Στον αγώνα… νομιμοποιημένοι – Κατασταλτικοί μηχανισμοί του Κράτους και νομιμότητα των κοινωνικών αντιδράσεων

 

 

της Δέσποινας Ζαχαρή

Εικόνες από τις κάμερες ασφαλείας στο εργοτάξιο στις Σκουριές Χαλκιδικής που καταγράφουν την επίθεση κουκουλοφόρων, εικόνες με φωτογραφίες κακοποιημένων προσώπων από τη ληστεία στο Βελβεντό, εικόνες από την προσαγωγή των συλληφθέντων στα δικαστήρια συνοδεία κουκουλοφόρων αστυνομικών, εικόνες από συμπλοκές μεταξύ των αγροτών και των αστυνομικών δυνάμεων στα μπλόκα την Νίκαιας και άλλες παρεμφερείς κατακλύζουν τους τηλεοπτικούς δέκτες με λεκτική υπόκρουση τον κυρίαρχο λόγο να καταγγέλλει τη βία και να απαιτεί την αποκήρυξή της σαν προϋπόθεση για την εγκυρότητα της κριτικής προσέγγισης των πολιτικών γεγονότων.

Παράλληλα, ο δημόσιος λόγος προβάλλει με επιμονή αποφάσεις δικαστηρίων που κρίνουν τη νομιμότητα απεργιών ή άλλων κινητοποιήσεων, όπως η απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, τον Ιανουάριο, που έκρινε παράνομες τις κινητοποιήσεις των εργαζομένων στο Μετρό ή η απόφαση της ολομέλειας του ΣτΕ, τον Φεβρουάριο, που έκρινε αντισυνταγματική την πρώτη εφεδρεία μόνιμων υπάλληλων στον δημόσιο τομέα με μοναδικό κριτήριο την ένταξή τους σε προσυνταξιοδοτικό καθεστώς.

Σ΄ όλες αυτές τις περιπτώσεις, η κυρίαρχη άποψη είναι πως πρέπει να αναζητούμε λύσεις για τις κοινωνικές διαφορές ή συγκρούσεις στους απρόσωπους κανόνες και νόμους που ρυθμίζουν τη λειτουργία της δημοκρατίας, οι οποίοι στο σύνολό τους εκφράζουν τη συλλογική βούληση των πολιτών, ενώ ταυτόχρονα υλοποιούν τα αιτήματά τους. Εφόσον λοιπόν η όποια κρίση για το τι είναι νόμιμο θεωρείται ότι διαμορφώνεται μέσα από διαδικασίες συλλογικής διαβούλευσης που διεξάγεται είτε άμεσα, ανάμεσα σε ελεύθερα άτομα, είτε έμμεσα, μέσω αντιπροσώπων, η βία δεν μπορεί να έχει καμιά θέση. Η εξουσία στα πλαίσια της δημοκρατίας, ακόμα κι όταν επιστρατεύει μέτρα εξαναγκασμού, αυτό το κάνει όταν όλα τα άλλα μέσα που αποβλέπουν στον συμβιβασμό ή τη συναίνεση μένουν χωρίς αποτέλεσμα. Έτσι λοιπόν, η χρήση βίας της κρατικής εξουσίας παρουσιάζεται ως δικαιολογημένη, εφόσον πρόκειται για την εξασφάλιση της συνταγματικά προβλεπόμενης τάξης δικαίου και της αποκατάστασης της ισχύος του νόμου.

Όμως, το δίκαιο σ’ ένα ταξικό κράτος είναι όργανο στα χέρια της κυρίαρχης τάξης και χάρη σ’ αυτό συγκροτούνται, συστηματοποιούνται, αναπαράγονται και επιβάλλονται οι σχέσεις εξουσίας. Είναι ένα μέσο που πρωτίστως μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να συγκαλυφτεί η βία και η εκμετάλλευση και δευτερευόντως μόνο, όταν το επιτρέπουν οι ταξικοί συσχετισμοί, γίνεται μέσο υπεράσπισης, διεκδίκησης και πάλης των εργαζομένων, πάντα βέβαια μέσα στα όρια του καπιταλιστικού συστήματος. Η θέση αυτή, ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες, συσκοτίστηκε και η όποια κατάσταση των εργαζομένων, που αντανακλάται στο δίκαιο, θεωρούνταν ότι ήταν αποτέλεσμα συμβιβασμών που προήλθαν από διαπραγματεύσεις και επεξεργασίες, ενώ στην πραγματικότητα είχαν προκύψει μέσα από ατέλειωτους κοινωνικούς αγώνες, οι οποίοι εξασφάλισαν στους εργαζομένους μια σειρά από κοινωνικά δικαιώματα.

Τα θεμέλια αυτώντων δικαιωμάτων κατοχυρώθηκαν στις Διακηρύξεις, στα Συντάγματα, στις γενικές αρχές Δικαίου, στις πολυάριθμες Συμβάσεις και επικυρωμένες Διεθνείς Συνθήκες και ανάγκασαν τους κυβερνώντες –υπό την πίεση των κοινωνικών αγώνων– να τα αποδεχτούν ως δεσμευτικά. Μάλιστα, η νομιμότητα της εξουσίας που ασκούν υποστηρίχθηκε πως κρινόταν και από αυτήν ακριβώς την ικανότητά τους να τα εγγυηθούν.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο έγινε πολύ πειστική η προβολή ενός συναινετικού και αποπολιτικοποιημένου μοντέλου δημοκρατίας, του οποίου μάλιστα η συνάρθρωσή του με το δόγμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στα πλαίσια της ευρωπαϊκής νομοθεσίας, φάνηκε να απορροφά μεγάλο μέρος των ταξικών συγκρούσεων. Τα ανθρώπινα δικαιώματα παρείχαν το ηθικό πλαίσιο που χρειάζεται μια τέτοια πολιτική, προκειμένου να στηρίξει τους ισχυρισμούς της ότι εκπροσωπεί το γενικό συμφέρον πέρα από ταξικά συμφέροντα και συγκρούσεις.

Ειδικότερα στη χώρα μας, η συναινετική μας δημοκρατία, όπως διαμορφώθηκε μετά την πτώση της δικτατορίας, διακήρυττε ότι στήριζε τη νομιμότητά της και όφειλε την κοινωνική της αποδοχή στο γεγονός πως η εξουσία της οροθετείται και ρυθμίζεται από συναινετικούς κανόνες, ενώ και οι αρμοδιότητες και τα καθήκοντα των κυβερνώντων προσδιορίζονται από απρόσωπους νόμους που εκφράζουν τη συλλογική βούληση. Κι εμείς, μπλεγμένοι με τους σοσιαλισμούς και τους αγώνες που «δικαιώθηκαν», ξεχάσαμε το βασικό ερώτημα της μαρξιστικής θεωρητικής παράδοσης προς όφελος ποίου ασκείται η εξουσία, δηλ. ποια κοινωνικά στρώματα ή τάξεις ευνοούνται από τη λειτουργία των υφιστάμενων εξουσιαστικών σχέσεων, θεσμών και πρακτικών.

Πιστέψαμε και πιστεύουμε σε έννοιες όπως αντικειμενικότητα, αμεροληψία, αξιοκρατία κλπ. που γίνονταν οι ρητορικές επιδιώξεις της εκάστοτε κυβέρνησης, λες και η ταξική μεροληπτικότητα των εξουσιαστικών θεσμών απορρέει μόνο από τις προθέσεις, τα κίνητρα ή τις επιδιώξεις των φορέων τους, χωρίς να βλέπουμε ότι έχει δομικές ρίζες, δηλ. πως διαμορφώνεται από τις ίδιες τις κοινωνικές και οικονομικές δομές, πως οφείλεται στις οικονομικά δομημένες και πολιτισμικά διαμορφωμένες συμπεριφορές των τάξεων και πρακτικές των θεσμών. Έτσι, σχεδόν πιστέψαμε ότι δεν υπήρχε κυρίαρχη τάξη, επειδή δεν φαινόταν να ασκεί άμεσα την εξουσία, εφόσον οι θεσμοί εξουσίας δεν
επανδρώνονταν ούτε ελέγχονταν μόνο από μέλη της άρχουσας τάξης, αλλά και από ανθρώπους της διπλανής πόρτας, που αποφάσιζαν και διοικούσαν.

Όσο η σχετική ευμάρεια περιόριζε τις ανισότητες στον πλούτο και την ευημερία, η εξουσία που κατείχε η κυρίαρχη τάξη δεν έκανε κραυγαλέα ορατές τις εκδηλώσεις της άνισης κατανομής της δύναμης και του πλούτου στην κοινωνία. Μέσα στην ευφορία μας, ιδίως στις δεκαετίες του ’80 και ’90, δεν μας απασχολούσε ποια κοινωνικά και ταξικά συμφέροντα ευνοούνται από τις αποφάσεις και τις ενέργειες αυτών που ασκούσαν εξουσία, ανεξαρτήτως της κοινωνικής προέλευσης ή των προθέσεων και συνειδητών επιδιώξεών τους.

Προβαλλόταν ένα συναινετικό και πλήρως αποπολιτικοποιημένο μοντέλο δημοκρατίας και η κυρίαρχη αντίληψη ήταν ότι δεν υπάρχει εναλλακτική δυνατότητα πέραν της τωρινής τάξης πραγμάτων, κάτι το οποίο συνέβαλλε ακόμα περισσότερο στη δημιουργία ενός αντιπολιτικού κλίματος. Ως εκ τούτου, φαινόταν φυσικό οι πλέον κρίσιμες αποφάσεις σχετικά με τις κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις να έχουν εξοριστεί από το πεδίο της πολιτικής, εφόσον αυτή στη συγκρουσιακή της μορφή θεωρήθηκε ότι ανήκει στο παρελθόν.

Σήμερα, και ενώ οι δεκαετίες του ’80 και του ’90 έχουν παρέλθει προ πολλού, το πολιτικό σύστημα συνεχίζει στη βάση του να μην αμφισβητείται, ενώ ο κομμουνιστικός λόγος για μετασχηματισμό της κοινωνίας περιθωριοποιείται. Αντιθέτως, ενισχύεται ο δικαστικός τομέας ως το πεδίο εκείνο που επιτρέπει την έκφραση και επίλυση των κοινωνικών συγκρούσεων, ιδιαίτερα όταν τα πολιτικά κόμματα αδυνατούν να τις αντιμετωπίσουν με πολιτικό τρόπο και επιζητούν τη νομιμοποίηση των αποφάσεων της εκτελεστικής εξουσίας για ν’ αποκτήσουν εγκυρότητα. Έτσι, το καθήκον οργάνωσης της πολιτικής ζωής,
εξομάλυνσης των κοινωνικών διαφορών και ρύθμισης των κοινωνικών σχέσεων ανατίθεται στο νομικό σύστημα. Υποκαθίσταται το πολιτικό από το νομικό, και προωθείται η αντίληψη πως μπορούμε να αναζητήσουμε και να βρούμε λύσεις, δήθεν αμερόληπτες, που θα παύσουν τις κοινωνικές συγκρούσεις. Και είναι αυτή ακριβώς η αυταπάτη που εμποδίζει τη συνειδητοποίηση της ταξικής
διάστασης των συγκρούσεων αυτών.

Εν προκειμένω, ευνοείται η προσφυγή στα δικαστήρια από τους πολίτες ή και το ίδιο το κράτος για ζητήματα εργασιακά και πολιτικά, κάτι που συμβαδίζει με την κυρίαρχη άποψη ότι θα πρέπει να αναζητούμε αμερόληπτες λύσεις στις κοινωνικές συγκρούσεις. Η σημασία των δικαστικών αποφάσεων όπως στις περιπτώσεις των απεργιών, της εφεδρείας, των απολύσεων κλπ. είναι πως επιδιώκει να επιβεβαιώνει την αντίληψη περί της αντικειμενικότητας των απρόσωπων και τυπικών κανόνων δικαίου που εκφράζουν τη λαϊκή βούληση και της αποσύνδεσής τους από την πολιτική και ταξική αντιπαράθεση.

Όμως πάντα οι ταξικές αντιθέσεις είναι που κινούν τα νήματα της πολιτικής ζωής, ακόμα και με τρόπους που δεν είναι πάντα ορατοί ως ταξικοί δια γυμνού οφθαλμού. Ακόμα και σε περιπτώσεις, όπως στη δική μας μεταπολίτευση, που οι αντικειμενικές συνθήκες ωθούν αυτούς που στελεχώνουν τους εξουσιαστικούς θεσμούς να υιοθετούν πολιτικές και ν’ αλλάζουν συμπεριφορά, δεν κάνουν τίποτε άλλο μ’ αυτή την ανανέωση προτύπων συμπεριφοράς, και τη διαμόρφωση νέων αξιών παρά να συνεχίζουν να υλοποιούν και να διαφυλάσσουν στο σύνολό τους τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης, συγκαλύπτοντάς τα και νομιμοποιώντας τα ως νέες συλλογικές ανάγκες και στόχους.

Μετά την πτώση της δικτατορίας η κυρίαρχη τάξη, με βάση τα νέα δεδομένα και τις ανάγκες που προέκυψαν με τη μεταπολίτευση, εκσυγχρονίζει και εκδημοκρατίζει θεσμούς και όργανα αλλάζοντας τη μορφή και τα μέσα κυριαρχίας της. Έτσι, εξαιτίας της κοινωνικής κατακραυγής για τον ρόλο της
αστυνομίας στη δικτατορία, αναγκάστηκε η εξουσία να επιβάλει περιορισμούς στην αστυνομική ασυδοσία. Αυτό όμως δεν σήμαινε πως θα περιοριζόταν και η δύναμή της ως κατασταλτικού μηχανισμού του κράτους. Η «ανακάλυψη» του πολέμου εναντίον της τρομοκρατίας προσέφερε τη δικαιολογία για διεύρυνση, σε νέες βάσεις, των αρμοδιοτήτων της σε θέματα εσωτερικής καταστολής, πάντα βέβαια προς υπεράσπιση της δημοκρατίας. Συναινώντας σ΄ αυτό το σκεπτικό,
εύλογο ήταν να αποδεχτούμε δράσεις και ενέργειες ακόμα κι αν συγκρούονταν
με αρχές της αστικής μας δημοκρατίας.

Το παράδειγμα της δημιουργίας κουκουλοφόρων αστυνομικών τμημάτων, που έκτοτε έγιναν απαραίτητο
συμπλήρωμα κάθε εικόνας με προσαγωγές στη δικαιοσύνη, επιβεβαιώνει τη διάσταση ανάμεσα στη ρητορική των δημοκρατικών αρχών και την εφαρμογή τους στην πράξη. Η δημοκρατία μας συμβιβάζεται με την κουκούλα, η οποία καλύπτει τα πρόσωπα λειτουργών της, και όσο κι αν επιστρατεύεται η δικαιολογία της προστατευτικής κάλυψης για τη διατήρηση της ανωνυμίας, στην πραγματικότητα γίνεται αποδεκτή η ανωνυμία και κυοφορούνται περιοχές διοίκησης που λειτουργούν κάτω από καθεστώς μη ελέγχου, γενικής ανωνυμίας και αδυναμίας απόδοσης ευθυνών. Αυτό σημαίνει ότι στη μεταπολίτευση, όπως και στο μετεμφυλιακό κράτος, ο κατασταλτικός μηχανισμός καταφέρνει να διατηρεί τη στεγανότητά του και τη σχετική αυτονομία του. Σ΄ ένα συμβολικό μάλιστα επίπεδο οι κουκουλοφόροι αστυνομικοί σηματοδοτούν τα όρια της αστικής δημοκρατίας, η οποία θεωρητικά υπερηφανεύεται γιατί υποστηρίζει τη διαφάνεια και τον έλεγχο των λειτουργών της. Συγχρόνως, η εκφοβιστική επίδραση της κουκούλας δημιουργεί ανασφάλεια και ανησυχία, που προστίθεται σε μια κλιμακωτή σειρά από προπαγανδιστικές και συμβολικές πράξεις για επιβολή της εξουσίας, που έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα όταν το καθεστώς περνά σε μια συναινετική φάση της ταξικής ηγεμονίας.

Η συναίνεση όμως των λαϊκών στρωμάτων στον τρόπο άσκησης της εξουσίας που ασκεί η κυρίαρχη τάξη εξασφαλίζεται σε συνθήκες οικονομικής ανάπτυξης και ανόδου του βιοτικού τους επιπέδου, αφού η ταξική εξουσία γίνεται ορατή περισσότερο μέσω των συνεπειών της και οι ανισότητες στον πλούτο, στο εισόδημα, την ευημερία αποτελούν τις πιο ζωτικές συνέπειες και ορατές εκδηλώσεις αυτής της εξουσίας.

Τα τελευταία χρόνια όμως η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας με την οικονομική ύφεση, την εκτόξευση της ανεργίας στα ύψη, σε συνδυασμό με την παγκόσμια νεοφιλελεύθερη συναίνεση της ομοφωνίας που περιέβαλε με φωτοστέφανο νομιμότητας τις επιλογές των κυβερνώντων, εξορίζοντας ή γελοιοποιώντας κάθε φωνή αντιλόγου, υπονόμευσε, μεθοδικά συρρίκνωσε και σχεδόν κατάργησε όλες τις κατακτήσεις των εργαζομένων υποβαθμίζοντας το βιοτικό τους επίπεδο. Παρ’ όλα αυτά, η κυρίαρχη εξουσία συνέχισε να απαιτεί την αναγνώριση και αποδοχή από την πλευρά των εργαζομένων των ασφυκτικών συνθηκών που διαμορφώνονται γι’ αυτούς, πετυχαίνοντας μέχρι τώρα σε μεγάλο βαθμό τον συμβιβασμό στη δεδομένη κατάσταση. Συγχρόνως, οι θεσμοθετημένες μορφές εκδήλωσης της αντίδρασης απαξιώνονται και περιορίζονται (διαδηλώσεις, απεργίες κλπ), αφού είναι το ίδιο το κράτος με τους μηχανισμούς, κατασταλτικούς και ιδεολογικούς, που διαστέλλει ή συστέλλει τα όρια της νομιμότητας και καθορίζει τον χώρο του κοινωνικού και αντικοινωνικού. Έτσι όμως στενεύουν υπερβολικά τα όρια αντίδρασης τους, σε σημείο που κάθε δικλείδα ασφαλείας του συστήματος για εκτόνωση της δυσαρέσκειας να κλείνει.

Την ίδια στιγμή, η εξουσία στην αστική μας δημοκρατία προληπτικά εκφοβίζει, για ν’ αποτρέψει οποιαδήποτε αντίδραση, κάνοντας επίδειξη δύναμης με χρήση ακόμα και της άμεσης βίας. Μάλιστα τις συνέπειές της τις δημοσιοποιεί, δικαιολογώντας τες ως «υπεράσπιση της νομιμότητας», η οποία απειλείται από μειοψηφίες που ασκούν άμεση βία τοποθετώντας γκαζάκια, ληστεύοντας, σπάζοντας τζάμια κλπ. Στα πλαίσια αυτά, η δημοσιοποίηση των φωτογραφιών με τα κακοποιημένα πρόσωπα των συλληφθέντων στο Βελβεντό υπενθυμίζει την κατάληξη που μπορεί να έχει κάθε αστυνομική διαδικασία η οποία καταλήγει στον κολασμό και διατρανώνει έτσι πανηγυρικά τη δύναμη της εξουσίας, απευθυνόμενη μάλιστα στο ευρύτερο δυνατό σύνολο των πολιτών ως τηλεθεατών, επιδιώκοντας τον σωφρονισμό με τον εκφοβισμό.

Σ΄ αυτή τη λογική, του εκφοβισμού και της νομιμοποίησης, η κυβέρνηση χρησιμοποιεί το κατασταλτικό μοντέλο ερμηνείας και εφαρμογής του ισχύοντος αστικού δικαίου εναντίον όσων αντιδρούν στις πολιτικές της επιλογές (π.χ. επεμβάσεις των ΜΑΤ σε απεργίες, διαδηλώσεις). Εντούτοις και συγχρόνως κάποιες δικαστικές αποφάσεις φαινομενικά μοιάζει να κινούνται προς την αντιδιαμετρικά αντίθετη κατεύθυνση, καθώς δικαιώνουν προσφυγές εργαζομένων, (π.χ. δικαίωση 11 εργαζομένων με το πρόγραμμα Stage στο Γενικό Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Πάτρας) ή ικανοποιούν το περί δικαίου αίσθημα της κοινής γνώμης (π.χ. δικαστικές αποφάσεις για Τσοχατζόπουλο ή Παπαγεωργόπουλο) σ’ ένα θρίαμβο της νομιμότητας, η οποία δεν είναι απλώς ένα είδος πλαισίου στο πνεύμα της εξασφάλισης της συνοχής του συστήματος, αλλά και ένα είδος ανώτερης αμερόληπτης αρχής, την οποία μπορούν να επικαλεστούν τόσο οι φορείς της εξουσίας όσο και οι εξουσιαζόμενοι.
Με τέτοιες πρακτικές και διεργασίες διατηρείται ακόμα και τώρα η ευρύτατη κοινωνική συναίνεση στην καπιταλιστική τάξη πραγμάτων, είτε με το να γίνεται αυτή αντιληπτή ως θεμιτή, αναπόφευκτη και φυσική, ως το μόνο βιώσιμο και καλύτερο δυνατό κοινωνικό σύστημα, είτε με το να αισθάνονται οι άνθρωποι ανήμποροι να αλλάξουν τη ροή των πραγμάτων, μ’ αποτέλεσμα ν’ αδιαφορούν για τα κοινά, για την πολιτική, και να τους απασχολεί μόνο η ιδιωτική τους ζωή, οι μικρόκοσμοι μέσα στους οποίους κινούνται.

Κι ενώ η εξουσία δικαιώνει τη χρήση βίας από μέρους της για την υπεράσπιση της νομιμότητας, οι υποτελείς τάξεις δεν αντιλαμβάνονται ότι το χαμηλό βιοτικό επίπεδο, η ανεργία, η πτώση του κατά κεφαλήν εισοδήματος, η ανασφάλιστη εργασία κλπ. είναι συνέπειες της άσκησης έμμεσης βίας από την κυρίαρχη τάξη. Συνδέοντας την έννοια της βίας μόνο με εκείνη της άσκησης βίας μένουμε προσκολλημένοι στην εικόνα ενός ορατού υποκείμενου που είναι η άμεση πηγή βίαιων ενεργειών, γι’ αυτό και αυτές οι μορφές έμμεσης βίας της κυρίαρχης εξουσίας δεν αναγνωρίζονται ως τέτοιες από το σύνολο του πληθυσμού.

Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια λοιπόν είναι που αποκτά το πραγματικό νόημα το δίλημμα της εξουσίας: βία ή όχι βία. Ένα δίλημμα που στην πραγματικότητα είναι ψευτοδίλημμα, αφού η βία είναι η βάση κάθε ταξικής κοινωνίας και η άρνησή της είναι άρνηση του βίαιου χαρακτήρα της ταξικής αντιπαράθεσης, δηλαδή άρνηση της ίδιας αυτής της αντιπαράθεσης. Κάθε υποτελής τάξη που έρχεται σε αντίθεση με την εξουσία και τη βία της, εν δυνάμει με κάθε της δράση, ακόμα κι αν αυτή είναι νόμιμη, μπορεί να διολισθήσει στη βία π.χ. μια διαδήλωση μπορεί να γίνει βίαιη, ή μια απεργία.

Η προβολή της υπεράσπισης της νομιμότητας από την κυβέρνηση Σαμαρά σκοπεύει να δικαιώσει την πολιτική της πυγμής που εφαρμόζει, ενισχύοντας τους μηχανισμούς μιας εξαντλητικής καταστολής και βάζοντας ένα μεγάλο κομμάτι του κινήματος σε αμυντική διαδικασία υπεράσπισης του εαυτού του και απολογίας του για τα μέσα πάλης που διαλέγει, τα οποία αποδεικνύονται, εκτός των άλλων, και αναποτελεσματικά. Παράδειγμα επίδειξης αυταρχισμού και εφαρμογής πολιτικής της πυγμής είναι το μέτρο της επιστράτευσης τόσο των απεργών του Μετρό όσο και των ναυτεργατών, που συνεισφέρει και στην ανάπτυξη μιας μοιρολατρικής λογικής για τη δυνατότητα του κινήματος να αντιδράσει με νόμιμους τρόπους στην καπιταλιστική επίθεση.

Παράλληλα, η λογική της εξουσίας, ωθώντας και ένα μέρος του κινήματος να μπει σε μια λογική βίαιης αντιπαράθεσης, ελπίζει να οικοδομήσει ένα συσχετισμό δυνάμεων δυσμενή που θα κάνει ακόμα πιο ευάλωτο το λαϊκό κίνημα. Γιατί τα βίαια ξεσπάσματα που στηρίζονται στον αυθορμητισμό ή σε υποκειμενικές επιλογές σπάνια δικαιώνουν τη θεωρία ότι η άσκηση της επαναστατικής βίας οξύνει τις κοινωνικές και πολιτικές αντιθέσεις και επιταχύνει την επαναστατική συνειδητοποίηση των δυνάμεων του λαϊκού κινήματος, αν δεν λαμβάνει υπόψη το επίπεδο ανάπτυξής του, δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες του και δεν είναι το ίδιο μαζικό πολιτικό φαινόμενο. Διαφορετικά οδηγείται στην αποσύνδεση από το μαζικό κίνημα, περιορίζεται στη σύγκρουση κάποιων ομάδων με τον ταξικό αντίπαλο, στη λογική της αυτοάμυνας, και καταλήγει στην απομόνωση και την καταστροφή του. Το βίαιο ξέσπασμα του Δεκέμβρη του 2008 ή η δράση της «17 Νοέμβρη» δεν είναι πολύ μακριά, για να βγάλουμε τα συμπεράσματά μας.

Κλείνοντας λοιπόν, θα λέγαμε πως η κυβέρνηση, έχοντας και αυτή όπως και οι προηγούμενες δεσμευτεί σε μια στρατηγική ταύτισης με τα συνολικά συμφέροντα του κεφαλαίου, οικοδομεί έναν σύγχρονο κατασταλτικό μηχανισμό. Συγχρόνως εμφανίζεται σαν πολιτικός εγγυητής της νομιμότητας και μοναδικός έγκυρος διαχειριστής της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης. Πιστεύοντας ότι πλεονεκτεί, εγκαλεί όλες τις πολιτικές δυνάμεις να συναινέσουν στις κατασταλτικές επιδόσεις του κράτους, προτάσσοντας βέβαια την πολιτική και ιδεολογική επικάλυψη της διαφύλαξης της νομιμότητας, της ασφάλειας, της δημοκρατίας. Μόνο που η νομιμότητα που επικαλείται με επιμονή, χρησιμοποιώντας την ως ένα μέσο για την εξασφάλιση της λειτουργικότηταςτης εξουσίας, δεν είναι παρά ένα σύνολο όρων που θέτει και επιβάλλει, ακόμα και με δημοκρατικές διαδικασίες, η αστική εξουσία και οι οποίοι πρέπει να διέπουν τις πολιτικές και κοινωνικές συγκρούσεις. Η απάντηση στο πρόβλημα τι γίνεται στην περίπτωση που οι πολιτικές και κοινωνικές συγκρούσεις βγαίνουν έξω απ’ αυτά τα όρια, έξω δηλ. από τους κανόνες του παιχνιδιού που θέτει η κυρίαρχη εξουσία, θα εξαρτηθεί από το επίπεδο οργάνωσης καιτη δυναμική όλων αυτών που υφίστανται την καπιταλιστική επίθεση και αντιστέκονται.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *