György Lukács:Ο ιμπεριαλισμός: Παγκόσμιος πόλεμος και εμφύλιος πόλεμος

 

 

 

Ο ιμπεριαλισμός: Παγκόσμιος πόλεμος και εμφύλιος πόλεμος

 

 

 

Έχουμε μπει, όμως, στην περίοδο των αποφασιστικών επαναστατικών αγώνων; Έχει έρθει πια η ώρα που το προλεταριάτο πρέπει να εκπληρώσει, με τίμημα την ίδια του την εξαφάνιση, την αποστολή του να μετασχηματίσει τον κόσμο; Γιατί χωρίς καμιά αμφιβολία δεν είναι η ιδεολογική ή οργανωτική ωριμότητα του προλεταριάτου, που μπορεί να οδηγήσει σ’ αυτή την απόφαση, αν αυτή η ωριμότητα, αυτή η αποφασιστικότητα για αγώνα δεν αποτελούν συνέπεια της αντικειμενικής οικονομικοκοινωνικής κατάστασης του κόσμου, που ωθεί σ’ αυτή την απόφαση. Και ένα γεγονός όποιο κι αν είναι, νίκη ή ήττα, είναι αδύνατο να αποφασίσει για αυτό το πρόβλημα. Δεν μπορούμε καν να διαπιστώσουμε αν πρόκειται για νίκη ή για ήττα όταν κοιτάζουμε το γεγονός μεμονωμένα: μόνο η σχέση του με το σύνολο της κοινωνικοϊστορικής ανάπτυξης σφραγίζει ένα μεμονωμένο γεγονός σαν νίκη ή ήττα σε παγκόσμια ιστορική κλίμακα.

Γι’ αυτό, η συζήτηση που ξέσπασε στους κόλπους της ρώσικης σοσιαλδημοκρατίας (που την εποχή εκείνη περιλάμβανε τόσο τους μενσεβίκους όσο και τους μπολσεβίκους) ήδη στη διάρκεια της πρώτης επανάστασης για να φτάσει στο αποκορύφωμά της μετά την ήττα της επανάστασης, η συζήτηση σχετικά με το αν έπρεπε να γράφουμε μιλώντας για την επανάσταση του 1847 (πριν από την αποφασιστική επανάσταση) ή του 1848 (μετά την ήττα της επανάστασης), ξεφεύγει αναγκαστικά από το στενό πλαίσιο των ρώσικων προβλημάτων. Η λύση δεν μπορεί να βρεθεί παρά μόνο αν έχει λυθεί το πρόβλημα του βασικού χαρακτήρα της εποχής μας. Το ακόμη πιο στενό, ουσιαστικά ρώσικο ερώτημα αν, δηλαδή, η επανάσταση του 1905 ήταν αστική ή προλεταριακή επανάσταση, και αν η προλεταριακή επαναστατική συμπεριφορά των εργατών ήταν σωστή ή «λαθεμένη», δεν μπορεί επίσης να απαντηθεί παρά μόνο σ’ αυτό το πλαίσιο.

Ωστόσο, και μόνο το γεγονός ότι αυτό το ερώτημα διατυπώθηκε τόσο δυναμικά δείχνει σε ποια κατεύθυνση πρέπει να ψάξουμε για την απάντηση. Γιατί ο διαχωρισμός ανάμεσα στα δεξιά και τα αριστερά στο εργατικό κίνημα αρχίζει όλο και πιο πολύ, ακόμα κι έξω από τη Ρωσία, να παίρνει τη μορφή μιας συζήτησης γύρω από τον γενικό χαρακτήρα της εποχής. Μιας συζήτησης σχετικά με το αν ορισμένα οικονομικά φαινόμενα που εκδηλώνονται όλο και πιο καθαρά (συσσώρευση του κεφαλαίου, αυξανόμενη σπουδαιότητα των μεγάλων τραπεζών, αποικιοποίηση κτλ.) είναι μονάχα ποσοτικές βαθμίδες της «φυσιολογικής» ανάπτυξης του καπιταλισμού ή αν προοιωνίζουν τον ερχομό μιας νέας εποχής του καπιταλισμού, του ιμπεριαλισμού.

Για το αν οι πόλεμοι που γίνονται όλο και πιο συχνοί μετά από μια περίοδο σχετικής ειρήνης (πόλεμος των Μπόερς, ισπανοαμερικάνικος και ρωσοϊαπωνικός πόλεμος κτλ.) πρέπει να θεωρούνται σαν «τυχαίοι» ή «επεισοδιακοί», ή αν εμφανίζονται σαν τα πρώτα δείγματα μιας περιόδου όλο και πιο βίαιων πολέμων. Για το αν, τελικά, η ανάπτυξη του καπιταλισμού μπαίνει μ’ αυτόν τον τρόπο σε μια νέα φάση: οι παλιές μέθοδοι πάλης του προλεταριάτου αρκούν για την προώθηση των ταξικών του συμφερόντων σ’ αυτές τις διαφορετικές συνθήκες; Μήπως γι’ αυτό οι νέες μορφές της προλεταριακής ταξικής πάλης, που εμφανίστηκαν πριν και κατά τη διάρκεια της ρώσικης επανάστασης (μαζική απεργία, ένοπλη εξέγερση) είναι γεγονότα απλά τοπικής, ειδικής σημασίας, ίσως μάλιστα και «λάθη» και «αποκλίσεις», ή πρέπει να τα θεωρήσει κανείς σαν τις πρώτες, αυθόρμητες απόπειρες των μαζών, που επιχειρούν, με ένα σωστό ταξικό ένστικτο, να προσαρμόσουν τη δράση τους στην παγκόσμια κατάσταση;

Είναι γνωστή η πρακτική απάντηση του Λένιν σ’ αυτό το συναφές σύνολο ερωτημάτων. Εκφράζεται με τον πιο καθαρό τρόπο στο ακόλουθο γεγονός: μόλις μετά τη συντριβή της ρώσικης επανάστασης, όταν οι θρήνοι των μενσεβίκων που κατηγορούσαν τους ρώσους εργάτες ότι το είχαν «παρακάνει» δεν είχαν ακόμη κοπάσει, ο Λένιν άρχισε στο συνέδριο της Στουτγάρδης τον αγώνα για την καθαρότητα και τη σαφήνεια των θέσεων της Β’ Διεθνούς μπροστά στον επικείμενο κίνδυνο ενός ιμπεριαλιστικού παγκόσμιου πολέμου και προσπάθησε να τις επηρεάσει προς την κατεύθυνση του τι έπρεπε να γίνει ενάντια σ’ αυτόν τον πόλεμο. Οι τροποποιήσεις των Λένιν-Ρόζα Λούξεμπουργκ έγιναν δεκτές στη Στουτγάρδη και αργότερα επικυρώθηκαν από το συνέδρια της Κοπεγχάγης και της Βασιλείας. Αυτό σημαίνει ότι η Β’ Διεθνής παραδέχθηκε επίσημα τον κίνδυνο ενός ιμπεριαλιστικού παγκόσμιου πολέμου που πλησίαζε και την ανάγκη να αγωνιστεί το προλεταριάτο επαναστατικά ενάντιά του.

Απ’ ό,τι φαίνεται, λοιπόν, ο Λένιν δεν υπήρξε μόνος του σ’ αυτό το ζήτημα. Ούτε όταν θεωρεί τον ιμπεριαλισμό, από οικονομική άποψη, σαν νέα φάση του καπιταλισμού. Ολόκληρη η Αριστερά, ακόμη και τμήματα του Κέντρου και της δεξιάς πτέρυγας της Β’ Διεθνούς αναγνώρισαν την ύπαρξη των οικονομικών πραγματικοτήτων που αποτελούν τη βάση του ιμπεριαλισμού. Ο Χίλφερντινγκ προσπάθησε να δώσει μια οικονομική θεωρία αυτών των νέων φαινομένων, και η Ρόζα Λούξεμπουργκ κατάφερε, μάλιστα, να αναπαραστήσει το οικονομικό συνολικό σύμπλεγμα του ιμπεριαλισμού σαν αναγκαία συνέπεια του προτσές αναπαραγωγής στον καπιταλισμό. Κατάφερε να περιλάβει οργανικά τον ιμπεριαλισμό στη θεωρία της ιστορίας του ιστορικού υλισμού και να δώσει, έτσι, ένα συγκεκριμένο οικονομικό θεμέλιο στη «θεωρία της κατάρρευσης».

Κι ωστόσο, όταν τον Αύγουστο του 1914 -και πολύ αργότερα ακόμη- ο Λένιν βρέθηκε μόνος του με την άποψή του απέναντι στον παγκόσμιο πόλεμο, αυτό δεν έγινε τυχαία. Η απομόνωσή του εξηγείται ακόμη λιγότερο με ψυχολογικά ή ηθικά επιχειρήματα, ότι, τάχα, πολλοί άλλοι που είχαν προηγούμενα κρίνει κι αυτοί σωστά τον ιμπεριαλισμό, ταλαντεύονταν τώρα από «δειλία» κτλ. Όχι. Οι τοποθετήσεις των διαφόρων σοσιαλιστικών ρευμάτων τον Αύγουστο του 1914 υπήρξαν οι άμεσες και αντικειμενικές συνέπειες της μέχρι τότε θεωρητικής, τακτικής κτλ. στάσης τους.

Η λενινιστική αντίληψη για τον ιμπεριαλισμό είναι, κατά παράδοξο φαινομενικά τρόπο, από τη μια ένα σημαντικό θεωρητικό κατόρθωμα κι από την άλλη περιέχει, σαν καθαρά οικονομική θεωρία, λίγα πραγματικά νέα στοιχεία. Στηρίζεται στον Χίλφερντινγκ κατά κάποιον τρόπο και, από καθαρά οικονομική άποψη, δεν αντέχει, όσον αφορά το βάθος και το μεγαλείο στη σύγκριση με τη θαυμάσια συνέχιση από τη Ρόζα Λούξεμπουργκ της θεωρίας της αναπαραγωγής του Μαρξ. Η ανωτερότητα του Λένιν συνίσταται στο ότι κατάφερε –κι αυτό αποτελεί ένα θεωρητικό επίτευγμα που δεν έχει όμοιό του- να συνδέει μόνιμα και συγκεκριμένα την οικονομική θεωρία του ιμπεριαλισμού με όλα τα πολιτικά προβλήματα της σημερινής εποχής και να καθιστά το περιεχόμενο της οικονομίας αυτής της νέας φάσης καθοδηγητικό νήμα όλων των συγκεκριμένων πράξεων στον περίγυρο που διαμορφωνόταν με αυτόν τον τρόπο.

Γι’ αυτό απορρίπτει, για παράδειγμα, στη διάρκεια του πολέμου ορισμένες ακραία αριστερές αντιλήψεις πολωνών κομμουνιστών σαν αντιλήψεις «ιμπεριαλιστικού οικονομισμού». Γι’ αυτό κορυφώνεται ο αγώνας του ενάντια στην αντίληψη του Κάουτσκι για τον «υπερ-ιμπεριαλισμό», μια θεωρία που έλπιζε στη δημιουργία ενός παγκόσμιου ειρηνικού τραστ του κεφαλαίου, όπου ο παγκόσμιος πόλεμος είναι ένας δρόμος «τυχαίος» και μάλιστα ούτε καν «σωστός», καθώς ο Κάουτσκι χωρίζει την οικονομία του ιμπεριαλισμού από την πολιτική του.

Σίγουρα η θεωρία του ιμπεριαλισμού της Ρόζας Λούξεμπουργκ (και του Πάνεκουκ καθώς και άλλων αριστερών) δεν είναι οικονομίστικη με τη στενή, κυριολεκτική σημασία του όρου. Όλοι, και ιδιαίτερα η Ρόζα Λούξεμπουργκ, υπογραμμίζουν ακριβώς τις στιγμές εκείνες της οικονομίας του ιμπεριαλισμού, όπου γυρνάει αναγκαστικά στο πολιτικό (αποικιοποίηση, πολεμική βιομηχανία κτλ.). Ωστόσο, ο συνδυασμός αυτός δεν συγκεκριμενοποιείται. Δηλαδή, η Ρόζα Λούξεμπουργκ δείχνει με ασύγκριτο τρόπο ότι, σαν επακόλουθο της διαδικασίας συσσώρευσης, το πέρασμα στον ιμπεριαλισμό, την εποχή της πάλης για τις αποικιακές αγορές και τις πρώτες ύλες, για τις δυνατότητες εξαγωγής κεφαλαίου κτλ., έχει καταστεί αναπόφευκτο, ότι αυτή η εποχή -η τελευταία φάση του καπιταλισμού- πρέπει να είναι εποχή παγκόσμιων πολέμων.

Έτσι, όμως, θεμελιώνει μονάχα τη θεωρία ολόκληρης της εποχής, τη θεωρία αυτού του σύγχρονου ιμπεριαλισμού γενικά. Δεν κατόρθωσε να βρει ούτε εκείνη τη μετάβαση από αυτή τη θεωρία στις συγκεκριμένες απαιτήσεις της στιγμής. Η μπροσούρα της του «Ιουνίου» δεν είναι σε καμιά περίπτωση, στα συγκεκριμένα τμήματά της, αναγκαία συνέπεια της «συσσώρευσης του κεφαλαίου». Η θεωρητική ορθότητα με την οποία έκρινε ολόκληρη την εποχή δεν συγκεκριμενοποιείται σε καθαρή γνώση εκείνων των συγκεκριμένων κινητήριων δυνάμεων που η μαρξιστική θεωρία έχει καθήκον να εκτιμήσει και να εκμεταλλευτεί με επαναστατικό τρόπο.

‘Όμως, η ανωτερότητα του Λένιν σ’ αυτό το σημείο σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να εξηγηθεί με το σύνθημα μιας «πολιτικής ιδιοφυΐας», μιας «πρακτικής διορατικότητας» κτλ. Πρόκειται περισσότερο για μια καθαρά θεωρητική ανωτερότητα ως προς την εκτίμηση του συνολικού προτσές. Γιατί δεν υπάρχει ούτε μια πρακτική απόφαση σ’ ολόκληρη τη ζωή του που να μην ήταν ακριβώς η αντικειμενική και λογική συνέπεια της θεωρητικής του τοποθέτησης. Και το γεγονός ότι το θεμελιώδες αξίωμα αυτής της τοποθέτησης είναι η απαίτηση της συγκεκριμένης ανάλυσης της συγκεκριμένης κατάστασης μόνο στα μάτια των μη διαλεκτικά σκεπτόμενων παραπέμπει το ζήτημα στην πρακτική της «ρεαλιστικής πολιτικής». Για το μαρξιστή η συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης δεν αποτελεί αντίθεση στην «καθαρή» θεωρία, αντίθετα, μάλιστα, αποτελεί το αποκορύφωμα της γνήσιας θεωρίας, σημείο όπου η θεωρία βρίσκει την πραγματική της εκπλήρωση, όπου γι’ αυτό μετατρέπεται σε πράξη.

Αυτή η θεωρητική ανωτερότητα στηρίζεται στο γεγονός ότι, ανάμεσα σ’ όλους τους διαδόχους του Μαρξ, ο Λένιν υπήρξε αυτός του οποίου η αντίληψη παραμορφώθηκε λιγότερο από τις φετιχιστικές κατηγορίες του καπιταλιστικού του περιβάλλοντος. Γιατί η αποφασιστική ανωτερότητα της οικονομίας του Μαρξ σε σχέση μ’ όλες εκείνες που προηγήθηκαν και ακολούθησαν έγκειται στο ότι ακόμη και για τα πιο περίπλοκα ζητήματα, όπου κανείς πρέπει να δουλέψει με πρώτη ματιά με τις πιο καθαρές οικονομικές κατηγορίες (άρα και τις πιο φετιχιστικές), αυτή κατόρθωσε μεθοδικά να δώσει στο πρόβλημα μια τέτοια τροπή που, πίσω από τις «καθαρά οικονομικές», κατηγορίες να εμφανίζονται στις διαδικασίες ανάπτυξής τους εκείνες οι τάξεις, των οποίων εκφράζουν αυτό το κοινωνικό Είναι. (Ας σκεφτεί κανείς τη διαφορά ανάμεσα στο σταθερό και το μεταβλητό κεφάλαιο σε αντίθεση με την κλασική διάκριση ανάμεσα σε πάγιο και κυκλοφορούν κεφάλαιο. Μονάχα μ’ αυτές τις διακρίσεις προβάλλει η ταξική διάρθρωση της αστικής κοινωνίας.

Η διατύπωση του προβλήματος της υπεραξίας από τον Μαρξ αποκάλυψε ήδη την ταξική διαστρωμάτωση ανάμεσα στην αστική τάξη και το προλεταριάτο. Η αύξηση του σταθερού κεφαλαίου δείχνει αυτή τη σχέση μέσα στη δυναμική συνάρτηση του προτσές ανάπτυξης ολόκληρης της κοινωνίας και αποκαλύπτει ταυτόχρονα την πάλη των διαφόρων ομάδων του κεφαλαίου για το μοίρασμα της υπεραξίας).

Η θεωρία του ιμπεριαλισμού του Λένιν είναι λιγότερο θεωρία της οικονομικά αναγκαίας δημιουργίας και των οικονομικών της φραγμών -όπως είναι για τη Ρόζα Λούξεμπουργκ. Είναι η θεωρία των συγκεκριμένων ταξικών δυνάμεων που εξαπολύονται από τον ιμπεριαλισμό και δρουν σ’ αυτόν. Είναι η θεωρία της συγκεκριμένης παγκόσμιας κατάστασης που δημιουργήθηκε από τον ιμπεριαλισμό. ‘Όταν αναλύει την ουσία του μονοπωλιακού καπιταλισμού, τον ενδιαφέρει κατά κύριο λόγο αυτή η συγκεκριμένη παγκόσμια κατάσταση και η ταξική διάταξη των στρωμάτων που απορρέουν απ’ αυτή: πώς μοιράστηκε de facto ο κόσμος από τις μεγάλες αποικιακές δυνάμεις, πώς αλλάζει η εσωτερική ταξική διαστρωμάτωση της αστικής τάξης και του προλεταριάτου μέσα από την κίνηση συγκέντρωσης του κεφαλαίου (καθαρά παρασιτικά στρώματα εισοδηματιών, εργατική αριστοκρατία κτλ.) και κυρίως πώς η εσωτερική κίνηση του μονοπωλιακού καπιταλισμού, εξαιτίας του ακανόνιστου ρυθμού στις διάφορες χώρες, καθιστά και πάλι ξεπερασμένα τα πρόσκαιρα ειρηνικά μοιράσματα των «περιοχών συμφερόντων» και άλλους συμβιβασμούς και ωθεί σε συγκρούσεις που μόνο με τη βία, με τον πόλεμο μπορούν να λυθούν.

Ενώ καθορίζεται η ουσία του ιμπεριαλισμού σαν μονοπωλιακού καπιταλισμού και ο πόλεμός του σαν αναγκαία εξέλιξη και έκφραση αυτής της τάσης για πιο μεγάλη συγκέντρωση, για το απόλυτο μονοπώλιο, γίνεται ξεκάθαρη η διάταξη των στρωμάτων της κοινωνίας στη σχέση τους μ’ αυτόν τον πόλεμο. Αποδείχνεται ότι είναι αφελής αυταπάτη να φαντάζεται κανείς, όπως ο Κάουτσκι, ότι τμήματα της αστικής τάξης που δεν «ενδιαφέρονται» άμεσα για τον ιμπεριαλισμό και που καμιά φορά μάλιστα «αδικούνται» απ’ αυτόν, είναι δυνατό να κινητοποιηθούν εναντίον του. Η μονοπωλιακή ανάπτυξη παρασύρει μαζί της όλη την αστική τάξη και βρίσκει μάλιστα στηρίγματα όχι μόνο μέσα στους μικροαστούς, που έτσι κι αλλιώς ταλαντεύονται πάντα, αλλά ακόμη και σε τμήματα του προλεταριάτου (αν και μόνο παροδικά). Ωστόσο δεν είναι σωστό να ισχυρίζεται κανείς, όπως κάνουν οι επαγγελματίες σκεπτικιστές, ότι το επαναστατικό προλεταριάτο θα απομονώνονταν στην κοινωνία επειδή απορρίπτει αμείλικτα τον ιμπεριαλισμό. Η εξέλιξη της καπιταλιστικής κοινωνίας είναι πάντοτε αντιφατική, κινείται μέσα από τις αντιθέσεις.

Για πρώτη φορά στην ιστορία, ο μονοπωλιακός καπιταλισμός δημιουργεί μια παγκόσμια οικονομία με την πραγματική έννοια του όρου. Ο πόλεμός του, ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος, είναι επομένως ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος με την πιο αυστηρή σημασία της λέξης. Αυτό σημαίνει πρώτα απ’ όλα ότι για πρώτη φορά στην ιστορία, τα έθνη που υφίστανται την καταπίεση και την εκμετάλλευση από τον καπιταλισμό δεν βρίσκονται πια απομονωμένα στον αγώνα κατά των καταπιεστών τους, αλλά ότι παρασύρονται, με όλη τους την ύπαρξη, στο στρόβιλο του παγκόσμιου πολέμου.

Η αναπτυγμένη καπιταλιστική αποικιακή πολιτική δεν εκμεταλλεύεται τους αποικιοκρατούμενους λαούς μόνο με ληστρικό τρόπο, όπως συνέβαινε στην αρχή της καπιταλιστικής ανάπτυξης, αλλά ανατρέπει συγχρόνως την κοινωνική τους διάρθρωση, την καθιστά καπιταλιστική. Εννοείται φυσικά ότι αυτό συμβαίνει για χάρη μιας ακόμη πιο αυξημένης εκμετάλλευσης (εξαγωγή κεφαλαίου κτλ.), έχει όμως σαν συνέπεια, πράγμα που βέβαια δεν θέλει ο ιμπεριαλισμός, το ξεκίνημα μιας αστικής ανάπτυξης των ίδιων των αποικιοκρατούμενων χωρών, καθώς εμφανίζεται σαν αναγκαία ιδεολογική συνέπεια ο αγώνας για την εθνική αυτοτέλεια. Αυτό αυξάνει ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος κινητοποιεί όλα τα διαθέσιμα ανθρώπινα αποθέματα των ιμπεριαλιστικών χωρών και παρασύρει ενεργά τους αποικιοκρατούμενους λαούς στον αγώνα από τη μια, και φροντίζει για τη γρηγορότερη ανάπτυξη της βιομηχανίας τους από την άλλη. Επιταχύνει, δηλαδή, αυτή τη διαδικασία οικονομικά και ιδεολογικά.

Η κατάσταση των αποικιοκρατούμενων λαών είναι ωστόσο μια ακραία περίπτωση της σχέσης του μονοπωλιακού καπιταλισμού μ’ εκείνους που εκμεταλλεύεται. Το ιστορικό πέρασμα από μια εποχή στην άλλη δεν πραγματοποιείται ποτέ με μηχανικό τρόπο: ένας τρόπος παραγωγής δεν μπορεί να εμφανιστεί και να γίνει ιστορικά αποτελεσματικός, όταν ο προηγούμενος τρόπος παραγωγής που ξεπέρασε έχει ήδη εκπληρώσει παντού την αποστολή του μετασχηματισμού της κοινωνίας. Οι τρόποι παραγωγής που αλληλοξεπερνιούνται και οι κοινωνικές μορφές και η ταξική διαστρωμάτωση που τους αναλογεί, διασταυρώνονται και αλληλεπιδρούν στην ιστορία. Έτσι, εξελίξεις, που, αν ειδωθούν αφηρημένα, φαίνεται να μοιάζουν μεταξύ τους (για παράδειγμα το πέρασμα από την φεουδαρχία στον καπιταλισμό), εξαιτίας του εντελώς διαφορετικού ιστορικού περιβάλλοντος στο οποίο πραγματοποιούνται, αποκτούν εντελώς διαφορετική σχέση απέναντι στο κοινωνικό ιστορικό σύνολο και έχουν έτσι, έστω και αν τις δει κανείς μόνες τους, μια εντελώς νέα λειτουργία και σημασία.

Ο ανερχόμενος καπιταλισμός εμφανίστηκε σαν παράγοντας που ευνοούσε το σχηματισμό των εθνών. Από τη μεσαιωνική πληθώρα των μικρών φεουδαρχικών ηγεμονιών, μετά από σκληρούς επαναστατικούς αγώνες, διαμόρφωσε σε μεγάλα έθνη το καπιταλιστικά πιο αναπτυγμένο τμήμα της Ευρώπης. Οι αγώνες για την ενότητα της Γερμανίας και της Ιταλίας, αν τους δει κανείς αντικειμενικά, ήταν οι τελευταίοι από αυτούς τους επαναστατικούς αγώνες. Αλλά το γεγονός ότι σ’ αυτά τα κράτη ο καπιταλισμός αναπτύχθηκε παραπέρα σε ιμπεριαλιστικό μονοπωλιακό καπιταλισμό, ότι ακόμη και σε μεμονωμένες καθυστερημένες χώρες (Ρωσία, Ιαπωνία) άρχισε να παίρνει τέτοια μορφή, όλα αυτά δεν σημαίνουν ωστόσο ότι έχασε τη σημασία του να διαμορφώνει έθνη σ’ όλον τον υπόλοιπο κόσμο. Αντίθετα. Η καπιταλιστική ανάπτυξη που προχωρά δημιούργησε εθνικά κινήματα σ’ όλους τους μέχρι τότε «χωρίς ιστορία» λαούς της Ευρώπης. Μόνο που ο «εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας» τους δεν διεξάγεται πλέον απλά και μόνο σαν αγώνας ενάντια στην εσωτερική φεουδαρχία ή τον φεουδαρχικό απολυταρχισμό, οπότε και είναι οπωσδήποτε προοδευτικός, αλλά πρέπει να τεθεί στα πλαίσια του ιμπεριαλιστικού συναγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων. Η ιστορική του σημασία, η εκτίμησή του, εξαρτάται, επομένως, από τη συγκεκριμένη λειτουργία που τους αναλογεί μέσα σ’ αυτό το συγκεκριμένο σύνολο.

Ήδη ο Μαρξ έχει αναγνωρίσει πολύ καθαρά τη σημασία αυτού του ζητήματος. Σίγουρα, στην εποχή του ήταν κυρίως αγγλικό πρόβλημα, δηλαδή πρόβλημα της σχέσης Αγγλίας και Ιρλανδίας. Και ο Μαρξ τονίζει με τη μεγαλύτερη σαφήνεια ότι «πέρα από το διεθνές δίκαιο, ο πρωταρχικός όρος της απελευθέρωσης της αγγλικής εργατικής τάξης συνίσταται στην αντικατάσταση της ένωσης που σήμερα διατηρείται με τη δύναμη, δηλαδή της υποδούλωσης της Ιρλανδίας, από μια ελεύθερη και ισότιμη συμμαχία αν αυτό μπορεί να καταστεί δυνατό ή από έναν πλήρη διαχωρισμό, αν δεν μπορεί να γίνει αλλιώς». Γιατί είδε καθαρά ότι, από τη μια μεριά η εκμετάλλευση της Ιρλανδίας είναι ένα καθοριστικό ατού για τον αγγλικό καπιταλισμό, που ήδη εκείνη την εποχή, μόνος τότε, είχε μονοπωλιακό χαρακτήρα, και ότι, από την άλλη, η συγκεχυμένη τοποθέτηση της αγγλικής εργατικής τάξης πάνω σ’ αυτό το ζήτημα είναι η αιτία μιας διάσπασης ανάμεσα στους καταπιεσμένους, μια πάλη εκμεταλλευομένων ενάντια σ’ άλλους εκμεταλλευόμενους, αντί για έναν ενιαίο αγώνα κατά των κοινών τους εκμεταλλευτών. Κατάλαβε, λοιπόν, ότι μόνο ο αγώνας για την εθνική απελευθέρωση της Ιρλανδίας μπορεί να χρησιμεύσει σαν πραγματικά αποτελεσματικό μέτωπο στον αγώνα του αγγλικού προλεταριάτου ενάντια στην αγγλική αστική τάξη.

Η αντίληψη αυτή του Μαρξ δεν παρέμεινε μόνο αναποτελεσματική για το αγγλικό εργατικό κίνημα εκείνης της εποχής, αλλά ούτε καν ζωντάνεψε στη θεωρία και την πρακτική της Β’ Διεθνούς. Για άλλη μια φορά ο Λένιν ήταν αυτός που ανέλαβε να δώσει μια νέα ζωή στη θεωρία, μια ζωή όμως πιο δραστήρια και πιο συγκεκριμένη απ’ όσο της είχε δώσει ο ίδιος ο Μαρξ. Γιατί από μια απλά διεθνή ιστορική επικαιρότητα μπήκε στην ημερήσια διάταξη και, επομένως, στον Λένιν δεν προβάλλει πιο θεωρητικά, αλλά καθαρά πρακτικά. Γιατί ο καθένας οφείλει να δει καθαρά σ’ αυτή τη σχέση ότι το τεράστιο πρόβλημα που παρουσιάζεται σ’ εμάς, δηλαδή ο ξεσηκωμός σε παγκόσμια κλίμακα όλων των καταπιεσμένων, και όχι μόνο των εργατών, είναι το ίδιο πρόβλημα μ’ αυτά που ο Λένιν δεν έπαψε να διατυμπανίζει ευθύς εξαρχής σαν επίκεντρο του αγροτικού ζητήματος στη Ρωσία ενάντια στους ναρόντνικους, τους «νόμιμους» μαρξιστές, τους οικονομιστές κτλ.

Πρόκειται σ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις γι ‘ αυτό που η Ρόζα Λούξεμπουργκ ονόμασε «εξωτερική» αγορά του καπιταλισμού, όπου εννοεί τη μη καπιταλιστική αγορά, είτε βρίσκεται μέσα είτε έξω από τα πολιτικά σύνορα. Ο καπιταλισμός που εξαπλώνεται από τη μια, δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς αυτήν, από την άλλη, η κοινωνική του λειτουργία απέναντι σ’ αυτή την αγορά έγκειται στη διάλυση της αρχικής κοινωνικής δομής της, στην καπιταλιστικοποίησή της, στη μετατροπή της σε μια καπιταλιστική «εσωτερική» αγορά, όπου, όμως, αποκτάει, έτσι, τάσεις για ανεξαρτησία κτλ. Κι εδώ η σχέση είναι διαλεκτική. Μόνο που η Ρόζα Λούξεμπουργκ, μέσα απ’ αυτή τη σωστή και θαυμάσια ιστορική προοπτική, δεν βρήκε το δρόμο για τη συγκεκριμένη λύση των συγκεκριμένων ζητημάτων του παγκόσμιου πολέμου. Παρέμεινε στο έργο της μια ιστορική προοπτική, ένα σωστό και θαυμάσιο χαρακτηριστικό ολόκληρης της εποχής. Αλλά μόνο της εποχής σαν σύνολο. Και ο Λένιν ήταν αυτός που έκανε το βήμα από τη θεωρία στην πράξη. Ωστόσο το βήμα αυτό αποτελεί ταυτόχρονα -και δεν πρέπει ποτέ να το ξεχνάμε αυτό- θεωρητική πρόοδο. Γιατί είναι ένα βήμα από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο.

Το πέρασμα από την αφηρημένη σωστή εκτίμηση της σύγχρονης ιστορικής πραγματικότητας, από την απόδειξη της γενικά επαναστατικής ουσίας ολόκληρης της ιμπεριαλιστικής εποχής στο συγκεκριμένο, κορυφώνεται στο ζήτημα του ιδιαίτερου χαρακτήρα αυτής της επανάστασης. Ένα από τα μεγαλύτερα θεωρητικά επιτεύγματα του Μαρξ ήταν ότι ξεχώρισε επακριβώς την αστική από την προλεταριακή επανάσταση.

Αυτή η διαφοροποίηση είχε μπροστά στις ανώριμες ψευδαισθήσεις των συγχρόνων του, από τη μια μεριά τεράστια σημασία από πρακτική τακτική άποψη, και από την άλλη πρόσφερε τη μοναδική μέθοδο για να γίνουν καθαρά αντιληπτά τα πραγματικά νέα, πραγματικά προλεταριακά επαναστατικά στοιχεία των επαναστατικών κινημάτων της εποχής. Ωστόσο, στον χυδαίο μαρξισμό, αυτή η διαφοροποίηση παγιώθηκε, σ’ έναν μηχανιστικό διαχωρισμό. Αυτός ο διαχωρισμός έχει στους οπορτουνιστές για πρακτική συνέπεια μια σχηματική γενίκευση σχετικά με την εμπειρικά σωστή παρατήρηση ότι σχεδόν κάθε επανάσταση της σύγχρονης εποχής ξεκινάει σαν αστική επανάσταση, έστω κι αν είναι διαποτισμένη από προλεταριακές ενέργειες, διεκδικήσεις κτλ. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, για τους οπορτουνιστές η επανάσταση είναι απλά αστική. Το καθήκον του προλεταριάτου είναι να υποστηρίζει αυτή την επανάσταση. Από αυτόν το διαχωρισμό της αστικής και της προλεταριακής επανάστασης προκύπτει ότι το προλεταριάτο πρέπει να αρνηθεί τους δικούς του επαναστατικούς ταξικούς στόχους.

Ωστόσο και η υπερ-αριστερή αντίληψη που διαβλέπει καθαρά τα μηχανιστικά σοφίσματα αυτής της θεωρίας και έχει συνείδηση του προλεταριακού επαναστατικού χαρακτήρα της εποχής μας, πέφτει από την άλλη μεριά στην ίδια επικίνδυνη μηχανιστική αντίληψη. Αφού αναγνωρίζει ότι η αστική τάξη έχει πάψει να παίζει τον ιστορικά επαναστατικό της ρόλο στην εποχή του ιμπεριαλισμού, καταλήγει -και πάλι με βάση έναν μηχανιστικό διαχωρισμό αστικής και προλεταριακής επανάστασης- ότι έχουμε μπει πια στην εποχή της καθαρά προλεταριακής επανάστασης.

Αυτή η στάση έχει σαν επικίνδυνη πρακτική συνέπεια ότι όλα εκείνα τα κινήματα αναβρασμού και αποσύνθεσης που δημιουργούνται αναγκαστικά στην εποχή του ιμπεριαλισμού (αγροτικό, αποικιακό, εθνικό πρόβλημα) και που σε σχέση με την προλεταριακή επανάσταση είναι αντικειμενικά επαναστατικά, παραβλέπονται, καμιά φορά μάλιστα περιφρονούνται και απορρίπτονται. Επιπλέον, αυτοί οι θεωρητικοί της καθαρά προλεταριακής επανάστασης παραιτούνται εκούσια από τους πιο αληθινούς και σπουδαίους συμμάχους του προλεταριάτου. Παραμελούν εκείνο το επαναστατικό πλαίσιο που δίνει συγκεκριμένες προοπτικές στην προλεταριακή επανάσταση και περιμένουν έτσι τη «γνήσια» προλεταριακή επανάσταση, σε κάποιον αφηρημένο χώρο, πιστεύοντας ότι την προετοιμάζουν. «Εκείνος που περιμένει μια γνήσια κοινωνική επανάσταση», λέει ο Λένιν, «δεν θα τη γνωρίσει ποτέ και είναι επαναστάτης μόνο στα λόγια, ένας επαναστάτης που δεν καταλαβαίνει την πραγματική επανάσταση».

Γιατί η πραγματική επανάσταση είναι η διαλεκτική μετατροπή της αστικής επανάστασης σε προλεταριακή. Το αδιαμφισβήτητο ιστορικό γεγονός ότι η τάξη εκείνη που υπήρξε πρωτοπορία και καρπωτής των προηγούμενων μεγάλων αστικών επαναστάσεων, έχει γίνει πια αντικειμενικά αντεπαναστατική, σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει ότι έτσι έχουν λυθεί κοινωνικά εκείνα τα αντικειμενικά προβλήματα, γύρω από τα οποία περιστράφηκαν αυτές οι επαναστάσεις, ούτε ότι έχουν ικανοποιηθεί τα στρώματα εκείνα της κοινωνίας, τα οποία είχαν ζωτικό συμφέρον στην επαναστατική επίλυσή τους. Αντίθετα. Η αντεπαναστατική στροφή της αστικής τάξης δεν εκφράζει μόνο την εχθρότητά της απέναντι στο προλεταριάτο, αλλά ταυτόχρονα και την εγκατάλειψη των ίδιων των επαναστατικών της παραδόσεων. Παραχωρεί στο προλεταριάτο την κληρονομιά του επαναστατικού της παρελθόντος. Το προλεταριάτο είναι πια η μόνη τάξη που είναι ικανή να οδηγήσει με συνέπεια στο τέρμα της την αστική επανάσταση. Δηλαδή, από τη μια μεριά οι ακόμη επίκαιρες διεκδικήσεις της αστικής επανάστασης μπορούν να εκπληρωθούν μόνο στα πλαίσια μιας προλεταριακής επανάστασης και από την άλλη, η συνεπής πραγμάτωση αυτών των διεκδικήσεων της αστικής επανάστασης οδηγεί αναγκαστικά στην προλεταριακή επανάσταση. Η προλεταριακή επανάσταση σημαίνει, επομένως, σήμερα πραγμάτωση και κατάργηση ταυτόχρονα της αστικής επανάστασης.

Η σωστή γνώση αυτής της κατάστασης πραγμάτων ανοίγει μια τεράστια προοπτική για τις πιθανότητες και δυνατότητες της προλεταριακής επανάστασης. Ταυτόχρονα, όμως, θέτει το επαναστατικό προλεταριάτο και το ηγετικό κόμμα του μπροστά σε τεράστιες απαιτήσεις. Γιατί για να εκπληρώσει τη διαλεκτική αυτή μετάβαση, το προλεταριάτο δεν πρέπει μονάχα να διαθέτει μια σωστή γνώση της σωστής αλληλουχίας, αλλά επίσης να ξεπεράσει στην πράξη τις μικροαστικές εκείνες τάσεις, τις συνήθειες ως προς τη σκέψη κτλ., που το εμπόδιζαν να δει καθαρά αυτές τις αλληλουχίες (οι εθνικές συγχύσεις, για παράδειγμα).

Προκύπτει, επομένως, για το προλεταριάτο η ανάγκη να ξεπεράσει τον εαυτό του και να γίνει, έτσι, ο ηγέτης όλων των καταπιεσμένων.Ο αγώνας πριν απ’ όλα των καταπιεσμένων λαών για την εθνική ανεξαρτησία είναι ένα θαυμάσιο έργο της επαναστατικής αυτοδιαπαιδαγώγησης, τόσο για το προλεταριάτο του καταπιεστή λαού που ξεπερνάει τον ίδιο του τον εθνικισμό με την πραγμάτωση της ολοκληρωτικής εθνικής ανεξαρτησίας, όσο και για το προλεταριάτο του καταπιεσμένου λαού που προχωράει πάλι πέρα από τον εθνικισμό του μέσα από τα ανάλογα συνθήματα του φεντεραλισμού και της διεθνούς προλεταριακής αλληλεγγύης. Γιατί όπως λέει ο Λένιν, «το προλεταριάτο παλεύει για το σοσιαλισμό και ενάντια στις δικές του αδυναμίες». Ο αγώνας για την επανάσταση, η χρησιμοποίηση των αντικειμενικών πιθανοτήτων της διεθνούς κατάστασης καθώς και η εσωτερική πάλη για την ίδια την ωριμότητα της επαναστατικής ταξικής συνείδησης είναι αναπόσπαστες στιγμές ενός και του αυτού διαλεκτικού προτσές.

Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος δημιουργεί, επομένως, παντού συμμάχους για το προλεταριάτο, όταν αυτό παλεύει επαναστατικά ενάντια στην αστική τάξη. Όταν όμως δεν συνειδητοποιεί την κατάστασή του και τα καθήκοντά του, το αναγκάζει να σέρνεται πίσω από την αστική τάξη σε μια φοβερή αυτοκατακρεούργηση. Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος δημιουργεί μια διεθνή κατάσταση, όπου το προλεταριάτο μπορεί να μπει επικεφαλής όλων των καταπιεσμένων και εκμεταλλευομένων, όπου ο αγώνας του για την απελευθέρωση μπορεί να γίνει το σύνθημα και ο οδηγός για την απελευθέρωση όλων εκείνων που ο καπιταλισμός κρατάει σκλαβωμένους. Δημιουργεί, όμως, ταυτόχρονα μια διεθνή κατάσταση, όπου εκατομμύρια προλετάριοι αναγκάζονται να δολοφονούν με ιδιαίτερα ραφιναρισμένη ωμότητα εκατομμύρια άλλους προλετάριους, ώστε να στερεώσουν και να ισχυροποιήσουν τη μονοπωλιακή θέση των εκμεταλλευτών τους.

Το τι επιφυλάσσει η μοίρα στο προλεταριάτο εξαρτάται από την κατανόηση από μέρους του της ιστορικής του κατάστασης, από την ταξική του συνείδηση. Γιατί «οι άνθρωποι δημιουργούν την ίδια τους την ιστορία». Όχι, όμως, «μέσα σε συνθήκες που οι ίδιοι διαλέγουν, μα μέσα σε συνθήκες που υπάρχουν άμεσα, που είναι δοσμένες και που κληροδοτήθηκαν από το παρελθόν». Το ζήτημα που μπαίνει εδώ δεν είναι αν το προλεταριάτο θέλει να αγωνιστεί ή όχι, αλλά μόνο για την επιλογή για τα συμφέροντα ποιανού οφείλει να αγωνιστεί, για τα δικά του ή για εκείνα της αστικής τάξης. Το ζήτημα που θέτει η ιστορική κατάσταση στο προλεταριάτο δεν συνίσταται στην επιλογή ανάμεσα στον πόλεμο και την ειρήνη, αλλά στην επιλογή ανάμεσα στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και τον πόλεμο ενάντια σ’ αυτόν τον πόλεμο, δηλαδή τον εμφύλιο πόλεμο.

Η αναγκαιότητα του εμφύλιου πολέμου, σαν μέσο άμυνας του προλεταριάτου απέναντι στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, γεννιέται, όπως όλες οι μορφές πάλης του προλεταριάτου, από τις συνθήκες πάλης που η ανάπτυξη της καπιταλιστικής παραγωγής, της αστικής κοινωνίας επιβάλλει στο προλεταριάτο. Η δραστηριότητα του Κόμματος, η σημασία της ορθής θεωρητικής διορατικότητας δεν χρησιμεύουν παρά να δώσουν στο προλεταριάτο την απαιτούμενη εκείνη δύναμη αντίστασης ή επίθεσης που διαθέτει αντικειμενικά στη συγκεκριμένη κατάσταση με βάση τον ταξικό διαχωρισμό, που ωστόσο, λόγω θεωρητικής και οργανωτικής ανωριμότητας, δεν την ανεβάζει στο ύψος των δοσμένων αντικειμενικών δυνατοτήτων. Έτσι, πριν ακόμα από τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, εμφανίστηκε η μαζική απεργία σαν αυθόρμητη αντίδραση του προλεταριάτου στην ιμπεριαλιστική φάση του καπιταλισμού, και αυτή η σχέση που η Δεξιά και το Κέντρο της Β’ Διεθνούς προσπάθησαν με όλα τα μέσα να καλύψουν έγινε σιγά-σιγά το θεωρητικό κτήμα της ριζοσπαστικής πτέρυγας.

Κι εδώ, όμως, ο Λένιν υπήρξε ο μόνος που αναγνώρισε πολύ νωρίς, ήδη στα 1905, πως δεν αρκεί η μαζική απεργία σαν όπλο του αποφασιστικού αγώνα. Εκτιμώντας την αποτυχημένη εξέγερση της Μόσχας σαν αποφασιστικό στάδιο και προσπαθώντας να καθορίσει τις συγκεκριμένες εμπειρίες του απέναντι στον Πλεχάνοφ που υποστήριζε την άποψη ότι «δεν έπρεπε να είχαμε πάρει τα όπλα», θεμελίωσε έτσι ήδη θεωρητικά την αναγκαία τακτική ταυ προλεταριάτου στον παγκόσμιο πόλεμο. Γιατί η ιμπεριαλιστική φάση του καπιταλισμού και ιδιαίτερα το αποκορύφωμά της στον παγκόσμιο πόλεμο δείχνει ότι ο καπιταλισμός έχει μπει στην κατάσταση που πρέπει να αποφασίσει τη διατήρησή του ή την εξαφάνισή του. Και με το σωστό ταξικό ένστικτο μιας τάξης συνηθισμένης να κυριαρχεί, που έχει συνείδηση ότι, με τη διεύρυνση των περιοχών κυριαρχίας της, με την ανάπτυξη της εξουσιαστικής της μηχανής, στενεύει ταυτόχρονα η πραγματική κοινωνική βάση της κυριαρχίας της, προσπαθεί όσο το δυνατό πιο ενεργά και να διευρύνει αυτή τη βάση (παρασύροντας τα μεσαία στρώματα στο να την ακολουθήσουν, διαφθείροντας την εργατική αριστοκρατία κτλ.), και να συνθλίψει αποφασιστικά τους θανάσιμους εχθρούς της, προτού αυτοί συσπειρωθούν ώστε να προβάλουν πραγματική αντίσταση.

Γι’ αυτό η αστική τάξη είναι εκείνη που παντού εξαλείφει τις «ειρηνικές» μορφές της ταξικής πάλης, των οποίων η πρόσκαιρη, έστω και τόσο προβληματική λειτουργικότητα, αποτελεί τη βάση ολόκληρης της θεωρίας του ρεβιζιονισμού και που προτιμάει πιο «ενεργητικά» μέσα πάλης (βλέπε Αμερική). Καταφέρνει όλο και πιο πολύ να παίρνει ενεργά στα χέρια της την κρατική μηχανή, να ταυτίζεται τόσο έντονα μ’ αυτή, που ακόμη και οι φαινομενικά οικονομικές μόνο διεκδικήσεις της εργατικής τάξης προσκρούουν όλο και πιο δυνατά σ’ αυτό το τείχος, που οι εργάτες είναι αναγκασμένοι να αρχίσουν την πάλη με την κρατική εξουσία (άρα, έστω και ασυνείδητα, την πάλη για την κρατική εξουσία), όταν θέλουν απλά και μόνο να αποτρέψουν την επιδείνωση της οικονομικής τους κατάστασης, την απώλεια των μέχρι τώρα κεκτημένων θέσεων.

 Έτσι, αυτή η εξέλιξη επιβάλλει στο προλεταριάτο την τακτική της μαζικής απεργίας, όπου ο οπορτουνισμός είναι πάντα έτοιμος από φόβο προς την επανάσταση, να εγκαταλείψει τα ήδη κεκτημένα παρά να αντλήσει τις επαναστατικές συνέπειες της κατάστασης. Η μαζική απεργία είναι, όμως, σύμφωνα με την αντικειμενική της ουσία, ένα επαναστατικό μέσο. Κάθε μαζική απεργία δημιουργεί μια επαναστατική κατάσταση, όπου η αστική τάξη, με τη βοήθεια της κρατικής μηχανής της, αντλεί τις απαραίτητες γι’ αυτή συνέπειες, όσο είναι δυνατό. Απέναντι σ’ αυτά τα μέσα, όμως, το προλεταριάτο είναι ανίσχυρο. Και το όπλο της μαζικής απεργίας αποτυχαίνει αναγκαστικά, αν μπροστά στα όπλα της αστικής τάξης, δεν πάρει κι αυτό τα όπλα. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να προσπαθεί να εξοπλίζεται το ίδιο, να αποδιοργανώνει το στρατό της αστικής τάξης που απαρτίζεται στην πλειοψηφία του από εργάτες και αγρότες, να στρέφει ενάντια στην αστική τάξη τα ίδια της το όπλα. (Η επανάσταση του 1905 δείχνει πολλά παραδείγματα ενός πολύ σωστού ταξικού ενστίκτου, αλλά που απ’ αυτή την άποψη δεν είναι παρά μόνο ένστικτο).

Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος οξύνει, λοιπόν, αυτή την κατάσταση στο έπακρο. Η αστική τάξη βάζει το προλεταριάτο μπροστά στην επιλογή ή να σκοτώνει τους ταξικούς του συντρόφους στις άλλες χώρες προς όφελος των μονοπωλιακών της συμφερόντων, να πεθαίνει για τα συμφέροντα αυτά, ή να ανατρέψει την κυριαρχία της αστικής τάξης με τη βία των όπλων. Όλα τα άλλα μέσα πάλης απέναντι σ ‘ αυτή την υπέρτατη βία είναι ανίσχυρα, γιατί όλα, χωρίς εξαίρεση, θα συντριβούν απέναντι στη στρατιωτική μηχανή των ιμπεριαλιστικών κρατών. Αν λοιπόν το προλεταριάτο θέλει να ξεφύγει απ’ αυτή την ακραία βία, πρέπει να αναλάβει το ίδιο την πάλη ενάντια σ’ αυτή τη στρατιωτική μηχανή, να τη διαλύσει από τα μέσα και να στρέψει τα όπλα, που η ιμπεριαλιστική αστική τάξη αναγκάστηκε να δώσει σ’ όλον το λαό, ενάντια στην αστική τάξη, να τα χρησιμοποιήσει για να εκμηδενίσει τον ιμπεριαλισμό.

Δεν υπάρχει λοιπόν τίποτα το θεωρητικά πρωτάκουστο και σ’ όλα αυτά. Αντίθετα: Η ουσία της κατάστασης έγκειται στην ταξική σχέση ανάμεσα στην αστική τάξη και το προλεταριάτο. Ο πόλεμος, σύμφωνα με τον ορισμό του Κλαούζεβιτς, δεν είναι παρά η συνέχιση της πολιτικής, αλλά πραγματικά απ ‘ όλες τις απόψεις. Δηλαδή ο πόλεμος δεν σημαίνει μόνο για την εξωτερική πολιτική ενός κράτους ότι η γραμμή που ακολουθήθηκε μέχρι τότε από τη χώρα σε καιρό «ειρήνης» οδηγείται ενεργά μέχρι το τέλος, αλλά και ότι ο πόλεμος ενισχύει και οξύνει στο έπακρο και για την εσωτερική ταξική διαστρωμάτωση μιας χώρας (και ολόκληρου του κόσμου) τις τάσεις εκείνες που, ήδη σε καιρό «ειρήνης», εκδηλώθηκαν ενεργά στους κόλπους της κοινωνίας. Ο πόλεμος, επομένως, δεν δημιουργεί σε καμιά περίπτωση μια απόλυτα νέα κατάσταση, ούτε για μια χώρα ούτε για μια τάξη μέσα σ’ ένα έθνος. Το νέο σ’ αυτόν συνίσταται απλά στην ποιοτική μετατροπή της πρωτάκουστης ποσοτικής αύξησης όλων των προβλημάτων και, μ’ αυτόν τον τρόπο -και μόνο μ’ αυτόν τον τρόπο- δημιουργείται μια νέα κατάσταση.

Από κοινωνικοοικονομική άποψη, επομένως, ο πόλεμος δεν είναι παρά ένα στάδιο της ιμπεριαλιστικής ανάπτυξης του καπιταλισμού. Γι’ αυτό δεν είναι, αναγκαστικά, παρά ένα στάδιο στην ταξική πάλη του προλεταριάτου ενάντια στην αστική τάξη. Η σημασία της θεωρίας του ιμπεριαλισμού του Λένιν έγκειται, επομένως, στο γεγονός ότι ο Λένιν -πράγμα που κανείς άλλος δεν κατόρθωσε- καθόρισε με συνεπή θεωρητικό τρόπο τη σχέση ανάμεσα στον παγκόσμιο πόλεμο και τη συνολική εξέλιξη και ότι το απέδειξε καθαρά με βάση τα συγκεκριμένα προβλήματα του πολέμου. ‘Όπως όμως ο ιστορικός υλισμός είναι η θεωρία της προλεταριακής ταξικής πάλης, ο καθορισμός αυτής της σχέσης θα παρέμενε ελλιπής, αν η θεωρία του ιμπεριαλισμού δεν ήταν ταυτόχρονα θεωρία των ρευμάτων του εργατικού κινήματος την εποχή του ιμπεριαλισμού. Το θέμα δεν ήταν λοιπόν μονάχα να γίνει σαφές πώς έπρεπε να ενεργήσει το προλεταριάτο σύμφωνα με τα ταξικά του συμφέροντα σ’ αυτή τη νέα διεθνή κατάσταση που δημιούργησε ο πόλεμος, αλλά συγχρόνως να αποδειχθεί πού βασίζονται θεωρητικά οι άλλες «προλεταριακές» τοποθετήσεις για τον ιμπεριαλισμό και τον πόλεμό του, ποια στρώματα του προλεταριάτου ακολουθούν αυτές τις θεωρίες και, επομένως, τις μετατρέπουν σε πολιτικά ρεύματα.

Έπρεπε πρώτα απ’ όλα να αποδειχθεί ότι αυτά τα ρεύματα υπάρχουν γενικά σαν ρεύματα. Να αποδειχθεί ότι η τοποθέτηση της σοσιαλδημοκρατίας σχετικά με τον πόλεμο δεν υπήρξε η συνέπεια μιας στιγμιαίας απόκλισης, ενός δειλιάσματος κτλ., αλλά το αναγκαίο επακόλουθο της μέχρι τώρα εξέλιξής της. Επομένως ότι αυτή η τοποθέτηση έπρεπε να γίνει κατανοητή μέσα από την ιστορία του εργατικού κινήματος και ότι έπρεπε να εξεταστεί σε σχέση με τις μέχρι τώρα «διαφωνίες» μέσα στη σοσιαλδημοκρατία (ρεβιζιονισμός κτλ.).

Αυτή η άποψη, που θα έπρεπε να είναι αυτονόητη για τη μαρξιστική μέθοδο (βλέπε τον τρόπο με τον οποίο κρίνονται τα σύγχρονα ρεύματα στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο), με δυσκολία κατάφερε να υπερισχύσει, ακόμη και στην επαναστατική πτέρυγα του εργατικού κινήματος.Ακόμη και η ομάδα της «Διεθνούς», δηλαδή η ομάδα της Ρόζας Λούξεμπουργκ και του Φραντς Μέρινγκ, δεν στάθηκε ικανή να ολοκληρώσει και να εφαρμόσει με συνέπεια αυτή τη μεθοδολογική άποψη. Είναι όμως φανερό ότι κάθε καταδίκη του οπορτουνισμού και της θέσης του απέναντι στον πόλεμο που δεν αντιλαμβάνεται τον οπορτουνισμό σαν ένα ιστορικά αναγνωρίσιμο ρεύμα μέσα στο εργατικό κίνημα και που δεν θεωρεί το παρόν του σαν οργανικό καρπό του παρελθόντος του, δεν μπορεί ούτε να φτάσει σ’ ένα πραγματικό ύψος στις αρχές της μαρξιστικής συζήτησης, ούτε να βγάλει τα συγκεκριμένα πρακτικά, αναγκαία για τη στιγμή της δράσης και τακτικά – οργανωτικά συμπεράσματα από αυτή την καταδίκη.

Για τον Λένιν, και για άλλη μια φορά μονάχα γι’ αυτόν, ήταν ήδη από τη στιγμή που ξέσπασε ο παγκόσμιος πόλεμος σαφές ότι η στάση των Σάιντεμαν, Πλεχάνοφ, Βαντερβέλντε κτλ., απέναντι στον πόλεμο δεν ήταν στην πραγματικότητα τίποτε άλλο παρά η λογική εφαρμογή των αρχών του ρεβιζιονισμού στην τωρινή κατάσταση.

Σε τι όμως συνίσταται, περιληπτικά, η ουσία του ρεβιζιονισμού; Πρώτα ότι προσπαθεί να ξεπεράσει τη «μονόπλευρη άποψη» του ιστορικού υλισμού που εξετάζει όλα τα φαινόμενα του ιστορικοκοινωνικού γίγνεσθαι αποκλειστικά από την ταξική άποψη του προλεταριάτου. Διαλέγει σαν άποψη το συμφέροντα «ολόκληρης της κοινωνίας». Επειδή όμως, συγκεκριμένα, αυτά τα γενικά συμφέροντα δεν υπάρχουν, και επειδή αυτό που θα μπορούσε να φανεί σαν γενικό συμφέρον δεν είναι τίποτε άλλο από τη στιγμιαία συνιστώσα της αγωνιστικής αλληλεπίδρασης των διαφόρων ταξικών δυνάμεων, ο αναθεωρητής αντιλαμβάνεται το πάντοτε μεταβαλλόμενο αποτέλεσμα της ιστορικής διαδικασίας σαν μια πάντοτε ίδια μεθοδολογική αφετηρία. Έτσι αναποδογυρίζει και θεωρητικά τα πράγματα. Από πρακτική άποψη, η ουσία του παραμένει πάντα και αναγκαστικά ένας συμβιβασμός, λόγω ακριβώς αυτής της θεωρητικής αφετηρίας. Ο ρεβιζιονισμός είναι πάντοτε εκλεκτικός: προσπαθεί, δηλαδή, να αμβλύνει και να εξισώσει ήδη θεωρητικά τις ταξικές αντιθέσεις για να καταστήσει την ενότητά τους, που την έχει αναποδογυρίσει και που δεν υπάρχει παρά μόνο στο κεφάλι του, σαν το μέσο για την εκτίμηση των γεγονότων.

Γι΄ αυτόν το λόγο ο αναθεωρητής απορρίπτει, κατά δεύτερο λόγο, τη διαλεκτική. Γιατί η διαλεκτική δεν είναι τίποτε άλλο παρά η εννοιολογική έκφραση του γεγονότος ότι η εξέλιξη της κοινωνίας κινείται στην πραγματικότητα μέσα από τις αντιθέσεις, ότι αυτές οι αντιθέσεις (οι αντιθέσεις των τάξεων, η ανταγωνιστική ουσία της οικονομικής ύπαρξής τους κτλ.) αποτελούν τη βάση και τον πυρήνα κάθε γεγονότος και ότι μια «ενότητα» της κοινωνίας, όσο αυτή στηρίζεται στη διαίρεση σε τάξεις, δεν μπορεί παρά να είναι πάντα μια αφηρημένη έννοια, ένα πάντοτε πρόσκαιρο αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης αυτών των αντιθέσεων. Καθώς όμως η διαλεκτική, σαν μέθοδος, δεν είναι παρά η θεωρητική διατύπωση του κοινωνικού γεγονότος ότι η κοινωνία αναπτύσσεται παραπέρα μέσα από αντιθέσεις, από το πέρασμα από τη μια αντίθεση στην άλλη, επομένως με επαναστατικό τρόπο, η θεωρητική απόρριψη της διαλεκτικής σημαίνει ρήξη αρχών με κάθε επαναστατική συμπεριφορά.

Τρίτο, αφού οι αναθεωρητές μ’ αυτόν τον τρόπο αρνούνται ν’ αναγνωρίσουν την ύπαρξη της διαλεκτικής με την κίνησή της μέσα από τις αντιθέσεις, που παράγει έτσι πάντα κάτι νέο, σαν κάτι που υπάρχει πραγματικά, χάνεται από τη σκέψη τους το ιστορικό, το συγκεκριμένο, το νέο. Η πραγματικότητα που ζουν υπόκειται σε σχηματικούς μηχανιστικούς, «αιώνιους χαλύβδινους νόμους» που, σύμφωνα με την ουσία τους, δημιουργούν αδιάκοπα το ίδιο πράγμα και στους οποίους ο άνθρωπος είναι μοιραία υποταγμένος, όπως και στους νόμους της φύσης. Αρκεί λοιπόν να γνωρίσει κανείς μια για πάντα αυτούς τους νόμους, για να μάθει πώς θα εξελιχθεί η μοίρα του προλεταριάτου. Η υπόθεση ότι μπορεί να υπάρξουν νέες καταστάσεις που να μην υπόκεινται σ’ αυτούς τους νόμους ή ακόμη καταστάσεις των οποίων η κατάληξη εξαρτάται από την απόφαση του προλεταριάτου, είναι για τον αναθεωρητή αντεπιστημονική. (Η υπερεκτίμηση των μεγάλων προσωπικοτήτων, της ηθικής κτλ. δεν είναι παρά οι αναγκαίοι αντίποδες αυτής της αντίληψης).

Τέταρτο, αυτοί οι νόμοι είναι, όμως, οι νόμοι της καπιταλιστικής ανάπτυξης και η επιμονή στην αιώνια και υπεριστορική ισχύ τους σημαίνει ότι για τον αναθεωρητή η καπιταλιστική κοινωνία είναι η πραγματικότητα που ουσιαστικά δεν μπορεί να αλλάξει, όπως και για την αστική τάξη. Ο αναθεωρητής δεν θεωρεί πια την αστική κοινωνία σαν ένα προϊόν της ιστορίας που γι’ αυτό είναι ιστορικά καταδικασμένη να εξαφανιστεί, ούτε την επιστήμη σαν ένα μέσο για τη γνώση της εποχής της πτώσης της και την επιτάχυνσή της, αλλά, στην καλύτερη περίπτωση, σαν μέσο για τη βελτίωση της θέσης του προλεταριάτου μέσα στην αστική κοινωνία. Κάθε σκέψη που ξεπερνάει πρακτικά τον ορίζοντα της αστικής κοινωνίας είναι μια ψευδαίσθηση, μια ουτοπία, για το ρεβιζιονισμό.

Πέμπτο, γι’ αυτό ο ρεβιζιονισμός έχει μια θέση «ρεαλιστικής» πολιτικής, θυσιάζει πάντοτε τα πραγματικά συμφέροντα του συνόλου της τάξης (και χαρακτηρίζει ουτοπική κάθε συνεπή υπεράσπιση αυτών των συμφερόντων) στην υπεράσπιση των άμεσων συμφερόντων μεμονωμένων ομάδων. Με βάση αυτές ακόμη τις λίγες παρατηρήσεις είναι σαφές ότι ο ρεβιζιονισμός μπόρεσε να γίνει ένα πραγματικό ρεύμα μέσα στο εργατικό κίνημα μονάχα επειδή η νέα ανάπτυξη του καπιταλισμού επέτρεψε παροδικά σε ορισμένα στρώματα των εργατών να αποκτήσουν από αυτήν την κατάσταση οικονομικά οφέλη. Καθώς επίσης και γιατί η μορφή οργάνωσης των εργατικών κομμάτων εξασφαλίζει μεγαλύτερη επιρροή σ’ αυτά τα στρώματα και στους διανοητικούς εκπροσώπους τους παρά στις -έστω και συγκεχυμένα και ενστικτώδικα- επαναστατικές πλατιές μάζες του προλεταριάτου.

Το κοινό στοιχείο όλων των οπορτουνιστικών ρευμάτων να μην κοιτάζουν ποτέ τα γεγονότα από την ταξική σκοπιά του προλεταριάτου και γι’ αυτό να πέφτουν σε μια αντιιστορική και αντιδιαλεκτική εκλεκτική «ρεαλιστική πολιτική», συνδέει τις διαφορετικές τους αντιλήψεις για τον πόλεμο και τις κάνει να φαίνονται όλες, χωρίς εξαίρεση, σαν αναγκαστική συνέπεια του μέχρι τώρα οπορτουνισμού. Η χωρίς όρους υποταγή της δεξιάς πτέρυγας στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της «ίδιας» της της χώρας προέρχεται οργανικά από την άποψη που θεωρεί την αστική τάξη -έστω και με μερικούς δισταγμούς στην αρχή- σαν την ηγέτιδα τάξη της ιστορικής εξέλιξης και αναθέτει στο προλεταριάτο την υποστήριξη «του προοδευτικού της ρόλου». Και όταν ο Κάουτσκι χαρακτηρίζει τη Διεθνή σαν απλό όργανο ειρήνης άχρηστο για τον πόλεμο, τι το διαφορετικό λέει από ό,τι ο ρώσος μενσεβίκος Τσερεβάνιν, όταν ξεσπάει σε θρήνους μετά την πρώτη ρώσικη επανάσταση: «Ωστόσο, μέσα στη φωτιά της επανάστασης, τη στιγμή που οι επαναστατικοί στόχοι πλησιάζουν τόσο στην πραγμάτωσή τους, είναι δύσκολο ν’ ανοιχτεί ο δρόμος για μια λογική μενσεβίκικη τακτική» κτλ.

Ο οπορτουνισμός διαφοροποιείται σύμφωνα με τα στρώματα της αστικής τάξης στα οποία γυρεύει να στηριχτεί και στην υποταγή των οποίων προσπαθεί να παρασύρει το προλεταριάτο. Αυτά μπορεί να είναι, όπως στην περίπτωση της δεξιάς πτέρυγας, η βαριά βιομηχανία και το τραπεζικό κεφάλαιο. Στην περίπτωση αυτή, ο ιμπεριαλισμός αναγνωρίζεται χωρίς όρους σαν αναγκαίος. Το προλεταριάτο πρέπει να βρει την πραγμάτωση των συμφερόντων του στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, στο μεγαλείο, στη νίκη του «δικού» του έθνους. Ή μπορεί ν’ αναζητηθεί η προσάρτηση σ’ εκείνα τα στρώματα της αστικής τάξης που είναι μεν αναγκασμένα να συμμετάσχουν στην εξέλιξη, αλλά νιώθουν ότι παραμερίζονται σε δεύτερο πλάνο και που υποτάσσονται γι’ αυτό πρακτικά στον ιμπεριαλισμό (και πρέπει να υποταχθούν), ωστόσο όμως γκρινιάζουν ενάντια σ’ αυτόν τον εξαναγκασμό και «εύχονται» τα πράγματα να πάρουν μια άλλη τροπή.

Αυτός είναι ο λόγος που αναζητούν γρήγορα την ειρήνη, το ελεύθερο εμπόριο, την επιστροφή «ομαλών» καταστάσεων κτλ. Ωστόσο, είναι αυτονόητο ότι ποτέ δεν θα είναι ικανά να προβάλουν σαν ενεργός αντίπαλος του ιμπεριαλισμού. Αντίθετα, δεν διεξάγουν παρά έναν –μάταιο- αγώνα για να έχουν το μερίδιό τους από την ιμπεριαλιστική λεία (τμήματα της ελαφριάς βιομηχανίας, τα μικροαστικά στρώματα κτλ.). Κάτω απ’ αυτή την προοπτική, ο ιμπεριαλισμός παρουσιάζεται σαν «τυχαίος». Επιχειρείται να βρεθεί μια ειρηνική λύση, να αμβλυνθούν οι αντιθέσεις. Και το προλεταριάτο, που το Κέντρο θέλει να υποτάξει σ’ αυτά τα στρώματα, δεν πρέπει ούτε να αγωνίζεται ενεργά κατά του πολέμου. (Αλλά το να μην αγωνίζεσαι σημαίνει πρακτικά να παίρνεις μέρος στον πόλεμο.) Πρέπει απλά να διαλαλεί την αναγκαιότητα μιας «δίκαιης» ειρήνης κτλ.

Η Διεθνής είναι η οργανωτική έκφραση της κοινότητας συμφερόντων ολόκληρου του παγκόσμιου προλεταριάτου. Από τη στιγμή που αναγνωρίζουμε σαν θεωρητικά δυνατή την πάλη των εργατών ενάντια σε εργάτες στην υπηρεσία της αστικής τάξης, η Διεθνής έχει πρακτικά πάψει να υπάρχει. Και από τη στιγμή που πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η αιματηρή αυτή πάλη εργατών ενάντια σε εργάτες που ακολουθούν τις αντιμαχόμενες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις είναι αναγκαία συνέπεια της στάσης που κράτησαν μέχρι τώρα τα καθοριστικά στοιχεία της Διεθνούς, δεν μπορεί πια να γίνεται λόγος για την επανασύστασή της, για την επαναφορά της στο σωστό δρόμο, την επανίδρυσή της.

Η αναγνώριση του οπορτουνισμού σαν ρεύματος σημαίνει ότι ο οπορτουνισμός είναι ο ταξικός εχθρός του προλεταριάτου στο ίδιο του το στρατόπεδο. Η απομάκρυνση των οπορτουνιστών από το εργατικό κίνημα αποτελεί, λοιπόν, την πρώτη, απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχία του αγώνα κατά της αστικής τάξης. Για να προετοιμάσουν την προλεταριακή επανάσταση είναι, λοιπόν, απόλυτα αναγκαίο να απελευθερωθούν οι εργάτες από αυτή την καταστρεπτική, στο πνευματικό και οργανωτικό πεδίο, επιρροή. Και καθώς ο αγώνας αυτός είναι ακριβώς ο αγώνας ολόκληρης της τάξης ενάντια στην παγκόσμια αστική τάξη, από την πάλη ενάντια στον οπορτουνισμό σαν ρεύμα, βγαίνει σαν αναγκαίο συμπέρασμα η δημιουργία μιας νέας προλεταριακής επαναστατικής Διεθνούς.

Το βούλιαγμα της παλιάς Διεθνούς στο βάλτο του οπορτουνισμού είναι η συνέπεια μιας εποχής της οποίας ο επαναστατικός χαρακτήρας δεν ήταν ορατός στην επιφάνεια. Η κατάρρευσή της, η αναγκαιότητα μιας νέας Διεθνούς αποτελούν σημάδι της αναπόφευκτης πλέον εισόδου στην εποχή των εμφύλιων πολέμων. Όμως αυτό δεν σημαίνει σε καμιά περίπτωση ότι από τώρα και πέρα θα πρέπει καθημερινά να δίνονται μάχες στα οδοφράγματα. Σημαίνει, όμως, ότι αυτή η αναγκαιότητα μπορεί να προβάλει από αύριο κιόλας, ότι η ιστορία έβαλε τον εμφύλιο πόλεμο στην ημερήσια διάταξη. Και ένα προλεταριακό κόμμα, και πολύ περισσότερο μια Διεθνής, δεν μπορούν να είναι βιώσιμα παρά μόνο αν αναγνωρίζουν καθαρά αυτή την αναγκαιότητα και είναι αποφασισμένα να προετοιμάσουν το προλεταριάτο γι’ αυτή την αναγκαιότητα και τις συνέπειές της, πνευματικά και υλικά, θεωρητικά και οργανωτικά.

Αυτή η προετοιμασία πρέπει να έχει σαν αφετηρία την κατανόηση του χαρακτήρα αυτής της εποχής. Μόνο όταν η εργατική τάξη θεωρήσει τον παγκόσμιο πόλεμο σαν την αναγκαία συνέπεια της ιμπεριαλιστικής ανάπτυξης του καπιταλισμού, μόνο όταν καταλάβει ότι ο εμφύλιος πόλεμος είναι η μόνη δυνατή αντίσταση ενάντια στην κατάρρευσή της που εξυπηρετεί τον ιμπεριαλισμό, τότε μόνο μπορεί να αρχίσει η υλική και οργανωτική προετοιμασία αυτής της αντίστασης. Και μόνο όταν αυτή η αντίσταση γίνει αποτελεσματική, τότε μόνο ο υπόκωφος αναβρασμός όλων των καταπιεσμένων θα μετατραπεί σε σύμμαχο του προλεταριάτου που απελευθερώνεται.

Το προλεταριάτο πρέπει, λοιπόν, πρώτα απ’ όλα να έχει καθαρά μπροστά στα μάτια του τη σωστή ταξική συνείδηση, ώστε με τη βοήθειά της να γίνει ο ηγέτης του πραγματικού απελευθερωτικού αγώνα, της πραγματικής παγκόσμιας επανάστασης. Η Διεθνής που γεννιέται απ’ αυτόν και γι’ αυτόν τον αγώνα είναι κατά συνέπεια η θεωρητικά ξεκάθαρη, αγωνιστική ένωση των γνήσια επαναστατικών στοιχείων της εργατικής τάξης. Ταυτόχρονα, όμως, είναι το όργανο και το κέντρο του απελευθερωτικού αγώνα όλων των καταπιεσμένων ολόκληρου του κόσμου. Είναι το μπολσεβίκικο κόμμα, η λενινιστική αντίληψη για το κόμμα σε παγκόσμια κλίμακα. Έτσι όπως ο ίδιος ο παγκόσμιος πόλεμος έδειξε στο μακρόκοσμο μιας γιγάντιας παγκόσμιας καταστροφής τις δυνάμεις εκείνες του καπιταλισμού που καταρρέει και τις δυνατότητες πάλης εναντίον του, που ο Λένιν είχε ήδη διακρίνει πολύ καθαρά στο μικρόκοσμο του ρώσικου καπιταλισμού που γεννιόταν, στις δυνατότητες της ρώσικης επανάστασης.

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *