Η πάλη για την προστασία της λειτουργίας και δράσης των σωματείων

 

Η πάλη για την προστασία της λειτουργίας και δράσης των σωματείων

 

 

Εισήγηση της Χ. Μαρούλη, δικηγόρου και στελέχους του ΚΚΕ, σε ημερίδα της ΤΟ Δικαιοσύνης της ΚΟ Αττικής του ΚΚΕ

 

 

Σε συνέχεια της παρουσίασης της εκδήλωσης – ημερίδας που πραγματοποίησε η ΤΟ Δικαιοσύνης της ΚΟ Αττικής του ΚΚΕ στις 5/12/2016, με θέμα «Η πάλη για την προστασία της λειτουργίας και δράσης των σωματείων», ο «Ριζοσπάστης» δημοσιεύει σήμερα την εισήγηση της Χαράς Μαρούλη, δικηγόρου και στελέχους του ΚΚΕ, με θέμα «Η πάλη για την προστασία της λειτουργίας και δράσης των σωματείων».

***

Η συζήτηση που διεξάγεται από την αστική τάξη και το πολιτικό της προσωπικό για ζητήματα που αφορούν στη λειτουργία και στη δομή των συνδικάτων δεν είναι καινούργια. Από τα μέσα του 2014 και μετά, γίνονται όλο και πιο συχνές και συγκεκριμένες αναφορές στην ανάγκη τροποποίησης του νόμου 1264/1982, που ρυθμίζει τα σχετικά ζητήματα.

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ φαίνεται έτοιμη να υλοποιήσει κατά γράμμα τις νέες απαιτήσεις του κεφαλαίου και να δώσει τη χαριστική βολή στα εργασιακά δικαιώματα και στις συνδικαλιστικές ελευθερίες.

 

 

Οι ανατροπές που βρίσκονται στο αντιλαϊκό τραπέζι

 

 

Οι όποιες αλλαγές δρομολογούνται με τον επερχόμενο συνδικαλιστικό νόμο, έχουν στόχο να ολοκληρωθεί η προσπάθεια περιορισμού της συνδικαλιστικής δράσης, η παραπέρα απαξίωση και υπονόμευση της λειτουργίας και δράσης των συνδικάτων. Σύμφωνα με δημοσιεύματα, οι βασικοί άξονες των αλλαγών θ’ αφορούν στο δικαίωμα στην απεργία, στις συνδικαλιστικές άδειες, στη χρηματοδότηση, στη δομή και λειτουργία των σωματείων, καθώς και στις ομαδικές απολύσεις.

Λόγος γίνεται για δημιουργία ηλεκτρονικού μητρώου συνδικαλιστικών οργανώσεων, όπου θα καταγράφονται αναλυτικά όλες οι συνδικαλιστικές οργανώσεις και θ’ αναφέρονται τα «προστατευόμενα» μέλη τους (διοικήσεις, ιδρυτικά μέλη κ.λπ.). Πρόκειται για αδιαμφισβήτητο «φακέλωμα» συνδικαλιστών και εργαζομένων, πρακτική από την οποία ελλοχεύει ο κίνδυνος να επεκταθεί περαιτέρω στην καταγραφή του μητρώου των μελών και όλων των οικονομικών – και όχι μόνο – στοιχείων των σωματείων.

Επίσης, συζητείται η κατάργηση της προστασίας των συνδικαλιστών από απόλυση για ένα χρόνο μετά τη λήξη της θητείας τους, καθώς και η αξιοποίηση της αξιολόγησης του συνδικαλιστή από τον εργοδότη για τον περιορισμό της συνδικαλιστικής του δράσης. Με το μέτρο αυτό ο εργοδότης μπορεί να επικαλεστεί ότι ο συνδικαλιστής βρίσκεται σε θέση ευθύνης και ότι η συνδικαλιστική του δράση δυσχεραίνει ή δυσκολεύει τη λειτουργία της επιχείρησης και του δίνεται το δικαίωμα να τον μεταθέσει σε όποια θέση εκείνος κρίνει.

Αν και δεν φαίνεται να υπάρξει άμεση συνολικότερη αλλαγή στις ρυθμίσεις που αφορούν στις συνδικαλιστικές άδειες, η προοπτική όμως της αλλαγής τους παραμένει. Το καθεστώς των συνδικαλιστικών αδειών λοιδορείται με πρωτοφανή ψέματα ή με επιλεκτικές καταγγελίες στον αστικό Τύπο, που «πατούν» πολλές φορές σε υπαρκτά φαινόμενα εκφυλισμού από τους εκπροσώπους του εργοδοτικού – κυβερνητικού συνδικαλισμού.

Βέβαια, πίσω από τον καβγά για τις συνδικαλιστικές άδειες, κρύβεται η επιθυμία των εργοδοτών να αρθεί κάθε διευκόλυνση στους συνδικαλιστές, όχι βέβαια για να βελτιωθούν και να αντιμετωπιστούν τα εκφυλιστικά φαινόμενα λόγω του εργοδοτικού – κυβερνητικού συνδικαλισμού, αλλά για να τεθούν περισσότερα εμπόδια στις ταξικές δυνάμεις που αξιοποιούν τις συνδικαλιστικές άδειες και τη συνδικαλιστική προστασία για να οργανώσουν την πάλη των εργαζομένων ενάντια στο κεφάλαιο και το κράτος του, ενάντια στον εκφυλισμένο και απαξιωμένο εργοδοτικό – κυβερνητικό συνδικαλισμό.

Οι επερχόμενες αλλαγές επίσης φαίνεται ότι θα επιχειρήσουν ν’ αυξήσουν την οικονομική πίεση στα σωματεία, με στόχο τον περιορισμό της δράσης τους και την άσκηση πολιτικής πίεσης σε αυτά. Σήμερα, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις που καθορίζονται από υπουργικές αποφάσεις, λαμβάνουν από τον Οργανισμό Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (παλαιότερα από την Εργατική Εστία) χρήματα που έχουν παρακρατηθεί από τις εισφορές των εργαζομένων με σκοπό να καλύψουν τις στοιχειώδεις ανάγκες λειτουργίας τους. Οι κυβερνητικοί σχεδιασμοί φαίνεται ότι προσανατολίζονται στον περιορισμό ή ακόμα και στη διακοπή της χορήγησης αυτού του ποσού στις συνδικαλιστικές οργανώσεις. Η οικονομική αφαίμαξη των σωματείων από μόνη της είναι μεγάλο πλήγμα, με δεδομένη μάλιστα τη δύσκολη οικονομική τους κατάσταση.

Τέλος, αναφορές έχουν γίνει και στο ενδεχόμενο περιορισμού ή ακόμα και κατάργησης του δικαιώματος διανομής ανακοινώσεων κι ενημέρωσης εντός του χώρου εργασίας, με πρόφαση την παρεμπόδιση της εύρυθμης λειτουργίας της επιχείρησης.

Κοινή συνισταμένη όλων των παραπάνω σχεδιασμών είναι η παρεμπόδιση της δράσης και της λειτουργίας των σωματείων, η υποβάθμιση του ρόλου τους, η δημιουργία προϋποθέσεων ώστε η εργοδοτική τρομοκρατία ν’ αποτρέπει τους εργαζόμενους από τη συμμετοχή τους σε αυτά.

 

 

Περισσότερα εμπόδια στην απεργία και την οργάνωση των εργαζομένων

 

 

Παράλληλα, δεν πρέπει να υποτιμήσουμε και την προσπάθεια που γίνεται ν’ αλλάξει η δομή οργάνωσης του συνδικαλιστικού κινήματος.

Αντικειμενικά, η δομή του είναι σήμερα ξεπερασμένη. Ως Κόμμα έχουμε συγκεκριμένη θέση για τη δομή του συνδικαλιστικού κινήματος, που θα υπηρετεί τις ανάγκες οργάνωσης των εργαζομένων στις σημερινές συνθήκες. Εχουμε διατυπώσει τη θέση για την ύπαρξη ενός κλαδικού σωματείου ανά νομό και για επιχειρησιακά σωματεία σε μεγάλες επιχειρήσεις.

Αντιθέτως, σήμερα υπάρχουν αναφορές που προκρίνουν τη δημιουργία ενός νέου αντιδραστικού μοντέλου – στα πρότυπα αντίστοιχων δομών σε κράτη της Κεντρικής Ευρώπης – με πολλές κεντρικές κλαδικές συνομοσπονδίες πανεθνικού επιπέδου, οι οποίες θα έχουν επιμέρους συνδικαλιστικά τμήματα (εργασιακά συμβούλια) στους εργασιακούς χώρους. Αυτό σημαίνει χτύπημα των πρωτοβάθμιων σωματείων στους χώρους δουλειάς, των κλαδικών κι επιχειρησιακών σωματείων. Πρόκειται για κατεύθυνση που απομακρύνει και τυπικά τους εργαζόμενους από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, δημιουργώντας δομές «από τα πάνω», που θα παίρνουν αποφάσεις πέρα και μακριά από τους εργαζόμενους.

Κομβικό θέμα στη συζήτηση για την αλλαγή του συνδικαλιστικού νόμου αφορά και στις προϋποθέσεις για την κήρυξη μιας απεργίας, ζήτημα που βέβαια δεν τίθεται για πρώτη φορά. Ηδη τα τελευταία χρόνια έχουν πυκνώσει τα δημοσιεύματα στον αστικό Τύπο για «απεργίες μειοψηφιών», «ανεξέλεγκτα δικαιώματα συνδικαλιστών» και άλλα παρόμοια.

Οσον αφορά στις σχεδιαζόμενες ρυθμίσεις, φαίνεται ότι συζητείται για την κήρυξη απεργίας να απαιτείται αυξημένη πλειοψηφία 50%+1, χωρίς να διευκρινίζεται αν αυτό θ’ αφορά σε όλα ή μόνο στα οικονομικά τακτοποιημένα μέλη. Ταυτόχρονα, δεν είναι γνωστό ποιες θα είναι οι προϋποθέσεις για την κήρυξη απεργίας από τα πρωτοβάθμια σωματεία ευρύτερης περιφέρειας ή πανελλαδικής έκτασης. Παράλληλα, ο χρόνος προειδοποίησης φημολογείται ότι θ’ αυξηθεί στις 48 ώρες για τον ιδιωτικό τομέα και στις 8 μέρες στο Δημόσιο. Αλλαγές, επίσης στην κατεύθυνση αυστηροποίησης, δρομολογούνται και σχετικά με το προσωπικό ασφαλείας για τους κλάδους Υγείας, Υδρευσης, Ενέργειας, Μεταφορών, Τηλεπικοινωνιών, Ταχυδρομείων, Ραδιοφώνου, Τηλεόρασης, Καθαριότητας κ.ά. Είναι προφανές ότι με τα παραπάνω μέτρα γίνεται προσπάθεια να μπουν περισσότερα εμπόδια στην κήρυξη και στην πραγματοποίηση απεργίας.

Τέλος, στο πλαίσιο της περαιτέρω αντιδραστικοποίησης εντάσσονται και οι ομαδικές απολύσεις, που ήδη από το 2010, τα όρια πέρα από τα οποία οι απολύσεις θεωρούνται ομαδικές άλλαξαν προς το χειρότερο (άρθρο 74 του Ν. 3863/2010). Σήμερα δρομολογείται η ακόμα μεγαλύτερη αύξηση του ορίου και συγκεκριμένα από το 5% στο 10%.

Στις ισχύουσες διατάξεις, το όριο πάνω από το οποίο οι απολύσεις θεωρούνται ομαδικές είναι:

α) Μέχρι 6 εργαζομένους για επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που απασχολούν από 20 έως 150 εργαζομένους.

β) Ποσοστό 5% του προσωπικού και μέχρι 30 εργαζομένους για τις επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που απασχολούν περισσότερους από 150 εργαζομένους.

Πέραν της αλλαγής των ορίων, οι περαιτέρω διαφαινόμενες αλλαγές στο πεδίο των ομαδικών απολύσεων αναμένεται να είναι η κατάργηση κάθε περιορισμού, υπονοώντας προφανώς και αλλαγές προς το χειρότερο στο ζήτημα της διοικητικής έγκρισης για απολύσεις πέραν των νομοθετημένων ορίων.

 

 

Δεδομένη η υπονόμευση των εργατικών δικαιωμάτων από τους νόμους της αστικής τάξης

 

 

Είναι σημαντικό να ξεκαθαρίσουμε ότι στόχος μας δεν είναι η υπεράσπιση των διατάξεων του ν. 1264/1982, αλλά η ανάδειξη της επιδείνωσης του πλαισίου των διατάξεων που αφορούν στο συνδικαλιστικό κίνημα. Εξάλλου, στο ερώτημα αν προστατεύεται η λειτουργία και δράση των σωματείων από το υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο, μπορούμε να απαντήσουμε αρνητικά, αφού αυτό καταρτίσθηκε και εξειδικεύθηκε σταδιακά από κυβερνήσεις που υπηρετούν τα συμφέροντα του κεφαλαίου.

Οι όποιοι παράγοντες (π.χ. βαθμός ανάπτυξης ή υποχώρησης του εργατικού κινήματος, άνοδος ή ύφεση της ταξικής πάλης, φάση ανάπτυξης ή κρίσης της καπιταλιστικής οικονομίας, συνθήκες αστικής διαχείρισης κ.λπ.) που κάθε φορά επιδρούν σε δεδομένες ιστορικές στιγμές στη διαμόρφωση του νομοθετικού πλαισίου για την προστασία της δράσης και λειτουργίας των σωματείων, είναι μόνο επιμέρους και δεν μπορούν να απαλείψουν την ουσία του θέματος, που δεν είναι άλλη από το γεγονός ότι δεν μπορεί να εξασφαλιστεί τέτοια προστασία από νόμους της εξουσίας των κεφαλαιοκρατών. Σε τελευταία ανάλυση, το δίκαιο που κυριαρχεί στις καπιταλιστικές χώρες είναι το δίκαιο της αστικής τάξης και επομένως είναι εκ των προτέρων δεδομένη η υπονόμευση των δικαιωμάτων της εργατικής τάξης, του ταξικού προσανατολισμού της δράσης των συνδικάτων, των ορίων διεκδίκησής τους, γιατί αυτά τα όρια καθορίζονται μέχρι το σημείο εκείνο που δεν αμφισβητούν τα όρια της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής.

Η αστική απολογητική και η οπορτουνιστική-ρεφορμιστική γραμμή στο εργατικό κίνημα – συσκοτίζοντας την πραγματικότητα των καπιταλιστικών σχέσεων και την ουσία της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης – επιχειρούν να πείσουν τους εργαζόμενους, με διάφορες αφορμές, ότι το νομοθετικό πλαίσιο που αφορά στα όρια λειτουργίας και δράσης των σωματείων από προοδευτικό που δήθεν ήταν παλαιότερα, τώρα λόγω των μνημονίων αντιδραστικοποιείται – γεγονός που ούτως ή άλλως συμβαίνει – εννοώντας όμως από την πλευρά τους ότι το κοινωνικό-νομικό εποικοδόμημα μπορεί να μεταρρυθμιστεί σταδιακά, ώστε να αποτυπώνει τα συμφέροντα της εργατικής τάξης ή να εκφράζει εξίσου τα συμφέροντα των καπιταλιστών και των εργατών. Πρόκειται για μεγάλη απάτη, αφού το δίκαιο θεμελιώνεται πάνω στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, στο ιδεολογικό, νομικό και πολιτικό εποικοδόμημα, αποτελεί την υψωμένη σε νόμο θέληση της αστικής τάξης και άρα στις καπιταλιστικές χώρες είναι αντικειμενικά αντιδραστικό και, ανάλογα με την εκάστοτε ιστορική στιγμή και τα διαφορετικά δεδομένα της κάθε περιόδου, χαλαρώνει – σπάνια βέβαια – ή σφίγγει το μαστίγιο, πάντα με την επίκληση του «εκσυγχρονισμού» του δικαίου.

 

 

«Μαστίγιο» και «καρότο» με βάση τις ανάγκες του κεφαλαίου σε κάθε φάση

 

 

Χαρακτηριστικό παράδειγμα «μαστιγίου» ήταν ο ν. 330/1976, που έθετε σοβαρούς περιορισμούς στην άσκηση του δικαιώματος της απεργίας και επέβαλλε εξοντωτικές ποινικές και αστικές κυρώσεις που ουσιαστικά κατέλυαν το απεργιακό δικαίωμα, επισημοποιούσε το δικαίωμα για την κήρυξη λοκ – άουτ και με το χαρακτηρισμό σε ορισμένες περιπτώσεις ως καταχρηστικής της απεργίας άνοιξε διάπλατα τις πόρτες στη δικαστική επέμβαση προς απαγόρευση ή αναστολή των απεργιών, με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.

Τη θέση του νόμου – «μαστιγίου» διαδέχθηκε ο Ν. 1264/1982 της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, που μπορεί να ιδωθεί σαν το «καρότο» για τους εργαζόμενους και το κίνημα, δίνοντας τώρα τη σκυτάλη στο «μαστίγιο» του επερχόμενου πακέτου μέτρων.

Ο Ν. 1264/1982 διαμορφώθηκε σε μια περίοδο που η σοσιαλδημοκρατία έπαιρνε τη σκυτάλη στη διακυβέρνηση και ταυτόχρονα την ευθύνη να πάρει μέτρα προσαρμογής του κινήματος στις νέες συνθήκες της αστικής διαχείρισης.

Ετσι, ο συγκεκριμένος νόμος, από τη μια, ρύθμισε το συνδικαλιστικό δικαίωμα, κατοχυρώνοντας μια σειρά από συνδικαλιστικές ελευθερίες – και αυτό κάτω από την πίεση και τους αγώνες των εργαζομένων – και, από την άλλη, αναπαρήγαγε τους μηχανισμούς ενσωμάτωσης του συνδικαλιστικού κινήματος στις νέες συνθήκες, έθετε τους όρους στήριξης ενός στρώματος εργατικής αριστοκρατίας, που έπαιξε όλα τα επόμενα χρόνια το ρόλο του «Δούρειο Ιππου» σε βάρος των συμφερόντων της εργατικής τάξης.

Ενδεικτικά μόνο ας αναφέρουμε ότι στις διατάξεις του ισχύοντος συνδικαλιστικού νόμου:

— Δεν παρέχεται συνδικαλιστική προστασία στις εργοστασιακές, απεργιακές και σωματειακές επιτροπές, και όχι τυχαία, αφού οι σωματειακές επιτροπές, για παράδειγμα, είναι όργανο πάλης του σωματείου σε κάθε τόπο δουλειάς.

— Προβλέπονται περιορισμοί στην προστασία των συνδικαλιστών.

— Δεν προστατεύεται ουσιαστικά η καταγγελία της σύμβασης εργασίας συνδικαλιστή, αφού υπό όρους επιτρέπεται.

— Πρόβλημα γεννάται επίσης με τη σύνθεση της Επιτροπής του άρθρου 15, που εξετάζει την απόλυση συνδικαλιστή.

— Προβλέπονται περιορισμοί στο απεργιακό πλαίσιο.

— Προβλέπονται περιορισμοί στο απεργιακό δικαίωμα των εργαζομένων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο, στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, ΟΤΑ, στις επιχειρήσεις δημοσίου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας κ.λπ. (άρθρο 19 και 20),

— Προβλέπεται περιορισμός στο απεργιακό δικαίωμα με την 24ωρη υποχρεωτική προειδοποίηση του εργοδότη στον ιδιωτικό τομέα για την πραγματοποίηση απεργίας.

Επίσης, δεν είναι τυχαίο ότι, παρά την κατάργηση του Ν. 330/1976, αυτός διατηρήθηκε σε ισχύ μόνο για τους ναυτεργάτες, γιατί ακριβώς αυτό το τμήμα της εργατικής τάξης αντιμετωπίζει το πιο ισχυρό τμήμα της ελληνικής πλουτοκρατίας, που είναι το εφοπλιστικό κεφάλαιο.

Ακόμη, είναι προφανής ο εμπαιγμός ότι δήθεν με βάση σχετική διάταξη του Ν. 1264/1982 δεν επιτρέπεται η δικαστική απαγόρευση της απεργίας με ασφαλιστικά μέτρα, ενώ ταυτόχρονα η αγωγή για την κήρυξη της απεργίας ως παράνομης ή καταχρηστικής, συζητείται σε χρόνο συντομότερο και από αυτόν της προσωρινής διαταγής, που υποτίθεται ότι είναι η συντομότερη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Αρα, τι κι αν δεν επιτρέπεται η δικαστική απαγόρευση της απεργίας με ασφαλιστικά μέτρα, αφού εντέλει τα συμφέροντα της εργοδοσίας αγκαλιάζονται με θέρμη από τους μηχανισμούς της Δικαιοσύνης και μάλιστα με τους γρηγορότερους δυνατούς ρυθμούς…

 

 

Η πάλη για την οργάνωση και πολιτικοποίηση της συνδικαλιστικής δράσης

 

 

Η οργάνωση και πολιτικοποίηση της συνδικαλιστικής δράσης, ο ταξικός προσανατολισμός στο εργατικό κίνημα είναι ανάγκες που σφυρηλατούνται στην καθημερινή δράση στους χώρους δουλειάς. Αυτή η καθημερινή ορατή ή αθέατη – και γι’ αυτό ακόμη πιο δύσκολη – ταξική αναμέτρηση δεν χωρά και δεν πρέπει να χωρά στο πλαίσιο της όποιας νομοθετικής προστασίας που εξασφαλίζεται από το αστικό κράτος και τη Δικαιοσύνη του. Το εργατικό κίνημα βρίσκει τις νέες, δικές του μορφές οργάνωσης, με χαρακτηριστικότερο τέτοιο παράδειγμα τη συγκρότηση του ΠΑΜΕ, που όταν κάποιοι αναρωτιόνταν ποια θα ήταν η νομική του προσωπικότητα και ποια η νόμιμη εκπροσώπησή του, το κίνημα πορευόταν μπροστά, συγκροτούσε τον ταξικό του πόλο για την ανασύνταξη και την αντεπίθεσή του.

Σε τελευταία ανάλυση, ποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι η αστική τάξη με τους νόμους της θα προστατεύσει τη δράση των διαφόρων μορφών οργάνωσης του προλεταριάτου, που η ιστορική του αποστολή είναι η ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος και η οικοδόμηση της σοσιαλιστικής – κομμουνιστικής κοινωνίας;

 

 

 

 

 

Πηγή: http://www.rizospastis.gr/story.do?id=9184421

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *