική πορεία του SPD ως εργατικού κόμματος, ο Λένιν αναδεικνύει αρκετά προβλήματα, που στην πλειονότητά τους δεν αφορούν μόνο το SPD. Σταχυολογούμε ορισμένες από τις επισημάνσεις του Λένιν:

 Το SPD ήταν εξαρτώμενο από ένα στρώμα εργατών, αυτό της εργατικής αριστοκρατίας και μιας κρατικής συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, πράγμα που το απέτρεπε από το να υπηρετήσει το γενικό συμφέρον της εργατικής τάξης. Αυτό το πρόβλημα εκδηλώθηκε και στον πόλεμο: «… η οικονομική βάση του σοβινισμού και του οπορτουνισμού μέσα στο εργατικό κίνημα είναι μία και η αυτή: Συμμαχία των ολιγάριθμων ανώτερων στρωμάτων του προλεταριάτου και των μικροαστών, που απολαμβάνουν τα ψίχουλα από τα προνόμια του εθνικού “τους” κεφαλαίου ενάντια στη μάζα των προλετάριων, στη μάζα των εργαζομένων και των καταπιεζόμενων γενικά».

Το SPD γνώρισε ορισμένες δεκαετίες κοινοβουλευτικής ανόδου, πράγμα που καλλιέργησε έντονα το κοινοβουλευτικό κριτήριο στη λειτουργία του. Δηλαδή, την αυταπάτη για αυτοαναπαραγωγή και αύξηση της εκλογικής του δύναμης. Επιπλέον, το SPD, λειτουργώντας με κοινοβουλευτικά κριτήρια, είχε καταστήσει αυτοτελή τη λειτουργία της κοινοβουλευτικής του ομάδας, δηλαδή διέθετε μια ομάδα που δεν υποτασσόταν απόλυτα στην Κεντρική Επιτροπή.

Στο πλαίσιο του λεγκαλισμού, της ανάγκης ύπαρξης νόμιμου κομματικού φορέα, επικράτησε η αντίληψη πως για να εξασφαλίζει αυτήν τη νομιμότητα είναι αναγκασμένο το κόμμα να μασάει τα λόγια του, να ελίσσεται, αν και δεν επρόκειτο απλώς για ένα φραστικό συμβιβασμό. Ο Λένιν αναφέρεται στη φράση ενός Γερμανού βουλευτή, ο οποίος, αφού είχε ψηφίσει τις πολεμικές πιστώσεις στη Βουλή, σε μια εργατική συγκέντρωση δικαιολογήθηκε πως «θα μας έπιαναν», για να πάρει πληρωμένη απάντηση από έναν εργάτη «ε, και τι μ’ αυτό, τι το άσχημο;». Ο Λένιν εξηγεί για την επαναστατική στάση πως: «Η σύλληψη ενός βουλευτή για τον τολμηρό λόγο του θα έπαιζε ωφέλιμο ρόλο, σαν προσκλητήριο σάλπισμα για την ένωση μέσα στην επαναστατική δουλειά των προλετάριων των διαφόρων χωρών».

Το δυστύχημα για τους Γερμανούς κομμουνιστές είναι ότι δε διαχωρίστηκαν οργανωτικά έγκαιρα από τον οπορτουνισμό, στη συγκρότηση επαναστατικού εργατικού κόμματος – κόμματος νέου τύπου με αυτοτελή δράση και οργάνωση στις εργατικές μάζες. Ετσι, παρόλο που οι Λίμπκνεχτ, Λούξεμπουργκ κ.ά. έγραφαν το δελτίο Η Διεθνής και στη συνέχεια συγκρότησαν το «Σύνδεσμο Σπάρτακος» παρέμεναν οργανωτικά στο SPD και όταν το 1917, με διάσπαση του SPD, ιδρύθηκε το Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας (USPD) εντάχτηκαν σε αυτό μαζί με τους Μπέρνσταϊν, Κάουτσκι κ.ά.

 Η έλλειψη ενός πραγματικά επαναστατικού κόμματος φάνηκε το 1918 – 1919, όταν κατά την επανάσταση υπερίσχυσαν οι σοσιαλδημοκράτες και κατάφεραν να σταθεροποιήσουν τον καπιταλισμό στη Γερμανία, ορκιζόμενοι υποκριτικά στο όνομα της σοσιαλιστικής επανάστασης. Στις κρίσιμες εκείνες μέρες, μόλις την πρωτοχρονιά του 1919 ιδρύθηκε το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας, ενώ στις 19 Γενάρη 1919 οι Ρόζα Λούξεμπουργκ και Καρλ Λίμπκνεχτ δολοφονήθηκαν από αντεπαναστατικές στρατιωτικές ομάδες, που καθοδηγούνταν από το υπουργείο Αμυνας με υπουργό το σοσιαλδημοκράτη Γκούσταβ Νόσκε.

 

 

Πηγή:http://www.rizospastis.gr/story.do?id=8498856

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *