Για το Ιδιώνυμο και τους αντεργατικούς νόμους

 

 

Για το Ιδιώνυμο και τους αντεργατικούς νόμους

 

 

 

Θεμελιώδεις παρατηρήσεις επί του νόμου 4229 «περί μέτρων ασφαλείας του κοινωνικού καθεστώτος»

 

 

 

Το άρθρον 1 του Ν. 4229 χαρακτηρίζει ως αδίκημα ιδιώνυμον την επιδίωξιν της εφαρμογής ιδεών εχουσών ως έκδηλον σκοπόν την δια βιαίων μέσων ανατροπήν του κρατούντος κοινωνικού συστήματος ή τον προσηλυτισμόν υπέρ της εφαρμογής αυτών, και θεσπίζει επί τούτω ποινικάς και άλλας κυρώσεις, οίον διάλυσιν σωματείων.

Ο μελετών το άρθρον ουχί εις τον καθαρόν του τύπον δυσκόλως αποφεύγει την σκέψιν ότι η διάταξις αύτη ρυθμίζει περίπτωσιν ιστορικώς και λογικώς αδύνατον.

Κατά το σαφές γράμμα και πνεύμα του νόμου, συναγόμενον εκ της επ’ αυτού εκθέσεως των αρμοδίων Υπουργών και εκ των λοιπών νομοπαρασκευαστικών στοιχείων, ούτος σκοπόν έχει αποκλειστικόν να «πάταξη τους οπαδούς της Γ΄ Διεθνούς, ήτοι τον μπολσεβικισμόν, πρόγραμμα του οποίου, ως γνωστόν, είναι η ανατροπή του υφισταμένου κοινωνικού καθεστώτος δια βιαίων μέσων» (Εφημ. Συζ. Βουλής, Β΄. Περ. Α΄. Συν. 19 Ιουνίου 1929, σελ. 20. Ερμηνευτική δήλωσις Πρωθυπουργού) και δεν έχει σχέσιν τινά ούτε προς τα καταργηθέντα πρόσφατα νομοθετήματα περί «κατοχυρώσεως τού πολιτεύματος» ούτε προς τας εν τω ποινικώ νόμω προβλεπομένας προσβολάς των βάσεων του πολιτεύματος.

Άλλως τε το κρατούν κοινωνικόν σύστημα, ήτοι οι θεσμοί της ατομικής ιδιοκτησίας, η κεφαλαιϊκή αυτού μορφή, η ελευθέρα συναλλαγή κ.λπ. ουδαμώς δύναται να θεωρηθή και δη εν τω πεδίω των ποινικών κυρώσεων, ως στοιχείον του πολιτειακού καθεστώτος («πολιτεύματος του κράτους»), όπερ είναι μόνον το υπό ωρισμένων θεμελιωδών θεσμών συναπαρτιζόμενον διακριτικόν στοιχείον της μορφής και ιδιαιτέρας διαρρυθμίσεως του κράτους ως κράτους και ουχί ως κοινωνίας (Garraud, Traite theorique et pratique de droit Penal II, τ. Ι, σ. 211. Νr. 108 — Dr. Walter Georgi, Das Politische Delikt. σ. 25 κ. έ. —C. Schmitt, Verfassungslehre 1928, σ. 119 κ. έ. και νομοπαρασκευαστικαί εργασίαι νέου Ποιν. Κώδικος εν Γερμανία).

Αλλά τόσον αι παρωχημέναι εν τη ιστορία ριζικαί ανατροπαί του άλλοτε κρατήσαντος κοινωνικού συστήματος της φεουδαρχικής ιδιοκτησίας και δουλοπαροικίας μετά των συναφών πατριαρχικών, συντεχνιακών και θεοκρατικών θεσμών (feodalite) και μετατροπή του εις τo σήμερον κρατούν αστικόν σύστημα ιδιωτικής ιδιοκτησίας και ελευθέρας από συντεχνιακούς φραγμούς συναλλαγής, όσον επίσης και η εις ην ειδικώς αφορά ο νόμος 4229 μπολσεβικική ανατροπή του αστικού εν Ρωσία κοινωνικού συστήματος και ριζική του μεταβολή εις σύστημα κοινωνικοποιημένης οικονομίας (σοσιαλισμός) – υπήρξαν ανατροπαί συντελεσθείσαι ουχί δια «βιαίων μέσων» υπό την έννοιαν του νόμου 4229, ήτοι παρανόμων, αλλά δια πράξεων συντεταγμένων εις νόμιμον εξουσίαν πολιτειών, ασκουσών επαναστατικόν μεν αλλά κοινώς ανεγνωρισμένον υπό της επιστήμης και της ιστορίας δίκαιον. («Επανάστασις επιτυχούσα δημιουργεί δίκαιον» Ν. Ν. Σαριπόλου. Ελλ. Συνταγματικόν Δίκαιον τ. Ι. σελ. 42, 43 ένθα και αλλοδαπή φιλολογία).

Τοιαύται είναι: Η Αγγλική Συνταγματική Πολιτεία μετά τας δύο αστικάς επαναστάσεις του 17ου αιώνος, η Βορειοαμερικανική Συμπολιτεία μετά την αστικήν της επανάστασιν του 18ου αιώνος, η Γαλλική Δημοκρατία μετά την αστικήν επανάστασιν του 1789 και η Ένωσις των Σοσιαλιστικών Σοβιετικών Δημοκρατιών μετά την προλεταριακήν επανάστασιν του 1917.

Αλλά, συν τη ιστορική ταύτη αποδείξει, είναι λογικώς αδύνατος η ριζική μεταβολή και ανατροπή ενός κοινωνικού συστήματος οιουδήποτε ως τοιούτου, δηλαδή ως συνόλου θεμελιωδών κοινωνικών θεσμών δια «βιαίων μέσων» και ουχί υπό μιας ωργανωμένης εις κρατικήν εξουσίαν βίας ομαδικής των ανθρώπων. Διότι άνευ τοιαύτης κρατικής εξουσίας οιαδήποτε ενέργεια κατευθυνόμενη εις άρνησιν των παλαιών κοινωνικών θεσμών θα είχε κατά λογικήν ανάγκην και λόγω της φύσεως των πραγμάτων επεισοδιακόν μεν κατά χρόνον, επιμερικευμένον δε κατ’ έκτασιν χαρακτήρα, ήτοι θα προσέβαλλεν ουχί το σύστημα, δηλαδή το ολοκλήρωμα των κοινωνικών θεσμών ως τοιούτον, αλλά απλώς τας υλικάς εκδηλώσεις τινών εκ των θεσμών τούτων, λ.χ. θα ελήστευε προς στιγμήν τον Α και Β ιδιοκτήτην μεγάλης καπιταλιστικής επιχειρήσεως, δεν θα ηδύνατο όμως να κατάλυση δια κοινωνικοποιήσεως επί εθνικής κλίμακος το καθεστώς τής ατομικής (αστικής) ιδιοκτησίας επί των μεγάλων μέσων της συγχρόνου παραγωγής.1

Προβλέπων ο Νόμος 4229 την περίπτωσιν της δια βιαίων μέσων ανατροπής κοινωνικού συστήματος δεν αποτελή ειμή κακέκτυπον αντιγραφήν των συναφών εξαιρετικών νόμων της Βουλγαρίας του 1924 και της Φασιστικής Ιταλίας του 1927, οι οποίοι αμφότεροι αναφέρονται εις μέτρα ασφαλείας του Κράτους και ουχί του κοινωνικού καθεστώτος. Δικαίως δε δια τούτο το ελληνικόν νομοσχέδιον εχαρακτηρίσθη ως «προϊόν νομικής επιπολαιότητος ανάξιον καν συζητήσεως ή κριτικής». (Α. Σβώλου, το Νέον Σύνταγμα, σ. 81 σημ. 1).

Ως τοιούτος επομένως ο νόμος 4229, δηλαδή ως έχων αντικείμενον εκτός του αισθητού κόσμου κατά τους ιστορικούς και λογικούς νόμους ευρισκόμενον και ρυθμίζων πράγματα αδύνατα, ουδεμίαν εξ υπαρχής έχει ratio legis και είναι ανεπίδεκτος δικαστικής εφαρμογής, μη υφιστάμενος ως κανών δικαίου δια τα δικαστήρια. Καθόσον, αν κατά τον θεμελιώδη ερμηνευτικόν κανόνα, cessante ratione legis cessat lex ipsa εκλειψασών των πραγματικών σχέσεων ας ο νόμος ερρύθμιζεν αίρεται αυτός ο νόμος συνεπεία του περιεχομένου του (Regelsberger I § 26, I, A, 2 Οικον., Γεν. Αρχαί, § 5. σημ. 8 «βεβαίως δεν ισχύει πλέον νόμος ούτινος εξέλειπε το αντικείμενον εφαρμογής». Αυτόθι Στοβαίου, τ. 2, σελ. 136: «δει τον νόμον … δυνατόν τοις πράγμασι»), πολλώ μάλλον αυτοαναιρείται ούτος όταν αφ’ ης κατηρτίσθη έλλειπαν αι πραγματικαί σχέσεις ας εσκόπει να ρυθμίση ή δεν ηδύναντο να υπάρξουν αύται εν τη πραγματικότητι.

Αν, παρά τας ανωτέρω σκέψεις, ήθελέ τις δεχθή ότι ο Νόμος 4229 αναφέρεται οπωσδήποτε εις την επιδίωξιν εφαρμογής ιδεών εχουσών ως έκδηλον σκοπόν την ανατροπήν του κρατούντος πολιτειακού καθεστώτος, ο νόμος ούτος πάλιν είναι αντισυνταγματικός.

Η αιτιολογική έκθεσις των δύο Υπουργών σαφώς διαχωρίζει το θεσπιζόμενον ιδιώνυμον αδίκημα από την υπό του ποινικού Νόμου προβλεπομένην υποκίνησιν ή διεύθυνσιν αμέσου ανατροπής. Καθορίζει δε ότι ο σκοπός του νέου νόμου είναι να διώξη «μίαν πρόδηλον κίνησιν περιοριζομένην προς το παρόν εις την άγραν οπαδών προς εξασφάλισιν των μέσων επιτυχίας μιας βιαίας επιβολής της μειονότητος» εις ακαθόριστον πάντως μέλλον (Κωδ. Θεμ. 1929, σ. 484). Ο δε πρωθυπουργός αντικρούων τους εν τη Βουλή και τη Γερουσία επικριτάς του νομοσχεδίου ως καταργούντος την ελευθερίαν της γνώμης, ρητώς εδήλωσεν ότι ο Νόμος συμφωνεί προς το Σύνταγμα και ουδαμώς απαγορεύει εις τινα να υποστηρίξη δια συγγράμματος ή δια διαλέξεως θεωρητικώς αντιλήψεις μπολσεβικικάς, ήτοι την δια βίας κατάλυσιν του κρατούντος καθεστώτος υπό μιας μειονοψηφίας, προσέθεσε δε μάλιστα ότι οι συγγραφείς θα είναι ελεύθεροι να εκδώσουν «βιβλία υποστηρίζοντα ότι θα ήξιζε να ανατραπή το ισχύον κοινωνικόν καθεστώς δια να εγκαθιδρυθή άλλο όμοιον προς το εν Ρωσσία μπολσεβικικόν» (Πρακτ. Συζ. Βουλής, 19 Ιουνίου 1929, σελ. 11 και 13).

Την αυτήν φροντίδα δια την εναρμόνισιν του νέου Νόμου προς την συνταγματικήν ελευθερίαν της δημοσίας εκφράσεως των στοχασμών του πολίτου φανερώνει και η υπό των ιδίων εισηγητών αλληλοδιάδοχος μεταβολή της αρχικής διατυπώσεως του άρθρου 1: «όστις διαδίδει» και της δευτέρας: «όστις προπαγανδίζει» εις: «όστις επιδιώκει την εφαρμογήν ιδεών… ή ενεργεί υπέρ της εφαρμογής αυτών προσηλυτισμόν».

Άλλα και ούτως διατυπωμένος και υπό του ιδίου του νομοθέτου ηρμηνευμένος ο νόμος προδήλως καταλύει την εν άρθρω 16 του Συντάγματος καθιδρυμένην πολιτικήν ελευθερίαν της δημοσίας εκφράσεως των στοχασμών του πολίτου. Διότι η ελευθερία αύτη κατά την εσωτέραν της λογικήν ουσίαν και κατά την ιστορικήν προέλευσιν της καθιερώσεώς της εις τα συντάγματα όλων των συγχρόνων δημοκρατικών χωρών, δεν επιδέχεται κατ’ αρχήν την υπό των συντεταγμένων εξουσιών εξαίρεσιν ωρισμένης κατηγορίας ιδεών (οίον της ιδέας περί βίας ως ιστορικής ανάγκης και εν τη περαιτέρω προοδευτική εξελίξει μιας κοινωνίας, στηριζομένης επί της καθολικής μεν ψηφοφορίας επί της οικονομικής όμως ανισότητος των μελών της η οποία ιδέα αποτελεί την περί βίας μπολσεβικικήν αντίληψιν), των οποίων η δημοσία έκφρασις δια του λόγου ή του τύπου να υποβληθεί εις οιονδήποτε περιορισμόν. Τοιαύτη εξαίρεσις θα κατέλυε αναμφιβόλως την ελευθερίαν της εκφράσεως των στοχασμών του πολίτου.

Τούτο δε και αυτοί ακόμη οι εισηγηταί του Ν. 4229, ως προείρηται, δεν ηδυνήθησαν ειμή να αναγνωρίσουν. Πράγματι και δι’ αυτούς ήτο προφανές ότι η διακήρυξις του στοχασμού περί της δια βιαίων μέσων μετατροπής του πολιτεύματος, εφ’ όσον δεν κατέληξεν εις συγκεκριμένας πράξεις αμέσου αρνήσεως των βάσεων αυτού, αλλά απλώς περιορίζεται εις «άγραν οπαδών» δηλαδή εις την προσπάθειαν καταπείσεως άλλων πολιτών περί της ορθότητος της ιδέας ταύτης, ουδόλως δύναται να υποβληθή εις ποινικήν ή άλλην τινά κύρωσιν χωρίς να καταλυθή η θεμελειώδης αύτη πολιτική ελευθερία.2

Εξ άλλου, η ελευθερία αύτη και εν τοις κειμένοις των Συνταγμάτων περιλαμβάνεται εις το περί «δημοσίων δικαίων» κεφάλαιον αυτών, όπερ σημαίνει, ότι δεν αφορά μόνον εις την θεωρητικήν έκφρασιν ωρισμένων στοχασμών ως καθαρώς φιλοσοφικών ή κοινωνιολογικών, αλλά και –κυρίως μάλιστα τούτο– εις την διάδοσιν των διαφόρων πολιτικών ιδεών προς μόρφωσιν γνώμης παρά τοις πολίταις περί του πρακτικού τρόπου διαφορετικής ρυθμίσεως των κοινών. Τα δημοκρατικά συντάγματα, προϊόντα μακρότατων αγώνων επαναστατικών ους διεξήγαγον προοδευτικαί κοινωνικαί δυνάμεις κατά των απολυταρχιών του μεσαιώνος εσκόπησαν κυρίως να διασφαλίσουν την περαιτέρω ανάπτυξιν της πολιτείας δια της ελευθέρας πάλης των πολιτικών ιδεών, δια της αμοιβαίας καταπείσεως, δηλαδή δια της διαδόσεως, της προπαγάνδας, του προσηλυτισμού εις τας διαφόρους πολιτικάς ιδέας. Υπό την έννοιαν ταύτην θα ήτο νομικός παραλογισμός να δεχθή τις ότι επέτρεψαν μεν την θεωρητικήν έκφρασιν των στοχασμών αλλ’ ουχί και την επιδίωξιν της εφαρμογής αυτών εν τω μέλλοντι.

Είναι δε πράγματι καχαπληκτικόν πώς επί μιας τοιαύτης παραλόγου διακρίσεως ημπόρεσαν να θεμελιωθούν αποφάσεις δικαστηρίων. Διότι είναι ολοφάνερον ότι και ο θεωρητικώς μόνον διακηρύσσων διά τινος συγγράμματος ή διαλέξεως ωρισμένας ιδέας επιδιώκει και ούτος την περί της ορθότητός των κατάπεισιν τών εις ους απευθύνεται και άρα την δια των πολιτών τούτων ενδεχομένην εφαρμογήν των ιδεών του εφόσον αύται βεβαίως είναι επιδεκτικαί εφαρμογής επί του πεδίου της ρυθμίσεως των δημοσίων πραγμάτων. Γνωστόν είναι εκ της ιστορίας ότι εις όλας τας πολιτικάς κινήσεις πρωτεργάται και πνευματικοί ηγέται υπήρξαν οι φιλόσοφοι και θεωρητικοί διδάσκαλοι οι το πρώτον υποτυπώσαντες τας σχετικάς ιδέας. Αφ’ ετέρου η εν συγγράμματι διατύπωσις μιας ιδέας και η διακήρυξις της αυτής ιδέας υπό τύπου λ.χ. προκηρύξεως πολιτικού τινός σωματείου, εφ’ όσον δι’ αυτής επιδιώκεται απλή άγρα οπαδών και φρονηματισμός των, δεν διαφέρουν εν τη ουσία των αλλά μόνον μορφικώς.

Τέλος είναι άτοπον και αντίθετον προς την ιστορίαν των συγχρόνων δημοκρατικών πολιτευμάτων να δεχθώμεν ότι οι Συνταγματικοί αυτών Νομοθέται κατωχύρωσαν την ελευθερίαν της γνώμης, με σκοπόν να καταστήσουν τους πολίτας πολιτικώς ευνούχους, ήτοι δυναμένους μεν να εκφράζουν γνώμας προς διασκέδασιν ίσως της ανίας των εν τω σπουδαστηρίω, αδυνατούντας όμως να επιδιώκουν την ιδεολογικήν και πολιτικήν προώθησιν των συμπολιτών τους προς την εν ακαθορίστω μέλλοντι εφαμογήν τών ως ορθών δια τα κοινά συμφέροντα παραδεδεγμένων γνωμών.

 

 

Π. Ν. Πουλιόπουλος Δικηγόρος

 

Θεσσαλονίκη Δεκέμβριος 1930

 

 

Το άρθρο του Παντελή Πουλιόπουλου δημοσιεύτηκε στο νομικό περιοδικό Δικαιοσύνη, Δεκέμβριος 1930, σσ. 429-430, με την παρακάτω υποσημείωση της σύνταξης:

«Δημοσιεύοντες την ανωτέρω μελέτην το πράττομεν και χάριν βεβαίως της Συνταγματικής ελευθερίας της εκφράσεως των στοχασμών οιουδήποτε πολίτου, ην επικαλείται και ο γράφων, άλλα και δια το ενδιαφέρον από θεωρητικής απόψεως του θέματος, και τον επιτυχή και επιστημονικόν χειρισμόν του υπό του συγγραφέως. Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι δεν διατηρούμεν ακεραίας τας επιφυλάξεις μας επί των γνωμών του συγγραφέως, όσον αφορά το ανεφάρμοστον και αντισυνταγματικόν του νόμου και ότι πρέπει να αφεθεί ελευθέρα η προώθησις προς εφαρμογήν έστω και εν ακαθορίστω μέλλοντι και εις τον τόπον μας των ιδεών ας ο γράφων θεωρεί ορθάς δια τα κοινά συμφέροντα.»

 

 

Θέσεις, τεύχος 94, περίοδος: Ιανουάριος – Μάρτιος 2006. 

 

 

 

Η σημασία των εξαιρετικών νομοσχεδίων

 

 

 

Από τα πρόσφατα νομοθετικά σχέδια της «φιλελεύθερης» κυβέρνησης τον Ε. Βενιζέλου για την απόλυση 1.500 σιδηροδρομικών (1/5 περίπου από το σύνολό τους), για την επιστράτευση των αρτεργατών, για τον χαρακτηρισμό της απεργίας ως αξιοποίνου αδικήματος, για τους αγροτικούς συνεταιρισμούς και για τον τύπο, μόνο το τελευταίο νομοσχέδιο εξήγειρε τη συνείδηση του αστικού τύπου και των αστών νομομαθών και έγινε πραγματικά περιβόητο με τις σχετικές επικρίσεις και δημοσιεύσεις τον πρωθυπουργού.

Η πολιτική και νομική συνείδηση των αστών μας πειράχθηκε φοβερά σαν αντίκρισε τον αφηνιασμένο πηδαλιούχο να βάζει χέρι πάνω στην «ιερώτερη από τις συνταγματικά καθιερωμένες φυσικές ελευθερίες του ανθρώπου και του πολίτου» την ελευθερία του τύπου και να χαρακτηρίζει ούτε πολύ ούτε λίγο, ως πράξη ποινικά κολάσιμη -«εξύβριση»- την οσοδήποτε δριμεία κριτική πάνω στη δημόσια δράση των πολιτικών προσώπων. Αδιαμαρτύρητα όμως η «δημοκρατική» συνείδηση όλων των αστών μας, ανεξάρτητα από πολιτικές αποχρώσεις, δέχτηκε σαν κάτι πολύ φυσικό την αφαίρεση λόγου χάρη από τους εργάτες του δικαιώματος να κανονίζουνε μονάχοι τους την τιμή της εργατικής τους δύναμης απέχοντας ομαδικά από την εργασία και παίρνοντας έτσι τυπικά «ίσο» μέρος με τους εργοδότες, στον καταρτισμό τον συμβολαίου εργασίας.

Έτσι αδιαμαρτύρητα όλα τα αστικά κόμματα και όλος ο νομικός κόσμος δέχονται κοντά δυο χρόνια τώρα την εφαρμογή του νόμου για το ιδιώνυμο, που μέχρι σήμερα έχει διαλύσει πάνω από δέκα πανελλαδικές επαγγελματικές οργανώσεις με δεκάδες χιλιάδες μέλη και πάνω από 600 εργάτες και διανοούμενους έχει ρίξει στη φυλακή και την εξορία μόνο και μόνο επειδή τολμήσανε να «αγρεύσουν» πολιτικούς οπαδούς -αυτή είναι ή ερμηνευτική φράση του εισηγητού του Ιδιωνύμου κ Ζαβιτσάνου- όχι στο μοναρχισμό ή στο φιλελευθερισμό, παρά στην επαναστατική ιδεολογία του προλεταριάτου.

Και όπως δυο χρόνων τώρα πείρα έδειξε πως οι αντιρρήσεις των Λαϊκών, των Προοδευτικών και της Δημοκρατικής Ένωσης για τη συνταγματικότητα του ιδιωνύμου -αντιρρήσεις που μάλιστα αναγκάσανε, τον εισηγητή τους πρωθυπουργό να θέσει ζήτημα πολιτικής εμπιστοσύνης; στη βουλή- ήσαν κοινοβουλευτικές σαπουνόφουσκες που σπάσανε στους τοίχους του αστικού Κοινοβουλίου και λησμονήθηκαν από όλους με την τελική ψήφιση του νόμου, έτσι και τώρα μπορούμε να περιμένουμε πως όλες οι αστικές και μικροαστικές αποχρώσεις και ο τύπος τους με λίγες «τροποποιήσεις» του νομοσχεδίου του τύπου, δε θα δυσκολευτούνε να συμφωνήσουνε στη βασική του θέση

«Ο καθ’ οιονδήποτε τρόπον προκαλών ή διεγείρων εις απείθιαν κατά των νόμων ή νομίμων διαταγμάτων της κυβερνήσεως ή εναντίον άλλων νομίμων διαταγών της αρχής τιμωρείται δια φυλακίσεως μέχρι 3 ετών ή δια χρηματικής ποινής μέχρι 100.000 δραχ.»

Η διάταξη αυτή, ενώ καθόλου δεν δεσμεύει την ασυδοσία τον αστικού τύπου στην τύφλωση της συνείδησης των εργαζομένων (είναι η μόνη «ασυδοσία» για την οποία μπορεί να γίνει σοβαρός λόγος) κάνει αδύνατη κάθε νόμιμη ύπαρξη στα δημοσιογραφικά όργανα της εργατικής τάξης.

Το νομοσχέδιο το αντιαπεργιακό χαραχτηρίζει για έγκλημα την απεργία σε επιχειρήσεις των «σπουδαιοτέρων της ζωής αναγκών» και υποβάλλει την άσκηση τον δικαιώματος της απεργίας σε ορισμένες «νόμιμες» προοϋποθέσεις, επιτροπές υποχρεωτικής διαιτησίας και απόφαση τής δικαστικής αρχές, για το αν είναι νόμιμη ή παράνομη κάθε φορά η απεργία. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οποιαδήποτε αρχή του αστικού κράτους, είτε διοικητική είτε δικαστική, αδίσταχτα θα χαρακτηρίσει ως «σπουδαιοτέραν» για τις ανάγκες της ζωής κάθε καπιταλιστική επιχείρηση προκειμένου να «διαφυλάξει την κοινωνική ειρήνη» από τη «διατάραξη» ενός οποιουδήποτε απεργιακού κινήματος.

Σε τέτοιες περιπτώσεις ποια τίμια και θαραλέα υπεράσπιση των εργατικών συμφερόντων από τον τύπο δεν θα ήταν «διέγερσις» εναντίον νομίμων διαταγών της αρχής; Ποια προλεταριακή εφημερίδα θα μπορούσε να διατηρηθεί και ποιος προλεταριακός δημοσιογράφος να μένει έξω από τις φυλακές, χωρίς να προδώσουν τα συμφέροντα της τάξης τους; Και οι περιπτώσεις αυτές του διλήμματος ανάμεσα στη νόμιμη εγκαρτέρηση και υποταγή στους όρους του εργοδότη από τόνα μέρος και στην παράνομη διεκδίκηση μιας βελτίωσης των όρων εργασίας από τάλλο, θα γεμίζουνε από τώρα και πέρα τη ζωή του ελληνικού προλεταριάτου και θα δίνουνε στην ταξική πάλη ολοένα και πιο βίαιες μορφές.

Μια μεγάλη τραγική ειρωνεία περιμένει αύριο το νομοθέτη της καπιταλιστικής αντίδρασης. Ζητεί να φιμώσει στόματα, να τρομοκρατήσει συνειδήσεις, να εγκαθιδρύσει τη γαλήνη του νεκροταφείου μέσα στο ταραγμένο από την πιο βαθειά κρίση κοινωνικό του σύστημα ενώ δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να ξαπολύει τρικυμίες, θύελλες και κοινωνικές συγκρούσεις, που ούτε καν τις υποπτεύεται σήμερα. Και η μεγαλύτερη διέγερση προς τις αναστατώσεις αυτές, δεν είναι άλλη παρά η ανικανότητα του συστήματος να βρει μια οποιαδήποτε λογική διέξοδο στη σημερινή γενική του κρίση εξασφαλίζοντας ανθρώπινους όρους ζωής και εργασίας στη μεγάλη μάζα του πληθυσμού και η λυσσασμένη του προσπάθεια να καταπνίξει με την κτηνώδη βία τον απελευθερωτικό αγώνα του προλεταριάτου, ιστορικού προμάχου και οδηγητή όλων των εργαζομένων.

Μα κι’ έξω από τις περιπτώσεις της απεργίας η διάταξη που προαναφέραμε με τον ελαστικώτατο και πολυσήμαντο όρο της «διέγερσης» ή «πρόκλησης» είναι το σατανικό συμπλήρωμα του Ιδιωνύμου, για όσες περιπτώσεις δε θάβρισκε εφαρμογή ο νόμος για το ιδιώνυμο με την οσοδήποτε πλατειά τον ερμηνεία. Μέχρι τώρα οι εισαγγελικές αρχές σε τέτοιες περιπτώσεις, δηλαδή σε περιπτώσεις που τα καταδιωκτικά όργανα είχαν συλλάβει εργάτες για τον καθημερινό ταξικό τους αγώνα ενάντια στην εργοδοτική καταπίεση και εκμετάλλευση, παραπέμπουν στα δικαστήρια για παράβαση των διατάξεων του ποινικού νόμου, που προβλέπουνε την απλή «απείθεια» ή «θρασύτητα» ή πρόκληση «εις διαφωνίαν και αμοιβαίαν καταφρόνησιν των πολιτών»!

Είναι γνωστό πως οι διατάξεις αυτές του παλιού βαυαρικού ποινικού κώδικα παρμένες από τους μεσαιωνικούς φεουδαρχικούς κώδικες, είναι απομεινάρια προκαπιταλιστικών απολυταρχικών καθεστώτων, που η μπουρζουαζία και η επιστήμη της τον καιρό της επαναστατικής της ανόδου τι είχε βάλει σε αχρηστία και ουσιαστικά τις θεωρούσε «απαρχαιωμένες» και αντίθετες προς τη συνταγματική ελευθερία της έκφρασης του πολιτικού στοχασμού και της κριτικής των πράξεων μιας δημοκρατικής κυβέρνησης. Τις ξαναθυμήθηκε πρώτος ο Μουσολίνι στα 1924 για να κλείσει τον κομμουνιστικό τύπο του Μιλάνου με σχετικές δικαστικές αποφάσεις. Εδώ ήρθε το Ιδιώνυμο για να τις ξαναζωντανέψει στη συνείδηση των εισαγγελέων της Δημοκρατίας.

Σήμερα οι διατάξεις αυτές της μεσαιωνικής απολυταρχίας είναι ανεπαρκείς για τη δημοκρατική συνείδηση του Ε. Βενιζέλου. Οι ποινές των 2 και 3 μηνών που προβλέπουν δεν του φθάνουν για να εξασφαλίσει την κοινωνική ειρήνη του αστικού καθεστώτος. Ο δημοσιογράφος, ο εργάτης, ο αγρότης ή κάθε διανοούμενος που θα έπαιρνε οπωσδήποτε μέρος στον ταξικό αγώνα ενάντια στην κυριαρχία τού κεφαλαίου σε οποιαδήποτε εκδήλωση τον αγώνα αυτού, πολιτική, οικονομική. καλλιτεχνική, επιστημονική, αν ξέφευγε την ποινική δίωξη ως «προσηλυτιστής εις ανατρεπτικάς ιδέας» χωρίς άλλο όμως που δε θα μπορέσει να μην πέσει στα νύχια τής αστικής αντίδρασης ως «διεγείρων κλπ.»

Ο αστικός φιλελευθερισμός που ενίκησε γκρεμίζοντας τη μεσαιωνική απολυταρχία δανείζεται σήμερα το οπλοστάσιό της για να διατηρήσει την κλονιζόμενη κυριαρχία της τάξης του. Μα δεν του φτύνουν τα όπλα αυτά. Η τυραννική του διχτατορία πάνω στον εργαζόμενο λαό μ’ όλο που ντύνεται πιο τεχνικά το μανδύα της νομιμότητας και της τυπικής ισότητας είναι όμως πιο καταθλιπτική για τις συνειδήσεις και πιο απάνθρωπη για τους μισθόδουλους του καπιταλισμού και ολοένα γίνεται καταθλιπτικώτερη και απανθρωπότερη.

***

Το βενιζελικό νομοσχέδιο για τον τύπο δε μπορεί να εξεταστεί ξέχωρα από τα λοιπά εξαιρετικά μέτρα που εσχεδίασε και εισηγήθηκε τους τελευταίους δυο μήνες η Κυβέρνηση στη Βουλή. Στη βάση τους και στους αντιδραστικούς σκοπούς που επιδιώκουνε, διαπνέονται όλα από το ίδιο πνεύμα: Συμπληρώνουνε τη «νομιμοποίηση» της κοινοβουλευτικής δικτατορίας του Ε. Βενιζέλου και ζητάνε να φράξουν με κάθε τρόπο το δρόμο μιας εργατικής κινητοποίησης και γενικώτερα μιας λαϊκής εξέγερσης, που αναπότρεπτα θάχε για συνέπεια όχι απλώς μια «ανώμαλη διαδοχή» του χρεωκόπου βενιζελικού συγκροτήματος, μα και κοινωνικές διαταράξεις επικίνδυνες για την κεφαλαιοκρατία. Επικίνδυνες, γιατί θα μπορούσαν να φέρουν πάνω στην πολιτική σκηνή πρωταγωνιστή των δυσαρεστημένων μαζών, όχι καμμιάν άλλη από τις παλιότερα χρεοκοπημένες πολιτικές παρατάξεις της μπουρζουαζίας, παρά το προλεταριάτο και το επαναστατικό του κόμμα.

Το «φιλελεύθερο» δικτάτορα δεν τον απασχολεί η «δημαγωγία» του «κίτρινου» τύπου αυτή καθαυτή. Ούτε η δημαγωγία εκείνη που απλώς θα οδηγούσε σε μια «ομαλή» κυβερνητική μεταβολή. Θα ήταν πρόθυμος να την αφήσει «ασύδοτη» αν έβλεπε ότι σπρώχνει τις λαϊκές μάζες σε ένα από τα αντίπαλα αστικά κοινοβουλευτικά κόμματα. Είναι αρκετά συνεπής στην αντιδραστική του γραμμή και ειλικρινά εκφράζει τη σκέψη του, όταν τονίζει κάθε τόσο την προθυμία τον να δει στην κυβέρνηση διάδοχό του τον κ. Τσαλδάρη.

Εκείνο που τον βάζει σε φοβερές ανησυχίες είναι μια ειδική μορφή της «δημαγωγίας» κάτω από τις σημερινές συνθήκες της οξυνόμενης οικονομικής κρίσης και εξαθλίωσης των μαζών: Εκείνη που κλονίζει στη συνείδηση των μαζών κάθε πολιτική αστική αξία, εκείνη που κάθε αστό πολιτικό τον κάνει σ’ αυτές ύποπτο για αθέμιτες κερδοσκοπίες, καταχρήσεις και σκάνδαλα σε βάρος του λαού. Εκείνη που έμμεσα, και χωρίς να το καταλαβαίνει ούτε ο κίτρινος δημοσιογράφος, απλός κερδοσκόπος της κυκλοφορίας, υποβάλλει στον εργάτη, στο δυστυχισμένο μικροαστό, στον εξαντλημένο από την οικοιομική καταστροφή και φορομπηχτική πολιτική του αστικού κράτους αγρότη, την αόριστη αμφιβολία και τη δυσπιστία στους αστικούς κρατικούς θεσμούς. Μ’ ένα λόγο ο Ε. Βενιζέλος τρομάζει τη «δημαγωγία» εκείνη που τον τελευταίο καιρό εκδηλώνει όλο και πιο έντονα την αυθόρμητη και υπόκωφη ριζοσπαστικοποίηση, που άρχισε μέσα σε πλατειά λαϊκά στρώματα.

Ένα αληθινό ταξικό δέος μπρος στους κινδύνους από μια στροφή των μαζών προς τ’ αριστερά – να τι διαπνέει όλα τα τελευταία εξαιρετικά μέτρα του Ε. Βενιζέλου. Γι’ αυτό το λόγο όλα στρέφονται αποκλειστικά και μόνο ενάντια στην εργατική τάξη και στους κομμουνιστές, μοναδικούς ιστορικούς φορείς και συνεπείς πολιτικούς ερμηνευτές της αυθόρμητης ριζοσπαστικής τάσης που ολοένα και πιο έντονη φανερώνεται ανάμεσα στις εργαζόμενες μάζες της πόλης και του χωριού. Γι’ αυτό πάλι το λόγο και οι μόνοι φυσικοί υπερασπιστές των ελευθεριών του εργατικού λαού ενάντια στις βενιζελικές – καπιταλιστικές επιβουλές, που ενσαρκώνουνε τα εξαιρετικά νομοσχέδια είναι οι κομμουνιστές και το κόμμα τους.

Διάσπαση τον αιρετικού κλοιού που σφίγγει τους ταξικούς συνδικαλιστικούς οργανισμούς μας. Ανασυγκρότηση της Ενωτικής Γενικής Συνομοσπονδίας. Μαζικοποίηση των επαναστατικών συνδικάτων και κινητοποίηση των εργατών πάνω σε σαφή αντιφασιστικά συνθήματα συνδυασμένα με τις άμεσες οικονομικές διεκδικήσεις. Θετική εργασία με απλά κατανοητά συνθήματα ανάμεσα στην αγροτική φτωχολογιά και μεθοδικό ξεσκέπασμα της αγροτοφασιστικής και σοσιαλαγροτικής δημαγωγίας και της δημαγωγίας του «κίτρινου» τύπου. Αυτό το δρόμο έδειξε ο «Σπάρτακος» για την οργάνωση της πάλης. και είναι ο μόνος σωστός.

 

 

Π. Πουλιόπουλος

 

 

 

Θεσσαλονίκη 18-4-31

Σπάρτακος. Μηνιαίο όργανο της Αντιπολίτευσης του Κ.Κ.Ε. (Ομάδα “Σπάρτακος”), Περίοδος Β΄- Χρόνος Α΄, Αριθμός Φύλλου 10-11, Απρίλης Μάης 1931.

 

 

Σημειώσεις

 

 

1 Παρισινή εφημερίς ανέφερε τελευταίως περί μιας δίκης ενώπιον των δικαστηρίων του Βερολίνου μεταξύ του Σοβιετικού Δημοσίου και ομάδος ρώσων ευγενών (emigres) ζητούντων την επικύρωσιν κατασχέσεως γενομένης υπ’ αυτών επί καλλιτεχνικών πινάκων τους οποίους είχεν εκθέσει εις δημοπρασίαν η εκεί Εμπορική Σοβιετική Αποστολή. Το γερμανικόν δικαστήριον απέρριψεν την αγωγήν αποφανθέν ότι νομίμως κατέστη κυρία των πινάκων η Σοβιετική Πολιτεία απαλλοτριώσασα τούτους αναγκαστικώς υπέρ του Έθνους διά του «περί Εθνικοποιήσεως» Διατάγματος της 28 Ιουνίου 1918.

2 Μετά την δια του νέου Δημοκρατικού Συντάγματος κατάργησιν των επαναστατικών «κατοχυρωτικών» διαταγμάτων, ουδαμώς δύναται να αποτελέση αδίκημα η απλή δι’ «άγρας οπαδών» επιδίωξις εφαρμογής ιδεών εχουσών ως έκδηλον σκοπόν την δια βιαίων μέσων εγκαθίδρυσιν Μοναρχίας εν Ελλάδι, εφόσον η προσπάθεια αύτη δεν έχει ακόμη θίξει οπωσδήποτε τας περί «συνομωσίας κ.λπ.» διατάξεις των άρθρων 123 κ.ε. του Ποινικού Νόμου. Η συνταγματική ισότης των πολιτών είναι αυτονόητον ότι την ιδίαν επιβάλλει λύσιν και προκειμένου περί πολιτών επιδιωκόντων υπό τους ιδίους ακριβώς όρους την εγκαθίδρυσιν Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας εν Ελλάδι.

 

 

 

 

Πηγή: http://www.elaliberta.gr/%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1/%CE%B8%CE%B5%CF%89%CF%81%CE%AF%CE%B1/3283-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%BF-%CE%B9%CE%B4%CE%B9%CF%8E%CE%BD%CF%85%CE%BC%CE%BF-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%84%CE%BF%CF%85%CF%82-%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B5%CF%81%CE%B3%CE%B1%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CF%8D%CF%82-%CE%BD%CF%8C%CE%BC%CE%BF%CF%85%CF%82

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *