Ελλάδα, ιμπεριαλισμός και εξάρτηση – Το καθεστώς εξάρτησης και υποτέλειας

17197454-abstract-word-cloud-for-imperialism-with-related-tags-and-terms

Σε συνέχεια της προηγούμενης ανάρτησης, δημοσιεύουμε την σχετική εισήγηση του Β.Λιόση για τον Ιμπεριαλισμό. Οι υπογραμμίσεις είναι του συγγραφέα.

 

του Βασίλη Λιόση

Φίλοι και συναγωνιστές, πρώτα από όλα σας ευχαριστώ για την πρόσκληση. Αυτές τις πολύ δύσκολες εποχές για την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα, συζητήσεις όπως η σημερινή μπορεί να μοιάζουν με μια διαδικασία αυτοζύμωσης, αλλά είναι απολύτως απαραίτητες και έχουν την αξία τους. Περνάω ευθύς αμέσως στο θέμα μας. Ξεκινάω τον προβληματισμό μου από ένα θεωρητικό ζήτημα μεθοδολογικού χαρακτήρα: τι σημαίνει περιοδολόγηση του καπιταλισμού και ποια η σημασία της;

[i] Περιοδολόγηση του καπιταλισμού σημαίνει διαχωρισμός της ιστορίας του σε διακριτές χρονικές ζώνες που η κάθε μία έχει τη σχετική της αυτοτέλεια και εντός τους ενυπάρχουν διαφοροποιημένα ποιοτικά χαρακτηριστικά σε σχέση με τις προηγούμενες και τις επόμενες.

[ii] Η περιοδολόγηση του καπιταλισμού μπορεί να πραγματοποιηθεί με διαφόρων ειδών κριτήρια. Αν για παράδειγμα επιλέξουμε ως κριτήριο τον τρόπο διαχείρισης, θα μπορούσαμε να διακρίνουμε μετά την πολιτική του μερκαντιλισμού τρεις βασικές περιόδους: του φιλελευθερισμού, του κεϋνσιανισμού και του νεοφιλελευθερισμού. Αν ως κριτήριο επιλέξουμε την ανάπτυξη της καπιταλιστικής παραγωγής, τότε θα μπορούσαμε να διακρίνουμετην εποχή της απλής καπιταλιστικής κοινοπραξίας, της καπιταλιστικής χειροτεχνίας (μανουφακτούρα) και της μεγάλης μηχανοποιημένης παραγωγής. Στον σχετικά σύγχρονο καπιταλισμό, αν κάνουμε περιοδολόγηση με βάση την οργάνωση της παραγωγής, θα διακρίνουμε τις εποχές του φορντισμού και του τεϋλορισμού και κατόπιν του τογιοτισμού. Αν, τώρα, ο διαχωρισμός γίνει με βάση τη συγκέντρωση του κεφαλαίου, θα διακρίνουμε δυο περιόδους: του ελεύθερου ανταγωνισμού (μη μονοπωλιακός καπιταλισμός) και του ιμπεριαλισμού (μονοπωλιακός καπιταλισμός).

[iii] Η περιοδολόγηση δεν αποτελεί ένα ακαδημαϊκό ζήτημα που προσφέρεται για βυζαντινολογίες. Έχει τεράστια σημασία για το επαναστατικό υποκείμενο, διότι οι ποιοτικές αλλαγές φέρνουν ή μπορούν να φέρουν τροποποιήσεις στο επίπεδο της συνείδησης, της κοινωνίας, της οικονομίας και της πολιτικής.

 

Α. ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΣΤΟΝ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟ

 

Ξεκινάω με τον ορισμό του μονοπωλίου: πρόκειται για μεγάλες επιχειρήσεις, φίρμες ή ενώσεις που αγκαλιάζουν σημαντικό μέρος της παραγωγής και της κατανάλωσης του ενός ή του άλλου προϊόντος και που κυριαρχούν στην αγορά με σκοπό την απόσπαση του μονοπωλιακού υπερκέρδους1.

Αυτό που διαμορφώνει καθοριστικά το κόστος της παραγωγής είναι η μονοπώληση της παραγωγής και της αγοράς. Στον προμονοπωλιακό καπιταλισμό, το κοινωνικά αναγκαίο ύψος του κόστους παραγωγής τουεμπορεύματος διαμορφώθηκε ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης και της πάλης του συνόλου των κεφαλαίων που έπαιρναν μέρος στην παραγωγή ενός δοσμένου εμπορεύματος. Όμως, στον ιμπεριαλισμό αυτό που έχει καθοριστική σημασία στη διαμόρφωση του κόστους παραγωγής σε κάποιον κλάδο, είναι η ομάδα των μονοπωλίων που κυριαρχούν. Στους υπόλοιπους καπιταλιστές αυτό το κόστος επιβάλλεται αναγκαστικά. Οι ιδιαίτεροι παράγοντες που διαμορφώνουν το μονοπωλιακό κόστος παραγωγής είναι το τρέχον κόστος παραγωγής του επενδεδυμένου κεφαλαίου στις επιστημονικές έρευνες, την αξία του υποαπασχολούμενου, παραγωγικού μηχανισμού (μονάδες που δεν χρησιμοποιούνται) κ.ά.2

Το μονοπωλιακό κέρδος ορίζεται ως εξής: «Με τον όρο μονοπωλιακό υπερκέρδος εννοούμε το πλεόνασμα του κέρδους που εξασφαλίζουν τα μονοπώλια χάρη στις αλλαγές που συντελούνται στον μηχανισμό διαμόρφωσηςτου κέρδους, αλλαγές που αντανακλούν την αντικατάσταση της κυριαρχίας του ελεύθερου ανταγωνισμού από την κυριαρχία των μονοπωλίων πάνω σε κείνο το κέρδος που ξεπερνάει τον μέσο όρο για ολόκληρο τον καπιταλισμό […] Οι καπιταλιστές-μονοπωλητές έπαιρναν μεγαλύτερο κέρδος σε σύγκρισημε όλους τους άλλους καπιταλιστές. Το μονοπωλιακό όμως υπερκέρδος της εποχής του ιμπεριαλισμού διαφέρει και ποιοτικά και ποσοτικά από το μονοπωλιακό υπερκέρδος της εποχής που πρωτοεμφανίστηκε ο καπιταλισμός […] Το μονοπωλιακό υπερκέρδος της εποχής του ιμπεριαλισμού αποτελεί την κυρίαρχη μορφή κέρδους και αντιπροσωπεύει την κυρίαρχη μορφή του κεφαλαίου»3.

Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε πως το μονοπώλιο δεν εμφανίζεται στο μονοπωλιακό στάδιο, αλλά κυριαρχεί σε αυτό. Μονοπώλια υπήρχαν ακόμη από την εποχή της εμποροκρατίας (εταιρείες ναύλωσης), ωστόσο ο καπιταλισμόςαναπτυσσόταν μέσα από μια πλειάδα εταιριών μεσαίου μεγέθους. Ας δούμε μέσω ποιων διαδικασιών επετεύχθη η κυριαρχία του μονοπωλίου. Η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου είναι υλική δύναμη για εκείνον τον καπιταλιστή που μπορεί να την πετύχει. Ένας τρόπος για να επιταχύνει αυτήν τη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση, είναι η ενσωμάτωση νέων τεχνικών στην παραγωγή και η επιβολή νέων μεθόδων στην οργάνωση της παραγωγής. Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, και ιδιαίτερα στα τελευταία τριάντα χρόνια αυτού του αιώνα, σημειώθηκαν σημαντικότατες αλλαγές στην τεχνολογία, που ώθησαν τη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση της παραγωγής: η τεχνολογία Μπέσμερ (1885) και η υψικάμινος Μαρτέν (1864) που ευνόησε την παραγωγή του ατσαλιού, η εμφάνιση υψικαμίνων με δυνατότητα λειτουργίας σε 24ωρη βάση, δυναμικότητας 100 τόνων (1870-1880), η χρησιμοποίηση ισχυρών σφυριών ατμού, η χρησιμοποίηση νέων τρόπων επεξεργασίας της παραγωγής στη χημική βιομηχανία, η εμφάνιση του τηλεφώνου προς τα τέλη του 19ου αιώνα, η χρησιμοποίηση μηχανών εσωτερικής καύσης, η εξόρυξη και η επεξεργασία του πετρελαίου, η ηλεκτροτεχνική, η βιομηχανία αυτοκινήτου4. Ακόμη, ο εξηλεκτρισμός, η αλματώδης ανάπτυξη του συγκοινωνιακού δικτύου, η μαζική παραγωγή αυτοκινήτων και αεροπλάνων,ήταν σοβαροί παράγοντες για την αύξηση της παραγωγικότητας κι ευνόησαν τα ισχυρά κεφάλαια5.

Την ίδια εποχή, σημειώνονται αλλαγές σε επίπεδο κλαδικής παραγωγής: η υφαντουργία παραχωρεί την πρωτοκαθεδρία της στη μεταλλουργία, τις μηχανοκατασκευές και εν γένει τη βαριά βιομηχανία6. Τις αλλαγές αυτές δενμπορούσαν να τις παρακολουθήσουν οι μικρές επιχειρήσεις, πράγμα που οδηγούσε αργά ή γρήγορα στον εκτοπισμό τους και άρα στην παραπέρα μεγέθυνση της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου σε όφελος των μεγαλυτέρων. Από εδώ κι έπειτα, η δυνατότητα του μονοπωλίου να ενσωματώνει τις νέες τεχνικές χάρη στη μεγαλύτερη οικονομική ισχύ του, λειτουργεί ανατροφοδοτικά: ενσωματώνει ταχύτερα τις νέες τεχνολογίες σε σχέση με τους υπόλοιπους μικροκαπιταλιστές και έχει στη διάθεσή του τις πιο προηγμένες καινοτομίες. Μπορεί, επιπλέον, να απαγορεύει τη χρήση τους από άλλους ανταγωνιστές. Έτσι, δημιουργείται η βάση για νέα επίπεδα συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης. Αυτό, βέβαια, δεν γίνεται χωρίς αντιφάσεις. Η ηθική φθορά των μηχανημάτων (η απαξίωσή τους σε τεχνικό επίπεδο) απαιτεί την ταχεία αντικατάστασή τους, άρα λειτουργεί ωςεπιβραδυντικός παράγοντας στην ανάπτυξη της μονοπωλιακής επιχείρησης.Όμως, η κύρια τάση συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου δεν αναιρείται.

Οι καπιταλιστικές κρίσεις προς τα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα (1873-1879, 1882-1887, 1900-1905, 1907)7, παράλληλα με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, έδωσαν ώθηση κι αυτές με τη σειρά τους στηνπεραιτέρω συγκέντρωση και συγκεντροποίηση της παραγωγής και στην επικράτηση του μονοπωλίου στη συνολική λειτουργία του καπιταλισμού. Στο ιμπεριαλιστικό στάδιο επέρχεται επιπλέον και μια αλλαγή στο ίδιο το περιεχόμενο της έννοιας της παραγωγικής μονάδας: «Στις σημερινές συνθήκες τεχνικοοικονομική μονάδα γίνεται πια όχι το ξεχωριστό εργοστάσιο, αλλά ολόκληρο το συγκρότημά του. Τη συγκέντρωση της παραγωγής στις σημερινές συνθήκες είναι σωστότερο να την κρίνει κανείς, όχι με βάση το ειδικό βάροςτων μεμονωμένων εργοστασίων στην παραγωγή, αλλά με βάση τον ρόλο των παραγόμενων συνόλων, που μπορεί και να μη συμπίπτουν με τα τυπικά πλαίσια των άλφα ή βήτα μονοπωλίων»8  (η υπογράμμιση στο πρωτότυπο).

Καταληκτικά, η κυριαρχία του μονοπωλίου έφερε τρεις βασικές αλλαγές στο επίπεδο της οικονομίας και της πολιτικής:

[i] Στο επίπεδο της οικονομίας, εδραιώθηκε το μονοπωλιακό υπερκέρδος και η μονοπωλιακή τιμή.

[ii] Στο επίπεδο της πολιτικής, ενώ στο προμονοπωλιακό στάδιο το κράτος δουλεύει για λογαριασμό του συνόλου των καπιταλιστικών δυνάμεων και εξασφαλίζει τις προϋποθέσεις για την αύξηση της κερδοφορίας του, στο μονοπωλιακό στάδιο, χωρίς να πάψει να υπερασπίζεται συνολικά τα συμφέροντα της αστικής τάξης, δίνει την προτεραιότητα στην υπεράσπιση των μονοπωλιακών συμφερόντων.

[iii] Στον παγκόσμιο καπιταλισμό κυριαρχεί με εμφατικό τρόπο μια ολιγάριθμη κατηγορία χωρών, οι ιμπεριαλιστικές.

 

Β. ΟΙ ΑΡΧΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟ

 

Η λέξη ιμπεριαλισμός δεν εμφανίζεται στα κείμενα του Μαρξ. Πρωτοεισάγεται στο βρετανικό πολιτικό λεξιλόγιο τη δεκαετία του 1870 και θεωρείται νεολογισμός στα τέλη της δεκαετίας. Η χρήση της γενικεύεται και μπαίνει σε καθημερινή χρήση την τελευταία δεκαετία του αιώνα9. Ο Χόμπσον, τυπικός εκπρόσωπος του αστικού ρεφορμισμού, στο έργο του Ιμπεριαλισμός που γράφτηκε το 1902, άσκησε κριτική στον ιμπεριαλισμό και πρότεινε την ουτοπική επιστροφή στο στάδιο του ελεύθερου ανταγωνισμού με παράλληλη διόρθωση των κακώς κειμένων μέσω κοινοβουλευτικών μεταρρυθμίσεων10. Ο Χόμπσον συνδέει τον ιμπεριαλισμό με τις εξαγωγές κεφαλαίου, αφού το τελευταίο τρίτο του 19ου αιώνα οι βρετανικές εξαγωγές γνωρίζουν εντυπωσιακή άνοδο και μάλιστα το εισόδημα από αυτές τις επενδύσεις γίνεται απαραίτητο για το βρετανικό ισοζύγιο πληρωμών11. Ο Χόμπσον συνέδεσε επίσης τον ιμπεριαλισμό με την καπιταλιστική κρίση, την οποία απέδωσε στην υποκατανάλωση12.

Ο Λαφάργκ, στη διορατική του μελέτη Τα αμερικανικά τραστ, παρατηρεί ότι η μονοπωλιακή συγκέντρωση του κεφαλαίου οδηγεί σε μια νέα κατάσταση. Επισημαίνει πως το κεφάλαιο, για να μεγιστοποιήσει την κερδοφορία του, θα περάσει «δια πυρός και σιδήρου την υδρόγειο», πως τα τραστ, ως εθνική ή διεθνής οργάνωση της βιομηχανίας, οδηγούν τη συγκέντρωση του κεφαλαίου στο ακραίο όριό της, διαπιστώνει ότι τα μονοπώλια εισβάλλουν σε κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής, πως το καπιταλιστικό κράτος υποτάσσεται στο κεφάλαιο και το υπηρετεί κ.ά.13 Ο Χίλφερντινγκ, εκπρόσωπος της Β΄ Διεθνούς και του λεγόμενου αυστρομαρξισμού, παρενέβη με το έργο του Το Χρηματιστικό Κεφάλαιο που άρχισε να γράφεται το 1905 και εκδόθηκε το 1910. Ο Χίλφερντινγκ υποστηρίζει πως οι τάσεις συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης οδηγούν στον σχηματισμόκαι στην κυριαρχία των μονοπωλίων και άρα ο ελεύθερος ανταγωνισμός καταργείται. Η κυριαρχία του μονοπωλίου συνίσταται στη συγχώνευση του τραπεζικού με το βιομηχανικό κεφάλαιο υπό την κυριαρχία του πρώτου14.

Η προσέγγιση του Κάουτσκι έχει ιδιαίτερη σημασία, πρώτον, γιατί ο Κάουτσκι ήταν επιφανής ηγέτης της Β΄ Διεθνούς και, δεύτερον, γιατί η άποψή του υποβλήθηκε σε σκληρή κριτική από το Λένιν. Σύμφωνα με τον Κάουτσκι: «Ο ιμπεριαλισμός είναι προϊόν του πολύ αναπτυγμένου βιομηχανικού καπιταλισμού. Συνίσταται στην τάση κάθε βιομηχανικού καπιταλιστικού έθνους να προσαρτά ή να υποτάσσει όλο και μεγαλύτερες αγροτικές (η υπογράμμιση είναι του Κάουτσκι) περιοχές, άσχετα από ποια έθνη τις κατοικούν»15. Μια από τις πρώτες απόπειρες μαρξιστικής ανάλυσης προήλθε από τη Ρόζα Λούξεμπουργκ το 1913, η οποία ασχολήθηκε με τη συσσώρευση του κεφαλαίου και την αναγκαιότητα εξαγωγής του16. Η προσέγγισή της προκάλεσε ένα κύμα συζητήσεων σχετικά με την ερμηνεία του ίδιου του Μαρξ και ειδικά του δεύτερου τόμου του Κεφαλαίου, αλλά το ζήτημα αυτό ξεφεύγει από το πεδίο έρευνας αυτής της παρέμβασης.

 

Γ. Η ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ ΛΕΝΙΝ

 

Αφού ο Λένιν παραθέτει στο γνωστό του έργο Ιμπεριαλισμός, Το ανώτατο στάδιο του Καπιταλισμού όλα εκείνα τα στοιχεία που αφορούν στη νέα καπιταλιστική πραγματικότητα που είχε αναδυθεί, καταλήγει στον εξήςορισμό: «Αν θα χρειαζόταν να δοθεί όσο το δυνατό πιο σύντομος ορισμός του ιμπεριαλισμού, θα έπρεπε να πούμε ότι ο ιμπεριαλισμός είναι το μονοπωλιακό στάδιο του καπιταλισμού»17. Ο Λένιν, όμως, δεν ήταν μόνο σπουδαίος επαναστάτης, αλλά και σπουδαίος θεωρητικός. Έτσι, αφού δίνει τον πρώτο συμπυκνωμένο ορισμό, έναν ορισμό σε υψηλό επίπεδο αφαίρεσης, σπεύδει να διευκρινίσει: «Οι πολύ σύντομοι, όμως, ορισμοί, αν και είναι βολικοί, γιατί συνοψίζουν το κυριότερο, είναι ωστόσο ανεπαρκείς, όταν πρόκειται να συναγάγουμε ιδιαίτερα από αυτούς τα πιο ουσιαστικά γνωρίσματα του φαινομένου που έχουμε να καθορίσουμε. Για αυτό χωρίς να ξεχνάμε τη συμβατική και σχετική σημασία όλων των ορισμών γενικά, που δεν μπορούν να αγκαλιάσουν τις ολόπλευρες σχέσεις του φαινομένου στην πλήρη ανάπτυξή του, πρέπει να δώσουμε ένα τέτοιο ορισμό του ιμπεριαλισμού, που θα περιέκλειε τα παρακάτω πέντε βασικά του γνωρίσματα:1) συγκέντρωση της παραγωγής και του κεφαλαίου, που έχει φτάσει σε τέτοια υψηλή βαθμίδα ανάπτυξης, ώστε να δημιουργεί μονοπώλια που παίζουν αποφασιστικό ρόλο στην οικονομική ζωή. 2) συγχώνευση του τραπεζικού κεφαλαίου με το βιομηχανικό και δημιουργία μιας χρηματιστικής ολιγαρχίας πάνω στη βάση αυτού του “χρηματιστικού κεφαλαίου”. 3) εξαιρετικά σπουδαία σημασία αποκτάει η εξαγωγή του κεφαλαίου, σε διάκριση από την εξαγωγή εμπορευμάτων. 4) συγκροτούνται οι διεθνείς μονοπωλιακές ενώσεις των καπιταλιστών, οι οποίες μοιράζουν τον κόσμο και 5) έχει τελειώσειτο εδαφικό μοίρασμα της γης ανάμεσα στις μεγαλύτερες καπιταλιστικές Δυνάμεις18»19.

Έτσι ο Λένιν, αντιλαμβανόμενος τους κινδύνους από έναν ορισμό που διατυπώνεται σε υψηλό επίπεδο αφαίρεσης, προχωρά σε έναν διευρυμένο ορισμό της έννοιας του ιμπεριαλισμού με όλα τα βασικά του χαρακτηριστικά. Ο Λένιν δεν διστάζει, ωστόσο, να δώσει και έναν τρίτο ορισμό, αφού παίρνει, όπως ο ίδιος λέει, υπόψη του όχι μόνο τις βασικές καθαρές έννοιες, μα και την στορική θέση του δοσμένου σταδίου του καπιταλισμού. Συγκεκριμένα γράφει: «Θα δούμε ακόμη παρακάτω πως μπορεί και πρέπει να δοθεί διαφορετικός ορισμός του ιμπεριαλισμού, αν πάρουμε υπόψη μας όχι μόνο τις βασικές καθαρά οικονομικές έννοιες (στις οποίες περιορίζεται ο ορισμός που αναφέραμε), μα και στην ιστορική θέση του δοσμένου σταδίου του καπιταλισμού σε σχέση με τον καπιταλισμό γενικά, ή τη σχέση του ιμπεριαλισμού με τις δυο βασικές κατευθύνσεις μέσα στο εργατικό κίνημα»20. Έτσι, καταλήγει πως ο καπιταλισμός στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο είναι καπιταλισμός που σαπίζει21.

Σε αυτό το σημείο απαιτείται μια διευκρίνιση: Κατά κάποιους μελετητές η σκέψη του Λένιν διέπεται από αντιφάσεις, αφού παράλληλα με το σάπισμα διαπιστώνει ότι ο ιμπεριαλισμός «αναπτύσσεται ασύγκριτα πιο γρήγορα από πριν».22 Δυο παρατηρήσεις: α) η σκέψη του Λένιν δεν διέπεται από αντίφαση, αλλά περιγράφει μια αντιφατική διαδικασία, β) το σάπισμα του καπιταλισμού δεν σημαίνει πισωγύρισμα, αλλά, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, το εκούσιο φρενάρισμα των παραγωγικών δυνάμεων από την πλευρά του κεφαλαίου, τηδημιουργία της εργατικής αριστοκρατίας, αλλά και σε τελική ανάλυση, την καταστροφή της κύριας παραγωγικής δύναμης, της εργατικής τάξης (πόλεμοι, ανεργία, εργατικές ασθένειες, εργατικά ατυχήματα, ψυχική φθορά). Ο Λένιν, μετά τους ορισμούς που παραθέτει, υποβάλλει σε κριτική τις απόψεις του Κάουτσκι:

[i] Ένα από τα σημαντικότερα σημεία της κριτικής του Λένιν ήταν η παράβλεψη της οικονομικής πλευράς του ζητήματος από την πλευρά του Κάουτσκι: «Ο ιμπεριαλισμός είναι η τάση για προσαρτήσεις – να πού καταλήγει το πολιτικό μέρος του ορισμού του Κάουτσκι. Είναι σωστό, αλλά στο έπακρο ατελές, γιατί πολιτικά ο ιμπεριαλισμός είναι γενικά η τάση προς τη βία και την αντίδραση. Εδώ, όμως, μας απασχολεί η οικονομική πλευρά της υπόθεσης, που την έμπασε στον ορισμό του ο ίδιος ο Κάουτσκι. Τα λάθη του ορισμού του Κάουτσκι χτυπούν στα μάτια. Για τον ιμπεριαλισμό είναι χαρακτηριστικό ίσα- ίσα όχι το βιομηχανικό, μα το χρηματιστικό κεφάλαιο»23 (οι υπογραμμίσεις στο πρωτότυπο).

[ii] Ο Λένιν συνεχίζει την κριτική του, αναδεικνύοντας τη διαλεκτική σύνδεση πολιτικής και οικονομίας που έλειπε από την ανάλυση του Κάουτσκι: «Δεν είναι καθόλου σοβαρή η συζήτηση που προκάλεσε ο Κάουτσκι γύρω από λέξεις: αν πρέπει να ονομαστεί η νεότατη βαθμίδα του καπιταλισμού ιμπεριαλισμός ή βαθμίδα του χρηματιστικού κεφαλαίου. Ονομάστε την όπως θέλετε, το ίδιο κάνει. Η ουσία του ζητήματος βρίσκεται στο ότι ο Κάουτσκι αποσπάει την πολιτική του ιμπεριαλισμού από την οικονομία του, λέγονταςότι οι προσαρτήσεις είναι η πολιτική “την οποία προτιμάει” το χρηματιστικόκεφάλαιο και αντιπαραθέτοντας σε αυτήν μια άλλη πιθανή δήθεν αστικήπολιτική πάνω στην ίδια βάση του χρηματιστικού κεφαλαίου»24 (η υπογράμμιση δική μου).

[iii] Τέλος, ο Λένιν επικέντρωσε στην έννοια του ουλτραϊμπεριαλισμού ή υπεριμπεριαλισμού που επινόησε ο Κάουτσκι25. Ο Λένιν χαρακτήριζε τη θεωρία του υπεριμπεριαλισμού ως μια ανοησία και υποστήριζε ότι το μόνο πουεπιτυγχάνει ο Κάουτσκι είναι να ενισχύσει την απολογητική των ιμπεριαλιστών και να δημιουργήσει αυταπάτες για την εξάλειψη της ανισομετρίας στον καπιταλισμό, ενώ αντίθετα αυτή δυναμώνει26.

Σήμερα, παραλλαγές της καουτσκιανής άποψης συναντάμε στο ιδεολόγημα της παγκοσμιοποίησης. Επιπροσθέτως, την αντιστροφή στη σχέση πολιτικής και οικονομίας που χρησιμοποίησε ο Κάουτσκι την συναντάμε πολύ συχνά στις αναλύσεις διάφορων απολογητών. Είναι χαρακτηριστικά τα θεωρητικά σχήματα που επιχειρούσαν να ερμηνεύσουν την αμερικανική επέμβαση στο Ιράκ. Το πρόβλημα κατά κάποιους αναλυτές δεν ήταν τα πετρέλαια και άλλοι οικονομικοί λόγοι, αλλά ο προτεσταντικός φονταμενταλισμός. Ο ορισμός του Λένιν αποτελεί τομή στη θεωρητική συζήτηση εκείνης της εποχής για τους εξής λόγους: α) περιοδολογεί τον καπιταλισμό, β) περιγράφει το νέο φαινόμενο ολοκληρωμένα και διαλεκτικά, γ) απαντά στην προσέγγιση του δεξιού οπορτουνισμού αποκαθιστώντας την ορθή σχέση ανάμεσα στην πολιτική και την οικονομία, δ) θέτει πολιτικά καθήκοντα στο επαναστατικό κίνημα. Η υιοθέτηση της προσέγγισης του Λένιν έχει να κάνει, λοιπόν, με όλα τα παραπάνω και δεν έχει καμία σχέση με τη μεταφυσική υπεράσπιση κάποιου εικονίσματος.

 

Δ. ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΞΑΡΤΗΣΗ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

 

Ο Λένιν δεν καταθέτει μόνο τους ορισμούς για τον ιμπεριαλισμό, αλλά ταυτόχρονα διαπιστώνει την ύπαρξη κατηγοριών των καπιταλιστικών χωρών. Γράφει χαρακτηριστικά: «Μια και γίνεται λόγος για την αποικιακή πολιτική της εποχής του καπιταλιστικού ιμπεριαλισμού, είναι απαραίτητο να σημειώσουμε ότι το χρηματιστικό κεφάλαιο και η αντίστοιχη σε αυτό διεθνής πολιτική, που οδηγεί στον αγώνα των μεγάλων δυνάμεων για το οικονομικό και πολιτικό μοίρασμα του κόσμου, δημιουργούν ολόκληρη σειρά από μεταβατικές μορφές κρατικής εξάρτησης. Χαρακτηριστικές για αυτή την εποχή δεν είναι μόνο οι δυο βασικές ομάδες χωρών: οι χώρες που κατέχουν αποικίες και οι αποικιακές χώρες, αλλά και οι ποικίλες μορφές των εξαρτημένων χωρών, που πολιτικά, τυπικά είναι ανεξάρτητες, στη πράξη όμως είναι μπλεγμένες στα δίχτυα της χρηματιστικής  και διπλωματικής εξάρτησης. Έχουμε, ήδη, αναφέρει προηγούμενα μια από αυτές τις μορφές, τις μισοαποικίες […]»27 (η υπογράμμιση με πλαγιογράμματα στο πρωτότυπο, με τονισμένα γράμματα δική μας).

Η παρατήρηση του Λένιν δεν είναι ακαδημαϊκή. Έχει άμεσες επιπτώσεις στη χάραξη της πολιτικής, ανάλογα με το σε ποια χώρα αναφερόμαστε. Αυτό είχε διαφανεί ακόμη και στο προμονοπωλιακό στάδιο από τους Μαρξ – Ένγκελς, φάνηκε στη συνέχεια και στη σκέψη του Λένιν, καθώς και στην πολιτική που χάραξε η ΚΔ κι εν γένει το παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα. Προσεγγίζοντας την περίπτωση της Ελλάδας και παίρνοντας υπόψη τη λενινιστική οπτική υποστηρίζω τα εξής:

[i] Η Ελλάδα εξαιτίας ιστορικών παραμέτρων δεν μπόρεσε ποτέ να ενταχθεί στο συσσωμάτωμα των ιμπεριαλιστικών χωρών, αλλά ήταν πάντα εξαρτημένη και μέσου επιπέδου ανάπτυξης.

[ii] Ξεκινώντας από τα δάνεια της ανεξαρτησίας του 1824-1825, που μόνο τέτοια δεν ήταν, βλέποντας την ωμή παρέμβαση του αγγλικού παράγοντα τον Δεκέμβρη του 1944 καθώς και του αμερικανικού στη συνέχεια, και φτάνοντας στη σημερινή κατάσταση με τη δανειακή σύμβαση και την παρέμβαση του αμερικανικού και γερμανικού παράγοντα, δεν μπορούμε παρά να αποκλείσουμε την περίπτωση μιας Ελλάδας ιμπεριαλιστικής. Η Ελλάδα είναι βαθιά εξαρτημένη οικονομικά και πολιτικά.

[iii] Ειδικά για τις εξελίξεις που σημειώνονται στη Ελλάδα μετά το 2010 σημειώνω τα εξής: υπάρχει σε εξέλιξη μια παγκόσμια καπιταλιστική κρίση που παρά τις ιδιομορφίες της είναι μια κρίση υπερπαραγωγής και υπερσυσσώρευσης.Το ερώτημα που προκύπτει είναι γιατί στην Ελλάδα ενέσκηψε με ιδιαίτερη σφοδρότητα; Γιατί όλος ο πλανήτης έχει στραμμένα τα μάτια του σε μια κουκίδατου χάρτη; Για ποιο λόγο το ΔΝΤ, γερμανικός και αμερικανικός ιμπεριαλισμός διαγκωνίζονται στο ελληνικό έδαφος για το ποιος θα έχει το πάνω χέρι;

Δεν μου πολυαρέσει, για να είναι ειλικρινής, η άποψη που λέει πως στην Ελλάδα διεξάγεται ένα πείραμα από τις δυνάμεις του νεοφιλελευθερισμού. Δεν κατανοώ την έννοια του πειράματος και ασφαλώς το δυνάμεις τουνεοφιλελευθερισμού συσκοτίζει επικίνδυνα τα πραγματικά αίτια αυτού που συμβαίνει. Και αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα έχει πολλές παραμέτρους:

Η ελληνική αστική τάξη, αν όχι ως σύνολο, σίγουρα πάντως μια μεγάλη μερίδα της, αυξάνει την κερδοφορία της μέσα από τη διάλυση των συλλογικών συμβάσεων και τη δραματική μείωση των μισθών.

– Οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις (η Γερμανία κατά βάση) προσπαθούν νααποσείσουν από τις πλάτες τους τη σοβούσα κρίση και να την μεταφέρουν στοννότο και αλλού, αντιστρέφοντας την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους.

Αναφέρω χαρακτηριστικά πως, σύμφωνα με εκτίμηση των Financial Times, η Ελλάδα πλήρωσε το 2012 μόνο για επιτόκια 2,5 δις ευρώ, με τη μερίδα του λέοντος να κατευθύνεται προς τη Γερμανία28.

-Ταυτόχρονα, με δεδομένη την ενεργειακή ένδεια του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού, οι ενεργειακές πηγές της Ελλάδας είναι στο στόχαστρο των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. -Επίσης, όπως όλα δείχνουν η Ελλάδα αποτελείή μπορεί να αποτελέσει μια πολύ καλή πηγή φθηνού και αξιόπιστου εργατικού δυναμικού για τα μεγάλα ευρωπαϊκά μονοπώλια, αλλά βεβαίως και για το ελληνικό κεφάλαιο (δημιουργία ΕΟΖ).

-Δεν θα πρέπει επιπροσθέτως να ξεχνάμε πως η Ελλάδα βρίσκεται σε ένα κρίσιμο γεωστρατηγικά σημείο, πάνω από το οποίο βρίσκονται οι υπόλοιπες βαλκανικές χώρες, δυτικά οι μεσογειακές χώρες, ανατολικά η Τουρκία και νότια η Β. Αφρική.

Η Ελλάδα, λοιπόν, βρίσκεται στο «μάτι του κυκλώνα» για όλους τους παραπάνω λόγους, χωρίς αυτό να σημαίνει πως αποδέχομαι μια συνωμοσιολογική λογική. Το στοιχείο του σχεδιασμού και της μεθόδευσης είναι υπαρκτό στην περίπτωση της Ελλάδας, ενώ παράλληλα αυτό που συμβαίνει είναι απότοκο αντικειμενικών νόμων στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα.

* * * *

Ποια είναι, όμως, τα κριτήρια προκειμένου μια χώρα να ενταχθεί στις ιμπεριαλιστικές ή στις εξαρτημένες χώρες; Κατά τη γνώμη μου δεν είναι σωστό η ένταξη αυτή να γίνει με τυπικά κριτήρια, αλλά πρέπει το ζήτημα να ειδωθεί διαλεκτικά. Δεν μπορούμε, για παράδειγμα, να φτιάξουμε ένα μαθηματικό μοντέλο το οποίο να το «ταΐζουμε» με στοιχεία, προκειμένου να μας βγάλει κάποιο αποτέλεσμα ή αν εν πάση περιπτώσει αυτό είναι εφικτό, το μοντέλο αυτό θα έπρεπε να είναι εξαιρετικά πολύπλοκο και να τροφοδοτείταιμε έναν τεράστιο όγκο στοιχείων. Πέρα, όμως, από τη μαθηματικοποίηση του ζητήματος, ας προσεγγίσουμε το πρόβλημα οικονομικά, πολιτικά, δυναμικάκαι διαλεκτικά.

 

Ας πάρουμε πρώτα από όλα ως κριτήριο το ΑΕΠ. Η Ελλάδα στη σχετική λίστα της παγκόσμιας κατάταξης βρίσκεται στην 34η θέση για το 2011, με ΑΕΠ που φτάνει τα 298.671 εκατομμύρια δολάρια. Ας δούμε, τώρα, ποιαείναι η σχέση του ΑΕΠ της Ελλάδας με αντίστοιχα ιμπεριαλιστικών χωρών. Σε σχέση με το ΑΕΠ των ΗΠΑ (1η στη σχετική λίστα), η αναλογία του ΑΕΠ της Ελλάδας προς αυτό των ΗΠΑ είναι 1 προς 51. Το ΑΕΠ της Ελλάδας προς το αντίστοιχο της Ιαπωνίας (2η στη σχετική λίστα) είναι 1 προς 20. Το ΑΕΠ της Ελλάδας προς το αντίστοιχο της Γερμανίας (4η στη σχετική λίστα) είναι 1 προς 12. Το ΑΕΠ της Ελλάδας σε σχέση με το παγκόσμιο ΑΕΠ είναι μόλις το 4 τοις χιλίοις (αναλογία 1 προς 234)29.

Ένα δεύτερο κριτήριο είναι η ανάπτυξη του δευτερογενούς τομέα. Πάλι για το 2011, ο δευτερογενής τομέας στην Ελλάδα καταλαμβάνει το 17,3% της οικονομίας της, ενώ για Ιαπωνία και ΗΠΑ τα ποσοστά είναι αντίστοιχα 39% και 33%.

Τρίτο κριτήριο μπορεί να αποτελέσουν οι Άμεσες Ξένες Επενδύσεις (ΑΞΕ). Η Ελλάδα για το 2011, είναι 142η χώρα σε 181 χώρες του ΟΗΕ από πλευρά απόδοσης σε εισροές ΑΞΕ30. Επίσης, οι ελληνικές ΑΞΕ κατέγραψαν μεγάλη μείωση της τάξης του 38% σε σχέση με το 201031.

Τέταρτο κριτήριο αποτελεί η ισχύς του νομίσματος. Δεν λέω κάτι καινούριο αν ισχυριστώ πως τα ισχυρότερα νομίσματα στον κόσμο είναι το δολάριο και το ευρώ. Αν το δολάριο είναι το νόμισμα του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, το ευρώ εκφράζει κατά βάση τα συμφέροντα του γερμανικού ιμπεριαλισμού. Στοτέλος του 2006, το μερίδιο του ευρώ στις διεθνείς αγορές χρεωστικών τίτλων ανερχόταν στο ένα τρίτο, ενώ του δολαρίου ΗΠΑ στο 44%32. Επομένως, σε ποσοστό κάτι λιγότερο από 80%, την κατεύθυνση στις διεθνείς αγορές έδινανο αμερικανικός και, όσον αφορά στο ευρωπαϊκό κεφάλαιο, κατά βάση ο γερμανικός ιμπεριαλισμός.

 

Όμως, τα νούμερα είναι απλώς ψυχρά αν ξεχάσουμε ότι η οικονομίασυνδέεται με την πολιτική και ότι η δεύτερη καθορίζεται από την πρώτη και είναι συμπύκνωσή της. Το ποια είναι η πολιτική δύναμη των μεγάλων καπιταλιστικών κρατών είναι γνωστό. Την άσκηση της πολιτικής σε παγκόσμιο επίπεδο την καθορίζουν οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και οι υπόλοιποι ακολουθούν. Οι ΗΠΑ έχουν βάσεις σε όλο τον κόσμο. Συγκεκριμένα, μέχρι το 2011 διέθεταν 1100 βάσεις σε όλο τον κόσμο σε πάνω από 150 χώρες33. Η Ελλάδα πόσες βάσεις έχει σε ξένα εδάφη;

Οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις είναι γνωστές: Κούβα, Κορέα, Βιετνάμ, Ιράκ, Αφγανιστάν, Γιουγκοσλαβία και αλλού. Ο ρόλος των ΗΠΑ, της Γαλλίας,της Γερμανίας ήταν και είναι από ηγεμονικός ως κυρίαρχος. Όλοι οι υπόλοιποιαπλώς έπαιζαν συμπληρωματικό ρόλο. Ούτε στον 20ο αιώνα, ούτε και στιςαρχές του 21ου υπάρχει σύγκριση ανάμεσα στον πολιτικό ρόλο των μεγάλων καπιταλιστικών χωρών και χωρών όπως η Ελλάδα. Ένα μικρό μόνο παράδειγμα: η αναλογία για τους στρατιώτες που βρίσκονταν στο Αφγανιστάν ανάμεσαστην Ελλάδα και στις ΗΠΑ είναι 1 προς 400, ενώ στο Ιράκ δεν βρίσκεται ελληνική στρατιωτική δύναμη.

Η πολιτική δύναμη φαίνεται και από την ισχύ της κάθε χώρας στους διεθνείς οργανισμούς. Παράδειγμα: στο ΔΝΤ το ποσοστό των ψήφων των χωρών που ανήκουν στην G7, δηλαδή των ισχυρότερων καπιταλιστικών χωρών, φτάνειτο 45,5% και το αντίστοιχο ποσοστό στην Παγκόσμια Τράπεζα ανέρχεται στο 42,97%34. Δηλαδή το ποσοστό αυτό προσεγγίζει το 50%, ενώ ο πληθυσμός και των 7 χωρών είναι αρκετά κάτω του 50% επί του συνολικού πληθυσμού των χωρών που συμμετέχουν σε αυτούς τους οργανισμούς. Στην πραγματικότητα τα ποσοστά αυτά είναι μεγαλύτερα, αφού υπάρχουν και οι δορυφόροι που σύρονται κάτω από τη δύναμη του ισχυρού ιμπεριαλιστή.

Με βάση όλα τα παραπάνω, είναι κατά τη γνώμη μου σαφές ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να ενταχθεί στο ιμπεριαλιστικό συσσωμάτωμα χωρών αλλά των εξαρτημένων. Ειδικά σήμερα λαμβάνοντας υπόψη:

α) τους όρους με τους οποίους υπογράφηκε το μνημόνιο (αγγλικό δίκαιο που είναι το σκληρότερο για τον δανειολήπτη),

β) τα τεράστια ποσά υπεραξίας που φεύγουν από την Ελλάδα υπό τη μορφή τοκοχρεολυσίων,

γ) τη δημόσια περιουσία που πωλείται αντί «πινακίου φακής»,

δ) τον έλεγχο που ασκούν Γερμανοί επίτροποι σε όλο το μήκος και πλάτος του κρατικού μηχανισμού,

ε) τη νομική κατοχύρωση της παράδοσης της εθνικής κυριαρχίας,

στ) τον καθορισμό των πολιτικών εξελίξεων στην Ελλάδα από την πλευρά της ΕΕ και των ΗΠΑ,

 

υποστηρίζω ότι η εξάρτηση της Ελλάδας όχι μόνο βαθαίνει αλλά και ότι παρουσιάζει στοιχεία νεοαποικιοκρατίας.

Ο Τζον Πέρκινς περιέγραψε με τον καλύτερο και πιο ανάγλυφο τρόπο τη δράση του ιμπεριαλισμού σε χώρες τις οποίες επιβουλεύονται οι ιμπεριαλιστές: «Μόλις ένας νέος πρόεδρος ανέβει στην εξουσία σε μια υπανάπτυκτη χώρα, δέχεται την επίσκεψη ενός οικονομικού εκτελεστή και η συνάντηση εξελίσσεται κάπως έτι: ο οικονομικός εκτελεστής βάζει το χέρι του στην αριστερή τσέπη και λέει: “Κύριε Πρόεδρε, στη τσέπη αυτή έχω δύο εκατομμύρια δολάρια για εσάς και την οικογένειά σας, αν δεχτείτε να παίξετε το παιχνίδι μας”. Μετά βάζει το χέρι του στη δεξιά του τσέπη και λέει: “Εδώ έχω ένα όπλο και μια σφαίρα με το όνομά σας αν δεν παίξετε το παιχνίδι. Σκεφτείτε καλά τι θα κάνετε και να έχετε υπ’ όψιν τι συνέβη σε όσους αρνήθηκαν”»35.

Ε. Η ΕΞΑΡΤΗΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟ

Όλες τις καπιταλιστικές χώρες, ανεξάρτητα από τη θέση τους στο σύστημα του ιμπεριαλισμού, ανεξάρτητα από το αν είναι ιμπεριαλιστικές, αν τείνουν να γίνουν τέτοιες, αν είναι εξαρτημένες, αν είναι αποικιοκρατούμενες κλπ. τις διαπερνά η βασική αντίθεση. Η αντίθεση, δηλαδή, ανάμεσα στο κεφάλαιο και  στην εργασία. Τι σημαίνει αυτή η αντίθεση; Σημαίνει ότι από τη μια η παραγωγή έχει κοινωνικό χαρακτήρα και από την άλλη τα παραγόμενα προϊόντα γίνονται αντικείμενο ιδιοποίησης από την ατομική καπιταλιστική ιδιοκτησία. Η αντίθεση αυτή είναι αγεφύρωτη και εκφράζει τον βαθύτατο ανταγωνισμό ανάμεσα στη μισθωτή εργασία και στο κεφάλαιο. Η λύση της αντίθεσης αυτής επιτυγχάνεται μόνο με την κοινωνική επανάσταση και καμία μεταρρύθμιση εντός του καπιταλισμού δεν μπορεί να την λύσει.

Όλες οι άλλες αντιθέσεις που υπάρχουν στον καπιταλισμό είναι παράγωγα της βασικής, και αυτός είναι ο λόγος που η βασική χαρακτηρίζεται ως τέτοια. Οι αντιθέσεις μεταξύ χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας, ανάμεσα σε αστική τάξη και μεσαία στρώματα κλπ., είναι δευτερεύουσες και καθορίζονται από τη βασική. Όμως, εκτός της βασικής αντίθεσης, σε κάθε χώρα υπάρχει και η κυρίαρχη αντίθεση που καθορίζεται από το επίπεδο καπιταλιστικής ανάπτυξης της χώρας, από την πολιτική της δύναμη, από τις σχέσεις της με τις άλλες χώρες, από την ιστορική περίοδο που διανύουμε κλπ. Με λίγα λόγια αυτή η αντίθεση συνδέεται με τις ιδιαιτερότητες του καπιταλισμού που υπάρχουν σε κάθε χώρα.

Στην Ελλάδα, κυρίαρχη αντίθεση είναι αυτή ανάμεσα στα εγχώρια και ξένα μονοπώλια από τη μια και στη συντριπτική πλειονότητα του ελληνικού λαού από την άλλη. Τα μονοπώλια, ανεξάρτητα από την εθνική τους προέλευση,εκμεταλλεύονται με τον πιο στυγνό τρόπο την εργατική τάξη, εξασφαλίζουν τα μονοπωλιακά υπερκέρδη και καθορίζουν τις μονοπωλιακές τιμές, διεισδύουν σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής.Ταυτόχρονα, η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου που επιτυγχάνουν, τους δίνει και τη δύναμη να συμπιέζουν μέχρι κονιορτοποίησης τα μεσαία στρώματα. Επομένως, η δράση των μονοπωλίων έρχεται αντικειμενικά αντιμέτωπη όχι μόνο με την εργατική τάξη αλλά και με τα λαϊκά στρώματα. Η κατάσταση αυτή δημιουργεί αντικειμενικά το έδαφος για αιτήματα ευρύτερης συσπείρωσης, για μεταβατικά αιτήματα και για μίνιμουμ πρόγραμμα, για συμμαχίες που θα αμφισβητήσουν την εξουσία των μονοπωλίων. Επομένως, βάζει στην ημερήσια διάταξη αντιμονοπωλιακά αιτήματα και στόχους που δεν ταυτίζονται πλήρως με τα αντικαπιταλιστικά,αλλά συνδέονται στενότατα με αυτά.

Η κυρίαρχη αντίθεση συνδέεται άμεσα με το ζήτημα της εξάρτησης, αφούμέσα σε αυτή την αντίθεση «παίζουν» έντονα τα ξένα μονοπώλια και αφού μέσω της δράσης τους επιτυγχάνουν τη μεταφορά υπεραξίας από την Ελλάδασε άλλες χώρες και τη διπλή εκμετάλλευση του ελληνικού προλεταριάτου.Παράλληλα η δράση τους θέτει σε αμφισβήτηση την εθνική κυριαρχία της χώρας. Η κυρίαρχη αντίθεση έχει πολλά στοιχεία της βασικής αλλά έχει και διαφορές. Ο αντιιμπεριαλιστικός αγώνας έχει έντονα στοιχεία αντικαπιταλιστικού αγώνα, αλλά σε καμία περίπτωση δεν οδηγεί σε μια πούρα σοσιαλιστικήεπανάσταση. Ο αντιιμπεριαλιστικός και αντιμονοπωλιακός αγώνας και τα αντίστοιχα αιτήματα για χώρες όπως η Ελλάδα είναι εκείνος ο δρόμος που μπορεί να ριζοσπαστικοποιήσει συνειδήσεις, να βάλει σε κίνηση τις μάζες, να δημιουργήσεις πολιτικές και κοινωνικές ανακατατάξεις και σε τελική ανάλυση να κάνει ορατή την αναγκαιότητα της κοινωνικής ανατροπής και της δικτατορίας του προλεταριάτου.

 

ΣΤ. ΤΟ ΣΧΗΜΑ ΤΗΣ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

 

Πώς σχετίζεται η θέση της Ελλάδας στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα με τη χάραξη τακτικής και στρατηγικής από την πλευρά της αριστεράς; Πρώτα από όλα αποσαφηνίζω πως η έννοια της αριστεράς είναι κάπως θολή και στερείται επιστημονικού περιεχομένου, οπότε την χρησιμοποιώ συμβατικά. Κατά καιρούς η Ελλάδα έχει χαρακτηριστεί εξαρτημένη, ιμπεριαλιστική,μικροϊμπεριαλιστική, υποϊμπεριαλιστική. Ας δούμε εν συντομία μερικές απότις προσεγγίσεις που έχουν διατυπωθεί.

Τις βάσεις για το σχήμα της ιμπεριαλιστικής Ελλάδας τις έθεσε ο Πουλιόπουλος με το έργο του Δημοκρατική ή Σοσιαλιστική Επανάσταση στην Ελλάδα. Έκτοτε η θεώρηση του Πουλιόπουλου αποτέλεσε για τον ελληνικό τροτσκισμό, πρώιμο και ύστερο, κάτι σαν ταλμούδ. Σύμφωνα με τον πρώιμο τροτσκισμό, ο αγώνας τη δεκαετία του ’40 δεν έπρεπε να είναι εθνικοαπελευθερωτικός, αλλά ταξικός για τη σοσιαλιστική επανάσταση36. Ο τροτσκισμός έφτασε στην πιο ακραία του έκφραση με τον ανεκδιήγητο Άγη Στίνα που κατηγορούσε το ΕΑΜ γιατί σκότωνε Γερμανούς, αφού αυτό επέφερε αιματηρά αντίποινα37. Ο ύστερος τροτσκισμός δεν απεμπόλησε τις απόψειςτων πολιτικών του προγόνων. Την τροτσκιστική θέση την υιοθέτησε πλήρως ένα παρακλάδι του ελληνικού ευρωκομμουνισμού, το περιοδικό «Θέσεις». Από τις απαρχές κυκλοφορίας τουεν λόγω περιοδικού, η κριτική στη θέση περί εξαρτημένης Ελλάδας κέρδισε περίοπτη θέση. Θα πρέπει να σημειώσω σε αυτό το σημείο πως από το 2010 κι έπειτα το περιοδικό χαρακτηρίζεται από μια θορυβώδη σιωπή σχετικά με έναζήτημα για το οποίο για δεκαετίες ήταν λαλίστατο.

Μαζί με τον τροτσκισμό και τις «Θέσεις» συντονίστηκε και ένα τμήμα τη ςελληνικής αυτονομίας, ενώ το ΝΑΡ για μεγάλο χρονικό διάστημα διατύπωσε ανάλογες θέσεις. Όμως, απρόσμενα τα τελευταία χρόνια συναντήθηκαν ετερόδοξοι πολιτικοί χώροι που στο παρελθόν διασταύρωσαν τα ξίφη τους σχετικά με το ζήτημα της εξάρτησης. Αναφέρομαι ασφαλώς στην περίπτωση του ΚΚΕ, του οποίου η ηγεσία υιοθέτησε τα τροτσκιστικά σχήματα. Η έννοια της εξάρτησης χρησιμοποιήθηκε από το ΚΚΕ σχεδόν από το ξεκίνημά του (ΣΕΚΕ). Το ζήτημα της εξάρτησης γίνεται έκτοτε οργανικό στοιχείο της πολιτικής του ΚΚΕ, κάποιες φορές με λάθη, με αντιφάσεις και αμφισημίες.Ωστόσο, σε γενικές γραμμές η έννοια της εξάρτησης χρησιμοποιήθηκε ορθά και ήταν ένας από τους καθοριστικότερους παράγοντες που το ΚΚΕ γιγαντώθηκε, απέκτησε βαθιές ρίζες στον ελληνικό λαό και έγινε ένα εκ των ιστορικότερων κομμουνιστικών κομμάτων στην Ευρώπη, αν όχι το ιστορικότερο.

Στο 17ο συνέδριο διαφαίνεται μια αλλαγή στο εν λόγω ζήτημα από την πλευρά της ηγεσίας του ΚΚΕ. Ενώ στο μεταξύ είχαν αδυνατίσει οι αναφορές στην εξαρτημένη Ελλάδα, στις Θέσεις του 17ου συνεδρίου διαπιστώνεται η«ενίσχυση βασικών γνωρισμάτων του ιμπεριαλιστικού σταδίου του ελληνικού καπιταλισμού» (θέση 9). Στο 18ο συνέδριο ο χαρακτηρισμός της Ελλάδας ως εξαρτημένης αφαιρείται εντελώς, ενώ στο τωρινό συνέδριο υπάρχει μεγάλη σύγχυση αφού διαπιστώνεται ότι η Ελλάδα έχει εξαρτήσεις αλλά ότι βρίσκεται στο ιμπεριαλιστικό της στάδιο καθώς και ότι υπάρχουν σχέσεις ανισότιμης αλληλεξάρτησης. Το βασικό στίγμα πάντως έχει δοθεί. Όχι μόνο απορρίφθηκε ο χαρακτηρισμός της εξαρτημένης Ελλάδας, αλλά ασκείται πλέον δριμύτατη κριτική σε όποιον τολμήσει να μιλήσει για εθνική ανεξαρτησία και βάθυνση της εξάρτησης στη συγκεκριμένη φάση.

Όλοι οι παραπάνω φορείς διαθέτουν ορισμένα κοινά στοιχεία στην επιχειρηματολογία τους προκειμένου να υποστηρίξουν το σχήμα της αλληλεξάρτησης ή/και της ιμπεριαλιστικής Ελλάδας. Ισχυρίζονται ότι: α) η Ελλάδα έκανε δυναμικές εξαγωγές κεφαλαίου στα Βαλκάνια, β) συμμετέχει με στρατιωτικές δυνάμεις σε διάφορα εκστρατευτικά σώματα, γ) έχει ένα από τα ισχυρότερα εφοπλιστικά κεφάλαια στον κόσμο και δ) κατά περίπτωση υποστηρίζουν πως η Ελλάδα συμμετέχει από ισότιμη θέση στους διάφορους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες, ότι διεκδικεί ξένα εδάφη και ότι η ύπαρξη μονοπωλίων από μόνη της δημιουργεί τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα της Ελλάδας. Κανένα από τα επιχειρήματα αυτά δεν μπορεί να τεκμηριώσει από μόνο του την –συγχωρέστε μου τον αδόκιμο όρο– ιμπεριαλιστικότητα της Ελλάδας, ενώ ελάχιστα εξ αυτών ανταποκρίνονταιστην πραγματικότητα.

Επιπλέον, οι υπερασπιστές της ιμπεριαλιστικής Ελλάδας, όταν απαντούνε σε όσους έχουν την άποψη της εξαρτημένης Ελλάδας, τους προσάπτουν πρόθεση συμμαχίας με κάποια εθνική αστική τάξη, τους κατηγορούν ότι ισχυρίζονται πως η Ελλάδα βρίσκεται υπό κατοχή και ότι είναι αποικία και τελικά ότι «πνίγουν» το ταξικό μέσα στο εθνικό. Δεν θα προβώ σε μια εξαντλητική κριτική της επιχειρηματολογίας των υποστηρικτών της ιμπεριαλιστικής Ελλάδας38. Κάποιες απαντήσεις, νομίζω ότι ήδη έχουν δοθεί. Θα σταθώ μόνο σε δυο ζητήματα:

[i] Η ύπαρξη μονοπωλίων από μόνη της δεν εξασφαλίζει τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα μιας χώρας. Διαφορετικά, μάλλον όλες οι χώρες του πλανήτη θα ήταν ιμπεριαλιστικές. Τον πρώτο ορισμό του Λένιν δεν μπορούμε να τονεφαρμόζουμε με όρους τυπικής λογικής, κάτι που ο ίδιος ο Λένιν αντιλήφθηκε. Διαφορετικά δεν θα είχε λόγο να μιλήσει για τους κινδύνους που απέρρεαν από τον πρώτο ορισμό και δεν θα είχε λόγο να δώσει και τον δεύτερο. Αν μια χώρα είναι ιμπεριαλιστική σαφώς έχει μονοπώλια. Αν έχει μονοπώλια αυτό δεν εξασφαλίζει τον ιμπεριαλιστικό της χαρακτήρα παρά μόνο αν αυτά τα μονοπώλια έχουν καθοριστικό ρόλο και λόγο στη συνολική οικονομικήκίνηση του καπιταλισμού και συμμετέχουν στο μοίρασμα του κόσμου. Αυτό δεν μπορούν για αντικειμενικούς λόγους να το κάνουν όλα τα μονοπώλια.

[ii] Στην προσπάθεια σύνδεσης τακτικής – στρατηγικής, εθνικού – ταξικού και εθνικού – διεθνικού, ασφαλώς και υπάρχει ο κίνδυνος το δευτερεύον να υπερκαλύψει το κύριο, και υπάρχουν ιστορικά παραδείγματα που επιβεβαιώνουν μια τέτοια εκτίμηση. Υπάρχει, ωστόσο, και ο αντίστροφος κίνδυνος: η τακτική να υποβαθμιστεί ή και να εξαφανιστεί. Τα ιστορικά παραδείγματα δεν λείπουν και για αυτή την περίπτωση. Οι «καθαρές» ταξικές φόρμουλες του ευρωπαϊκού αριστερισμού της δεκαετίας του 1920, του ελληνικού τροτσκισμού και του ελληνικού μεταπολιτευτικού αριστερισμού και η πορεία που ακολούθησαν αυτοί οι χώροι, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για άλλες σκέψεις. Αν στο όνομα της ταξικής καθαρότητας δεν λαμβάνουμε υπόψη α) το επίπεδο συνείδησης της εργατικής τάξης, β) την ταξική σύνθεση του πληθυσμού, γ) τις διεθνείς εξελίξεις, δ) τη θέση της χώρας στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα, ε) τη συγκεκριμένη πολιτική και οικονομική συγκυρία και τις εν γένει ιδιομορφίες εκείνης ή της άλλης χώρας, τότε ο δογματισμός παραμονεύει.

 

Ζ. ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ

 

Φίλες και φίλοι, κλείνοντας, και με αφορμή τη σημερινή συζήτησή μας, επιτρέψτε μου να καταθέσω την πολιτική πρόταση που νομίζω ότι είναι απαραίτητη για το σήμερα και που συνδέεται με το ζήτημα του ιμπεριαλισμού και τα όσα έθιξα.

[i] Στο επίπεδο του εργατικού κινήματος απαιτείται μια συμφωνία ευρύτατων δυνάμεων προκειμένου να αναχαιτιστεί αυτή η άνευ προηγουμένου επίθεση στους μισθούς και τα εργασιακά δικαιώματα. Ελάχιστο αίτημα πρέπει να είναι η απόκρουση της αντεργατικής λαίλαπας και η επαναφορά στην προ μνημονίων κατάσταση (μισθοί, συλλογικές συμβάσεις κλπ.) με βασικό σύνθημα την κρίση να την πληρώσει η ολιγαρχία.

[ii] Στο επίπεδο του λαϊκού κινήματος απαιτείται η συγκρότηση μιας κοινωνικής και πολιτικής συμμαχίας στην οποία θα βάζει τη σφραγίδα του τοεργατικό κίνημα, αλλά και μέσω της οποίας θα εκφράζονται και τα υπόλοιπαλαϊκά στρώματα. Τα εργασιακά μαζί με τα ζητήματα της δημοκρατίας, της απόκρουσης του φασιστικού κινδύνου, της εθνικής ανεξαρτησίας, των προβλημάτων των μεσαίων στρωμάτων της πόλης και των μεσαίων και φτωχών στρωμάτων της αγροτιάς και των μισοπρολετάριων, πρέπει να βρεθούν στοεπίκεντρο ενός τέτοιου Μετώπου. Με άλλα λόγια χρειάζεται η συγκρότηση ενός Αντιιμπεριαλιστικού Αντιμονοπωλιακού Δημοκρατικού Μετώπου.

[iii] Απαιτείται, επίσης, η κατάθεση ενός πολιτικού προγράμματος που θα μπορέσει να ανοίξει το δρόμο προς την κοινωνική επανάσταση. Ένα πρόγραμμα που θα περιέχει το αίτημα της εξόδου από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ,την εθνικοποίηση όλων των τραπεζών και των κοινωφελών οργανισμών,των βασικών βιομηχανιών ενέργειας, ορυκτού πλούτου και τροφίμων, την κατάργηση μνημονίων, μεσοπρόθεσμων και εφαρμοστικών νόμων, την ακύρωση της δανειακής σύμβασης και τη μονομερή παύση πληρωμών, τη διεκδίκηση των γερμανικών αποζημιώσεων, το δημόσιο χαρακτήρα υγείας, ασφάλισης και παιδείας κ.ά. Το πολιτικό αυτό πρόγραμμα δεν θα είναι ένα τεχνοκρατικόπρόγραμμα διαχείρισης, πολύ περισσότερο δεν θα επιδιώκει συμμαχίες με τμήματα της αστικής τάξης που σήμερα προβάλλουν ως πατριωτικά, αλλάθα έχει ως στόχο τη διάνοιξη του δρόμου για την επαναστατική διαδικασία.

* * * *

Μετά από τρία χρόνια μέσα στα οποία ΕΕ, ελληνική αστική τάξη, τρόικα εσωτερικού κι εξωτερικού, έχουν βάλει τον ελληνικό λαό στις μυλόπετρες της πολιτικής τους και τον κονιορτοποιούν, μια πολιτική πρόταση όπως ηπαραπάνω είναι όρος ζωής για το λαϊκό και το κομμουνιστικό κίνημα. Όσο νωρίτερα γίνει αυτό κατανοητό τόσο το καλύτερο.

 

 

Σημειώσεις/Βιβλιογραφία

 

1. Συλλογική εργασία του πανεπιστημίου Λομονόσοφ, Λεξικό Πολιτικής Οικονομίας(Αθήνα: Gutenberg, 1983) τ. Α΄, σ. 240.

2 Οικονομική Σχολή Πανεπιστημίου Λομονόσοφ Μόσχας, Πολιτική Οικονομία, έκδοσηΥπουργείου Παιδείας της ΕΣΣΔ (Αθήνα: Gutenberg, 1980) τ. 3, σ. 773-775.

3 Ό.π., σ. 775-776.

4 Ό.π., σ. 731.

5 Βλ. αναλυτικότερα Berend Ivan, Οικονομική Ιστορία του Ευρωπαϊκού 20ου αιώνα, Ταοικονομικά καθεστώτα από το Laissez- Faire στην Παγκοσμιοποίηση, μτφρ. Θ.Α. Βασιλείου (Αθήνα: Gutenberg, 2009) σ. 43-49.

6 Οικονομική σχολή πανεπιστημίου Λομονόσοφ Μόσχας, Πολιτική οικονομία, Έκδοση του υπουργείου παιδείας της ΕΣΣΔ (Αθήνα: Gutenberg, 1980), τ. 3, σ. 731.

7 Βλ. αναλυτικότερα, Κρίσεις! (Αθήνα: Καρανάση, χ.χ).

8 Ό. π., σ. 741-742.

9 Βλ. χαρακτηριστικά Χομπσμπάουμ Έρικ, Η εποχή των αυτοκρατοριών, μτφρ. Κ.
Σκλαβενίτη (Αθήνα: ΜΙΕΤ, 2000), σ. 100.

10 Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια, λήμμα Χόμπσον.

11 Βλ. χαρακτηριστικά Χομπσμπάουμ Έρικ, Η εποχή των αυτοκρατοριών, μτφρ. Κ. Σκλαβενίτη (Αθήνα: ΜΙΕΤ, 2000), σ. 109.

12 Βλ. αναλυτικότερα Μαυρουδέας Σταύρος, Το διεθνές καπιταλιστικό σύστημα και η συνεχιζόμενη επικαιρότητα της θεωρίας του ιμπεριαλισμού, στο Ιμπεριαλισμός: αντιθέσεις και αντιστάσεις, Διεθνές Συνέδριο των περιοδικών Διάπλους, Στίγμα και Ουτοπία (Αθήνα: ΚΨΜ, 2007), σ. 77.

13 Βλ. αναλυτικότερα Λαφάργκ Πολ, Η οικονομική λειτουργία του χρηματιστηρίου, συμβολή στη θεωρία της αξίας – Τα αμερικανικά τραστ, η οικονομική, κοινωνική και πολιτική δράση τους, μτφρ. Ε. Αστερίου (Αθήνα: ΚΨΜ, 2006).

14 Ό.π., σελ. 78.

15 Λένιν Β. Ι., Ο ιμπεριαλισμός…, Άπαντα (Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, 1988), τ. 27, σ. 394.

16 Λούξεμπουργκ Ρόζα, Η συσσώρευση του κεφαλαίου, μτφρ. Θ. Μιχαήλ (Αθήνα:Διεθνής Βιβλιοθήκη, 1973), τ. Ι & ΙΙ.

17 Λένιν Β. Ι., Ο ιμπεριαλισμός…, Άπαντα (Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, 1988) τ. 27, σ. 392.

18 Ο Λένιν δεν εννοεί πως το μοίρασμα έλαβε τέλος άπαξ δια παντός (άλλωστε κάτι τέτοιο θα ερχόταν σε αντίθεση με το αμέσως προηγούμενο τέταρτο χαρακτηριστικό), αλλά ότι τελείωσε σε εκείνη τη συγκεκριμένη ιστορική φάση (ανάμεσα στις μεγαλύτερες καπιταλιστικές δυνάμεις).

19 Ό.π., σ. 392-393.

20 Ό.π., σ. 393.

21 Βλ. αναλυτικότερα Λένιν Ο ιμπεριαλισμός…, Άπαντα (Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, 1988), τ. 27, σ. 403-413.

22 Μηλιός Γ.-Σωτηρόπουλος Δ., Ιμπεριαλισμός, χρηματοπιστωτικές αγορές, κρίση (Αθήνα: Νήσος, 2011).

23 Ό.π., σ. 395.

24 Ό.π., σ. 396.

25 Η θεωρία του υπεριμπεριαλισμού επανήλθε, σχεδόν 100 χρόνια μετά, μέσα από τα σχήματα της «παγκοσμιοποίησης». Ο Τζορτζ Σόρος, για παράδειγμα, έχει διατυπώσει σκέψεις αντίστοιχες με αυτές του Κάουτσκι. Βλ. αναλυτικότερα Λιόσης Βασίλης, «”Παγκοσμιοποίηση”: πραγματικότητα ή ιδεολογικό κατασκεύασμα;», Κομμουνιστική Επιθεώρηση, τ. 2, 2002.

26 Βλ. αναλυτικότερα Λένιν Β. Ι., Ο ιμπεριαλισμός…, Άπαντα (Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή,1988), σ. 398-403.

27 Ό.π., σ. 389.

28 Αδαμίδου Μαρία, «68 ΔΙΣ ΕΥΡΩ ΤΑ ΚΕΡΔΗ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ»,Έθνος, 22/8/12.

29 Στοιχεία UNCTAD.

30 Χατζηστεφάνου Άρης, «Το μέγεθος…δεν μετράει στις νέες αμερικανικές βάσεις», Επίκαιρα, τ.149, 23/08-29/08/12.

31 «Διακήρυξη προς όλους τους εργάτες», Διεθνιστής, φ. 14, 25/7/1944. Περιέχεται σε συλλογή κειμένων με τίτλο Προλετάριος και Διεθνιστής της Κατοχής (Αθήνα: Πρωτοποριακή
Βιβλιοθήκη, 1986), σ. 239-240.

32 Στίνας Άγις, Αναμνήσεις, Εβδομήντα χρόνια κάτω από τη σημαία της σοσιαλιστικήςεπανάστασης (Αθήνα: Ύψιλον, 1985), σ. 401-402.

33 Για την κριτική αυτών των επιχειρημάτων βλ. αναλυτικότερα Λιόσης Βασίλης,Ιμπεριαλισμός και εξάρτηση (Αθήνα: ΚΨΜ, 2012), 1η έκδοση, σ. 297-354.

34 Πηγή: IMF 2001

35 Perkins John, Εξομολόγηση ενός οικονομικού δολοφόνου, μτφρ. Β. Αθανασιάδης (Αθήνα: Αιώρα, 2007), σ. 10.

36 «Διακήρυξη προς όλους τους εργάτες», Διεθνιστής, φ. 14, 25/7/1944. Περιέχεται σε συλλογή κειμένων με τίτλο Προλετάριος και Διεθνιστής της Κατοχής (Αθήνα: Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη, 1986), σ. 239-240.

37 Στίνας Άγις, Αναμνήσεις, Εβδομήντα χρόνια κάτω από τη σημαία της σοσιαλιστικής επανάστασης (Αθήνα: Ύψιλον, 1985), σ. 401-402.

38 Για την κριτική αυτών των επιχειρημάτων βλ. αναλυτικότερα Λιόσης Βασίλης, Ιμπεριαλισμός και εξάρτηση (Αθήνα: ΚΨΜ, 2012), 1η έκδοση, σ. 297-354.

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *