Franz Mehring: Για τον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου

Μια ιστορική φωτογραφία απο την κομματική σχολή του SPD στο Βερολίνο το 1907. Όρθιοι είναι οι διδάσκοντες και στα θρανία οι μαθητές. Όλοι όσοι δίδασκαν θα έπαιζαν τα επόμενα χρόνια κρίσιμο ρόλο στις εξελίξεις και όχι μόνο απο την πλευρά των εργατών. Απο αριστερά: Heinemann, Schulz, Rosenfeld, Luxemburg, Bebel, Stadthagen, Cunow, Mehring, Wurm, Pieck και τελευταίος ο Ebert.

 

 

Το κείμενο του F.Mehring αποτελεί μέρος του βιβλίου του “Karl Marx: Η ιστορία της ζωής του” και γράφτηκε το 1918. Αναδημοσιεύεται εδώ απο το ιστολόγιο marxistbooks

 

 

Ο πρώτος τόμος του Κεφαλαίου

 

 

Στο πρώτο μέρος του βιβλίου του, ο Μαρξ ανακεφαλαιώνει για μια ακόμα φορά ό,τι είχε ήδη γράψει το 1859 στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας αναφορικά με τη φύση του εμπορεύματος και του χρήματος. Αυτό το έκανε όχι μόνο γιατί ήθελε να εί­ναι πληρέστερη η έκθεση του, αλλά γιατί ακόμα και νοήμονες αναγνώστες του, συχνά δεν κατόρθωναν ν’ αντιληφθούν ολότελα τις ιδέες του, και έτσι συμπέρανε ότι θα έπρεπε να υπήρχε κάτι εσφαλμένο στον τρόπο της παρουσίασης τους και ιδιαίτερα στην ανάλυ­ση από μέρος του της φύσης του εμπορεύ­ματος.

Ασφαλώς μεταξύ των ευφυών αναγνω­στών του δεν θα υπολογίζονται οι καθηγητικοί φωστήρες της Γερμανίας οι οποίοι εκδηλώσανε την αποστροφή τους ιδιαίτερα για τo πρώτο κεφάλαιο λόγω του «υποτιθέμενου μυστικισμού» του. «Από την πρώτη ματιά έ­να εμπόρευμα παρουσιάζεται σαν κάτι απλό, σαν ένα ευκολονόητο πράγμα. Η ανάλυσή του όμως αποδείχνει ότι είναι ένα πολύ εκκεντρικό αντικείμενο, γεμάτο από μεταφυσι­κές λεπτολογίες και θεολογικά σοφίσματα. Στο βαθμό που είναι αξία χρήσης δεν υπάρχει σ’ αυτό τίποτε το μυστηριώδες… Η μορ­φή του ξύλου αλλάζει όταν κατασκευάζομε απ’ αυτό ένα τραπέζι, Όμως, το τραπέζι δεν παύει να είναι από ξύλο, ένα συνηθισμέ­νο χειροπιαστό αντικείμενο. Μόλις όμως εμφανιστεί σαν εμπόρευμα, γίνεται εκτός από αισθητό και υπεραισθητό. Δεν στέκεται πια μόνο στερεά με τα τέσσερα πόδια του πάνω στο έδαφος αλλά απέναντι στα αλλά εμπορεύματα είναι σαν αναποδογυρισμένο, το δε ξύ­λινο κεφάλι του αναπτύσσει παραξενιές πιο απίθανες κι: απ’ ό,τι θα είταν αν άρχιζε να χορεύει μοναχό του». Αυτό το επιχείρημα παρανοήθηκε από όλους αυτούς τους βραδύνοες που μπορούσαν να κατασκευάζουν μεταφυσι­κές λεπτολογίες και θεολογικούς γρίφους κα­τά βούληση, όχι όμως και τίποτε έτσι υλικό και συνηθισμένο, όπως ένα απλό ξύλινο τραπέζι.

Αν εξεταστεί έστω και μόνο από φιλο­λογική άποψη, ο πρώτος τόμος του Κεφα­λαίου είναι ένα από τα ωραιότερα κείμενα που έγραψε στη ζωή του ο Μαρξ. Αφού πραγματεύθηκε το θέμα του εμπορεύματος, έπειτα προχωρώντας δείχνει πώς το χρήμα μετατρέπεται σε κεφάλαιο. Αν ίσες αξίες αν­ταλλάσσονται με ίσες αξίες μέσα στην κυ­κλοφορία των εμπορευμάτων, πώς μπορεί ο άνθρωπος που διαθέτει χρήματα ν’ αγοράσει εμπορεύματα στην αξία τους, να τα πουλή­σει έπειτα πάλι στην αξία τους και παρ’ όλα αυτά να εισπράξει μεγαλύτερη αξία απ’ όση έδοσε; Αυτό μπορεί να το επιτύχει μό­νο γιατί κάτω από τις επικρατούσες κοινωνι­κές σχέσεις βρίσκει στην αγορά των εμπο­ρευμάτων ένα εμπόρευμα που έχει μια τέ­τοια ιδιαίτερη φύση ώστε η κατανάλωσή του αποτελεί την πηγή νέας αξίας. Αυτό το εμ­πόρευμα είναι η εργατική δύναμη.

Υπάρχει μέσα στον ίδιο το ζωντανό ερ­γάτη που χρειάζεται ορισμένη ποσότητα τρο­φίμων για να διατηρηθεί στη ζωή αυτός και η οικογένεια του, η οποία άλλωστε κ’ εξα­σφαλίζει τη διαιώνιση της ζωντανής εργατι­κής δύναμης μετά το θάνατό του. Ο χρόνος εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή αυτής της ποσότητος των τροφίμων κλπ. αντιπροσωπεύει την αξία της εργατικής δύναμης. Ωστόσο η αξία αυτή που πληρώ­νεται με τη μορφή ημερομισθίων, είναι πολύ μικρότερη από την αξία που ο αγοραστής της εργατικής δύναμης είναι σε θέση ν’ αποσπάσει απ’ αυτήν. Η πρόσθετη υπερεργασία του εργάτη που υπερβαίνει το χρόνο εργασίας τον αναγκαίο για την αντικατάσταση της αξίας που αντιπροσωπεύουν τα η­μερομίσθιά του, αποτελεί την πηγή της υ­περαξίας, την πηγή της αδιάκοπα αυξανόμε­νης συσσώρευσης του κεφαλαίου. Αυτή η α­πλήρωτη εργασία του εργάτη κατανέμεται μεταξύ όλων των μη εργαζόμενων μελών της κοινωνίας, ολόκληρο δε το κοινωνικό σύ­στημα στο όποιο ζούμε στηρίζεται πάνω σ’ αυτήν.

Αυτή καθαυτή η απλήρωτη, εργασία α­σφαλώς δεν αποτελεί αποκλειστικό χαρακτη­ριστικό γνώρισμα της σύγχρονης αστικής κοι­νωνίας. Όσον καιρό υπήρξαν κατέχουσες και μη κατέχουσες τάξεις, οι τελευταίες όφειλαν πάντοτε να πραγματοποιούν κ’ εργασία απλήρωτη. Όσον καιρό ένα τμήμα της κοινωνίας θα διαθέτει μονοπωλιακά τα μέσα της παραγωγής, τόσον καιρό και ο εργάτης είτε είναι ελεύθερος είτε όχι θα οφείλει να ερ­γάζεται περισσότερο από το χρόνο που είναι αναγκαίος για τη δική του διατήρηση στη ζωή, για να προμηθεύει τα τρόφιμα κλπ. στους κάτοχους των παραγωγικών μέσων. H μισθωτή εργασία είναι μόνο μια ιδιαίτερη ιστορική μορφή του συστήματος της απλήρω­της εργασίας που υπάρχει από τότε που χω­ρίστηκε η κοινωνία σε τάξεις, και σαν τέ­τοια πρέπει να εξετασθεί αν πρόκειται να γίνει κατανοητή σωστά.

Για να είναι σε θέση να μετατρέψει το χρήμα του σε κεφάλαιο, ο άνθρωπος με τα χρή­ματα πρέπει να βρει ελεύθερους εργάτες στην αγορά, ελεύθερους με διπλή έννοια, ότι πρώ­τα απ’ όλα είναι ελεύθεροι να διαθέτουν την εργατική τους δύναμη σαν εμπόρευμα και δεν έχουν κανένα άλλο εμπόρευμα να διαθέσουν, και δεύτερο ότι είναι ελεύθεροι με την έννοια ότι δεν έχουν στην κατοχή τους κα­νένα από τα μέσα που είναι αναγκαία για να χρησιμοποιήσουν οι ίδιοι την εργατική τους δύναμη ανεξάρτητα. Αυτή είναι μια σχέση που δεν στηρίζεται σε νόμους της Φύ­σης, γιατί η Φύση δεν δημιουργεί από το έ­να μέρος τους κάτοχους των εμπορευμάτων ή του χρήματος, και από το άλλο μέρος ε­κείνους που δεν διαθέτουν τίποτε άλλο από την εργατική τους δύναμη.

Επιπλέον δεν έ­χουμε να κάνουμε με μια κοινωνική σχέση που είναι κοινή σε όλες τις ιστορικές περιό­δους, αλλά με το αποτέλεσμα μιας μακράς περιόδου ιστορικής εξέλιξης, με το δημιούρ­γημα πολλών οικονομικών μεταβολών και την παρακμή και την εξαφάνιση μιας ολό­κληρης σειράς από παλαιότερες μορφές της κοινωνικής παραγωγής.

Η εμπορευματική παραγωγή είναι η α­φετηρία του κεφαλαίου. Η παραγωγή του εμπορεύματος, η εμπορευματική κυκλοφορία και η ανεπτυγμένη κυκλοφορία εμπορευμά­των, το εμπόριο, αποτελούν την ιστορική προϋπόθεση της ανάπτυξης του κεφαλαίου. Η ιστορία του σύγχρονου κεφαλαίου χρονο­λογείται από την εποχή που πρωτοδημιουργήθηκε το νεότερο παγκόσμιο εμπόριο και η νεότερη παγκόσμια αγορά, τον δέκατο έκτο αιώνα. Η απατηλή πεποίθηση των αγοραί­ων οικονομολόγων, ότι κάποτε τον παλιό καιρό υπήρχε μια εκλεκτή μερίδα από ανθρώπους εργατικούς οι οποίοι συσσώρευσαν πλούτη, κ’ ένα πλήθος από οκνηρούς και απρόκοπους που τελικά δεν τους έμεινε τίπο­τε άλλο να πουλήσουν παρά το ίδιο το πε­τσί τους, είναι ανοησία πρώτου μεγέθους, ο δε μισοδιαφωτιστικός τρόπος με τον όποιο οι αστοί ιστορικοί περιγράφουν τη διάλυση του φεουδαλικού παραγωγικού συστήματος σαν απελευθέρωση του εργάτη, όχι όμως συγ­χρόνως και σαν εξέλιξη από το φεουδαλικό στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, δεν αποτελεί τίποτε καλύτερο. Ο εργάτης έ­παυσε ν’ ανήκει στην κατηγορία των παραγωγικών μέσων όπως ο δούλος και ο δουλο­πάροικος, αλλά και έπαυσε επίσης να κατέ­χει τα μέσα της παραγωγής, όπως ο αγρότης ή ο τεχνίτης που εργάζονται για δικό τους λογαριασμό.

Η μεγάλη μάζα του πληθυσμού αποξε­νώθηκε από τη γη, τα τρόφιμα και τα πα­ραγωγικά μέσα, με μια σειρά από βίαια και απάνθρωπα μέτρα τα όποια ο Μαρξ περιγράφει λεπτομερώς, με βάση την αγγλική ιστορία, στο κεφάλαιο του για την πρωταρχική συσσώρευση. Μ’ αυτόν τον τρόπο δημιουργήθηκε ο ελεύθερος εργάτης που χρειαζόταν το καπιταλιστικό παραγωγικό σύστημα. Το κεφάλαιο ήλθε στον κόσμο βγάζοντας απ’ όλους τους πόρους του λάσπη και αίμα, και μόλις κατόρθωσε να σταθεί στα πόδια του όχι μόνο διατήρησε τον αποχωρισμό τού εργάτη από τα μέσα που του είταν αναγκαία για να χρησιμοποιήσει την εργατική του δύναμη, αλλά και αναπαρήγε αυτόν τον αποχωρισμό σε ολοένα μεγαλύτερη κλίμακα.

Η μισθωτή εργασία διαφέρει από τις παλαιότερες μορφές της μη πληρωνόμενης εργασίας λόγω του γεγονότος ότι η δραστηριότητα του κεφαλαίου είναι απεριόριστη και η αδηφαγία του για υπερεργασία ακόρεστη. Στις κοινωνίες στις οποίες η αξία χρήσης ενός εμπορεύματος είναι σπουδαιότερη από την ανταλλακτική του αξία, η υπερεργασία περιορίζεται σ’ ένα λιγότερο ή περισσότερο ευρύ κύκλο αναγκών, από την ίδια τη φύση της όμως αυτή η παραγωγική μορφή δεν καταλήγει σε απεριόριστη ζήτηση υπερεργασίας.

Όπου η ανταλλακτική αξία ενός εμπορεύματος είναι σημαντικότερη από την αξία χρήσης του, η κατάσταση είναι διαφορετική. Στην παραγωγική χρησιμοποίηση της ξένης εργατικής δύναμης, στην απομύζηση υπερεργασίας και την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης, το κεφάλαιο ξεπερνά όλους τους προηγούμενους τρόπου παραγωγής που στηρίζονταν στην άμεση καταναγκαστική εργασία, όταν το κρίνουμε από άποψη της δραστηριότητάς του, της έλλειψης ενδοιασμών και της αποτελεσματικότητας.

Το κύριο πρόβλημα για το κεφάλαιο δε είναι η ιδιαίτερη μορφή της εκτελούμενης εργασίας, ούτε η παραγωγή αξιών χρήσης, αλλά η ίδια η διαδικασία (προτσές) αξιοποίησης της εργατικής δύναμης, η παραγωγή ανταλλακτικών αξιών από τις όποιες θα μπορέσει να αποσπάσει μεγαλύτερη αξία από εκείνη που τοποθέτησε μέσα σ’ αυτές. Η ζήτηση υπεραξίας δεν γνωρίζει όρια κορεσμού. Η παραγωγή ανταλλακτικών αξιών δεν γνωρίζει όριο σαν εκείνα που θέτει στην παραγωγή των αξιών χρήσης η ικανοποίηση των αμέσων αναγκών.

Ακριβώς όπως ένα εμπόρευμα αποτελεί συνδυασμό της αξίας χρήσης και της ανταλλακτικής αξίας, έτσι και η διαδικασία (προτσές) της εμπορευματικής παραγωγής είναι κι αυτή ένας συνδυασμός της συγκεκριμένης, από τη μια, μορφής εργασίας και, από την άλλη, της εργασίας που δημιουργεί αξίες. Η διαδικασία της δημιουργίας αξίας διαρκεί πρώτα μέχρι τη στιγμή κατά την οποία η αξία της εργατικής δύναμης που πληρώνεται σε ημερομίσθια αντικαθίσταται από μια ίση ποσοτικά αξία, πέραν δε του σημείου αυτού εξελίσσεται σε διαδικασία παραγωγής της υπεραξίας, της αποδοτικής δηλαδή αξιοποίησης της εργατικής δύναμης.

Σαν συνδυασμός της συγκεκριμένης μορφής εργασίας και της δια­δικασίας της αποδοτικής της αξιοποίησης γίνεται διαδικασία της καπιταλιστικής παραγωγής, η καπιταλιστική μορφή εμπορευματι­κής παραγωγής. Στη διαδικασία της συγκε­κριμένης μορφής εργασίας, η εργατική δύναμη και τα μέσα παραγωγής συνεργάζονται.

Στη διαδικασία της αξιοποίησής της τα ίδια τα συστατικά μέρη του κεφαλαίου εμφανί­ζονται σαν σταθερό και σαν μεταβλητό κεφά­λαιο. Το σταθερό κεφάλαιο μετατρέπεται μέσα στην παραγωγική διαδικασία σε μέσα παρα­γωγής, πρώτες ύλες, βοηθητικά υλικά και εργαλεία παραγωγής και δεν αλλάζει την α­ξία του. Το μεταβλητό κεφάλαιο μετατρέπε­ται κι αυτό μέσα στην παραγωγική διαδικασία σε εργατική δύναμη και η αξία του με­ταβάλλεται: αναπαράγει την αξία του κ’ έ­πειτα παράγει ένα πρόσθετο περίσσευμα που ξεπερνά την αξία αυτή, μια υπεραξία που μπορεί να διαφέρει σε όγκο και να είναι με­γαλύτερη ή μικρότερη ανάλογα με τις συν­θήκες. Έτσι ο Μαρξ προετοιμάζει το έδαφος για την εξέταση της υπεραξίας που παρουσιάζεται με δυο μορφές, τη σχετική και την απόλυτη υπεραξία, που έπαιξαν διαφορετι­κούς μεν, αλλά η καθεμιά τους κι από ένα αποφασιστικό ρόλο στην ιστορία του καπιτα­λιστικοί τρόπου παραγωγής.

Απόλυτη υπεραξία παράγεται όταν ο καπιταλιστής αναγκάζει τον εργάτη να εργαστεί περισσότερο από το χρόνο που είναι αναγκαίος για την αναπαραγωγή της εργα­τικής του δύναμης, Αν είταν στο χέρι του καπιταλιστή, η εργάσιμη ημέρα θα περιλάμ­βανε εικοσιτέσσερεις ώρες, γιατί όσο μεγαλύ­τερη είναι η εργάσιμη μέρα τόσο μεγαλύ­τερη είναι και η υπεραξία που θα παραγό­ταν. Εξάλλου ο εργάτης έχει το δικαιολο­γημένο συναίσθημα ότι κάθε ώρα του εργάσιμου χρόνου, που αναγκάζεται να διαθέσει πέραν και πλέον του αναγκαίου χρόνου που απαιτείται για την αναπαραγωγή των ημε­ρομισθίων του, αποσπάται άδικα απ’ αυτόν και ότι αναγκάζεται να πληρώνει με την υγεία του τον υπερβολικό εργάσιμο χρόνο. H πάλη μεταξύ καπιταλιστή και εργάτη σχε­τικά με τη διάρκεια της εργάσιμης ημέρας άρχισε με την πρώτη εμφάνιση στην ιστορία των ελεύθερων εργατών στην αγορά και διαρ­κεί ακόμα μέχρι σήμερα.

Ο καπιταλιστής αγωνίζεται για το κέρδος και, είτε είναι προσωπικά καλός άνθρωπος είτε είναι παλιάνθρωπος, ο συναγωνισμός των άλλων καπιταλιστών τον αναγκάζει να κάνει ό,τι μπορεί για να επεκτείνει την εργάσιμη ήμερα μέχρι του έσχατου ορίου της ανθρώπινης αντοχής. Ο εργάτης από το άλλο μέρος αγωνίζεται για να διατηρήσει την υγεία του και για να εξασφαλίσει μερικές ελεύθερες ώρες την η­μέρα κατά τις όποιες θα μπορεί να επιδίδε­ται σε άλλες ανθρώπινες ασχολίες έκτος α­πό την εργασία, το φαγητό και τον ύπνο.

Ο Μαρξ περιγράφει με ζωηρότατο τρόπο τα πενήντα χρόνια του εμφυλίου πολέμου μετα­ξύ της εργατικής και της καπιταλιστικής τά­ξης στην Αγγλία, από την εποχή που γεννήθηκε η μεγάλη βιομηχανία, η οποία έσπρω­ξε τους καπιταλιστές να παραβιάσουν κάθε όριο που τίθεται από τη φύση και τα έθιμα, την ηλικία και το φύλο, την ημέρα και τη νύχτα, στην εκμετάλλευση του προλεταριά­του, μέχρι της ψήφισης του Νόμου του Δεκάωρου που κέρδισε η εργατική τάξη στην πάλη της εναντίον του κεφαλαίου σαν ένα ι­σχυρό κοινωνικό φραγμό που εμποδίζει τους εργάτες να πουλούν και να καταδικάζουν στο θάνατο και τη σκλαβιά τον εαυτό τους και τους δικούς των, διαμέσου μιας ελεύθερης συμφωνίας με το κεφάλαιο.

Σχετική υπεραξία παράγεται όταν ο αναγκαίος για την αναπαραγωγή της εργατι­κής δύναμης χρόνος ελαττώνεται προς όφε­λος της υπερεργασίας. Η αξία της εργατι­κής δύναμης μειώνεται όταν αυξάνει η πα­ραγωγικότητα της εργατικής δύναμης, στους κλάδους εκείνους που τα προϊόντα τους κα­θορίζουν την αξία της εργατικής δύναμης, για την πραγματοποίηση δε αυτού του σκοπού είναι αναγκαία μια συνεχής επαναστατικοποίηση του τρόπου της παραγωγής, των τεχνικών και κοινωνικών ορών κάτω από τους οποίους διεξάγεται η εργασία. Οι ιστο­ρικές, οικονομικές, τεχνολογικές και κοινω­νικό ψυχολογικές παρατηρήσεις τις όποιες κάμνει κατόπιν ο Μαρξ σε μια σειρά κεφα­λαίων που ασχολούνται με τη συνεργασία, τον καταμερισμό της εργασίας και τη χειρο­τεχνική βιομηχανία, τις μηχανές και τη σε μεγάλη κλίμακα βιομηχανία, αναγνωρίστηκαν ακόμα κι από τους αντιπροσώπους της αστι­κής τάξης σαν ένα πλούσιο μεταλλείο επι­στημονικών δεδομένων.

Ο Μαρξ όχι μόνον αποδείχνει ότι οι μη­χανές και η μεγάλη βιομηχανία δημιούργη­σαν μεγαλύτερη αθλιότητα από κάθε άλλον προηγούμενο τρόπο παραγωγής γνωστό στην ιστορία, αλλά ακόμη και ότι με την αδιάκο­πη από μέρους τους επαναστατικοποίηση της καπιταλιστικής κοινωνίας προπαρασκευάζουν το δρόμο για μιαν ανώτερη μορφή κοινω­νίας. Η εργοστασιακή νομοθεσία υπήρξε η πρώτη συνειδητή και μεθοδική αντίδραση της κοινωνίας εναντίον του αφύσικου τρό­που με των όποιο λειτουργεί το παραγωγικό της σύστημα. Όταν η κοινωνία ρυθμίζει την εργασία στα εργοστάσια και τα εργαστή­ρια, αυτό προς στιγμήν δεν φαίνεται παρά μόνο σαν επέμβαση στα εκμεταλλευτικά δι­καιώματα του κεφαλαίου.

Και όμως η πίεση των συνθηκών ανα­γκάζει σύντομα την κοινωνία να ρυθμίσει ε­πίσης και την οικιακή εργασία και να επέμ­βει στην πατρική εξουσία, με τον τρόπο δε αυτόν αναγνωρίζει ότι η μεγάλη βιομηχανία διαλύει τις παλιές οικογενειακές σχέσεις, μα­ζί με την οικονομική βάση του παλιού οικο­γενειακού συστήματος και της οικογενειακής εργασίας που αντιστοιχούσε σ’ αυτό. «Όσο και αν φαίνεται φοβερή και αντιπαθής η διάλυση του παλιού οικογενειακού συστήμα­τος μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα, μολαταύτα παραχωρώντας στις γυναίκες, τους νέους και τα παιδιά έναν αποφασιστικό ρόλο στην κοινωνική παραγωγική διαδικασία, έξω από την οικιακή σφαίρα, η μεγάλη βιομη­χανία δημιουργεί μια καινούργια οικονομική βάση τόσο για μια ανώτερη μορφή οικογέ­νειας όσο και για τις μεταξύ των δύο φύλων σχέσεις.Φυσικά είναι εξίσου τόσο βλακώδες να θεωρεί κανείς τη χριστιανο-γερμανική μορφή της οικογένειας σαν κάτι το απόλυτο, όσο θα είταν βλακώδες και αν αντίκριζε την κλασική ρωμαϊκή μορφή, ή την κλασική ελληνική μορφή, ή την ανατολική μορ­φή σαν απόλυτες, αφού άλλωστε όλες τους οι μορφές αυτές αντιπροσωπεύουν, μαζί, μια σειρά ιστορικών εξελίξεων. Είναι το ίδιο σαφές ότι η σύνθεση του συνδυασμένου εργα­τικού προσωπικού από άτομα και των δύο φύλων και διαφόρων ηλικιών, θα πρέπει να μετατραπεί, κάτω από κατάλληλες συνθή­κες, σε πηγή ευεργετικής προόδου, μολονότι κάτω από την ανεμπόδιστη και απάνθρωπη καπιταλιστική της μορφή (στην οποία οι ερ­γάτες υπάρχουν για την παραγωγική διαδι­κασία και όχι η διαδικασία της παραγωγής για τους εργάτες) αποτελεί μιαν αποκρου­στική πηγή διαφθοράς και σκλαβιάς».

Η μηχανή, που υποβιβάζει τον εργάτη μετατρέπον­τας τον σε απλό εξάρτημα της, δημιουργεί σύγχρονα και τη δυνατότητα της αύξησης των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας σε τέτοια έκταση ώστε όλα τα μέλη της κοι­νωνίας, χωρίς εξαίρεση, θα μπορούν ν’ απο­λαμβάνουν τις ίδιες δυνατότητες μιας ανάπτυξης άξιας ανθρώπινων όντων την οποία όλες οι προηγούμενες κοινωνίες δεν είταν δυνατόν να πραγματοποιήσουν επειδή είταν εξαιρετικά φτωχές.

Μετά την εξέταση της παραγωγής της απόλυτης και σχετικής υπεραξίας, ο Μαρξ προχωρεί κατόπιν στην ανάπτυξη της πρώτης γνωστής στην ιστορία της πολιτικής οι­κονομίας ορθολογιστικής θεωρίας του ημερο­μισθίου! Η τιμή ενός εμπορεύματος είναι η αξία του εκφραζόμενη σε χρήμα, τα δε ημε­ρομίσθια αντιπροσωπεύουν την τιμή της ερ­γατικής δύναμης. Η εργασία η ίδια δεν πα­ρουσιάζεται στην αγορά των εμπορευμάτων, αλλά ο ζωντανός εργάτης που προσφέρει την εργατική του δύναμη για πούληση, η δε εργασία δεν εμφανίζεται παρά μόνο κατά την κατανάλωση του εμπορεύματος εργατική δύ­ναμη. Η εργασία είναι η ουσία και το α­ναπόσπαστο μέτρο των αξιών, αλλά δεν έχει η ίδια αξία. Ωστόσο με τα ημερομίσθια φαίνεται σαν να πληρώνεται η εργασία, γιατί ο εργάτης παίρνει το ημερομίσθιό του μόνο αφού πρώτα εκτελέσει την εργασία του.

Η μορφή με την οποία πληρώνονται τα ημερο­μίσθια αποκρύπτει πραγματικά κάθε ίχνος της διαίρεσης της εργάσιμης ημέρας σε πλη­ρωμένο και απλήρωτο εργάσιμο χρόνο. Με τους δούλους συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Ο δούλος φαίνεται να εργάζεται πάντοτε για τον κύριο του, ακόμα και τότε που εργάζεται για ν’ αναπαραγάγει την αξία των ειδών της δικής του διατροφής, και όλη η εργασία του φαίνεται σαν να είναι απλήρωτη εργασία. Με τη μισθωτή εργασία αντίθετα, όλη η εργασία, ακόμα και η απλήρωτη εργασία, φαίνεται σαν να πληρώνεται. Στη μια περίπτωση η σχέση ιδιοκτησίας αποκρύπτει το γεγονός ότι ο δούλος εργάζεται ένα μέρος του χρόνου για τον εαυτό του, ενώ στην άλλη περίπτωση η χρηματική σχέση α­ποκρύπτει το γεγονός ότι ο μισθωτός εργά­της εργάζεται ένα μέρος του χρόνου χωρίς να παίρνει τίποτε σε αντάλλαγμα.

Έτσι μπορούμε να εννοήσουμε, τονίζει ο Μαρξ, την αποφασιστική σπουδαιότητα της μετα­τροπής της αξίας, και της τιμής της ερ­γατικής δύναμης σε μια ημερομισθιακή μορ­φή, είτε αλλιώς σε αξία και τιμή της ίδιας της εργασίας. Όλες οι νομικές αντιλήψεις τόσο των καπιταλιστών όσο και των εργατών, όλες οι παραπλανητικές πλευρές του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, όλες οι περί ελευθερίας αυταπάτες του και οι απαλυντικές ψευδολογίες της αγοραίας πολιτικής οικονομίας, στηρίζονται πάνω σ’ αυτήν την εμφάνιση που κρύβει την πραγματική κατάσταση των πραγμάτων και προβάλει σαν σωστό ακριβώς το αντίθετο του.

Οι δυο κύριες μορφές του ημερομίσθιου είναι το χρονικό ημερομίσθιο και το ημερο­μίσθιο με το κομμάτι. Με βάση τους νόμους που ρυθμίζουν το χρονικό ημερομίσθιο, ο Μαρξ αποδείχνει την ανεδαφικότητα των ι­σχυρισμών ότι ο περιορισμός της εργάσιμης ημέρας θα ελαττώσει αναγκαστικά τα ημε­ρομίσθια, όπως τουλάχιστον υποστηρίζεται από ανθρώπους με ιδιοτελείς σκοπούς, αποδείχνει ότι ακριβώς το αντίθετο είναι α­ληθινό: μια προσωρινή μείωση της εργάσιμης ημέρας ελαττώνει τα ημερομίσθια, μια μόνιμη όμως ελάττωση της τα αυξάνει. Όσο μεγαλύτερη είναι η εργάσιμη ημέρα τόσο χαμηλότερο είναι το ημερομίσθιο.

Το ημερομίσθιο με το κομμάτι δεν είναι παρά μια αλλαγμένη μορφή του χρονι­κού ημερομισθίου και αποτελεί ακριβώς τη μορφή του ημερομισθίου που ταιριάζει καλύτερα στο καπιταλιστικό παραγωγικό σύστη­μα. Αυτή η μορφή του ημερομισθίου επεκτάθηκε ευρύτατα κατά τη διάρκεια της περιόδου της καθαυτό χειροτεχνικής βιομηχα­νίας και στην περίοδο της αλματικής ανάπτυ­ξης της μεγάλης αγγλικής βιομηχανίας χρη­σίμευσε σαν μοχλός για την παράταση της εργάσιμης ημέρας και τον υποβιβασμό των ημερομισθίων.

Τα ημερομίσθια με το κομμάτι είναι πολύ ευνοϊκά για τον καπιταλιστή, γιατί καθιστούν σχεδόν περιττή την ε­πίβλεψη των εργατών και συνάμα προσφέρουν πολλές ευκαιρίες για την περικοπή των ημερομισθίων όπως και για την εφαρμογή, άλλων μεθόδων εξαπάτησης των εργατών. Εξάλλου αυτή η μορφή των ημερομισθίων συνοδεύεται με πολλά και μεγάλα μειονεκτή­ματα για τον εργάτη: φυσική εξάντληση που είναι το αποτέλεσμα των υπερβολικών προσπαθειών του ν’ ανεβάσει το επίπεδο των ημερομισθίων, προσπαθειών που μάλλον στην πραγματικότητα τείνουν να κατεβάσουν τα ημερομίσθια, αυξημένο ανταγωνισμό μεταξύ των εργατών με επακόλουθο την εξασθένιση της αλληλεγγύης τους, την εμφάνιση παρα­σιτικών στοιχείων μεταξύ των καπιταλιστών και των εργατών, των μεσαζόντων που τσε­πώνουν ένα ουσιώδες μέρος των ημερομισθί­ων των εργατών, και αλλά παρόμοια δυσάρεστα φαινόμενα.

Η συσχέτιση υπεραξίας και ημερομι­σθίων έχει σαν αποτέλεσμα ότι ο καπιταλι­στικός τρόπος παραγωγής αναπαράγει συνε­χώς όχι μόνο το κεφάλαιο του κεφαλαιούχου αλλά και την ένδεια του εργάτη. Από το ένα μέρος υπάρχει η καπιταλιστική τάξη που κατέχει όλα τα είδη διατροφής, όλες τις πρώτες ύλες και όλα τα παραγωγικά μέσα και από το άλλο μέρος υπάρχει η εργατική τάξη, η μεγάλη μάζα των ανθρώπινων όν­των που εξαναγκάζονται να πουλούν την ερ­γατική τους δύναμη στους κεφαλαιούχους έ­ναντι εκείνης ακριβώς της ποσότητας τρο­φής που στην καλύτερη περίπτωση επαρκεί μόνο να τους διατηρήσει κατάλληλους για εργασία και να τους επιτρέψει τη δημιουρ­γία μιας νέας γενιάς εργαζόμενων προλετά­ριων. Το κεφάλαιο δεν αναπαράγει απλώς τον εαυτό του, αυξάνει συνεχώς τον όγκο του, κ’ έτσι ο Μαρξ αφιερώνει το τελευταίο μέρος του πρώτου τόμου του στην εξέταση της «Διαδικασίας της Συσσώρευσης».

Δεν είναι μόνο η υπεραξία που προέρχεται από το κεφάλαιο, αλλά και το κεφά­λαιο προέρχεται από την υπεραξία. Ένα μέ­ρος της παραγόμενης ετήσια υπεραξίας που διανέμεται μεταξύ των κατεχουσών τάξεων καταναλίσκεται από τις ίδιες σαν εισόδη­μα, ένα άλλο μέρος όμως συσσωρεύεται σαν κεφάλαιο. Η απλήρωτη εργασία που έχει α­ποσπασθεί από τους εργάτες, χρησιμοποιεί­ται τώρα σαν μέσο για την απόσπαση και άλλης πρόσθετης απλήρωτης εργασίας απ’ αυτούς.

Μέσα ατό συνεχές ρεύμα της παρα­γωγής, όλο τα προκαταβλημένο αρχικά κε­φάλαιο γίνεται μια φθίνουσα ποσότητα συγκριτικά με το άμεσα συσσωρευόμενο κεφά­λαιο, δηλαδή την υπεραξία εκείνη ή το υπερπροϊόν εκείνο που ξαναμετατρέπεται πά­λι σε κεφάλαιο, είτε εξακολουθεί να παίζει το ρόλο του στα χέρια εκείνου που το έχει συσσωρεύσει πρώτος είτε στα χέρια κάποιου άλλου. Ο νόμος της ατομικής ιδιοκτησίας, που βασίζεται στην εμπορευματική παραγωγή και στην κυκλοφορία των εμπορευμάτων, με­ταβάλλεται στο εντελώς αντίθετο του, λόγω της εσώτερης και αναπόφευκτης διαλεκτικής του.

Οι νόμοι της εμπορευματικής παραγωγής φαίνονται να δικαιολογούν το δικαίωμα ιδιοκτησίας πάνω στην ατομική εργασία. Οι κάτοχοι των εμπορευμάτων αντικρίζουν με ίσα δικαιώματα ο ένας τον άλλο. Το μόνο μέσο για ν’ αποκτήσει κανείς το ξένο εμπό­ρευμα είναι να πουλήσει το δικό του εμπόρευμα, και το εμπόρευμα του δεν μπορεί κανείς να το παραγάγει παρά μονό με την εργα­σία. Η ιδιοκτησία από την πλευρά του κε­φαλαιούχου εμφανίζεται τώρα σαν ένα δικαίωμα ιδιοποίησης της απλήρωτης εργασίας των άλλων ή του προϊόντος της, και από την πλευρά του εργάτη σαν αδυναμία του να διατηρήσει στην κατοχή του το ίδιο το προϊόν του.

Όταν το νεότερο προλεταριάτο άρχισε να αντιλαμβάνεται το νόημα αυτού του πρά­γματος, όταν το προλεταριάτο της Λυών σή­μανε τον κώδωνα της εξέγερσης και το αγρο­τικό προλεταριάτο της Αγγλίας έβαλε φω­τιά στα σπίτια των καταπιεστών του, οι α­γοραίοι οικονομολόγοι εφεύραν τη «θεωρία της αποχής», σύμφωνα με την οποία το κεφά­λαιο συσσωρευόταν από την «ηθελημένη απο­χή» των κεφαλαιούχων, θεωρία που ο Μαρξ καταπολέμησε εξίσου αδυσώπητα όσο και πριν απ’ αυτόν την έχει καταπολεμήσει ο Λασάλ. Μια περίπτωση «αποχής» που πραγματικά συντελεί στη συσσώρευση του κεφαλαίου είναι η αναγκαστική «αποχή» των εργατών, ο απάνθρωπος υποβιβασμός των ημερομισθίων κάτω της αξίας της εργατικής δύναμης για να διοχετευθούν, έστω και εν μέρει, τα αναγκαία για την κατανάλωση των εργατών κε­φάλαια προς την πλευρά των κεφαλαίων της καπιταλιστικής συσσώρευσης.

Αυτή είναι και η πραγματική προέλευση όλων των παράπο­νων για την «πολυτελή» ζωή των εργατών, η ατέλειωτη ιερεμιάς για τα πιάνα με ουρά τα όποια, όπως υποστηρίζεται αόριστα, ορι­σμένοι εργάτες αγόρασαν κάποτε, όλες οι φθηνές και αηδιαστικές συνταγές μαγειρικής των χριστιανών κοινωνικών μεταρρυθμιστών και όλα τα άλλα ανάλογα τεχνάσματα και οι απάτες που χρησιμοποιούν οι θεωρητικοί υ­πηρέτες του καπιταλισμού.

Ο γενικός νόμος της καπιταλιστικής συσσώρευσης έχει ως εξής : Το μεγάλωμα του κεφαλαίου περιλαμβάνει το μεγάλωμα του μεταβλητού του τμήματος, δηλαδή του μέ­ρους εκείνου που μετατρέπεται σε εργατική δύναμη. Αν η σύνθεση του κεφαλαίου δια­τηρείται πάντοτε αμετάβλητη, αν μια ορι­σμένη αναλογία των παραγωγικών μέσων α­παιτεί πάντοτε την ίδια ποσότητα εργατικής δύναμης για να την θέσει σε κίνηση, τότε είναι φανερό ότι η ζήτηση εργατικής δύνα­μης θα αυξάνεται αναλογικά μαζί με την αύ­ξηση του κεφαλαίου, όπως το ίδιο θα γίνε­ται και με το κεφάλαιο των μέσων διατρο­φής των εργατών· όσο ταχύτερα θ’ αυξάνει το κεφάλαιο τόσο ταχύτερα θα πρέπει ν’ αυ­ξάνουν κι αυτά. Όπως η απλή αναπαραγω­γή συνεχώς αναπαράγει την ίδια αναλογική σχέση του κεφαλαίου, το ίδιο και η συσσώ­ρευση αναπαράγει τη σχέση αυτή του κεφα­λαιούχου σε μεγαλύτερη κλίμακα: περισσό­τεροι ή μεγαλύτεροι κεφαλαιούχοι από το ένα μέρος, και περισσότεροι μισθωτοί εργάτες από το άλλο μέρος.

Η συσσώρευση του κεφαλαίου είναι επομένως σύγχρονα αύξηση και του προ­λεταριάτου, στην υποτιθέμενη δε περίπτωση η αύξηση αυτή πραγματοποιείται υπό τους ευ­νοϊκότερους για τους εργάτες όρους. Ένα μεγαλύτερο μέρος του αυξανόμενου δικού τους υπερπροϊόντος, που σε μεγαλύτερη ολοένα κλίμακα μετατρέπεται σε κεφάλαιο, επιστρέφει σ’ αυτούς με τη μορφή μέσων πληρωμής ώστε να μπορούν ν’ αυξάνουν, την κατανάλωση τους και να εφοδιάζονται περισσότερο άφθονα με είδη ρουχισμού, επίπλωσης κλπ.

Οπωσδήπο­τε όμως η σχέση εξάρτησής των έναντι του κεφαλαιούχου δεν μεταβάλλεται διόλου, ακριβώς όπως κ’ ένας δούλος δεν παύει να είναι δούλος επειδή τρέφεται καλά και τον καλοντύνουν. Οι εργάτες θα πρέπει πάντοτε να παρέχουν μια ορισμένη ποσότητα απλήρωτης εργασίας και μολονότι αυτή η ποσότητα μπο­ρεί να ελαττωθεί, αυτό δεν μπορεί να γίνει ποτέ μέχρι τέτοιου σημείου ώστε να τεθεί σε κίνδυνο ο καπιταλιστικός χαρακτήρας της παραγωγικής διαδικασίας. Αν τα ημερομί­σθια υψωθούν πάνω από το σημείο αυτό, τότε αμβλύνεται το κίνητρο του κέρδους, η δε συσσώρευση του κεφαλαίου επιβραδύνεται μέχρις ότου τα ημερομίσθια κατέβουν πάλι σ’ ένα επίπεδο που αντιστοιχεί στις ανάγκες της αποδοτικής χρησιμοποίησης του.

Μολαταύτα μόνον όταν η συσσώρευση του κεφαλαίου πραγματοποιείται χωρίς με­ταβολή στη σχέση μεταξύ των σταθερών και μεταβλητών του συστατικών μπορεί να γίνε­ται ελαφρότερη και λιγότερο ενοχλητική η χρυσή αλυσίδα που ο μισθωτός εργάτης σφυ­ρηλατεί μόνος του, στην πραγματικότητα ό­μως η διαδικασία της συσσώρευσης συνοδεύε­ται από μια μεγάλη επανάσταση σ’ αυτό που ο Μαρξ ονομάζει οργανική σύνθεση του κεφαλαίου. Το σταθερό κεφάλαιο μεγαλώνει σε βάρος του μεταβλητού κεφαλαίου. Η συνεχώς ανερχόμενη παραγωγικότητα της εργασίας συντελεί στο να αυξάνει η μάζα των παραγωγικών μέσων ταχύτερα παρά ο όγκος της εργατικής δύναμης που ενσωματώνεται σ’ αυτά. Η ζήτηση της εργατικής δύναμης δεν αυξάνει ανάλογα με τη συσσώρευση του κεφαλαίου αλλά μειώνεται συγκριτικά.

Το ίδιο αποτέλεσμα προκαλείται με άλλο τρόπο από τη συγκέντρωση του κεφαλαίου που πραγματοποιείται, εντελώς ξεχωριστά από τη συσσώρευση του, συνεπεία του γεγονότος ότι οι νόμοι του καπιταλιστικού ανταγωνισμού συντελούν στην καταβρόχθιση των μικρότε­ρων κεφαλαιούχων από τους μεγαλύτερους, Ενώ το πρόσθετο κεφάλαιο που σχηματίζε­ται κατά τη διαδικασία της συσσώρευσης χρειάζεται διαρκώς πιο λίγους εργάτες σχετι­κά με το μέγεθος του, το παλαιό κεφάλαιο που αναπαράγεται σε μια νέα σύνθεση, απο­μακρύνει ολοένα περισσότερους από τους εργάτες που απασχολούσε προηγούμενα.

Μ’ αυτόν τον τρόπο εμφανίζεται ένα πλεόνασμα σχετικό πολλών εργατών, σχετικό δηλαδή από την άποψη των αναγκών της αξιοποίησης του κεφαλαίου, ένας εφεδρικός βιομηχανικός στρατός που πληρώνεται κάτω από την α­ξία της εργατικής του δύναμης σε περιόδους κακές ή χαλαρωμένες των επιχειρήσεων, που βρίσκει δουλιά ακανόνιστα και που σε άλλες χρονικές περιόδους η ζωή του εξαρτάται από τη δημόσια βοήθεια, άλλα που πάντοτε όμως συντελεί ώστε να μειώνεται η αντίσταση των εργαζόμενων εργατών και να υποβιβάζεται το επίπεδο των ημερομισθίων των.

Αυτός ο εφεδρικός βιομηχανικός στρατός είναι ένα αναγκαίο προϊόν της διαδικασίας της συσσώρευσης, δηλαδή της αύξησης του πλού­του πάνω σε καπιταλιστική βάση, σύγχρονα δε εξελίσσεται ο ίδιος σε μοχλό του καπιταλιστικού συστήματος. Μαζί με τη συσσώρευση και την παράλληλη ανάπτυξη της παραγωγι­κότητας της εργασίας, η δύναμη του κεφαλαίου για απότομες μεγεθύνσεις του αναπτύσσεται κι αυτή σύγχρονα και απαιτεί με­γάλες μάζες εργατών που να μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε νέες αγορές ή σε νέους παραγωγικούς κλάδους, αμέσως, χωρίς χρονο­τριβή και χωρίς τη διακοπή της παραγωγι­κής εργασίας σε άλλες σφαίρες.

Η χαρα­κτηριστική πορεία της σύγχρονης βιομηχα­νίας, το σχήμα ενός δεκάχρονου κύκλου (δια­κοπτόμενου μόνο από μικρότερες διακυμάν­σεις) περιόδων μέσης δραστηριότητας, παρα­γωγής με υψηλή πίεση, κρίσης και στασιμό­τητας, βασίζεται πάνω στο συνεχή σχηματισμό, τη μεγαλύτερη ή μικρότερη απορρόφη­ση και τον ανασχηματισμό του εφεδρικού βιομηχανικού στρατού.

Όσο μεγαλύτερος λοιπόν είναι ο κοινωνικός πλούτος, η ποσό­τητα του χρησιμοποιούμενου κεφαλαίου, η έκταση και ο ρυθμός της αύξησης του, κ’ ε­πομένως όσο μεγαλύτερο είναι το απόλυτο μέγεθος του εργαζόμενου πληθυσμού και της πα­ραγωγικότητας της εργασίας του, τόσο μεγαλύ­τερος είναι και ο σχετικός υπερπληθυσμός δηλ. ο εφεδρικός βιομηχανικός στρατός. Το συγκρι­τικό του μέγεθος αυξάνει μαζί με την αύξηση του πλούτου. Όσο μεγαλύτερος είναι ο εφεδρικός βιομηχανικός στρατός σχετικά με τον ενερ­γό βιομηχανικό στρατό, τόσο μεγαλύτερα είναι τα τμήματα εκείνα των εργατών που η ένδεια τους βρίσκεται σ’ αντίστροφη αναλογία με το μόχθο της εργασίας τους. Και τελικά όσο μεγαλύτερο είναι το τμήμα των φτωχών Λαζάρων της εργατικής τάξης και όσο μεγα­λύτερος είναι ο εφεδρικός βιομηχανικός στρατός, τόσο μεγαλύτερος είναι και ο αριθμός εκείνων που αναγνωρίζονται επίσημα πως ανήκουν στην κατηγορία των απόρων. Αυ­τός είναι ο απόλυτος γενικός νόμος της κα­πιταλιστικής συσσώρευσης.

Οι ιστορικές τάσεις της καπιταλιστικής συσσώρευσης απορρέουν από το νόμο αυ­τόν. Χέρι με χέρι με τη συσσώρευση και τη συγκέντρωση του κεφαλαίου αναπτύσσε­ται, κλιμακούμενη με σταθερά αυξανόμενο ρυθμό, η μορφή συνεργασίας στη διαδικασία της εργασίας, η συνειδητή τεχνολογική ε­φαρμογή της επιστήμης στην παραγωγή, η οργανωμένη και με ομαδική συνεργασία καλλι­έργεια της γης, η μετατροπή των παραγωγικών μέσων σε μορφές χρησιμοποιήσιμες μό­νον από κοινού και η εξοικονόμηση των μέσων της παραγωγής με τη χρησιμοποίηση τους σαν ομαδικών παραγωγικών μέσων της συνδυασμένης κοινωνικής εργασίας.

Μαζί με τον σταθερά ελαττωνόμενο αριθμό των μεγιστάνων εκείνων του καπιταλισμού που σφετερίζονται και μονοπωλούν όλα τα οφέλη που προέρχονται από τον τρόπο διαδικασίας του μετασχηματισμού αυτού, υπάρχει μια αντίστοιχη αύξηση στον όγκο της αθλιότητας, καταπίεσης, σκλαβιάς, ξεπεσμού κ’ εκμετάλλευσης, αλλά επίσης ταυτόχρονα και στην αγανάκτηση της εργατικής τάξης που σταθερά αυξάνει σε μέγεθος και γυμνάζεται, ενοποιείται και οργανώνεται από το μηχανισμό της ίδιας της διαδικασίας της καπιταλιστικής παραγωγής. Το μονοπώλιο του κεφαλαίου εξε­λίσσεται σ’ ένα εμπόδιο του τρόπου παραγωγής που αναπτύχθηκε μαζί και κάτω απ’ αυτό το μονοπώλιο. Η συγκεντροποίηση των παραγωγικών μέσων και η κοινωνικοποίηση της εργασίας φθάνουν σ’ ένα σημείο οπού δεν συμβιβάζονται πια με το καπιταλιστικό τους περίβλημα. H νεκρική καμπάνα της καπιταλιστικής ατομικής ιδιοκτησίας σημαί­νει τότε και οι απαλλοτριωτές απαλλοτριώ­νονται.

Η προσωπική ιδιοκτησία η βασισμένη πάνω στην προσωπική εργασία αποκαθίσταται πάλι, άλλα πάνω στη βάση των επιτευγμάτων της καπιταλιστικής εποχής, σαν συ­νεργασία ελεύθερων εργατών και σαν κοινή από μέρους τους κατοχή της γης και των παραγωγικών μέσων που έχουν παραχθεί από την εργασία. Φυσικά, η μετατροπή της καπι­ταλιστικής ιδιοκτησίας, που ήδη στην πρά­ξη στηρίζεται σ’ έναν κοινωνικό τρόπο πα­ραγωγής, σε κοινωνική ιδιοκτησία δεν θα είναι καθόλου τόσο επίπονη και δύσκολη όπως είταν η μετατροπή της κομματιασμένης ατο­μικής ιδιοκτησίας, που βασιζόταν, στην προσωπική εργασία, σε καπιταλιστική ιδιοκτησία. Στη μια περίσταση πρόκειται για την απαλλοτρίωση της μεγάλης μάζας του πληθυσμού από μερικούς σφετεριστές, και στην άλλη περίπτωση θα πρόκειται για την απαλλοτρίωση των λίγων σφετεριστών από τις μεγάλες λαϊκές μάζες.

 

 

Γράφτηκαν: το 1918 και αποτελούν μέρος του βιβλίου του Φράντς Μέριγκ: Καρλ Μαρξ, Ιστορία της Ζωής του
Πηγή: Δημοσιεύτηκαν στο παράνομο «Μαρξιστικό Δελτίο», Νο 29 (Ιούνης 1964)
Επιμέλεια – Σύνταξη: ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΘΩΜΑΔΑΚΗΣ

 

 

Αναδημοσίευση απο: https://web.archive.org/web/20121204204243/http://www.marxistbooks.gr/kefalaio.htm

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *