Isaak Illich Rubin:Το μέτρο της αξίας

 

ΜΕΛΕΤΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ ΣΤΟΝ ΜΑΡΞ1

(ΜΕΡΟΣ Γ΄)

 

 

του Isaak I. Rubin

μετάφραση Τάσος Κυπριανίδης

 

VI.Το μέτρο της αξίας

 

 

Μέτρο της αξίας και κυκλοφοριακό μέσο. Στην οικονομική επιστήμη συνεχίζεται έως την εποχή μας η διαμάχη για το αν η θεμελιώδης, πρωταρχική λειτουργία του χρήματος συνίσταται στη λειτουργία του ως μέτρου της αξίας ή ως κυκλοφοριακού μέσου. Ορισμένοι επιστήμονες επισημαίνουν ότι ο χρυσός γίνεται μέτρο της αξίας για όλα τα εμπορεύματα μόνο υπό την προϋπόθεση ότι όλα τα εμπορεύματα ανταλλάσσονται με αυτόν. Συνεπώς, η πρωταρχική λειτουργία του χρήματος είναι αυτή του κυκλοφοριακού μέσου ([Karl] Menger, [Karl] Helferrich). Άλλοι επιστήμονες αντιτείνουν ότι ο χρυσός γίνεται γενικό ανταλλακτικό μέσο μόνο υπό την προϋπόθεση ότι αφενός η αξία όλων των εμπορευμάτων μετριέται σε αφηρημένες υπολογιστικές μονάδες, αφετέρου μια συγκεκριμένη ποσότητα χρυσού εξισώνεται με αυτή την υπολογιστική μονάδα (π.χ. το ρούβλι). Αυτό σημαίνει όμως ότι ως πρωταρχική λειτουργία του χρήματος οφείλει να θεωρηθεί εκείνη του μέτρου της αξίας ([Gustav] Kassel, [Alfred] Ammon). Με αυτό τον τρόπο, η μια λειτουργία φαίνεται να αποτελεί κατά κάποιο τρόπο προϋπόθεση της άλλης, με συνέπεια να μην μπορεί να απαντηθεί δια της οδού της λογικής ανάλυσης το ερώτημα που τέθηκε.

Το ζήτημα αυτό δεν μπορεί να επιλυθεί όμως ούτε δια της οδού της ιστορικής έρευνας. Από τη μια πλευρά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πολύ προτού μετρηθεί η αξία όλων των εμπορευμάτων σε χρυσό, ο τελευταίος χρησίμευε ως ενδιάμεσος σε πράξεις ανταλλαγής ή ως κυκλοφοριακό μέσο. Από την άλλη όμως, είναι γνωστά ως τα βάθη της αρχαιότητας παραδείγματα στα οποία ο χρυσός χρησιμοποιείτο στη λειτουργία του ως μέτρο της αξίας, παρά το γεγονός ότι στην πραγματικότητα δεν εμφανιζόταν ο χρυσός στην πράξη της ανταλλαγής. «Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι χρησιμοποιούσαν π.χ. ήδη από την 3η χιλιετία π.Χ. χαλκό και χρυσό (αλλά όχι άργυρο) ως χρηματικό εμπόρευμα και γενικό μέτρο της αξίας, αλλά τα εμπορεύματα που η αξία τους μετριόταν με τη βοήθεια του χρήματος, ανταλλάσσονταν ως επί το πλείστον άμεσα. Έτσι ανταλλάχθηκε π.χ. σε μια τέτοια πράξη ένας ταύρος. Η αξία του ορίστηκε ίση με 119 χάλκινα Ούτνου (14, 4 kg Χαλκού). Αντ’ αυτού δόθηκαν όμως: ένα στρώμα που η τιμή του είχε οριστεί σε 25 Ούτνου, 5 μονάδες χαλκού αξίας 4 Ούτνου, 8 μονάδες λάδι αξίας 10 Ούτνου και 7 άλλα διάφορα αντικείμενα αξίας ίσης με το υπόλοιπο ποσό. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο χαλκός λειτούργησε ως μέτρο της αξίας».2

Η αδυναμία να λυθεί το ζήτημα της ιστορικής ή λογικής προτεραιότητας της μιας ή της άλλης από τις παραπάνω λειτουργίες, ανάγκασε πολλούς επιστήμονες να θεωρήσουν και τις δυο λειτουργίες θεμελιώδεις, πρωταρχικές και ισοδίκαιες. Για αυτό το λόγο ο AdolfWagner ορίζει το χρήμα ως εξής: «το χρήμα υπό την οικονομική έννοια είναι ένα αντικείμενο το οποίο ενοποιεί στον εαυτό του και τις δύο οικονομικές λειτουργίες: εκείνη του κυκλοφοριακού μέσου και εκείνη του μέτρου της αξίας».3

Στη μαρξιστική βιβλιογραφία είναι περισσότερο διαδεδομένη εκείνη η αντίληψη, η οποία αποδίδει στη λειτουργία του χρήματος ως μέτρου της αξίας τον αποφασιστικό ρόλο. «Αυτή η λειτουργία του χρήματος είναι εξίσου αναγκαία και σημαντική για την ανάπτυξη της εμπορευματικής οικονομίας, όσο είναι και η ίδια η κυκλοφορία. Μάλιστα, το χρηματικό εμπόρευμα είναι λιγότερο αναγκαίο με την ιδιότητα του κυκλοφοριακού μέσου απ’ ό, τι με εκείνη του μέτρου της αξίας».4

Ακόμη αποφασιστικότερα με αυτή τη έννοια εκφράζεται ο Hilferding, ο οποίος χρησιμοποιεί ως αποφασιστικό χαρακτηριστικό για τον προσδιορισμό του χρήματος το ρόλο του ως μέτρου της αξίας. «To πράγμα που νομιμοποιείται κατ’ αυτό τον τρόπο με την κοινή δράση των εμπορευμάτων, να εκφράζει την αξία όλων των άλλων εμπορευμάτων, είναι το χρήμα».5 Παρατηρώντας όμως ακριβέστερα αυτόν τον ορισμό, μπορούμε να πειστούμε ότι ο Hilferding δεν πέτυχε απολύτως να αποκλείσει από τον ορισμό του την υπόδειξη για τον ρόλο του χρήματος ως κυκλοφοριακού μέσου. Τι σημαίνει «μέσα από συλλογικές ενέργειες των εμπορευμάτων»; Σημαίνει, ότι ένα συγκεκριμένο πράγμα απέκτησε την ικανότητα να εκφράζει την αξία όλων των άλλων εμπορευμάτων επειδή όλα τα άλλα εμπορεύματα ανταλλάσσονταν με αυτό και του απέδωσαν με αυτό τον τρόπο τον χαρακτήρα του κυκλοφοριακού μέσου.

Για το ζήτημα που μας ενδιαφέρει δεν βρίσκουμε ευθεία απάντηση ούτε και στον Μαρξ. Αν τον διαβάσουμε επιφανειακά μπορεί μάλιστα να φανεί ότι σε διαφορετικά σημεία διατυπώνει αντικρουόμενες απόψεις. Σε ένα σημείο γράφει: «Με αυτό τον τρόπο λειτουργεί (ο χρυσός) ως γενικό μέτρο των αξιών, και μόνο με αυτή τη λειτουργία γίνεται ο χρυσός, το ειδικό εμπόρευμα-ισοδύναμο, κατ’ αρχήν χρήμα».6 Η λειτουργία του μέτρου της αξίας φαίνεται να είναι η θεμελιακή. Όμως από την άλλη πλευρά «ο χρυσός λειτουργεί ως ιδανικό μέτρο της αξίας μόνο επειδή περιφέρεται ήδη στην ανταλλακτική διαδικασία ως χρηματικό εμπόρευμα».7 Προφανώς, δεν συνάγει ο Μαρξ τη λειτουργία του κυκλοφοριακού μέσου από τη λειτουργία του μέτρου της αξίας.

Για να κατανοήσουμε ορθά την πορεία της σκέψης του Μαρξ πρέπει να στρέψουμε την προσοχή μας σε μια ιδιαιτερότητα των απόψεών του για τις λειτουργίες του χρήματος. Ως μεμονωμένες «λειτουργίες» ή «μορφολογικούς προσδιορισμούς» του χρήματος ορίζει ο Μαρξ εκείνες τις ιδιότητες του χρήματος, οι οποίες αποκτώμενες από συγκεκριμένα εμπορεύματα στη διάρκεια μιας ιστορικής διαδικασίας μακράς διάρκειας συγχωνεύονται με τη φυσική μορφή αυτού του εμπορεύματος και δείχνουν να μετατρέπονται σε «κοινωνικές φυσικές ιδιότητες».8 Ο χρυσός εισέρχεται στην ανταλλακτική κυκλοφορία ήδη με συγκεκριμένες δικές του λειτουργίες, ως μέτρο της αξίας και κυκλοφοριακό μέσο, οι οποίες κατ’ αυτό τον τρόπο δεν φαίνεται να έχουν προκύψει από τη φύση της ανταλλακτικής κυκλοφορίας, δηλαδή από τις κοινωνικές παραγωγικές σχέσεις των εμπορευματοπαραγωγών, αλλά από τον φυσικό χαρακτήρα του ίδιου του χρυσού.

Ο Μαρξ επιθυμεί να δείξει ότι αυτές οι φαινομενικά «πραγμοειδείς» ιδιότητες του χρυσού δεν είναι παρά «πραγμοποιημένα» ή «αποκρυσταλλωμένα», δηλαδή συνημμένα στο χρυσό αποτελέσματα των παραγωγικών σχέσεων των ανθρώπων, δηλαδή των πολλαπλά επαναλαμβανόμενων κοινωνικών ενεργειών των εμπορευματοκατόχων στη διαδικασία της γενικευμένης πολύπλευρης ανταλλαγής των προϊόντων των διαφορετικών ειδών εργασίας μέσω του χρυσού. Ο Μαρξ επιθυμεί να αποκαλύψει αυτή τη «διαμεσολαβητική κίνηση» (των κοινωνικών δράσεων των εμπορευματοπαραγωγών), η οποία «εξαφανίζεται μέσα στο ίδιο της το αποτέλεσμα … και δεν αφήνει κανένα ίχνος»9 και η οποία μπορεί να παρατηρηθεί στις πραγμοειδείς λειτουργίες του χρήματος.

Έτσι εξηγείται η ιδιαιτερότητα της μεθόδου του Μαρξ που διακρίνει την επιστημονική πραγματεία του για τις λειτουργίες του χρήματος: αντί να συνάγει μια από τις πραγμοειδείς λειτουργίες του χρήματος από την άλλη, θέτει το στόχο να αντλήσει και τις δυο αυτές λειτουργίες από τις πολλαπλά επαναλαμβανόμενες κοινωνικές δράσεις και τις σχέσεις των εμπορευματοπαραγωγών. Ο Μαρξ περιγράφει αυτή τη διαδικασία ως εξής:«Μια κυκλοφορία στην οποία οι εμπορευματοκάτοχοι ανταλλάσσουν και συγκρίνουν τα δικά τους αντικείμενα με διάφορα άλλα, ουδέποτε λαμβάνει χώρα χωρίς να ανταλλαχθούν και να συγκριθούν ως αξίες μέσα σε αυτή την κυκλοφορία διάφορα εμπορεύματα διαφόρων εμπορευματοκατόχων με ένα και το αυτό τρίτο είδος εμπορεύματος».10 Αυτό το εμπόρευμα παίζει όμως το ρόλο του χρήματος, μόνο στα όρια εκείνης της σχέσης στην οποία εμφανίζεται ως ισοδύναμο. Αυτή την προσωρινή μορφή ισοδυναμίας τη χάνει γρήγορα, μόλις ολοκληρωθεί η προαναφερθείσα σχέση ανταλλαγής των ανθρώπων, δηλαδή η «στιγμιαία κοινωνική επαφή που την έφερε στη ζωή».11

Ήδη σε αυτή την εμβρυακή μορφή χρήματος, το προαναφερθέν εμπόρευμα εκπληρώνει ταυτόχρονα τη λειτουργία του μέτρου της αξίας και του κυκλοφοριακού μέσου. Όπως δείχνει ο Μαρξ, τα άλλα εμπορεύματα «ανταλλάσσονται και συγκρίνονται ως αξίες με ένα και το αυτό τρίτο είδος εμπορεύματος». Στην πραγματικότητα βεβαίως, αυτό το εμπόρευμα μόνο στιγμιαία αναλαμβάνει το ρόλο του ισοδύναμου στα όρια της δεδομένης σχέσης ανταλλαγής. Η πολλαπλή επανάληψη τέτοιων πράξεων ανταλλαγής, κατά τις οποίες τα εμπορεύματα ανταλλάσσονται με ένα και το αυτό τρίτο εμπόρευμα και εξισώνονται με αυτό ως αξίες, αναδεικνύει αυτό το εμπόρευμα το οποίο αναλαμβάνει τον ανθεκτικό χαρακτήρα του ισοδύναμου ή του χρήματος. Από αυτή τη στιγμή, φαίνεται αυτό το εμπόρευμα, π.χ. ο χρυσός, να κατέχει «τη μορφή ισοδυναμίας ανεξάρτητα από αυτή τη σχέση», 12 δηλαδή ανεξάρτητα από τη μια ή την άλλη πράξη ανταλλαγής. Σε αυτή την πράξη ανταλλαγής υπεισέρχεται ο χρυσός με τον χαρακτήρα του χρήματος που έχει ήδη σταθεροποιηθεί και αποκρυσταλλωθεί πάνω του. Μόνο μετά από αυτή τη στιγμή δημιουργείται η πραγμοειδής κατηγορία του χρήματος με τις ανθεκτικές λειτουργίες που της προσιδιάζουν: του μέτρου της αξίας και του κυκλοφοριακού μέσου.

Με αυτό τον τρόπο εξελίσσονται παράλληλα και οι δυο θεμελιώδεις λειτουργίες του χρήματος στην ίδια κοινωνική διαδικασία. Κατά τη διάρκεια ενός μακρού χρονικού διαστήματος ο χρυσός εκπληρώνει αυτές τις λειτουργίες σε μια σειρά από επί μέρους πράξεις ανταλλαγής, χωρίς να είναι ήδη ο σταθερός φορέας τους. Με τη σταθερή διείσδυση του χρυσού στην κυκλοφορία αρχίζει να μετριέται η αξία των προϊόντων της εργασίας ολοένα συχνότερα σε χρυσό, και αντιστρόφως η σταδιακή διάδοση των μετρήσεων της αξίας σε χρυσό εδραιώνει τη θέση του ως κυκλοφοριακού μέσου. Αυτές οι δυο πλευρές της διαδικασίας γένεσης και ανάπτυξης του χρήματος είναι στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους και αλληλοϋποστηρίζονται. Τελικό αποτέλεσμα αυτής της μακράς διαδικασίας είναι η «παγιοποίηση» ή «αποκρυστάλλωση» και των δυο θεμελιακών λειτουργιών του χρήματος στον χρυσό, επειδή ως αυτή τη στιγμή ο χρυσός ήδη εκπλήρωνε επίσης επανειλημμένα, αν και σποραδικά και με παύσεις, τόσο τον ρόλο του εμπορεύματος με το οποίο τα άλλα «ανταλλάσσονται» (δηλαδή του κυκλοφοριακού μέσου), όσο και τον ρόλο του εμπορεύματος με το οποίο τα άλλα «εξισώνονται» (δηλαδή του μέτρου της αξίας).

Αντί λοιπόν να συνάγουμε τη μια λειτουργία του χρήματος από την άλλη, οφείλουμε να αναζητήσουμε σε αυτή ακριβώς την προπαρασκευαστική κοινωνική διαδικασία τις ρίζες αμφότερων των θεμελιωδών λειτουργιών του χρήματος. Ακριβώς για αυτό το λόγο, ο Μαρξ προσπαθεί στην ανάλυση των δυο αυτών λειτουργιών κυρίως να δείξει τον τρόπο με τον οποίο καθεμία από αυτές λειτουργεί στην πραγματικότητα ως αντανάκλαση της συνολικής κοινωνικής διαδικασίας της εμπορευματοανταλλαγής, μολονότι εκ πρώτης όψεως αποτελεί φαινομενικά ιδιότητα που ανήκει στον χρυσό.

Οι μονόπλευρες αντιλήψεις σύμφωνα με τις οποίες η μια λειτουργία του χρήματος συνάγεται από την άλλη, οφείλονται στην άγνοια αναφορικά με την προπαρασκευαστική διαδικασία εξέλιξης του χρήματος. Πράγματι, μπορεί κανείς να υποθέσει ότι ο χρυσός πρώτα γίνεται γενικό κυκλοφοριακό μέσο και μόνο αργότερα αποκτά την ιδιότητα του μέτρου της αξίας; Δεν πρέπει να ξεχάσουμε ότι πριν καταστεί γενικό κυκλοφοριακό μέσο εμφανιζόταν ήδη σε αμέτρητες εμπορικές πράξεις ανταλλαγής στις οποίες είχε ταυτόχρονα το ρόλο του υλικού με το οποίο μετριέται η αξία των προς ανταλλαγή εμπορευμάτων. Και αντιστρόφως, μπορεί κανείς να φανταστεί ότι ο χρυσός πράγματι διείσδυσε στην κυκλοφορία, μόνο αφού έγινε το γενικά διαδεδομένο μέτρο της αξίας; Αυτό θα σήμαινε ότι κάποιος θα έδινε τον πραγματικό χρυσό στην κυκλοφορία αφού είχε προηγουμένως πραγματοποιήσει μια γενική μέτρηση της αξίας όλων των εργασιακών προϊόντων και ειδικά της κατοχής χρυσού από όλους τους εμπορευματοπαραγωγούς.

Το ότι οι δυο προαναφερθείσες λειτουργίες έχουν συνδεθεί με τον χρυσό ως αποτέλεσμα μιας μακράς εξελικτικής διαδικασίας δεν αντιβαίνει στο γεγονός ότι στη διάρκεια της παραπέρα εξέλιξης προκύπτουν περιστάσεις που προκαλούν την απόσχιση της λειτουργίας του κυκλοφοριακού μέσου, την οποία αρχίζει να εκπληρώνει εκτός από τον χρυσό ή στη θέση του άλλο μεταλλικό (άργυρος, χαλκός) ή χάρτινο χρήμα.

 

 

Τι είναι το μέτρο της αξίας;

 

 

Σε τι συνίσταται η λειτουργία του χρυσού ως μέτρου της αξίας; Σε αυτό το ερώτημα οι οικονομολόγοι δίνουν τις πλέον διαφορετικές και μέχρι στιγμής ασαφείς απαντήσεις. Στην πλειονότητά τους οι απαντήσεις αυτές πάσχουν από την ατομιστική-ορθολογιστική προσέγγιση στο ζήτημα. Ο οικονομολόγος ρωτά για ποιο λόγο ένα άτομο που συμμετέχει στην εμπορευματοανταλλαγή χρειάζεται μέτρο της αξίας των εμπορευμάτων. Δίνοντας τη μια ή την άλλη απάντηση, ήτοι υποδεικνύοντας τη χρησιμότητα ή την ευκολία που μπορεί να αποκομίσει ένα άτομο από τη χρήση ενός γενικού μέτρου της αξίας κατά την ανταλλαγή, ο οικονομολόγος θεωρεί ότι έγινε σαφής η κοινωνική φύση του γενικού μέτρου της αξίας. Και τούτο παρά το γεγονός ότι με αυτή την εξήγηση δεν έχει καν οδηγηθεί στη διερεύνηση των πραγματικών οικονομικών φαινομένων, επειδή η προσοχή του παραμένει απόλυτα προσηλωμένη στην ανάλυση ορθολογιστικών επιχειρημάτων, τα οποία αποδεικνύουν τη χρησιμότητα του μέτρου της αξίας.

Υποκειμενική [αξιακή] θεωρία. Στους οπαδούς της υποκειμενικής αξιακής θεωρίας μπορεί κανείς ενίοτε να βρει σε άμεση ή σε λανθάνουσα μορφή την αντίληψη ότι το μέτρο της αξίας είναι αναγκαίο για τη μέτρηση (ή τη σύγκριση) της οριακής ωφέλειας διαφόρων προϊόντων. Διότι κατά τη γνώμη τους, η ανταλλακτική πράξη είναι το αποτέλεσμα μια ψυχολογικής πράξης μέτρησης (ή σύγκρισης) της οριακής ωφέλειας των υπό ανταλλαγή εμπορευμάτων. Προκειμένου να μπορεί ένας συμμετέχων στην ανταλλαγή να προσδιορίζει απλούστερα την υποκειμενική οριακή ωφέλεια των διαφόρων προϊόντων χρειάζεται μια ορισμένη μονάδα μέτρησης. Ως τέτοια μονάδα γίνεται δεκτή η οριακή ωφέλεια μιας μονάδας χρυσού, δηλαδή ενός πολυτελούς αντικειμένου, το οποίο χρησιμεύει για την ικανοποίηση συγκεκριμένων αναγκών και συνεπώς διαθέτει κάποια σχετική χρησιμότητα.

Η αντίληψη που παρουσιάστηκε αποκλίνει τόσο ισχυρά από την υπαρκτή πραγματικότητα, ώστε ακόμη και η πλειονότητα των οπαδών της υποκειμενικής αξιακής θεωρίας δεν θεωρεί εφικτή μια παρόμοια άμεση εφαρμογή της ανταλλαγής. Ακόμη και αν αφήσουμε κατά μέρος το γενικό ζήτημα, αν μπορεί να εξηγηθεί η αντικειμενική πράξη της εξίσωσης των εμπορευμάτων από τις υποκειμενικές αξιολογήσεις των συμμετεχόντων στην ανταλλαγή, ουδεμία αμφιβολία υπάρχει ότι κατά την ανταλλαγή του εμπορεύματος με χρήμα δεν έχει στην πραγματικότητα την παραμικρή θέση το γεγονός της υποκειμενικής αξιολόγησης της οριακής ωφέλειας του χρηματικού υλικού (του χρυσού). «Όταν (ο συμμετέχων στην ανταλλαγή – Ι.Ρ.) επιθυμεί να χρησιμοποιήσει κυκλοφοριακά (δηλαδή με στόχο την κυκλοφορία – Ι.Ρ.) μέσα πληρωμής, τότε τον ενδιαφέρει απλά η σημασία τους, που αποτελεί νομική ιδιότητα, ενώ του είναι αδιάφορο το είδος και η ποσότητα του πράγματος».13

Ο Knapp πλανάται φυσικά όταν τοποθετεί τη νομική σημασία του χρήματος στη θέση της «οικονομικής» σημασίας, δηλαδή της αντικειμενικής αγοραστικής δύναμής του. Αλλά έχει δίκαιο, αυτός και οι οπαδοί του, όταν αρνούνται την υποκειμενική αξιολόγηση της ωφέλειας του χρηματικού υλικού από τον συμμετέχοντα στην ανταλλαγή. Ματαίως όμως κατηγορούν οι οικονομολόγοι που συμμερίζονται ως προς αυτό το ζήτημα την άποψη του Knapp, τους αντιπάλους που τους αποκαλούν συλλήβδην «Μεταλλιστές», ότι αναγνωρίζουν ως βάση της αξίας του χρήματος την αξία του χρηματικού υλικού ως «μέσου για την ικανοποίηση κάποιων αναγκών και αντικείμενο υποκειμενικών αξιολογήσεων».14 Στη μαρξιστική θεωρία, το χρηματικό υλικό διαδραματίζει ρόλο (στο μέτρο που πρόκειται για αναπτυγμένη εμπορευματική κοινωνία και όχι για εμβρυακές μορφές χρήματος), όχι ως αντικείμενο υποκειμενικών αξιολογήσεων αλλά ως προϊόν ορισμένης ποσότητας εργασίας.

Υποκειμενική εργασιακή αξία. Εντούτοις, και αυτή η πρόταση που χαίρει γενικής αναγνώρισης στη μαρξιστική θεωρία δεν κατανοείται από όλους με το ίδιο νόημα. Όχι σπάνια εκλαμβάνεται η αξιακή θεωρία του Μαρξ με την έννοια, ότι δυο εμπορευματοκάτοχοι συγκρίνουν δυο διαφορετικά εμπορεύματα μεταξύ τους, αναγνωρίζοντάς τα ως προϊόντα ίσων ποσοτήτων αφηρημένης εργασίας. Αυτή η υποκειμενική ατομιστική κατανόηση της θεωρίας της εργασιακής αξίας οδηγεί επίσης σε μια αντίστοιχη κατανόηση της χρηματικής θεωρίας. Το χρήμα χρησιμεύει στους εμπορευματοκατόχους κατά κάποιο τρόπο ως εργαλείο για τη διαπίστωση και μέτρηση της ποσότητας αφηρημένης εργασίας που περικλείεται στα εμπορεύματα. Σε ασθενέστερη μορφή βρίσκουμε μια τέτοια αντίληψη στον Ι. Α. Trachtenberg: «Σε κάθε πράξη ανταλλαγής είναι αναγκαίο τα προϊόντα να αντιπαραβληθούν ποιοτικά και να μετρηθούν ποσοτικά. Να μετρηθούν ποσοτικά σημαίνει να προσδιοριστεί η ποσότητα της αφηρημένης κοινωνικά αναγκαίας εργασίας που αγνοεί τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά όταν ενσωματώνεται σε κάθε εμπόρευμα. Για να προσδιοριστεί αυτή η ποσότητα χρειαζόμαστε όμως κάτι που κατά κάποιο τρόπο παριστάνει την καθαρή ενσάρκωση της αφηρημένης εργασίας, διαμέσου του οποίου μπορεί το ένα εμπόρευμα να εξισωθεί με το άλλο και να μετρηθεί η αφηρημένη ανθρώπινη εργασία που έχει ενσωματωθεί σε κάθε εμπόρευμα».15

Προφανώς αυτό που ενδιαφέρει τον Trachtenberg είναι η αντικειμενική και όχι η υποκειμενική πλευρά αυτής της διαδικασίας, όπως το είδος της παρουσίασής του δίνει λαβή για να κατανοηθεί με την υποκειμενική-ατομιστική έννοια. Στην πραγματικότητα, τα εμπορεύματα δεν εξισώνονται μεταξύ τους επειδή οι εμπορευματοκάτοχοι εξισώνουν υποκειμενικά την εργασία τους. Η αντικειμενική διαδικασία εξίσωσης διαφόρων ειδών εργασίας λαμβάνει χώρα στο αποτέλεσμα και διαμέσου της εξίσωσης των εμπορευμάτων ως αξιών στην αγορά. Οι εμπορευματοκάτοχοι δεν απασχολούνται υποκειμενικά με τη διακρίβωση των ποσοτήτων αφηρημένης εργασίας στα εμπορεύματα. Τα εμπορεύματα δεν εξισώνονται με τον χρυσό επειδή αυτό αποτελεί την «καθαρή ενσάρκωση της αφηρημένης εργασίας», αλλά αντιθέτως, ο χρυσός είναι η ενσάρκωση της αφηρημένης εργασίας ακριβώς επειδή όλα τα εμπορεύματα εξισώνονται με αυτόν.

Ισορροπία μέσω των τιμών. Όπως στην αξιακή θεωρία, έτσι και στη χρηματική θεωρία πρέπει να σβήσουμε από την έννοια του «μέτρου της αξίας» τα υποκειμενικά-ιδεαλιστικά στοιχεία και να παραστήσουμε τη συνολική διαδικασία από αντικειμενική οπτική. Η κατανομή της κοινωνικής εργασίας μεταξύ των διαφόρων κλάδων της παραγωγής πραγματοποιείται στην εμπορευματική οικονομία με αυθόρμητο τρόπο, μέσα από την επέκταση της παραγωγής στους αποδοτικότερους κλάδους και τη συρρίκνωσή της στους λιγότερο αποδοτικούς. Η ισορροπία μεταξύ των επιμέρους κλάδων παραγωγής μπορεί να αποκατασταθεί στην απλή εμπορευματική οικονομία μόνο υπό την προϋπόθεση ότι τα εμπορεύματα ανταλλάσσονται σε αναλογία της εργασίας που είναι κοινωνικά αναγκαία για την κατασκευή τους. Στην κατάσταση ισορροπίας μεταξύ δυο δεδομένων κλάδων παραγωγής αντιστοιχεί μια συγκεκριμένη, κανονική αναλογία ανταλλαγής μεταξύ των προϊόντων τους που αντιστοιχεί στις εργασιακές αξίες τους. Όταν οι αντικειμενικές αναλογίες της αγοραίας ανταλλαγής αυτών των προϊόντων αποκλίνουν προς τα άνω ή προς τα κάτω από την προαναφερθείσα κανονική αναλογία, τότε προκαλείται μια ανακατανομή της εργασίας μεταξύ των δεδομένων κλάδων παραγωγής, η μετακίνηση εργασίας από τον ένα στον άλλο.

Η γενική ισορροπία της εμπορευματικής οικονομίας παριστάνεται ως διαδικασία άμεσης εξίσωσης προϊόντων δυο διαφορετικών παραγωγικών κλάδων στην αγορά, μεταξύ των οποίων δημιουργείται άμεσα μια σχετική κατάσταση ισορροπίας. Αλλά στο μέτρο που στην ανταλλακτική διαδικασία ξεχωρίζει με αυθόρμητο τρόπο ένα ειδικό εμπόρευμα (χρυσός) με το οποίο ανταλλάσσονται και εξισώνονται πολύ συχνά όλα τα άλλα εμπορεύματα, το σχήμα που αναπτύξαμε παραπάνω αποκτά μια περισσότερο πολύπλοκη μορφή. Η άμεση ανταλλαγή δύο εμπορευμάτων υποχωρεί υπέρ της έμμεσης, της χρηματικής ανταλλαγής μέσω τρίτου εμπορεύματος, του χρυσού. Τα προϊόντα δυο διαφορετικών παραγωγικών κλάδων εξισώνονται τώρα έμμεσα μεταξύ τους μέσω εξίσωσής τους με ένα τρίτο εμπόρευμα, τον χρυσό. Επειδή όμως στην εμπορευματική παραγωγή η διαδικασία εξίσωσης της εργασιακών προϊόντων ως αξιών στην αγορά συνδέεται στενά με τη διαδικασία κατανομής της εργασίας μεταξύ των αντίστοιχων παραγωγικών κλάδων, η εξέλιξη προς τη χρηματική ανταλλαγή αναπόφευκτα συνδέεται με θεμελιακές αλλαγές στην κατανομή της κοινωνικής εργασίας.

Δεν εξετάζουμε εδώ τις αλλαγές υλικού χαρακτήρα που έχουν προκληθεί από την ανάπτυξη της χρηματικής οικονομίας, δηλαδή τη μετάβαση μεμονωμένων οικονομικών δραστηριοτήτων σε άλλες επαγγελματικές ενασχολήσεις ή είδη εργασίας υπό την επιρροή της ολοένα αναπτυσσόμενης χρηματικής ανταλλαγής (π.χ. τη μετάβαση από τον ένα τρόπο γεωργικής καλλιέργειας σε έναν άλλο, την εκτόπιση της οικιακής υλικής παραγωγής με την εξάπλωση του εμπορίου γεωργικών προϊόντων, τη μείωση της αγροτικής οικονομίας προς όφελος της βιομηχανίας, κ.ά.). Εδώ ενδιαφερόμαστε μόνο για τις αλλαγές τυπικού χαρακτήρα, δηλαδή τις αλλαγές της κοινωνικής μορφής της ίδιας της διαδικασίας, που δημιουργεί την ισορροπία στην κατανομή της κοινωνικής εργασίας μεταξύ των μεμονωμένων κλάδων της παραγωγής.

Από τη στιγμή αυτή με την ανάπτυξη της χρηματικής ανταλλαγής ρυθμίζονται οι μετακινήσεις εργασίας από ορισμένους κλάδους σε άλλους με την κίνηση των χρηματικών τιμών για τα προϊόντα τους, δηλαδή με την ποσότητα χρήματος που μπορεί να εισπράξει κανείς από την πώλησή τους στην αγορά. Η κατανομή της κοινωνικής εργασίας μεταξύ των κλάδων Α και Β δεν εξαρτάται τώρα άμεσα από τη μεταβολή των αναλογιών της αμοιβαίας ανταλλαγής των προϊόντων τους, αλλά από τη μεταβολή των αναλογιών ανταλλαγής καθενός από αυτά με τον χρυσό, δηλαδή από την τιμή τους. Η ισορροπία στην κατανομή της εργασίας μεταξύ του κλάδου Α αφενός και όλων των άλλων κλάδων παραγωγής αφετέρου, δημιουργείται σε μια συγκεκριμένη τιμή των προϊόντων Α που αντιστοιχεί στην εργασιακή αξία τους. Όταν η αγοραία τιμή τους πέσει κάτω από αυτή την κανονική τιμή, μειώνεται η παραγωγή στον κλάδο Α, δηλαδή επέρχεται ανακατανομή των παραγωγικών δυνάμεων από τον κλάδο Α σε περισσότερο αποδοτικούς κλάδους. Το αντίθετο συμβαίνει όταν η αγοραία τιμή υπερβεί την προαναφερθείσα κανονική τιμή.

Με άλλα λόγια, οι κατασκευαστές των προϊόντων σχηματίζουν στο μυαλό τους ήδη πριν την πώλησή τους στην αγορά μια εκτίμηση αξίας των προϊόντων σε χρυσό, δηλαδή υπολογίζουν στην είσπραξη μιας συγκεκριμένης τιμής πώλησης, που αν επιτευχθεί συνεχίζουν την κατασκευή των δεδομένων προϊόντων στην ίδια με πριν έκταση. Κάθε απόκλιση των αγοραίων τιμών από αυτή την αναμενόμενη τιμή προς τα άνω ή προς τα κάτω προκαλεί μείωση ή αύξηση της παραγωγής του συγκεκριμένου κλάδου. Με αυτό τον τρόπο, η αναμενόμενη κανονική τιμή ή η κανονική εκτίμηση της αξίας του προϊόντος αποτελεί τον ρυθμιστή της κατανομής της εργασίας μεταξύ του δεδομένου κλάδου παραγωγής και των άλλων. Αντιστοιχεί στην κατάσταση ισορροπίας μεταξύ τους, και επειδή προκύπτει κατά την ανταλλαγή των προϊόντων διαφορετικών εργασιακών αξιών σύμφωνα με την αξία τους, για το λόγο αυτό αποτελεί η προσωρινή αποτίμηση της αξίας των προϊόντων έκφραση της αξίας τους και το χρήμα αναλαμβάνει σε αυτή την πράξη προσδιορισμού της αξίας τη λειτουργία του μέτρου της αξίας.

Μεμονωμένος προσδιορισμός της αξίας. Ας παρατηρήσουμε τώρα αναλυτικότερα την πράξη προσδιορισμού της αξίας του εμπορεύματος που προηγείται της πώλησής του στη μορφή που υλοποιείται στην υπαρκτή πραγματικότητα. Ο κατασκευαστής ενός υφάσματος εκτιμά την αξία μιας μονάδας εκ των προτέρων σε 3 ρούβλια, δηλαδή το εξισώνει με συγκεκριμένη ποσότητα χρυσού. Αυτή την πράξη μπορούμε να την παρατηρήσουμε είτε από την πλευρά του αντικειμένου της ανταλλαγής (του πράγματος) είτε από την πλευρά του υποκειμένου (του ανθρώπου). Στην πρώτη περίπτωση έχουμε μια συγκεκριμένη αναλογία ανταλλαγής πραγμάτων, τη μεταξύ τους ισότητα, η οποία εκ πρώτης όψεως πηγάζει από τις ιδιότητές τους. Το συγκεκριμένο ύφασμα φαίνεται να έχει την ιδιότητα να ανταλλάσσεται με 3 ρούβλια: είναι «κατά κάποιο τρόπο ατομική υπόθεση του κάθε εμπορεύματος να αποδίδει στον εαυτό του μια μορφή αξίας και το κατορθώνει χωρίς την επενέργεια των άλλων εμπορευμάτων».16

Έχουμε λοιπόν μια μεμονωμένη πράξη ισότητας δύο πραγμάτων. Από την πλευρά του υποκειμένου της ανταλλαγής η ίδια πράξη παρουσιάζεται ως κάποια εκτίμηση της αξίας του υφάσματος που οφείλεται στο ένα ή το άλλο κίνητρο και εξισώνει ένα προϊόν με ένα άλλο από την οπτική της σημασίας που του αποδίδει το υποκείμενο. Πρόκειται για μεμονωμένη πράξη υποκειμενικού-ψυχολογικού χαρακτήρα. Και στις δυο περιπτώσεις, η πράξη αξιολόγησης εμφανίζεται ως μεμονωμένη διακριτή πράξη η οποία αφορά μόνο το συγκεκριμένο άτομο και τα δυο δεδομένα εμπορεύματα.

Αυτός ο φαινομενικά απομονωμένος χαρακτήρας του προσδιορισμού της αξίας του εμπορεύματος εξηγείται από το γεγονός ότι εμφανίζεται εκ πρώτης όψεως στην «ατομική αξιακή μορφή», ως πράξη ισότητας μόνο δυο εμπορευμάτων. Αλλά αν το ένα από αυτά τα εμπορεύματα (ο χρυσός) είναι ήδη το γενικό ισοδύναμο, με το οποίο εξισώνονται και ανταλλάσσονται όλα τα άλλα εμπορεύματα, τότε στην πραγματικότητα έχουμε ήδη πια όχι την ατομική, αλλά τη γενική αξιακή μορφή, όχι μια ατομική πράξη προσδιορισμού της αξίας, αλλά μια πράξη κοινωνικού χαρακτήρα.

Ο κοινωνικός χαρακτήρας του προσδιορισμού της αξίας εμφανίζεται κυρίως στο γεγονός ότι ορισμένοι κοινωνικοί όροι θεωρούνται προκαταβολικά δεδομένοι. Αυτοί αφορούν τόσο στην κοινωνική μορφή της διαδικασίας παραγωγής και ανταλλαγής, όσο και στην τεχνική πλευρά της. Η δεδομένη πράξη προσδιορισμού της αξίας του υφάσματος σε 3 ρούβλια προϋποθέτει 1) ότι όλοι οι εμπορευματοπαραγωγοί προσδιορίζουν την αξία των προϊόντων τους σε χρυσό, δηλαδή δίνουν την ανταλλακτική αξία τους στη μορφή της τιμής, και 2) ότι η παραγωγικότητα της εργασίας στη βιομηχανία υφάσματος βρίσκεται σε τέτοιο επίπεδο ώστε η πώληση του υφάσματος στην τιμή των 3 ρουβλίων ανά μονάδα για το συγκεκριμένο ύφασμα αντιστοιχεί στην κατάσταση ισορροπίας μεταξύ της βιομηχανίας υφάσματος και των άλλων κλάδων παραγωγής. Ο πρώτος όρος που εκφράζει μια συγκεκριμένη κοινωνική μορφή της αναπαραγωγικής διαδικασίας (που περιλαμβάνει την παραγωγή και την ανταλλαγή), καθιστά εφικτή την πράξη προσδιορισμού της αξίας από την ποιοτική πλευρά. Η δεύτερη συνθήκη που εκφράζει ένα συγκεκριμένο επίπεδο της παραγωγικής τεχνικής, καθιστά την ίδια πράξη εφικτή από την ποσοτική πλευρά.

Ποιοτική πλευρά. Στηνπράξη προσδιορισμού της αξίας οφείλουν να «διακριθούν… ένα ποιοτικό και ένα ποσοτικό στοιχείο».17 Ας σταθούμε κατ’ αρχάς στο πρώτο. Από ποιοτική άποψη, η πράξη του προσδιορισμού της αξίας σημαίνει την εξίσωση ενός συγκεκριμένου εμπορεύματος (του υφάσματος) με ένα άλλο συγκεκριμένο εμπόρευμα (τον χρυσό), που από την πλευρά του είναι ήδη εξισωμένος με όλα τα άλλα εμπορεύματα και ως εκ τούτου έχει λάβει τον χαρακτήρα αφηρημένου εμπορεύματος, δηλαδή ενός εμπορεύματος που μπορεί να λάβει τη μορφή οποιασδήποτε αξίας χρήσης. Με την εξίσωση του υφάσματος με τον χρυσό, αυτό εξισώνεται με όλα τα άλλα εμπορεύματα, αποκτά την ικανότητα να ανταλλάσσεται με οποιοδήποτε άλλο εμπόρευμα.

Με αυτό τον τρόπο εξισώνεται ταυτόχρονα η συγκεκριμένη εργασία του κατασκευαστή του υφάσματος με όλα τα άλλα είδη εργασίας. Η αξία χρήσης μετατρέπεται σε ανταλλακτική αξία, και η ατομική συγκεκριμένη εργασία σε κοινωνική και αφηρημένη. Η πράξη προσδιορισμού της αξίας σημαίνει μια ποιοτική μεταβολή (αρχικά μόνο προσδοκώμενη, ιδεατή) της κοινωνικής φύσης του εργασιακού προϊόντος καθώς και της ίδιας της εργασίας.

Όμως μια τέτοια μεταβολή της κοινωνικής φύσης του υφάσματος μέσα από την εξίσωσή του με τον χρυσό προϋποθέτει ήδη μια διαφορά στην κοινωνική φύση τους, προϋποθέτει δηλαδή συλλογικές δράσεις όλων των εμπορευματοπαραγωγών, που συνίστανται στο ότι όλοι ανταλλάσσουν τα προϊόντα τους με τον χρυσό και έτσι του αποδίδουν τον χαρακτήρα του γενικού ισοδύναμου ή του χρήματος. Η αξία του υφάσματος μπορεί να αποτιμηθεί μέσα από την εξίσωσή του με τον χρυσό, μπορεί να αποκτήσει δηλαδή μια τιμή που εκφράζει την ανταλλακτική αξία του, μόνο υπό τον όρο ότι και όλα τα άλλα εμπορεύματα θα εκτιμηθούν ως αξίες σε χρυσό. «Ο χρυσός γίνεται μέτρο της αξίας μόνο επειδή όλα τα εμπορεύματα εκτιμούν σε αυτόν την ανταλλακτική αξία τους».18 «Αν μέτραγαν ολόπλευρα τις αξίες τους σε άργυρο, σιτάρι ή χαλκό και τις εξέφραζαν σε τιμές αργύρου, σιταριού ή χαλκού, θα γίνονταν ο άργυρος, το σιτάρι ή ο χαλκός μέτρο των αξιών και με αυτό τον τρόπο γενικό ισοδύναμο».19

Χωρίς μια τέτοια «ολόπλευρη ενέργεια όλων των άλλων εμπορευμάτων», 20 δηλαδή τις συλλογικές δράσεις όλων των εμπορευματοκατόχων, είναι αδύνατη η πράξη προσδιορισμού της αξίας του υφάσματος, διότι με αυτή την πράξη το ύφασμα εξισώνεται με όλα τα άλλα εμπορεύματα διαμέσου του χρυσού, επειδή δηλαδή ο χρυσός παίζει στη συγκεκριμένη περίπτωση το ρόλο του χρήματος. «Η γενική μορφή του εμπορεύματος δημιουργείται … μόνο ως κοινό έργο του κόσμου των εμπορευμάτων. Ένα εμπόρευμα αποκτά γενική έκφραση της αξίας μόνο επειδή ταυτόχρονα όλα τα άλλα εμπορεύματα εκφράζουν την αξία τους στο ίδιο ισοδύναμο, και κάθε νεοεμφανιζόμενο είδος εμπορεύματος οφείλει να το μιμηθεί».21

Αυτά τα λόγια του Μαρξ υπογραμμίζουν περισσότερο το γεγονός ότι η πράξη αποτίμησης της αξίας από τον συγκεκριμένο παραγωγό εξαρτάται από τις ενέργειες όλων των άλλων παραγωγών. Ο συγκεκριμένος παραγωγός μπορεί να αποτιμήσει την αξία του προϊόντος του σε χρυσό ως χρήμα (και όχι ως συγκεκριμένο προϊόν) μόνο υπό τον όρο ότι όλοι οι άλλοι παραγωγοί κάνουν ταυτόχρονα το ίδιο επίσης. Και αντιστρόφως: όταν ισχύει αυτός ο όρος, τότε ο εμπορευματοπαραγωγός μας είναι αναγκασμένος να αποτιμήσει το προϊόν του επίσης σε χρυσό και να επεκτείνει ή να συρρικνώσει την παραγωγή του σε συνάρτηση με τις διακυμάνσεις των αγοραίων τιμών αυτού του προϊόντος σε χρυσό.

Ποσοτική πλευρά. Ας περάσουμε από την ποιοτική πλευρά του προσδιορισμού της αξίας στην ποσοτική. Δεν εξισώνεται απλά γενικά το ύφασμα με τον χρυσό ως γενικό ισοδύναμο, αλλά μια συγκεκριμένη ποσότητα υφάσματος, ένα μέτρο, με μια συγκεκριμένη ποσότητα χρυσού, τρία ρούβλια. Ο χρυσός είναι ήδη όχι μόνο γενικό ισοδύναμο αλλά και μέτρο της αξίας. Ο προσδιορισμός της αξίας μιας μονάδας μέτρησης υφάσματος με τρία ρούβλια δεν σημαίνει ότι ο παραγωγός του δεν πρόκειται υπό οποιεσδήποτε συνθήκες να συμφωνήσει να πουλήσει τη μονάδα υφάσματος φθηνότερα: σε δυσμενή συγκυρία της αγοράς θα υποχρεωθεί να το κάνει.

Από την άλλη, δεν σημαίνει ότι ο υφασματοπαραγωγός δεν θα προτιμούσε να το πουλήσει ακριβότερα: σε ευνοϊκή συγκυρία θα προσπαθήσει να ανεβάσει την τιμή. Σε τελική ανάλυση ο προσδιορισμός της αξίας του υφάσματος δεν σημαίνει βεβαίως ότι ο παραγωγός κάνει με αυτόν ένα ισοζύγιο της υποκειμενικής αξιολόγησης από μέρους του της ωφελιμότητας μιας μονάδας υφάσματος από τη μια, και μιας συγκεκριμένης ποσότητας χρυσού από την άλλη. Ο προσδιορισμός της αξίας μιας μονάδας υφάσματος σε 3 ρούβλια σημαίνει μια προσδοκώμενη νοητική διαπίστωση της αναλογίας ανταλλαγής, με την ύπαρξη της οποίας ο κατασκευαστής επιθυμεί και μπορεί να συνεχίσει την αναπαραγωγή του υφάσματος στην προηγούμενη ποσότητα.22

Αυτή η προσωρινή αποτίμηση της αξίας ή κανονική υπολογιζόμενη τιμή του εμπορεύματος παριστάνει μια νοητική πρόβλεψη των συνθηκών που επικρατούν στην αγοραία συγκυρία, οι οποίες αντιστοιχούν σε κατάσταση ισορροπίας στην κοινωνική οικονομία, και χρησιμεύει ως ρυθμιστικός παράγων για κάθε παραγωγό, με τον οποίο οργανώνει την οικονομική δραστηριότητά του. Η απόκλιση των αγοραίων τιμών από αυτήν την κανονική υπολογιζόμενη τιμή προς τα πάνω ή προς τα κάτω τον ενθαρρύνουν να επεκτείνει ή να συρρικνώσει την παραγωγή του.

Συνέχεια του σχηματισμού των τιμών. Η ικανότητα του εμπορευματοπαραγωγού να προκαταλαμβάνει με τους υπολογισμούς του τις συνθήκες ισορροπίας της κοινωνικής παραγωγής, ερμηνεύεται από το γεγονός ότι αυτός ο υπολογισμός είναι ήδη αποτέλεσμα και αντανάκλαση μιας μακροχρόνιας αυθόρμητης διαδικασίας αλληλεπίδρασης και αμοιβαίας προσαρμογής όλων των κλάδων παραγωγής, μεταξύ των οποίων σε τελική ανάλυση επέρχεται μολαταύτα μια σχετική ισορροπία διαμέσου πολυάριθμων αναταράξεων και διαταραχών. Αυτή η ισορροπία αντιστοιχεί σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων στους διάφορους παραγωγικούς κλάδους και στηρίζεται (με διαρκείς αποκλίσεις) με τον μηχανισμό των διακυμάνσεων των αγοραίων τιμών γύρω από ένα μέσο επίπεδο, το οποίο αντιστοιχεί σε συνθήκες απλής εμπορευματικής παραγωγής στις εργασιακές αξίες των μεμονωμένων προϊόντων. Αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας αμοιβαίας προσαρμογής όλων των παραγωγικών κλάδων είναι μια συγκεκριμένη μέση αποτίμηση της αξίας των προϊόντων τους, η οποία στον υπολογισμό των παραγωγών μετασχηματίζεται σε μια νοητική πρόβλεψη (προεξόφληση) της μελλοντικής κατάστασης ισορροπίας μεταξύ των προαναφερθέντων κλάδων παραγωγής.

Για δεδομένο επίπεδο παραγωγικότητας της εργασίας στην υφασματοβιομηχανία, με τιμή 3 ρουβλίων για ένα μέτρο ύφασμα, που αντιστοιχεί στην εργασιακή αξία του υφάσματος, προκύπτει (με τη μορφή τάσης) ισορροπία μεταξύ του δεδομένου παραγωγικού κλάδου και των άλλων. Η μέση τιμή των 3 ρουβλίων, αυτό το συμπέρασμα και ίζημα μιας μακροχρόνιας διαδικασίας ανταγωνισμού, προσδιορίζεται στο μέτρο υφάσματος ήδη ως η κανονική αποτίμηση της αξίας του. Αυτή η ακριβώς προσδιορισμένη τιμή των 3 ρουβλίων χρησιμεύει επίσης ως αφετηρία για τον παραγωγό στη διαδικασία υπολογισμού της τιμής του εμπορεύματος. Σε περίπτωση μεταβολής των συνθηκών παραγωγής, π.χ. αν ανέβει η τιμή των πρώτων υλών, αν φθηνύνει η παραγωγή ως αποτέλεσμα τεχνικών βελτιώσεων, κλπ., η τιμή αυτή φυσικά διορθώνεται και αλλάζει. Αλλά σε κάθε περίπτωση, ο παραγωγός έχει ένα σημείο εκκίνησης για τον υπολογισμό της τιμής από μέρους του, στο οποίο έχει ήδη γίνει ένα ισοζύγιο της κοινωνικής διαδικασίας του ανταγωνισμού και έχει ληφθεί αντικειμενικά υπόψη το επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων στον συγκεκριμένο κλάδο παραγωγής.

Για τον παραγωγό δεν υπάρχει καμία αναγκαιότητα να κάνει όλους τους υπολογισμούς ξανά από την αρχή για κάθε νέα παραγωγική διαδικασία και να απασχοληθεί με τον υποκειμενικό υπολογισμό της παραγωγικότητας της εργασίας και της εργασιακής αξίας των προϊόντων (το λάθος της υποκειμενικής θεωρίας της αξίας έγκειται στη μη κατανόηση αυτού του ζητήματος). Ξεκινάει από ορισμένες τιμές και μάλιστα από τις δεδομένες τιμές για πρώτες ύλες, μηχανές, κλπ. (δηλαδή τα κόστη παραγωγής) από τη μια, και μια προσδοκώμενη πιθανή τιμή προϊόντος από την άλλη.

Ο Μαρξ δεν διανοήθηκε να αρνηθεί ότι κάθε δεδομένο επίπεδο τιμών προκύπτει στη βάση ενός προϋπάρχοντος επιπέδου τιμών, δεν ισχυρίστηκε ότι ο υπολογισμός της αξίας σε κάθε νέα παραγωγική διαδικασία συνάγεται εξ αρχής από την εργασιακή αξία των προϊόντων.23 Αλλά φυσικά δεν μπορεί να νοηθεί αυτή η διαπίστωση του γεγονότος της συνέχειας των τιμολογιακών αλλαγών και του αλληλένδετου των επιμέρους φάσεων της διαδικασίας σχηματισμού των τιμών ως η πρωταρχική ερμηνεία της, όπως το θέτει η θεωρία του κόστους παραγωγής. Είναι ακόμη αναγκαίο να αποκαλυφθούν τα αίτια που ρυθμίζουν τόσο τα σχετικά μεγέθη των μέσων τιμών των διαφόρων εμπορευμάτων, καθώς επίσης την κίνησή τους, δηλαδή τη διαδικασία των μεταβολών τους. Η εύρεση αυτών των αιτίων είναι ακριβώς το αντικείμενο της αξιακής θεωρίας.

Κατά συνέπεια, και η ποσοτική πλευρά της πράξης υπολογισμού της αξίας εξαρτάται από τις κοινωνικές συνθήκες. Αυτή η εξάρτηση φαίνεται στα εξής: 1) Ο υπολογισμός της αξίας δεν αποτελεί έκφραση των υποκειμενικών εκτιμήσεων των παραγωγών αλλά του αντικειμενικού επιπέδου των παραγωγικών δυνάμεων. 2) Το ισοζύγιο αυτού του επιπέδου των παραγωγικών δυνάμεων μέσω της εκτίμησης της αξίας ή του υπολογισμού των τιμών των εμπορευμάτων γίνεται με τη συλλογική δράση όλων των εμπορευματοπαραγωγών και όχι από τους μεμονωμένους παραγωγούς, ενώ το αποτέλεσμά της χρησιμεύει ως αφετηρία για την εκτίμηση της αξίας από μέρους των μεμονωμένων παραγωγών.

Με άλλα λόγια, η μεταβολή των παραγωγικών δυνάμεων δεν συνυπολογίζεται άμεσα από τη συνείδηση των εμπορευματοπαραγωγών λαμβάνοντας τη μορφή μιας αντίστοιχης μεταβολής της υποκειμενικής αξίας, αλλά προκαλεί μια σειρά συλλογικών δράσεων των εμπορευματοπαραγωγών (περιορισμός ή επέκταση της παραγωγής, μετάβαση από έναν παραγωγικό κλάδο σε έναν άλλο κλπ.). Το αποτέλεσμά τους αντικειμενοποιείται ή «αποκρυσταλλώνεται» στη μορφή των κοινωνικών ιδιοτήτων των πραγμάτων, π.χ. στη μορφή συγκεκριμένων μέσων τιμών, που από την πλευρά τους διαπιστώνονται ήδη και λαμβάνονται υπόψη στη συνείδηση του μεμονωμένου εμπορευματοπαραγωγού στον οποίο χρησιμεύουν ως αφετηρία για τους υπολογισμούς των τιμών που πραγματοποιεί. Με αυτό τον τρόπο, η εξάρτηση της πράξης του προσδιορισμού της αξίας ενός εμπορεύματος από το προϋπάρχον επίπεδο τιμών δεν εκφράζει τίποτε άλλο παρά την εξάρτηση του μεμονωμένου παραγωγού από τις κοινωνικές συνθήκες.

Συνέχεια της αναπαραγωγής. Η περιγραφείσα συνέχεια της διαδικασίας σχηματισμού τιμών αντανακλά τη συνέχεια της αναπαραγωγικής διαδικασίας. Μια δεδομένη διαδικασία παραγωγής επαναλαμβάνει την προηγηθείσα. Δεν ξεκινάει από το μηδέν, αλλά έχει ήδη στις προϋποθέσεις της τα αποτελέσματα της προηγηθείσας παραγωγής που έχουν παγιοποιηθεί στη μορφή συγκεκριμένων τιμών. Μολονότι οι κοινωνικές συνθήκες συνδέουν άμεσα τους εμπορευματοπαραγωγούς μόνο με την πράξη της αγοραίας ανταλλαγής και διαρρηγνύονται με την ολοκλήρωσή της, το αποτέλεσμά τους συνίσταται σε έναν συγκεκριμένο κοινωνικό χαρακτήρα που είναι συνδεδεμένος με τα προϊόντα της εργασίας, π.χ. στις καθορισμένες μέσες τιμές. Αφότου ο εμπορευματοπαραγωγός αγοράσει στην αγορά πρώτες ύλες, μηχανές και συναφή και τα εισαγάγει στην παραγωγική διαδικασία, παύουν να είναι εμπορεύματα και μετατρέπονται σε στοιχεία της παραγωγής.

Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η κοινωνική μορφή που είχαν λάβει αυτά τα εμπορεύματα στην ανταλλακτική διαδικασία (μια συγκεκριμένη ανταλλακτική αξία ή τιμή) εξαφανίζονται με τη λήξη της χωρίς να αφήνουν ίχνη. Αντιθέτως, η τιμή είναι προσαρτημένη στα πράγματα, αποκρυσταλλωμένη ως κοινωνική τους ιδιότητα, σαν να ήταν δική τους και να διατηρείτο μέσα σε αυτά μετά τη λήξη εκείνης της παραγωγικής σχέσης αγοράς και πώλησης με την οποία εμφανίστηκαν στην αγορά. Το μπαμπάκι που μεταφέρθηκε από την αγορά στο εργαστήρι του υφαντή, δεν παύει να αντιμετωπίζεται από αυτόν ως πράγμα που έχει συγκεκριμένη τιμή. Στις τεχνικής φύσης δραστηριότητές του με το μπαμπάκι δεν επιτρέπεται ούτε για ένα λεπτό να ξεχνά την τιμή αυτού του είδους πρώτης ύλης.

Με αυτό τον τρόπο, οι τιμές που ορίστηκαν στην ανταλλακτική διαδικασία συνεχίζουν να επιδρούν στην επόμενη διαδικασία παραγωγής. Από την άλλη πλευρά, επειδή τη δεδομένη διαδικασία παραγωγής ακολουθεί πάλι αναγκαστικά μια ανταλλακτική διαδικασία, οι προοπτικές μελλοντικής πραγματοποίησης του προϊόντος λαμβάνονται ήδη υπόψη, συνυπολογίζονται, αντιμετωπίζονται με προσοχή, στην ίδια την παραγωγική διαδικασία. Το προϊόν που βρίσκεται ακόμη στη διαδικασία παραγωγής και δεν αντιπροσωπεύει ακόμη ένα εμπόρευμα, έχει ήδη μια προσδοκώμενη τιμή, η οποία όπως εκτενώς εκθέσαμε πιο πάνω εκφράζεται στον προσδιορισμό της αξίας του ή στην κανονική υπολογιζόμενη τιμή του.

Αν λοιπόν είπαμε στην αξιακή θεωρία ότι στην άμεση παραγωγική διαδικασία ένας συγκεκριμένος εμπορευματοπαραγωγός δρα ανεξάρτητα από τους άλλους με τους οποίους συνάπτει σχέσεις μόνο στη διαδικασία ανταλλαγής (αναρχία της εμπορευματοπαραγωγής), η πρόταση αυτή ήταν ορθή όσο γινόταν λόγος για διαδικασία παραγωγής και ανταλλαγής ιδωμένη η καθεμία για τον εαυτό της από αφηρημένη σκοπιά. Αντιθέτως, στην πραγματικότητα, κάθε συγκεκριμένη παραγωγική διαδικασία αποτελεί μια από τις επαναλαμβανόμενες φάσεις της αδιάκοπης κοινωνικής διαδικασίας αναπαραγωγής, μιας φάσης της οποίας προηγήθηκε μια φάση ανταλλαγής και στην οποία ακολούθησε μια άλλη.

Κατά συνέπεια, το πυκνό δίχτυ κοινωνικών σχέσεων που περικλείει σφιχτά τον παραγωγό στην ανταλλακτική διαδικασία στην αγορά, δεν διαρρηγνύεται κατά την ενδιάμεση περίοδο της παραγωγής, αλλά συνεχίζει την επίδρασή του μέσα σε αυτήν, ως αποτέλεσμα της προηγηθείσας και προσδοκία της επικείμενης διαδικασίας ανταλλαγής. Αυτό το δίχτυ κοινωνικών σχέσεων με τις απολήξεις του παρελθόντος και τις αναμονές του μέλλοντος περικλείει τη διαδικασία παραγωγής και αποκαθιστά με αυτό τον τρόπο τη συνέχεια των κοινωνικών σχέσεων των ανθρώπων και της κοινωνικής μορφής των πραγμάτων κατά την πορεία της συνολικής αναπαραγωγικής διαδικασίας. Ο εμπορευματοπαραγωγός που δρα τυπικά αυτόνομα και ανεξάρτητα από τους άλλους εμπορευματοπαραγωγούς στο εργαστήριό του, δεν αποσπάται στην πραγματικότητα ούτε για ένα λεπτό από το πυκνό δίχτυ των κοινωνικών σχέσεων που τον συνδέουν με αυτούς και ορίζουν την οικονομική δραστηριότητά του.

Για τον ίδιο ακριβώς λόγο και τα μέσα παραγωγής που βρίσκονται στο εργαστήριό του καθώς και το έτοιμο προϊόν που σταδιακά σχηματίζεται από αυτά, δεν μπορούν ούτε για ένα λεπτό να θεωρηθούν ως τεχνικά στοιχεία παραγωγής χωρίς κοινωνική μορφή. Τους ενεργούς φορείς των παραγωγικών σχέσεων δεν τους απήγαγε ούτε τους κατάπιε η τεχνική διαδικασία παραγωγής μέσα στη σιωπή του εργαστηρίου. Δεν έχασαν τον χαρακτήρα φορέων παρελθουσών και μελλοντικών παραγωγικών σχέσεων. Έχουν σφραγιστεί από την κοινωνική καταγωγή και τον κοινωνικό προκαθορισμό τους. Εδώ βρίσκεται το θεμελιακό νόημα της Μαρξικής Θεωρίας του μέτρου της αξίας, που δεν είναι τίποτε άλλο από τον προσδιορισμό της αξίας του εργασιακού προϊόντος στην παραγωγική διαδικασία που προηγείται της ανταλλαγής.

Προσδιορισμός της αξίας προ της κυκλοφορίας. Ο Μαρξ τονίζει ιδιαιτέρως ότι η πράξη προσδιορισμού της αξίας του εμπορεύματος σε χρήμα λαμβάνει χώρα ήδη πριν την είσοδο του εμπορεύματος στην κυκλοφορία. Και αυτό όχι υπό την έννοια ότι στην ίδια την πράξη ανταλλαγής ο αγοραστής οφείλει να ορίσει την τιμή του εμπορεύματος σε αμοιβαία συμφωνία με τον πωλητή προτού πληρώσει το χρήμα, 24 αλλά υπό την έννοια της κανονικά υπολογιζόμενης τιμής ή του προσδιορισμού της αξίας του προϊόντος που η επίδρασή της φαίνεται στην ίδια την παραγωγική διαδικασία. Ο ορισμός της αναλογίας ανταλλαγής με την τυπικά αμοιβαία συναίνεση πωλητή και αγοραστή (στην πράξη μπορεί να έχει μονομερώς ως αφετηρία τον πωλητή ή τον αγοραστή) δεν λαμβάνει χώρα μόνο στην τακτική αλλά και στην αυθόρμητη ανταλλαγή δυο εμπορευμάτων, όχι μόνο στη χρηματική αλλά και στη φυσική ανταλλαγή.

Διαφορετικός είναι ο προσδιορισμός της αξίας του προϊόντος που προηγείται της ίδιας της πράξης της ανταλλαγής, ο οποίος πραγματοποιείται κατά τη διάρκεια της παραγωγικής διαδικασίας και προεξοφλεί συνθήκες υπό τις οποίες μπορεί να συνεχιστεί η κανονική αναπαραγωγή και να διατηρηθεί η ισορροπία μεταξύ του δεδομένου παραγωγικού κλάδου και των άλλων. Ακριβώς αυτή η πράξη του προηγηθέντος προσδιορισμού της αξίας του προϊόντος αποτελεί επιτακτικό συστατικό της εμπορευματικής παραγωγής. Η τελευταία δεν χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι πωλούνται προϊόντα της εργασίας, αλλά ότι κατασκευάζονται ήδη με το σκοπό να πωληθούν. Στην τυχαία ανταλλαγή το προϊόν της εργασίας αποκτά τη φευγαλέα μορφή του ανταλλακτικού αντικειμένου (του εμπορεύματος) μόλις τη στιγμή της ανταλλαγής, ενώ δεν συνιστά εμπόρευμα ή ανταλλακτική αξία πριν ή μετά την πράξη της ανταλλαγής. Στην περίπτωση αυτή «τα πράγματα Α και Β … δεν αποτελούν εμπορεύματα πριν την ανταλλαγή, αλλά γίνονται μόνο μέσα από αυτήν».25 Αυτό σημαίνει ότι δεν έχουμε ακόμη να κάνουμε με την εμπορευματοπαραγωγή ως συγκεκριμένο ανθεκτικό σύστημα παραγωγικών σχέσεων των ανθρώπων, και με την προσιδιάζουσα σε αυτήν πραγμοειδή κατηγορία της αξίας ως ανθεκτική κοινωνική μορφή των πραγμάτων. Η εμπορευματική παραγωγή αναπτύσσεται στο μέτρο που τα προϊόντα της εργασίας «παράγονται εκ προθέσεως με σκοπό την ανταλλαγή».26

Εάν τα προϊόντα παράγονται κατ’ αρχήν «ειδικά για την ανταλλαγή», τότε «εμφανίζεται ο αξιακός χαρακτήρας των πραγμάτων … ήδη κατά την παραγωγή τους».27 Τούτο αποδεικνύεται ακριβώς από το γεγονός ότι κατά την παραγωγική διαδικασία καθεαυτή αποδίδεται συγκεκριμένη αξία στο προϊόν, η οποία στηρίζεται στην προηγηθείσα διαδικασία ανταλλαγής και τις φαινομενικότητες του σχηματισμού τιμής που της προσιδιάζουν, προκαταλαμβάνοντας τον σχηματισμό τιμής της μελλοντικής ανταλλακτικής διαδικασίας.

Εάν το προϊόν αποκτά προσωρινό προσδιορισμό αξίας ήδη στην παραγωγική διαδικασία, εισέρχεται στην ανταλλακτική διαδικασία ήδη με συγκεκριμένη ανταλλακτική αξία και την τιμή που της αντιστοιχεί. Ο Μαρξ τονίζει ιδιαίτερα αυτή τη συνθήκη. Τα εμπορεύματα εισέρχονται «στην ανταλλακτική διαδικασία ως τιμολογιακά προσδιορισμένα προϊόντα», 28 ως «αξία χρήσης με προσδιορισμένη τιμή».29 Θεωρεί στερούμενη νοήματος την υπόθεση σύμφωνα με την οποία «στη διαδικασία κυκλοφορίας εισέρχονται εμπορεύματα χωρίς τιμή και χρήμα χωρίς αξία».30

Αυτές οι κατηγορηματικές υποδείξεις του εκλαμβάνονται συνήθως με την έννοια ότι στην παραγωγική διαδικασία για την κατασκευή του προϊόντος έχει ήδη αναλωθεί μια συγκεκριμένη ποσότητα κοινωνικά αναγκαίας εργασίας, και συνεπώς η αξία του προϊόντος δεν προσδιορίζεται από τους όρους της αγοραίας ανταλλαγής αλλά από τις τεχνικές συνθήκες που χαρακτηρίζουν την παραγωγική διαδικασία και προηγούνται της πράξης ανταλλαγής. Μια παρόμοια αντίληψη στενεύει όμως τη σκέψη του Μαρξ, ο οποίος διατυπώνει τη θέση ότι στην παραγωγική διαδικασία βρίσκουμε ήδη σε έτοιμη μορφή όχι μόνο ορισμένες τεχνικές προϋποθέσεις αλλά επίσης μια συγκεκριμένη κοινωνική μορφή παραγωγής (παραγωγή με το σκοπό την πώληση ή εμπορευματική παραγωγή). Για το λόγο αυτό το εργασιακό προϊόν αντιπροσωπεύει ήδη στην ίδια την παραγωγική διαδικασία όχι μόνο το αποτέλεσμα της συγκεκριμένης ανάλωσης εργασίας, αλλά και ένα πράγμα με συγκεκριμένη κοινωνική μορφή, και μάλιστα ένα εμπόρευμα που έχει αποκτήσει έναν συγκεκριμένο προσδιορισμό αξίας σε χρήμα.

Η ανάπτυξη από τον Μαρξ της λειτουργίας του μέτρου της αξίας που ασκεί το χρήμα ήδη πριν τη διαδικασία της κυκλοφορίας, γίνεται απόλυτα κατανοητή μόνο σε συνάρτηση με τον «χαρακτήρα των πραγμάτων ως αξιών ήδη προ της παραγωγικής διαδικασίας». Γι’ αυτό το εργασιακό προϊόν αποκτά μια συγκεκριμένη αξία ήδη στην ίδια την παραγωγική διαδικασία και εισέρχεται στην κυκλοφοριακή διαδικασία με μια συγκεκριμένη τιμή. Όμως για να κατανοήσουμε αυτή τη δυνατότητα προσδιορισμού της αξίας του εργασιακού προϊόντος ήδη προ της πράξης ανταλλαγής, πρέπει να θυμηθούμε ότι της συγκεκριμένης παραγωγικής διαδικασίας έχει ήδη προηγηθεί μια ανταλλακτική διαδικασία, τα αποτελέσματα της οποίας έχουν χρησιμεύσει ως προϋποθέσεις της δεδομένης παραγωγικής διαδικασίας με τη μορφή συγκεκριμένων κοινωνικών ιδιοτήτων των πραγμάτων ή ενός συστήματος τιμών των εμπορευμάτων.

Ο ιδεατός χαρακτήρας του προσδιορισμού της αξίας. Εάν συμβαίνει μια πράξη προσδιορισμού της αξίας του εμπορεύματος ήδη πριν την είσοδό του στην ανταλλαγή, τότε αυτή η πράξη φέρει έναν ιδεατό χαρακτήρα, οπότε «το χρήμα στη λειτουργία του ως μέτρου τη αξίας χρησιμεύει ως φαντασιακό ή ιδεατό χρήμα».31 Με τον εκ των προτέρων προσδιορισμό της αξίας του εμπορεύματος προσδιορίζεται μια – κατά κάποιον τρόπο – «τιμή ισορροπίας» του δεδομένου εμπορεύματος, δηλαδή το επίπεδο τιμής το οποίο αντιστοιχεί στην κατάσταση ισορροπίας μεταξύ του δεδομένου κλάδου παραγωγής και των άλλων. Επειδή όμως μια τέτοια κατάσταση ισορροπίας στην εμπορευματική κοινωνία με την αναρχία της παραγωγής είναι δυνατή μόνο ως ιδεατή μέση κατάσταση, από την οποία η πραγματική κατανομή της εργασίας αποκλίνει διαρκώς προς τα άνω ή προς τα κάτω, η εκ των προτέρων εκτίμηση της αξίας του εμπορεύματος αποτελεί επίσης μια προεξόφληση της ιδεατής μέσης τιμής της, από την οποία οι πραγματικές τιμές αποκλίνουν διαρκώς προς τα άνω ή προς τα κάτω. «Ο προσδιορισμός της τιμής (του εμπορεύματος, Ι.Ρ.) είναι η απλά ιδεατή μετατροπή του στο γενικό ισοδύναμο, μια εξίσωση με τον χρυσό που μένει ακόμη να πραγματοποιηθεί».32 Η δυνατότητα πραγματοποίησης της προκαταβολικής ιδεατής εκτίμησης της αξίας του εμπορεύματος στην αγορά εξαρτάται από το «αν αυτή θα επιβεβαιωθεί ή όχι ως αξία χρήσης, ή αν η ποσότητα χρόνου εργασίας που περιέχεται σε αυτή θα επιβεβαιωθεί ή όχι ως η από την κοινωνία αναγκαία για την παραγωγή ποσότητα εργασίας».33

Εδώ προκύπτει για μας μια πολύ σημαντική διαφορά μεταξύ της τιμής, δηλαδή της ανταλλακτικής αξίας εκφρασμένης σε χρήμα, και της ανταλλακτικής αξίας που εξετάσαμε στη θεωρία της αξίας. Στη θεωρία της αξίας προϋποθέσαμε ισορροπία μεταξύ των μεμονωμένων κλάδων παραγωγής, στην οποία εξισώνονται τα προϊόντα διαφορετικών ειδών εργασίας μεταξύ τους ως αξίες, και μέσω αυτών τα διάφορα είδη εργασίας μεταξύ τους. Όμως στην εμπορευματική οικονομία, μια τέτοια εξίσωση της εργασίας δεν αποτελεί συνειδητή προϋπόθεση της κοινωνικής παραγωγικής διαδικασίας, αλλά είναι απλώς το αποτέλεσμα της αυθόρμητης διαδικασίας του ανταγωνισμού με τις ανισότητες που αναπόφευκτα προκύπτουν σε αυτόν και την ανισομέρεια στην κατανομή της εργασίας.

Αυτή η ιδιαιτερότητα της εμπορευματικής οικονομίας αντανακλάται επίσης στον προσδιορισμό της αξίας των εμπορευμάτων σε χρήμα, η οποία βεβαιώνει ότι η εξίσωση του δεδομένου εμπορεύματος με όλα τα άλλα εμπορεύματα, και συνεπώς του συγκεκριμένου είδους εργασίας με όλα τα άλλα είδη εργασίας, δεν αποτελεί ήδη τελειωμένη υπόθεση αλλά μένει να υλοποιηθεί μόλις στο μέλλον. Η εξίσωση του συγκεκριμένου εμπορεύματος με όλα τα άλλα είναι δυνατή μόνο μέσω της εξίσωσής του με τον χρυσό. Όμως ο χρυσός κατέχει την ιδιαίτερη κοινωνική μορφή του χρήματος ακριβώς επειδή όλα τα εμπορεύματα εξισώνονται με τη διαμεσολάβησή του (επειδή όλοι οι εμπορευματοπαραγωγοί ανταλλάσσουν τα προϊόντα τους με χρυσό), ιδιότητα που δεν προσιδιάζει σε όλα τα άλλα εμπορεύματα.

Η συγκεκριμένη ιδιαιτερότητα του ξεχωριστού εμπορεύματος ή του χρήματος συνίσταται στο γεγονός ότι μπορεί πάντα να ανταλλαγεί με οποιοδήποτε συγκεκριμένο εμπόρευμα, το οποίο όμως δεν μπορεί πάντα να ανταλλαγεί με χρυσό. Ο προσδιορισμός της αξίας μιας μονάδας μέτρησης υφάσματος σε 3 ρούβλια σημαίνει ότι σε οποιαδήποτε στιγμή μπορεί κανείς να προμηθευθεί μια μονάδα ύφασμα για 3 ρούβλια, αλλά δεν σημαίνει το αντίθετο, ότι μια μονάδα ύφασμα μπορεί σε οποιαδήποτε στιγμή να ανταλλαχθεί με 3 ρούβλια.34 Αυτό σημαίνει ότι η αποτίμηση της αξίας ενός εμπορεύματος σε χρήμα εμπεριέχει τόσο μια στιγμή ισότητάς τους (εξίσωση του εμπορεύματος με το χρήμα) όσο και μια στιγμή ανισότητας (διαφορά της κοινωνικής μορφής του χρήματος από την κοινωνική μορφή του εμπορεύματος).

Με άλλα λόγια, η εξίσωση του συγκεκριμένου εμπορεύματος με όλα τα άλλα δεν έχει ακόμη πραγματοποιηθεί, αλλά εξαρτάται από το αν πραγματικά θα συμβεί στην αγορά η εξίσωσή του με τον χρυσό που ως προς την κοινωνική μορφή δεν είναι ίσος με αυτό. Για το λόγο αυτό, στην αποτίμηση της αξίας του εμπορεύματος εκφράζεται «η αναγκαιότητα αλλοτρίωσης με χρυσό που κουδουνίζει, η δυνατότητα μη εκποίησής του, σε συντομία όλη η αντίφαση που προκύπτει από το γεγονός ότι το προϊόν είναι εμπόρευμα ή ότι για να έχει κοινωνική επίδραση η ιδιαίτερη εργασία του μεμονωμένου ατόμου οφείλει να παρουσιαστεί ως το άμεσα αντίθετό της, ως αφηρημένη γενική εργασία».35

Η πράξη του προσδιορισμού της αξίας του εμπορεύματος δεν δείχνει τον ιδεατό χαρακτήρα της μόνο επειδή ως νοητικά παρασταθείσα πράξη προηγείται της ανταλλαγής, αλλά και διότι η πραγματοποίησή της στην πράξη ανταλλαγής ολοκληρώνεται πάντα μόνο λίγο ή πολύ προσεγγιστικά με αποκλίσεις της αγοραίας τιμής προς τα πάνω ή προς τα κάτω από την προσδιορισθείσα αξία. «Η δυνατότητα ποσοτικής ανισότητας μεταξύ τιμής και μεγέθους της αξίας, ή απόκλισης της τιμής από το μέγεθος της αξίας, βρίσκεται λοιπόν στην ίδια τη μορφή της τιμής».36

 

Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Θέσεις,Τεύχος 126, περίοδος: Ιανουάριος – Μάρτιος 2014

 

Σημειώσεις:

[1] Το ρωσικό χειρόγραφο εντοπίστηκε πρόσφατα και το κείμενο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά σε γερμανική μετάφραση στον τόμο Beiträge zur Marx-Engels-Forschung NF, Sonderband 4, 2012. Οι συμπληρώσεις και υποσημειώσεις μεταξύ αγκυλών είναι της γερμανικής έκδοσης. Τα έργα των Μαρξ και Ένγκελς παραπέμπονται με βάση την έκδοση Marx-Engels-Werke, Berlin (Ost), Dietz Verlag, με τη συντομογραφία MEW. Τα Μέρη Α΄ και Β΄ δημοσιεύθηκαν στα τεύχη 123 και 125 των Θέσεων, αντίστοιχα. Η δημοσίευση του χειρογράφου θα ολοκληρωθεί με το μέρος Δ΄.

[2] Karl Kautsky, Das Geld. Geld und Zirkulation im Lichte des Marxismus [Moskva] 1923, σ. 146 (ρωσικήέκδοση).

[3] A. Wagner, Theoretische Sozialoekonomik, II Abt. Bd. 2 [Leipzig 1909], σ. 119.

[4]Kautsky, ό.π. σ. 146.

[5] Hilferding, Finansovyi Kapital, [Das Finanzkapital, Berlin 1947, σ. 10].

[6]MEW, 23, σ. 109.

[7] Ό.π., σ. 118.

[8] Ό.π., σ. 107.

[9] Ό.π.

[10] Ό.π., σ. 103.

[11] Ό.π.

[12] Ό.π., σ. 107.

[13] G. F. Knapp, Staatliche Geldtheorie, 3η έκδ. [München, Leipzig] 1921, σ. 36.

 [14] J. Schumpeter, Das Sozialprodukt und die Rechenpfennige, [Glossen und Beiträge zur Geldtheorie von heute]. Archiv für Sozialwissenschaft und Sozialpolitik [Tübingen] 1917, Bd. 24, σ. 640.

[15] Ι .Α. Trachtenberg, Bumaznye den’gi 1922, σ. 17-18.

[16]MEW 23, σ. 80.

[17]MEW 13, σ. 50.

[18] Ό.π., σ. 51.

[19] Ό.π.

[20] Ό.π., σ. 33.

[21]MEW 23, σ. 80.

[22] Κατά την ανάλυση της χρηματικής θεωρίας αγνοούμε τα φαινόμενα διευρυμένης αναπαραγωγής.

[23] Αυτή είναι η κριτική του AntonioGraziadei, Preis und Mehrpreis in der kapitalisitischen Wirtschaft, [Berlin, Prager] 1923 [σ. 17, 38-39, 67, 104, 106 επ.].

[24] Έτσι αντιλαμβάνεται ο Trachtenberg τη λειτουργία του χρήματος ως μέτρου της αξίας [βλ. Trachtenberg, ό. π. σ. 30-31].

[25]MEW 23, σ. 102.

[26] Ό.π., σ. 103.

[27] Ό.π., σ. 87.

[28]MEW 13, σ. 69.

[29] Ό.π., σ. 70.

30]MEW 23, σ. 138.

[31] Ό.π., σ. 111.

[32]MEW 13, σ. 53.

[33] Ό.π.

[34]MEW 23, σ. 117.

[35]MEW 13, σ. 54.

[36]MEW 23, σ. 117.

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *