Anwar Shaikh: Εισαγωγή στην Ιστορία των Θεωριών για τις Κρίσεις

 

 

 

Εισαγωγή στην Ιστορία των Θεωριών για τις Κρίσεις

του Anwar Shaikh

 

 

Εισαγωγή

Αυτές οι σελίδες αναφέρονται στην ιστορία των θεωριών για τις κρίσεις. Σε γενικές γραμμές ο όρος «κρίση», όπως χρησιμοποιείται εδώ, αναφέρεται σε ένα γενικευμένο σύνολο αποτυχιών στις πολιτικές και οικονομικές σχέσεις της καπιταλιστικής αναπαραγωγής. Οι κρίσεις που ιδιαίτερα αναζητούμε να εξετάσουμε είναι αυτές προς τις οποίες το σύστημα οδηγείται εσωτερικά από τις ίδιες τις αρχές λειτουργίας του. Όπως θα δούμε, είναι μέσα στη φύση της καπιταλιστικής παραγωγής η συνεχής έκθεση σε μια ποικιλία εσωτερικά και εξωτερικά δημιουργούμενων διαταράξεων και αναστατώσεων. Αλλά μόνο σε συγκεκριμένες στιγμές τέτοια «σοκ» πυροδοτούν γενικευμένες κρίσεις. Όταν το σύστημα είναι υγιές, γρήγορα συνέρχεται από κάθε είδους οπισθοδρομήσεις. Όταν όμως δεν είναι υγιές, πρακτικά οτιδήποτε μπορεί να ενεργοποιήσει την κατάρρευση του. Αυτό που εδώ μας ενδιαφέρει να εξετάσουμε είναι διάφορες εξηγήσεις του πώς και γιατί το σύστημα περιοδικά ασθενεί.

 

I. Αναπαραγωγή και Κρίσεις

Σκεφτείτε πόσο παράξενη είναι η καπιταλιστική κοινωνία. Είναι ένα πολύπλοκο, διεξαρτώμενο κοινωνικό πλέγμα του οποίου η αναπαραγωγή απαιτεί ένα ακριβές σχήμα συμπληρωματικότητας μεταξύ διαφορετικών παραγωγικών δραστηριοτήτων. Ωστόσο, αυτές οι δραστηριότητες αναλαμβάνονται από εκατοντάδες χιλιάδες μεμονωμένους κεφάλαιοκράτες των οποίων μόνη ασχολία είναι η προσωπική τους απληστία για κέρδος. Είναι μία ταξική δομή μέσα στην οποία η συνεχής ύπαρξη της κεφαλαιοκρατικής τάξης απαιτεί τη συνεχή ύπαρξη της εργατικής τάξης και, ωστόσο, ούτε η εξ αίματος συγγένεια ούτε η παράδοση ούτε οι θρησκευτικές αρχές δηλώνουν ποιος θα εξουσιάσει και ποιος θα εξουσιαστεί. Είναι μια συνεργατική ανθρώπινη κοινότητα που, ωστόσο, πυροδοτεί αδιάκοπα εσωτερικές αντιπαραθέσεις: ο καπιταλιστής ενάντια στον εργαζόμενο αλλά και ο καπιταλιστής ενάντια στον καπιταλιστή και ο εργάτης ενάντια στον εργάτη.

Η πραγματικά δύσκολη ερώτηση για μια τέτοια κοινωνία δεν είναι γιατί κάποτε καταρρέει, αλλά γιατί συνεχίζει να λειτουργεί. Από αυτή την άποψη είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι οποιαδήποτε εξήγηση για το πώς ο καπιταλισμός αναπαράγει τον εαυτό του είναι ταυτόχρονα (σιωπηρά ή ρητά) απάντηση στην ερώτηση του πώς και γιατί πραγματοποιείται η μη αναπαραγωγή και αντίστροφα: με άλλα λόγια, η ανάλυση της αναπαραγωγής και η ανάλυση των κρίσεων είναι αδιαχώριστες. Αυτό αληθεύει αδιάφορα από το αν μια συγκεκριμένη θεωρία κάνει αυτή τη σύνδεση σαφή.

Στην ιστορία της οικονομικής σκέψης μπορούμε να διακρίνουμε τρεις βασικές γραμμές ανάλυσης της καπιταλιστικής αναπαραγωγής. Η πρώτη και πιο δημοφιλής είναι η αντίληψη ότι ο καπιταλισμός είναι ικανός να αναπαράγει αυτόματα τον εαυτό του. Η αναπαραγωγή αυτή μπορεί να είναι ομαλή και αποτελεσματική (Νεοκλασική θεωρία), ή μπορεί να είναι ακανόνιστη και σπάταλη (Keynes), αλλά είναι αυτοισορροπούμενη. Πάνω από όλα δεν υπάρχουν απαραίτητα όρια στο καπιταλιστικό σύστημα ή στην ιστορική του ύπαρξη. Αν αφεθεί ελεύθερο (Νεοκλασική θεωρία) ή αν διοικηθεί κατάλληλα (Keynes), μπορεί να διαρκέσει για πάντα. Φυσικά, αυτό ήταν πάντα η επικρατέστερη αντίληψη της αστικής θεωρίας.

Η δεύτερη θέση ακολουθεί την αντίθετη κατεύθυνση: εδώ υποστηρίζεται ότι το καπιταλιστικό σύστημα από μόνο του είναι ανίκανο να αυτοεπεκτείνεται. Πρέπει να αναπτύσσεται για να επιβιώσει, αλλά χρειάζεται και κάποια εξωτερική πηγή ζήτησης (όπως ο μη καπιταλιστικός κόσμος) προκειμένου να συνεχίσει να αναπτύσσεται. Αυτό σημαίνει ότι σε τελευταία ανάλυση η αναπαραγωγή του ρυθμίζεται από εξωτερικούς παράγοντες: τα όρια του συστήματος βρίσκονται έξω από αυτό. Οι διάφορες σχολές υποκατανάλωσης, συμπεριλαμβανομένων και των Μαρξιστικών, έχουν την προέλευση τους σε αυτή τη γραμμή σκέψης.

Τέλος, υπάρχει η θέση ότι, παρόλο που ο καπιταλισμός είναι ικανός να αυτοεπεκτείνεται, η συσσωρευτική διαδικασία εμβαθύνει τις εσωτερικές αντιθέσεις πάνω στις οποίες στηρίζεται έως ότου αυτές ξεσπάσουν σε κρίση: τα όρια του καπιταλισμού βρίσκονται μέσα στον ίδιο. Αυτή η γραμμή είναι σχεδόν αποκλειστικά Μαρξιστική και περιλαμβάνει τη μέσω της «πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους», αλλά και τη μέσω της «συμπίεσης κερδών» εξήγηση των κρίσεων.

Καθεμιά από τις παραπάνω θέσεις συνεπάγεται μια αντίστοιχη αντίληψη των κρίσεων, γιατί συμβαίνουν και τι συνεπάγονται. Στη συνέχεια θα εξετάσουμε αυτές τις αντιλήψεις.

ΙΙ. Ο καπιταλισμός ως αναπαραγόμενος αυτόματα

Στη συνέχεια θα εξετάσουμε την παράδοση του Laissez-Faire και την αντίστοιχη Κεϋνσιανή της ορθόδοξης θεωρίας σε ξεχωριστά τμήματα.

Α. Η παράδοση του Laissez-Faire

Δυστυχώς παραείμαστε όλοι εξοικειωμένοι με την αντίληψη του καπιταλισμού ως αυτορρυθμιζόμενου, ομαλού, αποτελεσματικού και αρμονικού συστήματος. Από το ξεκίνημα της στο Αόρατο Χέρι του Adam Smith έως την ανούσια κομψότητα της μοντέρνας ανάλυσης της γενικής ισορροπίας, αυτή η ιδέα έχει κυριαρχήσει στην αστική θεωρία. Η θεμελιώδης αντίφαση κάθε ανθρώπινης ύπαρξης υποτίθεται ότι προκύπτει από το ανικανοποίητο των ανθρώπινων αναγκών με δεδομένη την περιορισμένη διαθεσιμότητα των φυσικών πόρων.1 Η ακόρεστη απληστία του καπιταλισμού μετατρέπεται έτσι σε μια ιδιότητα της ανθρώπινης φύσης -η παράφρονη λεηλασία που αυτή προκαλεί στον πλανήτη μας είναι επομένως απλά «φυσική»- το αναπόφευκτο προϊόν της εσωτερικής μάχης της φύσης. Η ανθρώπινη φύση ενώνεται με την υλική φύση. Με αυτό τον τρόπο η απληστία, ο ανταγωνισμός και ο εγωισμός είναι αιώνιοι: δεν υπάρχει τίποτε που να μπορούμε να κάνουμε για αυτά ούτε τρόπος να τα εξαλείψουμε. Πραγματικά σε αυτή τη βάση ο καπιταλισμός παρουσιάζεται ως το κοινωνικό σύνολο κανόνων, το οποίο επιτρέπει την πλέον ελεύθερη έκφραση στα παραπάνω «έμφυτα» ανθρώπινα κίνητρα. Επιπλέον, εφόσον αντιπροσωπεύει την ιδανική θεσμική λύση σε μια αιώνια «φυσική» σύγκρουση, ο καπιταλισμός παραμένει αιώνια ιδανικός. Δεν έχει όρια άλλα εκτός από κάποια αδιανόητη φυσική μετάλλαξη της ανθρώπινης φύσης ή μια απίθανη καταστροφή της φύσης. Αρκεί να μείνει ανενόχλητος και ο καπιταλισμός θα αναπαράγει τον εαυτό του ομαλά, αποτελεσματικά και πιθανό για πάντα. Και έτσι συνεχίζει η ιστορία.

Δεδομένου ότι το σύστημα αντιμετωπίζεται ως αυτορρυθμιζόμενο, υπάρχει η τάση να αγνοείται η διαδικασία ρύθμισης. Έτσι, η κυρίαρχη τάση μέσα σε αυτή την προβληματική επικεντρώνεται είτε στη στατική ισορροπία είτε στη δυναμική ισορροπία ισόρροπης ανάπτυξης. Με αυτό τον τρόπο δίνεται η εντύπωση ότι η ίδια η διαδικασία ρύθμισης είναι αμελητέα. Μάλιστα, αυτή η στρατηγική είναι απαραίτητη, εφόσον η αντίληψη μιας παρατεταμένης διαδικασίας προσαρμογής είναι απειλή για την έννοια της ισορροπίας και, συνεπώς, για την προσφιλή βέλτιστη κατάσταση του συστήματος.

Εν πάση περιπτώσει οι κρίσεις υπάρχουν. Αυτό τείνει να κάνει τους οικονομολόγους μνησίκακους, τουλάχιστον μερικές φορές. Εντούτοις η ιδεολογική τους λειτουργία απαιτεί (τουλάχιστον κατά περιόδους) να αντιμετωπίσουν το ερώτημα των κρίσεων.

Οι οικονομολόγοι που μελετούν την ιστορία των εμπειρικών φαινομένων αναπόφευκτα εντυπωσιάζονται, όχι μόνο από τη συχνότητα των κρίσεων αλλά και από την προφανή κανονικότητα τους. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, ο Welay Clair Mitchell καταμέτρησε δεκαπέντε «κρίσεις» κατά τη διάρκεια των 110 χρόνων μεταξύ 1810 και 1920, ενώ ο Paul Samuelson απαριθμεί επτά «υφέσεις» κατά την τριακονταετία μεταξύ 1945 έως 1975.[2 ] Ανάμεσα σε αυτές ήταν και η Μεγάλη Ύφεση που διήρκεσε σχεδόν δέκα χρόνια!

Βασικά υπάρχουν μόνο δύο τρόποι να απορροφηθούν αυτά τα εμπειρικά δεδομένα μέσα στο κύριο σώμα της θεωρίας, χωρίς αυτό να τραυματιστεί ανεπανόρθωτα. Πρώτον και κύριον μπορεί να υποστηριχθεί ότι θεωρητικά οι κρίσεις δεν είναι απαραίτητο να λάβουν χώρα: το ότι συμβαίνουν στην πραγματικότητα μπορεί να αποδοθεί σε παράγοντες εξωτερικούς ως προς την κανονική λειτουργία της καπιταλιστικής αναπαραγωγής. Χωρίς να είναι το ίδιο υπαίτιο, το σύστημα περιοδικά συνταράσσεται από κρίσεις. Σε αυτή την παράδοση, βλέπουμε για τις κρίσεις να κατηγορείται είτε η φύση (ηλιακές κηλίδες, χρονιές χαμηλής εσοδείας γενικά κ.λπ.) είτε και η Ανθρώπινη Φύση (ψυχολογικοί κύκλοι αισιοδοξίας και κατάπτωσης, πόλεμοι, επαναστάσεις και πολιτικές γκάφες).[3]

Ωστόσο, η κανονικότητα των κρίσεων δείχνει ότι δύσκολα θα φορτώσουμε τις κρίσεις στις ηλιακές κηλίδες ή στους βιορυθμούς των καταναλωτών, ενώ οι εξηγήσεις με βάση ξαφνικές ή μιας βολής αιτίες, όπως πόλεμοι και πολιτικές γκάφες, είναι απλά ανίσχυρες να εξηγήσουν προφανώς κυκλικά φαινόμενα. Επομένως, παίρνουμε την έννοια του επιχειρηματικού κύκλου, ο οποίος αντιπροσωπεύει την άλλη βασική μέθοδο απορρόφησης των φαινομένων των κρίσεων από τη θεωρία. Στο πλαίσιο αυτής της έννοιας το σύστημα αντιμετωπίζεται και πάλι ως αυτορρυθμιζόμενο: μόνο που τώρα η διαδικασία ρύθμισης θεωρείται μάλλον κυκλική παρά ομαλή. Μια ποικιλία παραμέτρων εσωτερικών της λειτουργίας του συστήματος γεννούν τους αυτοδημιουργούμενους κύκλους και έτσι η αναπαραγωγή έχει έναν εσωτερικό ρυθμό.

Είναι σημαντικό να παρατηρήσουμε ότι κατά την ορθόδοξη θεωρία ο κύκλος δεν είναι κρίση. Προκειμένου να είμαστε συνεπείς με την όλη θεωρητική δομή, οι κύκλοι πρέπει να ειδωθούν ως βασικά «μικρές ταλαντεύσεις», δευτερεύουσας σημασίας διακυμάνσεις, τις οποίες, σε πρώτη προσέγγιση, δικαιολογημένα μπορεί κανείς να παραβλέψει. Με αυτό τον τρόπο η κυκλική φύση της ρυθμιστικής διαδικασίας δεν αντιπροσωπεύει ένα όριο στην ικανότητα του συστήματος να αναπαράγει τον εαυτό του.

Ο κλάδος της ορθόδοξης Οικονομικής, γνωστός ως θεωρία του επιχειρηματικού κύκλου, είναι συνδυασμός αυτών των δύο βασικών προσεγγίσεων. Οι κανονικές μη βίαιες διακυμάνσεις εμπεριέχονται στο σύστημα. Οι συστολές και οι επεκτάσεις είναι μέρος του κανονικού επιχειρηματικού κύκλου. Οι βίαιες ή παρατεταμένες συστολές και επεκτάσεις εντούτοις προκύπτουν από εξωτερικούς παράγοντες προερχόμενους από τη Φύση ή την Ανθρώπινη Φύση, παράγοντες οι οποίοι και μετατρέπουν έναν κύκλο σε κρίση ή και επιταχύνουν κάποιον τελείως από μόνοι τους. Οι κρίσεις συνεπώς παραμένουν έξω από την κανονική διαδικασία της καπιταλιστικής αναπαραγωγής.

Παρά τις μακροχρόνιες και αποδοτικές υπηρεσίες της, η θεωρία των επιχειρηματικών κύκλων διαδραμάτιζε πάντα έναν μικρό ρόλο στην Οικονομία του Laissez-Faire. Το περιεχόμενο της ήταν πολύ επικίνδυνο, η ιστορία της υπερβολικά φορτισμένη από αντικαπιταλιστικά αισθήματα, για να μπορέσει να ενσωματωθεί άνετα στο κυρίως σώμα της θεωρίας. Με την έλευση ωστόσο της Κεϋνσιανής Οικονομικής αυτά άλλαξαν, θα δούμε σε συντομία γιατί.

Β. Η (δεξιά) Κεϋνσιανή παράδοση

Ως τώρα έχουμε μιλήσει για την παράδοση του «Laissez-Faire» μέσα στην αστική θεωρία, δεδομένου ότι αυτή σχεδόν πάντοτε κυριαρχούσε. Αλλά η μαζική παγκόσμια κατάρρευση του καπιταλισμού κατά τη Μεγάλη Ύφεση έδωσε σε αυτή την παράδοση ένα εξουθενωτικό χτύπημα. Η ίδια η κατάρρευση «εύκολα» εξηγήθηκε από τους πιστούς της θεωρίας με μια ποικιλία μεθόδων παρόμοιων με αυτές που αναφέρθηκαν παραπάνω: αυτό που ήταν ανεξήγητο ήταν το γεγονός ότι το σύστημα δεν φαινόταν να παρουσιάζει κάποια τάση επαναφοράς στη «φυσιολογική» ισορροπία της πλήρους απασχόλησης. Σύμφωνα ακόμα και με επίσημες (συντηρητικές) εκτιμήσεις, η ανεργία στις ΗΠΑ διατηρήθηκε γύρω στα δέκα εκατομμύρια άτομα το 1939 -μια ολόκληρη δεκαετία μετά το «Μεγάλο Κραχ».

Καθώς η ύφεση διατηρείτο κατά μεγάλο χρονικό διάστημα και καθώς η κοινωνική αναταραχή βάθαινε, η θεωρία του Laissez-Faire έπεσε σε ανυποληψία και η Κεϋνσιανή θεωρία γρήγορα παίρνει τη θέση της.

Ο Keynes επιτίθεται στην ορθόδοξη αντίληψη ότι «η προσφορά δημιουργεί τη δική της ζήτηση», διότι ήταν αυτή η αντίληψη που οδήγησε στο συμπέρασμα ότι ο καπιταλισμός τείνει αυτόματα, κατά το μάλλον ή ήττον, σε πλήρη απασχόληση της διαθέσιμης εργασιακής δύναμης και των μέσων παραγωγής. Αντί γι’ αυτό, κατά την ανάλυση του Keynes, το επίπεδο της δαπάνης για επενδύσεις που σχεδιάζεται από τους κεφαλαιοκράτες είναι ο κρίσιμος παράγοντας στον καθορισμό του επιπέδου παραγωγής και απασχόλησης. Αλλά τα επενδυτικά σχέδια εξαρτώνται σε σημαντικό βαθμό από τα αναμενόμενα κέρδη, από τις «προσδοκίες» και τη «ζωντάνια» των καπιταλιστών. Δύο κυρίως συμπεράσματα προκύπτουν από τα παραπάνω. Πρώτον, εφόσον οι «προσδοκίες» είναι πασίγνωστες για την ευμεταβλητότητά τους, η καπιταλιστική αναπαραγωγή ενδέχεται να είναι αρκετά ασταθής. Δεύτερον και πιο σημαντικό, είναι ότι δεν υπάρχει στο πλαίσιο του καπιταλισμού κάποιος αυτόματος μηχανισμός ο οποίος να επιβάλλει στους κεφαλαιοκράτες να προγραμματίσουν ακριβώς το σωστό μέγεθος επένδυσης που θα εξασφαλίσει την πλήρη απασχόληση. Πρέπει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι το σύστημα θεωρείται ως αυτόματα αυτοϊσορροπούμενο: μόνο που η ισορροπία δεν αποκλείει την επίμονη ύπαρξη ανεργίας ή πληθωρισμού.

Η αποκαλούμενη Κεϋνσιανή Επανάσταση ήταν ωστόσο αμφιλεγόμενη. Μεγάλο μέρος από τη «βαθύτερη» δομή της Κεϋνσιανής ανάλυσης ήταν ίδια με αυτή της ορθοδοξίας εναντίον της οποίας επιτέθηκε:4 η διαίρεση της κοινωνίας σε παραγωγούς και καταναλωτές (όχι τάξεις), η ίδια βασική θεώρηση της ανθρώπινης φύσης, η αποφασιστική σημασία των ψυχολογικών «ροπών» και προτιμήσεων, ο ρόλος της προσφοράς και της ζήτησης, και πάνω από όλα η γενική στήριξη στην ανάλυση ισορροπίας. Δεν είναι παράδοξο, λοιπόν, το ότι μια μερίδα των ορθόδοξων οικονομολόγων μπόρεσε να απορροφήσει τον Keynes σε μια νέα εκδοχή της αστικής θεωρίας. Αφού παραδέχθηκαν ότι, δεν υπάρχει στα αλήθεια αυτόματος μηχανισμός που θα καθιστά την καπιταλιστική αναπαραγωγή ομαλή, αποτελεσματική και απαλλαγμένη από κρίσεις, οι νεοκλασικοί κεϋνσιανοί (νόθοι κεϋνσιανοί, όπως τους αποκαλεί η Joan Robinson) στρέφονται προς το κράτος ως το μηχανισμό ο οποίος θα αναζωογονήσει την κοινωνία που απεικονίζεται μέσα στις παραβολές του Laissez-Faire. Αν το κράτος έκανε καλά τη δουλειά του, θα επηρέαζε τη συνολική ζήτηση έτσι ώστε να διατηρηθεί κοντά στο σημείο πλήρους απασχόλησης με λίγο ή καθόλου πληθωρισμό. Με αυτή την τροποποίηση «μπορούν να αναβιώσουν και τα λοιπά δόγματα της ορθοδοξίας».5

Δεδομένου ότι οι οικονομικές διακυμάνσεις αποτελούν ένα αποδεκτό μέρος της Κεϋνσιανής θεωρίας, η θεωρία του επιχειρηματικού κύκλου γίνεται ένας πολύ λιγότερο επικίνδυνος κλάδος της Οικονομικής Επιστήμης. Μάλιστα, εφόσον το κράτος μπορεί θεωρητικά να εξαλείψει τις διακυμάνσεις, επιβάλλεται πια η λεπτομερής μελέτη των κρίσεων προκειμένου να αναχαιτιστούν. Και έτσι ένας μεγάλος όγκος πληροφοριών σχετικών με τις κρίσεις αναδύθηκε από τη λεγόμενη Κευνσιανή Επανάσταση και μετά.

Δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι οι κεϋνσιανοί τείνουν να δουν την ασταθή και βίαιη ιστορία της καπιταλιστικής συσσώρευσης ως σειρές λαθών «πολιτικής».6 Οι απόψεις τους για την τρέχουσα κρίση δεν αποτελούν εξαίρεση.

Από τον Keynes προέκυψε και ένα άλλο τμήμα οπαδών, οι αποκαλούμενοι αριστεροί κεϋνσιανοί, μεταξύ των οποίων ηγετική μορφή ήταν η Joan Robinson. Οι απόψεις της μαζί με αυτές του Michael Kalecki και Joseph Steindl θα συζητηθούν στο επόμενο τμήμα αυτού του άρθρου.

ΙΙΙ. Ο καπιταλισμός ως ανίκανος για αυτοεπέκταση

Από το πρώτο ξεκίνημα της, η σύμφωνα με το Laissez-Faire θεώρηση του καπιταλισμού ως ενός αρμονικού χωρίς κρίσεις συστήματος περιπλεκόταν με μια εξίσου παλιά και εξίσου επίμονη ιδέα ότι ο καπιταλισμός χαρακτηρίζεται από μια έμφυτη ανικανότητα συσσώρευσης.

Οι εσωτερικές δυνάμεις του συστήματος, υποστηριζόταν, μπορούν στην καλύτερη περίπτωση να το αναπαράγουν σε κάποιο επίπεδο στασιμότητας: αλλά ένας στάσιμος καπιταλισμός γρήγορα εκφυλίζεται. Ο ανταγωνισμός στρέφει τον έναν εναντίον του άλλου, επειδή, όμως, δεν υπάρχει ανάπτυξη, κανείς δεν κερδίζει τίποτα παρά μόνο εις βάρος κάποιου άλλου. Το ατομικό κεφάλαιο στρέφεται εναντίον του ατομικού κεφαλαίου, ο εργάτης εναντίον του εργάτη και η μια τάξη εναντίον μιας άλλης τάξης. Έτσι, είτε οι ανταγωνισμοί γίνονται τόσο σφοδροί ώστε το σύστημα να εκρήγνυται, είτε το σύστημα παρακμάζει προς μια κοινωνία (όπως στην Κίνα του παλιού καιρού) στην οποία μια μικρή άρχουσα ελίτ στηρίζεται πάνω στη βάση της μαζικής φτώχειας και της ανθρώπινης εξαθλίωσης. Και στις δύο περιπτώσεις, ένας καπιταλισμός που δεν συσσωρεύει δεν θα διαρκέσει πολύ.

Είναι αρκετά ενδιαφέρον ότι αυτό το επιχείρημα αντιπαράθεσης πηγάζει από την ίδια αρχική αντίληψη όπως και η θεωρία στην οποία επιτίθεται. Η ορθόδοξη θεωρία επέμενε πάντα ότι απώτερος στόχος όλης της καπιταλιστικής παραγωγής είναι η προσφορά για ικανοποίηση της κατανάλωσης: αυτό που δεν καταναλώνεται στην τρέχουσα περίοδο επανεισάγεται στην παραγωγή προκειμένου να ικανοποιήσει τη μελλοντική κατανάλωση. Και στις δύο περιπτώσεις είναι η κατανάλωση που έχει το πρόσταγμα. Μέσα από το σκούρο γυαλί της θεωρίας υποκατανάλωσης, η ίδια αυτή αντίληψη γίνεται όπλο στην επίθεση κατά του καπιταλισμού. Διαμέσου της μακράς και σύνθετης ιστορίας των θεωριών ‘ των κρίσεων το ακόλουθο επιχείρημα εμφανίζεται ξανά και ξανά: ναι, ο ύστατος ρυθμιστής της παραγωγής είναι πραγματικά η κατανάλωση, τρέχουσα ή μελλοντική ωστόσο η καπιταλιστική παραγωγή ανταποκρίνεται όχι στη δύναμη της ανάγκης αλλά της αγοράς, όχι στη ζήτηση αλλά στην ενεργό ζήτηση (δηλ. ζήτηση που υποστηρίζεται από χρήμα). Και είναι τέτοια η αντιφατική φύση της που, αν αφεθεί ανεπηρέαστη, είναι ανίκανη να δημιουργήσει επαρκή ενεργό ζήτηση για να στηρίξει τη συσσώρευση. Οι εσωτερικοί μηχανισμοί του συστήματος το οδηγούν σε στασιμότητα: απαιτείται κάποια επιπλέον πηγή ενεργούς ζήτησης -εξωτερική δηλαδή προς τους βασικούς μηχανισμούς του- προκειμένου να συνεχίσει να αναπτύσσεται.

Α. Η έννοια του κενού ζήτησης

Τα τελευταία 150 χρόνια έχουν γίνει πολλές προσπάθειες να προσδιοριστεί η φύση του προβλήματος υποκατανάλωσης. Παρά την ποικιλία διατυπώσεων, ωστόσο, είναι αρκετά χτυπητή η σταθερότητα της αντίληψης ότι η ζήτηση είναι ο απώτερος ρυθμιστής της συνολικής παραγωγής.

Υποθέστε ότι διαιρούμε την κοινωνική παραγωγή σε δύο κύριους κλάδους ή «τομείς». Ο τομέας Ι παράγει κεφαλαιουχικά αγαθά (πρώτες ύλες, καύσιμα, μηχανήματα και εξοπλισμό), ενώ ο τομέας II παράγει καταναλωτικά αγαθά και υπηρεσίες (τρόφιμα, ρουχισμό, αναψυχή κ.λπ.).

Η βασική αρχή της θεωρίας υποκατανάλωσης είναι, λοιπόν, ότι η ζήτηση για καταναλωτικά αγαθά και υπηρεσίες δεν καθορίζει μόνο το επίπεδο παραγωγής του τομέα II (καταναλωτικών αγαθών), αλλά και του τομέα Ι (κεφαλαιουχικών αγαθών). Η εκροή της βιομηχανίας κεφαλαιουχικών αγαθών καθορίζεται τελικά από τις ανάγκες εισροών της βιομηχανίας καταναλωτικών αγαθών: η ζήτηση κεφαλαιουχικών αγαθών είναι λοιπόν «παράγωγη» της ζήτησης καταναλωτικών αγαθών.

Σημειωτέον ότι αυτό δεν λέει απλά ότι η εκροή του τομέα II επηρεάζει την εκροή του τομέα Ι, και το αντίστροφο. Λέει κάτι πολύ ισχυρότερο, δηλαδή ότι η αιτιότητα είναι πρωταρχικά μονόδρομη, ότι ο τομέας II ηγείται και ο τομέας Ι ακολουθεί.

Παράλληλη με αυτή την άποψη είναι η θεώρηση της κυκλοφορίας ως διαδικασίας όπου το προϊόν της κοινωνίας διανέμεται ανάμεσα σε εργάτες και κεφαλαιοκράτες. Έτσι, από το συνολικό κοινωνικό προϊόν, ένα μέρος θεωρείται ότι διατίθεται για την αντικατάσταση των εισροών που χρησιμοποιήθηκαν για την παραγωγή του και το υπόλοιπο μέρος, το καθαρό προϊόν, παραμένει διαθέσιμο για «διανομή» ανάμεσα σε εργάτες και καπιταλιστές.

Παρόμοια ανάλυση γίνεται από την πλευρά του εισοδήματος. Από τις πωλήσεις όλων των επιχειρήσεων ένα ποσό τίθεται στην άκρη για να αναπληρώσει δαπάνες για κεφαλαιουχικά αγαθά που χρησιμοποιήθηκαν κατά την παραγωγή. Το υπόλοιπο είναι το καθαρό εισόδημα από τη λειτουργία των επιχειρήσεων που διαιρείται σε μισθούς και κέρδη. Αυτό το καθαρό εισόδημα που οι ορθόδοξοι οικονομολόγοι αποκαλούν καθαρό εθνικό εισόδημα είναι η πηγή ενεργούς ζήτησης για το καθαρό προϊόν.

Η καθαρή παραγωγή συνεπώς έχει δύο πλευρές. Από τη μια έχουμε αγαθά και υπηρεσίες και από την άλλη καθαρό χρηματικό εισόδημα που ισούται με τους μισθούς συν τα κέρδη: προσφορά από τη μια πλευρά και ενεργός ζήτηση από την άλλη. Τώρα μπορούμε να διατυπώσουμε το βασικό πρόβλημα της θεωρίας υποκατανάλωσης. Οι εργάτες γενικά ξοδεύουν όλους τους μισθούς τους. Έτσι «επαναγοράζουν» συνεπώς ένα μερίδιο από το καθαρό προϊόν στην κανονική του τιμή. Αλλά εφόσον οι εργάτες δεν παίρνουν ποτέ όλο το καθαρό εισόδημα, είναι αδύνατο να επαναγοράσουν το σύνολο του καθαρού προϊόντος. Η κατανάλωση των εργατών πάντα αφήνει ένα «κενό ζήτησης» επιπλέον, όσο μικρότερο είναι το μερίδιο τους τόσο μεγαλύτερο είναι το «κενό ζήτησης».

Σε αυτό το στάδιο ανάλυσης το πλεονάζον προϊόν συνεχίζει να παραμένει προς πώληση, και το εισόδημα των καπιταλιστών -τα κέρδη- παραμένουν προς ανάλωση. Αν αυτά τα δύο μπορούσαν να εναρμονιστούν, όλη η παραγωγή θα πουλιόταν και το «κενό ζήτησης» θα συμπληρωνόταν πλήρως. Αλλά κάτω από ποιες συνθήκες θα συμβεί αυτό;

Οι πρώτοι υποκαταναλωτιστές έτειναν να θεωρούν ότι το καθαρό προϊόν συντίθεται αποκλειστικά από τα καταναλωτικά αγαθά. Με δοσμένη τη θεμελιώδη τους αρχή ότι η εκροή του τομέα Ι ρυθμίζεται από την ανάγκη εισροών του τομέα II, εύκολα καταλήγουν στην ιδέα ότι σε κάθε χρονική περίοδο η εκροή του τομέα Ι είναι ακριβώς αρκετή να αντικαταστήσει τις εισροές που συνολικά χρησιμοποιήθηκαν από το σύστημα ως σύνολο. Αυτό σημαίνει ότι παρόλο που η συνολική κοινωνική παραγωγή αποτελείται και από κεφαλαιουχικά αγαθά (τομέας Ι) και από καταναλωτικά αγαθά (τομέας II), το καθαρό προϊόν (το συνολικό μείον τις απαιτήσεις προς αντικατάσταση) αποτελείται μόνο από καταναλωτικά αγαθά. Το καθαρό προϊόν είναι το μέρος της συνολικής παραγωγής που υπερβαίνει το απαραίτητο για να διατηρηθεί το παραγωγικό σύστημα. Αν αφαιρέσουμε από αυτό την κατανάλωση των εργατών, παίρνουμε το μέρος του συνολικού προϊόντος που υπερβαίνει τις ανάγκες συντήρησης του παραγωγικού συστήματος και των εργατών που το λειτουργούν. Αυτό είναι το υπερπροϊόν.

Από αυτή την άποψη, αφού οι εργάτες ξοδέψουν τους μισθούς τους, για να «επαναγοράσουν το μερίδιο τους» από το καθαρό προϊόν, μένουμε στο ένα χέρι με το υπερπροϊόν σε μορφή καταναλωτικών αγαθών και στο άλλο χέρι με τα αξόδευτα κέρδη που αποτελούν το καπιταλιστικό «εισόδημα». Έπεται λοιπόν ότι το «κενό ζήτησης» θα συμπληρωθεί μόνο αν οι κεφαλαιοκράτες καλύψουν όλα τους τα κέρδη σε προσωπική κατανάλωση. Αλλά τότε δεν μπορεί να υπάρχει επένδυση, συνεπώς ούτε ανάπτυξη ούτε ενδογενής συσσώρευση. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι καπιταλιστές δεν προσπαθούν να συσσωρεύσουν. Στην πραγματικότητα υποδηλώνει ότι οι επιδιώξεις της τάξης, ως σύνολο, να συσσωρεύσει στρέφονται εναντίον της. Σε τελευταία ανάλυση, στον, εξοντωτικό συναγωνισμό των καπιταλιστών μεταξύ τους, το μέγεθος της περιουσίας ενός καπιταλιστή είναι σημαντικός δείκτης δύναμης. Και ένας σημαντικός τρόπος να μεγαλώσει σε μέγεθος και δύναμη είναι να εξοικονομεί, να επενδύει και ως εκ τούτου να αναπτύσσεται.Έτσι οι καπιταλιστές θα συνεχίσουν τις προσπάθειες για συσσώρευση.

Φανταστείτε, λοιπόν, ότι ξεκινάμε από την αρχική κατάσταση που περιγράψαμε παραπάνω, κατά την οποία ο τομέας Ι παράγει ακριβώς όσα αγαθά χρειάζονται για να διατηρηθεί η παραγωγική ικανότητα του συστήματος και ο τομέας II παράγει ένα ποσό καταναλωτικών αγαθών το οποίο «επαναγοράζεται» από τους εργάτες και τους καπιταλιστές οι οποίοι καταναλώνουν όλο το εισόδημα τους.

Τώρα υποθέστε ότι την επόμενη φορά ξοδεύεται από τους καπιταλιστές μόνο ένα μέρος των κερδών σε καταναλωτικά αγαθά, το υπόλοιπο επενδύεται σε αγορά κεφαλαιουχικών αγαθών, σε μίσθωση εργατών και σε ίδρυση επιχειρήσεων στον τομέα Ι και/ή στον τομέα II. Σε αυτό το σημείο κάτι περίεργο συμβαίνει. Έστω ότι τα συνολικά κέρδη φθάνουν τα 200.000$, τα οποία η καπιταλιστική τάξη αρχικά τα ξοδεύει εξ ολοκλήρου σε προσωπική κατανάλωση.

Τώρα υποθέστε ότι περικόπτουν την κατανάλωση τους στα 150.000$ και τους μένουν 50.000$, τα οποία επενδύουν διαθέτοντας 30.000$ για αγορά κεφαλαιουχικών αγαθών (από τα αποθέματα του τομέα Ι) και 20.000$ για μίσθωση εργατών (από τον εφεδρικό στρατό των ανέργων). Η καθαρή πτώση σε καταναλωτική ζήτηση είναι μόνο 30.000$, εφόσον η μείωση της καταναλωτικής ζήτησης των καπιταλιστών αντισταθμίζεται εν μέρει από την επιπλέον κατανάλωση των νεοπροσληφθέντων εργατών. Ωστόσο, η ζήτηση καταναλωτικών αγαθών μειώνεται και έτσι οι πωλήσεις στον τομέα II μειώνονται, και αυτό σημαίνει ότι η ζήτηση του για κεφαλαιουχικά αγαθά μειώνεται, συνεπώς μειώνονται οι πωλήσεις στον τομέα Ι. Εντούτοις, η ίδια ενέργεια που οδήγησε σε όλα αυτά έχει ταυτόχρονα επεκτείνει τη γενική παραγωγική δυναμικότητα. Η προσπάθειά τους να επεκτείνουν τη δυναμικότητα κατέστησε περιττή όχι μόνο τη δυναμικότητα που πρόσθεσαν, αλλά και ένα μέρος από τη δυναμικότητα που υπήρχε ήδη. Αναμφίβολα αυτό θα τους κάνει να περικόψουν τις επενδύσεις. Η ενδογενής συσσώρευση αυτοαναιρείται.

Εφόσον η επέκταση πραγματοποιείται βαθμηδόν και χρειάζεται χρόνο για να ολοκληρωθεί, θα μπορούσε κανείς να φανταστεί ότι χρειάζεται κάποιος χρόνος για να γίνουν αισθητά τα αποτελέσματα της μείωσης της «ενεργούς ζήτησης» και ένας επιπλέον χρόνος για να αναπτυχθεί η ύφεση που ακολουθεί. Η συνέπεια, επομένως, της επιχειρούμενης συσσώρευσης θα είναι μια άνθιση που θα ακολουθηθεί από ύφεση, με μηδενική καθαρή συσσώρευση σε ολόκληρο τον κύκλο. Αυτό, κατά τη λογική της θεωρίας υποκατανάλωσης, θα ήταν η αναμενόμενη συμπεριφορά της καπιταλιστικής οικονομίας αν αφεθεί ανεπηρέαστη.

Οι κύκλοι της ανόδου και της καθόδου δεν απουσιάζουν από την ιστορία του καπιταλισμού. Ταυτόχρονα, εντούτοις, η μελέτη της ιστορίας ξεκαθαρίζει απόλυτα ότι αυτοί οι κύκλοι συνοδεύονται από τρομερή υλική ανάπτυξη στις πραγματικές καπιταλιστικές οικονομίες – γεγονός που αντιτίθεται εντονότατα στον εκ φύσεως στάσιμο καπιταλισμό που υπονοεί η υποκαταναλωτική λογική. Σταθερά, λοιπόν, οι θεωρίες της υποκατανάλωσης πρέπει να καταφεύγουν σε «εξωγενείς» (δηλ. εξωτερικούς) παράγοντες για να εξηγήσουν την έντονη αντίθεση θεωρίας και ιστορίας. Στα επόμενα δύο τμήματα στα οποία θα ασχοληθούμε με την ιστορία των προ-Μαρξικών και μετα-Μαρξικών θεωριών υποκατανάλωσης, αντίστοιχα, θα δούμε πόσο σημαντική θέση κατέχουν αυτά τα εξωτερικά στοιχεία.

Β. Συντηρητικές και ριζοσπαστικές θεωρίες υποκατανάλωσης

Στο προηγούμενο τμήμα προσπαθήσαμε να παρουσιάσουμε τόσο την ουσιώδη λογική πίσω από τα επιχειρήματα της θεωρίας της υποκατανάλωσης όσο και τις συνέπειες αυτής της λογικής. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιήσαμε μοντέρνα εννοιολογικά εργαλεία, όπως τους δύο τομείς του Marx και την ανάλυση της συνολικής προσφοράς και ζήτησης του Kalecki. Αυτές οι έννοιες, όμως, είναι καινούριες και φυσικά η επιχειρηματολογία τους δεν εμφανίζεται με αυτήν ακριβώς τη μορφή στην πραγματική ιστορία της θεωρίας της υποκατανάλωσης. Πραγματικά το εντυπωσιακό σε αυτή την ιστορία είναι ότι ενώ η αντίληψη του «κενού ζήτησης» γενικεύεται, η αντίστοιχη συνέπεια, ότι δηλαδή είναι αδύνατο να διατηρείται από μόνη της η καπιταλιστική συσσώρευση, σπάνια γίνεται αντιληπτή. Ιδιαίτερα, ανάμεσα στις μη Μαρξιστικές θεωρίες αυτή η συνέπεια αποφεύγεται επιμελώς. Βρίσκεται πραγματικά κανείς σε δύσκολη θέση να ζει και να γράφει τον 19ο αιώνα, περίοδο εκρηκτικής σχεδόν ανάπτυξης του καπιταλισμού, και η θεωρία του να του υποδεικνύει ότι η ανάπτυξη δεν είναι ενδογενής στην καπιταλιστική παραγωγή.

Ενώ ήταν πεισμένοι για την ορθότητα των βασικών τους θέσεων, είτε γιατί δεν γνώριζαν είτε γιατί δεν ήθελαν να δεχτούν την πλήρη τους σημασία, οι πρώτοι υποκαταναλωτιστές σχεδόν καθολικά υιοθέτησαν τη θέση ότι η υπερβολική συσσώρευση προκαλεί κρίση. Άρχισαν υποθέτοντας ότι η οικονομία αναπτύσσεται με κάποιο «διατηρήσιμο» ρυθμό. Ακολουθώντας τη λογική που υπογραμμίσαμε στο προηγούμενο τμήμα, συμπέραναν τότε ότι οι καπιταλιστές περικόπτουν την κατανάλωση τους και επενδύουν το ποσό που έτσι αποταμιεύουν σε επιπρόσθετα κεφαλαιουχικά αγαθά και εργάτες. Έτσι, ενώ η επένδυση αυξάνει την παραγωγική ικανότητα, η καθαρή περικοπή στη ζήτηση καταναλωτικών αγαθών και η ταυτόχρονη επίδραση της στη ζήτηση κεφαλαιουχικών αγαθών έχει ως αποτέλεσμα την υποεκμετάλλευση ακόμα και της (παραγωγικής) δυναμικότητας που ήδη προϋπήρχε. Η «υπερβολική αποταμίευση» οδήγησε σε κρίση.(Οι υποκαταναλωτιστές δεν διέκριναν καμιά Κεϋνσιανού τύπου ασυμφωνία μεταξύ της σχεδιαζόμενης αποταμίευσης και της σχεδιαζόμενης επένδυσης. Οι καπιταλιστές είναι εκείνοι που σχεδιάζουν και τις δύο, και ό,τι αποταμιεύεται επενδύεται, δεν αποθησαυρίζεται. Η αποθησαύριση δεν παίζει ιδιαίτερο ρόλο στις θεωρίες υποκατανάλωσης, όπως τονίζει ο Bleaney).

Αλλά αυτό που η λογική τους πραγματικά υπαινισσόταν ήταν ότι κάθε αποταμίευση θα οδηγούσε σε κρίση, γεγονός που σύντομα επισημάνθηκε από τους αντιπάλους τους. Στην εξαίρετη μελέτη του με τίτλο Θεωρίες Υποκατανάλωσης ο Michael Bleaney συνόψισε το δίλημμα των πρώτων υποκαταναλωτιστών :

Η γενική θέση αυτών των συγγραφέων ήταν ότι υπάρχει ένα όριο πάνω από το οποίο ο ρυθμός συσσώρευσης αυξάνεται επικίνδυνα, απειλώντας να οδηγήσει σε κρίση. Αλλά η λογική του επιχειρήματος, όπως αυτοί το παρουσίασαν, είναι ότι αυτό το όριο είναι ο μηδενικός ρυθμός συσσώρευσης, όπως εύστοχα επισημαίνεται από τον Chalmers. Έτσι έπεσαν σε παγίδα από την οποία είτε θα έπρεπε να οπισθοχωρήσουν και να απαρνηθούν μέρος των συμπερασμάτων τους είτε να δηλώσουν ανοιχτά το αυθαίρετο των συμπερασμάτων τους.[7]

Ο πρώτος μεγάλος οικονομολόγος που αντιμετώπισε αυτό το δίλημμα ήταν ο Thomas Malthus (1820-1830). Πιστός στην υποκαταναλωτική παράδοση, ο Malthus είπε ότι η ζήτηση για καταναλωτικά αγαθά είναι εκείνη που ρυθμίζει την παραγωγή έτσι ώστε μόνο ένας συγκεκριμένος ρυθμός ανάπτυξης είναι «διατηρήσιμος». Βέβαια, με δεδομένη τη λογική αυτής της πρότασης και το συμπέρασμα που εξυπακούεται, ο Malthus ποτέ δεν μπόρεσε να πει ποιος ακριβώς είναι αυτός ο «διατηρήσιμος» ρυθμός ανάπτυξης. Ωστόσο, έδωσε έμφαση στο ότι μια (υπερβολική) αποταμίευση θα σήμαινε ότι η κατανάλωση των καπιταλιστών δεν θα πληρούσε το κενό ζήτησης που μένει ακάλυπτο από τους εργάτες έτσι ώστε οι κρίσεις υπερπαραγωγής (υποκατανάλωσης) να είναι αξιοσημείωτα πιθανές στον καπιταλισμό.

Στα χέρια του Malthus αυτή η τάση προς υποκατανάλωση έγινε μια αντιδραστική απολογητική θεωρία για τους φεουδάρχες-γαιοκτήμονες, των οποίων το υψηλό βιοτικό επίπεδο και η επιδεικτική κατανάλωση παρουσιάστηκε ως ευπρόσδεκτο αντίβαρο στην τάση των καπιταλιστών για (υπερ)αποταμίευση. (Ο Malthus είναι επίσης περιώνυμος για την επίθεση του κατά της εργατικής τάξης μέσω των λεγόμενων νόμων του πληθυσμού. Τότε, όπως και τώρα, αυτοί οι ζωώδεις «φυσικοί νόμοι» δεν θεωρήθηκε ποτέ ότι αντιπροσώπευαν τη συμπεριφορά της «πολιτισμένης» άρχουσας τάξης).

Ο Sismonde de Sismonti ήταν ένας σύγχρονος του Malthus, ο οποίος, επίσης, διέκρινε μια τάση για υποκατανάλωση στον καπιταλισμό. Για άλλη μια φορά, βρίσκουμε το επιχείρημα ότι το επίπεδο της κατανάλωσης ρυθμίζει όλη την παραγωγή, έτσι ώστε αυτή να μην μπορεί να αυξηθεί γρηγορότερα από την κατανάλωση. Αλλά ο καπιταλισμός περιορίζει την κατανάλωση των μαζών κρατώντας τες στη φτώχεια” οι εργάτες είναι τόσο φτωχοί, ώστε δεν μπορούν να επαναγοράσουν την ίδια τους την παραγωγή (εδώ βλέπουμε και πάλι το πανταχού παρόν κενό ζήτησης). Επιπλέον, καθώς αναπτύσσεται ο καπιταλισμός, η διανομή του εισοδήματος γίνεται όλο και πιο άνιση, έτσι ώστε η κατανάλωση των μαζών αναπτύσσεται πιο αργά απ’ ό,τι ο συνολικός πλούτος (το κενό αυξάνει). Κατά τον Sismonti, λοιπόν, όχι μόνο υπάρχει μια τάση για υποκατανάλωση, αλλά αυτή εντείνεται καθώς ο καπιταλισμός ωριμάζει. Οι κρίσεις με την πάροδο του χρόνου εντείνονται και ο ανταγωνισμός για τις εξωτερικές αγορές ανάμεσα στα έθνη γίνεται πιο σκληρός.

Αντίθετα με τον αντιδραστικό Parson Malthus, ο Sismonti ήταν ένας ριζοσπάστης βαθιά επηρεασμένος από τη δυστυχία των αγροτών και των εργατών στον καπιταλισμό. Στην εποχή του, ηγήθηκε αυτού που ο Marx ονόμασε μικροαστικό σοσιαλισμό, ο οποίος αγωνίστηκε ενάντια στη σκληρότητα και την καταστροφή που γεννά ο καπιταλισμός και αναζήτησε μεταρρυθμίσεις για να καλυτερεύσει αυτές τις συνθήκες. Ο ίδιος ο Sismonti υπεραμύνθηκε ριζοσπαστικών αλλαγών στη διανομή του εισοδήματος προς όφελος των αγροτών και εργατών και στράφηκε στο κράτος για την πραγματοποίηση αυτών των αλλαγών και άλλων οικονομικών μεταρρυθμίσεων.8

Τόσο η Μαλθουσιανή όσο και η Σισμοντιανή σχολή υποκατανάλωσης ανάφεραν τις εξωτερικές αγορές ως πηγές καταναλωτικής ζήτησης. Στον Malthus αυτή είναι μόνο μια περιστασιακή αναφορά” στον Sismonti, ωστόσο, οι ξένες αγορές είναι σημαντική διέξοδος για την εγχώρια υπερπαραγωγή και θεωρεί ότι ο αυξανόμενος διεθνής ανταγωνισμός προκύπτει από το πρόβλημα της επιδεινούμενης υποκατανάλωσης. Ασφαλώς, προκειμένου να αποτελεί λύση το διεθνές εμπόριο σε ένα τέτοιο πρόβλημα, ένα συγκεκριμένο κράτος πρέπει να εξάγει προς τα άλλα περισσότερα από όσα εισάγει. Αυτό σαφώς είναι αδύνατο σε παγκόσμια βάση. Αν όλο το εμπόριο περιορίζεται μόνο στις καπιταλιστικές σφαίρες, τότε το εξωτερικό εμπόριο είναι εσωτερικό στο διεθνές καπιταλιστικό σύστημα και δεν προσφέρει διέξοδο στο πρόβλημα της υποκατανάλωσης. Ο Sismonti συνεπώς δεν παρουσιάζει το διεθνές εμπόριο ως μια γενική λύση στο πρόβλημα.

Ανάμεσα στην εποχή του Sismonti (δεκαετία του 1850) και του J.A.Hobson (δεκαετία του 1900) έχουμε το μεγάλο σταυροδρόμι στην καπιταλιστική ιστορία που σημαδεύει την αρχή της εποχής του ιμπεριαλισμού. Στα χρόνια μεταξύ της δεκαετίας του 1870 και 1914, για παράδειγμα, οι ευρωπαϊκές ξένες επενδύσεις αυξήθηκαν πάνω από 700%, από τις οποίες μεγάλο μέρος κατευθύνθηκε στον αποκαλούμενο Τρίτο Κόσμο. Δεν πρέπει, συνεπώς, να μας ξαφνιάζει το ότι στα 1900, το εξωτερικό εμπόριο, μέσω του ιμπεριαλισμού, άρχισε να εμφανίζεται ως λύση στο πρόβλημα της υποκατανάλωσης. Στο τέλος τέλος, αν κάποιος αντιλαμβάνεται τον κόσμο σε όρους ιμπεριαλιστικών καπιταλιστικών εθνών και υπανάπτυκτου Τρίτου Κόσμου, είναι πιθανό να φαντάζεται, επίσης, ότι αυτός ο Τρίτος Κόσμος απορροφά τις πλεονάζουσες αποταμιεύσεις των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών – είτε απευθείας υπό μορφή εξωτερικών επενδύσεων είτε έμμεσα υπό μορφή εξαγωγών εμπορευμάτων. Τόσο κατά τον Hobson όσο και κατά τη Rosa Luxemburg (τους οποίους θα εξετάσουμε στο επόμενο τμήμα) η συσχέτιση της υποκατανάλωσης και του ιμπεριαλισμού παίρνει ιδιαίτερη σημασία.

Ο Hobson ξεκινάει με την οικεία πλέον μέθοδο των υποκαταναλωτιστών. Επισημαίνει κατηγορηματικά ότι ο απώτερος στόχος της παραγωγής εν γένει, ακόμα και σε καθεστώς καπιταλισμού, είναι η παραγωγή καταναλωτικών αγαθών. Επιπλέον, είναι ο πρώτος που θα παρουσιάσει ρητά τον τομέα Ι (βιομηχανία κεφαλαιουχικών αγαθών) ως άμεσα εξαρτώμενο από τον τομέα II (καταναλωτικά αγαθά), έτσι ώστε η όλη παραγωγική διαδικασία να αναλύεται ως ένα πλήρες καθετοποιημένο σύστημα που ξεκινά από πρώτες ύλες και, προχωρώντας σε διαδοχικά στάδια, φθάνει ως το τελικό προϊόν που αποτελείται από καταναλωτικά αγαθά και μόνο. Τελικά εισάγει επίσης το αξίωμα του «διατηρήσιμου» ρυθμού ανάπτυξης (τον οποίο βέβαια δεν μπορεί να καθορίσει) και συνεχίζει δείχνοντας ότι η (υπερβολική) αποταμίευση οδηγεί σε κρίση. Οι κρίσεις ξεκινούν από την υπεραποταμίευση.[9]

Ο Hobson επίσης εισάγει την αρχή του «πλεονάσματος», το οποίο παίζει σημαντικό ρόλο στη συνέχεια της ανάλυσης του. Μιλώντας γενικά, το «πλεόνασμα» ορίστηκε από τον Hobson ως το τμήμα της συνολικής χρηματικής αξίας του προϊόντος που υπερβαίνει το τελείως απαραίτητο κόστος παραγωγής αυτού του προϊόντος.[10] Αυτή η αρχή συνεπάγεται τη διάκριση ανάμεσα σε απαραίτητο και μη απαραίτητο κόστος παραγωγής, όπως επίσης μεταξύ κόστους παραγωγής και άλλων δαπανών (όπως κόστος πώλησης, φόρους πώλησης κ.λπ.). Είναι μια ευρύτερη κατηγορία από αυτό που ορίσαμε προηγούμενα ως κέρδη (πωλήσεις μείον κάθε κόστος), αλλά η διαφορά δεν χρειάζεται να μας απασχολήσει εδώ.

Εν πάση περιπτώσει, η αντίληψη του Hobson περί πλεονάσματος περιλαμβάνει το μη απαραίτητο «κόστος», όπως τα μονοπωλιακά κέρδη και τη γαιοπρόσοδο (δεδομένου ότι αυτά δεν συνδέονται με κανενός είδους παραγωγή). Καθώς αναπτύσσεται ο καπιταλισμός, αυτά τα «αδούλευτα εισοδήματα» εξογκώνονται και, εφόσον οι αποδέκτες τους τείνουν να καταναλώνουν λίγο, τείνει να εμφανιστεί υπεραποταμίευση. Υπάρχει, λοιπόν, πρόβλημα επιδείνωσης της υποκατανάλωσης. [11]

Κατά τον Hobson, το ξένο εμπόριο παρέχει μια διέξοδο για το πλεόνασμα των αποταμιεύσεων και μια αγορά για το πλεόνασμα της παραγωγής, ακόμα και σε καθεστώς ανταγωνιστικού καπιταλισμού. Ωστόσο, καθώς η βιομηχανία συγκεντρωποιείται περισσότερο και τα μονοπώλια εξαπλώνονται, το υποκαταναλωτικό πρόβλημα μεταφέρεται σε υψηλότερο ποιοτικά επίπεδο. Από τη μια πλευρά, τα μονοπωλιακά κέρδη εξογκώνουν το πλεόνασμα οδηγώντας σε υψηλότερη αποταμίευση” από την άλλη, αφού τα μονοπώλια πετυχαίνουν αυτά τα υπερβάλλοντα κέρδη αυξάνοντας τις τιμές, τείνουν να συρρικνώσουν την αγορά. Συνεπώς, οι ίδιοι παράγοντες που επεκτείνουν την αποταμίευση, μειώνουν τις διεξόδους της. Ο ιμπεριαλισμός εμφανίζεται ως η λύση: ο ιμπεριαλισμός είναι το υψηλότατο στάδιο της υποκατανάλωσης. Ωστόσο αυτό δεν είναι απαραίτητο, λέει ο Hobson. Οι ρίζες των κρίσεων και του ιμπεριαλισμού βρίσκονται στην ανισότητα των εισοδημάτων και στα πλεονασματικά εισοδήματα των μονοπωλιακών επιχειρήσεων και των εισοδηματιών και η λύση βρίσκεται σε κατάλληλες μεταρρυθμίσεις:

Αν κάποια μεταβολή στις πολιτικοοικονομικές δυνάμεις αποσπάσει από αυτούς τους ιδιοκτήτες το υπερβάλλον εισόδημα τους και το κατευθύνει είτε στους εργάτες υπό τη μορφή υψηλότερων μισθών είτε στην κοινότητα υπό μορφή φόρων, έτσι ώστε να ξοδεύεται αντί. να αποταμιεύεται, ενισχύοντας με αυτούς τους τρόπους τη διόγκωση της κατανάλωσης, τότε δεν θα υπάρχει και η ανάγκη της μάχης για τις ξένες αγορές ή τις ξένες επενδύσεις. [12]

Ένας εντυπωσιακός αριθμός από τις ιδέες που προώθησε ο Hobson στα 1900 επανεμφανίζονται στις μετέπειτα Μαρξιστικές αναλύσεις. Γράφοντας το 1916, ο Lenin υπογραμμίζει τη σύνδεση μεταξύ μονοπωλίου και ιμπεριαλισμού, παρόλο που απορρίπτει την ανάλυση της υποκατανάλωσης του Hobson. Από την άλλη πλευρά, στα 1920, η επαναστάτρια γερμανίδα Rosa Luxemburg συμπεραίνει ότι οι ρίζες του ιμπεριαλισμού, στην πραγματικότητα, βρίσκονται στο πρόβλημα υποκατανάλωσης, παρόλο που ασφαλώς και αυτή απορρίπτει τα συμπεράσματα που ο Hobson εξάγει από τη θέση αυτή. Πιο πρόσφατα, στις ΗΠΑ, οι σημαντικές εργασίες των μαρξιστών Paul Sweezy και Paul Baran αναβίωσαν τις αντιλήψεις του Hobson, όπως είναι η θεώρηση της παραγωγής ως ενός κάθετα ολοκληρωμένου τομέα, η έννοια του «πλεονάσματος», η αντίληψη ότι το μονοπώλιο τείνει να αυξήσει το πλεόνασμα και, πάνω από όλα, το επιχείρημα ότι η απορρόφηση του πλεόνασματος είναι ένα εγγενές πρόβλημα της καπιταλιστικής παραγωγής το οποίο οξύνεται με την επικράτηση του μονοπωλίου. Εξετάζουμε αυτές τις θεωρίες στο επόμενο τμήμα.

Γ. Οι Μαρξιστικές θεωρίες της υποκατανάλωσης και των δυσαναλογιών

Στις πρώτες θεωρίες υποκατανάλωσης, το πρόβλημα τίθεται πάντα με όρους ενός μεγάλου ρυθμού συσσώρευσης. Είδαμε, ωστόσο, ότι σύμφωνα με την ίδια τους τη λογική, κάθε συσσώρευση τείνει να αυτοαναιρεθεί. Αναπόφευκτα οι υποκαταναλωτιστές οδηγήθηκαν στο συμπέρασμα ότι ο καπιταλισμός τείνει προς τη στασιμότητα και ότι ο αυτοεπεκτεινόμενος καπιταλισμός θα ήταν αδύνατος.

Ο Marx κατέρριψε ολοκληρωτικά αυτό το επιχείρημα. Προκειμένου να εξετάσουμε τους λόγους, χρειάζεται να δούμε μερικές από τις εννοιολογικές συνεισφορές που έγιναν από τον Marx.Έχουμε ήδη εξοικειωθεί με την πρώτη μεγάλη συνεισφορά του Marx, η οποία ήταν η ανάπτυξη της έννοιας της συνολικής παραγωγής ως παραγωγής δύο κυρίων κλάδων ή τομέων, αυτού των κεφαλαιουχικών αγαθών (Ι) και αυτού των καταναλωτικών αγαθών (II). Αυτό σημαίνει ότι η συνολική παραγωγή σε κάθε χρονική περίοδο απαρτίζεται και από τους δύο τύπους αγαθών.

Η δεύτερη σημαντικότατη ανακάλυψη του Marx ήταν η αποσαφήνιση της φύσης της ενεργούς ζήτησης. Οι υποκαταναλωτιστές, υπενθυμίζουμε, αναγνώρισαν βασικά τρεις τύπους ενεργούς ζήτησης: ζήτηση αποσβέσεων που επαναγοράζει κεφαλαιουχικά αγαθά για να αντικαταστήσει αυτά που αναλώθηκαν, καταναλωτική ζήτηση των εργατών οι οποίοι επαναγοράζουν το «μερίδιο τους» από την παραγωγή και ζήτηση εκ μέρους των καπιταλιστών για κατανάλωση και καθαρή επένδυση, η οποία πρέπει να συμπληρώσει το «κενό ζήτησης» του καθαρού προϊόντος.

Το πρώτο σημείο εκκίνησης του Marx περιλαμβάνει ένα ζήτημα χρόνου. Υποθέστε ότι η παραγωγική διαδικασία σε κάθε τομέα διαρκεί ένα δεδομένο χρονικό διάστημα, ας πούμε ένα έτος. Τότε, λοιπόν, τα κεφαλαιουχικά αγαθά που χρησιμοποιήθηκαν στη συνολική διαδικασία δεν είναι δυνατό να αγορασθούν όλα από την παραγωγή του τρέχοντος χρόνου, επειδή τα πρώτα τελειωμένα κεφαλαιουχικά αγαθά που θα προέλθουν από την παραγωγή που ξεκίνησε το τρέχον έτος δεν θα βγουν από τη γραμμή παραγωγής πριν από το τέλος αυτού του έτους.

Αντίστοιχα, οι εργάτες που απασχολήθηκαν αυτό το έτος δεν μπορούν να «επαναγοράσουν» τα καταναλωτικά αγαθά που προέκυψαν από την τρέχουσα δραστηριότητα τους επειδή αυτά τα αγαθά δεν θα είναι έτοιμα πριν από το τέλος του έτους’ ούτε και οι καπιταλιστές μπορούν να καταναλώσουν ό,τι δεν είναι ακόμη έτοιμο.

Ας επανέλθουμε στην αρχή του έτους. Για να κρατήσουμε το παράδειγμα όσο το δυνατό απλούστερο, ας υποθέσουμε ότι όλα τα αγαθά που θα χρησιμοποιηθούν κατά το έτος αυτό αγοράζονται στην αρχή του έτους (αυτή είναι μια αναλυτική υπόθεση μόνο). Οι καπιταλιστές αποφασίζουν το επίπεδο της παραγωγής που θα ήθελαν για το τρέχον έτος. Εν συνεχεία, αγοράζουν μία συγκεκριμένη ποσότητα κεφαλαιουχικών αγαθών και μισθώνουν έναν συγκεκριμένο αριθμό εργατών οι εργάτες με τη σειρά τους ξοδεύουν τους μισθούς τους σε καταναλωτικά αγαθά. Ταυτόχρονα οι καπιταλιστές πρέπει, επίσης, να αγοράσουν μία ποσότητα καταναλωτικών αγαθών για την προσωπική τους ετήσια κατανάλωση. Προσέξτε ότι η ενεργός ζήτηση προέρχεται απευθείας από την καπιταλιστική τάξη: οι εργατικοί μισθοί είναι μέρος των ετήσιων επενδυτικών δαπανών των καπιταλιστών. Είναι τελείως αβάσιμο να θεωρείται ότι η κατανάλωση και η επένδυση είναι λειτουργικά ανεξάρτητες μεταξύ τους, εφόσον ο κύριος όγκος της κατανάλωσης προέρχεται από τους μισθούς οι οποίοι είναι οι ίδιοι μία απαραίτητη πλευρά των επενδυτικών δαπανών.

Στην αρχή του έτους, λοιπόν, είναι η καπιταλιστική τάξη αυτή που, μέσω των καταναλωτικών και επενδυτικών δαπανών, καθορίζει την ενεργό ζήτηση. Αλλά ποιος πουλάει τα εμπορεύματα; Η καπιταλιστική τάξη ασφαλώς! Η αρχή αυτού του έτους είναι επίσης και το τέλος του προηγούμενου έτους’ είναι, λοιπόν, και η στιγμή που γίνεται διαθέσιμο το τελικό προϊόν της προηγούμενης παραγωγικής διαδικασίας. Η παραγωγή της περασμένης χρονιάς προμηθεύει την καπιταλιστική τάξη με προσφορά εμπορευμάτων που διατίθενται για πώληση αυτή τη χρονιά οι δαπάνες της καπιταλιστικής τάξης αυτού του έτους, σε καθαρή επένδυση και προσωπική κατανάλωση, καθορίζουν την ενεργό ζήτηση για την προσφορά εμπορευμάτων. Αν αυτό ακούγεται παράξενο, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η καπιταλιστική αναπαραγωγή είναι παράξενη. Οι αποφάσεις παραγωγής και κατανάλωσης παίρνονται από εκατοντάδες χιλιάδων μεμονωμένους καπιταλιστές χωρίς την παραμικρή σκέψη για την αναπαραγωγή του συστήματος ως συνόλου.

Παρόλο που είναι η καπιταλιστική τάξη αυτή που καθορίζει τα δύο άκρα της σχέσης μεταξύ προσφοράς και ζήτησης, οι καπιταλιστές δεν δρουν ως τάξη αλλά μάλλον ως άτομα. Το δύσκολο μέρος είναι να εξηγήσει κανείς πώς τα καταφέρνουν να «βγουν σωστοί». Θα εξετάσουμε αυτό το σημείο σύντομα.

Δεν είναι δύσκολο να συνεχίσουμε αποδώ και πέρα και να δείξουμε ότι μία σταθερή ανάπτυξη είναι πολύ πιθανή, εφόσον η ενεργός ζήτηση κάθε έτους επαρκεί ακριβώς για την αγορά της διαθέσιμης προσφοράς σε «κανονικές» τιμές.13 Αν η επένδυση αυξηθεί κατά 10%, τότε το προϊόν αυξάνεται κατά 10%. Αν, συνεπώς, η κατανάλωση των καπιταλιστών επίσης αυξηθεί κατά 10%, το προϊόν κάθε έτους θα βρει ενεργό ζήτηση να το περιμένει για να το αγοράσει. Μετά τον Marx, η πιθανότητα «ισόρροπης» ανάπτυξης έγινε κοινοτυπία. Η ισόρροπη ανάπτυξη υπονοεί ότι η παραγωγική ικανότητα και η ενεργός ζήτηση μπορούν να αναπτύσσονται με τον ίδιο περίπου ρυθμό. Από μόνη της, ωστόσο, δεν συνεπάγεται απαραίτητα ότι ο καπιταλισμός πετυχαίνει κάτι τέτοιο έστω και στο ελάχιστο. Ούτε μας λέει τίποτε για το ποια φορά θα ακολουθούσε η σχέση αιτιότητας, αν μια τέτοια ανάπτυξη ήταν, κατά μέσο όρο, δυνατή. Εντούτοις, το γεγονός ότι η επέκταση της αναπαραγωγής είναι πιθανή, αποτελεί μια ευδιάκριτη απειλή στις θεωρίες της υποκατανάλωσης. Κάτω από το φως αυτής ακριβώς της πρόκλησης, αντιμετωπίζουμε τις Μαρξιστικές εκδοχές της θεωρίας της υποκατανάλωσης.

Μια μικρή ανασκόπηση των κειμένων του Marx επιβάλλεται εδώ. Κατά την περίοδο 1858-1865, ο Marx έγραψε και ξανάγραψε τον κύριο όγκο των χειρογράφων του από τον οποίο προήλθε το μεγάλο τρίτομο έργο Το Κεφάλαιο. Ο τόμος Ι δημοσιεύτηκε το 1867, αλλά ο τόμος II, στον οποίο εμφανίζεται η ανάλυση της καπιταλιστικής αναπαραγωγικής διαδικασίας, ποτέ δεν πήρε τελική μορφή, παρόλο που αναθεωρήθηκε στις αρχές και στα τέλη της δεκαετίας του 1870. Ο Marx δεν έζησε μέχρι την ολοκλήρωση του στόχου του και οι επόμενοι δύο τόμοι συντάχθηκαν και εκδόθηκαν από τον Engels. Όσο ζούσε ο Marx, λοιπόν, τα δημοσιευμένα μέρη της εργασίας του δεν αναφέρθηκαν στην αναπαραγωγή και στην ανάπτυξη. [14]

Στον τόμο Ι ο Marx δείχνει ότι ένα υπερπροϊόν μπορεί να εμφανιστεί, μόνο αν οι εργάτες ως σύνολο εργασθούν περισσότερες ώρες κατά τη διάρκεια μιας συγκεκριμένης μέρας απ’ ό,τι απαιτείται για να παράγουν τα αγαθά που καταναλώνουν οι ίδιοι και τα αγαθά για την αντικατάσταση αυτών που αναλώθηκαν στην παραγωγική διαδικασία. Είναι ακριβώς αυτός ο χρόνος υπερεργασίας των εργατών πάνω από τον αναγκαίο χρόνο εργασίας που συντηρεί τους ίδιους και το παραγωγικό σύστημα, εκείνος που παρέχει το υπερπροϊόν που ιδιοποιείται η καπιταλιστική τάξη.

Για την τσαρική Ρωσία αυτό φέρνει στο νου μια σχετική παρατήρηση. Ο καπιταλισμός είχε αρχίσει να καταστρέφει τις κοινωνικές μορφές, συγκεκριμένα την αρχαία αγροτική κοινότητα, το mir. Στη δεκαετία του 1850, υποστηρίχθηκε από κάποιους λαϊκιστές ότι το mir θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως βάση για την άμεση μετάβαση στο σοσιαλισμό χωρίς να χρειαστεί το πέρασμα μέσα από τα δεινά της καπιταλιστικής εκβιομηχάνισης. Μέχρι το 1880, ο τόμος Ι του Κεφαλαίου εξόπλιζε τους μαρξιστές-λαϊκιστές όχι μόνο με μια ισοπεδωτική κριτική του καπιταλισμού γενικά, αλλά επίσης -με τη βοήθεια μιας μικρής προέκτασης- με ένα σημαντικό θεωρητικό όπλο ενάντια στον ρωσικό καπιταλισμό.15 Οι μαρξιστές-λαϊκιστές είδαν την έμφαση του Marx στο χρόνο υπερεργασίας ως απόδειξη της αδυναμίας ανάπτυξης του καπιταλισμού στη Ρωσία. Στο πλαίσιο της κλασικής υποκαταναλωτιστικής λογικής προέβαλαν το επιχείρημα ότι, εφόσον οι εργάτες παρήγαγαν περισσότερο από όσο κατανάλωναν, η εσωτερική αγορά δεν θα επαρκούσε για να υπάρξει ανάπτυξη. Τα ανεπτυγμένα δυτικά καπιταλιστικά κράτη είχαν διαφύγει αυτό το δίλημμα διεισδύοντας σε ξένες αγορές’ αλλά η Ρωσία, είπαν, ήταν πολύ υπανάπτυκτη για να ανταγωνιστεί αποτελεσματικά τη διεθνή αγορά. Ο καπιταλισμός συνεπώς δεν ήταν βιώσιμος στη,Ρωσία. Η οργάνωση των αγροτών ήταν, συνεπώς, το κλειδί για το σοσιαλισμό.

Ο τόμος II του Κεφαλαίου δημοσιεύτηκε το 1885, δύο χρόνια μετά το θάνατο του Marx. Ακόμα και τότε, δεκαπέντε χρόνια μετά, οι μαρξιστές-λαίκιστές, ισχυρίζονταν ότι «είναι αδύνατο για μια καπιταλιστική χώρα να υπάρξει χωρίς εξωτερικές αγορές».16 Αλλά εντωμεταξύ ένα αντιεπιχείρημα είχε ήδη εμφανιστεί στον ρωσικό Μαρξισμό’ και προσμετρούσε μερικά σημαντικά ονόματα με το μέρος του: Bulgakov, Tugan-Baranowsky, Struve, Lenin.

Αυτή η μεταγενέστερη ομάδα μαρξιστών ασκούσε δύο μείζονες κριτικές στη λαϊκίστικη θεωρία της υποκατανάλωσης. Πρώτον, επισήμαναν ότι ήταν γεγονός οι καπιταλιστές και οι εμπορευματικές σχέσεις” αναπτύσσονταν με ραγδαίο ρυθμό παντού στη Ρωσία. Το πρώτο βιβλίο του Lenin (1899), Η Ανάπτυξη του Καπιταλισμού στη Ρωσία υποστήριζε αυτή ακριβώς τη θέση. Δεύτερον, ο Lenin και άλλοι μαρξιστές επιτέθηκαν στη λογική βάση των λαϊκίστικων επιχειρημάτων. Το βασικό λάθος, είπαν, είναι να φαντάζεται κανείς ότι ακόμα και στον καπιταλισμό η κατανάλωση είναι στόχος της παραγωγής. Ο καπιταλισμός παράγει για κέρδος, όχι για κατανάλωση, και η ανάλυση του Marx για την διευρυνόμενη αναπαραγωγή απέδειξε πέρα από κάθε αμφιβολία ότι αυτή η κινούμενη από το κυνήγι του κέρδους παραγωγή ήταν απόλυτα ικανή να δημιουργεί τις δικές της εσωτερικές αγορές. Η υποκατανάλωση δεν ήταν ενδογενές πρόβλημα. Ο καπιταλισμός είχε ήδη αναπτυχθεί, ήταν βιώσιμος και εξαπλούμενος, και η οργάνωση του αστικού προλεταριάτου ήταν ένα επείγον καθήκον.Αυτός ο κύκλος αντιπαράθεσης κερδήθηκε αποφασιστικά από τους Struve, Bulgakov, Tugan-Baranowsky και Lenin.

Αλλά η νίκη τους απλώς έστησε το σκηνικό για ένα άλλο, ακόμα πιο σημαντικό, σύνολο ερωτημάτων: αν ο καπιταλισμός ήταν πράγματι ικανός για αυτοδιατηρούμενη ανάπτυξη, τι θα μπορούσε να τον εμποδίσει να αναπτύσσεται για πάντα; Με άλλα λόγια ποια είναι τα όρια του; Επιπλέον, πώς πρέπει να κατανοήσουμε το γεγονός ότι υπόκειται περιοδικά σε καταστροφικές κρίσεις;

Ο Tugan-Baranowsky υποστήριξε ως απάντηση την ακραία θέση ότι ο καπιταλισμός ήταν ολοκληρωτικά ανεξάρτητος από την κατανάλωση, αρκεί οι τομείς Ι και II να αναπτύσσονταν σε σωστή αναλογία μεταξύ τους. Αλλά, υποστήριξε, με δεδομένη την αναρχία της καπιταλιστικής παραγωγής, η σωστή αναλογία είναι ζήτημα τύχης. Η φύση της καπιταλιστικής παραγωγής ως μιας διαδικασίας δοκιμής-λάθους θα δημιουργούσε, συνεπώς, περιοδικά, τέτοιες μεγάλες ανισορροπίες που θα διέκοπταν την αναπαραγωγή και θα ξέσπαγε κρίση. Ο Lenin απέρριψε τον ισχυρισμό του Tugan-Baranowsky ότι η κατανάλωση ήταν άσχετη, αλλά εκείνη την εποχή, εκτός από την υπογράμμιση της αναρχίας της καπιταλιστικής παραγωγής ως πηγής κρίσης, δεν προσέφερε μια ξεκάθαρη θεωρία των κρίσεων. Στη Γερμανία, περίπου δέκα χρόνια αργότερα, η θεωρία των κρίσεων δυσαναλογίας αναπτύχθηκε και πάλι, αυτή τη φορά στην ογκώδη εργασία του Rudolph Hilferding για τον μονοπωλιακό καπιταλισμό.

Αργότερα οι Tugan-Baranowsky και Hilferding συμφώνησαν ότι, εφόσον η αναρχία του καπιταλισμού οδηγεί στις κρίσεις, ο σχεδιασμός θα περιορίσει τις κρίσεις. «Ο οργανωμένος καπιταλισμός», κατά τη διατύπωση του Hilferding, ήταν η λύση, και η κοινοβουλευτική οδός για τον κρατικό έλεγχο ήταν το μέσον.17

Η Roza Luxemburg αρνήθηκε να δεχθεί αυτή τη λύση. Ως επαναστάτρια ήταν εντελώς αντίθετη στο ρεφορμισμό που έδειχνε να προωθεί η θεωρία της δυσαναλογίας. Εφόσον κάποιος δέχεται «ότι η ανάπτυξη του καπιταλισμού δεν κατευθύνεται προς την αυτοκαταστροφή του», υποστήριξε, «τότε ο σοσιαλισμός παύει να είναι αντικειμενικά απαραίτητος». Όταν εγκαταλείπουμε τη θεωρία της καπιταλιστικής κατάρρευσης σημαίνει ότι εγκαταλείπουμε τον επιστημονικό σοσιαλισμό. Με αυτό τον τρόπο η Luxemburg ξεκίνησε την αναβίωση του Μαρξιστικού διαλόγου για την υποκατανάλωση.18

Εφόσον ήταν ακριβώς τα παραδείγματα της διευρυνόμενης αναπαραγωγής (ισόρροπης ανάπτυξης) του Marx που αποδείχτηκαν αποφασιστικός παράγοντας στην αρχική αντιπαράθεση ανάμεσα στους ρώσους μαρξιστές, η Luxemburg επετέθη ευθέως σε αυτά τα παραδείγματα. Ο Marx παρουσίασε απλώς την αφηρημένη πιθανότητα διευρυνόμενης αναπαραγωγής, παραδέχθηκε η Luxemburg, αλλά ο Marx δεν έδειξε να συνειδητοποιεί ότι αυτή η πιθανότητα ήταν σχεδόν ανύπαρκτη στην πραγματικότητα, διότι, από κοινωνική άποψη, η συμπεριφορά την οποία απαιτεί εκ μέρους των καπιταλιστών είναι παράλογη.19

Φανταστείτε ότι στο τέλος ενός παραγωγικού κύκλου ολόκληρη η κοινωνική παραγωγή τίθεται σε μια αποθήκη. Σε αυτό το σημείο οι καπιταλιστές έρχονται και αποσύρουν ένα μερίδιο από τη συνολική παραγωγή για να αντικαταστήσουν τα κεφαλαιουχικά αγαθά που αναλώθηκαν στον τελευταίο κύκλο και οι εργάτες έρχονται και αποσύρουν τα καταναλωτικά τους μέσα. Απομένει ένα πλεόνασμα από το οποίο οι καπιταλιστές αποσύρουν ένα μερίδιο για την προσωπική τους κατανάλωση.

Τώρα, ρωτάει η Luxemburg, από πού προέρχονται οι αγοραστές για το υπόλοιπο προϊόν; (Αυτό ασφαλώς είναι το παραδοσιακό πρόβλημα των υποκαταναλωτιστών, η πλήρωση του «κενού ζήτησης»). Αν ο Marx είχε δίκιο, λέει η Luxemburg, είναι η καπιταλιστική τάξη αυτή που αγοράζει το υπόλοιπο της παραγωγής προκειμένου να το επενδύσει και συνεπώς να αυξήσει την παραγωγική δυναμικότητα. Αλλά αυτό είναι τελείως παράλογο, διότι «ποιοι είναι οι νέοι καταναλωτές για χάρη των οποίων η παραγωγή μεγεθύνεται;» Ακόμα αν οι καπιταλιστές κάνουν αυτό που λέει ο Marx, στην επόμενη περίοδο η παραγωγική δυναμικότητα θα είναι ακόμα μεγαλύτερη, το προς πλήρωση κενό ακόμα μεγαλύτερο, και το πρόβλημα ακόμα πιο δύσκολο. «Το σχήμα της συσσώρευσης του Marx δεν απαντά στο ερώτημα ποιος θα ωφεληθεί τελικά από τη διευρυμένη αναπαραγωγή…» Η διευρυνόμενη αναπαραγωγή είναι αλγεβρικά λογική, αλλά κοινωνικά αδύνατη.20

Κατά συνέπεια, η πραγματική καπιταλιστική συσσώρευση μπορεί να εξηγηθεί μόνο μέσω κάποιων δυνάμεων εξωτερικών προς τις «καθαρές» καπιταλιστικές σχέσεις. Η Luxemburg σημειώνει ότι η Μαλθουσιανή λύση μιας τρίτης τάξης μη παραγωγικών καταναλωτών δεν ευσταθεί, εφόσον τα έσοδα τους θα μπορούσαν να προέρχονται μόνο από κέρδη ή μισθούς. Αντίστοιχα, το εξωτερικό εμπόριο ανάμεσα σε καπιταλιστικά κράτη, επίσης, δεν παρέχει λύση για τον καπιταλισμό ως σύνολο, εφόσον είναι εσωτερικό στο παγκόσμιο σύστημα.

Ισχυρίζεται, λοιπόν, ότι η καπιταλιστική συσσώρευση απαιτεί ένα κοινωνικό σύστημα αγοραστών εξωτερικό προς την καπιταλιστική κοινωνία που διαρκώς αγοράζουν περισσότερο από αυτό που του πωλούν. Συνεπώς, το εμπόριο μεταξύ καπιταλιστικών και μη καπιταλιστικών σφαιρών είναι πρωταρχικής αναγκαιότητας για την ιστορική ύπαρξη του καπιταλισμού και ο ιμπεριαλισμός αναπτύσσεται αναγκαστικά, καθώς τα καπιταλιστικά κράτη παλεύουν για τον έλεγχο όλων αυτών των σημαντικών πηγών ενεργούς ζήτησης. Επιπλέον, καθώς ο καπιταλισμός εκτείνεται για να καλύψει την υδρόγειο, το μη καπιταλιστικό περιβάλλον συρρικνώνεται αντίστοιχα, και μαζί με αυτό συρρικνώνεται η κύρια πηγή συσσώρευσης. Η τάση για κρίσεις αυξάνεται και ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα καπιταλιστικά κράτη για τις απομένουσες μη καπιταλιστικές περιοχές εντείνεται. Οι διεθνείς κρίσεις, οι πόλεμοι και οι επαναστάσεις είναι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας.

Ακόμα και αν η Luxemburg είχε δίκιο σχετικά με την αδυναμία συσσώρευσης, η λύση της δεν θα λειτουργούσε εφόσον απαιτεί από τον «Τρίτο Κόσμο» να αγοράζει διαρκώς περισσότερο απ’ ό,τι πωλεί. Από πού θα μπορούσαν να προέλθουν τα επιπλέον έσοδα;

Αλλά, πραγματικά, σφάλλει επίσης σχετικά με τη δυνατότητα συσσώρευσης. Για να το δούμε αυτό πρέπει να επιστρέψουμε εν συντομία στην ανάλυση που παρουσιάστηκε στην αρχή αυτής της παραγράφου. Ας θυμηθούμε ότι στο τέλος του παραγωγικού κύκλου είναι οι καπιταλιστές αυτοί που έχουν την κυριότητα όλης της κοινωνικής παραγωγής. Ταυτόχρονα, η δική τους καθαρή επένδυση και η προσωπική τους κατανάλωση είναι εκείνες που αποτελούν την πρωταρχική πηγή ενεργούς ζήτησης για αυτή την ίδια την παραγωγή (εφόσον οι εργατικοί μισθοί είναι μέρος της συνολικής επένδυσης).

Τώρα, εκτός από την ίδια τους την προσωπική κατανάλωση, η υπόλοιπη δαπάνη (ακαθάριστη επένδυση) με κανένα τρόπο δεν έχει ως κίνητρο την κατανάλωση καθαυτή. Έχει ως κίνητρο αποκλειστικά την προσδοκία του κέρδους. Αυτό που δείχνουν τα παραδείγματα του Marx είναι ότι αν οι καπιταλιστές αναλάβουν το κατάλληλο μέγεθος επένδυσης, τότε θα είναι πραγματικά σε θέση να πωλήσουν το προϊόν τους και να επιτύχουν το αναμενόμενα κέρδη. Αν αυτή η επιτυχία τους κεντρίσει να επανεπενδύσουν με την προσδοκία ακόμα περισσότερων κερδών, τότε θα ανταμειφθούν για άλλη μια φορά κ.ο.κ.

Σε όλη τη διάρκεια η κατανάλωση θα αυξάνεται, λόγω της αυξανόμενης απασχόλησης εργατών και του αυξανόμενου πλούτου των καπιταλιστών. Αλλά αυτή η επέκταση της κατανάλωσης θα είναι το αποτέλεσμα, όχι η αιτία. ( Οι αναγνώστες που είναι εξοικειωμένοι με τον τόμο Ι του Κεφαλαίου, μπορούν να θυμηθούν ότι ο Marx διακρίνει δύο τύπους κύκλων που περιλαμβάνουν αγορές και πωλήσεις: E-X-E και X-E-X’. Στον πρώτο, ο στόχος είναι η κατανάλωση, αλλά στον δεύτερο, ο στόχος είναι η επέκταση του κεφαλαίου. Ο δεύτερος είναι ο κυρίαρχος (ρυθμιστικός κύκλος) της καπιταλιστικής παραγωγής. Η Luxemburg το ξεχνάει αυτό).

Ωστόσο, αν αυτό αντικρούει την κριτική της Luxemburg για τη διευρυμένη αναπαραγωγή, συνεχίζει να μην δίνει απάντηση στις δύο κρίσιμες ερωτήσεις από τις οποίες η Luxemburg ξεκίνησε. Πρώτον, ποιες δυνάμεις, αν υπάρχουν, κάνουν τη διευρυνόμενη αναπαραγωγή δυνατή στην πράξη; Και, δεύτερον, δεν είναι άραγε αλήθεια ότι, αν η διευρυνόμενη αναπαραγωγή είναι πραγματικά δυνατή, «η καπιταλιστική ανάπτυξη δεν κινείται στην κατεύθυνση του αυτοαφανισμού;»

Γι’ αυτό που η θεωρία συζητά, αποφασίζει τελικά η πραγματικότητα. Το 1929 ξέσπασε μια καταστρεπτική διεθνής καπιταλιστική κρίση, για να ακολουθηθεί από άλλα δέκα χρόνια βαθιάς ύφεσης και ανεργίας. Με αυτό το υπόβαθρο, τα προβλήματα της καπιταλιστικής αναπαραγωγής, για άλλη μια φορά, φθάνουν γρήγορα σε κατάσταση έξαρσης.

Η πρώτη σημαντική προσπάθεια για αναβίωση της θεωρίας υποκατανάλωσης ως εξήγησης των κρίσεων έγινε από’τον Paul Sweezy (1942) στο σημαντικό βιβλίο του Η θεωρία καπιταλιστικής ανάπτυξης. Ο Sweezy σαφώς ξεκινά να διαμορφώσει μια θεωρία υποκατανάλω-σης «καθαρή από αντιρρήσεις που έχουν διατυπωθεί σε προηγούμενες εκδοχές της».21

Σε αυτές τις πρώτες προσπάθειες, ο Sweezy είναι ακόμη πολύ προσκολλημένος στις παραδοσιακές αντιλήψεις της υποκατανάλωσης ότι η ζήτηση για καταναλωτικά αγαθά ρυθμίζει τη συνολική παραγωγή. Από αυτή την οπτική γωνία ο τομέας Ι εμφανίζεται ως μέρος του κάθετα ολοκληρωμένου μηχανισμού του τομέα II, έτσι ώστε μεταβολές στην εκροή του τομέα Ι (των κεφαλαιουχικών αγαθών) να αποτελούν στην πραγματικότητα μεταβολές στη δυναμικότητα παραγωγής καταναλωτικών αγαθών. Επιπλέον, ο Sweezy ισχυρίζεται ότι τα «εμπειρικά δεδομένα» υποδεικνύουν ότι μία μεταβολή της τάξης του 1% στην εκροή του τομέα Ι, θα αυξήσει τη δυναμικότητα παραγωγής καταναλωτικών αγαθών κατά 1%. Αυτή είναι μια έντεχνη επανάληψη του Hobson, τον οποίο αναλύσαμε προηγουμένως.

Τώρα ας ασχοληθούμε με την ενεργό ζήτηση, η οποία, όπως έχουμε δει, απαρτίζεται από την κατανάλωση των καπιταλιστών και τις συνολικές επενδυτικές δαπάνες (οι τελευταίες απαρτίζονται από έξοδα για κεφαλαιουχικά αγαθά και για μίσθωση εργατών). Κατά την ανάπτυξη του καπιταλισμού, παρατηρεί ο Sweezy, η εκβιομηχάνιση προχωράει γρήγορα και χρειάζονται όλο και περισσότερες μηχανές και υλικά ανά εργάτη’ αυτό σημαίνει ότι οι καπιταλιστικές δαπάνες επένδυσης σε κεφαλαιουχικά αγαθά αυξάνονται γρηγορότερα από αυτές σε μισθούς.

Με δεδομένη την ανάλυση του για την παραγωγή, οι επενδυτικές δαπάνες σε κεφαλαιουχικά αγαθά συνεπάγονται ανάλογες αυξήσεις στην παραγωγική δυναμικότητα καταναλωτικών αγαθών, ενώ η πιο αργή αύξηση των δαπανών για μισθούς ασφαλώς μεταφράζεται σε κατανάλωση των εργατών. Φαίνεται, συνεπώς, ότι η παραγωγική δυναμικότητα του τομέα καταναλωτικών αγαθών επεκτείνεται γρηγορότερα από τη ζήτηση για καταναλωτικά αγαθά των εργατών. Δημιουργείται, λοιπόν, ένα «κενό ζήτησης». Ασφαλώς η καταναλωτική ζήτηση των καπιταλιστών μπορεί να πληρώσει το κενό. Αλλά καθώς ο καπιταλισμός αναπτύσσεται, οι καπιταλιστές τείνουν να επενδύουν αναλογικά περισσότερο και να καταναλώνουν αναλογικά λιγότερο από τα κέρδη τους, έτσι ώστε η κατανάλωση τους να υπολείπεται της παραγωγικής δυναμικότητας του τομέα II. Ο Sweezy συμπεραίνει:

…έπεται ότι υπάρχει μια έμφυτη τάση ώστε η αύξηση της ζήτησης για καταναλωτικά αγαθά να υπολείπεται της αύξησης της παραγωγής καταναλωτικών αγαθών… αυτή η τάση μπορεί να εκδηλωθεί είτε σε κρίσεις είτε σε στασιμότητα είτε και στα δυο“.[22]

Το θεμελιώδες λάθος της ανάλυσης του Sweezy είναι το παραδοσιακό υποκαταναλωτικό λάθος της υποβάθμισης του τομέα Ι στο ρόλο μιας «εισροής» του τομέα II. Αν δεχτούμε κάτι τέτοιο, αναγκαστικά έπεται ότι μία αύξηση στην παραγωγή κεφαλαιουχικών αγαθών πρέπει να επεκτείνει την παραγωγική δυναμικότητα καταναλωτικών αγαθών. Αλλά αυτό είναι το λάθος: τα κεφαλαιουχικά αγαθά μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να παράγουν επίσης κεφαλαιουχικά αγαθά και, όπως σημειώσαμε στην κριτική της Luxemburg, η διευρυμένη αναπαραγωγή απαιτεί να γίνει αυτό. Σε αντίθεση με το συλλογισμό του Sweezy, είναι απολύτως πιθανό να έχουμε αυξανόμενη αναλογία μηχανών και πρώτων υλών ανά εργάτη, και αναλογική αύξηση της παραγωγής και των δύο τομέων, ενώ παράλληλα η αναπαραγωγή να συνεχίζει να διευρύνεται.

Η δεύτερη προσπάθεια του Sweezy έγινε με τον Paul Baran, είκοσι χρόνια αργότερα, στο Μονοπωλιακό Καπιταλισμό. Στην πρώτη προσπάθεια του, όπως είδαμε, ο Sweezy ισχυρίστηκε ότι ο καπιταλισμός είχε ενδογενή τάση επέκτασης του παραγωγικού δυναμικού του τομέα II, γρηγορότερα από την καταναλωτική ζήτηση. Ο Μονοπωλιακός Καπιταλισμός, γραμμένος στο φως των Marx, Keynes και Kalecki, δεν περιορίζεται πλέον μόνο στον τομέα II ή στη ζήτηση καταναλωτικών αγαθών. Αντί γι’ αυτό, εδώ υποστηρίζεται ότι ο σύγχρονος καπιταλισμός έχει την τάση να εκτείνει τη συνολική παραγωγική δυναμικότητα πιο γρήγορα από την ενδογενή ενεργό ζήτηση έτσι ώστε απόντων εξωτερικών παραγόντων «ο μονοπωλιακός καπιταλισμός θα βυθιζόταν όλο και βαθύτερα στο βάλτο της χρόνιας ύφεσης».[23] Από αυτή τη διάγνωση έπεται ότι «οι ικανοποιητικά μακρές περίοδοι κατά τις οποίες η (πραγματική) διαδικασία συσσώρευσης προχώρησε με ζωηρό τρόπο με τη ζήτηση εργατικής δύναμης να εκτείνεται γρήγορα και την παραγωγική δυναμικότητα να αξιοποιείται σε πλήρη ή σχεδόν πλήρη κλίμακα» πρέπει να εξηγηθεί μέσω εξωτερικών παραγόντων.[24] Συνεπώς, οι Βθγθπ και δννββζγ θεωρούν τις σημαντικές καινοτομίες (ατμομηχανή, σιδηρόδρομοι, αυτοκίνητο), την ιμπεριαλιστική επέκταση και τους πολέμους, και την ενθάρρυνση τής ζήτησης γενικά μέσω διαφήμισης, κυβερνητικής πολιτικής κ.λπ., ως κρίσιμους συντελεστές για το ξεπέρασμα της έμφυτα στάσιμης φύσης του μονοπωλιακού καπιταλισμού.

Η συσχέτιση του μονοπωλίου με την αργή ανάπτυξη και την υπερβάλλουσα δυναμικότητα δεν είναι καινούρια. Πολλές θεωρίες, όπως θα δούμε, επιχειρούν να εξηγήσουν αυτή τη συσχέτιση. Οι Baran και Sweezy ειδικά προσέφεραν το επιχείρημα ότι αυτά τα φαινόμενα ξεκινούν από την επίμονη τάση του μονοπωλιακού καπιταλισμού να υπερεπεκτείνει την παραγωγική δυναμικότητα και συνεπώς να οδηγείται προς κρίσεις και/ή στασιμότητα. Πρέπει, λοιπόν, να διερευνήσουμε τη λογική βάση αυτού του επιχειρήματος.

Θυμηθείτε ότι στην ανάλυση του Marx οι συνολικές δαπάνες για επενδύσεις και κατανάλωση των καπιταλιστών είναι αυτές που καθόριζαν την ενεργό ζήτηση (η συνολική επένδυση περιλαμβάνει τις δαπάνες για μισθούς, οι οποίοι και καθορίζουν την κατανάλωση των εργατών). Επιπλέον, στο βαθμό που η προσωπική κατανάλωση της καπιταλιστικής τάξης ανταποκρίνεται λίγο ως πολύ παθητικά στα παρελθόντα και παρόντα κέρδη, η κρίσιμη μεταβλητή είναι στην πραγματικότητα η συνολική επένδυση.

Τώρα υποθέστε ότι στην αρχή ενός συγκεκριμένου έτους οι συνολικές επενδύσεις για την παραγωγή του επόμενου έτους είναι αρκετά μεγάλες, ώστε να αυξηθεί η παραγωγική δυναμικότητα, αλλά δεν αρκούν για να αγοραστεί όλη η υπάρχουσα κοινωνική παραγωγή.

Τότε οι καπιταλιστές θα έχουν από τη μια πλευρά εγκαινιάσει μια επέκταση στη μελλοντική τους παραγωγική δυναμικότητα, ενώ από την άλλη δεν θα βρουν επαρκή ζήτηση ούτε για την υπάρχουσα δυναμικότητα.Με δεδομένη την άναρχη φύση της καπιταλιστικής παραγωγής, τέτοια αποτελέσματα πρέπει να αναμένονται αρκετά συχνά. Το ερώτημα είναι, αποτελεί αυτό απλώς μια όψη των συνήθων διακυμάνσεων της καπιταλιστικής αναπαραγωγής ή είναι κάτι επιπλέον; Ο Marx, για παράδειγμα, ισχυρίστηκε ότι οι καπιταλιστές αναγκάζονταν να συσσωρεύσουν τόσο γρήγορα όσο είναι αντικειμενικά εφικτό, έτσι α)στε μια ασυμφωνία σαν την παραπάνω να τείνει να είναι αυτοδιορθωτική.

Αλλά αν κάποιος ισχυριστεί ότι σε κάθε περίοδο η επέκταση τείνει να παραμείνει στα πλαίσια που περιγράφηκαν πριν -επαρκής για να επεκτείνει τη δυναμικότητα, αλλά ανεπαρκής για να αγοράσει την προσφορά της παρούσας περιόδου- τότε ασφαλώς η παραγωγική δυναμικότητα θα ξεπερνούσε την ενεργό ζήτηση και το σύστημα θα αντιμετώπιζε «κενό ζήτησης» ή «πρόβλημα ρευστοποίησης». Αυτό είναι ακριβώς το επιχείρημα που περιέχεται στη διακήρυξη των Baran και Sweezy, ότι τα (δυνητικά) πλεονάσματα αυξάνονται γρηγορότερα απ’ ό,τι η ικανότητα του συστήματος να τα απορροφά. Ωστόσο, παρόλο που επιχειρούν να ρίξουν μεγάλο μέρος της ευθύνης γι’ αυτό το πρόβλημα στο μονοπώλιο, δεν συζητούν γιατί οι μονοπωλητές θα επιμένουν στην υπερεπέκταση της παραγωγικής δυναμικότητας όταν αντιμετωπίσουν ανεπαρκή ζήτηση. Το κρίσιμο στοιχείο συνεπώς της όλης θέσης παραμένει ανεξήγητο.

Σε μια πρόσφατη ανασκόπηση των Μαρξιστικών θεωριών της κρίσης, ο Eric Olin Wright παρατηρεί αυτή τη σημαντικότατη έλλειψη: Η σοβαρότερη αδυναμία (αυτής) της υποκαταναλωτικής θέσης είναι ότι στερείται οποιασδήποτε θεωρίας προσδιορισμού του πραγματικού ρυθμού συσσώρευσης… Αρκετοί από τους υποκαταναλωτιστές συγγραφείς έχουν, τουλάχιστο σιωπηρά, επιλέξει την Κεϋνσιανή λύση σε αυτό το πρόβλημα, καταφεύγοντας στην υποκειμενική προσδοκία για κέρδος των καπιταλιστών ως το κλειδί για τον προσδιορισμό του ρυθμού συσσώρευσης. Από Μαρξιστική θεώρηση αυτή είναι μια ανεπαρκής λύση. Δεν έχω δει ακόμη μια επεξεργασμένη θεωρία για την επένδυση και το ρυθμό συσσώρευσης από μαρξιστή θεωρητικό της υποκατανάλωσης, και συνεπώς για την ώρα η θεωρία παραμένει ημιτελής.[25]

Στο βιβλίο τους οι Baran και Sweezy παραθέτουν τη συμβολή των Joan Robinson, Michael Kalecki και Joseph Steindl. Εφόσον αυτοί οι συγγραφείς αποτελούν εσωτερικό κομμάτι της αριστερής Κευνσιανής παράδοσης, είναι σκόπιμο να ερευνήσουμε τις συνέπειες της σχετικής ανάλυσης στο ζήτημα των κρίσεων.

Η επένδυση παίζει κρίσιμο ρόλο τόσο στην Κεϋνσιανή όσο και στην Μαρξιστική ανάλυση. Αλλά στην Κεϋνσιανή θεωρία η έμφαση είναι ιδιαίτερα στους βραχυπρόθεσμους καθοριστικούς παράγοντες των επενδυτικών αποφάσεων. Στο βαθμό που οι παραπάνω συγγραφείς εξετάζουν τις επενδυτικές αποφάσεις, τείνουν να εστιάσουν την προσοχή τους πρωταρχικά στις βραχυπρόθεσμες και μόνο δευτερευόντως στις μακροπρόθεσμες δομικές αλλαγές.

Οι πρώτες εργασίες της Joan Robinson ασχολούνται παρενθετικά μόνο με δομικές αλλαγές, ενώ οι μεταγενέστερες εργασίες της στηρίζονται κυρίως στον Kalecki.[26] Ο Kalecki με τη σειρά του, όταν εν συντομία ασχολείται με τους μακροπρόθεσμους παράγοντες, απλώς συμπεραίνει ότι, απόντων εξωτερικών παραγόντων, ο καπιταλισμός τείνει στη στασιμότητα. Είναι, επομένως, η καινοτομία ο κύριος παράγοντας στην προώθηση των επενδύσεων πάνω από το επίπεδο που απλά αναπαράγει το σύστημα και κατά τον Kalecki είναι η πτώση της έντασης των καινοτομιών στον μονοπωλιακό καπιταλισμό αυτή που εξηγεί την πρόσφατη αργή ανάπτυξη.[27] Εντούτοις, αυτό είναι πολύ αυθαίρετο και στην τελευταία του κυρίως εργασία (1968), ο Kalecki υπογραμμίζει ότι μια ικανοποιητική εξήγηση του μακροπρόθεσμου προσδιορισμού της επένδυσης συνεχίζει να λείπει.[28]

Τέλος, ο Steindl αρχίζει σημειώνοντας το μη πλήρες της μακροπρόθεσμης ανάλυσης του Kalecki και επιχειρεί να επανορθώσει αυτό το ελάττωμα. Σε τελευταία ανάλυση, ωστόσο, και αυτός αναγκάζεται να υποστηρίξει αξιωματικά μια μείωση της έντασης των καινοτομιών ως πρώτιστου παράγοντα της αργής ανάπτυξης του σύγχρονου καπιταλισμού, παρόλο που δίνει έμφαση στην τάση του μονοπωλίου να εντείνει τα αποτελέσματα αυτής της μείωσης. Όπως ο Kalecki πριν από αυτόν, καταλήγει και αυτός στη δήλωση ότι μια ικανοποιητική εξήγηση δεν έχει βρεθεί ακόμη.[29] Δεν πρέπει να εκπλήσσει, άρα, το γεγονός ότι οι Baran και Sweezy προτιμούν να επιχειρήσουν τις δικές τους εκδοχές του προβλήματος.

 

IV Ο καπιταλισμός ως αυτοπεριοριζόμενη συσσώρευση

Οι Ριζοσπαστικές και οι Μαρξιστικές θεωρίες υποκατανάλωσης τείνουν να επικεντρώνονται στην ενεργό ζήτηση ως το συντελεστή που περιορίζει την καπιταλιστική συσσώρευση. Στην ανάλυση του ίδιου του Marx, ωστόσο, η ενεργός ζήτηση δεν είναι ενδογενές πρόβλημα. Αντίθετα, κατά την άποψη του, οι καπιταλιστές αναγκάζονται να συσσωρεύουν όσο το δυνατό ταχύτερα και έτσι η φυσιολογική τάση του συστήματος είναι η αυτοδιευρυνόμενη παραγωγή και όχι η στασιμότητα. Αυτό δεν σημαίνει ότι η διαδικασία συσσώρευσης είναι ομαλή, ή ότι οι μερικές κρίσεις δεν μπορούν να συμβούν, λόγω μιας κακής εσοδείας κ.λπ. Αλλά σημαίνει κατηγορηματικά ότι τα όρια της διαδικασίας συσσώρευσης δεν προκύπτουν από ανεπάρκεια ζήτησης.

Σημαίνει άραγε αυτό, όπως η Rosa Luxenburg, τόσο εύγλωττα υποστήριξε, ότι εφόσον κανείς απορρίπτει τις θεωρίες υποκατανάλωσης υποχρεώνεται να δεχθεί την άποψη ότι η συσσώρευση (και συνεπώς ο ίδιος ο καπιταλισμός) είναι ικανός να επεκτείνεται απεριόριστα; Καθόλου. Σύμφωνα με τον Marx, τα όρια της συσσώρευσης είναι απόλυτα ενσωματωμένα στη διαδικασία συσσώρευσης. «Το πραγματικό εμπόδιο της καπιταλιστικής παραγωγής είναι το ίδιο το κεφάλαιο».[30]

Η καπιταλιστική συσσώρευση κινητοποιείται από τη δυνατότητα πραγματοποίησης κέρδους. Αλλά, σύμφωνα με τον Marx, η συσσώρευση προοδευτικά μειώνει τη δυνατότητα κέρδους έτσι ώστε να φθάνει να αυτοϋπονομεύεται. Αυτός είναι ο περίφημος νόμος της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους, στον οποίο θα επιστρέψουμε σύντομα. Ταυτόχρονα, η συσσώρευση επιφέρει επέκταση των καπιταλιστικών σχέσεων, αύξηση του προλεταριάτου και της δύναμης του.

Η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους οδηγεί σε φθίνοντες ρυθμούς συσσώρευσης και σε αυξανόμενης έντασης ανταγωνισμό μεταξύ (εγχώριων και διεθνών) καπιταλιστών για αγορές, πρώτες ύλες και φθηνή εργατική δύναμη. Καθώς τα ασθενέστερα κεφάλαια εξαφανίζονται, η οικονομική συγκέντρωση και συγκεντροποίηση (δηλ. το «μονοπώλιο») αυξάνουν. Επιπλέον, αυξάνεται η ανάγκη των καπιταλιστών να επιτεθούν στους μισθούς, είτε άμεσα μέσω της μηχανοποίησης είτε με την εισαγωγή φτηνής εργατικής δύναμης και/ή την εξαγωγή κεφαλαίου σε φτωχότερες χώρες.

Ταυτόχρονα, το μέγεθος της εργατικής τάξης και η έκταση της συλλογικής εμπειρίας στον αγώνα ενάντια στο κεφάλαιο συνεχώς αυξάνονται. Γι’ αυτό η αυξανόμενη επίθεση του κεφαλαίου στην εργασία συναντά μια αυξανόμενη αντίσταση και μια αντεπίθεση (μακροχρόνια). Η ταξική πάλη εντείνεται.

Είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους (όπως το θέτει ο Marx) δεν δημιουργείται από τους υψηλούς μισθούς, παρόλο που η αύξηση των πραγματικών μισθών μπορεί κάλλιστα να την επιδεινώσει. Αυτό σημαίνει ότι οι περιοδικές κρίσεις που είναι αποτέλεσμα της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους δεν μπορούν να αποδοθούν στα αιτήματα ή την αντίσταση του εργατικού δυναμικού, παρόλο που ασφαλώς διαφορετικές ιστορικές συνθήκες και πολιτικές καταστάσεις είναι πολύ σημαντικές στο να εξηγηθεί πώς το σύστημα ως σύνολο αντιδρά σε κάθε κρίση. Στο βαθμό που οι καπιταλιστικές σχέσεις υπερισχύουν, οι γενικές τάσεις του καπιταλισμού συνεχίζουν να λειτουργούν. Κατά συνέπεια, ο Marx τονίζει ότι στόχος του προλεταριάτου δεν είναι μόνο να αντισταθεί στο κεφάλαιο, αλλά να το ανατρέψει.

Θα ήταν εμφανές από αυτή τη σύντομη σκιαγράφηση ότι η αύξηση του «μονοπωλίου», η μείωση του ρυθμού συσσώρευσης, και η όξυνση της ταξικής πάλης εξηγούνται ως απόρροιες των βασικών νόμων καπιταλιστικής ανάπτυξης, και όχι ως παράγοντες που προκαλούν την εμφάνιση καινούριων νόμων – όπως αναλύεται, π.χ., από τους Baran και Sweezy. (Επ’ ευκαιρία, αξίζει να σημειώσουμε ότι, όταν, ως συνέπεια της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους, οι καπιταλιστές περικόπτουν τις επενδυτικές δαπάνες, μέρος του διαθέσιμου προϊόντος δεν θα πωληθεί και θα φανεί ότι η κρίση προκλήθηκε από την υστέρηση της ενεργούς ζήτησης μέσω «υποκατανάλωσης». Αλλά στην πραγματικότητα, αυτή η «υποκατανάλωση» είναι απλώς μια αντίδραση στην κρίση λόγω της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους. Είναι ένα σύμπτωμα, όχι αιτία).” Εφόσον ο νόμος της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους έχει κεντρική θέση σε αυτή την αιτιολόγηση, πρέπει να τον εξετάσουμε περαιτέρω.

Α. Η θεωρία του Marx για την πτωτική τάση των κερδών

Το ερώτημα για τη δυνατότητα πραγματοποίησης κέρδους έχει δύο σημαντικές πλευρές. Πρώτον, ποια είναι η βάση της και τι καθορίζει την έκταση της; Δεύτερον, πώς ο καπιταλισμός αναπτύσσει αυτή τη βάση και τι αποτέλεσμα έχει αυτό με τη σειρά του στην επέκταση της;

Απαντώντας στην πρώτη ερώτηση, ο Marx αρχίζει με τη διαδικασία της εργασίας. Σε όλες τις κοινωνίες, παρατηρεί, τα απαραίτητα αντικείμενα για την ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών και επιθυμιών συνεπάγονται μια συγκεκριμένη κατανομή του κοινωνικού χρόνου εργασίας, των παραγωγικών δραστηριοτήτων, σε συγκεκριμένες αναλογίες και ποσότητες. Αλλιώς, η αναπαραγωγή της κοινωνίας είναι αδύνατη.

Ενώ η κατανομή της κοινωνικής εργασίας είναι θεμελιώδης σε όλες τις κοινωνίες, η εξαγωγή υπερεργασίας είναι η βάση όλων των ταξικών κοινωνιών. Αυτή η υπερεργασία αποτελεί την υλική και κοινωνική βάση των ταξικών σχέσεων. Η εξαγωγή υπερεργασίας πρέπει να επιβληθεί, γιατί παρέχει στην άρχουσα τάξη, εκτός από τα καταναλωτικά της μέσα, τα μέσα της κυριαρχίας της.

Στις περισσότερες κοινωνίες, η κατανομή του κοινωνικού χρόνου εργασίας και η εξαγωγή υπερεργασίας είναι κοινωνικά ρυθμιζόμενα από την παράδοση, τους νόμους και τη βία. Αλλά στην καπιταλιστική κοινωνία η παραγωγική δραστηριότητα αναλαμβάνεται ιδιωτικά από μεμονωμένους καπιταλιστές στη βάση του αναμενόμενου κέρδους. Η αναπαραγωγή δεν είναι ένας ρητά διατυπωμένος στόχος, αλλά ωστόσο πρέπει να λάβει χώρα και πράγματι συμβαίνει. Επιφανειακά είναι οι χρηματικές τιμές και κέρδη αυτά που παρέχουν καθημερινά την «ανατροφοδότηση» που καθορίζει τις καπιταλιστικές αποφάσεις. Αλλά ο Marx ισχυρίζεται ότι στην πραγματικότητα είναι ο συνολικός χρόνος εργασίας (εργασιακές αξίες) που ξοδεύεται στην παραγωγή εμπορευμάτων εκείνος που ρυθμίζει τα χρηματικά φαινόμενα. Αυτή η ρύθμιση των τιμών και κερδών από τις εργασιακές αξίες και την υπεραξία είναι στην πραγματικότητα ο τρόπος με τον οποίο οι κοινωνικές απαιτήσεις της αναπαραγωγής εκδηλώνονται στην καπιταλιστική κοινωνία. Στη συνέχεια, θα ασχοληθούμε απευθείας με τις εργασιακές αξίες και την υπεραξία, εφόσον αυτά είναι τα πραγματικά ρυθμιστικά στοιχεία.

Κατά την εργασιακή διαδικασία, οι εργάτες χρησιμοποιούν μέσα εργασίας (μηχανήματα και εξοπλισμό) για να μετατρέψουν τα υλικά σε τελικά προϊόντα. Ο συνολικός χρόνος εργασίας που απαιτείται, λοιπόν, για το τελικό προϊόν απαρτίζεται από δύο μέρη: πρώτον, το χρόνο εργασίας που εμπεριέχεται στα παραγωγικά μέσα (υλικά, μηχανήματα και εξοπλισμό) που αναλώθηκαν και, δεύτερον, τον τρέχοντα χρόνο εργασίας που ξοδεύεται από τους εργάτες στην εργασιακή διαδικασία. Ο Marx ονομάζει το πρώτο στοιχείο «σταθερό κεφάλαιο» (C), εφόσον επανεμφανίζεται στο τελικό προϊόν, ενώ ονομάζει το δεύτερο «προστιθέμενη αξία από ζωντανή εργασία» (L). Η συνολική εργασιακή αξία κάθε τελικού προϊόντος είναι συνεπώς C + L.

Από το τελικό προϊόν ένα μέρος είναι ακριβώς το ισοδύναμο των παραγωγικών μέσων που αναλώθηκαν. Η εργασιακή του αξία άρα θα είναι C, εφόσον αυτή είναι η εργασιακή αξία των πραγματικών παραγωγικών μέσων που αναλώθηκαν. Μας μένει το καθαρό προϊόν στο ένα χέρι και η προστιθέμενη αξία από ζωντανή εργασία (L) στο άλλο. Το καθαρό προϊόν είναι τα υλικά προϊόντα που ισοδυναμούν με το χρόνο της ζωντανής εργασίας L.

Αν πρόκειται να υπάρξει υπερπροϊόν, τότε μόνο μέρος του καθαρού προϊόντος πρέπει να αντικαταστήσει τα καταναλωτικά αγαθά που αναλώθηκαν από τους εργάτες. Η προστιθέμενη αξία από ζωντανή εργασία (L) αποτελείται συνεπώς από δύο μέρη, από τα οποία το ένα ανταποκρίνεται στην εργασιακή αξία των αναγκαίων για κατανάλωση των εργατών (V) και το άλλο στην εργασιακή αξία του υπερπροϊόντος (S). Με άλλα λόγια, η διαφορά μεταξύ του χρόνου που οι εργάτες πραγματικά συνεισφέρουν (L) και του χρόνου που είναι απαραίτητος για να αναπαράγουν τους εαυτούς τους, η υπερεργασία τους (S) είναι αυτή από την οποία προέρχεται το υπερπροϊόν και περαιτέρω το πραγματικό κέρδος: S = L – V.

Ο χωρισμός του χρόνου ζωντανής εργασίας σε αναγκαίο (V) και σε χρόνο υπερεργασίας (S) είναι συνεπώς η κρυφή βάση της καπιταλιστικής κοινωνίας. Ο Marx ονομάζει το λόγο S/V «ποσοστό υπεραξίας» ή «ποσοστό εκμετάλλευσης». Ceteris paribus, όσο μεγαλύτερο είναι το ποσοστό εκμετάλλευσης τόσο μεγαλύτερο είναι το ποσό υπεραξίας και άρα τόσο μεγαλύτερο το κέρδος.

Ο χρόνος που οι εργάτες ουσιαστικά προσφέρουν εργασία (L) καθορίζεται από τη διάρκεια της εργάσιμης ημέρας. Ο αναγκαίος χρόνος για να αναπαράγουν τους εαυτούς τους (V), από την άλλη πλευρά, καθορίζεται τόσο από την ποσότητα των αγαθών που καταναλώνουν (τον «πραγματικό μισθό») όσο και από το χρόνο εργασίας που απαιτείται για να παραχθούν αυτά τα αγαθά. Ο όγκος της υπεραξίας (S) και το ποσοστό εκμετάλλευσης μπορούν λοιπόν να αυξηθούν με δύο τρόπους: απευθείας, επιμηκύνοντας τη διάρκεια της εργάσιμης ημέρας L, έτσι ώστε η υπερεργασία να αυξηθεί άμεσα, και έμμεσα, μειώνοντας τον απαραίτητο χρόνο εργασίας V, έτσι ώστε να αφιερώνεται σε υπερεργασία ένα μεγαλύτερο μέρος μιας δεδομένης εργάσιμης ημέρας. Η δεύτερη μέθοδος αύξησης των S και S/V απαιτεί είτε να μειωθούν οι πραγματικοί μισθοί είτε η παραγωγικότητα της εργασίας των εργατών να αυξηθεί έτσι ώστε να χρειάζεται λιγότερος χρόνος για να παράγουν τα καταναλωτικά τους μέσα, είτε και τα δύο.

Οι καπιταλιστές μονίμως δοκιμάζουν κάθε μέθοδο αύξησης του ποσοστού εκμετάλλευσης. Αλλά με την πάροδο του χρόνου η αυξανόμενη δύναμη της εργατικής τάξης έχει περιορίσει σθεναρά τις προσπάθειες αύξησης του εργάσιμου χρόνου και/ή μείωσης του πραγματικού μισθού. Αρα η αύξηση της παραγωγικότητας κατέληξε να είναι η κυρία μέθοδος αύξησης του ποσοστού εκμετάλλευσης. Αλλά το παράδοξο στον καπιταλισμό, σύμφωνα με τον Marx, είναι ότι ακριβώς τα μέσα με τα οποία αυξάνεται το ποσοστό εκμετάλλευσης τείνουν να μειώσουν το ποσοστό κέρδους. Η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας εκδηλώνεται ως μείωση της κερδοφορίας του κεφαλαίου.[31]

Το ποσοστό υπεραξίας S/V εκφράζει το χωρισμό της εργάσιμης ημέρας σε αναγκαίο χρόνο εργασίας και σε χρόνο υπερεργασίας. Μετρά το βαθμό εκμετάλλευσης των παραγωγικών εργατών. Αλλά για τους καπιταλιστές το κρίσιμο στοιχείο είναι η αποδοτικότητα του κεφαλαίου. Από τη δκή τους άποψη, επενδύουν χρήμα σε παραγωγικά μέσα (C) και σε εργάτες (V) με την πρόθεση πραγματοποίησης κερδών (S). Το ποσό των κερδών (S) σε σχέση με την επένδυση (C + V) είναι το καπιταλιστικό μέτρο επιτυχίας. Με άλλα λόγια, είναι το ποσοστό κέρδους S/(C + V) αυτό που ρυθμίζει τη συσσώρευση κεφαλαίου.

Εδώ ακριβώς εμφανίζεται το παράδοξο. Στις συνεχόμενες συγκρούσεις του ενός με το άλλο, ( Αυτές οι συγκρούσεις είναι ό,τι ο Marx αποκαλεί «ανταγωνισμό κεφαλαίων». Αλλά ο όρος ανταγωνισμός δεν είναι ίδιος με τον «τέλειο ανταγωνισμό», το αντίθετο του οποίου είναι το «μονοπώλιο». Κατά τον Marx, η προοδευτική συγκέντρωση και συγκεντροποίηση κεφαλαίου σημαίνει σφοδρό «ανταγωνισμό κεφαλαίων» πάνω σε συνεχώς μεγαλύτερα τμήματα του κόσμου. Το αποκαλούμενο «μονοπωλιακό» στάδιο του καπιταλισμού δεν εκτοπίζει τον ανταγωνισμό αλλά μάλλον τον οξύνει. Όσον αφορά την επιτυχία στη μάχη των πωλήσεων, οτιδήποτε μειώνει το κόστος ανά μονάδα είναι κατάλληλο.) τα μεμονωμένα κεφάλαια συνεχώς αναγκάζονται να μειώνουν το κόστος ανά μονάδα και έτσι να κερδίσουν μια υπεροχή έναντι των ανταγωνιστών τους (η μάχη για τους υπολογιστές τσέπης ήταν ένα έξοχο παράδειγμα του φαινομένου).

Αλλά οι καπιταλιστές είναι επίσης αενάως προσκολλημένοι σε μια άλλη μάχη – τη μάχη της παραγωγής στην εργασιακή διαδικασία. Και εδώ ακριβώς εμφανίζεται η μηχανοποίηση ως το κύριο μέσο αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας και συνεπώς της μείωσης του μοναδιαίου κόστους. Οι καπιταλιστές προσλαμβάνουν εργάτες για μια συγκεκριμένη περίοδο με σκοπό να αντλήσουν τη μέγιστη δυνατή παραγωγικότητα από αυτούς κατά την εργασιακή διαδικασία, στο χαμηλότερο δυνατό κόστος. Αυτό σημαίνει όχι μόνο αγώνες για τον πραγματικό μισθό και για τη διάρκεια και την ένταση του ωραρίου, αλλά και για την ίδια τη φύση της εργασιακής διαδικασίας.

Από την αρχή οι καπιταλιστές επεδίωξαν την «αριστοποίηση» της εργασιακής διαδικασίας, υποδιαιρώντας τη σε καθήκοντα αυξανόμενης εξειδίκευσης και επαναλη-πτικότητας. Με τον καπιταλιστικό έλεγχο της εργασιακής διαδικασίας η ανθρώπινη παραγωγική δραστηριότητα γίνεται όλο και πιο μηχανική, αυτόματη. Δεν εκπλήσσει ότι αυτές οι μηχανικές ανθρώπινες δραστηριότητες σταδιακά αντικαθιστούνται από πραγματικές μηχανές. Καθώς οι μηχανές αντικαθιστούν ορισμένες ανθρώπινες δραστηριότητες, οι άλλες υπόκεινται ακόμα παραπάνω στην τυραννία της μηχανικής εκτέλεσης, μέχρι κάποιες από αυτές τις δραστηριότητες να αντικατασταθούν επίσης από μηχανές κ.ο.κ (για μια αξιόλογη ανάλυση της σύγχρονης εργασιακής διαδικασίας, βλ. το βιβλίο του Harry Braveman (1974), Labor and Monopoly Capital, New York : Monthly Review Press).

Η τάση προς μηχανοποίηση είναι λοιπόν η κυρίαρχη καπιταλιστική μέθοδος αύξησης της κοινωνικής παραγωγικότητας της εργασίας. Πηγάζει από την ανάγκη του καπιταλιστικού ελέγχου της εργασιακής διαδικασίας, της ανθρώπινης παραγωγικής δραστηριότητας. Ως τέτοια, ούτε η αυξανόμενη εργατική αντίσταση αλλά ούτε και οι αυξανόμενοι πραγματικοί μισθοί είναι οι εσωτερικές αιτίες της μηχανοποίησης, παρόλο που μπορούν να επιταχύνουν αυτή την τάση.

Η αύξουσα μηχανοποίηση οδηγεί σε αυτό που ο Marx ονόμασε αύξουσα τεχνική σύνθεση κεφαλαίου. Ακόμα μεγαλύτερες μάζες τεχνικών μέσων και υλικών τίθενται σε λειτουργία από έναν δεδομένο αριθμό εργατών. Σύμφωνα με τον Marx, αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι από τη συνολική εργασιακή αξία (C + L) του τελικού προϊόντος, ένα συνεχώς μεγαλύτερο μέρος προέρχεται από τα αναλωθέντα παραγωγικά μέσα και ένα συνεχώς λιγότερο από τη ζωντανή εργασία. Με άλλα λόγια, η αύξηση της τεχνικής σύνθεσης ανακλάται σε όρους αξίας ως αυξανόμενος λόγος «νεκρής προς ζωντανή εργασία», C προς L.

Το ποσοστό κέρδους όπως έχουμε δει είναι S/(C + V). Αλλά S = L – V, εφόσον ο χρόνος υπερεργασίας (S) ισοδυναμεί με το χρόνο που οι εργάτες πραγματικά προσφέρουν (L) μείον τον απαραίτητο χρόνο για να αναπαραχθούν οι ίδιοι (V). Άρα ακόμα και αν οι εργάτες «ζούσαν με αέρα» (V = 0), το μέγιστο που μπορεί να γίνει το S είναι Smax = L και το μέγιστο ποσοστό κέρδους

Smax/C = L / V. Άρα, το L / C είναι το ανώτατο όριο του ποσοστού κέρδους, ενώ το κατώτατο όριο είναι βέβαια το μηδέν (όταν L = V). Τώρα αν μια αύξουσα τεχνική σύνθεση πράγματι ανακλάται ως αυξανόμενος λόγος C / L -άρα φθίνων λόγος L / C- τότε το πραγματικό ποσοστό κέρδους θα συμπιεστεί προοδευτικά ανάμεσα σε ένα κατερχόμενο ανώτατο όριο και ένα άκαμπτο κατώτατο όριο, έτσι ώστε θα εμφανιστεί μια πτωτική τάση. Αυτό ακριβώς εννοεί ο Marx με την πτωτική τάση του ποσοστού κερδών.

Η πτωτική τάση που περιγράφηκε πιο πάνω είναι ανεξάρτητη από το πώς το L διαιρείται σε V και S, και επομένως ανεξάρτητη από το ποσοστό εκμετάλλευσης S / V. Πράγματι, αν οι πραγματικοί μισθοί των εργατών ήταν σταθεροί, η αύξουσα παραγωγικότητα της εργασίας, λόγω της μηχανοποίησης, θα αύξανε διαρκώς το S / V. Όσο μεγαλύτερη είναι η παραγωγικότητα της εργασίας, τόσο λιγότερο χρόνο χρειάζονται οι εργάτες για να παράγουν μια συγκεκριμένη δέσμη καταναλωτικών αγαθών, και έτσι ένα μεγαλύτερο μερίδιο από το δεδομένο ωράριο εργασίας αφιερώνεται σε υπερεργασία. Ακόμα και όταν οι πραγματικοί μισθοί αυξάνονται, στο βαθμό που αυξάνονται πιο αργά από την παραγωγικότητα, το ποσοστό εκμετάλλευσης θα συνεχίσει να αυξάνει. Είναι πιθανότατο, λοιπόν, να έχουμε και αυξανόμενους πραγματικούς μισθούς και αυξανόμενο ποσοστό εκμετάλλευσης.[32]

Αυτή είναι, λοιπόν, η γενική κατάσταση όπως παρουσιάζεται από τον Marx, για το λόγο ότι οι εργάτες ποτέ δεν μπορούν να ιδιοποιηθούν όλα τα παραγωγικά οφέλη της μηχανοποίησης χωρίς να θέσουν φραγμό στη συσσώρευση, σκοτώνοντας έτσι την κότα με τα χρυσά αυγά. ( Αυτό ακριβώς εννοεί ο Marx στον τόμο Ι του Κεφαλαίου, στο πρώτο μέρος του κεφαλαίου με τίτλο «Ο Γενικός Νόμος της Καπιταλιστικής Συσσώρευσης» (κεφ. XXV, τμήμα Ι), όπου παρατηρεί ότι οι πραγματικοί μισθοί μπορούν να αυξηθούν μόνο αν «δεν παρεμποδίζουν την πρόοδο της συσσώρευσης» σελ. 619).

Για τον Marx η ταξική πάλη για τους πραγματικούς μισθούς λειτουργεί μέσα σε συγκεκριμένα αντικειμενικά όρια, αυτά που ορίζονται από τη συσσώρευση κεφαλαίου. Αυτά τα όρια είναι εσωτερικά στον ίδιο τον καπιταλισμό και υπερβαίνονται μόνο με την ανατροπή του.

Σχεδόν όλοι οι μαρξιστές σχολιαστές δέχονται ως γεγονός ότι η μηχανοποίηση είναι μια συντριπτική πραγματικότητα της καπιταλιστικής παραγωγής. Ωστόσο μια σημαντική σχολή αποδίδει τη μηχανοποίηση όχι στον καπιταλιστικό έλεγχο της παραγωγής, όπως ο Marx, αλλά στην αντίδραση του κεφαλαίου απέναντι στην αυξανόμενη εργατική αντίσταση και/ή στην αύξηση του πραγματικού μισθού (μακροπρόθεσμη). Γενικά ξεκινούν λαμβάνοντας ως δεδομένο μια αύξηση των πραγματικών μισθών κάτω από δεδομένες συνθήκες παραγωγής που οδηγεί σε πτώση του ποσοστού κέρδους, που με τη σειρά του ωθεί τους καπιταλιστές να υποκαθιστούν εργάτες με μηχανές. Από αυτή την άποψη ασφαλώς η μηχανοποίηση και η συνεπακόλουθη αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας είναι τα στοιχειώδη μέσα αύξησης της δυνατότητας κερδοφορίας, ενώ η αύξηση των μισθών τείνει να τη μειώσει. Ανάλογα με τον παράγοντα που θα υπερισχύσει, λένε, το ποσοστό κέρδους μπορεί να κινηθεί προς μία από τις δυο κατευθύνσεις”. (Για πιο λεπτομερή παρουσίαση αυτής της θέσης, όπως και μερικών μαθηματικών όπως τα ονομαζόμενα θεωρήματα της «επιλογής τεχνικής» που χρησιμοποιούνται για να την υποστηρίξουν, βλ. Shaikh Α. (1978), «Political Economy and Capitalism :Note on Dobb’s Theory of Crises», Cambridge Journal of Economics, 2). Οι Paul Sweezy και Maurice Dobb για παράδειγμα υιοθετούν αυτή την άποψη.[33]

Αυτή η ανάλυση είναι σωστή ως το σημείο που φθάνει. Η αύξηση των πραγματικών μισθών θα εντείνει τη μηχανοποίηση και αυτό πιθανό να αντισταθμίσει την επίδραση των υψηλότερων μισθών στην κερδοφορία. Αλλά κατά τον Marx οι αυξήσεις των μισθών γίνονται δυνατές μέσω μιας πρότερης αιτίας, δηλαδή της μηχανοποίησης που εμφανίζεται κατά τη μάχη της παραγωγής. Άρα το αποτέλεσμα που ανέλυσαν οι Sweezy και Dobb είναι δευτερεύον, τοποθετείται πάνω σε ένα άλλο πρωταρχικό και μάλιστα γίνεται δυνατό εξαιτίας αυτού του πρωταρχικού. Δεδομένου ότι αγνοούν την πρωτεύουσα αιτία, δεν εκπλήσσει το ότι δεν βρίσκουν συγκεκριμένους λόγους για την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους.

Μια άλλη βασική αντίρρηση στο νόμο υποστηρίζει ότι η μηχανοποίηση (ό,τι και αν την προκαλεί) δεν σημαίνει απαραίτητα μια πτωτική τάση στο ποσοστό κέρδους. Σκεφθείτε έναν δεδομένο αριθμό εργατών ώστε το L να είναι δεδομένο. Μηχανοποίηση σημαίνει ότι η μάζα των παραγωγικών μέσων που απασχολούνται από αυτούς τους εργάτες αυξάνει. Αλλά αυτό συνοδεύεται από αύξηση, επίσης, της παραγωγικότητας της εργασίας και άρα πτώση της εργασιακής αξίας των εμπορευμάτων, εφόσον τώρα χρειάζεται λιγότερος χρόνος για να παραχθεί ένα συγκεκριμένο εμπόρευμα. Συνεπώς, η εργασιακή αξία των μέσων παραγωγής (C) δεν θα αυξηθεί τόσο γρήγορα όσο θα αυξηθεί η μάζα τους και πιθανό θα μειωθεί. Ο Marx ισχυρίζεται ότι παρ’ όλα αυτά το C θα αυξηθεί και έτσι το C / L θα αυξηθεί και η πτωτική τάση θα επέλθει. Αλλά, λένε οι κριτικές, αν η εργασιακή αξία των παραγωγικών μέσων μειωθεί με την ίδια ταχύτητα ή ακόμα γρηγορότερα από την αύξηση της μάζας της; Τότε το C / L θα παραμείνει σταθερό ή ακόμα και θα μειωθεί και έτσι δεν θα εμφανιστεί πτωτική τάση στο ποσοστό κέρδους.

Πρέπει να πούμε εξαρχής ότι αυτή η αντίρρηση είναι αξιόλογη, εφόσον δείχνει ένα κενό στο επιχείρημα του φθίνοντος ποσοστού κέρδους. Όπως ορίζεται στη σύγχρονη βιβλιογραφία, υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι ο αύξων λόγος μηχανών προς εργάτες συνεπάγεται επίσης έναν αύξοντα λόγο «νεκρής» προς ζωντανή εργασία (δηλ. του C προς L).

Αλλά οι προσπάθειες καθορισμού της ακριβούς σύνδεσης μεταξύ των δύο (όπως του Yaffe [34]) δεν ήταν ικανοποιητικές, έτσι ώστε η πιθανότητα του σεναρίου που παρουσίασαν οι κριτικές να παραμένει πάντα ανοικτή. Αυτό το θέμα είναι ακόμη αντικείμενο έντονης συζήτησης και ερευνάται εκτενέστερα σε επόμενο άρθρο. [Βλ. Shaikh Α. (1978), «Political Economy and Capitalism :Note on Dobb’s Theory of Crises», Cambridge Journal of Economics, 2. Τμήμα του άρθρου αυτού περιλαμβάνεται στην ενότητα 6 αυτού του βιβλίου. (Σ.τ.Μ.)]

Μια άλλη τελευταία δημοφιλής αντίρρηση έχει να κάνει με την αντίλήψη ότι οι καπιταλιστές ποτέ δεν θα επέλεγαν τη χρησιμοποίηση μιας παραγωγικής τεχνικής που μειώνει το ποσοστό κέρδους τους. Ένα πτωτικό ποσοστό κέρδους, συνεπώς, αποκλείεται αυτόματα. Αυτό το επιχείρημα συχνά διαπιστώνεται μαθηματικά, όπως στο αποκαλούμενο «Θεώρημα του Okishio»,[35] αλλά οι βασικές του παραδοχές αποτελούν τη βάση ενός ευρέως αποδεκτού αναλυτικού πλαισίου, που εκτείνεται από τους αριστερούς-κεϋνσιανούς, όπως η Joan Robinson, έως μαρξιστές, όπως ο Bob Rowthorn. Με τους όρους της παραπάνω ανάλυσης, το κρίσιμο λάθος αυτής της λογικής βρίσκεται στην παραδοχή ότι η τεχνική πρόοδος είναι απλώς ένα θέμα καπιταλιστικής «επιλογής» και όχι αναγκαιότητας. Ο Marx παρατήρησε προ πολλού ότι στον καπιταλισμό η αναγκαιότητα του ανταγωνισμού είναι αυτή που αναγκάζει τους καπιταλιστές να επιλέξουν τεχνικές με χαμηλότερο μοναδιαίο κόστος, ακόμα και αν αυτό σημαίνει χαμηλότερο ποσοστό κέρδους. Όποιος και αν κάνει αυτή την κίνηση πρώτος θα πουλάει φθηνότερα από τους άλλους. Η μόνη «επιλογή» που θα αντιμετωπίσουν οι υπόλοιποι καπιταλιστές θα είναι μεταξύ της επίτευξης κέρδους σε χαμηλότερο ποσοστό ή της μη επίτευξης κέρδους επειδή το κόστος παραγωγής τους είναι πολύ υψηλό.[36]

Τέλος, μερικοί μαρξιστές απορρίπτουν την αντίληψη ενός αυξανόμενου C / L, σε εμπειρική βάση. Εφόσον το C είναι η εργασιακή αξία των παραγωγικών μέσων και L η αξία που προστίθεται από ζωντανή εργασία, τα χρηματικά τους ισοδύναμα είναι Κ, η χρηματική αξία των παραγωγικών μέσων, και Υ, η προστιθέμενη χρηματική αξία ή «καθαρό εθνικό προϊόν». Σε αυτή τη βάση εξετάζεται ο λόγος «κεφαλαίου/προϊόντος» Κ / Υ και, εφόσον επίσημες στατιστικές δείχνουν ότι τείνει στη σταθερότητα για μακρές περιόδους, αυτό υποτίθεται ότι αντιμάχεται την αντίληψη του αύξοντος C / L.[37]

Είναι ενδιαφέρον ότι αυτοί οι ίδιοι μαρξιστές αντιτίθενται σκληρά στην υιοθέτηση αβασάνιστα των επίσημων στατιστικών της ανεργίας, της διεύρυνσης της φτώχειας, των επιπτώσεων του υποσιτισμού κ.λπ. – για το λόγο ότι οι αστικές αντιλήψεις κυριαρχούν τόσο πολύ πάνω στην κατασκευή αυτών των εννοιών, ώστε τις κάνουν πρακτικά άχρηστες. Οι στατιστικές ανεργίας, για παράδειγμα, δεν περιλαμβάνουν αυτούς που σταμάτησαν να ψάχνουν για εργασία, αυτούς που ποτέ δεν κατόρθωσαν να αρχίσουν να δουλεύουν (όπως οι ανήλικοι μαύροι) και αυτούς που δεν μπαίνουν στο εργατικό δυναμικό λόγω απώλειας κάθε ελπίδας (όπως οι νοικοκυρές). Δεν είναι ασυνήθιστο λοιπόν για ριζοσπάστες και μαρξιστές να εκτιμούν ότι η «πραγματική ανεργία» είναι δύο ή τρεις φορές μεγαλύτερη της επίσημης στατιστικής. Εντούτοις, όταν φθάνουμε σε απόλυτα θεμελιώδεις κατηγορίες, όπως «κεφάλαιο» και «προστιθέμενη αξία», οι επίσημες στατιστικές γίνονται ξαφνικά δεκτές ασυζητητί. Θα επιστρέψουμε σε αυτό το σημαντικό σημείο στη συζήτηση για τις θεωρίες «συμπίεσης του κέρδους», για τις κρίσεις. Προς το παρόν αρκεί να σημειώσουμε ότι ένας μαρξιστής στατιστικολόγος ο οποίος έκανε τον κόπο να εξετάσει πώς συγκεντρώθηκαν αυτές οι στατιστικές, και να τις διορθώσει ως προς τις εννοιολογικές διαφορές μεταξύ των Μαρξιστικών κατηγοριών και των αντίστοιχων ορθόδοξων, βρήκε ακριβώς ότι ο λόγος «κεφαλαίου-προϊόντος» δείχνει να αυξάνει σταθερά.[38]

Β. Ιστορία της θεωρίας πτωτικής τάσης ποσοστού κέρδους

Η τάση μείωσης του ποσοστού κέρδους, καθώς ο καπιταλισμός αναπτύσσεται, ήταν ευρέως δεκτή από τους κλασικούς οικονομολόγους ως αναμφισβήτητο γεγονός. Το πρόβλημα βρισκόταν στην εξήγηση του φαινομένου. Ο Adam Smith (στα 1770), λόγου χάρη, παρατήρησε ότι όταν περισσότερα κεφάλαια συσσωρεύονται σε μια συγκεκριμένη βιομηχανία, αυξάνουν την προσφορά, μειώνουν τις τιμές και άρα μειώνουν και τα κέρδη. Με τον ίδιο τρόπο ισχυρίσθηκε ότι, καθώς η συσσώρευση προχωρά, το συνολικό κεφάλαιο γίνεται πιο άφθονο και αυτό συμπιέζει το ποσοστό κέρδους. Οι κριτικές γρήγορα παρατήρησαν ότι τα κεφάλαια συσσωρεύονται σε μια συγκεκριμένη βιομηχανία μόνο όταν αυτή έχει ποσοστό κέρδους πάνω από το μέσο. Επιπλέον, με την κίνηση αυτή απλώς μειώνουν το ποσοστό κέρδους ώστε να γίνει ίσο με το μέσο. Το μέσο ποσοστό, συνεπώς, παραμένει ανεξήγητο και ο Smith δεν εξηγεί γιατί η συσσώρευση θα έπρεπε να το μεταβάλλει.

Κάπου σαράντα χρόνια αργότερα, ο David Ricardo (στα 1810) έδωσε μια εναλλακτική εξήγηση. Καθώς η κοινωνία αναπτύσσεται, ισχυρίστηκε, πρέπει να καλλιεργηθεί περισσότερη γη για να θρέψει τον αυξανόμενο πληθυσμό. Αυτό σημαίνει ότι αποδίδεται όλο και λιγότερο εύφορη γη στην καλλιέργεια και έτσι όλο και περισσότερο ακριβαίνει η παραγωγή τροφίμων. Σε Μαρξιστικούς όρους η εργασιακή αξία της τροφής αυξάνει. Για ένα δεδομένο ωράριο εργασίας, λοιπόν, ο αναγκαίος χρόνος εργασίας αυξάνει και ο χρόνος υπερεργασίας μειώνεται αντίστοιχα. Άρα το ποσοστό υπεραξίας μειώνεται, καθώς η κοινωνία αναπτύσσεται, και μαζί με αυτό μειώνεται και το ποσοστό κέρδους – όχι γιατί αυξάνεται ο πραγματικός εργατικός μισθός, αλλά επειδή η παραγωγικότητα της αγροτικής εργασίας μειώνεται.

Το κρίσιμο συμπέρασμα του Ricardo είναι ότι η παραγωγικότητα της εργασίας τείνει να μειωθεί. Στην κριτική της Ρικαρντιανής θεωρίας της γαιοπροσόδου, ο Marx, δείχνει ότι αυτό το συμπέρασμα δεν αληθεύει ούτε λογικά ούτε εμπειρικά. Μάλιστα, η καπιταλιστική ιστορία χαρακτηρίζεται καθ’ ολοκληρία από μια αυξανόμενη παραγωγικότητα της εργασίας και στη βιομηχανία και στη γεωργία. Όπως είδαμε στο προηγούμενο τμήμα, η εξήγηση του Marx για το μειούμενο ποσοστό κέρδους βασίζεται στην αύξηση της παραγωγικότητας της κοινωνικής εργασίας και στο αύξον ποσοστό υπεραξίας: Το ποσοστό κέρδους μειώνεται όχι γιατί η εργασία γίνεται λιγότερο παραγωγική, αλλά επειδή γίνεται περισσότερο παραγωγική. Όχι γιατί ο εργάτης τυχαίνει λιγότερης εκμετάλλευσης, αλλά γιατί τυχαίνει περισσότερης εκμετάλλευσης [39]…

Ο Marx θεώρησε την ερμηνεία του για την «πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους καθώς η (καπιταλιστική) κοινωνία αναπτύσσεται» ως «έναν από τους μεγαλύτερους θριάμβους πάνω στα αδιέξοδα όλης της προηγούμενης Οικονομικής θεωρίας». Είναι το ζωτικό τμήμα της ανάλυσης του των νόμων κίνησης του καπιταλιστικού συστήματος. Και, ωστόσο περιέργως, αυτός ο νόμος παίζει σχετικά μικρό ρόλο σε ένα μεγάλο μέρος της ιστορίας της Μαρξιστικής σκέψης. Απουσιάζει τελείως από τις θεωρίες υποκατανάλωσης, για παράδειγμα, και, όπως θα δούμε στο επόμενο τμήμα, ομοίως απουσιάζει από τις θεωρίες «συμπίεσης του κέρδους».

Μέρος της αιτίας γι’ αυτή την παράλειψη προέρχεται από τις αντιρρήσεις που εξετάσθηκαν προηγούμενα στη λογική του Marx για την απόδειξη της πτωτικής τάσης. Αλλά μια άλλη, πιθανό ακόμα πιο σημαντική, βάση για να απορριφθεί αυτός ο νόμος είναι πολιτικής φύσης.[40] Το να αντιλαμβανόμαστε ότι ο καπιταλισμός υπόκειται σε «νόμους κίνησης», ελέχθη, σημαίνει ότι χειριζόμαστε ανθρώπινους κοινωνικούς σχηματισμούς ως μηχανή ή κάποια φυσική διαδικασία. Αυτό υποβιβάζει και υποτιμά το ρόλο των ανθρώπων στον καθορισμό της πορείας των γεγονότων. Οι άνθρωποι και όχι οι νόμοι κίνησης διαμορφώνουν την ιστορία. Επιπλέον, ισχυρίζονται ότι η αποδοχή της θέσης ότι το ποσοστό κέρδους τείνει να μειωθεί οδηγεί σε μοιρολατρική και παθητική στάση προς το στόχο της ανατροπής του καπιταλισμού. Επιπλέον, μερικές φορές προστίθεται το επιχείρημα ότι η ανάλυση των αιτιών των κρίσεων παραείναι αφηρημένη για να έχει κάποια χρήση στην πρακτική πολιτική της ταξικής πάλης.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Marx συνέλαβε την καπιταλιστική ιστορία με όρους νόμων κίνησης και την ανθρώπινη ιστορία γενικώς με όρους αντικειμενικών δυνάμεων που δρουν και άρα περιορίζουν την ανθρώπινη δράση. Εντούτοις, είναι ο ίδιος ο Marx αυτός που ανύψωσε την ταξική πάλη στο υψηλότερο επίπεδο, που ενεργά ηγήθηκε του αγώνα για την άμεση ανατροπή του καπιταλισμού (και όχι σε κάποιο φαταλιστικό μέλλον) και αυτός που συμμετείχε περισσότερο στην πρακτική πολιτική στη βάση της θεωρητικής του ανάλυσης. Υπάρχει άραγε αντίθεση ανάμεσα σε αυτές τις δύο πλευρές του Marx;

Οπωσδήποτε όχι. Αντίθετα, όπως οι Henryk Grossman (Γερμανία), Paul Mattick (ΗΠΑ) και David Yaffe (Βρετανία) ισχυρίζονται, είναι ακριβώς από το θεωρητικό πλαίσιο του Marx που απορρέουν οι επαναστατικές πολιτικές.

Ο Grossman ήταν ο πρώτος σημαντικός μαρξιστής που μετατόπισε το διάλογο για τις κρίσεις μακριά από τις θεωρίες υποκατανάλωσης και δυσαναλογιών. Ασκώντας βαθειά κριτική σε αυτές τις θεωρίες και σε λογική και σε πολιτική βάση, ο Grossman δίνει έμφαση στη σημασία του νόμου του φθίνοντος ποσοστού κέρδους για μια θεωρία των κρίσεων. Ιδιαίτερη σημασία στον Marx, σημειώνει, έχει το γεγονός ότι καθώς το ποσοστό κέρδους μειώνεται, η αύξηση του συνολικού ποσού των κερδών πρέπει να επιβραδύνεται και τελικά να σταματάει. Στο σημείο όπου οι νέες επενδύσεις δεν δημιουργούν πλέον πρόσθετα κέρδη, η επένδυση θα περικοπεί και η κρίση θα ξεσπάσει.[41] Καθώς η κρίση απλώνεται, οι πιο αδύνατοι και αναποτελεσματικοί καπιταλιστές εξολοθρεύονται και οι δυνατότεροι θα μπορέσουν να αγοράσουν τις περιουσίες τους σε αφύσικα χαμηλές τιμές. Με την αυξανόμενη ανεργία η θέση των εργατών εξασθενεί. Οι πραγματικοί μισθοί τείνουν να μειωθούν, ενώ η εργασιακή διαδικασία τείνει να εντατικοποιείται και έτσι το ποσοστό εκμετάλλευσης αυξάνει. Όλοι αυτοί οι παράγοντες αυξάνουν το ποσοστό κέρδους. Έτσι, κάθε κρίση από μόνη της δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την ανάκαμψη και τον επόμενο κύκλο άνθισης και ύφεσης.

Τίποτα από αυτά δεν λέει πότε μια συγκεκριμένη κρίση θα ξεσπάσει, εφόσον πολλοί παράγοντες μπορούν να επιταχύνουν ή να επιβραδύνουν τις επιδράσεις του φθίνοντος ποσοστού κέρδους. Με αυτή τη λογική η ταξική πάλη είναι κρίσιμη, όχι μόνο στη χρονική επανάληψη των κρίσεων, αλλά και στο στίβο της καταπολέμησης των επιδράσεων τους. Ακόμα πιο σημαντικό για τον Grossman, ωστόσο, είναι το ότι οι κρίσεις είναι «αντικειμενικά επαναστατικές καταστάσεις». Το να δείχνεις την αναγκαιότητα των κρίσεων μέσα στον καπιταλισμό σημαίνει συνεπώς ότι δείχνεις την ανάγκη προετοιμασίας και εκτίμησης της στιγμής αυτών των αντικειμενικά επαναστατικών περιόδων. Τέλος, με βάση τη δική του ανάγνωση του Marx, έκανε μια σημαντική σύνδεση μεταξύ θεωρίας και πρακτικής:

…Κανένα οικονομικό σύστημα, άσχετα με το πόσο έχει αδυνατίσει, δεν καταρρέει με αυτόματο τρόπο. Πρέπει να «ανατραπεί». Οι θεωρητικές αναλύσεις των αντικειμενικών ροπών που οδηγούν το σύστημα σε παράλυση συμβάλλουν στον εντοπισμό των «αδύνατων συνδέσμων». Η αλλαγή θα συμβεί μόνο μέσω της ενεργούς επέμβασης των υποκειμενικών παραγόντων.[42]

Ο Paul Mattick επεξεργάστηκε την εργασία του Grossman με ποικίλους τρόπους. Σημαντική είναι η παρατήρηση του Mattick ότι ο λόγος που ο Marx αναφέρεται στην καπιταλιστική κοινωνία με όρους νόμων κίνησης είναι ακριβώς το ότι ο καπιταλισμός δεν ρυθμίζεται από συνειδητές ανθρώπινες αποφάσεις, αλλά μάλλον από «σχέσεις πραγμάτων» – τις σχέσεις της αγοράς, των τιμών και των κερδών. Όπως ο Grossman πριν από αυτόν, ο Mattick υπογραμμίζει ότι οι κρίσεις παρέχουν αντιδραστικές και επαναστατικές δυνατότητες, αλλά μόνο η πάλη των τάξεων μπορεί να καθορίσει ποιος δρόμος θα ακολουθηθεί. Αν ο καπιταλισμός θα γυρίσει σε φασισμό ή θα ανατραπεί σε σοσιαλισμό δεν καθορίζεται προκαταβολικά.[43]

Εδώ και λίγα χρόνια ο David Yaffe ξεκίνησε μια προσπάθεια να παρουσιάσει την οικονομική ανάλυση του Marx και να την εφαρμόσει στις τρέχουσες κρίσεις. Η πλήρης ανάπτυξη της ανάλυσης του είναι έξω από τα όρια αυτής της παρουσίασης. Και όσον αφορά τις θεωρίες της κρίσης, πέρα από παρατηρήσεις παρόμοιες με αυτές που έγιναν από τους Grossman και Mattick, ο Yaffe προσθέτει το εξής. Πρώτον, επειδή η κρίση εμφανίζεται σε όρους τιμών και κερδών, υπάρχει η τάση να νομίζουμε ότι οι τιμές και τα κέρδη είναι οι αιτίες των κρίσεων. Επί παραδείγματι, εφόσον εξ ορισμού το κέρδος είναι η διαφορά μεταξύ πωλήσεων και κόστους, οτιδήποτε προκαλεί πτώση στην κερδοφορία συνεπάγεται απαραίτητα έναν άλλο τρόπο καθορισμού της μείωσης των κερδών. Αλλά μια μερίδα του κόστους είναι απλά η τιμή μερικών αγαθών, όπως υλικά κ.λπ. (και άρα οι πωλήσεις άλλων βιομηχανιών). Συνεπώς, κάθε μείωση της κερδοφορίας τείνει να συγκρίνεται με το υπόλοιπο μερίδιο κόστους, με τους μισθούς, και αποδώ και πέρα απαιτείται μόνο ένα μικρό βήμα ως τον ισχυρισμό ότι οι «υψηλοί» μισθοί είναι η αιτία της μείωσης. Με αυτό τον τρόπο ένα αποτέλεσμα γίνεται αιτία.

Παρόμοιες παρατηρήσεις μπορούν να γίνουν για τη στασιμότητα, την αυξανόμενη ανεργία, τον πληθωρισμό, τις αυξανόμενες κρατικές δαπάνες και την όξυνση της ταξικής πάλης παγκοσμίως. Καθένα από αυτά, ισχυρίζεται ο Yaffe, είναι «φαινόμενο» της ανάπτυξης μιας κρίσης, όχι η αιτία. Καθώς το ποσοστό κέρδους μειώνεται, η συσσώρευση επιβραδύνεται και η ανεργία αυξάνει. Οι καπιταλιστές αυξάνουν τις τιμές για να επιδιώξουν και να διατηρήσουν τη δυνατότητα κερδοφορίας και έτσι ξεκινά μια πληθωριστική σπειροειδής διαδικασία. Ταυτόχρονα το κράτος πιέζεται να επέμβει, από τη μια πλευρά για να διατηρήσει την απασχόληση σε πολιτικά παραδεκτά επίπεδα, και από την άλλη να επιδοτήσει, ή ακόμα να αναλάβει, τις προβληματικές επιχειρήσεις. Τα κρατικά έξοδα, άρα, αυξάνουν γρήγορα. Αλλά η χρηματοδότηση των ελλειμάτων από το κράτος επιταχύνει μόνο τον πληθωρισμό, ενώ η υποστήριξη του επιπέδου απασχόλησης εμποδίζει τους μισθούς από το να μειωθούν αρκετά ώστε να βοηθήσουν την αποκατάσταση της δυνατότητας κερδοφορίας. Με αυτό τον τρόπο οι αντιθέσεις βαθαίνουν και κάνουν όλο και δυσκολότερη την εξεύρεση αποτελεσματικής πολιτικής. Αυτή, λέει ο Yaffe, είναι η κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε, σε όλη την έκταση του καπιταλιστικού κόσμου.[44]

Γ. Ταξική πάλη και συμπίεση κερδών

Κάθε κρίση τονίζει τη σημασία των κερδών στην καπιταλιστική παραγωγή και επανεμφανίζει το ερώτημα του τι διέπει την κερδοφορία.

Κάθε μείωση της δυνατότητας κερδοφορίας, με τη σειρά της, τείνει να αποδίδεται, αργά ή γρήγορα, στους υψηλούς μισθούς. Βέβαια είναι αλήθεια ότι η μείωση των μισθών, όταν τα άλλα μένουν σταθερά, θα αυξήσει τα κέρδη. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μια δεδομένη μείωση των κερδών είναι απαραίτητα αποτέλεσμα υψηλών μισθών, το θέμα είναι πώς θα εξακριβώσουμε ποιο είναι το αποτέλεσμα και ποια η αιτία.

Στην ανάλυση του Marx, ο αυξανόμενος πραγματικός μισθός αναμένεται να συνοδεύει ένα αυξανόμενο ποσοστό εκμετάλλευσης, έτσι ώστε από μόνη της η αύξηση του μισθού δεν θα συμβάλλει στην πτώση της κερδοφορίας. Με Μαρξιστικούς όρους, λοιπόν, μόνο όταν η αύξηση των πραγματικών μισθών είναι αρκετά μεγάλη ώστε να μειώσει πραγματικά το ποσοστό εκμετάλλευσης, μπορούμε να πούμε ότι η πτώση της κερδοφορίας οφείλεται (εν μέρει τουλάχιστον) στους «υψηλούς μισθούς». («Τίποτα δεν είναι πιο παράλογο από το να εξηγείς την πτώση του ποσοστού κέρδους μέσω της αύξησης του επιπέδου των μισθών, παρόλο που αυτό μπορεί να αποτελεί μια περίπτωση εξαίρεσης» Marx, Capital III, κεφ. XVI, σελ. 240).

Ο Marx ασφαλώς απορρίπτει αυτή την εξήγηση στηριζόμενος στο ότι η ίδια η συσσώρευση κεφαλαίου θέτει αντικειμενικά όρια μέσα στα οποία περιορίζονται οι διεκδικήσεις για το μισθό, έτσι ώστε γενικά το ποσοστό εκμετάλλευσης να αυξάνει. Μάλιστα, ισχυρίζεται ότι το ποσοστό κέρδους μειώνεται ακριβώς επειδή οι εργάτες υφίστανται μια μεγαλύτερη και όχι μικρότερη εκμετάλλευση.

Στο πιο αφηρημένο επίπεδο, το χρηματικό ισοδύναμο του ποσοστού υπεραξίας S / V είναι ο λόγος των «κερδών» προς «μισθούς» π / W. Μια πτώση του λόγου κέρδους/μισθού μπορεί να θεωρηθεί ως ένδειξη μιας υπέρμετρης αύξησης του πραγματικού μισθού. Αλλά αυτός ο συλλογισμός είναι λαθεμένος.

Πρώτον και κύριον, είναι απολύτως πιθανό να έχουμε τους εργάτες κάτω από μεγαλύτερη εκμετάλλευση και άρα να παράγουν περισσότερο υπερπροϊόν, ενώ ταυτόχρονα οι καπιταλιστές να μην μπορούν να πουλήσουν αυτό το μεγαλύτερο προϊόν και άρα να μην μπορούν να το μεταφράσουν σε χρηματικά κέρδη. Για παράδειγμα, σε μια κρίση που προήλθε από φθίνον ποσοστό κέρδους (κατά Marx), καθώς μερικά κεφάλαια χρεοκοπούν, άλλα κεφάλαια θα στερηθούν αγοραστών για μέρος των προϊόντων τους. Οι τιμές πέφτουν και μαζί πέφτουν και τα κέρδη και ο λόγος κερδών/μισθών. Για να αποζημιωθούν γι’ αυτό, οι επιβιώσαντες καπιταλιστές θα πιέσουν τους εργάτες τους ακόμα περισσότερο, θα τους εκμεταλλευθούν ακόμα περισσότερο, προκειμένου να μειώσουν το κόστος και να παραμείνουν στην παραγωγή. Μέσα στην αναστάτωση της κρίσης, ένας μειούμενος λόγος κέρδους-μισθού συνοδεύεται από αυξανόμενο βαθμό εκμετάλλευσης. Επιπλέον, σε αυτές τις περιστάσεις και τα δύο είναι συμπτώματα της κρίσης, όχι αιτίες.

Αλλά το παραπάνω σχήμα δεν προϋπάρχει του ξεσπάσματος μιας κρίσης. Δεν θα νομιμοποιούμασταν τότε να δούμε το λόγο «κέρδους-μισθών» ως ένδειξη του βαθμού εκμετάλλευσης – κατά τις περιόδους μη κρίσης; Αν είναι έτσι, ένας μειούμενος λόγος κέρδους-μισθών, που προηγείται μιας κρίσης, θα ήταν δυνατό πειστήριο του ότι οι εργάτες πραγματικά κατόρθωσαν να αυξήσουν τους πραγματικούς μισθούς τους αρκετά γρήγορα, ώστε να μειώσουν το ποσοστό εκμετάλλευσης και άρα να επισπεύσουν την κρίση. Είναι ακριβώς αυτός ο θεωρητικός προσδιορισμός του π / W ως δείκτη του S / V που ορίζει την τάση της «συμπίεσης κέρδους» στη Μαρξιστική θεωρία κρίσεων, όπως παρουσιάζεται από τους Glyn, Sutcliffe και Rowthorn στην Αγγλία και Boddy και Crotty στις ΗΠΑ. [45]

Φαινομενικά ο ισχυρισμός τους στηρίζεται στην εμπειρική παρατήρηση ότι προηγείται των κρίσεων μια πτώση του λόγου κέρδους-μισθών. Αλλά αυτή η παρατήρηση συχνά γίνεται, επίσης, από αστούς οικονομολόγους, όπως είναι η πρόσφατη περίπτωση του William Nordhaus του Brookings Institute .[46] Αντίθετα από τον Nordhaus, οι μαρξιστές πάνε ένα βήμα μακρύτερα, ταυτίζοντας τον παρατηρούμενο λόγο κερδών-μισθών με το βαθμό εκμετάλλευσης. Από αυτό έπεται ότι η μείωση της δυνατότητας κερδοφορίας εκφράζει πραγματικά μια πτώση του ποσοστού υπεραξίας, η οποία με τη σειρά της μπορεί μόνο να οφείλεται σε αρκετά μεγάλη αύξηση των πραγματικών μισθών. Η ειρωνία είναι ότι ενώ ο αστός οικονομολόγος Nordhaus ρίχνει την ευθύνη για τη μείωση στο «κόστος κεφαλαίου», οι μαρξιστές την αποδίδουν σε «εργασιακά προβλήματα».

Κατά κάποιο τρόπο οι ισχυρισμοί για τη συμπίεση κερδών είναι τόσο παλιοί όσο ο καπιταλισμός. Κανείς δεν ξέρει καλύτερα από τους καπιταλιστές πόσο σημαντικά είναι τα κέρδη στο σύστημα και, για προφανείς αιτίες, κανείς δεν είναι ταχύτερος στην επίρριψη ευθυνών στους υψηλούς μισθούς, για την επίσπευση των κρίσεων. Με αυτή τη λογική, μια καπιταλιστική εκδοχή του επιχειρήματος των συμπιεσμένων κερδών αναφύεται μαζί με κάθε κρίση.

Σε λίγο πιο αφηρημένο επίπεδο, αυτοί οι οικονομολόγοι ισχυρίζονται ότι η μειούμενη κερδοφορία οφείλεται στο γεγονός ότι οι εργάτες κατόρθωσαν να αυξήσουν το μερίδιο τους στο εθνικό προϊόν (σε βάρος του καπιταλιστικού μεριδίου βέβαια). Σχολιάζοντας δύο από τους συγχρόνους του, τον γάλλο Frederic Bastiat (1840-50) και τον αμερικανό Henry Carey (1860-70), ο Marx παρατηρεί ότι παρόλο που δέχονται το γεγονός της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους, το εξηγούν (λανθασμένα) απλά και ολοκληρωτικά, ωσάν να οφείλεται στην αύξηση της αξίας του μεριδίου της εργασίας…».[47]

Από πολλές πλευρές η τρέχουσα Μαρξιστική θεωρία «συμπιεσμένων κερδών» είναι παρόμοια με αυτή των Bastiat και Carey. Ο Eric Olin Wright, στην ανασκόπηση του των Μαρξιστικών θεωριών για τις κρίσεις, συνοψίζει τη σύγχρονη εκδοχή με τον ακόλουθο τρόπο:

Ο ουσιαστικός ισχυρισμός είναι πολύ απλός. Τα σχετικά μερίδια του εθνικού εισοδήματος, που αποδίδονται στους εργάτες και τους καπιταλιστές, είναι ολοκληρωτικά αποτέλεσμα του συσχετισμού των δυνάμεων τους στην ταξική πάλη. Στο βαθμό που η εργατική τάξη αναπτύσσει ένα αρκετά δυνατό εργατικό κίνημα, για να κερδίσει αυξήσεις μισθών μεγαλύτερες από την αύξηση της παραγωγικότητας, θα υπάρχει μια τάση μείωσης του ποσοστού εκμετάλλευσης και άρα πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους (τάση «συμπίεσης» από την αύξηση των μισθών). Τέτοια μείωση των κερδών έχει ως αποτέλεσμα την αντίστοιχη μείωση των επενδύσεων, άρα ακόμα πιο αργές αυξήσεις της παραγωγικότητας. Το τελικό αποτέλεσμα είναι οικονομική κρίση.[48]

Η σύγχρονη οικονομική εκδοχή συνεπώς ακολουθεί την οικονομική λογική των Bastiat και Carey, στη θεώρηση της πτωτικής τάσης του ποσοστού των κερδών ως επακόλουθου του πτωτικού ποσοστού εκμετάλλευσης. Αλλά υπάρχει η κρίσιμη πολιτική διαφορά μεταξύ των δύο εκδοχών στο ότι, ενώ οι αστοί οικονομολόγοι επικρίνουν αυτή την κατάσταση, οι μαρξιστές πανηγυρίζουν γι’ αυτή. Η Μαρξιστική θεωρία της συμπίεσης του κέρδους ανάγει τον ταξικό αγώνα για τις εργασιακές συνθήκες σε κρίσιμο παράγοντα που καθορίζει (σε τελευταία ανάλυση) την πορεία της καπιταλιστικής αναπαραγωγής. Γι’ αυτούς τους μαρξιστές το γεγονός ότι η ανάπτυξη του συστήματος έχει φθάσει στο στάδιο όπου το εργατικό δυναμικό είναι αρκετά δυνατό για να επισπεύσει τις κρίσεις είναι ελπιδοφόρο σημάδι. Αν η εργατική τάξη είναι ικανή να γονατίσει το σύστημα μέσω των μισθολογικών της απαιτήσεων, τότε μπορεί να είναι ήδη αρκετά δυνατή για να αντισταθεί στις επιθέσεις κατά των μισθών που είναι μέρος και δέσμη της διαδικασίας «ανάκαμψης». Μπορεί ενδεχομένως να είναι αρκετά δυνατή για να «λύσει» το πρόβλημα των κρίσεων, αναλαμβάνοντας την κρατική εξουσία. Το μεγάλο προτέρημα αυτής της θεωρίας είναι η απλότητα της. Ακόμα και στον καπιταλισμό έχουμε την «προτεραιότητα της πολιτικής». Η πρακτική πολιτική της ταξικής πάλης, και όχι κάποιοι αφηρημένοι νόμοι κίνησης, είναι αυτό που πρέπει να αναλύσουμε για να καταλάβουμε την καπιταλιστική ιστορία. Η καπιταλιστική συσσώρευση πράγματι περιορίζεται εσωτερικά αλλά είναι η εργασία, όχι το «κεφάλαιο καθαυτό» (όπως λέει ο Marx), ο τελικός φραγμός της συσσώρευσης.

Η απλότητα είναι πράγματι προτέρημα μόνο αν η απλή εξήγηση είναι η σωστή. Η ποινή του σφάλματος, τελικά, είναι η αποτυχία. Και έτσι επιστρέφουμε στο κεντρικό σημείο της θεωρίας και ρωτάμε: μπορούμε πράγματι να συμπεράνουμε ένα μειούμενο ποσοστό εκμετάλλευσης από μια πτώση του λόγου κέρδους-μισθού που παρατηρήθηκε; Με άλλα λόγια, είναι άραγε το π / W δείκτης του S / V; Για να απαντηθεί αυτό πρέπει να ανιχνεύσουμε τις χρηματικές μορφές των S και V.

Σκεφθείτε το τέλος ενός αναπαραγωγικού κύκλου του συνολικού κεφαλαίου. Ξεκινώντας με τα έσοδα από πωλήσεις, μπορούμε να ανιχνεύσουμε τη δαπάνη αυτού του χρηματικού ποσού.

Υποθέστε τις συνολικές πωλήσεις (Μ’) στο ποσό των 100.000$. Από αυτά οι καπιταλιστές βάζουν στην άκρη 40.000$ για να αντικαταστήσουν το κόστος των υλικών και των μηχανών που αναλώθηκαν (Cp*) κατά την παραγωγή των εμπορευμάτων που πουλήθηκαν και 20.000$ για να αναπληρώσουν τους προκαταβληθέντες μισθούς (Vp*) στους εργάτες παραγωγής, που απασχολήθηκαν στην παραγωγική διαδικασία.(Xρησιμοποιώ τον όρο εργάτες παραγωγής γιατί δεν είναι δυνατό να παρουσιάσω επαρκώς την αρχή της παραγωγικής εργασίας στο πλαίσιο αυτού του γραπτού. Παρόμοια, χρησιμοποιώ τον όρο εμπόρευμα για να καλύψω και αγαθά και υπηρεσίες που πωλούνται έναντι χρημάτων. Η διάκριση μεταξύ παραγωγικής και μη παραγωγικής εργασίας δεν καταλήγει στην απλοϊκή διάκριση μεταξύ αγαθών και υπηρεσιών). Το υπόλοιπο ποσό 40.000$ είναι αυτό που οι καπιταλιστές αποκαλούν ακαθάριστα κέρδη πωλήσεων (S*). Είναι τα έσοδα από τις πωλήσεις των εμπορευμάτων μείον το κόστος των υλικών και της εργασίας που παρήγαν αυτά τα εμπορεύματα. Από την άποψη του συστήματος ως σύνολο, αυτά τα ακαθάριστα κέρδη αντιπροσωπεύουν το χρηματικό ισοδύναμο του υπερπροϊόντος. Από Μαρξιστική άποψη, τα «ακαθάριστα κέρδη» (S*) παριστούν το χρηματικό ισοδύναμο του χρόνου υπερεργασίας των παραγωγικών εργατών, ενώ οι μισθοί (Vp*) αυτών των εργατών παριστούν το χρηματικό ισοδύναμο του αναγκαίου χρόνου εργασίας τους. Ο σωστός δείκτης της εκμετάλλευσης των παραγωγικών εργατών -δηλ. του ποσοστού υπεραξίας- είναι κατά συνέπεια: S* / Vp* = 40.000 / 20.000 = 200%.

Αλλά οι καπιταλιστές το βλέπουν αλλιώς. Από τα ακαθάριστα κέρδη πρέπει να αφαιρέσουν τα χρήματα που ξόδεψαν προσπαθώντας να πουλήσουν τα εμπορεύματα. Αυτά τα έξοδα πώλησης, όπως τα λένε οι καπιταλιστές, αποτελούνται από τα κόστη των υλικών (Cu*) και της εργασίας (Vu*) για το μετασχηματισμό των εμπορευμάτων που παράχθηκαν σε χρήμα κατά την πώληση. Επιπρόσθετα, πρέπει να αφαιρέσουν τους έμμεσους φόρους Τ (πωλήσεων, άδεια και φόροι περιουσίας κ.λπ.), επειδή από την άποψη τους και αυτά επίσης είναι «έξοδα» των επιχειρήσεων. Αυτό που μένει τελικά από αυτές τις αφαιρέσεις λέγεται καθαρό εισόδημα της επιχείρησης (π). (Το καθαρό εισόδημα της επιχείρησης στη συνέχεια θα μοιραστεί σε φόρο εισοδήματος της επιχείρησης, καθαρή πρόσοδο (εν αντιθέσει προς την απόσβεση και συντήρηση κτιρίων και εξοπλισμού, τα οποία, για να ακριβολογήσουμε, είναι μέρος του κόστους παραγωγής ή των εξόδων πώλησης), τόκους, μερίσματα και αδιανέμητα κέρδη). Αν έξοδα πώλησης Cu* +Vu* = 15.000$ + 10.000$ και οι έμμεσοι φόροι Τ = 5.000$, τότε τα καθαρά εταιρικά έσοδα π = 10.000$.

Από την πλευρά της καπιταλιστικής τάξης και τα έξοδα πώλησης και οι έμμεσοι φόροι είναι γνήσια επιχειρηματικά έξοδα. Μάλιστα, ακόμα και από την άποψη του συστήματος ως σύνολο μπορούν να θεωρηθούν ως τελείως απαραίτητα έξοδα, εφόσον και το εμπορικό κεφάλαιο (χονδρεμπόριο/λιανικό) και το κράτος επιτελούν απαραίτητες λειτουργίες. Αλλά το γεγονός ότι είναι απαραίτητες δαπάνες δεν αναιρεί το ότι είναι επίσης παράγωγες μορφές υπεραξίας. Είναι απαραίτητο να παραχθεί το υπερπροϊόν πριν να μπορέσει να πωληθεί” η πώληση του αλλάζει μόνο τον τίτλο ιδιοκτησίας του, όχι το μέγεθος του. Η έκταση στην οποία μέρος του υπερπροϊόντος απορροφάται από τις δραστηριότητες αλλαγής τίτλων (αγοραπωλησία) και από τις κρατικές δραστηριότητες” (εκτός της κρατικής παραγωγής) είναι απλά δείκτης των εξόδων διανομής και νομιμοποίησης του συστήματος.

Ατυχώς οι θεωρητικοί της συμπίεσης των κερδών, αποτυγχάνουν να συλλάβουν αυτό το κρίσιμο σημείο. (Αυτό το σημαντικό κριτικό σχόλιο της λογικής της συμπίεσης των κερδών έχει επίσης γίνει σε μια κριτική των Boddy-Crotty (βλ. παραπάνω) που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό The Communist, τόμ. 1, αρ. 2.). Σταθερά ταυτίζουν το ποσοστό υπεραξίας με π / W, το λόγο του καθαρού εισοδήματος της επιχείρησης προς όλους τους μισθούς. Με τους όρους της παραπάνω απεικόνισης, π = 10.000$ και W = μισθοί παραγωγικών εργατών + μισθοί και αμοιβές των πωλητών κ.λπ. = 20.000$ + 10.000$ = 30.000$, έτσι ώστε π / W = 10.000/30.000 = 33,3%. Αυτό απέχει πολύ από το ποσοστό υπεραξίας, S* /Vp* = 200%.

Συγχέοντας το π / W με το S* / Vp* το πραγματικό ποσοστό εκμετάλλευσης κάθε δεδομένης περιόδου έχει υποεκτιμηθεί πάρα πολύ, όπως δείχνει το παραπάνω παράδειγμα (τα σχετικά μεγέθη αντιστοιχούν αρκετά κοντά στα πραγματικά τρέχοντα μεγέθη που διαθέτω βάσει μιας πολύ πιο σύνθετης και λεπτομερούς ανάλυσης της οικονομίας των ΗΠΑ. Στην πράξη η ανασύνθεση των χρηματικών ισοδυνάμων των S*, VP*και W είναι πολύ πιο πολύπλοκη απ’ ό,τι δείχτηκε παραπάνω. Ουσιαστικά, περιλαμβάνει το μετασχηματισμό των στοιχείων των λογαριασμών εθνικού εισοδήματος, βασισμένων στις Κεϋνσιανές κατηγορίες, σε λογαριασμούς βασισμένους στις Μαρξιστικές κατηγορίες της αξίας. Είναι ένας θεωρητικά και εμπειρικά δύσκολος στόχος. Παρ’ όλα αυτά είναι εφικτό και μάλιστα απολύτως απαραίτητο. Βασισμένος σε λεπτομερείς υπολογισμούς (που προφανώς δεν μπορώ να παρουσιάσω εδώ), βρίσκω ότι το πραγματικό ποσοστό υπεραξίας S / Vp* αυξήθηκε από το 1900 ως το 1972, ενώ το π / W μειώνεται στην ίδια περίοδο. Αυξανόμενες δαπάνες και αυξανόμενοι φόροι εξηγούν μεγάλο μέρος αυτής της ασυμφωνίας.).

Κάτι ακόμα χειρότερο, το π / W με την πάροδο του χρόνου ενσωματώνει μια υποεκτίμηση του πραγματικού ποσοστού S* / Vp* γιατί σε όλες τις καπιταλιστικές οικονομίες τόσο τα έξοδα πωλήσεων όσο και οι έμμεσοι φόροι έχουν αυξηθεί έντονα. Αυτό αληθεύει ιδιαίτερα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Είναι λάθος συνεπώς να εξηγούμε τις παρατηρούμενες πτώσεις του λόγου «κερδών-μισθών» π / W μέσω μιας υποτιθέμενης πτώσης του ποσοστού εκμετάλλευσης. Αντίθετα, είναι πολύ πιθανό ότι ένα αυξανόμενο ποσοστό εκμετάλλευσης που συνοδεύεται από μειούμενο ποσοστό κέρδους, κατά τον Marx, έχει ως αποτέλεσμα έναν μειούμενο ρυθμό συσσώρευσης και μια αυξανόμενη ανεργία. Ενόψει αυτού, ο αυξανόμενος ενδοκαπιταλιστικός ανταγωνισμός και ο εντεινόμενος κρατικός παρεμβατισμός εμφανίζονται ως αντιδράσεις σε μια κρίση που βαθαίνει, όχι σαν αιτίες της.

Εμπειρικά, αυτές οι αντιδράσεις εμφανίζονται ως αυξανόμενα έξοδα πωλήσεων και αυξανόμενοι φόροι, και παρουσιάζονται ως μειούμενο π /W ακόμα και αν το S*/Vp* αυξάνεται. Αυτή λοιπόν είναι η εξήγηση του Yaffe για την παγκόσμια κρίση που διανύουμε.

Αξίζει να επαναλάβουμε ότι η μείωση του λόγου «κέρδους-μισθών» που παρατηρήθηκε δεν παρέχει μια εξήγηση από μόνη της. Για να εξηγήσουμε την απλή παρατήρηση, χρειαζόμαστε μια θεωρία των καθοριστικών παραγόντων των κερδών, προκειμένου να γνωρίζουμε ποιοι συντελεστές είναι υπεύθυνοι για τις εμπειρικές τάσεις. Αλλά πρέπει επίσης να ξέρουμε πώς οι εμπειρικές κατηγορίες ανταποκρίνονται στις θεωρητικές, διαφορετικά θα φτάσουμε στην αποδοχή μιας λάθους αιτίας. Αυτό είναι ακριβώς το λάθος που έγινε από τη σχολή της συμπίεσης κέρδους: βασίζονται στη θεωρία της υπεραξίας και ωστόσο αποτυγχάνουν τελείως να συλλάβουν τη διαφορά μεταξύ αυτής της σύνθετης και ισχυρής Μαρξιστικής κατηγορίας και της αστικής κατηγορίας του «κέρδους» (καθαρού λειτουργικού εσόδου). Με αυτό τον τρόπο αποδίδουν λανθασμένα τη γενικευμένη μείωση της κερδοφορίας, και επομένως την τρέχουσα παγκόσμια κρίση, σε μια συμπίεση των κερδών που προέρχεται από τους μισθούς.

Συμπεράσματα

Η ιστορία μάς διδάσκει ότι περιοδικά εμφανίζονται ρωγμές στον οικονομικό και κοινωνικό ιστό του καπιταλισμού. Τότε οι ενύπαρκτες κοινωνικές τάσεις του συστήματος ξεπροβάλλουν σε οξεία αντίθεση. Οι αστικές κοινοτοπίες των ποικίλων ορθοδοξιών αρχίζουν να φθίνουν, να πνέουν αέρα απόγνωσης, και η ταξική πάλη ξεσπάει ανοιχτά.

Μαθαίνουμε αυτό το μάθημα της καπιταλιστικής ιστορίας για μια ακόμα φορά. Η μεταπολεμική άνθιση που επρόκειτο να μας οδηγήσει στις χρυσές πύλες του 21ου αιώνα είναι πια επίσημα νεκρή. Όλος ο καπιταλιστικός κόσμος βρίθει από οικονομικές κρίσεις. Ο διεθνής ανταγωνισμός εντείνεται καθώς οι καπιταλιστές μάχονται να επιβιώσουν, τράπεζες πτωχεύουν, βιομηχανικοί γίγαντες πτωχεύουν, το διεθνές νομισματικό σύστημα παραπαίει από τη μια κρίση στην άλλη, η ανεργία βαθαίνει και παντού η ταξική πάλη οξύνεται. Πώς μπορούμε να καταλάβουμε αυτή την τελευταία κρίση του καπιταλισμού; Απαραίτητα πρέπει να μελετηθεί και να αναλυθεί λεπτομερώς, όχι τοπικά ή εθνικά αλλά σε διεθνή κλίμακα. Αλλά αυτό από μόνο του δεν αρκεί. Πρέπει ταυτόχρονα να κατανοήσουμε ότι οι κρίσεις δεν είναι τίποτα καινούριο στον καπιταλισμό. Οι περιοδικές και καταστρεπτικές εμφανίσεις τους έχουν αναγνωρισθεί, αναλυθεί και θεωρητικά συλληφθεί από πολλούς άλλους, πολύ πριν εμείς αναρωτηθούμε καν. Το να καταλάβουμε αυτό σημαίνει να καταλάβουμε την αναγκαιότητα της μελέτης των εξηγήσεων των προγενεστέρων μας, έτσι ώστε να ωφεληθούμε από αυτούς και να στηριχτούμε σε αυτούς. Αν ο σκοπός είναι η υπέρβαση του συστήματος, τότε επιβάλλεται να το κατανοήσουμε. Τίμημα της αδιαφορίας είναι η αποτυχία.

Αντικείμενο αυτών των σελίδων ήταν η παρουσίαση και η ανάλυση των βασικών θέσεων που προέκυψαν ιστορικά στο ζήτημα των καπιταλιστικών κρίσεων. Προσπάθησα να είμαι όσο το δυνατόν αυστηρότερος σε αυτό το σκοπό, ενώ παράλληλα να μην απαιτείται προηγούμενη γνώση πάνω στο θέμα. Έτσι προσπάθησα να μην παρουσιάσω μόνο έναν συγκεκριμένο τύπο θεωρίας, αλλά επίσης γιατί αναπτύσσει τις θέσεις αυτές, πώς ο ισχυρισμός αναπτύχθηκε ιστορικά και ποιες πολιτικές θέσεις έχουν συνδεθεί με αυτή μέσα στο χρόνο.

Προτιμώ εδώ όχι να συνοψίσω ό,τι συζητήθηκε σε αυτές τις σελίδες, αλλά να εστιάσω την προσοχή μου σε τρία μαθήματα που, πιστεύω, υπονοούνται σιωπηρά στην ιστορία των θεωριών των κρίσεων.

Το πρώτο μάθημα αναφέρεται στη σχέση θεωρίας και πολιτικής. Κάθε θεωρητική θέση συνεπάγεται έναν συγκεκριμένο τρόπο αλλαγής του συστήματος. Με αυτή τη λογική κάθε θεωρία έχει πολιτικές συνέπειες για την πρακτική η οποία βασίζεται σε αυτή. Αλλά είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν μπορούν να γίνουν απλουστευτικές συνδέσεις μεταξύ ενός συγκεκριμένου συνόλου θεωρητικών εννοιών και της πολιτικής που αναμένεται να συγγενεύει με αυτές. Ας πάρουμε για παράδειγμα την περίπτωση της θεωρίας υποκατανάλωσης. Στους υποστηρικτές της περιλαμβάνονται ο αντιδραστικός Parson Malthus και ο μικροαστός σοσιαλιστής Simone de Sismondi, η επαναστάτρια Rosa Luxemburg και όλη η σύγχρονη σχολή του «μονοπωλιακού καπιταλισμού» που στηρίζεται στις εργασίες των Paul Sweezy και Paul Baran. Στους αντιπάλους, από την άλλη, περιλαμβάνονται οι αστοί θεωρητικοί κάθε κατηγορίας, από τον Ricardo και εφεξής, αλλά επίσης και οι Marx και Lenin. Ούτε μεταξύ των υποστηρικτών της θεωρίας υποκατανάλωσης ούτε μεταξύ των επικριτών της, δεν διακρίνεται κοινή πολιτική θέση. Παρόμοιοι ισχυρισμοί μπορούν να γίνουν για κάθε άλλη θεωρία της κρίσης.

Το δεύτερο σημαντικό μάθημα έχει να κάνει με τη θεωρία και τα «γεγονότα». Είναι σοβαρό λάθος να συμπεραίνουμε ότι τα «γεγονότα» είναι κατά κάποιο τρόπο δεδομένα, ανεξάρτητα από το θεωρητικό πλαίσιο. Ακόμα και μια σύντομη μελέτη της ιστορίας των λογαριασμών εθνικού εισοδήματος δείχνει γρήγορα ότι τα στοιχεία που αντιμετωπίζουμε, σε κάθε περίπτωση, είναι αριθμητικές αναπαραστάσεις συγκεκριμένων θεωρητικών κατηγοριών. Αυτά τα δεδομένο βέβαια βασίζονται σε γεγονότα του πραγματικού κόσμου, αλλά ο τρόπος με τον οποίο το γεγονός κωδικοποιείται και καταμετρείται εξαρτάται επίσης από μια κοσμοθεωρία. Το πρότυπο που προκύπτει στη βάση Κεϋνσιανών κατηγοριών (που προϋποτίθενται στους τρέχοντες εθνικούς λογαριασμούς εισοδήματος) δεν είναι απαραίτητα ίδιο με αυτό που προκύπτει στη βάση των Μαρξιστικών κατηγοριών. Στη συζήτηση για τις θεωρίες της συμπίεσης κερδών, για παράδειγμα, είδαμε πόσο σημαντικό είναι να μην συγχέουμε το λόγο κερδών-μισθών (π / W) με το ποσοστό εκμετάλλευσης (S / V). Θα ήταν τρομερή πράγματι απώλεια να εγκαταλείψουμε μια σωστή θεωρία επειδή δεν ανταποκρίνεται σε «γεγονότα» που στηρίζονται σε τελείως διαφορετικές κατηγορίες.

Το τρίτο μάθημα έχει ήδη συζητηθεί στην αρχή του τμήματος. Για να το επαναλάβουμε εν συντομία, κατά την ανάλυση των κρίσεων δεν επαρκεί να μελετάμε τα φαινόμενα τους. Είναι εξίσου απαραίτητο να μελετάμε τις εξηγήσεις των κρίσεων, τις τωρινές και αυτές του παρελθόντος. Διαφορετικά, είναι πολύ πιθανό να ανακαλύψουμε εκ νέου ό,τι έχει ήδη ανακαλυφθεί και να κάνουμε τα ίδια λάθη που έκαναν άλλοι προ πολλού. Λέγεται συχνά ότι όσοι αγνοούν την ιστορία είναι καταδικασμένοι να την επαναλάβουν. Σε αυτό θα μπορούσε να προστεθεί ότι όσοι αγνοούν τη θεωρία είναι καταδικασμένοι να την ανακαλύπτουν εκ νέου.

Σημειώσεις

  1. Βλ. Alchian, A.A και Allen, W.R. (1969), Exchange and Production Theory in Use, Belmont, Ca.: Wadsworth Publishers Co, κεφ. 1-4, για μια εύληπτη παρουσίαση της νεοκλασικής αντίληψης.
  2. Wesly Clair Mitchell (1961), «Business Cycles», στο Readings in Business Cycle Theory, American Economic Association, London: George Allen and Unwin, σελ. 43 Samuelson Paul (1976), Economics, New York: McGraw-Hill Book Co. σελ. 250-251.
  3. Samuelson, ό.π., σελ. 257.
  4. Robert Lekachman (1976), Economic Heresies, New York: Basic Books Inc., σελ. 343.
  5. Joan Robinson (1971), Economic Heresies, New York: Basic Books, σελ. χ.
  6. Lekachman, ό.π., σελ. 347-348. Αυτή ήταν σε μεγάλο βαθμό η ίδια η προοπτική του Keynes και συνεχίζει να αντανακλάται σε αυτή των οπαδών του.
  7. Michael Bleany (1976), Underconsumption Theories: A History and Critical Analysis, New York: International Publishers,, σελ. 63.
  8. Michael Barrat-Brown (1974), Economics of Imperialism, London, Penguin Books, σελ. 170.
  9. Bleany, ό.π., σελ. 153-168.
  10. Ό.π., σελ. 180.
  11. Ό.π., σελ. 171.
  12. Hobson. Αναφέρομαι στο Bleany, ό.π., σελ. 166.
  13. Για μια συζήτηση του τι είναι «κανονικές» τιμές και πώς καθορίζονται στο έργο του Marx, βλ. το άρθρο μου (1977), ««Marx’s Theory of Value and the Transformation Problem» στο The Subtle Economy of Capitalism, εκδ. Jesse Schwartz, Santa Monica, Cal.: Goodyear Publishing Co., Inc, σελ. 106-137.
  14. K. Marx (1973), Grundrisse, London: Penguin Books, μεταφρασμένο με πρόλογο του Martin Nicolaus, σελ. 56-58.
  15. Russel Jacoby (1975), «The Politics of the Crisis Theory: Towards the Critique of Automatic Marxism ll», Telos, 23, Άνοιξη, σελ. 5-11.
  16. Ό.π. Το απόσπασμα είναι του Danielson.
  17. Ό.π., σελ. 14-16.
  18. Ό.π., σελ. 22.
  19. Bleaney, ό.π., σελ. 89.
  20. Ό.π., σελ. 193.
  21. P. Sweezy (1942), The Theory of Capitalist Development, New York: Monthly Review Press, σελ. 179.
  22. Ό.π., σελ. 183.
  23. P. Baran και Paul Sweezy (1968), Monopoly Capital, New York: Monthly Review Press, σελ. 108.
  24. P. Sweezy (1975), «The Economic Crisis», Monthly Review, τόμ. 26 (10), σελ. 1-8.
  25. Eric Olin Wright, «Altemative Perspectives in the Marxist Theory of Accumulation and Crisis» στο Schwartz, σελ. 215-256.
  26. Bleaney, ό.π., σελ. 225.
  27. Ό.π., σελ. 245-248.
  28. Βλ. BA. Joseph Steindl (1976), Maturity and Stagnation in American Capitalism, New York: Monthly Review Press, σελ. xvii, σημ. 7.
  29. Ό.π., σελ. xv-xvi.
  30. K. Marx (1967), Capital (New York, International Publishers, τόμ. III, σελ. 250.
  31. Ό.π., σελ. 213.
  32. K. Marx (1967), Capital (New York, International Publishers, τόμ. Ι, σελ. 604.
  33. Sweezy, ό.π., σελ, 88′ Maurice Dobb (1937), Political Economy and Capitalism, London: Routledge & Kegan Paul, Ltd, 11α, σελ.108-114.
  34. David Yaffe (1976), inflation, the Crisis and the Post War Boom», Revolutionary Communist, ap. 2, αρ. 2, σελ. 5-45.
  35. N. Okishio (1961), «Technical Change and the Rate of Profit», Kobe University, τόμ. 7, σελ. 85-99.
  36. K. Marx, ό.π., τόμ. III, σελ. 264′ βλ. επίσης ένα πραγματικό παράδειγμα αυτής της διαδικασίας που παρουσιάζει και αναλύει ο K. Marx στα Grundrisse, ό.π., σελ. 383-385.
  37. Geoff Hodgson (1974), «The Theory of the Falling Rate of Profit», New Left Review, 84, (Μάρτιος-Απρίλιος).
  38. Βλ. Victor Perlo (1966), «Capital-Output Raations in Manufacturings Quarterly Review of Economics and Business, 8 (3), (Φθινόπωρο), σελ. 29-42.
  39. K. Marx (1967), Theories of Surplus Value, New York: International Publishers, σελ. 439.
  40. Η συζήτηση που ακολουθεί οφείλει πολλά στον Jacoby, ό.π., τμήμα V.
  41. Ό.π., σελ. 35.
  42. Ό.π., σελ. 37.
  43. Ό.π., σελ. 43.
  44. Yaffe, ό.π.,σελ. 5-32.
  45. Βλ. Andrew Glyn και Bob Sutcliffe (1972), British Capitalism, Worker, Workers and the Profit Squeeze, London: Penguin Books’ Bob Rowthora (1976), «Manuel’s “Late Capitalism”)), New Left Review, 98, (Ιουλ.-Αυγ.), σελ. 59-83′ Raford Boddy και James Crotty (1975), «Class Conflict and Macro-Policy: The Political Business Cycle», Review of Radical Political Economics, τόμ. 7, αρ. 1.
  46. William Nordhaus (1976), «The Falling Share of Profits», Brooking Papers,, αρ. Ι, σελ. 169-208.
  47. K. Marx, Grundrisse,, ό.π., σελ. 755.
  48. Wright, ό.π.,σελ. 216.

 

Το κείμενο είχε (ανα)δημοσιευτεί στην πρώτη μορφή του ιστολογίου απο το site politikespsifides

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *