Προλεγόμενα μιας κοινωνιολογίας της ελληνικής Αριστεράς

 

Προλεγόμενα μιας κοινωνιολογίας της ελληνικής Αριστεράς

 

Καθώς υπάρχει  μεγάλη σύγχυση για το ποιος είναι αριστερός, αφού και ο ΣΥΡΙΖΑ αυτοπροσδιορίζεται ως Αριστερά, θα προτείναμε μια κοινωνιολογική προσέγγιση της Αριστεράς επισημαίνοντας εν πρώτοις πως αυτή συνιστά ένα διαταξικό μόρφωμα (και πολιτισμικό) θεματοποιώντας κυρίως ζητήματα στη σφαίρα αναπαραγωγής, δηλαδή στη σφαίρα κυκλοφορίας των αγαθών (κατανομή, κατανάλωση, τρόποι ζωής κ.λπ.), περιορισμένα όμως στη σφαίρα παραγωγής του κοινωνικού πλούτου.

Να υπενθυμίσουμε, για να κατανοήσουμε καλύτερα το ιδεολογικό-θεωρητικό υπόβαθρο της Αριστεράς, ότι το πολιτικό στοιχείο, η κατανομή και η κατανάλωση με τους συνακόλουθους τρόπους ζωής που διαπερνούν την προγραμματική της Αριστεράς, συνιστούν τον κεντρικό πυρήνα βεμπεριανών μεθοδολογιών (M. Weber) για το κοινωνικό υποκείμενο. Αντίθετα στη μαρξι(στι)κή μεθοδολογία το κοινωνικό υποκείμενο ορίζεται σύμφωνα με τη σχέση και τη θέση στο σύστημα παραγωγής και οργάνωσης της εργασίας. Συνεπώς άλλα κοινωνικά υποκείμενα μας δίνει, όσον αφορά την ποιότητα της δράσης και τη σφαίρα παρέμβασης, η  μία μεθοδολογία και άλλα η άλλη. Εκ των πραγμάτων μια τέτοια μεθοδολογική διαφοροποίηση καθιστά διακριτή την Αριστερά ως πολιτικό και κοινωνικό μόρφωμα, καθώς προσδιορίζεται τόσο η κοινωνική της βάση, επομένως και το κοινωνικό υποκείμενο, όσο  και τι μπορεί να κάνει.

Στην ελληνική κοινωνία η Αριστερά ταυτίστηκε πρωτίστως με το ΕΑΜ, μια πατριωτική-λαϊκή συμμαχία της εργατικής τάξης με τα μικροαστικά και αγροτικά στρώματα και τους διανοούμενους, στην οποία συμμετείχαν και αστοί, και δευτερευόντως με την ΕΔΑ. Και στις δύο περιπτώσεις ο ρόλος του Κομμουνιστικού Κόμματος (ΚΚΕ) υπήρξε καθοριστικός ειδικά στη σύμπηξη της εαμικής συμμαχίας. Εντούτοις σε καμία περίπτωση δεν ετέθη ποτέ, ούτε στην περίπτωση του ΕΑΜ, πολύ δε περισσότερο της ΕΔΑ, ζήτημα αλλαγής του κοινωνικού καθεστώτος. Τα  ζητήματα που τέθηκαν αφορούσαν την απελευθέρωση της χώρας (ή την ιμπεριαλιστική εξάρτηση) και το πολιτικό ζήτημα (δημοκρατική εξέλιξη, πολιτειακό κ.λπ.), περιορισμένα δε και η ανακατανομή του κοινωνικού πλούτου. Αλλά ούτε και αλλού, ας πούμε στη Γαλλία με το Λαϊκό Μέτωπο (1936), στην Χιλή με την Λαϊκή Ενότητα (1970), πόσο μάλλον με την «πληθυντική Αριστερά» στη Γαλλία (1997) ή την κυβέρνηση Συνασπισμού-Νέας Δημοκρατίας κ.λπ. στην Ελλάδα (1989), όπου η Αριστερά (με την συμμετοχή μάλιστα των κομμουνιστικών κομμάτων) σχημάτισε κυβέρνηση, τέθηκαν ζητήματα οργάνωσης της εργασίας και παραγωγής του κοινωνικού πλούτου.

Σε μεγάλο βαθμό η Αριστερά στη χώρα μας φέρνει μαζί της ακόμη και σήμερα την αύρα του ΕΑΜικού εγχειρήματος. Μιας πατριωτικής-λαϊκής συμμαχίας (προέκταση των ενιαίων μετώπων της Κομμουνιστικής Διεθνούς) που έβγαλε όμως,  όπως γνωρίζουμε με αμηχανίες, αναβλητικότητες και λάθη, επειδή περιθωριοποιήθηκε το ταξικό στοιχείο, στην υποχώρηση. Κιόλας με την έναρξη του Εμφυλίου, όταν το ζήτημα της εξουσίας τέθηκε σε ταξική βάση, μέρος των αστικών και μεσαίων στρωμάτων άρχισαν να αποστασιοποιούνται ενώ ένα άλλο μέρος των διανοουμένων μπαίνει σ’ ένα κύκλο «εσωστρέφειας» και εσωτερικής αναζήτησης. 

Από εδώ αντλεί τη νομιμοποίησή της η Αριστερά και αυτή την παράδοση (εαμογενή/διαταξική) προβάλλουν από τη δεκαετία του ΄80, ΠΑΣΟΚ, Συνασπισμός, ΣΥΡΙΖΑ κ.ά., βάζοντας σε παρένθεση τον Εμφύλιο. Βεβαίως χωρίς τον Εμφύλιο η Αντίσταση μπορεί να νοηματοδοτηθεί εκ νέου και να γίνει Εθνική Αντίσταση για να χωρέσουν όλοι, ενώ η «δομή», εν προκειμένω το Κομμουνιστικό Κόμμα, και η κομματική οργάνωση (ως οργανωσιακός πόρος) που δημιούργησαν το ΕΑΜ, γίνονται αντικείμενο κριτικής για δογματισμό και μονολιθικότητα, κυρίως από διανοουμένους που εμφορούνταν από υπαρξιακές-υπαρξιστικές  ανησυχίες. Μια τέτοια νοηματοδότηση διευκόλυνε επίσης την «επανένταξη» και κοινωνική ανέλιξη μικροαστικών και μεσαίων στρωμάτων που είχαν ενταχθεί στο ΕΑΜ. Με δεδομένη την πολιτική καταστολή του ΚΚΕ αλλά και της εαμικής Αριστεράς (εκτελέσεις, βασανιστήρια, εξορίες, εκτοπισμοί κ.λπ.) και την πολιτική ανελευθερία, έκλεινε και ο δημόσιος χώρος ως πεδίο προβληματισμού και κοινωνικής αναγνώρισης γι’ αυτά τα στρώματα.  Εδώ αξίζει να σημειώσουμε την «προώθηση» με το καράβι Ματαρόα εκατοντάδων νέων επιστημόνων, καλλιτεχνών κ.ά., οι περισσότεροι από τους οποίους είχαν συμμετάσχει στην ΕΠΟΝ, στη Γαλλία (1945) με ότι αυτό συνεπάγονταν για την έκβαση της κατάστασης στην Ελλάδα αλλά και για την ελληνική κοινωνία συνολικά.

Συνεπώς  για τα στρώματα που ήταν φορείς μορφωτικού κεφαλαίου και τίτλων σπουδών, περισσότερο δε για τους διανοούμενους, μοναδικό πεδίο  τακτοποίησης βιογραφικών ασυνεχειών και εξαιτίας της πολιτικής τους εμπλοκής αλλά και της ανάγκης δόμησης διακριτής ταυτότητας παρέμενε ο κοινωνικός «ερημητισμός». Κάτι σαν την «αριστερή μελαγχολία» (W. Benjamin), όπως αποτυπώθηκε εξάλλου στην «ποίηση της ήττας» και στον κοινωνικό πεσιμισμό (υπαρξισμό κ.λπ.). Να τονίσουμε εδώ ότι αυτά τα μικροαστικά ρεύματα κοινωνικής σκέψης, εμφανίστηκαν στη χώρα μας με προοδευτικό πρόσημο.

Στοιχεία αυτού του «ερημητισμού» και αυτής της «αριστερής μελαγχολίας» εντοπίζονται σε αρκετά  λογοτεχνικά κείμενα της περιόδου (όπως, λόγου χάρη, Το Κιβώτιο κ.ά.), που ακουμπώντας σ’  ένα αισθητικό μοντερνισμό παίρναν απόσταση από την «στρατευμένη» τέχνη, αμφισβητώντας επίσης, -έχοντας βιώσει την «ήττα» πρωτίστως υπαρξιακά και όχι πολιτικά-, την κομματική οργάνωση, επομένως και την αναγκαιότητα της ταξικής δράσης. Καθόλου συμπτωματικό πως οι περισσότεροι από αυτούς τους διανοούμενους τάχτηκαν στη διάσπαση του ΚΚΕ το 1968, με το ΚΚΕ-εσωτερικού. Η αμφισβήτηση της ηθικής ηγεμονίας της Αριστεράς «εκ των έσω», καταδείκνυε «πως όλοι το ίδιο είναι», από τη μια, προετοίμαζε, μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού, το κλίμα και για τη «φυσική ήττα της Αριστεράς» (βλ. Βαλτινός, Η κάθοδος των εννέα κ.ά.), από την άλλη. Και όλα αυτά παρόλο που ήταν ολοφάνερο πως χωρίς το Κόμμα-«δομή», τα εργατικά και λαϊκά στρώματα δεν θα μπορούσαν ποτέ να γίνουν από αντικείμενο υποκείμενο της ιστορίας και να μπουν στο προσκήνιο της ιστορίας.

Δεν είναι στις προθέσεις μας να απαξιώσουμε ανησυχίες και προβληματισμούς που διακατείχαν κοινωνικά στρώματα και κοινωνικές ομάδες αλλά να κατανοήσουμε τις κοινωνικές και ιδεολογικο-πολιτισμικές προκείμενες που συγκροτούν την Αριστερά. Σε κάθε περίπτωση τα μεσαία στρώματα που η δεκαετία του ΄60 έφερε μαζί της (βλ. εκπαιδευτικοί, καλλιτέχνες, εκδότες, όμιλοι προβληματισμού, ελεύθεροι επαγγελματίες κ.ά.) κάθε άλλο παρά θα μπορούσαν να απεμπολήσουν τις ευκαιρίες κοινωνικής ανέλιξης που προσέφερε η ανάπτυξη του κρατικού τομέα (δημόσιες υπηρεσίες, εκπαίδευση, υγεία κ.λπ.). Ο τριπλασιασμός του φοιτητικού πληθυσμού μέσα  σε μια δεκαετία (για να φτάσει το 1967 τις 76.000 φοιτητές), λόγου χάρη, δείχνει τις αυξανόμενες ανάγκες του δημόσιου τομέα για επιστημονική στελέχωση αλλά και τις πολλές ευκαιρίες απασχόλησης και ανέλιξης που προσφέρονταν.

Το γεγονός αυτό επιφυλάσσει στο εξής στο φοιτητικό κίνημα (μια διαταξική κοινωνική κατηγορία), ένα ιδιαίτερο κοινωνικό ρόλο. Αυτό γίνεται ο φορέας νεωτεριστικών αντιλήψεων για τη ζωή (αυτοπροσδιορισμός, σεξουαλική έκφραση κ.λπ.) αλλά και νέων καταναλωτικών προτύπων (μουσικές υποκουλτούρες, ομάδες σινεφίλ, χόμπι κ.λπ.). Δίνοντας αυτά τα στρώματα προτεραιότητα στην αυτονομία, στην «διάκριση» και στην «αισθητική», όπως το αναλύει ο νεοβεμπεριανός P. Bourdieu, αυτά ασφυκτιούσαν στη συλλογικότητα της κομματικής οργάνωσης με τον συνακόλουθο αυστηρό καταμερισμό εργασιών, αναζητώντας και εξαιτίας της εργασίας του σε ημι-αυτόνομα περιβάλλοντα, πιο «χαλαρές» μορφές πολιτικής δράσης.

Αντίθετα σε άλλες χώρες (βόρειας και δυτικής Ευρώπης)  με πιο ομοιογενή ταξική δομή, και περιορισμένη παρουσία μικροαστικών στρωμάτων, η εργατική τάξη εκφράστηκε με σοσιαλδημοκρατικά (ή εργατικά) κόμματα, υποστηρίζοντας τις μεταρρυθμίσεις (ρεφορμισμός). Από την άλλη η «Νέα Αριστερά», που εμφανίστηκε (μετά το 1968), η κινηματική-πολιτισμική Αριστερά, θεματοποιεί πάλι προνομιακά διαταξικά ζητήματα (αυτονομία, ποιότητα ζωής, οικολογία, χώρος, έμφυλη και σεξουαλική καταπίεση   κ.λπ.), δηλαδή ζητήματα που αφορούν στη σφαίρα αναπαραγωγής της κοινωνίας, και όχι ταξικά.

Ωστόσο η ανάδειξη στοιχείων της κοινωνικής βιογραφίας αυτών των στρωμάτων, όπως αποτυπώθηκε με την πολιτική τους ένταξη στην Αριστερά, και επιχειρούμε εδώ, θέλει περισσότερο να υποδείξει τις πεπερασμένες δυνατότητες παρέμβασης αυτών των στρωμάτων στο σύστημα παραγωγής, -αυτά συγκροτούνται στη σφαίρα κυκλοφορίας και αναπαραγωγής-, και όχι να μειώσει τη σημαντική συνεισφορά αυτών των στρωμάτων αλλά και των αντίστοιχων πολιτικών κομμάτων (ΚΚΕ-εσωτερικού, Ανανεωτική Αριστερά, Συνασπισμός κ.λπ.) στη θεματοποίηση και ανάδειξη πλευρών του εποικοδομήματος (έμφυλη καταπίεση, δικαιώματα μειονοτήτων κ.λπ.).

Εξάλλου, όπως στην κοινωνική και πολιτισμική διαμαρτυρία του ΄68  (Μάης του ΄68) αρθρώθηκε ένας «λόγος» που ερχόταν να νομιμοποιήσει νέους τρόπους ζωής και πολιτικής δράσης (βλ. νέα κοινωνικά κινήματα), εμπεδώνοντας ένα νέο εργασιακό ήθος («μεταφορντισμός» κ.λπ.) και διευρύνοντας ευκαιρίες και πρακτικές κατανάλωσης για τα μεσαία στρώματα που η αναδιάρθρωση της παραγωγής δημιουργούσε, έτσι και στην ελληνική κοινωνία οι νεωτεριστικοί τρόποι ζωής με τις αντίστοιχες καταναλωτικές πρακτικές (μουσικές, ενδυματολογικές, εκφραστικές κ.ο.κ.)  με φορείς τα μεσαία στρώματα και κατ’ εξοχήν προνομιακό πολιτικό εκφραστή την πολιτισμική-ανανεωτική Αριστερά  όφειλε να καταστήσει συμβατές πλευρές του εποικοδομήματος με την «βάση» της κοινωνίας.

Ενδεχομένως και υπό την επίδραση των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων αλλά και του αντιπολεμικού κινήματος των δεκαετιών του ΄60 και ΄70 να δόθηκε  ιδιαίτερη έμφαση στον αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό (Αλγερία, Κογκό, Βιετνάμ, Κούβα κ.λπ.) και να παραγνωρίστηκε ο αντικαπιταλιστικός αγώνας. Εδώ αναφέρονται κάποιες προσεγγίσεις  που θεωρούν ακόμη και σήμερα την Ελλάδα μια εξαρτημένη χώρα ή μια  «αποικία χρέους». Εντούτοις αυτές είναι αναπαραγωγή των «εθνικοαπελευθερωτικών θέσεων» του ΠΑΣΟΚ του ΄80 που μιλούσε για την εξάρτηση της χώρας από τον «ξένο παράγοντα». Η μεθοδολογική ανεπάρκεια αυτών των θεωρήσεων («Θεωρίες της εξάρτησης») έγκειται στο ότι αποδίδουν «την κακιά μοίρα» της χώρας, όχι στις σχέσεις εκμετάλλευσης (εγγενείς παράγοντες) που φωλιάζουν στη σφαίρα παραγωγής (όπου παράγεται και ιδιοποιείται ο κοινωνικός πλούτος) αλλά στην «άνιση ανταλλαγή» στη σφαίρα κυκλοφορίας  (εμπόριο, ασύμμετρες σχέσεις εξουσίας κ.λπ.) (εξωγενείς παράγοντες).

Ωστόσο αυτή η θέση είναι αβάσιμη, καθώς η ελληνική αστική τάξη (ή μερίδες της) αφού καρπώθηκε για δεκαετίες το κοινωνικό υπερπροϊόν (απλήρωτη εργασία, ασφαλιστικά αποθέματα, δημόσια αγαθά κ.λπ.) προσέφυγε, αφού δεν κατέβαλε ούτε «σάλιο» για τη λειτουργία του κράτους, στα μνημόνια. Μόνο με αυτό τον τρόπο θα μπορούσε να νομιμοποιήσει εκ νέου τη βίαιη μεταφορά πόρων και μέσων από τα εργατικά και λαϊκά στρώματα προς τα πάνω, από τη μια, και την διάνοιξη κερδοφόρων πεδίων για τα λιμνάζοντα κεφάλαια (αύξηση της απλήρωτης εργασίας), από την άλλη.

Εξάλλου με την αναδιάρθρωση της παραγωγής και τις συνεπαγόμενες αλλαγές στην ταξική διάρθρωση της ελληνικής κοινωνίας έχουν αλλάξει και τα κοινωνικά δεδομένα (διεύρυνση της προλεταριακής συνθήκης, γενίκευση της μισθωτοποίησης, συρρίκνωση των μικροαστικών στρωμάτων κ.λπ.). Πάνω από το 80% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού ήταν, το 1914, μισθωτοί εργαζόμενοι ενώ το 56% ανήκε στην εργατική τάξη. Το γεγονός αυτό σχετικοποεί τις σχέσεις εξάρτησης της χώρας αναδεικνύοντας σε καθοριστικό παράγοντα τον εκμεταλλευτικό πυρήνα των κοινωνικών σχέσεων (παραγωγή και απόσπαση υπεραξίας). Επομένως το ζητούμενο δεν είναι μια πατριωτική-κοινωνική συμμαχία αλλά η σφυρηλάτηση της κοινωνικής συμμαχίας της εργατικής τάξης με την ευρύτερη τάξη των μισθωτών (καθώς δεν είναι όλοι οι μισθωτοί,  εργάτες) και τα λαϊκά στρώματα (φτωχοί αγρότες, μικροαστικά στρώματα κ.ά.).

Στο άνοιγμά της  αυτή η συμμαχία θα συνδέσει τις διαφορετικές καταστάσεις της μισθωτής εργασίας, αφού η «νέα» εργατική τάξη, δεν κινείται μόνο σε βιομηχανικές και χειρωνακτικές εργασίες, αλλά και σε διαφορετικά εργασιακά περιβάλλοντα (διανοητική εργασία, ημι-αυτόνομη εργασία κ.λπ.) απόρροια του αναβαθμισμένου μορφωτικού και πολιτισμικού επιπέδου του «συλλογικού εργάτη». Σε κάθε περίπτωση η σύμπηξη και η σφυρηλάτηση αυτής της κοινωνικής συμμαχίας, δεν είναι υπόθεση του «πλήθους» (όπως διατείνεται ο A. Negri κ.ά.), αλλά  προϋποθέτει την αυτοτελή πολιτική οργάνωση της εργατικής τάξης. Είναι δηλαδή υπόθεση του  πολιτικού της υποκείμενου.

Η αυτοτελής πολιτική οργάνωση της εργατικής τάξης επιβάλλεται επιπρόσθετα, καθώς γνωρίζουμε πια από πρώτο χέρι την αξιοπιστία ευκαιριακών μορφωμάτων  του «πλήθους» («αγανακτισμένοι», «πλατείες», «όρθιοι» κ.λπ.) και των ενικών τρόπων δράσης. Γνωρίζουμε επίσης  πως η κινηματική δράση με τους ακτιβιστές και τους «εθελοντές», αφού συνέβαλλαν μέσα από μια σοσιαλφιλελεύθερη κριτική στη δυσφήμηση του Δημοσίου ως παραγωγού αξιών χρήσης και στην εμπορευματοποίηση των δημόσιων αγαθών, ανέλαβαν στη συνέχεια  ως μάνατζερ και φιλάνθρωποι γενναιόδωρα πακέτα από εθνικούς και κοινοτικούς πόρους (ΜΚΟ, εθελοντικές οργανώσεις κ.λπ.). Ούτε μπορεί να αφεθεί το κοινωνικό ζήτημα στους ευκαιριακούς σχηματισμούς της Αριστεράς, όπως καταδεικνύει η περίπτωση ΣΥΡΙΖΑ. Από την άλλη οι αυθόρμητες και αγοραίες πρακτικές του «πλήθους» και οι «αυτόνομες» μορφές δράσης δικαιώνουν εκείνους που μιλούσαν για απολίτικο, ή μάλλον για «πολιτικό» κίνημα που αποσκοπούσε στο να αποτρέψει τη μετεξέλιξη της τάξης των εργαζομένων, από αντικείμενο, σε πολιτική δύναμη (υποκείμενο).

Συνεπώς η αυτοτελής πολιτική οργάνωση της εργατικής τάξης, εφόσον συμφωνήσουμε ότι οι κοινωνικές σχέσεις είναι σχέσεις εκμετάλλευσης, είναι ο μόνος τρόπος να εκφραστεί η σχέση ταξικής θέσης και ταξικής συνείδησης και να προσδιοριστούν επομένως τρόποι δράσης και το εύρος των κοινωνικών συμμαχιών. Εφόσον όμως αποσυνδέσουμε την ταξική συνείδηση (τοποθέτηση) από την ταξική θέση (όπως ο Ν. Πουλαντζάς) τότε μπορούμε να αναζητήσουμε το κοινωνικό υποκείμενο στη σφαίρα αναπαραγωγής και κατανάλωσης (M. Weber, H. Marcuse, A. Touraine, P. Bourdieu, E. Wright κ.ά.) ή στη συγκυρία («πλήθος», «αγανακτισμένοι», «όρθιοι» κ.ά.), δηλαδή  στο τυχαίο και το συμπτωματικό.

Με βάση την κοινωνική βάση και τον προγραμματικό λόγο προσδιορίσαμε παραπάνω τον κοινωνικό και πολιτικό χώρο της Αριστεράς. Δεν νομίζουμε  πως βοηθάει στην κοινωνική ανάλυση να βλέπουμε τις κοινωνικές σχέσεις ως προσωπικές σχέσεις ή μέσα από ηθικισμούς (αμοραλιστές, «πουλημένοι», «προδότες» κ.λπ.). Αν κάποια κοινωνικά στρώματα, πρωτίστως μεσοαστικά και μκροαστικά στρώματα, έτρεφαν αυταπάτες πως μέσω της ψήφου θα επανέρχονταν στην κατάσταση προ της κρίσης, με τον ΣΥΡΙΖΑ να τις αναπαράγει, αυτό είναι, με υποκειμενικούς όρους,  αναξιοπιστία. Ωστόσο η ελληνική κοινωνία διαθέτει τη γνωστική επάρκεια να αξιολογεί την αξιοπιστία των πολιτικών προγραμμάτων, ακόμη και της Αριστεράς, ενώ στη συγκεκριμένη περίπτωση γνώριζε ότι οι επιθυμίες του εκλογικού σώματος, όπως αποτυπώθηκαν στις εκλογικές νίκες του ΣΥΡΙΖΑ, δεν θα μπορούσαν να έχουν αποτέλεσμα, καθώς οι δυνατότητες παρέμβασης των εκλογέων-πολιτών στη σφαίρα παραγωγής, εκεί που δημιουργείται το πρόβλημα (οργάνωση της εργασίας και της παραγωγής), είναι εξ’ αντικειμένου πεπερασμένες, πόσο μάλλον όταν πρόκειται για κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου, ανεξάρτητα αν αυτή παίρνει και τη μορφή κρίσης υποκατανάλωσης. Και αυτό γιατί, όπως μας δείχνει η ιστορική εμπειρία, ας πούμε ακόμη και ένα κεϋνσιανό πρόγραμμα, προϋποθέτει μια ευρύτερη κοινωνική συμμαχία (φορντισμός), ή τέλος πάντων τη «συναίνεση» εκείνων που συγκροτούνται ως υποκείμενα στο σύστημα παραγωγής, εκεί  που παράγεται ο κοινωνικός πλούτος, δηλαδή της εργατικής τάξης.

Σε αυτές τις συνθήκες αναμενόμενη ήταν επίσης η απογοήτευση και η παθητικοποίηση της κοινωνίας, -σύμφυτο της «ψυχολογίας» μεσαίων και μκροαστικών στρωμάτων- καθώς μια στοιχειώδης εκλογίκευση της κατάστασης, θα έδειχνε από την αρχή το ανέφικτο των εξαγγελιών. Συνεπώς το κρίσιμο της υπόθεσης δεν είναι αν ο ΣΥΡΙΖΑ εξαπάτησε «συνειδητά» ή όχι το εκλογικό σώμα. Όχι πως δεν επωφελούνται κάποιες κοινωνικές ομάδες από τη νομή της εξουσίας, πόσο μάλλον όταν αυτοί που γνώριζαν «απ’ έξω και ανακατωτά» τις θεωρίες της εξουσίας, και τον M. Φουκώ, όπως είναι τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, και αυτοπροσδιορίζονταν χρόνια τώρα ως αντιεξουσιαστές, χρησιμοποιούν με «παραγωγικό» τρόπο την εξουσία. Πάλι όμως αυτό είναι δευτερεύων. Το πρωτεύον, το κρίσιμο, είναι ο πολιτικός βολονταρισμός που χαρακτηρίζει στρατηγικά την Αριστερά αλλά και την Σοσιαλδημοκρατία γενικά και αποκόβει το κοινωνικό ζήτημα από την ταξική πάλη, αποκόβει δηλαδή την πολιτική αντιπαράθεση από την οικονομικο-ταξική του βάση, αντιμετωπίζοντας τους εργαζόμενους ως πολίτες (διαταξικά) και όχι ως ταξικά υποκείμενα.

 

γράφει ο Θανάσης Αλέξιου

Καθηγητής Κοινωνιολογίας/Πανεπιστήμιο Αιγαίου

αναδημοσίευση από Ατέχνως

 

via

radical marxism

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *