Μαρξιστική Φιλοσοφία:Βασικές έννοιες και αρχές

Αναδημοσίευση απο το ιστολόγιο Ορίζοντας

 

Μαρξιστική Φιλοσοφία

Βασικές έννοιες και αρχές

 

 

Στις 30 Ιουνίου έφυγε από τη ζωή ο γερμανός κομμουνιστής φιλόσοφος Robert Steigerwald (Ρόμπερτ Στάιγκερβαλντ) σε ηλικία 91 ετών. Πρόκειται για έναν πολυγραφότατο επιστήμονα, ο οποίος ασχολήθηκε με ζητήματα που αφορούν στη διαλεκτική, στην κριτική διαφόρων ρευμάτων της κυρίαρχης ιδεολογίας, στην επεξεργασία φυσικο-επιστημονικών γνώσεων μέσω του μαρξισμού, καθώς και σε μια σειρά ζητήματα στρατηγικής και τακτικής του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος (DKP). Κείμενά του έχουμε ήδη δημοσιεύσει στο παρόν ιστολόγιο, ενώ αυτό θα συνεχιστεί και στο μέλλον. Με αφορμή το θάνατό του αναδημοσιεύουμε ένα βιβλίο του, που, ουσιαστικά, αποτελεί μια εισαγωγή στη μαρξιστική φιλοσοφία (ΠΓ).

 

του Robert Steigerwald

Ο τίτλος του πρωτότυπου είναι:

Marxistische Philosophie

 

Einführung für die Jugend

 

Η μετάφραση έγινε από την πρωτότυπη έκδοση του εκδοτικού

Verlag Marxistische Blätter, Frankfurt am Main, 1979

 Ρόμπερτ Στάιγκερβαλντ

 [Robert Steigerwald]

 

 Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»

 Αθήνα 1981

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΤΟ ΒΑΣΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΚΑΘΕ ΚΟΣΜΟΘΕΩΡΙΑΣ

Ποιος δημιούργησε τον κόσμο;

Λίγα λόγια για τη θρησκεία

Ποιο είναι το βασικό ζήτημα κάθε κοσμοθεωρίας;

Υπάρχει υπερανθρώπινο πνεύμα;

Μπορούμε να γνωρίσουμε τον κόσμο;

Γιατί η σχέση του Είναι και της συνείδησης είναι το βασικό ζήτημα της φιλοσοφίας;

Ποια γενικά συμπεράσματα συνάγει η υλιστική φιλοσοφία για το Είναι;

Προσοχή! Προειδοποίηση

ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΒΑΣΙΚΟΙ ΝΟΜΟΙ ΤΗΣ ΕΞΕΛΙΞΗΣ;

Ποιες αποδείξεις υπάρχουν για το ότι όλα στον κόσμο εξελίσσονται;

Πως έγινε η ανακάλυψη των νόμων της εξέλιξης;

Σε ποια ερωτήματα οφείλει να απαντήσει μια γενική θεωρία της εξέλιξης;

Η καθολική αλληλουχία

  1. Πως συντελείται η εξέλιξη;
  1. Εξέλιξη σαν «άρνηση» – τι σημαίνει;
  1. Τι είναι αυτό που προωθεί την εξέλιξη;

      Εξέλιξη είναι η πάλη των αντιθέτων

      Εσωτερικές και εξωτερικές αντιθέσεις

      Ασυμφιλίωτες-εχθρικές και άλλες αντιθέσεις

  1. Βασικές κατηγορίες της διαλεκτικής

      Ουσία και φαινόμενο

      Περιεχόμενο και μορφή

      Αιτία και αποτέλεσμα

      Αναγκαιότητα και τυχαίο

      Αναγκαιότητα και ελευθερία

      Δυνατότητα και πραγματικότητα

  1. Για τη σημασία της διαλεκτικής στην πρακτική δράση

Ανακεφαλαίωση

ΠΟΙΟΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΕΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ;

Γιατί μελετάμε το ζήτημα αυτό;

Πως μπορούν να αποδειχτούν οι ιστορικοί νόμοι και οι τάσεις εξέλιξης;

Καθορίζεται η ιστορία από νόμους του πνεύματος;

Ποιο είναι το πρωταρχικό, το Είναι ή η συνείδηση;

Πως έχει το ζήτημα με τις μεγάλες προσωπικότητες και τις ιδέες τους;

Τι, λοιπόν, καθορίζει την κοινωνική εξέλιξη;

Τι ρόλο παίζουν οι γεωγραφικές και οι κλιματολογικές συνθήκες;

Καθορίζει την ιστορία το μέγεθος του πληθυσμού;

Τι ρόλο παίζουν οι βιολογικοί και φυλετικοί παράγοντες;

Τι ρόλο παίζει ο τρόπος παραγωγής;

Τι είναι ο τρόπος παραγωγής;

Πως και γιατί αλλάζει ο τρόπος παραγωγής;

Πως επιδρά ο τρόπος παραγωγής πάνω στη μορφή του κοινωνικού συστήματος και στον κόσμο των κοινωνικών ιδεών;

ΜΙΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Για την ειδική γλώσσα της μαρξιστικής φιλοσοφίας

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

* * *

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το περιεχόμενο τούτου του βιβλίου αναφέρεται σε ζητήματα για τα οποία, στην απλή γερμανική γλώσσα, χρησιμοποιείται η λέξη «κοσμοθεωρία» (ή «κοσμοαντίληψη»). Δεν θέλουμε εδώ να λογομαχήσουμε για το αν η λέξη αυτή χαρακτηρίζει σωστά το αντικείμενο για το οποίο θα γίνει λόγος. Θα δούμε, στη συνέχεια, έτσι ή αλλιώς, ότι η ακρίβεια ορισμένων κοσμοθεωρητικών εννοιών παρουσιάζει αρκετές αδυναμίες. Ας δούμε, λοιπόν, το ίδιο το ζήτημα.

Καθημερινά ασχολούμαστε, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, με το περιβάλλον μας: στη δουλειά μας με τη φύση ή με αντικείμενα που οι άλλοι, πριν από μας, κατασκεύασαν από φυσικές ύλες. Στην πορεία της εργασίας μας, επίσης, ερχόμαστε σ’ αντίθεση με ανθρώπους, όπως: επιστάτες, αρχιεργάτες, προϊσταμένους, με άλλους, πάλι, συμπράττουμε. Στο σχολείο, κοπιάζουμε, εμείς και οι δάσκαλοί μας, με την επεξεργασία της διδαχτικής ύλης και με τη λύση πολλών άλλων προβλημάτων. Όχι σπάνια, αναρωτιόμαστε: Γιατί άραγε παιδευόμαστε; Σε τι ωφελεί ο κόπος που ξοδεύουμε, αφού οι θέσεις επαγγελματικής ειδίκευσης, σπουδών και εργασίας είναι περιορισμένες; Προκύπτουν, επίσης, και άλλα ερωτήματα, όπως τα παρακάτω:

Δεν μπορούμε, άραγε, ν’ αλλάξουμε αυτή την κατάσταση; Πρέπει να παραμείνουμε για πάντα μια ροδίτσα στο μεγάλο παγκόσμιο μηχανισμό; Πρέπει να μείνουν όλα σύμφωνα με το ρητό που λέει: «Άλλες οι βουλές των ανθρώπων και άλλα ο Θεός κελεύει»; Μήπως είναι σωστό αυτό που λέγεται, ότι «εκείνοι που βρίσκονται πάνω» κάνουν, τελικά, αυτό που θέλουν; Έχει νόημα να ασχοληθεί κανείς με τέτοιες υποθέσεις; Δεν θα ήταν καλύτερα να παραιτηθούμε απ’ όλα αυτά; Προκύπτει, ακόμα, και το ερώτημα: Γιατί, άραγε, ζούμε; Έχει νόημα η ζωή και αν έχει, ποιο είναι; Έχουν δίκαιο εκείνοι που μιλούν για αγάπη προς τον πλησίον ή εκείνοι που λεν, ότι όλα αυτά είναι αερολογίες και ότι καθένας πρέπει να θεωρεί τον εαυτό του σαν τον πλησίον του; Ή έχουν δίκαιο εκείνοι που ασπάζονται το ρητό: «μικρό, αλλά είναι δικό μου;!», «έχεις κάτι, είσαι κάτι!»; Ή εκείνοι που λένε: «πάρε το δρόμο για τα ξένα!», φύγε –αν μπορείς- απ’ όλα αυτά τα κακά.

Στα ερωτήματα ή τις λύσεις που αναφέρθηκαν εδώ –και τέτοια υπάρχουν πολλά- εκφράζονται, αν κι αυτοί που τα λένε ίσως να μην το ξέρουν, πεποιθήσεις και συμπεριφορά απέναντι στον κόσμο, δηλαδή, κοσμοθεωρητικές θέσεις.

Δεν είναι, όμως, σε καμιά περίπτωση, αδιάφορο το ποια κοσμοθεωρητική θέση παίρνει κανείς. Ας πάρουμε ένα παράδειγμα: οι σοσιαλιστές παίρνουν σαν βάση της κοσμοθεωρητικής τους τοποθέτησης την αρχή, πως ό,τι διαδραματίζεται στον κόσμο είναι μια αδιάκοπη διαδικασία εμφάνισης και εξαφάνισης. Ξέρουμε, για παράδειγμα, πως η κοινωνική πραγματικότητα στην οποία ζούμε και την οποία οι σοσιαλιστές την ονομάζουν καπιταλισμό δημιουργήθηκε ιστορικά, αλλά δεν είναι αιώνια. Τι θέση θα πάρουν, λοιπόν, απέναντι στο ζήτημα αυτό εκείνοι που στον τόπο μας έχουν τα ηνία στα χέρια τους, δηλαδή, οι καπιταλιστές; Μπορούν να συμφωνήσουν με μια τέτοια κοσμοθεωρία; Δεν μπορούν, βέβαια, γιατί, αλλιώς, θα ήταν αναγκασμένοι να παραδεχτούν, ότι η ιστορία θα τους εξαφανίσει. Επομένως, αυτοί θα διαδώσουν μια πολύ διαφορετική κοσμοθεωρία, περίπου, την ακόλουθη: Οι άνθρωποι είναι από τη φύση τους κακοί, επομένως, και όλο το ανθρώπινο έργο είναι κακό. Γιατί, λοιπόν, να επιδιώκει κανείς να αλλάξει κάτι, αφού και το καινούργιο δεν θα είναι λιγότερο κακό από το παλιό;

Το νανουριστικό αυτό τραγούδι, που από εκατονταετίες τραγουδούν οι κυρίαρχες τάξεις για τους καταπιεζόμενους, παρουσιάζεται με διάφορες μελωδίες και με διαρκώς διαφοροποιημένο κείμενο, αλλά το τελικό νόημα μιας τέτοιας κοσμοθεωρίας είναι το κήρυγμα στις μάζες: εσείς εκεί κάτω, αφήστε τις ελπίδες σας να πλανώνται!

Απεναντίας, οι εκπρόσωποι των εκατομμυρίων αναπτύσσουν, στην πάλη τους ενάντια στους δέκα χιλιάδες, άλλες μορφές κοσμοθεωριών. Χρησιμοποιούν διαρκώς σαν επιχείρημά τους την ιστορία: «Όταν ο Αδάμ έσκαβε το χωράφι και η Εύα έκλωθε το νήμα, που βρισκόταν ο ευγενής;» -ρωτούσαν οι επαναστατημένοι αγρότες το 1525. Ταυτόχρονα, υπενθυμίζουν το γεγονός ότι οι δέκα χιλιάδες ζουν χάρη στη δουλειά των εκατομμυρίων: «Άνθρωπε της δουλειάς, ξύπνα! Και νοιώσε τη δύναμή σου! Όλοι οι τροχοί σταματούν, σαν το θελήσει το ισχυρό σου χέρι». Τα λόγια αυτά τραγουδούσε τον περασμένο αιώνα ο ποιητής του γερμανικού εργατικού κινήματος Χέρβεγκ. Και μια που ο λόγος για τους μεγάλους άνδρες, που τα ‘καναν δήθεν όλα, τότε, κάνετε την ερώτηση που κάνει και ο Μπρεχτ: Ποιος έχτισε την εφτάπυλη Θήβα; Ο βασιλιάς ή οι εργαζόμενοι σκλάβοι του;

Κοντολογίς: Τα κοσμοθεωρητικά ζητήματα είναι κάθε άλλο, παρά δευτερεύοντα ζητήματα. Για το εργατικό κίνημα, έχουν, μάλιστα, αποφασιστική σημασία, είναι σπουδαιότερα απ’ ό,τι για τους κεφαλαιοκράτες. Γιατί; Γιατί το κάθε τι που δραστηριοποιεί τους ανθρώπους πρέπει, πρώτα, να περάσει από το κεφάλι τους. Αν, για παράδειγμα, θέλουμε να χτίσουμε ένα σπίτι, πρέπει πρώτα να φτιάξουμε στο μυαλό μας το αντίστοιχο σχέδιο. Η πάλη, λοιπόν, ανάμεσα στις κυρίαρχες τάξεις και τους υποταγμένους, έχει άμεση σχέση μ’ αυτό που υπάρχει στο κεφάλι μας, με τις αντιλήψεις και τις γνώσεις μας. Είναι, όμως, γεγονός, ότι οι κυρίαρχες τάξεις έχουν στη διάθεσή τους τα ιδρύματα ραδιοφωνίας και τηλεόρασης, την εφημερίδα «Μπιλντ» και άλλες μεγάλες εφημερίδες. Και κάνουν μ’ αυτά το παν για να δημιουργήσουν μπροστά μας μια όσο γίνεται πιο πυκνή ομίχλη.

Μας επιτρέπουν, π.χ., «να μάθουμε», με ακρίβεια, ότι κάποιος άχρηστος γιος εκατομμυριούχου ή κάποια «ντίβα» κινηματογράφου πήγε με κάποιον στο κρεβάτι, κάποιος έκοψε με κάποιου είδους μαχαίρι το λαιμό κάποιου κλπ. Αλλά τι, αν είναι δυνατόν, δεν επιτρέπεται να ξέρουμε; Το ότι οι επιχειρηματίες δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς εργάτες, ενώ οι εργάτες κάλλιστα μπορούν να ζήσουν χωρίς τους επιχειρηματίες. Γι’ αυτό, -όπως αναφέραμε ήδη- η γνώση αυτή έχει για τους εργάτες, για τους απλούς ανθρώπους αποφασιστική σημασία. Τι άλλα μέσα διαθέτουν οι εργάτες, που τους κάνουν να είναι ισχυρότεροι από τους επιχειρηματίες; Δεν διαθέτουν, βέβαια, πολλά μέσα! Με το μέρος των κυρίων, βρίσκεται το πολύ χρήμα, με το οποίο μπορούν να αγοράζουν σχεδόν τα πάντα. Αυτοί καθορίζουν, μέσον του σχολείου, του στρατού, της εκκλησίας, του ραδιόφωνου, της τηλεόρασης, του Τύπου κλπ., τι επιτρέπεται να «ξέρουμε» και τι όχι. Αυτοί πληρώνουν τους συντάκτες, και όποιος πληρώνει την ορχήστρα παραγγέλνει και τη μουσική! Στο πλευρό των επιχειρηματιών, και ενάντια στους εργαζόμενους, βρίσκονται, επίσης, τα περισσότερα δικαστήρια, η αστυνομία (που υπερασπίζει τους απεργοσπάστες και όχι τους απεργούς), ο στρατός κλπ. Εμείς, όμως, είμαστε οι πολλοί, οι πάρα πολλοί! Το ζήτημα είναι, τι μπορούν να κάνουν οι πολλοί; Τι έχουν στα χέρια τους; Φαινομενικά, τίποτα. Ωστόσο, αν τα εκατομμύρια των εργαζομένων θα είχαν την ίδια επίγνωση, αν θα διέθεταν την ίδια κοσμοαντίληψη, μια κοσμοαντίληψη που θα ανταποκρινόταν στην πραγματική κατάσταση του κόσμου και της εξέλιξής του, δηλαδή, που θα ήταν σωστή και θα εξασφάλιζε συνεπώς τη σωστή δράση, κι αν ακόμα στη διεκδίκηση των δίκαιων αιτημάτων τους, θα ήταν ενωμένοι, τότε, θα μπορούσαν να μεταβάλλουν τα πάντα προς όφελός τους.

Μ’ αυτό, όμως, φτάσαμε στο σωστό και επίμαχο σημείο. Εφόσον τα εκατομμύρια των εργαζομένων πρέπει, επί τέλους, να γίνουν πιο ισχυροί από τους εκατομμυριούχους, μπαίνει το καθήκον να βοηθήσουμε τους εργάτες και τους υπαλλήλους, δηλαδή, τους πολλούς, να συνειδητοποιήσουν τη θέση τους, να τους οδηγήσουμε στη σωστή επίγνωση των συμφερόντων τους, να τους εξηγήσουμε, δηλαδή, όλα τα ζητήματα που έχουν σχέση με την κοσμοθεωρία. Κι από τη δουλειά αυτή, εμάς τους σοσιαλιστές δεν μας απαλλάσσει κανείς: ούτε ο (αστικός) Τύπος, ούτε κανείς άλλος. Κι εδώ ισχύουν τα λόγια του παλιού και θαυμάσιου ύμνου της εργατιάς, της «Διεθνούς»: «Της γης οι δούλοι και ραγιάδες μοναχοί τους θα σωθούν». Για το εργατικό κίνημα, η μόρφωση και η διαφώτιση δεν είναι μόνο αναγκαία, είναι και εξαιρετικά σοβαρή δουλειά. Στα πλαίσια αυτής της δουλειάς, ένα βασικό πολιτικό καθήκον είναι να γίνει μια κατανοητή εισαγωγή στην επιστημονική εξήγηση των βασικών κοσμοθεωρητικών ζητημάτων. Το βιβλίο αυτό έχει σαν σκοπό του να βοηθήσει σ’ αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση [1].

Στο κείμενο, θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε πολλές φορές με παραδείγματα, θα φροντίσουμε να εξηγήσουμε διάφορες γενικές διαπιστώσεις. Ωστόσο, για να μην αφήσουμε θέση για παρανοήσεις, πρέπει να τονίσουμε απ’ την αρχή, ότι τα παραδείγματα αυτά δεν πρέπει να εκληφθούν σαν αποδείξεις για τους καθολικά ισχύοντες νόμους, προορίζονται απλώς να διευκολύνουν την κατανόηση αυτών των νόμων [2].

Κι ακόμα κάτι, που πρέπει να ειπωθεί απ’ την αρχή: Η παρουσίαση αυτή της μαρξιστικής-λενινιστικής φιλοσοφίας θα μπορούσε να δημιουργήσει την εντύπωση, πως όλα τα κοσμοθεωρητικά ζητήματα είναι μια για πάντα λυμένα. Αυτό δεν είναι σωστό. Γιατί, και στην ίδια τη μαρξιστική φιλοσοφία, υπάρχουν ακόμα πολλά προβλήματα που μέχρι σήμερα δεν λύθηκαν ή δεν λύθηκαν σε ικανοποιητικό βαθμό. Ωστόσο, το νόημα της εισαγωγής αυτής στη μαρξιστική φιλοσοφία δεν είναι να ασχοληθούμε ιδιαίτερα με τα άλυτα αυτά ή τα μη ικανοποιητικά λυμένα προβλήματα.

* * *

ΤΟ ΒΑΣΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΚΑΘΕ ΚΟΣΜΟΘΕΩΡΙΑΣ

Όλα μ’ ό,τι έχουμε να κάνουμε στη ζωή μας δημιουργήθηκαν κάποτε. Γιορτάζουμε, λόγου χάρη, τα γενέθλιά μας. Η γενέτειρά μου, η Φραγκφούρτη, χτίστηκε στον καιρό των αρχαίων Ρωμαίων. Αναρωτιόμαστε, πολλές φορές, από πότε υπάρχει στον πλανήτη μας ζωή ή από πότε υπάρχουν άνθρωποι; Άλλοι, πάλι, ρωτούν, από πότε υπάρχει ο πλανήτης μας ή ο Ήλιος; Κοντολογίς, όλα ό,τι βλέπουμε, όλα αυτά με τα οποία ασχολούμαστε έχουν μια αρχή και ένα τέλος. Εμείς δεν γιορτάζουμε μόνο τα γενέθλιά μας, ξέρουμε, επίσης, πως καθένας από μας έχει έναν πατέρα και μια μητέρα που τον γέννησε. Η πόλη της Φραγκφούρτης δεν έπεσε από τον ουρανό, οι Ρωμαίοι και οι Γερμανοί ήταν εκείνοι που έχτισαν εδώ σπίτια. Αλλά πως έχει το ζήτημα με τη Γη μας; Έχει κι αυτή μια «μητέρα» κι έναν «πατέρα»; Πως έχει το ζήτημα με τον Ήλιο; Ποιος τον δημιούργησε; Ασφαλώς, τον καθένα από εμάς θα τον έχει απασχολήσει, τουλάχιστον μια φορά, το ερώτημα αυτό.

Στο ερώτημα αυτό, οι θρησκείες και μια ορισμένη κατεύθυνση στη φιλοσοφία απαντούν διαφορετικά απ’ ό,τι εμείς οι μαρξιστές.

Στο σημείο αυτό, θα χρειαστεί να εξηγήσουμε μια ξένη λέξη, την οποία, θα έχετε, ίσως, διαβάσει ή ακούσει ή, οπωσδήποτε, θα συναντήσετε. Έχω υπόψη μου τη λέξη «φιλόσοφος» ή «φιλοσοφία». Η λέξη αυτή προέρχεται από την ελληνική γλώσσα και σημαίνει: φίλος της σοφίας ή αγάπη προς τη σοφία. Και η λέξη «φίλος», την οποία συναντάει κανείς σε πολλές ξένες γλώσσες, σημαίνει αγάπη, με την έννοια ότι κάποιος δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον για ένα ορισμένο πράγμα.

Μήπως ο καθένας από μας δεν είναι, τουλάχιστον, κατά ορισμένες στιγμές φίλος της σοφίας, που τείνει προς τη σοφία και που επιδιώκει τη γνώση; Δηλαδή, μήπως ο καθένας από μας δεν είναι κι ένας φιλόσοφος, ακόμα κι εκείνος που δεν το ξέρει;

Από ορισμένη άποψη, αυτό είναι σωστό! Φιλόσοφοι δεν είναι μονάχα οι άνθρωποι που ζουν αποτραβηγμένοι από τη ζωή και που μιλούν μια ακατανόητη, κορακίστικη γλώσσα. Κάθε άνθρωπος που θέλει να μάθει κάτι περισσότερο απ’ ό,τι συντελείται καθημερινά μπροστά στα μάτια μας, καθένας που θέλει να ρίξει μια ματιά στα απόκρυφα του κόσμου, που θέλει να γνωρίσει αυτό που κάνει τον κόσμο εσωτερικά ενωμένο, που πασχίζει να γνωρίσει τον παράγοντα που προκαλεί σ’ αυτόν τον κόσμο μια αδιάκοπη διαδικασία εμφάνισης και εξαφάνισης θέτει, ουσιαστικά, κοσμοθεωρητικά, φιλοσοφικά ζητήματα. Κι αυτό κάνει ο καθένας μας από καιρό σε καιρό. Ο καθένας μας θα έχει, ασφαλώς, αναρωτηθεί: Υπάρχει ο κόσμος αυτός αιώνια ή δημιουργήθηκε από κάποιον Θεό; Μπορούμε να γνωρίσουμε πραγματικά τον κόσμο και να επιδράσουμε πάνω του; Τα πάντα στον κόσμο συντελούνται τυχαία ή υπάρχουν για τούτο ορισμένοι νόμοι; Έχουμε την ικανότητα να εξουσιάζουμε τους όρους της ζωής μας; Για ποιο σκοπό ζούμε; Ποιο είναι το νόημα της ύπαρξής μας; Όποιος θέτει τέτοια ερωτήματα και απαντάει σ’ αυτά με έναν εντελώς συγκεκριμένο τρόπο, αυτός ασχολείται με φιλοσοφικά ζητήματα.

Τι εννοούμε, όταν λέμε, ότι φιλόσοφος είναι ο καθένας που στα παραπάνω ερωτήματα απαντάει με έναν ορισμένο τρόπο; Για να το εξηγήσουμε αυτό, θα χρειαστεί να προσέξουμε τα παρακάτω.

Ποιος δημιούργησε τον κόσμο;

Στο ερώτημα, ποιος δημιούργησε τον κόσμο, υπάρχει, όπως αναφέραμε ήδη, μια απάντηση της θρησκείας και ορισμένων φιλοσόφων. Τι λέει η απάντησή τους; Ισχυρίζονται, ότι, στην αρχή, ο Θεός αιωρούνταν πάνω από το τίποτε, από το οποίο δημιούργησε τον Ουρανό και τη Γη. Με τον τρόπο αυτό, καλλιεργείται στον απλό λαό η εντύπωση, πως ο Θεός είναι ένας πανάρχαιος και πολύ ισχυρός άνδρας, με σγουρή γενειάδα. Για τους μορφωμένους ανθρώπους, οι φιλόσοφοι αυτοί διαδίδουν κάτι άλλο. Γιατί, ξέρουν, ότι θα μπορούσε να τους τεθεί το ερώτημα: Για πέστε μας, κύριοι, τον αρχαιότατο αυτόν άνδρα, με τη σγουρή γενειάδα, που δημιούργησε, τάχα, τον κόσμο, ποιος τον έκανε; Μήπως υπήρχε πάντα; Για κείνους που θα μπορούσαν να θέσουν τέτοια ερωτήματα, οι φιλόσοφοι διαθέτουν μια πιο ραφιναρισμένη απάντηση.

Ποια είναι, σ’ αυτή την περίπτωση, τα επιχειρήματά τους; Λένε: το Θεό, την πρωταρχική αυτή βάση του κόσμου, δεν πρέπει να τον φανταστούμε σαν κάτι το σωματικό. Ο Θεός είναι κάτι το καθαρά πνευματικό, είναι μια καθαρά πνευματική δύναμη, που δημιούργησε τον κόσμο. Και ακόμα: Ο μύθος του πανάρχαιου άνδρα γεννήθηκε τότε που οι άνθρωποι δεν μπορούσαν ακόμα να σκεφτούν επιστημονικά. Πίσω από κάθε τι που συνέβαινε εκείνο τον καιρό, οι άνθρωποι έβλεπαν την ενέργεια κάποιων προσωπικοτήτων, των θεών, που τους παράσταιναν σαν ανθρώπους γίγαντες, με ιδιαίτερη δύναμη, είτε σαν σεβάσμιους ηλικιωμένους ανθρώπους (κυρίως, άνδρες). Σήμερα, όμως, λένε οι φιλόσοφοι αυτής της σχολής, μπορούμε να παραιτηθούμε από την αντεπιστημονική αυτή ανθρωποποίηση των διαδικασιών στη φύση. Εμείς –λένε- ξεκινούμε από το γεγονός, ότι την πρωταρχική βάση του κόσμου την αποτέλεσε όχι ένας υπεράνθρωπος, αλλά μια ιδιαίτερα μεγάλη πνευματική δύναμη, που οι θρησκείες την αποκαλούν Θεό, ενώ εμείς οι φιλόσοφοι της προσδίδουμε διαφορετική έννοια. Για μας, η έννοια «Θεός» είναι ακόμα ανθρωποποιημένη, αντεπιστημονική έννοια. Εμείς χρησιμοποιούμε την έννοια «πνεύμα» ή –για να χρησιμοποιήσουμε μια ξένη λέξη- την έννοια «ιδέα».

Και λένε ακόμα: Έτσι, όπως δεν μπορεί κανείς να δει μια σκέψη, να τη μυρίσει, να τη γευτεί και να την πιάσει, έτσι και με την καθαρή αυτή πνευματική δύναμη, από την οποία προέκυψε ο κόσμος, μ’ όλους τους Ήλιους και τους πλανήτες, μ’ όλες τις μορφές της ζωής. Την πνευματική αυτή δύναμη δεν πρέπει να την φανταζόμαστε σαν ανθρωπόμορφο γίγαντα και, γενικά, σαν σώμα. Είναι κάτι πολύ περισσότερο, είναι μια «ιδέα».

Θα χρειαστεί εδώ να εξηγήσουμε και πάλι μια ξένη λέξη. Η λέξη «ιδέα» προέρχεται κι αυτή από την ελληνική γλώσσα και σημαίνει όραμα, σχήμα, εικόνα. Τα πράγματα, λοιπόν, για τους φιλόσοφους αυτούς δεν είναι τόσο εύκολα. Μας είπαν, πως το πνεύμα δεν είναι ορατό. Για να το ονομάσουν, όμως, χρησιμοποιούν μια λέξη που σημαίνει «εικόνα». Αλλά είδατε ποτέ μια εικόνα που δεν μπορεί κανείς να την ιδεί;

Αλλά, ας αναρωτηθούμε, πως μπορεί να σχηματιστεί η ιδέα, ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε από έναν γιγαντιαίο Θεό ή από ένα παντοδύναμο πνεύμα;

Λίγα λόγια για τη θρησκεία

Η λέξη «religio» (θρησκεία) προέρχεται από τη λατινική γλώσσα. Η κυριολεκτική μετάφρασή της – religio = επανασυνδέω, προσδένω- δεν μας βοηθάει και πολύ στην κατανόηση του ζητήματος. Οι λέξεις «δένω», «συνδέω», «προσδένω», εκλαμβάνονται εδώ σαν δέσμευση του ανθρώπου σε μια μεγαλύτερη, υψηλότερη κατάσταση, που καθορίζεται από τους θεούς ή από το Θεό. Για την εμφάνιση της θρησκείας, υπάρχει ολόκληρη σειρά από αιτίες. Εμείς θα εξετάσουμε τις πιο σημαντικές:

Κατά το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από τότε που υπάρχουν οι άνθρωποι, οι τελευταίοι δεν είχαν καμιά δυνατότητα να κάνουν σκέψεις πάνω στο ερώτημα, από πού προέρχεται ο κόσμος. Ας φανταστούμε για μια στιγμή τους ανθρώπους στην πανάρχαια εποχή. Οι άνθρωποι αυτοί ζούσαν με το διαρκή φόβο για το που και πως θα έβρισκαν τροφή, για το πώς θα μπορούσαν να «ντυθούν», να υπερασπίσουν τον εαυτό τους από τους εχθρούς που προέρχονταν από το βασίλειο των ζώων, από τη σκληρότητα του κλίματος και του φυσικού περιβάλλοντος. Βρίσκονταν από το πρωί ως το βράδυ σε αγώνα επιβίωσης. Οι επιδημίες και οι αρρώστιες τούς θέριζαν. Οι γυναίκες ήταν συχνά έγκυες. Υπήρχε πάντοτε ένας σωρός από παιδιά, δηλαδή, πολλά στόματα. Όμως όπλα για το κυνήγι των ταχυκίνητων ζώων δεν υπήρχαν. Κατά το μεγαλύτερο διάστημα από τότε που υπάρχουν οι άνθρωποι, αυτοί δεν γνώριζαν και τη φωτιά. Συνεπώς, οι αρχαίοι άνθρωποι δεν είχαν τον καιρό να σκεφτούν και να ασχοληθούν με ζητήματα, όπως είναι η προέλευση του κόσμου. Γι’ αυτό, δεν υπήρχε ακόμα θρησκεία και φιλοσοφία.

Με την πάροδο, όμως, του χρόνου, με την ανάπτυξη των όπλων και των εργαλείων, καλυτέρεψαν και οι συνθήκες ζωής των ανθρώπων. Μπορούσαν τώρα να διαθέτουν ορισμένο χρόνο για να σκεφτούν περισσότερο και για τον εαυτό τους, και για τις συνθήκες της ζωής τους. Κι έτσι, κατέληγαν, κατά πολύ φυσικό τρόπο, σε τέτοιου είδους αντιλήψεις:

  1. Ονειρευόμαστε. Στ’ όνειρο, αντικρίζουμε ανθρώπους και ζώα που πέθαναν πριν από πολύν καιρό. Ονειρευόμενος, βρίσκομαι σ’ ένα πολύ διαφορετικό σημείο από κείνο που βρίσκεται το σώμα μου. Δεν σημαίνει αυτό, άραγε, ότι στο σώμα του ανθρώπου υπάρχει κάτι που μπορεί να αποχωριστεί απ’ αυτό, κάτι που μπορεί να διατηρηθεί και μετά το θάνατο; Έτσι, δημιουργήθηκε στον άνθρωπο η παράσταση με την οποία, στο σώμα μας, υπάρχει μια «ψυχή», που εξακολουθεί να ζει και μετά το θάνατο του σώματός μας. Αυτή η ψυχή είναι μέσα μας –έτσι πιστευόταν- η απόκρυφη ζωτική δύναμη, είναι, οπωσδήποτε, το πραγματικό μας Είναι. Με το θάνατο, με την τελευταία πνοή, αυτή αποχωρίζεται από το σώμα μας. Ενώ το σώμα πεθαίνει, η ψυχή διατηρείται στη ζωή. Γι’ αυτό μπορούν στο όνειρο να μας παρουσιαστούν οι ζωντανές ψυχές των πεθαμένων. Άρα, η ψυχή μας είναι βασικότερη από το σώμα μας.
  1. Δημιουργήθηκε, έτσι, η αντίληψη για την αθανασία της ψυχής. Αυτό, όμως, γεννάει το ερώτημα: που, τελικά, βρίσκεται η ψυχή, που διατηρείται ζωντανή μετά το θάνατο του σώματός μας; Οπωσδήποτε, σε έναν άλλο, έξω από το δικό μας κόσμο. Ωστόσο, ιστορικά, έγινε κάτι πολύ σπουδαίο (για τις αιτίες, θα μιλήσουμε αργότερα): Στην κοινωνία, οι άνθρωποι κατέχουν διαφορετική θέση, ανώτερη ή κατώτερη. Η διαφοροποίηση αυτή συνδεόταν με την αντίληψη, ότι η ζωή των ανωτέρων δεν ήταν μόνο πιο ευγενική, ήταν και καλύτερη. Οι άνθρωποι συνέδεαν τον ανώτερο αυτό κόσμο όλο και περισσότερο με τον πνευματικό. Γιατί, η πνευματική εργασία ήταν πιο εύκολη από τα βάσανα της χειρονακτικής εργασίας. Αυτή, όμως, η πνευματική εργασία, ήταν προνόμιο των κυρίων. Η πνευματική, λοιπόν, εργασία παρουσιαζόταν σαν σπουδαιότερη από τη σωματική. Και ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Ο χώρος που, μετά το θάνατο, βρίσκονται, τάχα, οι ψυχές μας, οι πνευματικές μας δυνάμεις, είναι ο «ουρανός», το βασίλειο των πνευμάτων.
  1. Είναι γνωστό, πως, όταν κόβουμε ένα δένδρο, αυτό κάνει θόρυβο και φαίνεται σαν ν’ αναστενάζει. Το γεγονός αυτό κάνει ολοφάνερο, ότι οι άνθρωποι της αρχαιότητας μεταθέτανε και στη φύση το δικό τους δρόμο τού να αισθάνεσαι: Μήπως και το δένδρο αισθάνεται πόνους; Μήπως έχει κι αυτό ψυχή, όπως κι εμείς; Και αφού το πνευματικό είναι ισχυρότερο από το σωματικό, δεν υπάρχει κίνδυνος να μας εκδικηθεί το πνεύμα του κομμένου δένδρου ή του ζώου που σκοτώσαμε; Από δω ως τη γενίκευση αυτής της σκέψης, δεν ήταν μεγάλο το βήμα: η αστραπή (η φωτιά που «πέφτει» από τον ουρανό) και η βροντή (η απειλητική φωνή της φύσης), που ακολουθεί, θεοποιήθηκαν με τον ίδιο τρόπο, όπως και άλλα φυσικά φαινόμενα. Οι άνθρωποι έφτασαν στο σημείο να σκέφτονται και να θεωρούν τη φύση ζωντανή, έμψυχη. Και όπως η ψυχή –κι όχι το σώμα- φαίνεται σαν να είναι το βασικό, έτσι συμβαίνει, λέγανε οι άνθρωποι, και στη φύση. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, το βασικό δεν ήταν το δένδρο, είναι το πνεύμα του δένδρου.
  1. Στο μεταξύ, προστέθηκε εδώ μια πολύ σημαντική εμπειρία των ανθρώπων: Με τη δουλειά τους, άρχισαν να μετατρέπουν φυσικά στοιχεία σε χρήσιμα αντικείμενα. Πριν, όμως, ν’ αρχίσουν να δουλεύουν, στο μυαλό τους δημιουργείται όλη η διαδικασία της δραστηριότητάς τους. Πριν, δηλαδή, να χτίσουμε το σπίτι, το ‘χουμε, ήδη «κατασκευασμένο» στο μυαλό μας. Και τούτο μας φαίνεται ότι αποδείχνει, πως, στη σχέση πνευματικού και σωματικού, το πνευματικό είναι το πρωτεύον. Αλλά γιατί αυτό να μην είναι έτσι και στη φύση; Γιατί αυτή η απόκρυφη, η πνευματική δύναμη μέσα και πίσω απ’ όλα τα φυσικά αντικείμενα να μην είναι εκείνη που, όπως στο προτσές της δικής μας εργασίας, «επεξεργάζεται», στην πραγματικότητα, ολόκληρη τη φύση και τη διαμορφώνει σκόπιμα;

Αλλά τι σημαίνει το να διαμορφώσουμε και να παραδεχτούμε αυτό τον τρόπο σκέψης; Σημαίνει, ότι ο άνθρωπος μεταβιβάζει το δικό του ρόλο σαν εφευρέτη, σαν εργάτη –που αλλάζει τη φύση, σύμφωνα με τα δικά του σχέδια και τους δικούς του σκοπούς- πάνω σ’ ολόκληρη τη φύση. Έτσι, δημιουργείται η αντίληψη για έναν πάνω από τη φύση επενεργούντα πνευματικό αρχιτέκτονα και δημιουργό του κόσμου.

  1. Το αν, όμως, αυτή η μυστηριώδης δύναμη, ο δημιουργός αυτός της φύσης μάς θέλει εμάς καλούς ή κακούς, ανάλογα με τις περιστάσεις, ανάλογα με το αν εμείς ανακατευόμαστε ή όχι στο έργο του, αυτό δεν μπορούμε να το ξέρουμε με ακρίβεια. Τι άλλο μας απομένει, λοιπόν, από το να παρακαλέσουμε αυτά τα θεϊκά πλάσματα να είναι εύσπλαχνα απέναντί μας; Και πως θα πετύχουμε την καλή τους διάθεση; Μήπως με τον ίδιο τρόπο, με τον οποίο κάνουμε τους γειτόνους μας να χαίρονται όταν τους επισκεπτόμαστε; Και τι κάνουμε όταν τους επισκεπτόμαστε; Τους εκφράζουμε την ειρηνική μας πρόθεση. Τους δείχνουμε ότι θέλουμε να ζήσουμε μαζί τους σε φιλία. Κάτι περισσότερο: τους προσφέρουμε και δώρα. Φυσικά, τέτοια που θα τους ευχαριστήσουν και θα χαρούν. Κατά προτίμηση, κάτι βρώσιμο, γιατί αυτό είναι σχεδόν πάντα λιγοστό. Γιατί, λοιπόν, να μην δωρίζαμε και στα πνεύματα της φύσης κάτι για να φάνε; Ένα κομμάτι κρέας, λόγου χάρη; Θα μπορούσαμε να τους προσφέρουμε ένα ζώο ή ακόμα έναν άνθρωπο, ένα παιδί ή έναν κρατούμενο.

Βλέπουμε, λοιπόν, πως, από τις αρχαιότατες αυτές συνθήκες ζωής των ανθρώπων, από την άγνοια του ίδιου του εαυτού τους και την άγνοια της φύσης, απορρέουν οι θρησκευτικές παραστάσεις και αντιλήψεις.

  1. Στο μεταξύ, όμως, προωθήθηκε η ιστορική εξέλιξη των ανθρώπων. Με την πάροδο του χρόνου, η εξέλιξη αυτή προχώρησε σε τέτοιο βαθμό που επέτρεψε στην εργασιακή δύναμη ενός ανθρώπου να παράγει, στην αρχή, λίγο παραπάνω, κατόπι, όλο και περισσότερα απ’ όσα χρειαζόταν ο άνθρωπος για να ζήσει.

Το γεγονός αυτό είχε τεράστιες συνέπειες για ολόκληρη τη μελλοντική εξέλιξη του ανθρώπου. Πρέπει να πάρουμε υπόψη και να καταλάβουμε την τεράστια ιστορική σημασία που περιέκλεινε μέσα της η βαθμίδα αυτή ανάπτυξης: Όταν ένας άνθρωπος παράγει περισσότερα απ’ όσα χρειάζεται άμεσα για να ζήσει ο ίδιος, τότε, από τη δουλειά όλων, μπορεί να παραχθεί ένα σημαντικό περίσσευμα. Τι μπορεί να κάνει κανείς μ’ αυτό το περίσσευμα; Μπορεί, παραδείγματος χάρη, να κάνει μια ορισμένη επιλογή. Όλοι μας γνωρίζουμε, από το σχολείο, από την ομάδα ή από την παρέα, συμμαθητές, συναδέλφους και φίλους μας, που κατανοούν γρηγορότερα και καλύτερα απ’ άλλους τα προβλήματα που έχουν να λύσουν. Έτσι ήταν και τότε. Ο ένας είχε καλύτερα μάτια και ήταν σε θέση να ακολουθήσει τα ίχνη. Ο άλλος ήταν ταχύτερος στο τρέξιμο, ο τρίτος, δυνατότερος στην πάλη, κλπ. Έγινε, λοιπόν, δυνατόν να ακολουθηθεί η εξής διαδικασία: Εσύ που γνωρίζεις καλύτερα τα ίχνη θα απαλλαγείς από ορισμένες δουλειές, θα είσαι, όμως, ο ανιχνευτής για ολόκληρο το γένος. Για την εργασία σου προς όφελος του κοινού, η κοινότητα θα σου παραχωρήσει ένα μέρος από το περίσσευμά της, για να μπορείς να ζεις και να εκπληρώνεις την αποστολή σου, χωρίς να είσαι υποχρεωμένος να ξοδεύεις χρόνο για άλλες δουλειές.

Έτσι, στα πλαίσια της κοινότητας, διαμορφώθηκαν ορισμένες ομάδες ανθρώπων, που κατείχαν μια εξέχουσα θέση. Οι άνθρωποι αυτοί εργάζονταν, βέβαια, για την κοινότητα, αλλά όχι πια πάντα με το νόημα της βαριάς σωματικής εργασίας. Υπήρχαν, λ.χ., ορισμένοι που παρακολουθούσαν τον ουρανό. Καθήκον τους ήταν να προβλέπουν τον καιρό. Είναι αυτονόητο, ότι, για την κοινότητα, η εργασία αυτή ήταν πολύ σπουδαία. Από το αν θα έβρεχε ή όχι, εξαρτιόταν ο παραπέρα προγραμματισμός της εργασίας ολόκληρης της κοινότητας. Αν έβρεχε, το κυνήγι γινόταν δυσκολότερο, γιατί ο ανιχνευτής δύσκολα μπορούσε να ακολουθήσει τα ίχνη. Από τους παρατηρητές του ουρανού, διαμορφώθηκαν οι πρώτοι ιερείς. Από τους ανθρώπους αυτούς, που εργάζονταν περισσότερα πνευματικά, παρά σωματικά, έγιναν, τελικά, τα πρώτα βήματα της επιστήμης.

  1. Αυτό, όμως, ήταν μονάχα ένα από τα μεγάλα επακόλουθα του ότι οι άνθρωποι, με τη δουλειά των χεριών τους, παράγανε σταδιακά περισσότερα αγαθά απ’ όσα χρειάζονταν άμεσα για να ζήσουν. Υπάρχει και ένα άλλο, εξαιρετικά σπουδαίο επακόλουθο, με το οποίο έχουμε να κάνουμε μέχρι σήμερα: Αφού ένας άνθρωπος είναι δυνατόν να παράγει περισσότερα απ’ όσα χρειάζεται άμεσα, τότε, είναι επίσης δυνατόν να του τα πάρει αυτά τα περισσεύματα κάποιος άλλος και να ζήσει απ’ αυτά, δηλαδή, από τη δουλειά του πρώτου.

Την ιδιοποίηση αυτή του υπερπροϊόντος, της υπερπαραγωγής ενός εργάτη από έναν άλλον που δεν εργάζεται, αλλά ζει από το υπερπροϊόν αυτό, ο μαρξισμός την ονομάζει εκμετάλλευση.

Η εκμετάλλευση αυτή παρουσιάστηκε εδώ και πολλές χιλιάδες χρόνια. Από τους αρχηγούς της φυλής, τους ιερείς και άλλους, διαμορφώθηκε μια τάξη ανθρώπων που ζούσε από το υπερπροϊόν των άλλων μελών της φυλής.

Και ποια σχέση έχει το γεγονός αυτό με τη θρησκεία; Οι εξουσιάζοντες ενεργούσαν πάνω στη βάση της υψηλότερης αξιολόγησης της πνευματικής τους εργασίας, που αναφέραμε. Έπαιζε ένα ρόλο, επίσης, και ο χώρος όπου είναι δήθεν συγκεντρωμένα τα πνεύματα. Ο ουρανός, αυτό, δηλαδή, που είναι επάνω (!). Με αφετηρία αυτό, οι άρχοντες λέγανε στους υποτακτικούς, πως ο κόσμος είναι αναγκαστικά έτσι φτιαγμένος, ώστε να υπάρχουν ηγέτες και καθοδηγούμενοι, ανώτεροι και κατώτεροι, εκμεταλλευτές και άνθρωποι που υφίστανται την εκμετάλλευση, καταπιεστές και καταπιεζόμενοι. Έτσι, δημιουργήθηκε μια αντίληψη που εξασφάλιζε την κυριαρχία, αντίληψη σύμφωνα με την οποία ο βασιλιάς είναι τάχα γιος του Θεού ή της θεάς. Μια επίθεση κατά του βασιλιά ήταν, συνεπώς, επίθεση κατά του Θεού και τιμωρούνταν βαριά.

Έτσι, με τις παραπάνω προϋποθέσεις για τη διαμόρφωση της θρησκείας, συνδέθηκαν ισχυρές κοινωνικές κινητήριες δυνάμεις. Οι κυρίαρχες τάξεις δεν άργησαν να τις αντιληφθούν και να τις αξιοποιήσουν. Γι’ αυτές, ήταν χρήσιμο που δημιουργήθηκε η αντίληψη, ότι η αιτία για την αθλιότητα των δούλων και όσων υφίστανται την εκμετάλλευση βρίσκεται, τάχα, σε ανεξήγητα ανομήματα της φύσης, στα οποία δεν επιτρέπεται κανείς να αντιδράσει, αντίθετα, πρέπει να υποταχθεί στο ριζικό του και να προσεύχεται στο Θεό.

Για τους κυρίους, ήταν εξαιρετικά χρήσιμη η διάδοση ανάμεσα στους φτωχούς και τους απλούς ανθρώπους του τροπαρίου: Ο κόσμος αυτός δεν είναι και τόσο σημαντικός. Σημαντικότερος είναι ο άλλος, ο άυλος κόσμος, ο κόσμος των ψυχών! «Εκεί θα λάβετε την ανταμοιβή για την αθλιότητα και τις θυσίες σας σε τούτον τον κόσμο. Θα ανυψωθείτε στον ουρανό». Βέβαια, και το ευαγγέλιο κάτι γράφει για αντίσταση των καταπιεζομένων ενάντια στους κυρίους. Συχνά, όμως, καταβάλλουν προσπάθειες να αποσπασθεί η προσοχή των καταπιεζομένων από τα προβλήματα της καθημερινής ζωής τους, προπαγανδίζοντας το τροπάριο: «Θα ήταν ευκολότερα να περάσει η καμήλα από μια βελονότρυπα, παρά να ανεβεί ένας πλούσιος στον ουρανό». Έτσι, οι φτωχοί έτριβαν με ικανοποίηση τα χέρια τους, με την ελπίδα, ότι αυτοί θα περνούσαν στην αιωνιότητα του ουράνιου βασιλείου των ψυχών, ενώ οι πλούσιοι θα υποβάλλονταν σε βασανιστήρια στην κόλαση. Έξυπνο τέχνασμα, όπως καταλαβαίνουμε.

Και τώρα, ας σκεφτούμε τα παρακάτω! Ποια θέση υποστήριζαν τότε αναπόφευκτα οι παπάδες, οι προφήτες, οι πρώτοι γιατροί, κοντολογίς, αυτοί που σήμερα τους ονομάζουμε διανοούμενους; Αρκετοί απ’ αυτούς περνούσαν καλά, όχι, όμως, από τη δική τους εργασία. Οι διανοούμενοι υποστήριζαν αναγκαστικά τους καταπιεστές. Για τη διατήρηση των υφιστάμενων συνθηκών, κάτω από τις οποίες, αυτοί –όπως και οι ισχυροί του κόσμου- κατείχαν αξιόλογα προνόμια, καλλιεργούσαν την αντίστοιχη κοσμοαντίληψη. Και ποια κοσμοαντίληψη βρισκόταν πλησιέστερα; Όλοι οι παράγοντες που αναφέρθηκαν παραπάνω οδηγούν σε τούτη τη σαφή απάντηση:

Οι καταπιεστές και οι διανοούμενοί τους εργάζονται λιγότερο με τα χέρια και περισσότερο με το μυαλό. Δεν σημαίνει μήπως αυτό, ότι αυτοί, λίγο-πολύ, δικαιολογημένα σχημάτισαν τη γνώμη, ότι η πνευματική εργασία είναι σπουδαιότερη από τη σωματική; Γιατί η γνώμη αυτή δεν είναι τελείως λαθεμένη: όποιος εργάζεται χωρίς σχέδιο δεν θα αποκτήσει τίποτε. Πριν από την εργασία, πρέπει κανείς να κοπιάσει για να καταρτίσει ένα σχέδιο στο μυαλό του, να διαμορφώσει μια «ιδέα» για το έργο του.

Εξάλλου, δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι ο καταμερισμός της εργασίας ανεβάζει την αποδοτικότητά της. Αυτό ισχύει και για τον καταμερισμό της εργασίας σε σωματική και πνευματική. Ο καταμερισμός αυτός έδωσε στην κοινωνική εξέλιξη τεράστια ώθηση και την επιτάχυνε σημαντικά. Παράλληλα, όμως, δημιουργήθηκε και επικράτησε η εντύπωση, ότι σπουδαιότερη από τη χοντροκομμένη εργασία είναι η ιδέα. Να, λοιπόν, η εξήγηση για τις βασικές αρχές μιας ορισμένης κοσμοθεωρίας: Όπως ο άνθρωπος παράγει το περιβάλλον του, έτσι είναι δημιουργημένος και ο κόσμος. Ο απλός άνθρωπος πιστεύει, ότι ο δημιουργός του κόσμου θα πρέπει να είναι ένας εξαιρετικά μεγάλος και ισχυρός άνθρωπος. Στην εκλεπτυσμένη της μορφή, η αντίληψη αυτή παρουσιάζεται ως εξής: Αφού δεν είναι η απλή εργασία εκείνη που παράγει τα αντικείμενα, αντίθετα, προηγείται σ’ αυτήν η πνευματική εργασία, και αφού η πνευματική εργασία –όπως ισχυρίζονται οι διανοούμενοι- είναι η ανώτερη μορφή της κοινωνίας, τότε, και η δύναμη που παράγει τον κόσμο είναι, στ’ αλήθεια, μια πνευματική δύναμη, είναι η ιδέα. Έτσι, έχουμε μπροστά μας μια κοσμοθεωρία που δημιουργήθηκε με έναν πολύ φυσικό τρόπο, μια κοσμοθεωρία, σύμφωνα με την οποία, το πνευματικό, το ιδεατό είναι το καθοριστικό (ιδεαλισμός). Το τι είναι ιδεαλιστική (και υλιστική) φιλοσοφία, θα το εξηγήσουμε αμέσως πιο κάτω.

Ποιο είναι το βασικό ζήτημα κάθε κοσμοθεωρίας;

Υπάρχει, όμως, και μια άλλη, πολύ διαφορετική απάντηση στο ζήτημα για την προέλευση του κόσμου μας. Επανερχόμαστε στο ζήτημα αυτό, για να το εξετάσουμε κάπως διεξοδικότερα. Ασχοληθήκαμε πιο πάνω σύντομα με τη λέξη «φιλοσοφία». Οι φιλόσοφοι είναι άνθρωποι που ασχολούνται με πάρα πολλά πράγματα και φαινόμενα: με τον ήλιο, με το φεγγάρι, με τα άστρα, με τη ζωή, με την πραγματική και με τη δήθεν μετά θάνατο ζωή, με την ιστορία, με το κράτος, κοντολογίς, μ’ όλα αυτά που υπάρχουν και, όχι σπάνια, με αντικείμενα που δεν υπάρχουν. Διαβάζοντας όλα αυτά, μπορεί κανείς, που επιθυμεί να ασχοληθεί με τη φιλοσοφία, να κυριαρχηθεί από ζάλη και ν’ αρχίσει, όπως ο Γκαίτε στο «Φάουστ», να φωνάζει: «Όλα αυτά με αποβλακώνουν σε βαθμό, που λες και γυρίζει στο κεφάλι μου μια μυλόπετρα!». Δεν υπάρχει, τέλος πάντων, κανένα μέσο που να διευκολύνει τον άνθρωπο να προσανατολιστεί μέσα σ’ αυτή την πολυπλοκότητα, που φέρνει σύγχυση;

Ναι, το μέσο αυτό υπάρχει. Και είναι ένα πολύ σπουδαίο μέσο. Ο Φρίντριχ Ένγκελς χαρακτήρισε αυτό το μέσο σαν το βασικό ζήτημα της φιλοσοφίας. Ύστερα απ’ όσα είπαμε, μπορούμε ευκολότερα να κατανοήσουμε το ζήτημα αυτό. Θα το εκθέσουμε παρακάτω με δικά μας λόγια:

Σε τελευταία ανάλυση, το βασικό ζήτημα της φιλοσοφίας είναι η σχέση που υπάρχει ανάμεσα στη φύση και το πνεύμα, στο Είναι και τη συνείδηση. Ποιο από τα δυό είναι το πρωταρχικό: η φύση ή το πνεύμα;

Από το πώς απαντούν στο ερώτημα αυτό, οι φιλόσοφοι χωρίζονται σε δυό μεγάλα στρατόπεδα. Το ένα είναι το στρατόπεδο που το αποτελούν οι φιλόσοφοι που υποστηρίζουν, ότι, αρχικά, υπήρχε η φύση. Στην πορεία της εξέλιξης της φύσης, εμφανίστηκαν ζωντανά όντα. Στην πορεία της ανάπτυξης της ζωής, διαμορφώθηκαν οι άνθρωποι, που ανάπτυξαν συνείδηση, πνεύμα και ιδέες. Η φιλοσοφική σχολή που υποστηρίζει, ότι αρχικά υπήρχε η φύση, η ύλη, από την οποία προέκυψε το πνεύμα, η ιδέα, ονομάζεται υλισμός. Η ύλη είναι μια φιλοσοφική έννοια, με την οποία χαρακτηρίζουμε αυτό που υπάρχει έξω από τη συνείδησή μας και ανεξάρτητα απ’ αυτήν, δηλαδή, η φύση, που επιδρά πάνω στις αισθήσεις μας και διεισδύει, έτσι, στη συνείδησή μας.

Το άλλο στρατόπεδο το αποτελούν οι φιλόσοφοι που υποστηρίζουν, ότι, αρχικά, υπήρχε το πνεύμα κι αυτό είναι, τάχα, ο δημιουργός του κόσμου. Όλοι αυτοί που θεωρούν το πνεύμα, την ιδέα, σαν το πρωταρχικό, συγκροτούν το στρατόπεδο του ιδεαλισμού.

Στο στρατόπεδο αυτό της ιδεαλιστικής κοσμοθεωρίας, ανήκουν και όλες οι θρησκείες. Θρησκεία και ιδεαλιστική φιλοσοφία υποστηρίζουν, ότι, αρχικά, υπήρχε ένα πνευματικό ον, που δημιούργησε τον κόσμο από το τίποτε. Η διαφορά ανάμεσά τους συνίσταται στο ότι ανθρωποποιεί τα πράγματα (Θεός = υπεράνθρωπος), ενώ η δεύτερη χρησιμοποιεί τις έννοιες «πνεύμα», «ιδέα» κλπ.

Υλιστές, λοιπόν, είναι οι άνθρωποι που ξεκινούν από το ότι η φύση είναι το πρωταρχικό και ότι το πνεύμα αναπτύχθηκε στη φύση, με τη μορφή της ανθρώπινης συνείδησης.

Ιδεαλιστές, αντίθετα, είναι οι άνθρωποι που πιστεύουν, ότι το πνεύμα δημιούργησε τον κόσμο.

Τίποτε άλλο δεν σημαίνουν στη φιλοσοφία τα λόγια των υλιστών και των ιδεαλιστών. Ωστόσο, ακούμε παντού, ότι ιδεαλισμός σημαίνει να έχεις μεγάλα ιδεώδη και να τα υπερασπίζεις. Ότι υλισμός, απεναντίας, σημαίνει χαμηλό φρόνημα, πλεονεξία, σημαίνει να επιδιώκεις τις γήινες απολαύσεις κλπ.

Έχουμε μπροστά μας, λοιπόν, ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ψευτιάς και υποκρισίας στον πνευματικό ταξικό αγώνα. Οι μεγάλοι υλιστές φιλόσοφοι του παρελθόντος διώκονταν σχεδόν πάντα από τις κυρίαρχες τάξεις και τις εκκλησίες τους και ρίχνονταν στη φωτιά σαν αιρετικοί. Οι κομμουνιστές, που είναι οπαδοί της υλιστικής διδασκαλίας, διώκονταν και κλείνονταν στις φυλακές και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Οι σύντροφοί μας στη Χιλή (και, παλιότερα στο Βιετνάμ), σκοτώνονταν και σκοτώνονται για τις πεποιθήσεις τους. Αλλά αυτό δεν δείχνει, ότι οι οπαδοί της υλιστικής κοσμοθεωρίας δεν έχουν καμιά σχέση με την πλεονεξία; Κάτι περισσότερο: αυτοί ξέρουν, ότι, για τους πολέμους, για την εξαθλίωση και τη δυστυχία σ’ αυτό τον κόσμο, δεν υπάρχουν κανενός είδους σκοτεινές φυσικές αιτίες, η ευθύνη δεν μπορεί να αποδοθεί σε οποιαδήποτε μοίρα, οι πραγματικές αιτίες βρίσκονται σε εντελώς «επίγεια», ταξικά συμφέροντα. Συνεπώς, πρέπει να αγωνιζόμαστε ενάντια στα συμφέροντα της ισχυρής εκμεταλλεύτριας και καταπιεστικής τάξης. Ο αγώνας, όμως, αυτός συνδέεται με κόπους και θυσίες.

Το αντίθετο, λοιπόν, δείχνει η πράξη: Αν οι υλιστές ήταν πλεονέκτες, θα έπρεπε να συμμαχήσουν με τους ισχυρούς για να κερδίσουν κάτι απ’ αυτούς.

Αλλά ας δούμε ποια θέση παίρνουν στους πολιτικούς αγώνες οι εκπρόσωποι της ιδεαλιστικής φιλοσοφίας. Που είναι ενταγμένοι αυτοί που μας λένε, πως ο πνευματικός πλούτος είναι σπουδαιότερος από τον υλικό; Πάρτε για παράδειγμα τις εκκλησίες. Δεν είναι με το μέρος των πλουσίων, των ισχυρών; Που και πότε η εκκλησία πήρε σύσσωμη μέρος στην επανάσταση κατά των πλουσίων και των ισχυρών, στο πλευρό αυτών που υφίστανται την εκμετάλλευση και την καταπίεση;

Ήδη, πριν από εκατό χρόνια, ο Ένγκελς διαπίστωνε: Οι εχθροί μας, με τον όρο «υλισμός», εννοούν: το φαγοπότι, τη ματαιοδοξία, τη σαρκική ηδονή, το φανφαρονισμό, τη φιλαργυρία, την τσιγγουνιά, την πλεονεξία, το κυνήγι του κέρδους και τις χρηματιστηριακές απάτες, κοντολογίς, όλα εκείνα τα βρωμερά ελαττώματα που οι ίδιοι πρεσβεύουν. Και με τον όρο «ιδεαλισμός» εννοούν: την πίστη στην αρετή, στο γενικό φιλανθρωπισμό και σ’ έναν «καλύτερο κόσμο». Αλλά μ’ αυτό επιδιώκουν απλώς να συσκοτίσουν τα γεγονότα. Στην πραγματικότητα, δεν πιστεύουν σε τίποτε απ’ αυτά. Υπάρχουν, φυσικά, και εξαιρέσεις. Γι’ αυτές, θα μιλήσουμε πιο κάτω.

Εδώ, βέβαια, θα μπορούσε κανείς να ρωτήσει: Οι εκπρόσωποι της ιδεαλιστικής κοσμοθεωρίας δεν έχουν να αντιτάξουν τίποτε, όταν εμείς οι μαρξιστές θέτουμε το βασικό ζήτημα της φιλοσοφίας και απαντούμε σ’ αυτό υλιστικά; Ναι, έχουν. Λένε, λόγου χάρη: Μπροστά σε σας τους υλιστές μπορούμε να παραδεχτούμε, ότι υπάρχει ένας κόσμος έξω και ανεξάρτητα από την ανθρώπινη συνείδηση. Ταυτόχρονα, όμως, υποθέτουμε, πως ο κόσμος αυτός είναι δημιούργημα ενός εξωανθρώπινου πνεύματος. Και κάνουμε κριτική στους μαρξιστές, γιατί παραδέχονται μονάχα την ύπαρξη ενός ανθρώπινου και αποκλείουν την ύπαρξη ενός εξωανθρώπινου πνεύματος.

Έτσι, ένας γνωστός επιστήμονας από τους καθολικούς κληρικούς, ο ιησουίτης Βέττερ, λέει: Θα ήταν βέβαια, δυνατό να συμφωνήσουμε με σας τους υλιστές και να παραδεχτούμε την ύπαρξη ενός ανεξάρτητου από τη συνείδησή μας εξωτερικού κόσμου. Θα μπορούσε, όμως, κανείς να διατηρήσει και τη γνώμη, ότι «… τη φύση τη δημιούργησε ένα εξωκοσμικό πνεύμα» [3]. Και είναι, δήθεν, «παγίδα» [4], όταν ο μαρξισμός συνταυτίζει το Είναι, που υπάρχει έξω από την ανθρώπινη συνείδηση, με τη φύση, με την ύλη. Αν έξω από την ανθρώπινη αυτή συνείδηση υπάρχει και ένα υπερανθρώπινο, αντικειμενικό πνεύμα, τότε και ο κόσμος έξω από μας δεν είναι μόνο υλικός (είναι βασικό να αποτυπώσουμε στη μνήμη μας, ότι, στη φιλοσοφία, ο όρος «αντικειμενικό» σημαίνει αυτό που υπάρχει έξω και ανεξάρτητα από τη συνείδησή μας).

Ο Βέττερ και άλλοι είναι οπαδοί της ιδεαλιστικής κοσμοθεωρίας, που ξεκινάει από την ύπαρξη ενός αντικειμενικού πνεύματος.

Αν θα υπήρχε το αντικειμενικό αυτό πνεύμα, τότε, ο Βέττερ θα είχε δίκιο κάνοντας κριτική εναντίον των μαρξιστών. Ωστόσο, καθοριστική είναι μια αμετάβλητη αρχή: Τη μη ύπαρξη ενός φαινομένου δεν είναι υποχρεωμένος να την αποδείξει εκείνος που αρνείται την ύπαρξή του, αλλά όποιος υποστηρίζει ότι υπάρχει κάτι, πρέπει και να το αποδείξει. Όλοι οι υλιστές φιλόσοφοι αρνούνται την ύπαρξη ενός εξωκοσμικού (αντικειμενικού) πνεύματος. Οι θρησκείες, όμως, διακηρύττουν την ύπαρξή του. Πρέπει, λοιπόν, αυτές να αποδείξουν ότι υπάρχει ένα εξωκοσμικό πνεύμα. Το να καταφεύγεις σε «υποθέσεις», από τις οποίες μπορείς να «γαντζωθείς», δεν είναι καμιά απόδειξη. Γιατί, οι παραστάσεις των επιθυμιών μας (η φαντασία μας) μπορούν να «υποθέσουν» οτιδήποτε και να γαντζωθούν απ’ αυτό. Αν, για παράδειγμα, «υποθέτω» ότι έχω χίλια μάρκα, αυτό δεν σημαίνει ότι και πραγματικά τα έχω. Εδώ πρόκειται, κυρίως, για το αν αποδείχτηκε και αν μπορεί να αποδειχθεί η ύπαρξη ενός υπερανθρώπινου (αντικειμενικού) πνεύματος. Και για το ζήτημα αυτό, ο Βέττερ αναγκάστηκε, σε σχέση με τις φυσικές επιστήμες, να ομολογήσει, ότι… «αυτές δεν λένε απολύτως τίποτε για το επίμαχο και καθοριστικό ζήτημα, για το αν, εκτός από την ύλη, υπάρχει και μια άυλη πραγματικότητα» [5]. Εφόσον, όμως οι φυσικές επιστήμες δεν επιβεβαιώνουν την ύπαρξη ενός αντικειμενικού πνεύματος, τότε, δεν υπάρχει και κανένας λόγος να το συμπεριλάβουμε στην κοσμοθεωρητική μας διαμάχη.

Υπάρχει υπερανθρώπινο πνεύμα;

Σ’ ένα άλλο βιβλίο του, ο Βέττερ εξηγεί, επίσης, γιατί δεν είναι δυνατό να προσκομίσει κανείς μια επιστημονική απόδειξη για την ύπαρξη της εξωανθρώπινης συνείδησης. Μια τέτοια συνείδηση, ένα τέτοιο πνεύμα θα έπρεπε να είναι κάτι το αιώνιο. Αλλά τι σημαίνει «αιώνιο»; Κάθε προσπάθεια να εξηγηθεί αυτή η έννοια πρέπει να ξεκινά από τις εντελώς συγκεκριμένες, επίγειες διαδικασίες εμφάνισης και εξαφάνισης των ξεχωριστών αντικειμένων και φαινομένων σ’ αυτόν τον κόσμο. Η αντίληψη της αιωνιότητας δημιουργείται στη συνείδησή μας ως εξής: Ξεκινούμε από τα υπαρκτά αντικείμενα και φαινόμενα του κόσμου μας. Σε συνέχεια, παρατηρούμε την αδιάκοπη εμφάνιση και εξαφάνισή τους. Τα συνδέουμε με τη γνώση σύμφωνα με την οποία τίποτε δεν μπορεί να δημιουργηθεί από το τίποτε (ύστερα, μάλιστα, από τον αδιαμφισβήτητα αποδεδειγμένο νόμο της διατήρησης, δηλαδή, του αδημιούργητου και της αφθαρσίας της μάζας και της ενέργειας). Έτσι, μπορούμε, επιστημονικά θεμελιωμένα, να πούμε: Ο κόσμος, που, αλλιώς, δεν είναι τίποτε, με την ιδιότητα της εμφάνισης και της εξαφάνισής του, είναι αιώνιος.

 

Η μόνη περίπτωση, λοιπόν, στην οποία μπορούμε να πούμε τι είναι αιώνιο αφορά τον κόσμο, τη φύση, όχι, όμως ένα εξωκοσμικό πνεύμα (για το οποίο, έτσι ή αλλιώς, δεν υπάρχει καμιά απόδειξη).

 

Αυτή είναι η δυσάρεστη θέση της θρησκείας. Τι να κάνουμε; Οι θεολόγοι λένε: Από τον κόσμο αυτό, γνωρίζουμε κάτι, από το Θεό, δεν γνωρίζουμε τίποτε. Ωστόσο, ο Θεός πρέπει να είναι πολύ διαφορετικός από τον άνθρωπο. Αν ο άνθρωπος είναι θνητός, ο Θεός είναι αθάνατος. Ή «… το θεϊκό αυτό τρόπο ύπαρξης μπορούμε να τον κατανοήσουμε μονάχα με την άρνηση (!) των αντίστοιχων τρόπων ύπαρξης των άλλων πλασμάτων», λέγεται στο «Φιλοσοφικό Λεξικό» του καθολικού εκδοτικού οίκου Χέρντερ [6].

Ο ιησουίτης ιερέας Βέττερ, που έγραψε αρκετά βιβλία ενάντια στο μαρξισμό, ξέρει, ότι ο ίδιος δεν λύνει το πρόβλημα, όταν απαριθμεί το τι δεν είναι ο Θεός: δεν είναι θνητός, δεν υπάρχει στο χώρο κλπ. κλπ. Κάνει, λοιπόν, ένα τέχνασμα. Αντί για τη λέξη «δεν», λέει «υπέρ». Παραθέτουμε: «Η θεϊκή αιωνιότητα είναι ένας υπερχρονικός τρόπος ύπαρξης…, που δεν έχει απολύτως καμιά (!) σχέση με τη χρονική διάρκεια και την αλληλοδιαδοχή, με την εμφάνιση και την εξαφάνιση» [7]. Δηλαδή, και ο Θεός προσγειώνεται… στο τίποτε! Προσδιορίζει ένα πράγμα με κάτι που αυτό δεν είναι. Η επιστήμη της σωστής νόησης, σαν μια εξήγηση με το τίποτε, και κάτι τέτοιο το εντάσσει ανάμεσα στα σοβαρά λογικά σφάλματα. Αν εγώ πρέπει να εξηγήσω σε κάποιον που ποτέ του δεν είδε σκυλί, που ποτέ του δεν άκουσε για ένα τέτοιο πλάσμα, τι είναι σκυλί, αν, π.χ., πω σε έναν τέτοιον άνθρωπο: «το σκυλί δεν είναι γάτα, δεν είναι άλογο, δεν είναι γουρούνι», τότε μ’ αυτά δεν του είπα ακόμα ο παραμικρότερο για το τι πραγματικά είναι ένα σκυλί. Το ίδιο και οι θεολόγοι. Μας είπαν ως τώρα μονάχα τι δεν είναι ο «θεϊκός τρόπος ύπαρξης», όπως η «αιωνιότητα». Ο Βέττερ μας λέει, μάλιστα, πως ο Θεός είναι όχι μόνον το τίποτε στο χρόνο, αλλά το τίποτε και στο χώρο. Είναι ένα «καυτό σημείο, που είναι μάλιστα… απλό και ανέκτατο (!), που, όμως, δεν αποτελεί κάτι το κενό και κάτι το υπαρκτό με την έννοια του Είναι» [8]. Τώρα, το πώς αυτό το κάτι, που ούτε στο χώρο, ούτε στο χρόνο υπάρχει, μπορεί να είναι υπαρκτό και το πώς αυτό το κάτι, που είναι ανέκτατο, δεν είναι, παρ’ όλα αυτά, κάτι το κενό, παρά το ότι, για ένα τέτοιο Κάτι, μπορεί να ειπωθεί μονάχα το τι αυτό δεν είναι –είναι κάτι που δεν είναι πια ζήτημα της γνώσης, της λογικής σκέψης, της επιστημονικής απόδειξης, είναι καθαρά ζήτημα πίστης. Ο Θεός και γενικά ένα εξωκοσμικό πνεύμα δεν αποδείχνεται με τη βοήθεια της επιστήμης, της νόησης και της λογικής.

 

Ήδη, ο Χόλμπαχ, ένας από τους μεγάλους στοχαστές που διαφώτιζαν το λαό τον καιρό της προετοιμασίας της Μεγάλης Γαλλικής Επανάστασης του 1789, επέκρινε τους θεολόγους για παρόμοια λάθη σκέψης. Ο Χόλμπαχ έγραφε, «ότι το ανώτερο ον που προστέθηκε στη φύση είναι αδιανόητο και αντιφάσκει με τις γενικές μας έννοιες… Μπορούμε, λοιπόν, να πιστέψουμε στην ύπαρξη ενός όντος για το οποίο δεν μπορούμε να πούμε τίποτε και το οποίο αποτελεί μονάχα μια σωρεία από αρνήσεις για όλα όσα γνωρίζουμε;» [9].

 

Από τις θέσεις αυτές, προκύπτει για την επιστημονική σκέψη μόνον το ότι ο Θεός ή το εξωκοσμικό πνεύμα είναι το τίποτε στο χώρο και στο χρόνο. Και η ύπαρξη αυτού που ούτε στο χώρο ούτε στο χρόνο υπάρχει δεν μπορεί πραγματικά να αποδειχτεί. Γι’ αυτό και ύστερα απ’ όλα αυτά, ο Βέττερ εκφράζει απλώς τη γνώμη ότι «είναι αναγκαίο… ένα τέτοιο “καυτό σημείο”» [10]. Αυτό, βέβαια, είναι ένα σοβαρό ζήτημα. Οι μάζες, λ.χ., έχουν ανάγκη από το «δικαίωμα για εργασία», όμως δεν το έχουν. Η ανάγκη και η πραγματική ύπαρξη, λοιπόν, είναι δυό διαφορετικά πράγματα.

 

 

Μπορούμε να γνωρίσουμε τον κόσμο;

 

Μιλήσαμε πιο πάνω για το ότι ο Φρίντριχ Ένγκελς επεξεργάστηκε το βασικό ζήτημα της φιλοσοφίας. Στα πλαίσια αυτής της επεξεργασίας, ο Ένγκελς κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι το βασικό ζήτημα της φιλοσοφίας έχει και μια δεύτερη πλευρά, τούτη: «Ποια είναι η σχέση των σκέψεών μας για τον κόσμο που μας περιβάλλει προς τον ίδιο αυτό κόσμο; Είναι σε θέση η νόησή μας να γνωρίσει τον πραγματικό κόσμο; Μπορούμε, άραγε, με τις παραστάσεις και τις έννοιές μας για τον πραγματικό κόσμο, να συνθέσουμε ένα σωστό αντικαθρέφτισμα της πραγματικότητας;» [11].

 

Ίσως, να μην γίνει αμέσως καταληπτό το ότι υπάρχει μια εσωτερική συνάρτηση ανάμεσα στο ερώτημα, τι είναι το πρωταρχικό: η φύση ή το πνεύμα και το ερώτημα, αν η συνείδησή μας μπορεί να απεικονίσει σωστά το Είναι. Για να κάνουμε τη συνάρτηση αυτή κατανοητή, θα εξετάσουμε σε συντομία τις δυό κατευθύνσεις του ιδεαλισμού: τον υποκειμενικό και τον αντικειμενικό ιδεαλισμό. Με τον υποκειμενικό ιδεαλισμό, εννοούμε όλες εκείνες τις ιδεαλιστικές σχολές που, κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ανυψώνουν τη συνείδηση του ανθρώπου σε «δημιουργό» του υπερανθρώπινου Είναι. Ο αντικειμενικός ιδεαλισμός, απεναντίας, θεωρεί, ότι ο δημιουργός του κόσμου είναι το εξωκοσμικό πνεύμα.

 

Ο υποκειμενικός ιδεαλισμός μας φαίνεται, ασφαλώς, σαν μια παράφρονη ιδέα! Γιατί, πως μπορεί ένας άνθρωπος με ορθή νόηση να παρουσιάζει τον κόσμο σαν προϊόν της δικής του βούλησης, των δικών του παραστάσεων και των δικών του σκέψεων; Για να καταλάβουμε, πως, παρ’ όλα αυτά, δημιουργείται μια τέτοια παράξενη φιλοσοφία, θα προσπαθήσουμε εδώ –με τη μορφή της πολεμικής ανάμεσα σ’ έναν υλιστή και έναν υποκειμενικό ιδεαλιστή- να παρουσιάσουμε τις διαφορετικές τοποθετήσεις τους:

 

Υλιστής: Εγώ βλέπω ένα δένδρο. Πως μπορεί κανείς να αμφισβητήσει ένα τόσο καταφανές πράγμα;

 

Ιδεαλιστής: Γελιέστε. Στην πραγματικότητα, έχετε να κάνετε με ένα σύμπλεγμα αισθημάτων για χρώματα, μορφές κλπ. Εσείς ισχυρίζεστε, απλώς, ότι σ’ αυτά τα αισθήματα αντιστοιχεί ένα «δένδρο».

 

Υλιστής: Από πού, όμως, προέρχονται τα αισθήματά μου; Πρέπει να έχουν κάποια αιτία. Αν δεν υπήρχε το δένδρο, δεν θα μπορούσα να το δω!

 

Ιδεαλιστής: Παραδέχομαι, ότι έχετε αισθήματα και ότι γι’ αυτά υπάρχει μια αιτία. Αλλά πως μπορείτε να εξετάσετε τι αντιστοιχεί σ’ αυτά; Αυτό μπορεί να γίνει μονάχα μέσω των αισθημάτων! Γι’ αυτό, είναι αδύνατο να πείτε πραγματικά με σιγουριά τι αντιστοιχεί στα αισθήματα και τις παραστάσεις μας. Αυτό ξεπερνάει τα όρια των εμπειριών μας. Το μόνο που διαθέτω σίγουρα είναι οι παραστάσεις, τα αισθήματά μου κλπ. Γι’ αυτό μπορώ με σιγουριά να πω: Αυτό που εσείς θεωρείτε κόσμο είναι απλώς αισθήματα. Ο κόσμος είναι ένα σύμπλεγμα αισθημάτων!

 

Υλιστής: Υποστηρίζετε, δηλαδή, ότι δεν μπορεί να γνωρίζει κανείς τίποτε για τα αντικείμενα, ότι γνωρίζουμε απλώς κάτι σχετικό με τα αισθήματά μας. Τότε πως παραδέχεστε γενικά την ύπαρξη αυτού του κάτι, που βρίσκεται έξω από τα αισθήματά σας;

 

Ιδεαλιστής: Παίρνοντάς το ακριβώς, πραγματικά δεν πρέπει αυτό να γίνει!

 

Υλιστής: Εσείς, όμως, λογομαχείτε με μένα, που, ωστόσο, υπάρχω έξω από τα αισθήματά σας. Αυτό δεν νομίζετε πως είναι παράλογο;…

 

Ως εδώ, η αντιλογία μας. Η συζήτηση αυτή είχε σκοπό, από τη μια μεριά, να δείξει με ποιους τρόπους σκέψης μπορεί να δημιουργηθεί ο υποκειμενικός ιδεαλισμός και, από την άλλη, -κι αυτό είναι που μας ενδιαφέρει,- να δείξει ότι, σύμφωνα με την προέλευσή του, ο υποκειμενικός ιδεαλισμός χαρακτηρίζεται αναγκαστικά από μια κάποια, για να μην πούμε ολοκληρωτική, άρνηση της γνωσιμότητας του κόσμου που υπάρχει έξω από τα αισθήματά μας. Η συνάφεια, λοιπόν, των δυό πλευρών του βασικού ζητήματος της φιλοσοφίας είναι εδώ σαφής. Εξάλλου, ο Ένγκελς διατύπωσε επίσης και τα αναγκαία επιχειρήματα για την αναίρεση αυτής της άποψης του υποκειμενικού ιδεαλισμού: «Η πιο πετυχημένη αναίρεση αυτής της άποψης, όπως και κάθε άλλης φιλοσοφικής λόξας, -έγραφε-, είναι η πράξη… Αν μπορούμε να αποδείξουμε την ορθότητα της αντίληψής μας για ένα φυσικό φαινόμενο φτιάχνοντάς το μόνοι μας, παράγοντάς το από τους όρους του και, κάτι ακόμα, κάνοντάς το να εξυπηρετεί τους σκοπούς μας» [12], τότε ξοφλάμε με τη φλυαρία για το ότι η νόησή μας δεν είναι σε θέση να γνωρίσει τον κόσμο.

 

«Είναι φανερό, ότι οι υποκειμενικοί ιδεαλιστές ακρωτηριάζουν ή αρνούνται ολότελα τη γνωστική ικανότητά μας», θα πει, ίσως, κάποιος που ως τώρα το αμφισβητούσε. «Αλλά γιατί να αρνείται τη γνωσιμότητα του κόσμου κάποιος που πιστεύει, ότι ο κόσμος και ο ίδιος ο εαυτός του δημιουργήθηκαν από το Θεό ή που θεωρεί ορθή την περισσότερο επιστημονική κοσμοαντίληψη, δηλαδή, την αντικειμενικοϊδεαλιστική παραλλαγή αυτής της κοσμοαντίληψης; Θα μπορούσε, λόγου χάρη, να πει: Μας δημιούργησε ο Θεός, το πνεύμα μου είναι ένα “ομοίωμα” του θεϊκού πνεύματος, και γι’ αυτό δεν υπάρχει καμιά ανυπέρβλητη δυσκολία για τη γνώση του κόσμου».

 

Θα δείξουμε παρακάτω, πως και οι διάφορες σχολές του αντικειμενικού ιδεαλισμού και η θρησκεία ορθώνουν, τελικά, μπροστά στη γνώση μας κάποια απαγορευτική πινακίδα.

 

Για τις σχολές αυτές, βέβαια, ο κόσμος είναι, σε τελευταία ανάλυση, το προϊόν ενός εξωκοσμικού και πρωταρχικού πνεύματος. Τι σημαίνει αυτό, σε σχέση με τη δική μας γνώση του κόσμου; Ότι η φύση, οι νόμοι της, ο χώρος, ο χρόνος και η κίνηση είναι, κατά συνέπεια, δημιουργήματα αυτού του πρωταρχικού και εξωκοσμικού πνεύματος. Ωστόσο, ένα πράγμα μπορώ να το γνωρίσω πραγματικά σωστά μόνον, τότε, όταν γνωρίζω ακριβώς την προέλευσή του.

Επομένως, για τους οπαδούς του αντικειμενικού ιδεαλισμού και της θρησκείας, η φύση, οι νόμοι της, ο χώρος, ο χρόνος και η κίνηση θα είναι πραγματικά γνωστά μόνον τότε, όταν είναι σωστά γνωστό αυτό το εξωκοσμικό πνεύμα ή ο Θεός. Προϋπόθεση, λοιπόν, για την πραγματική γνώση του κόσμου είναι η πραγματική γνώση του Θεού. Ωστόσο, όπως δείξαμε παραπάνω, μια τέτοια γνώση, σύμφωνα και με την παραδοχή ενός τέτοιου συνετού οπαδού της θρησκείας, όπως ο Βέττερ, δεν υπήρχε και δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να υπάρξει. Όταν οι ιδεαλιστές λογομαχούν μαζί μας, προσπαθούν, κατ’ αρχήν, να δημιουργήσουν την εντύπωση, ότι, όσον αφορά την ύπαρξη και τη γνωσιμότητα των αντικειμένων που υπάρχουν έξω από τη συνείδησή μας, δεν υπάρχουν ανάμεσα σ’ αυτούς και σε μας διαφορές απόψεων. Αλλά τι συμβαίνει, στην πραγματικότητα, όταν πρέπει να εξηγηθεί τι είναι εκείνο από το οποίο προέκυψε ο κόσμος; Το μη γνώσιμο πνεύμα παρουσιάζεται εδώ σαν δήθεν αιτία ύπαρξης των πάντων. Γιατί, για το πώς κάτι το καθαρά πνευματικό δημιούργησε τη φύση από το τίποτε, ή για το πώς ένα ακίνητο πνεύμα μπόρεσε να θέσει σε κίνηση αυτήν τη φύση κλπ., για όλα αυτά, δεν υπάρχει από την πλευρά των ιδεαλιστών ή των οπαδών της θρησκείας καμιά άλλη απάντηση, εκτός από την έκκληση για πίστη στο θαύμα ή σε μια άλλη πιο μπερδεμένη «εξήγηση».

 

Συνεπώς, και ο αντικειμενικός ιδεαλισμός δεν αποτελεί, τελικά, μια φιλοσοφία για τη θεμελίωση της ανθρώπινης γνωστικής ικανότητας.

 

Εντελώς, διαφορετικά θέτει το ζήτημα ο υλισμός. Η συνείδηση είναι προϊόν ενός φυσικού οργάνου, του εγκεφάλου, που διαμορφώθηκε στη διάρκεια εκατομμυρίων χρόνων εξέλιξης της ζωής πάνω στη Γη. Το περιεχόμενό της, οι σκέψεις και οι ιδέες «δεν είναι, παρά το υλικό, μεταφερμένο και μετασχηματισμένο στο ανθρώπινο κεφάλι» [13].

 

Εμφανίστηκε σαν αποτέλεσμα της ανοδικής εξέλιξης της ζωής και σαν μοχλός αυτής της εξέλιξης. Και μπορεί να είναι ένας τέτοιος μοχλός, γιατί προσφέρει στα ζωντανά όντα και, τελικά, στον άνθρωπο μια απεικόνιση του Είναι, που του δίνει τη δυνατότητα να προσανατολιστεί σωστά στον κόσμο που τον περιβάλλει. Για τον υλισμό, λοιπόν, η γνωστική ικανότητα του ανθρώπου δεν αποτελεί άλυτο πρόβλημα. Η φύση είναι «επίγεια» και το πνεύμα είναι προϊόν της, ιδιότητά της. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει, πως, για τους υλιστές, η ανθρώπινη γνώση είναι μια απλή διαδικασία, χωρίς δυσκολίες και εμπόδια. Η ιστορία της ανθρώπινης γνώσης δείχνει το πώς εμείς ξεπερνούμε παλιές δυσκολίες και εμπόδια και πως, στην πορεία, παρουσιάζονται καινούργιες.

 

Υπάρχει, λοιπόν, μια αδιάσπαστη ενότητα ανάμεσα στην υλιστική απάντηση στο ζήτημα της σχέσης του Είναι και της συνείδησης και την παραδοχή της γνωστικής ικανότητας του ανθρώπου.

 

Αυτό έχει άμεσες συνέπειες. Εμείς οι σοσιαλιστές δεν παραδεχόμαστε τον ισχυρισμό, ότι δεν μπορούμε να γνωρίσουμε τον κόσμο και, κατά συνέπεια, δεν μπορούμε και να τον αλλάξουμε. Ξέρουμε, φυσικά, ότι ποτέ δεν τα γνωρίζουμε «όλα». Αλλά, η επιδίωξή μας για όλο και βαθύτερη γνώση δεν παραπλανάται από το γεγονός αυτό. Κι αυτό δεν ισχύει μόνο για τα «δευτερεύοντα» ζητήματα. Ισχύει, επίσης, και για βασικότατα ζητήματα, όπως: Γιατί στη χώρα μας υπάρχουν τόσοι άνεργοι; Τι αξία έχει ένα κοινωνικό καθεστώς, όταν δεν μπορεί να προσφέρει στους νέους ένα ανθρώπινο μέλλον; Από πού πρέπει ν’ αρχίσουμε για να ανατρέψουμε αυτό το κοινωνικό σύστημα; Οι σοσιαλιστές της χώρας μας, οι οργανώσεις τους, όπως η Σοσιαλιστική Γερμανική Εργατική Νεολαία, επεξεργάστηκαν και προσφέρουν μια πλούσια φιλολογία για την εξήγηση αυτών των ζητημάτων και διεξάγουν τακτικά συζητήσεις πάνω σ’ αυτά τα θέματα.

 

 

Γιατί η σχέση του Είναι και της συνείδησης είναι το βασικό ζήτημα της φιλοσοφίας;

 

Ο ιδεαλισμός, όπως και η θρησκεία, θεωρεί, ότι ο κόσμος δεν είναι το πρωταρχικό, δεν αναπτύσσεται απ’ αυτόν τον ίδιο, δεν υπάρχει με βάση τους δικούς του νόμους, ότι, πολύ περισσότερο, χρειάστηκε και χρειάζεται την πνευματική αρχή ή τον δημιουργό-Θεό. Απ’ εδώ προκύπτει αναγκαστικά μια παραβίαση της φυσικής νομοτέλειας. Η δημιουργία του κόσμου από το εξωτερικό πνεύμα και από το τίποτε θα ήταν ένα θαύμα, μια σύγκρουση με τους θεμελιακούς νόμους της φύσης. Αφού, ωστόσο, το θαύμα αυτό ενυπήρχε ήδη στην «αρχή» του κόσμου, αφού, δηλαδή, συντελέστηκε η παραβίαση της φυσικής νομοτέλειας, τότε, αυτό θα ίσχυε πολύ περισσότερο στον ίδιο τον κόσμο. Για τη θρησκεία, η συνεχής παρουσία του θαύματος αποτελεί μια εσωτερική αναγκαιότητα: η ανάσταση του Ιησού, η ικανότητά του να ζωντανεύει τους πεθαμένους, το βάδισμά του πάνω στη φουρτουνιασμένη θάλασσα, η τροφοδοσία χιλιάδων πεινασμένων με λίγα καρβέλια ψωμί κλπ. Αν θα ήταν διαφορετικά, αν η θεότητα δεν παραβίαζε τους φυσικούς νόμους, τότε θα ήταν συνδεμένη μ’ αυτούς και, έτσι, δεν θα ήταν ασφαλώς παντοδύναμη. Τότε, δεν θα είχε δημιουργήσει και τον κόσμο. Δηλαδή, δεν θα ήταν Θεός. Το θαύμα, λοιπόν, ανήκει αναγκαστικά στη θρησκεία.

 

Αλλά, τότε, πως είναι δυνατόν να υπάρχει επιστήμη και τεχνολογία σ’ έναν κόσμο όπου επανειλημμένα καταργούνται οι φυσικοί νόμοι από κάτι το μυστηριώδες, το θαυματουργό; Ας πάρουμε ένα παράδειγμα: Οι άνθρωποι μπορούν να κατασκευάσουν σπίτια, επειδή η γη έλκει τα σώματα του περίγυρού της. Αυτό προσδίδει στα σώματα βαρύτητα και επιδρά, έτσι, ώστε τα σώματα αυτά να τείνουν κάθετα, όταν βρίσκονται σε ελεύθερη πτώση, προς την επιφάνεια της γης. Οι αρχιτέκτονες αυτό παίρνουν υπόψη τους, όταν συνθέτουν τις πέτρες και άλλα υλικά και φτιάχνουν τα κτήρια. Αν, όμως ο νόμος αυτός της φύσης, η έλξη της γης, παραβιάζονταν από θαύματα, και οι πέτρες, με την επενέργεια αυτών των θαυμάτων, αντί να κινηθούν κάθετα προς την επιφάνεια της γης, κινούνταν προς αυτήν με περιστροφές ή έκαναν πλευρικές κινήσεις ή, ακόμα, αν «έτειναν να κινηθούν» προς τα πάνω, τότε, με μια τέτοια ακανόνιστη συμπεριφορά των υλικών, κανένας οικοδόμος δεν θα μπορούσε να κατασκευάσει κτήρια. Η εμπειρία, όμως, των ανθρώπων, που αποχτήθηκε στην πράξη δισεκατομμύρια φορές, επιβεβαιώνει το φυσικό νόμο και αναιρεί την πίστη στο θαύμα.

 

Ή, ας πάρουμε ένα άλλο παράδειγμα: Ο άνθρωπος μπορεί να πετάξει, επειδή ακριβώς υπάρχουν οι φυσικοί νόμοι. Μπορεί να πετάξει, όμως, μόνο, όταν γνωρίζει τους σχετικούς φυσικούς νόμους και τους παίρνει υπόψη στις ενέργειές του. Αν δεν ήταν έτσι, τότε, κάθε προσπάθεια του ανθρώπου να κατασκευάσει «αεροπλάνα» και να πετάξει μ’ αυτά θα ήταν μια πολύ ριψοκίνδυνη και παράφρονη ενέργεια. Ωστόσο, ο άνθρωπος, με την εργασία του και τη γνώση χιλιάδων γενεών, εξερεύνησε αυτούς τους νόμους και γνωρίζει την καθολική τους ισχύ. Πιστεύει σταθερά στην επιστήμη και την τεχνική. Ξέρει, βέβαια, πως και στη διάρκεια της πτήσης συμβαίνουν δυστυχήματα. Ξέρει, γενικά, σε πόσες χιλιάδες ή σε πόσες δεκάδες χιλιάδες πτήσεις αναλογεί ένα δυστύχημα. Η συχνότητα αυτών των δυστυχημάτων μπορεί, μάλιστα να διαπιστωθεί και στατιστικά με ακρίβεια. Ο άνθρωπος, όμως, εξετάζει και ανακαλύπτει τις αιτίες των δυστυχημάτων. Οι αιτίες αυτές βρίσκονται αποκλειστικά σε ελαττώματα των υλικών, σε παραβιάσεις των φυσικών νόμων από ανθρώπινη ανεπάρκεια ή από ανεπαρκή γνώση. Σε καμιά περίπτωση δεν βρίσκονται σε παραβιάσεις των φυσικών νόμων από θεϊκά θαύματα. Εξάλλου, ένας από τους εξέχοντες διαφωτιστές, ο Γάλλος Ντιντερό (1713-1784), διαπίστωσε σωστά, ότι η ανθρώπινη ζωή είναι γενικά νοητή, μόνον όταν όλα στη φύση συντελούνται νομοτελειακά, πράγμα που κάνει αδύνατη την ταύτιση αυτής της ζωής με το «θαύμα». «Πιστεύω –έγραφε στο «Γράμμα του για τους τυφλούς προς χρήση απ’ αυτούς που έχουν όραση»-, πως, αν στη φύση δεν συντελούνταν όλα σύμφωνα με αιώνιους γενικούς νόμους, αν, για παράδειγμα, το κέντρισμα ορισμένων στερεών σωμάτων θα ήταν αλγεινό, το κέντρισμα άλλων σωμάτων, απεναντίας, ευχάριστο, τότε θα πεθαίναμε, χωρίς να είχαμε συγκεντρώσει ούτε και το ένα εκατοντάκις εκατομμυριοστό των εμπειριών που είναι αναγκαίες για τη διατήρηση του σώματός μας και για την ευημερία μας» [14].

 

Είτε, ας πάρουμε την υποκειμενικοϊδεαλιστική άρνηση της ύπαρξης (ή, τουλάχιστον, τη γνωσιμότητα) ενός κόσμου έξω από τη συνείδησή μας, με δικούς του νόμους ύπαρξης και κίνησης στο χώρο και στο χρόνο. Αν ο υποκειμενικός ιδεαλιστής έπαιρνε τη φιλοσοφία του στα σοβαρά, τότε, πρακτικά, δεν θα μπορούσε να ζήσει. Αλλά, αυτό που τρώει και πίνει δεν υπάρχει, βέβαια, μόνο στη συνείδησή του. Και τα χρήματα που παίρνει για τα άρθρα που γράφει είναι εντελώς χειροπιαστά πράγματα, που τα υπολογίζει από τα πριν στη διαμόρφωση της ζωής του. Υποστηρίζει, μεν, πως η δική μας υλικοσωματική ύπαρξη είναι αμφισβητήσιμη και αναγνωρίζει μόνο τη δική του ύπαρξη, ταυτόχρονα, όμως, λογομαχεί μαζί μας για το ποια φιλοσοφία είναι η σωστή. Έτσι, ομολογεί άθελά του, πως εμείς γι’ αυτόν υπάρχουμε πραγματικά. Όπως βλέπουμε, πρόκειται κι εδώ για μια λαθεμένη κοσμοαντίληψη.

 

Για τον ιδεαλιστή, λοιπόν, ο κόσμος είναι μονάχα ένα πνεύμα ή παράγωγο του πνεύματος. Για τον υποκειμενικό ιδεαλιστή, δεν μπαίνει ζήτημα γνωσιμότητας του κόσμου, γιατί, γι’ αυτόν, ο εξωτερικός αυτός κόσμος είναι ανύπαρκτος ή είναι δημιούργημα της συνείδησής μας. Για τον αντικειμενικό ιδεαλιστή, ο κόσμος είναι γνώσιμος μόνον σε καθορισμένα όρια, γιατί, γι’ αυτόν, ο άνθρωπος δεν είναι σε θέση να γνωρίσει το εξωκοσμικό πνεύμα, την «αρχική αυτή βάση» των πραγμάτων και των φαινομένων του κόσμου. Αν, όμως, ο άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίσει τον κόσμο ή τον γνωρίζει μόνον περιορισμένα, τότε δεν είναι, επίσης, σε θέση να παρέμβει στις διεργασίες αυτού του κόσμου ή μπορεί να το κάνει αυτό μονάχα σε πολύ περιορισμένο βαθμό. Για τον ιδεαλιστή, σε τελευταία ανάλυση, δεν είναι καθοριστικός ο φυσικός και ο κοινωνικός κόσμος, καθοριστική είναι η πνευματική ανάπτυξη. Γι’ αυτό, ο ιδεαλιστής πιστεύει, ότι οι κανόνες της ζωής, οι κανόνες των ανθρώπινων σχέσεων γεννήθηκαν όχι από το πραγματικό, το υλικό Είναι, αλλά από το πνεύμα.

 

Αν, ωστόσο, εγώ απαντήσω στο βασικό ζήτημα της φιλοσοφίας υλιστικά, αυτό σημαίνει ότι είμαι απαλλαγμένος από δεισιδαιμονίες, από την πίστη σε θαύματα, από τέτοιες προσθήκες στον κόσμο, όπως είναι ο Θεός, ο άγγελος, ο διάβολος κι άλλα δημιουργήματα της σκέψης μας. Ο υλιστής παραδέχεται, ότι, έξω από τη συνείδησή του και ανεξάρτητα απ’ αυτήν, υπάρχει ένας κόσμος: η φύση και η κοινωνία. Δίνει καταφατική απάντηση στο ερώτημα, αν αυτόν τον κόσμο μπορούμε να τον γνωρίσουμε. Βασιζόμενος σ’ αυτή τη γνώση, ο άνθρωπος αλλάζει τη φύση και την κοινωνία. Ο μαρξιστής υλιστής γνωρίζει, ότι οι κανόνες της ανθρώπινης ζωής γεννιούνται, μεν, άμεσα στο κεφάλι μας, αλλά ξέρει, επίσης, πως οι ρίζες τους βρίσκονται στο φυσικό και, κύρια, στον κοινωνικό κόσμο που μας περιβάλλει.

 

Η ιδεαλιστική απάντηση στο βασικό ζήτημα της φιλοσοφίας αρνείται, τελικά, την πλήρη γνωσιμότητα του κόσμου στον οποίο ζούμε και, ξεκινώντας απ’ αυτό, αρνείται, επίσης, τη δυνατότητα μιας επιστημονικά θεμελιωμένης πολιτικής της εργατικής τάξης για την κατάργηση του καπιταλισμού. Οι αντίπαλοι, λοιπόν, του εργατικού κινήματος ξεκινούν, κατά κανόνα, από την ιδεαλιστική απάντηση στο βασικό ζήτημα της φιλοσοφίας, λέγοντάς μας: Δεν υπάρχει επιστημονική θεμελίωση για το σοσιαλισμό. Το σοσιαλισμό μπορείτε, στην καλύτερη περίπτωση, να τον επιθυμείτε.

 

Η υλιστική απάντηση στο βασικό ζήτημα της φιλοσοφίας μάς υποδείχνει να ερευνήσουμε τους νόμους εξέλιξης της φύσης και της κοινωνίας, για να γνωρίσουμε ποιοι νόμοι οδήγησαν στη διαμόρφωση του καπιταλισμού και ποιοι νόμοι μπορούν να αξιοποιηθούν από μας για την εξάλειψή του. Έτσι, ο επιστημονικός σοσιαλισμός συνδέεται με την υλιστική απάντηση στο βασικό ζήτημα της φιλοσοφίας.

 

Η απάντηση στο φιλοσοφικό αυτό ζήτημα αφορά ολόκληρη την πρακτική και πνευματική μας συμπεριφορά και δράση απέναντι στον κόσμο, τόσο σαν μεμονωμένα άτομα, όσο και σαν σύνολο. Αφορά, επίσης, τους κανόνες της ζωής μας, τις προσδοκίες και τις ελπίδες μας. Γι’ αυτό, το ζήτημα της σχέσης της φύσης και του πνεύματος, της ύλης και της συνείδησης είναι το βασικό ζήτημα της φιλοσοφίας.

 

 

Ποια γενικά συμπεράσματα συνάγει η υλιστική φιλοσοφία για το Είναι;

 

Υπάρχει το Είναι, ένας κόσμος έξω από την ανθρώπινη συνείδηση και ανεξάρτητα απ’ αυτήν. Ένα υπερανθρώπινο, εξωκοσμικό πνεύμα, που θα μπορούσε να έχει δημιουργήσει αυτό το Είναι, δεν αποτελεί αντικείμενο σοβαρής επιστημονικής σκέψης, το πολύ-πολύ, είναι θέμα πίστης και δεισιδαιμονίας. Είναι το, στην αρχή, ανεξαρτοποιημένο και, κατόπι, εξουρανισμένο ανθρώπινο πνεύμα. Και τίποτε άλλο. Υπάρχει μονάχα το ένα Είναι, ο ένας κόσμος, στον οποίο ανήκει ο άνθρωπος με το πνεύμα του. Δεν υπάρχουν δυό κόσμοι, ένας επίγειος και ένας επέκεινα. Ο επέκεινα κόσμος είναι, όπως ειπώθηκε, μονάχα ο κόσμος του εξουρανισμένου ανθρώπινου πνεύματος. Ο κόσμος είναι ένα ενιαίο «επίγειο» σύνολο.

 

Το έξω και ανεξάρτητα από τη συνείδησή μας Είναι υφίσταται απ’ αυτό το ίδιο. Σύμφωνα με τους καθολικά ισχύοντες νόμους της φύσης, αυτό το Είναι είναι αδημιούργητο και άφθαρτο, δεν εμφανίστηκε από το τίποτε και δεν εξαφανίζεται. Το υλικό αυτό Είναι, ο κόσμος αυτός χαρακτηρίζεται στην υλιστική φιλοσοφία με τις έννοιες «αντικειμενική πραγματικότητα» ή «ύλη». Αυτή «αντανακλάται» στη συνείδησή μας. Η αντικειμενική αυτή πραγματικότητα, η ύλη, είναι μια άπειρη πολυπλοκότητα από αντικείμενα, φαινόμενα και από τις σχέσεις μεταξύ τους. Η ύλη περιλαβαίνει όχι μόνον υλικά αντικείμενα, αλλά και ακτινοβολίες, όπως το φως. Κοντολογίς, στην ύλη, στην αντικειμενική πραγματικότητα, ανήκουν όλα αυτά που υπάρχουν έξω και ανεξάρτητα από τη συνείδησή μας. Η ύλη δεν επιτρέπεται να ταυτίζεται με κάποια από τις ιδιαίτερες ιδιότητες της αντικειμενικής αυτής πραγματικότητας. Όπως, για παράδειγμα, δεν μπορεί να πει κανείς ότι «οπωρικά» είναι μόνο τα μήλα και να αγνοήσει όλα τ’ άλλα φρούτα, έτσι δεν μπορεί να πει, επίσης, ότι η ύλη είναι το υλικό. Γιατί, μονάχα τα τεμάχια της ύλης, που συντίθενται από άτομα, μόρια κλπ., αποτελούν αυτό που εμείς, στην απλή γλώσσα, ονομάζουμε «υλικό». Στη φύση, στην ύλη, υπάρχει, ωστόσο, και άλλο Είναι, όπως, παραδείγματος χάρη, το ηλεκτρομαγνητικό πεδίο (ραδιοκύματα κλπ.), που δεν αποτελείται από τέτοιο υλικό.

 

Όταν παρατηρούμε την άπειρη πολυπλοκότητα των αντικειμένων, των φαινομένων και των σχέσεων της ύλης, τότε, βλέπουμε, πως όλα αυτά –από τα μικρότερα σωμάτια ως τους τεράστιους Ήλιους και τους Γαλαξίες στο σύμπαν, από την άψυχη πέτρα ως το πιο υψηλά αναπτυγμένο ζωντανό ον, τον άνθρωπο- έχουν την ιστορία τους, εμφανίζονται και εξαφανίζονται. Δεν υπάρχει τίποτε που, κατά κάποιον τρόπο, θα έμενε στάσιμο και αμετάβλητο. Στα ζωντανά όντα, συντελείται μια αδιάκοπη εναλλαγή της ύλης (μεταβολισμός). Τα όντα αυτά συμπεριφέρονται ανάλογα με τις επιδράσεις του φυσικού ή του κοινωνικού τους περιβάλλοντος. Στο ηλιακό μας σύστημα, βλέπουμε παντού κίνηση: το φεγγάρι περιφέρεται γύρω από τη γη, η γη περιφέρεται γύρω από τον ήλιο. Το ηλιακό μας σύστημα κινείται με τη σειρά του μέσα στο Γαλαξία μας. Τα άτομα, από τα οποία αποτελούνται όλα τα σώματα, κινούνται αδιάκοπα. Δεν υπάρχει ύλη, χωρίς κίνηση. Η ύλη δεν χωρίζεται από την κίνηση, το ίδιο και η κίνηση, από την ύλη. Αν δεν θα υπήρχε η ύλη, δεν θα μπορούσε, επίσης, τίποτε να κινηθεί. Η ύλη και η κίνηση αποτελούν μια αδιάσπαστη ενότητα. Όπως διαπίστωσε ο Ένγκελς, η κίνηση είναι ο τρόπος ύπαρξης της ύλης.

 

Αλλά και η ύλη με την κίνησή της δεν μπορεί να υπάρξει, χωρίς έκταση των αντικειμένων, χωρίς χώρο και διάρκεια της κίνησης, κοντολογίς, χωρίς χώρο και χρόνο. Κάθε κίνηση περιλαβαίνει και τις αλλαγές στο χώρο. Γι’ αυτό ο χώρος είναι βασικός όρος της υλικής κίνησης, είναι μορφή ύπαρξης της ύλης. Το ίδιο, η κίνηση συντελείται σε διαδοχικές βαθμίδες και συνδέεται με το βασικό όρο του χρόνου, που είναι μια άλλη μορφή ύπαρξης της ύλης. Κανένα απολύτως αντικείμενο δεν μπορεί να υπάρχει στο χώρο, χωρίς να υπάρχει και στο χρόνο, ή να υπάρχει στο χρόνο και όχι στο χώρο. Ο χώρος και ο χρόνος είναι αδιάσπαστα δεμένα με κάθε αντικείμενο στην κίνησή του. «Στον κόσμο, -γράφει ο Λένιν,- δεν υπάρχει τίποτε άλλο, εκτός από την κινούμενη ύλη, και η κινούμενη ύλη δεν μπορεί να κινείται διαφορετικά, παρά μέσα στο χώρο και στο χρόνο» [15].

 

Με τα παραπάνω, δώσαμε σύντομα τις γενικές διαπιστώσεις της μαρξιστικής υλιστικής φιλοσοφίας για την ύλη. Οι διαπιστώσεις αυτές συμφωνούν με τα δεδομένα, όπως αυτά αποκαλύφθηκαν από τις φυσικές επιστήμες.

 

Πως, όμως, μπορούμε να αιτιολογήσουμε το ότι η υλιστική κοσμοθεωρία ή η υλιστική φιλοσοφία δίνει τη σωστή απάντηση στο ζήτημα του αν ο κόσμος δημιουργήθηκε από το Θεό ή όχι;

 

Δεν υπάρχει γενικά κανείς επιστήμονας και καμιά επιστήμη που θα υποστήριζαν στα σοβαρά, πως από το τίποτε θα μπορούσε να δημιουργηθεί κάτι. Κάτι περισσότερο: η επιστήμη λέει, ότι από το τίποτε δεν μπορεί να προκύψει τίποτε. Η επιστήμη γνωρίζει, πως όλα όσα υπάρχουν στον κόσμο έχουν μια αρχή και ένα τέλος (με την έννοια, βέβαια, της εμφάνισης και της εξαφάνισης). Όμως, η επιστήμη ξεκινάει πάντοτε από το ερώτημα: Το σπίτι αυτό κατασκευάστηκε κάποτε˙ από τι κατασκευάστηκε; Έτσι, καταλήγουμε σε πολύ απλά πράγματα, σε υλικά, όπως: ξύλα, πέτρες, καρφιά, τσιμέντο κλπ. Από το τίποτε, δεν μπορεί κανείς να χτίσει σπίτι. Ό,τι υπάρχει δεν δημιουργήθηκε απλά και μόνο, δημιουργήθηκε από κάτι άλλο που υπήρχε προηγούμενα. Και ό,τι υπάρχει σήμερα, κάποτε θα παρέλθει. Όμως, αυτό που παρέρχεται δεν διαλύεται στο τίποτε, μεταβάλλεται σε κάτι άλλο.

 

Δηλαδή: Από το τίποτε δεν μπορεί να προκύψει τίποτε και κάθε τι που υπάρχει μεταβάλλεται σε κάτι άλλο. Αυτό γνωρίζει κι αυτό λέει η επιστήμη για τον κόσμο. Ο κόσμος αυτός βρίσκεται σε ένα αδιάκοπο προτσές εμφάνισης και εξαφάνισης. Συνεχώς γεννιέται κάτι το καινούργιο και πεθαίνει το παλιό. Το καινούργιο, όμως, που γεννιέται δεν προκύπτει από το τίποτε, αλλά, επίσης, από κάτι άλλο, όπως, τελικά, δεν ανάγεται στο τίποτε, αλλά περνά σε κάτι άλλο. Έτσι, η επιστήμη δείχνει, ότι ο αιώνια μεταβαλλόμενος κόσμος αποτελεί το μοναδικό Είναι που γνωρίζουμε. Η αναγνώριση αυτής της αλήθειας αποτελεί χαρακτηριστική θέση του υλισμού.

 

 

Προσοχή! Προειδοποίηση

 

Εδώ, πήραμε καθαρά τη θέση του υλισμού. Για την πολιτική μας συμπεριφορά, προκύπτουν απ’ αυτό, πλάι στ’ άλλα, και τα εξής: Εγώ εκτιμώ, μεν, τους ανθρώπους, σύμφωνα μ’ αυτά που πιστεύουν, σκέφτονται και λένε, πριν απ’ όλα, όμως, τους εκτιμώ, σύμφωνα με το πώς ενεργούν. Αυτό είναι ένα πολύ σοβαρό ζήτημα. Έχω καλούς φίλους, που είναι χριστιανοί. Κρίνοντάς τους από τη θέση της υλιστικής φιλοσοφίας, διαπιστώνω ότι αυτοί έχουν λαθεμένη αντίληψη. Πως, όμως, θα τους κρίνω, όταν αυτοί τάσσονται μαζί μου υπέρ της ειρήνης, της δημοκρατίας και του σοσιαλισμού; Θα πρέπει να πω: όχι, η δική σας κοσμοθεωρία δεν είναι σωστή; Είτε δεν πρέπει να ενεργήσω από κοινού μαζί τους; Γνωρίζω και ανθρώπους που δεν έχουν θρησκευτικές πεποιθήσεις, στην πολιτική, ωστόσο, είναι πολύ πισωδρομικοί. Πρέπει μήπως να πω, ότι αυτοί στέκουν πιο κοντά μου από τους προαναφερθέντες χριστιανούς; Αυτό, βέβαια, θα ήταν λάθος.

 

Ας ασχοληθούμε για λίγο ακόμα με το ζήτημα αυτό. Γιατί μιλήσαμε τόσο πλατιά για το βασικό ζήτημα της φιλοσοφίας, αφού η απάντηση σ’ αυτό φαίνεται σαν να ‘ναι αδιάφορη για την πολιτική πράξη; Όταν, λόγου χάρη, μπορούν και οι χριστιανοί να είναι προοδευτικοί και ορισμένοι άθρησκοι να είναι ακόμα και εχθροί της προόδου;

 

Η ουσία των προβλημάτων αυτών είναι βαθύτερη. Εδώ, πρόκειται για την παρουσίαση της μαρξιστικής φιλοσοφίας, που είναι ο υλισμός της εργατικής τάξης. Από τη μαρξιστική υλιστική φιλοσοφία, συνάγεται –όπως θα δείξουμε στο τρίτο κεφάλαιο αυτής της εργασίας- η κομματικότητα για την υπόθεση της εργατικής τάξης, για το σοσιαλισμό. Δεν μπορεί να είναι κανείς μαρξιστής και ταυτόχρονα αντίπαλος του σοσιαλισμού. Ό,τι αφορά τον ιδεαλισμό και τη θρησκεία, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Οι μαρξιστές πρέπει, οι χριστιανοί μπορούν να είναι σοσιαλιστές. Παρά την κοσμοαντίληψή του, ο χριστιανός μπορεί να είναι σοσιαλιστής, όταν αυτός τάσσεται υπέρ της υπόθεσης των εργατών. Η θρησκεία δεν του υπαγορεύει αναγκαστικά μια τέτοια στράτευση. Ο μαρξιστής είναι αναγκαστικά υπερασπιστής της εργατικής τάξης. Γι’ αυτό, επιθυμούμε, όσο το δυνατόν περισσότεροι συναγωνιστές του εργατικού κινήματος να είναι ή να γίνουν και μαρξιστές, γιατί η ιδιότητα αυτή προσδίδει στην πολιτική τους δράση μια πολύ πιο αποφασιστική θέση στο πλευρό της εργατικής τάξης. Σε κανένα, όμως, από τα βασικά ντοκουμέντα του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος, της Σοσιαλιστικής Γερμανικής Εργατικής Νεολαίας και της Μαρξιστικής Φοιτητικής Ένωσης «Σπάρτακος» δεν τίθεται σαν προϋπόθεση της συνεργασίας μας με τους θρησκευόμενους η άρνηση απ’ αυτούς της θρησκείας τους, ή η έξοδός τους από τους κόλπους της εκκλησίας και δεν τίθεται το ζήτημα να γίνουν πρώτα μαρξιστές. Μαρξιστής μπορεί κανείς να γίνει καλύτερα μέσα στο εργατικό κίνημα, παρ’ όλο που κι εκεί δεν το πετυχαίνει πλήρως ο καθένας.

 

Ας προσέξουμε αυτή την προειδοποίηση, για να μην ορθώσουμε εμπόδια μπροστά στους φίλους της κοινής μας δράσης και πάλης κατά του πολέμου, των εξοπλισμών και της κοινωνικής οπισθοδρόμησης, για ειρήνη, αφοπλισμό, ελευθερία και σοσιαλισμό.

 

Και κάτι ακόμα: Εμείς καταπολεμούμε την κατάχρηση των θρησκευτικών αισθημάτων και πεποιθήσεων από τις δυνάμεις της πολιτικής και κοινωνικής οπισθοδρόμησης, λ.χ., από τέτοιες ηγετικές προσωπικότητες της Χριστιανικής Δημοκρατικής Ένωσης και της Χριστιανικής Κοινωνικής Ένωσης, όπως ο Φραντς Στράους και ο Φίλπινγκερ. Οι πραγματικοί χριστιανοί μπορούν να θεωρούν, πως η πολιτική συμπεριφορά τέτοιων ανθρώπων έχει τόση σχέση με το πραγματικό ενδιαφέρον της θρησκείας, όσο έχει ο κλέφτης με το χρηματοκιβώτιο. Αλλά και εμείς οι μαρξιστές πρέπει να προσέξουμε να διεξάγουμε την –αναπόφευκτη- διαμάχη μας με τη θρησκεία με τρόπο, ώστε να μην τραυματίζουμε, με ανεδαφικά επιχειρήματα, τα αισθήματα των θρησκευόμενων.

 

Ακριβώς επειδή είμαστε πεπεισμένοι για την επιστημονική αξία των απόψεών μας, δεν χρειαζόμαστε καθόλου μη αντικειμενικά επιχειρήματα.

 

* * *

 

ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΒΑΣΙΚΟΙ ΝΟΜΟΙ ΤΗΣ ΕΞΕΛΙΞΗΣ;

 

Αν ασχολούμαστε με τους βασικούς νόμους της εμφάνισης και της εξαφάνισης, της εξέλιξης, το κάνουμε όχι μόνο για να πλουτίσουμε τις γνώσεις μας, αλλά και για πολιτικούς λόγους. Ποιος από μας δεν έχει ακούσει να λέγεται (ίσως να σκέφτηκε και ο ίδιος έτσι): «Πρέπει, τώρα, επί τέλους, να δοκιμάσουμε να προωθήσουμε την υπόθεση, με ένα ισχυρό σπρώξιμο (να επιταχύνουμε ακόμα και βίαια την εξέλιξη!)»; Είτε: «Την ιστορία δεν μπορεί κανείς να την εκβιάσει. Τα πράγματα πρέπει να αναπτυχθούν και να ωριμάσουν. Σε τι ωφελεί όλη αυτή η επαναστατική φλυαρία; Η επιμελής προσπάθεια για ρεαλιστικές αλλαγές αποδίδει με τον καιρό περισσότερα». Θα μπορούσαν εδώ να εξεταστούν και άλλες αντιρρήσεις ή ζητήματα, όπως: «Ίσως, στην ιστορία, να υπάρχει εξέλιξη, αλλά το γιατί αυτή υπάρχει δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε». Είτε: «Ίσως, στην ιστορία, να υπάρχουν νόμοι εμφάνισης και εξαφάνισης, όμως, ό,τι εμείς οι άνθρωποι κάνουμε συνδέεται με τη γνώση μας. Οι ιστορικοί νόμοι είναι, επομένως, πνευματικής φύσης. Αυτά που ειπώθηκαν στο πρώτο κεφάλαιο (για το βασικό ζήτημα της φιλοσοφίας) δεν ισχύουν για την ιστορία». Πραγματικά δεν ισχύουν;

 

Θα εξετάσουμε στη συνέχεια όλα αυτά τα ζητήματα, γιατί αυτά δείχνουν το πόσο βασική για την πολιτική μας συμπεριφορά είναι η μελέτη και η γνώση των νόμων της εμφάνισης και της εξαφάνισης.

 

Μόνο στο παραμύθι παρουσιάζεται το φαινόμενο, ότι, στη διάρκεια του εκατοντάχρονου ύπνου της, η Αγκαθούλα και το βασιλικό παλάτι δεν αλλάζουν. Μόνο στο παραμύθι υπάρχει, επίσης, η ζωοδόχος εκείνη πηγή στην οποία μπαίνουν το γεροντάκι και η γριούλα και βγαίνουν από κει ξανανιωμένοι. Κανείς δεν μπορεί να αποφύγει το φυσικό νόμο της γέννησης και της εξαφάνισης, ούτε το φυτό, ούτε το ζώο, ούτε ο άνθρωπος!

 

 

Ποιες αποδείξεις υπάρχουν για το ότι όλα στον κόσμο εξελίσσονται;

 

Ακόμα και η ανόργανη, η άψυχη φύση αλλάζει αδιάκοπα. Τα ποτάμια αλλάζουν την πορεία τους, τα βουνά και οι θάλασσες, τη μορφή τους και ολόκληρη η γη τη φυσιογνωμία της. Η γη μας και το ηλιακό σύστημα στο οποίο ανήκει δεν είναι αιώνια, αμετάβλητα. Οι επιστήμονες διαπίστωσαν με μαθηματική ακρίβεια ότι η γη μας δημιουργήθηκε πριν λίγα μόνον δισεκατομμύρια χρόνια. Από τότε, πέρασε από πολλά στάδια εξέλιξης. Τα στάδια αυτά εξερευνήθηκαν σε τέτοιο βαθμό, ώστε, σήμερα, είμαστε σε θέση να περιγράψουμε πως, στη διάρκεια των εκατομμυρίων χρόνων, διαμορφώθηκε η γη.

 

Από χρόνο σε χρόνο, βλέπουμε τα άστρα να κινούνται στην τροχιά τους. Με βάση τη φαινομενικά αμετάβλητη κίνησή τους, οι άνθρωποι προσανατολίζονταν ήδη πριν χιλιάδες χρόνια. Η αμεταβλητότητα της κίνησης και της τροχιάς των άστρων είναι φαινομενική. Σε σύγκριση με τις γήινες συνθήκες, οι αλλαγές στον κόσμο των άστρων συντελούνται, βέβαια, με πολύ αργό ρυθμό, στη διάρκεια εκατομμυρίων και δισεκατομμυρίων χρόνων. Όμως, οι αλλαγές αυτές συντελούνται παντού και αδιάκοπα σ’ ολόκληρο το σύμπαν. Η φωτιστική δύναμη των άστρων αλλάζει, αυτά γίνονται πιο σκοτεινά ή πιο φωτεινά, σβήνουν ολότελα ή λάμπουν και πάλι. Με την πάροδο του χρόνου, αλλάζουν, επίσης, τη θέση τους το ένα προς το άλλο. Αν θα μπορούσαμε, ύστερα από μερικές εκατοντάδες χιλιάδες ή εκατομμύρια χρόνια, να ρίξουμε ένα βλέμμα στο νυχτερινό ουρανό, τότε, θα βλέπαμε όχι τους γνωστούς σήμερα σε μας σχηματισμούς των άστρων, αλλά πολύ διαφορετικότερους.

 

Παρόμοιες είναι οι διαδικασίες που συντελούνται και στο «εσωτερικό» του υλικού κόσμου. Όλα βρίσκονται σε αιώνια κίνηση: από τα μικρότερα σήμερα γνωστά σώματα σύνθεσης του κόσμου, τα λεγόμενα στοιχειώδη σωμάτια, που συγκροτούν τα άτομα, από τα άτομα, που συνδέονται σε μεγαλύτερες ενότητες, στα λεγόμενα μόρια και από τα μόρια των άψυχων και έμψυχων σωμάτων όλων των μεγεθών ως τους μεγαλύτερους σχηματισμούς του εξωτερικού κόσμου.

 

Και η ανθρώπινη κοινωνία; Ήδη, οι εμπειρίες της χρονικά σύντομης ζωής μας δείχνουν με σαφήνεια, ότι στη συμβίωση των ανθρώπων συντελούνται αδιάκοπα ουσιαστικές αλλαγές. Ας πάρουμε για παράδειγμα μόνο τις τελευταίες δεκαετίες. Πόσο θυελλώδικα άλλαξε η όψη του γεωγραφικού χάρτη! Εκεί που μόλις πριν από μερικά χρόνια σημαδεύονταν οι βρετανικές, οι γαλλικές ή οι πορτογαλικές αποικίες συναντούμε σήμερα ονόματα ελεύθερων εθνικών κρατών. Οι άνθρωποι αυτών των κρατών αποτίναξαν τον αποικιακό ζυγό, για τον οποίο οι αποικιοκράτες έλεγαν ότι είναι αιώνιος.

 

Όταν, το 1933, ο φασισμός εγκαθίδρυσε στη Γερμανία το τρομοκρατικό του καθεστώς, οι ηγέτες του ναζισμού κομπορρημονούσαν μπροστά σ’ όλο τον κόσμο για το χιλιόχρονό τους Ράιχ. Αλλά μόνο δώδεκα χρόνια χρειάστηκε να περάσουν, για να γίνει το χιτλερικό Ράιχ συντρίμμια.

 

Ως το Νοέμβρη του 1917, ο καπιταλισμός κυριαρχούσε ακόμα σ’ όλο τον κόσμο. Από τη ρωσική επανάσταση και δώθε, η κατάσταση άλλαξε εντελώς. Η άλλοτε καθυστερημένη Ρωσία των τσάρων έγινε σήμερα, στις συνθήκες του σοβιετικού σοσιαλιστικού καθεστώτος, η δεύτερη βιομηχανική χώρα του κόσμου. Σε πολλούς τομείς της κοινωνικής, επιστημονικής και οικονομικής ζωής, κατέχει, μάλιστα, την πρώτη θέση στον κόσμο. Σήμερα, υπάρχει μια ολόκληρη ομάδα από σοσιαλιστικές χώρες. Ο σοσιαλισμός αποδείχτηκε σε παγκόσμια κλίμακα όλο και περισσότερο σαν η βασικότερη κινητήρια δύναμη της εποχής μας. Έτσι, σε λίγες μόνο δεκαετίες, άλλαξε ριζικά η κοινωνική όψη του πλανήτη μας.

Οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας, θαύμαζαν, όταν, για πρώτη φορά, μέσα στις πόλεις και τα χωριά, κυκλοφόρησαν τρίζοντας «αμάξια δίχως άλογα», τα αυτοκίνητα. Εμείς, όμως, είμαστε μάρτυρες της προσσελήνωσης ανθρώπων στο φεγγάρι.

 

Έτσι, τα πάντα στον κόσμο, από τα πιο μακρινά βάθη του σύμπαντος ως τις πιο εσωτερικές πλευρές της φύσης, από τις πιο υψηλές μορφές της ζωντανής ύλης ως την άψυχη μάζα της πέτρας, δείχνουν κίνηση, αλλαγή και εξέλιξη.

 

Έτσι, δημιουργείται και στον άνθρωπο η γνώση, την οποία ο Φρίντριχ Ένγκελς, ο συνιδρυτής του επιστημονικού σοσιαλισμού, διατύπωσε ως εξής: «Η κίνηση είναι ο τρόπος ύπαρξης της ύλης. Ποτέ και πουθενά δεν υπήρξε ύλη δίχως κίνηση. Κίνηση στο διάστημα, μηχανική κίνηση μικρών σωμάτων πάνω σε ξεχωριστά κοσμικά σώματα, μοριακή ταλάντωση σαν θερμότητα, σαν ηλεκτρική ή μαγνητική τάση, χημική διάσπαση και ένωση, οργανική ζωή –να οι μορφές κίνησης, στις οποίες, με τη μια ή την άλλη ή, ταυτόχρονα, με περισσότερες απ’ αυτές, βρίσκεται κάθε ξεχωριστό υλικό άτομο του κόσμου σε κάθε δοσμένη στιγμή. Κάθε ηρεμία, κάθε ισορροπία είναι μόνο σχετική, έχει νόημα μόνο σε σχέση μ’ αυτήν ή εκείνη τη συγκεκριμένη μορφή κίνησης. Ένα σώμα πάνω στη γη μπορεί, π.χ., να βρίσκεται μηχανικά, σε ηρεμία, σε μηχανική ισορροπία. Αυτό, ωστόσο, δεν εμποδίζει αυτό το σώμα να συμμετάσχει στην κίνηση της γης, όπως και ολόκληρου του ηλιακού συστήματος. Αυτό δεν εμποδίζει καθόλου και τα μικρότερα φυσικά σωμάτιά του να πραγματοποιούν τις ταλαντώσεις που προκαλούνται από τη θερμοκρασία του ή τα υλικά του άτομα, ένα χημικό προτσές. Ύλη δίχως κίνηση είναι το ίδιο αδιανόητη, όπως και κίνηση δίχως ύλη. Γι’ αυτό και η κίνηση είναι το ίδιο αδιανόητο να δημιουργηθεί και είναι άφθαρτη, όπως και η ύλη» [16]. Αργότερα, θα χρειαστεί να επανέλθουμε στο σημείο αυτό.

 

 

Πως έγινε η ανακάλυψη των νόμων της εξέλιξης;

 

H γνώση αυτή προκάλεσε στο σκεφτόμενο άνθρωπο, από την αρχαιότητα ακόμα, διάφορα ερωτηματικά, όπως: Από πού προέρχεται η κίνηση αυτή; Μήπως κάποτε και κατά κάποιον τρόπο προκλήθηκε από μια πρώτη ώθηση (Θεό); Μήπως στην πορεία του κόσμου επεμβαίνει διαρκώς ένα εξωσμικό θεϊκό πλάσμα για να τον κρατά σε κίνηση; Ή η κίνηση είναι μια αδιάσπαστη ιδιότητα του αιώνια υπάρχοντα κόσμου και, επομένως, είναι αδύνατο να δημιουργηθεί και είναι άφθαρτη; (Τούτο το τελευταίο, όπως συνάγεται από τα λόγια του Ένγκελς, που παραθέσαμε πιο πάνω, είναι η άποψη του μαρξισμού).

 

Και αφού όλα εξελίσσονται, τότε πως και με ποια μορφή συντελείται η εξέλιξη; Έχει μια καθορισμένη κατεύθυνση ή το χάος των αλληλοσυγκρουόμενων κινήσεων εμποδίζει μια τέτοια κατεύθυνση;

 

Όταν η ανθρώπινη γνώση, ξεπερνώντας τις δεισιδαιμονικές μορφές ερμηνείας του κόσμου, καταπιάστηκε με την επιστημονική εξήγηση του κόσμου, ανακάλυψε, ότι στην κίνηση υπάρχουν έκδηλα ορισμένοι κανόνες. Τα άστρα κινούνται με κάποια τάξη. Οι εποχές του χρόνου διαδέχονται κανονικά η μια την άλλη. Το νερό κυλάει πάντοτε προς την κατωφέρεια. Στην ανάπτυξη του φυτού, το σπέρμα προηγείται του άνθους κλπ. Ανάμεσα στα αντικείμενα και τις εμφανίσεις τους, υπάρχουν έκδηλα ορισμένες ουσιαστικές αλληλουχίες που τις χαρακτηρίζει η επαναληπτικότητα. Τις αλληλουχίες αυτές τις ονομάζουμε νόμους. Μόνο η γνώση αυτών των νόμων επιτρέπει τον προσανατολισμό μέσα στις αμετάτρεπτα συντελούμενες διαδικασίες. Οι άνθρωποι έθεταν το ζήτημα για τη βάση αυτής της τάξης, για τις αιτίες της αλληλοδιαδοχής, για τους νόμους της εξέλιξης.

 

Ήδη ο αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος Ηράκλειτος (έζησε περίπου το 400 ως το 700 π. ν. χ.) [ΠΓ: Εδώ, πρόκειται μάλλον περί τυπογραφικού λάθους. Το σωστό είναι περίπου το 500 ως το 400 π. ν. χ.) εξέφρασε την εξής γνώμη: Ο κόσμος ήταν πάντα, είναι και θα είναι μια αείζωτη φωτιά που ανάβει έμμετρα και σβήνει έμμετρα». Μέσα του «όλα ρέουν», και «δεν μπορούμε να μπούμε δυό φορές στο ίδιο ποτάμι», γιατί αυτό, στο μεταξύ, έχει αλλάξει. Στο ερώτημα, γιατί όλα εξελίσσονται, ο Ηράκλειτος απάντησε: «Ο πόλεμος είναι ο πατέρας των πάντων». Από την αλληλεπίδραση των διαφόρων αντίθετων δυνάμεων, πλευρών και ιδιοτήτων των αντικειμένων, προκύπτει η αλλαγή, η εξέλιξή τους.

 

Μια τέτοια ερμηνεία της κίνησης και της εξέλιξης, από την ενότητα και την αλληλοαντίθετη επενέργεια των αλληλοαντίθετων όρων, πλευρών, γνωρισμάτων και δυνάμεων, την ονομάζουμε διαλεκτική. Προερχόμενη από την ελληνική γλώσσα, η λέξη «διαλεκτική» σήμαινε αρχικά «τέχνη του λόγου», την ικανότητα, με λόγο και αντίλογο, με την αντιπαράθεση γνωμών, να βρεθεί η σωστή άποψη. Έτσι, ο Πλάτων, ένας άλλος γνωστός Έλληνας φιλόσοφος, εξέθεσε, π.χ., τις απόψεις του, με τη μορφή του διαλόγου, με συζητήσεις ανάμεσα σε διάφορα πρόσωπα. Αργότερα, άλλαξε η σημασία αυτής της λέξης. Σήμερα, χαρακτηρίζει τη θεωρία για την αντίθεση, για την πάλη των αντιθέτων στα ίδια τα αντικείμενα, σαν κινητήρια δύναμη, σαν πηγή της κίνησής τους.

 

Εξέχοντες εκπρόσωποι της διαλεκτικής αντίληψης υπήρχαν πάντοτε: στην αρχαιότητα, στο Μεσαίωνα και στη νεότερη εποχή. Ανάμεσα στους διαλεκτικούς της νεώτερης εποχής, ιδιαίτερη θέση κατέχει ο μεγάλος Γερμανός φιλόσοφος Γκέοργκ Βίλχελμ Φρίντριχ Χέγκελ (1770-1831), ένας από τους προδρόμους του μαρξισμού.

 

Για τον Χέγκελ, η κινητήρια δύναμη της εξέλιξης είναι η αντίθεση, η πάλη των αντιθέτων. Ο Χέγκελ ανακάλυψε για πρώτη φορά τη νομοτέλεια και τον τρόπο με τον οποίο συντελείται η εξέλιξη, καθώς και το νόμο που καθορίζει την κατεύθυνσή της. Ωστόσο, ο Χέγκελ ήταν ιδεαλιστής φιλόσοφος. Υποστήριζε, ότι βάση και δημιουργός του Είναι δεν είναι η φύση, είναι το πνεύμα (ένα εξωκοσμικό πνεύμα, αντίστοιχο με το Θεό). Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την άποψή του, αυτό που κινείται είναι το πνεύμα και όχι η φύση.

 

Ο Μαρξ και ο Ένγκελς επέκριναν το ιδεαλιστικό περιεχόμενο της διαλεκτικής και ερεύνησαν την κίνηση εκεί όπου αυτή πραγματικά συντελείται, στη φύση και την κοινωνία. Η κίνηση της νόησής μας είναι η αντανάκλαση της πραγματικής κίνησης και γι’ αυτό συντελείται –εφόσον, βέβαια, η συνείδησή μας απεικονίζει σωστά τον κόσμο- σύμφωνα με τους διαλεκτικούς νόμους της πραγματικότητας. Αυτή είναι η άποψη της υλιστικής διαλεκτικής.

 

Η γνώση αυτών των νόμων είναι η προϋπόθεση για τη σωστή πρόβλεψη της μελλοντικής εξέλιξης, καθώς και για το σωστό προγραμματισμό της δράσης μας. Για την απόχτηση της γνώσης αυτών των νόμων, οι διάφορες επιστήμες καταβάλλουν προσπάθειες στον τομέα του συγκεκριμένου αντικειμένου της έρευνάς τους. Στον κόσμο, όμως, υπάρχουν αναρίθμητα αντικείμενα, φαινόμενα και, κατά συνέπεια, διαδικασίες εξέλιξης. Προς ποια κατεύθυνση συντελείται η κίνηση και η εξέλιξη; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν είναι πια καθήκον μιας θεωρίας της εξέλιξης για έναν ειδικό κλάδο, είναι καθήκον μιας γενικής, φιλοσοφικής θεωρίας της εξέλιξης. Το ζήτημα, όμως, είναι, αν οι ιδιαίτερες νομοτέλειες της εξέλιξης των άπειρων αντικειμένων και φαινομένων στον κόσμο έχουν μεταξύ τους κάποια σχέση, αν οι νομοτέλειες αυτές έχουν κοινά χαρακτηριστικά γνωρίσματα, αν είμαστε σε θέση να ανακαλύψουμε και να διατυπώσουμε τις γενικές νομοτέλειες της εξέλιξης του υλικού κόσμου.

 

Ο υλικός κόσμος δεν αποτελείται, ωστόσο, μόνο από ξεχωριστά και αυτόνομα αντικείμενα˙ όλα αυτά αποτελούν μια ενότητα. Όλα τα αντικείμενα και φαινόμενα του κόσμου συνδέονται το ένα με τ’ άλλο. Σε ό,τι αφορά τη ζωντανή ύλη, το οπτικό μας πεδίο διευρύνθηκε με τη θεωρία της εξέλιξης του Δαρβίνου (πιο πέρα, θα πούμε γι’ αυτό περισσότερα). Το ότι η ζωή προέκυψε από την ανόργανη φύση, η επιστήμη δεν το αρνείται πια σήμερα. Σίγουρο είναι, επίσης, το ότι υπάρχει μια αλληλουχία ανάμεσα στην εξέλιξη του πλανήτη μας και το σύνολο του ηλιακού συστήματος. Κοντολογίς: Όλα τα αντικείμενα και φαινόμενα του κόσμου συνδέονται το ένα με τ’ άλλο. Τίποτε δεν υπάρχει καθεαυτό. Κάθε αντικείμενο, κάθε φαινόμενο συνεπάγεται άλλο και μπορεί να κατανοηθεί μονάχα από τις ουσιώδεις αλληλουχίες του. Στη λέξη ουσιώδης πρέπει εδώ να αποδοθεί ιδιαίτερο βάρος. Γιατί οι αλληλουχίες δεν είναι όλες του ίδιου είδους και της ίδιας σημασίας. Πρόκειται, επίσης, για αλληλουχίες όχι μόνο με την έννοια των ταξινομημένων σχέσεων (δομών), αλλά, κυρίως, με την έννοια, ότι τα αντικείμενα και φαινόμενα συνδέονται, επίσης, και στην ιστορική τους ανάπτυξη. «Στο γεγονός, ότι τα σώματα αυτά βρίσκονται σε μια αλληλουχία, εμπεριέχεται ήδη το ότι αυτά επενεργούν το ένα πάνω στ’ άλλο και αυτή ακριβώς η αλληλεπενέργεια είναι η κίνηση» [17], έγραφε ο Ένγκελς.

 

Από το γεγονός αυτό απορρέει μια βασική γνώση: Αφού τα πάντα συνδέονται το ένα με τ’ άλλο και αναπτύσσονται ξεχωριστά, τότε, υπάρχουν και νόμοι εξέλιξης που δεν ισχύουν μονάχα για ορισμένα αντικείμενα και φαινόμενα, αλλά δρουν σ’ ολόκληρο τον υλικό κόσμο. Αυτούς ακριβώς τους νόμους διερευνά και διατυπώνει η μαρξιστική φιλοσοφία.

 

Από τα τέλη περίπου του 19ου αιώνα, δεν υπάρχει πλέον σοβαρός επιστήμονας που να αρνείται το γεγονός, πως ολόκληρος ο κόσμος που μας περιβάλλει εξελίσσεται. Η ιδέα της εξέλιξης έχει αναγνωριστεί από όλους, διατυπώθηκε στα εγχειρίδια και διδάσκεται στα σχολεία. Η γενική αυτή αναγνώριση ήταν το αποτέλεσμα μιας μακρόχρονης πάλης, στη διάρκεια ολόκληρου του 19ου αιώνα, ενάντια στην υπεράσπιση παλαιών, αντεπιστημονικών απόψεων. Μια τέτοια άποψη ήταν, π.χ., ο ισχυρισμός της εκκλησίας, ότι, στη διάρκεια εφτά ημερών, ο Θεός δημιούργησε, τάχα, τον κόσμο, μ’ όλα τα φυτά, τα ζώα και τους ανθρώπους, και ότι όλα παρέμειναν μέχρι σήμερα αμετάβλητα.

 

Ανάμεσα στους επιστήμονες και τους ερευνητές που καταπολέμησαν τέτοιες αντεπιστημονικές απόψεις, ξεχωριστή θέση κατέχει ο Κ. Δαρβίνος (1809-1882). Στο κύριο έργο του, «Για την προέλευση των ειδών» (1859), ο Δαρβίνος απόδειξε, ότι τα διάφορα είδη των ζωντανών όντων αναπτύχθηκαν το ένα από το άλλο. Στις υλιστικές του αντιλήψεις, έδιναν πολύ μεγάλη εκτίμηση ο Μαρξ και ο Ένγκελς. Ανάμεσα στους Γερμανούς επιστήμονες, ήταν, κυρίως, ο Ερνστ Χαίκελ (1834-1919) εκείνος που υπεράσπισε επίμονα και θαρραλέα την ιδέα της εξέλιξης και μαζί μ’ αυτή και τη θεωρία του Δαρβίνου, ενάντια σ’ όλες τις αντεπιστημονικές επιθέσεις.

 

Επίσης, και οι εκπρόσωποι του φιλοσοφικού ιδεαλισμού αναγκάστηκαν, κατά το τέλος του 19ου αιώνα, να αποδεχτούν την ιδέα της εξέλιξης. Τους υποχρέωσε ο διαρκώς αυξανόμενος όγκος του αδιαμφισβήτητου υλικού που συγκεντρώθηκε από τους διάφορους τομείς των επιστημών.

 

Ωστόσο, ο ιδεαλισμός δεν παραδέχθηκε πλήρως την ήττα του. Προσπάθησε και προσπαθεί ακόμα και σήμερα να διαστρεβλώσει, με το δικό του πνεύμα, τη θεωρία της εξέλιξης. Γι’ αυτό και από τότε που αναγνωρίστηκε γενικά η θεωρία της εξέλιξης δεν σταμάτησε στον τομέα αυτόν η πνευματική διαπάλη. Η πάλη αυτή ανάμεσα στον υλισμό και τον ιδεαλισμό διεξάγεται σήμερα, κυρίως, γύρω από το πώς θα πρέπει να νοηθεί η εξέλιξη, πως συντελείται και από ποιες δυνάμεις προωθείται.

 

 

Σε ποια ερωτήματα οφείλει να απαντήσει μια γενική θεωρία της εξέλιξης;

 

Είναι αυτονόητο, ότι οι ειδικές μορφές της κίνησης πρέπει να εξετάζονται από τις ιδιαίτερες επιστήμες. Το καθήκον της φιλοσοφίας είναι να ερευνήσει τους βασικούς νόμους που διέπουν όλες τις διαδικασίες κίνησης και εξέλιξης και να δώσει καθολικά ισχύουσες απαντήσεις σε τέτοιου είδους ερωτήματα, όπως: Από πού προέρχεται η κίνηση, γιατί κινούνται τα πάντα; Πως διαδραματίζεται η κίνηση; Προς ποια κατεύθυνση συντελούνται η κίνηση και η εξέλιξη;

 

Η θεωρία που συνοψίζει τα γενικά γνωρίσματα όλων των διαδικασιών της εξέλιξης λέγεται φιλοσοφική θεωρία της εξέλιξης. Την απάντηση στα παραπάνω ρωτήματα τη δίνει η μαρξιστική φιλοσοφία με τους βασικούς νόμους της διαλεκτικής. Ξεκινώντας από τη γενική αλληλουχία όλων των αντικειμένων και φαινομένων, η μαρξιστική φιλοσοφία θεωρεί σαν βασικούς νόμους της διαλεκτικής: το νόμο του περάσματος των ποσοτικών αλλαγών σε ποιοτικές αλλαγές και αντίστροφα˙ το νόμο της άρνησης της άρνησης˙ το νόμο της ενότητας και της πάλης των αντιθέτων. Ξέρουμε, βέβαια, ότι εδώ παρουσιάζονται μερικές δυσνόητες ακόμα έννοιες, τις οποίες, όμως, θα εξηγήσουμε πιο κάτω.

 

 

Η καθολική αλληλουχία

 

Όλοι μας γνωρίζουμε χτυπητά παραδείγματα για την ορθότητα της διαπίστωσης, ότι τα πάντα συνδέονται λίγο-πολύ μεταξύ τους. Ας θυμηθούμε το βιβλίο: «Η βουβή άνοιξη». Στο βιβλίο αυτό, περιγράφεται η καταστροφή της φύσης (βέβαια, λίγο παρατραβηγμένα, αλλά με μια έντονη έκκληση προς όλους μας να συμβάλλουμε για την αλλαγή της κατάστασης) ως εξής: Η επιστήμη ανακάλυψε ένα εξαιρετικό μέσο εξόντωσης των εντόμων, που ονομάστηκε Ντι-Ντι-Τι. Εμείς οι πιο ηλικιωμένοι, που στη διάρκεια του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου είμαστε στρατιώτες, κατά το τέλος του πολέμου, είχαμε όλοι μας ψείρες. Αυτό δεν ήταν μόνο δυσάρεστο, ήταν και επικίνδυνο, γιατί οι ψείρες διαδίδουν μια επικίνδυνη για τη ζωή αρρώστια, τον εξανθηματικό τύφο.

Με τη χρήση, όμως, του Ντι-Ντι-Τι, απαλλαχτήκαμε από τις ψείρες. Για μας, το φάρμακο αυτό ήταν, δηλαδή, μια ευεργεσία. Ωστόσο, αυτό δεν είναι ολόκληρη η αλήθεια! Ολόκληρη η αλήθεια αποκαλύφθηκε αργότερα. Το Ντι-Ντι-Τι κατάστρεφε τα παράσιτα των φυτών. Τι ευεργετική επίδραση! Ταυτόχρονα, όμως, κατάστρεφε και τη βάση διατροφής των πουλιών, πράγμα που έκανε την άνοιξη βουβή! Όταν, όμως, υπάρχουν, λιγότερα πουλιά και λιγότερες μέλισσες, που κι αυτές, ως ένα βαθμό, καταστρέφονταν, τότε, γονιμοποιούνται και λιγότερα άνθη στα οπωροφόρα δένδρα. Η συνέπεια είναι: λιγότερα φρούτα. Η μείωση του αριθμού των πουλιών είχε σαν συνέπεια να λιγοστέψουν οι γάτες. Λιγότερες γάτες σημαίνει περισσότερα ποντίκια κλπ. Επίσης, λιγότερες μύγες σημαίνει λιγότερη τροφή για τα ψάρια, τα οποία δεν έχουν αξία μόνο για τους ψαράδες, αποτελούν και ένα βασικό μέσο για την εξασφάλιση καθαρού νερού.

Αλλά οι συνέπειες δεν σταματούν εδώ. Το Ντι-Ντι-Τι μαζί με το νερό της βροχής, έμπαινε στα υπόγεια νερά, στα ποτάμια και τις θάλασσες και στη συνέχεια στην τροφή μας. Το φάρμακο αυτό συνδεόταν σταθερά με τους μυς μας και δεν απομακρυνόταν πια από το σώμα. Στα πλαίσια διαφόρων επιστημονικών συνεδρίων, επικράτησε, τελικά, η γνώμη –μια που υπάρχουν και άλλα μέσα καταπολέμησης των παρασιτικών εντόμων- να περιοριστεί σημαντικά η χρήση του Ντι-Ντι-Τι. Ίσως, με την πρόοδο της επιστήμης να ανακαλύψουμε κι άλλα μέσα που θα διευκολύνουν πάλι τη χρήση του Ντι-Ντι-Τι.

 

Το πώς όλα συνδέονται το ένα με τ’ άλλο, μπορεί κανείς να το αντιληφθεί καλύτερα παρακολουθώντας την επίκαιρη συζήτηση γύρω από το πρόβλημα της ειρηνικής χρησιμοποίησης της ατομικής ενέργειας.

Άμπωτις και παλίρροια συνδέονται με τη δύναμη έλξης του φεγγαριού, δηλαδή, με μια πιο μακρινή «αιτία».

 

Στο σημείο αυτό, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε και τις εσωτερικές αλληλουχίες του ηλιακού μας συστήματος. Αλλά αρκούν μάλλον αυτά που ήδη αναφέραμε για να βγάλουμε αβίαστα το συμπέρασμα:

 

Στον κόσμο των αντικειμένων και των φαινομένων, υπάρχουν μόνιμες αλληλουχίες, συνδεόμενα συστήματα αντικειμένων και φαινομένων.

 

Η αλληλουχία αυτή υπάρχει και στο χώρο, και στο χρόνο. Αν θέλουμε, λοιπόν, να γνωρίσουμε κάτι σωστά, πρέπει να το δούμε και να το μελετήσουμε στις διάφορες αλληλουχίες του. Τον καπιταλισμό (είναι ένα κοινωνικό σύστημα που χαρακτηρίζεται από δυό μεγάλες ομάδες –τάξεις- ανθρώπων˙ η μια αποτελείται από τους κάτοχους των εργοστασίων, τους επιχειρηματίες, καπιταλιστές, που κατέχουν και ελέγχουν τις ζωτικές πηγές: τη γη, τα εργοστάσια και τις επιχειρήσεις˙ η άλλη αποτελείται από τους εργάτες, τους υπαλλήλους και άλλους εργαζόμενους –τους προλετάριους, που δεν διαθέτουν, παρά την εργατική τους δύναμη, την οποία είναι αναγκασμένοι να πουλήσουν στους καπιταλιστές, για να μην πεθάνουν από την πείνα) μπορεί κανείς να τον γνωρίσει σωστά, όταν παίρνει υπόψη του, ότι το σύστημα αυτό δεν υπήρχε πάντα, ότι εμφανίστηκε ιστορικά και θα εξαφανιστεί επίσης ιστορικά.

 

Στην πράξη, όμως, είναι αδύνατο να ακολουθηθεί η υπόδειξη για εξερεύνηση των πάντων μ’ όλες τους τις αλληλουχίες. Γι’ αυτό θα πρέπει να προσπαθούμε να καταλαβαίνουμε τις κάθε φορά σπουδαιότερες αλληλουχίες.

 

Αυτό, βέβαια, λέγεται εύκολα. Όμως, τι είναι σπουδαίο; Στο ερώτημα αυτό, δεν μπορεί κανείς να απαντήσει, αν δεν έχει στη διάθεσή του ένα μέτρο που μπορεί να το πάρει σαν βάση. Για την εκτίμηση, π.χ., των κοινωνικών διαδικασιών στην ταξική κοινωνία, το μέτρο αυτό είναι η ταξική πάλη. Σε μια αταξική κοινωνία, η χρήση αυτού του μέτρου δεν είναι πια δυνατή. Αλλά το να χρησιμοποιήσει κανείς έτσι, γενικά, το μέτρο της ταξικής πάλης στην αταξική κοινωνία δεν αρκεί πια εδώ και πολύν καιρό. Η εκμεταλλεύτρια τάξη και η τάξη που υφίσταται την εκμετάλλευση έχουν αντίθετα μέτρα. Τις πραγματικές, λοιπόν, αλληλουχίες μπορεί κανείς να τις γνωρίσει, όχι όταν χρησιμοποιήσει γενικά το μέτρο της ταξικής πάλης, αλλά όταν παίρνει τη θέση εκείνης της τάξης, η οποία, στη δοσμένη εποχή, ενσαρκώνει την ιστορική πρόοδο. Η τάξη αυτή είναι σήμερα η εργατική τάξη, με το κίνημά της για την απελευθέρωση των ανθρώπων από την εκμετάλλευση και την καταπίεση. Το να διαπιστωθεί, όμως, αυτό προϋποθέτει πλούσιες ιστορικές και άλλες γενικές γνώσεις.

Σε καμιά περίπτωση, π.χ., δεν ισχύει η γενική διαπίστωση που κάναμε μόλις πριν λίγο. Στο εργατικό κίνημα, υπάρχει ένα ρεύμα, το σοσιαλδημοκρατικό, που τα περιμένει όλα από τις μεταρρυθμίσεις. Αντίθετα, το ΓΚΚ, η ΣΓΕΝ και η ΜΦΕ «Σπάρτακος» υπογραμμίζουν, ότι πρέπει, μεν, να επιδιώξουμε τις μεταρρυθμίσεις, όχι, όμως, για να μεταρρυθμίσουμε την εκμετάλλευση, αλλά για να την εξαλείψουμε, όχι για να μεταρρυθμίσουμε, σε τελευταία ανάλυση, την εξουσία των μεγάλων επιχειρηματιών, αλλά για να την καταργήσουμε. Για να αιτιολογήσουμε πειστικά ποιος έχει δίκαιο, πρέπει να μελετήσουμε περισσότερες αλληλουχίες απ’ όσες αναφέρθηκαν ως τώρα. Μ’ άλλα λόγια: Ο καθορισμός για το ποιες αλληλουχίες είναι βασικές για τη γνώση ενός ορισμένου αντικειμένου, ενός ορισμένου γεγονότος, ενός ορισμένου φαινομένου, για το ποιες αλληλουχίες μπορούν κάθε φορά να παραμεληθούν κάπως συνδέεται άμεσα με την πολύπλευρη και θεμελιακή γνώση. Γι’ αυτό, δεν επαρκεί σε καμιά περίπτωση η μελέτη του πρώτου βασικού νόμου της διαλεκτικής, της ολόπλευρης αλληλοσύνδεσης όλων των αντικειμένων και φαινομένων. Περνούμε, λοιπόν, στην εξέταση των βασικών νόμων της διαλεκτικής:

 

 

  1. Πως συντελείται η εξέλιξη;

 

Όταν εξετάζουμε μια εξελικτική διαδικασία, αντιλαμβανόμαστε, κατ’ αρχήν, τη διαδικασία της βαθμιαίας εξέλιξης, των μικρών αλλαγών, την αύξηση (ή την ελάττωση), δηλαδή, μια αλλαγή την οποία χαρακτηρίζουμε σαν ποσοτική. Τα αντικείμενα, όμως, δεν έχουν μόνο την ποσοτική πλευρά. Και η εξέλιξη δεν συνδέεται μόνο με την ποσοτική αλλαγή.

 

Ποσότητα σημαίνει μέγεθος, έκταση, μάζα, τα γνωρίσματα της κατάστασης κλπ. ενός αντικειμένου, «… καθετί που υπάρχει έχει το μέγεθός του, για να είναι αυτό που είναι και, γενικά, για να έχει το Είναι του», έγραφε ο Χέγκελ [18].

 

Κάθε αντικείμενο διαφέρει αναγκαστικά από άλλα αντικείμενα με τα ποσοτικά και τα ποιοτικά γνωρίσματα. Τα γνωρίσματα αυτά είναι εσωτερικά συνδεμένα το ένα με τ’ άλλο. Τα ποσοτικά γνωρίσματα είναι «εξωτερικού προσδιορισμού, ανοιχτά» [19]. Μ’ αυτό, ο Χέγκελ εκφράζει τη γνώμη, ότι μπορούν αυτά να αλλάξουν, χωρίς, αμέσως, να αλλάξει και η ποιότητα του αντικειμένου. Όσον καιρό εγώ διατηρώ το νερό –με κανονική ατμοσφαιρική πίεση- στα πλαίσια μιας θερμοκρασίας από 0 οC ως 100 οC, η ρευστή του κατάσταση παραμένει ανεπηρέαστη. Αλλά η «αδιαφορία» αυτή των ποσοτικών γνωρισμάτων ενός αντικειμένου απέναντι στην ποιότητά του είναι η μια μόνο πλευρά του νομίσματος. Αν, όμως, ανεβάσω τη θερμοκρασία του νερού πάνω από 100 οC, τότε, αυτό μετατρέπεται σε αέριο (ατμό), και αν ψύξω κάτω από 0 οC, γίνεται στερεό (πάγος), αλλάζουν, δηλαδή, ριζικά οι ιδιότητές του. Ένα φυτό μπορεί να διατηρηθεί μέσα σε ορισμένα όρια, με λίγο περισσότερη ή λιγότερη υγρασία. Πέρα, όμως απ’ αυτά τα όρια, το φυτό θα ξεραθεί ή θα σαπίσει.

 

Η ποσότητα, λοιπόν, σημαίνει, ταυτόχρονα, και μέτρο, είναι ένα όριο, πέρα από το οποίο, μπορούν να συντελεστούν αλλαγές, μόνον, όταν κανείς δέχεται και μια ποιοτική αλλαγή του αντικειμένου. Αν η εξέλιξη φτάσει αυτά τα όρια, τότε, μια και μόνο επανάληψη μιας, προηγούμενα χωρίς συνέπειες, όσον αφορά την ποιότητα του αντικειμένου, διαδικασίας μπορεί, ξαφνικά, να επιφέρει ριζικές επιδράσεις, που αλλάζουν την ποιότητα. Τότε, το «δοχείο μέτρησης είναι γεμάτο», και μια μόνο επιπλέον σταγόνα οδηγεί στο ξεχείλισμα του δοχείου ή στο σπάσιμο του χερουλιού του.

 

Η ποσοτική πλευρά ενός αντικειμένου και η αλλαγή των ποσοτικών του γνωρισμάτων έχουν, δηλαδή, διπλή φύση: από τη μια μεριά, είναι ασήμαντα, από την άλλη, όμως, ουσιώδη για την ποιότητα του αντικειμένου.

 

Ας εξετάσουμε, τώρα, ύστερα από την αναγκαία αυτή έκθεση ορισμένων βασικών γνωρισμάτων, τον τρόπο με τον οποίο συντελείται η εξέλιξη. Εδώ, εμφανίζεται μια ορισμένη νομοτέλεια. Τη δράση της μπορούμε να την παρατηρήσουμε πολύ καλά στους ίδιους τους εαυτούς μας. Από παιδιά, γινόμαστε ενήλικοι. Αυτό συντελείται ανεπαίσθητα, με αργό ρυθμό και συμμετρικά. Αυτό το γεγονός επηρέασε, ήδη, πολλούς γονείς να συμπεριφέρονται και στους ενήλικους γιους και θυγατέρες τους σαν να είναι ακόμα μικρά παιδιά. Οι γονείς αυτοί δεν αντιλήφθηκαν, δηλαδή, ένα σοβαρό μεταβατικό στάδιο, το στάδιο του περάσματος από την παιδική στην εφηβική ηλικία.

 

Η εξέλιξη αυτή, που συντελείται στη ζωή κάθε ανθρώπου, είναι μια ενιαία διαδικασία, με δυό διαφορετικές πλευρές. Η μια πλευρά αποτελείται από αλλαγές που συντελούνται με πολύ αργό ρυθμό και δεν γίνονται αισθητές. Οι αλλαγές αυτές αφορούν μονάχα «εξωτερικά» γνωρίσματα: οι άνθρωποι μεγαλώνουν, αποχτούν προσωπικά και σωματικά χαρακτηριστικά, διδάσκονται, αποχτούν γνώσεις κλπ.

 

Η άλλη πλευρά αποτελείται από αλλαγές που δεν είναι «εξωτερικές» και ασκούν βαθιά επίδραση και αλλάζουν «εσωτερικά» ολόκληρη τη μέχρι τώρα φύση του ανθρώπου και –σε διάκριση από τις αλλαγές που προαναφέραμε- συντελούνται γρήγορα. Γι’ αυτό, με προσεχτική παρακολούθηση, μπορεί κανείς να αντιληφθεί και να σημειώσει τη χρονική περίοδο στην οποία συντελείται η δεύτερη πλευρά της ενιαίας διαδικασίας της εξέλιξης. Το σημείο αυτό είναι η αρχή ενός καινούργιου σταδίου ζωής, η αρχή της εφηβικής ηλικίας.

 

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι οι δυό πλευρές της ενιαίας διαδικασίας της εξέλιξης διαδέχονται η μια την άλλη, ότι μπορεί η μια να συντελεστεί, εφόσον η άλλη δημιούργησε τις αναγκαίες γι’ αυτό προϋποθέσεις. Ολόκληρη η διαδικασία της εξέλιξης συνίσταται όχι στη μια ή την άλλη από τις δυό αυτές πλευρές, αλλά στην ενότητά τους. Το καινούργιο εμφανίζεται, ήδη, στους κόλπους του παλιού.

 

Μιλήσαμε ως τώρα για την ανάπτυξη ενός μεμονωμένου ανθρώπου. Μήπως η ανθρώπινη εξέλιξη αποτελεί μια ξεχωριστή ιδιοτυπία, που μας επιτρέπει να αντιληφθούμε τις δυό αυτές διαφορετικές πλευρές της;

 

Δεν χρειάζεται πολύς κόπος για να ανακαλύψουμε στη φύση που μας περιβάλλει τις δυό αυτές πλευρές της διαδικασίας της εξέλιξης. Στην εξέλιξη κάθε φυτού, παρατηρούμε το εξής φαινόμενο: Στην αρχή, αναπτύσσεται και μεγαλώνει το μπουμπούκι, συνεχίζει όμως –μεγαλώνοντας διαρκώς- να παραμένει μπουμπούκι. Τις αλλαγές αυτές τις διαδέχονται, τελικά, άλλες, που εγκαινιάζουν ένα καινούργιο στάδιο ανάπτυξης: από το μπουμπούκι ξεπηδάει και ανοίγει ο ανθός.

 

Τις δυό πλευρές της ενιαίας διαδικασίας της εξέλιξης τις συναντούμε, επίσης, και στην ανάπτυξη της ανθρώπινης κοινωνίας. Η βαθμιαία, ως ένα βαθμό, ανεπαίσθητη, «μεταρρυθμιστική» πλευρά της εξέλιξης διαρκεί, συχνά, ολόκληρες δεκαετίες και αιώνες, ώσπου αντικατασταίνεται ξαφνικά, με ένα βαθύ, επαναστατικό μετασχηματισμό, με το «άλμα» από το παλιό στο καινούργιο κοινωνικό σύστημα, με τη μετατροπή της παλιάς σε μια καινούργια ποιότητα.

 

Όλα αυτά δεν αποτελούν ένα τυχαίο φαινόμενο, εκδηλώνουν μια ασταμάτητη, ουσιαστική διαδικασία σε κάθε πραγματική εξέλιξη. Όποιος πιστεύει, πως η εξέλιξη ενός αντικειμένου είναι απλή και βαθμιαία εξέλιξη, δίχως «άλματα», «καταστροφές», «επαναστάσεις» και άλλα παρόμοια, πως αποτελεί μια απλή αλλαγή του αντικειμένου, αυτός δεν μπορεί ποτέ να περιμένει την εμφάνιση ενός καινούργιου φαινομένου. Οι οπαδοί αυτής της αντίληψης πίστευαν, για παράδειγμα (αυτό γίνονταν τον καιρό που ανακαλύφθηκε το μικροσκόπιο), ότι, με το μικροσκόπιο, θα μπορούσαν να ανακαλύψουν, μέσα στο σπέρμα, τη μικρούτσικη μορφή ενός ολοκληρωμένου, έτοιμου ζωντανού πλάσματος.

Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, δεν γεννιέται και δεν εξαφανίζεται τίποτε. Στην πραγματικότητα, εκδηλώνεται εδώ η άρνηση της εξέλιξης. Σχετικά μ’ αυτό, ο Χέγκελ δίκαια τόνιζε: «Το βαθμιαίο της γέννησης έχει σαν βάση του την αντίληψη, ότι, ιδεατά ή, γενικά, πρακτικά, αυτό που γεννιέται υπάρχει και είναι ανεπαίσθητο μονάχα λόγω της μικρότητάς του, όπως και το βαθμιαίο της εξαφάνισης, ότι το ανύπαρκτο ή αυτό που παίρνει τη θέση του είναι επίσης υπαρκτό, αλλά τάχα ακόμα ανεπαίσθητο… Μ’ αυτό, καταργείται γενικά η γέννηση και η εξαφάνιση…» [20]. Έτσι, αυτό που γεννιέται ή εξαφανίζεται είναι μεν μεγαλύτερο ή μικρότερο, αλλά υπάρχει και παραμένει ως το τέλος υπαρκτό. Η αλλαγή παρουσιάζεται εδώ μονάχα σαν ελαχιστοποίηση, όχι, όμως, σαν γέννηση και εξαφάνιση. Όπου η εξέλιξη ερμηνεύεται μόνο σαν αύξηση ή μεγιστοποίηση του ήδη υπαρκτού, μόνο σαν ποσοτική αλλαγή, εκεί, στην πραγματικότητα, δεν συντελείται καμιά εξέλιξη. Δίχως το «ποιοτικό πέρασμα του ενός πράγματος στο άλλο του», δεν υπάρχει εξέλιξη [21].

 

Όπως βλέπουμε, τόσο στη φύση όσο και στην κοινωνία, η ποιοτική αλλαγή στην εξέλιξη προετοιμάζεται με ποσοτικές αλλαγές, που συντελούνται βαθμιαία. Σε σχέση με τις βαθμιαία συντελούμενες ποσοτικές αλλαγές, η ποιοτική αλλαγή συντελείται σχετικά γοργά. Γι’ αυτό ακριβώς γίνεται και λόγος για ποιοτική αλλαγή ή για «άλμα σε νέα ποιότητα», ορισμένες φορές, μιλάμε συνοπτικά και για «άλμα» στην εξέλιξη.

 

Με την ποιοτική αλλαγή, η εξέλιξη δεν σταματάει. Η ποιοτική αλλαγή στη διαδικασία της εξέλιξης προετοιμάζει, ταυτόχρονα, νέες ποσοτικές αλλαγές. Στη διαδικασία της εξέλιξης, οι ποιοτικές και οι ποσοτικές αλλαγές αποτελούν αλληλοδιαδοχή.

 

Μελετώντας και αφομοιώνοντας βαθιά το διαλεκτικό αυτό νόμο, θα κατανοήσουμε ολοκληρωτικά (τη γνώση αυτή θα την εμβαθύνουμε περισσότερο, όταν, αργότερα, θα ασχοληθούμε με το νόμο της ενότητας και της πάλης των αντιθέτων, σαν κινητήριας δύναμης της εξέλιξης), ότι εξέλιξη, γέννηση και εξαφάνιση μπορούν να υπάρξουν μόνο, όταν συντελείται η διαδικασία της μετατροπής των ποσοτικών αλλαγών στα αντικείμενα και τα φαινόμενα σε ποιοτικές αλλαγές. Αν αυτό δεν θα γινόταν, τότε η «εξέλιξη» θα σήμαινε ελαχιστοποίηση ή μεγιστοποίηση του ήδη υπάρχοντος. Αυτό, όμως, θα ισοδυναμούσε με την απλή κυκλική κίνηση, την επανάληψη, δηλαδή, δεν θα υπήρχε εξέλιξη. Γι’ αυτό, η διαλεκτική είναι η πιο βαθιά και ολόπλευρη θεωρία της εξέλιξης.

 

Αυτό μας το φανερώνει και το γεγονός, ότι κάθε άλλη θεωρία της «εξέλιξης» θέτει σαν αφετηρία της διαδικασίας της κάποιο μακρινό παρελθόν, μια «πρώτη ώθηση». Αν η ίδια η «πρώτη ώθηση» ήταν κινούμενη, τότε θα έπρεπε να εξηγηθεί η κίνηση αυτής της «αρχής» και, έτσι, οι εκπρόσωποι αυτής της θεωρίας δεν θα είχαν κανένα κέρδος. Αν όμως ήταν στάσιμη, τότε, η εξέλιξη θα έπρεπε ν’ αρχίσει από τη στασιμότητα, δηλαδή, από το αντίθετό της, και θα ήταν, επομένως, ανεξήγητη.

 

Καταβάλλονται, βέβαια, κι άλλες προσπάθειες να εξηγηθεί η εξέλιξη έξω από τη διαλεκτική, όμως, οι προσπάθειες αυτές δεν ανταποκρίνονται στις συνθήκες της πραγματικής εξέλιξης. Γι’ αυτό, ο Λένιν έγραφε κάποτε με απόλυτο δίκαιο: «Οι δυό βασικές (ή οι δυό δυνατές; η οι δυό παρατηρούμενες στην ιστορία;) αντιλήψεις για την ανάπτυξη (εξέλιξη) είναι, στην ουσία: η ανάπτυξη, σαν μείωση και αύξηση, σαν επανάληψη, και η ανάπτυξη, σαν ενότητα των αντιθέτων (ο διχασμός του ενιαίου σε αντίθετα αλληλοαποκλειόμενα και η αλληλοσχέση τους).

 

Στην πρώτη αντίληψη της κίνησης, η αυτοκίνηση, η κινητήρια δύναμή της, η πηγή της, η αιτία της παραμένει στη σκιά (ή η πηγή αυτή μετατίθεται έξω –Θεός, υποκείμενο κλπ.). Στη δεύτερη αντίληψη, η κύρια προσοχή στρέφεται ακριβώς στη γνώση της πηγής της “αυτο”κίνησης.

 

Η πρώτη αντίληψη είναι νεκρή, φτωχή, ξερή. Η δεύτερη είναι ζωντανή. Μόνον η δεύτερη προσφέρει το κλειδί για την κατανόηση της “αυτοκίνησης” ολόκληρου του Είναι, μόνον αυτή δίνει το κλειδί για την κατανόηση των “αλμάτων”, της “διακοπής του βαθμιαίου”, της “μετατροπής στο αντίθετο”, της εκμηδένισης του παλιού και της εμφάνισης του καινούργιου» [22].

 

Στη διαδικασία της εμφάνισης και εξαφάνισης στη φύση και την κοινωνία, οι ποσοτικές και οι ποιοτικές αλλαγές αποτελούν δυό πλευρές του ίδιου πράγματος.

 

Στη μαρξιστική φιλοσοφία, η πλευρά των ποσοτικών αλλαγών χαρακτηρίζεται επίσης σαν εξελικτική και η πλευρά των ποιοτικών αλλαγών σαν επαναστατική. Η εξέλιξη σημαίνει εδώ διαδικασία της αργής, της βαθμιαίας, της βήμα προς βήμα αλλαγής, η επανάσταση, όμως, σημαίνει ξαφνική, απότομη, αλματώδικη διαδικασία. Την εξέλιξη και την επανάσταση τις συναντούμε –σ’ όλη τη διαδικασία της εμφάνισης και της εξαφάνισης- σαν απαραίτητα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της υπερνίκησης του παλιού, του ξεπερασμένου και της γέννησης του καινούργιου, του αναπτυσσόμενου. Στην πορεία της εξέλιξης, οι πλευρές αυτές αποτελούν μια αδιάσπαστη ενότητα. Δεν υπάρχει αυτοτελώς, ούτε η εξελικτική, ούτε η επαναστατική πλευρά της εξέλιξης.

 

Η γνώση αυτή είναι πολύ βασική για την κατανόηση ολόκληρης της διαδικασίας της εμφάνισης και της εξαφάνισης στον κόσμο.

 

Το τονίζουμε αυτό ιδιαίτερα, γιατί δεν είναι λίγοι οι αστοί φιλόσοφοι που γράφουν ή μιλούν για την εμφάνιση και την εξαφάνιση, ενώ, ταυτόχρονα, προσπαθούν επίμονα να αποκρύψουν τη βασική αυτή γνώση ή να αρνηθούν την ορθότητά της. Είναι, πριν απ’ όλα, επιστήμονες κοινωνιολόγοι που υπερασπίζουν, λιγότερο ή περισσότερο ανοιχτά, το παλιό, το καπιταλιστικό σύστημα. Ισχυρίζονται, ότι στη φύση και κυρίως στην κοινωνία υπάρχει μόνο εξελικτική πορεία, μόνο ποσοτική αύξηση αυτού που ήδη υπάρχει. Αρνούνται, ότι σε κάθε εξελικτική διαδικασία εμφανίζονται, τελικά, αλματώδικες καινούργιες ποιότητες και ότι, ταυτόχρονα, η εξελικτική πορεία μετατρέπεται σε επανάσταση.

 

Γι’ αυτό, προπαγανδίζουν εντατικά την άποψη, ότι οι κοινωνικές επαναστάσεις είναι, τάχα, αφύσικες καταστάσεις, φαινόμενα ασθένειας στον κορμό της ανθρώπινης κοινωνίας, που πρέπει να καταπολεμηθούν, όπως ο γιατρός καταπολεμάει την αρρώστια. Προσπαθούν, δηλαδή, να εμφυσήσουν στους ανθρώπους το φόβο και την αποστροφή απέναντι στις επαναστατικές κοινωνικές αλλαγές.

 

Ωστόσο, η πραγματικότητα της κοινωνικής ζωής δεν έχει σχέση με τις επιθυμίες των υπερασπιστών του μεγάλου κεφαλαίου. Η πραγματικότητα της ζωής κυριαρχείται από τους ισχυρούς αντικειμενικούς νόμους της εμφάνισης και της εξαφάνισης, που δεν μπορούν να καταργηθούν. Αν στην πορεία της εξέλιξης της κοινωνίας γίνονται επαναστάσεις, αυτό είναι συνηθισμένο και νομοτελειακό. Οι κοινωνικές επαναστάσεις δεν είναι νοσηρά φαινόμενα της κοινωνίας, ούτε καρποί μηχανορραφιών των διαφόρων ηγετών και κινηματιών. Ο Μαρξ χαρακτήρισε τις κοινωνικές επαναστάσεις σαν ατμομηχανές της ιστορίας. Χάρη στην αδιάκοπη δράση της, η ανθρώπινη κοινωνία πορεύεται προς τα εμπρός. Όλες οι κοινωνικές σχέσεις υπόκεινται στη νομοτελειακή πορεία προς τα εμπρός.

 

Όλα αυτά έχουν και μια δεύτερη πλευρά, η οποία δεν προσέχεται και δεν γίνεται αντιληπτή από ορισμένους οπαδούς της «επαναστατικής» ανυπομονησίας. Την πραγματική εξέλιξη δεν την αρνείται μονάχα αυτός που αναγνωρίζει μόνο την ποσοτική πλευρά της διαδικασίας, την αρνείται και αυτός που βλέπει στο κάθε τι που εμφανίζεται αποκλειστικά και μόνο ποιοτικές αλλαγές, επαναστάσεις και άλματα, αυτός, δηλαδή, που αρνείται τη μεταρρύθμιση. Δεν υπάρχουν πουθενά απροετοίμαστες αλλαγές, άλματα και επαναστάσεις. Το να πιστεύει κανείς, πως ο άνθρωπος μπόρεσε σε «μια νύχτα» να ξεπηδήσει «από το τίποτε», δίχως εξελικτικές αλληλουχίες, μ’ ολόκληρο το υπόλοιπο ζωικό βασίλειο, τρόπον τινά «απροετοίμαστος», δεν σημαίνει, παρά πίστη σε θαύματα. Η άποψη, ότι ανάμεσα στο σοσιαλισμό και στις προηγούμενες εκμεταλλευτικές κοινωνίες υπάρχει, τάχα, ένα μοναδικό μεγάλο χάσμα είναι τυχοδιωκτική. Ο σοσιαλισμός δεν θα καταστρέψει την τεχνική που δημιουργήθηκε με πολλούς κόπους από τα προηγούμενα κοινωνικά συστήματα (επειδή ήταν εκμεταλλευτικά ή οδηγούσαν σε πολέμους και στο θάνατο), ούτε θα καταργήσει τις μεγάλες πολιτιστικές αξίες που δημιουργήθηκαν στο παρελθόν (επειδή εξυπηρέτησαν τις εκμεταλλεύτριες τάξεις).

 

Η πραγματική εξέλιξη, που στην κοινωνία σημαίνει το πέρασμα από το ένα στο άλλο κοινωνικό σύστημα, περιλαβαίνει πάντοτε και τις δυό πλευρές της ενιαίας διαδικασίας της εξέλιξης: την ποσοτική ή εξελικτική και την ποιοτική ή επαναστατική. Αυτή είναι μια γενική, ανεξάρτητη από τις επιθυμίες και τη βούλησή μας, αντικειμενική νομοτέλεια της εμφάνισης και της εξαφάνισης στη φύση, στην κοινωνία και στη νόησή μας. Η νομοτέλεια αυτή δρα και όταν εμείς δεν την έχουμε συνειδητοποιήσει. Είναι, λοιπόν, αντεπιστημονικό το να αξιολογούμε τα αντικείμενα, τα φαινόμενα, τα πολιτικά καθήκοντα κλπ., δίχως να τα εξετάζουμε στην ποσοτική και την ποιοτική, στην εξελικτική και την επαναστατική τους αλληλουχία.

 

Όποιος, για παράδειγμα, στην πολιτική, αναγνωρίζει μόνο την εξελικτική μορφή της ανάπτυξης κάνει το ίδιο βασικό λάθος μ’ εκείνον που βλέπει διαρκώς μόνο επαναστάσεις ή θέλει να τις «κάνει». Στην πρώτη περίπτωση, έχουμε την πολιτική πράξη του δεξιού οπορτουνισμού. (Οπορτουνιστής στο εργατικό κίνημα είναι εκείνος που εγκαταλείπει τη θέση και την υπόθεση των εργατών, που τάσσεται υπέρ της «συνεργασίας» ανάμεσα στους εργάτες και τους καπιταλιστές. Οι οπορτουνιστές φοβούνται την επανάσταση, επιδιώκουν, στην καλύτερη περίπτωση, μεταρρυθμίσεις, δηλαδή, αλλαγές μόνο στα πλαίσια του υπάρχοντος καπιταλιστικού κοινωνικού συστήματος). Τη θέση αυτή εκπροσωπεί η σοσιαλδημοκρατία.

Στη δεύτερη περίπτωση, έχουμε να κάνουμε με την πολιτική πράξη του αριστερού τυχοδιωκτισμού («αριστερού» οπορτουνισμού), που συγχέει τον τρίτο με τον ένατο μήνα της εγκυμοσύνης. Αυτό ισχύει για τις τρομοκρατικές ομάδες, αλλά και για τους μαοϊκούς, που πιστεύουν ότι πρέπει κανείς να μιλάει όσο το δυνατόν περισσότερο για την ένοπλη εξέγερση για να το καταλάβουν και οι μάζες. Ενώ οι οπορτουνιστές αρκούνται με τις αλλαγές στα πλαίσια του υπάρχοντος συστήματος, πραγματοποιώντας ορισμένες μεταρρυθμίσεις, θέλουν, δηλαδή, να πλένουν την αρκούδα, δίχως να βρέξουν το δέρμα της, οι αριστεριστές θέλουν να σφάξουν την αρκούδα πριν ακόμα την πιάσουν, θέλουν να υπερπηδήσουν τη μακρόχρονη διαδικασία της διαπαιδαγώγησης των μαζών στον αγώνα για μεταρρυθμίσεις. Το ΓΚΚ και οι οργανώσεις της νεολαίας ΣΓΕΝ και ΜΦΕ «Σπάρτακος» τάσσονται υπέρ της σωστής, της διαλεκτικής σύνδεσης των προσπαθειών για τις μεταρρυθμίσεις με τον αγώνα για ριζικούς μετασχηματισμούς.

 

Ανακεφαλαιώνουμε:

 

Μικρές, αρχικά, σχεδόν, ανεπαίσθητες ποσοτικές αλλαγές οδηγούν, με τη βαθμιαία συσσώρευση, τελικά, σε ποιοτικές αλλαγές, που αλλάζουν ολότελα το αντικείμενο, και από το παλιό εμφανίζεται το καινούργιο.

 

Γνωρίσαμε εδώ έναν πολύ σπουδαίο νόμο της εξέλιξης, που δρα τόσο στον υλικό κόσμο, όσο και στη νόησή μας. Η γνώση αυτού του νόμου μας επιτρέπει να εξηγήσουμε, με ποιον τρόπο συντελείται η εξέλιξη των αντικειμένων και των φαινομένων του υλικού κόσμου και της νόησης.

 

Όσο σπουδαία κι αν είναι η γνώση αυτού του νόμου, ωστόσο, μ’ αυτόν δεν εξηγείται ακόμα η διαδικασία της εξέλιξης. Ο νόμος αυτός απαντά περισσότερο στο ερώτημα, πως συντελείται η διαδικασία της εξέλιξης. Αν θέλουμε ν’ αποχτήσουμε βαθύτερες γνώσεις για τις διαδικασίες της εξέλιξης, τότε, χρειάζεται να εξηγήσουμε περισσότερα ζητήματα.

 

 

  1. Εξέλιξη σαν «άρνηση» – τι σημαίνει;

 

Ξεκινήσαμε από το χώρο και το χρόνο, από την αλληλουχία στην εξέλιξη των υλικών και πνευματικών αντικειμένων και φαινομένων. Σε συνέχεια, εξηγήσαμε με τη βοήθεια του νόμου της αλληλοσύνδεσης των ποσοτικών και των ποιοτικών διαδικασιών, που δρα σ’ όλα τα αναπτυσσόμενα αντικείμενα και φαινόμενα, το πώς, με ποιον εξωτερικά ευδιάγνωστο τρόπο συντελείται η εξέλιξη. Αυτό όμως που προσδίδει στην εξέλιξη μια ορισμένη κατεύθυνση είναι ο νόμος της άρνησης της άρνησης, που μας προφυλάσσει από το να πλανιόμαστε εδώ κι εκεί, δίχως κατεύθυνση, που εμποδίζει μια κυκλική πορεία, που θα σήμαινε στασιμότητα, κάτω από τη φαινομενικότητα της κίνησης.

 

Την αντικατάσταση μιας παλιάς ποιότητας, με μια καινούργια, ο Χέγκελ την ονόμασε «άρνηση» (Negation). Η λέξη αυτή, που προέρχεται από τη λατινική γλώσσα, σημαίνει, στην ακριβή της έννοια, εκμηδένιση, καταστροφή. Η διαλεκτική, όμως, έννοια της άρνησης δεν σημαίνει απλώς εκμηδένιση, καταστροφή. Υπάρχουν δηλαδή, δυό τρόποι του να καταστραφεί κάτι. Τα σπειριά του κριθαριού, για παράδειγμα, που (προηγούμενα) καβουρδίστηκαν σε κριθαροκαφέ, καταστρέφονται μέσα στο μύλο του καφέ. Τα σπειριά, όμως, του κριθαριού, που σπάρθηκαν σαν σπόρος, «καταστρέφονται» με τη μορφή του καλαμιού και του σταχυού. Οι δυό αυτές αρνήσεις είναι διαφορετικού είδους. Στη διαλεκτική, η άρνηση συντελείται με το δεύτερο τρόπο.

 

Για την εξήγηση αυτής της πλευράς της διαδικασίας της εξέλιξης, η έννοια της άρνησης είναι πολύ χρήσιμη, για το λόγο, ότι το πέρασμα από μια παλιά σε μια καινούργια ποιότητα είναι διαρκώς αποφασιστικότητα, υπερνίκηση, ξεπέρασμα, δηλαδή, άρνηση της παλιάς ποιότητας.

 

Με την έννοια αυτή, το φυτό, που αναπτύσσεται από το σπόρο, είναι η άρνηση αυτού του σπόρου. Στον κοινωνικό τομέα, το σοσιαλιστικό σύστημα, που διαδέχεται το καπιταλιστικό κοινωνικό σύστημα, είναι η άρνηση του καπιταλιστικού κοινωνικού συστήματος.

 

Ωστόσο, η εξέλιξη του υλικού κόσμου δεν σταματάει ποτέ και σε κανένα καθορισμένο σημείο. Το φυτό, τελικά, απονεκρώνεται, αφήνει, όμως, πίσω του καινούργιους σπόρους. Κι αυτό, επίσης, είναι μια άρνηση, με τη φιλοσοφική έννοια. Και την άρνηση αυτή ακολουθεί μια νέα κ. ο. κ. Διαπιστώνουμε: Η διαδικασία της εξέλιξης συντελείται μέσα σε μια ατέλειωτη συνέχεια αρνήσεων. Κάθε αντικείμενο που εμφανίζεται είναι, ταυτόχρονα, η άρνηση ενός άλλου που εξαφανίστηκε. Κάθε αντικείμενο θα φτάσει στο σημείο της άρνησής του, γιατί κάθε τι υφίσταται (ζει, υπάρχει) μόνο ένα ορισμένο χρονικό διάστημα. Μ’ αυτήν, ακριβώς, την έννοια, μπορούμε να πούμε: η εξέλιξη είναι η άρνηση της άρνησης.

 

Σε αρκετές περιπτώσεις, ο νόμος της άρνησης της άρνησης προκαλεί μια πολύ συγκεκριμένη, μια ελικοειδή μορφή εξέλιξης. Κριθαρόσπορο –άρνηση του κριθαρόσπορου από το κριθαρόσπορο- άρνηση αυτής της άρνησης από το στάχυ του κριθαριού: «Επιστροφή» στην αφετηρία του κριθαρόσπορου, αλλά σε υψηλότερο επίπεδο, γιατί τώρα εμφανίστηκαν δυό ή τρεις δωδεκάδες σπειριά κριθαριού.

 

Πρέπει τώρα να εξεταστεί, αν στη διαδικασία της εμφάνισης και της εξαφάνισης γίνεται απόλυτη άρνηση σ’ όλα. Ας δούμε τώρα από πιο κοντά το πέρασμα της ανθρώπινης κοινωνίας από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, με τη σοσιαλιστική επανάσταση. Διαπιστώσαμε, ήδη, ότι το σοσιαλιστικό κοινωνικό σύστημα είναι η άρνηση του καπιταλισμού. Μήπως αυτό σημαίνει, ότι, με το πέρασμα στο σοσιαλισμό, γίνεται άρνηση σ’ όλα, όσα δημιούργησε ο καπιταλισμός, όπως είναι, λ.χ., τα μεγάλα βιομηχανικά εργοστάσια, με τη σύγχρονη τεχνική τους, τα σύγχρονα μέσα επικοινωνίας, τα θέατρα, τα νοσοκομεία, τα σχολεία κλπ.;

 

Η άρνηση όλων αυτών και πολλών άλλων γίνεται καταστρέφοντάς τα; Υπάρχουν μη μαρξιστές ή και άλλοι που, από άγνοια, υποστηρίζουν αυτή την άποψη, που δεν σημαίνει, παρά τυχοδιωκτισμό και παραλογισμό. Το αντίθετο, ακριβώς, είναι σωστό. Οι άνθρωποι στις σοσιαλιστικές χώρες χρησιμοποιούν σαν βάση για την παραπέρα ανάπτυξη της κοινωνίας αυτά που δεν κατέστρεψε ο καπιταλισμός.

 

Μάλιστα, ο μαρξισμός δεν έπεσε σαν αστραπή από αίθριο ουρανό. Έχει προμαρξιστικές πηγές, για παράδειγμα το Χέγκελ, τις οποίες εμείς δεν αποσιωπούμε. Άλλωστε, ο Λένιν ήταν εκείνος που είπε στην επαναστατική νεολαία, ότι δεν μπορεί κανείς να είναι πραγματικός κομμουνιστής, αν δεν κάνει κτήμα του ό,τι το πολύτιμο δημιούργησε η ανθρωπότητα στη μακραίωνη ιστορία της.

 

Από δω γίνεται φανερό, πως το πέρασμα από το παλιό στο καινούργιο σημαίνει τόσο το διαχωρισμό των διάφορων σταδίων ανάπτυξης, όσο και τη σύνδεση μεταξύ τους. Στο γεγονός, ακριβώς, ότι κάθε τι το ικανό για ζωή και ανάπτυξη δεν εξαφανίζεται μαζί με το παλιό και ξεπερασμένο, αλλά συνεχίζει να διατηρείται και να αναπτύσσεται παραπέρα, στα πλαίσια του νέου σταδίου ανάπτυξης, συνίσταται η σύνδεση ανάμεσα στα διάφορα στάδια ανάπτυξης. Ο Χέγκελ το διατύπωσε αυτό ως εξής: «Το παλιό “αίρεται”, με την έννοια της καταστροφής του κακού, της διατήρησης και παραπέρα ανάπτυξης του καλού». Αυτό που εξαφανίζεται είναι το παλιό και αχρηστευμένο. Αυτό που μέσα του κρατάει ακόμα το σπέρμα της ζωής μπορεί να διατηρείται, αφήνοντας πίσω του το παλιό.

 

Γι’ αυτό, η διαδικασία της εμφάνισης και της εξαφάνισης στον υλικό κόσμο είναι η άνοδος από τις απλές, από τις κατώτερες στις ανώτερες βαθμίδες. Μπορούμε, επίσης, να πούμε: Η εξέλιξη στον υλικό κόσμο είναι μια προχωρητική νομοτελειακή διαδικασία.

 

Τη διαδικασία της εξέλιξης από το κατώτερο στο ανώτερο δεν πρέπει, φυσικά, να την αντιλαμβανόμαστε σαν διαδικασία που συντελείται απλά και ευθύγραμμα. Υπάρχουν και παρεκκλίσεις από την ανοδική γραμμή, υπάρχουν περίοδοι προσωρινής, σχετικής ηρεμίας και περίοδοι πισώδρομες, για παράδειγμα, ο φασισμός. Με δυό λόγια, όλη η διαδικασία της ανοδικής πορείας, είναι εξαιρετικά πολύπλοκη. Γι’ αυτό, δεν είναι και τόσο εύκολο να αντιληφθεί κανείς πραγματικά το πέρασμα σε ανώτερα επίπεδα εξέλιξης.

 

 

  1. Τι είναι αυτό που προωθεί την εξέλιξη;

 

Ως τώρα γνωρίσαμε ορισμένους νόμους που μας επιτρέπουν να ρίξουμε μια ματιά στο πως και σε ποια κατεύθυνση συντελείται η εξέλιξη του υλικού κόσμου. Θα εξετάσουμε, τώρα, το ζήτημα των κινητήριων δυνάμεων της εξέλιξης, για να εισδύσουμε πιο βαθιά στις διαδικασίες της εξέλιξης της φύσης και της κοινωνίας και για να μπορέσουμε να τις κατανοήσουμε καλύτερα. Μ’ αυτό, φτάνουμε στον πυρήνα της διαλεκτικής, στο νόμο της ενότητας και της πάλης των αντιθέτων σ’ όλα τα αντικείμενα και τα φαινόμενα, σαν πηγής, σαν κινητήριας δύναμης της κίνησης και της εξέλιξης.

 

Πίσω απ’ όλα αυτά που κινούνται, αλλάζουν και αναπτύσσονται, οι αρχαίοι πρόγονοί μας έβλεπαν ιδιαίτερα θεϊκά όντα, που μπορούσαν, τάχα, να προκαλέσουν τις αλλαγές αυτές, σύμφωνα με τη δική τους βούληση. Ο Δίας (ο ανώτερος Θεός των αρχαίων Ελλήνων) ξεσφενδόνιζε οργισμένος αστραπές και βροντές˙ ο Ποσειδώνας (ο Θεός των θαλασσών) αναστάτωνε τη θάλασσα και συντάραζε τη γη, προς όλεθρο των ανθρώπων˙ η Αθηνά (επίσης μια θεότητα των Ελλήνων) περιέβαλε τα πλοία που κινδύνευαν από τον εχθρό με πυκνή ομίχλη κλπ.

 

Οι άνθρωποι έμαθαν προ πολλού να αναγνωρίζουν τη φυσική καταγωγή όλων των δυνάμεων που κινούν αδιάκοπα και αλλάζουν τον κόσμο που μας περιβάλλει. Ηλεκτρικές εντάσεις στην ατμόσφαιρα προκαλούν την αστραπή. Αντίθετες μετακινήσεις ορισμένων τμημάτων του φλοιού της επιφάνειας της γης, εκρήξεις αερίων στη διάρκεια ηφαιστειακών εκρήξεων ή κατάπτωση υπόγειων κενών χώρων είναι οι αιτίες για τους σεισμούς πάνω στη γη και στις θάλασσες. Με τη συμπίεση του υδρατμού στον αέρα, δημιουργείται η ομίχλη.

 

Είμαστε σε θέση, με τις επιστημονικές μας γνώσεις και τις πρακτικές μας εμπειρίες, να εξηγήσουμε ποιες φυσικές δυνάμεις επιδρούν στις διάφορες διαδικασίες της εξέλιξης και την προωθούν; Θα είμαστε σε θέση να το κάνουμε, αν θα διερευνούσαμε κάθε ξεχωριστή διαδικασία της εξέλιξης. Είναι αυτονόητο, ότι αυτό δεν μπορεί να το κάνει κανένας μόνος του. Και οι επιστήμες που ασχολούνται αιώνες τώρα με το καθήκον αυτό δεν φτάνουν ποτέ στο τέλος της δράσης τους. Γιατί, στο χρονικό διάστημα που η ανθρώπινη νόηση εισδύει όλο και πιο βαθιά στη φύση, η τελευταία αναπτύσσεται αδιάκοπα παραπέρα, γεγονός που δημιουργεί για την επιστήμη όλο και νέα καθήκοντα.

 

Ωστόσο, η επιστημονική εξέταση του υλικού κόσμου οδήγησε σε γνώσεις για τις κινητήριες δυνάμεις της εξέλιξης όχι μόνο αυτού ή εκείνου του συγκεκριμένου αντικειμένου, αλλά όλων γενικά των αντικειμένων και φαινομένων του υλικού κόσμου. Οι γενικές αυτές γνώσεις, που αποκτήθηκαν από αναρίθμητες ξεχωριστές γνώσεις, μας δίνουν, βέβαια, τη δυνατότητα να εξηγήσουμε τις κινητήριες δυνάμεις που επενεργούν με τον ίδιο τρόπο στις διάφορες διαδικασίες της εξέλιξης.

 

Ποιες είναι αυτές οι κινητήριες δυνάμεις;

 

Τις κινητήριες δυνάμεις για κάθε εξέλιξη, ο διαλεκτικός υλισμός τις ανάγει στη διαλεκτική αντίθεση που προσιδιάζει σ’ όλα τα αντικείμενα και φαινόμενα. Η φράση αυτή χρειάζεται μια πιο λεπτομερή εξήγηση. Με τον όρο «αντίθεση» εννοούμε, συνήθως, μια διαπίστωση που αντιτίθεται άμεσα σε μια άλλη διαπίστωση. Αυτό το ονομάζουμε και λογική αντίθεση. Ωστόσο, η επιστήμη, με απόλυτο δίκαιο, δεν αποδέχεται τη λογική αντίθεση. Γιατί, για ένα και το ίδιο περιστατικό, με μια και την ίδια άποψη δεν μπορώ εγώ, π.χ., να πω, ταυτόχρονα, αυτό και το αντίθετο. Δεν μπορεί να είναι σωστή μια διαπίστωση που θα έλεγε, ότι σε μια και την ίδια θέση, σ’ ένα και το ίδιο χρονικό διάστημα, ο ήλιος και λάμπει, και δεν λάμπει, ότι στον ίδιο γεωγραφικό χώρο και στο ίδιο χρονικό διάστημα είναι, τάχα, και μέρα, και νύχτα κλπ. Ό,τι αφορά, όμως, τη διαλεκτική αντίθεση, πρόκειται για ένα πολύ διαφορετικό πράγμα. Πρόκειται για την αντίθεση που ενυπάρχει στα ίδια τα αντικείμενα.

 

Μπορεί, βέβαια, να μας πει κανείς: «Εγώ βλέπω εκεί ένα λουλούδι, ένα γαρύφαλλο. Είναι κόκκινο, οσφραίνομαι την ευωδιά του. Δεν διακρίνω, όμως, πουθενά μια εσωτερική αντίθεση». Με μια απλή, επιφανειακή παρατήρηση δεν μπορούμε, πραγματικά, να ανακαλύψουμε τις εσωτερικές αντιθέσεις. Αν, όμως, εξετάσουμε από πιο κοντά τις ζωτικές διεργασίες στο λουλούδι αυτό ή σε οποιοδήποτε άλλο φυτό, θα αντικρύσουμε τις αντιθετικές διαδικασίες: τις διαδικασίες της δημιουργίας και της αποσύνθεσης των φυτοκυττάρων, της γέννησης, της ανάπτυξης και της εξαφάνισης. Αν, δηλαδή, εξετάσουμε συστηματικά τα φυτά στην κίνηση, την αλλαγή και την ανάπτυξή τους, τότε, θα ανακαλύψουμε και τις αντιθετικές «πλευρές» τους, θα ανακαλύψουμε τις ενυπάρχουσες σ’ αυτά αντιθέσεις. Η έννοια «πλευρά» μπαίνει εδώ σε εισαγωγικά, γιατί χρησιμοποιείται συμβολικά και δεν πρέπει να νοηθεί στο χώρο. Οι διάφοροι τομείς της επιστήμης, καθώς επίσης και οι δικές μας εμπειρίες μας διδάσκουν, πως η εσωτερική αυτή αντίθεση δεν περιορίζεται σε καμιά περίπτωση μόνο σε έναν τομέα του υλικού κόσμου. Οι πυρηνικοί φυσικοί ασχολήθηκαν με τις αντιθετικές δυνάμεις στο άτομο, με τις ελκτικές και τις απωθητικές δυνάμεις. Από τις δυνάμεις αυτές, αποδεσμεύεται η τεράστια ενέργεια, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί στα ατμοκίνητα ηλεκτρικά εργοστάσια.

 

Στους αναρίθμητους φωτεινούς ήλιους, οι αστρονόμοι αποκαλύπτουν διάφορες «πλευρές» που επιδρούν αντιθετικά η μια πάνω στην άλλη: η δύναμη έλξης (η βαρύτητα), που έλκει τα σώματα προς το εσωτερικό, και η πίεση της ακτινοβολίας που ωθεί προς τα έξω.

 

Στη θεωρία για την κίνηση των στερεών σωμάτων, -τη μηχανική,- κάθε φυσικός γνωρίζει τη δράση και την αντίδραση, την έλξη και την απώθηση, καθώς, επίσης, τη θετική και αρνητική φόρτιση στην ηλεκτρολογία.

 

Τέλος, μήπως δεν παίρνουμε υπόψη μας, βήμα προς βήμα, το γεγονός, ότι όλα τα αντικείμενα έχουν τις θετικές και τις αρνητικές τους πλευρές, το ότι αρκετά συστατικά μέρη αυτών των αντικειμένων συνδέονται ακόμα με το παρελθόν, ενώ άλλα μέρη τους εκδηλώνουν χαρακτηριστικά γνωρίσματα του μέλλοντος; Αυτή είναι μια εμπειρία που επιβεβαιώνεται καθημερινά εκ νέου, και που, σε τελευταία ανάλυση, τη ζούμε καθημερινά και στον ίδιο τον εαυτό μας. Ο Γκαίτε δηλώνει με το στόμα του Φάουστ: «Αχ, δυό ψυχές ζουν στο στήθος μου. Η μια θέλει ν’ αποχωριστεί απ’ την άλλη…». Με ποιητική μορφή, ζωγραφίζεται εδώ η εικόνα της συνείδησής μας, της σκέψης, της βούλησης και της αίσθησής μας, ο διαμελισμός της σε αντιθετικές τάσεις.

 

Μια σύντομη ματιά στην κοινωνική επιστήμη μας διαβεβαιώνει, πως και εδώ, στην εξέταση όλων των φαινομένων, συναντούμε αντιθετικές «πλευρές», εσωτερικές αντιθέσεις: Στην κοινωνική παραγωγή, για παράδειγμα, συναντούμε την αντίθεση ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και στις σχέσεις παραγωγής (πιο λεπτομερειακά γι’ αυτό, θα μιλήσουμε στο 3ο κεφάλαιο). Σ’ όλα τα κοινωνικά συστήματα που βασίζονται στην ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και στα οποία κυριαρχεί ακόμα η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, η κοινωνία είναι διαιρεμένη σε τάξεις, που τα συμφέροντά τους βρίσκονται σε άμεση αντιπαράθεση, και η μια τάξη καταπολεμάει την άλλη. Η εργατική τάξη και η τάξη των καπιταλιστών αποτελούν, στην καπιταλιστική κοινωνία, τις δυό βασικές κοινωνικές τάξεις, και η πάλη ανάμεσά τους χαρακτηρίζει ολόκληρη την εικόνα του κοινωνικού αυτού συστήματος.

 

Τα παραδείγματα που επιλέξαμε εδώ από τους πιο διαφορετικούς τομείς του υλικού κόσμου θα μπορούσαν να συμπληρωθούν και με αναρίθμητα άλλα παραδείγματα. Όσα, όμως, παραδείγματα κι αν παραθέταμε, το αποτέλεσμα της εξέτασής μας δεν θα άλλαζε: Ο διαχωρισμός των αντικειμένων και των φαινομένων σε αντιθετικές «πλευρές» διαπερνάει ολόκληρο τον υλικό κόσμο. Σ’ όλα τα αντικείμενα, προσιδιάζουν εσωτερικές αντιθέσεις, τις οποίες ανακαλύπτουμε, όταν τα αντικείμενα αυτά τα εξετάζουμε στην εξέλιξή τους. Είναι, λοιπόν, μια θεμελιακή γνώση του διαλεκτικού υλισμού το ότι η αντίθεση είναι γενική, καθολική, ότι υπάρχει και επιδρά σ’ όλες τις διαδικασίες της εξέλιξης των αντικειμένων και των φαινομένων και διαπερνά όλες τις διαδικασίες από την αρχή ως το τέλος.

 

Ξέρουμε, πως τα αντικείμενα του κόσμου που μας περιβάλλει, πριν να εξαφανιστούν, πριν να γεννηθούν απ’ αυτά άλλα αντικείμενα, υπάρχουν μόνο μέσα σ’ ένα ορισμένο χρονικό διάστημα. Μ’ όλη, όμως, την αντιθετικότητά τους, αυτά υπάρχουν σαν ενιαία αντικείμενα, -σαν λουλούδι, σαν ζώο, σαν άστρο ή σαν πλανήτης,- παρ’ όλο που τα διαπερνάνε εσωτερικές αντιθέσεις. Κάθε αντικείμενο αποτελεί μια ενότητα από αντιθέσεις. Ξέρουμε, επίσης, ότι κανένα αντικείμενο δεν υπάρχει αιώνια. Όλα στον υλικό κόσμο έχουν την αρχή και το τέλος τους: το λουλούδι μαραίνεται και ξεραίνεται, το ζώο πεθαίνει, όταν φτάσει σε μια ορισμένη ηλικία, τα ψυγμένα άστρα σωριάζονται στο εσωτερικό τους, ύστερα από δισεκατομμύρια χρόνια. Η βασικότερη αιτία για το ότι όλα τα αντικείμενα του υλικού κόσμου υπάρχουν μόνο μέσα σ’ ένα ορισμένο χρονικό διάστημα βρίσκεται στην εσωτερική τους αντίθεση. Οι αντιθετικές «πλευρές» στα αντικείμενα δεν βρίσκονται σε απάθεια, σε απόλυτη ηρεμία και σε άσχετη η μια με την άλλη κατάσταση. Σε μια αλληλο«πάλη», επιδρούν αδιάκοπα η μια πάνω στην άλλη. Στο φυτό, π.χ., οι διαδικασίες δημιουργίας και αποσύνθεσης δεν συντελούνται τελείως ξεχωριστά το ένα απ’ το άλλο, χωρίς αλληλεπίδραση. Οι διαδικασίες δημιουργίας και αποσύνθεσης «παλεύουν» το ένα με τ’ άλλο. Όσον καιρό οι διαδικασίες δημιουργίας είναι ισχυρότερες, το φυτό αναπτύσσεται. Αρχίζει, όμως, να μαραίνεται, όταν οι διαδικασίες αποσύνθεσης υπερέχουν. Πεθαίνει και αποσυντίθεται ολότελα, όταν οι διαδικασίες αποσύνθεσης επεκτείνονται σ’ ολόκληρο το φυτό, όταν η άλλη, η ζωτική «πλευρά» της εσωτερικής αντίθεσης εξαφανίζεται εντελώς και σταματάει πλέον να υπάρχει η εσωτερική αντίθεση. Η «πάλη» των αντιθέτων προκαλεί και προωθεί την εξαφάνιση της ενότητας των αντιθέτων. Η εξαφάνιση, όμως, αυτής της ενότητας σημαίνει, ταυτόχρονα, το τέλος του κάθε αντικειμένου.

 

 

Εξέλιξη είναι η πάλη των αντιθέτων

 

Αυτό το παρατηρούμε και στην κοινωνική εξέλιξη. Το καπιταλιστικό κοινωνικό σύστημα είναι διαιρημένο σε τάξεις, οι βασικές από τις οποίες είναι η εργατική τάξη και η τάξη των καπιταλιστών. Στα πλαίσια της ταξικής πάλης, τα αντίθετα συμφέροντα αλληλοσυγκρούονται, ώσπου, τελικά, με τη σοσιαλιστική επανάσταση, καταρρέει η κυριαρχία της τάξης των καπιταλιστών, της αστικής τάξης. Μ’ αυτό, όμως, εξαλείφεται και το μέχρι τώρα υπάρχον κοινωνικό σύστημα. Στη θέση του, αρχίζει να αναπτύσσεται ένα καινούργιο, το σοσιαλιστικό κοινωνικό σύστημα.

 

Όποιες διαδικασίες εξέλιξης κι αν εξετάσουμε, πάντοτε θα αντικρύσουμε τα ίδια φαινόμενα: η «πάλη» των αντιθέτων στα αντικείμενα και τα φαινόμενα του υλικού κόσμου οδηγεί, ύστερα από ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, στην καταστροφή της υπάρχουσας ενότητας και, μαζί μ’ αυτό, στην καταστροφή της κάθε συγκεκριμένης μορφής εξέλιξης της ύλης, της μέχρι τώρα ποιότητας των αντικειμένων. Καταστρέφεται η μέχρι τώρα ποιότητα και περνάει σε μια άλλη ποιότητα. Στην καινούργια αυτή ποιότητα, αναπτύσσονται νέες αντιθέσεις –η εξέλιξη συνεχίζεται δίχως τέλος, γιατί, με την κάθε νέα αντίθεση, αρχίζει η «πάλη» εκ νέου. Σχετικά μ’ αυτό, ο Λένιν γράφει: «Η ενότητα … των αντιθέτων είναι αναγκαστικά προσωρινή, παροδική, σχετική. Η πάλη αλληλοαποκλειόμενων αντιθέτων είναι απόλυτη, όπως είναι απόλυτη και η εξέλιξη, και η κίνηση» [23].

 

Η «πάλη» των αντιθέτων είναι, τελικά, εκείνο που μας επιτρέπει να καταλάβουμε ολοκληρωτικά το τι είναι εξέλιξη. Η διένεξη αυτή ανάμεσα στις αντιθετικές κατευθύνσεις εξέλιξης και στις δυνάμεις σ’ αυτά, είναι η ζωντανή και ανεξάντλητη κινητήρια δύναμη που προωθεί την εξέλιξη. Και επειδή η «πάλη» αυτή των αντιθέτων σ’ όλα τα αντικείμενα και φαινόμενα δρα αδιάκοπα, εμφανίζονται διαρκώς νέα αντικείμενα, υποχωρεί κι εξαφανίζεται το παλιό, για να παραχωρήσει τη θέση του στο καινούργιο. Ο Λένιν συνοψίζει τη γνώση αυτή του διαλεκτικού υλισμού στην παρακάτω σύντομη διατύπωση: «Εξέλιξη είναι “πάλη” των αντιθέτων» [24].

 

Αν στα αντικείμενα και τα φαινόμενα δεν υπήρχε η αντίθεση και η «πάλη» των αντιθέτων, τότε, αυτά θα έπρεπε να παραμείνουν αιώνια, δίχως να αλλάζουν, και δεν θα υπήρχε, κατά συνέπεια, εξέλιξη.

 

Ωστόσο, οι ιδεαλιστές φιλόσοφοι αρνούνται το γεγονός, ότι η «πάλη» των αντιθέτων είναι η εσωτερική κινητήρια δύναμη της εξέλιξης όλων των αντικειμένων και φαινομένων. Καταφεύγουν, όμως, σε υποθέσεις που έρχονται σε αντίθεση με τη θέση της επιστήμης.

 

Πως το εννοούμε αυτό; Βασικά, υπάρχουν μόνο δυό δυνατότητες για να εξηγηθεί η κίνηση: αυτή, ή είναι αυτοκίνηση, σαν συνέπεια των εσωτερικών αντιθέσεων, ή δίνεται στην ύλη από τα έξω, από ένα πνευματικό, θεϊκό ον. Γι’ αυτό, οι ιδεαλιστές εφευρίσκουν εξωκοσμικές δυνάμεις σαν πηγή κίνησης αυτού του κόσμου. Έτσι, όλες οι θρησκείες θεωρούν το Θεό σαν τον δημιουργό του κόσμου και της εξέλιξής του. Κι αυτό το εξηγούν ως εξής: κάθε τι που κινείται τίθεται σε κίνηση από κάτι άλλο. Αυτό το άλλο έχει, με τη σειρά του, την πηγή της κίνησής του πάλι σε κάτι άλλο. Η αλυσίδα αυτή δεν μπορεί να είναι ατέλειωτη. Πρέπει, λοιπόν, να υπάρχει μια πρώτη ώθηση (ο Θεός). Αν δεν υπάρχει η πρώτη ώθηση, τότε, δεν υπάρχει και η δεύτερη κλπ. Τότε, δεν θα υπήρχε και η κίνηση. Όμως, η κίνηση υπάρχει, άρα, πρέπει να υπάρχει και Θεός. Αυτή είναι μια από τις «αποδείξεις ύπαρξης του Θεού», που πρόσφερε ο Θωμάς Ακινάτης (τον 13ο αιώνα) και που εξακολουθεί να χρησιμοποιείται και σήμερα.

 

Γιατί –με τη λογική, επιστημονική έννοια- δεν αποτελεί αυτό καμιά απόδειξη; Γιατί, αυτό, όπως και όλα τ’ άλλα αποδειχτικά για την ύπαρξη του Θεού, προϋποθέτει κάτι που πρέπει ακόμα να αποδειχτεί. Γίνεται, βέβαια, αποδεχτό το ότι, σήμερα, ο κόσμος βρίσκεται σε κίνηση, αλλά αμέσως ακολουθεί ο ισχυρισμός, ότι αυτό δεν ήταν πάντα έτσι, ότι, δηλαδή, ο κόσμος δεν υπάρχει αιώνια και ότι δεν βρισκόταν πάντα σε κίνηση. Όταν, βέβαια, υποστηρίζεται, πως ο κόσμος και η κίνηση είχαν, τάχα, μια αρχή, τότε, πρέπει να υπάρχει γι’ αυτό μια πρώτη αιτία, δηλαδή, ο Θεός. Η «απόδειξη» βασίζεται, λοιπόν, στον ισχυρισμό, ότι πρέπει να υπάρχει ένας εξωκοσμικός Θεός, γιατί ο κόσμος δεν μπορεί, τάχα, να είναι αιώνιος.

 

Το «αποδειχτικό αυτό για την ύπαρξη του Θεού» διαχωρίζει την ύλη από την κίνηση, ενώ η επιστήμη μας αποδείχνει, ότι η ύλη και η κίνηση δεν μπορούν να διαχωριστούν η μια από την άλλη. Η επιστήμη δεν υποστηρίζει μόνο, ότι ο κόσμος, όπως υπάρχει σήμερα, βρίσκεται σε κίνηση, αποδείχνει, επίσης, αμετάκλητα, κυρίως με το νόμο για τη διατήρηση της μάζας και της ενέργειας, ότι η ύλη και η κίνηση υπάρχουν, μεν, σε πολυποίκιλη μορφή, αλλά μεταβάλλονται διαρκώς μόνο σε άλλες μορφές της ύλης και της κίνησης, ποτέ, όμως, δεν μπορούν να εμφανιστούν από το τίποτε και να εξαφανιστούν στο τίποτε. Η ύλη και η κίνηση δεν δημιουργούνται και είναι άφθαρτες. Οι φυσικές επιστήμες αποδείχνουν, ότι δεν μπορεί να υπάρξει ύλη δίχως κίνηση και δεν υπάρχει, επίσης, κίνηση δίχως κάτι που κινείται. Αποδείχνουν, ότι ο κόσμος ήταν, είναι και θα παραμείνει κινούμενη ύλη. Οι δημιουργοί των «αποδείξεων ύπαρξης του Θεού» βρίσκονται σε πολεμική αντιπαράθεση με τα αποτελέσματα των φυσικών επιστημών.

 

Το ζήτημα αυτό γίνεται, άλλωστε, πιο σαφές, αν παρακολουθήσουμε την παρακάτω συζήτηση ανάμεσα σ’ έναν οπαδό της μαρξιστικής φιλοσοφίας, δηλαδή, σ’ ένα διαλεκτικό υλιστή, και σ’ έναν υπερασπιστή της ιδέας της ύπαρξης του Θεού.

 

Μαρξιστής: Από πού προέρχεται ο Θεός, η πρώτη ώθηση;

 

Θεολόγος: Δεν προέρχεται από πουθενά, υπήρχε πάντα!

 

Μαρξιστής: Γιατί ο κόσμος, τον οποίο ερευνούμε και γνωρίζουμε, να μην μπορεί να είναι άπειρος, ενώ ο Θεός, για τον οποίο δεν μπορεί κανείς να προσφέρει βάσιμες διαπιστώσεις, μπορεί να είναι αιώνιος;

 

Θεολόγος: Επειδή ο κόσμος είναι ατελής, ενώ ο Θεός είναι τέλειος. Ο Θεός είναι από κάθε άποψη τέλειος, στάσιμος και αμετάβλητος.

 

Μαρξιστής: Αυτό που υποστηρίζετε έρχεται σε αντίθεση με τη λογική για δυό λόγους: ο κόσμος, πριν ο Θεός τον θέσει σε κίνηση, ήταν στάσιμος. Αν, όμως, το στάσιμο ήταν τέλειο, τότε, ο άλλοτε τέλειος κόσμος έγινε ατελής μόνο με την παρέμβαση του Θεού.

 

Θεολόγος: Εσείς ξεχνάτε, ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο, ταυτόχρονα με την κίνησή του.

 

Μαρξιστής: Τότε, η ύλη και η κίνηση αποτελούν μια ενότητα. Αυτό ακριβώς λέμε. Εσείς, όμως, ισχυρίζεστε, ότι υπήρχε γι’ αυτό μια αρχή. Εμείς το αρνούμαστε. Και οι φυσικοί νόμοι της διατήρησης της ύλης μας δικαιώνουν. Αλλά εγώ σας είπα, ότι η θέση σας έρχεται από διπλή άποψη σε αντίθεση με τη λογική και είναι παράδοξη. Σύμφωνα με την άποψή σας, ο Θεός είναι, απόλυτα στάσιμος. Δηλαδή, δημιούργησε, τάχα, ολόκληρο τον κόσμο και του έδωσε, όπως φαίνεται, μια ισχυρή πρώτη ώθηση, χωρίς ο ίδιος να είναι κάτι που βρίσκεται σε κίνηση; Αυτή είναι καθαρή ανοησία.

 

Εξάλλου, η θεολογία ισχυρίζεται, όπως αποδείξαμε στο πρώτο κεφάλαιο, ότι ο Θεός αυτός δεν υπάρχει ούτε στο χώρο, ούτε στο χρόνο, δηλαδή, δεν υπάρχει και δεν κινείται. Ένα τέτοιο απόλυτο τίποτε δεν μπορεί, φυσικά, να είναι ο δημιουργός οποιουδήποτε πράγματος και, πολύ περισσότερο, ολόκληρου του κόσμου.

 

Μια άυλη, ακίνητη «πρώτη ώθηση», ένα πραγματικό τίποτε, που λειτουργεί, τάχα, σαν απεριόριστη (απόλυτη) ιδέα ή Θεός, δημιούργησε την ύλη και την κίνηση; Αυτό είναι ασυμβίβαστο με τα δεδομένα της επιστήμης. Μπορεί, βέβαια, να πιστεύει κανείς σε έναν τέτοιο Θεό, δεν μπορεί, όμως, να αποδείξει την ύπαρξή του, με λογικά και με επιστημονικά επιχειρήματα.

 

Μια επιστημονική εξήγηση της διαδικασίας της εμφάνισης και της εξαφάνισης στον κόσμο πρέπει, λοιπόν, να αναζητήσει την κινητήρια δύναμη της εξέλιξης στον ίδιο τον υλικό κόσμο. Την κίνηση πρέπει να την αντιλαμβάνεται σαν αυτοκίνηση της ύλης. Δεν υπάρχουν εξωκοσμικές κινητήριες δυνάμεις. Αλλαγή και εξέλιξη είναι δυνατές μόνο σαν διακοπή, σαν ανακοπή της ενότητας, σαν συνέπεια της πάλης των αντιθέτων σ’ όλα τα αντικείμενα και φαινόμενα.

 

Αξίωση για επιστημονικότητα μπορεί να έχει μόνο η θεωρία που είναι σε θέση να εξηγήσει που πρέπει να αναζητηθούν οι κινητήριες δυνάμεις της εξέλιξης στον υλικό κόσμο ή, για να εκφραστούμε μ’ άλλα λόγια, επιστημονική είναι η θεωρία που σαν αφετηρία της έχει την αυτοκίνηση και αυτοεξέλιξη της ύλης. Κάθε άλλη θεωρία είναι υποχρεωμένη να αναζητήσει τις κινητήριες δυνάμεις της εξέλιξης έξω από την ύλη και καταλήγει –το θέλει, είτε όχι- στο πεδίο της αντεπιστημονικότητας. Αυτό, για παράδειγμα, αφορά όλες τις θεωρίες για την εμφάνιση της ζωής πάνω στη γη που δεν ξεκινούν από το ότι οι κινητήριες δυνάμεις για το πέρασμα από τη μη ζωντανή στη ζωντανή φύση βρίσκονται στις ίδιες τις φυσικές συνθήκες εξέλιξης της γης. Οι θεωρίες αυτές είναι, κατά συνέπεια, υποχρεωμένες να ξεκινούν από κάποιες μυστηριώδεις ζωτικές δυνάμεις, για τις οποίες και οι ίδιοι εκπρόσωποι αυτών των θεωριών δεν μπορούν να πουν σε τι συνίστανται αυτές οι δυνάμεις. Είτε υποχρεώνονται να καταφύγουν στην υπόθεση της ύπαρξης ενός εξωκοσμικού «δημιουργού» της ζωής πάνω στη γη. Επιστημονικές θεωρίες για την εμφάνιση της ζωής πάνω στη γη, όπως του Άγγλου μαρξιστή Μπερνάλ ή του σοβιετικού επιστήμονα Οπάριν, θεωρίες που υποστηρίζονται όλο και περισσότερο από τους επιστήμονες πολλών χωρών και που επιβεβαιώθηκαν εν μέρει με διάφορα πειράματα, ξεκινούν από το γεγονός, ότι οι κινητήριες δυνάμεις για το πέρασμα στη ζωντανή φύση βρίσκονται στον ίδιο τον υλικό κόσμο.

 

Σε ομοφωνία με τις φυσικές επιστήμες, ο διαλεκτικός υλισμός διδάσκει την αυτοεξέλιξη του υλικού κόσμου.

 

Γνωρίσαμε ως τώρα και τον τρίτο γενικό νόμο της εξέλιξης του υλικού κόσμου. Συνοπτικά, μπορούμε να τον διατυπώσουμε ως εξής: Όλα τα αντικείμενα, τα φαινόμενα και οι διαδικασίες έχουν αντιθετικές πλευρές και κατευθύνσεις εξέλιξης, που βρίσκονται σε διαρκή πάλη μεταξύ τους. Η πάλη αυτή των αντιθέτων οδηγεί στην αύξηση των αντιθέσεων, που, τελικά, λύνονται με την εξαφάνιση του παλιού και τη γέννηση του καινούργιου. Στην πάλη των αντιθέτων συνίσταται η εσωτερική κινητήρια δύναμη της εξέλιξης.

 

Όπως και ο νόμος της μετατροπής των ποσοτικών αλλαγών σε ποιοτικές και αντίστροφα, ο νόμος της διαλεκτικής αντίθεσης (ονομάζεται και «νόμος της ενότητας και της πάλης των αντιθέτων») είναι καθολικός νόμος, δηλαδή, στο νόμο αυτό, υπόκειται ολόκληρος ο υλικός κόσμος, μαζί και η συνείδησή μας. Η γνώση αυτού του νόμου, σε σύνδεση με τη γνώση και των άλλων νόμων, μας δίνει τη δυνατότητα να εκτιμούμε σωστά την εξέλιξη των αντικειμένων και των φαινομένων και να επιδρούμε σ’ αυτή την εξέλιξη.

 

Ωστόσο, δεν πρέπει εδώ να παραβλέψουμε το γεγονός, ότι οι αντιθέσεις στα διάφορα αντικείμενα παρουσιάζονται και δρουν με διάφορο τρόπο. Η πάλη των αντιθέτων στα αντικείμενα είναι, μεν, παντού η δύναμη που ωθεί την εξέλιξη, η πάλη, όμως, αυτή συντελείται, λ.χ., στις διαδικασίες σύνθεσης και αποσύνθεσης των φυτών, πολύ διαφορετικά, απ’ ό,τι, ας πούμε, στις διαδικασίες που χαρακτηρίζουν την ανάπτυξη της οικονομίας μιας χώρας. Γι’ αυτό, δεν αρκεί να γνωρίζουμε μόνο γενικά το νόμο της ενότητας και της πάλης των αντιθέτων. Το νόμο αυτόν πρέπει να τον εξετάζουμε κάθε φορά στο συγκεκριμένο πεδίο δράσης του. Χρειάζεται να γνωρίζουμε τις αντιθέσεις στα αντικείμενα και τα φαινόμενα, κάθε φορά, με τη συγκεκριμένη μορφή τους. Κάθε αντίθεση έχει τις ιδιομορφίες της, που πρέπει να τις προσέξουμε, αν δεν θέλουμε να κάνουμε λάθη.

 

Θα το εξετάσουμε αυτό σύντομα, σε σχέση με την πάλη των αντιθέτων στην κοινωνική εξέλιξη. Στη εποχή μας, που στην ανθρώπινη κοινωνία υπάρχουν τάξεις με διαφορετικά και αντίθετα συμφέροντα, με διαφορετικές τάσεις, είναι πολύ σπουδαίο να εξετάζουμε με ακρίβεια και να αποκαλύπτουμε τις ιδιομορφίες αυτών των αντιθέσεων.

 

 

Εσωτερικές και εξωτερικές αντιθέσεις

 

Αντιθέσεις υπάρχουν όχι μόνο στο κάθε αντικείμενο και φαινόμενο, αλλά –επειδή όλα συνδέονται το ένα με τ’ άλλο- και ανάμεσα στα αντικείμενα και φαινόμενα. Υπάρχουν, δηλαδή, εσωτερικές και εξωτερικές αντιθέσεις. Για το σωστό προσδιορισμό, ποια, είναι, στη δοσμένη περίπτωση, εσωτερική ή εξωτερική αντίθεση, πρέπει να παίρνεται ακριβώς υπόψη, για ποιο αντικείμενο ή για ποιο φαινόμενο πρόκειται. Η καθοριστική εσωτερική αντίθεση του καπιταλισμού, για παράδειγμα, είναι η αντίθεση ανάμεσα στην αστική τάξη και το προλεταριάτο. Η βασική αντίθεση σε παγκόσμια κλίμακα είναι, σήμερα, η αντίθεση ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό. Από το σωστό αυτό προσδιορισμό, δεν πρέπει να μας απομακρύνει το γεγονός, ότι, σε ορισμένους τομείς της πάλης σε διεθνή κλίμακα, όπως στις χώρες του λεγόμενου τρίτου κόσμου, διεξάγεται, σήμερα, ένας ιδιαίτερα σκληρός, επίμονος και γεμάτος θυσίες αγώνας ενάντια στις παγκόσμιες καπιταλιστικές δυνάμεις (τον ιμπεριαλισμό), για εθνική ανεξαρτησία. Ο αγώνας αυτός είναι, όπως και η πάλη του σοσιαλιστικού εργατικού κινήματος στις κύριες καπιταλιστικές χώρες, αντιιμπεριαλιστικός αγώνας, που διεξάγεται με διαφορετικές μορφές. Το πόσο ένας τέτοιος ακριβώς αγώνας υπόκειται στην κύρια αντίθεση της εποχής μας, στην αντίθεση ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό, το αποδείχνει ολοφάνερα το γεγονός, ότι, από τότε που ο σοσιαλισμός δυνάμωσε σε παγκόσμια κλίμακα, οι ιμπεριαλιστές δεν είναι σε θέση να πνίξουν στο αίμα κάθε απελευθερωτικό αγώνα.

 

Η διαλεκτική μας δείχνει, ότι οι εσωτερικές αντιθέσεις είναι οι καθοριστικές. Και οι εξωτερικές αντιθέσεις ασκούν, ασφαλώς, την επίδρασή τους, που μπορεί, μάλιστα, να είναι και σημαντική. Ωστόσο, οι εξωτερικές αντιθέσεις, μόνες τους, δεν μπορούν να επιφέρουν αλλαγή στα αντικείμενα. Η βοήθεια που θα μπορούσε να δοθεί απ’ έξω στις αντιιμπεριαλιστικές δυνάμεις μιας ορισμένης χώρας δεν μπορεί να λύσει τα βασικά προβλήματα, γιατί, η ανάπτυξη κάθε χώρας εξαρτάται, σε τελευταία ανάλυση, από το βαθμό ανάπτυξης των εσωτερικών ταξικών δυνάμεων και την πάλη τους στη δοσμένη χώρα.

 

Καθοριστικές, λοιπόν, για την εξέλιξη είναι οι εσωτερικές αντιθέσεις. Αν, για παράδειγμα, ανάμεσα σ’ ένα ζωντανό ον (οργανισμό) και το φυσικό περιβάλλον του, προκύψει, με την αλλαγή αυτού του περιβάλλοντος, μια εξωτερική αντίθεση, τότε, ο οργανισμός αυτός ή θα προσαρμοστεί στις αλλαγές του φυσικού περιβάλλοντος ή θα καταστραφεί, σε καμιά περίπτωση, όμως, δεν θα αναπτυχθεί. Οι εξωτερικοί παράγοντες έχουν, δηλαδή, μια επίδραση πρόκλησης διαδικασιών, επίδραση που μπορεί να είναι ωθητική ή επιβραδυντική. Οι παράγοντες, όμως, αυτοί, επιδρούν μόνο σε συνδυασμό με τις κάθε φορά εσωτερικές αντιθέσεις. Ωθητική επίδραση ασκεί ο αντιιμπεριαλιστικός αγώνας των λαών του λεγόμενου τρίτου κόσμου πάνω στις κύριες ιμπεριαλιστικές χώρες μόνο στο βαθμό που η εργατική τάξη των χωρών αυτών δέχεται αυτές τις επιδράσεις και τις συνδέει με τις δικές της επαναστατικές δραστηριότητες. Η επανάσταση ξεπηδάει κάθε φορά από τις εσωτερικές αντιθέσεις. Δεν είναι, δηλαδή, εμπορεύσιμο προϊόν. Από δω βγαίνει και το ότι η αναγκαία αλληλεγγύη με τους λαούς του «τρίτου κόσμου», που αγωνίζονται για την πλήρη ελευθερία τους, δεν πρέπει να παρανοηθεί και να εκληφθεί σαν δικό μας κύριο πεδίο πάλης. Όποιος αντιμετωπίζει το ζήτημα έτσι παρακάμπτει τα δικά του κύρια καθήκοντα. Εμείς βοηθάμε εμάς και το λαό, π.χ., της Ζιμπάμπουε, πολύ περισσότερο, ενεργοποιώντας τις δυνάμεις που είναι αναγκαίες για την καταπολέμηση των αντιδραστικών δυνάμεων στη χώρα μας. Γιατί οι «δικοί μας» Δυτικογερμανοί εχθροί της προόδου επεμβαίνουν ενεργά στις υποθέσεις της Αφρικής. Αν θα κατορθώναμε να τους κατανικήσουμε εδώ, δεν θα μπορούσαν να δράσουν στην Αφρική ενάντια στην πρόοδο.

 

 

Ασυμφιλίωτες-εχθρικές και άλλες αντιθέσεις

 

Εδώ, αντικρίζουμε δυό, ριζικά διαφορετικά είδη αντιθέσεων ανάμεσα στις τάξεις. Στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, οι αντιθέσεις ανάμεσα στα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου και του μηχανισμού κυριαρχίας του, από τη μια μεριά, και τα συμφέροντα των άλλων τάξεων και στρωμάτων του πληθυσμού, από την άλλη, είναι διαμετρικά αντίθετα, ασυμφιλίωτα, δηλαδή, ανταγωνιστικά, γιατί, το μεγάλο κεφάλαιο περιορίζει, προς όφελος της δικής του εξουσίας, όλο και περισσότερο τα δημοκρατικά δικαιώματα και τις ελευθερίες και εφαρμόζει εξωτερική πολιτική πίεσης με πυρηνικά όπλα, πολιτική με την οποία επιδιώκει την αλλαγή της κατάστασης στην Ευρώπη. Ο κίνδυνος αυτής της πολιτικής βρίσκεται στον πυρηνικό καταστροφικό πόλεμο. Αντίθετα, ο λαός απαιτεί μια πολιτική ειρήνης, αλληλοκατανόησης των λαών, κοινωνικής σιγουριάς και δημοκρατικής ζωής. Τα διαμετρικά αυτά συμφέροντα δεν μπορούν αιώνια να καλυφθούν.

 

Τέτοιες αντιθέσεις, όπως οι ασυμφιλίωτες και αγεφύρωτες αντιθέσεις ανάμεσα στα συμφέροντα και τις επιδιώξεις των αντιδραστικών κοινωνικών δυνάμεων και τάξεων, τις ονομάζουμε ανταγωνιστικές αντιθέσεις. Οι ανταγωνιστικές αντιθέσεις συχνά οξύνονται και οδηγούν σε σφοδρούς αγώνες ανάμεσα στις αντιτιθέμενες πλευρές.

 

Ωστόσο, ανάμεσα στις τάξεις και τα κοινωνικά στρώματα υπάρχουν και αντιθέσεις που δεν χαρακτηρίζονται από ασυμφιλίωτη οξύτητα, που δεν είναι εχθρικές ή ανταγωνιστικές. Στις περιπτώσεις αυτές, η κοινή, η συνδετική και η αλληλοεξαρτούμενη πλευρά της αντίθεσης είναι ισχυρότερη και σημαντικότερη. Μια τέτοια αντίθεση υπάρχει, για παράδειγμα, ανάμεσα στους εργάτες και τους αγρότες. Η αντίθεση αυτή είναι χαρακτηριστική για τον καπιταλισμό, περισσότερο, όμως, για το σοσιαλισμό. Η βάση της βρίσκεται στο ότι και οι δυό τάξεις είναι εργαζόμενες τάξεις του λαού, ότι και οι δυό –αν και με διαφορετικό τρόπο –υφίστανται (στον καπιταλισμό) την εκμετάλλευση του μεγάλου κεφαλαίου. Ωστόσο, οι αγρότες, σε αντίθεση με την εργατική τάξη, είναι μια τάξη που κατέχει μέσα παραγωγής, όχι, βέβαια, σημαντικά. Πάνω, όμως, στη διαφορά αυτή και στον διαφορετικό τρόπο εργασίας στην πόλη και στο χωριό είναι θεμελιωμένη η αντίθεση ανάμεσα στους εργάτες και τους αγρότες. Παρ’ όλα αυτά, η βαρύτητα της αντίθεσης αυτής είναι πολύ μικρότερη απ’ όσο αυτή των κοινών συμφερόντων και της κοινής τους αντίστασης στην πίεση των μεγάλων μονοπωλίων, αντίστασης που αποβλέπει στην απαλλαγή τους από την καταλήστευση που τους υποβάλλουν οι μεγαλοβιομήχανοι και οι τραπεζίτες. Υπερέχει, επίσης, το κοινό τους συμφέρον για την διασφάλιση της ειρήνης, γιατί, τόσο οι εργάτες, όσο και οι αγρότες δεν ανήκουν στις κοινωνικές εκείνες δυνάμεις που κερδίζουν από τον πόλεμο. Αυτοί προορίζονται να προσφέρουν μόνο θυσίες.

 

Στην πράξη, αυτό σημαίνει, ότι οι ανταγωνιστικές αντιθέσεις μπορούν να λυθούν μόνο με την ταξική πάλη, ότι η απελευθέρωση των εργαζόμενων τάξεων δεν είναι δυνατό να επιτευχθεί, χωρίς την εξάλειψη του καπιταλισμού και την κατάργηση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας στα βασικά μέσα παραγωγής. Οι μη ανταγωνιστικές αντιθέσεις λύνονται με τη βαθμιαία άμβλυνση και εξίσωσή τους. Αλλά και στην πορεία της υπερνίκησης αυτών των αντιθέσεων, πρόκειται και πάλι, για αντικατάσταση του παλιού από το καινούργιο. Το κύριο μέσο εδώ είναι η υπομονητική πειθώ, πάνω στη βάση του καλού παραδείγματος και της απόδειξης.

 

Υπάρχουν και άλλες αιτίες που μας επιβάλλουν να εξετάσουμε με ακρίβεια τις αντιθέσεις. Ένα οποιοδήποτε αντικείμενο δεν είναι, βέβαια, απλά και μόνο η ενότητα ενός ζεύγους αντιθετικών «πλευρών». Στον καπιταλισμό, δεν υπάρχει μόνο η αντίθεση ανάμεσα στην εργατική τάξη και το κεφάλαιο, υπάρχουν, επίσης, οι αντιθέσεις ανάμεσα στους αγρότες, τους επαγγελματίες και τη διανόηση, από τη μια μεριά, και στο κεφάλαιο, από την άλλη, ανάμεσα στα κοινωνικά αυτά στρώματα και στην εργατική τάξη κλπ. Είναι όλες αυτές οι αντιθέσεις ισότιμες, έχουν όλες την ίδια επίδραση στην πορεία των πραγμάτων; Ποια είναι η καθοριστική, η κύρια αντίθεση;

 

Είναι γνωστό, ότι η κύρια αντίθεση στον καπιταλισμό είναι η αντίθεση ανάμεσα στην εργατική τάξη και στο κεφάλαιο. Αυτό σημαίνει, ότι η εργατική τάξη μπορεί να συνάψει με τις άλλες δυνάμεις σοβαρές πολιτικές συμμαχίες. Κάτι περισσότερο: Είναι πια πασίγνωστο, ότι ο σύγχρονος καπιταλισμός χαρακτηρίζεται, σε τελευταία ανάλυση, από το γεγονός, ότι λίγες επιχειρήσεις που κυριαρχούν στην παραγωγή και το εμπόριο (εμείς τις ονομάζουμε μονοπώλια) κατέχουν και την πολιτική εξουσία. Κατά συνέπεια, σε ορισμένα σημεία, μπορούν να δημιουργηθούν αντιθέσεις ακόμα και ανάμεσα στο μονοπωλιακό και στο μη μονοπωλιακό κεφάλαιο. Είναι, φυσικά, πολύ βασικό, τέτοιες αντιθέσεις να αξιοποιούνται στην πάλη ενάντια στην κυριαρχία των μεγιστάνων του κεφαλαίου. Το ΓΚΚ και η ΣΓΕΝ θεωρούν, ότι αυτή είναι η σωστή πολιτική. Γι’ αυτό τα βρίζουν οι «αριστεροί» επικριτές. Οι τελευταίοι θεωρούν, ότι είναι εξυπνότερο να ενεργούμε σύμφωνα με την «αρχή»: «Περισσότεροι εχθροί, περισσότερη τιμή!». Το ότι, όμως, αυτό δυσκολεύει τον αγώνα, δεν ενοχλεί καθόλου τους καυχησιάρηδες της επανάστασης.

 

Η διδασκαλία της διαλεκτικής αντίθεσης, που αποτελεί το αντικείμενο αυτού του κεφαλαίου της εργασίας, κατέχει στο μαρξισμό μια εξαιρετική θέση. Ο Λένιν τη χαρακτήρισε σαν τον «πυρήνα» της μαρξιστικής διαλεκτικής, σαν το κλειδί για την κατανόηση όλων των πλευρών και των στοιχείων της εξέλιξης.

 

 

  1. Βασικές κατηγορίες της διαλεκτικής

 

Περνούμε, τώρα, στο επόμενο σημείο, στις λεγόμενες κατηγορίες της διαλεκτικής. Και στο μαρξισμό, τα ζητήματα αυτά δεν έχουν συζητηθεί ακόμα σε εντελώς ικανοποιητικό βαθμό. Παρ’ όλα αυτά, δεν αρκεί το να αντιλαμβάνεται κανείς τη διαλεκτική απλώς σαν ένα αδύνατο σκελετό, με τρία βασικά γνωρίσματα ή με τρεις βασικούς νόμους. Δεν πρέπει να εκλάβουμε αυτούς τους νόμους σαν ένα αποστεωμένο σχήμα. Αν εμείς, σε τούτο το μέρος της εργασίας, θα ασχοληθούμε με τις κατηγορίες της διαλεκτικής (τη λέξη κατηγορία θα την εξηγήσουμε αμέσως), το κάνουμε, κυρίως, για να φέρουμε παραδείγματα που διασαφηνίζουν περισσότερο το περιεχόμενο της διαλεκτικής. Υπάρχουν, ωστόσο, πολύ περισσότερες διαλεκτικά αλληλοσυνδεόμενες κατηγορίες στις οποίες δεν θα αναφερθούμε εδώ.

 

Η λέξη κατηγορία προέρχεται εδώ από την ελληνική γλώσσα. Η ακριβή της έννοια δεν καλύπτει τη σημασία που αποχτά αυτή η λέξη στη φιλοσοφία.

 

Παίρνουμε, για παράδειγμα, τη γενική έννοια «χρώμα» και τις ξεχωριστές έννοιες για τα διάφορα χρώματα, όπως: «κόκκινο», «κίτρινο» ή τη γενική έννοια «φρούτα» και τις ξεχωριστές έννοιες για τα διάφορα είδη φρούτων, όπως: «μήλα», «αχλάδια» κλπ. Εδώ, έχουμε έννοιες που αφορούν τη σχέση του γενικού με το μερικό (ιδιαίτερο). Κατά τον ίδιο τρόπο, υπάρχουν πολυάριθμες έννοιες που –σε διάκριση από τις έννοιες για ιδιαίτερα αντικείμενα- χαρακτηρίζουν γενικά και βασικά φαινόμενα ή αλληλουχίες της φύσης, της κοινωνίας και της νόησης. Ανάμεσα στις γενικές αυτές έννοιες, υπάρχει και πάλι ένα εντελώς ιδιαίτερο είδος. Έτσι, η έννοια «χρώμα», που αναφέραμε παραπάνω, είναι, σε σχέση με τα ξεχωριστά χρώματα, μια γενική έννοια. Τέτοιες γενικές έννοιες υπάρχουν πάρα πολλές. Χρησιμοποιήσαμε το παράδειγμα με το χρώμα (ή με τα φρούτα) μόνο σαν εισαγωγή, για να φτάσουμε στις βασικότερες σκέψεις, γιατί οι φιλοσοφικές κατηγορίες (βασικές έννοιες) είναι γενικής φύσης.

 

Είναι, έννοιες που, κατά κάποιον τρόπο, είναι συνδεμένες με όλα τα αντικείμενα και φαινόμενα. Παράδειγμα: Όλα δεν έχουν χρώμα. Ο ήχος, π.χ., που βγάζω από την κιθάρα δεν έχει χρώμα. Το χρώμα, λοιπόν, δεν είναι γενική έννοια που ισχύει σε βαθμό, ώστε να είναι συνδεμένο με όλα τα αντικείμενα και φαινόμενα. Ας πάρουμε, όμως, τις έννοιες «αιτία» και «αποτέλεσμα». Δεν υπάρχει τίποτε που να μην είχε μια αιτία, που να μην ήταν ένα αποτέλεσμα. Είτε, ας πάρουμε την έννοια «ουσία». Το «φαινόμενο» του ήχου είναι ο τόνος που ακούμε, αλλά η ουσία του είναι οι ταλαντώσεις της χορδής πάνω στην κιθάρα. Και δεν υπάρχει τίποτε στο οποίο να μην παρουσιάζεται το ζεύγος των εννοιών «ουσία» και «φαινόμενο».

 

Μ’ άλλα λόγια, υπάρχουν γενικές έννοιες που συνδέονται μ’ οποιαδήποτε αντικείμενα και φαινόμενα, που είναι, δηλαδή, πιο γενικές (καθολικές) απ’ ό,τι οι γενικές έννοιες «χρώμα», «φρούτα» κλπ. Κι όταν μιλάμε για τις κατηγορίες της διαλεκτικής, πρόκειται γι’ αυτές ακριβώς τις πραγματικά καθολικές έννοιες. Αυτές είναι βασικές έννοιες, που οδηγούν στην ουσία των κοσμοθεωρητικά καθοριστικών ζητημάτων, που σχετίζονται με την ύλη ή την ιδέα, με τη γνώση ή την άγνοια, με την κίνηση ή την ηρεμία. Γι’ αυτό ακριβώς είναι τόσο σπουδαία η σωστή προσέγγιση στη σημασία και στην πραγματική σχέση εκείνου που προσδιορίζεται με τον όρο «κατηγορία».

 

Η αντιθετικότητα (διαλεκτική) της πραγματικότητας εκφράζεται σε μια σειρά από αλληλοσχετιζόμενες και αλληλοσυνδεόμενες βασικές έννοιες (κατηγορίες), όπως: ουσία και φαινόμενο, περιεχόμενο και μορφή, αιτία και αποτέλεσμα, αναγκαιότητα και τυχαίο, αναγκαιότητα και ελευθερία, δυνατότητα και πραγματικότητα. Ποια είναι η σχέση αυτών των αλληλοσυνδεόμενων βασικών εννοιών; Θα τη δείξει μια κάπως πιο διεξοδική εξέταση, που ακολουθεί.

 

 

Ουσία και φαινόμενο

 

Με την παρακολούθηση των αντικειμένων, των σχέσεων και των διαδικασιών της φύσης και της κοινωνίας, πρέπει να διακρίνουμε την ουσία και το φαινόμενό τους. Η ουσία των αντικειμένων δεν εκδηλώνεται άμεσα, είναι καλυμμένη μέσα στα φαινόμενα ή κάτω από την επιφάνειά τους. Ορισμένα παραδείγματα: Εμείς δεν αντιλαμβανόμαστε την ουσία, π.χ., την περιστροφή της γης, αλλά «βλέπουμε» μια καθημερινή περιστροφή του ήλιου γύρω από τη γη, από την αρχή στην ανατολή ως την εξαφάνισή του στη δύση. Ένα άλλο παράδειγμα: Για ανθρώπους χωρίς τηλεσκόπιο, ο ήλιος, στην εμφάνισή του, δεν είναι μεγαλύτερος από μια μπάλα ποδοσφαίρου. Κι ένα άλλο παράδειγμα: Στον καπιταλισμό, η αμοιβή της εργασίας εμφανίζεται σαν πληρωμή ολόκληρης της εργασίας που προσφέρθηκε σ’ ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, ενώ, στην ουσία, ο εργάτης παίρνει, με τη μορφή του ημερομισθίου, μόνο ένα μέρος της αξίας που δημιούργησε στο χρονικό αυτό διάστημα. Το άλλο μέρος το ιδιοποιείται ο καπιταλιστής σαν κέρδος.

 

Όπου κι αν στρέψουμε το βλέμμα μας, παντού θα διαπιστώσουμε αβίαστα, ότι οι ουσίες και τα φαινόμενα των αντικειμένων και των διαδικασιών δεν είναι ένα και το ίδιο πράγμα. «Ολόκληρη η επιστήμη θα ήταν περιττή, -λέει ο Μαρξ,- αν η μορφή εμφάνισης και η ουσία των αντικειμένων συνέπιπταν» [25].

 

Ωστόσο, η ουσία και το φαινόμενο δεν είναι χωρισμένα το ένα απ’ τ’ άλλο με ένα ανυπέρβλητο χάσμα. Γιατί, η ουσία ενός πράγματος είναι εκείνη που εκδηλώνεται πάντοτε στα φαινόμενα. Γι’ αυτό ακριβώς, ξεκινώντας από την εξέταση των φαινομένων, κάνοντας συγκρίσεις, ψάχνοντας για συναρτήσεις κλπ., είμαστε σε θέση να εισδύσουμε στον πυρήνα, στην ουσία του αντικειμένου, δηλαδή, να γνωρίσουμε, τελικά, το ότι η γη είναι αυτή που περιστρέφεται και το ότι από δω δημιουργείται η εντύπωση της κίνησης του ήλιου γύρω από τη γη.

 

Για τη γνώση, το γεγονός αυτό έχει σπουδαία σημασία. Η σχέση ουσίας και φαινομένου είναι διαλεκτική. Είναι αντιθετική, με την έννοια, ότι οι κατηγορίες «ουσία» και «φαινόμενο» αλληλοσυνδέονται, αλλά είναι ταυτόχρονα και διαφορετικά στοιχεία. Δεν πρέπει, συνεπώς, να ταυτίζουμε τα αντικείμενα με τα φαινόμενά τους. Ας πάρουμε ένα παράδειγμα: Ένα μεγάλο μέρος των εργατών στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν παίρνει ακόμα κριτική στάση απέναντι στον καπιταλισμό. Μπορούμε, άραγε, για το λόγο αυτό, να πούμε ότι «οι εργάτες δεν είναι πλέον επαναστατικοί»; Αν το κάναμε, θα σήμαινε σύγχυση του ιστορικού ρόλου της εργατικής τάξης (της ουσίας) με τη σημερινή συνείδηση (το φαινόμενο) των εργατών. Θα ήταν, όμως, όχι μικρότερο λάθος, αν χωρίζαμε την ουσία από το φαινόμενο, δηλαδή, αν παίρναμε την ουσία σαν κάτι το αυτοτελές. Αυτό θα συνέβαινε, στην περίπτωση που εμείς θα παίρναμε υπόψη μας μόνο τον ιστορικό ρόλο της εργατικής τάξης και θα υποτιμούσαμε το κάθε φορά συγκεκριμένο επίπεδο της συνείδησης. Αντίθετα, η σωστή λύση αναγνωρίζει την αντιθετική ενότητα της ουσίας με το φαινόμενο. Κι αυτό ακριβώς ισχύει για τη σχέση όλων των κατηγοριών της διαλεκτικής. Οι κατηγορίες αυτές έχουν μεταξύ τους σχέση αντίθεσης, αλλά και ενότητας. Αυτό σημαίνει, ότι η μια κατηγορία δεν μπορεί να υπάρξει, δίχως τη διαλεκτική της αντίθεση, και ότι οι δυό πλευρές σ’ αυτή την ενότητα βρίσκονται ταυτόχρονα σε διαρκή αντιπαράθεση.

 

 

Περιεχόμενο και μορφή

 

Κι αυτά τα δυό βασικά συστατικά ολόκληρου του Είναι βρίσκονται, το ένα με τ’ άλλο, σε μια διαλεκτική σχέση. Πουθενά δεν υπάρχει περιεχόμενο δίχως μορφή και αντίστροφα. Έτσι, το περιεχόμενο της κοινωνικής παραγωγής καθορίζεται από τις κάθε φορά υπάρχουσες παραγωγικές δυνάμεις (εργαλεία, τεχνική, πείρα εργασίας, γνώση –δηλαδή, κυρίως από τους ανθρώπους), ενώ τη μορφή της την αποτελούν οι σχέσεις παραγωγής και οι σχέσεις ιδιοκτησίας. Σ’ αυτό το παράδειγμα (στο ζήτημα αυτό, θα επανέλθουμε στο επόμενο κεφάλαιο), θα φανεί η σχέση στην οποία βρίσκονται το περιεχόμενο και η μορφή:

 

Στο προτσές της παραγωγής, οι άνθρωποι αναπτύσσουν τις παραγωγικές τους δυνάμεις. Μαθαίνουν και βελτιώνουν τα εργαλεία τους. Αυτά (το περιεχόμενο) αρχίζουν να αλλάζουν. Ταυτόχρονα, προκύπτει μια αντίθεση ανάμεσα στο περιεχόμενο (παραγωγικές δυνάμεις) και τη μορφή (παραγωγικές σχέσεις), μορφή που μετατρέπεται σε τροχοπέδη στην παραπέρα ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Στην αρχή, όταν ο καπιταλισμός ξήλωνε τη φεουδαρχία, οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής ανταποκρίνονταν στις καινούργιες αναπτυσσόμενες παραγωγικές δυνάμεις, ήταν η μορφή που τις προωθούσε. Ωστόσο, με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, εμφανίστηκε μια παρόμοια αντίθεση: Οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής μετατράπηκαν σε ασφυχτικό περίβλημα για τις σύγχρονες παραγωγικές δυνάμεις. Σαν παράδειγμα, αναφέρουμε την ατομική ενέργεια, τη μικροηλεκτρονική, τη σύγχρονη χημεία, δυνάμεις, δηλαδή, που, όταν χρησιμοποιούνται από τους καπιταλιστές, μετατρέπονται σε άμεσο κίνδυνο. Γι’ αυτό, οι δυνάμεις αυτές πρέπει να μπουν στην υπηρεσία του λαού, πράγμα που μόνο στο σοσιαλισμό είναι δυνατό.

 

Κι εδώ, λοιπόν, έχουμε να κάνουμε με τη διαλεκτική σχέση. Το περιεχόμενο και η μορφή αποτελούν μια γεμάτη αντιθέσεις ενότητα. Η καθοριστική πλευρά αυτής της σχέσης είναι το περιεχόμενο. Αλλά και η μορφή δεν είναι κάτι το παθητικό. Επιδρά στο περιεχόμενο ωθητικά ή ανασταλτικά. Αυτή η γεμάτη αντιθέσεις ενότητα εξαφανίζεται (επανάσταση) στη διάρκεια της ανάπτυξης, που προκαλείται από το περιεχόμενο, και αντικατασταίνεται από μια καινούργια αντιθετική ενότητα περιεχομένου και μορφής.

 

Κι εδώ χρειάζεται να προειδοποιήσουμε και πάλι για το σφάλμα που μπορούμε να κάνουμε με το να απολυτοποιούμε και να αντιπαραθέτουμε τη μια στην άλλη τις δυό πλευρές της αντίθεσης. Το λάθος αυτό το κάνουν οι αντιδραστικές δυνάμεις, που επιμένουν στην τυπική πλευρά του ζητήματος. Έτσι, διατυπώνονται προτάσεις για «μεταρρύθμιση», που επιδιώκουν τη διατήρηση της μορφής, δηλαδή, της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας, που επιδιώκουν μια ορισμένη «μεταμόρφωσή» της προς την κατεύθυνση του «κοινωνικού συνεταιρισμού», του «λαϊκού καπιταλισμού» κλπ., δηλαδή, την αναβολή για αόριστο χρόνο της καταστροφής του καπιταλιστικού περιεχομένου και της δημιουργίας της νέας ενότητας περιεχομένου και μορφής, του σοσιαλισμού.

 

Στον τομέα της τέχνης, καταβάλλονται προσπάθειες να τεθεί η μορφή πάνω από το περιεχόμενο. Αυτό γίνεται συχνά με τρόπο που καλύπτονται τα εχθρικά προς τον άνθρωπο περιεχόμενα, γιατί εμφανίζονται με «τέλεια μορφή». Έτσι, ορισμένοι δεν αντιλαμβάνονται το αντισοσιαλιστικό περιεχόμενο των τραγουδιών του Μπίρμαν, γιατί είναι προσηλωμένοι στην ελκυστική τους μορφή.

 

Κι όταν ακόμα γίνεται διαμάχη γύρω από τον «επαναστατικό» ή τον «αναθεωρητικό» χαρακτήρα των μορφών πάλης «καθαυτών», παραβλέπεται το περιεχόμενο (γίνεται, δηλαδή, συζήτηση για συμβούλια «καθαυτά», για κοινοβουλευτισμό «καθαυτό», για συναπόφαση «καθαυτή»), διαχωρίζεται, δηλαδή, αντιδιαλεκτικά η μορφή από το περιεχόμενο. Χρησιμοποιείται η αστική μέθοδος εξέτασης και αξιολόγησης των γεγονότων.

 

 

Αιτία και αποτέλεσμα

 

Τίποτε στον κόσμο δεν υπάρχει χωρίς αιτία. Όλα τα αντικείμενα και τα φαινόμενα είναι αποτέλεσμα αιτιών, συνδέονται πρωταρχικά με άλλα αντικείμενα και φαινόμενα. Γι’ αυτό, η αιτία –αποτέλεσμα- σχέση (αιτιότητα) είναι ένας βασικός τρόπος της γενικής αλληλοσύνδεσης των αντικειμένων και φαινομένων. Ανάμεσα στην αιτία και στο αποτέλεσμα, υπάρχει μια καθορισμένη αλληλουχία: Καθορισμένες αιτίες προκαλούν, κάτω από τους ίδιους όρους, διαρκώς τα ίδια καθορισμένα αποτελέσματα. Είναι πολύ βασικό να υπογραμμίσουμε τη μεγάλη σημασία αυτής της πλευράς των «ίδιων όρων». Οι συνέπειες της χρησιμοποίησης της σύγχρονης τεχνικής είναι άλλες για τους εργάτες στον καπιταλισμό και άλλες για τους εργάτες στο σοσιαλισμό. Και τούτο, γιατί υπάρχει ριζική διαφορά ανάμεσα στις κοινωνικές συνθήκες των δυό συστημάτων.

 

Επίσης, πρέπει να κάνουμε διάκριση ανάμεσα στις κύριες αιτίες και τις αιτίες που έχουν δευτερεύουσα σημασία ή ανάμεσα στις έμμεσες και τις άμεσες αιτίες. Η επιτυχία των ναζί το 1933 οφείλεται, κυρίως, στο ότι δεν πραγματοποιήθηκε η ενότητα δράσης της εργατικής τάξης. Και η μη πραγματοποίηση της ενότητας δράσης ήταν συνέπεια (κι εδώ έχουμε να κάνουμε με την κύρια αιτία) του αντικομουνισμού των ηγετών του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος και των συνδικάτων. Οι δευτερεύουσας σημασίας αιτίες υπήρξαν εδώ τα πολιτικά λάθη που έκανε τότε το ΚΚΓ. Σαν άμεση αιτία αυτής της πολιτικής λειτούργησε το γεγονός, ότι η Δημοκρατία της Βαϊμάρης εγκαθιδρύθηκε σαν αποτέλεσμα της πάλης ενάντια στην επανάσταση του Νοέμβρη του 1918, που βάφηκε στο αίμα του Καρλ Λίμπκνεχτ και της Ρόζας Λούξεμπουργκ, στο αίμα χιλιάδων εργατών και εργατριών.

 

Θα ήταν λάθος κι εδώ να φέρουμε σε αντίθεση την αιτία και το αποτέλεσμα. Γιατί, κάθε αιτία είναι το αποτέλεσμα μιας άλλης αιτίας, κάθε αποτέλεσμα είναι, με τη σειρά του, αιτία ενός άλλου αποτελέσματος. Ό,τι, από μια άποψη, αποτελεί αιτία είναι, από μια άλλη άποψη, αποτέλεσμα. Αιτία και αποτέλεσμα μπορούν, μάλιστα, να μετατραπούν το ένα στ’ άλλο, και παραδείγματα γι’ αυτό μας προσφέρουν η ταξική πάλη, οι διαμάχες κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων κλπ.

 

Εξετάζοντας ολόπλευρα τη σχέση αιτίας-αποτελέσματος από την άποψη της πολυπλοκότητας του κόσμου, των αντικειμένων, των φαινομένων και των διαδικασιών του, θα φτάσουμε, ασφαλώς, στη γνώση της γενικής αλληλεπίδρασής τους, στα πλαίσια της οποίας η σχέση αιτίας-αποτελέσματος, η αιτιότητα, αποτελεί ένα είδος μόνο της ολόπλευρης διαλεκτικής τους σύνδεσης. Θα αντιληφθούμε, επίσης, ότι η σχέση αιτίας-αποτελέσματος μπορεί να αποσυνδεθεί μόνο σχετικά.

 

Η αντίληψη αυτή βρίσκεται σε διαμετρική αντίθεση με την τελεολογική άποψη της θρησκείας. Η θρησκεία ξεκινάει από τη θέση ότι σε κάθε αιτία δρα ένας σκοπός, ότι κάθε αιτία επιδρά προς ένα καθορισμένο σκοπό. Πρέπει, κατά συνέπεια, να υπάρχει μια δύναμη (Θεός) που, θέτει στόχους και έναν τελικό σκοπό στις διαδικασίες του κόσμου.

 

Η άποψη αυτή δημιουργείται από τη μετατόπιση της ένσκοπης ανθρώπινης δράσης στον τομέα της εξήγησης των διαδικασιών που συντελούνται στη φύση. Στον τομέα της βιολογίας, η τελεολογία ανασκευάστηκε προ πολλού από τη θεωρία της εξέλιξης του Δαρβίνου. Σε σχέση με την ανόργανη φύση, η τελεολογία δεν γίνεται σήμερα αποδεχτή ακόμα και από τους θεωρητικούς της θρησκείας (τους θεολόγους). Στον τομέα της κοινωνίας, προσκρούει και αποτυχαίνει, γιατί δεν είναι σε θέση να εξηγήσει το «σκοπό» του «κακού» στην ανθρώπινη και την κοινωνική ζωή: Για ποιο λόγο ο παντοδύναμος και αγαθότατος Θεός δημιούργησε και επέτρεψε το «κακό»; Γιατί υπήρξαν το Άουσβιτς, η Χιροσίμα και το Βιετνάμ; Τι Θεός είναι αυτός που επιτρέπει κάτι τέτοιο; -πέρα, βέβαια, από το ότι με τίποτα δεν μπορεί να αποδειχτεί ότι υπάρχει μια «πρώτη ώθηση», ένας «πρωτοπλάστης», ένα «πρώτο πνεύμα που θέτει στόχους», δηλαδή, ο Θεός.

 

 

Αναγκαιότητα και τυχαίο

 

Η αναγκαιότητα και το τυχαίο είναι επίσης αλληλοσυνδεόμενες βασικές έννοιες για το χαρακτηρισμό των θεμελιωδών αλληλουχιών των αντικειμένων και των φαινομένων. Ο κόσμος διόλου δεν είναι μια συσσώρευση από ξεχωριστά και ασύνδετα αντικείμενα και φαινόμενα. Κάτι περισσότερο: ανάμεσα στα αντικείμενα και φαινόμενα, υπάρχουν αναγκαίες αλληλουχίες. Όλα, όσα είναι υπαρκτά προκλήθηκαν από αιτίες, και για το λόγο αυτή η παρουσία τους είναι αναγκαία. Ωστόσο, θα ήταν λάθος να αντιστρέψουμε απλώς τη σωστή αυτή γνώση. Από το γεγονός, ότι όλα, όσα υπάρχουν έχουν και μια αιτία, δεν συνάγεται ότι είναι και αναγκαία. Ο φασισμός είχε αιτίες, μπορούσε, όμως, να αποφευχθεί, δεν ήταν, δηλαδή, αναγκαίος.

 

Σ’ ό,τι αφορά την εκτίμηση της σχέσης αναγκαιότητας και τυχαίου, συχνά αντιμετωπίζουμε δυό σφάλματα. Το πρώτο συνίσταται στο ότι το τυχαίο εκλαμβάνεται σαν κάτι το αυτοτελές. Το σφάλμα αυτό γίνεται τότε, όταν απορρίπτεται η καθολική αλληλουχία ανάμεσα στα αντικείμενα και τα φαινόμενα. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, όλα υπάρχουν τάχα από μόνα τους και ξέχωρα το ένα από το άλλο, χωρίς λόγο και αιτία.

 

Αυτό, ωστόσο, έρχεται σε αντίθεση με όλη τη γνώση μας για τα αντικείμενα και τα φαινόμενα στη φύση και την κοινωνία. Αυτό που θα δημιουργούνταν τάχα χωρίς αιτία θα αποτελούσε θαύμα. Βέβαια, δεν είναι λίγοι αυτοί που πιστεύουν σε θαύματα, η επιστήμη, όμως, δεν αναγνωρίζει και δεν παραδέχεται θαύματα, από τα αντικείμενα και τα φαινόμενα με τα οποία ασχολείται, επιδιώκει να γνωρίσει τις αιτίες και τα αποτελέσματά τους. Η διαπίστωση αυτή είναι, ασφαλώς, δυσνόητη. Παρ’ όλα αυτά, σωστός είναι ο παρακάτω συλλογισμός: Από τα αντικείμενα και τα φαινόμενα, που δεν συνδέονται τάχα με τίποτε, που υπάρχουν ανεξάρτητα, δεν μπορούμε κατά συνέπεια, να γνωρίζουμε τίποτε, γιατί αυτά δεν συνδέονται μαζί μας.

 

Το δεύτερο σφάλμα συνίσταται στην αναγνώριση μονάχα της «σιδερένιας αναγκαιότητας». Ο Ένγκελς ανασκευάζει αυτή την άποψη πολύ εύστοχα:

«Σύμφωνα με την άποψη αυτή, κυριαρχεί μονάχα η απλή, η άμεση αναγκαιότητα. Το ότι αυτός ο λοβός περιέχει πέντε μπιζέλια και όχι τέσσερα ή έξι, το ότι η ουρά αυτού του σκύλου έχει πέντε δάκτυλα μάκρος και ούτε κατά μια γραμμούλα είναι μακρύτερη ή κοντότερη, το ότι τούτο το χρόνο γονιμοποιήθηκε από μια μέλισσα αυτό το άνθος του τριφυλλιού και όχι το άλλο και μάλιστα απ’ αυτή την συγκεκριμένη μέλισσα και σ’ αυτό το συγκεκριμένο χρόνο, το ότι αυτός ο συγκεκριμένος αντριανόσπορος φύτρωσε και όχι ο άλλος, το ότι εμένα χθες τη νύχτα με τσίμπησε ένας ψύλλος στις τέσσερις η ώρα το πρωί και όχι στις τρεις ή στις πέντε η ώρα, και μάλιστα στο δεξί ώμο μου κι όχι στην αριστερή μου γάμπα –όλα αυτά είναι γεγονότα που προκλήθηκαν από μια αναμφισβήτητη αλυσίδα από αιτίες και αποτελέσματα, από μια αδιασάλευτη αναγκαιότητα, έτσι, μάλιστα, που ήδη η σφαίρα αερίων από την οποία διαμορφώθηκε το ηλιακό σύστημα ήταν τέτοιας φύσης, ώστε τα γεγονότα αυτά έπρεπε να συντελεστούν έτσι κι όχι αλλιώς. Μ’ αυτό το είδος αναγκαιότητας δεν απαλλασσόμαστε και πάλι από τη θεολογική αντίληψη της φύσης. Το αν εμείς, την αιώνια συμβουλή του Θεού την ονομάζουμε, σύμφωνα με τον Αυγουστίνο και τον Καλβίνο, είτε σύμφωνα με τον Τούρκο, κισμέτι ή την ονομάζουμε αναγκαιότητα, για την επιστήμη αυτό παραμένει σχεδόν το ίδιο πράγμα. Για παρακολούθηση της αλυσίδας των αιτιών, δεν γίνεται λόγος σε καμιά απ’ αυτές τις περιπτώσεις, είμαστε, δηλαδή, στη μια περίπτωση, τόσο φωτισμένοι, όσο και στην άλλη. Η λεγόμενη αναγκαιότητα παραμένει εδώ μια κενή φράση και μαζί μ’ αυτήν παραμένει και το τυχαίο αυτό που ήταν.

 

Όσον καιρό εμείς δεν θα μπορούμε να αποδείξουμε σε τι οφείλεται ο αριθμός των μπιζελιών στο λοβό, ο αριθμός αυτός παραμένει τυχαίος. Και με τον ισχυρισμό, ότι η περίπτωση αυτή προβλέφθηκε στην αρχική δομή του ηλιακού συστήματος, δεν προχωρήσαμε ούτε ένα βήμα. Κάτι περισσότερο: Η επιστήμη που θα έθετε σαν στόχο της να παρακολουθήσει προς τα πίσω την περίπτωση του ξεχωριστού λοβού με τα μπιζέλια σ’ ολόκληρη την αιτιακή του αλυσίδα δεν θα ήταν πλέον επιστήμη, θα ήταν καθαρό παιχνίδι.

 

Γιατί αυτός και μόνο ο λοβός έχει αναρίθμητες ακόμα ειδικές, σαν τυχαίες εμφανιζόμενες ιδιότητες, αποχρώσεις του χρώματος, του πάχους και της σκληρότητας του φλοιού, του μεγέθους των μπιζελιών, για να μην μιλήσουμε για τις ειδικές ιδιότητές του που πρέπει να αποκαλυφθούν με το μικροσκόπιο. Μονάχα ο ένας αυτός λοβός μπιζελιών θα προσέφερνε ήδη τόσες αιτιακές αλληλουχίες για παρακολούθηση, όσες θα μπορούσαν να παρακολουθήσουν όλοι μαζί οι βοτανολόγοι του κόσμου.

 

Εδώ το τυχαίο δεν εξηγείται, λοιπόν, από την αναγκαιότητα, κάτι περισσότερο, η αναγκαιότητα υποβαθμίζεται απλώς σε προϊόν του τυχαίου. Αν το γεγονός, ότι ένας ορισμένος λοβός μπιζελιού περιέχει έξι μπιζέλια και όχι πέντε είτε εφτά, βρίσκεται στην ίδια κατηγορία (επίπεδο) με το νόμο της κίνησης του ηλιακού συστήματος ή με το νόμο της μετατροπής της ενέργειας, τότε, στην πράξη, δεν ανυψώθηκε το τυχαίο στο επίπεδο της αναγκαιότητας, η αναγκαιότητα υποβαθμίστηκε στο τυχαίο. Κάτι περισσότερο: Η ποικιλία των οργανικών και των ανόργανων ειδών και ατόμων που υπάρχουν το ένα πλάι στ’ άλλο, σε ένα ορισμένο επίπεδο, όσο κι αν υποστηρίζεται, ότι είναι θεμελιωμένη πάνω στην απαραβίαστη αναγκαιότητα, για τα ξεχωριστά είδη και άτομα, αυτή παραμένει αυτό που ήταν, τυχαία. Για το ξεχωριστό ζώο είναι τυχαίο το που αυτό γεννήθηκε, ποιο περιβάλλον βρίσκει στη ζωή, ποιοι και πόσοι εχθροί το απειλούν. Για το φυτό-μητέρα είναι τυχαίο το προς τα πού ο άνεμος σκόρπισε το σπόρο του, για το θυγατρικό φυτό είναι πάλι τυχαίο το που ο σπόρος του βρίσκει γόνιμο έδαφος, από το οποίο και κατάγεται, και η διαβεβαίωση ότι όλα βασίζονται τάχα κι εδώ σε μια απαραβίαστη αναγκαιότητα είναι μια φτωχική παρηγοριά. Το ανακάτωμα των φυσικών αντικειμένων σ’ έναν ορισμένο τομέα, κάτι περισσότερο, σ’ ολόκληρη τη γη, παραμένει από την αιωνιότητα, παρά τον πρωταρχικό ντετερμινισμό τους, αυτό που ήταν –τυχαίο» [26].

 

Κοντολογίς, η μοναδικά σωστή λύση του προβλήματος της σχέσης αναγκαιότητας και τυχαίου βρίσκεται στην αναγνώριση της διαλεκτικής ενότητας και των δυό.

 

 

Αναγκαιότητα και ελευθερία

 

Επίσης, και οι δυό αυτές βασικές σχέσεις δεν επιτρέπεται να τις αντιπαραθέτουμε αντιδιαλεκτικά η μια στην άλλη. Σε σχέση με την ποικιλότροπη κατάχρηση της λέξης «ελευθερία», είναι εξαιρετικά σπουδαίο να επιμείνουμε ακριβώς εδώ για περισσότερη σαφήνεια.

 

Τι σημαίνει ελευθερία, όταν την εξετάσουμε απαλλαγμένοι απ’ όλα τα «υψηλά αισθήματα»; Μήπως ελευθερία σημαίνει να κάνει κανείς ή να μην κάνει ό,τι θέλει και δεν θέλει; Κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να πετάξει, αποκλειστικά και μόνο γιατί αυτό το θέλει. Αναγκαία προϋπόθεση για την κατασκευή αεροπλάνων είναι η γνώση ορισμένων νόμων και το να λαμβάνονται αυτοί οι νόμοι υπόψη, αλλιώς, αυτός που θα το επιχειρήσει θα σωριαστεί στη γη από την κορυφή του πύργου και θα σπάσει τα κόκκαλά του, όπως συνέβηκε κάποτε με το ράφτη από την πόλη Ουλμ. Όχι! Ελευθερία είναι κάτι άλλο: είναι η ικανότητά μας να πραγματοποιήσουμε κάτι που θέτουμε μπροστά μας σαν στόχο, κάτι που προγραμματίζουμε. Μπορούμε, όμως, να προγραμματίσουμε κάτι, όταν, στην κίνηση των αντικειμένων και των φαινομένων, αντί μιας κανονικής, νομοτελειακής διαδικασίας, κυριαρχεί το χάος; Η ελευθερία είναι, κατά συνέπεια, εξαρτημένη από την ύπαρξη και τη γνώση των αντικειμενικών νόμων. Η γνώση αυτή είναι εξαρτημένη ποικιλότροπα από τις δοσμένες κοινωνικές συνθήκες, ανάμεσα στ’ άλλα, και από τα μέσα γνώσης (σχολεία, άλλα μορφωτικά ιδρύματα κλπ.) που χρησιμοποιούνται από το κράτος των καπιταλιστών. Γι’ αυτό, η γνώση προσφέρεται κάτω από το θολό φως των επιθυμητών αστικών αντιλήψεων.

 

Υπάρχει, όμως, ακόμα και μια δεύτερη, πλατιά διαδομένη παρανόηση της ελευθερίας. Δεν είναι λίγοι αυτοί που έχουν τη γνώμη, ότι ελευθερία σημαίνει το να κάνει κανείς ό,τι θέλει. Ας αφήσουμε, τώρα, αυτό που εξηγήσαμε ήδη παραπάνω, το ότι, δηλαδή, εγώ, στη βούληση και στη δράση μου, είμαι μόνον τότε ελεύθερος (δηλαδή πετυχαίνω, περίπου, το σκοπό μου), όταν, στην πορεία της πραγματοποίησης του σκοπού μου, γνωρίζω σωστά και παίρνω υπόψη μου τους βασικούς αναγκαίους όρους (νόμους), για να εξετάσουμε έναν άλλο όρο της ελευθερίας. Για να μπορεί κανείς να κάνει ή να μην κάνει ό,τι θέλει και δεν θέλει, πρέπει να διαθέτει οικονομική και πολιτική εξουσία. Μπορούμε να το διατυπώσουμε αυτό ακόμα πιο απλά, πιο παραστατικά: Για να κάνει κανείς αυτό που θέλει, που του είναι αρεστό, πρέπει να είναι εκατομμυριούχος. Αν κανείς δεν είναι εκατομμυριούχος, δεν μπορεί να κάνει αυτό που επιθυμεί, δεν είναι, δηλαδή, ελεύθερος, αλλά, στην περίπτωση αυτή, κάνουν οι εκατομμυριούχοι μ’ αυτόν ό,τι αυτοί θέλουν, αυτό που τους αρέσει. Αν, τώρα, εγκαταλείψουμε τον τρόπο χειρισμού του μεμονωμένου προσώπου και πάρουμε σαν μέτρο εκτίμησης ολόκληρο τον εργαζόμενο λαό, θα διαπιστώσουμε αβίαστα τα παρακάτω: Όσον καιρό οι εκατομμυριούχοι, ακριβέστερα, οι καπιταλιστές, θα κατέχουν και θα ελέγχουν τις πηγές της ζωής, τη γη, τα εργοστάσια, τις θέσεις εργασίας κλπ., ο εργαζόμενος λαός δεν θα μπορεί να είναι πραγματικά ελεύθερος. Η λαϊκή ιδιοκτησία στα βασικά μέσα παραγωγής, δηλαδή, ο σοσιαλισμός, είναι, κατά συνέπεια, η σπουδαιότερη κοινωνική προϋπόθεση για την ελευθερία του λαού.

 

Μ’ αυτό, βέβαια, δεν θέλουμε καθόλου να υποτιμήσουμε τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που στη διάρκεια της ιστορίας οι εργαζόμενες μάζες απόσπασαν από τις κυρίαρχες τάξεις: ελευθερία οργάνωσης, ελευθερία της σκέψης κλπ. Κάτι περισσότερο: χρειάζεται να κάνουμε το παν για να εμποδίσουμε τον περιορισμό αυτών των ελευθεριών από τους κάτοχους της εξουσίας. Το ΓΚΚ, η ΣΓΕΝ και η ΜΦΕ «Σπάρτακος» βρίσκονται στην πρώτη γραμμή του αγώνα ενάντια στον μυστικό έλεγχο των πολιτικών πεποιθήσεων και συνειδήσεων, ενάντια στις απαγορεύσεις άσκησης του επαγγέλματος, ενάντια στις συκοφαντίες των επιχειρηματιών κατά των συνδικάτων. Σχετικά μ’ αυτό, δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι οι ελευθερίες που αναφέραμε παραπάνω είναι, ως ένα βαθμό, γραμμένες μονάχα στο χαρτί και δεν εφαρμόζονται στην πράξη.

 

Για πολλούς, λοιπόν, κοινωνικούς λόγους, ο αγώνας για ελευθερία, για συνθήκες ελευθερίας του λαού είναι αναγκαίος. Ολόκληρη η ανθρώπινη δράση είναι εξαρτημένη από τους νόμους της φύσης και της κοινωνίας και γι’ αυτό υπόκειται στην αναγκαιότητα. Ωστόσο, στην ανθρώπινη δράση, ενυπάρχει ελευθερία, όταν η δράση στηρίζεται στους νόμους που λειτουργούν ανεξάρτητα από τη θέλησή μας, δηλαδή, στους νόμους που υπάρχουν αντικειμενικά, και τους αξιοποιεί συνειδητά για την τελειοποίηση της ανθρώπινης ζωής. «Η ελευθερία, επομένως, συνίσταται στη βασισμένη πάνω στη γνώση των αναγκαιοτήτων της φύσης κυριαρχία πάνω σε μας τους ίδιους και πάνω στην εξωτερική φύση, και γι’ αυτό είναι αναγκαίο προϊόν της ιστορικής ανάπτυξης» [27].

 

Κι εδώ είναι δυνατό να γίνουν δυό σφάλματα. Το ένα σφάλμα γίνεται, όταν χωρίζουμε την ελευθερία από την αναγκαιότητα. Το σφάλμα αυτό συνίσταται στην απατηλή αντίληψη, ότι εμείς, χωρίς να πάρουμε υπόψη μας τους αντικειμενικούς νόμους, δηλαδή, αυθαίρετα, μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο.

 

Το άλλο σφάλμα γίνεται τότε, όταν ο άνθρωπος εκλαμβάνεται σαν άβουλο ον, σαν μπάλα παιχνιδιού των τυφλά δρώντων νόμων της φύσης. Η ουσία, ωστόσο, των κοινωνικών νόμων συνίσταται στο ότι αυτοί οι νόμοι δημιουργούνται και πραγματοποιούνται μονάχα από την ανθρώπινη δραστηριότητα. Δίχως, δηλαδή, την ανθρώπινη δραστηριότητα, ούτε αναγκαιότητα, ούτε ελευθερία υπάρχει.

 

 

Δυνατότητα και πραγματικότητα

 

Στην εξέλιξη, το καινούργιο εμπεριέχεται, κατ’ αρχήν, μονάχα σαν δυνατότητα μέσα στο παλιό. Μόνο όταν έχουν διαμορφωθεί ορισμένες αναγκαίες συνθήκες, η δυνατότητα αυτή γίνεται πραγματικότητα. Πρέπει να κάνουμε διάκριση ανάμεσα στην πραγματοποιήσιμη (ρεαλιστική) αυτή δυνατότητα και στην τυπική, την απλώς επινοημένη δυνατότητα. Η επινοημένη, η απλώς τυπική δυνατότητα δεν βασίζεται στην πραγματικότητα. Ορισμένοι από τους πρώτους σοσιαλιστές πίστευαν, π.χ., ότι ο σοσιαλισμός μπορεί να θριαμβεύσει δίχως ταξική πάλη. Υπολόγιζαν στη δυνατότητα να πείσουν τους αρχηγούς και τους πλούσιους για την υπεροχή του σοσιαλισμού και να πραγματοποιήσουν το σοσιαλισμό με τη βοήθειά τους. Μια τέτοια δυνατότητα δεν βασιζόταν στις πραγματικές συνθήκες και δεν ήταν ρεαλιστική. Ρεαλιστική είναι η δυνατότητα, όταν, αυτή στηρίζεται στις αντικειμενικές, τις ανεξάρτητες από τη δική μας θέληση και γνώση, βάσεις, δηλαδή, όταν για την πραγματοποίησή της, υπάρχουν αντικειμενικές προϋποθέσεις.

 

Επομένως, η δυνατότητα και η πραγματικότητα βρίσκονται, επίσης, σε διαλεκτική ενότητα. Παρ’ όλα αυτά, πρέπει να κάνουμε ανάμεσά τους μια καθαρή διάκριση. Σε μια δοσμένη πραγματικότητα, ενυπάρχουν διάφορες δυνατότητες. Ένα ζωντανό ον μπορεί, για παράδειγμα, ανάλογα με την αλλαγή των συνθηκών του περιβάλλοντος, να αλλάξει έτσι είτε αλλιώς. Στην ιστορία, το ποια δυνατότητα θα πραγματοποιηθεί, εξαρτάται από τη γνώση και τη δράση των ανθρώπων. Καμιά, όμως, δυνατότητα στην πορεία της κοινωνικής εξέλιξης δεν πραγματοποιείται από μόνη της. Όταν στον καπιταλισμό είναι δοσμένη η δυνατότητα του περάσματος στο σοσιαλισμό, αυτό το πέρασμα δεν συντελείται αυτόματα, πραγματοποιείται με τη συνειδητή δράση των ανθρώπων. Η μαρξιστική φιλοσοφία υπογραμμίζει τον καθοριστικό ρόλο της δράσης των ανθρώπων για τη μετατροπή των ρεαλιστικών δυνατοτήτων σε πραγματικότητα.

 

Η υλιστική διαλεκτική απαιτεί όχι μόνο την αποκάλυψη των ρεαλιστικών δυνατοτήτων, αλλά και τον αποφασιστικό αγώνα ενάντια σ’ όλες τις αντίξοες, εχθρικές προς την πρόοδο δυνατότητες, για τη νίκη του καινούργιου. Κάτω από τις σημερινές συνθήκες στον κόσμο, υπάρχει η ρεαλιστική δυνατότητα για τη διατήρηση της παγκόσμιας ειρήνης και την ειρηνική συνύπαρξη των χωρών με διαφορετικό κοινωνικό σύστημα. Όσο, όμως, υπάρχει ο ιμπεριαλισμός, δεν πρέπει να υποτιμούμε και τη ρεαλιστική δυνατότητα για εξαπόλυση ενός νέου και καταστρεπτικού παγκόσμιου πολέμου, καθώς και το καθήκον που απορρέει από τον κίνδυνο αυτό, το καθήκον της πάλης για την ειρήνη. Η πραγματοποίηση της μιας ή της άλλης απ’ αυτές τις δυνατότητες εξαρτάται από τη δράση των ανθρώπων. Στη δύναμη των λαών, βρίσκεται ο αποφασιστικός παράγοντας για την αποφυγή ενός τρίτου παγκόσμιου πολέμου και την εξασφάλιση μιας διαρκούς ειρήνης.

 

 

  1. Για τη σημασία της διαλεκτικής στην πρακτική δράση

 

Η απασχόληση με τη διαλεκτική δεν είναι μια απασχόληση αναψυχής, είναι αναγκαία για να μπορούμε να καθοδηγούμαστε στη δράση μας, με τη σωστή γνώση των νόμων της κίνησης. Η διαλεκτική μάς επιβάλλει ορισμένους κανόνες συμπεριφοράς.

 

Ας πάρουμε ορισμένα παραδείγματα:

 

Αν είναι σωστό, πως όλα τα αντικείμενα και φαινόμενα συνδέονται μεταξύ τους, τότε, είναι σωστά και τα παρακάτω:

 

«Για να γνωρίσουμε πραγματικά ένα αντικείμενο, πρέπει να πάρουμε υπόψη και να ερευνήσουμε όλες του τις πλευρές, όλες τις αλληλουχίες και “μεσολαβήσεις” του. Αυτό, βέβαια, δεν θα το πετύχουμε ποτέ ολοκληρωτικά. Η απαίτηση, όμως, για ολόπλευρη μελέτη μας προφυλάσσει από σφάλματα και στασιμότητα» [28].

 

Η δράση που ξεκινάει από τη θέση των «ωραίων», των ξένων προς τη ζωή και επινοημένων, επιθυμητών αντιλήψεων είναι ανώφελη. Αναγκαία είναι κάθε φορά η όσο το δυνατόν ακριβέστερη διερεύνηση των πραγματικών συνθηκών. Κάθε φαινόμενο πρέπει να το εξετάζουμε, όσο το δυνατόν πιο ολόπλευρα, στην ανάπτυξή του, πρέπει να προσπαθούμε κάθε φορά να αποκαλύψουμε τις καθοριστικές σχέσεις του. «Δεν αρκεί να είσαι επαναστάτης και οπαδός του σοσιαλισμού ή κομμουνιστής, γενικά. Πρέπει να ξέρεις να βρίσκεις, σε κάθε συγκεκριμένη στιγμή, τον ιδιαίτερο εκείνο κρίκο της αλυσίδας, απ’ όπου πρέπει να πιαστείς μ’ όλες σου τις δυνάμεις, για να κρατάς όλη την αλυσίδα και να προετοιμάσεις σταθερά το πέρασμα στον κατοπινό κρίκο. Και η διάταξη των κρίκων, η μορφή τους, το αλύσωμά τους, η διαφορά του ενός από τον άλλο στην ιστορική αλυσίδα των γεγονότων δεν είναι τόσο απλή και δεν είναι τόσο χοντροκομμένη, όπως στη συνηθισμένη αλυσίδα που κατασκευάζει ένας σιδεράς» [29].

 

Στην έρευνα και στην πρακτική του δράση, ο μαρξιστής πρέπει να ξεκινά από τη θέση της ιστορίας, της διαδικασίας της εμφάνισης και της εξαφάνισης. Τίποτε δεν παραμένει όπως είναι. Καθοριστικό δεν είναι αυτό που υπάρχει, που φαινομενικά στέκεται ακίνητο, καθοριστικό είναι το καινούργιο, που αναπτύσσεται στους κόλπους αυτού που υπάρχει. Στο καινούργιο πρέπει να στηριζόμαστε, όσο αδύνατο κι αν είναι ακόμα αυτό.

 

Αφού η ουσία της εξέλιξης συνίσταται στην πάλη των αντιθέτων σ’ όλα τα αντικείμενα και φαινόμενα, θα ήταν λάθος αν θεωρούσαμε τις αντιθέσεις αυτές δυστυχία. Το πιο ενδιαφέρον στις αντιθέσεις είναι η λύση τους. Η λύση αυτή συντελείται όχι με τη φλυαρία για την ενότητα των τάξεων, με την εγκατάλειψη των αρχών, αλλά με την ταξική πάλη. Σε σχέση μ’ αυτό, είναι πολύ βασικό για ένα μαρξιστή το να ασχολείται με τις εσωτερικές αντιθέσεις, να μην παρακολουθεί ενθουσιασμένος τους αγώνες έξω από το δικό του πεδίο πάλης και περιμένει την «εισαγωγή» της επανάστασης, αλλά να διεξάγει με συνέπεια τον αγώνα στη δική του χώρα. Είναι, επίσης, πολύ βασικό το να παίρνει όχι «ουδέτερη» θέση απέναντι σ’ ένα «ζεύγος αντιθέσεων» (όπως, π.χ., καπιταλιστής-εργατική τάξη), αλλά, κάθε φορά, τη θέση της ιστορικά ωθητικής δύναμης, που σήμερα είναι η εργατική τάξη και το κόμμα της.

 

 

Ανακεφαλαίωση

 

Γνωρίσαμε ως τώρα τις βασικές νομοτέλειες της κίνησης και της εξέλιξης. Τους τρεις νόμους που αντανακλούν τις βασικές πλευρές της εξέλιξης του υλικού κόσμου τους χαρακτηρίζουμε σαν βασικούς νόμους της μαρξιστικής υλιστικής διαλεκτικής. Οι νόμοι αυτοί –ο νόμος του περάσματος των ποσοτικών αλλαγών σε ποιοτικές αλλαγές και αντίστροφα, ο νόμος της άρνησης και ο νόμος της ενότητας και της πάλης των αντιθέτων- είναι στενά δεμένοι μεταξύ τους, γιατί ο καθένας απ’ αυτούς εξηγεί, από μια ορισμένη πλευρά, τη διαδικασία της εξέλιξης. Αναφερθήκαμε σ’ αυτούς τους νόμους ξεχωριστά, μόνο με τη φροντίδα για μια πιο κατανοητή παρουσίασή τους. Στην πραγματικότητα, αυτοί υπάρχουν και λειτουργούν πάντοτε σε συνδυασμό. Όλοι αυτοί οι νόμοι μαζί εξηγούν ολόπλευρα και με επιστημονικό βάθος την εξέλιξη όλων των αντικειμένων και φαινομένων του υλικού μας κόσμου.

 

Η υλιστική διαλεκτική είναι η πιο πλατιά και η πιο πλούσια σε περιεχόμενο θεωρία της εξέλιξης. Ο Μαρξ, ο Ένγκελς και ο Λένιν τη συνέδεσαν με το φιλοσοφικό υλισμό. Σαν αντικείμενό της, η διαλεκτική έχει τους βασικούς νόμους της κίνησης, δηλαδή, του τρόπου ύπαρξης της ύλης (της φύσης και της κοινωνίας, καθώς και της νόησης). Μαζί με το φιλοσοφικό υλισμό, η διαλεκτική αποτελεί την ενιαία φιλοσοφική θεωρία του μαρξισμού. Στην ενιαία αυτή φιλοσοφική θεωρία, ο μαρξιστικός φιλοσοφικός υλισμός ασχολείται, πριν απ’ όλα, με τη σχέση ανάμεσα στην ύλη και στη συνείδηση, με την αντίληψη για την ύλη και με το πρόβλημα της υλικής ενότητας του κόσμου.

 

Η υλιστική διαλεκτική, απεναντίας, εξετάζει, κυρίως, τις γενικές αλληλουχίες και νομοτέλειες της κίνησης και της εξέλιξης στη φύση και στην ανθρώπινη κοινωνία, καθώς, επίσης, και την αντανάκλαση αυτών των αλληλουχιών και νομοτελειών στη νόηση του ανθρώπου.

 

Για την επιστήμη και για την πρακτική σκέψη, η γνώση των βασικών νόμων είναι εξαιρετικά σπουδαία. Γιατί, όταν κανείς ξέρει το πώς συντελείται η εξέλιξη και ποιες κινητήριες δυνάμεις επιδρούν σ’ αυτήν, τότε θα ξέρει, επίσης, πως πρέπει να εξετάζει την εξελισσόμενη πραγματικότητα, προκειμένου να καταλήξει σωστά ή, τουλάχιστον, σε γενικά σωστά αποτελέσματα και συμπεράσματα.

 

Εδώ, βέβαια, δεν αρκεί μονάχα η γνώση των βασικών νόμων της διαλεκτικής, γιατί αυτή δεν αντικαθιστά την ακριβή γνώση όλων των ξεχωριστών προβλημάτων και αντικειμένων και τις διάφορες πλευρές του. Ωστόσο, όποιος παίρνει σαν βάση εξέτασης όλων των προβλημάτων και αντικειμένων τη διαλεκτική, αυτός έχει, βασικά, σωστή αφετηρία, κι αυτό είναι ένα μεγάλο πλεονέκτημα απέναντι σ’ αυτόν που ψάχνει ταλαντευόμενος και επιφυλακτικός για το σωστό δρόμο. Το να εξετάζουμε τα αντικείμενα διαλεκτικά, δηλαδή, ολόπλευρα στην κίνηση και την εξέλιξή τους, στην αλληλουχία και την αλληλομετατροπή τους, δηλαδή το να αποκαλύπτουμε και να παραδεχόμαστε τις αντιθέσεις, το να διαπιστώνουμε προς τα πού οδηγεί η λύση των αντιθέσεων, σημαίνει να διακρίνουμε έγκαιρα το καινούργιο στα αντικείμενα και τα φαινόμενα, μέσα από το παλιό, απ’ αυτό που πεθαίνει.

 

Θα ήταν φυσικά, σφάλμα, αν εκλαμβάναμε την υλιστική διαλεκτική σαν ένα θαυματουργό μέσο που επενεργεί αυτόματα και μας απαλλάσσει από την ανάγκη να σκεφτόμαστε. Όποιος νομίζει ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τους βασικούς νόμους της διαλεκτικής σαν μέτρο για να μετρήσει την πραγματικότητα και να την κόψει στα επιθυμητά μέτρα, αυτός βρίσκεται σίγουρα σε εσφαλμένο δρόμο. Όσο πολυποίκιλος και πολύμορφος είναι ο κόσμος, τόσο ποικιλότροπα δρουν και οι βασικοί νόμοι της διαλεκτικής, με τους οποίους ασχοληθήκαμε ως εδώ. Γι’ αυτό, η υλιστική διαλεκτική ωφελεί μόνο εκείνον που είναι σε θέση να την εφαρμόσει δημιουργικά.

 

* * *

 

ΠΟΙΟΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΕΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ;

 

Αν ρίξουμε μια ματιά στην ιστορία, θα δούμε μια ποικιλομορφία από λαούς, κράτη και προσωπικότητες, σε μια ατέλειωτη αλληλοδιαδοχή γεγονότων. Κίνηση, αλλαγή, παρακμή ορισμένων κρατών ή τάξεων, ακμή και άνθηση άλλων –αυτή είναι η ιστορία.

 

Είναι παλιά η διαμάχη αν στην ιστορία, σ’ αυτή την κίνηση και αλλαγή, συντελούνται τα πάντα νομοτελειακά ή κυριαρχεί σ’ αυτά η τυφλή σύμπτωση.

 

 

Γιατί μελετάμε το ζήτημα αυτό;

 

Γιατί, όμως, διεξάγεται η διαμάχη πάνω στο ζήτημα αυτό; Γιατί είναι βασικό να ξέρει κανείς αν υπάρχουν νόμοι της ιστορίας και αν ναι, αν μπορούμε να τους γνωρίσουμε; Αν δεν θα υπήρχαν ιστορικοί νόμοι ή αν αυτοί δεν θα ήταν δυνατό να γνωσθούν, τότε, δεν θα υπήρχε και η επιστήμη για την ανθρώπινη κοινωνία. Γιατί, βασικά, η επιστήμη δεν είναι, παρά η εξερεύνηση των νομοτελειακών αλληλουχιών και των διαδικασιών σ’ έναν οποιονδήποτε τομέα της φύσης, της κοινωνίας ή της συνείδησης. Η γνώση αυτών των νόμων μας δίνει τη δυνατότητα να προβλέψουμε τι γενικά θα συμβεί κάτω από ορισμένες συνθήκες. Σχετικά με την κοινωνία, μπορούμε να θέσουμε πραγματοποιήσιμους σκοπούς, μονάχα όταν υπάρχουν κοινωνικοί νόμοι που μπορούν να γνωσθούν, μονάχα τότε είναι δυνατή η σχεδιασμένη δράση και οι άνθρωποι μπορούν να πραγματοποιήσουν αυτό που προγραμμάτισαν, σε συμφωνία με τη λειτουργία αυτών των νόμων.

 

Στην ιστορία, όμως, τα γεγονότα εμφανίζονται σαν να κυριαρχεί σ’ αυτά η αστάθμητη σύμπτωση. Από το αν κάποια μάχη την κέρδισε «τυχαία» αυτή ή η άλλη παράταξη, από το αν η «σύμπτωση του χρόνου γέννησης» ή άλλου είδους «συμπτώσεις» προώθησαν στην ηγεσία του κράτους ικανούς ή ανίκανους ανθρώπους, από το αν αυτοί ήταν «τυχαία» δοξομανείς, πολεμόχαροι ή ειρηνόφιλοι, σοφοί και δίκαιοι, από το αν αυτοί παρασύρθηκαν από τις ή από τους συζύγους τους ή από τις φιλενάδες ή τους φίλους τους σε καλές ή κακές πράξεις κλπ., φαίνεται να κρέμεται η τύχη ολόκληρων κρατών και λαών.

 

Η άποψη, ότι στην ιστορία δεν υπάρχουν τάχα και δεν μπορεί να υπάρξουν νόμοι τρέφεται και από το γεγονός, ότι ανάμεσα στη φύση και την ανθρώπινη κοινωνία υπάρχει μεγάλη διαφορά. Το ότι στη φύση όλα συντελούνται νομοτελειακά, αυτό δεν το αμφισβητεί κανένας λογικός άνθρωπος. Αν εγώ σπείρω σιτάρι, η συγκομιδή μου θα είναι σιτάρι και όχι τεύτλα. Στη φύση, όμως, δρουν μόνο τυφλές και ασυνείδητες δυνάμεις. Το νερό, που κυλάει ορμητικά από το βουνό και διαμορφώνει την κοίτη του δεν «επιδιώκει» τίποτε, «ακολουθεί», απλούστατα, το νόμο της βαρύτητας. Στην ιστορία, όμως, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Οι άνθρωποι δημιουργούν οι ίδιοι την ιστορία τους και τη δημιουργούν, όπως είναι φυσικό, όχι δίχως να σκέφτονται, να επιθυμούν, να θέλουν και να επιδιώκουν κάτι. Κάθε ξεχωριστή ανθρώπινη ενέργεια συντελείται με βάση πνευματικές κινητήριες δυνάμεις, που δεν υπάρχουν στη φύση. Η ανθρώπινη συνείδηση επιδρά, λοιπόν, πάνω στη διαμόρφωση της ανθρώπινης κοινωνίας. Ποιος, όμως, θα μπορούσε να αμφισβητήσει το γεγονός, ότι στην περίπτωση αυτή, οι άνθρωποι ενεργούν σύμφωνα με τα πιο διαφορετικά συμφέροντα και με τις πιο ποικιλόμορφες πνευματικές και ηθικές παρορμήσεις;

 

ΟΙ εργάτες θέλουν μεγαλύτερο μερίδιο από το κοινωνικό προϊόν, λιγότερο χρόνο εργασίας, περισσότερα δικαιώματα συναπόφασης κλπ. Οι εργοδότες θέλουν αυτά ακριβώς να τους τα στερήσουν. Πως, όμως, μέσα σ’ αυτό το σύμπλεγμα αλληλοαντιτιθέμενων κινητήριων δυνάμεων θα μπει τάξη και θα επικρατήσει η νομοτέλεια;

 

Ξεκινώντας από τα αναμφισβήτητα αυτά γεγονότα, οι αντίπαλοι του μαρξισμού λένε: Αφού στην ιστορία συντελούνται όλα νομοτελειακά και ο σοσιαλισμός θα επικρατήσει επίσης νομοτελειακά, όπως ισχυρίζεστε εσείς οι μαρξιστές, τότε, γιατί οργανώνεστε και διεξάγετε τον πολιτικό αγώνα; Δεν θα πέρναγε από κανενός το νου, μας λένε, να δημιουργήσει ένα κόμμα και να αγωνιστεί για την πραγματοποίηση μιας νομοτελειακά συντελούμενης έκλειψης της σελήνης! Η έκλειψη πραγματοποιείται, είτε το θέλουμε είτε όχι. Αν ο σοσιαλισμός θα απόρρεε από ιστορικούς νόμους, τότε, το σύστημα αυτό θα επικρατούσε, ανεξάρτητα από το αν εσείς το θέλετε και εμείς δεν το θέλουμε ή αντίστροφα. Όλες οι επιθυμίες μας είναι, λοιπόν, αδιάφορες!

 

Ο μαρξισμός δεν αγνόησε ποτέ το γεγονός, ότι, σχετικά με τον τρόπο δράσης των νόμων στην φύση και στην ιστορία της ανθρώπινης κοινωνίας, υπάρχει μια ουσιαστική διαφορά. Οι διαδικασίες στη φύση συντελούνται τυφλά, δίχως την ανθρώπινη επενέργεια. Η κοινωνία, όμως, είναι το ιδιαίτερο βασίλειο του ανθρώπου. Δημιουργείται μονάχα με τη δική του δράση. Από τη δράση αυτή, πηγάζουν οι κοινωνικοί νόμοι και δρουν επίσης μονάχα μέσω αυτής της δράσης. Οι άνθρωποι, λοιπόν, δημιουργούν οι ίδιοι την ιστορία τους. Τη δημιουργούν, βέβαια, όχι κάτω από συνθήκες που μπορούν να επιλέξουν με απόλυτη ελευθερία. Οι άνθρωποι γεννήθηκαν μέσα σε ορισμένες φυσικές και κοινωνικές συνθήκες, είναι τοποθετημένοι μέσα σ’ αυτές και στη δράση τους εξαρτώνται απ’ αυτές. Ουσιαστικό ρόλο στα πλαίσια αυτά παίζουν τα κίνητρα της δράσης τους. Μια εσφαλμένη συνείδηση ενός ανθρώπου προκαλεί μια εσφαλμένη και εχθρική προς τα συμφέροντά του ενέργεια.

 

Έτσι, από εσφαλμένη συνείδηση, εκατομμύρια Γερμανοί ενήργησαν εσφαλμένα, ψηφίζοντας το 1932 και 1933 το Χίτλερ. Αλλά η απόφαση αυτή ενάντια στην κοινωνική πρόοδο τους εκδικήθηκε σκληρά. Και σήμερα πρόκειται για το ζήτημα, ότι οι απάνθρωπες εξωτερικεύσεις του καπιταλισμού θα θέσουν, τελικά, την ανθρωπότητα μπροστά στο δίλημμα: ή να προχωρήσει στο σοσιαλισμό σε παγκόσμια κλίμακα ή να καταστραφεί μέσα στη βαρβαρότητα ενός πυρηνικού πολέμου. Γι’ αυτό, ακριβώς, η πάλη για τη συνείδηση των ανθρώπων, η οργάνωσή τους στον πολιτικό αγώνα για την εφαρμογή των κοινωνικών νόμων αποχτούν αποφασιστική σημασία.

 

 

Πως μπορούν να αποδειχτούν οι ιστορικοί νόμοι και οι τάσεις εξέλιξης;

 

Είναι δύσκολο να αποδείξουμε τη δράση των νόμων στην ανθρώπινη κοινωνία και στην ιστορία της σ’ όσους σκέφτονται ιδεαλιστικά. Γιατί, οι άνθρωποι αυτοί δεν μπορούν να φανταστούν, πως από την αυθαίρετη δράση των ανθρώπων, θα μπορούσαν να εμφανιστούν νόμοι. Ίσως, όμως, να αναγνωρίσουν μαζί μας το γεγονός, ότι η απόσταση που χωρίζει τον άνθρωπο από τους πιθηκοειδείς προγόνους του, από το βασίλειο των ζώων μεγάλωνε στην πορεία της ιστορίας όλο και περισσότερο. Ίσως να αποδεχθούν, ότι η κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στη φύση αυξάνει διαρκώς, ότι η τεχνική του γίνεται όλο και πιο αποτελεσματική. Όταν διαβάζουμε τις αφηγήσεις για τη ζωή στο παρελθόν, όταν, δηλαδή, οι άνθρωποι δεν είχαν την ικανότητα να αντισταθούν αποτελεσματικά ενάντια στο κρύο, στις επιδημίες και σ’ άλλες μάστιγες, και συγκρίνουμε αυτή τη ζωή με τη δική μας, θα διαπιστώσουμε ασφαλώς μια κοπιαστική και σε αδιάκοπους αγώνες συντελούμενη, αναμφισβήτητα, όμως, ανοδική, εξέλιξη των ανθρώπων.

 

Παρ’ όλες τις παλινδρομήσεις στις επιμέρους αλλαγές της, η ιστορία γνωρίζει μια ολοφάνερη πρόοδο. Αλλά αυτή η πρόοδος δεν συντελείται εντελώς τυχαία. Πρέπει να επιδρά κάποια νομοτέλεια. Αν δεν ήταν έτσι, τότε, οι διάφοροι αντιτιθέμενοι στόχοι, επιδιώξεις και ενέργειες των ανθρώπων θα έπρεπε να αλληλοαφανίζονταν. Τότε, δεν θα είχαμε ιστορία, θα είχαμε αιώνια στασιμότητα. Δεν είναι, όμως, έτσι. Πρέπει, λοιπόν, να υπάρχουν νόμοι που προκαλούν την ιστορική πρόοδο. Επίσης, το γεγονός, ότι, στην κοινωνία, την κίνηση την προκαλούν με τη δράση τους συνειδητά όντα, οι άνθρωποι, «δεν μπορεί ν’ αλλάξει τίποτε στο γεγονός, ότι η πορεία της ιστορίας κυριαρχείται από εσωτερικούς γενικούς νόμους» [30].

 

 

Καθορίζεται η ιστορία από νόμους του πνεύματος;

 

Ορισμένοι αστοί επιστήμονες λένε: Παραδεχόμαστε, ότι, για την υλική τεχνική, υπάρχουν μόνιμοι, αμετάτρεπτοι νόμοι με καθολική ισχύ. Αναγνωρίζουν, δηλαδή, ότι ο τεχνικός κόσμος υπάρχει, με τον ίδιο τρόπο, για όλους τους ανθρώπους και «ισχύει» για όλους. Αυτό εκδηλώνεται στο ότι η τεχνική γνώση και τα τεχνικά αντικείμενα αυτού του κόσμου, όταν κάπου ανακαλύπτονται ή αναπτύσσονται, διαδίδονται, όπως με μια αυτονόητη και αναγκαία κυματώδη κίνηση, σ’ όλο τον κόσμο και αξιοποιούνται παντού, όπου, βέβαια, η κοινωνία είναι αναπτυγμένη σε βαθμό που να μπορεί να τα αξιοποιήσει. Η παγκόσμια επίδραση των τεχνικών ανακαλύψεων είναι γνωστή.

 

Η παγκόσμια αυτή επίδραση (καθολικότητα) –αυτό το παραδέχονται και οι αντίπαλοί μας- αφορά όλους τους υλικούς και πνευματικούς τομείς, όλους τους τρόπους επεξεργασίας, τις συγκοινωνίες και επικοινωνίες, την υπολογιστική νόηση και την μ’ αυτήν συνδεόμενη επιστημονική εικόνα του κόσμου. Ύστερα από τόσα επιχειρήματα υποχώρησης των αστών κοινωνιολόγων μπροστά στο μαρξισμό, ακολουθεί το μεγάλο «αλλά»: Αλλά αυτά δεν είναι τάχα όλα. Υπάρχουν ακόμα οι (τάχα) ανώτεροι πνευματικοί, πολιτιστικοί τομείς (θρησκεία, τέχνη κ.α.), που αποτελούν το «πραγματικό» ανθρώπινο. Και γι’ αυτό, δεν ισχύουν τάχα οι νόμοι αυτοί που παραδέχτηκαν παραπάνω. Κάτι περισσότερο: η πνευματική αυτή ζωή του ανθρώπου –λένε οι αντίπαλοί μας- καθορίζει, σε τελευταία ανάλυση, την πολιτιστική μας ανάπτυξη.

 

Κατ’ αρχήν, αναγνωρίζεται, λοιπόν, το γεγονός, ότι στην ιστορία υπάρχουν ολοφάνερα επαναλήψεις, υπάρχει ομοιογένεια και μαζί μ’ αυτά υπάρχει και νομοτέλεια. Θα ήταν, βέβαια, δύσκολο να πουν κάτι άλλο, εν όψει του γεγονότος, ότι τα βασικά κοινωνικά συστήματα, -το πρωτόγονο κοινοτικό σύστημα, η δουλοκτητική κοινωνία, η φεουδαρχία, ο καπιταλισμός και ο σοσιαλισμός- παρουσιάζουν ορισμένα βασικά κοινά γνωρίσματα: Σήμερα, όπως και πριν εκατόν πενήντα χρόνια, στην Ιαπωνία, όπως και στην Αγγλία ή την Αμερική, στις θερμές, όπως και στις εύκρατες ζώνες της γης, στους λευκούς, όπως και στους έγχρωμους λαούς, πουθενά, δεν υπήρχε, ούτε υπάρχει δουλεία χωρίς δούλους και δουλοκτήτες, καπιταλισμός χωρίς μισθωτούς εργάτες και καπιταλιστές. Σε ορισμένη βασική μορφή της οικονομικής ζωής αντιστοιχεί παντού μια ορισμένη βασική μορφή της πνευματικής, πολιτικής και πολιτιστικής ζωής. Παντού, όπου κυριαρχεί ο ελεύθερος συναγωνισμός των καπιταλιστών, υπάρχει, για παράδειγμα, ένα αστικοδημοκρατικό ρεύμα ή ακόμα και ένα αστικοδημοκρατικό κρατικό καθεστώς. Όπως υπάρχει ανταγωνισμός στην οικονομία, θα πρέπει να υπάρχει και στην πολιτική. Το αν η αντίληψη αυτή επιβάλλεται πραγματικά ή το κατά πόσο αυτή πραγματοποιείται, είναι άλλο ζήτημα. Όμως, η αστική αυτή αντίληψη της δημοκρατίας είναι άσχετη από τη φυλή, το έθνος και τον πολιτισμό.

Παρακάτω: Παντού, όπου αποφασίζουν οι μεγάλες επιχειρήσεις (τα μονοπώλια), που κυριαρχούν πάνω στην παραγωγή και την αγορά, δημιουργούνται εξαιρετικά εχθρικά προς την ελευθερία, κάτω δε από ορισμένες συνθήκες, ακόμα και φασιστικά, κινήματα και κρατικά καθεστώτα. Και αυτά δεν είναι εθνικά, φυλετικά ή πολιτιστικά καθορισμένα. Οι ιδέες αυτές και τα αντίθετα ρεύματά τους παρουσιάζονται ανεξάρτητα από φυλή, έθνος, κλίμα κλπ., γιατί αυτά αντιστοιχούν σε ορισμένα συμφέροντα. Και από πού προέρχονται αυτά τα συμφέροντα; Ποιος είναι ο μοναδικός, ο κοινός στην ποικιλία των φυλετικών, εθνικών, πολιτιστικών, κλιματολογικών, γεωγραφικών και άλλων φαινομένων και κάθε φορά επαναλαμβανόμενος ομοιογενής όρος; Ποιο, κατά συνέπεια, είναι το φαινόμενο εκείνο που καθορίζει νομοτελειακά την κοινωνική ζωή, μαζί και την πολιτιστική κίνηση; Υπάρχει ένας μόνο τέτοιος παράγοντας: είναι ο ίδιος –στα παραδείγματα που αναφέραμε, ο καπιταλιστικός- τρόπος παραγωγής, ο τρόπος ανάπτυξής της. Αργότερα, θα μιλήσουμε γι’ αυτό πιο διεξοδικά.

 

Το ότι έχουν άδικο όλοι όσοι ισχυρίζονται, ότι η ιστορία καθορίζεται τάχα από την πνευματική μας ζωή, το δείχνει και ο ακόλουθος συλλογισμός: Οι άνθρωποι ενεργούν, επιδιώκοντας σκοπούς που διαμόρφωσαν προηγούμενα στη σκέψη, στα αισθήματα και στη βούλησή τους. Οι επιδιώξεις τους, όμως, σπάνια μονάχα πραγματοποιούνται. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι θελημένοι σκοποί ματαιώνονται, γιατί είναι προκαταβολικά απραγματοποίητοι ή γιατί τα μέσα για την πραγματοποίησή τους είναι ανεπαρκή. Έτσι, οι συγκρούσεις των αναρίθμητων ατομικών θελήσεων και ατομικών πράξεων δημιουργούν στον τομέα της ιστορίας μια κατάσταση, όπου οι σκοποί των πράξεων είναι μεν θελημένοι, «τα αποτελέσματα, όμως, που προκύπτουν πραγματικά από τις πράξεις δεν είναι τα θελημένα ή, όταν ακόμα φαίνονται ότι ανταποκρίνονται κατ’ αρχήν στους θελημένους σκοπούς, έχουν, ωστόσο, τελικά, ολότελα άλλες συνέπειες από τις θελημένες» [31]. Ορισμένοι «σηκώνουν τα χέρια» μπροστά σ’ αυτή την κατάσταση και λένε: «Ο άνθρωπος σκέφτεται και ο Θεός διευθύνει»!. Όμως, ποιος ή τι διευθύνει, θα το εξετάσουμε αμέσως.

 

Εδώ, δεν μας ενδιαφέρουν μονάχα οι «αποτυχίες» στην πραγματοποίηση επιδιωκόμενων σκοπών, σαν αυτή που συνέβηκε στον καλόγερο Μπέρτχολντ Σβαρτς. Του Σβαρτς του είχαν αναθέσει και ήθελε να «φτιάξει» χρυσό. Όμως, αντί για χρυσό, έφτιαξε στο τέλος μπαρούτι. Επιδιώκοντας τον ίδιο σκοπό, ο Μπέτγκερ ανακάλυψε την πορσελάνη. Όχι, εδώ, δεν εννοούμε μονάχα τέτοιες «αποτυχίες». Εδώ πρόκειται, πολύ περισσότερο, για τους μεγάλους ιστορικούς αγώνες. Οι μεγάλοι ηγέτες της Γαλλικής Επανάστασης (1789-93), ο Ροβεσπιέρος, ο Μαράτ, ο Σαιν Ζυστ και άλλοι, επιδίωκαν, όταν προωθούσαν την επανάσταση, με καθαρή καρδιά την ελευθερία, την ισότητα και την αδελφότητα για όλους τους ανθρώπους. Ωστόσο, αυτοί, σε τελευταία ανάλυση, παραμέριζαν μονάχα τα εμπόδια που βρίσκονταν στο δρόμο της ανάπτυξης του καπιταλισμού στη Γαλλία. Για ελευθερία, ισότητα και αδελφότητα στον καπιταλισμό για όλους τους ανθρώπους μπορεί να γίνει λόγος, το πολύ, μονάχα τυπικά: Το εκδοτικό μονοπώλιο του Σπρίνγκερ και ο εργάτης Μύλλερ έχουν, για παράδειγμα, την ίδια ελευθερία Τύπου. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει εδώ ένα ζήτημα. Εμείς υπερασπίζουμε την τυπική αυτή ελευθερία ενάντια στις επιθέσεις από τα δεξιά. Ο φασισμός έδειξε, πως και τα τυπικά δικαιώματα έχουν για το εργατικό κίνημα την αξία τους.

 

Σχετικά μ’ αυτό, ο Ένγκελς έγραφε με απόλυτο δίκαιο: «Οι άνθρωποι φτιάχνουν την ιστορία τους, όποια κι αν είναι η έκβασή της, επιδιώκοντας ο καθένας τους δικούς του συνειδητά θελημένους σκοπούς, και τα αποτελέσματα των πολλών αυτών θελήσεων, που δρουν προς διάφορες κατευθύνσεις, και η πολλαπλή τους επίδραση στον εξωτερικό κόσμο είναι, ακριβώς, η ιστορία. Έχει σημασία, λοιπόν, να μάθουμε και το τι θέλουν τα πολλά ξεχωριστά άτομα. Η θέληση καθορίζεται από το πάθος ή την περίσκεψη. Οι μοχλοί, όμως, που καθορίζουν άμεσα το πάθος ή την περίσκεψη, είναι διαφορετικών ειδών. Εν μέρει, μπορεί να είναι εξωτερικά αντικείμενα, εν μέρει, ιδεατά κίνητρα: φιλοδοξία, «ενθουσιασμός για την αλήθεια και το δίκαιο», προσωπικό μίσος ή και καθαρά ατομικές λόξες κάθε λογής. Όμως, από τη μια μεριά, είδαμε, ότι οι πολλές ατομικές θελήσεις που δρουν στην ιστορία προκαλούν, συνήθως, ολότελα διαφορετικά –συχνά, κατευθείαν αντίθετα- αποτελέσματα από τα θελημένα και ότι, επομένως, τα κίνητρά τους έχουν επίσης δευτερεύουσα σημασία για το συνολικό αποτέλεσμα. Από την άλλη μεριά, μπαίνει, σε συνέχεια, το ερώτημα: Ποιες κινητήριες δυνάμεις βρίσκονται κρυμμένες πίσω απ’ αυτά τα κίνητρα, ποια είναι τα ιστορικά αίτια που μετασχηματίζονται σε τέτοια κίνητρα μέσα στα κεφάλια των ανθρώπων που δρουν;» [32].

 

Ώστε, είναι απόλυτα σωστό, πως όλα αυτά που κινούν τους ανθρώπους πρέπει αναγκαστικά να περάσουν πρώτα από τα κεφάλια τους. Γι’ αυτό, δεν υπάρχουν ιστορικά γεγονότα που να μη συμπλέκονταν με ιδέες. Ωστόσο, τα μεγάλα ιστορικά αποτελέσματα της δράσης ανταποκρίνονταν μονάχα σπάνια στους ιδεατούς σκοπούς ή στα κίνητρα. Αν αυτό είναι πραγματικά έτσι, τότε συμβαίνει μόνο στις περιπτώσεις που οι ιδέες αντιστοιχούν στην πραγματική ιστορική πορεία. Αυτό, όμως, σημαίνει, ότι στην ιστορία, πλάι στα πνευματικά κίνητρα, υπάρχουν και επιδρούν άλλες, πιο ισχυρές δυνάμεις που επιβάλλονται: ή σε «συμφωνία» με τις ιδέες, όταν αυτές ανταποκρίνονται στην πραγματική πορεία της ιστορίας ή ενάντια στις ιδέες, όταν αυτές δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Οι κινητήριες αυτές δυνάμεις, που βρίσκονται πίσω από τις ιδέες, είναι, λοιπόν, ισχυρότερες από τις ιδέες, πρέπει, συνεπώς, να τις ερευνήσουμε, αν θέλουμε να κατανοήσουμε την ιστορία. «Η ασυνέπεια δεν βρίσκεται στο ότι αναγνωρίζει (ο παλιός υλισμός –σημ. μετ.) την ύπαρξη ιδεατών κινητήριων δυνάμεων, μα στο ότι σταματά εδώ και δεν πάει πιο πίσω, ως τις αιτίες που κινούν αυτά τα ιδεατά κίνητρα» [33]. Το ζήτημα αυτό, δηλαδή, ποιο είναι το πρωταρχικό, το Είναι ή η συνείδηση, πρέπει, λοιπόν, να εξεταστεί.

 

 

Ποιο είναι το πρωταρχικό, το Είναι ή η συνείδηση;

 

Το ζήτημα αυτό το εξετάσαμε ήδη στο πρώτο κεφάλαιο αυτής της εργασίας, χωρίς, βέβαια, να επεκταθούμε ιδιαίτερα στην ιστορία της ανθρώπινης κοινωνίας. Τώρα, αυτό τίθεται και πάλι μπροστά μας, γιατί, σ’ αντίθεση με τη φύση, στην ιστορία των ανθρώπων, η συνείδηση παίζει σημαντικό ρόλο. Το ότι αυτή δεν μπορεί να παίξει τελικό, καθοριστικό ρόλο, το είδαμε πιο πάνω. Ας ρωτήσουμε λοιπόν:

 

Από πού προέρχονται οι σκέψεις (ιδέες), με βάση τις οποίες δρουν οι άνθρωποι; Ποια περιστατικά επενεργούν έτσι, ώστε οι δυνάμεις να παίρνουν στο ένα κεφάλι αυτή τη μορφή και σ’ ένα άλλο μια εντελώς διαφορετική; Ο ιδεαλιστής φιλόσοφος ισχυρίζεται, ότι οι πνευματικές αυτές κινητήριες δυνάμεις της ανθρώπινης δράσης είναι, τάχα, το ιδεατό, το πρωταρχικό, και δεν χρειάζεται καμιά άλλη εξήγηση, εκτός από το ότι δημιουργήθηκαν από άλλες ιδέες και σκέψεις που, τάχα, προηγήθηκαν. Ο υλιστής φιλόσοφος το θεωρεί αυτό ανεπαρκές και υποστηρίζει, ότι το ιδεατό είναι το υλικό που αντανακλάται στο ανθρώπινο κεφάλι και που πάνω σ’ αυτή τη βάση ο άνθρωπος το επεξεργάζεται έπειτα πνευματικά, θέτει, δηλαδή, ορισμένους σκοπούς, και δρα για την πραγματοποίησή τους κλπ.

 

Ας το εξετάσουμε αυτό πιο αναλυτικά:

 

Στη διάρκεια του Μεσαίωνα, η κυρίαρχη ιδέα ήταν η καθολική θρησκεία. Ο κόσμος εκλαμβάνονταν σαν δημιούργημα ενός εξωκοσμικού Θεού, που αποκάλυψε ο άνθρωπος μέσα στη Βίβλο. Αν ο άνθρωπος θέλει να γνωρίσει κάτι για τον κόσμο, χρειάζεται, λέγανε, μονάχα να διαβάσει τη Βίβλο. Η διερεύνηση της φύσης, του δημιουργήματος του Θεού, προσφέρει, σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, πολύ λιγότερη γνώση απ’ ό,τι η σπουδή του «λόγου του Θεού». Κι αφού στη Βίβλο αναφερόταν ότι ο Ιησούς του Ναυή ακινητοποίησε τον ήλιο, τότε, μ’ αυτόν ακριβώς το «λόγο του Θεού», ήταν αποδειγμένο ότι ο ήλιος περιστρέφεται γύρω από τη γη. Δεν μπορούσε, δηλαδή, να ήταν αντίστροφα. Επομένως, έπεφταν σε πλάνη εκείνοι που, μελετώντας τη φύση, κατέληγαν σε αντίθετες αντιλήψεις. Γιατί, ήταν αδύνατο η φύση, το δημιούργημα του Θεού, να έρχεται σ’ αντίθεση με το λόγο του Θεού. Αυτά τα επιχειρήματα αντέτασσε ακόμα το 16ο αιώνα ο Λούθηρος στον Κοπέρνικο.

 

Το 17ο αιώνα, στις πιο αναπτυγμένες οικονομικά χώρες, άρχισαν διάφοροι διανοητές να υποστηρίζουν τη γνώμη, ότι η επιστήμη πρέπει να απαλλαγεί από τα θρησκευτικά αυτά δεσμά και πρέπει να ισχύει μονάχα αυτό που μπορεί να αντέξει στην κρίση της λογικής, αυτό που στηρίζεται στη βάση φυσικών αποδείξεων με πειράματα, με μελέτες της φύσης και με εμπειρίες.

 

Που οφείλεται το γεγονός ότι ακριβώς την περίοδο αυτή και ακριβώς στις χώρες αυτές παρουσιάστηκαν οι νέες απόψεις; Μήπως οι μεγάλοι διανοητές του Μεσαίωνα διέθεταν λιγότερη πνευματική δύναμη; Όχι, ασφαλώς. Δεν μπορεί να εξηγήσει κανείς τις μεταβολές αυτές, αν πάρει υπόψη του μονάχα την ανάπτυξη των σκέψεων, των ιδεών. Οφείλεται, πολύ περισσότερο, στο γεγονός, ότι, τότε, συντελούνταν βαθιές κοινωνικές ανακατατάξεις. Δημιουργούνταν το σύστημα της καπιταλιστικής οικονομίας. Καπιταλισμός σημαίνει τάση προς το ανώτερο δυνατό κέρδος, αξιοποίηση για το σκοπό αυτό όλων των «εγκόσμιων» δυνατοτήτων παραγωγής, δηλαδή, ολόπλευρη εξερεύνηση αυτού του «εγκόσμιου»: των νόμων της φύσης, για να κατασκευαστούν μηχανές και για να εξευρεθούν νέες παραγωγικές διαδικασίες των θαλάσσιων και χερσαίων δρόμων, της γης με τον υπόγειο και τον άλλο πλούτο της, για να μπορέσουν να αναπτυχθούν όσο το δυνατόν γρηγορότερα η παραγωγή και το εμπόριο κλπ. Για την επίτευξη αυτού του σκοπού, οι δυνάμεις που προωθούσαν τον καπιταλισμό χρειάζονταν καινούργιες αντιλήψεις, προσανατολισμένες προς το «εγκόσμιο», προς την εξερεύνηση του κόσμου και τη διακοπή των σχέσεων με τις μεσαιωνικές θρησκευτικές αντιλήψεις.

 

Οι πνευματικοί αυτοί πρωταγωνιστές (ιδεολόγοι) της ανερχόμενης αστικής τάξης καταδιώχτηκαν από την εκκλησία, που βρισκόταν στο πλευρό του παλιού κοινωνικού συστήματος, της φεουδαρχίας, με τη φωτιά και το σίδερο. Δεν ήταν λίγοι οι αστοί εκείνοι ιδεολόγοι που καταδικάστηκαν στον «διά πυράς θάνατο». Τα έργα του Κοπέρνικου βρίσκονταν ως τα μέσα ακόμα του προηγούμενου αιώνα στον κατάλογο των βιβλίων που ήταν απαγορευμένα από την καθολική εκκλησία!

 

Δεν ήταν καθόλου παράξενο το ότι οι αστοί ιδεολόγοι αντιτάσσονταν στους ιδεολόγους της φεουδαρχίας. Τα πνευματικά τους πρότυπα τα αναζητούσαν ανάμεσα στους μεγάλους στοχαστές και ποιητές της αρχαιότητας. Ο κόσμος της αρχαιότητας, συσκοτιζόμενος και απωθούμενος από τους χριστιανοφεουδαρχικούς ιδεολόγους, εμφανιζόταν στους αστούς ιδεολόγους πολύ πιο πολύτιμος. Ήθελαν να αναστήσουν σε νέα ζωή τον άλλοτε, κατά τη γνώμη τους, πολύ πιο ανώτερο πολιτισμό. Πίστευαν ότι αυτό θα το κατόρθωναν με την αναγέννηση της προχριστιανικής αυτής εποχής. Αν, λοιπόν, το πνεύμα θα ήταν πραγματικά η καθοριστική δύναμη της ιστορικής εξέλιξης, τότε, από την αναγέννηση της αρχαίας (της αρχαιοελληνικής) σκέψης θα έπρεπε να ξεπηδήσει η αναγέννηση της αρχαίας, της παλιάς ελληνικής πραγματικότητας. Αυτό, όμως, δεν συνέβη: γεννήθηκε ο καπιταλισμός, γιατί στην ιστορία, καθοριστικό ρόλο παίζουν όχι οι πνευματικές, μα άλλες διαδικασίες.

 

Στην πρώτη περίοδο της ανθρώπινης κοινωνίας, όταν η ανθρώπινη εργασία δεν ήταν τόσο αποδοτική, όταν ο άνθρωπος παρήγαγε μόλις τόσα είδη, όσα ο ίδιος κατανάλωνε, δεν είχε κανένα νόημα να χρησιμοποιηθούν οι άνθρωποι σαν σκλάβοι. Στην καλύτερη περίπτωση, οι σκλάβοι θα παρήγαγαν τόσα, όσα οι ίδιοι θα χρειάζονταν για να ζήσουν. Η εργασία τους δεν θα χρησίμευε σε κανέναν σαν πηγή «πλουτισμού». Όπου εκείνο τον καιρό οι πηγές διατροφής ήταν πολύ λίγες, εκεί οι αιχμάλωτοι ή ενσωματώνονταν στο γένος ή χρησίμευαν οι ίδιοι για τροφή.

 

Όταν η αποδοτικότητα της ανθρώπινης εργασίας αυξήθηκε σε βαθμό που έκανε και την εργασία των αιχμαλώτων χρήσιμη, η ιδέα, ότι η ανθρωποφαγία είναι απάνθρωπη, έγινε πια αυτονόητη. Με την παραπέρα ανάπτυξη της εργασίας, διαδόθηκε πιο πλατιά η ιδέα του ανθρωπισμού, φτάνοντας ως τις σημερινές μας αντιλήψεις για τις ανθρώπινες σχέσεις και για ένα ανθρώπινο καθεστώς, που να είναι απαλλαγμένο από φαινόμενα, όπως η εξόντωση, η εκμετάλλευση και η καταπίεση του ανθρώπου από άνθρωπο. Η ιδέα του ανθρωπισμού –του ουμανισμού- αναπτύχθηκε, λοιπόν, σε εξάρτηση από την ανάπτυξη της κοινωνικής ζωής των ανθρώπων.

 

Η ιδεαλιστική αντίληψη της ιστορίας ανασκευάζεται και από τέτοιου είδους γεγονότα: Μερικές ιδέες γνώρισαν πλατιά διάδοση, έγιναν αποδεκτές από δεκάδες και εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους σαν «λογικές», «δίκαιες» κλπ. Παρ’ όλα αυτά, δεν μπόρεσαν να επιβληθούν, δεν μπόρεσαν να πετύχουν ένα καθολικό πρακτικό αποτέλεσμα. Ας πάρουμε για παράδειγμα τη μεγάλη χριστιανική ιδέα της αδελφικής αγάπης ανάμεσα στους ανθρώπους. Η αμερικανική κυβέρνηση αυτοδοξάζεται και κομπορρημονεί για τις χριστιανικές της αρχές. Το Βιετνάμ, όμως, δείχνει, πόσο λίγο αποτελεσματικές είναι αυτές οι αρχές, εκεί όπου, στο παιχνίδι, βρίσκονται τα χειροπιαστά συμφέροντα του κέρδους. Δυό χιλιάδες χρόνια, το χριστιανικό κήρυγμα της αγάπης προς τον άνθρωπο δεν κατόρθωσε να εμποδίσει, στον πολυεξυμνημένο χριστιανικό κόσμο της Δύσης, την καταπίεση και την εκμετάλλευση, τις κραυγαλέες αντιθέσεις ανάμεσα στην αθλιότητα και την αφθονία, ακόμα και το χριστιανικά ευλογημένο μαζικό αιματοκύλισμα των ανθρώπων σε εξοντωτικούς πολέμους.

 

Στην ιστορία υπάρχει ένα πλήθος από γεγονότα και προσπάθειες στα πλαίσια των οποίων οι άνθρωποι θέτανε μπροστά τους σκοπούς και τους επιδίωκαν, ενεργοποιώντας τεράστιες δυνάμεις, χωρίς, ωστόσο, να μπορούν να τους πετύχουν. Όταν εμφανίστηκαν οι μηχανές και χρησιμοποιήθηκαν από τους καπιταλιστές, οι εργάτες έβλεπαν μονάχα τις βαριές συνέπειες που προκαλούνταν από την καπιταλιστική αξιοποίηση της μηχανικής εργασίας: παράταση του χρόνου εργασίας μέχρι τα όρια της σωματικής εξάντλησης, εισαγωγή τρομακτικών μορφών παιδικής εργασίας, απώλεια των εργατικών θέσεων, εργασίες που σκοτώνουν, που αμβλύνουν το πνεύμα κλπ. Στις συνθήκες αυτές, γεννήθηκε στους εργάτες η «ιδέα», ότι για όλα αυτά φταίνε οι μηχανές και πρέπει να τις καταστρέψουν. Οι πρώτοι εργατικοί αγώνες πήραν, για το λόγο αυτό, τη μορφή της επίθεσης κατά των μηχανών. Οι εργάτες «σπάνε τις μηχανές, καίνε τα εργοστάσια και προσπαθούν να ανακτήσουν τη χαμένη θέση του μεσαιωνικού εργάτη» [34]. Η ιδέα τους, όμως, ήταν απραγματοποίητη, γιατί οι μηχανές είναι το αποτέλεσμα της νομοτελειακά ανοδικής εξέλιξης της κοινωνίας. Οι κοινωνικοί νόμοι είναι ισχυρότεροι από τις ιδέες που αντιδρούν σ’ αυτή την εξέλιξη.

 

Είναι ολοφάνερο, ότι οι ιδέες, όσο «δελεαστικές» κι αν είναι, δεν επαρκούν για να διαμορφωθεί η κοινωνία έτσι, ώστε να αντιστοιχεί στους υποτιθέμενους ή στους πραγματικούς σκοπούς που επιδιώκονται ή και που καλύπτονται απ’ αυτές τις ιδέες. Δεν μπορεί, λοιπόν, κανείς να εξηγήσει την πορεία της ιστορίας αναζητώντας το κλειδί στις ιδέες. Από την ιδεαλιστική αυτή θέση, δεν μπορεί να εξηγηθεί ακόμα και το γιατί, σε ορισμένες εποχές κυριαρχούν ορισμένες ιδέες, σε άλλες, εποχές διαφορετικές, το γιατί ορισμένες απ’ αυτές τις ιδέες μπορούν να πραγματοποιηθούν στη ζωή και άλλες όχι. Η ιδεαλιστική θεώρηση της κοινωνίας παραβλέπει το γεγονός, ότι στις ιδέες αντικαθρεφτίζεται μονάχα η πραγματικότητα και ότι, γι’ αυτό, δεν μπορεί, μεν, να κατανοήσει κανείς την πραγματικότητα από τις ιδέες της εποχής του, μπορεί, όμως, να κατανοήσει αυτές τις ιδέες από την πραγματικότητα της εποχής του.

 

«Δεν είναι η συνείδηση των ανθρώπων –έγραφε ο Μαρξ- που καθορίζει το Είναι τους, μα αντίθετα, το κοινωνικό Είναι τους καθορίζει τη συνείδησή τους» [35].

 

Είναι αυτονόητο, πως δεν δημιουργούνται όλες οι ιδέες από την πραγματικότητα της εποχής τους. Οι ιδέες μπορούν να μεταδοθούν από τη μια γενιά στην άλλη. Γι’ αυτό σε μια εποχή, υπάρχουν και παλαιομένες ιδέες. Υπάρχουν, για παράδειγμα, και σήμερα ακόμα ιδέες της αναγέννησης, ιδέες της εθνικής έπαρσης κλπ. Όμως, κι αυτές οι ιδέες έχουν τη βάση τους, και όχι σπάνια η διατήρηση ή η αναζωογόνησή τους οφείλεται σε πολύ χειροπιαστά συμφέροντα των κοινωνικά ισχυρών ομάδων.

 

Υπάρχουν, επίσης, εντελώς ξένες προς την πραγματικότητα (φανταστικές) ιδέες. Αυτές φαίνονται σαν να μην προέρχονται καθόλου από την πραγματικότητα. Αν, όμως, εξετάσει κανείς με ακρίβεια τις ιδέες για τα κακά πνεύματα (στοιχειά), τις δεισιδαιμονίες, τα φανταστικά φαινόμενα των παραμυθιών, θα καταλάβει, ποιες κρυφές λαχτάρες, ποιοι φόβοι, ποιοι πόθοι και ποιες φροντίδες των ανθρώπων, καθώς, επίσης, ποιες κοινωνικές συνθήκες και ιστορικές εποχές αντικαθρεφτίζονται σ’ αυτά.

 

 

Πως έχει το ζήτημα με τις μεγάλες προσωπικότητες και τις ιδέες τους;

 

Την άποψη, ότι οι πνευματικές, οι ιδεατές κινητήριες δυνάμεις είναι τάχα η τελευταία αιτία της ιστορικής εξέλιξης, τη συναντούμε συχνά στον ισχυρισμό, ότι την ιστορία την κάνουν οι ιδέες και οι δραστηριότητες των δήθεν ή και των πραγματικά μεγάλων ανδρών. Πότε είναι κανείς μια μεγάλη προσωπικότητα; Ασφαλώς, μονάχα τότε όταν αυτός είναι καλύτερα από άλλους σε θέση να γνωρίζει ή, τουλάχιστο, να προαισθάνεται τις ιστορικά ωθητικές δυνάμεις, να τις διατυπώνει και να τις κάνει γνωστές στις μάζες, με σκοπό τον επηρεασμό τους. Το ιστορικό μεγαλείο εξαρτάται, δηλαδή, από την ικανότητα να συλλάβει κανείς τις κινητήριες δυνάμεις της ιστορίας, που επιδρούν ισχυρότερα απ’ ό,τι η προσωπικότητα. Ο Μαρξ διαμορφώθηκε σε μεγάλη προσωπικότητα, γιατί πήρε τη θέση των εργατών, αναγνώρισε και διατύπωσε καθαρά τα συμφέροντά τους και έδειξε, έτσι, τον τελικό σκοπό του αγώνα τους.

 

Όσο σπουδαία κι αν είναι η διερεύνηση της σκέψης και του χαρακτήρα των μεγάλων προσωπικοτήτων, όσο αξιόλογη κι αν είναι η μελέτη των απομνημονευμάτων, της αλληλογραφίας κλπ. τέτοιων ανθρώπων, όλα αυτά δεν επαρκούν, ωστόσο, για να κατανοηθεί πραγματικά η πορεία της ιστορίας. Ο Ένγκελς, στο έργο του για τον Λουδοβίκο Φόιερμπαχ, παρατηρούσε σχετικά: «Όταν, λοιπόν, πρόκειται να ερευνήσουμε τις κινητήριες δυνάμεις, που αποτελούν τις καθαυτό τελικές κινητήριες δυνάμεις της ιστορίας και που –συνειδητά ή ασυνείδητα, και μάλιστα πολύ συχνά ασυνείδητα- βρίσκονται πίσω από τα άμεσα κίνητρα που δρουν στην ιστορία, πρέπει να πάρουμε υπόψη μας όχι τόσο τα άμεσα κίνητρα που κινούν τα άτομα, έστω κι αν πρόκειται για τη δράση επιφανών ανθρώπων, όσο τα κίνητρα που βάζουν σε κίνηση μεγάλες μάζες, ολόκληρους λαούς και, σε κάθε λαό, πάλι, ολόκληρες λαϊκές τάξεις. Κι αυτό, πάλι, όχι στιγμιαία, για ένα σύντομο ξέσπασμα, για μια φωτιά που ανάβει και σβήνει σαν πυροτέχνημα, αλλά σε μια διαρκή δράση που καταλήγει σε μια μεγάλη ιστορική αλλαγή. Ο μοναδικός δρόμος που μπορεί να μας οδηγήσει στο να βρούμε τα ίχνη των νόμων που κυβερνούν γενικά στην ιστορία, καθώς και στις ξεχωριστές περιόδους και χώρες είναι να μελετάμε βαθιά τα κινητήρια αίτια, που αντικαθρεφτίζονται εδώ καθαρά ή θολά, άμεσα ή με ιδεολογική, ακόμα και με θεοποιημένη μορφή, σαν συνειδητά άμεσα κίνητρα στα κεφάλια των μαζών που δρουν και στα κεφάλια των ηγετών τους, των λεγόμενων μεγάλων ανδρών» [36].

 

 

Τι, λοιπόν, καθορίζει την κοινωνική εξέλιξη;

 

Είδαμε, πως τα πνευματικά κίνητρα της δράσης μας δεν μπορούν να είναι οι τελικές κινητήριες δυνάμεις της ιστορίας. Αντίθετα, πίσω απ’ αυτά τα κίνητρα, δρουν ακόμα πιο ισχυρές δυνάμεις. Τα πνευματικά κίνητρα μπορούμε να τα κατανοήσουμε σωστά όταν αντιληφθούμε, ότι έχουν την αρχική τους προέλευση σ’ αυτές τις πιο ισχυρές δυνάμεις και τους όρους της κοινωνικής εξέλιξης. Αυτές οι πιο ισχυρότερες κινητήριες δυνάμεις υπάρχουν έξω από τη σκέψη, την αίσθηση και τη θέλησή μας, κοντολογίς, έξω από τη συνείδησή μας και ανεξάρτητα απ’ αυτήν. Τα φαινόμενα της φύσης και της κοινωνίας που υπάρχουν έξω και ανεξάρτητα από τη συνείδησή μας, η μαρξιστική φιλοσοφία τα ονομάζει αντικειμενικά-υπαρκτά ή υλικά φαινόμενα. Και η αντίληψη που ανάγει τις τελικές κινητήριες δυνάμεις της ιστορίας στις υλικές αιτίες είναι η υλιστική αντίληψη της ιστορίας, είναι, όπως λέγεται, ο ιστορικός υλισμός. Την υλιστική αντίληψη της ιστορίας τη δημιούργησαν ο Καρλ Μαρξ και ο Φρίντριχ Ένγκελς. Ορισμένα συστατικά μέρη αυτής της αντίληψης τα εξετάσαμε ήδη.

 

Ο πυρήνας της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας συνίσταται στην εξήγηση του ζητήματος, ποιες από τις τέσσερις ομάδες των υλικών όρων της κοινωνικής ζωής καθορίζουν την ιστορική εξέλιξη: 1) οι γεωγραφικές (εννοούμε τη θέση μιας χώρας σε ορισμένη περιοχή της επιφάνειας της γης μας) και οι κλιματολογικές συνθήκες (εννοούμε το αν εκεί κάνει πολύ ζέστη ή πολύ κρύο, αν το κλίμα είναι υγρό ή ξερό)˙ 2) η πυκνότητα του πληθυσμού˙ 3) οι βιολογικοί παράγοντες (εννοούμε το αν ένας λαός ανήκει στη λευκή, τη μαύρη ή την κίτρινη φυλή)˙ ή 4) η παραγωγή των τροφίμων, με την πλατύτερη σημασία της λέξης; Το παραπάνω ερώτημα μπορεί να απαντηθεί σωστά μόνο με την επιστημονική εξέταση της ίδιας της ιστορίας.

 

 

Τι ρόλο παίζουν οι γεωγραφικές και οι κλιματολογικές συνθήκες;

 

Είναι ξεκάθαρο, πως δεν είναι δυνατή η ζωή, δίχως κατάλληλες γεωγραφικές και κλιματολογικές συνθήκες. Στο φεγγάρι, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί, δίχως την επίδραση του ανθρώπου, η γήινη ζωή είναι αδύνατη. Ωστόσο, οι άνθρωποι έφτασαν ως εκεί. Για τη σύντομη παραμονή τους στο φεγγάρι, χρειάστηκε να δημιουργήσουν ορισμένες κλιματολογικές, συνεπώς, και γεωγραφικές συνθήκες («μεταφορά» οξυγόνου, υδρογόνου κλπ.), έστω κι αν σήμερα ακόμα αυτό ήταν δυνατό μονάχα με τη χρήση κατάλληλης προφυλακτικής ενδυμασίας και με μεταφερόμενο «κλίμα». Έτσι, μπόρεσαν εκεί να ζήσουν και να εργαστούν.

 

Τι συνάγεται, όμως, από το παράδειγμα αυτό; Αφού πάνω στη γη εμφανίστηκε η ζωή και, στην πορεία ανάπτυξης της ζωής, οι άνθρωποι και η κοινωνική εξέλιξη έφτασε σε μια ορισμένη βαθμίδα, οι γεωγραφικές και κλιματολογικές συνθήκες της ζωής έγιναν για την ιστορική εξέλιξη τόσο λίγο καθοριστικές, ώστε να μπορεί ο ίδιος ο άνθρωπος να τις επηρεάζει και, εν μέρει, ακόμα και να τις δημιουργεί τεχνητά.

 

Αρχικά, η αρνητική ή θετική επίδραση του κλίματος και της γεωγραφικής θέσης πάνω στον τρόπο ζωής των ανθρώπων και στην εξέλιξή τους ήταν, βέβαια, μεγαλύτερη. Στην ανάπτυξη της Ευρώπης, συντέλεσαν αναμφισβήτητα ευνοϊκά τα παρακάτω: το ότι οι άνθρωποι, για να αποκτήσουν την τροφή τους, χρειάστηκε να δουλέψουν περισσότερο απ’ ό,τι οι άνθρωποι σε ορισμένες άλλες γεωγραφικές περιοχές˙ το ότι χρειάστηκε να φροντίσουν για ενδυμασία˙ το ότι η εργασία, στο δικό μας εύκρατο κλίμα, ήταν πολύ λιγότερο κουραστική απ’ ό,τι στις χώρες με πολύ ζεστό κλίμα˙ το ότι εμείς δεν χρειάστηκε, ωστόσο, να διεξάγουμε τον σκληρό αγώνα «για την ύπαρξή μας», κάτω από τις συνθήκες του αιώνιου πάγου˙ το ότι η Ευρώπη διαθέτει σχετικά πλούσιες πρώτες ύλες (κάρβουνο, σίδερο), καθώς και μια ποικιλότροπα διαρθρωμένη παραλία, με πολλά φυσικά λιμάνια, με μικρότερες θάλασσες (Βαλτική, Βόρεια Θάλασσα, Βισκαικός κόλπος, Μεσόγειος, Μαύρη Θάλασσα κλπ.), που επηρέασαν ευνοϊκά την ανάπτυξη της ναυσιπλοΐας και όλων των άλλων τομέων της οικονομίας.

 

Παρ’ όλα αυτά, μια νηφάλια εξέταση δείχνει, ότι αυτή η ευνοϊκή στη δική μας περίπτωση επίδραση των γεωγραφικών και κλιματολογικών συνθηκών πάνω στην κοινωνική εξέλιξη δεν μπορούσε να είναι η τελική καθοριστική ιστορική κινητήρια δύναμη, ακόμα και σ’ εκείνη την αρχαία εποχή, όπου οι άνθρωποι ήταν περισσότερο εξαρτημένοι από τις φυσικές συνθήκες ζωής απ’ ό,τι είναι σήμερα:

 

Η Ιταλία (η αρχαία Ρώμη) ήταν κάποτε η πρώτη δύναμη στον κόσμο. Σήμερα, δεν είναι πλέον τέτοια δύναμη, παρ’ όλο που βρίσκεται κάτω από τις ίδιες βασικά κλιματολογικές και γεωγραφικές συνθήκες. Η Ιταλία δεν διαθέτει κάρβουνο και είναι γενικά φτωχή σε υπόγειο πλούτο. Παρ’ όλα αυτά, αναπτύχθηκε και στη χώρα αυτή ο καπιταλισμός.

 

Εξετάζοντας το ζήτημα σε παγκόσμια κλίμακα, γίνεται φανερό, ότι η κοινωνία εξελίσσεται πολύ γρήγορα απ’ ό,τι οι κλιματολογικές και οι γεωγραφικές συνθήκες. Τη μεγαλύτερη ανάπτυξη σημείωσε η ιστορία κατά τους τελευταίους αιώνες, παρ’ ό,τι στο χρονικό αυτό διάστημα δεν συντελέστηκε καμιά αισθητή αλλαγή στις κλιματολογικές και γεωγραφικές συνθήκες. Εξάλλου, η σύγχρονη παραγωγή και ο σύγχρονος τρόπος ζωής επεκτείνονται σ’ όλες τις κλιματολογικές και γεωγραφικές περιοχές.

 

Απ’ όλα αυτά, βγαίνει το συμπέρασμα, ότι αυτό που αναπτύσσεται πολύ πιο αργά απ’ ό,τι η κοινωνία, δηλαδή, οι κλιματολογικές και γεωγραφικές συνθήκες, δεν μπορεί, παρ’ όλη την αναμφισβήτητα ανασταλτική ή ωθητική του επίδραση πάνω στην κοινωνική εξέλιξη, να είναι η καθοριστική κινητήρια δύναμη της ιστορίας.

 

 

Καθορίζει την ιστορία το μέγεθος του πληθυσμού;

 

Οι παραπάνω συλλογισμοί ισχύουν βασικά και για το ζήτημα, ποια επίδραση έχει η πυκνότητα και η κίνηση του πληθυσμού πάνω στην ιστορία. Είναι γενικά σωστό, ότι υπάρχει μια ορισμένη σχέση ανάμεσα στη φτώχεια και την αύξηση του πληθυσμού. Τα φτωχά στρώματα του πληθυσμού και οι φτωχοί λαοί αυξάνουν γρηγορότερα απ’ ό,τι τα πιο εύπορα στρώματα. (Για το φαινόμενο αυτό, υπάρχουν πολλές αιτίες, με τις οποίες δεν θα ασχοληθούμε εδώ. Μια απ’ αυτές, που συχνά παραβλέπεται, είναι η ανεπαρκής ασφάλεια του γήρατος ή η ολοκληρωτική έλλειψη αυτής, συνδεμένη με τον υψηλό βαθμό θνησιμότητας στα παιδιά, κυρίως ανάμεσα στα φτωχά στρώματα του πληθυσμού. Έπειτα, τα πολλά παιδιά προσφέρουν μεγαλύτερη δυνατότητα, ώστε στα γεράματα να έχει κανείς μια σίγουρη βοήθεια από τα παιδιά τους.) Με την επίτευξη ενός ορισμένου επιπέδου ευημερίας, υποχωρεί η αύξηση του πληθυσμού, παρ’ όλο που τώρα, διαθέτει, με την πλατύτερη σημασία της λέξης, περισσότερα πρόσωπα. Αλλά αυτό δείχνει την εξάρτηση της αύξησης του πληθυσμού από τις κοινωνικές συνθήκες και όχι το αντίστροφο.

 

Είναι, επίσης, αναμφισβήτητο το γεγονός, πως, ανάμεσα σε χώρες με ίδιο κοινωνικό σύστημα, συναντούμε λαούς με υψηλό και άλλους με χαμηλό βαθμό πυκνότητας του πληθυσμού. Στην καπιταλιστική Σουηδία, ζουν, με σχετικά υψηλό βιοτικό επίπεδο, 17 άνθρωποι στο τετραγωνικό χιλιόμετρο. Στην καπιταλιστική Ολλανδία, με επίσης σχετικά υψηλό βιοτικό επίπεδο, ζουν 356 άτομα στο τετραγωνικό χιλιόμετρο. Αντίθετα, στην καπιταλιστική Ελλάδα, με χαμηλό βιοτικό επίπεδο, ζουν 64 άτομα στο τετραγωνικό χιλιόμετρο. Στη σοσιαλιστική ΓΛΔ, με υψηλό βιοτικό επίπεδο, ζουν 158 άνθρωποι σ’ ένα τετραγωνικό χιλιόμετρο, ενώ στη σοσιαλιστική Μογγολία, με χαμηλό βιοτικό επίπεδο, ένας μόνο!

 

Δεν μπορεί, λοιπόν, να αποκαλυφθεί καμιά νομοτελειακή αλληλουχία που να δείχνει, ότι η υψηλότερη ή η χαμηλότερη πυκνότητα του πληθυσμού αποτελεί προϋπόθεση ενός υψηλότερου ή χαμηλότερου βιοτικού επιπέδου, είτε πρόκειται για καπιταλιστικές, είτε για σοσιαλιστικές συνθήκες. Οι νόμοι της αύξησης του πληθυσμού δεν είναι ουσιαστικοί για την ιστορική εξέλιξη. Γι’ αυτό και είναι παραπλανητικό το σύνθημα περί «ζωτικού χώρου» ενός λαού. Αρκετοί λαοί, με χαμηλή πυκνότητα του πληθυσμού, έχουν ανάγκη από «βοήθεια ανάπτυξης», αντίθετα, άλλες χώρες, με μεγάλη πυκνότητα του πληθυσμού, δεν αισθάνονται αυτή την ανάγκη, γιατί, οι τελευταίες, σε διάκριση από τις πρώτες, διαθέτουν μια υψηλά αναπτυγμένη βιομηχανία.

 

 

Τι ρόλο παίζουν οι βιολογικοί και φυλετικοί παράγοντες;

 

Μήπως, για παράδειγμα, οι αρχαίοι Ρωμαίοι κατακτητές του κόσμου ήταν άλλης φυλής απ’ ό,τι οι σημερινοί Ιταλοί, που δεν είναι κατακτητές του κόσμου; Οι βόρειοι Βίκινγκς ήταν φοβεροί πειρατές, οι σημερινοί Σουηδοί και Νορβηγοί απόγονοί τους είναι ειρηνικοί λαοί. Μισθωτοί εργάτες και επιχειρηματίες, διανοούμενοι και καλλιτέχνες, καταπιεστικές είτε καταπιεζόμενες τάξεις και έθνη, καταπιεστές και αγωνιστές της ελευθερίας, όλοι αυτοί υπήρχαν και υπάρχουν σ’ όλες τις φυλές. Ο σύγχρονος τρόπος ζωής δεν γνωρίζει φυλετικά και βιολογικά εμπόδια. Είναι, λοιπόν, καταφανές, ότι η κοινωνική εξέλιξη επίσης δεν καθορίζεται από βιολογικούς νόμους, οι οποίοι, εξάλλου, σ’ αντίθεση με την κοινωνία, δεν άλλαξαν ουσιαστικά «από τον καιρό ακόμα του Αδάμ κι της Εύας». Αντίθετα, η εξέλιξη αυτή ακολουθεί δικούς της κοινωνικούς νόμους και έχει δικές της κινητήριες δυνάμεις.

 

 

Τι ρόλο παίζει ο τρόπος παραγωγής;

 

Ο άνθρωπος διαφέρει από το ζώο χάρη στην εργασία του. Με την εργασία, με τη χρήση και, κυρίως, με την κατασκευή εργαλείων, ο άνθρωπος δημιουργεί, κατά κάποιον τρόπο, για τον εαυτό του καινούργια, τεχνητά μέλη του σώματος, ένα «τεχνητό» περιβάλλον, δηλαδή, την κοινωνία, που συγκαλύπτει με δικούς της νόμους το φυσικό περιβάλλον, τη φυσική βάση της ανθρώπινης ζωής.

 

Έτσι, από τους υλικούς όρους της κοινωνικής ζωής, στους οποίους αναφερθήκαμε ήδη, υπολείπεται μονάχα η υλική παραγωγή. Πραγματικά, ο βασικός όρος της ανθρώπινης ζωής και, κατά συνέπεια, ο νόμος εξέλιξης της ανθρώπινης ιστορίας, που ανακάλυψε ο Μαρξ, συνίσταται στο «ότι οι άνθρωποι, πριν απ’ όλα, πρέπει να τρώνε, να πίνουν, να έχουν κατοικία και να ντύνονται, προτού αρχίσουν να ασχολούνται με την πολιτική, την επιστήμη, την τέχνη, τη θρησκεία κλπ.˙ ότι, επομένως, η παραγωγή των άμεσων υλικών μέσων συντήρησης και, κατά συνέπεια, η κάθε φορά βαθμίδα της οικονομικής ανάπτυξης ενός λαού ή μιας χρονικής περιόδου αποτελεί τη βάση απ’ όπου εξελίχθηκαν οι κρατικοί θεσμοί, οι αντιλήψεις για το δίκαιο, την τέχνη, ακόμα και οι θρησκευτικές παραστάσεις των ανθρώπων αυτής της εποχής, τη βάση απ’ όπου, επομένως, πρέπει να εξηγηθούν και όχι αντίθετα, όπως συνέβαινε ίσαμε τώρα» [37].

 

Αν εξετάσουμε την ιστορία, θα εξακριβώσουμε, ότι ο μοναδικός υλικός όρος της κοινωνικής ζωής, που αλλάζει και ο ίδιος στον ίδιο βαθμό που αλλάζει και η κοινωνία, είναι η υλική παραγωγή, δηλαδή, ο τρόπος παραγωγής των αναγκαίων για τη ζωή αγαθών. Θα δούμε, επίσης, ότι, στην ιστορία της κοινωνίας, υπάρχουν, ευδιάκριτα ξεχωρισμένες η μια από την άλλη, περίοδοι ανάπτυξης. Χαρακτηριστικός για την κάθε μια απ’ αυτές τις περιόδους είναι κι ένας καθορισμένος τρόπος παραγωγής. Αυτό ισχύει ανεξάρτητα από τους κλιματολογικούς, γεωγραφικούς, βιολογικούς και φυλετικούς όρους, καθώς και από την κίνηση του πληθυσμού. Ο τρόπος, λοιπόν, παραγωγής της υλικής ζωής της κοινωνίας είναι η τελικά αποφασιστική, η καθοριστική βάση της ιστορικής εξέλιξης.

 

 

Τι είναι ο τρόπος παραγωγής;

 

Για να αποκτήσουν αυτό που χρειάζονται για τη ζωή τους, οι άνθρωποι χρησιμοποιούν εργαλειομηχανές, μηχανές, κοντολογίς, εργαλεία παραγωγής. Στην παραγωγή, που τη γενική βάση της την αποτελεί, βέβαια, η φύση, ανήκουν, λοιπόν, οι άνθρωποι και τα εργαλεία παραγωγής. Οι άνθρωποι πρέπει να ξέρουν να χειρίζονται τα εργαλεία αυτά παραγωγής και να διαθέτουν ορισμένες παραγωγικές εμπειρίες. Οι άνθρωποι με τις παραγωγικές τους εμπειρίες και τα εργαλεία παραγωγής συγκροτούν τις παραγωγικές δυνάμεις.

 

Τα εργαλεία παραγωγής ήταν, βέβαια, κάποτε πολύ χοντροκομμένα, ακατέργαστα και απλά, δηλαδή, πρωτόγονα. Από τότε, γνώρισαν αυτά μια σημαντική ανάπτυξη. Με την ανάπτυξή τους, άλλαξε και ο χαρακτήρας της εργασίας, αυξήθηκαν οι εμπειρίες εργασίας των ανθρώπων και διευρύνθηκαν οι γνώσεις τους για τον κόσμο που τους περιβάλλει. Δεν άλλαξαν, όμως, μονάχα τα εργαλεία παραγωγής, άλλαξαν και οι άνθρωποι που παράγουν μ’ αυτά, δηλαδή, το σύνολο των παραγωγικών δυνάμεων. Ωστόσο, οι παραγωγικές δυνάμεις μόνες τους δεν αποτελούν το σύνολο του τρόπου παραγωγής. «Μέσα στην παραγωγή, -γράφει ο Μαρξ,- οι άνθρωποι επενεργούν όχι μονάχα πάνω στη φύση, μα και ο ένας πάνω στον άλλο. Παράγουν μονάχα επενεργώντας κατά ένα ορισμένο τρόπο από κοινού και ανταλλάσσοντας αμοιβαία τις δραστηριότητές τους. Για να παράγουν, έρχονται σε ορισμένες σχέσεις και συνάφειες μεταξύ τους και μονάχα μέσα σ’ αυτές τις κοινωνικές σχέσεις και συνάφειες συντελείται η επενέργειά τους πάνω στη φύση, συντελείται η παραγωγή» [38].

 

Ανάλογα με τη δοσμένη βαθμίδα ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, οι άνθρωποι δημιουργούν μεταξύ τους, στη διαδικασία της παραγωγής, ορισμένες σχέσεις. Αυτές μπορεί να είναι σχέσεις συνεργασίας, ανταλλαγής των προϊόντων, εμπορικές σχέσεις, αλλά –πάνω στη βάση της ατομικής ιδιοκτησίας στα βασικά μέσα παραγωγής ή στη γη και στον υπόγειο πλούτο- και σχέσεις εκμετάλλευσης εκείνων που δεν έχουν ιδιοκτησία.

 

Η γρήγορη ανάπτυξη της παραγωγής έδωσε στον εργαζόμενο, σε ορισμένο επίπεδό της, τη δυνατότητα να παράγει περισσότερα προϊόντα απ’ ό,τι χρειάζεται άμεσα για τη ζωή του. Αυτή ήταν η προϋπόθεση, να δουλεύει ένας άνθρωπος για έναν άλλο, για να ιδιοποιείται αυτός ο άλλος την πρόσθετη εργασία, το υπερπροϊόν του εργαζόμενου. Την ιδιοποίηση αυτή του υπερπροϊόντος ενός από άλλον ο μαρξισμός την ονομάζει εκμετάλλευση.

 

Όλες αυτές οι κοινωνικές σχέσεις, που οι άνθρωποι συνάπτουν μεταξύ τους στη διαδικασία της παραγωγής, λέγονται σχέσεις παραγωγής. Στα πλαίσιά τους, οι σχέσεις ιδιοποίησης και ιδιοκτησίας αποδείχνονται οι πιο ουσιαστικές. Όποιος κατέχει τις πηγές του ψωμιού και της ζωής, τη γη και τα εργοστάσια, αυτός αποφασίζει για το αν και πως θα εξασφαλίσει ο μη κάτοχος μέσων παραγωγής τα είδη διατροφής του. Η σχέση μεταξύ σκλάβων και δουλοκτητών στην αρχαιότητα χαρακτηρίζεται, λ.χ., από το ότι η μια τάξη ανθρώπων, οι δούλοι, θεωρούνταν ιδιοκτησία της άλλης τάξης, των δουλοκτητών, και μπορούσαν με την ιδιότητα αυτή να πουληθούν. Στο Μεσαίωνα, ο ευγενής φεουδάρχης ήταν ο ιδιοκτήτης της γης και, χάρη σ’ αυτό, ήταν και ο κύριος πάνω απ’ όλους τους αγρότες που ζούσαν πάνω στη γη του, ο κύριος των δουλοπάροικων ή δούλων του. Τη βάση της σχέσης μεταξύ των σύγχρονων μισθωτών εργατών και των καπιταλιστών την αποτελεί το γεγονός, ότι οι καπιταλιστές κατέχουν τα βασικά μέσα παραγωγής και οι εργάτες (ή οι υπάλληλοι), για να εξοικονομήσουν τα προς το ζην, είναι αναγκασμένοι να πουλούν στους καπιταλιστές, έναντι ημερομισθίου (ή μισθού), την εργατική τους δύναμη.

 

Όλα αυτά μαζί –οι άνθρωποι με τις εμπειρίες της εργασίας τους και τα εργαλεία παραγωγής, δηλαδή, οι παραγωγικές δυνάμεις, καθώς και οι σχέσεις που συνάπτουν οι άνθρωποι μεταξύ τους στη διαδικασία της παραγωγής, δηλαδή, οι σχέσεις παραγωγής- αποτελούν τον τρόπο παραγωγής της υλικής ζωής.

 

 

Πως και γιατί αλλάζει ο τρόπος παραγωγής;

 

Στη διαδικασία της εργασίας, η φύση εξοπλίζει τους ανθρώπους με πολυποίκιλες εμπειρίες. Οι άνθρωποι συσσωρεύουν γνώσεις, αλλάζουν και βελτιώνουν τα εργαλεία τους για να διευκολύνουν την εργασία τους και να παράγουν περισσότερα. Η μελέτη της ιστορίας δείχνει, λοιπόν, ότι η αλλαγή των εργαλείων παραγωγής, μαζί και των ανθρώπων, σημαίνει αλλαγή των παραγωγικών δυνάμεων, αποτελεί την «αρχή» της εξέλιξης. Σ’ αυτή την αλλαγή, πρέπει, αργά ή γρήγορα, να προσαρμοστούν οι σχέσεις παραγωγής. Με τα σύγχρονα μέσα παραγωγής, πρέπει να δουλέψουμε με διαφορετικότερο τρόπο απ’ ό,τι με τον πρωτόγονο γρόνθο. Τα σύγχρονα επιστημονικοτεχνικά μέσα (π.χ., πυρηνική ενέργεια, σύγχρονη χημεία) έγιναν τόσο τεράστια, ώστε δεν επιτρέπεται πια να παραμείνουν στη διάθεση των ιδιωτών, δηλαδή, των καπιταλιστών, γιατί ο κίνδυνος για την ανθρωπότητα θα είναι πολύ μεγάλος. Τα νέα αυτά μέσα και οι δυνατότητες που παρέχουν είναι ανάγκη να παραδοθούν και να τεθούν στη διάθεση και κάτω από τον έλεγχο ολόκληρης της κοινωνίας, είναι ανάγκη να επιβληθούν σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής.

 

Ας κάνουμε και πάλι τον παρακάτω συλλογισμό. Το κυνήγι των επιχειρηματιών για ανώτατα κέρδη οδήγησε επανειλημμένα στην απερίσκεπτη, στην πρόωρη χρήση τεράστιων και σύγχρονων τεχνικών μέσων, με πολύ ανεπαρκή διασφάλιση των ανθρώπων απέναντι στις βλαβερές τους επιδράσεις. Γεγονότα, όπως το σκάνδαλο Contergan, το σκάνδαλο PVC, το ατύχημα στο Σοβέζο, τα ατυχήματα σε πυρηνικά εργοστάσια κλπ., είναι μερικά μόνο παραδείγματα με επικίνδυνες και βλαβερές συνέπειες. Όλα αυτά, βέβαια, προκαλούν την αντίδραση του πληθυσμού, αντίδραση που διοχετεύεται, όμως, σε παραπλανητικά κανάλια, με το να παρουσιάζονται τα γεγονότα με τρόπο που να φαίνεται ότι ο κίνδυνος προέρχεται από την τεχνική και όχι από την κατάχρησή της από τους καπιταλιστές. Έτσι, όπως ένα κανονικό μαχαίρι μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να κόψει κανείς ψωμί ή για να κάνει ένα φόνο, πράγμα που εξαρτάται όχι από το μαχαίρι, αλλά απ’ αυτόν που το χειρίζεται, έτσι ακριβώς και το εργαλείο παραγωγής είναι ωφέλιμο ή επικίνδυνο, σε εξάρτηση από τις κοινωνικές δυνάμεις που το χρησιμοποιούν. Γι’ αυτό, από τη διαμαρτυρία ενάντια στην καπιταλιστική κατάχρηση της επιστήμης και της τεχνικής, δεν είναι σωστό να φτιάξουμε μια «πράσινη ιδεολογία». Αυτό μας απομακρύνει από τα πραγματικά ζητήματα.

 

Απ’ όσα ειπώθηκαν ως εδώ για την υλιστική αντίληψη της ιστορίας, γίνεται φανερό, ότι το πραγματικά καθοριστικό στην εξέλιξη είναι οι άνθρωποι και όχι τα εργαλεία παραγωγής, που οι ίδιοι δημιούργησαν.

 

Ας εξετάσουμε τώρα το ζήτημα του πως συντελείται η προσαρμογή των σχέσεων παραγωγής στις νέες παραγωγικές δυνάμεις.

 

Στο Μεσαίωνα, το καθοριστικό μέσο παραγωγής, η γη και τα κτήματα, ανήκαν στην τάξη των ευγενών. Οι αγρότες ζούσαν πάνω σε γη που δεν τους ανήκε. Οι ίδιοι οι αγρότες ήταν ιδιοκτησία, ήταν δουλοπάροικοι των ευγενών. Τους «επιτρέπονταν» να καλλιεργούν τη γη όπου ζούσαν, ήταν ,όμως, γι’ αυτό, υποχρεωμένοι να καλλιεργούν, επίσης, και τα κτήματα του κυρίου τους και, επί πλέον, να πληρώνουν σ’ αυτόν από το δικό τους εισόδημα διάφορους βαρείς φόρους. Όταν, όμως, σε ορισμένους τομείς αναπτύχθηκε ο καπιταλισμός με τις νέες μηχανές του, χρειάζονταν, φυσικά, εργατικές δυνάμεις. Αλλά οι δυνάμεις αυτές ήταν οι δουλοπάροικοι, δεμένοι στη γη. Οι αναπτυσσόμενες καινούργιες παραγωγικές δυνάμεις του νεαρού καπιταλισμού έρχονταν σε σύγκρουση με τις παλιές σχέσεις παραγωγής και ιδιοκτησίας της φεουδαρχίας. Από τη σύγκρουση αυτή, προέκυψε μια αντίθεση που αγκάλιαζε ολόκληρη την κοινωνία, προκλήθηκε ένας αγώνας της αστικής τάξης ενάντια στην τάξη των ευγενών γαιοκτημόνων. Ο ταξικός αυτός αγώνας οδήγησε, τελικά, σε μεγάλες επαναστάσεις στην Αγγλία, τη Γαλλία, τη Γερμανία και σε άλλες χώρες.

 

Ο τρόπος παραγωγής, λοιπόν, αναπτύσσεται χάρη στο ότι οι άνθρωποι, στην αδιάκοπη διαδικασία της παραγωγής, αποκτούν καινούργιες γνώσεις, κοντολογίς, χάρη στο ότι δημιουργούνται καινούργιες παραγωγικές δυνάμεις, που γεννούν την ανάγκη για καινούργιες σχέσεις παραγωγής. Ωστόσο, οι καινούργιες αυτές σχέσεις παραγωγής διαμορφώνονται όχι αυτοτελώς, αλλά στα πλαίσια της κοινωνικής πάλης των ανθρώπων. Στις συνθήκες διαίρεσης της κοινωνίας σε τάξεις, αυτό σημαίνει: πάλη ανάμεσα σ’ αυτές τις τάξεις, που οδηγεί αναπόφευκτα σε κοινωνικές ανατροπές, στην επανάσταση. Αυτό είναι το βασικό περιεχόμενο της ιστορίας.

 

 

Πως επιδρά ο τρόπος παραγωγής πάνω στη μορφή του κοινωνικού συστήματος και στον κόσμο των κοινωνικών ιδεών;

 

Η υλιστική αντίληψη της ιστορίας διακρίνει στην κοινωνία το υλικό θεμέλιο ή τη βάση, που την αποτελούν οι σχέσεις παραγωγής, και το εποικοδόμημα, που υψώνεται πάνω της και που αποτελείται από πολιτικούς θεσμούς και κοινωνικές ιδέες (φιλοσοφία, αντιλήψεις για το δίκαιο, τέχνη, ηθική, θρησκεία κλπ.). Αυτό το ονομάζουμε και ιδεολογικοπολιτικό εποικοδόμημα. Οι αλλαγές στα πλαίσια του συνόλου της κοινωνίας προκαλούνται, σε τελευταία ανάλυση, από την κίνηση και εξέλιξη των παραγωγικών δυνάμεων. Η αλλαγή των παραγωγικών δυνάμεων προκαλεί, κατ’ αρχήν, τη μεταμόρφωση των σχέσεων παραγωγής. Αυτό έχει σαν συνέπεια την αλλαγή ολόκληρης της κοινωνικής ζωής. Το ότι σήμερα η αστικοδημοκρατική μορφή του κράτους παρουσιάζεται από τους ιδεολόγους της αστικής τάξης σαν η ανώτερη αξία δείχνει ανάγλυφα, ότι οι ιδεολόγοι αυτοί «ξεχνούν», συχνά, ότι αυτή η μορφή κράτους εμφανίστηκε μόλις το 17ο αιώνα στην Αγγλία και το 18ο αιώνα στη Γαλλία και, μάλιστα, σαν αποτέλεσμα σκληρών πνευματικών και, τελικά, πολιτικών αγώνων, στη διάρκεια των οποίων χύθηκε πολύ αίμα. Οι ιδέες της αστικής δημοκρατίας χρειάστηκε να επιβληθούν ενάντια στις ταξικές δυνάμεις της φεουδαρχικής αντίδρασης.

 

Στην πραγματικότητα, η δημοκρατία αυτή, μέσα στα αστικά όρια, δεν είναι καθόλου η ανώτερη, η τελευταία αξία. Αντίθετα, στη βάση της, βρίσκεται η αναγκαία διαμόρφωση του καπιταλισμού, ο αγώνας του για την απελευθέρωση των ανθρώπων από τα φεουδαρχικά δεσμά. Ιστορικά, ωστόσο, η ελευθερία αυτή σήμαινε δυό πράγματα: Πρώτον, το ότι ο άμεσος παραγωγός (ο αγρότης), που, σαν δουλοπάροικος, ήταν ακόμα δεμένος στην ύπαιθρο, ήταν ελεύθερος να πάει να εγκατασταθεί στην πόλη. Δεύτερον, το ότι ο ίδιος μπορούσε εκεί να υποταχθεί, σαν «ελεύθερος» άνθρωπος, δηλαδή, «ελεύθερος» από ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, στην εκμετάλλευση του καπιταλιστή. Η καινούργια αυτή ελευθερία ερχόταν σε αντίθεση με τον κόσμο και τις αντιλήψεις του Μεσαίωνα.

 

Το θεμέλιο της αστικής δημοκρατίας αποτελείται από τις σχέσεις του ελεύθερου συναγωνισμού ανάμεσα στους καπιταλιστές. Ο κάθε καπιταλιστής είναι κύριος του εαυτού του, που τολμά να μπει στο «ελεύθερο παιχνίδι των δυνάμεων». Οι σχέσεις αυτές παραγωγής αντικαθρεφτίζονται και στις συχνά ειλικρινά εννοούμενες και υπερασπιζόμενες ιδέες της πάλης για την ελευθερία του ατόμου, για τα στοιχειώδη δικαιώματά του, για το δικαίωμά του να συμμετάσχει και το ίδιο, μέσω των εκλογών κλπ., στη λήψη των αποφάσεων για τις κρατικές υποθέσεις, αντικαθρεφτίζονται, δηλαδή, με δυό λόγια, στην ιδέα της αστικής δημοκρατίας.

 

Παρά τον περιορισμένο χαρακτήρα της, η αστική δημοκρατία αποτελεί, στην ιστορία της ανθρωπότητας, μια μεγάλη πρόοδο, που πρέπει να υπερασπιζόμαστε μ’ όλες τις δυνάμεις, ενάντια στους εχθρούς της δημοκρατίας. Για να τεκμηριώσουμε τη θέση μας αυτή, φτάνει να υπενθυμίσουμε τις φρικτές συνθήκες που κυριαρχούσαν, όταν, το 1933, το μεγάλο κεφάλαιο, από φόβο μπροστά στο εργατικό κίνημα και με όργανό του το Χίτλερ και το κόμμα των ναζί, κατέλυσε κάθε ίχνος δημοκρατίας.

 

Δεν αλλάζουν, όμως, μονάχα οι πολιτικές και νομικές καταστάσεις και αντιλήψεις, αλλάζουν, σε εξάρτηση από την ανάπτυξη του τρόπου παραγωγής, δηλαδή, των οικονομικών σχέσεων, και τομείς του κοινωνικού τρόπου σκέψης –της ιδεολογίας- που φαινομενικά ελάχιστα έχουν να κάνουν με τις σχέσεις παραγωγής, όπως η τέχνη, οι θρησκευτικές αντιλήψεις και οι ηθικοί κανόνες της ζωής.

 

Ωστόσο, την υλιστική αντίληψη της ιστορίας δεν πρέπει να την αντιλαμβανόμαστε απλοϊκά. Δεν είναι σωστό το ότι οι ιδεολογικές αυτές μορφές πηγάζουν άμεσα από τις οικονομικές διαδικασίες. Έναν σημαντικό ρόλο, για παράδειγμα, σ’ όλους αυτούς τους τομείς, όπως και στο σύνολο της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης, παίζει αυτό που δημιουργήθηκε στις προηγούμενες εποχές. Στις σημερινές μας ιδέες, συνεχίζουν να επιδρούν, π.χ., ιδέες που εμφανίστηκαν ήδη πριν χιλιάδες χρόνια. Το γεγονός ότι ορισμένες ιδέες εμφανίστηκαν σε μιαν ορισμένη εποχή και υπηρέτησαν μιαν ορισμένη τάξη δεν σημαίνει ότι αυτές οι ιδέες ήταν ένα είδος φαντάσματα, που αργότερα θα εξαφανίζονταν εύκολα. Έτσι, στις σημερινές μας ιδέες, φωλιάζουν υπολείμματα παλιών ιδεών, που εν μέρει ήταν σωστές και εν μέρει εσφαλμένες. Πολλές ιδέες προκλήθηκαν όχι άμεσα από τις οικονομικές, αλλά από άλλες κοινωνικές σχέσεις και από άλλους θεσμούς.

 

Ο Ένγκελς έγραφε σχετικά «… Σύμφωνα με την υλιστική αντίληψη της ιστορίας, ο καθοριστικός παράγοντας στην ιστορία είναι σε τελευταία ανάλυση η παραγωγή και η αναπαραγωγή της πραγματικής ζωής. Ούτε ο Μαρξ, ούτε εγώ ισχυριστήκαμε ποτέ τίποτα παραπάνω. Αν κάποιος, τώρα, το διαστρεβλώνει αυτό, έτσι που να βγαίνει πως ο οικονομικός παράγοντας είναι ο μοναδικά καθοριστικός, τότε, μετατρέπει αυτή τη θέση σε αφηρημένη, παράλογη φράση, που δεν λέει τίποτε. Η οικονομική κατάσταση είναι η βάση, αλλά τα διάφορα στοιχεία του εποικοδομήματος: οι πολιτικές μορφές της ταξικής πάλης και τ’ αποτελέσματά της, -τα Συντάγματα, που τα καθορίζει η νικήτρια τάξη, ύστερα από τη μάχη που κέρδισε, κλπ.,- οι νομικές μορφές και, ακόμα περισσότερο, οι αντανακλάσεις όλων αυτών των πραγματικών αγώνων στον εγκέφαλο αυτών που συμμετέχουν στην πάλη, οι πολιτικές, νομικές, φιλοσοφικές θεωρίες, οι θρησκευτικές αντιλήψεις και η παραπέρα ανάπτυξή τους σε συστήματα δογμάτων, ασκούν κι αυτά την επίδρασή τους πάνω στην πορεία των ιστορικών αγώνων και σε πολλές περιπτώσεις αυτά κυρίως καθορίζουν τη μορφή τους. Είναι μια αλληλεπίδραση όλων αυτών των στοιχείων, μέσα στην οποία επιβάλλεται, σε τελευταία ανάλυση, σαν αναγκαιότητα, η οικονομική κίνηση, μέσα από το ατέλειωτο πλήθος των συμπτώσεων (δηλ., των πραγμάτων και γεγονότων που η μεταξύ τους εσωτερική συνάφεια είναι τόσο μακρινή ή τόσο αναπόδειχτη, που μπορούμε να τη θεωρήσουμε σαν ανύπαρκτη και να μην τη λογαριάζουμε). Διαφορετικά, η εφαρμογή της θεωρίας σε μιαν οποιαδήποτε περίοδο της ιστορίας θα ήταν, μα την αλήθεια, ευκολότερη από τη λύση μιας απλής πρωτοβάθμιας εξίσωσης» [39].

 

Υλιστική αντίληψη της ιστορίας δεν σημαίνει, λοιπόν, να αναζητούμε σε κάθε ιδέα μια οικονομική βάση. Θα ήταν, γελοίο, αν κανείς ήθελε να ψάξει στις θρησκευτικές αντιλήψεις, που, εν μέρει, υπάρχουν εδώ και χιλιάδες χρόνια, να ανακαλύψει στο σημερινό τρόπο παραγωγής μια άμεση βάση. Ακόμη και τότε, όταν παρουσιάστηκαν οι θρησκευτικές αντιλήψεις, δεν είχαν τη βάση τους μόνο στις οικονομικές σχέσεις.

 

Ο Ένγκελς, στο έργο του για τον Φόιερμπαχ, ανάμεσα στις αιτίες που οδήγησαν στην εμφάνιση της θρησκείας, αναφέρει: την «πλήρη άγνοια» των ανθρώπων σχετικά με τη «διάρθρωση του σώματός τους», τις «παρουσιάσεις στα όνειρα», που δημιουργούσαν την εντύπωση, ότι «η σκέψη και η αίσθηση δεν είναι έργο του σώματος, αλλά έργο μιας ιδιαίτερης ψυχής που κατοικεί στο σώμα και που απομακρύνεται με το θάνατο», την «προσωποποίηση των φυσικών δυνάμεων» κλπ. Όλα αυτά δεν αποτελούν, ασφαλώς, άμεσες οικονομικές ρίζες…

 

Όλα τα περιστατικά, λοιπόν, που καθορίζουν την κοινωνική ζωή είναι σε τελευταία ανάλυση συνδεμένα με την εξέλιξη του τρόπου της υλικής παραγωγής. Τίποτε που να αντιφάσκει σ’ αυτήν την εξέλιξη δεν μπορεί να διατηρηθεί μόνιμα. Γι’ αυτό, η κύρια κινητήρια δύναμη της ιστορίας είναι ο τρόπος παραγωγής των υλικών αγαθών, που περιλαβαίνει τόσο τις παραγωγικές δυνάμεις, όσο και τις σχέσεις παραγωγής. Οι σχέσεις παραγωγής αποτελούν την υλική βάση της κοινωνίας, που πάνω της υψώνεται ένα πολιτικοϊδεολογικό εποικοδόμημα…

 

Τελειώνοντας, θα παραθέσουμε τις περίφημες εκείνες διαπιστώσεις με τις οποίες ο Μαρξ συνόψισε την καινούργια αυτή αντίληψη της ιστορίας:

«Η έρευνά μου κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι τόσο οι νομικές σχέσεις, όσο και οι κρατικές μορφές δεν μπορούν να κατανοηθούν ούτε απ’ αυτές τις ιδέες, ούτε από τη λεγόμενη γενική εξέλιξη του ανθρώπινου πνεύματος, αλλά ότι, αντίθετα, είναι ριζωμένες μέσα στις υλικές συνθήκες ζωής, που στο σύνολό τους ο Χέγκελ τις συνοψίζει, σύμφωνα με τη μέθοδο των Άγγλων και των Γάλλων του 18ου αιώνα, με την ονομασία “αστική κοινωνία”, ότι, λοιπόν, η ανατομία της αστικής κοινωνίας πρέπει να αναζητηθεί στην πολιτική οικονομία. Την εξερεύνησή της, που την άρχισα στο Παρίσι, τη συνέχισα στις Βρυξέλλες, όπου μετανάστευσα, εξαιτίας μιας διαταγής του κυρίου Γκιζό για απέλασή μου. Το γενικό συμπέρασμα στο οποίο κατέληξα και που, όταν πια το είχα αποκτήσει, χρησίμευε σαν οδηγός στις μελέτες μου, μπορεί να διατυπωθεί σύντομα ως εξής: Στην κοινωνική παραγωγή της ζωής τους, οι άνθρωποι έρχονται σε καθορισμένες, αναγκαίες, ανεξάρτητες από τη θέλησή τους σχέσεις, σε σχέσεις παραγωγής, που αντιστοιχούν σε μια ορισμένη βαθμίδα ανάπτυξης των υλικών παραγωγικών τους δυνάμεων. Το σύνολο αυτών των σχέσεων παραγωγής αποτελεί την οικονομική διάρθρωση της κοινωνίας, την πραγματική βάση, που πάνω της υψώνεται ένα νομικό και πολιτικό εποικοδόμημα και στην οποία αντιστοιχούν ορισμένες μορφές κοινωνικής συνείδησης. Ο τρόπος παραγωγής της υλικής ζωής καθορίζει την κοινωνική, πολιτική και πνευματική πορεία (προτσές) της ζωής γενικά. Δεν είναι η συνείδηση των ανθρώπων που καθορίζει το Είναι τους, μα, αντίθετα, το κοινωνικό Είναι τους καθορίζει τη συνείδησή τους. Σε μια ορισμένη βαθμίδα της εξέλιξής τους, οι υλικές παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας έρχονται σε αντίθεση με τις υπάρχουσες σχέσεις παραγωγής ή –πράγμα που αποτελεί μονάχα τη νομική γι’ αυτό έκφραση- με τις σχέσεις ιδιοκτησίας, μέσα στις οποίες είχαν κινηθεί ως τώρα. Από μορφές ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, οι σχέσεις αυτές μεταβάλλονται σε δεσμά τους. Τότε, έρχεται μια εποχή κοινωνικής επανάστασης.

Με την αλλαγή της οικονομικής βάσης, ανατρέπεται, με βραδύτερο ή γοργότερο ρυθμό, ολόκληρο το τεράστιο εποικοδόμημα. Όταν εξετάζουμε τέτοιες ανατροπές, πρέπει να κάνουμε πάντα τη διάκριση ανάμεσα στην υλική ανατροπή στους οικονομικούς όρους της παραγωγής, που μπορούμε να τους διαπιστώσουμε με ακρίβεια φυσικών επιστημών, και στις νομικές, πολιτικές, θρησκευτικές, αισθητικές ή φιλοσοφικές, κοντολογίς, τις ιδεολογικές, μορφές, μέσα στις οποίες οι άνθρωποι συνειδητοποιούν αυτή τη σύγκρουση και παλαίουν ως τη λύση τους. Όσο λίγο μπορούμε να κρίνουμε ένα άτομο από τη γνώμη που έχει το ίδιο για τον εαυτό του, άλλο τόσο μπορούμε να κρίνουμε μια τέτοια εποχή ανατροπής από τη συνείδησή της, μάλλον πρέπει να εξηγήσουμε τη συνείδηση αυτή απ’ τις αντιθέσεις της υλικής ζωής, από τη σύγκρουση που υπάρχει ανάμεσα στις κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις και τις σχέσεις παραγωγής. Ένας κοινωνικός σχηματισμός ποτέ δεν εξαφανίζεται, προτού αναπτυχθούν όλες οι παραγωγικές δυνάμεις που μπορεί να χωρέσει και οι νέες, ανώτερες σχέσεις παραγωγής ποτέ δεν εμφανίζονται, προτού ωριμάσουν οι υλικοί όροι της ύπαρξής τους μέσα στους κόλπους της ίδιας της παλιάς κοινωνίας. Γι’ αυτό, η ανθρωπότητα βάζει πάντα μπροστά της μόνο τα καθήκοντα εκείνα που μπορεί να λύσει, γιατί, με μια προσεκτικότερη εξέταση, γίνεται πάντα φανερό, ότι το ίδιο το καθήκον ξεπηδάει μόνο τότε, όταν οι υλικοί όροι για τη λύση του υπάρχουν κιόλας ή τουλάχιστο βρίσκονται στην πορεία του γίγνεσθαι. Σε γενικές γραμμές, ο ασιατικός, ο φεουδαρχικός και ο σύγχρονος, αστικός τρόπος παραγωγής μπορούν να χαρακτηρισθούν σαν προοδευτικές εποχές του οικονομικού κοινωνικού σχηματισμού. Οι αστικές σχέσεις παραγωγής είναι η τελευταία ανταγωνιστική μορφή του κοινωνικού προτσές της παραγωγής, ανταγωνιστική όχι με την έννοια του ατομικού ανταγωνισμού, αλλά ενός ανταγωνισμού που ξεπηδά από τους κοινωνικούς όρους ζωής των ατόμων, οι παραγωγικές δυνάμεις, όμως, που αναπτύσσονται στους κόλπους της αστικής κοινωνίας δημιουργούν, ταυτόχρονα, τους υλικούς όρους για τη λύση αυτού του ανταγωνισμού. Μαζί μ’ αυτό τον κοινωνικό σχηματισμό, κλείνει, επομένως, η προϊστορία της ανθρώπινης κοινωνίας» [40].

 

* * *

 

ΜΙΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

 

Για την ειδική γλώσσα της μαρξιστικής φιλοσοφίας

 

Τελειώνοντας, είναι σκόπιμο να πούμε μερικά λόγια για την ειδική γλώσσα της μαρξιστικής φιλοσοφίας, γιατί, μέσα σ’ αυτά ακριβώς «τα ψίχουλα», ψάχνει μια ολόκληρη στρατιά από αστούς επικριτές του Μαρξ.

Η επιστήμη συνίσταται, ανάμεσα στ’ άλλα, στο ότι, από ένα πλήθος γεγονότων, φαινομένων και διαδικασιών, ξεχωρίζει και γενικεύεται μονάχα το κοινό για όλα στοιχείο. Τα ολοφάνερα ασήμαντα στοιχεία αφήνονται στο περιθώριο. Τα αποτελέσματα που προκύπτουν απ’ αυτή τη γενίκευση εκφράζονται κατόπιν με ορισμένες έννοιες. Έτσι, όλα τα ουράνια σώματα που βρίσκονται σε πύρινη κατάσταση τα ονομάζουμε ήλιους. Και τα σώματα που περιστρέφονται γύρω από έναν πλανήτη λέγονται δορυφόροι. Η γη μας είναι, λοιπόν, ένας πλανήτης του ηλιακού συστήματος, το φεγγάρι είναι ένας δορυφόρος της γης. Ως εδώ, όλα είναι ακόμα απλά, σαφή, σύμφωνα με την καθημερινή μας εμπειρία, και δεν υπάρχουν ακόμα εννοιακές δυσκολίες.

 

Ωστόσο, η φιλοσοφία δεν εξετάζει μόνο ένα ορισμένο τμήμα του κόσμου ή μόνο μια ορισμένη ομάδα από ιδιότητες ενός είδους αντικειμένων του κόσμου. Δηλαδή: Η φιλοσοφία δεν εξετάζει τους νόμους της ζωής των ζωντανών οργανισμών. Αυτό το κάνει η βιολογία. Η μαρξιστική φιλοσοφία είναι συνδεμένη μ’ όλες τις λεγόμενες ξεχωριστές επιστήμες. Κάθε μια απ’ αυτές τις επιστήμες εξετάζει αντικείμενα και διαδικασίες κίνησης του πραγματικού κόσμου. Για το λόγο, όμως, ότι στη μαρξιστική φιλοσοφία διατυπώνονται μονάχα θεμελιώδεις διαπιστώσεις για τον πραγματικό αυτόν κόσμο και την εξέλιξή του, δεν πρέπει να υπάρχει ανάμεσα στις ξεχωριστές επιστήμες και τη μαρξιστική φιλοσοφία κανένα αξεπέραστο χάσμα. Και εδώ ακριβώς, αρχίζει μια δυσκολία. Όπως η ξεχωριστή επιστήμη, με την αφαίρεση, επισημαίνει από τα κάθε φορά αντικείμενα εξέτασής της τα ασήμαντα και γενικεύει το κοινό για όλα στοιχείο, έτσι και η μαρξιστική φιλοσοφία πρέπει, από την πλευρά της, με την αφαίρεση, να επισημάνει από τις διαπιστώσεις αυτών των ξεχωριστών επιστημών και να γενικεύσει αυτό που είναι κοινό για όλα τα υλικά, για όλα τα κινούμενα αντικείμενα και φαινόμενα. Αυτό, όμως, σημαίνει, ότι, πάνω σ’ αυτό το δρόμο, πρέπει εμείς να καταλήξουμε σε όλο και πιο γενικές, πιο αφηρημένες και πιο θεμελιώδεις έννοιες.

Στη διαμάχη του με τους ιδεαλιστές, δηλαδή, σε μια κάπως διαφορετικότερη συνάρτηση απ’ αυτήν που εξετάσαμε ως τώρα, ο Λένιν γράφει στο βασικό φιλοσοφικό έργο του «Υλισμός και εμπειριοκριτικισμός»: «Λόγου χάρη, όταν δίνω τον ορισμό: ο γάιδαρος είναι ζώο, υπάγω την έννοια “γάιδαρος” σε μια πιο πλατιά έννοια. Και μπαίνει τώρα το ερώτημα, υπάρχουν, άραγε, πιο πλατιές έννοιες από τις έννοιες Είναι και νόηση, ύλη και αίσθημα, φυσικό και ψυχικό…; Όχι! Οι έννοιες αυτές είναι οι πιο γενικές, οι πιο πλατιές έννοιες, πέρα από τις οποίες, ουσιαστικά (αν δεν λάβουμε υπόψη τις αλλαγές που μπορούν πάντα να γίνουν στην ονοματολογία), η γνωσιολογία δεν έχει προχωρήσει ως τώρα» [41].

 

Πρέπει, βέβαια, να παραδεχτούμε πως οι έννοιες αυτές είναι πολύ αφηρημένες. Στην επιστημονική πάλη γνωμών, η χρησιμοποίηση επιστημονικών, δηλαδή, αφηρημένων εννοιών είναι αναγκαία και αναπόφευκτη. Λόγου χάρη, πρέπει να χρησιμοποιήσουμε την έννοια «ύλη» ή την έννοια «αντικειμενική πραγματικότητα». Και οι δυο αυτές έννοιες έχουν την ίδια σημασία και εκφράζουν το γεγονός ότι το Είναι υπάρχει έξω και ανεξάρτητα από τη συνείδηση. Είτε, όταν επιστημονικά γίνεται λόγος για τη διαλεκτική, γεννιέται το ερώτημα: πως μπορούμε να χαρακτηρίσουμε τις «πλευρές» της αντίθεσης; Γιατί, η αντίθεση αφορά πολλαπλά, εντελώς διαφορετικά αντικείμενα, φαινόμενα κλπ., όπως είναι οι κοινωνικές τάξεις, ο θετικός ή αρνητικός ηλεκτρισμός. Αν θελήσουμε να το αντιληφθούμε αφηρημένα-επιστημονικά, ίσως προσφέρεται η έννοια του «στοιχείου». Αυτό εξαρτάται απ’ τον τρόπο που ορίζει κανείς μια τέτοια έννοια.

 

Ας πάρουμε ένα τρίτο παράδειγμα. Για να κάνουμε σαφές, ότι η πνευματική μας αφομοίωση της πραγματικότητας συλλαμβάνει την πραγματικότητα με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια, εύστοχα, χρησιμοποιούμε την έννοια «απεικόνιση», «αντανάκλαση», χωρίς να εννοούμε μ’ αυτό, ότι η συνείδησή μας είναι ένας παθητικός καθρέφτης. Οι αστοί επικριτές συχνά αρχίζουν την κριτική τους ενάντια σ’ αυτές ακριβώς τις έννοιες, δίνοντάς τις σκόπιμα μια σημασία που στο μαρξισμό δεν υπάρχει. Μήπως δεν έχουν πραγματικά επιχειρήματα;

 

H μαρξιστική φιλοσοφία διαφέρει από κάθε άλλη φιλοσοφία ακόμα και από το ότι είναι φιλοσοφία των μαζών. Κι αυτό δεν είναι τυχαίο. Το πέρασμα από την ταξική στην αταξική κοινωνία απαιτεί όχι μόνο τη μαζική πάλη, αλλά και έναν εξαιρετικά υψηλό βαθμό συνειδητότητας των μαζών. Η επιστημονική φιλοσοφία του μαρξισμού πρέπει να κατακτήσει τις μάζες, αλλά είναι οι μάζες που μορφώθηκαν (παραμορφώθηκαν) από την τάξη των καπιταλιστών, από το σχολειό της, από τον τύπο της, από την τηλεόρασή της κλπ. Γι’ αυτό όταν πρόκειται για τη διάδοση της φιλοσοφίας μας ανάμεσα στις μάζες, δεν είναι δίχως άλλο απαραίτητο να χρησιμοποιούμε έννοιες που σε κύκλους επιστημόνων θα ήταν εφικτές και αναγκαίες. Απλοποιούμε, λοιπόν, και αντί για «ύλη», λέμε «φύση», πιο απλά, «κόσμος». Είναι και άλλα: αντί «στοιχεία της αντίθεσης», λέμε «πλευρές» κλπ. Οι απλοί άνθρωποι μπορούν να καταλάβουν αυτούς τους όρους ευκολότερα από τις αφηρημένες έννοιες της επιστήμης.

 

Πιστεύουμε, πως αυτός ο τρόπος δεν παρουσιάζει μεγάλες δυσκολίες, αν, βέβαια, έχουμε συνειδητοποιήσει την πραγματική σημερινή κατάσταση. Είναι, αναμφίβολα, μεγάλη υπόθεση το ότι, για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρώπινης νόησης, με το μαρξισμό, έγινε δυνατό να διαδοθεί η φιλοσοφία επιστημονικά και, ταυτόχρονα, κατανοητά για τις μάζες.

 

Η οργή και οι κραυγές όλων εκείνων που, για το ταξικό συμφέρον των κυρίων τους, θέλουν να βλέπουν τη φιλοσοφία να ερμηνεύεται σαν ένα σύστημα από ιδέες ξεκομμένες από τον κόσμο και να προπαγανδίζεται με κορακίστικη γλώσσα δεν μας ενοχλούν πραγματικά καθόλου.

_______

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

[1] Για όσους ενδιαφέρονται και για άλλες, γενικά κατανοητές εισαγωγές στη μαρξιστική πολιτική οικονομία και την ιστορία του εργατικού κινήματος, συνιστούμε τη συλλογή Μαρξισμός-Βασικές γνώσεις, των εκδόσεων Marxistische Arbeiterbildung (MAB), Gathe 55, 5600 Wuppertal.

 

[2] Για όσους ενδιαφέρονται για μια πιο λεπτομερή παρουσίαση της δημιουργίας του Μαρξισμού, συνιστούμε το σύγγραμμα του Ιωσήφ Σλάιφσταϊν, Εισαγωγή στη μελέτη των Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν (Μόναχο 1972).

 

[3] Wetter/Leonhardt, Sowjetideologie heute (Fischer-Bücherei), Band 560/1, S. 25.

 

[4] Στο ίδιο, σελ. 40.

 

[5] Wetter, Philosophie und Naturwissenschaft in der Sowjetunion (Rowohlt, Reinbeck 1957, S. 53 f.

 

[6] Brugger S. J., Philosophisches Wörterbuch, Herder (Freiburg 1947), S. 143.

 

[7] Wetter, Sowjetideologie heute, S. 32.

 

[8] Στο ίδιο, σελ. 68.

 

[9] Holbach, System der Natur, Bd. 2, S. 219.

 

[10] Wetter, Sowjetideologie heute, S. 68.

 

[11] Φ. Ένγκελς, Ο Λουδοβίκος Φόιερμπαχ και το τέλος της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας, Κ. Μαρξ – Φ. Ένγκελς, Διαλεχτά έργα σε 2 τόμους, ελλην. έκδ. 1951, τόμ. ΙΙ, σελ. 428.

 

[12] Στο ίδιο, σελ. 429.

 

[13] Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, ελλην. έκδ. «Σ. Ε.» 1978, τόμ. 1, σελ. 25.

 

[14] Denis Diderot, Oeuvres complètes, vol. I (Paris 1875), p. 320.

 

[15] Β. Ι. Λένιν, Υλισμός και εμπειριοκριτικισμός, Άπαντα, ελλην. έκδ. «Σ. Ε.» 1978,τόμ. 18, σελ. 184-185.

 

[16] Φ. Ένγκελς, Αντι-Ντύρινγκ (Verlag Marxistische Blätter, Frankfurt am Main), σελ. 49.

 

[17] Φ. Ένγκελς, Διαλεκτική της φύσης, Κ. Μαρξ-Φ. Ένγκελς, Άπαντα, τόμ. 20, (Βερολίνο 1971), σελ. 355.

 

[18] Γκ. Β. Φ. Χέγκελ, Η επιστήμη της λογικής (Λειψία 1934), σελ. 244.

 

[19] Στο ίδιο, σελ. 344.

 

[20] Στο ίδιο, σελ. 383.

 

[21] Στο ίδιο, σελ. 399.

 

[22] Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 38, σελ. 339.

 

[23] Στο ίδιο, σελ. 339.

 

[24] Στο ίδιο.

 

[25] Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. ΙΙΙ (Βερολίνο 1953), σελ. 870.

 

[26] Φ. Ένγκελς, Διαλεκτική της φύσης…, σελ. 487.

 

[27] Φ. Ένγκελς, Αντι-Ντύρινγκ…, σελ. 97.

 

[28] Β. Ι. Λένιν, Διαλεχτά έργα, τόμ. 6, σελ. 105.

 

[29] Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 27, σελ. 265.

 

[30] Φ. Ένγκελς, Ο Λουδοβίκος Φόιερμπαχ…, σελ. 453.

 

[31] Στο ίδιο.

 

[32] Στο ίδιο, σελ. 453-454.

 

[33] Στο ίδιο.

 

[34] Κ. Μαρξ-Φ. Ένγκελς, Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, Διαλεχτά έργα, ελλην. έκδ. 1951, τόμ. Ι, σελ. 29.

 

[35] Κ. Μαρξ, Κριτική της πολιτικής οικονομίας, Κ. Μαρξ-Φ. Ένγκελς, Διαλεχτά έργα, ελλην. έκδ. 1951, τόμ. Ι, σελ. 424.

 

[36] Φ. Ένγκελς, Ο Λουδοβίκος Φόιερμπαχ…, σελ. 455.

 

[37] Φ. Ένγκελς, Ομιλία στον τάφο του Κ. Μαρξ, Κ. Μαρξ-Φ. Ένγκελς, Διαλεχτά έργα, τόμ. ΙΙ, σελ. 187.

 

[38] Κ. Μαρξ, Μισθωτή εργασία και κεφάλαιο, Κ. Μαρξ-Φ. Ένγκελς, Διαλεχτά έργα, τόμ. Ι, σελ. 88.

 

[39] Φ. Ένγκελς, Γράμμα στον Γ. Μπλοχ, 21.9.1890, Κ. Μαρξ-Φ. Ένγκελς, Διαλεχτά έργα, τόμ. ΙΙ, σελ. 572-573.

 

[40] Κ. Μαρξ, Κριτική της πολιτικής οικονομίας…, σελ. 424-425.

 

[41] Β. Ι. Λένιν, Υλισμός και εμπειριοκριτικισμός…, σελ. 152.

 

 

Αντιγραφή για το ιστολόγιο «Ορίζοντας»: Παναγιώτης Γαβάνας

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *