Μια πρόταση εξόδου από το αδιέξοδο των μνημονίων

 

 

Μια πρόταση εξόδου από το αδιέξοδο των μνημονίων

 

Σε παλιότερες, όχι και τόσο μακρινές εποχές, μπροστά σε δύσκολες καταστάσεις έλεγαν τι πρέπει να γίνει. Τώρα ρωτάνε όλοι αμήχανα μετά την οποιαδήποτε πρώτη κουβέντα «κι εσύ τι λες να γίνει;» Εννοείται τι πρόκειται να γίνει μ’ αυτό που όλοι ονομάζουν «κρίση». Μια κι έτσι, λοιπόν, τίθεται απ’ όλους το ζήτημα, ας το πραγματευθούμε κι εμείς εδώ έτσι. Θα χρειαστεί όμως να πάμε λίγο πίσω, πριν το 2009, για να γίνουν κατανοητά όσα θα ακολούθησαν μετά.

 

Του Γιώργου Σταμάτη*

 

 

 

Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο οι χώρες του ευρωπαϊκού μέρους του λεγόμενου τότε Δυτικού Κόσμου ανασυγκρότησαν καπιταλιστικά τις κοινωνίες και τις οικονομίες τους, αναπτύσσοντας ένα Κράτος Δικαίου και ένα Κοινωνικό Κράτος, αλλά και καταπνίγοντας ή χαλιναγωγώντας τα κομμουνιστικά κόμματα και κινήματα. Γνωρίζουμε τι έγινε στη χώρα μας. Δεν γνωρίζουμε, όμως, όλοι μας τι έγινε σε άλλες χώρες, όπως π.χ. στην Γερμανία, όπου μεταξύ άλλων οι κατακτητές διέλυαν με στρατό εργατικές διαδηλώσεις, ακύρωσαν την απόφαση της SPD να ενωθεί με το Κομμουνιστικό Κόμμα και όπου, αργότερα, στη Δυτική Γερμανία το Κομμουνιστικό Κόμμα ετέθη εκτός νόμου και εν μια νυκτί χιλιάδες κομμουνιστές οδηγήθηκαν στις φυλακές. Το κοινωνικό κράτος υπήρξε αναγκαίο για την οικονομική ανάπτυξη δυτικών χωρών της Ευρώπης. Αλλά επίσης αναγκαίο το καθιστούσε και η ύπαρξη του λεγόμενου σοβιετικού μπλοκ και ιδίως της Σοβιετικής Ένωσης, που αποτελούσαν με τις κοινωνικές κατακτήσεις τους ένα επικίνδυνο πρότυπο.

Συγχρόνως, με το σύστημα του Bretton Woods εξασφαλίστηκε η ομαλή διεξαγωγή των νομισματικών διαδικασιών του διεθνούς εμπορίου και της διεθνούς κίνησης κεφαλαίων. Εν πάση συντομία το σύστημα αυτό συνίστατο στα εξής: όριζε σταθερές ισοτιμίες όλων των νομισμάτων προς το δολάριο και μια σταθερή τιμή του χρυσού σε δολάρια ίση με 34 δολάρια ανά ουγγιά καθαρού χρυσού. Αυτή η τιμή δεν δύναται, βέβαια, να καθοριστεί δι’ αποφάσεως και μόνον, αλλά πρέπει να εξασφαλισθεί πραγματικά. Έτσι ιδρύθηκε στο Λονδίνο το λεγόμενο Goldpool, το οποίο αγόραζε και πωλούσε οποιαδήποτε ποσότητα χρυσού στην προαναφερθείσα τιμή. Έτσι, το δολάριο έγινε, πρώτον, κύριο νόμισμα διεκπεραίωσης πληρωμών διεθνών συναλλαγών και κύριο νόμισμα αποθεματικών των Κεντρικών Τραπεζών.

Αυτά τα δύο είχαν περίπου ως συνέπεια ότι οι ΗΠΑ μπορούσαν να δίνουν «χαρτί» και να αποκτούν εμπορεύματα ή περιουσιακά στοιχεία στο εξωτερικό (μια συζήτηση επ’ αυτού με τον γενικό τίτλο «τα πετροδολάρια» διεξήχθη στα μέσα της δεκαετίας του 1970). Συγχρόνως ιδρύθηκαν η Παγκόσμια Τράπεζα, η οποία δεν μας ενδιαφέρει εδώ, και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Το τελευταίο είχε κυρίως τη λειτουργία να δίνει, ανάλογα με τη συμμετοχή τους, δάνεια σε δολάρια (οι λεγόμενες “τραβηχτικές”), σε κράτη των οποίων το νόμισμα κινδύνευε σοβαρά να υποτιμηθεί, ώστε η Κεντρική Τράπεζα του εν λόγω κράτους ή να μπορεί να πληρώνει υποχρεώσεις της προς τρίτους σε δολάρια, χωρίς να καταφεύγει προηγουμένως στην αγορά να αγοράσει με το δικό της νόμισμα τα αναγκαία δολάρια, ή να μπορεί μ’ αυτά τα δολάρια ν’ αγοράζει στην αγορά τέτοιες ποσότητες του δικού της νομίσματος, ώστε η τιμή του τελευταίου να ανέρχεται, δηλαδή με μια μονάδα του να αγοράζει κανείς τώρα πλέον περισσότερα δολάρια, κι έτσι να αποτραπεί η υποτίμησή του. Κατά τα λοιπά το ΔΝΤ, σπανίως, έδινε μικρά σχετικώς δάνεια σε χώρες με μονοκαλλιέργειες σε έτη που η ζήτηση για το μονοκαλλιεργούμενο προϊόν τους (π.χ. το βαμβάκι στην Αίγυπτο) εμειούτο σημαντικά.

Το πέρασμα στις κυμαινόμενες ισοτιμίες

Το πέρασμα στη νέα κατάσταση των ελευθέρως κυμαινομένων ισοτιμιών που διαδέχθηκε το σύστημα του Bretton Woods, είχε ήδη προετοιμαστεί στη θεωρία από πληρωμένους κονδυλοφόρους της αγοράς μέσω διαφόρων σχετικών επιστημονικών συζητήσεων. Οι πιέσεις των αγορών στο δολάριο ήταν τέτοιες που, αν θυμάμαι καλά το έτος, το 1970 συμφωνήθηκε οι Κεντρικές Τράπεζες να μην αγοράζουν χρυσό στην ελεύθερη αγορά (σε τιμές βεβαίως υψηλότερες των 34 δολαρίων ανά ουγγιά καθαρού χρυσού). Ορισμένες, όμως, όπως αυτή της Πορτογαλίας, το έπρατταν (εν κρυπτώ, υποτίθεται). Αυτό ήταν η αρχή του τέλους. Διότι σήμαινε ότι και οι ίδιες οι Κεντρικές Τράπεζες ανέμεναν μια πτώση του δολαρίου έναντι του χρυσού. Έτσι λοιπόν, μέσα σ’ ένα καλοκαίρι η τιμή του χρυσού ανήλθε από τα 34 στα 75 δολάρια ανά ουγγιά. Το Goldpool και το σύστημα Bretton Woods κατέρρευσαν. Οι Αμερικανοί αρνήθηκαν ν’ ανταλλάξουν, όπως υποχρεούντο, δολάρια με χρυσό στην παλιά τιμή των 34 δολαρίων. Όσα ποσά αντάλλαξαν στις αρχές, τα αντάλλαξαν σε τιμή τετραπλάσια της παλιάς. Πολλές χώρες (π.χ. Γαλλία) ζήτησαν, αλλά δεν πήραν δικό τους χρυσό που φυλασσόταν για λογαριασμό τους στις ΗΠΑ.

Και τι έγινε με το ΔΝΤ; Θα έλεγε κανείς ότι διαλύθηκε κι αυτό. Διότι με το σύστημα των ελευθέρως κυμαινομένων ισοτιμιών, το οποίο διαδέχθηκε τις σταθερές ισοτιμίες του Bretton Woods, δεν είχε πλέον καμία λειτουργία να επιτελέσει. Δεν διαλύθηκε όμως. Παρέμεινε και παραμένει επιτελώντας τη γνωστή σ’ όλους μας νέα λειτουργία του, της επιβολής του οικονομικού νεοφιλελευθερισμού σε παγκόσμια κλίμακα. Η ΕΕ το έφερε και στην Ευρώπη.

Ο θάνατος του κεϋνσιανισμού

Ακόμη και μετά την κατάρρευση του συστήματος του Bretton Woods και μέχρι την πρώτη πετρελαϊκή κρίση τού 1972 η ασκούμενη από τις καπιταλιστικές χώρες της Ευρώπης οικονομική και κοινωνική πολιτική υπήρξε κεϋνσιανική. Στη Δυτική Γερμανία π.χ. το 1967 ψηφίστηκε ο περίφημος «νόμος περί σταθερότητας», ο οποίος προέβλεπε για κάθε χρόνο το λιγότερο 2% αύξηση του ΑΕΠ, το πολύ 2% ανεργία, το πολύ 2% πλεόνασμα του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών, το πολύ 2% πληθωρισμό. Αντιστοίχως προσανατολισμένη ήταν και η αστική οικονομική επιστήμη στο σύνολό της –αν αντιπαρέλθει κανείς τον φον Χαγιεκ, ο οποίος δεν δίδαξε ποτέ σε πανεπιστήμιο και ίσχυε και ισχύει ως οικονομολόγος και ζούσε και ζει χάρις στα χρήματα της Carnegie Foundation, και του Φρίντμαν, ο οποίος επιβίωνε ως φαιδρός συμπέθερος. Μετά, όλα άλλαξαν άρδην κατ’ ανεξήγητο τρόπο. Σχεδόν όλα τα κράτη άρχισαν να εφαρμόζουν, αντί μιας μέσω deficit spendig επεκτατικής πολιτικής, μια περιοριστική πολιτική μείωσης της κρατικής ζήτησης μέσω μείωσης των δημοσίων δαπανών. Κι επίσης μια πολιτική μείωσης των μισθών, των συντάξεων, των κοινωνικών παροχών και στη συνέχεια μια πολιτική ιδιωτικοποίησης δημοσίων επιχειρήσεων, δραστηριοτήτων, λειτουργιών και περιουσιακών στοιχείων, ενός περιορισμού δηλαδή του δημόσιου προς όφελος του καπιταλιστικού τομέα και συνεπώς των κερδών. Και συγχρόνως οι αστοί οικονομολόγοι άρχισαν να ομιλούν, όπως μέχρι τότε για την κεϋνεσιανική οικονομική πολιτική, για τα λεγόμενα οικονομικά της προσφοράς, δηλαδή να συνηγορούν υπέρ αυτής της νέας κρατικής οικονομικής πολιτικής. Ακόμη και οι λέξεις άλλαξαν το νόημά τους. Αναλογισθείτε τι σημαίνουν οι λέξεις «σταθερότητα» και «σταθεροποίηση» στον προαναφερθέντα νόμο της Δυτικής Γερμανίας του 1967 και τι σημαίνουν σήμερα! Σήμερα σημαίνουν μείωση των ελλειμμάτων του Δημοσίου, μείωση των δαπανών του Δημοσίου, μείωση των μισθών (και αυτών που πληρώνει το Δημόσιο), μείωση των συντάξεων, μείωση των κοινωνικών παροχών, και αυτών για την υγεία και την παιδεία συμπεριλαμβανομένων, ιδιωτικοποιήσεις και άλλα παρόμοια.

Αυτή η αλλαγή πολιτικής εξηγείται ίσως. Μια εξήγηση είναι ο φόβος μήπως οι αναταράξεις, οι αναταράξεις που προκάλεσαν εργατικές και συνδικαλιστικές κινητοποιήσεις και απεργίες, το φοιτητικό κίνημα και άλλα κοινωνικά κινήματα, μήπως αυτές οι αναταράξεις είναι δυνατόν να καταστούν κάποτε ανεξέλεγκτες. Ενδεικτικό είναι το από τον σοσιαλιστή Βίλι Μπραντ το 1972 εισαχθέν Berufsverbot, δηλαδή ο αποκλεισμός από το διορισμό στον ευρύτερο δημόσιο τομέα οποιουδήποτε κατηγορείτο από τη μυστική αστυνομία της ως κομμουνιστής ή κάτι παρεμφερές, και οι σχετικοί διωγμοί στα πανεπιστήμια.

Η ελληνική εκδοχή επί Σημίτη

Την ίδια οικονομική πολιτική ακολούθησε και η χώρα μας. Ιδίως αφού πρωθυπουργός της χώρας έγινε ο Σημίτης. Αυτός όχι μόνον άσκησε, αλλά και διακήρυξε τη συνέχιση και την εξέλιξη αυτής της πολιτικής διά των Εκθέσεων Σπράου, στις σχετικές ομάδες κατάρτισης των οποίων συμμετείχαν και «αριστεροί» οικονομολόγοι, όπως και στη Συμβουλευτική Επιτροπή, η οποία πρότεινε τα μέτρα περιοριστικής οικονομικής πολιτικής που εφάρμοσε ως υπουργός Εθνικής Οικονομίας τον Οκτώβριο του 1985 ο Σημίτης.

Πριν περιέλθει η χώρα μας στην κατάσταση αναίρεσης της κρατικής της κυριαρχίας και ανεξαρτησίας και καταντήσει στο στάτους του προτεκτοράτου, το οποίο κατέχει σήμερα, φρόντισαν ο μεν Κωνσταντίνος Καραμανλής να την υπάξει λεβεντοπερήφανα στην ΕΟΚ του γαλλογερμανικού άξονα και ο Σημίτης να την εισάγει χαζοχαρούμενα με καταστροφικές, όπως θα δούμε, συνέπειες στην Ευρωζώνη.

Δεν είναι ανάγκη να θυμίσουμε το αποτρόπαιο έγκλημα του Παπανδρέου, αλλά και του Παπακωνσταντίνου, οι οποίοι οδήγησαν τη χώρα στη σημερινή της κατάσταση και προοπτική. Όχι κάποιος αδαής, όχι κάποιος ακραίος αριστερός, όχι κάποιος που έχει το ακαταλόγιστο, αλλά ο συνετός και συγκρατημένος γνώστης των σχετικών πραγμάτων Νίκος Χριστοδουλάκης έχει πολύ νωρίς, πολλές φορές δημόσια δηλώσει ότι το Δημόσιο δεν ήταν αναγκαίο να προστρέξει στην ΕΕ, θα μπορούσε κάλλιστα να εξυπηρετεί το δημόσιο χρέος με δάνεια από την ελεύθερη αγορά –η οποία πριν απ’ όλα δεν σου υπαγορεύει την οικονομική σου πολιτική. Το ότι το χρέος του ελληνικού Δημοσίου δεν ήταν κατά κανένα τρόπο μια αθώα ιστορία, είχε επισημάνει ο γράφων πολύ πριν αυτό γίνει θέμα. Αλλά ανεξάρτητα απ’ αυτό, το χρέος του Δημοσίου ήταν υψηλό ή, μάλλον, η εξυπηρέτησή του ήταν το 2009 ήδη επαχθής για το Δημόσιο και τη χώρα. Υπήρχε ασφαλώς ανάγκη απομείωσής του, συνεπώς μείωσης της εξυπηρέτησής του, αλλά ταυτόχρονα υπήρχαν τρόποι να επιτευχθεί αυτό με παράλληλη εξυπηρέτηση του χρέους με δάνεια από τις αγορές. Τους τρόπους αυτούς θα αποφάσιζε η ίδια η κυβέρνηση κι όχι το ΔΝΤ και η Γερμανία προς το όποιο τελοσπάντων «δικό» μας κι όχι προς το δικό τους συμφέρον.

Η αλήθεια για το χρέος

Με τα μνημόνια, ήδη με το πρώτο, μεταξύ άλλων το χρέος μετατράπηκε από χρέος προς ιδιώτες σε χρέος προς κράτη και διεθνείς οργανισμούς. Και από χρέος χωρίς όρους από μέρους των πιστωτών σε χρέος με πρωτάκουστους όρους. Γνωρίζουμε όλοι λίγο-πολύ ποιοι είναι αυτοί οι όροι. Ας παραθέσουμε καλύτερα εδώ εν συντομία τις μέχρι τούδε συνέπειες της επιβολής των. Μείωση του Εθνικού Προϊόντος κατά περίπου 30% (κατανοείτε βεβαίως ότι για τέτοιας τάξεως μεγέθη τα ακριβή νούμερα αποτελούν εμπαιγμό και μόνον), αύξηση της ανεργίας σε 30% περίπου, μείωση μισθών και συντάξεων κατά 50% και πλέον, περιορισμός των κρατικών δαπανών για υγεία και παιδεία, εκποίηση δημόσιων επιχειρήσεων και δημόσιας περιουσίας και εκχώρηση οικονομικών δραστηριοτήτων του Δημοσίου στους καπιταλιστές. Αύξηση των κερδών –καίτοι κανείς δεν ομιλεί γι’ αυτό!- διότι πώς γίνεται το εθνικό προϊόν να μειούται κατά 30%, οι μισθοί και οι συντάξεις κατά 50% και να μην αυξάνονται τα κέρδη, αν τα έσοδα του κράτους δεν μειούνται κατά πολύ λιγότερο από 30%;

Πολλοί ομιλούν για οικονομική κρίση. Όχι, δεν πρόκειται για μια οικονομική κρίση. Πρόκειται για μια καλοσχεδιασμένη, καλά εφαρμοσμένη και επιτυχή οικονομική πολιτική των πιστωτών και για τις συνέπειές της. Αυτό παύει να ξενίζει και προκύπτει αβίαστα και οιονεί αυτονόητα από τους σκοπούς των πιστωτών, οι οποίοι είναι οι εξής δύο:

α) Επιβολή μιας νεοφιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής, τόσο όσο αφορά την κατανομή του εισοδήματος και συνεπώς την πολιτική μισθών, κοινωνικών ασφαλίσεων και κοινωνικών παροχών (πρόνοια, υγεία, παιδεία), δηλαδή μείωση όλων αυτών των μεγεθών, αλλά και όσον αφορά την συγκυριακή οικονομική πολιτική, δηλαδή περιοριστική πολιτική ή πολιτική αποχής αντί επεκτατικής πολιτικής, καθώς και όσον αφορά τις λειτουργίες του κράτους, δηλαδή τον περιορισμό του κράτους στο ρόλο του «κράτους-νυχτοφύλακα», και συνεπώς ιδιωτικοποιήσεις κρατικών επιχειρήσεων, δραστηριοτήτων και περιουσιακών στοιχείων, και, τέλος, όσον αφορά τις εργασιακές σχέσεις, την πλήρη διάλυσή τους.

β) Η τοκογλυφοειδής εξασφάλιση της εξυπηρέτησης του δανείου τους από μέρους του ελληνικού Δημοσίου. Το δάνειο το ίδιο και ο υπό το σημείο β) σκοπός των δανειστών συνιστούν και μέσα για την επίτευξη των υπό το σημείο α) σκοπών.

Προδιαγεγραμμένο μέλλον

Τι λέτε, λοιπόν, να γίνει; Τίποτα διαφορετικό απ’ ό,τι γνωρίζατε μέχρι σήμερα. Όλες ανεξαιρέτως οι δυνατόν να σχηματιστούν ελληνικές κυβερνήσεις θα εξακολουθούν να εφαρμόζουν ό,τι τους υπαγορεύουν οι δανειστές, για να πετύχουν τους προαναφερθέντες στόχους τους. Η γαρνιτούρα θα παραλλάσσει κατά καιρούς και στις δύο πλευρές. Ο εκάστοτε Γιούνγκερ θα είναι λιγότερο ή περισσότερο ευδαίμων και λιγότερο ή περισσότερο ερωτευμένος με την Ελλάδα. Ο εκάστοτε Σόιμπλε θα παριστάνει λιγότερο ή περισσότερο το αφεντικό, οι Αμερικανοί θα καρδιοχτυπούν λιγότερο ή περισσότερο για την Ελλάδα, ο εκάστοτε Τσίπρας θα σκίζει ή δεν θα σκίζει πριν τις εκλογές, τα μνημόνια και θα σπεύδει τάχιστα ή βραδέως, στολίζοντας λεκτικά μ’ ό,τι τον βοηθήσει ο Θεός την σπουδή ή την βραδύτητά του, να εκτελέσει ό,τι του παράγγειλαν να κάνει.

Κι επειδή αυτό που σας ενδιαφέρει κυρίως είναι η εξέλιξη των μισθών και των συντάξεων, μπορώ να σας καθησυχάσω πως δεν κινδυνεύετε να βρεθείτε προ εκπλήξεων: θα συνεχίσουν να μειούνται, μέχρι οι τελευταίες να φτάσουν για όλους σχεδόν εκεί γύρω στα 300 ευρώ το μήνα. Για να πληρωθεί το ρηθέν υπό του αείμνηστου Σπράου ότι θα έχουμε μια από το κράτος καταβαλλόμενη εθνική σύνταξη για όλους, για την οποία δεν θα έχει καταβάλλει κανείς καμία εισφορά, μια επαγγελματική σύνταξη, για την οποία θα πληρώνουν ασυμφωνημένες από κοινού εισφορές ο εργαζόμενος και ο εργοδότης (ο οποίος φυσικά θα θέλει να πληρώνει μια υψηλή εισφορά, για να μπορεί να πάρει αργότερα μια αντιστοίχως υψηλή σύνταξη ο εργαζόμενός του) και μια σύνταξη, την οποία θα παίρνει ο εργαζόμενος από ιδιωτική ασφαλιστική εταιρεία, αν θελήσει να προσθέτει, τελικά χωρίς λόγο, κάτι παραπάνω στις επαρκέστατες δύο άλλες. Και θα με ρωτήσετε, γιατί να συνεχίσουν να μειούνται οι συντάξεις; «Διότι, τόσες πολλές και υψηλές εισφορές πληρώσαμε στο παρελθόν κ.τ.λ. κ.τ.λ.».

Βασικό θύμα οι συντάξεις

Να λοιπόν που ήλθε κι ο καιρός να κατανοήσετε ό,τι παλιότερα δεν θέλατε ούτε καν ν’ ακούσετε: ότι οι σημερινοί συνταξιούχοι δεν ζουν από τις εισφορές που αυτοί οι ίδιοι πλήρωσαν κάποτε (από αυτές έζησαν οι τότε συνταξιούχοι), αλλά ζουν από τις εισφορές που πληρώνουν οι σημερινοί εργαζόμενοι! Και τι γίνεται σήμερα; Σήμερα, πρώτον οι συνταξιούχοι αυξάνονται σχετικά με τους εργαζόμενους και αντιστρόφως και, δεύτερον, οι εργαζόμενοι αμείβονται με όλο και χαμηλότερους μισθούς και συνεπώς αυτοί και οι εργοδότες τους πληρώνουν όλο και χαμηλότερες εισφορές. Έτσι λοιπόν λιγότεροι εργαζόμενοι και μικρότερες εισφορές ανά εργαζόμενο σημαίνουν μικρότερα έσοδα των ταμείων συνταξιοδότησης ανά συναξιοδοτούμενο, δηλαδή μικρότερες συντάξεις. Η δε αύξηση των συνταξιούχων συνεπάγεται προφανώς μια περαιτέρω μείωση των συντάξεων.

Ανάπτυξη και χρέος

Πολλοί, οι οποίοι βλέπουν την σημερινή κατάσταση ως κρίση, λένε πως θα την υπερβούμε μόνον με την ανάπτυξη της οικονομίας μέσω επενδύσεων. Οι επενδύσεις  αυξάνουν, βέβαια, το Εθνικό Προϊόν. Δεν θα συμβούλευα όμως κανέναν να υπολογίζει πόσο πρέπει να αυξάνεται ποσοστιαία ανά έτος το εθνικό προϊόν, για να μπορέσουμε να ξεχρεώσουμε σ’ ένα εύλογο σχετικά χρονικό διάστημα, ή, τουλάχιστον, για να μπορέσουμε να μειώσουμε σε εύλογο σχετικά χρονικό διάστημα το χρέος τόσο, ώστε η εξυπηρέτησή του να είναι στοιχειωδώς υποφερτή. Αλλά ανεξαρτήτως αυτού, ποιος και γιατί να επενδύσει; Οι καπιταλιστές επενδύουν, όταν αναμένουν κέρδη. Τα κέρδη όμως προϋποθέτουν αυξανόμενη ζήτηση. Η ζήτηση όμως μειούται, επειδή το εισόδημα των εργαζομένων και των συνταξιούχων και συνεπώς και η ζήτησή τους μειούται. Ταυτόχρονα, η ζήτηση του Δημοσίου περιορίζεται, ενώ αυτή των καπιταλιστών αφορά κυρίως εισαγόμενα εμπορεύματα.

Αυτά που λέγονται για χαμηλούς μισθούς και χαμηλούς φόρους ως κίνητρα για την εκτέλεση επενδύσεων είναι πονηρές ανοησίες. Διότι οι καπιταλιστές που συνεχίζουν να παράγουν, ενθυλακώνουν τα πλεονεκτήματα των μειώσεων μισθών και φόρων και δεν επενδύουν. Πρώτα πρέπει να είναι η επένδυση επικερδής, να υπάρχει δηλαδή αντίστοιχη ζήτηση, και τότε μόνον οι μειώσεις μισθών και φόρων μπορούν –δεν αποτελούν αναγκαστικά – κίνητρο για περαιτέρω επενδύσεις. Άλλοι πάλι στρέφουν τις ελπίδες τους, ως πτωχοί συγγενείς, στο εξωτερικό, στους επενδυτές από το εξωτερικό. Αλλά γι’ αυτούς ισχύει ό,τι ελέχθη παραπάνω. Οι λόγοι που γίνονται επενδύσεις στο εξωτερικό, είναι πολύ διαφορετικοί από την ηλιοφάνεια, την καλοκαιρία, τους χαμηλούς μισθούς και τους χαμηλούς φόρους. Και, εν τέλει, γιατί όλοι ξεχνούν το εξής απλό και συγκεκριμένα ότι το εθνικό προϊόν αυξάνεται όχι μόνον όταν αυξηθεί η ζήτηση για επενδύσεις, αλλά και όταν αυξάνεται η καταναλωτική ζήτηση; Γιατί, λοιπόν, δεν αυξάνουν τους μισθούς και τις συντάξεις, ώστε να αυξηθεί η καταναλωτική ζήτηση, αλλ’ αντιθέτως μειώνουν και τα δύο αυτά μεγέθη;

Τι πρέπει να γίνει λοιπόν; Θα δώσουμε μια σύντομη απάντηση σ’ αυτή την ερώτηση. Καίτοι αυτή η τελευταία είναι χωρίς νόημα. Διότι δεν υπάρχει καμία πολιτική δύναμη που να θέλει, να μπορεί και να γνωρίζει τι πρέπει να κάνει. Με μόνη εξαίρεση το ΚΚΕ που θέλει, αλλά μάλλον δεν γνωρίζει και, επειδή είναι αδύναμο για κάτι τέτοιο, δεν μπορεί. Το ρόλο των υπολοίπων πολιτικών δυνάμεων στο συγκεκριμένο ζήτημα περιγράψαμε παραπάνω. Κατά τα λοιπά, όλες συλλήβδην είναι σαν κάρο με πατάτες που πάει χωρίς ζώο κι αγωγιάτη αργά προς τα κάτω τον ανεπαίσθητα ελαφρύ κατήφορο.

Μόνη και δύσκολη λύση η έξοδος

Η μόνη λύση είναι η έξοδος της χώρας από την ΕΕ και το ευρώ. Δεν νοσταλγήσαμε ξαφνικά τη δραχμή. Όμως, όταν ο Σημίτης μάς έβαλε στο ευρώ, μας είπε μόνον ότι τώρα πλέον δεν θα χρειάζεται να ανταλλάσσουμε δραχμές με ξένο συνάλλαγμα όταν ταξιδεύουμε στην Ευρώπη. Δεν μας είπε ότι δεν θα έχουμε Κεντρική Τράπεζα και δεν θα μπορούμε να ασκούμε νομισματική πολιτική. Αυτόν τον καιρό, για παράδειγμα, η ΕΚΤ, που είναι και Κεντρική Τράπεζα της χώρας μας, ασκεί σ’ όλες τις χώρες της Ευρωζώνης χαλαρή νομισματική πολιτική, αγοράζει δηλαδή ομόλογα αυτών των χωρών και αυξάνει την ποσότητα χρήματος που κυκλοφορεί σ’ αυτές –με εξαίρεση τη χώρα μας. Μια άλλη συνέπεια θα δούμε αμέσως. Μια συνέπεια που προκύπτει σε περίπτωση που μας αποβάλουν από την Ευρωζώνη ή που εμείς βγούμε απ’ αυτήν. Αλλά ποιος νοιαζόταν για αυτά! Σημαντικό ήταν ότι ο Σημίτης αισθανόταν ακόμη πιο Ευρωπαίος απ’ ό,τι ο Καραμανλής. Το Κατάκολο πιο ευρωπαϊκό από το Κιούπκοϊ.

Ήδη από το 2009 είχαμε εκφράσει την ανάγκη να βγούμε από την Ευρωζώνη και την ΕΕ. Το μεγάλο πρόβλημα που ανακύπτει όμως για τη χώρα μας με την έξοδό της από το ευρώ, είναι το εξής: το δημόσιο χρέος είναι χρέος σε ευρώ. Για τη εξυπηρέτησή του, δηλαδή για την ετήσια πληρωμή των τοκοχρεολυσίων, η χώρα θα πρέπει να βγαίνει στις αγορές ν’ αγοράσει με δραχμές μεγάλα ποσά ευρώ (ένα ακραίο παράδειγμα: σ’ ένα από τα αμέσως επόμενα χρόνια με ένα εθνικό προϊόν γύρω στα 180 δισ. ευρώ θα χρειαστούμε για τοκοχρεολύσια 28 δισ. ευρώ!) με συνέπεια, πρώτον, η δραχμή να υποτιμάται μάλλον συνεχώς και, δεύτερον, λόγω αυτής ακριβώς της υποτίμησης το δημόσιο χρέος σε δραχμές να αυξάνεται αντιστοίχως συνεχώς –απόλυτα και ως ποσοστό του εθνικού προϊόντος. Ούτε να το σκέφτεται κανείς το πράγμα!

Πριν την έξοδο της χώρας από την ΕΕ και το ευρώ, θα έπρεπε λοιπόν να διαπραγματευθεί κανείς με τους πιστωτές τη μετατροπή του χρέους από ευρώ σε δραχμές, για να αποφύγει τις παραπάνω συνέπειες. Ή, διαφορετικά ειπωμένο, να διαπραγματευθεί όσον αφορά την αποπληρωμή του χρέους μια σταθερή ισοτιμία μεταξύ δραχμής και ευρώ.

Απαραίτητο το μορατόριουμ

Συγχρόνως θα έπρεπε να διαπραγματευτεί με τους πιστωτές ένα μορατόριουμ, δηλαδή μια στάση πληρωμών. Η ισοτιμία μεταξύ ευρώ και δραχμής για τη μετατροπή του χρέους από ευρώ σε δραχμές, η διάρκεια και οι λοιποί όροι του μορατόριουμ, καθώς επίσης το ζήτημα ποιο από τα δύο ζητήματα είναι σκόπιμο να διαπραγματευθεί κανείς πρώτο ή αν είναι σκόπιμο να τεθούν και τα δύο ταυτόχρονα για διαπραγμάτευση, είναι θέματα που πρέπει προηγουμένως να μελετήσουν επισταμένως διπλωμάτες, ειδικοί νομικοί και οικονομολόγοι και όποιοι άλλων ειδικοτήτων θεωρηθούν αναγκαίοι και όχι όσον αφορά το ίδιο το πράγμα ντιλετάντηδες πολιτικοί ή κατ’ επιθυμίαν ή κατ’ ανάθεσιν πολιτικοί. Περιττό να τονίσουμε ότι οι, ευτυχώς, στο μεταξύ απομείνασες χωρίς ανάσα περί επαχθούς, ειδεχθούς κ.τ.λ. χρέους ανοησίες δεν έχουν τίποτα να συμβάλουν σε μια τέτοια λύση.

Αλλά ακόμη κι αν επιτυγχανόταν μια τέτοια λύση, μη νομίσετε πως θα έχουν λήξει τα δεινά, πως θα βρεθούμε αυτομάτως στην προ του 2009 κατάσταση. Όχι! Η κατάσταση θα είναι η ίδια η σημερινή, μόνο που θα μπορούμε πλέον να την αντιμετωπίσουμε με ανεξαρτησία και έχοντας, με το μορατόριουμ, κερδίσει μια ορισμένης διάρκειας περίοδο χάριτος όσον αφορά την εξυπηρέτηση του δανείου –μια περίοδο που πρέπει να χρησιμοποιήσουμε για να αποκαταστήσουμε τις καταστροφές των μνημονίων και να οργανώσουμε την οικονομία και την ανάπτυξή της.

 

 

* Ο Γιώργος Σταμάτης διετέλεσε καθηγητής Οικονομικής Θεωρίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

 

 

 

To κείμενο, που στάλθηκε στο mail του ιστολογίου, δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Εποχή

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *