Isaak Illich Rubin:Το χρήμα ως αποτέλεσμα της αντίφασης μεταξύ αξίας χρήσης και ανταλλακτικής αξίας

Arkady Plastov – Γιορτή Κολλεκτίβας,1937

 

 

ΙΙΙ. Το χρήμα ως αποτέλεσμα της αντίφασης μεταξύ αξίας χρήσης

και ανταλλακτικής αξίας των εμπορευμάτων

 

 

του Isaak I. Rubin

μετάφραση Δημήτρης Δημούλης

 

 

Είναι γνωστό ότι ο Μαρξ συνήγαγε την αναγκαιότητα του χρήματος από την αντίφαση μεταξύ αξίας χρήσης και ανταλλακτικής αξίας των εμπορευμάτων. Αυτό το τμήμα της μαρξικής θεωρίας επικρίθηκε συχνά ως «μεταφυσικό» και βασιζόμενο σε ένα διαλεκτικό παιγνίδι μεταξύ αφηρημένων εννοιών. Θεωρήθηκε ως αφηρημένη και σχολαστική θεωρητικολογία χωρίς καμιά σχέση με την πραγματική ζωή.

Σε πρώτη ματιά, αυτό το τμήμα της μαρξικής θεωρίας στο οποίο ο Μαρξ «φλερτάρει» υπερβολικά με τον «εγελιανισμό» μπορεί να προκαλέσει μια τέτοια εντύπωση. Η παρουσίαση βασίζεται πλήρως στην ανάλυση αφηρημένων εννοιών, στην αντιπαραβολή τους, στη διαπίστωση αντιφάσεων και στη διαλεκτική τους συμφιλίωση. Αυτός ο χαρακτήρας της παρουσίασης είναι εντονότατος στο Για την κριτική της Πολιτικής Οικονομίας. Ωστόσο, η εκτίμησή μας για τη γενική θεωρία του χρήματος στο Για την κριτική... και στο Κεφάλαιο μεταβάλλεται αν λάβουμε υπόψη ότι πίσω από κάθε πραγμώδη κατηγορία του μαρξικού οικονομικού συστήματος κρύβεται ένας ορισμένος τύπος παραγωγικών σχέσεων μεταξύ ατόμων. Κάτω από το μεταφυσικό επικάλυμμα βρίσκουμε έναν βαθύ κοινωνιολογικό πυρήνα. Η μαρξική γενική θεωρία του χρήματος αποδεικνύεται συνέχιση της ανάλυσης των σχέσεων παραγωγής στην εμπορευματική οικονομία που ξεκίνησε στον Μαρξ με την αξιακή θεωρία.

Καταμερισμός εργασίας. Η θεμελιώδης αντίφαση της εμπορευματικής οικονομίας έγκειται στο ότι αφενός συνίσταται σε πολλαπλές μεταξύ τους τυπικά ανεξάρτητες οικονομικές δραστηριότητες, οι οποίες όμως, από την άλλη πλευρά συνδέονται ουσιαστικά μεταξύ τους και αλληλοσυμπληρώνονται. Μέσω του καταμερισμού εργασίας και της ανταλλαγής «οι ιδιωτικές εργασίες των παραγωγών αποκτούν όντως διττό κοινωνικό χαρακτήρα.

Αφενός, πρέπει να ικανοποιούν μια δεδομένη κοινωνική ανάγκη ως συγκεκριμένες χρήσιμες εργασίες και άρα να επιβεβαιώνονται ως μέρη της συνολικής εργασίας του φυσικά δημιουργηθέντος συστήματος κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας. Αφετέρου, ικανοποιούν μόνον τις πολλαπλές ανάγκες των παραγωγών της στο βαθμό που μια ορισμένη χρήσιμη ιδιωτική εργασία ανταλλάσσεται με κάθε άλλη χρήσιμη κοινωνική εργασία οποιουδήποτε είδους και άρα εξισώνεται με αυτή».2 Το σύστημα του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας στην εμπορευματική οικονομία μπορεί να παρατηρηθεί από δύο πλευρές, την τεχνική και την κοινωνική.

Πρώτον, συνιστά την ολότητα των αλληλοσυμπληρούμενων ποικίλων συγκεκριμένων ειδών εργασίας που εκφράζουν «την ποιοτική διαφορά των χρήσιμων εργασιών»3 και, δεύτερον, συνιστά την ολότητα των διαφορετικών ειδών εργασίας που εξισώνονται και βρίσκονται μεταξύ τους σε ισορροπία ή, ως αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας εξίσωσης της εργασίας, την ολότητα των ομοειδών κοινωνικών εργασιών που διανέμονται στους διάφορους κλάδους παραγωγής.4 Γι’ αυτό είναι αναγκαίο, όπως είδαμε, η ιδιωτική εργασία κάθε εμπορευματοπαραγωγού να αποκτήσει κοινωνικό χαρακτήρα με διττή έννοια, ουσιαστική-τεχνική και τυπική-κοινωνική. Αφενός πρέπει να ικανοποιεί μια ορισμένη κοινωνική ανάγκη και αφετέρου να είναι εξισώσιμη με οποιοδήποτε άλλο είδος εργασίας.

Η εργασία ενός ατόμου θα μπορούσε να αποκτήσει άμεσα κοινωνικό χαρακτήρα μόνο υπό τον όρο ότι θα οργανωνόταν σε κοινωνικό πλαίσιο από ένα κοινωνικό όργανο, το οποίο θα εξέταζε εκ των προτέρων το συγκεκριμένο τεχνικό περιεχόμενο της εργασίας του εν λόγω ατόμου και θα επιβεβαίωνε τον κοινωνικό της χαρακτήρα με την ένταξή της σε ένα γενικό σχέδιο οικονομικής δραστηριότητας, δηλαδή με τον καθορισμό των σχέσεων μεταξύ του ατόμου αυτού και των λοιπών μελών της κοινωνίας.

Με τον τρόπο αυτό, η εργασία κάθε μέλους της κοινωνίας θα εξασφάλιζε την υλική της χρησιμότητα και ταυτόχρονα την κοινωνική εξίσωση με οποιοδήποτε άλλο είδος εργασίας. Αλλά στην περίπτωση αυτή θα είχαμε μια σοσιαλιστική οικονομική δραστηριότητα και όχι μια εμπορευματική οικονομία, θα είχαμε μια άμεσα κοινωνική και όχι πλέον ιδιωτική εργασία. Η εμπορευματική οικονομία χαρακτηρίζεται ωστόσο από την αναρχία της παραγωγής, την έλλειψη της άμεσα κοινωνικής οργάνωσης της εργασίας.

Η ιδιωτική εργασία των μεμονωμένων εμπορευματοπαραγωγών δεν αποκτά κοινωνικό χαρακτήρα με την προρρηθείσα διττή έννοια στη διαδικασία παραγωγής. Ούτε υπάρχει εγγύηση της υλικής της χρησιμότητας (αφού το δεδομένο προϊόν δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως χρήσιμο ή παραχθέν σε περιττές μεγάλες ποσότητες) ούτε επιβεβαιώνεται η κοινωνική της ισοδυναμία (αφού σε περίπτωση υπερπαραγωγής ή χρήσης παρωχημένων μεθόδων παραγωγής του προϊόντος από έναν παραγωγό, το προϊόν της εργασίας του μπορεί να εξισωθεί στην αγορά με μικρότερη ποσότητα άλλης εργασίας).

Ακόμη και μετά το τέλος της διαδικασίας παραγωγής δεν υπάρχει κοινωνικό όργανο που να ελέγχει και να επιβεβαιώνει εκ των υστέρων την εργασία που δαπανήθηκε από τους εμπορευματοπαραγωγούς. Αυτός ο έλεγχος και η επιβεβαίωση, ούτως ειπείν ως «επακόλουθος έλεγχος», δεν γίνονται από έναν συνειδητά δρώντα κοινωνικό φορέα, αλλά από τον ασυνειδήτως δρώντα μηχανισμό της αγοράς, δηλαδή από τη συνάντηση των δράσεων των εμπορευματοπαραγωγών, ο καθένας από τους οποίους επιθυμεί να ανταλλάξει τα προϊόντα του με τον πιο ευνοϊκό τρόπο και η αλληλεπίδραση των οποίων επιφέρει κατά κάποιο τρόπο τον έλεγχο και την επικύρωση των δαπανών εργασίας από τους μεμονωμένους παραγωγούς, ως αντικειμενικό και μη συνειδητό κοινωνικό αποτέλεσμα.

Λέμε «κατά κάποιο τρόπο», διότι μόνο υπό επιφύλαξη και μεταφορικά μπορούμε να μιλήσουμε για έλεγχο και επικύρωση όταν αναφερόμαστε στο ετερογενές και μη συνειδητό αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης πληθώρας ατόμων

.Είτε το προϊόν βρίσκει καταναλωτή και επιτρέπει ταυτόχρονα στον παραγωγό του να αποκτήσει στην ανταλλαγή προϊόν με την ίδια ποσότητα εργασίας από άλλο παραγωγό (και τότε το αντικειμενικό αποτέλεσμα της ανταλλαγής έγκειται στην τάση διατήρησης και εξακολούθησης της δεδομένης εργασίας στην ευρύτερη διαδικασία της αναπαραγωγής). Με άλλα λόγια, αποδεικνύεται ότι η δαπάνη εργασίας, τόσο τεχνικοϋλικά όσο και κοινωνικά, είναι ενταγμένη στο σύστημα κοινωνικής εργασίας, δηλαδή αποτελεί χρήσιμη δαπάνη συγκεκριμένης εργασίας και όμοιας αξίας (εξισωμένο) με άλλα τμήματα της συνολικής εργασίας.

Είτε, αντιθέτως, η ανταλλαγή αποδεικνύεται επιζήμια για τον παραγωγό λόγω υπερπαραγωγής ή χρήσης αναχρονιστικών εργαλείων εργασίας και το αντικειμενικό αποτέλεσμα έγκειται στην απόρριψη των συγκεκριμένων δαπανών εργασίας και στην υποκατάστασή τους με άλλα που να μπορούν να ενταχθούν πλήρως στο μηχανισμό της κοινωνικής παραγωγής. Αντικειμενικό αποτέλεσμα της ανταλλαγής στην αγορά είναι η κοινωνική διαλογή διαφόρων ειδών εργασίας, η ένταξή τους στον κοινωνικό μηχανισμό παραγωγής και η απόρριψη άλλων, κάτι που προσομοιάζει με τον έλεγχο και την επικύρωση της εργασίας των μεμονωμένων παραγωγών και μέσω του οποίου η ιδιωτική εργασία καθίσταται κοινωνική.

Διττός χαρακτήρας της ανταλλαγής και των πραγμάτων; Αυτή η διαλογή ειδών εργασίας διεξάγεται πάντως με τρόπο έμμεσο στην εμπορευματική οικονομία μέσω της διαλογής προϊόντων εργασίας τα οποία γίνονται δεκτά ή απορρίπτονται από την αγορά. Η ένταξη ορισμένης δαπάνης εργασίας στον κοινωνικό μηχανισμό της παραγωγής συνιστά αποτέλεσμα και διαμεσολαβείται από την ένταξη των προϊόντων στη συνολική μάζα εμπορευμάτων που βρίσκουν αγοραστή στην αγορά. Το συγκεκριμένο προϊόν εργασίας αποκτά στην αγορά μια «αξιολόγηση», την ανταλλακτική αξία, η οποία το εξισώσει σε ορισμένη ποσότητα με οποιοδήποτε άλλο στην αγορά.

Μέσω αυτής της εξίσωσης προϊόντων διαφόρων ειδών εργασίας επέρχεται και η εξίσωση της εργασίας, ήτοι η τάση δημιουργίας μιας κινούμενης ισορροπίας μεταξύ των διαφόρων κλάδων παραγωγής. Η κοινωνική διαδικασία εξίσωσης των διαφόρων ειδών εργασίας, η οποία διανέμεται μεταξύ των διαφόρων κλάδων παραγωγής, παίρνει τη μορφή ιδιαίτερης κοινωνικής ιδιότητας του προϊόντος, της ανταλλακτικής αξίας. Οι κοινωνικές ιδιότητες της εργασίας αποκτούν έτσι την ιδιότητα ενός πράγματος, «πραγμοποιούνται», ή «φετιχοποιούνται». Η ανταλλαγή προϊόντων αντικαθρεφτίζει «τον κοινωνικά χρήσιμο χαρακτήρα των ιδιωτικών τους εργασιών με τη μορφή ότι το προϊόν εργασίας πρέπει να είναι χρήσιμο ειδικά για τους άλλους, και τον κοινωνικό χαρακτήρα της ισότητας των διαφόρων εργασιών στη μορφή του κοινού αξιακού χαρακτήρα αυτών των υλικά διαφορετικών πραγμάτων, των προϊόντων εργασίας».5 Το προϊόν της εργασίας γίνεται εμπόρευμα ή αξία. Δίπλα στην άμεση υλικοτεχνική του ύπαρξη ως συγκεκριμένο αντικείμενο κατανάλωσης ή ως μέσο παραγωγής, αποκτά μια ιδιαίτερη κοινωνική «λειτουργία» ή μορφή, ως «φορέας» των σχέσεων παραγωγής μεταξύ ανθρώπων.

Λόγω αυτών αποκτά διττό χαρακτήρα και η διαδικασία ανταλλαγής των προϊόντων. Αφενός εμφανίζεται ως κίνηση υλικών αντικειμένων από τους παραγωγούς προς τους καταναλωτές (με μια σειρά διαμεσολαβητών) και αφετέρου ως κίνηση των ίδιων πραγμάτων ως φορέων των παραγωγικών σχέσεων μεταξύ ανθρώπων, δηλαδή ως διαδικασία διαμόρφωσης των σχέσεων παραγωγής μεταξύ των εμπορευματοπαραγωγών που συμμετέχουν στην ανταλλαγή. «Η ανταλλαγή εμπορευμάτων αποτελεί τη διαδικασία στην οποία η κοινωνική ανταλλαγή υλικών, 6 δηλαδή η ανταλλαγή των συγκεκριμένων προϊόντων των ιδιωτών αποτελεί ταυτόχρονα δημιουργία συγκεκριμένων κοινωνικών σχέσεων παραγωγής, στις οποίες δρουν τα άτομα κατά την ανταλλαγή υλικών».7 Αποκαλέσαμε την πρώτη πλευρά της ανταλλαγής υλικοτεχνική και τη δεύτερη τυπικοκοινωνική, κοινωνική επειδή οι μεταξύ τους ανεξάρτητοι εμπορευματοπαραγωγοί μέσω της ανταλλαγής των προϊόντων της εργασίας τους δημιουργούν κοινωνικό δεσμό και τυπική διότι ο τύπος ή χαρακτήρας αυτής της σύνδεσης εμπορευματοπαραγωγών αποδίδει ορισμένη κοινωνική μορφή στα προϊόντα της εργασίας τους. Είναι γνωστό ότι η βασική ιδιαιτερότητα της εμπορευματικής οικονομίας είναι το ότι οι μεμονωμένοι εμπορευματοπαραγωγοί συνάπτουν σχέσεις παραγωγής αποκλειστικά ως ιδιοκτήτες ορισμένων υλικών αντικειμένων. Οι κοινωνικές σχέσεις «πραγμοποιούνται», αλλά και τα πράγματα παίρνουν κοινωνικό χαρακτήρα.

Εξ αυτού προκύπτει και η στενή σύνδεση μεταξύ της υλικής και της κοινωνικής πλευράς της διαδικασίας παραγωγής. Τα προϊόντα εργασίας μεταβαίνουν από τον ένα εμπορευματοκάτοχο στον άλλο μόνο με βάση τη σύμβαση που έκαναν ή με βάση τη σχέση παραγωγής της ανταλλαγής. Αυτό όμως συμβαίνει μεταξύ των συγκεκριμένων ατόμων για τον αποκλειστικό λόγο και σκοπό της μεταβίβασης του υλικού πράγματος που πηγαίνει από τον έναν στον άλλο. Η ταυτόχρονη δημιουργία της υλικής κίνησης των προϊόντων εργασίας και των σχέσεων παραγωγής μεταξύ ανθρώπων εκφράζεται στη διττή φύση κάθε εμπορεύματος που αποτελεί την ταυτόχρονη δημιουργία μιας σχέσης παραγωγής (της ανταλλακτικής8 αξίας) με ένα υλικό αντικείμενο (την αξία χρήσης). Ως αξία χρήσης, όλα τα εμπορεύματα είναι στοιχεία της κοινωνικής ανταλλαγής υλικών, της κίνησης των υλικών πραγμάτων. Ως ανταλλακτική αξία, επιτρέπουν στον παραγωγό τους να συνάψει σχέσεις παραγωγής με άλλους παραγωγούς.

Από αυτή τη διττή φύση του εμπορεύματος ο Μαρξ συνήγαγε και την αναγκαιότητα του χρήματος. Αλλά γνωρίζουμε ήδη ότι η διττή φύση του εμπορεύματος αποτελεί απλώς έκφραση της διττής φύσης της ίδιας της ανταλλαγής, όπου οι σχέσεις παραγωγής μεταξύ ανθρώπων δημιουργούνται μέσω της μεταβίβασης αντικειμένων. Ο τύπος των σχέσεων παραγωγής των ίδιων των ανθρώπων που χαρακτηρίζει την εμπορευματική οικονομία καθιστά αναγκαίο το χρήμα. Οι σχέσεις παραγωγής μεταξύ εμπορευματοπαραγωγών που αφενός συνδέουν μεταξύ τους όλα τα μέλη της κοινωνίας, δηλαδή εμφανίζουν ολόπλευρο χαρακτήρα, και αφετέρου καθορίζονται και περιορίζονται από την ύπαρξη συγκεκριμένων χρήσιμων αντικειμένων, μπορεί να δημιουργηθούν μόνον μέσω του χρήματος. Στη συνέχεια θα αποδείξουμε αυτόν τον ισχυρισμό.

Η κίνηση των αξιών χρήσης. Ο διττός χαρακτήρας της ανταλλαγής ως διαδικασίας κίνησης υλικών αντικειμένων από το ένα μέλος της κοινωνίας στο άλλο και ταυτόχρονα ως διαδικασία δημιουργίας σχέσεων παραγωγής μεταξύ των ατόμων αποδίδει διττό χαρακτήρα και στη θέση του εμπορευματοπαραγωγού στην ανταλλαγή, δηλαδή στη σχέση του με τους άλλους συμμετέχοντες στην ανταλλαγή εμπορευματοπαραγωγούς. Αφενός είναι ιδιοκτήτης πραγμάτων, που πρέπει να ακολουθήσουν ορισμένο δρόμο στην κοινωνική διαδικασία ανταλλαγής υλικών. Αφετέρου είναι ιδιοκτήτης πραγμάτων και άρα ισότιμο μέλος του συγκεκριμένου συστήματος των σχέσεων παραγωγής. Θα εξετάσουμε αυτή την κατάσταση από αμφότερες τις πλευρές της.

Στο βαθμό που το προϊόν της εργασίας είναι ένα υλικό αντικείμενο με χρήσιμες ιδιότητες, μια αξία χρήσης, ο εμπορευματοπαραγωγός δεν το χρειάζεται. «Το εμπόρευμά του δεν έχει γι’ αυτόν καμιά άμεση αξία χρήσης. Αλλιώς δεν θα το έφερνε στην αγορά. Έχει αξία χρήσης για τους άλλους».9 Το εμπόρευμα πρέπει ως εκ τούτου να μεταβεί από την οικονομική δραστηριότητα του παραγωγού σε εκείνη του καταναλωτή, όπου υπάρχει ανάγκη για το συγκεκριμένο αντικείμενο ως συγκεκριμένο χρήσιμο αντικείμενο, ως μέσο κατανάλωσης ή παραγωγής. Το αντικείμενο κινείται στην οικονομική δραστηριότητα των παραγωγών εμπορευμάτων, οι οποίες το ζητούν και μπορούν να πληρώσουν γι’ αυτό, με άλλα λόγια επιθυμούν το προϊόν και είναι σε θέση να δώσουν ένα αντίστοιχο ισοδύναμο (ισοδύναμο ως προς την αξία), δηλαδή να υποκαταστήσουν την αξία του με ίση αξία εμπορεύματος που εκείνοι παρήγαγαν.

Καίτοι η ζήτηση εκφράζεται από μεμονωμένους παραγωγούς εμπορευμάτων και σε πρώτη ματιά καθορίζεται από υποκειμενικές ανάγκες και επιθυμίες, δεν είναι υποκειμενική. Το γενικό μέτρο και κατεύθυνση επιτρέπει να διακρίνουμε εν μέσω διαρκών αποκλίσεων και παρενοχλήσεων μια κανονικότητα, 10 η οποία προκύπτει από την κανονικότητα της διαδικασίας κοινωνικής αναπαραγωγής. Κάθε οικονομική δραστηριότητα εκφράζει μια ζήτηση ιδίως για μέσα κατανάλωσης και παραγωγής που αποτελεί προϋπόθεση για τη διαδικασία αναπαραγωγής, δηλαδή για τη συνέχιση της παραγωγικής της δραστηριότητας. Ο χαρακτήρας των μέσων παραγωγής που χρειάζεται η ατομική οικονομική δραστηριότητα καθορίζεται άμεσα από τον χαρακτήρα της διαδικασίας παραγωγής. Αυτή η διαδικασία καθορίζει επίσης έμμεσα, μέσω της διαδικασίας διανομής, τόσο την ποσότητα όσο και το χαρακτήρα των αντικειμένων κατανάλωσης για τα οποία υπάρχει ζήτηση των εμπορευματοπαραγωγών.

Με τον τρόπο αυτό η κανονικότητα της κίνησης των προϊόντων εργασίας από τη μια οικονομική δραστηριότητα στην άλλη καθορίζεται τελικώς από την κανονικότητα της κοινωνικής διαδικασίας παραγωγής με την ευρεία έννοια, συμπεριλαμβανομένης της διαδικασίας διανομής. Επειδή όμως στην εμπορευματική κοινωνία η παραγωγή οργανώνεται από μεμονωμένους εμπορευματοπαραγωγούς, καθένας από τους οποίους αποφασίζει αυτόνομα αν θα περιορίσει ή θα διευρύνει την παραγωγή του και την ατομική του κατανάλωση σε ορισμένη στιγμή (καίτοι βέβαια λαμβάνει υπόψη την κατάσταση της αγοράς), η κανονικότητα της κοινωνικής ανταλλαγής υλικών εκφράζεται μέσα από τις ανάγκες και τη ζήτηση των εμπορευματοπαραγωγών. «Για να καταστεί αξία χρήσης, το εμπόρευμα πρέπει να συναντήσει τη συγκεκριμένη ανάγκη, της οποίας αποτελεί αντικείμενο ικανοποίησης. Οι χρηστικές αξίες των πραγμάτων καθίστανται λοιπόν χρηστικές αξίες με το να αλλάζουν διαρκώς θέση, πηγαίνοντας από το χέρι στο οποίο είναι μέσα ανταλλαγής, στο χέρι στο οποίο είναι χρηστικά αντικείμενα».11 Η κατεύθυνση αυτής της κίνησης των εμπορευμάτων ως χρηστικών αξιών δεν καθορίζεται από τους παραγωγούς, αλλά από τους καταναλωτές. «Ένα εμπόρευμα μπορεί να πωληθεί ως αξία χρήσης μόνο σε αυτόν για τον οποίο αποτελεί αξία χρήσης, είναι δηλαδή αντικείμενο συγκεκριμένης ανάγκης».12

Κατά συνέπεια και δεδομένου ότι ορισμένος εμπορευματοπαραγωγός είναι ιδιοκτήτης του υλικού πράγματος, το πράγμα πρέπει να περάσει στην κοινωνική διαδικασία ανταλλαγής υλικών από ορισμένα στάδια που είναι ανεξάρτητα από τη βούληση του παραγωγού του. Σε κοινωνικό επίπεδο αυτή η διαδρομή καθορίζεται σε γενικές γραμμές από την κανονικότητα της κοινωνικής ανταλλαγής υλικών που ωστόσο13 στον συγκεκριμένο παραγωγό εμφανίζεται ως εξαρτώμενο από την επιθυμία του καταναλωτή, από τη ζήτησή του. Η κίνηση όμως του εμπορεύματος από τον παραγωγό στον καταναλωτή αποτελεί για τον παραγωγό μια διαδικασία ανεξάρτητη από τη θέλησή του και προκαθορισμένη εκ των έξω. Σε αυτή τη διαδικασία είναι αναγκασμένος να έχει έναν παθητικό ρόλο. Επειδή όμως η κίνηση του εμπορεύματος από τη μια οικονομική δραστηριότητα στην άλλη είναι δυνατή μόνον εάν συναφθεί μεταξύ τους μια παραγωγική σχέση ανταλλαγής, ο εμπορευματοπαραγωγός μας εισέρχεται στη συγκεκριμένη σχέση παραγωγής από την παθητική πλευρά ως άβουλος και σιωπηλός κάτοχος ενός υλικού πράγματος [υπογράμμιση και σημείωση με μολύβι στο περιθώριο: «Και η τιμή;»].

Ανταλλακτική αξία. Αυτό όμως δεν εξαντλεί το ρόλο του εμπορευματοπαραγωγού στην αγορά. Γνωρίζουμε ότι εκτός από κάτοχος ενός υλικού πράγματος, και ακριβώς επειδή κατέχει αυτό το πράγμα, είναι και ισότιμο υποκείμενο των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής. Για το εμπόρευμά του πρέπει να λάβει άλλα εμπορεύματα ίσης αξίας. Δεν είναι μόνον παραγωγός που αναμένει τη ζήτηση των καταναλωτών του, αλλά ταυτόχρονα καταναλωτής που εκδηλώνει ζήτηση για τα εμπορεύματα που χρειάζεται. Το είδος και η ποσότητά τους εξαρτώνται από τις ανάγκες της οικονομικής του δραστηριότητας και επίσης από το χαρακτήρα της προσωπικής του κατανάλωσης, η οποία με τη σειρά της εξαρτάται από το ύψος των εσόδων του, δηλαδή τελικώς και πάλι από τη θέση που κατέχει στο σύστημα της κοινωνικής παραγωγής και διανομής. Αλλά ο εμπορευματοπαραγωγός μας ως αυτόνομος οργανωτής της οικονομικής του δραστηριότητας αποφασίζει επίσης προσωπικά ποια προϊόντα χρειάζεται στην ανταλλαγή με τα δικά του. Τοποθετώντας τα προϊόντα του στην αγορά μπορεί να ζητήσει οποιαδήποτε άλλα προϊόντα βρίσκονται στην αγορά, δηλαδή έχουν παραχθεί στη συγκεκριμένη κοινωνία μέχρι να φτάσει στο σύνολο της αξίας των δικών του. Αυτός ο καθολικός χαρακτήρας της ανταλλαγής χαρακτηρίζει και την εμπορευματική οικονομία με την καθολική εξίσωση όλων των ειδών εργασίας και τη διαρκή μετακίνηση της εργασίας από τον ένα κλάδο παραγωγής στον άλλο.

Ο εμπορευματοπαραγωγός μπορεί να ανταλλάξει το προϊόν του με οποιοδήποτε άλλο. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να συνάψει σχέση παραγωγής με οποιονδήποτε άλλο εμπορευματοπαραγωγό. Μόνο υπό αυτή την προϋπόθεση μπορεί κανείς να πει ότι το προϊόν της εργασίας του έγινε εμπόρευμα και έχει ανταλλακτική αξία. Ενόσω το προϊόν της εργασίας του ανταλλάσσεται μόνον μεταξύ συγκεκριμένων προσώπων ή μόνο με ορισμένα άλλα εμπορεύματα, το εμπόρευμα και η ανταλλακτική αξία βρίσκονται ακόμη σε εμβρυακές μορφές.

Κατά συνέπεια, η «ανταλλακτική αξία» ως αντικειμενική κοινωνική ιδιότητα του προϊόντος της εργασίας ή ως κοινωνική του λειτουργία έγκειται στη δυνατότητα ανταλλαγής ορισμένου προϊόντος με οποιοδήποτε άλλο σε συγκεκριμένη αναλογία, έγκειται στην εξίσωσή του με όλα τα άλλα προϊόντα εργασίας. «Ως αξία, το προϊόν πρέπει να είναι ενσάρκωση της κοινωνικής εργασίας και ως τέτοιο άμεσα μετατρεπόμενο από τη μια αξία χρήσης στην άλλη».14 Ως χαρακτηριστικό στοιχείο της ανταλλακτικής αξίας θεωρεί ο Μαρξ ακριβώς τη δυνατότητα «άμεσης μετατροπής». Ορισμένο προϊόν εξισώνεται με όλα τα λοιπά και μπορεί να ανταλλαγεί με οποιοδήποτε από αυτά. Έχει, ούτως ειπείν, την ικανότητα να κινείται σε οποιαδήποτε κατεύθυνση στην αγορά. «Ως ανταλλακτική αξία επικυρώνεται ένα προϊόν με το ότι ως ισοδύναμο αντικαθιστά κατ’ αρέσκεια ορισμένη ποσότητα οποιουδήποτε άλλου εμπορεύματος, ανεξαρτήτως του εάν έχει ή όχι χρηστική αξία για τον ιδιοκτήτη του άλλου εμπορεύματος».15

Είναι ευνόητο ότι στην πραγματικότητα η ικανότητα κίνησης σε οποιαδήποτε κατεύθυνση δεν ανήκει στο προϊόν αλλά στον εμπορευματοπαραγωγό, αφού η ύπαρξη ενός εμπορεύματος με ανταλλακτική αξία του επιτρέπει να έρθει στην ανταλλακτική σχέση παραγωγής με οποιοδήποτε άλλο εμπορευματοπαραγωγό, ανεξάρτητα από το εάν χρειάζεται ή όχι το εμπόρευμά του. Βεβαίως, από τυπική άποψη αυτή η σχέση ανταλλαγής δεν μπορεί να γίνει ενάντια στη βούληση και χωρίς τη συμφωνία του άλλου εμπορευματοπαραγωγού, αλλά ουσιαστικά αυτή η συμφωνία είναι σχεδόν πάντα δεδομένη και σίγουρη σε μια αναπτυγμένη εμπορευματική κοινωνία. Οι παραγωγοί δέχονται, όπως είδαμε, να δώσουν το προϊόν της εργασίας τους σε οποιονδήποτε άλλο που τους παρέχει ίση ποσότητα αξίας. Η «ανταλλακτική αξία» του προϊόντος της εργασίας έγκειται στο ότι η κατοχή ενός προϊόντος από τον εμπορευματοπαραγωγό του δίνει τη δυνατότητα να συνάψει την ανταλλακτική σχέση παραγωγής με οποιονδήποτε άλλο εμπορευματοπαραγωγό. Το προϊόν εργασίας αποκτά την ειδική κοινωνική λειτουργία του μεσολαβητή ή «φορέα των σχέσεων παραγωγής» μεταξύ ανθρώπων, γίνεται «ενεργός φορέας της ανταλλακτικής αξίας».16 Ο εμπορευματοπαραγωγός όμως γίνεται ενεργός διαμορφωτής των σχέσεων παραγωγής με άλλα μέλη της κοινωνίας.

Η διπλή θέση του εμπορευματοκατόχου. Όπως είδαμε, οι ιδιόμορφες σχέσεις παραγωγής που κυριαρχούν στην εμπορευματική οικονομία και συνδέουν τους ανθρώπους μέσω πραγμάτων δείχνουν τη διπλή θέση του εμπορευματοκατόχου στη διαδικασία ανταλλαγής στην αγορά. Ενόσω θεωρούμε το προϊόν της εργασίας ως αξία χρήσης, η κίνησή του φαίνεται για τον εμπορευματοπαραγωγό ως καθοριζόμενη εκ των έξω και εκείνος έχει το ρόλο ενός παθητικού μετόχου της σχέσης παραγωγής. Ενόσω όμως το προϊόν της εργασίας του αποτελεί ανταλλακτική αξία, ο εμπορευματοπαραγωγός παίζει τον ενεργητικό ρόλο του διαμορφωτή της σχέσης παραγωγής.

Αυτός ο διπλός, παθητικός και ενεργητικός χαρακτήρας της σχέσης παραγωγής μεταξύ εμπορευματοπαραγωγών διατυπώθηκε από τον Μαρξ στη γνωστή17 θεωρία για τη διττή φύση του εμπορεύματος ως χρηστικής και ανταλλακτικής αξίας. «Η ίδια σχέση πρέπει να σχετίζει τα εμπορεύματα ως ουσιαστικά ίσα και μόνο ποσοτικώς διαφορετικού μεγέθους και να τα εξισώνει ως υλοποίηση του γενικού χρόνου εργασίας και ταυτόχρονα να τα σχετίζει ως ποιοτικώς διαφορετικά πράγματα, ως ιδιαίτερες χρηστικές αξίες για ιδιαίτερες ανάγκες, εν συντομία ως σχέση που τα διαφοροποιεί ως πραγματικές χρηστικές αξίες. Αλλά αυτή η εξίσωση και ανισότητα αλληλοαποκλείονται».18 Η «ισότητα» των πραγμάτων ως χρηστικών αξιών επιτρέπει στον παραγωγό να εξισώσει το προϊόν του με οποιοδήποτε άλλο, δηλαδή να εμφανισθεί ως ενεργητικό μέλος της σχέσης ανταλλαγής. Η «ανισότητα» των εμπορευμάτων ως αξιών χρήσης δηλώνει την ανάγκη να συσχετισθεί το προϊόν με την ανάγκη κάποιου που μπορεί να πληρώσει, την ανάγκη να αναμένει ο συγκεκριμένος εμπορευματοπαραγωγός να εξισώσουν τα προϊόντα τους με το δικό του άλλοι εμπορευματοπαραγωγοί, δηλαδή την ανάγκη να εμφανισθεί ως παθητικό μέλος της παραγωγικής σχέσης ανταλλαγής. Υπό τη «μεταφυσική» καλύπτρα της θεωρίας για τη διττή φύση των εμπορευμάτων βρίσκουμε μια κοινωνιολογική ανάλυση των σχέσεων παραγωγής μεταξύ εμπορευματοπαραγωγών.

Διαπιστώσαμε ότι κάθε εμπορευματοπαραγωγός έχει σε σχέση με τους λοιπούς το διττό ρόλο του ενεργητικού συμμετόχου και του παθητικού λήπτη της παραγωγικής σχέσης ανταλλαγής. Η ταυτόχρονη άσκηση αυτών των δύο λειτουργιών, της ενεργητικής και της παθητικής, από τον συμμετέχοντα στην ανταλλαγή είναι δυνατή μόνο στην περίπτωση του αντιπραγματισμού που συνιστά ταυτόχρονη έκφραση ζήτησης του ενός συμμετέχοντος στην ανταλλαγή για το προϊόν εργασίας του άλλου και ζήτηση αυτού του άλλου για το προϊόν εργασίας του πρώτου. Αλλά η ταυτόχρονη σύνδεση του παθητικού και του ενεργητικού ρόλου στο ίδιο πρόσωπο εμποδίζει στην πραγματικότητα τη δραστηριότητά του, αφού χάνει τη δυνατότητα να ανταλλάξει το προϊόν του με οποιοδήποτε άλλο, κατά την επιθυμία του. Εδώ δεν υπάρχει καθολική ανταλλαγή ούτε καθολική εξίσωση των προϊόντων εργασίας και συνεπώς ούτε αναπτυγμένη ανταλλακτική αξία. Η ανταλλαγή φέρει ακόμη τυχαίο και περιορισμένο χαρακτήρα και καθορίζεται από τις ατομικές ανάγκες των συγκεκριμένων ατόμων. Η καθολική ανταλλαγή προϋποθέτει τη δυνατότητα ανταλλαγής κάθε προϊόντος εργασίας με οποιοδήποτε άλλο και άρα δεν πρέπει να παραλύει τον ενεργητικό ρόλο του εμπορευματοπαραγωγού ως δημιουργού της ανταλλαγής με τον ταυτόχρονο ρόλο του ως παθητικού λήπτη. Αυτό σημαίνει όμως ότι κάθε εμπορευματοπαραγωγός πρέπει να ασκεί διαδοχικά τους δύο ρόλους, αναλαμβάνοντας πότε τον ένα πότε τον άλλο.

Κατά συνέπεια, σε κάθε διαδικασία ανταλλαγής ένας συγκεκριμένος εμπορευματοπαραγωγός ασκεί σε δεδομένη στιγμή έναν από τους δύο ρόλους. Είναι ευνόητο ότι ο δεύτερος συμμετέχων της ανταλλαγής πρέπει πάντα να παίζει τον αντίθετο ρόλο. Εάν ο εμπορευματοπαραγωγός Α διαμορφώνει ενεργητικά τη σχέση παραγωγής κατά την επιθυμία του με οποιονδήποτε από τους λοιπούς, αυτό σημαίνει ότι ο αντισυμβαλλόμενος χάνει προσωρινά τη δυνατότητα να επιλέξει με ποιον θα κάνει την ανταλλαγή. Η διπολική κατανομή των δύο ρόλων μεταξύ των δύο συμμετεχόντων στην ανταλλαγή εκφράζεται στη διπολική κατανομή των ταυτόχρονων ρόλων της ανταλλακτικής και χρηστικής αξίας μεταξύ των προϊόντων εργασίας τους.19 Εάν το προϊόν εργασίας Α μπορεί να ανταλλαγεί σε δεδομένη στιγμή με οποιοδήποτε άλλο, αυτό το άλλο χάνει στιγμιαία την εν λόγω ικανότητα. Εάν το εμπόρευμα Α μπορεί να κινείται ελεύθερα στην αγορά σε ορισμένη κατεύθυνση και άρα να παίζει το ρόλο της ανταλλακτικής αξίας, που μπορεί να εξισώνεται καθολικά, το αποτέλεσμα είναι ότι τα άλλα εμπορεύματα περιορίζονται στην κίνησή τους, παίζοντας τον παθητικό ρόλο της αξίας χρήσης.

Το ότι είναι αδύνατο να παίζουν ενεργητικό και ταυτόχρονα παθητικό ρόλο αμφότεροι οι συμμετέχοντες σε μια πράξη ανταλλαγής υπογραμμίζεται από τον Μαρξ στο Κεφάλαιο: «Κάθε εμπορευματοκάτοχος θέλει να πουλήσει το προϊόν του για να αποκτήσει άλλο που ικανοποιεί την ανάγκη του. Στο βαθμό αυτό η ανταλλαγή είναι γι’ αυτόν μια ατομική διαδικασία. Από την άλλη πλευρά, θέλει να πραγματοποιήσει το εμπόρευμά του ως αξία σε οποιοδήποτε εμπόρευμα ίσης αξίας που επιθυμεί ανεξάρτητα από το εάν το δικό του εμπόρευμα έχει ή όχι αξία χρήσης για τον κάτοχο του άλλου εμπορεύματος. Στο βαθμό αυτό, η ανταλλαγή είναι γι’ αυτόν μια γενική κοινωνική διαδικασία. Αλλά η ίδια διαδικασία δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα για όλους τους εμπορευματοκατόχους αποκλειστικά ατομική και αποκλειστικά κοινωνική. Αν εξετάσουμε το πράγμα εγγύτερα, για κάθε εμπορευματοκάτοχο κάθε ξένο πράγμα είναι το συγκεκριμένο ισοδύναμο του εμπορεύματός του και άρα γενικό ισοδύναμο όλων των λοιπών εμπορευμάτων. Επειδή όμως όλοι οι εμπορευματοκάτοχοι κάνουν το ίδιο, κανένα εμπόρευμα δεν είναι γενικό ισοδύναμο και συνεπώς δεν υπάρχει καμιά γενική σχετική αξιακή μορφή, με την οποία να εξισώνονται τα εμπορεύματα και να συγκρίνονται ως αξιακά μεγέθη».20

Η ταυτόχρονη εμφάνιση όλων των εμπορευματοκατόχων σε ενεργητικό ρόλο ως δημιουργών της παραγωγικής σχέσης της ανταλλαγής οδηγεί στην αμφιμερή παράλυση της δραστηριότητάς τους. Η ταυτόχρονη εμφάνιση των ανταλλασσόμενων προϊόντων εργασίας στο ρόλο της ανταλλακτικής αξίας που μπορεί να ανταλλαγεί με οποιοδήποτε άλλο προϊόν, δηλαδή στο ρόλο του γενικού ισοδυνάμου όλων των άλλων προϊόντων, οδηγεί στο ότι κανένα δεν μπορεί να παίξει αυτό το ρόλο. Όταν ένα από τα προς ανταλλαγή εμπορεύματα μπορεί να ανταλλαγεί άμεσα με οποιοδήποτε άλλο, τότε το δεύτερο εμπόρευμα που συμμετέχει στη διαδικασία ανταλλαγής δεν έχει αυτή την ικανότητα. Δεν μπορεί να ανταλλαγεί άμεσα με οποιοδήποτε άλλο εμπόρευμα, αλλά μόνον έμμεσα δια της ανταλλαγής του με το πρώτο. «Δεν θεωρούμε τη μορφή της άμεσης και γενικής ανταλλαξιμότητας ως αντίθετη εμπορευματική μορφή, αφού είναι τόσο αδιαχώριστη από τη μορφή της μη άμεσης ανταλλαξιμότητας όσο η θετικότητα του ενός μαγνητικού πόλου από την αρνητικότητα του άλλου. Κάποιος μπορεί να θεωρήσει ότι σε όλα τα εμπορεύματα μπορεί να μπει η σφραγίδα της άμεσης ανταλλαξιμότητας, όπως μπορεί κανείς να θεωρήσει ότι όλοι οι καθολικοί μπορούν να γίνουν Πάπες».21

Οδηγούμαστε στα ακόλουθα συμπεράσματα: Αφενός κάθε εμπορευματοπαραγωγός στη διαδικασία ανταλλαγής μπορεί να ασκήσει διαδοχικά ενεργητικό και παθητικό ρόλο ως διαμορφωτής των παραγωγικών σχέσεων ή λήπτης εκείνων που διαμορφώθηκαν από άλλους. Από την άλλη πλευρά είναι αδύνατο να παίζουν ταυτόχρονα τον ενεργητικό ρόλο αμφότεροι οι συμβαλλόμενοι, αφού ο ενεργητικός ρόλος του ενός σημαίνει παθητικό ρόλο του άλλου.22 Η παραγωγική συνάφεια των δύο εμπορευματοπαραγωγών στην πράξη της ανταλλαγής δεν δημιουργεί μόνο μια συνεννόηση μεταξύ τους, αλλά ενέχει και κάποιο στοιχείο υποταγής, δηλαδή άνισης κατανομής του ενεργητικού και παθητικού ρόλου. Γνωρίζουμε ότι στην εμπορευματική κοινωνία δεν υπάρχει όργανο που να διαμορφώνει συνειδητά εκ των προτέρων σχέσεις μεταξύ των ανεξάρτητων εμπορευματοπαραγωγών.

Οι εμπορευματοπαραγωγοί συναντώνται στην ανταλλαγή ως απόλυτα ισότιμα οικονομικά υποκείμενα, η κοινωνική θέση των οποίων στην ανταλλαγή εξαρτάται αποκλειστικά από τα χαρακτηριστικά των πραγμάτων που κατέχουν. Οι μεταξύ τους παραγωγικές σχέσεις έχουν «πραγμώδη» χαρακτήρα. Συνεπώς ο ενεργητικός ρόλος κάποιου εμπορευματοπαραγωγού στη διαδικασία ανταλλαγής δεν εξαρτάται άμεσα από την κοινωνική λειτουργία του στη διαδικασία παραγωγής, αλλά από το ότι κατέχει ένα πράγμα, ήτοι από την κοινωνική λειτουργία του πράγματος.23 Επειδή σε κάθε ανταλλακτική πράξη ένας συμβαλλόμενος πρέπει να παίξει τον ενεργητικό ρόλο του προτείνοντα και του διαμορφωτή της συγκεκριμένης παραγωγικής σχέσης και επειδή μπορεί να παίξει το ρόλο αυτό μόνον ως κάτοχος ορισμένων πραγμάτων και εμπορευμάτων, οδηγούμαστε στο ακόλουθο συμπέρασμα: Η κατοχή ενός συγκεκριμένου εμπορεύματος επιτρέπει στον κάτοχό του να συνάψει την παραγωγική σχέση ανταλλαγής με οποιονδήποτε άλλο εμπορευματοπαραγωγό, δηλαδή να ανταλλάξει το εμπόρευμά του με οποιοδήποτε της αρεσκείας του. Το εμπόρευμα που ασκεί την κοινωνική λειτουργία του ενεργού διαμορφωτή της παραγωγικής σχέσης ανταλλαγής μεταξύ εμπορευματοπαραγωγών, δηλαδή έχει την ικανότητα της άμεσης και γενικής ανταλλαξιμότητας με οποιοδήποτε άλλο είναι το χρήμα.

Στο Κεφάλαιο, ο Μαρξ ορίζει το χρήμα ως «γενικό ισοδύναμο» ή ως εμπόρευμα που βρίσκεται στη «γενική μορφή ισοδυναμίας».24 Ως ιδιαιτερότητα του ισοδυνάμου εν γένει θεωρεί ο Μαρξ την ικανότητά του για «άμεση ανταλλαξιμότητα».25 Το γενικό ισοδύναμο είναι όμως ένα εμπόρευμα που βρίσκεται στη «μορφή άμεσης γενικής ανταλλαξιμότητας», 26 μπορώντας να ανταλλαγεί έμμεσα με οποιοδήποτε άλλο. Αυτή η ικανότητα, ο ρόλος του ενεργού διαμορφωτή της παραγωγικής σχέσης ανταλλαγής, του «ενεργού φορέα της ανταλλακτικής αξίας», του «φορέα της οικονομικής σχέσης», 27 αποτελεί το θεμελιώδες χαρακτηριστικό του χρήματος, την κοινωνική λειτουργία ή μορφή του. Στην ουσία ο Μαρξ δίνει τον ίδιο ορισμό του χρήματος στο Για την κριτική …: «Το ιδιαίτερο εμπόρευμα που εκφράζει την κατάλληλη ύπαρξη της ανταλλακτικής αξίας όλων των εμπορευμάτων ή την ανταλλακτική αξία των εμπορευμάτων ως ειδικό, αποκλειστικό εμπόρευμα είναι το χρήμα. Αποκρυσταλλώνει την ανταλλακτική αξία των εμπορευμάτων που διαμορφώνουν στη διαδικασία ανταλλαγής».28 (Όπως δείξαμε αναλυτικά, ο Μαρξ επισημαίνει συνεχώς και ιδίως στο Για την κριτική… ότι η ιδιαιτερότητα του εμπορεύματος ως ανταλλακτικής αξίας έγκειται στην ικανότητά του να μπορεί να ανταλλαγεί με οποιοδήποτε άλλο, να το αντικαταστήσει σε ορισμένη αναλογία).

Το χρήμα ως «αποκρυστάλλωση της ανταλλακτικής αξίας» σημαίνει και την παγίωση της ικανότητας γενικής εξίσωσης ή γενικής άμεσης ανταλλαξιμότητας σε ένα συγκεκριμένο αντικείμενο (χρυσός). Ο ορισμός του χρήματος που δίνει ο Μαρξ στο Για την κριτική… συμφωνεί πλήρως με τον ορισμό στο Κεφάλαιο.

Το χρήμα ως μέσο καταναγκασμού. Συνοψίζοντας τα παραπάνω, η ανάπτυξη και γενική επέκταση του χρήματος είναι αναγκαίο προϊόν της δομής της ίδιας της εμπορευματικής κοινωνίας, η οποία συνδέει την κοινωνική ενότητα της υλικής διαδικασίας παραγωγής με την τυπική ανεξαρτησία της ιδιωτικής οικονομικής δραστηριότητας. Η κίνηση των προϊόντων της εργασίας στη διαδικασία παραγωγής και κατανάλωσης επαφίεται στις επιλογές του κάθε ατομικού εμπορευματοπαραγωγού αλλά ταυτόχρονα ο καθένας εξαρτάται από τη βούληση του αντισυμβαλλομένου του. Η πράξη της άμεσης ανταλλαγής προϊόντων εργασίας μεταξύ δύο εμπορευματοπαραγωγών μπορεί να συμβεί μόνο με βάση την «ελεύθερη» σύμβαση ή τη σύμπτωση βουλήσεων των αντισυμβαλλομένων. Η πράξη ανταλλαγής εξαρτάται από την ανάγκη κάθε συμμετέχοντος να αποκτήσει το προϊόν του άλλου και έχει αναπόφευκτα ατομικό και τυχαίο χαρακτήρα.

Η κοινωνική διαδικασία ανταλλαγής που έχει μια κανονιστική ομοιομορφία είναι δυνατή μόνο υπό τον όρο ότι η κίνηση των προϊόντος θα βασίζεται στην πρωτοβουλία οποιουδήποτε29 εμπορευματοπαραγωγού.

Αυτό συμβαίνει όμως όταν στη διαδικασία ανταλλαγής ένα προϊόν ξεχώρισε ιστορικά και επιτρέπει στον κάτοχό του να αναλάβει την πρωτοβουλία ως ενεργητικός διαμορφωτής της διαδικασίας παραγωγής. Πρόκειται για το χρήμα.30 Στο σύστημα της ιδιωτικής οικονομικής λειτουργίας, όπου όσοι συμμετέχουν είναι τυπικά ισότιμοι και επιτρέπουν την αμφίδρομη οργάνωση των πράξεών τους μόνον με βάση τη συμφωνία, το χρήμα επιτρέπει την πρώτη διαφοροποίηση του ενεργητικού από τον παθητικό ρόλο που λαμβάνει διαδοχικά ο κάθε εμπορευματοπαραγωγός και εγκλείει τις εμβρυακές μορφές της υποταγής (καταναγκασμού) και της ιεραρχίας. Το χρήμα είναι μια «κοινωνική δύναμη» που μετρά «τον κοινωνικό πλούτο του κατόχου του», 31 την κοινωνική του δύναμη. Η «ελεύθερη» σύμβαση ανταλλαγής που προϋποθέτει τυπικά την πλήρη ισοτιμία των αντισυμβαλλομένων μπορεί να συναφθεί τυπικά μόνο με την πρωτοβουλία του ενός, του κατόχου του χρήματος. Αυτό επιτρέπει την υπέρβαση των περιορισμών της διαδικασίας ανταλλαγής που θεμελιώνεται στη σύμπτωση των βουλήσεων των συμβαλλομένων.

Βεβαίως η «νομική σχέση με τη μορφή συμβάσεως» αποτελεί θεμέλιο της εμπορευματικής κοινωνίας, αλλά «το περιεχόμενο αυτής της νομικής ή βουλητικής σχέσης προκύπτει από την οικονομική σχέση». 32 Η οικονομική σχέση της ανταλλαγής που βρίσκει την ολοκλήρωσή της με την εξέλιξη του χρήματος εκφράζει την κανονικότητα και σταθερότητα του συστήματος νομικών σχέσεων που θεμελιώνονται στη σύμπτωση ατομικών βουλήσεων των προσώπων.

Η θεωρία του Rykacev. Στο βιβλίο του Rykacev Το χρήμα και η δύναμη του χρήματος συναντούμε μια πολύ σαφή κατανόηση του ότι οι σημερινές ανταλλαγές «ως κανονική διαδικασία στην οποία κάθε συμμέτοχος κάνει υπολογισμούς εκ των προτέρων και ανεξάρτητα από τους υπολογισμούς και τις επιθυμίες των λοιπών»33 δεν μπορεί να βασίζονται σε μια τέτοια ελεύθερη σύμβαση που προϋποθέτει «την αναγκαιότητα να επέλθει ή να επιτευχθεί η σύμπτωση δύο ή περισσότερων βουλήσεων».34 «Η σύμβαση είναι μια πολύ στοιχειώδης μορφή της ανταλλαγής υπηρεσιών, τόσο στοιχειώδης ώστε καθεαυτή δεν μπορεί να ικανοποιήσει τις ανάγκες μιας κάπως αναπτυγμένης ανθρώπινης κοινωνίας και αναγκαστικά συμπληρώνεται από άλλες μορφές, από τον άμεσο καταναγκασμό ή από την αξιολόγηση μέσω του χρήματος».35 «Το χρήμα είναι μέσο για εξασφάλιση της ελευθερίας επιλογής οικονομικών αγαθών»36 που απελευθερώνει τους συμμετέχοντες στην ανταλλαγή από τη βούληση των άλλων εμπορευματοπαραγωγών.

Αλλά ο Rykacev ξεχνά το ουσιωδέστερο και σημαντικότερο, το ότι η δυνατότητα ελεύθερης επιλογής των οικονομικών αγαθών για κάποιον από τους ανταλλάσσοντες σημαίνει την ταυτόχρονη έλλειψη ελευθερίας, άρα τον καταναγκασμό, για όλους τους λοιπούς συμμετέχοντες στην ίδια πράξη. Ο ενεργητικός ρόλος ενός συμμετέχοντος στην ανταλλαγή προϋποθέτει τον παθητικό ρόλο του άλλου.

Εάν η σημερινή ανταλλαγή είναι «κανονική διαδικασία στην οποία κάθε συμμέτοχος κάνει υπολογισμούς εκ των προτέρων και ανεξάρτητα από τους υπολογισμούς και τις επιθυμίες των λοιπών», αυτό είναι δυνατό μόνο υπό την προϋπόθεση ότι οι υπολογισμοί και οι επιθυμίες των λοιπών εμπορευματοπαραγωγών καθορίζονται κανονιστικά με βάση τις αντικειμενικές κοινωνικές διαδικασίες της παραγωγής και ανταλλαγής. Η φαινομενική ελευθερία στα «κίνητρα» των μεμονωμένων εμπορευματοπαραγωγών προϋποθέτει αναγκαία τη «τοποθέτηση ορίων» (περιορισμό, δέσμευση) στις πράξεις όλων των εμπορευματοπαραγωγών στο σύνολό τους. Το ένα χωρίς το άλλο θα καθιστούσε αδύνατη την κοινωνική διαδικασία παραγωγής, μετατρέποντας την κοινωνία σε χάος ασύμπτωτων και αλληλοεπικαλυπτόμενων πράξεων των ανθρώπων. Η θεμελιακή κοινωνική λειτουργία του χρήματος στην εμπορευματική οικονομία δεν έγκειται τόσο στο ρόλο του ως μέσου για εξασφάλιση ελευθερίας στα κίνητρα, όσο στο ρόλο του στη τοποθέτηση ορίων ή στην πίεση προς τα κίνητρα των εμπορευματοπαραγωγών. Τα κουπόνια που θα λαμβάνουν σε μια σοσιαλιστική κοινωνία τα μέλη της ως τίτλο για την απόκτηση προϊόντων της αρεσκείας τους σε ορισμένη ποσότητα από τις κοινωνικές αποθήκες θα παίζουν το ρόλο ενός «μέσου για την εξασφάλιση της ελευθερίας επιλογής οικονομικών αγαθών» τόσο καλά όσο το σημερινό χρήμα. Αλλά τα κουπόνια δεν θα καθορίζουν έμμεσα τα κίνητρα και τις πράξεις των παραγωγών και γι’ αυτό δεν θα είναι «χρήμα» με τη σημερινή σημασία της λέξης.

Αγνοώντας το ρόλο του χρήματος ως μέσω καταναγκασμού, ο Rykacev συμπεραίνει ότι «η αγοραπωλησία παύει να είναι διμερής συμφωνία και μετατρέπεται σε σειρά μονομερών πράξεων των αγοραστών και πωλητών που εκφράζουν αυτόνομα τα συμφέροντά τους».37 Η εμπορευματική κοινωνία μετατρέπεται κατά τον συγγραφέα σε ένα φανταστικό βασίλειο της γενικής και απεριόριστης ελευθερίας. Ο καθένας πράττει μονομερώς ό, τι τον ευχαριστεί και ωστόσο η ανταλλαγή διατηρεί το χαρακτήρα μιας «κανονικής διαδικασίας». Στην πραγματικότητα όμως, στο μεσολαβημένο από το χρήμα σύστημα παραγωγικών σχέσεων των ατόμων δεν υπάρχουν μονομερείς σχέσεις αλλά διμερείς συμφωνίες που χαρακτηρίζονται όμως από το ότι ο ενεργητικός και ο παθητικός ρόλος διαφοροποιούνται, ασκούμενοι από διαφορετικά άτομα στην ανταλλαγή.

Δεν προκαλεί συνεπώς έκπληξη το ότι ο Rykacev, καίτοι ορίζει το χρήμα ως μέσο ελεύθερης ανταλλαγής οικονομικών αγαθών και άρα υιοθετεί ουσιαστικά τον μαρξικό ορισμό του ως γενικού ισοδυνάμου, 38 δεν έχει κατανοήσει στο ελάχιστο την πιο σημαντική πλευρά της θεωρίας του Μαρξ σχετικά με την κοινωνική-περιοριστική λειτουργία του χρήματος εν γένει. Κατά την άποψή του, η θεωρία του Μαρξ είναι μια «φιλοσοφική εικοτολογία» που «χρησιμοποιεί το αποτέλεσμα της λογικής ανάπτυξης εσωτερικών αντιφάσεων που υποτίθεται ότι ενυπάρχουν στην έννοια του εμπορεύματος».39

Ο ορισμός που δώσαμε στο χρήμα διαφοροποιείται από τον ορισμό του Χίλφερντινγκ: «το πράγμα που νομιμοποιείται από την κοινή δράση των εμπορευμάτων, στο να εκφράσει την αξία όλων των άλλων εμπορευμάτων είναι το χρήμα».40 Ο δικός μας ορισμός θεωρεί το χρήμα ως πράγμα που, μέσω της συλλογικής δράσης των εμπορευμάτων, εξουσιοδοτήθηκε να διαμορφώνει ενεργητικά την παραγωγική σχέση της ανταλλαγής, αποκτώντας την ικανότητα άμεσης ανταλλαξιμότητας. Το αποτέλεσμα αυτού του θεμελιακού χαρακτηριστικού του χρήματος είναι το ότι ασκεί τη λειτουργία του αξιακού μέτρου που ο Χίλφερντινγκ χρησιμοποιεί ως θεμέλιο του ορισμού του.

Δεν αποδεχόμαστε τον ορισμό του Χίλφερντινγκ για τους εξής λόγους:

Πρώτον, θέσαμε ως σκοπό μας να εξηγήσουμε τον ορισμό που έδωσε ο Μαρξ. Για τον Μαρξ όμως το γενικό ισοδύναμο είναι ένα εμπόρευμα με την ικανότητα άμεσης και γενικής ανταλλαξιμότητας, ενώ ο Χίλφερντινγκ ορίζει το ισοδύναμο ως «εμπόρευμα που εκφράζει την αξία όλων των άλλων εμπορευμάτων».41 Και εδώ ο Χίλφερντινγκ ξεκινά, όπως είδαμε, από τη λειτουργία του αξιακού μέτρου. Αλλά για τον Μαρξ το αξιακό μέτρο είναι «μια από τις λειτουργίες του χρήματος, ή το χρήμα σε ορισμένο μορφολογικό προσδιορισμό».42

Δεύτερον, θεωρούμε ευκταίο να δοθεί ένας ορισμός του χρήματος που να χαρακτηρίζει εκείνες τις σχέσεις παραγωγής των ατόμων που εκφράζονται στη δεδομένη πραγμώδη κατηγορία, δηλαδή στη χρηματική μορφή του εμπορεύματος. Ο ορισμός μας τονίζει το ότι πρόκειται για την ενεργητική διαμόρφωση της ανταλλαγής, δηλαδή για την παραγωγική σχέση ανταλλαγής μεταξύ δύο εμπορευματοπαραγωγών με τη διαφοροποίηση ενεργητικού και παθητικού ρόλου που κατανέμεται διπολικά μεταξύ τους. Πρόκειται για ένα τύπο σχέσεων μεταξύ ανθρώπων που έχει την ιδιαίτερη πραγμώδη ιδιότητα του εμπορεύματος που αποκαλείται «χρήμα» και βρίσκεται στα χέρια του ενεργητικού συμμετόχου της ανταλλαγής. Η διατύπωση του Χίλφερντινγκ εκφράζει κρυπτικά τον ίδιο τύπο παραγωγικών σχέσεων μεταξύ ανθρώπων, χωρίς όμως να τις χαρακτηρίζει ευθέως.

 

 

IV. Η δημιουργία του χρήματος

 

 

Είδαμε ότι η αναπτυγμένη εμπορευματική οικονομία με την καθολική ανταλλαγή εμπορευμάτων προϋποθέτει αναγκαία ότι από όλα τα εμπορεύματα θα ξεχωρίσει ένα που θα έχει την ιδιότητα της άμεσης ανταλλαξιμότητας, δηλαδή θα εκπληροί τη λειτουργία του χρήματος. Αλλά αυτό δεν απαντά με ποιον τρόπο ξεχώρισε το χρήμα, τι είδους είναι η ιστορική διαδικασία δημιουργίας και ανάπτυξης της χρήματος.

Βεβαίως ο Μαρξ δεν μπορούσε να ασχοληθεί με ειδικές ιστορικές έρευνες σχετικά με τη δημιουργία του χρήματος, δηλαδή με προϊστορικές και πρωιμότατες ιστορικές περιόδους, αφού κύριος σκοπός του ήταν η ερμηνεία των φαινομένων της καπιταλιστικής οικονομίας. Από την άλλη πλευρά όμως ο Μαρξ θεωρούσε ως ιστορικές-παροδικές όλες τις πλευρές της σημερινής οικονομικής δομής και τις εξέταζε υπό το πρίσμα της ιστορικής εξέλιξης. Ως εκ τούτου δεν μπορούσε να αγνοήσει το ζήτημα της ιστορικής διαμόρφωσης του χρήματος. Καίτοι λακωνικές, οι σχετικές παρατηρήσεις του είναι πολύ ενδιαφέρουσες και χρήσιμες. Δίπλα στις αμιγώς ιστορικές παρατηρήσεις, συναντάμε στον Μαρξ, ιδίως στη χρηματική θεωρία, μια ιδιόμορφη σύμφυση της ιστορικής και της θεωρητικής πλευράς. Συχνά ο Μαρξ, που όπως ο ίδιος είπε «φλερτάρει» με τον εγελιανισμό, εμφανίζει τις προηγούμενες φάσεις ιστορικής εξέλιξης ως επιμέρους «στιγμές» ή πλευρές της επόμενης, πιο αναπτυγμένης μορφής του ίδιου φαινομένου ή, αντιστρόφως, τις βαθμίδες της λογικής ανάλυσης ενός σύνθετου φαινομένου με τη μορφή διαδοχικών σταδίων ή φάσεων της ιστορικής ανάλυσης. Αυτή η σύμφυση θεωρητικής και ιστορικής έρευνας είναι περισσότερο αισθητή στην ανάλυση του Μαρξ για τις «αξιακές μορφές», κάτι που δυσχεραίνει εξαιρετικά την κατανόησή τους.

Στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα δινόταν συνήθως μια ορθολογιστική απάντηση στο ερώτημα της δημιουργίας του χρήματος όπως και άλλων μορφών κοινωνικής ζωής. Οι επιστήμονες διαπίστωναν τη χρησιμότητα ή τη σκοπιμότητα ορισμένου κοινωνικού θεσμού, π.χ. του χρήματος, και θεωρούσαν ότι αυτό τερματίζει την αποστολή τους. Θεωρείτο ότι η χρησιμότητα του εν λόγω θεσμού αποτέλεσε το άμεσα καθοριστικό κίνητρο για την υιοθέτησή του από τους ανθρώπους. Κατά την ανάλυση των δυσχερειών του αντιπραγματισμού και της διευκόλυνσης που επέφερε η χρήση του χρήματος, οι επιστήμονες θεωρούσαν ότι οι άνθρωποι συμφώνησαν μέσω μιας ειδικής σύμβασης ή κοινωνικού συμβολαίου στο να χρησιμοποιούν ένα οποιοδήποτε εμπόρευμα ως χρήμα για να διευκολύνουν την ανταλλαγή. Άλλοι επιστήμονες απέδιδαν τη δημιουργία του χρήματος σε εφεύρημα ορισμένων ατόμων (όπως η θεωρία του αρχαιολόγου Böckh)43 ή στη συνειδητή δράση της κρατικής εξουσίας.

Η συμβολή του Μαρξ έγκειται στο ότι σε μια εποχή που ήταν άγνωστα τα σημερινά αρχαιολογικά, εθνογραφικά και ιστορικά δεδομένα για την κοινωνική-αυθόρμητη διαμόρφωση του χρήματος, υιοθέτησε μια παρόμοια θέση με βάση τη γενική ιστορική και οικονομική σύλληψή του. Το χρήμα εμφανίσθηκε ως αποτέλεσμα της σταδιακής επέκτασης και πολυπλοκότητας των ανταλλαγών με βάση μαζικά επαναλαμβανόμενες και μη συνειδητές44 πράξεις των ανταλλασσόντων, χωρίς αποφασιστική και συνειδητή επίδραση της κρατικής εξουσίας. Με άλλη διατύπωση, η δημιουργία του χρήματος έχει κοινωνικοοικονομικό και αυθόρμητο και όχι κρατικό και συνειδητό χαρακτήρα.

Το «χρήμα δεν είναι προϊόν σκέψης ή συμφωνίας […] αλλά διαμορφώθηκε ενστικτωδώς στις διαδικασίες ανταλλαγής».45 Το «φυσικό ένστικτο των εμπορευματοκατόχων» τους κάνει να δρουν πριν να σκεφθούν.46 Αυτές οι δράσεις των ανταλλασσόντων καθορίσθηκαν από τον χαρακτήρα και τις ανάγκες της διαδικασίας ανταλλαγής.

Η αρχική ανταλλαγή δεν πραγματοποιείται μεταξύ των μελών της κοινότητας που ζει σε συνθήκες φυσικής ή ενίοτε και κομμουνιστικής οικονομίας, αλλά μεταξύ των διαφόρων κοινοτήτων ή των μελών τους.47 Ακολούθως, η ανταλλαγή πραγματοποιείται και στο εσωτερικό της κοινότητας και συμβάλλει στη διάλυσή της.48 Τα προϊόντα εργασίας που μετατρέπονται σε εμπορεύματα κατά την ανταλλαγή μεταξύ κοινοτήτων αποκτούν ανταλλακτική αξία και εντός της κοινότητας.49 Αρχικά, η ανταλλαγή αφορά μικρό αριθμό προϊόντων και πραγματοποιείται σπάνια και τυχαία. Έχει τη μορφή αντιπραγματισμού, στο πλαίσιο του οποίου αμφότερα τα προϊόντα έχουν χρηστική αξία για τους ανταλλάσσοντες. Εκτός αυτού, το προϊόν δεν παράγεται με σκοπό την ανταλλαγή, αλλά ανταλλάσσεται μόνον το πλεόνασμα μετά από την κάλυψη των ιδίων αναγκών.

Με τον τρόπο αυτό, τόσο στην αντικειμενική διαδικασία όσο και στη συνείδηση των ανταλλασσόντων η ανταλλακτική αξία δεν έχει αποχωρισθεί από τη χρηστική αξία.50 Το ένα ανταλλασσόμενο προϊόν καθορίζει την κίνηση του άλλου, που επίσης καθορίζει την πορεία του πρώτου, δηλαδή παίζει ταυτόχρονα τον παθητικό ρόλο της χρηστικής αξίας και τον ενεργητικό ρόλο της ανταλλακτικής αξίας ή του ισοδυνάμου.51 Ο τυχαίος χαρακτήρας της ανταλλαγής καθιστά τυχαία και κυμαινόμενη την ποσοτική αναλογία των ανταλλασσόμενων προϊόντων. Εν γένει, αυτό το στάδιο της φυσικής ανταλλαγής «σημαδεύει την αρχή της μεταβολής των χρηστικών αξιών σε εμπορεύματα και όχι των εμπορευμάτων σε χρήμα».52 Το προϊόν της εργασίας ενέχει μια εμβρυακή μορφή της ανταλλακτικής αξίας που αντιστοιχεί περίπου (όχι πλήρως) σε εκείνο που ο Μαρξ αποκαλεί «απλή ή τυχαία αξιακή μορφή» στο σχήμα του για την εξέλιξη της αξιακής μορφής.

Η ανταλλαγή που προέκυψε στη βάση ενός πρωτόγονου-στοιχειώδους καταμερισμού εργασίας μεταξύ των διαφόρων κοινοτήτων και συχνά προέκυψε από τις διαφορές στις φυσικές συνθήκες ζωής της καθεμιάς, δίνει ακολούθως ισχυρότατη ώθηση στον περαιτέρω καταμερισμό εργασίας. Η ένταση του καταμερισμού εργασίας οδηγεί ακολούθως στην επέκταση και εντατικοποίηση της ανταλλαγής, τόσο με την έννοια της ποσοτικής αύξησης του ποσοστού προϊόντων συγκεκριμένου είδους που ανταλλάσσονται, όσο και με την εισαγωγή στη διαδικασία ανταλλαγής νέων κατηγοριών προϊόντων που ως τότε καταναλώνονταν στην οικονομική δραστηριότητα του ίδιου του παραγωγού. Σε αυτή τη διαδικασία σταδιακής εισόδου όλο και περισσότερων νέων κατηγοριών προϊόντων, τα προϊόντα που ήταν ήδη αντικείμενο ανταλλαγής σε μεγάλη έκταση ξεχωρίζουν και αποκτούν ιδιαίτερη σημασία. Κάθε άτομο που φέρνει στην αγορά το προϊόν του επιχειρεί να το ανταλλάξει με ένα από τα γνωστά και πιο διαδεδομένα αντικείμενα ανταλλαγής, είτε διότι τα χρειάζεται περισσότερο, λόγω της ευρείας χρήσης τους, είτε διότι του επιτρέπουν να τα ανταλλάξει ξανά στη συνέχεια με το συγκεκριμένο προϊόν που χρειάζεται. Ένα ή περισσότερα προϊόντα ανταλλάσσονται πολύ συχνότερα με τα υπόλοιπα και συγκρίνονται συχνότατα με αυτά. Συνήθως ο ρόλος αυτός δεν παίζεται από ένα εμπόρευμα αλλά από περισσότερα, μεταξύ των οποίων διαμορφώνεται ακολούθως ορισμένη αναλογία ανταλλαγής. Προκύπτει ένα σύστημα αξιολόγησης ενός εμπορεύματος με βάση κάποια άλλα. Στη φυλή των Μποντού στο δυτικό Σουδάν

1 δούλος = 1 όπλο και 2 μπουκάλια πυρίτιδας ή

= 5 ταύροι ή

= 100 κομμάτια υφάσματος.

Στους Νταρφούρ στην Κεντρική Αφρική 1 δούλος εξισωνόταν με 30 κομμάτια βαμβακερού υφάσματος ορισμένου μήκους ή με 6 ταύρους ή με 10 ισπανικά δολάρια ορισμένης κοπής.53Ο Τούγκαν-Μπαρανόβσκι επισημαίνει ορθά ότι ένα τέτοιο σύστημα αξιολόγησης που ήταν πολύ διαδεδομένο στα πρώτα στάδια της ανταλλαγής αντιστοιχεί στην «αναπτυγμένη αξιακή μορφή» του Μαρξ.54

Η ανταλλαγή δεν παρέμεινε σε αυτό το στάδιο εξέλιξης. Η διαδικασία διαφοροποίησης κινήθηκε στην κατεύθυνση απόσπασης του εμπορεύματος που ανταλλασσόταν συχνότερα από τη μεγάλη ομάδα εμπορευμάτων. «Μια κυκλοφορία στην οποία οι εμπορευματοκάτοχοι ανταλλάσσουν και συγκρίνουν το προϊόν τους με διάφορα άλλα δεν μπορεί ποτέ να πραγματοποιηθεί χωρίς τα διάφορα προϊόντα να ανταλλάσσονται και να συγκρίνονται ως αξίες από τους διαφόρους εμπορευματοκατόχους με ένα και μοναδικό τρίτο είδος προϊόντος».55Αντί της αξιολόγησης ενός προϊόντος με πολλά άλλα γίνεται η αξιολόγηση όλων αυτών των προϊόντων με ένα και μοναδικό, που αποτελεί το ισοδύναμό τους. Στα πρώτα στάδια αρχίζει και τελειώνει αυτή «η γενική μορφή ισοδυνάμου. […] με τη στιγμιαία κοινωνική επαφή, η οποία τη δημιούργησε. Διαδοχικά και παροδικά ασκείται από το ένα ή το άλλο εμπόρευμα. Με την ανάπτυξη της ανταλλαγής εμπορευμάτων προσδίδεται ωστόσο αποκλειστικά σε συγκεκριμένες κατηγορίες εμπορευμάτων ή αποκρυσταλλώνεται στη χρηματική μορφή».56 Χρειάσθηκε μια μακρά διαδικασία ιστορικής εξέλιξης πριν να παγιωθεί η χρηματική λειτουργία στα ευγενή μέταλλα. Οι διάφορες φυλές και λαοί απέδωσαν το ρόλο του χρήματος σε ποικίλα προϊόντα και σε κάθε λαό άλλαζε το υλικό του χρήματος στην ιστορική πορεία. Εάν απαριθμήσει κανείς όλα τα εμπορεύματα που χρησιμοποιήθηκαν ως χρήμα σε διαφορετικά εδάφη και χρονικές στιγμές θα προκύψει μια πολύ εκτενής και ποικολόμορφη λίστα με τα πιο διαφορετικά αντικείμενα. Η επιλογή του ενός ή του άλλου αντικειμένου προέκυπτε από μια μεγάλη σειρά αντικειμενικών συνθηκών: η μορφή οικονομίας ορισμένου φύλου, το μέγεθος του πλούτου του, οι σχέσεις με άλλα φύλα κλπ.

Στο Για την κριτική…, ο Μαρξ γράφει ότι συνήθως ο ρόλος του χρήματος ασκούνταν από «τη γενικότερη αξία χρήσης» που αποτελούσε το «υλικά σημαντικότερο συστατικό τμήμα του πλούτου».57 Στο Κεφάλαιο, ο Μαρξ αναλύει αυτή την παρατήρηση. Ασκούσαν το ρόλο του χρήματος είτε τα σημαντικότερα αντικείμενα που μπορούσαν να αποκτηθούν με την εξωτερική ανταλλαγή και συνεπώς αποτελούσαν τις κατά κάποιο τρόπο φυσικές μορφές εμφάνισης των αξιακών μορφών των εγχώριων προϊόντων, είτε ένα αντικείμενο κατανάλωσης που αποτελούσε σημαντικό στοιχείο της εγχώριας μεταβιβάσιμης κατοχής, π.χ. κοπάδια, δούλοι κλπ.58 Εν γένει, αυτές οι παρατηρήσεις του Μαρξ επιβεβαιώνονται πλήρως από τα νεώτερα δεδομένα της εθνογραφίας και της αρχαιολογίας.

Ο Helfferich συνοψίζει αυτά τα στοιχεία με τον εξής τρόπο: «Στους λαούς που ζούσαν από το κυνήγι, το όπλο είναι το βασικό μέσο ανταλλαγής, στους λαούς που ζούσαν από την κτηνοτροφία τα ζώα, στους λαούς που έκαναν εμπόριο με ξένους τα εμπορεύματα που έπαιρναν από αυτούς ή τους έδιναν στην ανταλλαγή».59 Στην ίδια γραμμή με αυτές τις ομάδες αντικειμένων που χρησιμοποιούνταν πιο συχνά ως αρχικό χρήμα τοποθετεί ο Helfferich και τα κοσμήματα, στα οποία ανήκουν και τα ευγενή μέταλλα. Δεν πρέπει όμως να ξεχάσουμε ότι τα κοσμήματα ανήκουν πολύ συχνά στην πρώτη ομάδα που περιέγραψε ο Μαρξ (εισαγόμενα είδη) και ότι επίσης τα μέταλλα γενικά και εν μέρει τα ευγενή αποτελούσαν ένα από τα πιο βασικά μέσα παραγωγής στους πρωτόγονους λαούς.60

Αρχικά τα μέταλλα έπαιζαν το ρόλο του χρήματος μαζί με άλλα εμπορεύματα. Μερικές φορές τα εμπορεύματα αξιολογούνταν στο ίδιο φύλο τόσο σε μέταλλο όσο και σε κοπάδια. Ωστόσο σταδιακά τα μέταλλα απώθησαν τα λοιπά εμπορεύματα που έπαιζαν ρόλο χρήματος. Ο λόγος βρίσκεται στις γνωστές φυσικές ιδιότητες των μετάλλων που τους επιτρέπουν να εκφράζουν καλύτερα ποσοτικές διαφορές. Πρόκειται για την ομοιογένεια και την τμησιμότητα. Σε αυτά προστίθεται η μεγάλη αντοχή και ειδικά στα ευγενή μέταλλα η υψηλή ειδική αξία τους, που τους επέτρεψε να απωθήσουν τα απλούστερα μέταλλα, τα οποία παρέμειναν στο πεδίο των νομισμάτων μικρής αξίας.61 «Το χρυσάφι και το ασήμι δεν είναι εκ φύσεως χρήμα, αλλά το χρήμα είναι εκ φύσεως χρυσάφι και ασήμι».62 Ο μετασχηματισμός των ευγενών μετάλλων σε χρήμα προϋποθέτει ορισμένη κοινωνική δομή που να βασίζεται στην εμπορευματική οικονομία και στην αναπτυγμένη ανταλλαγή.

Αυτές οι συνθήκες επιβάλλουν αναγκαστικά τη δημιουργία του χρήματος και την παγίωσή του σε ορισμένο εμπόρευμα. Η κοινωνική λειτουργία του χρήματος βρίσκει τελικά τους καλύτερους φορείς στα ευγενή μέταλλα. Ας θεωρήσουμε υποθετικά ότι δεν υπάρχουν στη γη αντικείμενα που να έχουν ομογένεια και τμησιμότητα στον ίδιο ιδανικό βαθμό που χαρακτηρίζει τα ευγενή μέταλλα. Σε τέτοια περίπτωση, η ανάπτυξη της ανταλλαγής θα παγίωνε τη λειτουργία του χρήματος σε κάποιο άλλο προϊόν εργασίας, καίτοι αυτό θα δημιουργούσε αρκετές τεχνικές δυσχέρειες που αποφεύγονται με τη χρήση ευγενών μετάλλων ως χρήματος.63 Η εμφάνιση του χρήματος αποτελεί αποκλειστική συνέπεια της κοινωνικής δομής της οικονομίας, ενώ η παγίωση αυτής της λειτουργίας στα ευγενή μέταλλα ερμηνεύεται κυρίως από τις φυσικές τους ιδιότητες.

Αρχικώς τα ευγενή μέταλλα χρησιμοποιούνταν ως κομμάτια, κύβοι, δαχτυλίδια κλπ. Κατά την πληρωμή ζυγιζόταν το μέταλλο και ως εκ τούτου σε πολλές γλώσσες τα ρήματα «πληρώνω» και «ζυγίζω» έχουν κοινή ρίζα. Με το πέρασμα του χρόνου αρχίσαν να κατασκευάζονται κύβοι και κομμάτια μετάλλων σε συγκεκριμένο βάρος και καθαρότητα προκειμένου να διευκολύνονται οι συναλλαγές. Στη Βαβυλώνα, όπου τα ευγενή μέταλλα πήραν το πρώτον τη θέση του χρήματος, δημιουργήθηκε ένα ειδικό μετρικό σύστημα βάρους. Ορισμένο βάρος, το τάλαντο, χωρίσθηκε σε εξήντα μνές και η κάθε μνά σε εξήντα δραχμές. Το βασιζόμενο στο τάλαντο σύστημα γνώρισε τεράστια διάδοση και έφθασε, σε αλλαγμένες μορφές, στην Αίγυπτο, στη Δυτική Ασία και στην Ελλάδα. Η Δυτική Ασία ως κέντρο εντονότατων εμπορικών ανταλλαγών στο σταυροδρόμι μεταξύ Ελλάδας, Αιγύπτου και Ασσυριοβαβυλωνίας έγινε φυσιολογικά και το κέντρο της περαιτέρω εξέλιξης των ευγενών μετάλλων ως χρήματος. Πλούσιοι φοίνικες έμποροι έβαζαν τη σφραγίδα τους σε ράβδους μετάλλου, πιστοποιώντας το βάρος και την καθαρότητα. Το επόμενο βήμα ήταν η κοπή νομισμάτων που δεν αποτελούσαν παρά κομμάτια μετάλλου με ορισμένη καθαρότητα και βάρος με τη σφραγίδα της εγχώριας κρατικής εξουσίας. Τα πρώτα νομίσματα δημιουργήθηκαν στη Δυτική Ασία μεταξύ 8ου και 7ου αιώνα π.Χ., κατά την άποψη ορισμένων ερευνητών στη Λυδία, κατά την άποψη άλλων στις ελληνικές αποικίες της Μικράς Ασίας και διαδόθηκαν γρήγορα σε άλλες χώρες.

Η δημιουργία των νομισμάτων είχε τεράστια σημασία για την ιστορία της κυκλοφορίας του χρήματος. Από αυτό το σημείο και μετά το μέταλλο στη λειτουργία του ως χρήματος ή φορέα της ανταλλακτικής αξίας διαχωρίζεται με εξωτερικό, εμφανή τρόπο από το ίδιο μέταλλο ως αξία χρήσης. Εντός των συνόρων ενός κράτους το κρατικό νόμισμα είναι το μόνο νόμιμο και αναγκαστικό μέσο ανταλλαγής και πληρωμών. Ο ανταλλάσσων που χρησιμοποιεί ένα νόμισμα δεν ενδιαφέρεται για το πραγματικό βάρος και την καθαρότητα του μετάλλου που περιέχει. Από την άλλη πλευρά οι ράβδοι μετάλλου που βρίσκονται στη χώρα δεν λειτουργούν ως χρήμα.

Ωστόσο η σημασία του νομίσματος ως νόμιμου μέσου ανταλλαγής και πληρωμής συνδέεται ως σήμερα στενά, καίτοι όχι άμεσα, με την αξία του ευγενούς μετάλλου. Οι πολλαπλές απόπειρες της κρατικής εξουσίας να χρησιμοποιήσει το μονοπωλιακό τους δικαίωμα στην κοπή νομισμάτων ή το δικαίωμα έκδοσης χαρτονομισμάτων για να αποσυνδέσει οριστικά το χρηματικό σύστημα της χώρας από το μεταλλικό του θεμέλιο συνήθως κατέληγαν σε αποτυχία και προκαλούσαν πολύ έντονες αντιδράσεις στην κυκλοφορία. Μια σαφής επιβεβαίωση αυτού του γεγονότος είναι η παρατηρούμενη σήμερα επιστροφή της Ρωσίας, της Γερμανίας και άλλων κρατών σε ένα χρηματικό σύστημα που δεν βασίζεται στην άμεση κυκλοφορία του χρυσού, αλλά πάντως «αναφέρεται» στο χρυσό. Στο βαθμό που δεν αποτελεί αντικείμενο έρευνάς μας το μέτρο και οι μορφές της επίδρασης του κράτους στην εμπορευματική κυκλοφορία, αλλά οι εσωτερικοί νόμοι της που προκύπτουν από την εξέλιξη της ανταλλαγής εμπορευμάτων, δεν μπορούμε να διαπιστώσουμε καμιά τομή μεταξύ προχρηματικής και χρηματικής κυκλοφορίας, μεταξύ «ζυγιστικών» και «παγιωμένων» μέσων πληρωμής σύμφωνα με τους όρους του Knapp.64

Ομοίως δεν υπάρχει τέτοια τομή από εξελικτική-ιστορική άποψη. Η κοπή νομισμάτων είναι μια από τις φάσεις αυτής της εξέλιξης που ξεκίνησε πολύ πριν από τη δημιουργία νομισμάτων και σίγουρα δεν είναι ορθό να θεωρήσουμε τα πρώτα νομίσματα ως πρώτο χρήμα, όπως πιστεύει ο Knapp. Η κοπή των πρώτων νομισμάτων δηλώνει την επιβεβαίωση και νομιμοποίηση του θεσμού της χρηματικής κυκλοφορίας από την κρατική εξουσία, η οποία πριν από αυτή την επέμβαση είχε διαμορφωθεί από μαζικές και μη συνειδητές πράξεις των εμπορευματοκατόχων και προέκυψε από τις ανάγκες της εμπορευματικής ανταλλαγής. Η κρατική εξουσία χρησιμοποιούσε για την κοπή νομισμάτων το ίδιο μέταλλο που χρησιμοποιούνταν προηγουμένως ως χρήμα. Δεν μπορούσε να μεταβάλει την αξία του μετάλλου αυτού δηλαδή την αναλογία ανταλλαγής του με διάφορα εμπορεύματα. Αλλά και το βάρος των νομισμάτων δεν καθορίσθηκε αυθαίρετα από την κρατική εξουσία, αφού βασίσθηκε στο βάρος των ράβδων μετάλλου που κυκλοφορούσαν μέχρι την εμφάνιση των νομισμάτων.

Τα νεότατα στοιχεία ρίχνουν φως στη στενή συνέχεια μεταξύ των διαφόρων σταδίων της χρηματικής κυκλοφορίας. Για παράδειγμα, ο γνωστός επιστήμονας Ridgeway θεωρεί ότι το τάλαντο ήταν αρχικά ένα κομμάτι χρυσού που αντιστοιχούσε ακριβώς στην αξία ενός ταύρου. Όταν το μέταλλο αντικατέστησε τα ζώα στο ρόλο του χρήματος, η χρηματική μονάδα του μετάλλου καθορίσθηκε σε βάση συνεχούς σύνδεσης με την προηγούμενη χρηματική μονάδα, τον ταύρο.65 Ο συγγραφέας θεωρεί πως αυτό ερμηνεύει την εντυπωσιακή ταύτιση του βάρους των παλιών νομισμάτων και των χρυσών αντικειμένων που αποτελούσαν χρήμα σε διάφορους λαούς. Προβάλλει την υπόθεσηότι σε όλη τη Δυτική Ασία και την Ευρώπη ήταν παρόμοια η τιμή των βοοειδών και αυτό εξηγεί το παρόμοιο βάρος των προαναφερθέντων χρυσών αντικειμένων και νομισμάτων (περίπου 130-135 γράμματα)66 που εξέφραζαν αρχικά την τιμή ενός ταύρου.67 Γι’ αυτό και πολλά αρχαία νομίσματα έχουν χαραγμένο έναν ταύρο ή κάποιο άλλο βοοειδές και η ίδια η λέξη χρήμα σε πολλές γλώσσες προέρχεται από λέξεις που δηλώνουν βοοειδή.

Οι αρχικές ονομασίες των νομισμάτων δείχνουν επίσης τη σύνδεσή τους με ορισμένη μάζα μετάλλου. Το νόμισμα έλαβε όνομα που αντιστοιχούσε στο βάρος του μετάλλου του: τάλαντο, μνα κλπ. «Με τη διαρκή κυκλοφορία μετάλλων τα προϋπάρχοντα ονόματα των μονάδων βάρους αποτελούν και τα αρχικά ονόματα του μέτρου του χρήματος ή του μέτρου των τιμών».68 Μόνο μετά από μια μακρά ιστορική εξέλιξη το μέτρο του χρήματος θα διαχωρισθεί από το μέτρο του βάρους και θα παγιωθεί αυτόνομα από την κρατική εξουσία. Το κράτος μπορεί να καθορίσει το βάρος και το όνομα κάθε νομίσματος, αλλά δεσμεύεται ως προς την επιλογή του μετάλλου και ως προς την αξία που αντανακλάται άμεσα ή έμμεσα στην αγοραστική αξία του νομίσματος.

 

 

V. Το χρήμα και η αφηρημένη-κοινωνική εργασία

 

 

Στα προηγούμενα κεφάλαια ερευνήσαμε τη διαδικασία δημιουργίας του χρήματος και την αναγκαιότητά του στην εμπορευματική κοινωνία στην οποία οι άνθρωποι σχετίζονται με σχέσεις παραγωγής μέσω της καθολικής εξίσωσης των προϊόντων εργασίας τους ως αξιών. Τώρα θα εξετάσουμε με ποιο τρόπο η εξίσωση των εμπορευμάτων μέσω του χρήματος οδηγεί στην εξίσωση της εργασίας και καθιστά το χρήμα έκφραση της κοινωνικής και αφηρημένης εργασίας.

Η πρώτη ιδιαιτερότητα: Η διαδικασία ανάπτυξης του χρήματος οδηγεί στην παγίωση της λειτουργίας του σε κάποιο συγκεκριμένο εμπόρευμα και τελικώς στο χρυσό. Ο χρυσός είναι το εμπόρευμα που μπορεί να ανταλλαγεί άμεσα με οποιοδήποτε άλλο. Γι’ αυτό κάθε εμπορευματοκάτοχος πρέπει να πουλά το προϊόν της εργασίας του κυρίως ανταλλάσσοντάς το έναντι χρυσού ως γενικού ισοδυνάμου. Ο χρυσός ως ανταλλακτική αξία που μπορεί να αντικαταστήσει οποιοδήποτε εμπόρευμα σε συγκεκριμένη αναλογία τοποθετείται απέναντι σε όλα τα άλλα εμπορεύματα που έχουν απωλέσει την ικανότητα άμεσης ανταλλαξιμότητας. «Ένα εμπόρευμα, το πανί, βρίσκεται λοιπόν σε μορφή άμεσης ανταλλαξιμότητας με όλα τα άλλα εμπορεύματα ή σε άμεσα κοινωνική μορφή επειδή, και στο μέτρο που, τα άλλα εμπορεύματα δεν βρίσκονται σε αυτή τη μορφή».69

Επέρχεται ένας εξωτερικός, σαφής διαχωρισμός της χρηστικής από την ανταλλακτική αξία. Η πρώτη εκπροσωπείται από όλα τα συγκεκριμένα εμπορεύματα, η δεύτερη από το χρυσό ως χρήμα. Η ανταλλαγή εμπορευμάτων έναντι χρυσού μετατρέπει την αξία χρήσης σε ανταλλακτική. Το ρόλο του χρήματος αναλαμβάνει όμως ένα συγκεκριμένο προϊόν εργασίας ή αξία χρήσης, ο χρυσός. Δημιουργείται η εντύπωση ότι η ανταλλαγή του εμπορεύματος Α με ορισμένες ουγγιές χρυσού δεν μας προσφέρει ακόμη έναν σαφή προσδιορισμό της αξίας του Α, διότι αγνοούμε την αξία της εν λόγω ποσότητας χρυσού. Αυτή η αξία όμως δεν μπορεί να καθορισθεί στην εμπορευματική οικονομία άμεσα σε μονάδες εργασίας, αλλά έμμεσα με την ποσότητα των άλλων εμπορευμάτων που ανταλλάσσονται με το χρυσό. Αλλά και μετά την εξίσωση του χρυσού με κάποιο εμπόρευμα Β τίθεται το ερώτημα της αξίας αμφοτέρων κλπ.

Στην πραγματικότητα όμως οι εμπορευματοπαραγωγοί δεν ενδιαφέρονται για την αξία του χρυσού όταν εξισώνουν τα εμπορεύματά τους με το χρυσό και καθορίζουν έτσι την αξία τους. Βεβαίως τους ενδιαφέρει πάρα πολύ η αγοραστική αξία του χρυσού που απέκτησαν, αλλά αυτό ταυτίζεται με το ερώτημα του πόσες συγκεκριμένες αξίες χρήσης μπορούν να αποκτήσουν έναντι μιας αφηρημένης μονάδας χρήματος (ήτοι μιας μονάδας ανταλλακτικής αξίας) και όχι το ερώτημα της ανταλλακτικής αξίας των δεδομένων αξιών χρήσης ή κάποιων εμπορευμάτων. Το τελευταίο ερώτημα απαντάται με την εξίσωση των εμπορευμάτων με τον χρυσό που θεωρείται εδώ με τη συγκεκριμένη μορφή ενός αντικειμένου καθορισμένης αξίας. «Το ισοδύναμο [έχει] πάντα στην εξίσωση αξιών αποκλειστικά τη μορφή απλής ποσότητας ενός πράγματος, μιας αξίας χρήσης».70 Με τον τρόπο αυτό επισήμανε ο Μαρξ την πρώτη ιδιαιτερότητα της μορφής ισοδυνάμου.

Με ποιον τρόπο όμως η φυσική μορφή του χρυσού μπορεί να εκφράσει την ανταλλακτική αξία του εμπορεύματος Α; Αυτό επιτυγχάνεται επειδή ο χρυσός είναι άμεσα και καθολικά ανταλλάξιμος, άρα δεν εξισώνεται μόνο με το δεδομένο εμπόρευμα Α, αλλά με όλα τα εμπορεύματα. Έτσι το Α που εξισώνεται με τον χρυσό εξισώνεται με όλα τα άλλα εμπορεύματα. Αυτό ακριβώς εκφράζει την ανταλλακτική τους αξία, δηλαδή την ικανότητά τους για καθολική ανταλλαγή με οποιοδήποτε άλλο εμπόρευμα. Η γενική αξιακή μορφή «εκφράζει την αξία του σύμπαντος των εμπορευμάτων σε ένα και μοναδικό διαχωρισμένο από τα λοιπά είδος εμπορεύματος, π.χ. στο πανί και έτσι εκφράζει τις αξίες όλων των εμπορευμάτων με την εξίσωσή τους με το πανί».71

Με άλλη διατύπωση, η καθολική εξίσωση όλων των εμπορευμάτων μεταξύ τους συντελείται στην εμπορευματική οικονομία μέσω της εξίσωσης του καθενός με ένα συγκεκριμένο και εξέχον εμπόρευμα (χρυσός). Η εξίσωση ενός εμπορεύματος με το χρυσό, που με τη σειρά του εξισώνεται με όλα τα άλλα, σημαίνει ταυτόχρονα την εξίσωση αυτού του εμπορεύματος με όλα τα υπόλοιπα. Με την εξίσωση με ένα συγκεκριμένο εμπόρευμα επέρχεται η εξίσωση με όλα τα λοιπά.

Ο Μαρξ είχε στο νου του αυτά τα πραγματικά και καθημερινά φαινόμενα της αγοράς όταν διατύπωσε αφηρημένα τη χρηστική αξία ως μορφή εμφάνισης της ανταλλακτικής αξίας72 ή – ισοδύναμα –το συγκεκριμένο εμπόρευμα ως διαμεσολαβητή της καθολικής εξίσωσης όλων των εμπορευμάτων. Σε αυτή την εμφάνιση δεν διαπιστώνουμε μόνον το αποτέλεσμα μιας μυστηριώδους ιδιότητας της αξίας χρήσης που συνιστά μορφή εμφάνισης του αντιθέτου της, αλλά και το αποτέλεσμα των μαζικών δράστηριοτήτων των εμπορευματοπαραγωγών που εξισώνουν τα εμπορεύματά τους με ένα και το αυτό εξέχον εμπόρευμα. «Ένα εμπόρευμα καθίσταται γενική έκφραση της αξίας για τον αποκλειστικό λόγο ότι όλα τα άλλα εμπορεύματα εκφράζουν την αξία τους στο ίδιο ισοδύναμο και κάθε νεοεμφανιζόμενο είδος εμπορεύματος πρέπει να κάνει το ίδιο».73

Δεύτερη ιδιαιτερότητα.74 Στην εμπορευματική οικονομία πραγματοποιείται η καθολική εξίσωση των προϊόντων μεταξύ τους με τη μορφή εξίσωσής τους με ένα διαχωρισθέν (από όλα τα άλλα) προϊόν, το χρυσό. Μέσα από την αγοραία διαδικασία εξίσωσης των εμπορευμάτων διεξάγεται ωστόσο, όπως γνωρίζουμε, η κοινωνική διαδικασία καταμερισμού και εξίσωσης της εργασίας μεταξύ των διαφόρων κλάδων παραγωγής. Δεν πρόκειται για νοητική αφαίρεση των συγκεκριμένων χαρακτηριστικών των μορφών εργασίας και την εξίσωσή τους με μια ομοειδή, αφηρημένη, εν γένει ανθρώπινη εργασία, δηλαδή δεν πρόκειται για μια νοητική πράξη που συμβαίνει στη σκέψη ενός ανταλλάσσοντος ή ενός ερευνητή θεωρητικού. Ο Μαρξ δεν ενδιαφέρεται για το «υποκειμενικά ισοδίκαιο των ατομικών εργασιών», αλλά για την «αντικειμενική εξίσωση» που «επιβάλλει βιαίως η κοινωνική διαδικασία στις άνισες εργασίες»75 και εκφράζεται στην ισορροπία μεταξύ των διαφόρων μορφών εργασίας ή διαφόρων κλάδων παραγωγής. Στην εμπορευματική οικονομία που δεν ρυθμίζεται συνειδητά από κανέναν, μια τέτοια ισορροπία μεταξύ των διαφόρων σφαιρών παραγωγής (που διαταράσσεται συνεχώς και εμφανίζεται αποκλειστικά ως τάση) μπορεί να δημιουργηθεί μόνον μέσα από την εξίσωση των προϊόντων τους στην αγορά ως αξιών σε ορισμένες αναλογίες. «Μόνον η ισοδύναμη έκφραση διαφόρων εμπορευμάτων δείχνει τον ειδικό χαρακτήρα της εργασίας που δημιουργεί αξίες με το να ανάγει όντως τις διαφορετικές εργασίες που ενέχονται σε διαφορετικά εμπορεύματα σε ανθρώπινη εργασία εν γένει».76 Θα εξετάσουμε τώρα πώς πραγματοποιείται η εξίσωση των ετερογενών μορφών εργασίας.

«Με το να εξισώνεται π.χ. το σακάκι ως πράγμα με αξία με το πανί, η εργασία που εγκλείει το ένα εξισώνεται με την εργασία που εγκλείει το άλλο».77 Με το να εξισώνεται το σακάκι με άλλα εμπορεύματα εξισώνεται η ραπτική εργασία με όλα τα άλλα είδη συγκεκριμένης εργασίας. Με άλλη διατύπωση, με τον καθορισμό της αναλογίας ανταλλαγής του σακακιού με οποιοδήποτε άλλο εμπόρευμα δημιουργείται μια ισορροπία της ραπτικής εργασίας με τις άλλες αντίστοιχες σφαίρες παραγωγής. Η συγκεκριμένη εργασία του ράπτη εξισώνεται με οποιαδήποτε άλλη συγκεκριμένη εργασία ή με την αφηρημένη εργασία εν γένει.

Όπως είδαμε, τα εμπορεύματα δεν εξισώνονται μεταξύ τους άμεσα, αλλά μόνο με την εξίσωση καθενός με ένα συγκεκριμένο εμπόρευμα, το χρυσό. Συνεπώς και η καθολική εξίσωση όλων των συγκεκριμένων ειδών εργασίας μεταξύ τους συμβαίνει μόνο μέσα από την εξίσωση της καθεμιάς με το συγκεκριμένο είδος εργασίας που δαπανήθηκε για την παραγωγή του χρυσού. Η συγκεκριμένη εργασία Α που εξισώνεται με τη συγκεκριμένη εργασία που παρήγαγε το χρυσό αποβαίνει μέσω αυτού εξισωμένη με όλες τις λοιπές συγκεκριμένες εργασίες και συνεπώς καθίσταται τμήμα της αφηρημένης κοινωνικής συνολικής εργασίας που επιμερίζεται στους διάφορους κλάδους παραγωγής. «Το σώμα του εμπορεύματος που χρησιμεύει ως ισοδύναμο θεωρείται πάντα ως ενσωμάτωση της αφηρημένης ανθρώπινης εργασίας και είναι πάντα προϊόν μιας χρήσιμης, συγκεκριμένης εργασίας.

Αυτή η συγκεκριμένη εργασία καθίσταται λοιπόν έκφραση της αφηρημένης ανθρώπινης εργασίας».78 «Συνεπώς η δεύτερη ιδιαιτερότητα της μορφής του ισοδυνάμου είναι ότι η συγκεκριμένη εργασία καθίσταται μορφή εμφάνισης του αντιθέτου της, της αφηρημένης εργασίας».79 Αυτή η ιδιαιτερότητα δεν πρέπει να θεωρηθεί ως κάποια μυστηριώδης ιδιότητα της εργασίας που δαπανάται στην παραγωγή του ισοδυνάμου (χρυσός), αλλά αποκλειστικά ως αποτέλεσμα της κοινωνικής διαδικασίας εξίσωσης κάθε συγκεκριμένου είδους εργασίας με αυτή. Η δεύτερη ιδιαιτερότητα της μορφής του ισοδυνάμου σημαίνει ότι η εξίσωση κάθε συγκεκριμένου είδους εργασίας με όλες τις άλλες μπορεί να επέλθει μόνο μέσα από την εξίσωσή τους με τη συγκεκριμένη εργασία που δαπανήθηκε για την παραγωγή του ισοδυνάμου.

Είδαμε στη θεωρία της αξίας ότι στην κατανομή της εργασίας μεταξύ των κλάδων παραγωγής Α (π.χ. της ραπτικής) και Β (π.χ. της υφαντικής) μπορεί να επέλθει θεωρητικά ισορροπία μόνον εάν η ανταλλαγή σακακιού με πανί στην αγορά πραγματοποιηθεί σε ορισμένη αναλογία, η οποία καθορίζεται από τη δαπάνη εργασίας για την παραγωγή τους. Όταν οι τιμές αποκλίνουν από αυτή την αναλογία ανταλλαγής, τότε αρχίζουν οι μετακινήσεις της εργασίας, δηλαδή η αναδιανομή της μεταξύ δύο δεδομένων σφαιρών παραγωγής. Με άλλη διατύπωση, προϋποθέσαμε ότι τόσο η εξίσωση των προϊόντων δύο δεδομένων κλάδων παραγωγής όσο και η εξίσωση της δαπανώμενης σε αυτούς εργασίας πραγματοποιείται στη διαδικασία της άμεσης αλληλεπίδρασής τους. Μπορούμε τώρα να περιγράψουμε την ίδια διαδικασία με ακριβέστερο και εγγύτερο στην πραγματικότητα τρόπο. Τα δύο προϊόντα δεν εξισώνονται άμεσα μεταξύ τους στην αγορά, αλλά η εξίσωσή τους γίνεται με το χρυσό. Η ισορροπία μεταξύ των δύο δεδομένων σφαιρών παραγωγής επέρχεται σε συγκεκριμένο επίπεδο τιμών αγοράς για τα προϊόντα τους, δηλαδή σε δεδομένες αναλογίες ανταλλαγής τους με χρυσό. Η απόκλιση των τιμών αυτών από ορισμένο επίπεδο που ανταποκρίνεται στο δεδομένο επίπεδο παραγωγικότητας της εργασίας στις δυο αυτές σφαίρες και άρα στην εργασιακή αξία των προϊόντων τους, προκαλεί μια αναδιανομή της εργασίας μεταξύ των σφαιρών αυτών.

Επειδή όμως η σφαίρα Α εξισώνεται ως προς τις τιμές των προϊόντων της (δηλαδή ως προς τις αναλογίες της ανταλλαγής τους με χρυσό) όχι μόνον με τη σφαίρα Β, αλλά και με όλες τις υπόλοιπες σφαίρες της οικονομίας, εδώ η αναδιανομή της εργασίας μεταξύ των σφαιρών Α και Β δεν βασίζεται στη σύγκριση της μεταξύ τους αποδοτικότητάς, αλλά στη σύγκριση της αποδοτικότητας αυτών των δύο με όλες τις άλλες. Αν υποθέσουμε ότι, με δεδομένο επίπεδο τιμών αγοράς, η παραγωγή στη σφαίρα Α είναι αποδοτικότερη απ’ ό, τι στη Β και η παραγωγή σε αμφότερες λιγότερο αποδοτική απ’ ό, τι στις Γ, Δ, Ε κλπ., τότε δεν σημειώνεται αναδιανομή της εργασίας από τη Β στην Α, όπως θα ανέμενε κανείς με βάση την αλληλεπίδρασή τους, αλλά λαμβάνει χώρα αποδήμηση εργασίας από αμφότερες σε άλλους παραγωγικούς κλάδους. Με βάση τις τιμές αγοράς, το κάθε είδος εργασίας εξισώνεται με όλα τα λοιπά, δηλαδή η συγκεκριμένη εργασία μετατρέπεται σε αφηρημένη.

Τρίτον. Στη διαδικασία ανταλλαγής το ισοδύναμο εξισώνεται με όλα τα άλλα εμπορεύματα και η συγκεκριμένη εργασία που δαπανήθηκε για την παραγωγή του αποκτά τον χαρακτήρα αφηρημένης εργασίας επειδή εξισώθηκε με όλες τις υπόλοιπες. Αλλά εάν η εργασία που δαπανήθηκε στην παραγωγή του ισοδυνάμου εξισωθεί με οποιαδήποτε άλλη εργασία, αυτό σημαίνει ότι εμφανίζεται σε άμεσα κοινωνική μορφή. Καίτοι η βιομηχανία χρυσού οργανώνεται με τη μορφή ιδιωτικών καπιταλιστικών επιχειρήσεων και συνεπώς η εργασία για την παραγωγή χρυσού είναι «ιδιωτική εργασία όπως όλες οι άλλες που παράγουν εμπορεύματα», αποτελεί ωστόσο «εργασία σε άμεσα κοινωνική μορφή».80 Ο ιδιοκτήτης χρυσού εμφανίζεται ως εκπρόσωπος της «κοινωνικής ισχύος του χρήματος», μιας κοινωνικά αναγνωρισμένης και σημαίνουσας μορφής εργασίας. Μπορεί να εμφανισθεί ως ενεργητικός ανταλλάκτης σε οποιαδήποτε πράξη ανταλλαγής και αυτό δείχνει την ισότητά του με οποιοδήποτε άλλο εμπορευματοκάτοχο.

Αντιστρόφως, ο ιδιοκτήτης ενός συγκεκριμένου εμπορεύματος, π.χ. του σακακιού πρέπει να ανταλλάξει προηγουμένως το εμπόρευμά του με χρήμα για να μπορέσει να γίνει κοινωνικά ίσος και εξίσου σημαντικός με οποιοδήποτε άλλο εμπορευματοκάτοχο, πρέπει δηλαδή να εξισώσει την ιδιωτική81 του εργασία με την ιδιωτική εργασία του βιομήχανου χρυσού, 82 η οποία εμφανίζεται ως άμεσα κοινωνική εργασία. Μέσω αυτού, η εργασία του ράφτη γίνεται άμεσα κοινωνική. «Συνεπώς, η τρίτη ιδιαιτερότητα της μορφής ισοδυνάμου είναι ότι η ιδιωτική εργασία καθίσταται μορφή του αντιθέτου της, εργασία με άμεσα κοινωνική μορφή».83

«Μορφές» ανταλλαγής; Μπορούμε τώρα να συνοψίσουμε τη θεωρία του Μαρξ για τις «ιδιαιτερότητες της μορφής ισοδυνάμου». Καίτοι ο Μαρξ διανθίζει τη σκέψη του με αναφορά σε ποικίλες μορφές ισοδυνάμου, αρχίζοντας από το στοιχειώδες «τυχαίο» και τελειώνοντας με το αναπτυγμένο «γενικό ισοδύναμο», όλες οι σκέψεις του αναφέρονται σαφώς στο γενικό ισοδύναμο, ήτοι το χρήμα.84 Το γενικό ισοδύναμο ή χρήμα ξεχώρισε από τα λοιπά εμπορεύματα μέσα από μια σταδιακή και μακρά εξέλιξη. Η δημιουργία του χρήματος έδωσε στην όλη διαδικασία ανταλλαγής τελείως διαφορετικό χαρακτήρα. Η ανταλλαγή δεν αποτελεί μόνο την κίνηση υλικών αντικειμένων από τον ένα εμπορευματοπαραγωγό στον άλλο, δηλαδή τον «κοινωνικό μεταβολισμό», αλλά και το μετασχηματισμό της κοινωνικής «μορφής» των πραγμάτων και των εμπορευματοπαραγωγών.

Η κυκλοφορία αποτελεί μια «κοινωνική διαδικασία από την οποία πρέπει να περάσουν τα προϊόντα και στην οποία αποκτούν συγκεκριμένους κοινωνικούς χαρακτήρες».85 Αυτή ακριβώς η κοινωνική μορφή της ανταλλαγής και όχι το υλικό της περιεχόμενο ερευνάται από τον Μαρξ στη θεωρία του χρήματος. «Οφείλουμε να εξετάσουμε την όλη διαδικασία από την πλευρά της μορφής, ήτοι μόνον τη μεταβολή μορφής ή μεταμόρφωση των εμπορευμάτων, η οποία διαμεσολαβεί τον κοινωνικό μεταβολισμό».86 Ακριβώς όπως ο Μαρξ θέτει στο επίκεντρο της αξιακής θεωρίας την εξέταση της κοινωνικής «αξιακής μορφής», στη θεωρία του χρήματος ενδιαφέρεται για τη «μεταβολή της μορφής». Όπως ο Μαρξ καταλογίζει στους οικονομολόγους ως προς την αξιακή θεωρία ότι δεν διέβλεψαν την κοινωνική μορφή πίσω από το πραγμώδες περιεχόμενο, διατυπώνει παρόμοιες επικρίσεις και στην χρηματική θεωρία. «Η τελείως εσφαλμένη κατανόηση αυτής της αλλαγής μορφής οφείλεται, εκτός από την έλλειψη σαφήνειας σχετικά με την έννοια της αξίας, στο ότι κάθε μεταβολή μορφής ενός εμπορεύματος πραγματοποιείται με την ανταλλαγή δύο εμπορευμάτων, ενός κοινού και του χρηματικού εμπορεύματος. Εάν ενδιαφερθεί κανείς μόνο για την πραγμώδη στιγμή, την ανταλλαγή εμπορευμάτων με χρυσό, θα παραβλέψει αυτό ακριβώς που πρέπει να δει, δηλαδή το τι συμβαίνει με τη μορφή».87

Τριπλή εξίσωση. Σε τι έγκειται αυτή η «αλλαγή μορφής» που συμβαίνει στη διαδικασία ανταλλαγής; Πρόκειται για τη μεταβολή της κοινωνικής μορφής ή των κοινωνικών χαρακτηριστικών των εμπορευματοπαραγωγών, των πραγμάτων και της εργασίας. Αναλύσαμε προηγουμένως τη μεταβολή του κοινωνικού ρόλου των εμπορευματοπαραγωγών στη διαδικασία ανταλλαγής. Εμφανίζονται στη διαδικασία αυτή ως φορείς ιδιωτικής οικονομικής δραστηριότητας ή εργασίας, ως παθητικοί αποδέκτες των σχέσεων παραγωγής και εξέρχονται ως εκπρόσωποι της κοινωνικής ισχύος του χρήματος ή της κοινωνικής εργασίας, ως ενεργοί διαμορφωτές των σχέσεων παραγωγής. Επειδή στην εμπορευματική οικονομία η μεταβολή στον κοινωνικό ρόλο των εμπορευματοπαραγωγών εξαρτάται από το αν κατέχουν ορισμένα αντικείμενα, στα οποία αποδίδεται ορισμένη κοινωνική μορφή, παράλληλα με τη μεταβολή του κοινωνικού ρόλου των εμπορευματοπαραγωγών μεταβάλλεται και η κοινωνική μορφή του πράγματος ή προϊόντος της εργασίας.

Από συγκεκριμένη χρηστική αξία, η οποία μπορεί να κινηθεί μόνον στην κατεύθυνση του καταναλωτή, μετατρέπεται σε ανταλλακτική αξία ή γενικό ισοδύναμο που έχει άμεση και καθολική ανταλλαξιμότητα, δηλαδή μπορεί να κινηθεί σε οποιαδήποτε κατεύθυνση στην αγορά. Η μεταβολή του κοινωνικού χαρακτήρα των εμπορευματοπαραγωγών που συνδέεται στενά με τη μεταβολή της κοινωνικής μορφής του προϊόντος της εργασίας, 88 οδηγεί επίσης στη μεταβολή του κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας του εμπορευματοπαραγωγού. Με την ανταλλαγή του προϊόντος του με το γενικό ισοδύναμο, η εργασία του εντάσσεται στο σύστημα του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας. Εξισούμενη με τις άλλες μορφές εργασίας, μετατρέπεται από συγκεκριμένη σε αφηρημένη εργασία.

Στην αξιακή θεωρία καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι η αξία αποτελεί μια «σχέση παραγωγής μεταξύ αυτόνομων εμπορευματοπαραγωγών […], η οποία εκφράζεται στην πραγμώδη μορφή της εξίσωσης εμπορευμάτων μεταξύ τους και συνδέεται στενά στην κίνησή της με την ισορροπία και τον καταμερισμό εργασίας στην υλική διαδικασία παραγωγής».89 Με άλλη διατύπωση, στην εμπορευματική οικονομία υπάρχει ισότητα των εμπορευματοπαραγωγών, η οποία εκφράζεται στην ισότητα των εμπορευμάτων και, μέσω αυτών, στην εξίσωση της εργασίας.

Αλλά πώς είναι δυνατή αυτή η εξίσωση παραγωγών, εμπορευμάτων και εργασίας στην εμπορευματική οικονομία, όπου η εξίσωση δεν επέρχεται συνειδητά με κοινωνική απόφαση και όπου οι διάφοροι ιδιώτες εμπορευματοπαραγωγοί (ανισότητα των εμπορευματοπαραγωγών) δαπανούν κατ’ αρέσκεια την εργασία τους στους διάφορους κλάδους παραγωγής (ανισότητα των συγκεκριμένων ειδών εργασίας) και κατασκευάζουν αντικείμενα τα οποία είναι αναγκαία για την ικανοποίηση των πλέον διαφορετικών αναγκών (ανισότητα των αξιών χρήσης); Το ερώτημα μπορεί να απαντήσει η θεωρία του χρήματος. Στην άμεση διαδικασία παραγωγής οι διάφοροι ιδιώτες εμπορευματοπαραγωγοί παράγουν όντως τις πιο ποικίλες αξίες χρήσης με τις συγκεκριμένες δαπάνες της εργασίας τους.

Αλλά στη διαδικασία ανταλλαγής μεταβάλλεται ο κοινωνικός χαρακτήρας των παραγωγών, των εμπορευμάτων και της εργασίας. Ο διαχωρισμός ενός εμπορεύματος, π.χ. του χρυσού, με σκοπό να αποτελέσει γενικό ισοδύναμο σημαίνει ότι το εμπόρευμα αυτό εξισώνεται με όλα τα άλλα, ο κάτοχός του είναι κοινωνικά ίσος με όλους τους άλλους και η εργασία για την παραγωγή χρυσού εξισώνεται με όλα τα άλλα είδη εργασίας. Συνεπώς, κάθε εμπόρευμα εξισώνεται με όλα τα λοιπά μέσω της ανταλλαγής του με χρυσό (μετατροπή της χρηστικής σε ανταλλακτική αξία) και έτσι μεταβάλλεται ο κοινωνικός χαρακτήρας του ιδιοκτήτη τους (μετατροπή της ιδιωτικής εργασίας σε κοινωνική) και επίσης της δαπανηθείσας εργασίας (μετατροπή της συγκεκριμένης εργασίας σε αφηρημένη). Αποτέλεσμα της διαδικασίας ανταλλαγής είναι η ισότητα των εμπορευματοπαραγωγών, η εξίσωση των εμπορευμάτων και η εξίσωση της εργασίας. Αυτή η τριπλή εξίσωση που σημειώνεται στην πραγματική διαδικασία της αγοραίας ανταλλαγής εκφράζεται από τον Μαρξ στη θεωρία του για τις τρεις ιδιαιτερότητες της μορφής του ισοδυνάμου.

Η στενή σύνδεση των τριών μορφών της διαδικασίας ανταλλαγής (ισότητα εμπορευματοπαραγωγών, εξίσωση εμπορευμάτων και εργασίας) ερμηνεύεται εν τέλει με τη θεμελιώδη ιδιαιτερότητα της εμπορευματικής οικονομίας που έγκειται στην «πραγμοποίηση» των σχέσεων παραγωγής μεταξύ ανθρώπων ή στο «φετιχισμό του εμπορεύματος». Οι εμπορευματοπαραγωγοί διαμορφώνουν παραγωγικές σχέσεις μεταξύ τους μόνο μέσα από την ανταλλαγή των προϊόντων εργασίας και κάθε μεταβολή στον τύπο των σχέσεων παραγωγής των ανθρώπων αντιστοιχεί σε μεταβολή της κοινωνικής λειτουργίας ή της κοινωνικής μορφής των πραγμάτων μέσω των οποίων δημιουργούνται αυτές οι σχέσεις. Αυτό δημιουργεί το στενό σύνδεσμο των διαδικασιών εξίσωσης ανθρώπων, πραγμάτων και εργασίας. Η εξάρτηση αυτών των διαδικασιών από την πραγμοποίηση των σχέσεων παραγωγής εκφράζεται από τον Μαρξ στο κεφάλαιο για το χρήμα: «Η εμμενής στο εμπόρευμα αντίθεση αξίας χρήσης και αξίας, ιδιωτικής εργασίας που πρέπει ταυτόχρονα να εμφανισθεί ως άμεσα κοινωνική, ιδιαίτερης συγκεκριμένης εργασίας που θεωρείται ταυτόχρονα ως αποκλειστικά αφηρημένη, προσωποίησης των πραγμάτων και πραγμοποίησης των ανθρώπων – αυτή η εμμενής αντίφαση αποκτά τις αναπτυγμένες μορφές κίνησής της στις αντιθέσεις της μεταμόρφωσης των εμπορευμάτων».90

Το τριπλό χαρακτηριστικό της διαδικασίας εξίσωσης που αποτελεί αποτέλεσμα της ανταλλαγής αντικαθίσταται ακολούθως από τον Μαρξ από ένα διττό χαρακτηριστικό, που περιλαμβάνει μόνο την εξίσωση εμπορευμάτων και εργασίας. Στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας ο Μαρξ ανακαλύπτει στη δημιουργία του χρήματος τη λύση για δύο θεμελιώδεις δυσχέρειες της ανταλλαγής. Η πρώτη έγκειται στην αντίθεση χρηστικής και ανταλλακτικής αξίας, η δεύτερη στην αντίθεση των «ιδιαίτερων εργασιών των ιδιωτών» και «γενικής κοινωνικής εργασίας».91 Η διαδικασία ανταλλαγής εξισώνει τα πράγματα μεταξύ τους μέσω του χρήματος και εξισώνει επίσης την εργασία. Μια αναλυτικότερη αναφορά σε αυτή τη διττή διατύπωση βρίσκεται στις Θεωρίες για την Υπεραξία. «Η αυτονόμηση της ανταλλακτικής αξίας του εμπορεύματος σε χρήμα αποτελεί η ίδια προϊόν της διαδικασίας ανταλλαγής, της ανάπτυξης των αντιφάσεων που ενέχονται στο εμπόρευμα μεταξύ χρηστικής και ανταλλακτικής αξίας καθώς και της εξίσου ενυπάρχουσας αντίφασης που επιβάλλει να εμφανίζεται μια ορισμένη, ιδιαίτερη εργασία του ιδιώτη ως το αντίθετό της, ως ίση, αναγκαία, γενική και μέσω αυτού κοινωνική εργασία».92

Αυτή η διατύπωση είναι πολύτιμη διότι ο Μαρξ εμφανίζει εδώ τη διαδικασία εξίσωσης της εργασίας ως διαδικασία που εξαλείφει όλες τις διαφορές μεταξύ της εργασίας των καθέκαστα εμπορευματοπαραγωγών. Κάθε εμπορευματοπαραγωγός στέκεται ως ιδιώτης απέναντι στον άλλο. Εργάζεται σε ορισμένη σφαίρα παραγωγής. Το ιδιαίτερο είδος της εργασίας του έχει ορισμένο βαθμό ειδίκευσης (που σε μεμονωμένες περιπτώσεις μπορεί να είναι μηδενικός ή και αρνητικός, εάν βρίσκεται κάτω από την ειδίκευση της απλής μέσης εργασίας). Τέλος, οι δαπάνες εργασίας του είναι ατομικές, διαφοροποιούμενες ποσοτικά και ποιοτικά από τις δαπάνες εργασίας των υπολοίπων που παράγουν το ίδιο προϊόν. Αυτό σημαίνει ότι η εργασία του εμπορευματοπαραγωγού είναι ιδιωτική, συγκεκριμένη και ειδικευμένη (δηλαδή έχει ορισμένο βαθμό ειδίκευσης και ατομικότητας). Στη διαδικασία ανταλλαγής η εξίσωση όλων των εμπορευμάτων επιφέρει μια πραγματική σύνδεση των επιμέρους σφαιρών παραγωγής, τη δυνατότητα μετακίνησης της εργασίας από τη μια στην άλλη και την τάση για δεδομένη ισορροπία μεταξύ τους. Το αποτέλεσμα της ανταλλαγής εξισώνει όχι μόνον όλες τις ιδιωτικές οικονομικές δραστηριότητες μεταξύ τους (μετατροπή της ιδιωτικής εργασίας σε κοινωνική), αλλά και όλες τις σφαίρες παραγωγής ή είδη εργασίας (μετατροπή της συγκεκριμένης εργασίας σε αφηρημένη).

Επίσης εξισώνονται μεταξύ τους όλα τα είδη εργασίας που διαφέρουν στο βαθμό εξειδίκευσης (μετατροπή της ειδικευμένης εργασίας σε απλή) καθώς και οι δαπάνες εργασίας που πραγματοποιούνται σε διαφορετικές επιχειρήσεις της ίδιας σφαίρας παραγωγής και διαφέρουν ως προς το επίπεδο παραγωγικότητας (μετατροπή της ατομικής εργασίας σε κοινωνικά αναγκαία). Η ενιαία πράξη ανταλλαγής επιφέρει ταυτόχρονα τη μετατροπή της ιδιωτικής, συγκεκριμένης, ειδικευμένης και ατομικής εργασίας σε κοινωνική, αφηρημένη, απλή και κοινωνικά αναγκαία. Αυτό είχε στο νου του ο Μαρξ όταν έγραφε το παρατεθέν απόσπασμα.93 Παρόμοια είναι και η διατύπωση του Hilferding: «Η κοινή δράση των εμπορευμάτων στην ανταλλαγή μετατρέπει τον ιδιωτικό, ατομικό και συγκεκριμένο χρόνο εργασίας που παράγει αξία σε γενικό, κοινωνικά αναγκαίο και αφηρημένο».94 Ο συγγραφέας απλώς δεν αναφέρει την ταυτόχρονα συμβαίνουσα αναγωγή της ειδικευμένης σε απλή εργασία στην ίδια διαδικασία ανταλλαγής.

Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Θέσεις,Τεύχος 125, περίοδος: Οκτώβριος – Δεκέμβριος 2013

 

 

 

Σημειώσεις:

 

 

1 Η συγγραφή του κειμένου αυτού άρχισε το 1923, διακόπηκε μέχρι το 1926 και συνεχίστηκε την περίοδο 1926-28. Το ρωσικό χειρόγραφο εντοπίστηκε πρόσφατα και το κείμενο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά σε γερμανική μετάφραση στον τόμο Beiträge zur Marx-Engels-Forschung NF, Sonderband 4, 2012: 9-118. Το Μέρος Α΄ δημοσιεύθηκε στο τ. 123 των Θέσεων. Το παρόν Μέρος Β΄ περιλαμβάνει τις σελίδες 25-61 της γερμανικής έκδοσης. Οι συμπληρώσεις και υποσημειώσεις μεταξύ αγκυλών είναι της γερμανικής έκδοσης. Δικές μας προσθήκες επισημαίνονται ως (ΣτΕλλΜ). Τα έργα των Μαρξ και Ένγκελς παραπέμπονται με βάση την έκδοση Marx-Engels-Werke, Berlin (Ost), Dietz Verlag, με τη συντομογραφία MEW.

2  MEW τ. 2, σ. 87.

3  Στο ίδιο, σ. 51.

4 Ο Μαρξ επισημαίνει ότι οι Petty και Adam Smith κατανόησαν μόνο την πρώτη πλευρά της διαδικασίας καταμερισμού εργασίας (MEW τ. 13, σ. 38-39, 44-45).

5  MEW τ. 23, σ. 88. [Με μολύβι υπογραμμισμένο στο περιθώριο «Από την εργασία στο πράγμα»].

6 Στο γερμανικό κείμενο χρησιμοποιείται ο όρος Stoffwechsel που δηλώνει το μεταβολισμό και, κατά λέξη, την «(αντ)αλλαγή υλικών». Στα ελληνικά δεν υπάρχει η δυνατότητα να γίνει το χαριτολόγημα αυτό, αφού απουσιάζει η αναφορά σε «υλικό». Προτιμούμε έτσι την ακριβέστερη απόδοση «ανταλλαγή υλικών» (ΣτΕλλΜ).

7  MEW τ. 13, σ. 37.

8  [Η λέξη είναι υπογραμμισμένη με στυλό και υπάρχει ερωτηματικό στο περιθώριο].

9  MEW τ. 23, σ. 101.

10 Στο γερμανικό κείμενο Gesetzmäßigkeit. Αποδίδουμε τον όρο ως κανονικότητα διότι οι ετυμολογικά ακριβέστεροι «νομιμότητα» και «νομοτέλεια» μπορεί να οδηγήσουν σε εννοιολογικές παρεξηγήσεις (ΣτΕλλΜ).

11  MEW τ. 13, σ. 29.

12  MEW τ. 13, σ. 29-30.

13  [Λέξη υπογραμμισμένη με μολύβι].

14  MEW τ. 26.3, σ. 133.

15  MEW τ. 13, σ. 30.

16  MEW τ. 13, σ. 28.

17  [Διόρθωση με μολύβι. Αρχικά είχε γράψει «διάσημη»].

18  MEW τ. 13, σ. 30.

19  [Ερωτηματικό στο περιθώριο].

20  MEW τ. 23, σ. 101 (υπογράμμιση του Ρούμπιν).

21  MEW τ. 23, σ. 82 (υποσημείωση).

22  Ο Μαρξ τόνισε περισσότερο το πρώτο συμπέρασμα στο Για την κριτική…. Το δεύτερο υπάρχει στο δεύτερο κεφάλαιο του Κεφαλαίου, ιδίως στη θεωρία για τις αξιακές μορφές.

23 [Η φράση αυτή και η συνέχεια μέχρι τις δύο τελείες είναι υπογραμμισμένη στο περιθώριο με μολύβι και υπάρχει το σχόλιο: «Λίγο»].

24  MEW τ. 23, σ. 83.

25  MEW τ. 23, σσ. 70, 72, 76, 81, 82, 84.

26  MEW τ. 23, σ. 84.

27  MEW τ. 13, σσ. 28-29.

28  MEW τ. 13, σ. 34.

29  [Διόρθωση με μολύβι της λέξης «ενός»].

30  [Αρχή υπογράμμισης με μολύβι στο περιθώριο και σχόλιο: «Λίγο»].

31  MEW, τ. 23, σ. 146-147.

32  MEW, τ. 23, σ. 146-147. [Τέλος της υπογράμμισης με μολύβι στο περιθώριο].

33  Rykacev, Το χρήμα και η δύναμη του χρήματος. Απόπειρα θεωρητικής ερμηνείας και δικαιολόγησης του καπιταλισμού, 1910, σ. 81.

34  Στο ίδιο, σ. 61.

35  Στο ίδιο, σ. 163.

36  Στο ίδιο, σ. 77.

37  Στο ίδιο, σ. 66.

38  Στο ίδιο, σ. 104.

39  Στο ίδιο, σ. 102.

40 [Hilferding, Das Finanzkapital, Βερολίνο, 1947, σ. 10. Ο Rubin παραπέμπει στη ρωσική έκδοση του 1918].

41 [Στο ίδιο, σ. 12].

42  MEW τ. 26.3, σσ. 130-131.

43 [Εννοείται ο γερμανός φιλόλογος και μελετητής του αρχαίου κόσμου August Böckh (1785-1867). Στο έργο του Metrologische Untersuchungen über Gewichte, Münzfüsse und Masse des Alterthums in ihrem Zusammenhange ισχυρίζεται ότι οι πρώτες μονάδες βάρους προσδιορίσθηκαν θεωρητικά και εισήχθησαν με διοικητικές αποφάσεις].

44 «Μη συνειδητές» όχι με την απόλυτη έννοια, αλλά ως προς το ότι οι ανταλλάσσοντες δεν απέβλεπαν στο να δημιουργήσουν το χρήμα. Η διαμόρφωσή του ήταν ένα μη επιδιωχθέν, «ετερογενές» αποτέλεσμα μαζικής δράσης.

45  MEW τ. 13, σ. 35.

46  MEW τ. 23, σ. 101.

47  MEW τ. 23, σ. 102.

48  MEW τ. 13, σ. 26.

49  MEW τ. 23, σ. 102.

50  MEW τ. 13, σ. 35.

51 [Δίπλα σε αυτή τη φράση υπάρχει ερωτηματικό στο περιθώριο].

52  MEW τ. 13, σ. 35.

53  Helfferich, Das Geld, 1923, σσ. 13-14.

54  Tugan-Baranovskij, Osnory politiceskoj ékonomii, 1917, σ. 242.

55  MEW τ. 23, σ. 103.

56  MEW τ. 23, σ. 103.

57  MEW τ. 13, σ. 35.

58  MEW τ. 23, σ. 103.

59 Helfferich, Das Geld, 16. Το ρόλο αντικειμένων που αποκτώνταν στο εξωτερικό εμπόριο ως πρώτης μορφής χρήμα επισημαίνει και ο Wagner, Theoretische Sozialökonomik, II-2, 1909, 130.

60  MEW τ. 13, σ. 130.

61  MEW τ. 13, σσ. 128-130.

62  MEW τ. 13, σ. 131 και τ. 23, σ. 104.

63 Βλ. το άρθροτου E. Preobrazenskij in Vestnik Socialisticeskoj Akademii, 1923 σχετικάμε το ρωσικόρούβλι.

64  [Georg Freidrich Knapp, Staatliche Geldtheorie, München, 1921].

65  [William Ridgeway, The origin of metallic currency and weight standards, Cambridge, 1892, σσ. 124-133].

66 Το «γράμμα» αποτελεί υποδιαίρεση της δραχμής ως νομίσματος και μονάδας βάρους. Στα γερμανικά Gran (ΣτΕλλΜ).

67  Svjatlovskij, Proischozdenie deneg i deneznych znakov, 1923, σ. 45.

68  MEW τ. 23, σ. 112.

69  MEW τ. 23, σ. 82. Στο απόσπασμα αυτό ο Μαρξ θεωρεί το πανί ως χρήμα.

70  MEW τ. 23, σ. 79.

71  MEW τ. 23, σ. 80.

72 [Υπογράμμιση με μολύβι].

73  MEW τ. 23, σ. 80.

74  MEW τ. 26.3, σσ. 130-131.

75  MEW τ. 13, σ. 45.

76  MEW τ. 23, σ. 65 (υπογράμμιση του Ρούμπιν).

77  MEW τ. 23, σ. 65.

78  MEW τ. 23, σ. 72.

79  MEW τ. 23, σ. 73.

80  MEW τ. 23, σ. 73.

81 Στα ρωσικά castnyj σημαίνει μερικές φορές «συγκεκριμένο» ή «ιδιαίτερο». Ο Μαρξ μιλά όμως για Privatarbeit (ιδιωτική εργασία), δηλαδή για εργασία που οργανώνεται με τη μορφή ιδιωτικής καπιταλιστικής επιχείρησης ή γενικότερα ιδιωτικής επιχείρησης που παράγει εμπορεύματα.

82 [Ερωτηματικό στο περιθώριο].

83  MEW τ. 23, σ. 73.

84 Βλ. το παράρτημα [Το παράρτημα του χειρογράφου δεν βρέθηκε].

85  MEW τ. 25, σ. 887.

86  MEW τ. 23, σ. 119.

87  MEW τ. 23, σ. 199.

88 Όπως ορθά παρατηρήθηκε: «Η μεταμόρφωση του εμπορεύματος αποτελεί αλλαγή της κοινωνικής θέσης του παραγωγού της. Η ιδιωτική του εργασία αποκτά τη μορφή κοινωνικά σημαντικής εργασίας» (Petry, Der soziale Gehalt der Marx’schen Werttheorie, 1916, σσ. 64-65).

89 Βλ. το βιβλίο μας Ocerki po teorii stoimosti Marksa, σ. 60.

90  MEW τ. 23, σ. 128 (υπογράμμιση Ρούμπιν).

91  MEW τ. 13, σσ. 31-32.

92  MEW τ. 26.3, σ. 128.

93 Ως «ίση» εργασία εννοεί ο Μαρξ εδώ την απλή, μέση, ανειδίκευτη εργασία και ως «αναγκαία» την κοινωνικά αναγκαία. Η «γενική» εργασία δηλώνει εδώ, όπως και στο Για την κριτική …, την αφηρημένη εργασία. MEW τ. 26.3, σσ. 130-131.

94Finansovyj kapital.

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *