Karl Marx: Η διαφορά ανάμεσα στη δημοκρίτεια και την επικούρεια φιλοσοφία της φύσης

 

Δημοσιεύουμε το πρώτο μέρος απο την διδακτορική διατριβή του K.Marx για την σύγκριση των θεωριών του Δημόκριτου και του Επίκουρου. Η διατριβή κατατέθηκε στο Πανεπιστήμιο της Ιένας στις 6 Απριλίου του 1841 και στις 15 του ίδιου μήνα ο Marx, 23 χρονών τότε, έλαβε το διδακτορικό του δίπλωμα. Το κείμενο είναι απο το βιβλίο “η διαφορά ανάμεσα στη Δημοκρίτεια και την Επικούρεια φιλοσοφία της φύσης”, Karl Marx,  εκδόσεις αλλαγή, 1984 και η αναδημοσίευση είναι απο το marxistbooks. 

 

 

 

Η ΔΙΑΦΟΡΑ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗ ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ

 

 

Η ΔΙΑΦΟΡΑ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗ ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ  ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ, ΓΕΝΙΚΑ

 

 

Ι. Αντικείμενο της Πραγματείας

 

 

Η ελληνική φιλοσοφία μοιάζει να έχει αυτό που υποτίθεται ότι δεν έχει μια καλή τραγωδία: δηλαδή ένα ανούσιο τέλος(α). Η αντικειμενική ιστορία της φιλοσοφίας στην Ελλάδα φαίνεται πως τελειώνει με τον(β) Αριστοτέλη, το Μεγαλέξανδρο της ελληνικής φιλοσοφίας, και ακόμα και οι ρωμαλέοι στωικοί δεν πέτυχαν(γ) αυτό που κατόρθωσαν οι Σπαρτιάτες στους ναούς τους –να αλυσοδέσουν την Αθηνά(δ) πάνω στον Ηρακλή, έτσι που αυτή να μην μπορεί να ξεφύγει.

Οι επικούρειοι, οι στωικοί και οι σκεπτικοί θεωρούνται σαν μια σχεδόν αταίριαστη προσθήκη που δεν έχει καμιά σχέση με τις γεμάτες δύναμη προκείμενές τους(ε). Η επικούρεια φιλοσοφία θεωρείται σαν ένας συγκριτικός συνδυασμός της δημοκρίτειας φυσικής και της κυρηναϊκής ηθικής. Ο στωικισμός σαν μείγμα της ηρακλείτειας θεώρησης της Φύσης με την κυνική-ηθική κοσμοαντίληψη μαζί με λίγη αριστοτέλεια λογική. Και, τέλος, ο σκεπτικισμός, σαν το αναγκαίο κακό που αντιπαρατίθεται σ’ αυτούς τους δογματισμούς. Έτσι, οι φιλοσοφίες αυτές, με το να τις μετατρέπει κανείς σ’ ένα μονόπλευρο και μεροληπτικό εκλεκτικισμό, συνδέονται ασυναίσθητα με την αλεξανδρινή φιλοσοφία. Η αλεξανδρινή φιλοσοφία, τελικά, θεωρείται ολοκληρωτικά σαν μια φαντασίωση και διαταραχή –μια σύγχυση που το πολύ πολύ που μπορεί να της αναγνωριστεί είναι η καθολικότητα στις προθέσεις.

Βέβαια, είναι κοινοτοπία(στ) το ότι η γέννηση, η ακμή και η παρακμή συνιστούν τον σιδερένιο κύκλο μέσα στον οποίο είναι κλεισμένο και τον οποίο πρέπει να διαγράψει καθετί το ανθρώπινο. Έτσι, δεν θα έπρεπε να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι μαράθηκε η ελληνική φιλοσοφία, αφού έφθασε στο ζενίθ της με τον Αριστοτέλη. Αλλά ο θάνατος του ήρωα μοιάζει με τη δύση του ήλιου κι όχι με το σκάσιμο ενός παραφουσκωμένου βατράχου.

Έπειτα η γέννηση, η ακμή και η παρακμή είναι πολύ γενικές, πολύ αόριστες έννοιες, μέσα στις οποίες, βέβαια, μπορούν να χωρέσουν τα πάντα, αλλά και με τις οποίες τίποτε δεν μπορεί να κατανοηθεί. Η ίδια η παρακμή έχει ήδη μορφοποιηθεί μέσα στο ζωντανό. Γι’ αυτό η μορφή της θα πρέπει να συλληφθεί στα ειδικά της χαρακτηριστικά, το ίδιο όπως και η μορφή της ζωής.

Τελικά, αν ρίξουμε μια ματιά στην ιστορία, ο επικουρισμός, ο στωικισμός και ο σκεπτικισμός είναι επιμέρους φαινόμενα; Δεν είναι τα πρότυπα του ρωμαϊκού πνεύματος; Η μορφή με την οποία η Ελλάδα πορεύτηκε στη Ρώμη; Δεν είναι η ουσία τους τόσο χαρακτηριστική, τόσο έντονη και αιώνια, ώστε ακόμα και ο σύγχρονος κόσμος να πρέπει να τους παραχωρήσει πλήρη πνευματικά πολιτικά δικαιώματα;

Δίνω έμφαση σ’ αυτό μόνο και μόνο για να θυμίσω την ιστορική σημασία αυτών των συστημάτων. Όμως, εδώ δεν μας ενδιαφέρει η σημασία που έχουν για τον πολιτισμό γενικά, αλλά η σχέση τους με την παλιότερη ελληνική φιλοσοφία.

Δεν θα έπρεπε αυτή η σχέση να μας παρακινήσει τουλάχιστον σε μια έρευνα, να δούμε την ελληνική φιλοσοφία να τελειώνει με δύο διαφορετικές ομάδες εκλεκτικών συστημάτων: η μια ο κύκλος της επικούρειας, της στωικής και της σκεπτικής φιλοσοφίας, και η άλλη που ταξινομείται στη συλλογική ονομασία «αλεξανδρινή σκέψη»; Ακόμα παραπέρα, δεν είναι αξιοσημείωτο ότι μετά την πλατωνική και την αριστοτέλεια φιλοσοφία, που είναι καθολικές στο πεδίο τους, εμφανίζονται νέα συστήματα που δεν στηρίζονται σ’ αυτά τα πλούσια διανοητικά σχήματα, αλλά στρέφονται ακόμα παραπίσω και καταφεύγουν στις πιο απλές σχολές –στους φιλόσοφους της Φύσης σε σχέση με τη φυσική, στη σωκρατική σχολή σ’ ότι αφορά την ηθική;

Επιπλέον, ποιός είναι ο λόγος που τα συστήματα που ακολούθησαν τον Αριστοτέλη, βρήκαν τα θεμέλια τους, ας πούμε, έτοιμα στο παρελθόν; Ποιός είναι ο λόγος που ο Δημόκριτος συνδέεται με τους κυρηναϊκούς κι ο Ηράκλειτος με του κυνικούς; Είναι τυχαίο που με τους επικούρειους, τους στωικούς και τους σκεπτικούς όλες οι στιγμές της αυτοσυνείδησης αντιπροσωπεύονται ολοκληρωμένες, αλλά κάθε στιγμή ως μια ξεχωριστή ύπαρξη; Είναι τυχαίο που αυτά τα συστήματα στην καθολικότητά τους(ζ) απαρτίζουν την ολοκληρωμένη δομή της αυτοσυνείδησης; Τελικά, ο χαρακτήρας με τον οποίο η ελληνική φιλοσοφία αρχίζει, σύμφωνα με το μύθο, με τους Επτά Σοφούς, και που ενσαρκώνεται, ας πούμε, σαν το κεντρικό της σημείο, στον Σωκράτη ως τον δημιουργό της –εννοώ το χαρακτήρα του σοφοῦ– είναι τυχαίο που στα παραπάνω συστήματα αυτό θεωρείται σαν η πραγματικότητα της αληθινής επιστήμης;

Μου φαίνεται πως αν τα προγενέστερα συστήματα είναι πιο σημαντικά και πιο ενδιαφέροντα για το περιεχόμενο, τα μετα-αριστοτελικά, και πρώτα πρώτα ο κύκλος της επικούρειας, της στωικής και της σκεπτικής σχολής, είναι πιο σημαντικά και πιο ενδιαφέροντα για την υποκειμενική μορφή, το χαρακτήρα της ελληνικής φιλοσοφίας. Αλλά είναι ακριβώς η υποκειμενική μορφή ο πνευματικός φορέας των φιλοσοφικών συστημάτων που μέχρι σήμερα έχει αγνοηθεί σχεδόν εντελώς για χάρη των μεταφυσικών τους χαρακτηριστικών.

Θα αφήσω για μια πιο εκτεταμένη εξέταση την παρουσίαση της επικούρειας, της στωικής και της σκεπτικής φιλοσοφίας ως όλο και στη συνολική τους σχέση με την προηγούμενη και μεταγενέστερη ελληνική φιλοσοφία.

Εδώ, θα αρκεστώ να αναπτύξω αυτή τη σχέση, ας πούμε, μ’ ένα παράδειγμα, και μόνο από μια άποψη, δηλαδή τη σχέση τους με την προηγούμενη σκέψη.

Σαν τέτοιο παράδειγμα διαλέγω τη σχέση ανάμεσα στην επικούρεια και τη δημοκρίτεια φιλοσοφία της Φύσης. Δεν πιστεύω πως είναι το πιο κατάλληλο σημείο επαφής. Πραγματικά, από τη μια, είναι μια παλιά και ριζωμένη προκατάληψη να ταυτίζεται η δημοκρίτεια με την επικούρεια φυσική, έτσι που οι τροποποιήσεις του Επίκουρου να θεωρούνται σαν αυθαίρετες φαντασιοπληξίες. Από την άλλη, είμαι αναγκασμένος να προχωρήσω, σ’ ότι αφορά τις λεπτομέρειες, σ’ αυτό που φαίνεται να είναι μικροσκοπικές εξετάσεις. Αλλά ακριβώς γιατί αυτή η προκατάληψη είναι τόσο παλιά όσο και η ιστορία της φιλοσοφίας, ακριβώς γιατί οι διαφορές είναι τόσο κρυμμένες που μόνο με το μικροσκόπιο μπορούν να ανακαλυφθούν, θα είναι ακόμα πιο σημαντικό αν, παρά την αλληλεξάρτηση της δημοκρίτειας και της επικούρειας φυσικής, μπορεί να αποδειχτεί μια ουσιαστική διαφορά που να φθάνει στις πιο μικρές λεπτομέρειες. Ό,τι μπορεί να αποδειχτεί σε μικρή κλίμακα, μπορεί ακόμα πιο εύκολα να δειχτεί εκεί όπου οι σχέσεις εξετάζονται σε μεγαλύτερες διαστάσεις, ενώ, αντίστροφα, πολύ γενικές εξετάσεις αφήνουν αμφιβολίες για το αν το αποτέλεσμα θα ισχύει όταν εφαρμοστεί στις λεπτομέρειες.

 

 

ΙΙ. Απόψεις για τη Σχέση Ανάμεσα στη Δημοκρίτεια και την Επικούρεια Φυσική

 

 

Το ποια σχέση έχει η άποψη μου γενικά με τις προηγούμενες, θα φανεί αρκετά καθαρά, αν γίνει μια σύντομη ανασκόπηση των απόψεων των αρχαίων συγγραφέων για τη σχέση ανάμεσα στη δημοκρίτεια και την επικούρεια φυσική.

Ο Ποσειδώνιος ο Στωικός, ο Νικόλαος και ο Σωτίων κατηγορούν τον Επίκουρο ότι παρουσίασε σαν δικές του τη θεωρία του Δημόκριτου για τα άτομα και τη διδασκαλία του Αρίστιππου για την ηδονή(η)[1]. Ο Κόττα ο ακαδημεικός ρωτάει σύμφωνα με τον Κικέρωνα: «Τί υπάρχει στη φυσική του Επίκουρου που δεν ανήκει στο Δημόκριτο; Είναι αλήθεια ότι τροποποιεί μερικές λεπτομέρειες, αλλά στα περισσότερα τον επαναλαμβάνει[2]». Ο ίδιος ο Κικέρωνας λέει: «Στη φυσική, όπου έχει τις περισσότερες αξιώσεις, ο Επίκουρος είναι τελείως ξένος. Τα περισσότερα ανήκουν στον Δημόκριτο, όπου παρεκκλίνει απ’ αυτόν, όπου προσπαθεί να τον βελτιώσει, τον χειροτερεύει και τον καταστρέφει[3]».

Αν και πολλοί συγγραφείς κατηγορούν τον Επίκουρο ότι κακολογεί το Δημόκριτο, ο Λεόντιος, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, υποστηρίζει, αντίθετα, ότι ο Επίκουρος τιμούσε τον Δημόκριτο, γιατί ο τελευταίος τάχθηκε με την αληθινή διδασκαλία πριν απ’ αυτόν, γιατί ανακάλυψε νωρίτερα τις αρχές της Φύσης[4]. Στο δοκίμιο De Placitis Philosophorum (Δόξαι Φιλοσόφων), ο Επίκουρος θεωρείται ένας που φιλοσοφεί κατά τον τρόπον του Δημόκριτου[5].

Ο Πλούταρχος στον Κολώτη του, πάει πιο πέρα. Συγκρίνοντας διαδοχικά τον Επίκουρο με τους Δημόκριτο, Εμπεδοκλή, Παρμενίδη, Πλάτωνα, Σωκράτη, Στίλπωνα, τους κυρηναϊκούς και τους ακαδημεικούς, προσπαθεί να αποδείξει ότι ο «Επίκουρος οικειοποιήθηκε από το σύνολο της ελληνικής φιλοσοφίας το λαθεμένο και δεν κατάλαβε το αληθινό[6]». Παρόμοια, η πραγματεία [του]: De eo, Quod Secundum Epicurum non Beate Vivi Possit (Για Κείνο, που, Σύμφωνα με τον Επίκουρο, δεν Επιτρέπει στους Ανθρώπους να Ζουν Ευτυχισμένοι) είναι γεμάτη εχθρικούς υπαινιγμούς του ίδιου είδους.

Οι δυσμενείς αυτές απόψεις των αρχαιοτέρων συγγραφέων παραμένουν ίδιες και στους Πατέρες της εκκλησίας. Στις σημειώσεις παραπέμπω μόνο σ’ ένα απόσπασμα του Κλήμεντα του Αλεξανδρέα[7], ενός Πατέρα της εκκλησίας, που αξίζει να μνημονευτεί ιδιαίτερα σε σχέση με τον Επίκουρο, μια και ερμηνεύει την προειδοποίηση του Αποστόλου Παύλου ενάντια στη φιλοσοφία γενικά, ως προειδοποίηση ενάντια στην επικούρεια φιλοσοφία, σαν μια φιλοσοφία που ούτε μια φορά δεν έπλασε φαντασιώσεις για τη θεία πρόνοια και τα παρόμοια[8]. Αλλά πόσο κοινή ήταν η τάση να κατηγορείται ο Επίκουρος για λογοκλοπή, φαίνεται πάρα πολύ έντονα στον Σέξτο τον Εμπειρικό που θέλει να μετατρέψει μερικά αρκετά ακατάλληλα αποσπάσματα από τον Όμηρο και τον Επίχαρμο σε κύριες πηγές της επικούρειας φιλοσοφίας[9].

Είναι πασίγνωστο ότι οι περισσότεροι σύγχρονοι συγγραφείς εμφανίζουν τον Επίκουρο, στο βαθμό που ήταν ένας φιλόσοφος της Φύσης, σαν απλό λογοκλόπο του Δημόκριτου. Ο παρακάτω ισχυρισμός του Λάιμπνιτς είναι αντιπροσωπευτικός για τη γενική τους κρίση:

«Nous ne savons presque de ce grand homme (Democrite) que ce qu’ Epikur en a emprunte, qui n’ etait pas capable d’ en prendre toujours le meilleur (θ)[10]».

 

Έτσι, ενώ ο Κικέρωνας λέει ότι ο Επίκουρος χειροτέρεψε τη δημοκρίτεια διδασκαλία, αναγνωρίζοντάς του, ταυτόχρονα, τουλάχιστον τη θέληση να την βελτιώσει και να προσέξει τις ελλείψεις της, ενώ ο Πλούταρχος του αποδίδει ασυνέπεια[11] και μια προδιάθεση προς το κατώτερο, κι έτσι σπέρνει υποψίες για τις προθέσεις του, ο Λάιμπνιτς του αρνιέται ακόμα και την ικανότητα να αντιγράψει με επιτυχία το Δημόκριτο.

Αλλά, όλοι συμφωνούν ότι ο Επίκουρος δανείστηκε τη φυσική του από τον Δημόκριτο.

 

 

ΙΙΙ. Δυσκολίες Σχετικά με την Ταυτότητα της Δημοκρίτειας και της Επικούρειας Φιλοσοφίας της Φύσης

 

 

Πέρα από την ιστορική μαρτυρία, υπάρχουν και πολλές άλλες αποδείξεις για την ταυτότητα της δημοκρίτειας και της επικούρειας φυσικής. Οι αρχές –άτομα και κενό– είναι αναμφίβολα οι ίδιες. Μόνο σε μεμονωμένες περιπτώσεις φαίνεται να υπάρχει αυθαίρετη, άρα επουσιώδης, διαφορά.

Ωστόσο, ένα περίεργο και άλυτο αίνιγμα παραμένει. Δυο φιλόσοφοι διδάσκουν την ίδια ακριβώς επιστήμη, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο, αλλά –πόσο αντιφατικό!– είναι διαμετρικά αντίθετοι σε κάθετι που έχει σχέση με την αλήθεια, τη βεβαιότητα, την εφαρμογή αυτής της επιστήμης, και σε κάθετι που αναφέρεται στη σχέση ανάμεσα στη σκέψη και την πραγματικότητα γενικά. Λέω πως στέκονται διαμετρικά αντίθετοι και θα προσπαθήσω τώρα να το αποδείξω.

Α. Η άποψη του Δημόκριτου για την αλήθεια και τη βεβαιότητα της ανθρώπινης γνώσης φαίνεται δύσκολο να εξακριβωθεί. Αντιφατικά αποσπάσματα θα βρεθούν, ή μάλλον δεν είναι τα αποσπάσματα, αλλά οι απόψεις του Δημόκριτου που αντιφάσκουν μεταξύ τους. Γιατί ο ισχυρισμός του Τρεντέλεμπουργκ, στα ερμηνευτικά του σχόλια στην αριστοτέλεια ψυχολογία, ότι μόνο οι μεταγενέστεροι συγγραφείς, αλλά όχι ο Αριστοτέλης, ήξεραν τέτοιες αντιφάσεις, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

Πραγματικά, στο Περί Ψυχής(ι) του Αριστοτέλη δηλώνεται: «Ο Δημόκριτος θεωρεί την ψυχή και το νου (verstand) ως ένα και το αυτό, μια και το φαινόμενο είναι το αληθινό πράγμα[12]». Αντίθετα, στο Μετά τα Φυσικά, γράφει: «Ο Δημόκριτος υποστηρίζει ότι τίποτε δεν είναι αληθινό, ή αυτό κρύβεται από μας[13]». Δεν είναι αντιφατικά αυτά τα αποσπάσματα από τον Αριστοτέλη; Αν το φαινόμενο είναι το αληθινό πράγμα, πως μπορεί το αληθινό πράγμα να είναι κρυμμένο; Το κρύψιμο αρχίζει μόνο όταν το φαινόμενο και η αλήθεια διαχωριστούν(ια). Αλλά ο Διογένης ο Λαέρτιος δηλώνει ότι ο Δημόκριτος συγκαταλεγόταν στους σκεπτικούς. Παραθέτουμε το ρητό του: «Στην πραγματικότητα δεν ξέρουμε τίποτε, επειδή η αλήθεια βρίσκεται στο βαθύ πυθμένα του πηγαδιού[14]». Τέτοιες δηλώσεις υπάρχουν και στον Σέξτο τον Εμπειρικό[15].

Αυτή η σκεπτικιστική, αβέβαιη και εσωτερικά αντιφατική άποψη του Δημόκριτου αναπτύσσεται παραπέρα στον τρόπο με τον οποίο καθορίζεται η σχέση ανάμεσα στο άτομο και στον κόσμο που εμφανίζεται στις αισθήσεις. Η αισθητηριακή εμφάνιση, από τη μια, δεν ανήκει στα ίδια τα άτομα. Δεν είναι αντικειμενική εμφάνιση, αλλά υποκειμενική εξωτερική όψη (Schein-έκφανση). «Οι αληθινές αρχές είναι τα άτομα και το κενό, όλα τα άλλα είναι γνώμη, εξωτερική όψη[16]». «Το κρύο υπάρχει μόνο σύμφωνα με την γνώμη, η ζέστη υπάρχει μόνο σύμφωνα με την γνώμη, αλλά στην πραγματικότητα υπάρχουν μόνο τα άτομα και το κενό[17]». Η ενότητα, κατά συνέπεια, δεν απορρέει αληθινά από τα πολλά άτομα, αλλά μάλλον «μέσα από το συνδυασμό των ατόμων κάθε πράγμα εμφανίζεται να γίνεται μια ενότητα[18]».

Άρα, οι αρχές μπορούν να γίνουν αντιληπτές μόνο μέσα από το λογικό, μια και είναι απρόσιτες στο μάτι των αισθήσεων, αν όχι για τίποτε άλλο, εξαιτίας του μικρού μεγέθους τους. Γι’ αυτό το λόγο αυτές ονομάζονται ακόμα και ιδέες[19]. Η αισθητηριακή εμφάνιση είναι, από την άλλη, το μόνο αληθινό αντικείμενο, και η αίσθησις είναι η φρόνησις, αυτό το αληθινό πράγμα, ωστόσο, είναι το μεταβαλλόμενο, το ασταθές, το φαινόμενο. Αλλά είναι αντιφατικό να λες ότι το φαινόμενο είναι το αληθινό πράγμα[20]. Έτσι πότε η μια και πότε η άλλη πλευρά γίνεται το υποκειμενικό και το αντικειμενικό. Επομένως η αντίφαση φαίνεται να διαμελίζεται, μοιρασμένη σε δυο κόσμους. Κατά συνέπεια, ο Δημόκριτος μετατρέπει την αισθητηριακή πραγματικότητα σε υποκειμενική εξωτερική όψη. Αλλά η αντινομία, εξορισμένη από τον κόσμο των αντικειμένων, υπάρχει τώρα στη δική του αυτοσυνείδηση, όπου οι έννοιες του ατόμου και της αισθητηριακής αντίληψης αντιμετωπίζουν η μια την άλλη ως εχθροί. Έτσι ο Δημόκριτος δεν ξεφεύγει από την αντινομία. Εδώ δεν είναι ακόμα το σημείο για να την εξηγήσουμε. Είναι αρκετό ότι δεν μπορούμε να αρνηθούμε την ύπαρξή της.

Τώρα ας ακούσουμε τον Επίκουρο.

Ο σοφός, λέει, υιοθετεί μια δογματική, όχι μια σκεπτικιστική στάση[21]. Ναι, ακριβώς αυτό τον κάνει ανώτερο απ’ όλους τους άλλους: το ότι γνωρίζει με πεποίθηση στάση[22]. «Όλες οι αισθήσεις είναι κήρυκες του αληθινού[23]». «Ούτε υπάρχει τίποτε που να μπορεί να αντικρούσει τις αισθήσεις, ούτε το όμοιο μπορεί να αντικρούσει το όμοιο, γιατί έχουν την ίδια εγκυρότητα, ούτε το ανόμοιο μπορεί να αντικρούσει το ανόμοιο, γιατί δεν κρίνουν το ίδιο πράγμα, ούτε η έννοια, γιατί η έννοια εξαρτάται από τις αισθητηριακές αντιλήψεις[24]», όπως γράφει στον Κανόνα. Αλλά ενώ ο Δημόκριτος μετατρέπει τον αισθητό κόσμο σε υποκειμενική εξωτερική όψη, ο Επίκουρος τον μετατρέπει σε αντικειμενική εμφάνιση. Κι εδώ διαφέρει αρκετά συνειδητά, μια και ισχυρίζεται ότι συμμερίζεται τις ίδιες αρχές αλλά ότι δεν ανάγει τις αισθητηριακές ποιότητες σε ζητήματα απλής γνώμης[25].

Μια και οι αισθήσεις ήταν πραγματικά το κριτήριο του Επίκουρου, μια και η αντικειμενική εμφάνιση ανταποκρίνεται σ’ αυτές, τότε δεν μπορούμε παρά να θεωρούμε σαν σωστό συμπέρασμα αυτό για το οποίο ο Κικέρωνας σηκώνει τους ώμους του:

«Ο ήλιος φαίνεται μεγάλος στον Δημόκριτο, γιατί είναι άνθρωπος της επιστήμης μυημένος στη γεωμετρία, στον Επίκουρο φαίνεται πως είναι περίπου δυο πόδια μεγάλος, γιατί κηρύσσει πως είναι τόσο μεγάλος όσο φαίνεται[26]».

Β. Αυτή η διαφορά στις θεωρητικές κρίσεις του Δημόκριτου και του Επίκουρου για τη βεβαιότητα της επιστήμης και για την αλήθεια των αντικειμένων της, εκδηλώνεται στην αταίριαστη επιστημονική ενεργητικότητα και πράξη αυτών των ανδρών.

Ο Δημόκριτος, για τον οποίο η αρχή δεν υπεισέρχεται στην εμφάνιση, παραμένει χωρίς πραγματικότητα και ύπαρξη, αντιμετωπίζει, από την άλλη πλευρά, τον κόσμο των αισθήσεων ως τον πραγματικό κόσμο, γεμάτο από περιεχόμενο. Αληθινά, αυτός ο κόσμος είναι υποκειμενική εξωτερική όψη, αλλά ακριβώς γι’ αυτό το λόγο ξεκόβεται από την αρχή, αφημένος στη δική του ανεξάρτητη πραγματικότητα. Την ίδια στιγμή είναι το μοναδικό πραγματικό αντικείμενο και σαν τέτοιο έχει αξία και σημασία. Ο Δημόκριτος οδηγείται, έτσι, στην εμπειρική παρατήρηση. Ανικανοποίητος από τη φιλοσοφία, ρίχνεται στην αγκαλιά της θετικής γνώσης. Ήδη είδαμε ότι ο Κικέρωνας τον αποκαλεί vir eruditus(ιβ). Είναι μυημένος στη φυσική, την ηθική, τα μαθηματικά, στις εγκυκλοπαιδικές γνώσεις, στην κάθε είδους τέχνη[27]. Μόνο ο κατάλογος των βιβλίων του, που παραθέτει ο Διογένης ο Λαέρτιος, μαρτυράει την πολυμάθειά του[28]. Αλλά μια και χαρακτηριστικό γνώρισμα της πολυμάθειας είναι να επεκτείνεται σε πλάτος, να συγκεντρώνει και να ερευνά προς τα έξω, βλέπουμε το Δημόκριτο να περιπλανιέται στον μισό κόσμο, για να αποκτήσει εμπειρίες, γνώσεις και να κάνει παρατηρήσεις.

«Από όλους τους σύγχρονούς μου, καμαρώνει, εγώ περιδιάβασα το πιο μεγάλο μέρος της γης, ερευνώντας τα πιο απομακρυσμένα πράγματα. Γνώρισα πάρα πολλά κλίματα και χώρες, κι άκουσα πάρα πολλούς μορφωμένους ανθρώπους. Και στη γραμμική σύνθεση με απόδειξη κανείς δεν με ξεπέρασε ούτε κι οι επονομαζόμενοι Αρπεδονάπτες(ιγ) των Αιγυπτίων[29]».

Ο Δημήτριος στους Ομωνύμους του (Ομωνύμοις) και ο Αντισθένης στις Διαδοχές (Διαδοχαίς) αναφέρουν πως ταξίδεψε στην Αίγυπτο, στους Ιερείς για να μάθει γεωμετρία, και στους Χαλδαίους στην Περσία, κι ότι έφθασε στην Ερυθρά Θάλασσα. Μερικοί υποστηρίζουν ότι συνάντησε τους Γυμνοσοφιστές στην Ινδία και πάτησε το πόδι του στην Αιθιοπία[30]. Από τη μια, είναι η δίψα για γνώση που δεν τον αφήνει σε ησυχία, αλλά ταυτόχρονα και το ανικανοποίητο από την αληθινή, δηλαδή τη φιλοσοφική γνώση που τον οδηγεί μακριά στα ξένα. Η γνώση που θεωρεί αληθινή, είναι χωρίς περιεχόμενο, η γνώση που του δίνει περιεχόμενο είναι χωρίς αλήθεια. Θα μπορούσε να είναι ένα παραμύθι, αλλά αληθινό παραμύθι, εκείνο το ανέκδοτο των αρχαίων μια και δίνει μια εικόνα των αντιφατικών στοιχείων του Είναι του. Ο Δημόκριτος υποτίθεται ότι τυφλώθηκε μόνος του για να μην επισκιάζει την οξύτητα του πνεύματος το αισθητηριακό φως του ματιού[31].Είναι ο ίδιος άνθρωπος που, σύμφωνα με τον Κικέρωνα, περιδιάβασε τον μισό κόσμο (ιδ), αλλά δε βρήκε αυτό που έψαχνε.

Μια αντίθετη μορφή μας παρουσιάζεται στον Επίκουρο.

Ο Επίκουρος είναι ικανοποιημένος και ευδαίμων στη φιλοσοφία.

«Πρέπει, λέει, να υπηρετείς τη φιλοσοφία έτσι, που η αληθινή ελευθερία να είναι η μοίρα σου. Αυτός που υποτάχτηκε και παραδόθηκε σ’ αυτήν, δεν χρειάζεται να περιμένει –απελευθερώνεται αμέσως. Γιατί το να υπηρετείς τη φιλοσοφία είναι η ίδια η ελευθερία[32]». Κατά συνέπεια, διδάσκει: «ας μην καθυστερήσει κανείς, όταν είναι νέος, τη μελέτη της φιλοσοφίας, ούτε όταν είναι γέρος, ας μην κουραστεί από τη μελέτη του. Γιατί κανείς δεν μπορεί να φθάσει πολύ νωρίς ή πολύ αργά να εξασφαλίσει την υγεία της ψυχής του. Και ο άνθρωπος που λέει ότι η εποχή για τη φιλοσοφία έχει περάσει ή δεν ήρθε ακόμη, είναι σαν εκείνον που λέει ότι ή εποχή για την ευτυχία δεν ήρθε ακόμα γι’ αυτόν ή ότι πέρασε[33]».

Ενώ ο Δημόκριτος, ανικανοποίητος από τη φιλοσοφία, ρίχνεται στην αγκαλιά της εμπειρικής γνώσης, ο Επίκουρος δεν έχει τίποτε άλλο εκτός από περιφρόνηση για τις θετικές επιστήμες, μια και, κατά τη γνώμη του, δεν συνεισφέρουν τίποτε στην αληθινή τελείωση[34]. Ονομάζεται εχθρός της επιστήμης, άνθρωπος που περιφρονεί τη γραμματική[35]. Κατηγορείται ακόμα και για άγνοια.

 «Αλλά», λέει ένας επικούρειος, σύμφωνα με τον Κικέρωνα, «δεν ήταν ο Επίκουρος εκείνος που δεν ήταν πολυμαθής, αλλά είναι αμαθείς εκείνοι που πιστεύουν ότι αυτό που είναι ντροπή να μην ξέρει ένα παιδί, ένας ηλικιωμένος θα έπρεπε να συνεχίζει να το απαγγέλλει[36]».

 Αλλά ενώ ο Δημόκριτος ψάχνει να μάθει από τους Αιγυπτίους Ιερείς, τους Πέρσες Χαλδαίους και τους Ινδούς Γυμνοσοφιστές, ο Επίκουρος καμαρώνει που δεν είχε κανέναν δάσκαλο, που ήταν αυτοδίδακτος[37]. Υπάρχουν μερικοί άνθρωποι, λέει, σύμφωνα με το Σενέκα, που αγωνίζονται για την αλήθεια χωρίς καμιά βοήθεια. Ανάμεσα σ’ αυτούς χάραξε και ο ίδιος το δικό του δρόμο. Και είναι αυτούς, τους αυτοδίδακτους, που επαινεί περισσότερο. Οι άλλοι, σύμφωνα μ’ αυτόν, είναι δεύτερης κατηγορίας μυαλά[38]. Ενώ ο Δημόκριτος οδηγείται σ’ όλα τα μέρη του κόσμου, ο Επίκουρος αφήνει δυο-τρεις φορές μόνο τον Κήπο του (ιε) στην Αθήνα και ταξιδεύει στην Ιωνία, όχι για να ασχοληθεί με μελέτες, αλλά για να επισκεφτεί φίλους[39]. Τελικά, ενώ ο Δημόκριτος (ιστ), απελπισμένος από την αναζήτηση της γνώσης, αυτοτυφλώνεται, ο Επίκουρος, νιώθοντας την ώρα του θανάτου να πλησιάζει, κάνει ένα ζεστό μπάνιο, ζητάει καθαρό κρασί και συμβουλεύει τους φίλους του να έχουν πίστη στη φιλοσοφία[40].

 

Γ. Οι διαφορές που μόλις εκθέσαμε, δεν θα πρέπει να αποδοθούν στην τυχαία ατομικότητα των δυο φιλοσόφων –ενσαρκώνουν δύο αντίθετες τάσεις. Βλέπουμε ως διαφορά πρακτικής ενεργητικότητας αυτό που εκφράζεται στα παρακάτω αποσπάσματα σαν διαφορά θεωρητικής συνείδησης.

 Εξετάζουμε τελικά τη μορφή αντανάκλασης που εκφράζει τη σχέση ανάμεσα στη Σκέψη και το Είναι, την αμοιβαία τους σχέση. Στη γενική σχέση που βλέπει ο φιλόσοφος ανάμεσα στον κόσμο και τη σκέψη, απλά αντικειμενοποιεί για τον εαυτό του τη σχέση της δικής του ιδιαίτερης συνείδησης με τον πραγματικό κόσμο.

 Τώρα ο Δημόκριτος χρησιμοποιεί την αναγκαιότητα σαν μορφή αντανάκλασης της πραγματικότητας[41]. Ο Αριστοτέλης λέει γι’ αυτόν ότι ανάγει τα πάντα στην αναγκαιότητα[42]. Ο Διογένης ο Λαέρτιος αναφέρει ότι η δίνη των ατόμων, η αρχή των πάντων, είναι η δημοκρίτεια αναγκαιότητα[43]. Πιο ικανοποιητικές εξηγήσεις δίνονται από το συγγραφέα του De Placitis Philosophorum: «η αναγκαιότητα είναι, σύμφωνα με το Δημόκριτο, η μοίρα και ο νόμος, η πρόνοια και ο δημιουργός του κόσμου. Αλλά η ουσία αυτής της αναγκαιότητας είναι η αντιτυπία και η κίνηση και η ώθηση της ύλης»[44]. Ένα παρόμοιο απόσπασμα βρίσκουμε στις Φυσικές Εκλογές του Στοβαίου[45]και στο έκτο βιβλίο της Ευαγγελικής Προπαρασκευής (Praeparatio Evangelica) του Ευσέβιου[46]. Στις Ηθικές Εκλογές του Στοβαίου διασώζεται το παρακάτω απόφθεγμα του Δημόκριτου[47] –που επαναλαμβάνεται σχεδόν αυτούσιο στο δέκατο τέταρτο βιβλίο του Ευσέβιου[48]: Τα ανθρώπινα όντα θέλουν να δημιουργούν για τον εαυτό τους την ψευδαίσθηση του τυχαίου –μια εκδήλωση της δικής τους αβεβαιότητας, μια και το τυχαίο (Zufall) είναι ασυμβίβαστο με τη σωστή σκέψη. Ο Σιμπλίκιος αποδίδει παρόμοια στον Δημόκριτο ένα χωρίο στο οποίο ο Αριστοτέλης μιλάει για την παλιά διδασκαλία, που καταρρίπτει το τυχαίο[49].

 

Σε αντίθεση μ’ αυτό ο Επίκουρος λέει:

 

«Η αναγκαιότητα που εισήγαγαν(ιζ) μερικοί σαν τον απόλυτο κυρίαρχο, δεν υπάρχει, αλλά μερικά πράγματα είναι τυχαία, άλλα εξαρτώνται από την αυθαίρετη θέλησή μας. Την αναγκαιότητα δεν μπορείς να την πείσεις, αλλά το τυχαίο είναι ασταθές. Θα ήταν καλύτερο να ακολουθεί κανείς το μύθο για τους θεούς παρά να είναι σκλάβος της ειμαρμένης των φυσικών. Γιατί το πρώτο, αφήνει ελπίδες για έλεος, αν τιμάμε τους θεούς, ενώ το δεύτερο είναι η αμείλικτη αναγκαιότητα. Αλλά είναι το τυχαίο που πρέπει να γίνει αποδεκτό, όχι ο θεός, όπως πιστεύει το πλήθος[50]». «Είναι κακοτυχία να ζεις μέσα στην αναγκαιότητα, αλλά το να ζεις στην αναγκαιότητα δεν είναι αναγκαίο. Προς όλες τις κατευθύνσεις υπάρχουν πολλοί, σύντομοι και εύκολοι δρόμοι για την ελευθερία. Γι’ αυτό ας ευχαριστήσουμε το θεό που κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να κρατηθεί στη ζωή. Επιτρέπεται να υποτάξουμε την ίδια την αναγκαιότητα[51]».

 

Ο επικούρειος Βελλήιος λέει κάτι παραπλήσιο στον Κικέρωνα για τη στωική φιλοσοφία: «Τί να σκεφτούμε για μια φιλοσοφία που, όπως οι αγράμματες γριές, αποδίδει τα πάντα στη μοίρα; …Με τον Επίκουρο αποδεσμευτήκαμε, απελευθερωθήκαμε[52]».

 Έτσι, ο Επίκουρος αρνιέται ακόμα και τη διαζευκτική κρίση, ώστε να μη χρειάζεται να παραδεχτεί καμιά έννοια αναγκαιότητας[53].

 Πραγματικά, υποστηρίζεται ότι και ο Δημόκριτος χρησιμοποίησε την έννοια του τυχαίου, αλλά από τα δυο αποσπάσματα, πάνω σ’ αυτό το θέμα, που μπορούμε να βρούμε στον Σιμπλίκιο[54], το ένα μας κάνει να υποπτευόμαστε το άλλο, γιατί δείχνει καθαρά ότι δεν ήταν ο Δημόκριτος που χρησιμοποίησε την κατηγορία του τυχαίου, αλλά ο Σιμπλίκιος που του την απόδωσε σαν συνέπεια. Γιατί λέει: ο Δημόκριτος, γενικά μιλώντας, δεν καθορίζει καμιά αιτία για τη δημιουργία του κόσμου, επομένως φαίνεται ότι μετατρέπει το τυχαίο σε αιτία. Εδώ, ωστόσο, ενδιαφερόμαστε όχι για τον προσδιορισμό του περιεχομένου, αλλά για τη μορφή που χρησιμοποιήθηκε συνειδητά από το Δημόκριτο. Η κατάσταση είναι παρόμοια σε σχέση με την αναφορά του Ευσέβιου ότι ο Δημόκριτος έκανε το τυχαίο κυβερνήτη του καθολικού και του θείου, και ισχυρίστηκε ότι εδώ κάθετι συμβαίνει μέσα από το τυχαίο, ενώ, αντίθετα, απόκλεισε το τυχαίο από την ανθρώπινη ζωή και την εμπειρική Φύση, και ονόμασε τους υποστηρικτές του ανόητους[55].

 Ενμέρει, σ’ αυτά τα λόγια δεν βλέπουμε παρά μια επιθυμία του χριστιανού επισκόπου Διονύσιου για βιασμένα συμπεράσματα. Ενμέρει, εκεί που το καθολικό και το θείο αρχίζουν, η δημοκρίτεια έννοια της αναγκαιότητας παύει να διαφέρει από το τυχαίο.

 Επομένως, το εξής τουλάχιστον είναι ιστορικά βέβαιο: ο Δημόκριτος χρησιμοποιεί την αναγκαιότητα, κι ο Επίκουρος το τυχαίο. Και ο καθένας τους απορρίπτει την αντίθετη άποψη με πολεμικό μένος.

 Η κυριότερη συνέπεια αυτής της διαφοράς εμφανίζεται στον τρόπο με τον οποίο εξηγούνται τα επιμέρους φυσικά φαινόμενα.

 Η αναγκαιότητα εμφανίζεται στην πεπερασμένη Φύση σαν σχετική αναγκαιότητα, ως ντετερμινισμός. Η σχετική αναγκαιότητα συνάγεται μόνο από την πραγματική δυνατότητα, δηλαδή είναι ένα πλέγμα συνθηκών, λόγων, αιτιών, κλπ., μέσα από το οποίο αποκαλύπτεται αυτή η αναγκαιότητα. Η πραγματική δυνατότητα είναι(ιη) η ερμηνεία της σχετικής αναγκαιότητας. Και την βρίσκουμε να χρησιμοποιείται από το Δημόκριτο. Παραθέτουμε μερικά αποσπάσματα από το Συμπλίκιο.

 Αν κάποιος διψάει και πιει και αισθανθεί καλύτερα, ο Δημόκριτος δεν θα πει ότι το τυχαίο είναι η αιτία, αλλά η δίψα. Γιατί, αν και φαίνεται πως χρησιμοποιεί το τυχαίο σε σχέση με τη δημιουργία του κόσμου, όμως υποστηρίζει ότι το τυχαίο δεν είναι η αιτία για κάθε επιμέρους γεγονός, αλλά, αντίθετα, οδηγεί πίσω σ’ άλλες αιτίες. Έτσι για παράδειγμα, το σκάψιμο είναι η αιτία ενός θησαυρού που βρέθηκε, ή η καλλιέργεια η αιτία της ελιάς[56].

 Ο ενθουσιασμός και η σοβαρότητα με την οποία ο Δημόκριτος εισάγει αυτόν τον τρόπο εξήγησης στην παρατήρηση της Φύσης, η σημασία που προσδίδει στον αγώνα για την εξακρίβωση των αιτιών εκφράζονται απλοϊκά(ιθ) στην ομολογία του: «Θα προτιμούσα να ανακαλύψω μια καινούργια αιτιολογία από το να αποχτήσω το περσικό στέμμα [57]».

 Για μια ακόμα φορά ο Επίκουρος βρίσκεται σε κατευθείαν αντίθεση με το Δημόκριτο. Το τυχαίο, γι’ αυτόν, είναι μια πραγματικότητα που έχει μονάχα την αξία της δυνατότητας. Η αφηρημένη δυνατότητα, ωστόσο, είναι ο κατευθείαν αντίποδας της πραγματικής δυνατότητας. Η τελευταία, είναι περιορισμένη σε αυστηρά πλαίσια όπως η νόηση. Η πρώτη, είναι απεριόριστη όπως η φαντασία. Η πραγματική δυνατότητα επιδιώκει να εξηγήσει την αναγκαιότητα και την πραγματικότητα του αντικειμένου της, η αφηρημένη δυνατότητα δεν ενδιαφέρεται για το αντικείμενο που εξηγείται, αλλά για το υποκείμενο που εξηγεί. Το αντικείμενο αρκεί να είναι δυνατό, διανοητό. Αυτό που είναι αφηρημένα δυνατό, που μπορεί να το διανοηθεί κανείς, δεν αποτελεί εμπόδιο για το σκεπτόμενο υποκείμενο, ούτε όριο, ούτε πρόσκομμα. Αν αυτή η δυνατότητα είναι επίσης πραγματική, αυτό είναι άσχετο, μια και το ενδιαφέρον εδώ δεν επεκτείνεται στο αντικείμενο σαν αντικείμενο.

 Επομένως ο Επίκουρος προχωράει με μια απεριόριστη αδιαφορία στην εξήγηση ξεχωριστών φυσικών φαινομένων.

 Περισσότερο φως θα ριχτεί σ’ αυτό το γεγονός με το γράμμα του στον Πυθοκλή, που θα το εξετάσουμε αργότερα. Εδώ είναι αρκετό να επιστήσουμε την προσοχή στη στάση του Επίκουρου απέναντι στις απόψεις παλιότερων φυσικών. Όπου ο συγγραφέας του De Placitis Philosophorum και ο Στοβαίος παραθέτουν τις διαφορετικές απόψεις των φιλοσόφων που αφορούν την υφή των αστεριών, το μέγεθος και το σχήμα του ήλιου και παρόμοια ζητήματα, πάντα λένε για τον Επίκουρο: δεν απορρίπτει καμιά απ’ αυτές τις απόψεις, όλες θα μπορούσαν να είναι σωστές, εμμένει στην έννοια του δυνατού[58]. Ναι, ο Επίκουρος πολεμάει ακόμα και την ορθολογικά προσδιορίζουσα, και, ακριβώς γι’ αυτό το λόγο, τη μονόπλευρη μέθοδο εξήγησης με την πραγματική δυνατότητα.

 Έτσι ο Σενέκας λέει στα Φυσικά Ζητήματα (Quaestiones Naturales): ο Επίκουρος υποστηρίζει πως όλες αυτές οι αιτίες είναι δυνατές, κι έπειτα επιχειρεί κι άλλες ακόμα εξηγήσεις κατηγορώντας εκείνους που ισχυρίζονται ότι μια οποιαδήποτε απ’ αυτές υπάρχει, γιατί είναι απερισκεψία να κάνεις κρίσεις αποδεικτικά για κάτι που μπορεί να εξαχθεί μόνο από υποθέσεις[59].

 Μπορεί να δει κανείς ότι δεν υπάρχει ενδιαφέρον για την έρευνα των πραγματικών αιτιών των αντικειμένων. Το μόνο που ενδιαφέρει είναι η ηρεμία του υποκειμένου που εξηγεί. Μια και κάθετι δυνατό γίνεται παραδεχτό σαν δυνατό, που ανταποκρίνεται στο χαρακτήρα της αφηρημένης δυνατότητας, το τυχαίο του Είναι μετατίθεται καθαρά μόνο στο τυχαίο της σκέψης. Ο μόνος κανόνας που προδιαγράφει ο Επίκουρος, δηλαδή ότι «η εξήγηση δεν πρέπει να αντιφάσκει με την αίσθηση», είναι αυταπόδεικτος, γιατί το να είναι κάτι αφηρημένα δυνατό συνίσταται ακριβώς στο να είναι απαλλαγμένο από αντιφάσεις, οι οποίες επομένως πρέπει να αποφεύγονται[60]. Και ο Επίκουρος ομολογεί τελικά ότι η δική του μέθοδος εξήγησης αποβλέπει μόνο στην αταραξία (κ) της αυτοσυνείδησης, όχι στη γνώση της Φύσης καθεαυτής και για τον εαυτό της[61].

 

Δεν χρειάζονται περισσότερες διευκρινίσεις, για να δειχτεί πόσο διαφέρει, και σ’ αυτό το θέμα, ο Επίκουρος από τον Δημόκριτο.

 

Βλέπουμε λοιπόν ότι οι δυο άντρες, σε κάθε βήμα, είναι αντίθετοι. Ο ένας είναι σκεπτικιστής, ο άλλος δογματικός, ο ένας θεωρεί τον αισθητό κόσμο σαν υποκειμενική εξωτερική όψη, ο άλλος σαν αντικειμενική εμφάνιση. Αυτός που θεωρεί τον αισθητό κόσμο ως υποκειμενική εξωτερική όψη, ασχολείται με την εμπειρική φυσική επιστήμη και με τη θετική γνώση και αντιπροσωπεύει την ανησυχία της παρατήρησης, που πειραματίζεται, μαθαίνει από παντού και περιπλανιέται σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου. Ο άλλος, που θεωρεί τον φαινομενικό κόσμο πραγματικό, περιφρονεί τον εμπειρισμό, ενσαρκώνεται στο πρόσωπό του η ηρεμία της σκέψης που ικανοποιείται με τον εαυτό της –η αυτάρκεια που αντλεί γνώση ex principio interno(κα). Αλλά η αντίφαση προχωράει ακόμα παραπέρα. Ο σκεπτικιστής και εμπειριστής που θεωρεί ότι η αισθητή Φύση είναι υποκειμενική εξωτερική όψη, την εξετάζει από την άποψη της αναγκαιότητας και επιδιώκει να εξηγήσει και να κατανοήσει την πραγματική ύπαρξη των πραγμάτων. Ο φιλόσοφος και δογματικός, από την άλλη, που θεωρεί την εμφάνιση πραγματική, βλέπει παντού μόνο το τυχαίο και η μέθοδός εξήγησης του τείνει μάλλον να αρνηθεί όλη την αντικειμενική πραγματικότητα της Φύσης. Φαίνεται να υπάρχει κάποιος παραλογισμός σ’ αυτές τις αντιφάσεις.

 

Φαίνεται πια δύσκολο να υποθέσει κανείς ότι αυτοί οι άντρες, που είναι αντίθετοι σ’ όλα τα σημεία, θα είναι προσηλωμένοι στην ίδια ακριβώς διδασκαλία. Κι όμως φαίνεται να είναι αλυσοδεμένοι ο ένας με τον άλλο.

 

Ο στόχος του επόμενου κεφαλαίου(κβ) είναι να κατανοηθεί η σχέση τους γενικά.

 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΚΔΟΤΗ:

 

 

(α). Μετά το «τέλος» ο Μαρξ έσβησε την πρόταση «ένα ασυνάρτητο φινάλε».

(β) Ο Μαρξ έσβησε το «μετά τον» και έβαλε «με τον».

 (γ) Η πρόταση: «Η αντικειμενική ιστορία της φιλοσοφίας στην Ελλάδα φαίνεται πως τελειώνει με τον Αριστοτέλη, το Μεγαλέξανδρο της ελληνικής φιλοσοφίας, και ακόμα και οι ρωμαλέοι στωικοί δεν πέτυχαν…», ήταν αρχικά: «Με τον Αριστοτέλη, το Μεγαλέξανδρο της ελληνικής φιλοσοφίας, η κουκουβάγια της Αθηνάς φαίνεται να μαζεύει τα φτερά της, και ακόμα και οι ρωμαλέοι στωικοί φαίνεται να μην πέτυχαν…», και διορθώθηκε από τον Μαρξ.

 (δ) Ο Μαρξ έσβησε το «Μινέρβα» και έγραψε «Αθηνά».

 (ε) Σε «προκείμενες» (γερμανικά: Pramissen) διόρθωσε ο Μαρξ την αρχική του διατύπωση «πρόδρομοι».

 (στ) Ο Μαρξ έσβησε το «είναι αναντίρρητο» βάζοντας το «κοινοτοπία».

 (ζ) Ο Μαρξ μετά την «καθολικότητά τους» έσβησε την έκφραση «ας πούμε».

 (η) Όλες τις σημειώσεις του ο Μαρξ τις έχει συγκεντρωμένες στο τέλος του βιβλίου, αλλά για να μπορεί ο αναγνώστης να τις χρησιμοποιεί άμεσα τις κατανέμουμε στα αντίστοιχα κεφάλαια. Πρέπει ωστόσο να επισημάνουμε ότι στο χειρόγραφο των σημειώσεων του συγγραφέα όλες οι παραπομπές δίνονται όπως είναι στο πρωτότυπο –ελληνικά ή λατινικά. Στα «Τετράδια για την Επικούρεια Φιλοσοφία» ο Μαρξ παραθέτει τον Διογένη το Λαέρτιο σύμφωνα με την έκδοση του Πιερ Γκασεντί (Λυών 1649), ενώ στις σημειώσεις του για τη Διατριβή παραθέτει από την έκδοση Τάουχνιτς του Διογένη του Λαέρτιου, De Vitis Philosophorum Libri…, (X, τ. 1-2, Λιψία, 1833). Έτσι υπάρχουν μικροδιαφορές ανάμεσα στο καθεαυτό κείμενο και τις σημειώσεις.

 (θ) «Δεν ξέρουμε σχεδόν τίποτα για τον σπουδαίο αυτόν άνδρα» (τον Δημόκριτο) «πέρα απ’ αυτά που δανείστηκε απ’ αυτόν ο Επίκουρος, που δεν ήταν ικανός να παίρνει πάντα το καλύτερο».

 (ι) Ο Μαρξ χρησιμοποιεί τον όρο «Ψυχολογία». Σ’ αυτό το σημείο διορθώνει το «Φυσιολογία».

 (ια) Αυτή η πρόταση, όπως και η προηγούμενη έχουν προστεθεί από τον Μαρξ αργότερα στο κείμενο.

 (ιβ) Άνθρωπο της επιστήμης.

 (ιγ) Γεωδαίτες της Αιγύπτου.

 (ιδ) Ο Μαρξ έσβησε την έκφραση «ολόκληρο το άπειρο» και έγραψε «τον μισό κόσμο».

 (ιε) Κήπος: η φιλοσοφική σχολή που ίδρυσε ο Επίκουρος το 306 π.χ. στο Δίπυλο της Αθήνας. Οι μαθητές και οι οπαδοί του ονομάζονταν οι από του Κήπου.

 (ιστ) Πριν από το «Δημόκριτο» ο Μαρξ έσβησε τη λέξη «πολυταξιδεμένος».

 (ιζ) Ο Μαρξ έσβησε το «παρουσίασαν» και έβαλε το «εισήγαγαν».

 (ιη) Μετά το «είναι» ο Μαρξ έσβησε το «ας πούμε».

 (ιθ) Μετά το «απλοϊκά» ο Μαρξ έσβησε το «επίσης».

 (κ) Αταραξία: για την ηθική του Επίκουρου αποτελεί το ιδανικό της ζωής, η κατάσταση του σοφού που έχει αποκτήσει την εσωτερική ελευθερία με τη γνώση της Φύσης και την απαλλαγή από το φόβο του θανάτου.

 (κα) Από κάποια εσωτερική αρχή.

 (κβ) Τα χειρόγραφα της «Γενικής Διαφοράς Καταρχήν Ανάμεσα στη Δημοκρίτεια και Επικούρεια Φιλοσοφία της Φύσης» όπως και τα χειρόγραφα του «Συμπεράσματος» δεν βρέθηκαν. Βρέθηκαν όμως οι σημειώσεις του Κεφαλαίου που καθώς είναι εκτεταμένες μας δίνουν μια κάποια εικόνα της σπουδαιότητάς του. Τις δημοσιεύουμε αμέσως μετά τις σημειώσεις του πρώτου μέρους –αλλά καθώς δεν αντιστοιχούν σε κείμενα πρέπει ο αναγνώστης να τις αναζητήσει σκόπιμα στο τέλος των σημειώσεων τού πρώτου μέρους και κάτω από τον υπότιτλο: «IV. Γενική Διαφορά Καταρχήν Ανάμεσα στη Δημοκρίτεια και την Επικούρεια Φιλοσοφία της Φύσης» (νούμερα [62]-[75]).

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΑΡΞ

 

(Μέρος Πρώτο)

Η ΔΙΑΦΟΡΑ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗ ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ ΓΕΝΙΚΑ

Ι. Αντικείμενο της Πραγματείας

* * *

ΙΙ. Απόψεις για τη Σχέση Ανάμεσα στη Δημοκρίτεια και την Επικούρεια Φυσική

 

[1]. Διογένης ο Λαέρτιος , [Χ, 4]. «Αλλά και ο Ποσειδώνιος ο Στωικός και οι οπαδοί του, και ο Νικόλαος και ο Σωτίων… [ισχυρίζονται ότι] αυτός [ο Επίκουρος] πρόβαλε σαν δικές του τις θεωρίες του Δημόκριτου για τα άτομα και του Αρίστιππου για την ηδονή».

[2]. Κικέρων, Περί της Φύσεως των Θεών, [Ι, xxvi (73)]. «Τι υπάρχει στη φυσική φιλοσοφία του Επίκουρου που δεν προέρχεται από τον Δημόκριτο; Αφού, ακόμα κι αν εισήγαγε ορισμένες αλλαγές… το μεγαλύτερο, ωστόσο, μέρος του συστήματός του είναι το ίδιο…».

[3]. Στον ίδιο, Περί των Υψηλότερων Αγαθών και Κακών, [I, vi (21)]. «Έτσι, όπου ο Επίκουρος αλλάζει τις θεωρίες του Δημόκριτου, τις αλλάζει προς το χειρότερο, ενώ για κείνες τις ιδέες που υιοθετεί, η τιμή ανήκει ολοκληρωτικά στο Δημόκριτο».

Όπου παραπάνω, [17, 18]. «Στη φυσική φιλοσοφία, που είναι το ιδιαίτερο καύχημα του [του Επίκουρου], πρώτα πρώτα, είναι όλα από δεύτερο χέρι. Οι θεωρίες του είναι αυτές του Δημόκριτου, με πολύ λίγες τροποποιήσεις. Κι όσο για κείνες, όπου προσπαθεί να βελτιώσει το πρωτότυπό του, το μόνο που πετυχαίνει, κατά τη γνώμη μου, είναι να κάνει τα πράγματα χειρότερα… σ’ αυτά που ακολουθεί τον Δημόκριτο, δεν κάνει χοντρά λάθη».

[4]. Πλούταρχος, Απάντηση στον Κολώτη [1108 (δημοσιευμένο από τον Ξύλανδρο)]. «Ο Λεόντιος… γράφει… ότι ο Επίκουρος τιμούσε το Δημόκριτο επειδή είχε φτάσει στη σωστή προσέγγιση στη γνώση πριν απ’ αυτόν… γιατί πρώτος ο Δημόκριτος είχε πετύχει τις πρώτες αρχές της Φύσης». Πρβλ., όπ.π., σελ. 1111.

[5]. Στον ίδιο, De Placitis Philosophorum, [V, 235 (δημοσιευμένο από τον Τάουχνιτς)]. «Ο Επίκουρος, ο γιος του Νεοκλή, από την Αθήνα, που φιλοσοφούσε σύμφωνα με το Δημόκριτο…».

[6]. Στον ίδιο, Απάντηση στον Κολώτη, [1111, 1112, 1114, 1115, 1117, 1119, 1120 και μετά].

[7]. Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, Διάφορα, [VI, σελ. 629 (Έκδοση Κολωνίας)]. «Αλλά και ο Επίκουρος έχει κλέψει τις βασικές θεωρίες του από το Δημόκριτο...».

[8]. Όπου Παραπάνω, [σελ. 295]. «“Προσέξτε, λοιπόν, μήπως κάποιος σας απογυμνώσει μέσω της φιλοσοφίας και της μάταιης πλάνης, σύμφωνα με την παράδοση των ανθρώπων, σύμφωνα με τα κοσμικά στοιχεία και όχι σύμφωνα με το Χριστό”, αναφέρει ο Παύλος στις Πράξεις των Αποστόλων, καυτηριάζοντας όχι όλες τις φιλοσοφίες, αλλά την Επικούρεια, που καταργεί τη θεία πρόνοια… και οποιαδήποτε άλλη φιλοσοφία που τιμά τα στοιχεία, αλλά δεν τοποθετεί πάνω απ’ αυτά την ενεργό αιτία, ούτε κατανοεί το Δημιουργό».

[9]. Σέξτος ο Εμπειρικός, Κατά των Δασκάλων, [Ι, 27,3 (Έκδοση Γενεύης)]. «Ο Επίκουρος έχει βρεθεί ένοχος στο ότι έχει κλέψει τις καλύτερες από τις θεωρίες του από τους ποιητές. Γιατί έχει αποδειχτεί ότι έχει πάρει τον ορισμό της μέγιστης ηδονής, –ότι είναι “η εξάλειψη κάθε οδυνηρού”– απ’ του Ομήρου το στίχο:“Όταν είχαν βάλει πια καταμέρος κάθε ζωηρή επιθυμία για ποτό και φαΐ”, [βλ. Όμηρο: «Ιλιάδα», Ι, 469 –Eκδ.]. Κι όσο για το θάνατο, –ότι “δεν είναι τίποτε για μας”– ο Επίχαρμος τού το είχε ήδη επισημάνει όταν είπε: “Το να πεθάνω ή το να είμαι νεκρός δεν με νοιάζει”. Έτσι, πάλι, έκλεψε από τον Όμηρο την ιδέα ότι τα σώματα που δεν έχουν μέσα τους ζωή, δεν έχουν αισθήματα, εκεί που γράφει, “Είναι βουβή λάσπη αυτό που χτυπάει βάναυσα μέσα στη βίαιη παραφορά του”, [βλ. Όμηρο: «Ιλιάδα», XXIV, 54 –Eκδ.]».

[10]. (Επιστολή του [κ.] Λάιμπνιτς στον κ. Ντε Μεζό, που περιέχει [μερικές] διευκρινίσεις για την εξήγηση κλπ. [Άπαντα, Εκδόσεις Λ. Ντούτενς, τόμ. 2, σελ. 66-67].

[11]. Πλούταρχος, Απάντηση στον Κολώτη, [σελ. 1111]. «Ο Δημόκριτος, κατά συνέπεια, πρέπει να κατηγορηθεί όχι γιατί δέχεται τις συνέπειες που απορρέουν από τις αρχές του, αλλά γιατί δέχεται αρχές που οδηγούν σ’ αυτές τις συνέπειες… Αν το “δε λέω”, σημαίνει ότι “δεν παραδέχομαι πως είναι έτσι”, αυτός [ο Επίκουρος] ακολουθεί τη συνηθισμένη του πραχτική. Έτσι, απορρίπτει την πρόνοια, αλλά λέει ότι μας έχει αφήσει την ευσέβεια. Διαλέγει φίλους για την ευχαρίστηση που βρίσκει [μαζί τους], αλλά λέει πως υποφέρει τους μεγαλύτερους πόνους για χάρη τους. Λέει πως δέχεται ένα απεριόριστο άπειρο, αλλά δεν απορρίπτει το “πάνω” και το “κάτω”».

ΙΙΙ. Δυσκολίες Σχετικά με την Ταυτότητα της Δημοκρίτειας και της Επικούρειας Φιλοσοφίας της Φύσης

[12]. Αριστοτέλης, Περί Ψυχής, [Ι, σελ. 8, (δημοσιευμένο από τον Τρεντέλενμπουργκ)]. «Αυτός [ο Δημόκριτος] ταυτίζει την ψυχή και το νου, επειδή ταυτίζει αυτό που φαίνεται με ό,τι είναι πραγματικό».

[13]. Στον ίδιο, Μετά τα Φυσικά, [IV, 5]. «Και να γιατί ο Δημόκριτος, όπως και νά ’χει, ισχυρίζεται είτε ότι δεν υπάρχει αλήθεια, ή, τουλάχιστον, ότι δεν είναι σε μας φανερή. Και γενικά αυτό συμβαίνει γιατί αυτοί [δηλαδή, αυτοί οι στοχαστές] υποθέτουν ότι η γνώση είναι αίσθηση, και ότι αυτή είναι μια φυσική αλλαγή, που λένε πως αυτό που εμφανίζεται στις αισθήσεις μας πρέπει να είναι αληθινό, και είναι γι’ αυτούς τους λόγους που και ο Εμπεδοκλής και ο Δημόκριτος και σχεδόν, μπορεί να πει κανείς, όλοι οι άλλοι έχουν πέσει θύματα τέτοιου είδους απόψεων. Μάλιστα ο Εμπεδοκλής λέει ότι όταν οι άνθρωποι μεταβάλλουν την κατάστασή τους μεταβάλλουν τη γνώση τους».

Άλλωστε, η αντίφαση εκφράζεται στο ίδιο αυτό απόσπασμα των Μετά τα Φυσικά» –έγραψε ο Μαρξ

 (δίπλα από την παραπάνω σημείωση στο περιθώριο της σελίδας –Eκδ.].

 [14]. Διογένης ο Λαέρτιος, [IX, 72]. «Επιπλέον, βρίσκουν πως ο Ξενοφάνης, ο Ζήνων ο Ελεάτης και ο Δημόκριτος είναι σκεπτικιστές… Ο Δημόκριτος [λέει] επίσης: στην πραγματικότητα δεν ξέρουμε τίποτα, γιατί η αλήθεια είναι [κρυμμένη] σ’ ένα βαθύ πηγάδι».

 [15]. Πρβλ. Ritter, Ιστορία της Αρχαίας Φιλοσοφίας, [Μέρος Ι, σελ. 579 και μετά].

 [16]. Διογένης ο Λαέρτιος, [IX, 44]. «Οι γνώμες του [του Δημόκριτου] είναι οι εξής: Οι πρώτες αρχές του σύμπαντος είναι άτομα και κενό, όλα τα άλλα απλά νομίζουμε ότι υπάρχουν».

 [17]. Όπου Παραπάνω, [IX, 72.] «Ο Δημόκριτος απορρίπτει τις ποιότητες λέγοντας: “Η γνώμη λέει ζεστό ή κρύο, αλλά η πραγματικότητα είναι άτομα και κενό”».

[18]. Σιμπλίκιος, Σχόλια στον Αριστοτέλη, [σελίδα 488 (συγκεντρωμένα από τον Μπράντις)], «Στην πραγματικότητα, όμως, αυτός [ο Δημόκριτος] δεν επιτρέπει να σχηματιστεί ένα ον απ’ αυτά, γιατί είναι εντελώς ανόητο, λέει, δυο ή περισσότερα πράγματα να γίνονται ένα».

Και στη [σελίδα 514]: «Και κατά συνέπεια αυτοί [ο Δημόκριτος και ο Λεύκιππος] είπαν ότι ούτε το ένα γίνεται πολλά ούτε τα πολλά γίνονται το πραγματικά αδιαχώριστο ένα, αλλά μέσω του συνδυασμού των ατόμων κάθε πράγμα φαίνεται να γίνεται σαν μια ενότητα».

[19]. Πλούταρχος, Απάντηση στον Κολώτη, [σελίδα 1111]. «Τα άτομα που αυτός [ο Δημόκριτος] ονομάζει “ιδέες”».

[20]. Πρβλ. Αριστοτέλης, [I, c. ].

[21]. Διογένης ο Λαέρτιος, [X, 121.] «Αυτός [ο σοφός] θα είναι ένας δογματικός, αλλά όχι ένας απλός σκεπτικιστής».

[22]. Πλούταρχος, Απάντηση στον Κολώτη, [σελ. 1117]. «Επειδή μια από τις αρχές του Επίκουρου είναι ότι κανείς άλλος πέρα από το σοφό δεν είναι αμετάκλητα πεισμένος για τα πάντα».

[23]. Κικέρων, Περί της Φύσεως των Θεών, [I, xxv]. «Αυτός [ο Επίκουρος], κατά συνέπεια, είπε ότι όλες οι αισθήσεις είναι αγγελιαφόροι της αλήθειας».

Πρβλ. Στον ίδιο, Περί των Υψηλοτέρων Αγαθών και Κακών, [I, vii].

Πλούταρχος, De Placitis Philosophorum, [IV, σελ. 287]. «Ο Επίκουρος θεωρεί ότι κάθε εντύπωση και κάθε φαντασία είναι αληθινή».

[24]. Διογένης ο Λαέρτιος, [X, 31]. «Επιπλέον, στον Κανόνα του ο Επίκουρος βεβαιώνει ότι οι αισθήσεις μας και οι προκαταλήψεις μας και τα αισθήματά μας είναι τα κριτήρια της αλήθειας...».

 Και στη σελίδα 32. «Ούτε υπάρχει τίποτε που να μπορεί να αναιρέσει τις αισθήσεις ή να τους καταλογίσει σφάλμα: μια αίσθηση δεν μπορεί να καταδικάσει μιαν άλλη όμοια αίσθηση, γιατί είναι εξίσου έγκυρες, ούτε μπορεί μια αίσθηση να απορρίψει μιαν άλλη που δεν είναι όμοια αλλά ετερογενής, επειδή τα αντικείμενα που κρίνουν οι δυο αισθήσεις δεν είναι τα ίδια, ούτε, πάλι, το λογικό μπορεί να τις απορρίψει, γιατί το λογικό εξαρτιέται ολοκληρωτικά από τις αισθήσεις».

 [25]. Πλούταρχος, Απάντηση στον Κολώτη, [l. c]. «Αυτό που λέει ο Δημόκριτος ότι “το χρώμα, η μυρωδιά και τα σύνθετα σώματα υπάρχουν συμβατικά”, [ενώ στην πραγματικότητα] “υπάρχει μόνο το κενό και τα άτομα”, είναι μια προσβολή στις αισθήσεις, λέει [ο Κολώτης]… Δεν μπορώ να τα αρνηθώ αυτά, αλλά μπορώ να βεβαιώσω ότι αυτή η άποψη είναι τόσο αδιαχώριστη από τις θεωρίες του Επίκουρου όσο η μορφή και το βάρος είναι δικαιωματικά αδιαχώριστα από το άτομο. Γιατί τί λέει ο Δημόκριτος; Ότι, οντότητες άπειρες σε αριθμό, αδιαίρετες και άφθαρτες, και επιπλέον στερημένες από ποιότητα και ανίκανες για τροποποίηση, κινούνται σκόρπιες στο κενό, ότι, όταν έλκονται η μια κοντά στην άλλη ή συγκρούονται ή περιπλέκονται, το άθροισμα που προκύπτει, στη μια περίπτωση εμφανίζεται σαν νερό, σε άλλες περιπτώσεις σαν φωτιά, ή φυτό ή άνθρωπος, αλλά ότι τα πάντα στ’ αλήθεια είναι αδιαίρετες “μορφές”, ή άτομα –“ιδέες”, όπως τις ονομάζει ο ίδιος, και τίποτε άλλο. Γιατί δεν υπάρχει γέννηση από το μη ον, και πάλι τίποτε δεν μπορεί να γεννηθεί από το υπάρχον, καθώς τα άτομα είναι πολύ συμπαγή για να επηρεαστούν και να μεταβληθούν. Απ’ αυτό συνάγεται ότι δεν γεννιέται χρώμα εφόσον θά έπρεπε να προέλθει από άχρωμα πράγματα, και καμιά φυσική οντότητα ή νους, από πράγματα χωρίς ποιότητες… Ο Δημόκριτος, κατά συνέπεια, πρέπει να επικριθεί όχι επειδή παραδέχεται τις συνέπειες που απορρέουν από τις αρχές του, αλλά επειδή δέχεται αρχές που οδηγούν σ’ αυτές τις συνέπειες… Ο Επίκουρος λέει ότι δέχεται τις ίδιες πρώτες αρχές, αλλά δεν ισχυρίζεται ότι το χρώμα όπως κι όλες οι ποιότητες υπάρχουν κατά σύμβαση».

 [26]. Κικέρων, Περί των Υψηλότερων Αγαθών και Κακών, [I, vi]. «Ο Δημόκριτος επειδή είναι ένας μορφωμένος άνθρωπος και αρκετά έμπειρος στη γεωμετρία, νομίζει πως ο ήλιος έχει τεράστιο μέγεθος Ενώ αυτός [ο Επίκουρος] τον θεωρεί πιθανόν 2 πόδια μεγάλο, και διακηρύσσει ότι είναι τόσο μεγάλος όσο ακριβώς φαίνεται».

Πρβλ Πλούταρχο, De Placitis Philosophorum, [ ΙΙ, σελ. 265].

[27]. Διογένης ο Λαέρτιος, [IX, 37]. «Γιατί [ο Δημόκριτος] έχει ασκηθεί και στη φυσική και στην ηθική, κι ακόμα στα μαθηματικά και στην εγκυκλοπαιδική μόρφωση, και ήταν ικανός στις τέχνες»

[28]. Πρβλ. Διογένης ο Λαέρτιος, [(IX), 46(-49)].

[29]. Ευσέβιος, Ευαγγελική Προπαρασκευή, [X, σελ. 472]. «Και κάπου λέει [ο Δημόκριτος] περήφανα για τον εαυτό του: “Απ’ όλους τους σύγχρονούς μου εγώ γύρισα το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου, εξετάζοντας τα πιο απομακρυσμένα αντικείμενα, και έχω δει τα πιο πολλά κλίματα και χώρες, και έχω ακούσει τους πιο σοφούς ανθρώπους, και στη γραμμική σύνθεση αποδειγμένα δεν με ξεπέρασε κανείς, ούτε ακόμα και αυτοί από τους ονομαζόμενους Αρπεδονάπτες, των οποίων ήμουν καλεσμένος όταν ήδη είχα μπει στα ογδόντα”. Γιατί πήγε μακριά ως τη Βαβυλώνα και την Περσία, και την Αίγυπτο, όπου επίσης μελέτησε με τους Αιγυπτίους ιερείς».

[30]. Διογένης ο Λαέρτιος, [IX, 35]. «Ο Δημήτριος (Ομώνυμα) και ο Αντισθένης (Διαδοχαί) αναφέρουν ότι [ο Δημόκριτος] ταξίδεψε στην Αίγυπτο για να μάθει γεωμετρία από τους ιερείς και ακόμα πήγε στην Περσία για να βρει τους Χαλδαίους και στην Ερυθρά Θάλασσα. Μερικοί λένε πως ήρθε σε επαφή με τους Γυμνοσοφιστές στην Ινδία και πως πήγε στην Αιθιοπία».

[31]. Κικέρωνας, Tusculan Φιλονικίες, [V, 39]. «Όταν ο Δημόκριτος έχασε το φως του… Κι αυτός ο άνθρωπος πίστευε πως η οξύτητα του πνεύματός του παρεμποδιζόταν από την όραση, και ενώ άλλοι συνήθως δεν μπορούσαν να δουν τι βρισκόταν στα πόδια τους αυτός παραιτήθηκε στο άπειρο χωρίς να βρει κανένα εμπόδιο που να τον σταματήσει».

Στον ίδιον, Περί των Υψηλότερων Αγαθών και Κακών, [V, xxix (87)]. «Ο Δημόκριτος… που… καθώς λέγεται αυτο-τυφλώθηκε, είναι βέβαιο [ότι το έκανε] με σκοπό ο νους του να διαταράσσεται λιγότερο από την αντανάκλαση».

[32]. Λουκ. Αν. Σενέκας, Έργα, [ΙΙ, σελ. 24, Άμστερνταμ, 1672, Επιστολή viii]. «Συνεχίζω να διαβάζω και να ξαναδιαβάζω τον Επίκουρο… “Για να απολαμβάνεις πραγματική ελευθερία, πρέπει να είσαι δούλος της Φιλοσοφίας”. Ο άνθρωπος που παραδίδεται και υποτάσσεται σ’ αυτήν δεν κρατιέται σε αναμονή, απελευθερώνεται πάραυτα. Γιατί η μεγαλύτερη υπηρεσία της Φιλοσοφίας είναι η ελευθερία».

[33]. Διογένης ο Λαέρτιος, [X, 122]. «Μην αφήνετε κανέναν να αργοπορεί στην αναζήτηση της σοφίας όταν είναι νέος ούτε να καταπονείται με την έρευνα γι’ αυτήν όταν είναι γέρος. Γιατί σε καμιά ηλικία δεν είναι πολύ νωρίς ή πολύ αργά για την υγεία της ψυχής. Και το να πούμε πως η εποχή για μελέτη της φιλοσοφίας δεν έχει έρθει ακόμα, ή ότι έχει περάσει, είναι σαν να λέμε ότι η εποχή για ευτυχία δεν έχει φθάσει ακόμα, ή ότι δεν υπάρχει πια. Κατά συνέπεια, και οι γέροι και οι νέοι θα πρέπει να αναζητούν τη σοφία, ο πρώτος έτσι που, καθώς περνούν τα χρόνια να παραμένει νέος στα αγαθά, εξαιτίας της ευλογίας της προηγούμενης ζωής, και ο τελευταίος έτσι που, ενώ είναι νέος, μπορεί να είναι συγχρόνως και γέρος, γιατί δεν φοβάται αυτά που πρόκειται να συμβούν». Πρβλ. Κλήμη Αλεξανδρέα, [IV, 501].

[34]. Σέξτος Εμπειρικός, Κατά των Δασκάλων, [Ι, 1]. «Την αντίθεση προς τους εκπροσώπους της επιστήμης συμμερίζονται τόσο οι… οπαδοί του Επίκουρου όσο και του Πύρρου, αν και για διαφορετικούς λόγους. Ο Επίκουρος βασίστηκε στο ότι τα διδασκόμενα θέματα δε βοηθούν στην τελείωση της σοφίας…».

[35]. Στον ίδιο, [σελ. 11, (Ι, 49)]. «Και ανάμεσα σ’ αυτούς πρέπει να κατατάξουμε και τον Επίκουρο, παρ’ όλο που φαίνεται να είναι πικρός πολέμιος των Δασκάλων των Τεχνών και των Επιστημών».

Στον ίδιο, [σελ. 54, (Ι, 272)]. «...Τους επικριτές της γραμματικής, τον Πύρρωνα και τον Επίκουρον…».

Πρβλ. Πλούταρχο, Για Κείνο, που, Σύμφωνα με τον Επίκουρο, δεν Επιτρέπει στους Ανθρώπους να Ζουν Ευτυχισμένοι…, [σελ. 1094].

[36]. Κικέρων, Περί των Υψηλοτέρων Αγαθών και Κακών, [I, xxi, (72)]. «Όχι! Ο Επίκουρος δεν ήταν ανεκπαίδευτος: πραγματικοί αμαθείς είναι εκείνοι που μας ζητούν να συνεχίσουμε να μελετάμε ως τα γεράματα τα ζητήματα για τα οποία θά ’πρεπε να ντρεπόμαστε αν δεν τά ’χαμε μάθει στην νεότητά μας».

[37]. Διογένης ο Λαέρτιος, [X, 13]. «Ο Απολλόδωρος, στα Χρονικά του, μας λέει ότι ο φιλόσοφός μας [ο Επίκουρος] ήταν μαθητής του Λυσιφάνη και του Πραξιφάνη, όμως ο ίδιος ο Επίκουρος το αρνείται –στην επιστολή του προς τον Ευρύδικο, λέει πως είταν αυτοδίδακτος».

Κικέρων, Περί της Φύσεως των Θεών, [I, xxvi, (72)]. «…Γιατί [ο Επίκουρος] καυχιόταν… ότι δεν είχε κανέναν δάσκαλο, πράγμα που εύκολα θα πίστευα, ακόμα κι αν δεν το διαλαλούσε…».

[38]. Σενέκας, Επιστολή III, [σελ. 177]. «Ο Επίκουρος παρατηρεί ότι συγκεκριμένοι άνθρωποι έχουν ανοίξει το δρόμο τους προς την αλήθεια χωρίς τη βοήθεια κανενός, χαράζοντας τη δική τους πορεία. Και τους εξυμνεί ιδιαίτερα επειδή η διαίσθησή τους έχει προέλθει εκ των έσωθεν και έχουν προχωρήσει προς τα μπρος μόνοι τους. Υπάρχουν άλλοι, λέει, που χρειάζονται εξωτερική βοήθεια, και οι οποίοι δε θα προχωρήσουν εκτός κι αν κάποιος τους δείξει το δρόμο, κι αυτοί θα τον ακολουθήσουν πιστά. Ένας απ’ αυτούς, λέει, ήταν ο Μετρόδωρος, κι αυτός ο τύπος του ανθρώπου είναι θαυμάσιος, αλλά ανήκει στη δεύτερη σειρά».

[39]. Διογένης Λαέρτιος, [X, 10]. «Αν και η Ελλάδα περνούσε τότε δύσκολους καιρούς, αυτός [ο Επίκουρος] ζούσε συνεχώς εδώ, και πήγε δυο τρεις φορές μονάχα στην Ιωνία για να βρει τους φίλους του, που, σύμφωνα μ’ όσα αφηγείται και ο Απολλόδωρος, ήρθαν κοντά του από όλα τα μέρη για να ζήσουν μαζί του στον Κήπο, που τον αγόρασε στην τιμή των ογδόντα μνων».

[40]. Στον ίδιο, [X, 15]. «Κι όπως αφηγείται ο Έρμιππος, μπήκε σε μια χάλκινη σκάφη γεμάτη με ζεστό νερό, ζήτησε και ήπιε άκρατον οίνον. Κι αφού παράγγειλε στους φίλους του να μην ξεχάσουν τις διδασκαλίες του, πέθανε».

[41]. Κικέρων, Περί Πεπρωμένου, [X, (22, 23)]. «…Ο Επίκουρος… [πίστευε]… ότι η αναγκαιότητα της ειμαρμένης μπορεί να αποφευχθεί… Ο Δημόκριτος… προτιμούσε την άποψη, ότι όλα γίνονται με αναγκαιότητα… ».

Κικέρων, Περί της Φύσεως των Θεών, [I, xxv (69)]. «[Ο Επίκουρος]… επινόησε με ποιον τρόπο να ξεφύγει από την αναγκαιότητα, πράγμα που ο Δημόκριτος προφανώς δεν είχε σκεφτεί…».

Ευσέβιος, Ευαγγελική Προπαρασκευή, [I, σελ. 23 sq.]. «Ο Δημόκριτος ο Αβδηρίτης …[παραδεχόταν]… ότι όλα ανεξαιρέτως, τα περασμένα, τα τωρινά και τα μέλλοντα, τα διέπει εξαρχής κι από άπειρο χρόνο η αναγκαιότητα».

[42]. Αριστοτέλης, Περί Γενέσεως των Ζώων, [V, 8 (789b 2-3)]. «Ο Δημόκριτος… ανάγει τα πάντα στην αναγκαιότητα».

[43]. Διογένης ο Λαέρτιος, [IX, 45]. «Όλα γίνονται σύμφωνα με την αναγκαιότητα, και αιτία της γένεσης των πάντων είναι η δίνη, που [ο Δημόκριτος] την ονομάζει αναγκαιότητα».

[44]. (Πλούταρχος), De Placitis Philosophorum, [Ι, σελ. 252]. «Ο Παρμενίδης και ο Δημόκριτος [λένε ότι] τα πάντα γίνονται σύμφωνα με την αναγκαιότητα, που είναι ταυτόχρονα και ειμαρμένη και πρόνοια και δημιουργός του κόσμου».

[45]. Στοβαίος, Φυσικές Εκλογές, [Ι, 8]. «Ο Παρμενίδης και ο Δημόκριτος [λένε ότι] τα πάντα συμβαίνουν από ανάγκη, και αυτό είναι το πεπρωμένο, η δικαιοσύνη, η πρόνοια [και ο αρχιτέκτονας του κόσμου]. Ο Λεύκιππος [λέει ότι] τα πάντα γίνονται σύμφωνα με την αναγκαιότητα, που είναι και η ειμαρμένη. Γιατί λέει… τίποτε δε γίνεται χωρίς λόγο, αλλά τα πάντα γίνονται από κάποιο λόγο και από αναγκαιότητα».

[46]. Ευσέβιος, Ευαγγελική Προπαρασκευή, [VI, σελ. 257]. «…Η ειμαρμένη… για τον άλλον [τον Δημόκριτο] εξαρτάται από τα μικρά εκείνα σώματα που μεταφέρονται προς τα κάτω, αναπηδούν προς τα πάνω και περιπλέκονται και διαλύονται και διίστανται και συμπαρατάσσονται από αναγκαιότητα».

[47]. Στοβαίος, Ηθικές Εκλογές, [II, (4)]. «Οι άνθρωποι έπλασαν τη φανταστική εικόνα της τύχης ως έκφραση της δικής τους αδυναμίας, γιατί η τύχη αντιστρατεύεται την ρωμαλέα σκέψη».

[48]. Ευσέβιος, Ευαγγελική Προπαρασκευή, [XIV, σελ. 782]. «… Αυτός [ο Δημόκριτος] έχει κάνει την τύχη αφέντη και άρχοντα του σύμπαντος και του θείου, ισχυριζόμενος ότι τα πάντα γίνονται κατά τις επιθυμίες της. Ταυτόχρονα την κρατά μακριά από τη ζωή των ανθρώπων θεωρώντας ανόητους όσους την δέχονται. Πραγματικά, στην αρχή των υποθηκών του [ο Δημόκριτος] λέει: “Οι άνθρωποι έπλασαν τη φανταστική εικόνα της τύχης ως έκφραση της δικής τους της άνοιας, γιατί είναι φυσικό η λογική ν’ αντιμάχεται την τύχη. Και μερικοί είπαν ότι η τύχη, που είναι ο χειρότερος εχθρός της φρόνησης, νικά τούτη την τελευταία –η μάλλον, απαρνούμενοι ολότελα κι αφανίζοντας την φρόνηση την αντικαθιστούν με την τύχη. Γιατί δεν υμνούν τη φρόνηση ως χορηγό ευτυχίας παρά την τύχη σαν να ήταν η ύψιστη φρόνηση”».

[49]. Σιμπλίκιος, [l.c., σελ. 351]. «Η έκφραση: “Όπως λέει το παλιό δόγμα, που δεν δέχεται την τύχη”, φαίνεται να αναφέρεται στον Δημόκριτο…».

[50]. Διογένης ο Λαέρτιος, [X, 133, 134]. «... Το Πεπρωμένο [μεταφρασμένο από την «ανάγκη» στο κείμενο της Διατριβής –Εκδ.] που μερικοί το παρουσιάζουν σαν κυρίαρχο των πάντων, αυτός [ο Δημόκριτος] το χλευάζει, επιβεβαιώνοντας ότι μερικά πράγματα συμβαίνουν από ανάγκη, άλλα γίνονται τυχαία κι άλλά διαμέσου της δικής μας δράσης. Γιατί βλέπει ότι η ανάγκη καταστρέφει την ευθύνη ενώ η τύχη ή η ευκαιρία είναι ασταθής. Κατά συνέπεια οι δικές μας πράξεις είναι ελεύθερες, και είναι μ’ αυτές που το εγκώμιο και η μομφή συνδέονται φυσικά. [Και στη σελίδα 134:] Θα ήταν καλύτερο πράγματι να δεχτούμε το μύθο για τους θεούς παρά να λυγίσουμε κάτω από το ζυγό του πεπρωμένου που έχουν επιβάλλει οι φυσικοί φιλόσοφοι. Το πρώτο αφήνει μια αμυδρή ελπίδα ότι μπορούμε να ξεφύγουμε αν τιμούμε τους θεούς, ενώ η αναγκαιότητα των φυσικών είναι ανελέητη. Αλλά μένει στην τύχη κι όχι σ’ έναν θεό όπως κάνουν οι πολλοί…».

[51]. Σενέκας, Επιστολή XΙI, [σελ. 42]. «Είναι κακό να ζεις υποταγμένος στην αναγκαιότητα. Όμως δεν αποτελεί αναγκαιότητα το να ζεις υποταγμένος στην αναγκαιότητα… Προς την ελευθερία στέκουν ανοιχτοί πολλοί, σύντομοι και εύκολοι δρόμοι, κι ας δοξάζουμε το θεό που κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να κρατηθεί στη ζωή. Και τις ίδιες τις αναγκαιότητες επιτρέπεται να τις δαμάζουμε”, είπε… ο Επίκουρος».

[52]. Κικέρωνας, Περί της Φύσεως των Θεών, [I, xx (55-56)] . «Αλλά τι αξία μπορεί να αποδοθεί σε μια φιλοσοφία (δηλαδή τη Στωική) που σαν τις γριές και μάλιστα τις αγράμματες γριές πιστεύει πως τα πάντα γίνονται από την ειμαρμένη; …Ο Επίκουρος μας λύτρωσε και μας απελευθέρωσε…».

[53]. Στον ίδιο, [I, xxv, (70)]. «Το ίδιο κάνει κι αυτός (ο Επίκουρος) ενάντια στους διαλεκτικούς. Επειδή αυτοί διδάσκουν ότι σ’ όλες τις διαζευκτικές προτάσεις του τύπου “ή ναι ή όχι” μόνο η μια είναι αληθινή , (ο Επίκουρος) φοβόταν μήπως, αν δεχόταν κάποια πρόταση του τύπου: “Αύριο ο Επίκουρος ή θα ζει ή δε θα ζει”, το ένα από τα δυο θα γινόταν αναγκαίο. [έτσι] αρνήθηκε ολότελα ότι το δίλημμα “ή ναι ή όχι” είναι αναγκαίο».

[54]. Σιμπλίκιος, [l.c., σελ. 351]. «Αλλά και ο Δημόκριτος, εκεί που μιλά γι’ αυτά τα πράγματα, λέει ότι τα κάθε λογής είδη αποχωρίστηκαν από το παν, όμως δεν εξηγεί με ποιό τρόπο και για ποιάν αιτία, φαίνεται να γεννιούνται μονάχα τους και τυχαία».

Στον ίδιο, [l.c., σελ. 31]. «…Γιατί κι αυτός (δηλ. ο Δημόκριτος) χρησιμοποιεί το τυχαίο για να εξηγήσει τη δημιουργία του κόσμου...».

[55]. Πρβλ. Ευσέβιος [l.c., XIV, σελ. 782]. «…Μάταια και αναίτια ζήτησε την αιτία αυτών των πραγμάτων (ο Δημόκριτος), αφού ξεκίνησε από μια κενή αρχή και μια πλανερή υπόθεση, δίχως να βλέπει τη ρίζα και τη γενική αναγκαιότητα της φύσης των όντων και θεωρώντας ως ύψιστη σοφία την κατανόηση όσων συμβαίνουν με τρόπο άλογο και ανόητο…».

[56]. Σιμπλίκιος, [l.c., σελ. 351]. «…Κάποιος που διψούσε και ήπιε κρύο νερό έγινε καλά, όμως, ο Δημόκριτος ίσως πει ότι εδώ αιτία στάθηκε όχι η τύχη, αλλά η δίψα».

 Στον ίδιον, [σελ. 351]. «…Εκείνος (ο Δημόκριτος) φαινόταν να χρησιμοποιεί το τυχαίο για να εξηγήσει και τη δημιουργία του κόσμου. στα επιμέρους ζητήματα όμως λέει ότι η τύχη δεν αποτελεί την αιτία κανενός πράγματος, ανάγοντας το κάθετι σε άλλες αιτίες, όπως λ.χ. την εύρεση ενός θησαυρού στο σκάψιμο ή στο φύτεμα μιας ελιάς».

 Πρβλ. Στον ίδιο, [l.c., σελ. 351]. «… Αλλά ως προς τα επιμέρους (ο Δημόκριτος) λέει ότι η τύχη δεν είναι αιτία κανενός πράγματος...».

 [57]. Ευσέβιος, [l.c. XIV, σελ. 781]. «Όπως διηγούνται, ο ίδιος ο Δημόκριτος έλεγε ότι προτιμούσε να βρει μια αιτιολογία παρά να κερδίσει τον περσικό θρόνο…».

 [58]. (Πλούταρχος), De Placitis Philosophorum, [ΙΙ, σελ. 261]. «Ο Επίκουρος δεν απορρίπτει καμιά απ’ αυτές (εδώ ο Μαρξ παρεμβάλλει την διευκρίνιση: “δηλ. τις γνώμες των φιλοσόφων για την ουσία των άστρων” –εκδ.), δεχόμενος την πιθανότητα [όλων τους]».

 Στον ίδιο, [Ι.c., σελ. 265]. «Ο Επίκουρος απεναντίας λέει ότι όλα, όσα ειπώθηκαν πριν, είναι πιθανά…».

 Στον ίδιο, [22, σελ. 890]. «Ο Επίκουρος θεωρεί πιθανά όλα όσα ειπώθηκαν πριν…».

 Στοβαίος, Φυσικές Εκλογές, [Ι, σελ. 54]. «Ο Επίκουρος δεν απορρίπτει τίποτα απ’ αυτά, εμμένοντας στην ιδέα της πιθανής αλήθειας όλων τους».

 [59]. Σενέκας, Ερωτηματικά της Φύσης, [(V), xx, (5), σελ. 802]. «Όλες αυτές οι αιτίες είναι δυνατές, λέει ο Επίκουρος, και προσπαθεί να βρει και πολλές άλλες. και κατηγορεί μερικούς, που ισχυρίστηκαν ότι μόνο μια απ’ όλες ισχύει, αφού, όπως λέει, είναι παράτολμο να θεωρείται βέβαιο κάτι από εκείνα που συμπεραίνονται κατ’ εικασία».

 [60]. Πρβλ., [Μέρος ΙΙ, κεφάλαιο 5].

 Διογένης Λαέρτιος, [Χ, 88]. «Όμως πρέπει να εξετάζεται η εικόνα του κάθε πράγματος και να αναλύεται επιπλέον ό,τι συνάπτεται μαζί της. Ό,τι δεν έρχεται σε αντίθεση με τα όσα συμβαίνουν γύρω μας είναι δυνατόν να συμβαίνει με πολλαπλούς τρόπους… Γιατί είναι ενδεχόμενο από κάθε άποψη, αφού κανένα φαινόμενο δεν έρχεται σε αντίθεση μαζί του…».

 [61]. Διογένης Λαέρτιος, [Χ, 80]. «Και δεν πρέπει να νομίζουμε, ότι από τη μελέτη τούτων των πραγμάτων λείπει η ακρίβεια, όση συντείνει στην αταραξία και στην μακαριότητά μας».

1.Γενική Διαφορά Καταρχήν Ανάμεσα στη Δημοκρίτεια και την Επικούρεια Φιλοσοφία της Φύσης

 [62]. Ο Πλούταρχος, στη βιογραφία [του] τού Μάριου, μας δίνει ένα αποτρόπαιο ιστορικό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο αυτό το είδος της ηθικής καταστρέφει κάθε θεωρητική και πραχτική αφιλοκέρδεια. Αφού περιγράψει τη φοβερή εξόντωση των Κίμβρων, αναφέρει ότι ο αριθμός των πτωμάτων ήταν τόσο μεγάλος που οι Μασιλιάνοι* τα χρησιμοποίησαν για λίπασμα στα περιβόλια τους. Μετά έβρεξε και κείνος ο χρόνος ήταν ο καλύτερος για το κρασί και τα φρούτα τους. Τώρα, τι είδους σκέψεις γεννάει στον ευγενή ιστορικό μας η τραγική αυτή καταστροφή εκείνου του λαού; Ο Πλούταρχος το θεωρεί αυτό σαν ηθική πράξη του θεού που επέτρεψε ένας ολόκληρος μεγάλος και ευγενικός λαός να εξοντωθεί και να σαπίσει για να δώσει στους μικρόψυχους της Μασίλια μια πλούσια σοδειά φρούτων. Έτσι, ακόμα και η μεταμόρφωση ενός λαού σε κοπριά προσφέρει μια ευπρόσδεχτη ευκαιρία για μια ευτυχισμένη αποθέωση της ηθικής!

 [*]Μασιλιάνοι ήταν οι κάτοικοι της Μασίλια, της σημερινής Μασαλίας, που ιδρύθηκε γύρω στο 600 π.Χ. σαν ελληνική αποικία από Ίωνες Φωκαείς. Η μάχη του Μάριου με τις γερμανικές φυλές των Κίμβρων που εισέβαλαν στη Γαλατία και τη βόρεια Ιταλία έγινε το 101 π.Χ. κοντά στο Βερτσέλι. –Εκδ.).

 [63]. Επίσης σε σχέση με τον Hegel πρόκειται για σκέτη άγνοια των μαθητών του, όταν εξηγούν τον ένα ή τον άλλο προσδιορισμό του συστήματός του, με την επιθυμία του για συμβιβασμό κλπ., επομένως, με δυο λόγια, το εξηγούν στη βάση της ηθικής. Ξεχνούν ότι μόλις πριν λίγο ήταν ενθουσιώδεις με όλες του τις ιδιοτροπίες, όπως φαίνεται καθαρά από τα γραπτά τους.

 Αν πραγματικά επηρεάστηκαν τόσο πολύ από την έτοιμη επιστήμη που απόχτησαν ώστε να παραδοθούν σ’ αυτήν την αφελή και άκριτη εμπιστοσύνη, τότε πόσο ανενδοίαστη είναι η προσπάθειά τους να κατηγορήσουν το Δάσκαλο για μια κρυφή πρόθεση πίσω από την οξυδέρκειά του! Το Δάσκαλο, για τον οποίο η επιστήμη δεν ήταν κάτι το έτοιμο, αλλά κάτι στο προτσές του γίγνεσθαι, στης οποίας την έσχατη περιφέρεια έπαλε το αίμα της δικής του νοητικής καρδιάς! Αντίθετα, γέννησαν την υποψία ότι προηγούμενα δεν ήταν σοβαροί. Και τώρα αντιτίθενται στην προηγούμενή τους κατάσταση, και την αποδίδουν στον Χέγκελ, ξεχνώντας, ωστόσο, ότι η δική του σχέση με το σύστημά του ήταν άμεση, ουσιαστική, ενώ η δική τους δεν είναι παρά μια σχέση εξ αντανακλάσεως.

 Είναι πολύ κατανοητό ένας φιλόσοφος να πέσει στη μια ή στην άλλη φαινομενική ασυνέπεια μέσα από κάποιο είδος συμβιβασμού, κι αυτός ό ίδιος μπορεί να έχει επίγνωση αυτού του γεγονότος. Αλλά εκείνο για το οποίο δεν έχει επίγνωση είναι η δυνατότητα ο φαινομενικός αυτός συμβιβασμός να έχει τις βαθύτερες ρίζες του σε μια ανεπάρκεια ή σε μια ανεπαρκή διατύπωση της ίδιας του της αρχής. Αν υποθέσουμε, λοιπόν, ότι ένας φιλόσοφος έχει πραγματικά συμβιβαστεί, τότε οι μαθητές του πρέπει να εξηγήσουν από τη δική του εσωτερική ουσιαστική συνείδηση αυτό που γι’ αυτόν τον ίδιο είχε τη μορφή μιας εξωτερικής συνείδησης. Μ’ αυτόν τον τρόπο, αυτό που εμφανίζεται σαν προχώρημα της συνείδησης είναι συγχρόνως και προχώρημα της γνώσης. Δεν μπορούμε να υποψιαστούμε την ιδιαίτερη συνείδηση του φιλοσόφου, αλλά η ουσιαστική του μορφή συνείδησης ερμηνεύεται, υψώνεται σε ένα ορισμένο σχήμα και νόημα και μ’ αυτόν τον τρόπο επίσης ξεπερνιέται.

 Παρεκβατικά, θεωρώ αυτή τη μη φιλοσοφική τάση ενός μεγάλου τμήματος της σχολής του Χέγκελ σαν ένα φαινόμενο που θα συνοδεύει πάντοτε τη μετάβαση από την πειθαρχία στην ελευθερία.

 Είναι ψυχολογικός νόμος ότι ο θεωρητικός νους, από τη στιγμή που θα ελευθερωθεί καθεαυτός, στρέφεται στην πρακτική ενεργητικότητα, και, αφήνοντας τη σκιώδη αυτοκρατορία του Αμένθη [του Άδη της αιγυπτιακής μυθολογίας –εκδ.] σαν θέληση, στρέφεται ενάντια στην πραγματικότητα του κόσμου που υπάρχει χωρίς αυτόν. (Από μια φιλοσοφική άποψη, όμως, είναι σημαντικό να καθορίσουμε καλύτερα αυτές τις απόψεις, μια και ξεκινώντας από τον ιδιαίτερο τρόπο που γίνεται αυτή η στροφή μπορούμε να αναλογιστούμε τον εγγενή προσδιορισμό και τον καθολικό ιστορικό χαρακτήρα μιας φιλοσοφίας. Βλέπουμε εδώ, ας πούμε, το curriculum vitae [βιογραφικό σημείωμα –εκδ] περιορισμένο στο υποκειμενικό του σημείο). Αλλά η πράξη της φιλοσοφίας είναι η ίδια θεωρητική. Είναι η κριτική που μετρά την ατομική ύπαρξη με την ουσία, την ιδιαίτερη πραγματικότητα με την Ιδέα. Αλλά αυτή η άμεση πραγμάτωση της φιλοσοφίας μαστίζεται στη βαθύτερη ουσία της από αντιφάσεις, και αυτή η ουσία της παίρνει μορφή στην εμφάνιση και αποτυπώνει πάνω σ’ αυτόν τη σφραγίδα της.

 Όταν η φιλοσοφία στρέφεται σαν θέληση ενάντια στον κόσμο της εμφάνισης, τότε το σύστημα υποβιβάζεται σε μια αφηρημένη ολότητα, δηλαδή γίνεται η μια πλευρά του κόσμου που αντιτίθεται σε μια άλλη πλευρά του. Η σχέση της με τον κόσμο είναι μια σχέση αντανάκλασης. Εμπνευσμένη από την παρόρμηση να πραγματωθεί, έρχεται σε ένταση ενάντια στην άλλη. Η εσωτερική αυταρέσκεια και πληρότητα έχει σπάσει. Ότι ήταν εσωτερικό φως έχει γίνει αδηφάγος φλόγα που στρέφεται προς τα έξω. Το αποτέλεσμα είναι ότι καθώς ο κόσμος γίνεται φιλοσοφικός, η φιλοσοφία γίνεται επίσης εγκόσμια, ότι η πραγμάτωσή της είναι επίσης η απώλειά της, ότι αυτό ενάντια στο οποίο παλεύει εξωτερικά, είναι το δικό της εσωτερικό μειονέκτημα, ότι μέσα στην ίδια την πάλη πέφτει ακριβώς σ’ εκείνα τα ελαττώματα που πολεμά σαν ελαττώματα του αντίπαλου στρατοπέδου και ότι μπορεί να ξεπεράσει αυτά τα ελαττώματα μόνο όταν πέσει σ’ αυτά. Αυτό που της αντιτίθεται κι αυτό που πολεμά είναι πάντα το ίδιο με τον εαυτό της, μόνο με τους παράγοντες αντιστραμμένους.

 Αυτή είναι η μια πλευρά, όταν εξετάζουμε αυτό το ζήτημα καθαρά αντικειμενικά σαν άμεση πραγμάτωση της φιλοσοφίας. Όμως, έχει επίσης και μια υποκειμενική πλευρά, που απλά είναι μια άλλη μορφή της. Κι αυτή είναι η σχέση του φιλοσοφικού συστήματος, που πραγματώνεται με τους διανοητικούς φορείς του, με την ατομική αυτοσυνείδηση στην οποία εμφανίζεται το προχώρημά του. Αυτή η σχέση καταλήγει σ’ αυτό που αντιμετωπίζει τον κόσμο στην πραγμάτωση της ίδιας της φιλοσοφίας, δηλαδή στο γεγονός ότι αυτές οι ατομικές αυτοσυνειδήσεις φέρουν πάντα μια απαίτηση με δυο αιχμές, που η μια στέφεται ενάντια στον κόσμο και η άλλη ενάντια στην ίδια τη φιλοσοφία.

Πραγματικά, αυτό που στο ίδιο το πράγμα εμφανίζεται σαν μια σχέση αντεστραμμένη καθεαυτή, εμφανίζεται σ’ αυτές τις αυτοσυνειδήσεις σαν μια διπλή σχέση, μια απαίτηση και μια δράση που αντιφάσκει η μια με την άλλη. Η απομέρους τους απελευθέρωση του κόσμου από τη μη φιλοσοφία είναι ταυτόχρονα η δική τους απελευθέρωση από τη φιλοσοφία πού τις κρατούσε σε δεσμά σαν ένα ιδιαίτερο σύστημα. Μια και αυτές οι ίδιες καταγίνονται απλά με τη δράση και την άμεση ενέργεια της ανάπτυξης –και επομένως δεν έχουν ακόμα αναδυθεί θεωρητικά από εκείνο το σύστημα– αντιλαμβάνονται μόνο την αντίφαση με την πλαστική ισότητα-με-τον-εαυτό του [Sich-selbst-Gleichheit] του συστήματος και δε γνωρίζουν ότι, με το να στρέφονται ενάντιά του, το μόνο που κάνουν είναι να πραγματώνουν τις ατομικές του στιγμές.

 Η δυαδικότητα αυτή της φιλοσοφικής αυτοσυνείδησης εμφανίζεται τελικά σαν μια διπλή τάση, που η μια πλευρά της αντιτάσσεται πέρα για πέρα στην άλλη. Η μια πλευρά, το φιλελεύθερο κόμμα, όπως μπορούμε να το ονομάσουμε γενικά, διατηρεί σαν κύριο προσδιορισμό του την έννοια και την αρχή της φιλοσοφίας. Η άλλη πλευρά τη μη έννοιά της, τη στιγμή της πραγματικότητας. Αυτή η δεύτερη πλευρά είναι η θετική φιλοσοφία*.

 [*] Ο Μαρξ αναφέρεται εδώ στην πάλη ανάμεσα σε διαφορετικές τάσεις της γερμανικής φιλοσοφίας στα τέλη της δεκαετίας του ’30 και τις αρχές της δεκαετίας του ’40, του 19ου αιώνα. Με το «Φιλελεύθερο κόμμα» ο Μαρξ εννοεί εδώ τους νεαρούς χεγκελιανούς. Οι πιο προχωρημένοι νεοχεγκελιανοί (Λούντβιχ Φόιερμπαχ, Μπρούνο Μπάουερ, Άρνολντ Ρούγκε) υιοθέτησαν τη στάση του αθεϊσμού και του πολιτικού ριζοσπαστισμού. Απαντώντας σ’ αυτή την εξέλιξη της αριστεράς της χεγκελιανής σχολής, οι συντηρητικοί γερμανοί φιλόσοφοι ενώθηκαν κάτω από τη σημαία της λεγόμενης θετικής φιλοσοφίας –μιας θρησκευτικομυστικιστικής τάσης (Κρίστιαν Χέρμαν Βάις, Ιμάνουελ Χέρμαν Φίχτε, ο νεότερος, Φραντς Ξαβιέ φον Μπάαντερ, Άντον Γκίντερ, και άλλοι), που κριτικάριζε τη φιλοσοφία του Χέγκελ από τα δεξιά. Οι «θετικοί φιλόσοφοι» προσπάθησαν να υποτάξουν τη φιλοσοφία στη θρησκεία, ανακηρύσσοντας τη θεία αποκάλυψη σε μοναδική πηγή της «θετικής» γνώσης. Ονόμαζαν αρνητική κάθε φιλοσοφία που αναγνώριζε την ορθολογική γνώση σαν πηγή της γνώσης –Εκδ.].

 Η δράση της πρώτης πλευράς είναι η κριτική, γι’ αυτό ακριβώς κι αυτή η στροφή προς τα έξω της φιλοσοφίας. Η δράση της δεύτερης είναι η προσπάθεια να φιλοσοφεί, γι’ αυτό και το κλείσιμο της φιλοσοφίας στον εαυτό της. Η δεύτερη αυτή πλευρά ξέρει ότι η ανεπάρκεια είναι εγγενής στη φιλοσοφία, ενώ η πρώτη την κατανοεί σαν ανεπάρκεια του κόσμου που πρέπει να γίνει φιλοσοφικός. Κάθε ένα απ’ αυτά τα κόμματα κάνει ακριβώς αυτό που θέλει να κάνει το άλλο και αυτό το ίδιο δε θέλει να κάνει. Το πρώτο, ωστόσο, παρ’ όλη την εσωτερική του αντίφαση, έχει συνείδηση και της αρχής του γενικά και του σκοπού του. Στο δεύτερο κόμμα, η αντιστροφή, μπορούμε κάλλιστα να πούμε η τρέλα, εμφανίζεται σαν τέτοια. Όσο για το περιεχόμενο: μόνο το φιλελεύθερο κόμμα κατορθώνει πραγματική πρόοδο, γιατί είναι το κόμμα της έννοιας, ενώ η θετική φιλοσοφία μπορεί μονάχα να παράγει απαιτήσεις και τάσεις που η μορφή τους αντιφάσκει με το νόημα τους.

 Αυτό που στην αρχή εμφανίζεται σαν μια αντεστραμμένη σχέση και εχθρική τάση της φιλοσοφίας σε σχέση με τον κόσμο, γίνεται κατόπιν ένας εσωτερικός διχασμός της ατομικής αυτοσυνείδησης καθεαυτής και εμφανίζεται τελικά σαν ένας εξωτερικός χωρισμός και δυαδικότητα της φιλοσοφίας, σαν δυο αντίθετες φιλοσοφικές τάσεις.

 Είναι φανερό ότι εκτός απ’ αυτό εμφανίζεται επίσης ένας αριθμός από υποδεέστερους, μεμψίμοιρους σχηματισμούς χωρίς ατομικότητα. Μερικοί απ’ αυτούς τοποθετούνται πίσω από ένα φιλοσοφικό γίγαντα του παρελθόντος –αλλά ο γάιδαρος ανακαλύπτεται γρήγορα κάτω από τη λεοντή. Η τρεμουλιάρικη φωνή ενός ανδρείκελου του σήμερα ή του χθες κλαψουρίζει σε κωμική αντίθεση με τη μεγαλοπρεπή φωνή που αντηχεί μέσα απ’ τους αιώνες –ας πούμε του Αριστοτέλη, που έχει αυτοδιοριστεί σαν το ανεπιθύμητο όργανό του.

Είναι σαν να προσπαθούσε ένας μουγκός να βγάλει φωνή με μια τρομπέτα τεράστιων διαστάσεων. Ή σαν κάποιος λιλιπούτειος οπλισμένος με διπλά ματογυάλια να κάθεται πάνω σ’ ένα μικροσκοπικό σημείο στα οπίσθια του γίγαντα και γεμάτος έκπληξη να ανακοινώνει στον κόσμο την καταπληκτικά καινοφανή θέα που προσφέρει το punctum visus [το παρατηρητήριό] του και να γίνεται γελοίος εξηγώντας ότι όχι σε μια παλλόμενη καρδιά, αλλά στο στέρεο ουσιαστικό έδαφος πάνω στο οποίο στέκεται, έχει βρεθεί το σημείο του Αρχιμήδη, το <>πού στώ στο οποίο στηρίζεται ο κόσμος. Έτσι, αποκτούμε φιλοσόφους των τριχών, των νυχιών, των δακτύλων των ποδιών, των περιττωμάτων και άλλους, που πρέπει να εκπροσωπήσουν μια ακόμα χειρότερη λειτουργία στον μυστικιστικό άνθρωπο του κόσμου του Σβέντενμποργκ. Ωστόσο, όλοι αυτοί οι γυμνοσάλιαγκες ανήκουν ουσιαστικά στις δυο παραπάνω πλευρές σαν στο στοιχείο τους. Όσο για τις ίδιες εκείνες τις πλευρές: κάπου αλλού θα εξηγήσω διεξοδικά τη σχέση, ενμέρει της μιας με την άλλη, ενμέρει με τη φιλοσοφία του Χέγκελ καθώς και τις ιδιαίτερες ιστορικές στιγμές στις οποίες αποκαλύπτεται αυτή η ανάπτυξη.

 [64]. Διογένης Λαέρτιος, [ΙΧ, 44]. «Τίποτε δεν μπορεί να γεννηθεί απ’ αυτό που δεν υπάρχει, [από το μη ον] ούτε να πεθάνει μέσα σ’ αυτό που δεν υπάρχει [στο μη ον]», (Δημόκριτος).

 Στον ίδιο, [Χ, 38]. «Και πρώτα πρώτα, τίποτα δεν γεννιέται απ’ αυτό που δεν υπάρχει. Γιατί στην αντίθετη περίπτωση τα πάντα θα μπορούσαν να γεννηθούν από τα πάντα…».

 Και στη σελίδα 39: «Και αν αυτό που φθείρεται αφανιζόταν στο μη ον, όλα θα είχαν χαθεί, αφού δεν θα υπήρχαν εκείνα στα οποία θα διαλύονταν. Και το παν θα ήταν πάντα τέτοιο που είναι τώρα και θα είναι πάντα. Γιατί δεν υπάρχει τίποτα στο οποίο μπορεί να μεταβληθεί», (Επίκουρος).

 [65]. Αριστοτέλης, Φυσικά, [Ι, 4 (187α, 32-35)]. «Γιατί αν κάθετι που γεννιέται πρέπει αναγκαστικά να γεννηθεί ή από το ον ή από το μη ον, είναι αδύνατο να γεννηθεί απ’ αυτό που δεν υπάρχει. Πάνω σ’ αυτό συμφωνούν άλλωστε όλοι».

[66]. Θεμίστιος, Σχόλια στον Αριστοτέλη [Φύλλο 42, σελ. 383, (Συλλογή Brandis)]. «Όπως στο μηδέν δεν υπάρχει καμιά διαφορά, το ίδιο και στο κενό. Το κενό είναι μη ον και στέρηση, λέει (ο Δημόκριτος) κλπ.».

[67]. Αριστοτέλης, Μετά τα Φυσικά, [Ι, 4 (985β, 4-9)]. «Ο Λεύκιππος και ο σύντροφός του ο Δημόκριτος λένε πως τα στοιχεία είναι το πλήρες και το κενό, αποκαλώντας τα αντίστοιχα ον και μη-ον: απ’ αυτά το πλήρες και το στερεό είναι το ον, το κενό και το αραιό είναι το μη-ον. Γι’ αυτό και ισχυρίζονται πως το ον δεν υπάρχει περισσότερο από το μη-ον, αφού ούτε το σώμα υπάρχει περισσότερο από το κενό».

[68]. Σιμπλίκιος, [l.c., σελ. 326]. «...Και ο Δημόκριτος [μιλάει για] το πλήρες και το κενόν, από τα οποία, λέει, το ένα είναι το ον και το άλλο το μη-ον».

Θεμίστιος, [l.c., σελ. 383]. «Το κενό, ο Δημόκριτος το λέει μη ον και στέρηση».

 [69]. Σιμπλίκιος, [l.c., σελ. 326]. «Ο Δημόκριτος θεωρεί πως η φύση των αιωνίων πραγμάτων συνίσταται σε μικρές απειράριθμες ουσίες. Αυτές πάλι τις τοποθετεί σ’ έναν τόπο απειρομεγέθη, που τον αποκαλεί με τα εξής ονόματα: κενό, τίποτα, άπειρο. Την καθεμιά από τις ουσίες, πάλι, την αποκαλεί: αυτό εδώ, στερεό, ον».

 [70]. Πρβλ. Σιμπλίκιος, [l.c., σελ. 514]. «Το Ένα και τα Πολλά».

 [71]. Διογένης Λαέρτιος, [l.c., § 40]. «Κι αν δεν υπήρχε αυτό που ονομάζουμε κενό, χώρο και άπιαστη φύση».

 Στοβαίος, Φυσικές Εκλογές, [Ι, σελ. 39]. «Ο Επίκουρος χρησιμοποιεί εκ περιτροπής τα ονόματα: κενό, τόπος, χώρος».

 [72]. Στοβαίος, Φυσικές Εκλογές, [Ι, σελ. 27]. «Και αποκαλείται άτομο, όχι επειδή είναι το ελάχιστο».

 [73]. Σιμπλίκιος, [l.c., σελ. 405]. «…Εκείνοι που απόρριπταν την επ’ άπειρο διαίρεση –αφού μας είναι αδύνατο να διαιρούμε επ’ άπειρο κι έτσι να διαπιστώσουμε ότι η διαίρεση δεν έχει τέλος– λέγανε ότι τα σώματα αποτελούνται από αδιαίρετα στοιχεία και είναι δυνατό να διαιρεθούν μέχρι να φθάσουμε σ’ αυτά. Μόνο που ο Λεύκιππος και ο Δημόκριτος θεωρούν ως αιτία της μη διαιρετότητας των πρώτων σωμάτων όχι μόνο την απάθεια,[δηλαδή την ιδιότητα του ατόμου να μην επηρεάζεται από καμιά εξωτερική δύναμη –Εκδ.] αλλά και το μικρό μέγεθος και την απουσία μερών, ενώ αργότερα ο Επίκουρος δε δέχεται την ύπαρξη στοιχείων χωρίς μέρη, όμως τα θεωρεί άτομα εξαιτίας της απουσίας παθών. Επανειλημμένα ο Αριστοτέλης επέκρινε την αντίληψη του Δημόκριτου και του Λεύκιππου, και ίσως εξαιτίας των επικρίσεων αυτών, που αφορούσαν την απουσία μερών, ο Επίκουρος, που έζησε αργότερα και έβλεπε με συμπάθεια την αντίληψη του Δημόκριτου και του Λεύκιππου για τα πρώτα σώματα, συνέχισε βέβαια να τα θεωρεί άμοιρα παθών…».

 [74]. Αριστοτέλης, Περί Γενέσεως και Φθοράς, [Ι, 2 (316α, 5-14)]. «Η έλλειψη εμπειρίας είναι η αιτία που μειώνει τη δυνατότητά μας να κατανοήσουμε στο σύνολό τους τα πράγματα που υποπίπτουν στην κοινή αντίληψη. Γι’ αυτό και εκείνοι που βρίσκονται σε στενή σχέση με τη Φύση τα φαινόμενά της έχουν και μεγαλύτερη δυνατότητα να διατυπώσουν αρχές συνεκτικές σε υψηλό βαθμό. Όσοι αντίθετα από τον πολύ αφηρημένο στοχασμό δεν έχουν πια μάτια για να δουν ό,τι υπάρχει μπροστά τους, αφού εξετάσουν λίγα πράγματα, αποφαίνονται με τρόπο επιπόλαιο. Κι απ’ αυτά φαίνεται το πόσο διαφέρουν όσοι βλέπουν τα πράγματα φυσιογνωστικά από όσους τα βλέπουν λογικά. Γιατί σχετικά με την ύπαρξη αδιαίρετων μεγεθών οι μεν ισχυρίζονται, ότι το ιδεατό τρίγωνο θα είναι πολλά τρίγωνα. Όμως φαίνεται ότι ο Δημόκριτος πείστηκε τόσο από εγγενείς όσο και από φυσιογνωστικούς λόγους».

 [75]. Διογένης Λαέρτιος, [IX, 7,8 (§ 40)]. « Ο Αριστόξενος γράφει στα “Ιστορικά του Υπομνήματα”, ότι όταν ο Πλάτωνας θέλησε να κάψει τα συγγράμματα του Δημόκριτου, αυτά που μπόρεσε να μαζέψει, τον εμπόδισαν οι Πυθαγόρειοι Αμύκλας και Κλεινίας, γιατί θα ήταν ανώφελο, αφού τα βιβλία βρίσκονταν ήδη σε πολλά χέρια. Και είναι αυτό φανερό, γιατί ο Πλάτωνας ενώ μνημονεύει όλους σχεδόν τους αρχαίους, δεν αναφέρει πουθενά το Δημόκριτο, ούτε ακόμα κι εκεί που θα έπρεπε να τον αντικρούσει, ξέροντας προφανώς ότι έχει να κάνει με τον μεγάλο φιλόσοφο…».

 

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *