Συγκυβέρνηση-Κουαρτέτο-Εγχώριο Κεφάλαιο: Διαδοχικά αντιλαικά μέτρα στο βωμό της καπιταλιστικής ανάκαμψης

 

Συγκυβέρνηση-Κουαρτέτο-Εγχώριο Κεφάλαιο:

Διαδοχικά αντιλαϊκά μέτρα στο βωμό της καπιταλιστικής ανάκαμψης

 

«Στη σημερινή σκληρή πραγματικότητα της ύφεσης και της υποχρεωτικής αναδιάρθρωσης και ιδιωτικοποίησης επιχειρήσεων, είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι ακόμη και το τελειότερο σύστημα εργασιακών ρυθμίσεων δεν θα μπορούσε από μόνο του να μας βγάλει από τα αδιέξοδα που βιώνει η ελληνική οικονομία».

Αυτό επισημαίνει ο ΣΕΒ στο τελευταίο δελτίο για την ελληνική οικονομία, βάζοντας στο αντιλαϊκό τραπέζι το ζήτημα των γενικότερων αναδιαρθρώσεων που κρίνονται απαραίτητες στην προοπτική της αναιμικής όσο και αβέβαιης καπιταλιστικής ανάκαμψης. Σε αυτό τον άξονα, η κατεδάφιση των εργασιακών σχέσεων που δρομολογείται στο πλαίσιο της δεύτερης «αξιολόγησης» του μνημονίου, συνδυάζεται με μπαράζ νέων παρεμβάσεων ενίσχυσης «δυναμικών» κλάδων εξαγωγικού προσανατολισμού, με στόχο τη διαμόρφωση «οικονομιών κλίμακας» (σηματοδοτούν τη συγκέντρωση της επιχειρηματικής πίτας και των κερδών προκειμένου να επιτευχθεί η συμπίεση του κόστους των βιομηχάνων), άρση υφιστάμενων εμποδίων για νέες επενδύσεις, μειώσεις στο ενεργειακό κόστος, πρόσθετα εργαλεία χρηματοδότησης για τους επιχειρηματικούς ομίλους, «βελτίωση» στις διαδικασίες αδειοδότησης κερδοφόρων επενδύσεων, ζητήματα που αφορούν στην εφοδιαστική αλυσίδα, στα βιομηχανικά πάρκα, στη χωροταξία κ.ά.

Σύμφωνα με τον ΣΕΒ, «στη συζήτηση που διεξάγεται συνεπώς γύρω από τις εργασιακές μεταρρυθμίσεις είναι κρίσιμο να έχουμε κατά νου δύο πράγματα: Την ανάγκη η Ελλάδα να αναπτυχθεί σε υγιείς βάσεις προσελκύοντας μεγάλες και σοβαρές επενδύσεις και ταυτόχρονα να αρθούν οι διαρθρωτικές αδυναμίες που οδήγησαν την ελληνική οικονομία στην κατάρρευσή της το 2009».

Την ίδια ώρα, η όποια ανάκαμψη για το κεφάλαιο είναι συνυφασμένη με την κλιμάκωση της αντιλαϊκής πολιτικής και σε κάθε περίπτωση με την κατεδάφιση και των εργασιακών σχέσεων: «Μια παλινδρόμηση στο καθεστώς των εργασιακών σχέσεων που ίσχυαν μέχρι τότε δεν είναι σε καμία περίπτωση το ζητούμενο για την οικονομία, τους εργαζόμενους και τις επιχειρήσεις το 2016. Αν θέλουμε να οικοδομήσουμε ένα νέο πλαίσιο εργασιακών σχέσεων, οδηγός μας πρέπει να είναι το μέλλον μιας διεθνώς ανταγωνιστικής οικονομίας», επισημαίνουν χαρακτηριστικά οι εγχώριοι βιομήχανοι, δείχνοντας το δρόμο για την καπιταλιστική ανάκαμψη.

Βέβαια, η «διεθνώς ανταγωνιστική οικονομία» συνδέεται με την επιβολή των «βέλτιστων διεθνών πρακτικών» του κεφαλαίου, που ισχύουν στην ΕΕ και την Ευρωζώνη, στην ευρύτερη ζωτική, για το εγχώριο κεφάλαιο, περιοχή της ΝΑ Ευρώπης καθώς και σε άλλα κέντρα και αγορές. Χωρίς περιστροφές, ο ΣΕΒ τονίζει: «Η χώρα μας συνεχίζει να διατηρεί κάποιες πρωτοτυπίες σε σχέση με την Ευρώπη, σε θέματα όπως η μονομερής προσφυγή στην υποχρεωτική διαιτησία, τα προνόμια των συνδικαλιστών ή η διοικητική έγκριση για ομαδικές απολύσεις»…

 

Στα σκαριά τα επόμενα αντιλαϊκά μέτρα

 

Σε ένα σύνθετο «κουβάρι» αντιλαϊκών διεργασιών και με φόντο τις αυξημένες αβεβαιότητες γύρω από την πορεία των οικονομικών εξελίξεων σε Ευρωπαϊκή Ενωση και Ευρωζώνη, αλλά και γενικότερα, εξελίσσονται τα παζάρια της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ με το κουαρτέτο, με κεντρική ατζέντα το κλείσιμο των «εκκρεμοτήτων» που συνδέονται με την πρώτη «αξιολόγηση» και την προετοιμασία για τον κύκλο της δεύτερης «αξιολόγησης», περί τα μέσα του Οκτώβρη.

Σε κάθε περίπτωση, η δεύτερη «αξιολόγηση», πέρα από το ζήτημα των νέων χτυπημάτων στα Εργασιακά (μείωση μισθών, απελευθέρωση ομαδικών απολύσεων, παρεμπόδιση απεργιών, εργοδοτικές ανταπεργίες – λοκ άουτ), περιλαμβάνει ένα μπαράζ από αντιλαϊκές αναδιαρθρώσεις και άλλες μεταρρυθμίσεις ενίσχυσης του κεφαλαίου με νομοσχέδια που είναι βγαλμένα από τα «κιτάπια» του εγχώριου κεφαλαίου.

Σε αυτά συγκαταλέγονται οι παρεμβάσεις που έρχονται να «κουμπώσουν» με το νέο λεγόμενο «αναπτυξιακό νόμο», όπως οι νομοθετικές ρυθμίσεις για τις «στρατηγικές επενδύσεις», την «εφοδιαστική αλυσίδα» (logistics), τις «απελευθερώσεις» στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου, τις περαιτέρω διαδικασίες για τη διαχείριση των «κόκκινων» τραπεζικών δανείων, το νέο κανονισμό για παροχή υπηρεσιών ύδρευσης (συνδέεται με τις ιδιωτικοποιήσεις στον κλάδο), τον «οδικό χάρτη» για την πλήρη «απελευθέρωση» επαγγελμάτων, νέα νομοθεσία για την «κινητικότητα» στο δημόσιο τομέα, αναμόρφωση της νομοθεσίας για την «Επιτροπή Ανταγωνισμού» κ.ά.

Παράλληλα, η εφαρμογή των προγραμμάτων για το «ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα» συνδέεται με την «αξιολόγηση των κοινωνικών παροχών», που είναι παροχές – ψίχουλα και μόνο για τους απόλυτα εξαθλιωμένους, για τις οποίες φαίνεται να σχεδιάζεται και νέο «σφαγείο».

Επιπλέον, σύμφωνα με ορισμένες πληροφορίες, έχει ανοίξει εκ νέου ζήτημα και νέων αντιλαϊκών παρεμβάσεων στη φορολογία των μισθωτών και των συνταξιούχων, με κατεύθυνση, βέβαια, την ακόμη μεγαλύτερη συμπίεση του αφορολόγητου ορίου για τα εισοδήματα που θα αποκτηθούν από το 2017, άρα αύξηση της φοροληστείας. Επιπλέον, προ των πυλών βρίσκονται και οι παρεμβάσεις για την παραπέρα ενίσχυση της φοροληστείας, απέναντι σε τμήματα του λαϊκού πληθυσμού της χώρας, μέσω του «ανακαθορισμού» των λεγόμενων «τεκμαρτών κριτηρίων διαβίωσης».

 

Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο 2017 – 2020

 

Την ίδια ώρα, έντονες αντιλαϊκές διεργασίες εξυφαίνονται και γύρω από τη διαμόρφωση των μεγεθών του νέου Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής (ΜΠΔΣ) 2017 – 2020.

Σύμφωνα με πρόσφατες αναφορές από τον υπουργό Οικονομικών, Ευ. Τσακαλώτο, η κατάθεση του ΜΠΔΣ μεταφέρεται πλέον προς τα τέλη του έτους. Η «καθυστέρηση» οφείλεται στα εν εξελίξει αντιλαϊκά παζάρια, στις ενδοκαπιταλιστικές αντιθέσεις και τις αβεβαιότητες σχετικά με τα παρακάτω «ανοιχτά» ζητήματα:

— Τη διαχείριση του ελληνικού κρατικού χρέους και βέβαια το ύψος των τοκοχρεολυσίων για το επόμενο διάστημα, που θα ενσωματωθούν στο ΜΠΔΣ.

— Τους στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα των κρατικών προϋπολογισμών μετά το 2018.

— Τις διαφορετικές εκτιμήσεις της Ευρωζώνης και του ΔΝΤ σχετικά με το βαθμό απόδοσης των αντιλαϊκών μέτρων, και ειδικά από το σκέλος της φοροληστείας (φόροι και χαράτσια στο λαϊκό εισόδημα και τη λαϊκή κατανάλωση).

— Τις αβεβαιότητες γύρω από τους ρυθμούς ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, στη βάση των οποίων προϋπολογίζονται οι αντιλαϊκοί στόχοι για τη μάζα των φορολογικών εσόδων αλλά και τα κονδύλια με τις κρατικές δαπάνες.

Σύμφωνα με πληροφορίες, το προσχέδιο του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου, που καταρτίζει και παζαρεύει η συγκυβέρνηση με τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, προβλέπει ρυθμούς ανάκαμψης ως εξής: 2017 2,7%, 2018 3,1%, 2019 2,8% και 2020 2,5%. Για να επαληθευτεί αυτό το σενάριο, θα πρέπει να εκτοξευθεί το ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές από τα 175 δισ. ευρώ φέτος, στα 205,3 δισ. ευρώ το 2020.

Παράλληλα, στο υπουργείο Οικονομικών συντάσσεται έκθεση, σύμφωνα με την οποία η «μείωση» των στόχων του πρωτογενούς πλεονάσματος από το 3,5% του ΑΕΠ στα επίπεδα του 2,5% του ΑΕΠ (πάντα μετά το 2018) δεν θα πυροδοτήσει την ανάγκη νέων μέτρων για την ελάφρυνση του κρατικού χρέους. Σε κάθε περίπτωση, η μείωση των στόχων για τα «πλεονάσματα» συνεπάγεται την απελευθέρωση και μεταφορά κεφαλαίων από την εξυπηρέτηση του κρατικού χρέους σε τομείς που ενδιαφέρουν το εγχώριο κεφάλαιο, όπως σε κρατικές επιδοτήσεις για επενδύσεις, μειώσεις φορολογικών συντελεστών στα κέρδη, απαλλαγές κ.ά.

Παράγοντες με γνώση των συζητήσεων εκτιμούν ότι, ακόμη κι αν συμφωνηθεί κάποια μείωση των στόχων, με τα σημερινά δεδομένα αυτή δεν θα ρίχνει το στόχο κάτω από τα επίπεδα του 3% του ΑΕΠ. Αρα, τα λαϊκά νοικοκυριά θα στενάξουν ακόμη περισσότερο.

Την ίδια ώρα, σύμφωνα με πληροφορίες, στους κόλπους του κουαρτέτου, για την ώρα, δεν υπάρχει συμφωνία ούτε αναφορικά με τις προβλέψεις για την πορεία της οικονομίας, αλλά ούτε για την αποδοτικότητα των αντιλαϊκών φορολογικών μέτρων…

Φαίνεται ίσως να κερδίζει έδαφος η πρόταση για μεταφορά ελληνικού κρατικού χρέους από το ΔΝΤ στην πλευρά του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) και της Ευρωζώνης. Το ΔΝΤ, από την πλευρά του, εξετάζει «τρόπους», προκειμένου να συμμετάσχει στο αντιλαϊκό πρόγραμμα, με προϋποθέσεις τη σημαντική μείωση του χρέους και τις «αξιόπιστες πολιτικές για την επίτευξη ρεαλιστικών στόχων», επαναλαμβάνοντας ότι «ο στόχος για πρωτογενή πλεονάσματα στο 3,5% δεν μπορεί να διατηρηθεί επί σειρά ετών».

Σε αυτό το φόντο, η υπόθεση διαχείρισης του ελληνικού κρατικού χρέους και οι όποιοι στόχοι για τα ματοβαμμένα πρωτογενή πλεονάσματα αποτελούν πεδίο ευρύτερων ενδοκαπιταλιστικών ανταγωνισμών, ενώ και η όποια «λύση» θα αποτελέσει πρόκριμα για την επιβολή νέων αντιλαϊκών μέτρων, πέρα και πάνω από αυτά που έχουν ήδη συμφωνηθεί και θα εφαρμόζονται «βρέξει – χιονίσει», ανεξάρτητα από τα παζάρια για το χρέος και τα αποτελέσματα των κρατικών προϋπολογισμών

 

Αναδημοσίευση απο: http://www.rizospastis.gr/page.do?publDate=13/8/2016&id=16325&pageNo=5

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *