Το χαλυβουργικό μανιφέστο

του Αντώνη Μπαλασόπουλου

Στην διάρκεια εκδίπλωσης στις ΗΠΑ του λεγόμενου Occupy Wall Street Movement, διάφορα αμερικανικά ΜΜΕ έθεσαν το ερώτημα της πιο «iconic» φωτογραφίας από τη ζωή του κινήματος (η Washington Post παρέθεσε μια φωτογραφία ως την πιθανόν πιο «iconic»(1), το περιοδικό Wired έδωσε μια άλλη ως υποψήφια(2), κοκ).

Ανάλογες ήταν και οι περιστάσεις στα ελληνικά και ευρωπαϊκά ΜΜΕ σε ό,τι αφορούσε τις συγκεντρώσεις έξω από το Σύνταγμα.

Άφησα τη λέξη «iconic» αμετάφραστη για λόγους όχι μεταφραστικούς αλλά θεωρητικούς. Κάποιος ή κάποια με περιορισμένη γνώση της αγγλικής θα έμπαινε στον πειρασμό να την μεταφράσει αναγάγοντάς την πίσω στην προφανή ελληνική της ρίζα, αλλά τότε θα κατέληγε με μια μάλλον παράδοξη ταυτολογία: η «iconic» ως “εικονική εικόνα.” Προφανώς, η ταυτολογία θα συσκότιζε το νόημα της φράσης. Μια σαφώς καλύτερη μετάφραση θα ήταν “εμβληματική εικόνα”, μιας και το «iconic» δεν δηλώνει το φυσικό χαρακτήρα μιας αναπαράστασης, αλλά ένα ποιοτικό χαρακτηριστικό για αυτή (για αυτό και είναι επίθετο). Τι ποιοτικό χαρακτηριστικό έχουν οι φωτογραφικές εικόνες που προέβαλλαν οι Washington Times, το Wired, κλπ; Ότι είναι “εμβληματικές”· ότι αποτελούν, τρόπον τινά, την αναπαραστατική πεμπτουσία ενός συμβάντος.

Αλλά τότε ποιού ακριβώς πράγματος είναι εμβληματικές; Προφανώς, η αντιπροσωπευτικότητά τους δεν είναι στατιστικού χαρακτήρα, δεν αντιπροσωπεύει έναν “μέσο όρο”· αντίθετα, οι «iconic» φωτογραφίες αναδεικνύουν κάτι με μια συμβολική πυκνότητα που κρίνεται εξαιρετική, ασυνήθιστη. Η αντιπροσωπευτικότητά τους, λοιπόν, είναι αξεδιάλυτη από την εξαιρετικότητα του χαρακτήρα τους, και είναι αυτό το μείγμα του αντιπροσωπευτικού και του ασυνήθιστου που εικάζεται ότι αναδεικνύει την ουσία ενός κοινωνικού ή πολιτικού γεγονότος, το “πνεύμα” του.

Συνεπώς, αυτό που περιβάλλει τον λόγο περί “iconic images” είναι δύο διαφορετικές κατασκευές της έννοιας της ανα-παράστασης: πρώτον, η τεχνολογικά διαμεσολαβημένη οπτική αναπαραγωγή, (“image”)· και δεύτερον, η λειτουργία της αναπαράστασης και εκπροσώπησης μιας ουσίας ή ενός πνεύματος που θεωρείται πως εμφιλοχωρεί μέσα στο αναπαραστώμενο· η διακόμιση, μέσα από την εικόνα, μιας παρουσίας («iconic»).

Νομίζω ότι θα έβρισκε ελάχιστους διαφωνούντες η πρόταση ότι στην περίπτωση της απεργίας στην Ελληνική Χαλυβουργία δεν υπήρξαν “iconic images.” Όχι απλώς επειδή τα ΜΜΕ αγνόησαν συστηματικά την απεργία αυτή. Αυτό δεν αρκεί για να επιβάλλει από μόνο του μια λογική λογοκριτικής καταστολής της εικόνας. Υπήρξαν προσπάθειες να μεταφερθεί στη δημόσια σφαίρα μια εικόνα της απεργίας. Όμως οι προσπάθειες αυτές δεν γέννησαν τίποτε που να μπορεί να χαρακτηριστεί “εμβληματικό” μιας ουσίας. Τι αντικρίζουμε αλήθεια όταν κοιτάζουμε τις φωτογραφίες από τη Χαλυβουργία; Μια τετριμμένη εικόνα της άδειας εισόδου ενός εργοστασίου· εικόνες από την διαδικασία της παραγωγής· έναν εργάτη που κάθεται μπροστά από τεράστιες κουβαρίστρες χάλυβα· λίγες δεκάδες ανθρώπους συγκεντρωμένους· έναν συνδικαλιστή που μιλάει στο μικρόφωνο· εργάτες που ψηφίζουν δια ανάτασης χειρός· βαρέλια που ζεσταίνουν τους ανθρώπους που συγκεντρώνοντοαι γύρω: μια φτωχή σε δραματικές εντάσεις, σχεδόν ουδέτερη εικόνα που δεν πυροδοτεί ούτε αποφορτίζει το συναίσθημα.

Στο ντοκυμαντέρ της Ελληνοφρένειας “Μέρες απεργίας”(3) το αποτέλεσμα δεν διαφοροποιείται από αυτή την παράξενα αποδραματοποιημένη, στερημένη εικονογραφία, αυτή την αδόκητη έκθλιψη της ιδέας ότι υπάρχει “αντιπροσωπευτικότητα” ή “εμβληματικότητα” στην οπτική αναπαράσταση: υπάρχουν άνθρωποι που μιλούν ή διαδηλώνουν, υπάρχουν πλάνα τους παράξενα μοναχικά, όπως αυτό του ακτιβιστή να κάθεται μόνος του στα Προπύλαια, ή του απολυμένου που βγαίνει απ’ τη σκηνή του στην αρχή, κι αυτό είναι όλο.

Τι συμβαίνει στη Χαλυβουργία; Γιατί, αφήνοντας παράμερα την διαφανή ως προς τα κίνητρά της και άρα εύκολα εξηγήσιμη περιφρόνηση των ΜΜΕ στην προοπτική κάλυψής της, εξαιρείται αυτό που συμβαίνει τόσο παράδοξα από τη λογική της εικονικότητας ή της θεαματικότητας που υποτίθεται ότι αποτελεί το απόλυτο χαρακτηριστικό της “μετανεωτερικής” εποχής (Debord, Baudrillard, κα);

1. Κριτική της ορατότητας: Μπρεχτ και Μαρξ

Η κατάσταση έχει γίνει τόσο πολύπλοκη επειδή η απλή αναπαραγωγή της πραγματικότητας μας λέει λιγότερα από ποτέ για την πραγματικότητα. Όλο και λιγότερο μπορεί η απλή αντανάκλαση της πραγματικότητας να μάς αποκαλύψει οτιδήποτε για την πραγματικότητα. Μια φωτογραφία των εργοστασίων της Krupp ή της AEG δεν μάς λέει σχεδόν τίποτα για αυτά.

Bertolt Brecht(4)

Γιατί αποτυγχάνει η φωτογραφία, η “απλή αναπαραγωγή της πραγματικότητας” ενός εργοστασίου να μας πει οτιδήποτε γι’ αυτή την πραγματικότητα; Για να απαντήσουμε θα πρέπει να θυμηθούμε ένα διάσημο εδάφιο του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου του Μαρξ, το οποίο αφορά τον “Φετιχισμό του εμπορεύματος και το μυστικό του” (τόμος 1, κεφάλαιο 1, τμήμα 4):

Το εμπόρευμα εμφανίζεται, με πρώτη ματιά, ως κάτι το πολύ τετριμμένο και εύκολα κατανοητό. Η ανάλυσή του δείχνει ότι, στην πραγματικότητα, είναι κάτι πολύ παράξενο, γεμάτο μεταφυσικές αποχρώσεις και θεολογικές πινελιές. […] Το εμπόρευμα, λοιπόν, είναι κάτι μυστήριο, απλά επειδή μέσα του ο κοινωνικός χαρακτήρας της ανθρώπινης εργασίας εμφανίζεται ως ένας αντικειμενικός χαρακτήρας που σφραγίζει το προϊόν της εργασίας αυτής· επειδή η σχέση των παραγωγών στο σύνολο της δικής τους εργασίας τούς παρουσιάζεται ως κοινωνική σχέση, η οποία όμως υπάρχει όχι ανάμεσά τους αλλά ανάμεσα στα προϊόντα της εργασίας τους. Αυτός είναι ο λόγος που τα προϊόντα της εργασίας γίνονται εμπορεύματα, κοινωνικά πράγματα των οποίων οι ποιότητες είναι την ίδια στιγμή αντιληπτές και μη αντιληπτές από τις αισθήσεις. Με τον ίδιο τρόπο, το φως από ένα αντικείμενο το αντιλαμβανόμαστε όχι ως υποκειμενικό ερεθισμό του οπτικού μας νεύρου, αλλά ως αντικειμενική μορφή κάποιου πράγματος πέρα από το ίδιο το μάτι. Όμως, στην πράξη της θέασης υπάρχει, όπως και να ‘χει, ένα κυριολεκτικό πέρασμα του φωτός από το ένα πράγμα στο άλλο, από το εξωτερικό αντικείμενο στο μάτι. Υπάρχει μια φυσική σχέση ανάμεσα σε φυσικά πράγματα. Αλλά τα πράγματα με τα εμπορεύματα είναι διαφορετικά. Εκεί, η ύπαρξη των πραγμάτων ως εμπορευμάτων, και η σχέση αξίας ανάμεσα στα προϊόντα της εργασίας που τα σφραγίζει ως εμπορεύματα, δεν έχουν καμία σύνδεση με τις φυσικές τους ιδιότητες και με τις υλικές σχέσεις που πηγάζουν απ’ αυτές. Υπάρχει μια ορισμένη σχέση ανάμεσα στους ανθρώπους που παίρνει, στα δικά τους μάτια, την φανταστική μορφή μιας σχέσης ανάμεσα σε πράγματα. Για να βρούμε λοιπόν μια αναλογία, θα πρέπει να έχουμε πρόσβαση στις νεφελώδεις περιοχές του θρησκευτικού κόσμου. Στον κόσμο αυτό, τα παράγωγα του ανθρώπινου μυαλού εμφανίζονται ως ανεξάρτητα πράγματα με τη δική τους ζωή, και ως πράγματα που εισέρχονται σε σχέσεις το ένα με το άλλο και με το ανθρώπινο είδος. Έτσι γίνεται στον κόσμο των εμπορευμάτων με τα προϊόντα των χεριών του ανθρώπου. Αυτό το ονομάζω φετιχισμό που προσκολλάται στα προϊόντα της εργασίας, απ’ τη στιγμή που παράγονται ως εμπορεύματα, και που συνεπώς είναι αδιαχώριστος από τηνπαραγωγή εμπορευμάτων(5).

Οι εμφάσεις με πλάγια στοιχεία αρκούν, νομίζω, για να αναδειχθεί τόσο η κεντρικότητα του οπτικού λεξιλογίου στην ανάλυση του χαρακτήρα της εμπορευματικής παραγωγής, όσο και η ουσία του επιχειρήματος, που είναι βέβαια ότι το εμπόρευμα από τη μία αποκαλύπτει τον κοινωνικό χαρακτήρα της εργασίας ως “σφραγίδα” κι από την άλλη τον αποκρύπτει, παράγοντας την οφθαλμαπάτη που θέλει αυτόν τον κοινωνικό χαρακτήρα να βιώνεται ως σχέση όχι ανάμεσα στους παραγωγούς αλλά ανάμεσα στα εμπορεύματά τους. Στη βάση αυτής της θεμελιώδους ανάλυσης συμπεραίνει ο Μπρεχτ ότι το να έχεις οπτική πρόσβαση σε ένα εργοστάσιο (τα μηχανήματα, τους ανθρώπους, τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ τους) δεν σου αποκαλύπτει απολύτως τίποτα για το τι είναι παραγωγή και σχέσεις παραγωγής, τι είναι αξία, ή ποιοί είναι οι μηχανισμοί που μετατρέπουν την μυϊκή προσπάθεια σε αξία μέσα σε μια αναπτυγμένη ανταλλακτική οικονομία.

Για να το πούμε συνοπτικά: το εργοστάσιο είναι ένας προνομιούχος χώρος (προνομιούχος επειδή σ’ αυτόν πρωτοσυγκεντρώνεται σε μαζική κλίμακα το μυστηριώδες θέαμα της καπιταλιστικής παραγωγής) της αντίστασης των “μυστηρίων” της πολιτικής οικονομίας στο ορατό, που όπως συμβαίνει συνήθως με τα πράγματα που ξέρουμε ότι βρίσκονται εκεί αλλά δεν μπορούμε να δούμε, τα μετατρέπει ακριβώς σε μυστήρια, τα επενδύει με “θεολογικές πινελιές” και “μεταφυσικές αποχρώσεις”.

Να ένας πρώτος λόγος που η απεργία στη Χαλυβουργία δεν παράγει “εμβληματικές εικόνες.” Το εργοστάσιο είναι, κατά τη διάρκεια της ίδιας της λειτουργίας του, ένα είδος έμπρακτης αμβισφήτησης της επάρκειας της εικόνας, νοούμενης ως μηχανικήςς αντανάκλασης της πραγματικότητας, για την κατανόηση αυτής της ίδιας πραγματικότητας. Αυτή είναι η πρώτη θέση του Χαλυβουργικού μανιφέστου.

2. Κριτική της ορατότητας: Μπαντιού

Κάθε μέλος τής κοινωνίας των ιδιωτών παρουσιάζεται, διότι η παρουσίαση αποτελεί καθοριστικό γνώρισμα τής κοινωνικότητας. Αλλά το εργοστάσιο διαχωρίζεται και διακρίνεται από την κοινωνία μέσω περιφράξεων, φυλάκων ασφαλείας, ιεραρχιών, χρονοδιαγραμμάτων εργασίας, δομών εκμηχανοποίησης. Αυτό οφείλεται στο ότι η παραγωγικότητα ως ρυθμιστικός κανόνας τού εργοστασίου διαστέλλεται απόλυτα από την εν γένει κοινωνική παρουσίαση. Η ομοιότητα μεταξύ τού συστήματος βιομηχανικής παραγωγής και τής στρατιωτικής οργάνωσης έχει προ πολλού επισημανθεί. Η βαθύτερη αιτία για αυτό πρέπει να αναζητηθεί στο ότι και στις δύο περιπτώσεις η παρουσίαση ακυρώνεται μέσω τής απλής καταμέτρησης υποκαταστήσιμων μονοσυνόλων. Το ότι ο στρατιώτης είναι πάντοτε αφανής οφείλεται στο ότι έχει καταταγεί στην υπηρεσία τού θανάτου. Ομοίως, η κατάταξη προσωπικού σε βιομηχανικές θέσεις εργασίας συνεπάγεται την κατάταξή τους σε καθεστώς μη παρουσίασης. Από την σκοπιά τού εργοστασίου, ο εργάτης παραμένει εξίσου αφανής.

Alain Badiou(6)

Η θέση του Μπαντιού αφορά την τάξη της “κοινωνικο-ιστορικής παρουσίασης” και είναι η εξής: από τη σκοπιά του κράτους, αν και το εργοστάσιο “μετράει-ως-ένα” νοούμενο ως “χώρος των εργατών”, οι ίδιοι οι εργάτες δεν αποτελούν υποσύνολο και δεν υπόκεινται στην καταμέτρηση, καθώς δεν είναι τίποτε άλλο από υποκαταστάσιμες μονάδες “εργατικής” ή “παραγωγικής” δύναμης. Η απόλυτη υποκαταστασιμότητα του εργάτη νοουμένου ως μονάδα παραγωγικής δύναμης (και όχι ως άτομο με την μοναδική του ιστορία, σχέσεις, κλπ), σημαίνει πως η “παρουσίαση ακυρώνεται μέσω τής απλής καταμέτρησης υποκαταστήσιμων μονοσυνόλων”, όπως συμβαίνει για το κράτος και σε ό,τι αφορά τον στρατιώτη, που είναι κατά βάση πάντα “άγνωστος” εφόσον αποτελεί κατά βάση ένα στατιστικό δείγμα “στην υπηρεσία του θανάτου” και όχι ένα μοναδικό ή αναντικατάστατο πρόσωπο. Αλλά και από τη σκοπιά της συλλογικής τους (συνδικαλιστικής) εκπροσώπησης, η οποία συνίσταται στην ανα-παράσταση των αιτημάτων τους, οι εργάτες δεν παρουσιάζονται, καθώς “η παρουσίαση δεν αποτελεί αναγκαστική απόρροια τής αναπαράστασης, εφόσον θα υπάρχουν πάντοτε υποσύνολα [αναγκών, για παράδειγμα, που δεν μπορούν να μεταφραστούν σε οικονομικά αιτήματα] τα οποία δεν θα έχουν συγχρόνως και την ιδιότητα τού στοιχείου, ακριβώς λόγω τού υπερβάλλοντος τής σχέσεως υπαγωγής έναντι τής απλής παρουσίασης.”

Θέση δεύτερη, λοιπόν: υπό “κανονικές συνθήκες”, ο εργάτης ως μοναδικό υποκείμενο είναι αόρατος τόσο απ’ τη σκοπιά του κράτους όσο και από αυτή της θεσμικής του αναπαράστασης μέσα από παγιωμένους θεσμούς συλλογικής εκπροσώπησης.

Την κατάσταση αυτή έρχεται να επιτείνει με χωρικούς όρους η απόσταση του εργοστασίου από την κοινωνία, ο καθορισμός του ως κοινωνικής “ετεροτοπίας”(7) “περιφράξεων, φυλάκων ασφαλείας, ιεραρχιών, χρονοδιαγραμμάτων εργασίας, δομών εκμηχανοποίησης.”

Θέση τρίτη: υπό “κανονικές συνθήκες”, το εργοστάσιο είναι ένας χώρος απεκδυμένος από το αναγνωρίσιμα “κοινωνικό”, εξόριστος από την “κοινωνία” ως αναπαραστάσιμο σύνολο ταυτοτήτων, πρακτικών, τεχνικών και μέσων συνεύρεσης, σύγκρουσης, και διαπραγμάτευσης.

Στο ίδιο κείμενο, ο Badiou αναδεικνύει το γεγονός ότι υπό “κανονικές συνθήκες”, υπό το “κράτος της κατάστασης” (state of the situation) δηλαδή, το εργοστάσιο είναι επίσης ένας χώρος θεμελιωδώς “αποπολιτικοποιημένος”, ακόμα και ασύμβατος με την πολιτική διάσταση, τουλάχιστον εφόσον αυτό γύρω από το οποίο οργανώνεται η “φυσιολογική” δραστηριότητα του εργοστασίου είναι η “παραγωγικότητα”:

Η ιδέα αυτή καθαυτή τής πολιτικής ικανότητας των εργατών αντιβαίνει στην ουσία τού εργοστασίου. Το εργοστάσιο είναι κατ’ ουσίαν χώρος μη πολιτικός, ανεξαρτήτως τού αν οι εργάτες του έχουν πολιτικοποιηθεί ή όχι. Και αυτό γιατί το καθεστώς τής παραγωγικότητας βρίσκεται σε πλήρη και απόλυτη αντίφαση με την πολιτική. Η πολιτική είναι το ακριβώς αντίθετο τής βιομηχανικής εργασίας, διότι συνιστά η ίδια μορφή εργασίας, μια εξευγενισμένη δημιουργική παραγωγή που απαιτεί τη διακοπή κάθε άλλης εργασίας(8).

Θέση τέταρτη: Όσο το εργοστάσιο βρίσκεται σε λειτουργία,, αυτό που παράγει είναι η άρνηση της πολιτικής, δηλαδή η άρνηση της εργασίας της παρουσίασης, της εμφάνισης υποκειμένων σε ένα χώρο όπου σφυρηλατούνται οι όροι της συλλογικής ύπαρξης. Νοούμενο ως μονοσύνολο (ως σύνολο που μετράει-ως-ένα), το εργοστάσιο και οι εργάτες του εξαιρούνται από την πολιτική τάξη, και άρα από την τάξη της παράστασης.

3. Αντι-φαινομενολογία της απεργίας

Τι είναι η απεργία σε ένα εργοστάσιο; Είναι, στο πιο προφανές και άμεσο επίπεδο, μια άρνηση της φύσης του εργοστασίου ως περιφραγμένου και ιεραρχημένου χώρου εξ ολοκλήρου αφιερωμένου στην παραγωγή και την παραγωγικότητα. Είδαμε όμως ότι όντας τέτοιου είδους χώρος, το εργοστάσιο είναι επίσης ένας χώρος άρνησης της πολιτικής.

Θέση πέμπτη: Η απεργία είναι μια άρνηση της άρνησης της πολιτικής, και συνεπώς μια άρνηση της άρνησης της παράστασης του εργάτη που προϋποθέτει η “φυσιολογική” λειτουργία του εργοστασίου.

Πώς εκδηλώνεται φαινομενολογικά αυτή η άρνηση της άρνησης της πολιτικής παράστασης; Και πιο συγκεκριμένα, ποιά είναι η σχέση της με την αναπαραστατική τάξη, με την εικόνα και την εικονογραφία;

Θέση έκτη: Το εργοστάσιο σε απεργία παράγει αντι-αναπαραστάσεις, αντι-εικόνες, και είναι ακριβώς σε αυτές τις αντι-αναπαραστάσεις που η πολιτική παράσταση του εργάτη ως μονάδας μπορεί να λάβει χώρα.

Ως πολιτική πράξη, η απεργία δεν εισάγει τον εργάτη μαζί με τις άλλες ταυτότητες ή συλλογικότητες της “κοινωνίας” σε μια αδιαφοροποίητη αναπαραστατική τάξη. Ο αποκλεισμός του εργάτη από την αναπαράσταση δεν αίρεται μέσα από την ενσωμάτωσή του, χωρίς ίχνος διαφοράς, στην τάξη αυτή. Ο εργάτης αποκτά πολιτική οντότητα μέσα από την αφαίρεσή του από αυτό που τον ορίζει, τόσο από τη σκοπιά του κράτους, όσο και από την σκοπιά της συλλογικής του εκπροσώπησης: του γεγονότος δηλαδή της εργασίας του. Ένας εργάτης που δεν εργάζεται, όπως και ένα εργοστάσιο που δεν παράγει, δεν μπορούν να ενταχθούν μέσα σε μια λογική της ανα-παράστασης, πόσο μάλλον στη λογική της “δραματικής”, “εμβληματικής” αναπαράστασης του “iconic image”. “Δεν υπάρχει τίποτα να δεις” σε μια εργοστασιακή απεργία, στην εικόνα ανθρώπων που κανονικά έπρεπε να βρίσκονται μέσα στο εργοστάσιο και να εργάζονται αλλά τώρα βρίσκονται έξω από το εργοστάσιο και συζητούν ή πίνουν καφέ. Η εικόνα της απεργίας είναι εικόνα μιας διπλής άρνησης, τόσο με την έννοια που ήδη αναφέραμε, όσο και επειδή ο εργάτης που απεργεί αρνείται την άρνηση της ανθρώπινής του υπόστασης που ήδη πάντοτε εξυπακούεται από την κατασκευή του ως εργάτη, ως υποκαταστάσιμης μονάδας εργατικής δύναμης, ανώνυμης, βιογραφικά αδιάφορης, χωρίς παρελθόν ή μέλλον.

Θέση έβδομη: Η εργοστασιακή απεργία, μη όντας τίποτε άλλο παρά η αυτο-υφαίρεση του προλεταριακού “μηδέν” από την ολοσχερή του έκθλιψη ή αφανισμό —κατάσταση που καθυπαγορεύεται από τις “ανάγκες” του ίδιου του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής— δεν παράγει αναπαραστάσιμο θέαμα. Θέαμα μπορεί να παράξει η “βία εναντίον πολιτών” των εμβληματικών εικόνων που αναφέραμε στην εισαγωγή, ακριβώς επειδή οι “πολίτες” δεν νοούνται ως “μηδέν” εξ αρχής, αλλά ως οργανικά κομμάτια μιας “κοινωνίας”, η οποία βλέπει σ’ αυτούς την αντανάκλασή της.

Η υπογράμμιση της μόνιμης κατάστασης αφάνειας που δεν αναιρείται από μια ένταξη στη γνωστή μετανεωτερική λογική του “όλα είναι εικόνα”, είναι επιπρόσθετα σημαντική στα πλαίσια της αντίληψης περί ιστορικής εξαφάνισης της εργατικής τάξης. Στην μόνιμη επωδό ότι “δεν υπάρχει πια εργατική τάξη” θα πρέπει να αντιτάξουμε ότι, ανεξάρτητα από τις δομικές, χωρικές και δημογραφικές αλλαγές που έχει αποφέρει η “αποβιομηχάνιση”, η “εργατική τάξη” ήταν πάντα συνώνυμη της εξαφάνισης του εργάτη ως μονάδας στα πλαίσια της αναπαραστατικής τάξης της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας. Το να είσαι εργάτης σε μια τέτοια κοινωνία σημαίνει να μην φαίνεσαι, να μην είσαι δηλαδή αναπαραστάσιμος ως μονάδα. Αυτή είναι η όγδοη θέση του χαλυβουργικού μανιφέστου.

Η ένατη θέση αφορά τον ψευδή χαρακτήρα της μετανεωτερικής κριτικής στον Μαρξισμό ως “νοσταλγίας για την εργατική τάξη.” Όλη η παραπάνω ανάλυση αναδεικνύει το γεγονός ότι αν η νοσταλγία αφορά αναπόφευκτα την επιθυμία για παρουσία, και αν η παρουσία υποδηλώνει πληρότητα ή ολότητα, δεν υπάρχει τίποτα στην μαρξιστική αναφορά στην εργατική τάξη που να αφορά μια τέτοια μεταφυσική της παρουσίας: αντίθετα, η μαρξιστική αναφορά στην εργατική τάξη είναι αναφορά σε ένα αδιόρατο ίχνος, σε μια οντότητα που διαφεύγει πάντοτε από την τάξη του αναπαραστώμενου, που δεν μπορεί να ιδωθεί, που δεν είναι τίποτα παρά μια διακοπή της παντοδυναμίας του βλέμματος. “Νοσταλγία για την παρουσία”, αντίθετα, προδίδουν ακριβώς αυτοί που εγκαλούν τον μαρξισμό για μεταφυσική αφέλεια, ανακαλύπτοντας διαρκώς την αδιαμεσολάβητη παρουσία της “γενικής βούλησης”, του “πλήθους”, του “99%”, κλπ σε σκηνογραφίες αυτο-αναπαράστασης, φετιχοποιώντας τις αυτο-αναπαραστάσεις αυτές ως συνώνυμες μιας διαφανούς, πρόδηλης, άμεσης παρουσίας της υποτιθέμενα ομοιογενούς “λαϊκής βούλησης”. Μόνο μέσα από μια αντιμετάθεση και αντιστροφή της πραγματικότητας άξια του όρου “ιδεολογία” καταφέρνουν οι θιασώτες της εκτυφλωτικής αμεσότητας να πείσουν τον εαυτό τους ότι τα θύματα νοσταλγικής αφέλειας είναι αυτοί ακριβώς που ανθίστανται στη ρητορική της αδιαμεσολάβητης παρουσίας.

4. Συμπτώματα: Το κενό και η υστερία

Στο ερώτημα “τι συμβαίνει στη Xαλυβουργία;” η απάντηση, από τη σκοπιά της μiντιακά επικαθορισμένης τάξης της αναπαράστασης είναι απλή και μονολεκτική: “τίποτα απολύτως.” Από την δική μας όμως σκοπιά, αυτό το “τίποτα” μεταφράστηκε σε κάτι διαφορετικό από το τίποτα, σε «άρνηση της άρνησης»: σε υφαίρεση, μέσω της αρνητικής δύναμης της απεργίας —της μη επιτέλεσης της δραστηριότητας εκείνης στην οποία συνοψίζεται και στην οποία ταυτόχρονα εξαφανίζεται ο εργάτης— από ένα “κράτος της κατάστασης” στο οποίο η εργατική υποκειμενικότητα δεν παρουσιάζεται και είναι αδύνατο να παρουσιαστεί.

Στο “Εργοστάσιο ως συμβαντικός τόπος” ο Μπαντιού παρατηρεί, αναφερόμενος στην πρωτοποριακή εργασία του Μαρξ σε ό,τι αφορά την δομική εξαφάνιση της εργατικής υποκειμενικότητας στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής:

θα ήταν αδύνατο στη νεώτερη εποχή να διατυπωθεί οποιαδήποτε πολιτική —ακόμη και υπό τη μορφή υπόθεσης — εκτός και εάν συνίστατο σε πρόταση μιας εν υποκειμένω ερμηνείας των εντυπωσιακών εκείνων υστερικών συμπτωμάτων τού κοινωνικού, κατά τη διάρκεια των οποίων οι εργάτες, κατονομάζοντας το γεγονός τής μη παρουσίασής τους, θα είχαν συγχρόνως κατονομάσει και το υπολανθάνον κενό τής καπιταλιστικής κατάστασης.

Η ονομασία, εκ μέρους των εργατών, του “υπολανθάνοντος κενού της καπιταλιστικής κατάστασης” —του στοιχείου εκείνου που πρέπει να παραμείνει έξω απ’ το μέτρημα για να συγκροτηθεί το κοινωνικό όλον ως τέτοιο— υπέχει τη θέση ενός “υστερικού συμπτώματος του κοινωνικού.” Κατά τη διάρκεια της παρέμβασης του ηθοποιού Μάριου Αθανασίου στην τηλεοπτική εκπομπή “Μες στην καλή χαρά”(9), για παράδειγμα, οι αντιδράσεις των συντελεστών της εκπομπής στην αναφορά του ηθοποιού στην απεργία (σιωπή, άρνηση, διαστρέβλωση της ερώτησης, αντεπίθεση, αλλαγή θέματος, κλπ) ενορχηστρώνουν μια ολοκληρωτικά υστερική αντίδραση απέναντι στο “υπολανθάνον κενό” που συγκροτεί το “κράτος της κατάστασης”. Αλλά η “πολιτική”, χειραφετητικά εννοούμενη, είναι για τον Μπαντιού αυτή ακριβώς η ανάδειξη του κενού. Αξίζει εδώ να θυμηθούμε την σύνδεση του κενού με την χειραφετητική πολιτική στον Μαρξ στην Κριτική της εγελιανής φιλοσοφίας του Κράτους και του Δικαίου(10):

Πού λοιπόν βρίσκεται η θετική δυνατότητα της γερμανικής χειραφέτησης; Απάντηση: στη διαμόρφωση μιας τάξης με ριζικές αλυσίδες, μιας τάξης της κοινωνίας-των-ιδιωτών που να μην είναι τάξη της κοινωνίας-των-ιδιωτών(11), ενός κοινωνικού στρώματος που να είναι η διάλυση όλων των στρωμάτων, μιας σφαίρας που να έχει χαρακτήρα καθολικότητας εξ αιτίας της καθολικότητας των παθών της, που να μη διεκδικεί το επί μέρους δικαίωμα, γιατί έχει υποστεί όχι μια επί μέρους αδικία άλλα την αδικία καθ’ εαυτή, που να μην μπορεί πια να επαίρεται για έναν ιστορικό τίτλο, αλλά μόνο για έναν τίτλο ανθρώπινο, που να μη βρίσκεται σε αποκλειστική αντίθεση με τις συνέπειες, αλλά σε συστηματική αντίθεση με τις προϋποθέσεις του γερμανικού πολιτικού καθεστώτος, μιας σφαίρας τέλος που να μην μπορεί να χειραφετηθεί χωρίς να χειραφετηθεί απ’ όλες τις άλλες σφαίρες της κοινωνίας και χωρίς μ’ αυτό τον τρόπο να χειραφετήσει όλες τις άλλες σφαίρες της κοινωνίας, που να είναι, με μια λέξη, η ολική απώλεια του ανθρώπου και, άρα, να μην μπορεί να επανακτήσει τον εαυτό της χωρίς μια ολική επανάκτηση του ανθρώπου. Η διάλυση αυτή της κοινωνίας, πραγματωμένη σε μια επιμέρους τάξη, είναι το προλεταριάτο. […] Αναγγέλλοντας τη διάλυση της προγενέστερης τάξης του κόσμου, το προλεταριάτο δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να εκφράζει το μυστικό της ίδιας του της ύπαρξης, γιατί είναι η ντε φάκτο διάλυση της τάξης αυτής.

Η δέκατη θέση του χαλυβουργικού μανιφέστου εκφράζεται πλήρως από τα λόγια με τα οποία ο Μπαντιού αναδεικνύει την σημασία του προλεταριακού “στοιχείου του κενού” που πρώτος ανέδειξε ο Μαρξ για την συμβαντική φύση της απεργίας:

εάν στις κοινωνίες μας το εργοστάσιο αντιπροσωπεύει πράγματι τον παραδειγματικό συμβαντικό τόπο, αυτό οφείλεται στο ότι είναι κυριολεκτικά αδύνατο να πραγματοποιηθεί εντός αυτού οποιοδήποτε συμβάν, εκτός και αν αυτό συνοδευθεί από την κατάρρευση τού τόπου ως μονάδας. Και αυτό γιατί μέσω τού εργοστασιακού συμβάντος έρχεται στην ύπαρξη εκείνο ακριβώς το στοιχείο τού οποίου η ανυπαρξία συντηρεί στην ύπαρξη το ένα-τού-εργοστασίου — αναφέρομαι, δηλαδή, στους εργάτες(12).

5. Τι να κάνουμε;

Σε αντίθεση, λοιπόν, με όσους καλούν τα καθεστωτικά ΜΜΕ να “δείξουν” —να προβάλλουν— την απεργία, εμείς θα ισχυριστούμε ότι αυτό δεν είναι απλώς ανεπιθύμητο για αυτά αλλά και από μία συγκεκριμένη άποψη αδύνατο: δεν υπάρχει τίποτε για να δείξουν, γιατί η αφαίρεση ενός υποκειμένου από την δομικά εγγυημένη του ανυπαρξία μέσα στο κοινωνικό σύνολο δεν παράγει θέαμα· δεν ανήκει στην τάξη των συμβολικών αναπαραστάσεων.

Θέση ενδέκατη: Η αφαίρεση του εργάτη από την ίδια του την αορατότητα ή αναπαραστατική εξάλειψη αποτελεί ρήγμα στη συνοχή της συμβολικής τάξης, και συνεπώς αποτυπώνει το ίχνος ενός Πραγματικού.

Φυσικά, το Πραγματικό μπορεί να νοηθεί μόνο ως ρήγμα, μόνο ως στιγμιαία ή εφήμερη διακοπή της “φυσικής” εργασίας της συμβολικής τάξης. Δεν έχουμε χαθεί στις αφαιρέσεις της ψυχανάλυσης παρατηρώντας κάτι τέτοιο: μια τυχόν “ικανοποίηση” των αιτημάτων δίνει τέλος στην απεργία και εξαναγκάζει έτσι τους εργάτες να επιστρέψουν στην “φυσιολογική” τους εξαφάνιση μέσα στον θεμελιωδώς αντιπολιτικό τόπο του εργοστασίου. Ακόμα και η “νίκη”, εφόσον αυτή γίνεται εφικτή υπό καπιταλιστικές συνθήκες, έχει έτσι ένα ανεξάλειπτο ποσοστό ήττας, στον βαθμό που επιτρέπει την επανασυγκόλληση της συμβολικής τάξης την οποία προς το παρόν εξακολουθεί να ρηγματώνει.

Πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς; Τι είδους νίκη θα μπορούσε να υπάρξει η οποία να μην αναπαραγάγει, ουσιαστικά, τα συστατικά της ήττας μιας και, για να επιστρέψουμε στιγμιαία στον Μαρξ, η διόρθωση μιας “επιμέρους” αδικίας (π.χ, των απολύσεων) δεν κάνει τίποτα για να διορθώσει την “αδικία καθ’ εαυτή”, την αδικία που εμπεριέχεται στην ίδια την ύπαρξη του προλεταριάτου

Θα ήταν απαραίτητο για τον σκοπό αυτό η απεργία να αποκτήσει καθολικότητα, να εξελιχθεί σε γενική προλεταριακή απεργία. Θα ήταν απαραίτητο, για να το πούμε όσο παραστατικά γίνεται, το “ρήγμα” στη συμβολική τάξη να μεγαλώσει τόσο πολύ που η ίδια η συμβολική τάξη να καταρρεύσει, αδυνατώντας να βρει οποιονδήποτε τρόπο να το επανασυγκολλήσει. Αυτή είναι η δωδέκατή μου θέση.

Στην διαδικασία όμως αναζήτησης ενός τρόπου καθολικοποίησης της απεργίας, εκ βάθρων καταστροφής της καπιταλιστικής συμβολικής τάξης, δεν είναι εφικτό να μείνουμε στο ρήγμα του Πραγματικού, καθώς αυτό παρεμποδίζει οποιαδήποτε συμβολοποίηση και η συμβολοποίηση είναι απαραίτητη για τις —πάντα φαντασιακές σε έναν βαθμό— διαδικασίες πολιτικής ταύτισης. Αυτό είναι το σημείο όπου οι κόκκινες σημαίες και οι επικλήσεις των προγόνων εργατών αναλαμβάνουν το δικό τους έργο: να δώσουν μια συμβολική έκφραση στην κατάσταση, χτίζοντας πάνω στο ρήγμα που ανοίγει η απεργία· να επιτρέψουν, δηλαδή, την υποκειμενική αγκυροβόληση σε μια εναλλακτική συμβολική τάξη. Οι αναπαραστάσεις του ηρωϊκού εργάτη στην προλεταριακή εικονογραφία —αντικείμενο συστηματικής γελοιοποίησης από την αστική κουλτούρα— έχουν αυτόν ακριβώς τον ρόλο: να αγκυροβολήσουν ένα επίπονο Πραγματικό σε μια καταφατικού περιεχομένου συμβολική αναπαράσταση.

Φυσικά, η μνημειοποίηση του εργάτη στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού λειτούργησε σε σημαντικό βαθμό ως μέσο καταστολής ή απώθησης του ζητήματος που τίθεται από την θέση του εργάτη ως κενού μέσα στο κράτος της κατάστασης, και αυτό δεν συνδέεται τυχαία με το γεγονός ότι ακόμα και σ’ αυτές τις κοινωνίες δεν επιλύθηκε ποτέ η αντίφαση ανάμεσα στην χειρωνακτική και την διανοητική εργασία, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την μετάφρασή της στην αντίφαση ανάμεσα σε απλούς εργαζόμενους και κομματικούς γραφειοκράτες. Υπάρχουν λοιπόν φυσικά πάντοτε κίνδυνοι σ’ αυτή τη διαδικασία “χτισίματος” μιας εναλλακτικής συμβολικής τάξης πάνω στο αρχικό ρήγμα που προκλήθηκε στην προηγούμενη συμβολική τάξη. Αλλά ταυτόχρονα, η διαδικασία διεύρυνσης του ρήγματος στην κυρίαρχη συμβολική τάξη είναι απαραίτητο να συνοδεύεται από την προσπάθεια υποκατάστασής της με μια άλλη συμβολική τάξη. Αυτή είναι η δέκατη τρίτη και τελευταία μου θέση.

Από την σκοπιά του παρόντος, αυτή του εγκλωβισμού στην παρατατεμένη σήψη της καπιταλιστικής κοινωνίας, τα προβλήματα που τίθενται από το πέρασμα απ’ το Συμβολικό στο Πραγματικό και από εκεί σε ένα νέο Συμβολικό παραμένουν απόμακρα. Οι πρακτικές προτεραιότητες του αγώνα σήμερα είναι πολύ πιο στοιχειώδεις. Το ζητούμενο σε πρώτη φάση δεν μπορεί να είναι άλλο από τη διάνοιξη του ρήγματος, όπως θα προκύψει για παράδειγμα αν μια σειρά πληθυσμιακών ομάδων, με προεξάρχουσα την εκτεταμένη άλλη εκείνη ομάδα που “δεν εργάζεται”, τους ανέργους, δει στην αντι-εικόνα της απεργίας της Χαλυβουργίας τη βάση μιας ταύτισης που γίνεται εφικτή στην από κοινού έκθεση στο “χείλος του κενού.”

Με τη σειρά της, όμως, η διάνοιξη αυτού του ρήγματος, που είναι ταυτόχρονα και υλοποίηση ενός ρήγματος με την αστική και μικροαστική ιδεολογία, προϋποθέτει την στοιχειώδη ανάδειξή τού ρήγματος ως τέτοιου, την επιμονή στο ότι ένα ρήγμα, και η δυνατότητα για μια διεύρυνση αυτού του ρήγματος, έχουν δημιουργηθεί. Αυτό το πολύ προκαταρκτικό καθήκον προσπάθησα να υπηρετήσω στο χαλυβουργικό μανιφέστο.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ – ΑΝΑΦΟΡΕΣ

1 http://www.washingtonpost.com/blogs/arts-post/post/occupys-84-year-old-pepper-spray-victim-is-this-the-most-iconic-image-of-the-movement/2011/11/16/gIQAza teRN_blog.html. Πρόσβαση 3 Ιαν. 2012.

2 http://www.wired.com/rawfile/2011/12/op-ed-the-most-iconic-photos-from-ows-so-far/. Πρόσβαση 3 Ιαν. 2012.

3 http://www.youtube.com/watch?v=g0nFhLUNW0A. Πρόσβαση 3 Ιαν. 2012.

4 Bertolt Brecht, Der Dreigroschenprozeß. Ein soziologsches Experiment. Παρατίθεταιστο Steve Giles,

“Making Visible, Making Strange: Photography and Representation in Kracauer, Brecht and Benjamin”, New Formations 61 (Summer 2007): 73.

5 Karl Marx, Capital, τομ. 1. http://www.marxists.org/archive/ruhle/1939/capital.htm. Πρόσβαση 12 Δεκ. 2011. Η μετάφραση είναι του γράφοντος.

6 Alain Badiou, “L’usine comme site événementiel”, ελληνικήμετάφραση:

http://waltendegewalt.wordpress.com/2011/01/25/alain-badiou-—το-εργοστάσιο-ως- συμβαντικός-τόπο/. Πρόσβαση 20 Μαρ. 2011.

7 Michel Foucault, “Of Other Spaces”, αγγ. μτφρ. Jay Miskowiec, Diacritics 16, no.1 (1986): 22-27.

8 Badiou, “L’usine comme site événementiel”.

9 http://www.youtube.com/watch?v=k9cctKBiCOI. Πρόσβαση 5 Δεκ. 2011.

10 Καρλ Μαρξ, Κριτική της εγελιανής φιλοσοφίας του Κράτους και του Δικαίου, http://www.marxistbooks.gr/likoudi.htm. Πρόσβαση 10 Μαρ. 2011.

11 Με τους όρους της μαθηματικής οντολογίας του Μπαντιού: “θα υπάρχουν πάντοτε υποσύνολα τα οποία δεν θα έχουν συγχρόνως και την ιδιότητα τού στοιχείου, ακριβώς λόγω τού υπερβάλλοντος τής σχέσεως υπαγωγής έναντι τής απλής παρουσίασης”.

12 Badiou, “L’usine comme site événementiel”

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *