του Πάουλ Μάτικ
Το φθινόπωρο του 1938, ο Καρλ Κάουτσκι, 84 ετών, πέθανε στο Άμστερνταμ. Θεωρούνταν ο σημαντικότερος θεωρητικός του μαρξιστικού εργατικού κινήματος μετά το θάνατο των ιδρυτών του και ίσως η πιο αντιπροσωπευτική του προσωπικότητα. Σ’ αυτόν βρίσκει κανείς πολύ καθαρά τόσο τις επαναστατικές όσο και τις αντιδραστικές πλευρές αυτού του κινήματος. Αλλά ενώ ο Φ. Ένγκελς μπορούσε να γράφει στον τάφο του Μαρξ ότι ο φίλος του «ήταν πρώτα απ’ όλα ένας επαναστάτης», δύκολα θα μπορούσε κανείς να χαράξει το ίδιο στον τάφο του πιο διάσημου μαθητή του. «Ως θεωρητικός και πολιτικός, θα είναι πάντα αντικείμενο κριτικής», έγραφε ο Φρίντριχ Άντλερ εις μνήμην του Κάουτσκι, «αλλά ο χαρακτήρας του είναι διαυγής, παρέμεινε σε όλη του τη ζωή πιστός στην υψηλότερη αρχή, την συνείδησή του.»1
Η συνείδηση του Κάουτσκι διαμορφώθηκε την περίοδο της ανόδου της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας. Γεννήθηκε στην Αυστρία, γιος σκηνογράφου του αυτοκρατορικού θεάτρου στη Βιέννη. Από το 1875, αν και δεν ήταν ακόμη μαρξιστής, συμμετείχε σε γερμανικές και αυστριακές εργατικές εφημερίδες. Έγινε μέλος του γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος το 1880 και «μόνο τώρα», έλεγε για τον εαυτό του, «άρχισε η εξέλιξή μου στην κατεύθυνση ενός συνεκτικού και μεθοδικού μαρξισμού».2 Όπως πολλοί άλλοι, εμπνεύστηκε από το Αντι-Ντύρινγκ του Ένγκελς. Τον βοήθησε στον προσνατολισμό του ο Έντουαρντ Μπερνστάιν, γραμματέας τότε του εκατομμυριούχου σοσιαλιστή Χόχμπεργκ. Τα πρώτα του έργα εκδόθηκαν με τη βοήθεια του Χόχμπεργκ και αναγνωρίστηκε απ’ το εργατικό κίνημα από την επιμέλεια σειράς εκδόσεων σοσιαλιστικών κειμένων. Το 1883 ίδρυσε το περιοδικό NeueZeit, που έγινε, υπό τη διεύθυνσή του, το σημαντικότερο θεωρητικό όργανο της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας.