Τα κατά συνθήκη ψεύδη της αστικής πολιτικής

του Χρήστου Μιάμη

Η συγκεκριμένη τοποθέτηση, εκκινά από την θέση αρχής ότι κάθε εκδοχή πολιτικής που εντάσσεται είτε στα ιστορικά δοσμένα πλαίσια της σοσιαλδημοκρατίας, είτε τοποθετείται στο πεδίο μιας νέας σοσιαλδημοκρατίας αριστερής προέλευσης, αποτελεί εκδοχή της αστικής πολιτικής στο βαθμό που αποδέχεται τα πυρηνικά στοιχεία που συγκροτούν τη τελευταία, είτε σε επίπεδο πολιτικής περιόδου είτε σε μακροϊστορικό επίπεδο. Από αυτή την σκοπιά αποτελεί θεσμική πλευρά, και οργανική έκφραση των «κατά συνθήκη ψευδών» της αστικής πολιτικής.

1. Η κρίση ως αναπόσπαστο στοιχείο του καπιταλιστικού συστήματος

Το βασικό, το κυρίαρχο διακύβευμα της περιόδου, αφορά καταρχήν στο να αναλυθεί η ουσία , ο χαρακτήρας της καπιταλιστικής κρίσης, που βιώνεται με πρωτοφανή ένταση στην Ελλάδα, αλλά που βεβαιότατα αφορά με διαφορετικές μορφές και εκφάνσεις, σχεδόν το σύνολο του καπιταλιστικού κόσμου. Από την αρχή της κρίσης το 2008, υπήρξε μια έντονη διάθεση τόσο από την αστική πολιτική, τα διάφορα think tanks, αλλά και από πολλές εκφορές σοσιαλδημοκρατίας τόσο παλαιές όσο και νέες, να χαρακτηρισθεί και κυρίως να περιχαρακωθεί η καπιταλιστική κρίση στο «τρίγωνο των βερμούδων» που καθορίζονταν από τους πυλώνες του Χρέους, του Καζίνο-καπιταλισμού και την χρηματοπιστωτική φρενίτιδα που αυτός προκαλεί, και από την προτεινόμενη ίαση της επιστροφής σε έναν ιστορικά ανανήψαντα νεοκεϋνσιανισμό που θα ερχόταν να θεραπεύσει τις ανωμαλίες μιας λανθάνουσας και παραφύσει καπιταλιστικής λοξοδρόμησης.

Μια πρώτη ματιά στα τεκταινόμενα στον κόσμο του κεφαλαίου θα μας αποδείξει, τον πραγματικά εντυπωσιακό τρόπο με τον οποίο οι αστοί, κεφαλαιοκράτες και πολιτικό προσωπικό, καμώνονται τους έκπληκτούς από την έλευση της παρούσας, σε πλήρη εξέλιξη καπιταλιστικής κρίσης. Σαν να μην είναι οι κάθε ποιότητας και έντασης κρίσεις οργανικό στοιχείο του καπιταλιστικού συστήματος, σαν να μην αποτελούν νομοτελειακά κοινωνικά και οικονομικά Συμβάντα*, σύμφυτα με τους όρους λειτουργίας του συστήματος. Σαν να μην προϋπήρξαν καπιταλιστικές κρίσεις τόσο στο πρόσφατο όσο και στο μακρύτερο παρελθόν, που συντάραξαν συθέμελα τους πυλώνες του συστήματος και οδήγησαν εκατομμύρια εργαζόμενους στην φτώχεια, στην εξαθλίωση και στον θάνατο, καθώς αποτέλεσαν βορά στις πολεμικές συρράξεις των αστικών τάξεων.

Γιατί άραγε επιχειρείται να δοθεί μια εικόνα , απρόσμενης ιστορικής ανωμαλίας που θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί, αν δεν είχε επιλεχθεί ένα μοντέλο φρενήρη, σχεδόν «μισότρελου» καπιταλισμού που διαλύει τα πάντα στο πέρασμά του αδιαφορώντας για τις συνέπειες; Γιατί άραγε επιχειρείται να στοιχειοθετηθεί μια επιχειρηματολογία, σύμφωνα με την οποία, υπάρχει τρόπος επιστροφής σε έναν ανθρώπινο, φιλολαϊκό, κοινωνικά «στοργικό» καπιταλισμό; Γιατί εν τέλει, προωθείται με αιχμή σοσιαλδημοκρατικές και αριστερές αντιλήψεις η εμμονή στο να ασχοληθούμε με τα συμπτώματα της καπιταλιστικής κρίσης – όπως είναι το χρέος ή το νόμισμα ή ακόμα και η ύφεση- και όχι με τα γενεσιουργά αίτια πρόκλησης μιας πραγματικά ιστορικής καπιταλιστικής κρίσης;

Είναι σαφές ότι οι καπιταλιστές, δεν είναι δυνατόν να παραδεχθούν ανοικτά ότι το καπιταλιστικό σύστημα ως ολότητα σε κάθε του εκδοχή, είναι αδύνατον να αποφύγει τους κρισιακούς σπασμούς του, καθώς μια τέτοια παραδοχή θα άνοιγε τον δρόμο , έστω πρωτόλειας συζήτησης για τις αιτίες των καπιταλιστικών κρίσεων. Αντί για αυτή την συζήτηση λοιπόν οι καπιταλιστές προτιμούν και δικαίως – ποιος μπορεί να τους ψέξει; – καταρχήν να παριστάνουν τους έκπληκτούς και στην συνέχεια να ξεκινούν την «εναγώνια» αναζήτηση τρόπων και μεθόδων διόρθωσης της λανθασμένης πορείας. Πότε ανακαλύπτουν τον φταίχτη στο «άναρχο» χρηματοπιστωτικό σύστημα, πότε ανακαλύπτουν τον φταίχτη στα διάφορα golden boys, που το… διασκέδασαν πέραν των… ορίων, πότε στοχοποιούν ως φταίχτη τον κρατικό μηχανισμό ή την έλλειψη δημοσιονομικής πειθαρχίας που οδηγεί σε υπέρογκα χρέη. Δηλαδή δεν ευθύνεται αυτό καθαυτό το καπιταλιστικό σύστημα, αλλά οι διαχειριστικές αντιλήψεις που κάθε φορά επικρατούν και διαταράσσουν την αέναη καπιταλιστική νηνεμία. «Τις πταιει» λοιπόν ;

Η αλήθεια είναι ότι οι καπιταλιστές, το πολιτικό προσωπικό τους και το σύνολο των συνοδοιπόρων του αστικού κόσμου, συνειδητά αρνούνται να αναγνωρίσουν ως αιτία των καπιταλιστικών κρίσεων τον … καπιταλισμό. Δηλαδή την ίδια την ουσία, την δομή και την λειτουργία του. Κάτι τέτοιο άλλωστε θα αποτελούσε άρνηση του Είναι τους, ναρκοθέτηση του ιστορικού τους ρόλου. Ωστόσο αυτή τους η άρνηση, δεν μπορεί να αποτελέσει τροχοπέδη μιας καταφατικής παραδοχής ότι ο καπιταλισμός κυοφορεί στο εσωτερικό του όλα εκείνα τα στοιχεία, όλα εκείνα τα «καρκινικά κύτταρα» που καθιστούν αναπόφευκτη την Κρίση του. Όχι την πτώση του, όχι το επαναστατικό ξεπέρασμά του, αλλά την Κρίση του.

Ο καπιταλισμός είναι ένα επαναστατικό, δυναμικό σύστημα του οποίου η κυρίαρχη αντίθεση αφορά στο χάσμα ανάμεσα στην κοινωνικοποιημένη παραγωγή του πλούτου και στην ατομική ιδιοποίηση αυτού. Πρόκειται για ένα λαίμαργο και αδηφάγο σύστημα, που μόνο σε αέναη κίνηση επιδίωξης της μέγιστης κερδοφορίας μπορεί να επιβιώσει, να αναγεννηθεί και να ανανεώσει την κυριαρχία του. Αναγκασμένο να παράγει όλο και περισσότερο – με το μικρότερο δυνατό κόστος -, ώστε να πουλάει όλο και περισσότερο – με το μέγιστο δυνατό κέρδος – , για να μπορέσει να αναστρέψει την σε γενικές γραμμές πτώση του μέσου ποσοστού κέρδους του. Καθώς, ανεξάρτητα αν μεμονωμένοι καπιταλιστές εμφανίζουν αύξηση του μέσου ποσοστού κέρδους τους, η γενική τάση βαίνει μειούμενη, με αποτέλεσμα να κινητοποιείται το όλο των καπιταλιστικών δυνάμεων, ώστε να αντιστρέψει αυτή την τάση.

Εγκλωβισμένοι, λοιπόν, οι καπιταλιστές σε αυτόν τον κυκεώνα επιδίωξης της μέγιστης κερδοφορίας, οδηγούνται ολοένα και σε εκτενέστερη μεγέθυνση των παραγόμενων προϊόντων, επιτιθέμενοι με λύσσα στην εργατική δύναμη ώστε να αποσπάσουν το μέγιστο ποσό απόλυτης και σχετικής υπεραξίας, προκειμένου στην συνέχεια να πουλήσουν στους εργαζόμενους το προϊόν που οι ίδιοι έχουν παράξει, (πουλώντας όσο πιο φτηνά γίνεται την εργατική τους δύναμη), με το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος.

Ωστόσο, εδώ είναι που εμφανίζεται η θεμελιώδης αντίφαση, καθώς οι εργαζόμενοι δεν είναι σε θέση να απορροφήσουν το σύνολο του παραγόμενου πλούτου που τους πουλάνε οι καπιταλιστές, αφού στην φάση της παραγωγής αυτού του πλούτου έχουν υποστεί την μέγιστη συμπίεση της αγοραστικής τους δύναμης. Τότε λοιπόν οι καπιταλιστές βρίσκονται με μια τεράστια ποσότητα αδιάθετης παραγωγής, αδιάθετου πλούτου στα χέρια τους. Και φυσικά καθώς δεν είναι διατεθειμένοι να αυξήσουν τους μισθούς των εργατών, προχωρούν σε ένα νέο σχέδιο: Τους δανείζουν, ώστε οι τελευταίοι να πιστωθούν για να αγοράσουν τον πλούτο που αυτοί έχουν δημιουργήσει αλλά που χωρίς δανεισμό δεν μπορούν να αποκτήσουν καθώς οι καπιταλιστές που τώρα τους δανείζουν, έχουν αποτιμήσει σε εξευτελιστική τιμή την αξία της εργατικής τους δύναμης. Δηλαδή ο καπιταλιστής τον εργάτη ως «πωλητή» τον απομυζά, ως «αγοραστή» τον πιστώνει ώστε να μπορεί να αγοράζει, προκειμένου να συνεχίσει να τον απομυζά.

Οι εργαζόμενοι λοιπόν, δανείζονται ώστε να καλύψουν τις ανάγκες τους, για να αποκτήσουν στέγη, μεταφορικό μέσο κοκ, και οι καπιταλιστές αξιοποιούν και αυτό το πεδίο αποκομίζοντας υπερκέρδη από τα επιτόκια που δανείζουν τους εργάτες, δημιουργώντας για αυτούς μια «επιχρυσωμένη φυλακή» που είναι αδύνατον να δραπετεύσουν από αυτή σε ατομικό επίπεδο, παρά μόνο ως ολότητα, ως τάξη. Παράλληλα, οι καπιταλιστές χρησιμοποιούν όλα αυτά κεφάλαια που προκύπτουν από την αφαίμαξη της εργατικής δύναμης με κάθε μορφή και μέθοδο, δημιουργώντας νέα υπερκέρδη επαναδανείζοντας τους εργαζόμενους, τα αστικά κράτη και ποντάροντάς τα, στον αέναο και διεθνοποιημένο καπιταλιστικό τζόγο κερδίζοντας επιπλέον και διαχρονικά.

Όλο αυτό το διαρκές καπιταλιστικό δούναι και λαβείν, όσο και αν επεκταθεί όσο και αν βαθύνει, όσο και αν φαινομενικά μοιάζει να διατηρεί μια αυτοτέλεια περίπου ανταγωνιστική προς την «πραγματική οικονομία» αντλεί την δύναμη του και την δυναμική του από την αρχική εκμεταλλευτική σχέση όπως αυτή δομείται στο πεδίο της παραγωγής. Είναι αδύνατον να υπάρξει χωρίς αυτή , είναι αδύνατον να συνεχίσει να διαιωνίζεται αν δεν συνεχίζει να βαθαίνει και να επεκτείνεται ο βαθμός και η ένταση εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης από την κυρίαρχη τάξη. Ακριβώς για αυτό, δεν υφίσταται κάποια αντίφαση ή κάποια αντίθεση ανάμεσα στον χρηματοπιστωτικό τζόγο και την «πραγματική οικονομία», καθώς στην ενότητα τους αποτελούν μορφές καπιταλισμού όπου η μια ενυπάρχει στην άλλη, η μία αξιοποιεί την άλλη ώστε να δοθεί ολιστική απάντηση, στην κυρίαρχη αντίθεση. Μια απάντηση, που διαμεσολαβείται πάντα από την απόλυτη και σχετική απόσπαση υπεραξίας της εργατικής δύναμης, που αποτελεί -και θα αποτελεί πάντα μέχρι την ανατροπή της- τον μοναδικό αιμοδότη της καπιταλιστικής κυριαρχίας.

Συνεπώς οι μορφές που λαμβάνει κάθε φορά , σε κάθε ιστορική περίοδο η αντίθεση κεφαλαίου- εργασίας, και που οδηγεί τους καπιταλιστές να χρησιμοποιούν τους υφιστάμενους, αλλά και να επινοούν νέους τρόπους και μεθόδους για να διαιωνίζουν αυτή την αντίφαση, δεν αποτελούν ανταγωνιστικές πλευρές προς την κυρίαρχη τάση, αλλά οργανικές πλευρές της, δομικά στοιχεία αυτής, καθώς εδράζονται- και πάντα θα είναι έτσι- στην ιστορική ταξική εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης. Συνεπώς, όλες αυτές οι περιβόητες «καπιταλιστικές ανωμαλίες» δεν είναι παρά αντικειμενικά αναγκαίες λύσεις που οφείλει να επιλέξει ο κόσμος του κεφαλαίου ώστε να ανταποκριθεί στα καθήκοντα που επιβάλλει η θεμελιώδης διαχρονική αντίφασή του. Και ο μόνος τρόπος τόσο για να το πράξει αυτό, αλλά και για να συνεχίσει να αναπτύσσεται, είναι η συνεχής επιστροφή του στην πηγή της κυριαρχίας του , στην εκμετάλλευση με νέα μέσα κάθε φορά, του Είναι της εργατικής δύναμης.

Συμπερασματικά, ο καπιταλισμός σε κρίση, είναι ένας ωμός, ένας καταστροφικός καπιταλισμός, που στην φάση της ανάπτυξης του, έχει χρησιμοποιήσει όλα τα παλιά και όλα τα νέα μέσα για να διατηρήσει τους όρους κυριαρχίας του, καταφέρνοντας ωστόσο, μόνο πρόσκαιρα να αναβάλλει την φάση της κρίσης του, που νομοτελειακά θα εμφανιστεί παρά τις όποιες προσπάθειες των καπιταλιστών να την αποφύγουν. Το πρόβλημα λοιπόν του καπιταλισμού δεν αφορά, ποτέ δεν αφορούσε, στα μέσα που χρησιμοποιούνται για την διατήρηση και ανανέωση της κυριαρχίας του αλλά στην κυρίαρχη αντίθεση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, που κυοφορεί τον σπόρο της κρίσης του, και ο οποίος γονιμοποιεί όλες τις μορφές, τους δρόμους και τις μεθόδους που ο καπιταλισμός αξιοποιεί για να εγκαθιδρύει και να βαθαίνει την ηγεμονία του.

Καμία εκδοχή του καπιταλισμού δεν είναι παραφύσει ή λανθάνουσα ή άτοπη. Το μόνο ιστορικά άτοπο, είναι η αποδοχή από την πλευρά της πληττόμενης και εκμεταλλευόμενης εργατικής τάξης η αποδοχή των όρων και των μεθόδων επιβολής της αστικής εξουσίας και του καπιταλιστικού κοινωνικού και οικονομικού μοντέλου.

2. Γενικό περίγραμμα σοσιαλδημοκρατικών εκφορών της αστικής πολιτικής

Πάντα σε περιόδους καπιταλιστικής κρίσης, και στην παρούσα κρίση, -και η ελληνική εκδοχή αυτής της κρίσης αποτελεί γλαφυρό παράδειγμα- η σοσιαλδημοκρατία όπως αυτή κάθε φορά εκφράζεται, διαδραματίζει τον ρόλο ενός «υπέργηρου που αναπολεί τις στιγμές νεότητάς του». Όπως ακριβώς η σοσιαλδημοκρατία αναπολεί τις πρότερες «καλές στιγμές», όπου ο καπιταλισμός επεδείκνυε έναν στοιχειώδη «ανθρωπισμό», προστάτευε τα «ατομικά δικαιώματα», προσέφερε συνθήκες δωρεάς, ενός κοινωνικό-οικονομικού μερίσματος στην καταπιεζόμενη εργατική τάξη. Αυτού του είδους η σοσιαλδημοκρατία καραδοκεί σε κάθε καπιταλιστική κρίση, μηρυκάζοντας την επωδό επιστροφής σε μια προηγούμενη καπιταλιστική φάση, αγνοώντας ή μην κατανοώντας ότι η φάση της καπιταλιστικής κρίσης δεν είναι υποκειμενική επιλογή κάποιων «μοχθηρών» καπιταλιστών, αλλά αντικειμενική τάση και εξέλιξη της βαθειάς ουσίας του συστήματος, αναπόδραστο αποτέλεσμα της ταξικής του φύσης. Για αυτό ακριβώς οι καπιταλιστές δεν εμφανίζουν κανένα είδους «ανθρωπισμό», όταν επιλέγουν να ξηλώσουν δομές κοινωνικής πρόνοιας, όταν καταβαραθρώνουν τους μισθούς , όταν καταλύουν ακόμη και τις κατά τα άλλα «απαράβατες αρχές» της αστικής δημοκρατίας, επιβάλλοντας έναν αιμοσταγή πολλές φορές, κοινωνικό και οικονομικό ολοκληρωτισμό.

Μια τέτοια σοσιαλδημοκρατία παρασιτεί, και στην ελληνική εκδοχή της καπιταλιστικής κρίσης, εστιάζοντας την παρουσία και ύπαρξη της σε μια κεντρική φιλοσοφική θεώρηση που ακροβολίζεται εκκωφαντικά προς ένα κομμουνιστικό φιλοσοφικό, κοινωνικό και πολιτικό πρόταγμα που ερμηνεύει τον καπιταλισμό, ως ένα σύστημα που το ξεπέρασμα του αποτελεί όρο και προϋπόθεση για το πέρασμα από την προϊστορία, στην αρχή της ανθρώπινης ιστορίας.

Η εν λόγω φιλοσοφική και πολιτική αντίληψη , φορτίζεται στην αποδοχή του εφικτού της ταξικής συμφιλίωσης, η οποία κατά τους θιασώτες της, θα οδηγήσει σε ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο , που μπορεί να είναι βιώσιμο, με αμετάβλητα τα πυρηνικά στοιχεία του καπιταλιστικού υποδείγματος. Το άτοπο αυτής της θέσης έχει άμεση σχέση με την αντίθεσή της, προς την διαλεκτική της εγελιανής-μαρξικής παράδοσης που συγκροτείται και τοποθετείται στο βασικό δίπολο : Θέση – Αντίθεση, απ’ όπου η έννοια της σύνθεσης δεν αποτελεί παρά «ιστορικό ερέθισμα» για την γέννηση της νέας αντίθεσης. Αντίθετα αυτή η φιλοσοφική θεώρηση εισάγει τεχνητά στο πεδίο της ταξικής πάλης με α-ιστορικό, στατικό τρόπο, ακυρώνοντάς τη ως τέτοια, την φιλοσοφική έννοια της Σύνθεσης, που στο πεδίο του ταξικού πολιτικού ανταγωνισμού εκφέρεται ως μια πολιτική γραμμή ταξικής συναίνεσης, χωρίς να υπάρξει καμία ουσιαστική αλλαγή στην σφαίρα της οικονομίας και της παραγωγής. Στο πολιτικό πεδίο λοιπόν η έννοια της Σύνθεσης, υπό το βάρος της ταξικής ηγεμονίας του κεφαλαίου μετουσιώνεται σε υποταγή της πληττόμενης εργατικής τάξης στις στρατηγικές και τακτικές επιλογές της κυρίαρχης. Καθώς η όποια σύνθεση φυσιολογικά ισορροπεί προς την πλευρά του κτήτορα της οικονομικής και πολιτικής ηγεμονίας. Διαιωνίζοντας και βαθαίνοντας έτσι την αντίθεση κεφάλαιο-εργασία, υπέρ της κυρίαρχης τάξης, καταδεικνύοντας, ότι η σύνθεση ταξικά αντιμαχόμενων πλευρών, είναι μια μεταφυσική επιδίωξη, καθώς το κυρίαρχο μέρος θα πράξει τα πάντα ώστε να διατηρήσει την κυρίαρχη θέση, στον ταξικό ανταγωνισμό, προκαλώντας έτσι, την –εις το διηνεκές- ανανέωση της αντίθεσης, προς όφελός του.

Πρόκειται για την απόρριψη του ανειρήνευτου χαρακτήρα της ταξικής πάλης ως απόρροια άρνησης της ίδιας της ταξικής πάλης, που έλλογα οδηγεί στην απόρριψη της ανάγκης επαναστατικής καθολικής υπέρβασης του καπιταλιστικού μοντέλου, και στην αναζήτηση μεθόδου συναινετικής επίλυσης των ταξικών διαφορών, υπό την ηγεμονία του κεφαλαίου, με τους πλέον επαχθείς όρους για την εργατική τάξη. Σε αυτό το θεωρητικό οικοδόμημα σημαίνοντα ρόλο διαδραματίζει το κράτος, που κατά αυτή την αντίληψη, δεν είναι ένα ταξικό κράτος, πρωταρχικά στην υπηρεσία της αστικής τάξης, αλλά ένα ουδέτερο κοινωνικό και οικονομικό εργαλείο ειρηνικής επίλυσης των ταξικών διαφορών. Ένα κράτος που δεν εκλαμβάνεται, ως καθοριστική πλευρά συγκρότησης και διατήρησης της καπιταλιστικής ηγεμονίας, αλλά ως ένα πεδίο, ένα χώρο, όπου οι κοινωνικοί ανταγωνισμοί «προσέρχονται» προς διευθέτηση, ώστε να διατηρηθούν οι «αρχέγονοι» όροι του κοινωνικού συμβολαίου.

Η συγκεκριμένη θεώρηση είναι μια συμπαγής κοινωνική και πολιτική πρόταση, που στέκεται αντιπαραθετικά σε κάθε ενδεχόμενο ταξικής αναμέτρησης με όρους υλικών συμφερόντων, σε κάθε επιλογή επαναστατικής υπέρβασης του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, ακριβώς γιατί δεν επιδιώκει την ολοκληρωτική αλλαγή αυτού, αλλά τις επιμέρους βελτιώσεις των πιο κραυγαλέων, των πιο επιθετικών αιχμών του. Επιδίωξη που προκύπτει, από την κατανόηση του καπιταλισμού ως ενός συστήματος που είναι δυνατόν να μετασχηματισθεί προς όφελος της πληττόμενης εργατικής πλειοψηφίας χωρίς να διασαλευθούν οι βασικές αρχές λειτουργίας του, χωρίς να διαταραχθούν οι βασικοί νόμοι κίνησής του.

Γέννημα αυτής της θεώρησης είναι και η εμφάνιση ενός ρεύματος αριστερού νεοκεϋσνιανισμού, που σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης, όπως είναι οι παρούσες, ταυτίζεται με τα βασικά κοινωνικά και πολιτικά προτάγματα της σοσιαλδημοκρατίας, επαγωγικά εκφραζόμενο ως απολογητική και οργανική πλευρά της αστικής πολιτικής, από την οποία επιδιώκει να διατηρήσει τα «καλύτερα» στοιχεία, απορρίπτοντας τα πιο «δυσάρεστα». Το πρόβλημα που προκύπτει είναι, ότι ενώ εκλεκτικισμός στην κοινωνική και πολιτική φιλοσοφία ενδέχεται να είναι μια σχετική ανώδυνη ενασχόληση, στο πεδίο του πολιτικού ανταγωνισμού είναι πρακτικά ανεφάρμοστος, καθώς ο φορέας της πολιτικής και οικονομικής κυριαρχίας δεν πρόκειται ποτέ να παραχωρήσει τα προνόμια που απορρέουν εκ της κυριαρχίας του, παρά μόνο αν υποχρεωθεί να το πράξει. Η εν πολλοίς πολιτική και ιδεολογική ταύτιση της σοσιαλδημοκρατίας με τον εν λόγω ρεύμα που γίνεται όλο και πιο εύγλωττη σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης, είναι αποτέλεσμα του αρχικού κοινού τόπου τους, που αφορά στην αποδοχή των αφετηριακών οικονομικών και πολιτικών συντεταγμένων που συγκροτούν το όλο του καπιταλιστικού υποδείγματος.

Το εν λόγω κοινωνικό και πολιτικό φαινόμενο έχει λάβει διαυγείς και πλειοψηφικές εκφράσεις και στην ελληνική περίπτωση καπιταλιστικής κρίσης, αναδεικνύοντας με σαφήνεια τον ρόλο που καλείται να παίξει η νέα αριστερή σοσιαλδημοκρατία, ως μοχλός κοινωνικής και πολιτική αποσυμπίεσης των κραυγαλέων ταξικών διαφορών, προσπαθώντας να τις θέσει σε ένα οριοθετημένο πεδίο συναινετικής διαβούλευσης με την κυρίαρχη τάξη. Αυτή η επιδίωξη είναι που την καθιστά, θεσμική αριστερή έκφραση μιας αστικής πολιτικής, που έχει περισσότερο ανάγκη από ποτέ μια αριστερά, που θα δίνει την «μάχη» για τα επιμέρους και δεν θα αγγίζει τις στρατηγικές πλευρές που συγκροτούν το πεδίο εκμετάλλευσης της εργατικής πλειοψηφίας.

3. Το διττό πρόσωπο της ελληνικής αριστερής σοσιαλδημοκρατίας

Η ελληνική καπιταλιστική κρίση, ως έκφανση της συνολικής καπιταλιστικής κρίσης, αποτελεί πεδίο ξεδιπλώματος τόσο του συνόλου των επιδιώξεων του κόσμου του κεφαλαίου -που πια τα απαιτεί και τα παίρνει όλα- όσο και της σοσιαλδημοκρατίας, που με κύρια οχήματα πρωταρχικά τον ΣΥΡΙΖΑ και δευτερευόντως το μόρφωμα ΑΝΤΑΡΣΥΑ-ΜΑΑ –ως αριστερή εκδοχή της- προσπαθεί να συγκροτήσει ένα πεδίο αναμέτρησης με επιμέρους πλευρές αυτής της κρίσης, που αφορούν κυρίως στο νόμισμα και στο χρέος που προβάλλονται ως τα κύρια διακυβεύματα της πολιτικής περιόδου.

Υφίσταται το τελευταίο διάστημα , μια αρκετά εκτενής συζήτηση που αποπειράται να «στριμώξει» την καπιταλιστική κρίση σε ένα πεδίο που καθορίζεται από το δημοσιονομικό χρέος και το ευρώ , με βασική επιδίωξη να δημιουργηθεί ένα κοινωνικό και πολιτικό ρεύμα που δεν θα αμφισβητεί τις στρατηγικές επιλογές του κεφαλαίου αλλά αυτές που αφορούν μονοδιάστατα στα δύο αυτά ζητήματα. Για αυτό ακριβώς, γινόμαστε μάρτυρες μιας ακατάσχετης σχεδιολαγνείας, όπου προτείνονται λύσεις εντός των καπιταλιστικών ορίων, και εντός της ΕΕ, και με δεδομένο το καπιταλιστικό και οικονομικό πλαίσιο, που για τους φορείς αυτής της αντίληψης, αποτελούν αδιαπραγμάτευτοι πυλώνες της όποιας πρότασης εκφέρουν.

Ο ΣΥΡΙΖΑ εν προκειμένω , ως απότοκο μόρφωμα του ρεύματος του ευρωκομουνισμού, εκπροσωπεί μια σοσιαλδημοκρατία που δεν αμφισβητεί τις κεντρικές επιλογές της αστικής τάξης που αφορούν στην ΕΕ και στην ΟΝΕ, στοιχιζόμενος με ηγεμονικά κομμάτια της ελληνικής αστικής τάξης , που κατανοούν –και σωστά- την ΕΕ και την ΟΝΕ ως όρους επιβίωσης και ανάπτυξής της, σε βάρος προφανέστατα, της εργατικής πλειοψηφίας. Αυτή η στρατηγική ταύτιση καθιστά τον ΣΥΡΙΖΑ, προφανής και ενδεδειγμένη επιλογή διαχείρισης της αστικής εξουσίας , καθώς οι όποιες λεκτικές και επιμέρους διαφοροποιήσεις του, δεν αποτελούν κίνδυνο για τις ουσιαστικές επιδιώξεις του ελληνικού κεφαλαίου. Ο ΣΥΡΙΖΑ, αποτελεί τον ιδανικό πολιτικό διαχειριστή των αστικών επιδιώξεων, καθώς αποτελεί κυματοθραύστη της λαϊκής αγανάκτησης και οργής, οδηγώντας την στα μονοπάτια της κοινοβουλευτικής συναινετικής -άρα και ανώδυνης- για τον κόσμο του κεφαλαίου πολιτικής έκφρασης.

Αποτελεί σε πολιτικό και οικονομικό πεδίο , μια οργανωμένη κομματική έκφραση αστικών και μικροαστικών συμφερόντων ενός κοινωνικού πλήθους, που οι στοχεύσεις του δεν αντιδιαστέλλονται προς το κυρίαρχο διακύβευμα της αστικής τάξης, αλλά οργανικά εντάσσονται σε αυτό, ως η θεσμική πλευρά του, που η αστική πολιτική με ευκολία είναι σε θέση να ενσωματώσει. Η αποδοχή της ΕΕ , της ΟΝΕ και του ευρώ, άλλωστε βρίσκεται σε αγαστή σχέση με την ανάλογου βεληνεκούς αποδοχή της αστικής δημοκρατίας και της αστικής εκπροσώπησης, που αποτελεί εκείνο το πεδίο που οι καπιταλιστές αξιοποιούν για να εγκαθιδρύσουν μια ολοκληρωτική κοινωνική υποταγή.

Ο ΣΥΡΙΖΑ λοιπόν, ενσωματώνει στο σύνολό τους τις αστικές επιδιώξεις τόσο σε κοινωνικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο, προτάσσοντας μια πιο λελογισμένη άσκηση της αστικής εξουσίας, στα πλαίσια ενός καπιταλισμού, που την ίδια στιγμή επιλέγει την επιθετική φυγή προς τα μπρός, σαρώνοντας κάθε εργατικό δικαίωμα συντρίβοντας κάθε προσπάθεια κοινωνικής αντίστασης και ανυπακοής. Αποτελεί έκδηλη παραδοξολογία λοιπόν, να θεωρείται η αντίληψη που προτάσσεται από τον ΣΥΡΙΖΑ ως συμφέρουσα και βιώσιμη για τον κόσμο της εργασίας, ενώ στην πραγματικότητα είναι μια πολιτική πρόταση που ως αστικός «δούρειος ίππος», ανανεώνει και βαθαίνει τους όρους ηγεμονίας της αστικής πολιτικής και οικονομικής εξουσίας. Το σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ εν κατακλείδι, δεν κινείται σε αντισυστημικά νερά, αλλά στα δυσώδη λιμνάζοντα νερά της αστικής πολιτικής, για την οποία αποτελεί πιθανό, πιθανότατο, σχέδιο Β.

Η άλλη όψη της ίδιας αντίληψης εκφέρεται από τον πολιτικό χώρο ΑΝΤΑΡΣΥΑ-ΜΑΑ, που τοποθετείται στο πεδίο της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας, της οποίας τα βασικά στοιχεία, συγκροτούνται γύρω από μια αριστερή φρασεολογία, που στο δια ταύτα της πολιτικής πάλης, μετατρέπεται σε μια ενασχόληση με τις επιμέρους πλευρές της καπιταλιστικής κρίσης, με τα συμπτώματα αυτής, όπως είναι το δημοσιονομικό χρέος και το νομισματικό ζήτημα. Με τον ίδιο τρόπο που η κλασσική σοσιαλδημοκρατία, επιλέγει την σταδιακή βελτίωση τόσο των όρων πώλησης όσο και των όρων εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης, έτσι και η αριστερή σοσιαλδημοκρατία, επιλέγει να ασχοληθεί με το ευρώ και όχι με τον γεννήτορα της που είναι η ίδια η καπιταλιστική ολοκλήρωση της ΕΕ, μεταφέροντας το θέμα της εξόδου από αυτή στο επέκεινα, είτε με το δημοσιονομικό χρέος προτείνοντας τον επιμερισμό του σε επαχθές και μη, και προτείνοντας την πληρωμή από τους εργαζόμενους του «καλού χρέους». Θέση με την οποία, ταυτίζονται επίσης, εθνικιστικά και φασιστικά ρεύματα εκπροσωπώντας, καθυστερημένα κομμάτια της αστικής τάξης.

Σε ότι αφορά στο ευρώ και την έξοδο από αυτό, που εμφανίζεται ως «σχέδιο Β» από το ΜΑΑ και κομμάτια της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αποτελεί -όπως κάθε σοβαρός οικονομολόγος μπορεί να βεβαιώσει- μια επικίνδυνη επιλογή, με την χώρα εντός του καπιταλιστικού πλαισίου και εντός της ΕΕ, καθώς θα οδηγήσει σε εργατική γενοκτονία , δεδομένου ότι την πολιτική εξουσία, και την εξουσία στα μέσα παραγωγής θα συνεχίσει να την έχει η αστική τάξη. Πόσο μάλλον, που οι θεωρητικοί και πολιτικοί εκπρόσωποι αυτού του ρεύματος, δεν αγγίζουν καν το ζήτημα της πολιτικής εξουσίας, εκτιμώντας ότι μπορούν να το αποφύγουν μέσω οικονομίστικων, νομισματικών συνταγών αντιμετώπισης της καπιταλιστικής κρίσης. Ωστόσο το ζήτημα της πολιτικής εξουσίας, όσο και αν αποσιωπάται εντέχνως και συνειδητά, συνδέεται διαλεκτικά με την ολιστική αλλαγή στο πεδίο της οικονομίας και της παραγωγής, της οποίας σύνδεσης απόρροια, θα είναι και οι όποιες επιλογές στα ζητήματα του νομίσματος και του χρέους.

Μια έλλογη αντίστροφη ιεράρχηση είναι αναγκαία, προκειμένου να καταστεί εμφανές, πως το ζήτημα της πολιτικής εξουσίας, δεν λύνεται μέσα στον καπιταλισμό και με τον καπιταλισμό, αλλά προτάσσοντας μια ολιστικά διαφορετική πολιτική αντίληψη και θεώρηση, που αμφισβητεί το σύνολο του καπιταλιστικού υποδείγματος και όχι επιμέρους πλευρές της αστικής διαχείρισης, όπως είναι το νόμισμα και το δημοσιονομικό χρέος. Το σχέδιο Β λοιπόν δεν είναι παρά το πιθανό, ίσως στο μεσοπρόθεσμο μέλλον, σχέδιο Γ της ελληνικής αστικής τάξης, αν εκτιμήσει ότι μια τέτοια επιλογή την ωφέλει τόσο ως προς τον εσωτερικό εχθρό – την εργατική τάξη- όσο και στο επίπεδο των ανταγωνισμών της εντός του καπιταλιστικού πλέγματος. Η αυτονόμηση του νομίσματος, και η μηχανιστική εμφάνιση του ως το κυρίαρχου ζητήματος, είναι παρελκυστική επιλογή αποφυγής του Κοινωνικού Ζητήματος, του οποίου η τελική λύση, μπορεί να καταστεί δυνατή μόνο μέσω της κατάκτησης της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας από τη εργατική τάξη. Θα ήταν ενδιαφέρον να εξηγήσουν κάποια στιγμή οι φορείς της εξόδου από το ευρώ, χωρίς έξοδο από την ΕΕ και χωρίς αλλαγή της πολιτικής εξουσίας, τί θα σημάνει αυτό για τον κόσμο της εργασίας, που θα παραμένει έρμαιο της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, η οποία θα διατηρείται αλώβητη και ανέγγιχτη. Ακόμη περισσότερο πρέπει να εξηγηθεί, πως μια αριστερή κυβέρνηση θα είναι σε θέση να εκφράσει τα εργατικά συμφέροντα, ενώ η αστική τάξη θα διατηρεί ανέπαφο τον έλεγχο στα μέσα παραγωγής και στο σύνολο της οικονομικής και κοινωνικής ζωής, ακυρώνοντας κάθε δυνατότητα αυτοτελούς έκφρασης των εργατικών συμφερόντων.

Μία επίσης μυθολογική προσέγγιση της καπιταλιστικής κρίσης, αφορά στην αυτονόμηση του δημοσιονομικού χρέους , ως του κυρίαρχου πολιτικού και οικονομικού ζητήματος , και στον επιμερισμό του σε επαχθές και μη επαχθές. Πρωτοπόροι αυτής της προσέγγισης είναι εκπρόσωποι και κομμάτια της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που πρότειναν δημιουργία Επιτροπής Λογιστικού Ελέγχου του Χρέους, ώστε να ανακαλυφθεί και να διαγραφεί το μη νόμιμο. Να σημειωθεί, ότι οι αστικές τάξεις της ΕΕ, έχουν ήδη διαγράψει μεγάλα κομμάτια του ελληνικού χρέους, και θα διαγράψουν περαιτέρω, εξαθλιώνοντας ταυτόχρονα την ελληνική εργατική τάξη σε απόλυτη συμπόρευση με την εγχώρια αστική τάξη. Κάθε διαγραφή του χρέους όπως και αν το ονομάζουν οι διάφοροι αριστεροί δημοσιολόγοι, θα σημαίνει παραπέρα συρρίκνωση της αξίας της εργατικής δύναμης, εξαθλίωση και κοινωνική περιθωριοποίηση για τον κόσμο της δουλειάς, αν αυτή την διαγραφή δεν την πράξει μια εργατική εξουσία, συντρίβοντας τους καπιταλιστές, σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο. Μόνο έτσι έχει νόημα μια διαγραφή χρέους, που θα την επιλέξει μονομερώς ο κόσμος της εργασίας, βγάζοντας την χώρα από την ΕΕ, θέτοντας τους όρους ενός κοινωνικό-οικονομικού σχεδιασμού με μοναδικό κριτήριο τις εργατικές ανάγκες και τα εργατικά συμφέροντα.

4.Συμπερασματικά : Εργατικό ρεύμα κομμουνιστικής αναφοράς

Η αστική πολιτική είναι που δημιουργεί, συντηρεί και αξιοποιεί κάθε σοσιαλδημοκρατική εκδοχή πολιτικής , που σε οριακές περιόδους, προορίζεται να αποτελέσει μέσο επιβολής και διατήρησης μιας νέας αστικής ηγεμονίας. Ακριβώς σε αυτή την πολιτική και οικονομική φάση βρισκόμαστε, όπου απέναντι στον πόλο της αστικής πολιτικής, δεν έχει εμφανιστεί ένα εργατικό κομμουνιστικό αντίπαλο δέος, που θα μπορεί να εκφράσει μια απελευθερωτική προοπτική για την εργατική τάξη. Ελλείψει αυτού του αντίπαλου δέους, η σοσιαλδημοκρατία καλύπτει το κενό, διασπείροντας αυταπάτες, περί διεξόδου από την καπιταλιστική κρίση αποκρύβοντας, ότι αυτό μπορεί να συμβεί μόνο με την εργατική τάξη ηττημένη και υποταγμένη, έρμαιο στην εκμετάλλευση των καπιταλιστών, αν δεν έχει διεκδικήσει και δεν έχει στα χέρια της η ίδια, την πολιτική εξουσία.

Η σοσιαλδημοκρατία είτε αυτοαποκαλείται αριστερή είτε όχι, αποτέλεσε διαχρονικά, αποτελεί και σήμερα, αστικό τρόπο και μεθοδολογία, ώστε να μεταφερθεί στο απροσδιόριστο μέλλον κάθε δυνατότητα επαναστατικής υπέρβασης της καπιταλιστικής κυριαρχίας. Αποτελεί οργανική πλευρά της αστικής πολιτικής , εφεδρεία αυτής, ώστε να υπηρετηθεί ο στρατηγικός στόχος διατήρησης και διαιώνισης της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, που αποτελεί αμετάκλητα αναγκαία προϋπόθεση για την περαιτέρω εμπέδωση εις το διηνεκές, της αστικής εξουσίας.

Απέναντι λοιπόν, στα «κατά συνθήκη ψεύδη» της αστικής πολιτικής γέννημα των οποίων είναι η σοσιαλδημοκρατία, αποτελεί όρο επιβίωσης και νίκης για τον κόσμο της δουλειάς, να επαναφέρει μέσα στην φωτιά της κρίσης, το ζήτημα της απελευθερωτικής κομμουνιστικής προοπτικής ως πανκοινωνική επιλογή αποδέσμευσης από τα δεσμά του κεφαλαίου, και δέσμευσης σε ένα μέλλον ελευθερίας με κέντρο τον άνθρωπο και τις ιστορικές του ανάγκες. Η σοσιαλδημοκρατία, κυοφορείται στα σπλάχνα τη αστικής πολιτικής ως επιλογή αναχαίτισης της οριστικής κοινωνικής και οικονομικής ρήξης με τον κανιβαλισμό του καπιταλισμού. Ο κομμουνισμός, γεννιέται ως ολοκληρωτική άρνηση της αστικής πολιτικής, ως συντριπτική αντίφασή του, που έρχεται να συντρίψει την θεμελιώδη καπιταλιστική αντίφαση προς όφελος των δυνάμεων της εργασίας, με το βλέμμα στραμμένο σε ένα κόσμο ατομικής και συλλογικής απελευθέρωσης.

* Balibar Etienne, Ο Σπινόζα και η πολιτική, μτφρ., στη ελληνική Άρης Στυλιανού, εκδ. Εστία, Αθήνα 1996107

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *