G.V Plekhanov: Για την 60ή επέτειο του θανάτου του Hegel

Δημοσιεύουμε κείμενο  του  G.V Plekhanov  για τον Hegel. Το κείμενο γράφτηκε το 1891 με αφορμή την επέτειο θανάτου του Hegel (πέθανε στα τέλη του 1831, 14/11) και βρίσκεται στον τόμο 2 της Μαρξιστικής Σκέψης, σελ. 315-337. Στα Αγγλικά υπάρχει στο MIA εδώ.

 

Για την 60ή επέτειο του θανάτου του Χέγκελ

 

 

του Γκεόργκι Πλεχάνοφ*

 

 

Εξήντα χρόνια πριν, στις 14 Νοεμβρίου, 1831, πέθανε ένας άνθρωπος που αδιαφιλονίκητα και πάντα θα κατέχει μια από τις πιο πρώτες θέσεις στην ιστορία της σκέψης. Καμιά από τις επιστήμες που οι Γάλλοι αποκαλούν “ηθικές και πολιτικές επιστήμες” δεν παρέμεινε ανεπηρέαστη από την ισχυρή και υψηλά καρποφόρα επίδραση της μεγαλοφυΐας του Χέγκελ. Η διαλεκτική, η λογική, η ιστορία, το δίκαιο, η αισθητική, η ιστορία της φιλοσοφίας και η ιστορία της θρησκείας έχουν όλες λάβει μια νέα όψη χάρη στην ώθηση που δέχτηκαν από τον Χέγκελ.

Η φιλοσοφία του Χέγκελ διαμόρφωσε και ατσάλωσε τη σκέψη ανθρώπων όπως οι Στράους, Μπρούνο Μπάουερ, Φόιερμπαχ, Φίσερ, Χανς, Λασάλ, και τελικά οι Μαρξ και Ένγκελς. Στη διάρκεια της ζωής του ο Χέγκελ απολάμβανε τεράστια, παγκόσμια φήμη· μετά το θάνατό του, στη δεκαετία του 1830, η σχεδόν καθολική έλξη της φιλοσοφίας του έγινε ακόμη πιο αξιοσημείωτη· αλλά μετά ήρθε μια γρήγορη αντίδραση: άρχισαν να μεταχειρίζονται τον Χέγκελ, για να παραθέσουμε τον Μαρξ, ακριβώς όπως ο αγαθός Μέντελσον μεταχειριζόταν τον Σπινόζα, δηλαδή, σαν ένα “ψόφιο σκύλο”. Το ενδιαφέρον για τη φιλοσοφία του εξαφανίστηκε πλήρως ανάμεσα στη “μορφωμένη” μερίδα, και στον κόσμο της επιστήμης εξασθένισε σε τέτοιο βαθμό που κανένας ειδικός στην ιστορία της φιλοσοφίας δεν έχει σκεφτεί να καθορίσει και να υποδείξει την “εναπομένουσα αξία” της φιλοσοφίας του Χέγκελ στους διάφορους κλάδους της επιστήμης με τους οποίους ασχολείται.

Παρακάτω θα δούμε σε μια ορισμένη έκταση την εξήγηση αυτής της στάσης προς τον Χέγκελ· ας επισημάνουμε απλά τώρα ότι μια αναζωογόνηση του ενδιαφέροντος στη φιλοσοφία του, και ιδιαίτερα τη φιλοσοφία του της ιστορίας, μπορεί να αναμένεται σε ένα αρκετά κοντινό μέλλον. Η τεράστια επιτυχία του εργατικού κινήματος, υποχρεώνοντας τις λεγόμενες μορφωμένες τάξεις να εκδηλώσουν ένα ενδιαφέρον για τη θεωρία κάτω από τη σημαία της οποίας προχωρά αυτό το κίνημα, θα εξαναγκάσει αυτές τις τάξεις να δείξουν ενδιαφέρον στην ιστορική προέλευση αυτής της θεωρίας. Και αφού δείξουν ένα ενδιαφέρον σε αυτό, σύντομα θα έρθουν στον Χέγκελ, ο οποίος θα μετασχηματιστεί έτσι στα μάτια τους από το “φιλόσοφο της Παλινόρθωσης” στον ιδρυτή των πιο προοδευτικών ιδεών του σήμερα.

Αυτός είναι ο λόγος που μπορούμε να προείπουμε ότι αν και θα υπάρξει μια αναζωογόνηση του ενδιαφέροντος για τον Χέγκελ ανάμεσα στις μορφωμένες τάξεις, δεν θα υιοθετήσουν ποτέ απέναντί του τη στάση βαθιάς συμπάθειας της οποίας ήταν αντικείμενο 60 χρόνια πριν στις χώρες της γερμανικής κουλτούρας. Απεναντίας, οι αστοί επιστήμονες θα αναλάβουν μια πυρετώδη “κριτική αναθεώρηση” της φιλοσοφίας του Χέγκελ και πολλά διδακτορικά διπλώματα θα αποκτηθούν πολεμώντας τις “ακρότητες” του μακαρίτη καθηγητή και την “αυθαίρετη λογική” του.

Φυσικά, το μόνο κέρδος της επιστήμης από αυτή την “κριτική αναθεώρηση” θα είναι ότι οι σπουδαγμένοι υπερασπιστές του καπιταλιστικού συστήματος θα επιδείξουν επανειλημμένα τη θεωρητική απαξία τους, ακριβώς όπως την έχουν ήδη δείξει στο πεδίο της πολιτικής. Αλλά δεν λέγεται χωρίς λόγο ότι είναι πάντα χρήσιμο να “σκάβουμε γύρω από τις ρίζες της αλήθειας”. Η αναζωογόνηση του ενδιαφέροντος στη φιλοσοφία του Χέγκελ θα δώσει στους αμερόληπτους ανθρώπους μια ευκαιρία να μελετήσουν τα έργα του ανεξάρτητα, και αυτό θα είναι μια πολύ καρποφόρα, αν και όχι εύκολη άσκηση για τα μυαλά τους. Εκείνοι που πραγματικά επιθυμούν τη γνώση θα μάθουν πολλά από τον Χέγκελ…

Στο παρόν δοκίμιο επιθυμούμε να επιχειρήσουμε μια αποτίμηση των φιλοσοφικο- ιστορικών απόψεων του μεγάλου γερμανού στοχαστή. Αυτό έχει ήδη γίνει στις κύριες γραμμές με το χέρι μιας αυθεντίας στα άρθρα του Ένγκελς Ο Λουδοβίκος Φόιερμπαχ και το Τέλος της Γερμανικής Κλασικής Φιλοσοφίας, που δημοσιεύθηκαν στη Νόιε Τσάιτ και μετά εκδόθηκαν σαν ένα χωριστό βιβλιαράκι. Αλλά πιστεύουμε ότι αυτές οι απόψεις του Χέγκελ αξίζουν εντελώς πιο λεπτομερή μελέτη.

Η σπουδαιότητα του Χέγκελ στις κοινωνικές επιστήμες καθορίζεται πρώτα και κύρια από το γεγονός ότι θεωρούσε όλα τα φαινόμενά τους από την άποψη της διαδικασίας του γίγνεσθαι (του ερχομού στην ύπαρξη), δηλαδή, από την άποψη της εμφάνισης και της εξαφάνισής τους. Μπορεί να φανεί σε πολλούς ανθρώπους ότι αυτό δεν ήταν ένα πολύ μεγάλο προσόν, καθώς κάποιος δεν μπορεί, προφανώς, να εξετάσει τα κοινωνικά φαινόμενα με οποιοδήποτε άλλο τρόπο. Αλλά πρώτα, αυτή η άποψη, θα δούμε, ακόμη και σήμερα απέχει από το να κατανοείται από πολλούς από εκείνους που αποκαλούν τους εαυτούς τους “εξελικτικούς”· δεύτερο, κατά την εποχή του Χέγκελ, οι άνθρωποι που μελετούσαν τις κοινωνικές επιστήμες βρίσκονταν ακόμη μακρύτερα από αυτή την άποψη. Αρκεί να θυμηθούμε τους σοσιαλιστές και τους οικονομολόγους εκείνων των ημερών. Οι σοσιαλιστές τότε θεωρούσαν το αστικό σύστημα ως ένα όντως πολύ επιβλαβές, αλλά παρ’ όλα αυτά εντελώς συμπτωματικό προϊόν του ανθρώπινου σφάλματος. Οι οικονομολόγοι ενθουσιάζονταν με αυτό και δεν μπορούσαν να βρουν λόγια να εκφράσουν τον έπαινό τους, αλλά αυτοί επίσης το θεωρούσαν ως τίποτα παραπάνω από τον καρπό της συμπτωματικής ανακάλυψης της αλήθειας. Ούτε οι πρώτοι, ούτε οι τελευταίοι δεν προχώρησαν καθόλου παραπέρα από αυτή την αφηρημένη αντιπαράθεση της αλήθειας και του λάθους, αν και οι διδασκαλίες των σοσιαλιστών ήδη περιείχαν στοιχεία μιας πιο σωστής άποψης των πραγμάτων.

Στα μάτια του Χέγκελ, αυτή η αφηρημένη αντιπαράθεση της αλήθειας και του λάθους ήταν μια από εκείνες τις αυθαιρεσίες στις οποίες πέφτει συχνά η “ορθολογική” σκέψη. Ο Ζαν Βαπτίστ Σαι το θεωρούσε άχρηστο να μελετήσει την ιστορία της πολιτικής οικονομίας επειδή πριν τον Άνταμ Σμιθ όλοι οι οικονομολόγοι πρέσβευαν λαθεμένες θεωρίες. Για τον Χέγκελ, η φιλοσοφία δεν ήταν τίποτα παραπάνω από τη διανοητική έκφραση του καιρού της.

Κάθε φιλοσοφία που έχει “ξεπεραστεί” σε μια ιδιαίτερη εποχή ήταν η αλήθεια για την εποχή της, και έστω και μόνο γι’ αυτό το λόγο ο Χέγκελ δεν μπορούσε να παραμερίσει τα προηγούμενα φιλοσοφικά συστήματα ως παλιά και άχρηστα σκουπίδια. Απεναντίας, όπως έλεγε ο ίδιος, «η πιο πρόσφατη φιλοσοφία είναι το αποτέλεσμα όλων των προηγούμενων φιλοσοφιών και πρέπει συνεπώς να περιέχει τις αρχές όλων τους» (Εγκυκλοπαίδεια, §13). Υποκείμενη σε μια τέτοια άποψη της ιστορίας της φιλοσοφίας ήταν ασφαλώς η καθαρά ιδεαλιστική θεώρηση ότι «ο ηγέτης αυτού του πνευματικού έργου» (δηλαδή, του έργου της φιλοσοφικής σκέψης – Γκ. Π.) «είναι το μοναδικό ζων πνεύμα, του οποίου η σκεπτόμενη φύση συνίσταται στο φτάσιμο στην αυτοσυνείδηση, και αφού την έχει αποκτήσει, στο να ανέρχεται αμέσως πάνω από το στάδιο που έχει φταστεί και να προχωρά παραπέρα» (στο ίδιο).

Αλλά ο πιο συνεπής υλιστής δεν θα αρνηθεί να παραδεχτεί ότι κάθε ιδιαίτερο φιλοσοφικό σύστημα δεν είναι παρά η διανοητική έκφραση του καιρού του [1]. Και αν, στρεφόμενοι πάλι στην ιστορία της πολιτικής οικονομίας, ρωτήσουμε τους εαυτούς μας από ποια άποψη πρέπει να την εξετάζουμε σήμερα, θα δούμε αμέσως πόσο πολύ κοντύτερα είμαστε στον Χέγκελ παρά στον Σαι. Για παράδειγμα, από την άποψη του Σαι, δηλαδή, από την άποψη της αφηρημένης αντιπαράθεσης της αλήθειας στο λάθος, το εμποροκρατικό σύστημα ή ακόμη και το σύστημα των φυσιοκρατών πρέπει να εμφανίζεται, και όντως το έκανε, ως όχι περισσότερο από μια αυθαιρεσία που συμπτωματικά βρήκε το δρόμο της στα κεφάλια των ανθρώπων. Αλλά γνωρίζουμε τώρα σε ποια έκταση το καθένα από τα συστήματα που αναφέρθηκαν ήταν το αναγκαίο προϊόν του καιρού του.

«Αναφορικά με την ειδική προσοχή που αποδίδουν τα χρηματικά και εμποροκρατικά συστήματα στο διεθνές εμπόριο και τους ατομικούς κλάδους της εθνικής εργασίας που οδηγούν κατευθείαν στο διεθνές εμπόριο ως τις μόνες αληθινές πηγές του πλούτου ή του χρήματος, πρέπει να θυμόμαστε ότι εκείνη την εποχή ένα μεγάλο μέρος της εθνικής παραγωγής εκπληρωνόταν ακόμη στο πλαίσιο φεουδαρχικών μορφών και χρησίμευε ως η άμεση πηγή ύπαρξης των ίδιων των παραγωγών του. Τα περισσότερα προϊόντα δεν γίνονταν εμπορεύματα, και συνεπώς ούτε μετατρέπονταν σε χρήμα ούτε έμπαιναν καθόλου στη γενική διαδικασία του κοινωνικού μεταβολισμού, έτσι δεν εμφανίζονταν ως ενσάρκωση της καθολικής αφηρημένης εργασίας και δεν συνιστούσαν πραγματικά αστικό πλούτο… Σε συμφωνία με το προπαρασκευαστικό στάδιο της αστικής παραγωγής, αυτοί οι παραγνωρισμένοι προφήτες έμεναν σταθεροί στην στέρεα, απτή και απαστράπτουσα μορφή της ανταλλακτικής αξίας, στην ανταλλακτική αξία στη μορφή της ως καθολικό εμπόρευμα σε διάκριση με όλα τα ιδιαίτερα εμπορεύματα» (Καρλ Μαρξ, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, Βερολίνο, 1859, σελ. 138-39). Ο Μαρξ εξηγεί τις διαμάχες των φυσιοκρατών με τους αντιπάλους τους ως μια διαμάχη για το ποιο είδος εργασίας δημιουργεί υπεραξία (στο ίδιο, σελ. 35). Δεν ήταν αυτό το ερώτημα το πιο “επίκαιρο” για την αστική τάξη, που ετοιμαζόταν τότε να γίνει το παν;

Αλλά όχι μόνο η φιλοσοφία εμφανίζεται στον Χέγκελ ως το φυσικό και αναγκαίο προϊόν του καιρού της· υιοθετεί την ίδια άποψη για τη θρησκεία και το δίκαιο. Και πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι η φιλοσοφία, το δίκαιο, η θρησκεία, η τέχνη, και ακόμη και η τεχνολογία (“technische Geschicklichkeit”) είναι, κατά τη γνώμη του Χέγκελ, στενά αλληλένδετες: «Μόνο με μια ιδιαίτερη θρησκεία μπορεί να υπάρχει μια ιδιαίτερη μορφή κράτους, και επίσης σε αυτό το ιδιαίτερο κράτος μια ιδιαίτερη φιλοσοφία και μια ιδιαίτερη τέχνη» [2]. Αυτό και πάλι μπορεί να φαίνεται κάπως τετριμμένο: ποιος δεν ξέρει ότι όλες οι όψεις και οι εκδηλώσεις της ζωής του λαού συνδέονται στενά; Κάθε σχολιαρόπαιδο το ξέρει τώρα. Αλλά ο Χέγκελ δεν καταλάβαινε αυτή την αλληλοσύνδεση των διαφορετικών όψεων και εκδηλώσεων της ζωής του λαού όπως πολλοί “μορφωμένοι” άνθρωποι και σχολιαρόπαιδα ακόμη την καταλαβαίνουν τώρα. Βλέπουν αυτό το δεσμό ως μια απλή αλληλεπίδραση των αναφερόμενων όψεων και εκδηλώσεων, και με αυτό, πρώτο, αυτή η αλληλεπίδραση παραμένει η ίδια εντελώς ανεξήγητη, και, δεύτερο –και αυτό είναι το κύριο– ξεχνούν εντελώς ότι πρέπει να υπάρχει μια κοινή πηγή από την οποία ανακύπτουν αυτές οι αλληλένδετες όψεις και εκδηλώσεις.

Έτσι, αυτό το σύστημα αλληλεπίδρασης αποδείχνεται να είναι στερημένο από κάθε θεμέλιο, να κρέμεται στον αέρα· το δίκαιο επιδρά στη θρησκεία, η θρησκεία επιδρά στο δίκαιο, και το καθένα από αυτά και τα δυο μαζί επιδρούν στη φιλοσοφία και την τέχνη, οι οποίες με τη σειρά τους επηρεάζοντας η μια την άλλη, επίσης επηρεάζουν το δίκαιο, τη θρησκεία, κοκ. Αυτό είναι πράγματι που μας λέει η καθολική σοφία. Ας υποθέσουμε ότι μπορούμε να ικανοποιηθούμε με μια τέτοια έκθεση του ζητήματος για κάθε ιδιαίτερη περίοδο. Αλλά το ερώτημα ακόμη παραμένει: τι καθορίζει την ιστορική ανάπτυξη της θρησκείας, της φιλοσοφίας, της τέχνης, του δικαίου, κ.λπ., ως την τωρινή εποχή;

Αυτό το ερώτημα απαντάται συνήθως με αναφορά στην ίδια αλληλεπίδραση, η οποία έτσι τελικά παύει να εξηγεί οτιδήποτε, ή αλλιώς υποδείχνονται μερικές τυχαίες αιτίες που επηρεάζουν τη μια ή την άλλη όψη της ζωής του λαού, αλλά δεν έχουν απολύτως τίποτα κοινό· ή τέλος η όλη υπόθεση ανάγεται στην υποκειμενική λογική. Λέγεται, για παράδειγμα, ότι το σύστημα φιλοσοφίας του Φίχτε πήγαζε λογικά από του Καντ, του Σέλινγκ απέρρεε λογικά από του Φίχτε και του Χέγκελ από του Σέλινγκ. Η διαδοχή των σχολών στην τέχνη εξηγείται επίσης “λογικά” με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Αναμφίβολα υπάρχει ένα μέτρο αλήθειας σε αυτό. Το πρόβλημα είναι ότι δεν εξηγεί απολύτως τίποτα. Γνωρίζουμε ότι σε μερικές περιπτώσεις η μετάβαση από ένα φιλοσοφικό σύστημα σε ένα άλλο ή από μια σχολή τέχνης σε μια άλλη συντελείται πολύ γρήγορα, σε λίγα χρόνια, αλλά σε άλλες περιπτώσεις απαιτεί ολόκληρους αιώνες. Πώς εξηγείται αυτή η διαφορά; Η λογική πατρότητα των ιδεών δεν την εξηγεί καθόλου. Ούτε το κάνουν οι αναφορές που γίνονται από τη γενικά γνωστή κλασική σοφία στην αλληλεπίδραση και τις συμπτωματικές αιτίες. Αλλά οι “μορφωμένοι” άνθρωποι δεν ενοχλούνται από αυτό. Έχοντας προφέρει βαθιά πράγματα για την αλληλεπίδραση των διαφόρων όψεων της ζωής των ανθρώπων ικανοποιούνται με αυτή την “εκδήλωση” της δικής τους βαθύτητας σκέψης και παύουν να σκέφτονται σε εκείνο ακριβώς το σημείο όπου η αυστηρή επιστημονική σκέψη για πρώτη φορά αποκτά τα ηνία.

Ο Χέγκελ βρισκόταν τόσο μακριά από μια τέτοια βαθύτητα σκέψης, όσο ο ουρανός από τη γη. «Το να ικανοποιούμαστε εξετάζοντας ένα ιδιαίτερο περιεχόμενο από την άποψη της αλληλεπίδρασης», λέει, «… είναι μια εξαιρετικά φτωχή μέθοδος με την έννοια της κατανόησης· τότε ασχολείται κανείς μόνο με το απλό γεγονός και η απαίτηση για μεσολάβηση η οποία είναι έκδηλη όταν πρόκειται για ένα ζήτημα εύρεσης του αιτιακού κρίκου παραμένει ανικανοποίητη. Το μειονέκτημα της μεθόδου η οποία συνίσταται στο να εξετάζουμε τα φαινόμενα από την άποψη της αλληλεπίδρασης έγκειται στο γεγονός ότι η σχέση της αλληλεπίδρασης, αντί να χρησιμεύει ως το ισοδύναμο της έννοιας, πρέπει η ίδια να κατανοηθεί· αυτό πετυχαίνεται με το να αναγνωρίζονται και οι δυο αλληλεπιδρούσες όψεις ως στιγμές κάποιου τρίτου, υψηλότερου, και να μη παίρνονται ως άμεσα δοσμένες» [3]. Αυτό σημαίνει ότι μιλώντας, για παράδειγμα, για τις διάφορες όψεις της ζωής των ανθρώπων, δεν πρέπει να ικανοποιούμαστε με αναφορές στην αλληλεπίδρασή τους, αλλά πρέπει να βλέπουμε την εξήγηση σε κάτι νέο, “ανώτερο”, δηλαδή, σε αυτό που καθορίζει την ίδια την ύπαρξή τους όπως και τη δυνατότητα της αλληλεπίδρασής τους.

Πού πρέπει να αναζητηθεί αυτό το νέο, “ανώτερο” πράγμα;

Ο Χέγκελ απαντά ότι πρέπει να αναζητηθεί στις ποιότητες του πνεύματος ενός λαού. Αυτού είναι λογικό από την άποψή του. Γι’ αυτόν όλη η ιστορία δεν είναι παρά η «έκθεση και ενσάρκωση του παγκόσμιου πνεύματος». Η κίνηση του παγκόσμιου πνεύματος εκπληρώνεται με στάδια. «Κάθε στάδιο όντας διαφορετικό από τα άλλα, έχει τη δική του καθορισμένη αρχή. Μια τέτοια αρχή στην ιστορία είναι… ένα ιδιαίτερο πνεύμα του λαού. Οι ποιότητες του πνεύματος του λαού είναι η συγκεκριμένη έκφραση όλων των όψεων της συνείδησης και της θέλησης του λαού, του όλου της πραγματικότητάς τους· θέτουν το αποτύπωμά τους στη θρησκεία του λαού, το πολιτικό σύνταγμά του, την ηθική του, το σύστημα δικαίου του, τα έθιμά του και επίσης την επιστήμη, την τέχνη και την τεχνική δεξιοτεχνία του. Όλες αυτές οι ιδιαίτερες ποιότητες πρόκειται να εξηγηθούν από τις καθολικές ποιότητες, και αντίστροφα, οι καθολικές ποιότητες μπορεί να εξηγηθούν από τις ιδιαιτερότητες της ζωής ενός λαού που προσφέρει η ιστορία» [4].

Τίποτα δεν είναι πιο εύκολο από το να κάνουμε εδώ τη λαμπρή ανακάλυψη ότι η άποψη του Χέγκελ για την παγκόσμια ιστορία, την οποία έχουμε παραθέσει, είναι διαποτισμένη με τον πιο καθαρό ιδεαλισμό. Αυτό χτυπάει άμεσα, όπως λέει ο Γκόγκολ, ακόμη και στον καθένα που δεν μελέτησε σε κάποιο σεμινάριο. Κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο δεν υπάρχει τίποτα ευκολότερο από το να περιορίσει κανείς την κριτική του της φιλοσοφίας της ιστορίας του Χέγκελ στο να σηκώσει τους ώμους για τον ακραίο ιδεαλισμό της. Αυτό γίνεται συχνά από ανθρώπους που είναι ανίκανοι για οποιαδήποτε συνεπή σκέψη, ανθρώπους που δυσαρεστούνται με τους υλιστές επειδή είναι υλιστές και με τους ιδεαλιστές επειδή είναι ιδεαλιστές και είναι εξαιρετικά ικανοποιημένοι με τους εαυτούς τους επειδή υποθέτουν ότι η δική τους θεώρηση είναι ελεύθερη από οποιαδήποτε άκρα, εκεί που στην πραγματικότητα είναι ένα εντελώς αχώνευτο και εντελώς μη χωνευτό συνονθύλευμα ιδεαλισμού και υλισμού. Όπως και να έχει, η φιλοσοφία του Χέγκελ έχει το αναμφισβήτητο προσόν ότι δεν περιέχει ούτε ένα ίχνος εκλεκτικισμού. Και αν η λαθεμένη ιδεαλιστική βάση της κάνει τον εαυτό της αισθητό πολύ συχνά, αν θέτει πολύ στενά όρια στην κίνηση της ιδιοφυίας του μεγάλου ανθρώπου, αυτή η ίδια περίσταση πρέπει να μας εξαναγκάσει να αποδώσουμε τη μέγιστη προσοχή στη φιλοσοφία του Χέγκελ· γιατί είναι ακριβώς αυτό που κάνει τη φιλοσοφία του υπέρτατα διδακτική. Η ίδια η ιδεαλιστική φιλοσοφία του Χέγκελ περιέχει την καλύτερη, την πιο αναμφισβήτητη απόδειξη της ασυνέπειας του ιδεαλισμού. Αλλά ταυτόχρονα μας διδάσκει συνέπεια στη σκέψη, και ο οποιοσδήποτε περάσει από την αυστηρή σχολή της με αγάπη και προσοχή θα αποκτήσει για πάντα μια καλόδεχτη απέχθεια για το εκλεκτικό συνονθύλευμα…

Αν γνωρίζουμε τώρα ότι η παγκόσμια ιστορία δεν είναι διόλου η «έκθεση και ενσάρκωση του παγκόσμιου πνεύματος», αυτό δεν σημαίνει ακόμη ότι μπορεί να ικανοποιούμαστε με τις τρέχουσες θεωρήσεις για το θέμα ότι η πολιτική δομή κάθε δοσμένου λαού επηρεάζει τα έθιμά του, ότι τα έθιμά του επηρεάζουν το σύνταγμα, κοκ. Πρέπει να συμφωνήσουμε με τον Χέγκελ ότι τόσο η ηθική όσο και η πολιτική συγκρότηση ξεκινούν από μια κοινή πηγή. Ποια είναι αυτή η πηγή μας το δείχνει η σύγχρονη υλιστική εξήγηση της ιστορίας, γύρω από την οποία θα παρατηρήσουμε για την ώρα ότι οι κύριοι εκλεκτικοί έχουν την ίδια δυσκολία να την καταλάβουν όσο και να διεισδύσουν στο μυστικό των ιδεαλιστικών απόψεων του Χέγκελ, οι οποίες είναι διαμετρικά αντίθετες σε αυτή.

Κάθε φορά που ο Χέγκελ αναλαμβάνει να δώσει ένα χαρακτηριστικό ενός οποιουδήποτε μεγάλου λαού στην ιστορία επιδείχνει εμβριθή γνώση και τεράστια διεισδυτικότητα· παρέχει αληθινά λαμπρά και ταυτόχρονα βαθιά διδακτικά χαρακτηριστικά, σκορπώντας εν παρόδω έναν αριθμό από πολύτιμες παρατηρήσεις για τις διάφορες όψεις της ιστορίας του συγκεκριμένου λαού. Σε παρασύρει και είσαι πρόθυμος να ξεχάσεις ότι έχεις να κάνεις με έναν ιδεαλιστή, είσαι πρόθυμος να παραδεχτείς ότι πραγματικά «παίρνει την ιστορία όπως πραγματικά είναι», ότι ο Χέγκελ ακολουθεί αυστηρά τον κανόνα του: «να παραμένεις σε ιστορικό, εμπειρικό έδαφος». Αλλά για τι χρειάζεται ο Χέγκελ αυτό το ιστορικό, εμπειρικό έδαφος; Για να προσδιορίσει την ποιότητα του πνεύματος του συγκεκριμένου λαού. Το πνεύμα ενός ιδιαίτερου λαού δεν είναι, όπως γνωρίζουμε ήδη, παρά ένα στάδιο στην ανάπτυξη του παγκόσμιου πνεύματος· και οι ποιότητες του τελευταίου δεν αποκαλύπτονται από τη μελέτη της παγκόσμιας ιστορίας· η έννοιά του εισάγεται σε αυτή τη μελέτη ως μια έτοιμη έννοια, μια έννοια που είναι πλήρης σε όλες τις απόψεις.

Να τι προκύπτει από αυτό: για όσο η ιστορία δεν αντιφάσκει προς την έννοια του παγκόσμιου πνεύματος, και τους “νόμους” της ανάπτυξης αυτού του πνεύματος, λαμβάνεται “όπως είναι”. Ο Χέγκελ «παραμένει σε ιστορικό, εμπειρικό έδαφος». Αλλά όταν η ιστορία, χωρίς ακριβώς να αντιφάσκει προς τους “νόμους” της ανάπτυξης του παγκόσμιου πνεύματος, απλά αφήνει το μονοπάτι αυτής της υποτιθέμενης ανάπτυξης και αποδεικνύεται να είναι κάτι που δεν είχε προβλέψει η λογική του Χέγκελ, δεν λαμβάνει καμιά προσοχή. Μια τέτοια στάση απέναντι στην ιστορία θα έπρεπε φαινομενικά να είχε διαφυλάξει τον Χέγκελ τουλάχιστον από το να αντιφάσκει προς τον εαυτό του. Στην πραγματικότητα δεν το έκανε. Ο Χέγκελ απέχει πολύ από το να είναι ελεύθερος από αντιφάσεις. Να ένα αρκετά ζωντανό παράδειγμα. Στις ακόλουθες γραμμές ο Χέγκελ μιλά για τις θρησκευτικές έννοιες των Ινδιάνων.

«Η αγάπη, ο ουρανός, κοντολογίς, κάθε τι πνευματικό, από τη μια μεριά, περνά από τη φαντασία του Ινδιάνου, αλλά, από την άλλη μεριά, αυτό που σκέφτεται είναι εξίσου παρόν στις αισθήσεις του και βυθίζεται… στο φυσικό. Έτσι τα θρησκευτικά αντικείμενα είναι είτε τρομερές μορφές που δημιουργούνται από την τέχνη, είτε φυσικά πράγματα. Κάθε πουλί, κάθε πίθηκος, είναι ο θεός του παρόντος, ένα απόλυτα καθολικό ον. Γιατί ο Ινδιάνος είναι ανίκανος να συλλάβει ένα αντικείμενο στο λογικό ορισμό του, αφού αυτό απαιτεί διαλογισμό» [5].

Πάνω στη βάση αυτού του χαρακτηριστικού, ο Χέγκελ θεωρεί τη λατρεία των ζώων μια φυσική συνέπεια του γεγονότος ότι το πνεύμα του ινδιάνικου λαού είναι ένα από τα κατώτερα στάδια στην ανάπτυξη του παγκόσμιου πνεύματος. Οι αρχαίοι Πέρσες, που θεοποιούσαν το φως και επίσης «τον ήλιο, το φεγγάρι και πέντε άλλα ουράνια σώματα», τα οποία παραδέχονταν πως ήταν «αξιοσέβαστες εικόνες του Ορμούσδ», τοποθετούνται υψηλότερα από τους Ινδιάνους από τον Χέγκελ. Αλλά δείτε τι ο ίδιος ο Χέγκελ λέει για τη λατρεία των ζώων ανάμεσα στους αρχαίους Αιγύπτιους.

«Το δόγμα» (των Αιγυπτίων – Γκ. Π.) «συνίσταται κυρίως στη λατρεία των ζώων… Η ζωολατρία μας είναι απωθητική, μπορεί να συνηθίζουμε να προσευχόμαστε στον ουρανό, αλλά το να λατρεύουμε ζώα μας είναι ξένο… Και όμως είναι βέβαιο ότι οι λαοί που λατρεύουν τον ήλιο και άλλα ουράνια σώματα δεν είναι κατά κανένα τρόπο υψηλότεροι από εκείνους που λατρεύουν τα ζώα· απεναντίας, γιατί στο ζωικό κόσμο οι Αιγύπτιοι έβλεπαν το Εσωτερικό και το Ακατανόητο…» [6]

Στην ίδια λατρεία των ζώων αποδίδεται μια εντελώς διαφορετική σημασία στη γνώμη του Χέγκελ ανάλογα με το αν ασχολείται με τους Ινδούς ή τους Αιγύπτιους. Γιατί αυτό; Μπορεί οι Ινδοί να έχουν λατρέψει τα ζώα με ένα διαφορετικό τρόπο από τους Αιγύπτιους; Όχι, πρόκειται απλά για το ότι το “πνεύμα” του αιγυπτιακού λαού είναι μια “μετάβαση” σε εκείνο των Ελλήνων και κατέχει ένα συγκριτικά ανώτερο στάδιο στην ταξινόμηση του Χέγκελ· αυτός είναι ο λόγος που ο Χέγκελ είναι απρόθυμος να πιστοποιήσει ότι έχει αδυναμίες για τις οποίες είχε καταδικάσει το πνεύμα του ινδιάνικου λαού, το οποίο τοποθετεί σε ένα κατώτερο στάδιο.

Παρόμοια, ο Χέγκελ υιοθετεί μια εντελώς διαφορετική στάση προς τις κάστες σε συμφωνία με το αν τις συναντά στην Ινδία ή την Αίγυπτο. Οι ινδικές κάστες «προκύπτουν από φυσικές διαφορές», και συνεπώς η προσωπικότητα στην Ινδία είναι λιγότερο ικανή να εκτιμήσει τον εαυτό της από ό,τι στην Κίνα, όπου υπάρχει μια χωρίς ζηλοτυπία ισότητα όλων μπροστά στο δεσπότη. Για τις αιγυπτιακές κάστες μας λέγεται ότι αυτές «δεν έχουν απολιθωθεί, αλλά είναι σε αμοιβαία πάλη και αμοιβαία επαφή· συχνά αποσυντίθενται και εμφανίζονται ξανά». Αλλά, έστω και μόνο από αυτό που ο ίδιος ο Χέγκελ λέει για τις κάστες στην Ινδία, είναι φανερό ότι και στην Ινδία επίσης δεν υπήρχε πλήρης απουσία αγώνα και επαφής ανάμεσά τους. Σε αυτό το ζήτημα, όπως και σε εκείνο της λατρείας των ζώων, ο Χέγκελ υποχρεώνεται για χάρη μιας μάλλον αυθαίρετης λογικής κατασκευής να αποδώσει εντελώς διαφορετική σημασία σε ανάλογα φαινόμενα της κοινωνικής ζωής.

Αλλά αυτό δεν είναι όλο. Η αχίλλειος πτέρνα του ιδεαλισμού μας απογυμνώνεται ιδιαίτερα όταν ο Χέγκελ υποχρεώνεται να εξετάσει τη μεταφορά του στρόβιλου της ιστορικής κίνησης από ένα λαό σε έναν άλλο, ή μια αλλαγή στην εσωτερική κατάσταση ενός ιδιαίτερου λαού. Φυσικά, σε τέτοιες περιπτώσεις προκύπτει το ερώτημα του τι προκαλεί τέτοιες μεταφορές και αλλαγές, και ο Χέγκελ, όντας ένας ιδεαλιστής, αναζητά την απάντηση στις ποιότητες του ίδιου πνεύματος του οποίου ενσάρκωση, κατά τη γνώμη του, συνιστά η ιστορία. Για παράδειγμα, αναρωτιέται, γιατί η αρχαία Περσία παρήκμασε, ενώ η Ινδία και η Κίνα υπάρχουν ακόμη. Προλογίζει την απάντηση με την ακόλουθη παρατήρηση:

«Πρώτα απ’ όλα πρέπει να παραμερίσουμε την προκατάληψη ότι η διάρκεια της αντίστασης στην αποσύνθεση είναι κάτι έξοχο: τα αιώνια βουνά δεν είναι κατά κανένα τρόπο ανώτερα από το εφήμερο τριαντάφυλλο».

Ασφαλώς, αυτή η προκαταρκτική παρατήρηση δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να θεωρηθεί ως η απάντηση. Παραπέρα, έχουμε τις ακόλουθες θεωρήσεις:

«Στην Περσία η αρχή του ελεύθερου πνεύματος ξεκινά στην αντίθεσή του προς τη φυσικότητα, και αυτή η φυσική ύπαρξη συνεπώς ξεθωριάζει και καταρρέει· η αρχή του χωρισμού από τη φύση θα βρεθεί στο βασίλειο της Περσίας, που είναι συνεπώς υψηλότερο από τους κόσμους που είναι βυθισμένοι στο φυσικό [7]. Με αυτό η αναγκαιότητα της προόδου έχει αποκαλυφθεί· το πνεύμα έχει αποκαλύψει τον εαυτό του και πρέπει να εκπληρώσει τον εαυτό του. Ο Κινέζος έχει σημασία μόνο όταν είναι νεκρός, ο Ινδός σκοτώνει τον εαυτό του, βυθίζεται στο Βράχμα και πεθαίνει ενώ είναι ζωντανός, σε πλήρη έλλειψη συνείδησης, ή είναι θεός χάρη στην καταγωγή του [8]· εδώ δεν υπάρχει καμιά αλλαγή, καμιά πρόοδος, γιατί η προώθηση είναι δυνατή μόνο μέσω της εκπλήρωσης της ανεξαρτησίας του πνεύματος. Με το φως [9] των Περσών ξεκινά ο πνευματικός στοχασμός, στον οποίο το πνεύμα διαχωρίζεται από τη φύση. Αυτός είναι ο λόγος (sic!) που πρώτα βρίσκουμε εδώ… ότι η εξαντικειμένιση παραμένει ελεύθερη, δηλαδή, ότι οι λαοί [10] δεν καταπιέζονται, αλλά διατηρούν τον πλούτο τους, το σύστημά τους, τη θρησκεία τους. Αυτή ήταν ακριβώς η αδυναμία της Περσίας συγκριτικά με την Ελλάδα»[11].

Σε αυτή τη μακριά πραγματεία μόνο οι τελευταίες γραμμές, που δίνουν την εσωτερική οργάνωση του βασιλείου της Περσίας ως την αιτία της αδυναμίας που εκδήλωνε στις συγκρούσεις του με την Ελλάδα – μόνο αυτές οι τελευταίες γραμμές μπορεί να αποκληθούν μια προσπάθεια να εξηγηθεί το ιστορικό γεγονός της πτώσης της Περσίας. Αλλά αυτή η προσπάθεια εξήγησης έχει λίγα κοινά με την ιδεαλιστική εξήγηση της ιστορίας την οποία υποστήριζε ο Χέγκελ: η αδυναμία της εσωτερικής οργάνωσης της Περσίας δεν έχει παρά μια αμφίβολη σύνδεση με το «φως των Περσών». Αλλά εκεί που ο Χέγκελ παραμένει πιστός στον ιδεαλισμό, το καλύτερο που κάνει είναι να τυλίγει σε ένα ιδεαλιστικό περιτύλιγμα το γεγονός που χρειάζεται εξήγηση. Ο ιδεαλισμός του εκτίθεται ανεπανόρθωτα με τον ίδιο τρόπο παντού. Πάρτε, για παράδειγμα, την εσωτερική αποσύνθεση της Ελλάδας. Ο κόσμος της Ελλάδας, σύμφωνα με τον Χέγκελ, ήταν ένας κόσμος ομορφιάς και «έξοχων ηθικών ηθών» [12]. Οι Έλληνες ήταν εξαιρετικός λαός, βαθιά αφοσιωμένοι στη χώρα τους και ικανοί για όλα τα είδη αυτοθυσίας. Αλλά εκπλήρωσαν μεγάλα κατορθώματα εντελώς «χωρίς διαλογισμό».

Για τον Έλληνα, το έθνος του ήταν μια αναγκαιότητα χωρίς την οποία δεν μπορούσε να ζήσει. Μόνο αργότερα οι σοφιστές εισάγουν αρχές· εμφανίστηκε ο υποκειμενικός διαλογισμός, η ηθική αυτοσυνείδηση, η διδασκαλία ότι ο καθένας πρέπει να ενεργεί σύμφωνα με την πεποίθησή του. Τότε ήταν που άρχισε η εσωτερική αποσύνθεση των «έξοχων ηθικών ηθών» των Ελλήνων που αναφέρθηκε παραπάνω· η «αυτόαπελευθέρωση του εσωτερικού κόσμου» οδήγησε στην παρακμή της Ελλάδας. Μια από τις όψεις αυτού του εσωτερικού κόσμου ήταν η σκέψη. Συνακόλουθα βρίσκουμε εδώ το ενδιαφέρον και ιστορικό φαινόμενο ότι οι δυνάμεις της σκέψης δρουν, παρεμπιπτόντως, ως “αρχές αποσύνθεσης”. Αυτή η άποψη αξίζει προσοχή έστω και μόνο γιατί είναι πολύ πιο βαθιά από τις γραμμικές απόψεις των Διαφωτιστών, για τους οποίους η επιτυχία στη σκέψη σε οποιοδήποτε λαό πρέπει χωρίς όρους και άμεσα να οδηγεί στην “πρόοδο”.

Παρ’ όλα αυτά, το ερώτημα από πού προήλθε αυτή η «αυτό-απελευθέρωση του εσωτερικού κόσμου» παραμένει ακόμη ανοικτό. Η ιδεαλιστική φιλοσοφία του Χέγκελ απαντά ότι «το πνεύμα μπορούσε μόνο για λίγο καιρό να παραμείνει στην άποψη των έξοχων ηθικών ηθών». Αλλά αυτό ασφαλώς δεν είναι μια απάντηση, είναι μόνο μια μετάφραση του ερωτήματος στη φιλοσοφική γλώσσα του ιδεαλισμού του Χέγκελ. Ο ίδιος ο Χέγκελ φαίνεται να το αισθάνεται αυτό και αυτός είναι ο λόγος που προσθέτει βιαστικά ότι «η αρχή της αποσύνθεσης αποκαλύφθηκε πρώτα απ’ όλα στην εξωτερική πολιτική ανάπτυξη, τόσο στους πολέμους των ελληνικών κρατών μεταξύ τους όσο και στον αγώνα των διαφόρων φατριών μέσα στις πόλεις» [13].

Εδώ ήδη στεκόμαστε σε συγκεκριμένο ιστορικό έδαφος. Ο αγώνας των “φατριών” μέσα στις πόλεις, με τα ίδια τα λόγια του Χέγκελ, ήταν το προϊόν της οικονομικής ανάπτυξης της Ελλάδας, δηλαδή, με άλλα λόγια, ο αγώνας ανάμεσα στα πολιτικά κόμματα δεν ήταν παρά η έκφραση των οικονομικών αντιφάσεων που είχαν ανακύψει στις ελληνικές πόλεις. Αλλά αν θυμηθούμε ότι ο Πελοποννησιακός Πόλεμος επίσης, όπως βλέπουμε από τον Θουκυδίδη, δεν ήταν παρά ένας ταξικός αγώνας που εξαπλώθηκε σε όλη την Ελλάδα, θα συμπεράνουμε χωρίς καμιά δυσκολία ότι οι αιτίες της παρακμής της Ελλάδας πρόκειται να βρεθούν στην οικονομική της ιστορία [14].

Έτσι, ο Χέγκελ μας βάζει στο δρόμο της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας, αν και γι’ αυτόν η ταξική πάλη στην Ελλάδα φαίνεται μόνο σαν μια εκδήλωση της “αρχής της αποσύνθεσης”. Εκφράζοντάς το με όρους που χρησιμοποιούνται από τον Χέγκελ, μπορούμε να πούμε ότι ο υλισμός είναι η αλήθεια του ιδεαλισμού. Και διαρκώς συναντάμε τέτοια απροσδόκητα πράγματα στη φιλοσοφία της ιστορίας του Χέγκελ. Αυτός ο μέγιστος των ιδεαλιστών φαίνεται να έχει θέσει στον εαυτό του το καθήκον να ξεκαθαρίσει το δρόμο για τον υλισμό. Όταν μιλά για τις πόλεις του Μεσαίωνα αποδίδει σέβας στον ιδεαλισμό, αλλά εξετάζει την ιστορία τους, από τη μια μεριά, ως την πάλη των αστών ενάντια στους ευγενείς, και, από την άλλη, ως μια πάλη ανάμεσα σε διαφορετικές μερίδες πολιτών – «των πλούσιων πολιτών και του κοινού λαού» [15]. Όταν μιλά για τη Μεταρρύθμιση, και πάλι μας αποκαλύπτει πρώτα τα μυστικά του “παγκόσμιου πνεύματος” και μετά περνά στην ακόλουθη παρατήρηση που είναι εντελώς απροσδόκητη στα χείλη ενός ιδεαλιστή για τη διάδοση του προτεσταντισμού:

«Στην Αυστρία, τη Βαυαρία και τη Βοημία, η Μεταρρύθμιση είχε ήδη σημειώσει μεγάλη επιτυχία, και αν και λέγεται: όταν η αλήθεια έχει διαπεράσει τα πνεύματα δεν μπορεί ποτέ να αποσχιστεί από αυτά, παρ’ όλα αυτά καταπνίχτηκε εδώ με τη δύναμη των όπλων, με τη δολιότητα ή την πειθώ. Τα σλαβικά έθνη ήταν αγροτικοί λαοί (υπογράμμιση του Χέγκελ). Αλλά αυτή η κατάσταση συνοδεύεται από τη σχέση του αφέντη και του δούλου. Στη γεωργία το κίνητρο της φύσης είναι κυριαρχικό, η ανθρώπινη βιομηχανία και η υποκειμενική δραστηριότητα θα βρεθούν λιγότερο σε αυτή την εργασία. Αυτός είναι ο λόγος που οι Σλάβοι ήταν πιο αργοί και είχαν μεγαλύτερη δυσκολία να φτάσουν στο βασικό αίσθημα του υποκειμενικού εγώ, στη συνείδηση αυτού που είναι καθολικό… και δεν ήταν ικανοί να μετάσχουν στην ανερχόμενη ελευθερία» [16].

Με αυτά τα λόγια ο Χέγκελ μας λέει απερίφραστα ότι η εξήγηση των θρησκευτικών απόψεων και όλων των απελευθερωτικών κινημάτων που προκύπτουν σε ένα ιδιαίτερο λαό πρέπει να αναζητηθεί στην οικονομική δραστηριότητα του λαού. Αλλά ακόμη και αυτό δεν είναι αρκετό. Το κράτος, το οποίο σύμφωνα με την ιδεαλιστική εξήγηση του Χέγκελ, είναι «η ενσάρκωση της ηθικής ιδέας, είναι το ηθικό πνεύμα, ως η εμφανής θέληση, ξεκάθαρη και ουσιώδης προς τον εαυτό της, η οποία σκέφτεται τον εαυτό της και γνωρίζει τον εαυτό της και εκπληρώνει τον εαυτό της» [17], στον Χέγκελ το ίδιο το κράτος δεν είναι τίποτε περισσότερο παρά το προϊόν της οικονομικής ανάπτυξης.

«Ένα πραγματικό κράτος και μια πραγματική κυβέρνηση εμφανίζονται μόνο όταν υπάρχει ήδη μια διαφορά ανάμεσα στις τάξεις, όταν ο πλούτος και η φτώχεια γίνονται πολύ μεγάλα και εγκαθιδρύεται μια κατάσταση στην οποία η μεγάλη πλειοψηφία δεν μπορεί να ικανοποιήσει τις ανάγκες της με τον τρόπο που ήταν συνηθισμένη» [18].

Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, η ιστορική προέλευση του γάμου στον Χέγκελ συνδέεται στενά με την οικονομική ιστορία της ανθρωπότητας.

«Η αληθινή αρχή, και η πρώτη θέσπιση, του κράτους έχουν σωστά αποδοθεί στην εισαγωγή της γεωργίας και επίσης του γάμου, αφού η αρχή δίνει γένεση στην αποκλειστική ατομική ιδιοκτησία, και η περιπλανώμενη ζωή του αγρίου που αναζητά τα μέσα ύπαρξης σε αυτή την περιπλάνηση παραμερίζεται από τη γαλήνη του ιδιωτικού δικαίου και την εγγυημένη ικανοποίηση των αναγκών, με την οποία συνδέεται ο περιορισμός της σεξουαλικής αγάπης στη γαμήλια ζωή, και έτσι προκύπτει η επέκταση αυτής της ένωσης σε μια διαρκή, ως τέτοια καθολική, ένωση, της επιδίωξης για τη φροντίδα της οικογένειας και για την κατοχή οικογενειακής ιδιοκτησίας» [19].

Θα μπορούσαμε να παραθέσουμε πολλά περισσότερα παραδείγματα αυτού του είδους, αλλά καθώς ο χώρος δεν το επιτρέπει αυτό, θα περιοριστούμε στο να υποδείξουμε τη σημασία που αποδίδεται από τον Χέγκελ στη “γεωγραφική βάση της παγκόσμιας ιστορίας”.

Πολλά γράφτηκαν πριν όσο και μετά τον Χέγκελ για τη σπουδαιότητα του γεωγραφικού περιβάλλοντος στην ιστορική ανάπτυξη του ανθρώπου. Αλλά μετά από αυτόν, όπως και πριν, οι επιστήμονες έκαναν συχνά το λάθος να έχουν κατά νου μόνο την ψυχολογική ή ακόμη τη φυσιολογική επιρροή της περιβάλλουσας φύσης στον άνθρωπο, ξεχνώντας εντελώς την επίδρασή της στην κατάσταση των κοινωνικών παραγωγικών δυνάμεων και μέσω αυτών σε όλες τις κοινωνικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων γενικά, με όλες τις ιδεολογικές υπερδομές τους [20]. Ο Χέγκελ απέφυγε αυτό το τεράστιο λάθος, αν όχι στις λεπτομέρειες, τουλάχιστον στη γενική τοποθέτηση του ζητήματος. Σύμφωνα με αυτόν υπάρχουν τρεις τυπικές ποικιλίες γεωγραφικού περιβάλλοντος: 1) ένα άνυδρο υψίπεδο, με μεγάλες στέπες και πεδιάδες· 2) χαμηλές γαίες τεμνόμενες από μεγάλους ποταμούς· 3) χώρες με ακτές που έχουν άμεση επικοινωνία με τη θάλασσα.

Η εκτροφή βοοειδών κυριαρχεί στις πρώτες, η γεωργία στις δεύτερες, το εμπόριο και τα επαγγέλματα στις τρίτες. Οι κοινωνικές σχέσεις των κατοίκων παίρνουν διάφορους χαρακτήρες σύμφωνα με αυτές τις βασικές διαφορές. Οι άνθρωποι που κατοικούν τα υψίπεδα, οι Μογγόλοι, για παράδειγμα, περνούν μια πατριαρχική, νομαδική ζωή και δεν έχουν καμιά ιστορία με την κανονική έννοια της λέξης. Μόνο περιστασιακά, συγκεντρωνόμενοι σε μεγάλους αριθμούς, εφορμούν σαν μια καταιγίδα στις πολιτισμένες χώρες αφήνοντας την ερήμωση και την καταστροφή στο πέρασμά τους [21]. Η πολιτιστική ζωή αρχίζει στα βαθύπεδα, που χρωστούν τη γονιμότητά τους στους ποταμούς. «Τέτοια βαθύπεδα βρίσκουμε στην Κίνα, την Ινδία… τη Βαβυλώνα… και την Αίγυπτο. Οι μεγάλες αυτοκρατορίες προκύπτουν σε αυτές τις χώρες και μεγάλα κράτη σχηματίζονται εδώ. Γιατί η γεωργία, που κυριαρχεί εδώ ως η πρώτη πηγή για τη συντήρηση των ατόμων, προσδιορίζεται από την κανονικότητα των εποχών, από τις κανονικές ασχολίες που τους αντιστοιχούν· εδώ η γαιοκτησία και οι σχέσεις δικαίου που ανταποκρίνονται σε αυτή έχουν την αφετηρία τους». Αλλά οι αγροτικοί λαοί που ζουν στα βαθύπεδα διακρίνονται από μεγαλύτερη νωθρότητα, ακινησία και αποχωρισμό· είναι ανίκανοι να χρησιμοποιήσουν για τις αμοιβαίες σχέσεις τους τα μέσα που η φύση θέτει στη διάθεσή τους. Αυτό το μειονέκτημα δεν υπάρχει για λαούς σε μια χώρα με ακτές. Η θάλασσα δεν χωρίζει τους λαούς, τους ενώνει. Αυτός είναι ο λόγος που ακριβώς στις παράκτιες χώρες η κουλτούρα, και μαζί της η ανθρώπινη συνείδηση, φτάνει στην πιο υψηλή της ανάπτυξη. Δεν υπάρχει ανάγκη να ψάξουμε μακριά για παραδείγματα, αρκεί να δείξουμε την αρχαία Ελλάδα [22].

Ίσως ο αναγνώστης γνωρίζει το βιβλίο του Λ. Μέτσνικοφ La Civilisation et les Grands Fleuves Historiques [Ο Πολιτισμός και οι Μεγάλοι Ιστορικοί Ποταμοί], που εμφανίστηκε το 1889. Ο συγγραφέας έχει αναμφισβήτητες παρεκκλίσεις προς τον ιδεαλισμό, αλλά γενικά υποστηρίζει την υλιστική άποψη. Λοιπόν; Η άποψη αυτού του υλιστή για την ιστορική σπουδαιότητα του γεωγραφικού περιβάλλοντος συμφωνεί σχεδόν πλήρως με εκείνη του ιδεαλιστή Χέγκελ, αν και ο Μέτσνικοφ θα εκπλησσόταν πιθανά πολύ ακούγοντας για μια τέτοια ομοιότητα.

Ο Χέγκελ επίσης εξηγεί, εν μέρει, την άνοδο της ανισότητας ανάμεσα στις περισσότερο ή λιγότερο πρωτόγονες κοινωνίες από την επίδραση του γεωγραφικού περιβάλλοντος. Έτσι, υπέδειξε ότι στην Αττική πριν από την εποχή του Σόλωνα, οι διαφορές ανάμεσα στις κατέχουσες τάξεις (με αυτό εννοεί τις διάφορες περισσότερο ή λιγότερo εύπορες μερίδες του πληθυσμού: τους κατοίκους των πεδιάδων, εκείνους των βουνών και εκείνους των παράκτιων περιοχών, Γκ. Π.) βασίζονταν σε διαφορές στις τοποθεσίες. Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι τοπικές διαφορές και οι ασχολίες που διέφεραν με αυτές πρέπει να είχαν μεγάλη επίδραση στην οικονομική ανάπτυξη των πρωτόγονων κοινωνιών. Δυστυχώς, αυτή η άποψη του ζητήματος απέχει πολύ από το να παίρνεται πάντα υπόψη από τους σύγχρονους ερευνητές.

Είναι απίθανο ο Χέγκελ να ασχολήθηκε πολύ με την πολιτική οικονομία, αλλά εδώ, επίσης, όπως και σε πολλά άλλα πεδία, η ιδιοφυία του τον βοήθησε να συλλάβει την πιο χαρακτηριστική και ουσιαστική όψη των φαινομένων. Ο Χέγκελ καταλάβαινε πιο καθαρά από όλους τους οικονομολόγους, χωρίς να εξαιρείται ακόμη και ο Ρικάρντο, ότι σε μια κοινωνία που βασίζεται στην ιδιωτική ιδιοκτησία, η αύξηση του πλούτου, από τη μια μεριά, συνοδεύεται αναπόφευκτα με την αύξηση της φτώχειας, από την άλλη. Το λέει αυτό ρητά στη Φιλοσοφία του Δικαίου. Για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του, αυτή η διαλεκτική, συνεπαγόμενη ένα χαμήλωμα του επιπέδου ζωής της πλειοψηφίας του πληθυσμού εξαιτίας του οποίου δεν μπορεί να ικανοποιήσει επαρκώς τις ανάγκες του, και η οποία συγκεντρώνει τον πλούτο σε συγκριτικά λίγα χέρια, πρέπει αναγκαστικά να οδηγήσει σε μια κατάσταση στην οποία η κοινωνία των πολιτών, παρά το πλεόνασμα του πλούτου, δεν είναι αρκετά πλούσια, δηλαδή, δεν έχει αρκετά μέσα για να εξαλείψει την υπερβολή της φτώχειας και τα κατακάθια του όχλου (des Pöbels) [23].

Το αποτέλεσμα είναι ότι η κοινωνία των πολιτών [24] βρίσκει τον εαυτό της εξαναγκασμένο να βγει έξω από τα όρια του και να αναζητήσει νέες αγορές, να στραφεί στο παγκόσμιο εμπόριο και τον αποικισμό. Από όλους του συγχρόνους του Χέγκελ μόνο ο Φουριέ διακρίθηκε από μια παρόμοια σαφήνεια απόψεων και καλή κατανόηση της διαλεκτικής των αστικών οικονομικών σχέσεων.

Ο αναγνώστης έχει ίσως σημειώσει ότι για τον Χέγκελ το προλεταριάτο δεν είναι παραπάνω από “όχλο”, ανίκανο να χρησιμοποιήσει τα “πνευματικά πλεονεκτήματα” της κοινωνίας των πολιτών. Ο Χέγκελ δεν υποψιαζόταν σε ποιο βαθμό το σύγχρονο προλεταριάτο διέφερε από το προλεταριάτο του αρχαίου κόσμου, ας πούμε, όπως και να έχει, από το ρωμαϊκό προλεταριάτο· δεν γνώριζε ότι στη σύγχρονη κοινωνία ο ζυγός που πέφτει πάνω στην εργατική τάξη απαράλλακτα δίνει γένεση σε αντίδραση από αυτή την τάξη, και ότι στη σύγχρονη κοινωνία το προλεταριάτο προορίζεται σε μεγάλο βαθμό να ξεπεράσει διανοητικά την αστική τάξη. Ούτε, ασφαλώς, οι ουτοπικοί σοσιαλιστές το γνώριζαν αυτό· γι’ αυτούς επίσης το προλεταριάτο δεν ήταν τίποτα παραπάνω από “όχλος”, άξιο για όλα τα είδη συμπάθειας, αλλά ανίκανο οποιασδήποτε πρωτοβουλίας. Μόνο ο επιστημονικός σοσιαλισμός ήταν ικανός να καταλάβει τη μεγάλη ιστορική σπουδαιότητα του σύγχρονου προλεταριάτου.

Ας συνοψίσουμε αυτά που έχουμε πει. Ως ιδεαλιστής, ο Χέγκελ δεν μπορούσε να θεωρεί την ιστορία διαφορετικά παρά από την ιδεαλιστική άποψη· χρησιμοποίησε όλες τις δυνάμεις της ιδιοφυίας του, και τα γιγάντια αποθέματα της διαλεκτικής του, για να δώσει τουλάχιστον κάποιο επιστημονικό χαρακτήρα στην ιδεαλιστική αντίληψη της ιστορίας. Ο ίδιος φαινόταν δυσαρεστημένος με τα αποτελέσματα που είχε επιτύχει και υποχρεωνόταν συχνά να κατεβαίνει από τα ομιχλώδη ύψη του ιδεαλισμού στο συγκεκριμένο έδαφος των οικονομικών σχέσεων. Κάθε φορά που στρεφόταν προς αυτό, τα οικονομικά τον απελευθέρωναν από τα αβαθή στα οποία τον είχε οδηγήσει ο ιδεαλισμός. Η οικονομική ανάπτυξη αποδεικνυόταν να είναι ο όρος που καθορίζει όλη την πορεία της ιστορίας.

Αυτό καθόρισε τον μετέπειτα προσανατολισμό της επιστήμης. Η μετάβαση στον υλισμό που έλαβε χώρα μετά το θάνατο του Χέγκελ δεν μπορούσε να είναι μια απλή επιστροφή στον αφελή μεταφυσικό υλισμό του 18ου αιώνα. Στη σφαίρα που μας ενδιαφέρει εδώ, δηλαδή, στην εξήγηση της ιστορίας, ο υλισμός έπρεπε να στραφεί πρώτα και κύρια στα οικονομικά. Το να ενεργήσει διαφορετικά θα σήμαινε όχι πρόοδο, αλλά οπισθοδρόμηση συγκριτικά με τη φιλοσοφία της ιστορίας του Χέγκελ.

Η υλιστική αντίληψη της φύσης δεν είναι ακόμη η υλιστική αντίληψη της ιστορίας. Οι υλιστές του τελευταίου αιώνα έβλεπαν την ιστορία με τα μάτια των ιδεαλιστών και μάλιστα των πολύ αφελών ιδεαλιστών. Στο βαθμό που ασχολούνταν με την ιστορία των ανθρώπινων κοινωνιών, προσπαθούσαν να την εξηγήσουν με την ιστορία της σκέψης. Γι’ αυτούς η αξιοσημείωτη παρατήρηση του Αναξαγόρα ότι ο «ο λόγος (νους) κυβερνά τον κόσμο» αναγόταν στην πρόταση ότι η ανθρώπινη κρίση κυβερνά την ιστορία. Τις θλιβερές σελίδες στην ανθρώπινη ιστορία τις απέδιδαν σε λαθεμένες κρίσεις. Αν ο πληθυσμός μιας ορισμένης χώρας υποφέρει υπομονετικά το ζυγό του δεσποτισμού, αυτό είναι μόνο επειδή δεν έχει ακόμη καταλάβει τα πλεονεκτήματα της ελευθερίας. Αν είναι δεισιδαίμων είναι επειδή εξαπατάται από τους ιερείς που επινόησαν τη θρησκεία για δικό τους όφελος. Αν η ανθρωπότητα υποφέρει από πολέμους ο λόγος είναι ότι δεν είναι ακόμη ικανή να καταλάβει πόσο επιζήμιοι είναι. Και ούτω καθεξής για το κάθε τι. «Η πρόοδος των ιδεών εξαρτάται από την πρόοδο των πραγμάτων», είπε ο αξιοπρόσεκτος στοχαστής, ο Τζ. Μπ. Βίκο, στην αρχή του τελευταίου αιώνα. Οι υλιστές νόμιζαν το ακριβώς αντίθετο: η πρόοδος των πραγμάτων στην κοινωνία καθορίζεται από την πρόοδο των ιδεών και η τελευταία καθορίζεται από… λοιπόν, ας πούμε, τους κανόνες της τυπικής λογικής και τη συσσώρευση της γνώσης.

Ο απόλυτος ιδεαλισμός του Χέγκελ απείχε πάρα πολύ από τον αφελή ιδεαλισμό των στοχαστών του Διαφωτισμού. Όταν ο Χέγκελ επαναλάμβανε με τον Αναξαγόρα ότι ο λόγος κυβερνά τον κόσμο, στα χείλη του αυτό δεν σήμαινε καθόλου ότι ο κόσμος κυβερνιέται από τη σκέψη ενός ανθρώπου. Η φύση είναι ένα σύστημα του λόγου, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η φύση είναι προικισμένη με συνείδηση. «Η κίνηση του ηλιακού συστήματος λαβαίνει χώρα σύμφωνα με αμετάβλητους νόμους· αυτοί οι νόμοι είναι ο λόγος αυτού του συστήματος, αλλά ούτε ο ήλιος ούτε οι πλανήτες που περιστρέφονται γύρω του σύμφωνα με αυτούς τους νόμους έχουν οποιαδήποτε συνείδηση ότι το κάνουν» [25].

Ο άνθρωπος είναι προικισμένος με συνείδηση· θέτει ένα καθορισμένο σκοπό για τις πράξεις του· αλλά δεν έπεται από αυτό ότι η ιστορία προχωρά όπως το επιθυμούν οι άνθρωποι. Το αποτέλεσμα κάθε πράξης του ανθρώπου πάντα έχει μια απρόβλεπτη πλευρά και είναι ακριβώς αυτή η πλευρά που συχνά, ή πιο σωστά σχεδόν πάντα, συνιστά το πιο ουσιαστικό απόκτημα της ιστορίας, και είναι αυτή η πλευρά που οδηγεί στην πραγμάτωση του παγκόσμιου πνεύματος.

«Στην παγκόσμια ιστορία οι πράξεις του ανθρώπου οδηγούν σε κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό που έχει ως σκοπό ή πρόθεση»· εκπληρώνει τα δικά του συμφέροντα αλλά με αυτό τον τρόπο κάτι παραπάνω έρχεται σε ύπαρξη, το οποίο, ομολογουμένως, περιέχεται εκεί, αλλά δεν υπήρχε στη συνείδηση ή την πρόθεσή του [26]. Τα κράτη, οι λαοί και τα άτομα επιδιώκουν τα δικά τους ιδιωτικά συμφέροντα, τους ιδιαίτερους σκοπούς τους.

Από αυτή την άποψη είναι αναμφισβήτητα συνειδητοί, σκεπτόμενοι παράγοντες. Αλλά επιδιώκοντας συνειδητά τους δικούς τους ιδιωτικούς σκοπούς (οι οποίοι γενικά επίσης διαπερνώνται με ορισμένες καθολικές βλέψεις για το τι είναι καλό και δίκαιο) ασυνείδητα εκπληρώνουν τους σκοπούς του παγκόσμιου πνεύματος.

Ο Καίσαρας σκόπευε να γίνει αυτοκράτορας στη Ρώμη, αυτός ήταν ο προσωπικός σκοπός του· αλλά η αυτοκρατορία ήταν την ίδια ώρα μια ιστορική αναγκαιότητα· έτσι, εκπληρώνοντας τον προσωπικό σκοπό του, ο Καίσαρ υπηρέτησε το παγκόσμιο πνεύμα. Με αυτή την έννοια μπορούμε να πούμε ότι οι ιστορικές φυσιογνωμίες, και επίσης οι λαοί είναι τυφλά εργαλεία του πνεύματος. Τους εξαναγκάζει να εργάζονται γι’ αυτό προσφέροντάς τους το δόλωμα των δικών τους ιδιωτικών σκοπών και παροτρύνοντάς τους με το κίνητρο του πάθους, χωρίς το οποίο τίποτα μεγάλο δεν γίνεται στην ιστορία.

Σχετικά με τους λαούς δεν υπάρχει εδώ κανένα μυστήριο του “ασυνείδητου”. Οι πράξεις των λαών αντανακλώνται αναγκαστικά στα κεφάλια τους, αλλά δεν είναι αυτή η αντανάκλαση που καθορίζει την κίνηση της ιστορίας. Η πρόοδος των πραγμάτων δεν καθορίζεται από την πρόοδο των ιδεών αλλά από κάτι έξω και ανεξάρτητο από τη θέληση του ανθρώπου και κρυμμένο από την ανθρώπινη συνείδηση.

Η σύμπτωση της ανθρώπινης αυθαιρεσίας και της ανθρώπινης σωφροσύνης δίνει θέση στη συμμόρφωση με το νόμο, δηλαδή, συνεπώς, στην αναγκαιότητα. Σε αυτό βρίσκεται η αναμφισβήτητη ανωτερότητα του “απόλυτου ιδεαλισμού” συγκριτικά με τον αφελή ιδεαλισμό των γάλλων στοχαστών του Διαφωτισμού. Ο απόλυτος ιδεαλισμός είναι απέναντι σε αυτόν τον τελευταίο ιδεαλισμό ό,τι είναι ο μονοθεϊσμός απέναντι στο φετιχισμό και τη μαγεία. Η μαγεία δεν αφήνει χώρο στη φύση για ανταπόκριση στο νόμο· υποθέτει ότι η “πρόοδος των πραγμάτων” μπορεί να διακοπεί σε οποιαδήποτε στιγμή από την παρέμβαση ενός μάγου. Ο μονοθεϊσμός αποδίδει στο Θεό την εγκαθίδρυση των νόμων της φύσης, αλλά παραδέχεται (τουλάχιστον στο ανώτερο στάδιο της ανάπτυξής του, όταν παύει να συμφιλιώνεται με τα θαύματα) ότι η πρόοδος των πραγμάτων καθορίζεται από αυτούς τους μια-για-πάντα εγκαθιδρυμένους νόμους. Κάνοντάς το αυτό δίνει στην επιστήμη μια μεγάλη θέση. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο ο απόλυτος ιδεαλισμός, αναζητώντας μια εξήγηση της κίνησης της ιστορίας σε κάτι που είναι ανεξάρτητο από την ανθρώπινη αυθαιρεσία, θέτει στην επιστήμη το καθήκον να εξηγήσει τα φαινόμενα της ιστορίας σε ανταπόκριση με νόμους, και η εκπλήρωση αυτού του καθήκοντος ξεμπερδεύει με οποιαδήποτε αναγκαιότητα για την υπόθεση του πνεύματος που ήταν εντελώς άχρηστη όσο αφορούσε αυτή την εξήγηση.

Αν η άποψη των γάλλων υλιστών του τελευταίου αιώνα για την πρόοδο της ιστορίας κατέληγε στην πρόταση ότι η ανθρώπινη κρίση κυβερνά την ιστορία, οι προσδοκίες τους από το μέλλον μπορούσε να εκφραστούν λέγοντας: από τώρα και στο εξής το κάθε τι θα διευθετηθεί και θα μπει σε τάξη από το διαφωτισμένο λόγο, τη φιλοσοφία. Είναι αξιοπρόσεκτο ότι ο Χέγκελ, ο απόλυτος ιδεαλιστής, κρατούσε για τη φιλοσοφία ένα πολύ πιο μετριόφρονα ρόλο.

«Για να μιλήσουμε πάλι για την καθοδήγηση του πώς πρέπει να είναι ο κόσμος, εδώ η φιλοσοφία πάντα φτάνει πολύ αργά», διαβάζουμε στον πρόλογο της Φιλοσοφίας του Δικαίου. «Ως η σκέψη του κόσμου, η φιλοσοφία εμφανίζεται πρώτα τη στιγμή που η πραγματικότητα έχει εκπληρώσει τη διαδικασία του σχηματισμού της και είναι εντελώς ολοκληρωμένη… Όταν η φιλοσοφία βάφει τα γκρίζα αντικείμενά της γκρίζα, μια μορφή ζωής έχει ήδη ξεπεραστεί και δεν μπορεί πλέον να αναζωογονηθεί μα μόνο να γνωστεί· η κουκουβάγια της Αθηνάς πετά μόνο όταν πέφτει το σούρουπο».

Αναμφίβολα, ο Χέγκελ πάει πολύ μακριά εδώ. Συμφωνώντας εντελώς ότι η “φιλοσοφία” δεν μπορεί να αναζωογονήσει ένα κατεστραμμένο, παρωχημένο κοινωνικό σύστημα, μπορεί κανείς ταυτόχρονα να ρωτήσει τον Χέγκελ τι την εμποδίζει τότε να μας δείξει –ασφαλώς μόνο αδρά– το χαρακτήρα του νέου κοινωνικού συστήματος που έρχεται να πάρει τη θέση του παλιού. Η “φιλοσοφία” εξετάζει τα φαινόμενα στη διαδικασία της εμφάνισής τους. Αλλά αυτή η διαδικασία έχει δυο πλευρές: εμφάνιση και εξαφάνιση. Αυτές οι δυο πλευρές μπορεί να θεωρούνται ως χωριστές στο χρόνο. Αλλά, τόσο στη φύση και ιδιαίτερα στην ιστορία, η διαδικασία της εμφάνισης είναι, σε κάθε ιδιαίτερη στιγμή, μια διπλή διαδικασία: το παλιό καταστρέφεται και ταυτόχρονα το νέο ανακύπτει από τα ερείπιά του. Πρέπει αυτή η διαδικασία εμφάνισης του νέου να παραμένει για πάντα ένα μυστήριο για τη φιλοσοφία; Η φιλοσοφία γνωρίζει αυτό που είναι και όχι αυτό που θα έπρεπε να είναι σύμφωνα με τη γνώμη αυτού ή εκείνου του προσώπου. Αλλά τι είναι σε κάθε ιδιαίτερη εποχή; Ακριβώς το ξεπέρασμα του παλιού και η γένεση του νέου. Αν η φιλοσοφία γνωρίζει μόνο το παρωχημένο παλιό, η γνώση της είναι μονόπλευρη, και η φιλοσοφία είναι ανίκανη να εκπληρώσει το καθήκον να γνωρίσουμε τι είναι. Αλλά αυτό αντιφάσκει τη διαβεβαίωση του Χέγκελ για την παντοδυναμία του γνωρίζοντος λόγου.

Ο σύγχρονος υλισμός δεν ξέρει τέτοιο άκρο. Πάνω στη βάση αυτού που είναι και γίνεται παρωχημένο μπορεί να κρίνει τι έρχεται στην ύπαρξη. Αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η αντίληψή μας του τι έρχεται στην ύπαρξη διαφέρει ουσιαστικά από την αντίληψη του δέοντος είναι (sein sollenden) ενάντια στην οποία ο Χέγκελ κατεύθυνε τα λόγια που έχουμε παραθέσει από αυτόν για την κουκουβάγια της Αθηνάς. Για μας, αυτό που έρχεται στην ύπαρξη είναι το αναγκαίο αποτέλεσμα αυτού που γίνεται παρωχημένο. Αν γνωρίζουμε ότι ένα τέτοιο πράγμα, και όχι άλλο έρχεται στην ύπαρξη, είμαστε υπόχρεοι γι’ αυτό στη διαδικασία της κοινωνικής ανάπτυξης, που μας προετοιμάζει να γνωρίζουμε τι έρχεται στην ύπαρξη. Δεν αντιπαραθέτουμε τη σκέψη μας στην ύπαρξη γύρω μας.

Αλλά εκείνοι με τους οποίους επιχειρηματολογούσε ο Χέγκελ δεν έβλεπαν το ζήτημα με αυτόν τον τρόπο. Φαντάζονταν ότι μπορούσαν να αλλάξουν τη φυσική πορεία της ανάπτυξης της ύπαρξης κατά βούληση. Συνεπώς δεν το θεωρούσαν αναγκαίο να μελετήσουν την πορεία της ή να την υπολογίσουν. Η ιδέα τους για το τι επρόκειτο να υπάρξει βασιζόταν όχι στη μελέτη της πραγματικότητας γύρω τους, αλλά στη συλλογιστική τους για το δίκαιο και κανονικό κοινωνικό σύστημα που είχαν σε μια ιδιαίτερη εποχή. Αυτή η συλλογιστική δεν υποκινούνταν από τίποτε άλλο παρά την πραγματικότητα γύρω τους (κυρίως την αρνητική πλευρά της). Το να βασίζονται σε τέτοια συλλογιστική σήμαινε στην ουσία να κυβερνώνται από τις κατευθύνσεις αυτής της ίδιας πραγματικότητας, αλλά αποδεκτές αδιάκριτα χωρίς οποιεσδήποτε προσπάθειες να τις ελέγξουν μελετώντας την πραγματικότητα που τις υποκινούσε. Ήταν σαν να προσπαθούσαν να γνωρίσουν ένα πράγμα όχι κοιτώντας ίσια σε αυτό, αλλά στην αντανάκλασή του σε ένα κυρτό καθρέφτη. Τα λάθη και οι απογοητεύσεις ήταν αναπόφευκτα. Και όσο περισσότερο οι άνθρωποι ξεχνούσαν ότι οι ιδέες τους για το “τι έμελλε να υπάρξει” είχαν την προέλευσή τους στην πραγματικότητα που τους περιέβαλλε, όσο περισσότερο πίστευαν ότι εφοδιασμένοι με αυτές τις ιδέες μπορούσαν να μεταχειρίζονται την πραγματικότητα κατά το δοκούν, τόσο μεγαλύτερη ήταν η απόσταση που χώριζε αυτό στο οποίο απέβλεπαν και αυτό που εκπληρωνόταν.

Πόσο μακριά η σύγχρονη αστική κοινωνία είναι από το Βασίλειο του Λόγου που ονειρεύονταν οι γάλλοι στοχαστές του Διαφωτισμού! Αγνοώντας την πραγματικότητα, οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να απελευθερώσουν τους εαυτούς τους από τη λειτουργία των νόμων της· μόνο στερούσαν από τον εαυτό τους τη δυνατότητα να προβλέψουν τη δράση αυτών των νόμων και να τους χρησιμοποιήσουν για τους δικούς τους σκοπούς. Αυτός ήταν ακριβώς ο λόγος που οι σκοποί τους ήταν μη επιτεύξιμοι. Το να υιοθετούν την άποψη των στοχαστών του Διαφωτισμού σήμαινε να μην πηγαίνουν παραπέρα από την αφηρημένη αντίθεση ανάμεσα στην ελευθερία και την αναγκαιότητα.

Φαίνεται από πρώτη ματιά ότι αν η αναγκαιότητα κυριαρχεί στην ιστορία δεν υπάρχει χώρος για την ελεύθερη δραστηριότητα του ανθρώπου. Αυτό το τεράστιο λάθος διορθώθηκε από τη γερμανική ιδεαλιστική φιλοσοφία. Ο Σέλινγκ είχε ήδη υποδείξει ότι στη σωστή θεώρηση του ζητήματος η ελευθερία είναι αναγκαιότητα, η αναγκαιότητα είναι ελευθερία. Ο Χέγκελ τελικά έλυσε την αντινομία ανάμεσα στη ελευθερία και την αναγκαιότητα. Απέδειξε ότι είμαστε ελεύθεροι μόνο στο βαθμό που γνωρίζουμε τους νόμους της φύσης και της κοινωνικοϊστορικής ανάπτυξης και στο βαθμό που εμείς, υποτασσόμενοι σε αυτούς, βασιζόμαστε σε αυτούς. Αυτό ήταν ένα τεράστιο κέρδος στο πεδίο της φιλοσοφίας και επίσης σε εκείνο της κοινωνικής επιστήμης – το οποίο και πάλι, ωστόσο, μόνο ο σύγχρονος, διαλεκτικός υλισμός έχει εκμεταλλευτεί πλήρως.

Η υλιστική εξήγηση της ιστορίας προϋποθέτει τη διαλεκτική μέθοδο σκέψης. Η διαλεκτική ήταν γνωστή πριν από τον Χέγκελ. Αλλά ο Χέγκελ πέτυχε να τη χρησιμοποιήσει όπως κανείς από τους προκατόχους του. Στα χέρια αυτού του ιδιοφυούς ιδεαλιστή, η διαλεκτική έγινε ένα πανίσχυρο όπλο για τη γνώση κάθε υπαρκτού πράγματος: «Συνεπώς», λέει ο Χέγκελ, «το διαλεκτικό συνιστά… την κινητήρια ψυχή της επιστημονικής διαδικασίας και είναι η αρχή με την οποία μόνο το περιεχόμενο της επιστήμης αποκτά εσωτερική σύνδεση και αναγκαιότητα… Η παρέκκλιση από τους αφηρημένους λογικούς ορισμούς φαίνεται στη συνηθισμένη συνείδησή μας μια διακήρυξη της απλής σωφροσύνης σύμφωνα με τον κανόνα: ζήσε και άσε τους άλλους να ζήσουν, όπου το κάθε τι φαίνεται εξίσου καλό.

Αλλά η ουσία του ζητήματος είναι ότι αυτό που είναι καθορισμένο δεν είναι μόνο περιορισμένο από τα έξω, αλλά είναι προορισμένο να καταστραφεί και να περάσει στο αντίθετό του χάρη στη δική του σύμφυτη φύση» [28]. Για όσο ο Χέγκελ παραμένει πιστός στη διαλεκτική μέθοδο, είναι ένας υψηλά προοδευτικός στοχαστής. «Λέμε ότι όλα τα πράγματα (δηλαδή, κάθε τι που είναι πεπερασμένο ως τέτοιο) πρέπει να υπόκεινται στην κρίση της διαλεκτικής και με αυτό το ίδιο το γεγονός την ορίζουμε ως την καθολική ακατανίκητη δύναμη, που πρέπει να καταστρέψει το κάθε τι, όσο διαρκές και αν φαίνεται». Συνεπώς ο Χέγκελ έχει εντελώς δίκιο όταν λέει ότι η σοβαρή κυριάρχηση και η ξεκάθαρη κατανόηση της διαλεκτικής είναι ένα ζήτημα τεράστιας σπουδαιότητας. Η διαλεκτική μέθοδος είναι το πιο ισχυρό επιστημονικό όπλο που κληροδότησε ο γερμανικός ιδεαλισμός στο διάδοχό του, το σύγχρονο υλισμό.

Ωστόσο, ο υλισμός δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει τη διαλεκτική στην ιδεαλιστική της μορφή. Έπρεπε πρώτα απ’ όλα να απελευθερωθεί από τα μυστικιστικά περιτυλίγματά της.

Ο μεγαλύτερος από όλους τους υλιστές, ένας άνθρωπος που δεν ήταν κατά κανένα τρόπο κατώτερος από τον Χέγκελ ως προς την ιδιοφυία του, ο Καρλ Μαρξ, είπε εντελώς σωστά για τον εαυτό του ότι η μέθοδός του είναι το εντελώς αντίθετο της μεθόδου του Χέγκελ. «Με τον Χέγκελ, η ζωντανή διαδικασία του ανθρώπινου εγκέφαλου, δηλαδή, η διαδικασία της σκέψης, την οποία, κάτω από το όνομα της “ιδέας” μετασχηματίζει μάλιστα σε ένα ανεξάρτητο υποκείμενο, είναι ο δημιουργός του πραγματικού κόσμου, και ο πραγματικός κόσμος είναι μόνο η εξωτερική, η φαινομενική μορφή της “ιδέας”. Με μένα, απεναντίας, το ιδανικό δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο υλικός κόσμος που αντανακλάται από τον ανθρώπινο νου, και μεταφράζεται σε μορφές της σκέψης» [29].

Χάρη στον Μαρξ, η υλιστική φιλοσοφία έχει εξυψωθεί σε μια ολοκληρωμένη, αρμονική και συνεπή κοσμοθεώρηση. Γνωρίζουμε ήδη ότι οι υλιστές του τελευταίου αιώνα παρέμεναν αφελείς ιδεαλιστές στο πεδίο της ιστορίας. Αλλά ο Μαρξ έδιωξε εκείνο τον ιδεαλισμό από το τελευταίο του καταφύγιο. Όπως ο Χέγκελ, είδε την ανθρώπινη ιστορία ως μια διαδικασία που ανταποκρίνεται σε νόμους και ανεξάρτητη από την αυθαιρεσία του ανθρώπου· όπως ο Χέγκελ, εξέταζε όλα τα φαινόμενα στη διαδικασία της εμφάνισης και της εξαφάνισής τους· όπως ο Χέγκελ, δεν ικανοποιούνταν με τη στείρα μεταφυσική εξήγηση των ιστορικών φαινομένων, και τέλος, όπως ο Χέγκελ, επεδίωκε να ανιχνεύσει σε μια καθολική και μοναδική πηγή όλες τις δραστήριες και αλληλεπιδρώσες δυνάμεις της κοινωνικής ζωής. Αλλά βρήκε αυτή την πηγή, όχι στο απόλυτο πνεύμα, αλλά στην ίδια οικονομική ανάπτυξη στην οποία, όπως είδαμε παραπάνω, αναγκαζόταν να καταφύγει ο Χέγκελ όταν ο ιδεαλισμός ακόμη και στα ισχυρά και επιδέξια χέρια του, ήταν ένα ανίσχυρο και άχρηστο εργαλείο. Αλλά αυτό που στον Χέγκελ είναι συμπτωματικό, ένα μάντεμα μεγαλύτερης ή μικρότερης ιδιοφυίας, γίνεται στον Μαρξ μια αυστηρή, επιστημονική έρευνα.

Ο σύγχρονος διαλεκτικός υλισμός κατέστησε σαφή στον εαυτό του ασύγκριτα καλύτερα από τον ιδεαλισμό την αλήθεια ότι οι άνθρωποι κάνουν την ιστορία ασυνείδητα: από την άποψή του η πορεία της ιστορίας καθορίζεται σε τελικό απολογισμό όχι από τη θέληση του ανθρώπου, αλλά από την ανάπτυξη των υλικών παραγωγικών δυνάμεων. Ο υλισμός γνωρίζει επίσης πότε η “κουκουβάγια της Αθηνάς” ξεκινά το φτερούγισμά της, αλλά δεν βλέπει τίποτα το μυστήριο στην πτήση αυτού του πουλιού, περισσότερο από ό,τι σε οτιδήποτε άλλο. Έχει επιτύχει να εφαρμόσει στην ιστορία τη σχέση ανάμεσα στην ελευθερία και την αναγκαιότητα που ανακάλυψε ο ιδεαλισμός. Οι άνθρωποι έκαναν και έπρεπε να κάνουν την ιστορία τους ασυνείδητα για όσο οι κινητήριες δυνάμεις της ιστορικής ανάπτυξης εργάζονταν πίσω από τις πλάτες τους, ανεξάρτητα από τη συνείδησή τους. Αφού αυτές οι δυνάμεις έχουν ανακαλυφθεί, αφού οι νόμοι με τους οποίους εργάζονται έχουν μελετηθεί, οι άνθρωποι θα είναι ικανοί να τα πάρουν στα χέρια τους και να τα υποβάλουν στη δική τους λογική.

Η υπηρεσία που πρόσφερε ο Μαρξ συνίσταται στο ότι ανακάλυψε αυτούς τους νόμους και έκανε μια αυστηρή επιστημονική μελέτη της λειτουργίας τους. Ο σύγχρονος διαλεκτικός υλισμός, ο οποίος, κατά τη γνώμη των φιλισταίων, πρέπει να μετατρέψει τον άνθρωπο σε ένα αυτόματο, στην πραγματικότητα ανοίγει για πρώτη φορά στην ιστορία το δρόμο για το βασίλειο της ελευθερίας και τη συνειδητή δραστηριότητα. Αλλά είναι δυνατό να μπούμε σε αυτό το βασίλειο μόνο μέσω μιας ριζικής αλλαγής στην παρούσα κοινωνική δραστηριότητα. Οι φιλισταίοι το καταλαβαίνουν, ή τουλάχιστον έχουν ένα προαίσθημα αυτού. Αυτός είναι ο λόγος που η υλιστική αντίληψη της ιστορίας τους προκαλεί μια τέτοια ταραχή και κατήφεια· και γι’ αυτό το λόγο επίσης ούτε ένας φιλισταίος δεν είναι ικανός ή πρόθυμος να κατανοήσει ή να συλλάβει τη θεωρία του Μαρξ σε όλη την πληρότητά της. Ο Χέγκελ είδε το προλεταριάτο σαν ένα όχλο. Για τον Μαρξ και τους μαρξιστές το προλεταριάτο είναι μια μεγαλοπρεπής δύναμη, ο φορέας του μέλλοντος. Μόνο το προλεταριάτο είναι ικανό να διαφεντεύσει τη διδασκαλία του Μαρξ (δεν μιλάμε για εξαιρέσεις) και βλέπουμε πώς αυτό στην πραγματικότητα διαπερνάται ολοένα και πιο πολύ με το περιεχόμενό της.

Οι φιλισταίοι σε όλες τις χώρες υψώνουν μια οχληρή διαμαρτυρία για το ότι δεν υπάρχει ούτε ένα σημαντικό έργο σε όλα τα γραπτά του μαρξισμού εκτός από το Κεφάλαιο. Αλλά πρώτο, αυτό δεν είναι αληθινό, και δεύτερο, ακόμη και αν ήταν, δεν θα αποδείκνυε τίποτα. Μπορεί να μιλά κανείς για αποτελμάτωση της σκέψης σε μια περίοδο που η σκέψη καθημερινά προσελκύει μάζες οπαδών, όταν ανοίγει νέες και πλατιές προοπτικές για μια ολόκληρη τάξη της κοινωνίας;

Ο Χέγκελ είναι ενθουσιώδης όταν μιλά για το λαό της Αθήνας στην παρουσία του οποίου παίζονταν οι τραγωδίες του Αισχύλου και του Σοφοκλή, στον οποίο ο Περικλής απεύθυνε τις ομιλίες του, και από τον οποίο «αναδύθηκαν προσωπικότητες που έγιναν κλασικοί χαρακτήρες για όλους τους αιώνες». Μπορούμε να καταλάβουμε τον ενθουσιασμό του Χέγκελ. Παρ’ όλα αυτά, πρέπει να επισημανθεί ότι οι Αθηναίοι ήταν ένας λαός δουλοκτητών. Δεν ήταν οι δούλοι στους οποίους απευθυνόταν ο Περικλής, ούτε ήταν γι’ αυτούς που προορίζονταν τα μεγάλα έργα τέχνης. Στην εποχή μας η επιστήμη απευθύνεται στους εργαζόμενους, και έχουμε όλο το δικαίωμα να είμαστε ενθουσιώδεις όταν εξετάζουμε τη σύγχρονη εργατική τάξη, στην οποία απευθύνονται οι πιο βαθείς στοχαστές και μπροστά στην οποία οι πιο ταλαντούχοι συγγραφείς κάνουν τις ομιλίες τους. Μόνο τώρα έχει επιτέλους εγκαθιδρυθεί μια στενή και αδιάρρηκτη ένωση ανάμεσα στην επιστήμη και τους εργαζόμενους, μια ένωση που θα θέσει τις βάσεις για μια μεγάλη και καρποφόρα εποχή στην παγκόσμια ιστορία.

Μερικές φορές λέγεται ότι η άποψη της διαλεκτικής είναι ταυτόσημη με εκείνη της εξέλιξης. Δεν μπορεί να υπάρχει αμφιβολία ότι αυτές οι δυο μέθοδοι έχουν ένα σημείο επαφής. Παρ’ όλα αυτά ανάμεσά τους υπάρχει μια βαθιά και σπουδαία διαφορά η οποία, πρέπει να γίνει αποδεκτό, απέχει πολύ από το να ευνοεί τη διδασκαλία της εξέλιξης. Οι σύγχρονοι εξελικτικοί εισάγουν μια υπολογίσιμη πρόσμειξη συντηρητισμού στη διδασκαλία τους. Θέλουν να αποδείξουν ότι δεν υπάρχουν άλματα είτε στη φύση είτε στην ιστορία. Η διαλεκτική, από την άλλη μεριά, γνωρίζει εντελώς καλά ότι στη φύση και επίσης στην ανθρώπινη σκέψη και ιστορία τα άλματα είναι αναπόφευκτα. Αλλά δεν παραβλέπει το αναμφισβήτητο γεγονός ότι η ίδια αδιάκοπη διαδικασία λειτουργεί σε όλες της φάσης της αλλαγής. Μόνο επιδιώκει να κάνει ξεκάθαρη στον εαυτό της τη σειρά των συνθηκών κάτω από τις οποίες μια βαθμιαία αλλαγή πρέπει υποχρεωτικά να οδηγήσει σε ένα άλμα [30].

Από την άποψη του Χέγκελ οι ουτοπίες έχουν μια σπουδαιότητα συμπτώματος στην ιστορία: επιδεικνύουν τις αντιφάσεις που είναι χαρακτηριστικές για την υπό συζήτηση εποχή. Ο διαλεκτικός υλισμός παρέχει την ίδια εκτίμηση γι’ αυτές. Δεν είναι τα ουτοπικά σχέδια των διάφορων μεταρρυθμιστών, αλλά οι νόμοι της παραγωγής και της ανταλλαγής που καθορίζουν το τώρα συνεχώς αναπτυσσόμενο κίνημα της εργατικής τάξης. Αυτός είναι ο λόγος που, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε τους περασμένους αιώνες, δεν είναι οι μεταρρυθμιστές τώρα ουτοπικοί, αλλά όλες εκείνες οι δημόσιες προσωπικότητες που θέλουν να σταματήσουν τον τροχό της ιστορίας. Και το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα της εποχής μας είναι πως στις ουτοπίες δεν καταφεύγουν οι μεταρρυθμιστές αλλά οι αντίπαλοί τους. Οι ουτοπικοί πρωταθλητές της παρούσας μουντής πραγματικότητας θέλουν να πείσουν τους εαυτούς τους και τους άλλους ότι αυτή η πραγματικότητα έχει όλες τις τελειότητες, και ότι συνεπώς το μόνο που χρειάζεται είναι να απομακρύνουμε από αυτήν ορισμένες καταχρήσεις που έχουν συσσωρευτεί.

Σε αυτή τη σύνδεση δεν μπορεί να μη θυμηθούμε αυτό που ο Χέγκελ είπε για τη Μεταρρύθμιση. «Η μεταρρύθμιση», είπε, «προέκυψε από τη διαφθορά της εκκλησίας. Η διαφθορά της εκκλησίας δεν ήταν συμπτωματική, όχι μόνο κατάχρηση ισχύος και εξουσίας. Η κατάχρηση θεωρείται συνήθως ως η αιτία της διαφθοράς· προϋποτίθεται ότι η βάση είναι καλή, το ίδιο το πράγμα είναι αψεγάδιαστο, αλλά τα πάθη και γενικά τα υποκειμενικά συμφέροντα, η συμπτωματική θέληση των ανθρώπων, χρησιμοποιούν αυτό το καλό ως ένα μέσο για τους εαυτούς τους και ότι το μόνο που χρειάζεται είναι να μετακινηθούν αυτά τα συμπτωματικά πράγματα… Με μια τέτοια ιδέα το πράγμα σώζεται και το κακό θεωρείται ως μόνο εξωτερικό προς αυτό. Αλλά η συμπτωματική κατάχρηση ενός πράγματος είναι μόνο μια ιδιαίτερη περίπτωση· είναι εντελώς άλλο ζήτημα στην περίπτωση ενός γενικού και μεγάλου κακού σε ένα τέτοιο γενικό και μεγάλο πράγμα όπως η Εκκλησία» [31]. Δεν είναι παράξενο που ο Χέγκελ λαβαίνει τόσο λίγη συμπάθεια από εκείνους που τους αρέσει να κάνουν έκκληση σε “συμπτωματικά” σφάλματα εκεί που πρόκειται πραγματικά για ένα ζήτημα ριζικής αλλαγής στο ίδιο το πράγμα. Τρομοκρατούνται από το τολμηρό, ριζοσπαστικό πνεύμα που διαπερνά τη φιλοσοφία του Χέγκελ.

Υπήρχε μια εποχή όταν εκείνοι που περισσότερο ή λιγότερο ανήκαν στο στρατόπεδο των νεωτεριστών μιλούσαν ενάντια στον Χέγκελ. Αυτό που τους σοκάριζε στη διδασκαλία του είναι η φιλισταϊκή στάση του απέναντι στη σύγχρονη πρωσική κατάσταση. Αυτοί οι αντίπαλοι του Χέγκελ έκαναν μεγάλο λάθος: κάτω από το αντιδραστικό κέλυφος δεν πρόσεξαν τον νεωτεριστικό πυρήνα στο σύστημά του. Αλλά όπως και αν έχει αυτό, η αντιπάθεια αυτών των ανθρώπων ξεκινούσε από ευγενή κίνητρα, άξια κάθε σεβασμού. Τώρα ο Χέγκελ καταδικάζεται από επιστήμονες που εκπροσωπούν την αστική τάξη και τον καταδικάζουν επειδή καταλαβαίνουν ή τουλάχιστον αισθάνονται ενστικτωδώς το νεωτεριστικό πνεύμα της φιλοσοφίας του. Για τον ίδιο λόγο οι άνθρωποι αρέσκονται τώρα να προσπερνούν σιωπηλά τα προτερήματα του Χέγκελ· τον αντιπαραθέτουν πρόθυμα στον Καντ και σχεδόν κάθε βοηθός καθηγητής θεωρεί χρέος του να εκθειάσει το σύστημα του “στοχαστή της Κενιξβέργης”.

Πρόθυμα αποδίδουμε στον Καντ τα οφειλόμενα σε αυτόν και δεν αμφισβητούμε τα προτερήματά του. Αλλά μας φαίνεται πολύ ύποπτο ότι η τάση των αστών επιστημόνων προς την κριτική προκαλείται όχι από τις ισχυρές πλευρές του αλλά από τις αδύναμες. Είναι ο δυισμός που χαρακτηρίζει το σύστημά του που προσελκύει πιο πολύ τους αστούς ιδεολόγους. Και ο δυισμός είναι ένα ιδιαίτερα βολικό πράγμα στο πεδίο της “ηθικής”. Με τη βοήθειά του μπορεί να οικοδομηθούν τα πιο ευγενικά ιδανικά, να αναληφθούν οι πιο τολμηρές εξορμήσεις σε έναν “καλύτερο κόσμο” χωρίς οποιαδήποτε σκέψη για την ενσάρκωση αυτών των “ιδανικών” στην πραγματικότητα. Τι θα μπορούσε να είναι καλύτερο; Στο ιδανικό μπορεί κανείς, για παράδειγμα, να καταστρέψει εντελώς την ύπαρξη των τάξεων, να καταργήσει την εκμετάλλευση της μιας τάξης από μια άλλη, και ταυτόχρονα να υπερασπίζει την ταξική κατάσταση, κ.λπ., στην πραγματικότητα.

Ο Χέγκελ είδε την τρέχουσα διαβεβαίωση ότι ένα ιδανικό δεν μπορεί να εκπληρωθεί στην πραγματικότητα ως μια τρομερή προσβολή για τον ανθρώπινο λόγο. «Κάθε τι που είναι λογικό είναι πραγματικό, κάθε τι που είναι πραγματικό είναι λογικό». Αυτή η πρόταση, ξέρουμε, έφερε σε αμηχανία πολλούς ανθρώπους, όχι μόνο στη Γερμανία, αλλά στο εξωτερικό, ιδιαίτερα στη Ρωσία. Ο λόγος γι’ αυτή την αμηχανία πρέπει να αναζητηθεί στην έλλειψη μιας ξεκάθαρης κατανόησης του νοήματος που απέδιδε ο Χέγκελ στις λέξεις “λογικό” και “πραγματικότητα”. Θα φαινόταν ότι ακόμη και αν δίνει κανείς σε αυτές τις λέξεις τη συνήθη αγοραία ερμηνεία τους, είναι υποχρεωμένος, ταυτόχρονα, να εντυπωσιαστεί από το νεωτεριστικό περιεχόμενο του πρώτου μισού αυτής της πρότασης: «Κάθε τι που είναι λογικό είναι πραγματικό». Εφαρμοσμένα στην ιστορία αυτά τα λόγια δεν μπορούν να σημαίνουν τίποτε άλλο παρά την αμετακίνητη πεποίθηση ότι κάθε τι λογικό, μακράν από του να παραμένει κάτι “από το υπερπέραν”, πρέπει να γίνει πραγματικότητα.

Χωρίς μια τέτοια υποσχόμενη πεποίθηση η νεωτεριστική σκέψη θα έχανε κάθε πρακτική σημασία. Σύμφωνα με τον Χέγκελ, η ιστορία είναι η εκδήλωση και πραγμάτωση μέσα στο χρόνο του παγκόσμιου πνεύματος (δηλαδή, του λόγου). Πώς μπορεί να εξηγηθεί το διαρκές ξεπέρασμα των κοινωνικών μορφών από αυτή την άποψη; Μπορεί να εξηγηθεί μόνο αν κάποιος θεωρεί ότι στη διαδικασία της ιστορικής ανάπτυξης «ο λόγος γίνεται τρέλα και η ευλογία ένα κακό». Δεν πρέπει κανείς, σύμφωνα με τον Χέγκελ, να μένει προσκολλημένος στο λογικό που έχει μετατραπεί στο αντίθετό του, δηλαδή, που έχει μετατραπεί σε τρέλα.

Όταν ο Καίσαρας πήρε την κρατική εξουσία παραβίασε το ρωμαϊκό σύνταγμα. Μια τέτοια παραβίαση ήταν προφανώς ένα αποτρόπαιο έγκλημα. Φαινομενικά, οι αντίπαλοι του Καίσαρα ήταν εντελώς δικαιολογημένοι να θεωρούν τους εαυτούς τους ως υπερασπιστές του δικαίου επειδή στέκονταν στο έδαφος του νόμου. Αλλά το δίκαιο που υπεράσπιζαν «ήταν το τυπικό δίκαιο, κενό από κάθε ζωντανό πνεύμα και εγκαταλειμμένο από τους θεούς». Η παραβίαση αυτού του δικαίου ήταν έτσι μόνο τυπικά ένα έγκλημα και συνεπώς δεν υπάρχει τίποτα ευκολότερο από το να δικαιολογηθεί ο Ιούλιος Καίσαρ, ο παραβάτης του ρωμαϊκού συντάγματος.

Ο Χέγκελ εξέφρασε την ακόλουθη γνώμη για τη μοίρα του Σωκράτη, καταδικασμένου ως εχθρού της κυρίαρχης ηθικής: «Ο Σωκράτης ήταν ένας ήρωας επειδή παραδέχτηκε συνειδητά την ανώτερη αρχή του πνεύματος και της έδωσε έκφραση. Το δικαίωμα του ανώτερου πνεύματος είναι απόλυτο… Τέτοια είναι η θέση που υιοθετείται από τους ήρωες στην παγκόσμια ιστορία γενικά· είναι μέσω αυτών που ο νέος κόσμος ανατέλλει. Η νέα αρχή είναι σε αντίφαση με εκείνη που υπήρχε ως τώρα· φαίνεται καταστροφική· έτσι οι ήρωες εμφανίζονται ως άνθρωποι της βίας που παραβιάζουν τους νόμους. Ως άτομα είναι καταδικασμένοι, αλλά η ίδια η αρχή προχωρά, ακόμη και σε ένα άλλο πρόσωπο, και υπονομεύει αυτό που ήδη υπάρχει» [32].

Αυτά τα λόγια είναι αρκετά σαφή από μόνα τους. Αλλά το ζήτημα θα γίνει ακόμη πιο ξεκάθαρο αν αποδώσουμε προσοχή στο γεγονός ότι, σύμφωνα με τον Χέγκελ, στη σκηνή της παγκόσμιας ιστορίας δεν εμφανίζονται μόνο ήρωες, όχι μόνο ατομικές προσωπικότητες, αλλά ολόκληροι λαοί επίσης, στο βαθμό που είναι τα οχήματα της νέας ιστορικής αρχής. Σε τέτοιες περιπτώσεις το πεδίο δραστηριότητας στο οποίο εκτείνονται τα δικαιώματα του λαού είναι εξαιρετικά τεράστιο: «Απέναντι σε αυτό το απόλυτο δικαίωμά του να είναι το όχημα του παρόντος σταδίου ανάπτυξης του παγκόσμιου πνεύματος, τα πνεύματα των άλλων λαών δεν έχουν κανένα δικαίωμα και είναι όπως εκείνα των οποίων η εποχή έχει περάσει, δεν μετρούν περισσότερο στην ιστορία του κόσμου» [33].

Γνωρίζουμε ότι στην παρούσα περίοδο το όχημα της νέας αρχής της παγκόσμιας ιστορίας δεν είναι οποιοσδήποτε μοναδικός λαός, αλλά μια καθορισμένη κοινωνική τάξη. Αλλά θα είμαστε ακόμη πιστοί στο πνεύμα της φιλοσοφίας του Χέγκελ αν πούμε ότι όλες οι άλλες τάξεις θα περάσουν στην παγκόσμια ιστορία στο βαθμό που θα είναι ικανές να προσφέρουν υποστήριξη σε αυτή την τάξη.

Η ακατανίκητη προσπάθεια για το μεγάλο ιστορικό σκοπό, μια προσπάθεια που τίποτα δεν μπορεί να σταματήσει – τέτοια είναι η κληρονομιά της μεγάλης γερμανικής ιδεαλιστικής φιλοσοφίας.

 

 

Σημειώσεις

 

 

  1. Ασφαλώς μπορεί να είναι, και πάντα είναι, μόνο η έκφραση μιας ορισμένης όψης του καιρού της. Αλλά αυτό δεν επηρεάζει την ουσία του θέματος.
  2. Φιλοσοφία της Ιστορίας, 3η έκδοση, Βερολίνο 1848, Εισαγωγή, σελ. 66.
  3. Εγκυκλοπαίδεια, § 156, Προσθήκη.
  4. Φιλοσοφία της Ιστορίας, Εισαγωγή, σελ. 79.
  5. Φιλοσοφία της Ιστορίας, σελ. 192, 193.
  6. Στο ίδιο, σελ. 258.
  7.  Δηλαδή, του κινέζικου και του ινδικού “κόσμου”.
  8.  Ως βραχμάνος.
  9.  Λατρευόμενο από τους αρχαίους Πέρσες.
  10.  Οι οποίοι αποτελούσαν το βασίλειο της Περσίας.
  11. Φιλοσοφία της Ιστορίας, σελ. 270-71.
  12. Ξέρουμε ότι ο Χέγκελ διακρίνει ανάμεσα στα ήθη και την ηθική.
  13. Φιλοσοφία της Ιστορίας, σελ. 323.
  14. Η Σπάρτη «κατέρρευσε κυρίως εξαιτίας της ανισότητας της ιδιοκτησίας», λέει ρητά ο Χέγκελ.
  15. Ο Χέγκελ σημειώνει: «Εξετάζοντας αυτή την ταραγμένη και μεταβαλλόμενη εσωτερική ζωή των πόλεων, το συνεχή αμοιβαίο αγώνα των φατριών, εκπλησσόμαστε να βλέπουμε ότι, από την άλλη μεριά, η βιομηχανία γνώριζε υψηλή άνθιση εδώ, ακριβώς όπως το εμπόριο σε ξηρά και θάλασσα. Η ίδια αρχή της ζωτικότητας που τράφηκε από αυτή την εσωτερική παρότρυνση, έδωσε γένεση σε εκείνη τη ζωτικότητα».
  16.  Φιλοσοφία της Ιστορίας, σελ. 506.
  17.  Φιλοσοφία του Δικαίου, § 257.
  18. Φιλοσοφία της Ιστορίας, σελ. 106.
  19. Φιλοσοφία του Δικαίου, § 203, Σημείωση. Περιττεύει να πούμε ότι, λαβαίνοντας υπόψη την κατάσταση της επιστήμης στον καιρό του, η άποψη του Χέγκελ για την αρχική ιστορία της οικογένειας και της ιδιοκτησίας δεν μπορούσε να διακρίνεται από μεγάλη σαφήνεια· το σημαντικό πράγμα είναι ότι ήδη αισθάνεται πού θα έπρεπε να αναζητηθεί το κλειδί γι’ αυτή την ιστορία.
  20. Ο Μοντεσκιέ στο έργο του Το Πνεύμα των Νόμων όχι σπάνια συγκέντρωνε την προσοχή του στην επίδραση της φύσης στη φυσιολογία του ανθρώπου. Προσπαθεί να εξηγήσει πολλά φαινόμενα από μια τέτοια επιρροή.
  21. «Τα υψίπεδα οδηγούν σε στενές κοιλάδες, που κατοικούνται από ήσυχους ορεσίβιους λαούς, βοσκούς που επιδίδονται επίσης στην καλλιέργεια της γης, όπως οι Ελβετοί», λέει ο Χέγκελ. «Υπάρχουν τέτοιοι λαοί στην Ασία επίσης, αλλά έχουν γενικά μικρότερη σπουδαιότητα».
  22. Φιλοσοφία της Ιστορίας, Εισαγωγή.
  23. Φιλοσοφία της Ιστορίας, σελ. 285· Φιλοσοφία του Δικαίου, § 243.
  24.  Εδώ αναφέρεται κυρίως στην Αγγλία.
  25. Φιλοσοφία της Ιστορίας, σελ. 15-16.
  26. Στο ίδιο, σελ. 35.
  27. Ο Σέλινγκ σημειώνει ότι η ελευθερία είναι αδιανόητη χωρίς αναγκαιότητα: «Γιατί αν καμιά θυσία δεν είναι δυνατή χωρίς την πεποίθηση ότι το είδος στο οποίο ανήκει ο άνθρωπος δεν μπορεί ποτέ να πάψει να προοδεύει τότε πώς είναι αυτή η πεποίθηση δυνατή αν οικοδομηθεί μόνο και αποκλειστικά στην ελευθερία; Πρέπει να υπάρχει κάτι εδώ που είναι ανώτερο από την ανθρώπινη ελευθερία, και πάνω στο οποίο μόνο η δράση και η συμπεριφορά μπορεί να υπολογιστεί, χωρίς το οποίο ένας άνθρωπος ποτέ δεν θα τολμούσε να αναλάβει ένα εγχείρημα μεγάλης συνέπειας, αφού και η πιο τέλεια εκπλήρωσή του μπορεί να διαταραχθεί τόσο πλήρως μέσω της παρέμβασης μιας ξένης ελευθερίας που από τη δική του δράση μπορεί να προκύψει κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό που είχε ως πρόθεση. Ακόμη και το καθήκον δεν μπορεί ποτέ να μου επιτρέψει να νιώθω εντελώς άνετα με τα αποτελέσματα της δράσης μου. Άμεσα είναι βέβαιο ότι αν και οι πράξεις μου ασφαλώς πρόκειται να εξαρτώνται από μένα, δηλαδή, από την ελευθερία μου, παρ’ όλα αυτά, τα αποτελέσματα των πράξεών μου ή εκείνο που θα αναπτυχθεί από αυτές για όλη τη φυλή μου εξαρτώνται όχι από την ελευθερία μου αλλά από κάτι εντελώς διαφορετικό και ανώτερο», Σέλινγκ, Έργα, τόμ. ΙΙΙ, Στουτγάρδη και Άουσμπουργκ, 1858, σελ. 595.
  28. Εγκυκλοπαίδεια, § 81 και Προσθήκη.
  29. Το Κεφάλαιο, Πρόλογος, Β΄ Έκδοση, σελ. ΧΙΧ.
  30. Ο Χέγκελ έχει καταδείξει με εκπληκτική σαφήνεια πόσο αυθαίρετο είναι να εξηγούμε τα φαινόμενα μόνο από την άποψη της βαθμιαίας αλλαγής. Γράφει: «Το βαθμιαίο της εμφάνισης βασίζεται στην ιδέα ότι εκείνο που εμφανίζεται είναι ήδη αισθητό, ή αλλιώς, πραγματικά εκεί, και είναι μη αντιληπτό μόνο εξαιτίας του μικρού μεγέθους του· και το βαθμιαίο της εξαφάνισης στην ιδέα ότι το μη-υπάρχον ή το άλλο, που παίρνει τη θέση του είναι εξίσου εκεί, μόνο δεν είναι ακόμη παρατηρήσιμο· εκεί, όχι με την έννοια ότι το άλλο, περιέχεται στο άλλο που είναι εκεί καθαυτό, αλλά ότι είναι εκεί ως προσδιορισμένη ύπαρξη, μόνο μη παρατηρήσιμη. Αυτό ακυρώνει πλήρως την εμφάνιση και την εξαφάνιση· ή το καθαυτό, αυτό το εσωτερικό κάτι στο οποίο κάτι είναι πριν αποκτήσει προσδιοριστική ύπαρξη, μετατρέπεται σε μια μικρότητα του εξωτερικού καθορισμένου είναι, και η ουσιώδης ή εννοιακή διάκριση σε μια διαφορά εξωτερική και απλά τάξης μεγέθους. Η διαδικασία που κάνει την εμφάνιση και την εξαφάνιση αντιληπτή από το βαθμιαίο της αλλαγής είναι βαρετή με την έννοια που είναι ιδιάζουσα στην ταυτολογία· αυτό που εμφανίζεται ή εξαφανίζεται είναι προετοιμασμένο από πριν και η αλλαγή μετατρέπεται σε μια απλή αλλαγή εξωτερικής διάκρισης· και τώρα είναι πραγματικά μια απλή ταυτολογία» (Επιστήμη της Λογικής, Νυρεμβέργη 1812, τόμ. 1, σελ. 313-14).
  31. Φιλοσοφία της Ιστορίας, σελ. 497-98.
  32. . Ιστορία της Φιλοσοφίας, τόμ. 2, σελ. 120.
  33. Φιλοσοφία του Δικαίου, § 347.

 

*Μετάφραση: Χρήστος Κεφαλής

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *