Σικάγο, 4 Μαίου 1886: Θάνατος στο Χείμαρκετ

Το κείμενο είναι απόσπασμα απο το βιβλίο του James Green, “Θάνατος στο Χείμαρκετ-Η έκρηξη του εργατικού κινήματος που κλόνισε την “χρυσή εποχή” της Αμερικής” (1η έκδοση 2008). Το βιβλίο κυκλοφορεί απο τις εκδόσεις Καστανιώτη. Το έργο του Green, καθηγητή της ιστορίας του εργατικού κινήματος των ΗΠΑ στο πανεπιστήμιο της Βοστώνης και κατοίκου του Σικάγου, είναι απο τις πιο ενδιαφέρουσες και σημαντικές εργασίες για το θέμα που έχουν κυκλοφορήσει στην γλώσσα μας. Αξίζει να διαβαστεί.

 

 

 

 

Σικάγο, 4 Μαίου 1886: Θάνατος στο Χείμαρκετ

 

 

 

……..Οι πάμπολλες περιγραφές για όσα συνέβησαν εκείνη τη νύχτα στο Σικάγο σε γενικές γραμμές συμπίπτουν, μέχρι τη στιγμή που ο διοικητής Γουόρντ έδωσε την εντολή για διάλυση, αλλά οι απόψεις των αυτοπτών μαρτύρων για όσα επακολούθησαν διίστανται. Μερικοί αστυνομικοί νόμισαν πως άκουσαν τον Φίλντεν να λέει: «Είμαστε ειρηνικοί», όμως άλλοι ισχυρίστηκαν πως είπε: «Να τα κυνηγόσκυλα. Εσείς κάντε το καθήκον σας κι εγώ θα κάνω το δικό μου» και ότι μετά πυροβόλησε τον διοικητή Γουόρντ. Άλλοι επίσης αστυνομικοί είπαν στους δημοσιογράφους πως η βόμβα ήρθε από το στενό Κρέιν ή πίσω από το κάρο του ομιλητή και όχι από την ανατολική πλευρά του δρόμου, όπως ισχυρίστηκε ο διοικητής Γουόρντ. Η τροχιά της βόμβας θα απέβαινε αργότερα το σημαντικότερο σημείο τριβής, αφού μάρτυρες κατηγορίας ενοχοποίησαν τον Σπάις πως είχε δώσει τη βόμβα σε κάποιον που την εκτόξευσε από το στενό.

Οι περισσότεροι από τους αστυνομικούς κατέθεσαν πως αμέσως μετά την έκρηξη δέχτηκαν πυκνά πυρά από το πλήθος που βρισκόταν στα πεζοδρόμια. Ο επιθεωρητής Μπόνφιλντ επέμεινε πως αυτό αποδείκνυε ότι τα επεισόδια εκείνο το βράδυ δεν ήταν απλώς μια εξέγερση, αλλά μια εσκεμμένη, προμελετημένη συνωμοσία, διότι, ισχυρίστηκε, οι αναρχικοί είχαν σχεδιάσει να ανοίξουν πυρ προς τους αστυνομικούς με το που θα έσκαγε η βόμβα. Ο διοικητής Γουόρντ είπε πως άκουσε πυροβολισμούς αμέσως μετά την έκρηξη, αλλά δεν μπορούσε να είναι βέβαιος ποιος τράβηξε πρώτος τη σκανδάλη, γιατί οι πυροβολισμοί έπεφταν χωρίς διάκριση. Κατά τα άλλα, οι περιγραφές των αστυνομικών για τα επεισόδια εκείνης της νύχτας χαρακτηρίζονταν από συνέπεια. Η κατάθεσή τους αποτέλεσε την κύρια βάση των δημοσιευμάτων του Τύπου σχετικά με τη βομβιστική ενέργεια, δημοσιεύματα που θα διαμόρφωναν την άποψη της κοινής γνώμης για την τραγωδία.

 

 

Η θεμελίωση των κατηγοριών

 

 

Η εκδοχή της αστυνομίας για τα γεγονότα της 4ης Μαΐου θα συνέβαλλε επίσης στη νομική θεμελίωση των κατηγοριών που οι εισαγγελείς της πολιτείας θα απέδιδαν σε όσους παραπέμφθηκαν για τη βομβιστική επίθεση. Ωστόσο, οι αναρχικοί και οι οπαδοί της Διεθνούς, αλλά και άλλοι παρατηρητές, που συνδέονταν με τα συνδικάτα ή το ριζοσπαστικό κίνημα, θα αμφισβητούσαν αυτή την επίσημη περιγραφή των γεγονότων στο Χέιμαρκετ σε κάθε κρίσιμο σημείο της. Αυτοί οι μάρτυρες δεν άκουσαν τον Φίλντεν να λέει πως έρχονταν τα κυνηγόσκυλα ούτε τον είδαν να πυροβολεί τους αστυνομικούς. Ένας από αυτούς, ο Σ.Τ. Ίνγκραμ, ένας δεκαεννιάχρονος εργάτης στο χυτήριο των Αδελφών Κρέιν, εκείνη την ημέρα διάβασε την προκήρυξη και το ίδιο βράδυ επέστρεψε στον χώρο της δουλειάς του για να πάρει μέρος στη συγκέντρωση. Όρθιος, κοντά στο κτήριο Κρέιν, δίπλα στο κάρο, είδε την προέλαση της αστυνομίας και τον Φίλντεν να πηδάει από το κάρο λίγο πριν αντηχήσει ο κρότος της έκρηξης στον νυχτερινό αέρα, αλλά δεν είδε πυροβολισμούς να προέρχονται από το κάρο. «Μετά την έκρηξη της βόμβας», κατέθεσε, «έκανα πίσω, κόντρα στον τοίχο για να μη σκοτωθώ. Το πιστολίδι έδινε κι έπαιρνε, περισσότερο από τους αστυνομικούς, από τη μέση του δρόμου». Ισχυρίστηκε πως είχε άριστη όραση και ακοή, και πως δεν είδε κανέναν πολίτη ή άτομο ντυμένο με πολιτικά να χρησιμοποιεί πιστόλι. «Ήταν μια πολύ ειρηνική συγκέντρωση».

Τρεις επιχειρηματίες είδαν τα γεγονότα με τον ίδιο τρόπο. Κανένας δεν είδε πυροβολισμούς από το πλήθος, ούτε και ο Μπάρτον Σίμονσον, ένας πωλητής και άκρως αξιόπιστος μάρτυρας, αφού γνώριζε τον διοικητή Γουόρντ, τον επιθεωρητή Μπόνφιλντ και άλλους βαθμοφόρους λόγω των συνεχών φιλανθρωπικών του προσπαθειών στη δημιουργία συσσιτίων για τους άπορους στη Δυτική Πλευρά. «Οι πυροβολισμοί άρχισαν από την αστυνομία, ακριβώς στη μέση του δρόμου», κατέθεσε ο Σίμονσον. «Δεν είδα ούτε έναν πυροβολισμό να προέρχεται από το πλήθος, από καμιά πλευρά του δρόμου».

Δεν υπήρξε αμφισβήτηση για το τι συνέβη από τη στιγμή που άρχισε η αστυνομία να πυροβολεί. Ένας δημοσιογράφος περιέγραψε τη σκηνή σαν «άγρια σφαγή» και ο ρεπόρτερ της «Tribune» το τράβηξε πολύ παραπέρα. «Σπρωγμένοι από την τρέλα», έγραψε, «η διανοητική κατάσταση των αστυνομικών ήταν τέτοια, που δεν τους επέτρεπε να αντισταθούν, και συγκριτικά ήταν το ίδιο επικίνδυνοι με οποιονδήποτε όχλο κομμουνιστών, γιατί είχαν τυφλωθεί από το πάθος και αδυνατούσαν να διακρίνουν τους ειρηνικούς πολίτες από τους νιχιλιστές δολοφόνους». Αυτό που δεν αναφέρθηκε ήταν η πιθανότητα, όπως τόνισε αργότερα ένας ανώνυμος ανώτερος αξιωματικός, ένας μεγάλος αριθμός αστυνομικών να είχε τραυματιστεί από φίλια πυρά. Τις πρώτες στιγμές των επεισοδίων μετά την έκρηξη κυριάρχησε το «ο σώζων εαυτόν σωθήτω», καθώς πολλοί αστυνομικοί, παγιδευμένοι στην πυκνή τους διάταξη, «άδειαζαν τα πιστόλια τους κυρίως ο ένας πάνω στον άλλον».

 

 

Έξοδος στη νύχτα

 

 

Όταν κόπασε το πιστολίδι στην οδό Ντισπλέινς, το εμβρόντητο πλήθος στοιβάχτηκε στο πίσω μέρος του Ζεπφ Χολ περιμένοντας ήσυχα για αρκετά λεπτά στο σκοτάδι, πριν διακινδυνεύσει την έξοδό του μέσα στη νύχτα. Η Λίζι Χολμς, ο Άλμπερτ και η Λούσι Πάρσονς με τα παιδιά τους κατευθύνθηκαν βόρεια, πέρα από το γεφυράκι της οδού Ντισπλέινς, όπου συνάντησαν τον Τόμας Μπράουν του Αμερικανικού Τμήματος, ο οποίος είπε στους Πάρσονς ότι ήταν στιγματισμένος. Εφόσον τον γνώριζαν όλοι και όλοι ήξεραν την επιρροή του, θα ήταν καλύτερα αν ο Άλμπερτ έφευγε από την πόλη. Ακολούθησε μια ασθμαίνουσα συζήτηση στο γεφυράκι.

Στην αρχή, ο Πάρσονς αρνήθηκε να εγκαταλείψει τη σκηνή και να αφήσει τα μέλη της οικογένειάς του και τους φίλους του μόνους να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες. Κανένας δεν γνωρίζει τι συζητήθηκε επακριβώς μεταξύ της Λούσι και του συζύγου της εκείνη τη νύχτα, αλλά η στενή της φίλη Λίζι είπε ότι η Λούσι κατάφερε να πείσει τον Άλμπερτ να το σκάσει για να γλιτώσει τη ζωή του. Του έλειπαν τα χρήματα για εισιτήριο τρένου, και ο Μπράουν του έδωσε πέντε δολάρια. Και τότε, εκεί στο γεφυράκι, αποφάσισαν να χωρίσουν. Ο Μπράουν θα πήγαινε από τη μια μεριά, η Λούσι, η Λίζι και τα παιδιά από την άλλη, ενώ ο Άλμπερτ τράβηξε για τον Σταθμό Σιδηροδρόμων Νορθγουέστερν και το τρένο που θα τον πήγαινε στην Τζενίβα του Ιλινόις, όπου θα τον περίμενε ο Γουίλιαμ Χολμς. Πριν ξεκινήσει ο Πάρσονς, κοίταξε τη γυναίκα του και είπε με θλιμμένη φωνή: «Λούσι, φίλα με. Ποιος ξέρει πότε θα ξανασυναντηθούμε».

Την ίδια ώρα, ο γενικός διευθυντής της Αστυνομίας του Σικάγου Φρέντερι Έμπερσολντ έπεφτε για ύπνο στο σπίτι του στη Νότια Πλευρά. Ήταν απίστευτα κουρασμένος από τις άπειρες ώρες στο γραφείο του μαζεύοντας αστυνομικούς σε όλη την απεργοκρατούμενη πόλη και κινητοποιώντας διμοιρίες για τη συγκέντρωση στο Χέιμαρκετ.

 

 

Σκηνικό σφαγής

 

 

Είχε φύγει από το γραφείο του κατά τις 10 το βράδυ, έχοντας ακούσει τον επιθεωρητή Μπόνφιλντ να λέει πως δεν είχαν σημειωθεί φασαρίες στο Χέιμαρκετ και ότι οι αστυνομικοί που ήταν σε εφεδρεία στα διάφορα τμήματα μπορούσαν να φύγουν. Όταν στο σπίτι του χτύπησε το τηλέφωνο, ο Έμπερσονλτ κατάλαβε πως κάτι σοβαρό είχε συμβεί. Φόρεσε βιαστικά τα ρούχα του και έσπευσε με την άμαξά του στο αστυνομικό τμήμα της οδού Ντισπλέινς. Φτάνοντας εκεί, είπε σ’ έναν δημοσιογράφο: «Το κτήριο ήταν φωτισμένο από πάνω μέχρι κάτω, οι αστυνομικοί κουβαλούσαν τραυματίες με φορεία, χειρουργοί και αστυνομικοί έκαναν τη δουλειά τους ή προσεύχονταν. Ο Έμπερσολντ, ένας μπαρουτοκαπνισμένος βετεράνος του στρατού της Ένωσης και επιβιώσας της φρικιαστικής σφαγής στο Σάιλο, είχε δει το αίμα να ρέει σε αρκετές μάχες του Εμφυλίου Πολέμου. Η σκηνή με τους δεκάδες τραυματισμένους αστυνομικούς αραδιασμένους στο πάτωμα του αστυνομικού τμήματος της οδού Ντισπλέινς ξαναζωντάνεψε στη μνήμη του εκείνες τις εικόνες ανθρωποσφαγής στα πεδία των μαχών.

Οι αξιωματικοί της αστυνομίας ανέφεραν στον γενικό διευθυντή πως ένας άγνωστος αριθμός αναρχικών είχε πυροβοληθεί και σκοτωθεί, αλλά την επόμενη μέρα η «Tribune» έκανε λόγο για τον θάνατο ενός και μοναδικού πολίτη. Ο Καρλ Κίστερ, ένας εργάτης που έμενε κοντά στους Πάρσονς στην οδό Ιντιάνα, δυτικά, είχε πεθάνει χτυπημένος λίγο πιο κάτω από την καρδιά. Ο ιατροδικαστής απέδωσε, αργότερα, στον Κίστερ το χαρακτηριστικό του «Βοημού Σοσιαλιστή».

Καταγράφηκαν δεκαεννέα ακόμα «πολίτες ή αναρχικοί» ως τραυματίες, σύμφωνα με την εφημερίδα. Έξι από αυτούς, σε κρίσιμη κατάσταση, έφεραν ονόματα δηλωτικά των διαφορετικών εθνικοτήτων των διαδηλωτών στο Χέιμαρκετ: Γουίλιαμ Μέρφι, Τζον Λέπλαντ, Τζόζεφ Κούτσκε, Ρόμπερτ Σουλτζ, Πίτερ Λέι και Ματίας Λιούις, υποδηματοποιός, που πέθανε από σφαίρα στην πλάτη. Μερικές ημέρες αργότερα, η αστυνομία αναγνώρισε στο νοσοκομείο της Κομητείας Κουκ έναν ασθενή με το όνομα Κρούγκερ, σε κώμα, με μια σφαίρα στο μυαλό και με μηδαμινές ελπίδες επιβίωσης. Αυτός ήταν ο «Μεγάλος Κρούγκερ», ένας αγωνιστής της ΔΕΕ. Τριάντα ακόμα άνθρωποι, τουλάχιστον, τραυματίστηκαν από όπλα των αστυνομικών στο συλλαλητήριο και στην περιοχή, συμπεριλαμβανομένου του Χένρι Σπάις, που έφαγε μια σφαίρα για τον αδελφό του, και του Σαμ Φιλντ, που είχε πυροβοληθεί στο πόδι, καθώς έτρεχε μέσω της οδού Ράντολφ προς το κέντρο τη πόλης.

Τις επόμενες ημέρες ο ιατροδικαστής ανακοίνωσε τον θάνατο τριών πολιτών από τα πυρά των αστυνομικών, αν και πρέπει να σκοτώθηκαν περισσότεροι, χωρίς ο δήμος να περάσει στα βιβλία του τον θάνατο και την ταφή τους. Εν πάση περιπτώσει, αυτοί οι θάνατοι δεν απασχόλησαν τον Τύπο. Αυτό που ενδιέφερε το κοινό ήταν πως στο ίδιο χρονικό διάστημα έξι ακόμη αστυνομικοί ακολούθησαν τον Ματίας Ντίγκαν στον τάφο – επτά συνολικά γενναίοι άντρες που μαζί με τους συναδέλφους τους αστυνομικούς βρέθηκαν εκείνη τη νύχτα στο Χέιμαρκετ, εκτελώντας με ευσυνειδησία το καθήκον τους, εντελώς ανυποψίαστοι για τη μοίρα που τους είχε στήσει καρτέρι……………

 

Tζέιμς Γκριν, «Θάνατος στο Χέιμαρκετ».
Εκδόσεις: Καστανιώτη

 

 

 

Πηγή: http://www.topontiki.gr/article/74007/taxikoi-koinonikoi-agones-sto-sikago

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *