Τα οικονομικά της αχαϊρεψιάς ή τα ιδεολογήματα των νοικοκυραίων μικροαστών ως οικονομική επιστήμη

 

Τα οικονομικά της αχαϊρεψιάς και της απίστευτης απληστίας, ήτοι της greed, ή τα ιδεολογήματα των νοικοκυραίων μικροαστών ως οικονομική επιστήμη

 

 

Από το βιβλίο του Γ.Σταμάτη: «Ελλείμματα και Χρέος, Μνημόνιο και Κρίση» σελ. 33-45 εκδόδεις ΚΨΜ, Αθήνα 2013

 

Υπάρχουν ορισμένα αστικά ιδεολογήματα, τα οποία προφανώς είναι τόσο χρήσιμα στους καπιταλιστές που αυτοί και οι απολογητές τους τα αναπαράγουν συνεχώς. Ένα από αυτά είναι και το ιδεολόγημα ότι το δημόσιο χρέος που δημιουργούμε εμείς σήμερα θα το πληρώσουν οι επόμενες γενεές στο μέλλον. Γράφαμε πριν περισσότερα από 15 χρόνια: «[Αυτό το ιδεολόγημα] υπονοεί τα εξής: Αν το δημόσιο δανείζεται σήμερα, αυτό είναι ταυτόσημο με το να δανείζεται σήμερα όλη η χώρα το ίδιο ποσό. Το δημόσιο, για να πληρώσει τα τοκοχρεολύσια, θα πάρει βέβαια τα αναγκαία χρήματα από φόρους που θα επιβάλλει τότε σε όλους εμάς, έτσι που εμείς, δηλαδή όλη η χώρα, θα πληρώσουμε αύριο τα τοκοχρεολύσια του δημόσιου χρέους. Δεν υπάρχει όμως στην πραγματικότητα τίποτε πιο απατηλό απ’αυτήν την παράσταση. Πώς έχει όμως τη αληθεία το πράγμα;

Έχει ως εξής: Δεν δανείζεται η παρούσα γενεά ποσά που θα πληρώσουν οι επόμενες γενιές. Αλλά: δανείζεται το κράτος και δη όχι απ’όλους εμάς, αλλά από ορισμένους εξ ημών, από εκείνους που έχουν να δανείσουν, τουτέστιν από τις εμπορικές τράπεζες, τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς και τους ιδιώτες με υψηλά εισοδήματα. Και ό,τι οφείλει στους τελευταίους δεν τους το πληρώνει αύριο, αλλά τους το πληρώνει κάθε μέρα. Κάθε μέρα πληρώνει το δημόσιο τοκοχρεολύσια. Και ποιος πληρώνει εντέλει αυτά τα τελευταία; Όλοι οι φορολογούμενοι κατ’αναλογίαν των φόρων που πληρώνουν. Και ποιος εισπράττει αυτά τα τοκοχρεολύσια; Τα εισπράττουν οι δανειστές του δημοσίου, οι εμπορικές τράπεζες, οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί και οι ιδιώτες με τα υψηλά εισοδήματα. Αυτοί εισπράττουν τα χρήματα που δάνεισαν, αλλά και τόκους .

Δεν αφήνει συνεπώς χρέος η μια γενιά στις επόμενες. Διότι, όπως λέμε ότι «όλα εδώ πληρώνονται», έτσι επίσης ισχύει ότι «όλα τώρα πληρώνονται». Τώρα από την παρούσα γενιά και όχι αύριο από τις αυριανές γενιές αποπληρώνεται το δημόσιο χρέος. Και δεν πληρώνεται από τις αυριανές γενιές σε κάποιους μη κατονομαζόμενους, αλλά πληρώνεται από την εκάστοτε σημερινή γενιά, δηλαδή απ’όλους τους φορολογούμενους, κατ’αναλογίαν των φόρων που πληρώνουν, στις εμπορικές τράπεζες, στους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς και σε ιδιώτες με υψηλά εισοδήματα αυτής της ίδιας γενιάς. Αυτοί οι τελευταίοι εισπράττουν –όχι στο μέλλον, αλλά κάθε χρονιά –ως δανειοδότες, δηλαδή ως οιονεί τοκογλύφοι του δημοσίου, μέρος των φορολογικών και άλλων εσόδων του δημοσίου ως τόκους. Σ’αυτούς μεταβιβάζεται κάθε χρονιά υπό μορφήν τόκων ένα μέρος του εθνικού προϊόντος που προηγουμένως ιδιοποιήθηκε υπό μορφήν φόρων το δημόσιο» [1].

 Λόγω της χρησιμότητάς του και παρά την σαθρότητα του το παραπάνω ιδεολόγημα αποδεικνύεται εφτάψυχο. Έτσι λοιπόν το ξανασυναντάμε ως έκφραση όχι παραπόνου για το ελλιπές νοικοκυραίϊκο πνεύμα και την αχαϊρεψιά εκείνων που αφήνουν χρέη στα παιδιά τους, αλλά αγανάκτησης κατά της και greed λεγόμενης απίστευτης απληστίας εκείνων που δημιουργούν χρέη:

 «Στην Ελλάδα είχαν ιδεολογικοποιηθεί αυτοκαταστροφικές εμμονές, στερεότυπα και ιδεοληψίες που καλλιεργούσαν το πρότυπο της εύκολης και ανέμελης ζωής, μεταθέτοντας τον λογαριασμό στο μέλλον. Στην ουσία, με απίστευτη απληστία –θα χρησιμοποιήσω τον αγγλικό όρο, greed − , αρπάζαμε από το μέλλον ό,τι μπορούσαμε, προκειμένου να χαρούμε ένα καλύτερο σήμερα. Ξεχάσαμε ότι βασικός κανόνας της ίδιας της ζωής και της συλλογικότητας είναι ότι καμία γενιά δεν μπορεί να αφαιρεί από τις επόμενες γενιές, ή από τη φύση, στοιχεία που θα κλονίσουν βασικές ισορροπίες στο μέλλον, και μάλιστα το εγγύς μέλλον.

 Από μακροσκοπική σκοπιά, όλο το ιδεολογικό και κρατικό οικοδόμημα με το οποίο φτάσαμε μέχρι σήμερα, αποτελούσε έκφραση μιας απληστίας ακόμη μεγαλύτερης από εκείνη των άπληστων αγορών που καταγγέλλουμε με πάθος. Γιατί μεταξύ των αγορών και των επιλογών μας αναδείχθηκε μια θεμελιακή διαφορά: ότι ενώ οι αγορές βγαίνουν κερδισμένες από την απληστία, εμείς βγαίνουμε χαμένοι…

 Συχνά οι χρηματοοικονομικές αγορές επικρίνονται ότι λειτουργούν μυωπικά, επιβάλλουν μια βραχυπροθεσμιακή λογική και δυσχεραίνουν μακροπρόθεσμες πολιτικές, στις οποίες εξ ορισμού συγκαταλέγεται μια αναπτυξιακή πολιτική. Πολλές από αυτές τις επικρίσεις είναι σωστές. Αποδείχθηκε όμως ότι και το πολιτικό μας σύστημα λειτούργησε εξίσου στη βάση μιας βραχυπροθεσμιακής λογικής (short – terminism). Μάλιστα, κατά τη διάρκεια της κρίσης σημειώθηκε μια αντιστροφή: η κρατική πολιτική στηρίχθηκε σε μια βραχυπρόθεσμη θεώρηση, και οι αγορές σε μια πιο μακροπρόθεσμη. Οι αγορές διείδαν ότι ακόμη και έπειτα από δέκα ή δεκαπέντε χρόνια η αποπληρωμή των δανείων από την Ελλάδα θα ήταν αμφίβολη, και ότι η ελληνική οικονομία έμπαινε σε βαθιά περιδίνηση και αντέδρασαν ανάλογα. Αντίθετα, η ελληνική πολιτική εστίαζε στο παρόν, σε κομματικές παραμέτρους, στις μικροτακτικές που αφορούσαν διακομματικές ισορροπίες, χωρίς να κατανοεί ότι μια πιο μακροπρόθεσμη στρατηγική ήταν ταυτόχρονα επένδυση για τον περιορισμό της κρίσης και για το πέρασμα, αργότερα, σε αναπτυξιακή πορεία.»[2]

 Η έκθεση του πράγματος έχει βέβαια καλλιτεχνική χροιά και ποιητική διάθεση [3] και το αφήνει ούτως ειπείν να αιωρείται σε μια κάποια ατμόσφαιρα ασάφειας, δεν υπάρχει όμως αμφιβολία ότι το εν λόγω πράγμα είναι το δημόσιο χρέος – όπως φαίνεται από εκείνον τον μετατεθέντα στο μέλλον λογαριασμό της εύκολης κι ανέμελης ζωής κι από εκείνην την αμφιβολία των αγορών για την δυνατότητα αποπληρωμής των δανείων από την Ελλάδα ακόμη κι έπειτα από δέκα ή δεκαπέντε χρόνια.

 Νάτο λοιπόν πάλι το εφτάψυχο ιδεολόγημα για το δημόσιο χρέος. Μόνον που σ΄αυτήν την νέα του μορφή εκείνο το «αφήνουμε χρέη στα παιδιά μας» δίνει την θέση του στο «είμαστε απίστευτα άπληστοι, ζούμε εύκολη κι ανέμελη και σπάταλη ζωή και μεταθέτουμε τον λογαριασμό (διάβαζε: την πληρωμή του λογαριασμού στο μέλλον».Η μετάθεση της πληρωμής στο μέλλον δεν έχει βέβαια τίποτε το επιλήψιμο και ανήκει στα χρηστά και χρήσιμα ήθη και στις χρηστές και χρήσιμες συνήθειες και πρακτικές του οικονομικού, εμπορικού και συναλλακτικού, βίου, όπως κατά τα λοιπά και τα δάνεια, οι πιστώσεις, τα χρέη, οι πωλήσεις επί πιστώσει και οι αγορές επί υποσχέσει πληρωμής στο μέλλον.

 «Τσακίζουμε», «τρώμε» περισσότερα – από ποια; Απ`αυτά που παράγουμε; Απ`αυτά που έχουμε; Απ`όσα μάς αναλογούν; Απ`όσα θα έπρεπε να «τσακίζουμε» και να «τρώμε»; Από ένα από όλα αυτά τελοσπάντων. Και για να μπορέσουμε να το κάνουμε αυτό, μεταθέτουμε τον λογαριασμό, δηλ. την πληρωμή του, δηλ. την πληρωμή των σπασμένων, των όσων «τσακίσαμε» και «φάγαμε», στο μέλλον. Αυτή είναι η γνησίως μικροαστική αντίληψη περί χρέους γενικά και περί δημοσίου χρέους ειδικά. Πολύ απλά: Το δημόσιο χρέος που προέρχεται από τα δημόσια ελλείμματα που προέρχονται από την greed οδηγεί στην μετάθεση της πληρωμής του λογαριασμού στο μέλλον και συνεπώς, θα λέγαμε, στην υποθήκευση αυτού του τελευταίου.

 Ας δούμε αν τα ελλείμματα του Δημοσίου και το άθροισμα τους, το δημόσιο χρέος, προέρχονται από την απληστίαν ή από κάτι άλλο, ουδεμίαν σχέσιν έχον με απληστίαν ή έτερον τι αμάρτημα εκ των υπολοίπων εξ θανασίμων αμαρτημάτων των μικροαστών και ας εξετάσουμε πώς έχει το πράγμα με εκείνους τους μετατεθέντες στο μέλλον λογαριασμούς. Για να το πούμε ευθύς αμέσως: Καμιά απολύτως σχέση δεν έχει η όποια, πιστευτή ή απίστευτη, απληστία των Ελλήνων με τα ελλείμματα και το χρέος του Δημοσίου. Τα δημόσια ελλείμματα και συνεπώς και το άθροισμά τους, το δημόσιο χρέος, εξαρτώνται και καθορίζονται από την δομή και την εξέλιξη των δαπανών και των εσόδων του Δημοσίου. Ας δούμε όμως μήπως ο συγγραφέας μας μπορεί να μας βοηθήσει σχετικώς, αφού το πόνημά του περιέχει και μέρος με τίτλο «Πώς δημιουργήθηκε το χρέος»[4]. Δεν βρίσκουμε όμως εκεί τίποτε το διαφωτιστικό. Διαβάζουμε:

 

«Δύο είναι οι σημαντικές θεσμικές ανατροπές που επέτρεψαν την εκτίναξη του χρέους σε δυσθεώρητα ύψη: η ανεξαρτητοποίηση της Κεντρικής Τράπεζας και η ένταξη στην ΟΝΕ. Η πρώτη αλλαγή σήμαινε ότι το Κράτος δεν είχε πλέον την δυνατότητα να δίνει εντολή στην Τράπεζα της Ελλάδος για εκτύπωση χαρτονομίσματος, ώστε να καλύπτει μέσω πληθωριστικού χρήματος τις δανειακές του ανάγκες. Το γεγονός αυτό οδήγησε σε έναν αναπροσανατολισμό προς τον εξωτερικό δανεισμό. Η ένταξη στην ΟΝΕ διευκόλυνε αυτό τον αναπροσανατολισμό, οδηγώντας, αφενός, σε μεγάλη πτώση των επιτοκίων για την Ελλάδα(πολύ χαμηλότερα από τα επιτόκια του εσωτερικού δανεισμού) και, αφετέρου, σε απρόσκοπτη πρόσβαση στον διεθνή τραπεζικό δανεισμό, λόγω του χαμηλού πιστωτικού κινδύνου που απέρρεε για τη χώρα από τη συμμετοχή της στην Ευρωζώνη. [….] Αυτή η άνεση στην εξωτερική χρηματοδότηση οδήγησε σε χαλάρωση της προσπάθειας για δημοσιονομική ισορροπία.»[5]

 

Ας μην τα περάσουμε όλα από κόσκινο. Μία απορία όμως σχετική με το ζήτημα που μας απασχολεί εδώ δεν μπορούμε παρά να την εκφράσουμε: Πώς γίνεται τόσο η έκλειψη μιας πηγής χρηματοδότησης (αυτή της Κεντρικής Τράπεζας) όσο και η εμφάνιση μιας νέας (εκείνη της πρόσβασης στον διεθνή τραπεζικό δανεισμό) να οδηγούν και οι δυο σε εύκολη χρηματοδότηση; Και επίσης: Πώς γίνεται η εύκολη χρηματοδότηση και μόνη να συνεπάγεται αναγκαστικά αύξηση του δανεισμού και του χρέους;

 

Και συνεχίζει ο συγγραφέας μας:

 

«Το χρέος της χώρας, όταν ξέσπασε η κρίση, είχε εκτιναχθεί στο πρωτόγνωρο ύψος των 298 δις ευρώ, ή 127% περίπου του ΑΕΠ. Είχε προηγηθεί η πολιτική του 2008, όταν, μολονότι η διεθνής κρίση είχε ήδη ξεσπάσει, τα ελλείμματα αφέθηκαν να διογκωθούν και να οδηγήσουν σε σημαντική αύξηση του χρέους, από το 105% (2007) στο 110% (2008). Γενικότερα, από το 2004, το χρέος ακουλούθησε πολύ διαφορετική πορεία σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια. Μεταξύ 1993 και 2003 το χρέος κυμαινόταν γύρο στο 110% του ΑΕΠ, με μικρές αυξομειώσεις. Στη συνέχεια, όμως, και κάθε χρόνο σχεδόν, σημειωνόταν μια συστηματική επιδείνωση, που κορυφώθηκε τη χρονιά της κρίσης και, βεβαίως, κατά την περίοδο που ακολούθησε. Το επίπεδο του χρέους ήταν το κρίσιμο σημάδι ότι, με δεδομένες τις συνθήκες της κρίσης, η Ελλάδα κινδύνευσε να φτάσει σε αδυναμία εξυπηρέτησής του – κινδύνευε, δηλαδή, σοβαρά να κηρύξει πτώχευση.

 Το χρέος όμως δεν έφτασε στα ύψη μόνο με τα δάνεια ή με άλλους μηχανισμούς που αποτυπώνονται στον προϋπολογισμό. Εκτός από το χρέος που προερχόταν από το παρελθόν και αποτυπωνόταν σε κάθε χρονιά, υπήρχε και ένα «νοητό» χρέος, που είχε δημιουργηθεί με θεσμικές κρατικές δεσμεύσεις για το μέλλον, και το οποίο κατά τα επόμενα χρόνια απαιτούσε πρόσθετες πηγές χρηματοδότησης και θα επιβάρυνε την οικονομία σε βάθος χρόνου (π.χ., τα ελλείμματα των ΔΕΚΟ, οι δεσμεύσεις για το ασφαλιστικό, το σύστημα υγείας, την άμυνα).

 Όταν ξέσπασε η κρίση, τότε μέτρησαν όλα: το συσσωρευμένο χρέος, τα ελλείμματα, η απουσία βιωσιμότητας, οι προοπτικές της οικονομίας να παράγει μεγέθυνση κατά τα επόμενα χρόνια, οι πιθανές κοινωνικές εντάσεις, η ικανότητα ανάληψης επενδύσεων, η ανταγωνιστική ικανότητα, η βούληση της κοινωνία να υλοποιήσει αλλαγές οι οποίες θα βελτίωναν τη θέση της. Τη στιγμή εκείνη, κάθε παράγοντας που φαινόταν να επιβαρύνει όχι μόνο το σήμερα, αλλά και τα επόμενα χρόνια, μέτρησε στην αξιολόγηση της χώρας αρνητικά και αθροιστικά. Όταν επιπλέον φάνηκε ότι η Ευρώπη πιθανόν να μη στήριζε την Ελλάδα, ο κίνδυνος να προκληθεί κρίση εξυπηρέτησης του χρέους και κρίση ρευστότητας αυξήθηκε σε μεγάλο βαθμό. Με την ορολογία του Minsky, πριν από το 2009 η οικονομία είχε περιέλθει σε κατάσταση απολύτου κερδοσκόπου (ultra Ponzi), ο οποίος δεν έχει πρωτογενές πλεόνασμα, ούτε καν για να εξυπηρετεί τμήμα του χρέους του. Στη φάση εκείνη κατέστη εμφανές ότι η Ελλάδα ήταν πρακτικά χρεοκοπημένη. Το χρέος μετατράπηκε, έτσι, από εργαλείο πολιτικής σε θεμελιακή πηγή μακροοικονομικής και αναπτυξιακής εμπλοκής.»[6]

 

Κι εδώ τέλειωσε η αφήγηση του πώς δημιουργήθηκε το δημόσιο χρέος. Γίνατε σοφότεροι; Εγώ όχι. Αναζητώντας, παρ΄ όλα αυτά, κάτι σχετικό με το πώς δημιουργήθηκε κατά τον συγγραφέα μας το δημόσιο χρέος, διαβάζουμε λίγες σελίδες παρακάτω:

 

«Επισημάνθηκε παραπάνω ότι το χάσμα μεταξύ δημοσίων εσόδων και δαπανών στην Ελλάδα ήταν καθοριστικός παράγοντας για τα δημοσιονομικά ελλείμματα και το χρέος, την υπερβολική διόγκωσή τους στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 2000 και, τελικά, τη δημοσιονομική κρίση του 2009.»[7]

 

Εδώ γίναμε επιτέλους κατά τι και συγκεκριμένα κατά το εξής σοφότεροι: Εκεί που νομίζαμε ότι το χάσμα, δηλ. η διαφορά, μεταξύ δημοσίων εσόδων και δημοσίων δαπανών συνιστά το δημοσιονομικό έλλειμμα, μαθαίνουμε τώρα ότι αυτό το χάσμα είναι απλώς και μόνο καθοριστικός παράγων του δημοσιονομικού ελλείμματος. Δηλ. ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα είναι προσδιοριστικός παράγων του δημοσιονομικού ελλείμματος.

 Ωστόσο, σ΄ένα πλαίσιο τελείως άσχετο με τα δημοσιονομικά ελλείμματα και το δημόσιο χρέος ο συγγραφέας μας παραθέτει στοιχεία της Eurostat εξόχως σημαντικά για τα ελλείμματα και το χρέος. Κατ’ αρχάς αναφέρεται «σε ένα μέγεθος που είναι κεντρικό προκειμένου να εξηγήσει κανείς τις δημοσιονομικές ανισορροπίες και την κρίση: στη σχέση δημοσιονομικά έσοδα/ΑΕΠ. Η σχέση αυτή κινήθηκε στο 38% (1994-2008), που είναι περίπου 7 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ κάτω από το αντίστοιχο μέγεθος (44,8%) της Ε.Ε.- 15. Από μόνη της, τούτη η σχέση δεν σημαίνει πολλά. Πρέπει να δούμε και τη σχέση δαπανών/ΑΕΠ. Στην Ελλάδα, οι δημόσιες δαπάνες/ΑΕΠ αποτελούν το 45,85 του ΑΕΠ, δηλαδή βρίσκονται αρκετά κοντά στον μέσο όρο της Ε.Ε. -15(47,4%), αν και η διαφορά δεν είναι διόλου αμελητέα, ιδίως αν δει κανείς τα χαμηλότερα μεγέθη των άλλων χωρών του Ευρωπαϊκού νότου. Η σύγκριση του σχετικού ύψους δαπανών/ΑΕΠ επιτρέπει σε πολλούς να προβάλλουν το επιχείρημα ότι η Ελλάδα δεν ήταν «σπάταλη», ούτε διέθετε υπερδιογκωμένο δημόσιο τομέα.»[8]

 M’ αυτό ελέχθησαν όλα! Ας το επαναλάβουμε: Η Ελλάδα, δηλ. το ελληνικό Δημόσιο, δεν είναι «άπληστη» ή «σπάταλη».[9]  Απλώς έχει μειωμένα δημοσιονομικά έσοδα. Εξ ου και τα δημοσιονομικά ελλείμματα.

 Ακόμη μικρότερο είναι στην Ελλάδα σε σχέση με την Ε.Ε. το ποσοστό των φορολογικών εσόδων στο ΑΕΠ: 30,3% στην Ελλάδα το 2009 έναντι 39,1% στην Ε.Ε.[10]  Ο συγγραφέας παραθέτει επίσης την «εντυπωσιακή δυσαναλογία του υπόρρητου φορολογικού συντελεστή στο κεφάλαιο (implicit tax rate on capital) στην Ελλάδα, σε σύγκριση με την Ε.Ε. -17 (16,5% έναντι 27,5%). Η υπόρρητη φορολογική επιβάρυνση του κεφαλαίου έφτανε, το 1995, το 9,1% στην Ελλάδα, έναντι 16,7% στην Ε.Ε.-15. Από το 1998 και μετά, αυξήθηκε, για να φτάσει το 15,4% το 2000. Παρότι όμως, γενικά, η επιβάρυνση αυξήθηκε σταδιακά, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Ε.Ε. (βλ. Πίνακα2), το χάσμα μεταξύ Ελλάδας και Ε.Ε. διευρύνθηκε, από 7,6 ποσοστιαίες μονάδες το 1995, σε 11 ποσοστιαίες μονάδες το 2010.»[11]

 Έτσι λοιπόν έχει το πράγμα. Και τι αντιτάσσει ο συγγραφέας μας στο επιχείρημα ότι τα ελλείμματα και η αύξηση του χρέους δεν οφείλεται σε απληστία ή σπατάλη, αλλά σε μειωμένα δημόσια έσοδα και ειδικά μειωμένα φορολογικά έσοδα; Τα ακόλουθα:

 

«Ωστόσο, το κρίσιμο κριτήριο για την ύπαρξη υπερδιογκωμένου ή σπάταλου δημόσιου τομέα δεν είναι η μεμονωμένη εικόνα των δαπανών˙ είναι η ικανότητα του ίδιου τού Δημοσίου να καλύπτει τις δαπάνες του από δημοσιονομικά έσοδα και να μην υπονομεύει την κατανομή του εισοδήματος και την ανάπτυξη της χώρας. Το υπερδιογκωμένο έχει αρνητική σημασία όταν είναι έωλο, επειδή δεν υποστηρίζεται από δημοσιονομικούς πόρους. Στην Ελλάδα, μολονότι οι δαπάνες βρίσκονται κοντά στον μέσο ευρωπαϊκό όρο, οδηγούσαν στα μεγαλύτερα δημοσιονομικά ελλείμματα και στη δυσμενέστερη σχέση χρέους/ΑΕΠ μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε., ακριβώς επειδή υπήρχε ένα χάσμα μεταξύ εσόδων και δαπανών ως ποσοστών του ΑΕΠ, ύψους 8 ποσοστιαίων μονάδων. Η ίδια διαφορά στην Ε.Ε. ήταν μόνο 2,6 ποσοστιαίες μονάδες. Η διαφορά αυτή είναι που κάνει τις δαπάνες στην Ελλάδα να είναι υπερδιογκωμένες, οδηγώντας κάθε χρόνο σε σημαντικό δημοσιονομικό έλλειμμα και σε τροφοδότηση του δημόσιου χρέους. Το χάσμα αυτό είναι και το μέτρο της μεγαλύτερης ίσως ανισότητας που χαρακτηρίζει την ελληνική κοινωνία: της τεράστιας φοροδιαφυγής και της αποφυγής συμμετοχής στα «κοινά».[12]

 

Ας μας επιτραπεί μια κάπως άσχετη παρατήρηση: Ο καθένας γνωρίζει ‘ότι δυστυχώς υπάρχουν πράγματα, τον σχολιασμό των οποίων όλοι μας ευλόγως αφήνουμε με ευχαρίστηση, ει δυνατόν, στον διπλανό μας.

 Έτσι έχει το πράγμα με την απίστευτη απληστία. Και πώς έχει το πράγμα με τους μετατιθέμενους στο μέλλον λογαριασμούς; Δεν μεταθέτει την πληρωμή κάποιου λογαριασμού στο μέλλον, όταν δημιουργεί δημοσιονομικό έλλειμμα το Δημόσιο. Παρά το έλλειμμα πληρώνει όλους τους λογαριασμούς του. Με τι; Με τα χρήματα των δανείων που πήρε για να καλύψει το έλλειμμα του. Τι θα πληρώσει στο μέλλον; Μα τα δάνεια που πήρε . Τι το επιλήψιμο υπάρχει σ’όλα αυτά; Τίποτα. Κατά τα λοιπά ούτε παιδιά και σκυλιά έχει, ούτε αποβιώνει για να αφήσει σ’αυτά το Δημόσιο τα χρέη του. Τα χρέη του τα φέρει και τα πληρώνει το ίδιο και δεν τα μεταφέρει σε άλλους για να τα πληρώσουν αυτοί.

 

Ας δούμε όμως τα ελλείμματα του Δημοσίου και από μιαν άλλη, ουσιαστικότερη σκοπιά.

 

«Συνήθως χωρίζουμε την οικονομία σε τρείς τομείς: στον τομέα των νοικοκυριών, στον τομέα των επιχειρήσεων και στον δημόσιο τομέα. Σ’αυτούς τους τρείς τομείς κατανέμεται εντέλει το προϊόν και το εισόδημα μιας εθνικής οικονομίας σε μια ορισμένη περίοδο. Τα νοικοκυριά παίρνουν ως εισόδημα τους μισθούς και τα διανεμηθέντα κέρδη μετά την πληρωμή των φόρων, των ασφαλιστικών εισφορών κ.λπ. ( Υν)˙ οι επιχειρήσεις παίρνουν ως εισόδημα τους τα κέρδη που απομένουν μετά την πληρωμή των διανεμηθέντων κερδών, των ασφαλιστικών εισφορών και των φόρων (Υε)˙ Και το δημόσιο παίρνει ως εισόδημα ό,τι του πληρώνουν τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις δηλαδή τους φόρου, τις ασφαλιστικές εισφορές κ.λπ. (Υk).

 

Και οι τρείς τομείς μαζί, δηλαδή η οικονομία στο σύνολό της, μπορούν το εισόδημά τους να το καταναλώσουν ή να μην το καταναλώσουν. Το μέρος που δεν καταναλώνουν το ονομάζουμε αποταμίευση. Έτσι, ισχύει πάντα:

 

Y=C+S, (1)

με

Y=Yv+Yε+Yk, C=Cv+Cε+Ck και S=Sv+Sε+Sk,

 

όπου Y, C και S αντιστοίχως το εισόδημα, η κατανάλωση και η αποταμίευση της οικονομίας. Η σημασία των υπολοίπων συμβόλων είναι προφανής. Η κατανάλωση των επιχειρήσεων Cε είναι αυτονοήτως ίση με μηδέν: Cε=0. Ό,τι ισχύει για τη συνολική οικονομία ισχύει και για καθέναν από τους τρεις τομείς. Δηλαδή,

 

Yv=Cv+Sv,

Yε=Cε+Sε=0+Sv=Sv

και

Yk=Ck+Sk.

 

Αν η οικονομία έχει εμπορευματικές ανταλλαγές με την Αλλοδαπή, τότε έχει τρεις τρόπους να χρησιμοποιήσει το εισόδημα της Y: Ή να το καταναλώσει ή να το επενδύσει ή να το θέσει ως καθαρές εξαγωγές αντί πληρωμής στην διάθεση της Αλλοδαπής, η οποία χρησιμοποιεί αυτές τις καθαρές εξαγωγές της Ημεδαπής για κατανάλωση ή/και για επένδυση. Οι καθαρές εξαγωγές μιας χώρας είναι η διαφορά μεταξύ των εξαγωγών και των εισαγωγών της.

 

Έστω Ex οι εξαγωγές, Im οι εισαγωγές και I οι επενδύσεις μιας χώρας. Τότε ισχύει

 

Y=C+I+(Ex-Im). (2)

 

Από τις σχέσεις (1) και (2) προκύπτει

 

S=I+(Ex-Im) (3)˙

 

Αν Iv, Iε και Ik οι επενδύσεις των νοικοκυριών, των επιχειρήσεων και του δημοσίου αντιστοίχως, όπου

 

Iv+Iε+Ik = I,

 

τότε η σχέση (3) γράφεται ως

 

Sv+Sε+Sk = (Iv+Iε+Ik)+(Εx-Im), (4)

 

όπου, επειδή εξ ορισμού τα νοικοκυριά δεν επενδύουν, Iv=0.

 

Έστω ότι η εν λόγω χώρα έχει εμπορικό έλλειμμα. Τότε οι καθαρές εξαγωγές της (Ex-Im) είναι ένα αρνητικό μέγεθος και από τη σχέση (4) προκύπτει:

 

 

(Sv-Iv)+(Sε-Iε)+(Sk-Ik)=(Ex-Im)<0 (5)

 

Το (Sv-Iv) είναι το πλεόνασμα (αν είναι θετικό) ή το έλλειμμα (αν είναι αρνητικό) των δαπανών των νοικοκυριών. Το (Sε-Iε) είναι το πλεόνασμα ή το έλλειμμα των δαπανών των επιχειρήσεων και το (Sk-Ik) είναι το πλεόνασμα ή το έλλειμμα των δαπανών του δημοσίου. Το άθροισμα των τριών αυτών μεγεθών είναι το πλεόνασμα ή το έλλειμμα των δαπανών της οικονομίας. Σύμφωνα με την (5) το πλεόνασμα ή το έλλειμμα των δαπανών της οικονομίας είναι ίσο με τις καθαρές εξαγωγές της (Ex-Im), δηλαδή ίσο με το πλεόνασμα ή το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου της. Εδώ, εξ υποθέσεως, η χώρα έχει έλλειμμα στο εμπορικό της ισοζύγιο».[13]

 Τι συμβαίνει λοιπόν όταν σε μια ορισμένη περίοδο υπάρχει δημοσιονομικό έλλειμμα; Το εξής: Το Δημόσιο αγοράζει και χρησιμοποιεί από όλα όσα παρήχθησαν στην Ημεδαπή και στην Αλλοδαπή αγαθά και υπηρεσίες αξίας μεγαλύτερης του εισοδήματος του αυτής της περιόδου – μεγαλύτερης κατά το έλλειμμά του. Το χρηματικό ποσό, κατά το οποίο οι αγορές του, δηλ. οι δαπάνες του, υπερβαίνουν το εισόδημά του, δηλ. τα τακτικά του έσοδα, το Δημόσιο το προσπορίζεται από τα δάνεια που παίρνει. Αντιστοίχως όλοι οι υπόλοιποι ως σύνολο, δηλ. η Αλλοδαπή, τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις της Ημεδαπής, αγοράζουν και χρησιμοποιούν αγαθά και υπηρεσίες αξίας μικρότερης του εισοδήματος τους – μικρότερης κατά το έλλειμμα του Δημοσίου. Το αντίστροφο συμβαίνει, όταν σε μια ορισμένη περίοδο υπάρχει δημοσιονομικό πλεόνασμα.

Ό,τι γίνεται με το Δημόσιο, μπορεί να γίνει και με τον τομέα των νοικοκυριών, με τον τομέα των επιχειρήσεων ή με την οικονομία στο σύνολό της. Έτσι η χώρα μας, επειδή έχει έλλειμμα στο εμπορικό της ισοζύγιο, χρησιμοποιεί σε κάθε περίοδο απ’όλα, όσα παρήχθησαν σ’αυτήν την περίοδο στην Ημεδαπή και στην Αλλοδαπή, αγαθά και υπηρεσίες αξίας μεγαλύτερης του καθαρού εθνικού προϊόντος της, δηλ του εισοδήματος της. Αυτά τα αγαθά κι αυτές τις υπηρεσίες τα παίρνει ως καθαρές εισαγωγές από την Αλλοδαπή, τις οποίες πληρώνει με δάνεια ή πιστώσεις. 

 Το άθροισμα των αξιών όλων αυτών των αγαθών και υπηρεσιών, που αγόρασε και χρησιμοποίησε το Δημόσιο πέραν του εισοδήματός του μέχρι σήμερα, συνιστά το χρέος του Δημοσίου. Χρέη δεν έχει όμως μόνον το Δημόσιο. Χρέη έχουν και οι ιδιώτες και οι επιχειρήσεις. Όπως κάθε χρέος, έτσι και το χρέος του Δημοσίου δεν είναι κάτι κακό και απευκταίο. Κακό και απευκταίο, εν πρώτοις γι’αυτόν που έχει το χρέος, είναι να μην μπορεί να το εξυπηρετήσει – και εν συνεχεία και για όλους, όσοι θίγονται από τις συνέπειες αυτής της αδυναμίας εξυπηρέτησης του χρέους. Αυτό συνήθως συμβαίνει, όταν το χρέος ξεπεράσει ένα ορισμένο ύψος. Ωστόσο, όπως είδαμε, οι καπιταλιστές δεν είναι γι’αυτόν και μόνον τον λόγο κατά των δημοσιοοικονομικών ελλειμμάτων και των συνακόλουθων αυξήσεων του δημόσιου χρέους.

 «Γιατί όμως, ενώ ένα μεγάλο μέρος της ιδιωτικής οικονομίας κερδίζει φοβερά ποσά από τα δημόσια ελλείμματα, το δημόσιο χρέος και την αύξηση τους, η ιδιωτική οικονομία στρέφεται κατά των ελλειμμάτων και του χρέους του δημοσίου; Διότι γνωρίζει, ότι κάθε αύξησή τους σημαίνει μια αντίστοιχη αύξηση των δημοσίων δαπανών και συνεπώς μια αντίστοιχη αύξηση του δημόσιου εις βάρος του ιδιωτικού τομέα. Ωστόσο οι αιτιάσεις της ιδιωτικής οικονομίας κατά των δημοσίων ελλειμμάτων και του δημοσίου χρέους δεν είναι ειλικρινείς. Διότι η ιδιωτική οικονομία γνωρίζει ότι το μεγαλύτερο μέρος του δημόσιου χρέους οφείλεται στους τόκους που πληρώνει γιά αυτό το χρέος το δημόσιο.

Αν λοιπόν ήθελε να το μειώσει, θα μπορούσε να δεχθεί λύσεις μείωσής του, οι οποίες έχουν προταθεί διεθνώς ήδη προ πολλού. Όπως π.χ. τη λύση το δημόσιο να μην δανείζεται από την ελεύθερη αγορά στο εκεί ισχύον υψηλό επιτόκιο, αλλά από την Κεντρική Τράπεζα στο χαμηλότερο επιτόκιο, στο οποίο αναχρηματοδοτούνται από αυτήν οι ίδιες οι εμπορικές τράπεζες. Δεν επιθυμεί όμως μια τέτοια λύση, διότι τότε θα έχανε τους παχυλούς τόκους από το δημόσιο χρέος. Και επίσης αυτός ο δρόμος μείωσης του δημόσιου χρέους έχει φραχτεί ήδη προ πολλού.

Συνεπεία σχετικών ρυθμίσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης το δημόσιο δεν μπορεί όχι μόνον να δανειστεί σε οποιοδήποτε επιτόκιο από την Κεντρική Τράπεζα, αλλά ούτε καν να πάρει εντελώς χαμηλόποσα ταμειακά δάνεια απ’αυτήν. Είναι ένα αρνητικό Witz, τουτέστιν καλαμπούρι, της μοντέρνας ιστορίας το ότι το δημόσιο, ενώ έχει εκχωρήσει στην Κεντρική Τράπεζα το προνόμιο να δημιουργεί χρήμα, το οποίο αυτή προσφέρει σε επιτόκια χαμηλότερα εκείνου της αγοράς στις εμπορικές τράπεζες, δεν μπορεί – δεν τού επιτρέπεται – όχι μόνον να πάρει χρήμα από την Κεντρική Τράπεζα στο χαμηλό επιτόκιο, στο οποίο αυτή αναχρηματοδοτεί τις εμπορικές τράπεζες, αλλά ούτε καν να πάρει απ΄αυτήν χρήμα σε οποιαδήποτε επιτόκιο και είναι αναγκασμένο να παίρνει χρήμα από την ελεύθερη αγορά, μεταξύ άλλων και από τις εμπορικές τράπεζες, σε επιτόκιο πολύ υψηλότερο από εκείνο που αναχρηματοδοτεί αυτές τις τελευταίες η Κεντρική Τράπεζα, δηλαδή η – υποτιθέμενη – τράπεζα του ίδιου του δημοσίου. Σήμερα πλέον οι Κεντρικές Τράπεζες είναι απλώς και μόνον πρακτορεία των εμπορικών τραπεζών και της χρηματαγοράς και όχι – όπως ελέγετο παλαιότερα – ιδιωτικές τράπεζες των κρατών. (Βλ. ελληνική έκδοση της Le Monde Diplomatique, τεύχος 10: « Οι νέοι κυβερνήτες του κόσμου» σ. 47).

 Το δημόσιο έλλειμμα και το δημόσιο χρέος είναι ταυτόχρονα επωφελή και απειλητικά για τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας. Συγχρόνως η από τον ιδιωτικό τομέα προβαλλόμενη ανάγκη μείωσή τους είναι κυρίως μέσο για τη μείωση των προς όφελος των εργαζομένων και των συνταξιούχων εκτελούμενων κοινωνικών δαπανών, για τη μείωση του δημόσιου τομέα και για τη νομιμοποίηση της ασκούμενης πολιτικής λιτότητας, δηλαδή της ανακατανομής εισοδημάτων και περιουσιών εις βάρος των εργαζομένων.

 Τελικά είναι, πέραν όλων αυτών, απευκταία το δημόσιο χρέος και το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου; Ναι! Το δημόσιο χρέος είναι απευκταίο, διότι σημαίνει μεταφορά ενός μεγάλου μέρους του εθνικού προϊόντος σε οιονεί τοκογλύφους. Και επιπροσθέτως είναι και επικίνδυνο, εάν είναι υψηλό και συνιστά σε μεγάλο μέρος εξωτερικό χρέος. Διότι τότε, εάν η εξυπηρέτησή του παρουσιάζει προβλήματα, επεμβαίνουν οι γύπες των επικείμενων πτωχεύσεων, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Παγκόσμια Τράπεζα, το Κλαμπ του Παρισιού κ.ά.,…» [14]

 Όπως επενέβη η Τρόικα στην χώρα μας. Παρά τους εξορκισμούς των ελλειμμάτων και του χρέους του Δημοσίου οι καπιταλιστές και το πολιτικό τους προσωπικό άφησαν το δημόσιο χρέος να ανέλθει σε ύψη που προοιώνιζαν χρεοκοπία. Και ενώ θα έπρεπε να κάνουν ό,τι ήταν δυνατό για να την αποτρέψουν συνεχίζοντας συγχρόνως να αναχρηματοδοτούν το χρέος στην αγορά, δεν έκαναν απολύτως τίποτε, αλλά άλλαξαν χρηματοδότη: Αντί να προσφεύγουν στην αγορά για την αναχρηματοδότηση του χρέους, προσέφυγαν στην λεγόμενη Τρόικα (ΔΝΤ, ΕΚΤ και ΕΕ). Ο νέος χρηματοδότης επέβαλε στην χώρα την γνωστή μνημονιακή οικονομική πολιτική, η οποία με πρόσχημα την διασφάλιση του χρηματοδότη και την απομείωση του δημόσιου χρέους επιδιώκει την επίτευξη στόχων που έχουμε αναφέρει ήδη στα προηγούμενα. Το ιδεολόγημα πού αναλύσαμε εδώ εξακολουθεί να παρέχει και μετά το Μνημόνιο τις υπηρεσίες που παρείχε πριν.

 

Οι απόψεις του Τάσου Γιαννίτση για τα δημοσιονομικά ελλείμματα υπήρξαν η αφορμή να αναπτύξουμε εδώ πώς έχει πράγματι το πράγμα. 

 

(Μάιος 2013)

Σημειώσεις

 

[1] Γ. Σταμάτης, “Τα ιδεολογήματα της νέας «εκσυγχρονιστικής» οικονομικής και κοινωνικής τάξης πραγμάτων”, στου ιδίου, Οικονομικά Μαργκινάλια, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1997, σελ. 31-33.

[2] Τάσος Γιαννίτσης, Η Ελλάδα στην κρίση, Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2013, σελ. 38-39

[3] Αν και η ποιητική διάθεση δεν αρκεί κατά κανένα τρόπο για να δικαιολογήσει εκείνο το «αρπάζαμε από το μέλλον ό,τι μπορούσαμε». Διότι το μέλλον, όσο είναι μέλλον και δεν έχει ακόμη γίνει παρόν, δεν έχει τίποτε να τού αρπάξουμε, «προκειμένου να χαρούμε ένα καλλίτερο σήμερα», και θα έχει, μόνον όταν δεν είναι πλέον μέλλον και γίνει παρόν. Έτσι λοιπόν όταν σε μια περίοδο καταναλώνουμε περισσότερα από αυτά που παράξαμε σ’αυτήν την περίοδο, αυτά τα περισσότερα δεν τα αρπάζουμε από το μέλλον, αλλά τα παίρνουμε απ’ ό,τι παράξαμε και δεν χρησιμοποιήσαμε στο παρελθόν. Πώς γίνεται αυτό; Ως εξής: Αντί σ’ αυτήν την περίοδο να αναπαράξουμε τα σ’αυτήν την ίδια περίοδο φθαρθέντα μέσα παραγωγής, παράγουμε ένα μέρος ή το σύνολο αυτών των φθαρέντων μέσων παραγωγής στην μορφή μέσων κατανάλωσης ,τα οποία και καταναλώνουμε. Με συνέπεια τα μέσα παραγωγής που είχαμε κατά το παρελθόν να μειωθούν αντιστοίχως.

[4] Ό.π., σελ. 83-86

[5] ‘Ο.π. σελ. 84-85

[6] ‘Ο.π., σελ. 85-86

[7] ‘Ο.π. σελ. 105-106

[8] Ό.π., σελ. 75-76.

[9] Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξαν και δεν υπάρχουν δαπάνες που είναι εν μέρει ή στο σύνολό τους περιττές ή υπέρ το δέον υψηλές.

[10] Ό.π., σελ. 77.

[11] ‘Ο.π.,σελ. 79.

[12] ‘Ο.π., σελ. 76.

[13] Γ. Σταμάτης, «Αμερικανικές σοφίες περί διδύμου ελλείμματος», στου ιδίου, Οικονομικά Μαργκινάλια, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1997, σελ. 145-148 και Γ. Σταμάτης, Εισαγωγή στην πολιτική οικονομία, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1997, σελ. 151-165.

[14] Γ. Σταμάτης, “Τα Ιδεολογήματα”…, ο.π., σελ. 33-35

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *