Μαρξισμός και Δαρβινισμός

 

Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο πέμπτο τεύχος της έντυπης έκδοσης του Praxisreview

μετάφραση και επιμέλεια Κώστας Λίλας,

 

 

Ι. Δαρβινισμός

 

 

Δύσκολα μπορεί κανείς να ονομάσει δύο επιστήμονες που να κυριάρχησαν στην ανθρώπινη σκέψη, κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, σε μεγαλύτερο βαθμό από τον Δαρβίνο και τον Μαρξ. Τα γραπτά τους επαναστατικοποίησαν την αντίληψη που οι μάζες είχαν για τον κόσμο. Για δεκαετίες τα ονόματά τους βρίσκονται στα στόματα όλων και η διδασκαλία τους είναι το επίκεντρο της ιδεολογικής πάλης που συνοδεύει τους κοινωνικούς αγώνες του σήμερα. Αιτία για αυτό είναι κυρίως η υψηλή επιστημονικότητα της θεωρίας τους.

Η επιστημονική σημασία του μαρξισμού, καθώς και του δαρβινισμού, συνίσταται στην εμβάθυνση της θεωρίας της εξέλιξης, από τη μία πλευρά στο πεδίο του οργανικού κόσμου, των έμψυχων αντικειμένων, και από την άλλη στο πεδίο της κοινωνίας. Βέβαια, η θεωρία της εξέλιξης δεν ήταν σε καμία περίπτωση κάτι νέο, είχε τους υποστηρικτές της πριν από τον Δαρβίνο και τον Μαρξ. Ο Χέγκελ, μάλιστα, την είχε αναγάγει σε κεντρικό σημείο του φιλοσοφικού του συστήματος. Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο να παρατηρήσουμε στενότερα το ποια ήταν τα επιτεύγματα του Δαρβίνου και του Μαρξ στο πεδίο αυτό.

Η θεωρία ότι τα φυτά και τα ζώα έχουν αναπτυχθεί το ένα από το άλλο εμφανίζεται για πρώτη φορά τον 19ο αιώνα. Ως τότε η ερώτηση «Από που προέρχονται όλες αυτές οι χιλιάδες και εκατοντάδες χιλιάδες διαφορετικά είδη φυτών και ζώων που γνωρίζουμε;» απαντιόταν ως εξής: «Κατά τη δημιουργία ο Θεός τα έπλασε, το καθένα με βάση το είδος του». Αυτή η πρωτόγονη θεωρία ήταν σύμφωνη με τα ως τότε εμπειρικά δεδομένα και με τις τότε διαθέσιμες πληροφορίες για το παρελθόν. Σύμφωνα με αυτές, όλα τα γνωστά φυτά και ζώα ήταν πάντα ίδια. Αυτό το εμπειρικό δεδομένο εκφραζόταν επιστημονικά ως εξής: «Όλα τα είδη είναι αμετάβλητα καθώς οι πρόγονοι μεταδίδουν τα χαρακτηριστικά τους στους απογόνους τους».

Παρ’ όλα αυτά, υπήρχαν κάποιες ιδιαιτερότητες στα φυτά και τα ζώα που επέβαλλαν σταδιακά την εξέταση μιας διαφορετικής αντίληψης. Επέτρεπαν πολύ βολικά την ταξινόμησή τους σε ένα σύστημα το οποίο για πρώτη φορά συστάθηκε από τον Σουηδό επιστήμονα Λινναίο. Σε αυτό το σύστημα τα ζώα χωρίζονται σε συνομοταξίες, οι οποίες χωρίζονται σε ομοταξίες και οι ομοταξίες σε τάξεις, οι τάξεις σε οικογένειες, οι οικογένειες σε γένη, καθένα από τα οποία περιλαμβάνει ένα μικρό αριθμό ειδών. Όσο μεγαλύτερη ομοιότητα εμφανίζουν στα χαρακτηριστικά τους, τόσο εγγύτερη η θέση τους εντός του συστήματος και τόσο μικρότερη η ομάδα στην οποία από κοινού ανήκουν. Όλα τα ταξινομημένα ως θηλαστικά ζώα εμφανίζουν τα ίδια γενικά χαρακτηριστικά στη σωματική τους δομή. Τα φυτοφάγα και σαρκοφάγα ζώα, τα οποία ανήκουν σε διαφορετική τάξη, διαφοροποιούνται μεταξύ τους. Οι αρκούδες, οι σκύλοι και οι γάτες, όλα σαρκοφάγα ζώα, έχουν πολύ περισσότερα κοινά μεταξύ τους ως προς τη σωματική τους δομή από ό,τι με τα άλογα ή τις μαϊμούδες. Αυτή η ομοιότητα είναι ακόμη εμφανέστερη, όταν εξετάσουμε διαφορετικές ποικιλίες του ίδιου είδους. Η γάτα, η τίγρης και το λιοντάρι μοιάζουν μεταξύ τους σε πολλά στοιχεία στα οποία, αντίθετα, διαφέρουν από τους σκύλους και τις αρκούδες. Αν στραφούμε από την ομοταξία των θηλαστικών σε άλλες ομοταξίες, όπως τα πτηνά ή τα ψάρια, τότε μπορούμε να εντοπίσουμε μεγαλύτερες διαφοροποιήσεις μεταξύ των ομοταξιών απ’ ό,τι εντός κάθε ομοταξίας. Παρ’ όλα αυτά παραμένει η ομοιότητα στον σχηματισμό του σώματος, του σκελετού και του νευρικού συστήματος. Αυτή εξαφανίζεται, για πρώτη φορά, όταν απομακρυνθούμε από αυτήν τη βασική κατηγορία, η οποία περιλαμβάνει όλα τα σπονδυλωτά, και στραφούμε στα μαλάκια ή στα πολύποδα.

Με αυτόν τον τρόπο, όλο το ζωικό βασίλειο μπορεί να οργανωθεί σε κατηγορίες και υποκατηγορίες. Αν κάθε είδος ζώου είχε δημιουργηθεί απολύτως ανεξάρτητα από όλα τα άλλα, δεν θα υπήρχε κανένας λόγος να υπάρχουν αυτές οι κατηγορίες. Δεν θα υπήρχε λόγος για τη μη ύπαρξη θηλαστικών με έξι πόδια. Θα έπρεπε λοιπόν να υποθέσουμε ότι ο Θεός κατά τη δημιουργία είχε υιοθετήσει το σύστημα του Λινναίου ως σχέδιο και είχε δημιουργήσει τα πάντα με βάση αυτό. Ευτυχώς διαθέτουμε μια διαφορετική εξήγηση. Η ομοιότητα στην κατασκευή του σώματος μπορεί να οφείλεται σε μια πραγματική γενεαλογική συγγένεια. Με βάση αυτήν την αντίληψη, η ομοιότητα των ιδιαιτεροτήτων καταδεικνύει πόσο κοντινή ή μακρινή είναι αυτή η συγγένεια, όπως η ομοιότητα ανάμεσα στα αδέρφια είναι μεγαλύτερη από ό,τι μεταξύ πιο μακρινών συγγενών. Κατά συνέπεια, οι κατηγορίες των ζώων δεν δημιουργήθηκαν ανεξάρτητα, αλλά κατάγονται η μία από την άλλη. Διαμορφώνουν έναν κορμό, ο οποίος ξεκίνησε με απλά θεμέλια και διαρκώς αναπτυσσόταν. Τα τελευταία, λεπτά κλαριά είναι τα σημερινά είδη. Όλα τα είδη γατών κατάγονται από μία πρωτόγονη γάτα, η οποία μαζί με τον πρωτόγονο σκύλο και την πρωτόγονη αρκούδα είναι απόγονοι ενός πρωτόγονου τύπου σαρκοφάγου ζώου. Το πρωτόγονο σαρκοφάγο ζώο, το πρωτόγονο ζώο με οπλές και η πρωτόγονη μαϊμού κατάγονται από κάποιο πρωτόγονο θηλαστικό κ.ο.κ.

Αυτή η θεωρία της καταγωγής υποστηρίχθηκε από τον Λαμάρκ και τον Ζ. Χιλέρ. Παρ’ όλα αυτά, δεν βρήκε ευρεία αποδοχή. Αυτοί οι φυσιοδίφες δεν μπορούσαν να αποδείξουν την ορθότητα της θεωρίας και, ως εκ τούτου, αυτή παρέμενε μόνο μια υπόθεση, ένα απλό αξίωμα. Όταν όμως εμφανίστηκε ο Δαρβίνος, το βασικό του σύγγραμμα, «Η καταγωγή των ειδών», έπεσε σαν κεραυνός. Η θεωρία του, για την εξέλιξη, έγινε αμέσως αποδεκτή ως μια ισχυρά αποδεδειγμένη αλήθεια. Από τότε, η θεωρία της εξέλιξης έχει συνδεθεί άρρηκτα με το όνομα του Δαρβίνου. Γιατί όμως αυτό;

Αυτό οφείλεται εν μέρει στο ότι μέσα από την εμπειρία συλλεγόταν όλο και περισσότερο υλικό που υποστήριζε τη θεωρία αυτή. Ανακαλύπτονταν ζώα που δεν μπορούσαν να καταταγούν στην υπάρχουσα ταξινόμηση, όπως τα ωοτόκα θηλαστικά, ψάρια με πνεύμονες και ασπόνδυλα ζώα. Η θεωρία της καταγωγής ισχυριζόταν ότι αυτά ήταν απλά υπολείμματα της μετάβασης μεταξύ των διαφορετικών ειδών. Την ίδια στιγμή, ανασκαφές είχαν αποκαλύψει απολιθωμένα λείψανα που ήταν διαφορετικά από τα ζώα που ζουν σήμερα. Αυτά τα λείψανα έχει μερικά αποδειχθεί ότι είναι οι πρωτόγονες μορφές των δικών μας ζώων και ότι τα πρωτόγονα ζώα έχουν σταδιακά αναπτυχθεί στα σήμερα υπάρχοντα. Στη συνέχεια διαμορφώθηκε η θεωρία των κυττάρων. Κάθε φυτό, κάθε ζώο, αποτελείται από εκατομμύρια κύτταρα και έχει αναπτυχθεί από τον αδιάκοπο διαχωρισμό και την διαφοροποίηση μονών αρχικών κυττάρων. Μετά απ’ αυτή τη διαπίστωση, η σκέψη ότι οι ανώτεροι οργανισμοί κατάγονται από πρωτόγονες μονοκύτταρες μορφές ζωής δεν φαινόταν και τόσο παράξενη.

Βέβαια, όλα αυτά τα νέα εμπειρικά δεδομένα δεν μπορούσαν να καταστήσουν από μόνα τους την θεωρία μια ισχυρά αποδεδειγμένη αλήθεια. Η καλύτερη απόδειξη για την ορθότητα της θεωρίας θα ήταν ένας πραγματικός μετασχηματισμός ενός είδους ζώου σε ένα άλλο μπροστά στα μάτια μας, έτσι ώστε να μπορέσουμε να το παρατηρήσουμε. Αυτό όμως είναι αδύνατο. Είναι λοιπόν δυνατό να αποδείξουμε ότι οι μορφές των ζώων πραγματικά μετασχηματίζονται σε νέες; Κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει καταδεικνύοντας την αιτία, την κινητήριο δύναμη μιας τέτοιας ανάπτυξης. Αυτό ήταν που έκανε ο Δαρβίνος. Ο Δαρβίνος ανακάλυψε τον μηχανισμό της εξέλιξης των ζώων, και με αυτόν τον τρόπο κατέδειξε ότι υπό συγκεκριμένες συνθήκες κάποια είδη ζώων αναγκαστικά θα εξελιχθούν σε άλλα. Αυτόν τον μηχανισμό θα διασαφηνίσουμε τώρα.

To βασικό του θεμέλιο είναι ο χαρακτήρας της μετάδοσης, το γεγονός ότι οι πρόγονοι κληροδοτούν στους απογόνους τους τις ιδιαιτερότητές τους, αλλά την ίδια στιγμή οι απόγονοι αποκλίνουν σε διάφορα στοιχεία από αυτούς αλλά και αναμεταξύ τους. Γι’ αυτόν τον λόγο τα ζώα ενός είδους δεν είναι όμοια μεταξύ τους, αλλά διαφέρουν σε πολλά χαρακτηριστικά τους από τον μέσο τύπο του είδους. Χωρίς αυτήν την παρέκκλιση θα ήταν απολύτως αδύνατο ένα είδος ζώου να εξελιχθεί σε ένα άλλο. Το μόνο που χρειάζεται για τη διαμόρφωση ενός νέου είδους είναι η παρέκκλιση από τον βασικό τύπο να μεγαλώσει, και μάλιστα στην ίδια κατεύθυνση, σε τέτοιο βαθμό που πλέον να είναι τόσο σημαντική, ώστε το νέο ζώο να μην μοιάζει πια σε αυτό από το οποίο κατάγεται. Αλλά ποια μπορεί να είναι αυτή η κινητήριος δύναμη που θα μπορούσε να επιφέρει την ολοένα εντεινόμενη απόκλιση στην ίδια κατεύθυνση;

Ο Λαμάρκ διακήρυξε ότι αυτή ήταν η χρήση και η έντονη άσκηση συγκεκριμένων οργάνων. Ότι λόγω της διαρκούς άσκησης συγκεκριμένων οργάνων, αυτά ολοένα τελειοποιούνταν. Ακριβώς, όπως οι μύες των ανθρώπινων ποδιών δυναμώνουν από το συχνό τρέξιμο, έτσι και το λιοντάρι απέκτησε τα ισχυρά του άκρα και ο λαγός τα γρήγορα πόδια του. Με τον ίδιο τρόπο οι καμηλοπαρδάλεις απέκτησαν τους μακριούς λαιμούς τους, καθώς για να φτάσουν τα φύλλα των δέντρων, τα οποία έτρωγαν, οι λαιμοί τους τεντώνονταν, ώστε τελικά ένα κοντόλαιμο ζώο να εξελιχθεί στην μακρύλαιμη καμηλοπάρδαλη. Για πολλούς όμως αυτή η εξήγηση δεν ήταν πιστευτή και δεν μπορούσε, για παράδειγμα, να ερμηνεύσει το γεγονός ότι ο βάτραχος είχε πράσινο χρώμα τέτοιο ώστε να προστατεύεται.  

Για να απαντήσει στο ίδιο ερώτημα, ο Δαρβίνος στράφηκε σε μια άλλη πλευρά των εμπειρικών δεδομένων. Ο εκτροφέας ζώων και ο κηπουρός μπορούν να δημιουργήσουν τεχνητά νέες ράτσες και ποικιλίες. Όταν ο κηπουρός θέλει από ένα συγκεκριμένο είδος φυτού να καλλιεργήσει μια ποικιλία με μεγάλα άνθη, το μόνο που έχει να κάνει είναι να καταστρέψει, προτού ωριμάσουν, όλα εκείνα τα φυτά που έχουν μικρά άνθη και να συντηρήσει εκείνα που έχουν μεγάλα. Αν το επαναλάβει για λίγα χρόνια, τα άνθη θα είναι όλο και μεγαλύτερα, καθώς η κάθε γενιά μοιάζει με την προηγούμενη και ο κηπουρός μας, επιλέγοντας πάντα τα φυτά με μεγαλύτερα άνθη για αναπαραγωγή, θα πετύχει να καλλιεργήσει μια ποικιλία με πολύ μεγάλα άνθη. Με αυτήν τη μέθοδο, άλλοτε εσκεμμένα και άλλοτε ακούσια, οι άνθρωποι έχουν δημιουργήσει ένα μεγάλο μέρος από τα εξημερωμένα είδη, τα οποία διαφέρουν από την αρχική τους μορφή πολύ περισσότερο από ό,τι διαφέρουν μεταξύ τους τα άγρια είδη.

Αν ζητούσαμε από έναν εκτροφέα να δημιουργήσει ένα ζώο με μακρύ λαιμό από ένα ζώο με κοντό, δεν θα απαιτούσαμε το αδύνατο. Το μόνο που θα χρειαζόταν να κάνει θα ήταν να διαλέξει αυτά με τους μακρύτερους λαιμούς, να τα διασταυρώσει, να εξοντώσει τα νεογνά με κοντούς λαιμούς και να διασταυρώσει εκ νέου όσα έχουν τους μακρύτερους. Επαναλαμβάνοντας το ίδιο σε κάθε νέα γενιά, ο λαιμός θα γινόταν ολοένα μακρύτερος, και τελικά θα έφτανε σε ένα ζώο που θα θύμιζε την καμηλοπάρδαλη.  

Αυτό το αποτέλεσμα είναι εφικτό, γιατί υπάρχει μια συγκεκριμένη βούληση με ένα συγκεκριμένο αντικείμενο και η οποία, με σκοπό να δημιουργήσει μια συγκεκριμένη ποικιλία, επιλέγει συγκεκριμένα ζώα. Όμως μια τέτοια βούληση δεν υπάρχει στη φύση και όλες οι μεμονωμένες παρεκκλίσεις αναγκαστικά θα επανορθώνονταν κατά την αναπαραγωγή, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατο ένα ζώο να συνεχίσει να παρεκκλίνει από τον αρχικό τύπο τόσο ώστε να γίνει ένα εντελώς διαφορετικό είδος. Πού στη φύση, τότε, βρίσκεται αυτή η δύναμη που διαλέγει τα ζώα με τον ίδιο τρόπο που το κάνει ο εκτροφέας;

Ο Δαρβίνος μελέτησε αυτό το πρόβλημα για μεγάλο διάστημα μέχρι να βρει τη λύση του στον «αγώνα για επιβίωση». Αυτή η θεωρία αντανακλά τις παραγωγικές σχέσεις της εποχής του, γιατί ήταν ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός που ενέπνευσε την εικόνα μιας φύσης που κυριαρχείται από τον αγώνα για την επιβίωση. Και μάλιστα αυτή η λύση στο πρόβλημα δεν προήλθε από τις δικές του παρατηρήσεις αλλά από την ανάγνωση των έργων του οικονομολόγου Μάλθους. Ο Μάλθους επιχείρησε να εξηγήσει ότι στον καπιταλιστικό κόσμο υπάρχει τόση εξαθλίωση, πείνα και στέρηση, επειδή η αύξηση του πληθυσμού είναι πολύ ταχύτερη από την αντίστοιχη αύξηση των μέσων για τη συντήρηση του ανθρώπινου είδους. Δεν υπάρχει αρκετή τροφή για όλους και, κατά συνέπεια, οι άνθρωποι πρέπει να παλέψουν μεταξύ τους για την επιβίωσή τους και σε αυτήν την πάλη είναι αναγκαίο πολλοί να εξοντωθούν. Με αυτήν την θεωρία ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός και η εξαθλίωση ανακηρύσσονταν σε αναπόδραστο φυσικό νόμο. Και ο Δαρβίνος εξηγεί στην αυτοβιογραφία του ότι το βιβλίο του Μάλθους ήταν αυτό που τον οδήγησε στη σύλληψη του «αγώνα για την επιβίωση».

«Τον Οκτώβριο του 1838, δεκαπέντε μήνες αφ’ ότου είχα ξεκινήσει την συστηματική μου μελέτη, έτυχε να διαβάσω, για ψυχαγωγικούς λόγους, το κείμενο του Μάλθους για τον πληθυσμό. Προετοιμασμένος, από τη μακρόχρονη και συνεχή παρακολούθηση των συνηθειών ζώων και φυτών, να εκτιμήσω την ιδέα του αγώνα για την ύπαρξη που εκτυλίσσεται παντού, απ’ ευθείας σκέφτηκα ότι, κάτω από αυτές τις συνθήκες, οι ευνοϊκές παραλλαγές θα έτειναν να διατηρηθούν και οι δυσμενείς να καταστραφούν. Τώρα πια είχα μια θεωρία με την οποία μπορούσα να δουλέψω».

Είναι γεγονός ότι οι γεννήσεις των ζώων είναι περισσότερες απ’ όσο μπορεί να καλυφθεί από τις υπάρχουσες πηγές τροφής. Δεν υπάρχει εξαίρεση στον κανόνα ότι όλα τα έμβια όντα πληθαίνουν με τέτοιο ρυθμό, ώστε η γη μας θα είχε σύντομα ολόκληρη κατακλυσθεί από τους απογόνους ενός και μόνο ζευγαριού αν αυτοί δεν καταστρέφονταν. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο είναι αναγκαίο να ανακύψει ο αγώνας για την επιβίωση. Κάθε ζώο προσπαθεί να ζήσει και κάνει ό,τι μπορεί για να τραφεί και να αποφύγει να γίνει τροφή για άλλα ζώα. Με τις συγκεκριμένες ιδιαιτερότητες και τα όπλα του παλεύει ενάντια σε όλο τον εχθρικό κόσμο, ενάντια στα άλλα ζώα, στο κρύο, στη ζέστη, στην ξηρασία, στις πλημμύρες και τα άλλα φυσικά φαινόμενα που απειλούν να το καταστρέψουν. Πάνω από όλα, αγωνίζεται ενάντια στα ζώα του ίδιου του είδους του, που ζουν με τον ίδιο τρόπο, έχουν τις ίδιες ιδιαιτερότητες, χρησιμοποιούν τα ίδια όπλα και βασίζονται στην ίδια τροφή. Αυτή η πάλη δεν είναι άμεση. Ο λαγός δεν παλεύει άμεσα με το λαγό, ούτε το λιοντάρι με το λιοντάρι – εκτός και αν πρόκειται για την διεκδίκηση του θηλυκού – αλλά είναι ένας αγώνας για την ύπαρξη, ένας αγώνας δρόμου, μια ανταγωνιστική πάλη. Είναι αδύνατο να ενηλικιωθούν όλα. Τα περισσότερα εξοντώνονται, και μόνο αυτά που κερδίζουν την κούρσα παραμένουν. Αλλά ποια είναι αυτά που κερδίζουν σε αυτόν τον αγώνα δρόμου; Αυτά που με βάση τις ιδιαιτερότητές τους, τη σωματική τους δομή, μπορούν καλύτερα να βρουν τροφή, να ξεφύγουν από έναν εχθρό. Με άλλα λόγια, αυτά με την μεγαλύτερη προσαρμογή στις υπάρχουσες συνθήκες θα επιβιώσουν. «Καθώς πάντα γεννιούνται περισσότερα άτομα από όσα μπορούν να επιβιώσουν, η πάλη για το ποια θα παραμείνουν αρχίζει πάντα εκ νέου και εκείνο το οποίο έχει κάποιο πλεονέκτημα έναντι των άλλων θα επιβιώσει, αλλά καθώς αυτές οι αποκλίνουσες ιδιαιτερότητες κληροδοτούνται στις νέες γενιές, η ίδια η φύση κάνει την επιλογή και προκύπτει μια νέα γενιά με διαφοροποιημένα χαρακτηριστικά».

Βρίσκουμε εδώ μια διαφορετική ερμηνεία για την καταγωγή της καμηλοπάρδαλης. Όταν σε κάποιους τόπους δεν φυτρώνει χορτάρι, τα ζώα πρέπει να τραφούν με τα φύλλα των δέντρων και αν ο λαιμός τους είναι πολύ κοντός για να τα φτάσουν, εξοντώνονται. Στην ίδια τη φύση εμφανίζεται η επιλογή, και η φύση επιλέγει μόνο αυτά που έχουν μακριούς λαιμούς. Σε αντιστοιχία με την επιλογή που κάνει ο εκτροφέας ζώων, ο Δαρβίνος ονόμασε αυτήν την διαδικασία «φυσική επιλογή».

Αυτή η διαδικασία αναγκαστικά δημιουργεί νέα είδη. Καθώς γεννιούνται από κάθε είδος πάρα πολλοί απόγονοι, περισσότεροι από όσους οι διαθέσιμες πηγές τροφής μπορούν να συντηρήσουν, αυτοί επιδιώκουν διαρκώς να εξαπλώνονται σε μια όλο και ευρύτερη περιοχή. Για να βρουν τροφή, τα ζώα που ζουν στα δάση πηγαίνουν στις πεδιάδες, αυτά που ζουν στη στεριά μετακινούνται στο νερό, αυτά που ζουν στο έδαφος ανεβαίνουν στα δέντρα. Υπό αυτές τις νέες συνθήκες οι αποκλίσεις είναι αναγκαίες. Οι αποκλίσεις αυτές μεγαλώνουν και τελικά ένα νέο είδος αναπτύσσεται από το παλιό. Αυτή η διαρκής κίνηση της διακλάδωσης των υπαρχόντων ειδών σε νέα οδηγεί σε αυτές τις χιλιάδες διαφορετικά είδη, τα οποία εξακολουθούν να διαφοροποιούνται ακόμη περισσότερο.

Η δαρβινική θεωρία, εξηγώντας με αυτόν τον τρόπο την καταγωγή των ζώων, τη μεταμόρφωση και διαμόρφωσή τους από πρωτόγονα ζώα, εξηγεί ταυτόχρονα τη θαυμάσια αρμονικότητα μέσα στη φύση. Έως τώρα αυτή μπορούσε να ερμηνευθεί μόνο με τη σοφή φροντίδα του Θεού. Πλέον όμως γίνεται κατανοητή ολοκάθαρα η φυσική προέλευσή της. Γιατί αυτή η αρμονικότητα είναι απλά η προσαρμογή στις ανάγκες της ζωής. Κάθε ζώο και φυτό είναι ακριβώς προσαρμοσμένο στις υπάρχουσες συνθήκες, γιατί όλα όσα δεν είναι εξοντώνονται στον αγώνα για την επιβίωση. Ο πράσινος βάτραχος, ο οποίος κατάγεται από τον καφετί βάτραχο, πρέπει να διατηρήσει το προστατευτικό του χρώμα, καθώς όσοι αποκλίνουν από αυτό εντοπίζονται και εξοντώνονται συντομότερα από τους φυσικούς εχθρούς ή δυσκολεύονται περισσότερο στην εύρεση τροφής και πεθαίνουν.

Με αυτόν τον τρόπο ο Δαρβίνος μας έδειξε, για πρώτη φορά, πώς νέα είδη διαρκώς διαμορφώνονται από τα παλιά. Η θεωρία της καταγωγής, η οποία έως τότε ήταν ένα απλό υποθετικό συμπέρασμα για πολλά φαινόμενα τα οποία δεν μπορούσαν να εξηγηθούν με κάποιον άλλο τρόπο, απέκτησε τη βεβαιότητα ενός απόλυτου συμπεράσματος, συγκεκριμένων δυνάμεων που μπορούσαν να αποδειχθούν. Αυτός είναι και ο κύριος λόγος για τον οποίο η θεωρία αυτή κυριάρχησε τόσο γρήγορα στις επιστημονικές συζητήσεις και το ενδιαφέρον του κοινού.

 

 

ΙΙ. Μαρξισμός

 

 

Στρεφόμενοι στον μαρξισμό, βλέπουμε αμέσως μια μεγάλη αντιστοιχία με τον δαρβινισμό. Όπως και με τον Δαρβίνο, η επιστημονική αξία του έργου του Μαρξ συνίσταται στο ότι ανακάλυψε την κινητήριο δύναμη, την αιτία της κοινωνικής εξέλιξης. Δεν ήταν αναγκαίο να αποδείξει ότι υπήρχε αυτή η εξέλιξη. Ο καθένας γνώριζε ότι από τις πιο πρωτόγονες εποχές νέες κοινωνικές μορφές αντικαθιστούσαν παλαιότερες, αλλά αυτό που ήταν άγνωστο ήταν οι αιτίες και οι στόχοι αυτής της εξέλιξης.

Στη θεωρία του ο Μαρξ ξεκίνησε από τα διαθέσιμα στην εποχή του δεδομένα. Η μεγάλη πολιτική επανάσταση που έδωσε στην Ευρώπη την όψη που τότε είχε, η Γαλλική Επανάσταση, ήταν κατανοητή από όλους ως ένας αγώνας για την κυριαρχία που δόθηκε από την αστική τάξη ενάντια στους ευγενείς και τους βασιλικούς οίκους. Αυτός ο αγώνας γέννησε νέες ταξικές συγκρούσεις. Η πάλη συνεχίστηκε στην Αγγλία από τους καπιταλιστές ενάντια στους γαιοκτήμονες που κυριαρχούσαν πολιτικά. Την ίδια στιγμή, η εργατική τάξη εξεγέρθηκε ενάντια στην μπουρζουαζία. Τι ήταν όλες αυτές οι τάξεις; Ως προς τι διέφεραν η μία από την άλλη; Ο Μαρξ απέδειξε ότι οι ταξικές διαφορές προέκυπταν από τον διαφορετικό ρόλο κάθε τάξης στην παραγωγική διαδικασία. Στην παραγωγική διαδικασία γεννιούνται οι τάξεις και εκεί κρίνεται η τάξη στην οποία ανήκει ο καθένας. Η παραγωγή δεν είναι τίποτα άλλο παρά η διαδικασία της κοινωνικής εργασίας με την οποία οι άνθρωποι αποκτούν τους όρους συντήρησής τους από τη φύση. Είναι η παραγωγή των αναγκαίων υλικών όρων για την ανθρώπινη ζωή, η οποία διαμορφώνει τη βασική δομή της κοινωνίας και η οποία καθορίζει τις πολιτικές σχέσεις και την ταξική πάλη.

Οι παραγωγικές μέθοδοι αλλάζουν διαρκώς με το πέρασμα του χρόνου. Από πού όμως προέρχονται αυτές οι αλλαγές; Η μορφή της εργασίας και οι παραγωγικές σχέσεις βασίζονται στα εργαλεία με τα οποία οι άνθρωποι δουλεύουν, στην ανάπτυξη της τεχνικής και στα μέσα παραγωγής γενικότερα. Επειδή στον Μεσαίωνα οι άνθρωποι εργάζονταν με ακατέργαστα εργαλεία, ενώ σήμερα χρησιμοποιούν γιγαντιαίες μηχανές, τότε είχαμε φεουδαρχία και μικροεμπόριο ενώ σήμερα καπιταλισμό. Για τον ίδιο επίσης λόγο, σε εκείνη την ιστορική περίοδο οι πιο σημαντικές τάξεις ήταν οι φεουδάρχες ευγενείς και οι μικροαστοί, ενώ τώρα είναι η αστική και η εργατική τάξη.

Η ανάπτυξη των εργαλείων, αυτών των τεχνικών βοηθημάτων που διαχειρίζονται οι άνθρωποι, είναι η βασική αιτία, η κινητήρια δύναμη για όλη την κοινωνική ανάπτυξη. Είναι αυτονόητο ότι οι άνθρωποι διαρκώς επιδιώκουν τη βελτίωση αυτών των εργαλείων, έτσι ώστε η εργασία τους να είναι ευκολότερη και πιο παραγωγική, και ταυτόχρονα η εμπειρία που αποκτιέται από τη χρήση των εργαλείων αυτών οδηγεί τη σκέψη τους σε νέες βελτιώσεις. Εξαιτίας αυτής της ανάπτυξης, εμφανίζεται η –ταχύτερη ή βραδύτερη– ανάπτυξη της τεχνικής, η οποία με τη σειρά της τροποποιεί τις κοινωνικές μορφές εργασίας. Αυτό οδηγεί σε νέες ταξικές σχέσεις, νέους κοινωνικούς θεσμούς και νέες τάξεις. Παράλληλα αναπτύσσεται η κοινωνική και πολιτική διαπάλη. Εκείνες οι τάξεις που κυριαρχούσαν στην παλιά παραγωγική διαδικασία προσπαθούν να διατηρήσουν τεχνητά τους θεσμούς της εξουσίας τους, ενώ οι ανερχόμενες τάξεις επιχειρούν να προωθήσουν τη νέα παραγωγική διαδικασία. Και με τον ταξικό αγώνα και τη νίκη τους σε βάρος της κυρίαρχης τάξης ανοίγουν τον δρόμο για την παραπέρα απρόσκοπτη ανάπτυξη της τεχνικής.

Με αυτόν τον τρόπο η μαρξική θεωρία αποκάλυψε την κινητήριο δύναμη και τον μηχανισμό της κοινωνικής εξέλιξης. Με αυτόν τον τρόπο απέδειξε ότι η ιστορία δεν είναι κάτι το άτακτο και ότι τα διάφορα κοινωνικά συστήματα δεν είναι το αποτέλεσμα της τύχης ή κάποιων συμπτώσεων, αλλά υπάρχει μια εντός συγκεκριμένων κανόνων ανάπτυξη σε μια καθορισμένη κατεύθυνση. Με τον τρόπο αυτό απέδειξε επίσης ότι η κοινωνική εξέλιξη δεν τελειώνει με το σημερινό σύστημα, καθώς η τεχνική αναπτύσσεται διαρκώς.

Έτσι και οι δύο θεωρήσεις, του Δαρβίνου και του Μαρξ, η μία στο πεδίο του οργανικού κόσμου και η άλλη στο πεδίο της ανθρώπινης κοινωνίας, ανύψωσαν την θεωρία της εξέλιξης σε επιστήμη. Με αυτόν τον τρόπο έκαναν αποδεκτή στις μάζες την θεωρία της εξέλιξης ως κεντρική ιδέα για την κοινωνική και την βιολογική εξέλιξη

 

 

ΙΙΙ. Μαρξισμός και ταξική πάλη

 

 

 

Ενώ είναι αλήθεια ότι για να έχει μια θεωρία μακρόχρονη επίδραση στην ανθρώπινη σκέψη πρέπει να έχει υψηλή επιστημονική αξία, αυτό δεν είναι από μόνο του αρκετό. Συχνά συνέβη μια επιστημονική θεωρία να είναι ύψιστης σημασίας για την επιστήμη αλλά, παρ’ όλα αυτά, να μην προκαλέσει κανένα ενδιαφέρον πέρα από ένα στενό κύκλο μορφωμένων ανθρώπων. Τέτοια περίπτωση ήταν για παράδειγμα η θεωρία του Νεύτωνα για την βαρύτητα. Αυτή η θεωρία είναι η βάση της αστρονομίας, σε αυτήν οφείλουμε τις γνώσεις μας για τα ουράνια σώματα και με βάση αυτήν μπορούμε να προβλέψουμε την εμφάνιση πλανητών και εκλείψεων. Και όμως, όταν διατυπώθηκε η θεωρία του Νεύτωνα για την βαρύτητα, οι μόνοι οπαδοί της ήταν λίγοι Άγγλοι επιστήμονες. Η πλατιά μάζα δεν της έδωσε καμία σημασία. Έγινε για πρώτη φορά ευρύτερα γνωστή από ένα δημοφιλές βιβλίο του Βολταίρου μισό αιώνα αργότερα.

Το φαινόμενο αυτό δεν είναι περίεργο. Η επιστήμη έχει γίνει ειδικότητα μιας συγκεκριμένης ομάδας μορφωμένων ανθρώπων και η πρόοδός της απασχολεί αυτούς και μόνο, ακριβώς όπως η τήξη των μετάλλων είναι ειδικότητα του σιδηρουργού και μια βελτίωση στην τήξη του σιδήρου αφορά αποκλειστικά και μόνο αυτόν. Μόνο ό,τι μπορεί να αξιοποιηθεί από όλους και να γίνει αναγκαιότητα της ζωής μπορεί να βρει οπαδούς στην πλατιά μάζα. Όταν λοιπόν βλέπουμε ότι μια συγκεκριμένη επιστημονική θεωρία ανακινεί τα πάθη των μαζών, αυτό οφείλεται στο ότι αυτή η θεωρία μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν όπλο τους στην ταξική πάλη. Γιατί η ταξική πάλη αφορά σχεδόν όλους τους ανθρώπους.

Αυτό φαίνεται πιο καθαρά στον μαρξισμό. Εάν οι μαρξικές οικονομικές επεξεργασίες δεν είχαν κάποια σημασία στην ταξική πάλη σήμερα, μόνο λίγοι επαγγελματίες οικονομολόγοι θα ασχολούνταν μαζί τους. Όμως το ότι η επιστημονική διαπάλη επικεντρώνεται σε αυτήν την θεωρία οφείλεται στο γεγονός ότι ο μαρξισμός υπηρετεί την εργατική τάξη ως όπλο στην πάλη της ενάντια στον καπιταλισμό. Αυτός είναι ο λόγος που το όνομα του Μαρξ τιμάται από εκατομμύρια ανθρώπους, οι οποίοι μπορεί και να γνωρίζουν πολύ λίγα για το έργο του, ενώ προκαλεί την αποστροφή σε χιλιάδες που δεν γνωρίζουν τίποτα γι΄αυτό. Ο κορυφαίος ρόλος της μαρξικής θεωρίας στην ταξική πάλη είναι ακριβώς το στοιχείο που κάνει τις μάζες να τη μελετούν και την καθιστά κυρίαρχη στην ανθρώπινη σκέψη.

Οι εργατικοί ταξικοί αγώνες υπήρχαν πριν από τον Μαρξ, καθώς είναι το απότοκο της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Ήταν απολύτως φυσικό για τους εκμεταλλευόμενους εργάτες να οραματίζονται και να απαιτούν ένα άλλο κοινωνικό σύστημα, όπου η εκμετάλλευση θα καταργούνταν. Αλλά το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να ελπίζουν και να το ονειρεύονται. Δεν είχαν την βεβαιότητα της πραγμάτωσής του. Ο Μαρξ έδωσε στο εργατικό κίνημα και τον σοσιαλισμό θεωρητική βάση. Η κοινωνική θεωρία του κατέδειξε ότι τα κοινωνικά συστήματα βρίσκονται εντός μιας συνεχόμενης ροής στα πλαίσια της οποίας αποτελούν κάθε φορά μια προσωρινή μόνο μορφή. Η μελέτη του καπιταλισμού έδειξε ότι, εξαιτίας της συνεχούς ανάπτυξης και τελειοποίησης της τεχνικής, ο καπιταλισμός αναγκαστικά θα οδηγήσει στον σοσιαλισμό. Το νέο σύστημα παραγωγής μπορεί να εγκαθιδρυθεί μόνο από την εργατική τάξη, που παλεύει ενάντια στους αστούς, των οποίων το συμφέρον είναι η διατήρηση του παλιού συστήματος. Συνεπώς, ο σοσιαλισμός είναι ο καρπός και ο στόχος της πάλης των εργατών.

Χάρη στον Μαρξ, η πάλη της εργατικής τάξης απέκτησε μια τελείως διαφορετική μορφή. Ο μαρξισμός έγινε ένα όπλο στα χέρια του προλεταριάτου. Στη θέση θολών ελπίδων πρόσφερε έναν θετικό στόχο και διδάσκοντας μια διαυγή κατανόηση της κοινωνικής εξέλιξης έδωσε δύναμη στην εργατική τάξη και την ίδια στιγμή έθεσε τα θεμέλια των σωστών πολιτικών τακτικών που έπρεπε να ακολουθηθούν. Μέσω του μαρξισμού οι εργάτες μπόρεσαν να αποδείξουν την παροδικότητα του καπιταλισμού και την αναγκαιότητα και βεβαιότητα της νίκης τους. Ταυτόχρονα ο μαρξισμός παραμέρισε τις ουτοπικές αντιλήψεις ότι ο σοσιαλισμός θα ήταν αποτέλεσμα της ευφυΐας και των καλών προθέσεων μερικών δίκαιων ανθρώπων, λες και ο σοσιαλισμός ήταν μια απαίτηση για δικαιοσύνη και ηθικότητα, λες και το ζητούμενο ήταν η εγκαθίδρυση μιας αλάνθαστης και τέλειας κοινωνίας. Η δικαιοσύνη και η ηθική αλλάζουν ανάλογα με το οικονομικό σύστημα και κάθε τάξη φέρει διαφορετικές αντιλήψεις για αυτές. Ο σοσιαλισμός μπορεί να έρθει μόνο από την τάξη που βρίσκει τα συμφέροντά της σε αυτόν και δεν πρόκειται για το τέλειο κοινωνικό σύστημα αλλά για μια αλλαγή στις μεθόδους παραγωγής που οδηγεί σε μια ανώτερη βαθμίδα, δηλαδή στην κοινωνικοποιημένη παραγωγή.

Επειδή η μαρξική θεωρία της κοινωνικής εξέλιξης είναι αναντικατάστατη για την πάλη της εργατικής τάξης, οι εργάτες προσπαθούν να την ενσωματώσουν στο είναι τους. Κυριαρχεί στις σκέψεις τους, στα συναισθήματά τους, σε όλη την κοσμοαντίληψή τους. Επειδή ο μαρξισμός είναι η θεωρία της κοινωνικής εξέλιξης, μέσα στην οποία βρισκόμαστε, έχει κεντρική σημασία για τη μεγάλη ιδεολογική διαπάλη που συνοδεύει τους οικονομικούς μας αγώνες.

 

 

IV. Δαρβινισμός και ταξική πάλη

 

 

Είναι γνωστό σε όλους το γεγονός ότι ο μαρξισμός έχει τη σημασία και τη θέση που κατέχει μόνο και μόνο χάρη στον ρόλο που αποκτά στην πάλη των προλετάριων. Από την άλλη μεριά, στον δαρβινισμό τα πράγματα φαίνονται, σε μια επιφανειακή ανάγνωση, διαφορετικά, καθώς ο δαρβινισμός ασχολείται με μια νέα επιστημονική αλήθεια που πρέπει να αναμετρηθεί με τις θρησκευτικές προκαταλήψεις και την άγνοια. Και όμως, στην πραγματικότητα δεν είναι δύσκολο να δει κανείς ότι ο δαρβινισμός πέρασε από τις ίδιες δοκιμασίες με τον μαρξισμό. Ο δαρβινισμός δεν είναι μια απλή αφηρημένη θεωρία, η οποία υιοθετήθηκε από τον επιστημονικό κόσμο μετά από διάλογο και έλεγχο με ένα αντικειμενικό τρόπο. Αντίθετα, αμέσως μόλις εμφανίστηκε ο δαρβινισμός, απέκτησε ενθουσιώδεις οπαδούς και παθιασμένους αντιπάλους. Το όνομα του Δαρβίνου είτε εξυμνούνταν από ανθρώπους που καταλάβαιναν εν μέρει μόνο τη θεωρία του είτε περιφρονούνταν από ανθρώπους που το μόνο που ήξεραν από τη θεωρία του ήταν ότι «ο άνθρωπος κατάγεται από τον πίθηκο» και οι οποίοι ήταν σίγουρα ακατάλληλοι για να κρίνουν από επιστημονική σκοπιά την ορθότητα ή την πλάνη της. Ο δαρβινισμός έπαιξε ρόλο στην ταξική πάλη και για αυτό διαδόθηκε τόσο γρήγορα και απέκτησε ενθουσιώδεις οπαδούς και φαρμακερούς εχθρούς.

Ο δαρβινισμός αποτέλεσε ένα εργαλείο της αστικής τάξης ενάντια στους κυρίαρχους της φεουδαρχικής κοινωνίας, ενάντια στους ευγενείς, στα δικαιώματα του κλήρου και στους φεουδαλικούς άρχοντες. Ήταν μια πάλη εντελώς διαφορετική από αυτή που τώρα διεξάγει το προλεταριάτο. Η αστική τάξη δεν ήταν μια εκμεταλλευόμενη τάξη που πάλευε να καταργήσει την εκμετάλλευση. Κάθε άλλο. Αυτό που η αστική τάξη επιδίωκε ήταν να βγάλει από την μέση τις παλιές κυρίαρχες δυνάμεις που της έκλειναν τον δρόμο. Οι αστοί ήθελαν την εξουσία στα χέρια τους, βασίζοντας τις απαιτήσεις τους στο γεγονός ότι ήταν η πιο σημαντική τάξη, οι ηγέτες της βιομηχανίας. Τι επιχείρημα θα μπορούσαν οι παλιές κυρίαρχες τάξεις, οι τάξεις που έγιναν απλά παράσιτα, να της αντιτείνουν; Στηρίζονταν στην παράδοση, στα αρχαία, ιερά δικαιώματά τους. Αυτοί ήταν οι θεμέλιοι λίθοι τους. Με τη βοήθεια της θρησκείας, οι κληρικοί κρατούσαν τη μεγάλη μάζα υποταγμένη και έτοιμη να αντιταχθεί στις απαιτήσεις της αστικής τάξης.

Οι αστοί λοιπόν όφειλαν για το συμφέρον τους να υπονομεύσουν τα «ιερά δικαιώματα» των κυρίαρχων. Οι φυσικές επιστήμες έγιναν ένα όπλο στην αναμέτρηση με την πίστη και την παράδοση. Προτάχθηκαν η επιστήμη και οι νεοανακαλυφθέντες φυσικοί νόμοι και με αυτά τα όπλα πολέμησε η αστική τάξη. Εάν οι νέες ανακαλύψεις μπορούσαν να αποδείξουν ότι αυτό που ο κλήρος δίδασκε ήταν λανθασμένο, τότε η ιερή εξουσία των κληρικών θα κατέρρεε και τα ιερά δικαιώματα των φεουδαρχών θα καταστρέφονταν. Φυσικά, οι φεουδάρχες δεν ηττήθηκαν μόνο από αυτό, καθώς η υλική ισχύς μπορεί να ανατραπεί μόνο με υλική ισχύ, αλλά τα διανοητικά όπλα μπορούν να γίνουν υλικά εργαλεία. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η αστική τάξη βασίστηκε τόσο στην επιστήμη.

Ο δαρβινισμός ήρθε την κατάλληλη στιγμή. Η θεωρία του Δαρβίνου, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος είναι απόγονος ενός κατώτερου ζώου, κατέστρεφε τα θεμέλια του χριστιανικού δόγματος. Για Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο η αστική τάξη αγκάλιασε τον δαρβινισμό με τόσο μεγάλο ζήλο, μόλις αυτός εμφανίστηκε.

Αυτό βέβαια δεν συνέβη στην Αγγλία. Εδώ βλέπουμε ξανά πόσο σημαντική ήταν η ταξική πάλη για τη διάδοση της θεωρίας του Δαρβίνου. Στην Αγγλία η αστική τάξη είχε ήδη την εξουσία για μερικούς αιώνες και σαν σύνολο δεν είχε συμφέρον να επιτεθεί ή να καταστρέψει την θρησκεία. Για το λόγο αυτό, παρά το γεγονός ότι αυτή η θεωρία διαβάστηκε αρκετά, δεν κινητοποίησε κανέναν. Παρέμεινε απλά μια επιστημονική θεωρία, χωρίς ιδιαίτερη πρακτική σημασία. Ο ίδιος ο Δαρβίνος την αντιμετώπιζε έτσι και, φοβούμενος μήπως η θεωρία του προκαλέσει τις κυρίαρχες θρησκευτικές προκαταλήψεις, απέφυγε εσκεμμένα να την εφαρμόσει απ’ ευθείας στον άνθρωπο. Μόνο μετά από πολλές αναβολές και αφού άλλοι το είχαν κάνει πριν από αυτόν, αποφάσισε να κάνει αυτό το βήμα. Σε ένα γράμμα του στον Χέκελ παραπονιόταν για το γεγονός ότι η θεωρία του προσέκρουε σε τόσες προκαταλήψεις και τόση αδιαφορία ώστε να μην πιστεύει ότι θα ζούσε να τη δει να ξεπερνάει αυτά τα εμπόδια.

Αλλά στην Γερμανία τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά, και ο Χέκελ σωστά απαντούσε στον Δαρβίνο ότι εκεί η θεωρία του συνάντησε ενθουσιώδη υποδοχή. Όταν εμφανίστηκε η θεωρία του Δαρβίνου, η αστική τάξη ετοιμαζόταν για μια νέα επίθεση στον απολυταρχισμό και τον γιουνκερισμό. Οι διανοούμενοι ήταν επικεφαλείς των φιλελεύθερων αστών. Ο Έρνστ Χέκελ, μεγάλος επιστήμονας και ακόμη περισσότερο τολμηρός διανοητής, έφτασε αμέσως, στο βιβλίο του «Φυσική Δημιουργία», σε πολύ τολμηρά συμπεράσματα ενάντια στη θρησκεία. Έτσι, ενώ ο δαρβινισμός βρήκε την πιο ενθουσιώδη υποδοχή από την προοδευτική αστική τάξη, ταυτόχρονα αντιμετώπισε την κάθετη εχθρότητα των αντιδραστικών.

Η ίδια διαπάλη εκτυλίχθηκε και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Παντού η προοδευτική φιλελεύθερη αστική τάξη αγωνιζόταν ενάντια στις δυνάμεις της αντίδρασης. Αυτοί οι αντιδραστικοί κατείχαν, ή προσπαθούσαν να ανακτήσουν, την εξουσία μέσω των πιστών χριστιανών. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ακόμα και οι επιστημονικές αντιπαραθέσεις διεξάγονταν με τον ζήλο και το πάθος που χαρακτηρίζει την ταξική πάλη. Τα κείμενα που δημοσιεύονταν είτε υπέρ, είτε κατά του Δαρβίνου είχαν επομένως τον χαρακτήρα κοινωνικής πολεμικής, παρά το γεγονός ότι είχαν τις υπογραφές επιστημόνων. Πολλά από τα δημοφιλή κείμενα του Χέκελ είναι αρκετά επιφανειακά, από επιστημονική σκοπιά, ενώ τα επιχειρήματα και οι καταγγελίες των αντιπάλων του χαρακτηρίζονται από τέτοια ανοησία που μπορεί να συγκριθεί μόνο με τα επιχειρήματα που χρησιμοποιήθηκαν εναντίον του Μαρξ.  

Η πάλη που διεξήγαγε η φιλελεύθερη αστική τάξη εναντίον της φεουδαρχίας δεν έφτασε μέχρι το τέλος. Αυτό οφειλόταν εν μέρει στο γεγονός ότι εμφανίζονταν παντού σοσιαλιστές εργάτες που απειλούσαν όλες τις κυρίαρχες τάξεις, μαζί και την αστική. Οι φιλελεύθεροι αστοί υποχώρησαν, ενώ οι αντιδραστικές τάσεις πήραν το πάνω χέρι. Ο προηγούμενος ζήλος στον αγώνα εναντίον της θρησκείας εξαφανίστηκε και, ενώ είναι αλήθεια ότι οι φιλελεύθεροι και οι αντιδραστικοί ακόμα συγκρούονταν, στην πραγματικότητα έρχονταν ολοένα και πιο κοντά. Το ενδιαφέρον προς την επιστήμη, ως όπλο στα πλαίσια της ταξικής πάλης, είχε πάψει εντελώς, ενώ η αντιδραστική τάση για επιστροφή των μαζών στην θρησκεία ενισχυόταν διαρκώς.

Η αποτίμηση της επιστήμης επίσης άλλαξε. Πρωτύτερα, οι μορφωμένοι αστοί θεμελίωναν στην επιστήμη μια υλιστική αντίληψη του κόσμου, μέσα στην οποία εντόπιζαν την λύση του αινίγματος του κόσμου. Τώρα ο μυστικισμός αποκτούσε το πάνω χέρι. Όλα όσα λύνονταν φαίνονταν πολύ ασήμαντα, ενώ όλα όσα παρέμεναν άλυτα, φαίνονταν πολύ κρίσιμα και δεμένα με το πιο σημαντικό ερώτημα της ύπαρξης. Ένα πλαίσιο σκέψης σκεπτικιστικό, κριτικό και διαποτισμένο από την αμφιβολία πήρε τη θέση του πρότερου ζωηρού πνεύματος υπέρ της επιστήμης.

Αυτή η εξέλιξη φαίνεται επίσης και στη στάση που διαμορφώνεται εναντίον του Δαρβίνου. «Τι αποδεικνύει η θεωρία του; Αφήνει άλυτο το αίνιγμα του κόσμου! Από πού προέρχεται αυτή η θαυμάσια δυνατότητα μετάδοσης χαρακτηριστικών, από πού η δυνατότητα των έμβιων όντων να αλλάζουν τόσο ταιριαστά;» Εδώ βρισκόταν το μυστηριώδες αίνιγμα της ζωής που δεν μπορούσε να απαντηθεί με μηχανικές αρχές. Τι απέμεινε από τον δαρβινισμό μετά από αυτήν την ύστερη κριτική;

Η πρόοδος της επιστήμης ήταν πλέον αλματώδης. Η λύση ενός προβλήματος πάντα φέρνει μερικά νέα προβλήματα στην επιφάνεια, τα οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση κρύβονταν στην θεωρία της μετάδοσης χαρακτηριστικών. Αυτή η θεωρία, την οποία ο Δαρβίνος ήταν αναγκασμένος να χρησιμοποιήσει σαν βάση της έρευνάς του, ήταν αντικείμενο διαρκούς μελέτης και είχε ξεκινήσει μια έντονη αντιπαράθεση γύρω από τους μεμονωμένους παράγοντες της εξέλιξης και τον αγώνα για επιβίωση. Ενώ μερικοί επιστήμονες έστρεφαν την προσοχή τους στην ποικιλότητα, η οποία θεωρούσαν ότι οφειλόταν στην άσκηση και την προσαρμογή στις ανάγκες της ζωής (ακολουθώντας την αρχή που είχε διατυπώσει ο Λαμάρκ), άλλοι επιστήμονες, όπως ο Βάισμαν και άλλοι, την αρνούνταν εμφατικά. Ενώ ο Δαρβίνος υπέθετε μόνο βαθμιαίες και αργές αλλαγές, ο Ντε Βρις ανακάλυψε ξαφνικές και αλματώδεις αλλαγές που οδηγούσαν στην ξαφνική εμφάνιση νέων ειδών. Όλες οι νέες ανακαλύψεις όπως αυτή, αν και στην πραγματικότητα ενίσχυαν και ανέπτυσσαν την θεωρία της εξέλιξης, σε κάποιες περιπτώσεις έδιναν την εντύπωση ότι διαρρήγνυαν την δαρβινική θεωρία και ως εκ τούτου γίνονταν δεκτές από τους αντιδραστικούς ως αποδείξεις της χρεοκοπίας του δαρβινισμού. Οι κοινωνικές αλλαγές είχαν την επίδρασή τους στην επιστήμη. Οι αντιδραστικοί επιστήμονες ισχυρίζονταν ότι το υπερβατικό, πνευματικό στοιχείο είναι αναγκαίο και αναπόδραστο. Το υπερφυσικό και το άλυτο έπαιρναν τη θέση του δαρβινισμού και η τάξη που ήταν κάποτε σημαιοφόρος του γινόταν ολοένα και αντιδραστικότερη.

 

 

V. Δαρβινισμός εναντίον σοσιαλισμού  

 

 

Ο δαρβινισμός πρόσφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες στους αστούς ενάντια στις παλιές κυρίαρχες δυνάμεις. Ήταν απολύτως φυσικό να επιδιώξουν να τον χρησιμοποιήσουν ενάντια στους νέους τους εχθρούς, την εργατική τάξη. Όχι επειδή η εργατική τάξη αντιτιθόταν στον δαρβινισμό, αλλά ακριβώς το αντίστροφο. Μόλις ο δαρβινισμός έκανε την εμφάνισή του, οι Σοσιαλιστές, η πρωτοπορία της εργατικής τάξης, χαιρέτισαν τη δαρβινική θεωρία, καθώς σε αυτήν έβρισκαν μια επιβεβαίωση και ολοκλήρωση της δικής τους αντίληψης. Όχι επειδή, όπως κάποιοι επιφανειακοί αντίπαλοι πιστεύουν, ήθελαν να θεμελιώσουν τον σοσιαλισμό στον δαρβινισμό, αλλά γιατί η δαρβινική ανακάλυψη – ότι ακόμη και στον φαινομενικά στάσιμο οργανικό κόσμο υπάρχει συνεχής εξέλιξη – ήταν μια μεγαλειώδης επιβεβαίωση και ολοκλήρωση της μαρξικής θεωρίας της κοινωνικής εξέλιξης.

Ήταν φυσικό οι αστοί να χρησιμοποιήσουν τον δαρβινισμό ενάντια στην εργατική τάξη. Είχαν να αντιπαλέψουν δύο στρατούς και αυτό οι αντιδραστικές τάξεις το γνώριζαν πολύ καλά. Όταν οι αστοί επιτίθενται στην εξουσία τους, οι αντιδραστικές τάξεις τους δείχνουν την εργατική τάξη και την ανάγκη να προσέξουν ώστε να μην καταρρεύσει κάθε μορφής εξουσία. Με αυτόν τον τρόπο επιχειρούν να φοβίσουν τους αστούς, ώστε να πάψουν κάθε επαναστατική δραστηριότητα. Φυσικά, οι αστοί εκπρόσωποι απαντούν ότι δεν υπάρχει κανένας φόβος. Ότι η επιστήμη τους απλά αναιρεί την αβάσιμη εξουσία των ευγενών και ταυτόχρονα ενισχύει τη μάχη που οι ίδιοι δίνουν ενάντια στους εχθρούς της τάξης.

Σε ένα συνέδριο φυσιοδιφών, ο αντιδραστικός πολιτικός και επιστήμονας Βιρτσόφ επιτέθηκε στη δαρβινική θεωρία θεωρώντας ότι στηρίζει τον σοσιαλισμό. «Προσέξτε αυτήν την θεωρία», έλεγε στους δαρβινιστές, «γιατί αυτή η θεωρία σχετίζεται στενά με εκείνη η οποία προκάλεσε τόσο τρόμο στην γειτονική μας χώρα». Αυτή η έμμεση αναφορά στην Παρισινή Κομμούνα, σε μια χρονιά διάσημη για το κυνηγητό των Σοσιαλιστών, είχε σίγουρα σημαντικό αντίκτυπο. Τι μπορεί να ειπωθεί βέβαια για την επιστημονική στάση ενός καθηγητή που επιτίθεται στον δαρβινισμό με το επιχείρημα ότι δεν είναι αληθής επειδή είναι επικίνδυνος! Αυτή η καταγγελία, ότι ήταν σύμμαχος των επαναστατών, εξόργισε τον Χέκελ, τον υπερασπιστή της δαρβινικής θεωρίας. Δεν μπορούσε να την ανεχτεί. Και αμέσως επιχείρησε να καταδείξει ότι είναι ακριβώς η δαρβινική θεωρία που φανερώνει το ανέφικτο των σοσιαλιστικών αξιώσεων και ότι ο δαρβινισμός και ο σοσιαλισμός «ανέχονται ο ένας τον άλλο όσο η φωτιά το νερό».  

Ας παρακολουθήσουμε τους ισχυρισμός του Χέκελ, οι σκέψεις του οποίου επανεμφανίζονται στους περισσότερους από τους συγγραφείς που βασίζουν στον δαρβινισμό την επιχειρηματολογία τους ενάντια στον σοσιαλισμό.

Ο σοσιαλισμός είναι μια θεωρία που προϋποθέτει την φυσική ισότητα των ανθρώπων και πασχίζει να φέρει την κοινωνική ισότητα. Ίσα δικαιώματα, ίσα καθήκοντα, ίσα αγαθά, ίσες απολαύσεις. Αντίθετα ο δαρβινισμός είναι η επιστημονική απόδειξη της ανισότητας. Η θεωρία της εξέλιξης αποδεικνύει ότι η εξέλιξη των ζώων οδηγεί στη διαρκώς μεγαλύτερη διαφοροποίηση ή αλλιώς στον διαρκώς βαθύτερο καταμερισμό εργασίας. Όσο ανώτερο και τελειότερο είναι το ζώο, τόσο μεγαλύτερη είναι και η ανισότητα. Το ίδιο ισχύει και για την κοινωνία. Και εδώ συναντάμε τον καταμερισμό εργασίας ανάμεσα στα επαγγέλματα, τις τάξεις κλπ. και όσο περισσότερο εξελιγμένη είναι μια κοινωνία τόσο μεγαλύτερες γίνονται οι ανισότητες στη δύναμη, τις δυνατότητες, την ικανότητα. Κατά συνέπεια, η θεωρία της εξέλιξης πρέπει να προταθεί ως «το καλύτερο φάρμακο για τη σοσιαλιστική απαίτηση να γίνουν όλοι ίσοι».

Το ίδιο ισχύει, και μάλιστα πολύ περισσότερο, για τη δαρβινική θεωρία της επιβίωσης. Ο σοσιαλισμός θέλει να καταργήσει τον ανταγωνισμό και τον αγώνα για την επιβίωση. Ο δαρβινισμός όμως μας διδάσκει ότι αυτός ο αγώνας είναι αναπόφευκτος και ότι αποτελεί φυσικό νόμο που διέπει όλο τον οργανικό κόσμο. Αυτός ο αγώνας δεν είναι απλά φυσικός, είναι χρήσιμος και ευεργετικός. Αυτός ο αγώνας φέρνει την ολοένα μεγαλύτερη τελειότητα και αυτή η τελειότητα συνίσταται στην ολοένα εκτενέστερη εξόντωση των λιγότερων ικανών. Μόνο η εκλεκτή μειονότητα, εκείνοι που έχουν τα προσόντα να αντέξουν στον ανταγωνισμό μπορούν να επιβιώσουν. Η μεγάλη πλειονότητα είναι καταδικασμένη να χαθεί. Πολλοί ακούν το κάλεσμα, αλλά λίγοι είναι εκλεκτοί. Ο αγώνας για την επιβίωση καταλήγει στον θρίαμβο για τους άριστους και την ίδια στιγμή στην καταστροφή για τους υποδεέστερους και τους ανίκανους. Μπορεί να είναι θλιβερό, όπως και το ότι όλοι οι άνθρωποι κάποια στιγμή πεθαίνουν, αλλά είναι ένα γεγονός που δεν μπορεί ούτε να αμφισβητηθεί, ούτε να αλλάξει.

Θα θέλαμε εδώ να επισημάνουμε το πώς μια μικρή αλλαγή λέξεων καταλήγει στην υπεράσπιση του καπιταλισμού. Ο Δαρβίνος μίλησε για την επιβίωση των ικανότερων, εκείνων που είναι καλύτερα προσαρμοσμένοι στις υπαρκτές συνθήκες. Βλέποντας ότι σε αυτόν τον αγώνα όσοι είναι καλύτερα προετοιμασμένοι υπερνικούν τους άλλους, οι νικητές αρχικά ονομάστηκαν «έτοιμοι» και στη συνέχεια «άριστοι». Αυτή η διατύπωση επινοήθηκε από τον Χέρμπερτ Σπένσερ. Και έτσι, καθώς νικούν στο πεδίο τους, στην κοινωνική πάλη, οι μεγάλοι καπιταλιστές ανακηρύχτηκαν στους άριστους μεταξύ όλων των ανθρώπων.

O Χέκελ υπερασπίστηκε, και ακόμη υπερασπίζεται, αυτήν την αντίληψη. Το 1892 έλεγε:

Ο δαρβινισμός, ή η θεωρία της επιλογής, είναι πλήρως αριστοκρατικός, βασίζεται στην επιβίωση των αρίστων. Ο καταμερισμός της εργασίας που δημιουργεί η εξέλιξη προκαλεί μiα ολοένα μεγαλύτερη διαφοροποίηση στις προσωπικότητες, μια ολοένα μεγαλύτερη ανισότητα μεταξύ των ατόμων, στη δραστηριότητά τους, τη μόρφωση, στην κατάστασή τους. Όσο υψηλότερη η πρόοδος του ανθρώπινου πολιτισμού, τόσο μεγαλύτερο το χάσμα ανάμεσα στις υπάρχουσες τάξεις. Ο κομμουνισμός και τα αιτήματα των σοσιαλιστών για ισότητα των συνθηκών ζωής και δράσης είναι συνώνυμα της επιστροφής στα πρωτόγονα στάδια της βαρβαρότητας.

Ο Άγγλος φιλόσοφος Χέρμπερτ Σπένσερ είχε αναπτύξει μια θεωρία της κοινωνικής ανάπτυξης ήδη πριν το Δαρβίνο. Ήταν η αστική θεωρία του ατομισμού, βασισμένη στον αγώνα για την επιβίωση. Αργότερα συνέδεσε στενά την θεωρία του με τον δαρβινισμό. «Στο ζωικό βασίλειο», έλεγε, «οι γερασμένοι, αδύναμοι και ασθενείς ξεριζώνονται και μόνο οι δυνατοί και υγιείς επιβιώνουν. Με αυτό τον τρόπο ο αγώνας για την επιβίωση εξυπηρετεί την κάθαρση του είδους, προστατεύοντάς το από τον εκφυλισμό. Αυτό είναι το ευτυχές αποτέλεσμα αυτού του αγώνα, γιατί αν αυτός έπαυε να υπάρχει και ο καθένας ήταν σίγουρος για την επιβίωσή του χωρίς οποιονδήποτε αγώνα, το είδος αναγκαστικά θα εκφυλιζόταν. Η υποστήριξη στους ασθενείς, τους αδύναμους, τους ανίκανους δημιουργεί εκφυλισμό του είδους. Εάν η συμπόνια, εκφραζόμενη μέσα από την φιλανθρωπία, ξεπεράσει κάποια λογικά όρια αστοχεί ως προς το σκοπό της. Αντί να μειώσει, αυξάνει τα δεινά για τις επόμενες γενιές. Τα θετικά αποτελέσματα του αγώνα για την επιβίωση φαίνονται καλύτερα στα άγρια ζώα. Είναι όλα δυνατά και υγιή, γιατί χρειάστηκε να περάσουν από χιλιάδες κινδύνους, όπου όλα όσα δεν είχαν τα προσόντα να ανταπεξέλθουν χάθηκαν. Αντίθετα, μεταξύ των ανθρώπων και των εξημερωμένων ζώων, η ασθένεια και η αδυναμία είναι τόσο συνηθισμένες, γιατί οι ασθενείς και αδύναμοι συντηρούνται. Ο σοσιαλισμός, έχοντας ως στόχο την κατάργηση του αγώνα για την επιβίωση στον κόσμο των ανθρώπων, θα φέρει έναν ολοένα εντεινόμενο διανοητικό και σωματικό εκφυλισμό».  

Αυτοί είναι οι βασικοί ισχυρισμοί εκείνων που χρησιμοποιούν τον δαρβινισμό για την υπεράσπιση του καπιταλιστικού συστήματος. Βέβαια, αν και αυτά τα επιχειρήματα φαίνονται ισχυρά σε μια πρώτη ματιά, δεν ήταν δύσκολο για τους σοσιαλιστές να τα υπερβούν. Σε μεγάλο βαθμό, πρόκειται για τα παλιά επιχειρήματα που χρησιμοποιούνταν ενάντια στον σοσιαλισμό, ντυμένα με τον μανδύα της δαρβινιστικής ορολογίας, και δείχνουν βαθιά άγνοια τόσο του σοσιαλισμού, όσο και του καπιταλισμού.

Αυτοί που συγκρίνουν τον κοινωνικό οργανισμό με το σώμα του ζώου δεν λαμβάνουν υπ’ όψη τους ότι οι άνθρωποι δεν διαφέρουν ως προς τα κύτταρα ή κάποια από τα όργανά τους, αλλά μόνο ως προς τις ικανότητές τους. Και ο καταμερισμός της εργασίας στην κοινωνία δεν μπορεί να φτάσει στο σημείο, ώστε όλες οι ικανότητες να καταστραφούν εκτός από μία. Επιπλέον, όποιος καταλαβαίνει έστω και λίγο τον σοσιαλισμό γνωρίζει ότι ο αποτελεσματικός καταμερισμός της εργασίας δεν παύει σε αυτόν, αλλά ότι για πρώτη φορά στον σοσιαλισμό θα μπορεί να υπάρξει καταμερισμός σε πραγματική βάση. Οι διαφορές ανάμεσα στους εργάτες, τις ικανότητές τους και τα επαγγέλματα δεν θα πάψουν να υπάρχουν. Αυτό που θα πάψει να υπάρχει είναι η διαφορά ανάμεσα στους εργάτες και τους εκμεταλλευτές τους.

Επιπλέον, ενώ είναι σαφέστατα αληθές ότι στον αγώνα για την επιβίωση τα ζώα εκείνα που είναι δυνατά και υγιή επιβιώνουν, αυτό δεν ισχύει στον καπιταλιστικό ανταγωνισμό. Εδώ η νίκη δεν σχετίζεται με την τελειότητα εκείνων που ανταγωνίζονται, αλλά βασίζεται σε κάτι που δεν έχει καμία σχέση με τον εαυτό τους. Ενώ δηλαδή κάτι τέτοιο ίσχυε μεταξύ των μικροαστών, όπου η επιτυχία βασιζόταν στις προσωπικές ικανότητες και τα προσόντα, με την περαιτέρω ανάπτυξη του κεφαλαίου, η επιτυχία δεν βασίζεται στις προσωπικές ικανότητες αλλά στην κατοχή του ίδιου του κεφαλαίου. Όποιος έχει περισσότερα κεφάλαια στη διάθεσή του σύντομα θα υπερνικήσει όποιον διαθέτει λιγότερα, ακόμη και αν ο δεύτερος είναι ικανότερος. Δεν είναι οι προσωπικές ιδιότητες, αλλά τα χρήματα που καθορίζουν ποιος θα είναι ο νικητής του ανταγωνισμού. Όταν οι μικροί καπιταλιστές καταστρέφονται δεν καταστρέφονται ως άνθρωποι αλλά ως καπιταλιστές. Δεν ξεριζώνονται από τον κόσμο των ζωντανών αλλά από την αστική τάξη. Συνεχίζουν να υπάρχουν, απλά όχι πια ως καπιταλιστές. Ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός είναι λοιπόν κάτι εντελώς διαφορετικό, ως προς τις απαιτήσεις και τα αποτελέσματα, από τον αγώνα των ζώων για επιβίωση.

Αυτοί οι άνθρωποι που καταστρέφονται ως άνθρωποι είναι μέλη μιας τελείως διαφορετικής τάξης που δεν παίρνει μέρος στον καπιταλιστικό ανταγωνισμό. Οι εργάτες δεν ανταγωνίζονται τους καπιταλιστές, απλά τους πουλάνε την εργατική τους δύναμη. Λόγω της έλλειψης ιδιοκτησίας δεν έχουν καν την ευκαιρία να μετρήσουν τις λαμπρές τους ικανότητες και να μπουν σε έναν αγώνα δρόμου με τους καπιταλιστές. Η φτώχεια και η δυστυχία τους δεν οφείλονται στο γεγονός ότι ηττήθηκαν στον ανταγωνισμό εξαιτίας της αδυναμίας τους, αλλά στο γεγονός ότι αμείβονται πολύ λίγο για την εργασία τους. Αυτός είναι ο λόγος που ακόμα και αν τα παιδιά τους γεννιούνται δυνατά και υγιή, τελικά πολλά πεθαίνουν, ενώ τα παιδιά των πλουσίων, ακόμη και αν γεννηθούν ασθενικά, μένουν ζωντανά μέσω της πλούσιας διατροφής και της μεγάλης φροντίδας που τους παρέχεται. Τα παιδιά των φτωχών δεν πεθαίνουν επειδή είναι άρρωστα ή αδύναμα, αλλά από εξωτερικά αίτια. Ο καπιταλισμός είναι αυτός που δημιουργεί όλες αυτές τις αντίξοες συνθήκες μέσω της εκμετάλλευσης, της μείωσης των μισθών, των κρίσεων ανεργίας, των κακής ποιότητας κατοικιών, των πολλών ωρών εργασίας. Το καπιταλιστικό σύστημα είναι αυτό που κάνει τόσους νέους και υγιείς ανθρώπους να υποκύψουν στις ασθένειες.

Με αυτόν τον τρόπο οι σοσιαλιστές αποδεικνύουν ότι, σε αντίθεση με το ζωικό βασίλειο, ο ανταγωνισμός μεταξύ των ανθρώπων δεν αναδεικνύει τους άριστους και τους πιο ικανούς, αλλά καταστρέφει πολλούς νέους και υγιείς ανθρώπους εξαιτίας της φτώχειας τους, ενώ οι πλούσιοι, ακόμη και αν είναι άρρωστοι και αδύναμοι, επιβιώνουν. Οι σοσιαλιστές αποδεικνύουν ότι ο καθοριστικός παράγοντας δεν είναι η δύναμη του ατόμου, αλλά κάτι έξω από τον άνθρωπο. Η κατοχή του πλούτου είναι αυτή που καθορίζει ποιος θα επιβιώσει και ποιος θα χαθεί.

 

 

VI. Φυσικός νόμος και κοινωνική θεωρία

 

 

Τα λανθασμένα συμπεράσματα στα οποία έφτασαν ο Χέκελ και ο Σπένσερ για τον σοσιαλισμό είναι αναμενόμενα. Ο δαρβινισμός και ο μαρξισμός είναι δύο διακριτές θεωρίες, με τη μία να αφορά το ζωικό βασίλειο και την άλλη την κοινωνία. Συμπληρώνουν η μία την άλλη με την έννοια ότι, σύμφωνα με την δαρβινική θεωρία της εξέλιξης, το ζωικό βασίλειο αναπτύσσεται ως το στάδιο του ανθρώπου και από εκεί και πέρα, όταν δηλαδή το ζώο έχει αναπτυχθεί σε άνθρωπο, αποκτά εφαρμογή η μαρξική θεωρία της κοινωνικής εξέλιξης. Όταν όμως κάποιος επιχειρήσει να μεταφέρει την θεωρία από το ένα πεδίο στο άλλο, όπου διαφορετικοί νόμοι έχουν ισχύ, θα οδηγηθεί αναγκαστικά σε λανθασμένα συμπεράσματα.

Αυτή ακριβώς η περίπτωση ισχύει είναι όταν επιχειρούμε, με βάση τον φυσικό νόμο να διαπιστώσουμε ποια κοινωνική μορφή είναι εφαρμόσιμη, και αυτό ακριβώς είναι που έκαναν οι αστοί δαρβινιστές. Έβγαλαν το συμπέρασμα ότι οι νόμοι που διέπουν το ζωικό βασίλειο, όπου ισχύει η δαρβινική θεωρία, ισχύουν με τον ίδιο τρόπο και στο καπιταλιστικό σύστημα, και κατά συνέπεια ο καπιταλισμός είναι η φυσική τάξη πραγμάτων που θα διαρκέσει για πάντα. Από την άλλη μεριά, υπήρξαν και κάποιοι σοσιαλιστές που θέλησαν να αποδείξουν ότι, με βάση τον Δαρβίνο, το σοσιαλιστικό σύστημα είναι το πιο φυσικό. Έλεγαν αυτοί οι σοσιαλιστές:,

«Στον καπιταλισμό οι άνθρωποι δεν διεξάγουν τον αγώνα για επιβίωση με τα ίδια εργαλεία, αλλά με διαφορετικά, τεχνητά φτιαγμένα. Η φυσική υπεροχή όσων είναι υγιέστεροι, δυνατότεροι, εξυπνότεροι ή ηθικά ανώτεροι δεν έχει κανένα αντίκρισμα όσο η καταγωγή, η τάξη ή η κατοχή πλούτου ελέγχουν αυτόν τον αγώνα. Ο σοσιαλισμός, καταργώντας όλες αυτές τις τεχνητές διαφορές, θα προσφέρει ίσα εφόδια σε όλους και τότε μόνο ο αγώνας για την επιβίωση θα κυριαρχήσει, και μέσα σ’ αυτόν η πραγματική προσωπική υπεροχή θα είναι ο αποφασιστικός παράγοντας».

Αυτά τα κριτικά επιχειρήματα, ενώ δεν είναι άστοχα όταν χρησιμοποιούνται για την αναίρεση της αντίληψης των αστών δαρβινιστών, είναι παρ’ όλα αυτά ούτως ή άλλως εσφαλμένα. Και οι δύο επιχειρηματολογίες, εκείνη που χρησιμοποιείται από τους αστούς δαρβινιστές υπέρ του καπιταλισμού και εκείνη των σοσιαλιστών, αυτών που βασίζουν τον σοσιαλισμό τους στον Δαρβίνο, έχουν λανθασμένη βάση. Και οι δύο, αν και οδηγούνται σε αντίθετα συμπεράσματα, είναι εξίσου λάθος, επειδή ξεκινούν από την λανθασμένη αφετηρία ότι υπάρχει ένα φυσικό και αιώνιο κοινωνικό σύστημα.

Ο μαρξισμός μας έχει διδάξει ότι δεν υπάρχει ένα φυσικό και αιώνιο κοινωνικό σύστημα και ούτε μπορεί να υπάρξει ή, για να το θέσουμε διαφορετικά, κάθε κοινωνικό σύστημα είναι φυσικό, γιατί κάθε κοινωνικό σύστημα είναι αναγκαίο υπό συγκεκριμένες συνθήκες. Δεν υπάρχει κανένα καθορισμένο κοινωνικό σύστημα που μπορεί να θεωρηθεί φυσικό. Τα κοινωνικά συστήματα αντικαθιστούν το ένα το άλλο σαν αποτέλεσμα της εξέλιξης των μέσων παραγωγής. Κατά συνέπεια, το κάθε σύστημα είναι το φυσικότερο για την εποχή του. Ο καπιταλισμός δεν είναι η φυσική τάξη πραγμάτων, όπως προσπαθούν να αποδείξουν οι αστοί, ούτε βέβαια και οποιοδήποτε σοσιαλιστικό σύστημα, όπως προσπαθούν να αποδείξουν κάποιοι σοσιαλιστές. Ο καπιταλισμός ήταν φυσικός τον 19ο αιώνα, όπως η φεουδαρχία τον μεσαίωνα και όπως ο σοσιαλισμός θα είναι στην επερχόμενη εποχή. Το εγχείρημα να αναδείξουμε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό σύστημα ως το φυσικό και αιώνιο είναι τόσο μάταιο όσο το να επιλέξουμε ένα ζώο και να πούμε ότι είναι το τελειότερο από όλα τα ζώα. Ο δαρβινισμός μας διδάσκει ότι κάθε ζώο είναι εξίσου προσαρμοσμένο και εξίσου τέλειο για το ιδιαίτερο περιβάλλον του και ο μαρξισμός μας διδάσκει ότι κάθε κοινωνικό σύστημα είναι ιδιαίτερα προσαρμοσμένο στις συνθήκες που το γεννούν και ότι με αυτήν την έννοια μπορεί να χαρακτηριστεί καλό και τέλειο.

Εδώ βρίσκεται ο κυρίως βασικός λόγος για τον οποίο το εγχείρημα των αστών δαρβινιστών να υπερασπιστούν το βυθιζόμενο καπιταλιστικό σύστημα είναι καταδικασμένο να αποτύχει. Τα επιχειρήματα που βασίζονται στις φυσικές επιστήμες, όταν εφαρμόζονται σε κοινωνικά ερωτήματα, σχεδόν πάντα οδηγούν σε λανθασμένα συμπεράσματα. Αυτό συμβαίνει επειδή, ενώ στην φύση η εξέλιξη είναι πολύ αργή και οι αλλαγές είναι, από την σκοπιά του ανθρώπινου χρόνου, πρακτικά ανεπαίσθητες, τόσο ώστε η φύση να μπορεί να θεωρηθεί σχεδόν σταθερή, η ανθρώπινη κοινωνία περνά από γρήγορες και συνεχείς αλλαγές. Για να αντιληφθούμε την κινητήριο δύναμη και την αιτία της κοινωνικής εξέλιξης, πρέπει να μελετήσουμε την κοινωνία ως τέτοια. Μόνο έτσι μπορούμε να εντοπίσουμε τη λογική της κοινωνικής εξέλιξης. Ο μαρξισμός και ο δαρβινισμός πρέπει να παραμένουν στα αντίστοιχα πλαίσιά τους. Είναι ανεξάρτητες θεωρίες και δεν υπάρχει καμία άμεση σύνδεση μεταξύ τους.

Εδώ προκύπτει ένα πολύ σημαντικό ερώτημα. Μπορούμε να σταματήσουμε στο συμπέρασμα ότι ο μαρξισμός έχει εφαρμογή μόνο στην κοινωνία και ο δαρβινισμός μόνο στον οργανικό κόσμο και ότι καμία από τις δύο θεωρίες δεν εφαρμόζεται στο πεδίο της άλλης; Στην πράξη είναι πολύ βολικό να έχουμε μία μεθοδολογία για τον κόσμο των ανθρώπων και μία για τον κόσμο των ζώων. Με αυτόν τον τρόπο όμως ξεχνάμε ότι ο άνθρωπος είναι επίσης ζώο. Ο άνθρωπος έχει εξελιχθεί από ένα ζώο και οι νόμοι που ισχύουν για το ζωικό βασίλειο δεν μπορούν ξαφνικά να χάσουν το νόημά τους στον άνθρωπο. Είναι αλήθεια ότι ο άνθρωπος είναι ένα πολύ ιδιαίτερο ζώο, αλλά, αν είναι έτσι, είναι αναγκαίο να εντοπίσουμε τις ιδιαιτερότητες εκείνες εξαιτίας των οποίων οι αρχές που διέπουν όλα τα ζώα δεν διέπουν και τον άνθρωπο, καθώς και τον τρόπο που αποκτούν σε αυτόν διαφορετική μορφή.

Εδώ συναντούμε και ένα άλλο σοβαρό πρόβλημα. Οι αστοί δαρβινιστές δεν το αντιμετωπίζουν αυτό, απλά διακηρύσσουν ότι ο άνθρωπος είναι ένα ζώο και χωρίς πολλές περιπλοκές αρχίζουν να εφαρμόζουν τις δαρβινικές αρχές στους ανθρώπους. Έχουμε ήδη δει σε πόσο λανθασμένα συμπεράσματα οδηγούνται. Για εμάς, η το ερώτημα δεν είναι τόσο απλό. Πρέπει πρώτα να ξεκαθαρίσουμε τις διαφορές ανάμεσα στους ανθρώπους και τα ζώα ώστε να μπορούμε στη συνέχεια να διακρίνουμε γιατί, στον κόσμο των ανθρώπων, οι δαρβινικές αρχές μετασχηματίζονται και παίρνουν συγκεκριμένα τη μορφή του μαρξισμού

 

VII. Η κοινωνικότητα του ανθρώπου

 

 

Η πρώτη ιδιαιτερότητα που παρατηρούμε στον άνθρωπο είναι ότι είναι κοινωνικό ον. Ως προς αυτό δεν διαφέρει από όλα τα ζώα, γιατί πολλά από αυτά ζουν σε κοινωνίες. Αλλά ο άνθρωπος διαφέρει από όλα όσα έως τώρα έχουμε παρατηρήσει μελετώντας την δαρβινική θεωρία. Διαφέρει από τα ζώα που δεν ζουν κοινωνικά, αλλά παλεύουν μεταξύ τους για την ύπαρξή τους. Ο άνθρωπος δεν πρέπει λοιπόν να συγκριθεί με τα αρπακτικά ζώα αλλά με αυτά που ζουν κοινωνικά. Η κοινωνικότητα των ζώων είναι μια δύναμη για την οποία ακόμη δεν έχουμε μιλήσει. Είναι μια δύναμη που αναδεικνύει νέες ποιότητες μεταξύ των ζώων.

Είναι λάθος να θεωρούμε τον αγώνα για επιβίωση ως την μόνη δύναμη που μορφοποιεί τον οργανικό κόσμο. Ο αγώνας για την επιβίωση είναι η κύρια δύναμη που προκαλεί την εμφάνιση νέων ειδών, αλλά ο ίδιος ο Δαρβίνος γνώριζε πολύ καλά ότι υπάρχουν και άλλες δυνάμεις που συνδράμουν στη διαμόρφωση σωματικών μορφών, συνηθειών και ιδιαιτεροτήτων μεταξύ των έμβιων όντων. Στο κείμενό του «Η καταγωγή του ανθρώπου», o Δαρβίνος πραγματεύτηκε περίτεχνα τη σεξουαλική επιλογή και έδειξε ότι ο ανταγωνισμός των αρσενικών για τα θηλυκά είχε ως αποτέλεσμα τα χαρούμενα χρώματα των πουλιών και των πεταλούδων και τις τραγουδιστές φωνές των πουλιών. Εκεί αφιέρωσε επίσης ένα κεφάλαιο στην κοινωνική ζωή. Πολλές αναφορές σε αυτό το ζήτημα μπορούμε επίσης να βρούμε στο βιβλίο του Κροπότκιν «Η αλληλοβοήθεια ως παράγοντας της εξέλιξης». Η καλύτερη απεικόνιση των αποτελεσμάτων της κοινωνικότητας δίνεται στο έργο «Η ηθική και η υλιστική αντίληψη της ιστορίας» του Κάουτσκι.

Όταν ένας αριθμός ζώων ζουν σε μια ομάδα, ένα κοπάδι ή ένα σμήνος, συνεχίζουν τον αγώνα για την επιβίωση από κοινού ενάντια στον έξω κόσμο. Εντός της ομάδας η πάλη παύει. Τα ζώα που ζουν κοινωνικά δεν παλεύουν πλέον αναμεταξύ τους, με τα πιο αδύναμα να υποκύπτουν. Το αντίθετο, τα αδύναμα απολαμβάνουν τα ίδια προνόμια με τα ισχυρότερα. Όταν κάποια ζώα έχουν το πλεονέκτημα λόγω μεγαλύτερης δύναμης, οξύτερης όσφρησης ή εμπειρίας στην ανεύρεση του καλύτερου βοσκοτόπου ή στη φύλαξη από τους εχθρούς, το πλεονέκτημα αυτό δεν ωφελεί μόνο αυτά τα ίδια αλλά όλη την ομάδα. Αυτός ο συνδυασμός των δυνάμεων ξεχωριστών ζώων σε μία μονάδα δίνει στην ομάδα μια νέα και πολύ ισχυρότερη δύναμη από όση κατείχε οποιοδήποτε μεμονωμένο ζώο, όσο δυνατό και αν ήταν. Ακριβώς χάρη σε αυτή τη συλλογική δύναμη τα ανυπεράσπιστα φυτοφάγα μπορούν να προφυλαχθούν από τα σαρκοβόρα ζώα. Και μόνο μέσω αυτής της ενότητας μπορούν κάποια ζώα να προστατέψουν τα νεογνά τους.

Ένα δεύτερο πλεονέκτημα της κοινωνικότητας ανακύπτει από το γεγονός ότι όπου τα ζώα ζουν κοινωνικά, υπάρχει η δυνατότητα του καταμερισμού της εργασίας. Τέτοιες είναι οι περιπτώσεις των ζώων που στέλνουν ανιχνευτές ή τοποθετούν φρουρούς, των οποίων το αντικείμενο είναι να προσέχουν για την ασφάλεια όλων όσο τα υπόλοιπα ζώα περνούν τον χρόνο τους τρώγοντας και ταυτόχρονα γνωρίζοντας πως, οι φύλακές τους θα τους ειδοποιήσουν για τυχόν κινδύνους.

Μια τέτοια κοινωνία ζώων γίνεται, σε κάποιες όψεις της, μια μονάδα, ένας οργανισμός. Φυσικά, η σχέση παραμένει πολύ χαλαρότερη από αυτή μεταξύ των κυττάρων ενός σώματος. Παρ’ όλα αυτά, η ομάδα γίνεται ένα συνεκτικό σώμα και προφανώς υπάρχει κάποια δύναμη που ενοποιεί τα μεμονωμένα μέλη της.

Αυτή η δύναμη βρίσκεται στα κοινωνικά κίνητρα, το ένστικτο που τα κρατάει κοντά και δημιουργεί τη συνέχεια της ομάδας. Κάθε ζώο πρέπει να βάζει τα συμφέροντα όλης της ομάδας πάνω από τα δικά του. Πρέπει πάντα να δρα ενστικτωδώς για το καλό και τη συντήρηση της ομάδας χωρίς σκέψη για τον εαυτό του. Όσο τα αδύναμα φυτοφάγα σκέφτονται μόνο το καθένα τον εαυτό του και τρέχουν μακριά μόλις τους επιτεθεί ένα σαρκοβόρο ζώο, φροντίζοντας το καθένα μόνο για τη ζωή του, όλο το κοπάδι εξαφανίζεται. Μόνο όταν το ισχυρό κίνητρο της αυτοσυντήρησης καταστέλλεται από το ακόμα ισχυρότερο κίνητρο της ενότητας και κάθε ζώο ρισκάρει τη ζωή του για την προστασία όλων, μόνο τότε το κοπάδι διατηρείται και απολαμβάνει τα πλεονεκτήματα της ομαδικής ζωής. Σε μια τέτοια περίπτωση προκύπτουν η αυτοθυσία, το θάρρος, η αφοσίωση, η πειθαρχία και η συνείδηση, γιατί χωρίς αυτά τα στοιχεία η κοινωνία αποσυντίθεται –, μπορεί να υπάρχει μόνο όπου αυτά υπάρχουν.

Αυτά τα ένστικτα, ενώ έχουν τις ρίζες τους στη συνήθεια και την αναγκαιότητα, ενισχύονται από τον αγώνα για την επιβίωση. Κάθε κοπάδι εξακολουθεί να ανταγωνίζεται τα άλλα κοπάδια του ίδιου είδους. Εκείνα που είναι ικανότερα να αντικρούσουν τον εχθρό θα επιβιώσουν, ενώ εκείνα που είναι λιγότερο εξοπλισμένα θα καταστραφούν. Η ομάδα της οποίας το κοινωνικό ένστικτο είναι πιο ανεπτυγμένο θα επιβληθεί, ενώ η ομάδα της οποίας το κοινωνικό ένστικτο είναι χαμηλό είτε θα είναι εύκολο θύμα για τους εχθρούς, είτε δεν θα είναι σε θέση να βρει τους καλύτερους τόπους για τροφή. Τα κοινωνικά ένστικτα γίνονται έτσι οι πιο σημαντικοί και αποφασιστικοί παράγοντες για το ποιος θα αντέξει στον αγώνα για την επιβίωση. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τα κοινωνικά ένστικτα αναδεικνύονται σε κυρίαρχους παράγοντες.

Αυτές οι σχέσεις προσφέρουν νέα δεδομένα σε σχέση με τις απόψεις των αστών δαρβινιστών. Ισχυρίζονται ότι η εξόντωση των αδύναμων είναι φυσική και αναγκαία, για να αποφευχθεί η διαφθορά του είδους και ότι η προστασία που παρέχεται στους αδύναμους εκφυλίζει το είδος. Τι βλέπουμε όμως; Στην ίδια τη φύση, στο ζωικό βασίλειο, οι αδύναμοι προστατεύονται. Δεν συντηρούνται από τις δικές τους δυνάμεις και ούτε παραμερίζονται για την αδυναμία τους. Αυτή η διευθέτηση δεν αδυνατίζει την ομάδα, αντίθετα της δίνει μεγαλύτερη δύναμη. Η ομάδα των ζώων στην οποία η αλληλοβοήθεια είναι περισσότερο ανεπτυγμένη, είναι και ικανότερη για να επιβιώσει στη φυσική διαπάλη. Αυτό, που με βάση μια κοντόφθαλμη αντίληψη εμφανιζόταν ως αδυναμία, γίνεται ακριβώς το αντίθετο, μια πηγή δύναμης.

Τα κοινωνικά ζώα είναι σε θέση να νικήσουν εκείνα που συνεχίζουν τον αγώνα ατομικά. Αυτό το είδος που θα χαρακτηριζόταν από τους αστούς δαρβινιστές παρηκμασμένο και εκφυλισμένο θριαμβεύει και αποδεικνύεται ότι είναι το ικανότερο και άριστο.

Εδώ για πρώτη φορά βλέπουμε ολοκληρωμένα πόσο κοντόφθαλμοι, στενόμυαλοι και αντιεπιστημονικοί είναι οι ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα των αστών δαρβινιστών. Οι φυσικοί νόμοι τους και οι αντιλήψεις τους για το τι είναι φυσικό προέρχονται από ένα μέρος του ζωικού βασιλείου, από αυτό το οποίο μοιάζει λιγότερο με τον άνθρωπο, ενώ εκείνα τα ζώα που ζουν κάτω από παρόμοιες με τον άνθρωπο συνθήκες μένουν στο περιθώριο της μελέτης τους. Ο λόγος για αυτό βρίσκεται στις συνθήκες ύπαρξης των ίδιων των αστών. Οι ίδιοι ανήκουν σε μια τάξη στην οποία ο καθένας ανταγωνίζεται τους άλλους ατομικά. Κατά συνέπεια, βλέπουν στα ζώα μόνο αυτήν τη μορφή του αγώνα για την επιβίωση. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο παραβλέπουν εκείνες τις μορφές του αγώνα που στην πραγματικότητα έχουν την μεγαλύτερη σημασία για τους ανθρώπους.

Είναι γεγονός ότι οι αστοί δαρβινιστές γνωρίζουν ότι ο άνθρωπος δεν καθοδηγείται μόνο από τον εγωισμό του, χωρίς κανένα ενδιαφέρον για τους συνανθρώπους του. Οι αστοί επιστήμονες πολύ συχνά λένε πως κάθε άνθρωπος διακατέχεται από δύο αισθήματα, το εγωιστικό, τη φιλαυτία, και το αλτρουιστικό, την αγάπη για τους άλλους. Καθώς όμως δεν γνωρίζουν την κοινωνική προέλευση αυτού του αλτρουισμού, δεν κατανοούν τα όριά του και τις προϋποθέσεις του. Στο στόμαα τους ο αλτρουισμός γίνεται μια πολύ αφηρημένη ιδέα που δεν ξέρουν πώς να χειριστούν.

Όλα όσα ισχύουν για τα κοινωνικά ζώα ισχύουν και για τους ανθρώπους. Οι πιθηκόμορφοι πρόγονοί μας και οι πρωτόγονοι άνθρωποι που εξελίχθηκαν από αυτούς ήταν ανυπεράσπιστα, αδύναμα ζώα, τα οποία, όπως σχεδόν όλοι οι πίθηκοι, ζούσαν σε φυλές. Εδώ ανέκυψαν τα ίδια κοινωνικά κίνητρα και ένστικτα τα οποία αργότερα εξελίχθηκαν σε ηθικό αίσθημα. Το ότι τα έθιμα και τα ήθη μας δεν είναι τίποτα άλλο παρά κοινωνικά αισθήματα, τα οποία συναντάμε και στα ζώα, είναι γνωστό σε όλους. Ακόμα και ο Δαρβίνος μιλούσε για τις «συνήθειες των ζώων οι οποίες θα περιγράφονταν ως ηθική μεταξύ των ανθρώπων». Η μόνη διαφορά είναι ο βαθμός συνειδητότητας. Μόλις δηλαδή αυτά τα κοινωνικά αισθήματα γίνουν διακριτά στους ανθρώπους, αποκτούν τον χαρακτήρα ηθικού αισθήματος. Βλέπουμε έτσι ότι η ηθική αντίληψη – την οποία οι αστοί συγγραφείς θεωρούν ως την κύρια διάκριση ανάμεσα στους ανθρώπους και τα ζώα – δεν είναι κοινό στοιχείο μόνο των ανθρώπων, αλλά ένα άμεσο παράγωγο των συνθηκών που υπάρχουν στο ζωικό βασίλειο..

Αυτό το ηθικό αίσθημα από τη φύση του δεν ξεπερνά την κοινωνική ομάδα στην οποία το ζώο ή ο άνθρωπος ανήκει. Εξυπηρετεί την πρακτική ανάγκη να παραμείνει η ομάδα ενωμένη και πέρα από αυτό είναι άχρηστο. Στο ζωικό βασίλειο, η εμβέλεια και η φύση της κοινωνικής ομάδας καθορίζεται από τις περιστάσεις της ζωής και, κατά συνέπεια, η ομάδα παραμένει σχεδόν πάντα ίδια. Μεταξύ των ανθρώπων όμως οι ομάδες, οι κοινωνικές μονάδες, αλλάζουν διαρκώς, σε αναλογία με την οικονομική εξέλιξη, και αυτό αλλάζει επίσης και τα κοινωνικά ένστικτα.

Οι πρωταρχικές ομάδες των άγριων και βάρβαρων ανθρώπων, ήταν πολύ περισσότερο ενωμένες από τις ομάδες των ζώων. Οι οικογενειακοί δεσμοί και η κοινή γλώσσα ενίσχυσαν αυτήν την ενότητα ακόμη περισσότερο. Κάθε άτομο είχε την υποστήριξη όλης της φυλής. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, τα κοινωνικά κίνητρα, το ηθικό αίσθημα, η υποταγή του ατόμου στο σύνολο, πρέπει να αναπτύχθηκε στο έπακρο. Με την περαιτέρω εξέλιξη της κοινωνίας, οι φυλές διαλύονται και τη θέση τους παίρνουν νέες ενότητες, οι πόλεις και οι λαοί.

Νέες μορφές αντικαθιστούν τις παλιότερες και τα μέλη αυτών των ομάδων συνεχίζουν τον αγώνα για την επιβίωση από κοινού ενάντια στους υπόλοιπους ανθρώπους. Σε ευθεία αναλογία με την οικονομική εξέλιξη, το μέγεθος αυτών των ενοτήτων αυξάνεται, η πάλη μεταξύ τους μειώνεται και το κοινωνικό αίσθημα εξαπλώνεται. Στα τέλη της αρχαιότητας συναντάμε όλη τη γνωστή τότε ανθρωπότητα μορφοποιημένη σε μία μονάδα, την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, και την εμφάνιση, εκείνη την εποχή, της θεωρίας – με το ηθικό αίσθημα να επηρεάζει σχεδόν όλους τους ανθρώπους – που οδήγησε στη διατύπωση της αρχής ότι όλοι οι άνθρωποι είναι αδέρφια.

Όταν εξετάζουμε την εποχή μας, βλέπουμε ότι οικονομικά όλοι οι άνθρωποι διαμορφώνουν μία μονάδα, αν και αρκετά αδύναμη. Παρ’ όλα αυτά όμως, το αφηρημένο αίσθημα της αδερφοσύνης γίνεται ολοένα δημοφιλέστερο. Το κοινωνικό αίσθημα είναι δυνατότερο μεταξύ των μελών της ίδιας τάξης, γιατί οι τάξεις είναι οι ουσιαστικές μονάδες που ενσαρκώνουν ιδιαίτερα συμφέροντα και συμπεριλαμβάνουν συγκεκριμένα μέλη. Βλέπουμε έτσι ότι οι κοινωνικές μονάδες και το κοινωνικό αίσθημα αλλάζει στην ανθρώπινη κοινωνία. Αυτές οι αλλαγές προκαλούνται από τις οικονομικές αλλαγές, και όσο υψηλότερη η βαθμίδα οικονομικής εξέλιξης τόσο υψηλότερο και ευγενέστερο το κοινωνικό αίσθημα

 

VIII. Εργαλεία, σκέψη και γλώσσα

 

 

Η κοινωνικότητα, με τα αποτελέσματά της, δηλαδή το ηθικό αίσθημα, είναι μια ιδιαιτερότητα που ξεχωρίζει τον άνθρωπο από κάποια, αλλά όχι από όλα, τα ζώα. Υπάρχουν όμως κάποιες ιδιαιτερότητες που ανήκουν στον άνθρωπο και μόνο, και οι οποίες τον διαχωρίζουν από όλο το ζωικό βασίλειο. Αυτές είναι, σε πρώτη φάση, η γλώσσα και μετά η λογική. Ο άνθρωπος είναι επίσης το μόνο ζώο που χρησιμοποιεί εργαλεία που κατασκευάζει ο ίδιος.

Τα ζώα εμφανίζουν ελάχιστη κλίση για όλα αυτά, αλλά στους ανθρώπους, ακριβώς με βάση αυτά τα στοιχεία, έχουν ουσιαστικά αναπτυχθεί νέα χαρακτηριστικά. Πολλά ζώα έχουν κάποιου είδους φωνή, και μέσω των ήχων που παράγουν μπορούν να έχουν μια στοιχειώδη επικοινωνία, αλλά μόνο ο άνθρωπος χρησιμοποιεί ήχους ως μέσο για να ονομάσει πράγματα και πράξεις. Τα ζώα επίσης έχουν εγκεφάλους με τους οποίους σκέφτονται, αλλά ο ανθρώπινος νους εμφανίζει, όπως θα δούμε στη συνέχεια, μια εντελώς νέα παρέκκλιση, την οποία περιγράφουμε ως λογική ή αφαιρετική σκέψη.

Τα ζώα που ζουν απομονωμένα δεν μπορούν να φτάσουν σε ένα τέτοιο στάδιο εξέλιξης. Μόνο ως κοινωνικό ον μπορεί ο άνθρωπος να φτάσει σε αυτό το στάδιο. Έξω από την κοινωνία, η γλώσσα είναι τόσο άχρηστη όσο και τα μάτια στο σκοτάδι, και είναι καταδικασμένη να χαθεί. Η γλώσσα είναι μια δυνατότητα μόνο μέσα στην κοινωνία, και μόνο εκεί είναι χρήσιμη ως μέσο με το οποίο τα μέλη της καταλαβαίνουν το ένα το άλλο. Όλα τα κοινωνικά ζώα έχουν κάποια μέσα επικοινωνίας, αλλιώς δεν θα μπορούσαν να εκτελούν συγκεκριμένα σχέδια εναρμονισμένα. Αυτοί οι ήχοι που ήταν αναγκαίοι στον πρωτόγονο άνθρωπο, ως μέσα επικοινωνίας για να φέρει σε πέρας τις εργασίες του πρέπει να εξελίχθηκαν σε ονόματα δραστηριοτήτων και αργότερα σε ονόματα πραγμάτων.

Η χρήση εργαλείων επίσης προϋποθέτει την κοινωνία, γιατί μόνο μέσα στην κοινωνία τα τεχνικά επιτεύγματα μπορούν να διατηρηθούν. Σε καθεστώς απομόνωσης, ο καθένας πρέπει να ανακαλύπτει τα πάντα ο ίδιος και με τον θάνατό του οι ανακαλύψεις του θα χάνονται, συνεπώς ο καθένας πρέπει πάντα να αρχίζει εκ νέου από το μηδέν. Μόνο μέσα στην κοινωνία μπορούν να διασωθούν, να διαιωνιστούν και να εξελιχθούν η εμπειρία και η γνώση των προηγούμενων γενεών. Σε μια ομάδα τα μέλη πεθαίνουν, η ομάδα όμως ως τέτοια όχι. Η γνώση της χρήσης των εργαλείων δεν υπάρχει εκ γενετής στον άνθρωπο αλλά αποκτιέται αργότερα. Ως εκ τούτου, είναι αναγκαία μια διανοητική παράδοση, τέτοια που μόνο σε κοινωνικό πλαίσιο μπορεί να υπάρξει.

Αυτά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ανθρώπου είναι αδιαχώριστα από την κοινωνική ζωή, είναι όμως και σε στενή σχέση και μεταξύ τους. Δεν αναπτύχθηκαν κατά μόνας αλλά έχουν προοδεύσει από κοινού. Το ότι η σκέψη και η γλώσσα μπορούν να υπάρξουν και να εξελιχθούν μόνο από κοινού είναι εμφανές σε όποιον προσπαθήσει απλά και μόνο να αναλογιστεί τη φύση των ίδιων των σκέψεών του. Όταν σκεφτόμαστε ή εξετάζουμε κάποιο ζήτημα στην πραγματικότητα μιλάμε στον εαυτό μας. Αντιλαμβανόμαστε τότε ότι είναι αδύνατο να σκεφτούμε καθαρά χωρίς να χρησιμοποιούμε λέξεις. Όταν δεν σκεφτόμαστε με λέξεις, οι σκέψεις μας παραμένουν αξεδιάλυτες και δεν μπορούμε να συνδυάσουμε τους διάφορους συλλογισμούς μας. Ο καθένας μπορεί να το αντιληφθεί από την προσωπική του εμπειρία. Αυτό συμβαίνει επειδή η επονομαζόμενη αφαιρετική λογική είναι αισθητηριακή σκέψη και μπορεί να προκύψει μόνο μέσω των αισθήσεων. Την αισθητηριακή εμπειρία μπορούμε να την καθορίσουμε και να τη συγκρατήσουμε μόνο με τη χρήση ονομάτων. Κάθε προσπάθεια να διευρύνουμε το πνεύμα μας, κάθε προσπάθεια να προχωρήσουμε την γνώση μας, ξεκινά με τη διάκριση και ταξινόμηση μέσω της χρήσης ονομάτων ή της απόδοσης στα ήδη υπάρχοντα ονόματα ακριβέστερης ερμηνείας. Η γλώσσα είναι το σώμα του νου, το υλικό με το οποίο μπορεί να ανεγερθεί η ανθρώπινη επιστήμη.  

Η διαφορά ανάμεσα στο μυαλό του ανθρώπου και του ζώου καταδείχθηκε με μεγάλη ακρίβεια από τον Σοπενχάουερ.

Αυτή η παραπομπή παρατίθεται από τον Κάουτσκι στο σύγγραμμά του «Η ηθική και η υλιστική αντίληψη της ιστορίας» (σελίδες 139-140, αγγλική μετάφραση). Οι πράξεις του ζώου βασίζονται πάντα σε ορατά κίνητρα, μόνο μέσα από αυτά βλέπει, ακούει ή παρατηρεί με οποιοδήποτε άλλο τρόπο. Μπορούμε πάντα να διακρίνουμε τι οδήγησε ένα ζώο να πράξει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, γιατί μπορούμε κι εμείς να δούμε αν κοιτάξουμε. Με τον άνθρωπο από την άλλη μεριά, τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Δεν μπορούμε να προβλέψουμε τι θα κάνει, γιατί δεν γνωρίζουμε τα κίνητρα που προκαλούν τις πράξεις του, δηλαδή τις σκέψεις στο νου του. Ο άνθρωπος σκέφτεται και, με αυτόν τον τρόπο, όλη η γνώση του, το αποτέλεσμα της συσσωρευμένης εμπειρίας του, έρχεται στο προσκήνιο και τότε αποφασίζει τι θα πράξει. Οι πράξεις του ζώου βασίζονται στο άμεσο ερέθισμα, ενώ του ανθρώπου σε αφαιρετικές ιδέες, στη σκέψη και την αντίληψή του. Ο άνθρωπος επηρεάζεται από πιο εκλεπτυσμένα και μη άμεσα ορατά κίνητρα. Με αυτόν τον τρόπο όλες του οι κινήσεις φέρουν το αποτύπωμα αρχών και προθέσεων που τις κάνουν να φαίνονται ανεξάρτητες και εμφανώς τις διαχωρίζει από αυτές των ζώων.

Έχοντας σωματικές ανάγκες, οι άνθρωποι και τα ζώα αναγκάζονται να αναζητήσουν την ικανοποίησή τους στα φυσικά αντικείμενα του περιβάλλοντός τους. Στο ζώο, η πράξη ακολουθεί άμεσα το ερέθισμα. Βλέπει το θήραμα ή την τροφή του και αμέσως πηδά, αρπάζει, τρώει, ή κάνει ό,τι άλλο είναι αναγκαίο, και αυτό κληροδοτείται ως ένστικτο. Το ζώο ακούει κάποιον εχθρικό ήχο και αμέσως τρέχει μακριά, αν τα πόδια του είναι τόσο ανεπτυγμένα ώστε να τρέχει γρήγορα ή ξαπλώνει και κάνει το νεκρό αν το χρώμα του είναι η προστασία του. Όμως στον άνθρωπο, ανάμεσα στα ερεθίσματα και τις πράξεις του, παρεμβάλλεται μια μακρά αλυσίδα σκέψεων και συλλογισμών. Οι πράξεις του εξαρτώνται από το αποτέλεσμα αυτών των συλλογισμών.

Από πού προέρχεται αυτή η διαφορά; Δεν είναι δύσκολο να διαπιστώσουμε ότι συνδέεται στενά με τη χρήση εργαλείων. Με τον ίδιο τρόπο που η σκέψη μεσολαβεί μεταξύ των αισθητηριακών εντυπώσεων και των πράξεών του, το εργαλείο μεσολαβεί ανάμεσα στον άνθρωπο και αυτό που επιδιώκει. Ακόμη παραπέρα, από τη στιγμή που το εργαλείο βρίσκεται ανάμεσα στον άνθρωπο και τα εξωτερικά αντικείμενα, η σκέψη ανακύπτει ανάμεσα στο ερέθισμα και την εκτέλεση της πράξης. Ο άνθρωπος δεν ξεκινά με άδεια χέρια να κινηθεί ενάντια στον εχθρό του ή να μαζέψει φρούτα, αλλά προσεγγίζει την κατάσταση με πλάγιο τρόπο, παίρνει ένα εργαλείο, ένα όπλο (τα όπλα είναι επίσης εργαλεία), το οποίο χρησιμοποιεί επί παραδείγματι ενάντια στο εχθρικό ζώο. Κατά συνέπεια, ο νους του πρέπει να κινηθεί ανάλογα, να μην ακολουθήσει το αρχικό ερέθισμα, να σκεφτεί το κατάλληλο εργαλείο και μετά να στραφεί στο αντικείμενο της σκέψης του. Η υλική ακολουθία προκαλεί τη διανοητική ακολουθία. Οι σκέψεις που οδηγούν σε μια συγκεκριμένη πράξη είναι το αποτέλεσμα των αναγκαίων εργαλείων για την εκτέλεση της πράξης.

Είδαμε μια πολύ απλή περίπτωση των πρωτόγονων εργαλείων και των πρώτων σταδίων της διανοητικής ανάπτυξης του ανθρώπου. Όσο συνθετότερη γίνεται η τεχνική, τόσο μεγαλύτερη η υλική ακολουθία και σαν αποτέλεσμα και η διανοητική ακολουθία. Όταν πια ο καθένας έφτιαχνε τα εργαλεία του, η σκέψη και μόνο της πείνας και της μάχης οδηγούσαν τον ανθρώπινο νου στην κατασκευή των εργαλείων αυτών. Ήδη έχουμε μια μακριά αλυσίδα σκέψεων μεταξύ των ερεθισμάτων και της απώτερης ικανοποίησης των ανθρώπινων αναγκών. Όταν φτάσουμε στη δική μας εποχή, διαπιστώνουμε ότι αυτή η αλυσίδα είναι πολύ μακριά και περίπλοκη. Ο εργάτης που απολύεται προβλέπει την πείνα που θα έρθει ως αποτέλεσμα. Αγοράζει μια εφημερίδα για να δει πού υπάρχει ανάγκη για εργαζόμενους. Πηγαίνει στον σιδηρόδρομο, προσφέρει την εργασία του για ένα μισθό τον οποίο θα εισπράξει πολύ αργότερα, ώστε να είναι σε θέση να αγοράσει τροφή και να προστατέψει τον εαυτό του από την πείνα. Πόσο μεγάλη είναι η ακολουθία των σκέψεων που πρέπει η νόηση να διανύσει μέχρι να φτάσει στο πεπρωμένο της! Είναι όμως αντίστοιχη με την υψηλή ανάπτυξη της τεχνικής, μέσω της οποίας ο άνθρωπος μπορεί να ικανοποιήσει τις ανάγκες του.

Βεβαίως, ο άνθρωπος δεν χειρίζεται μόνο ένα εργαλείο αλλά πολλά, τα οποία χρησιμοποιεί για διαφορετικούς σκοπούς και μεταξύ των οποίων μπορεί να διαλέξει. Ο άνθρωπος, λόγω αυτών των εργαλείων, δεν είναι σαν το ζώο. Το ζώο ποτέ δεν προχωρά πέρα από τα εργαλεία και τα όπλα με τα οποία γεννιέται, ενώ ο άνθρωπος κατασκευάζει τα εργαλεία του και τα αλλάζει κατά βούληση. Ο άνθρωπος, όντας ένα ζώο που χρησιμοποιεί διαφορετικά εργαλεία, πρέπει να έχει την ικανότητα να τα διαλέξει. Διάφορες σκέψεις πηγαινοέρχονται στο μυαλό του, σκέφτεται όλα τα εργαλεία και τα αποτελέσματα της χρήσης τους και οι πράξεις του βασίζονται σε αυτούς τους συλλογισμούς. Την ίδια στιγμή συνδυάζει τη μία σκέψη με την άλλη και κρατά την ιδέα που ταιριάζει με τον σκοπό του.

Τα ζώα δεν έχουν αυτήν την ικανότητα. Θα τους ήταν άχρηστη γιατί δεν θα ήξεραν τι να την κάνουν. Λόγω της δομής του σώματός τους, οι πράξεις τους περιορίζονται σε πολύ στενά πλαίσια. Το λιοντάρι μπορεί μόνο να πηδήξει πάνω στο θήραμά του, αλλά δεν μπορεί να σκεφτεί να το πιάσει τρέχοντας πίσω του. Ο λαγός είναι έτσι φτιαγμένος ώστε να τρέχει, δεν έχει άλλο τρόπο άμυνας ακόμη και αν το ήθελε. Αυτά τα ζώα δεν έχουν τίποτα να σκεφτούν, εκτός από τη στιγμή που θα πηδήξουν ή θα τρέξουν. Κάθε ζώο είναι έτσι διαμορφωμένο ώστε να ταιριάζει σε έναν συγκεκριμένο τόπο. Οι πράξεις του γίνονται ισχυρές συνήθειες, που μπορούν όμως και να αλλάξουν. Τα ζώα δεν είναι μηχανές και όταν βρεθούν μπροστά σε νέες συνθήκες μπορεί να αποκτήσουν διαφορετικές συνήθειες. Γιατί τα όριά τους δεν καθορίζονται από τον εγκέφαλό τους, αλλά από τη διαμόρφωση του σώματός τους. Οι πράξεις του ζώου περιορίζονται από τη σωματική του δομή και το περιβάλλον του και κατά συνέπεια δεν έχει ανάγκη για ιδιαίτερη σκέψη. Η λογική θα του ήταν άχρηστη και πιο πιθανό θα ήταν να οδηγήσει σε κακό παρά σε καλό.

Ο άνθρωπος, από την άλλη μεριά, κατέχει αυτήν την ικανότητα, γιατί επιλέγει την χρήση εργαλείων και όπλων, τα οποία διαλέγει με βάση συγκεκριμένες απαιτήσεις. Αν θέλει να σκοτώσει τον γρήγορο λαγό, παίρνει τόξο και βέλος, αν αναμετρηθεί με μια αρκούδα, χρησιμοποιεί το τσεκούρι, και αν θελήσει να ανοίξει ένα συγκεκριμένο φρούτο παίρνει το σφυρί. Όταν απειλείται από κάποιον κίνδυνο, ο άνθρωπος πρέπει να σκεφτεί αν θα τρέξει ή αν θα αμυνθεί πολεμώντας με όπλα. Αυτή η ικανότητά του να σκέφτεται και να εξετάζει τα ζητήματα είναι απαραίτητη στον άνθρωπο για την χρήση τεχνητών εργαλείων.

Αυτή η ισχυρή σύνδεση ανάμεσα στη σκέψη, τη γλώσσα και τα εργαλεία, κάθε ένα από τα οποία είναι αδύνατο να υπάρξει χωρίς τα άλλα, δείχνει ότι πρέπει να αναπτύχθηκαν την ίδια περίοδο. Το πώς συνέβη αυτή η εξέλιξη μπορούμε μόνο να το εικάσουμε. Αναμφισβήτητα, ήταν μια αλλαγή στις συνθήκες της ζωής που μετασχημάτισε τους πιθηκόμορφους προγόνους μας σε ανθρώπους. Έχοντας μεταναστεύσει από τα δάση, το αρχικό φυσικό περιβάλλον των πιθήκων, στην πεδιάδα, ο άνθρωπος έπρεπε να περάσει από μια ολόκληρη αλλαγή τρόπου ζωής. Τότε πρέπει να αναπτύχθηκε η διαφορά ανάμεσα στα χέρια και τα πόδια. Η κοινωνικότητα και το πιθηκόμορφο χέρι, καλά προσαρμοσμένο στο να πιάνει, είχαν μια ιδιαίτερη σημασία στη νέα αυτή εξέλιξη. Τα πρώτα ανεπεξέργαστα αντικείμενα, όπως οι πέτρες και τα ξύλα, βρέθηκαν στο χέρι χωρίς ιδιαίτερη πρόθεση και πετάχτηκαν. Αυτό πρέπει να επαναλήφθηκε τόσες φορές ώστε να αφήσει μια σταθερή εντύπωση στα μυαλά εκείνων των πρωτόγονων ανθρώπων.

Για το ζώο, το φυσικό περιβάλλον είναι μια ενιαία μονάδα, για τις λεπτομέρειες της οποίας δεν έχει καμία συναίσθηση. Δεν μπορεί να διακρίνει ανάμεσα στα διάφορα αντικείμενα. Ο πρωτόγονος άνθρωπός μας, στο κατώτερό του στάδιο, πρέπει να βρισκόταν στο ίδιο επίπεδο συνειδητότητας. Από τη μεγάλη μάζα γύρω του, κάποια αντικείμενα (εργαλεία) βρέθηκαν στα χέρια του και τα χρησιμοποίησε, για να διατηρήσει την ύπαρξή του. Αυτά τα εργαλεία, όντας πολύ σημαντικά αντικείμενα, σύντομα απέκτησαν κάποιον ορισμό, ορίστηκαν από έναν ήχο που την ίδια στιγμή σήμαινε και τη συγκεκριμένη δραστηριότητα για την οποία χρησιμοποιούνταν. Χάρη σε αυτόν τον ήχο, ή ορισμό, το εργαλείο και η συγκεκριμένη δραστηριότητα ξεχωρίζουν από τον υπόλοιπο περίγυρο. Ο άνθρωπος αρχίζει να αναλύει τον κόσμο βάσει εννοιών και ονομάτων, εμφανίζεται η αυτοσυνείδηση, αρχίζει η σκόπιμη επιδίωξη για την κατασκευή τεχνητών εργαλείων και η έλλογη χρήση τους κατά τη διάρκεια της εργασίας.

Αυτή η διαδικασία – γιατί πρόκειται για μια πολύ αργή διαδικασία – σηματοδοτεί την εκκίνηση του μετασχηματισμού μας σε ανθρώπους. Μόλις οι άνθρωποι σκόπιμα αναζητούν και χρησιμοποιούν συγκεκριμένα εργαλεία, μπορούμε να πούμε ότι αυτά πλέον εξελίσσονται. Από αυτό το στάδιο μέχρι την κατασκευή εργαλείων μεσολαβεί ένα μόνο βήμα. Τα πρώτα ανεπεξέργαστα εργαλεία διαφοροποιούνται ανάλογα με τη χρήση τους. Από την ακονισμένη πέτρα προκύπτει το μαχαίρι, το βέλος, το τρυπάνι και το δόρυ, από το ραβδί το τσεκούρι. Από την περαιτέρω διαφοροποίηση των εργαλείων, που αργότερα υπηρετεί τον καταμερισμό εργασίας, η γλώσσα και η σκέψη αναπτύσσονται σε πλουσιότερες και νεότερες μορφές, ενώ η σκέψη οδηγεί τον άνθρωπο στην καλύτερη αξιοποίηση των εργαλείων, στη βελτίωση των παλιότερων και στην επινόηση νέων.

Έτσι βλέπουμε ότι η μία εξέλιξη φέρνει την άλλη. Η πραγμάτωση της κοινωνικότητας και η εφαρμογή της στην εργασία είναι οι πηγές από τις οποίες η τεχνική, η σκέψη, τα εργαλεία και η επιστήμη προέρχονται και διαρκώς εξελίσσονται. Με την εργασία του, ο πρωτόγονος πιθηκόμορφος άνθρωπος ανέρχεται στο πραγματικό ανθρώπινο επίπεδο. Η χρήση των εργαλείων σηματοδοτεί τη μεγάλη απόσταση, που διαρκώς διευρύνεται, ανάμεσα στους ανθρώπους και τα ζώα.

 

 

IX. Όργανα των ζώων και ανθρώπινα εργαλεία

 

 

Στα όργανα των ζώων και τα ανθρώπινα εργαλεία έχουμε τη βασική διαφορά ανάμεσα στους ανθρώπους και τα ζώα. Το ζώο αποκτά την τροφή του και υποτάσσει τους εχθρούς του με τα ίδια τα σωματικά του όργανα. Ο άνθρωπος κάνει το ίδιο με τη βοήθεια εργαλείων. Το όργανο είναι μια ελληνική λέξη που επίσης σημαίνει εργαλείο. Τα όργανα είναι φυσικά, αυτοφυή εργαλεία του ζώου. Τα εργαλεία είναι τα τεχνητά όργανα του ανθρώπου. Ακόμα καλύτερα, αυτό που το όργανο είναι για το ζώο, είναι το χέρι και το εργαλείο για τον άνθρωπο. Τα χέρια και τα εργαλεία εκτελούν τις λειτουργίες που το ζώο πρέπει να φέρει σε πέρας με τα όργανα του σώματός του. Χάρη στην κατασκευή του χεριού, που του επιτρέπει να κρατά διάφορα εργαλεία, γίνεται ένα γενικό όργανο, προσαρμοσμένο σε όλων των ειδών τις δουλειές. Γίνεται λοιπόν ένα όργανο που μπορεί να εκτελέσει μια ποικιλία λειτουργιών.

Με τον διαχωρισμό αυτών των λειτουργιών ανοίγεται για τους ανθρώπους ένα ευρύ πεδίο εξέλιξης το οποίο για τα ζώα είναι άγνωστο. Το ανθρώπινο χέρι, καθώς μπορεί να χρησιμοποιήσει διάφορα εργαλεία, μπορεί να συνδυάσει όλες τις πιθανές λειτουργίες που επιτελούν τα όργανα των ζώων. Κάθε ζώο είναι κατασκευασμένο και προσαρμοσμένο για ένα συγκεκριμένο, καθορισμένο περιβάλλον. Ο άνθρωπος, μέσω των εργαλείων του, προσαρμόζεται σε όλες τις συνθήκες και όλα τα περιβάλλοντα. Το άλογο είναι κατασκευασμένο για την πεδιάδα και η μαϊμού για το δάσος. Στο δάσος το άλογο θα ήταν εξίσου αβοήθητο, όσο η μαϊμού αν μεταφερόταν στην πεδιάδα. Ο άνθρωπος από την άλλη μεριά χρησιμοποιεί το τσεκούρι του στο δάσος και το φτυάρι του στην πεδιάδα. Με τα εργαλεία του ο άνθρωπος μπορεί να επιβληθεί σε όλα τα μέρη του κόσμου και να καθιερώσει την παρουσία του παντού. Ενώ σχεδόν όλα τα ζώα μπορούν να επιβιώσουν σε συγκεκριμένες περιοχές, που παρέχουν τα αναγκαία για τις ανάγκες τους, και αν μεταφερθούν σε άλλες δεν μπορούν να συντηρήσουν την ύπαρξή τους, ο άνθρωπος έχει κατακτήσει ολόκληρο τον κόσμο. Όπως το διατύπωσε κάποτε ένας ζωολόγος, κάθε ζώο έχει το πλεονέκτημά του, με το οποίο συντηρεί τον εαυτό του στον αγώνα για την επιβίωση, και την αδυναμία του, λόγω της οποίας γίνεται θήραμα άλλων και δεν μπορεί να πολλαπλασιαστεί. Με αυτήν την έννοια, ο άνθρωπος έχει μόνο πλεονεκτήματα και καμία αδυναμία. Χάρη στην χρήση εργαλείων ο άνθρωπος αντιμετωπίζει εξίσου όλα τα άλλα ζώα. Και καθώς αυτά τα εργαλεία δεν παραμένουν στατικά, αλλά διαρκώς βελτιώνονται, ο άνθρωπος μπορεί να ανέλθει σε ένα επίπεδο ανώτερο από όλα τα άλλα ζώα. Τα εργαλεία του τον κάνουν κυρίαρχο της πλάσης, τον βασιλιά της γης.

Και στο ζωικό βασίλειο υπάρχει διαρκής εξέλιξη και τελειοποίηση των οργάνων. Αυτή η εξέλιξη όμως συνδέεται με αλλαγές στο σώμα του ζώου, το οποίο καθιστά την ανάπτυξη των οργάνων πολύ αργή, όπως ορίζεται από τους νόμους της βιολογίας. Στην εξέλιξη του οργανικού κόσμου, χιλιάδες χρόνια δεν σημαίνουν τίποτα. Από την άλλη μεριά ο άνθρωπος, μεταφέροντας την εξέλιξή του σε εξωτερικά αντικείμενα, έχει κατορθώσει να απελευθερωθεί από τις αλυσίδες των βιολογικών του ορίων. Τα εργαλεία μπορούν να μετασχηματιστούν γρήγορα και η τεχνική έχει τέτοια αλματώδη εξέλιξη ώστε, σε σύγκριση με την ανάπτυξη των οργάνων των ζώων, να φαίνεται θαυματουργή. Χάρη σε αυτήν του την πλευρά, ο άνθρωπος έχει καταφέρει, μέσα στο σύντομο χρονικό διάστημα λίγων χιλιάδων χρόνων, να ανέλθει πάνω από όλα τα ζώα. Με την εφεύρεση αυτών των εργαλείων, ο άνθρωπος κατέληξε να είναι μια θεϊκή δύναμη, και καταλαμβάνει τη γη ως αποκλειστική του επικράτεια. Η ειρηνική και ανεμπόδιστη εξέλιξη του οργανικού κόσμου παύει να ξετυλίγεται με βάση τη δαρβινική θεωρία. Είναι πλέον ο άνθρωπος που παίζει τον ρόλο του εκτροφέα, του εξημερωτή, του καλλιεργητή και είναι ο άνθρωπος που κάνει το «ξεχορτάριασμα» των ειδών. Είναι ο άνθρωπος που αλλάζει όλο το περιβάλλον κάνοντας τις μορφές των φυτών και των ζώων να ταιριάζουν στους στόχους και τη βούλησή του.

Με την ανάπτυξη των εργαλείων, οι περαιτέρω αλλαγές στο ανθρώπινο σώμα παύουν. Τα ανθρώπινα όργανα παραμένουν ως είχαν, με εξαίρεση τον εγκέφαλο. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος έπρεπε να συνεχίσει να αναπτύσσεται μαζί με τα εργαλεία. Και στην πραγματικότητα βλέπουμε ότι η διαφορά ανάμεσα στις περισσότερο και τις λιγότερο ανεπτυγμένες φυλές της ανθρωπότητας συνίσταται κυρίως στα «περιεχόμενα» των εγκεφάλων τους. Αλλά ακόμα και εξέλιξη αυτού του οργάνου έπρεπε να σταματήσει σε ένα ορισμένο στάδιο. Από τις απαρχές του πολιτισμού, οι λειτουργίες του εγκεφάλου μεταφέρονται όλο και περισσότερο σε κάποια τεχνητά μέσα. Η επιστήμη αποθησαυρίζεται σε βιβλία. Η λογική μας ικανότητα σήμερα δεν είναι και πολύ ανώτερη από αυτήν που κατείχαν οι Έλληνες, οι Ρωμαίοι ή ακόμη και οι Τεύτονες, αλλά η γνώση μας έχει διευρυνθεί πάρα πολύ χάρη στο γεγονός ότι το διανοητικό μας όργανο απαλλάχθηκε από σημαντικά βάρη, μέσω των υποκατάστατών του, των βιβλίων.

Έχοντας μάθει τη διαφορά ανάμεσα στους ανθρώπους και τα ζώα, ας σκεφτούμε τώρα πώς επηρεάζονται από τον αγώνα για την επιβίωση. Δεν χωράει αμφιβολία ότι αυτός ο αγώνας είναι η αιτία της τελειότητας και της αποβολής των ατελών, των λιγότερων ικανών και προσαρμοστικών όντων. Με αυτόν τον αγώνα τα ζώα γίνονται ολοένα τελειότερα. Παρ’ όλα αυτά είναι αναγκαίο να γίνουμε περισσότερο ακριβείς στη διατύπωση και την παρατήρηση για το τι συνιστά η τελειοποίηση αυτή. Για τον σκοπό αυτό δεν μπορούμε να μείνουμε σε μια διατύπωση ότι τα ζώα, ως ολότητες, αγωνίζονται και κατά συνέπεια τελειοποιούνται. Τα ζώα αγωνίζονται και ανταγωνίζονται μέσω των ιδιαίτερων οργάνων τους. Τα λιοντάρια δεν χρησιμοποιούν τις ουρές τους, οι λαγοί δεν βασίζονται στα μάτια τους και τα γεράκια δεν πετυχαίνουν χάρη στα ράμφη τους. Τα λιοντάρια παλεύουν αξιοποιώντας τους αλτικούς τους μύες και τα δόντια τους. Οι λαγοί βασίζονται στα πόδια και τα αυτιά τους και τα γεράκια πετυχαίνουν χάρη στα φτερά και τα μάτια τους. Αν λοιπόν ρωτήσουμε τι είναι αυτό που αγωνίζεται και ανταγωνίζεται, η απάντηση είναι τα σωματικά τους όργανα. Είναι οι μύες και τα δόντια του λιονταριού, τα πόδια και τα αυτιά του λαγού, τα φτερά και τα μάτια του γερακιού. Και μέσα από αυτήν τη διαπάλη, τα όργανα τελειοποιούνται. Το ζώο ως ολότητα βασίζεται σε αυτά τα όργανα και μοιράζεται τη μοίρα τους.

Ας κάνουμε τώρα την ίδια ερώτηση για τον κόσμο του ανθρώπου. Οι άνθρωποι δεν ανταγωνίζονται αξιοποιώντας τα σωματικά τους όργανα, αλλά μέσω τεχνητών οργάνων, μέσω εργαλείων (και όπλων τα οποία οφείλουμε να αντιλαμβανόμαστε ως εργαλεία). Και εδώ ισχύει επίσης η αρχή της τελειοποίησης και της απόρριψης των ατελών μέσω της διαπάλης. Τα εργαλεία μπαίνουν στον αγώνα και αυτό οδηγεί στην ολοένα μεγαλύτερη τελειοποίησή τους. Οι ομάδες φυλών που χρησιμοποιούν καλύτερα εργαλεία μπορούν καλύτερα να διασφαλίσουν τη συντήρησή τους, και, όταν προκύπτει άμεση αντιπαράθεση με κάποια άλλη φυλή, η καλύτερα εξοπλισμένη με τεχνητά εργαλεία θα νικήσει. Οι φυλές των οποίων η τεχνική είναι περισσότερο εξελιγμένη θα διώξουν ή θα υποτάξουν εκείνες των οποίων τα τεχνικά μέσα είναι λιγότερο εξελιγμένα. Οι Ευρωπαίοι κυριαρχούν, γιατί τα εξωτερικά τους βοηθήματα είναι ανώτερα.

Εδώ βλέπουμε ότι η αρχή του αγώνα για την επιβίωση, που διαμορφώθηκε από τον Δαρβίνο και τονίστηκε από τον Σπένσερ, έχει διαφορετική επίδραση στον άνθρωπο από ό,τι στα άλλα ζώα. Η αρχή ότι ο αγώνας οδηγεί στην τελειοποίηση των όπλων που χρησιμοποιούνται έχει διαφορετικά αποτελέσματα στον άνθρωπο και διαφορετικά στα υπόλοιπα ζώα. Στο ζώο οδηγεί στη διαρκή εξέλιξη των σωματικών οργάνων, – αυτό είναι και το θεμέλιο της θεωρίας της καταγωγής, η ουσία του δαρβινισμού. Στους ανθρώπους οδηγεί στη διαρκή εξέλιξη των εργαλείων, των μέσων παραγωγής. Αυτό είναι το θεμέλιο του μαρξισμού. Εδώ βλέπουμε ότι ο μαρξισμός και ο δαρβινισμός δεν είναι απλά δύο διαφορετικές θεωρίες, χωρίς τίποτα το κοινό, κάθε μία από τις οποίες εφαρμόζεται στο δικό της πεδίο. Στην πραγματικότητα, η ίδια αρχή διαπερνά και τις δύο θεωρίες. Διαμορφώνουν μία ενότητα. Η νέα πορεία στην ανθρώπινη εξέλιξη, η υποκατάσταση των σωματικών οργάνων από τα εργαλεία κάνει αυτήν τη θεμελιώδη αρχή να υλοποιείται διαφορετικά στα δύο πεδία. Όταν οι άνθρωποι απελευθερώθηκαν από τη ζωική τους κατάσταση, η εξέλιξη των εργαλείων και των παραγωγικών μεθόδων, ο καταμερισμός της εργασίας και η γνώση έγιναν η κινητήρια δύναμη της κοινωνικής εξέλιξης. Αυτά είναι που οδηγούν στα διάφορα συστήματα, όπως ο πρωτόγονος κομμουνισμός, η δουλοκτησία, οι απαρχές της εμπορευματικής παραγωγής, η φεουδαρχία και τώρα ο σύγχρονος καπιταλισμός, ο οποίος μας φέρνει ολοένα πιο κοντά στον σοσιαλισμό.

 

X. Καπιταλισμός και σοσιαλισμός

 

 

Η ιδιαίτερη μορφή που αποκτά ο δαρβινικός αγώνας για την επιβίωση καθορίζεται από την κοινωνικότητα των ανθρώπων και τη χρήση των εργαλείων. Ο αγώνας για την επιβίωση, ενώ ακόμα διεξάγεται μεταξύ των μελών διαφορετικών ομάδων, παύει ανάμεσα στα μέλη της ίδιας ομάδας και τη θέση του παίρνει η αλληλοβοήθεια και το κοινωνικό αίσθημα. Στον αγώνα μεταξύ ομάδων, ο τεχνικός εξοπλισμός καθορίζει ποιος θα είναι ο νικητής. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την πρόοδο της τεχνικής. Αυτές οι δύο περιστάσεις οδηγούν σε διαφορετικά αποτελέσματα στο πλαίσιο διαφορετικών συστημάτων. Ας δούμε με ποιο τρόπο λειτουργούν εντός του καπιταλισμού.

Όταν η αστική τάξη κατέκτησε την πολιτική εξουσία και κατέστησε το καπιταλιστικό σύστημα κυρίαρχο, ξεκίνησε με την κατάργηση των φεουδαρχικών δεσμών και την απελευθέρωση των ανθρώπων από αυτούς. Για τον καπιταλισμό ήταν ουσιώδες το να μπορεί ο καθένας να παίρνει μέρος στον ανταγωνισμό, το να μην δεσμεύονται ούτε να περιορίζονται οι κινήσεις οποιουδήποτε από συντεχνιακές υποχρεώσεις ή νομικές διατάξεις, γιατί μόνο έτσι μπορούσε η παραγωγή να αναπτυχθεί πλήρως. Οι εργάτες έπρεπε είναι κύριοι του εαυτού τους και να μην δεσμεύονται από φεουδαρχικές ή συντεχνιακές υποχρεώσεις, γιατί μόνο σαν ελεύθεροι εργαζόμενοι θα μπορούσαν να πουλήσουν την εργατική τους δύναμη σαν εμπόρευμα και μόνο έτσι θα ήταν χρήσιμοι στους κεφαλαιοκράτες. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η αστική τάξη παραμέρισε όλα τα παλιά δεσμά και καθήκοντα. Απελευθέρωσε τους ανθρώπους, αλλά ταυτόχρονα τους άφησε απόλυτα απομονωμένους και απροστάτευτους. Έως τότε οι άνθρωποι δεν ήταν απομονωμένοι, ανήκαν σε κάποια συντεχνία, βρίσκονταν υπό την προστασία κάποιου άρχοντα ή κάποιας κοινότητας και σε αυτό έβρισκαν δύναμη. Ήταν μέλη κάποιας κοινωνικής ομάδας, απέναντι στην οποία είχαν κάποιες υποχρεώσεις και από την οποία προστατεύονταν. Η αστική τάξη κατάργησε αυτά τα καθήκοντα, κατέστρεψε τις συντεχνίες και κατέλυσε τις φεουδαρχικές σχέσεις. Η απελευθέρωση του εργάτη σήμαινε την ίδια στιγμή και στέρηση κάθε προστασίας του – ο εργάτης δεν μπορούσε πια να βασίζεται σε κανέναν.

Ο καθένας πλέον έπρεπε να βασίζεται στον εαυτό του. Μόνος, ελεύθερος από όλα τα δεσμά, αλλά και από κάθε προστασία, έπρεπε να αγωνιστεί εναντίον όλων.

Γι’ αυτόν τον λόγο στον καπιταλισμό ο κόσμος του ανθρώπου μοιάζει κυρίως στον κόσμο των σαρκοβόρων ζώων και για τον ίδιο ακριβώς λόγο οι αστοί δαρβινιστές αναζήτησαν τον αρχετυπικό άνθρωπο μεταξύ των ζώων που ζουν απομονωμένα. Οδηγήθηκαν σε αυτό από την ίδια την εμπειρία τους. Το λάθος τους, παρ’ όλα αυτά, ήταν ότι θεωρούσαν τις συνθήκες του καπιταλισμού αιώνιες. Η σχέση ανάμεσα στο ανταγωνιστικό καπιταλιστικό μας σύστημα και στα ζώα που ζουν απομονωμένα, περιγράφηκε από τον Ένγκελς στο έργο του «Αντι-Ντύρινγκ» ως εξής:

Τελικά, η σύγχρονη βιομηχανία και το άνοιγμα της παγκόσμιας αγοράς έκανε τον αγώνα οικουμενικό και, την ίδια στιγμή, του προσέδωσε ανήκουστη αγριότητα. Τα πλεονεκτήματα σε φυσικές ή τεχνητές συνθήκες της παραγωγής καθορίζουν πλέον την ύπαρξη ή μη τόσο μεμονωμένων καπιταλιστών όσο και ολόκληρων βιομηχανιών και χωρών. Όποιος πέσει πετιέται χωρίς έλεος στο περιθώριο. Είναι ο δαρβινικός αγώνας του ατόμου για την επιβίωση, μεταφερμένος από την φύση στην κοινωνική κοινωνία και μάλιστα με οξυμένη βιαιότητα. Οι φυσικές συνθήκες ύπαρξης του ζώου εμφανίζονται σαν η τελική περίοδος της ανθρώπινης εξέλιξης.

Τι είναι αυτό μέσω του οποίου διεκπεραιώνεται αυτός ο αγώνας στον καπιταλιστικό ανταγωνισμό και η τελειότητά του καθορίζει τη νίκη;

Πρώτα είναι τα τεχνικά εργαλεία, οι μηχανές. Εδώ και πάλι ισχύει ο νόμος ότι ο αγώνας οδηγεί στην τελειότητα. Η πιο εξελιγμένη μηχανή ξεπερνά τη λιγότερο εξελιγμένη, οι μη αποδοτικές πλέον μηχανές και τα απλά εργαλεία καταστρέφονται, η τεχνική εξελίσσεται με γιγαντιαία άλματα για ακόμη μεγαλύτερη παραγωγικότητα. Αυτή είναι η πραγματική εφαρμογή του δαρβινισμού στην ανθρώπινη κοινωνία. Η ιδιαιτερότητα που εμφανίζεται στον καπιταλισμό είναι η ατομική ιδιοκτησία, και πίσω από κάθε μηχανή υπάρχει ένας άνθρωπος. Πίσω από τη γιγαντιαία μηχανή υπάρχει ένα μεγάλος καπιταλιστής και πίσω από τη μικρή μηχανή ένας μικρός. Με την ήττα της μικρής μηχανής, ο μικρός καπιταλιστής χάνεται, ως καπιταλιστής, με όλες τις ελπίδες και την ευτυχία του. Την ίδια στιγμή ο αγώνας είναι μια κούρσα κεφαλαίου. Το μεγάλο κεφάλαιο είναι καλύτερα εξοπλισμένο, το μεγάλο κεφάλαιο γίνεται διαρκώς μεγαλύτερο. Αυτή η συγκέντρωση του κεφαλαίου υπονομεύει το ίδιο το κεφάλαιο, γιατί ελαττώνει την αστική τάξη, της οποίας συμφέρον είναι η διατήρηση του καπιταλισμού, και πληθαίνει την μάζα που επιδιώκει την ανατροπή του. Ταυτόχρονα, ένα από τα χαρακτηριστικά του καπιταλισμού καταλύεται. Στον κόσμο όπου όλοι αγωνίζονται εναντίον όλων, νέοι δεσμοί αναπτύσσονται εντός της εργατικής τάξης, η οργάνωση της ίδιας της τάξης ως τέτοιας. Οι μορφές οργάνωσης της εργατικής τάξης ξεκινούν από την παύση του ανταγωνισμού μεταξύ των εργατών και την ενοποίηση της δύναμής τους ενάντια στον έξω κόσμο. Ό,τι ισχύει για τις κοινωνικές ομάδες, ισχύει και για την οργάνωση της τάξης που προκαλείται από φυσικές συνθήκες. Στις γραμμές της ταξικής συγκρότησης τα κοινωνικά κίνητρα, το ηθικό αίσθημα, η αυτοθυσία και η αφοσίωση αναπτύσσονται με τον πιο λαμπρό τρόπο. Αυτή η συμπαγής οργάνωση δίνει στην αστική τάξη τη μεγάλη εκείνη δύναμη που απαιτείται για να κυριαρχήσει επί των καπιταλιστών. Η ταξική πάλη, η οποία δεν είναι πάλη με εργαλεία αλλά πάλη για την κατοχή των εργαλείων, για τη διεύθυνση της βιομηχανίας, θα καθοριστεί από την ισχύ της ταξικής οργάνωσης.

Ας δούμε τώρα το μελλοντικό σύστημα παραγωγής, τον σοσιαλισμό. Ο αγώνας που οδηγεί στην τελειοποίηση των εργαλείων δεν παύει. Όπως και πριν, στον καπιταλισμό, η κατώτερη μηχανή θα παραμεριστεί από την ανώτερη. Όπως και πριν, αυτή η διαδικασία θα οδηγεί σε μεγαλύτερη παραγωγικότητα της εργασίας. Αλλά με την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας, δεν θα υπάρχει πια ένας άνθρωπος πίσω από κάθε μηχανή, να τη θεωρεί δική του και να μοιράζεται τη μοίρα της. Οι μηχανές θα είναι κοινή ιδιοκτησία και η αντικατάσταση των λιγότερο από τις περισσότερο εξελιγμένες θα είναι αποτέλεσμα προσεκτικής μελέτης.

Με την κατάργηση των τάξεων ολόκληρος ο πολιτισμένος κόσμος θα γίνει μια μεγάλη παραγωγική κοινότητα. Μέσα σε αυτήν την κοινότητα η διαπάλη μεταξύ των μελών της θα πάψει και θα συνεχιστεί με τον έξω κόσμο. Δεν θα είναι πια μια πάλη ενάντια στο ίδιο μας το είδος, αλλά μια πάλη για την ύπαρξη, ένας αγώνας απέναντι στη φύση. Αλλά χάρη στην εξέλιξη της τεχνικής και της επιστήμης αυτό δύσκολα μπορεί να ονομαστεί καν πάλη. Η φύση υποτάσσεται στον άνθρωπο και με πολύ λίγη προσπάθεια του παρέχει τα απαραίτητα σε αφθονία. Πλέον νέες προκλήσεις εμφανίζονται για τον άνθρωπο. Η έγερσή του από τη ζωική κατάσταση και η συνέχιση του αγώνα για την επιβίωση με τα εργαλεία ολοκληρώνεται, και ένα νέο κεφάλαιο της ανθρώπινης ιστορίας ξεκινά.

 

 

Γράφτηκε: 1909

 

 

Μεταφράστηκε απο: https://www.marxists.org/archive/pannekoe/1912/marxism-darwinism.htm

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *