L.D Trotsky: Διαννοούμενοι και Σοσιαλισμός

Το άρθρο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα του St. Petesburg “Souremenny Mir” to 1910, και κριτικάρει την μπροσούρα του Μάξ Αντλερ “Ο σοσιαλισμός και οι διανοούμενοι” (Der Sozialismus und die Intellektuellen) που εκδόθηκε την ίδια χρονιά.

 

 

Διαννοούμενοι και Σοσιαλισμός

 

 

(1910)

 

 

 

Πριν δέκα χρόνια, ή ακόμα πριν έξι ή εφτά χρόνια, οι υπερασπιστές της ρώσικης υποκειμενικής σχολής της κοινωνιολογίας (οι “Σοσιαλ-επαναστάτες”) θα μπορούσαν ίσως να χρησιμοποιήσουν με επιτυχία, για τους σκοπούς τους, το τελευταίο φυλλάδιο του αυστριακού φιλόσοφου Μάξ Αντλερ (σσ Εκδότης (αρχισυντάκτης) της “Wiener Arbeiterzeitung“, ‘οργανο του Αυστριακού Σοσιαλ-δημοκρατικού Κόμματος). Τα τελευταία, όμως, πέντε ή έξι χρόνια, έχουμε περάσει μέσα από μια τόσο βαθιά, αντικειμενική “σχολή κοινωνιολογίας” και τα μαθήματά της είναι γραμμένα πάνω στα κορμιά μας με τόσο εκφραστικά σημάδια, που και η πιο εύγλωττη αποθέωση των διανοουμένων, ακόμα κι αν προέρχονται από τη “Μαρξιστική” πέννα του Μάξ Αντλερ, δε θα μπορούσε να δώσει καμιά βοήθεια στον ρώσικο υποκειμενισμό. Αντίθετα, η μοίρα των Ρώσων υποκειμενιστών μας αποτελεί το πιό σοβαρό επιχείρημα ενάντια στους ισχυρισμούς και τα συμπεράσματα του Μάξ Αντλερ.

Το αντικείμενο αυτού του φυλλάδιου είναι η σχέση ανάμεσα στους διανοούμενους και το σοσιαλισμό. Για τον Αντλερ αυτό δεν είναι μόνο ένα αντικείμενο για θεωρητική ανάλυση αλλά και ένα ζήτημα συνείδησης. Θέλει να πείσει. Το φυλλάδιο του Αντλερ, βασισμένο σε μια ομιλία του σ΄ ένα ακροατήριο σοσιαλιστών σπουδαστών, είναι γεμάτο από φλογερή πεποίθηση. Το πνεύμα του προσηλυτισμού διαποτίζει αυτή τη μικρή εργασία, δίνοντας μια ειδική απόχρωση σε ιδέες που δεν διεκδικούν κανένα νεωτερισμό. Να κερδίσει τους διανοούμενους στα δικά του ιδανικά, να κατακτήσει την υποστήριξή τους με οποιοδήποτε κόστος, αυτή η πολιτική επιθυμία επικρατεί απόλυτα πάνω στην κοινωνική ανάλυση στο φυλλάδιο του Αντλερ, δίνοντάς του τον ιδιαίτερο τόνο που έχει και καθαρίζοντας τις αδυναμίες του.

Τι είναι οι διανοούμενοι; Ο Αντλερ δίνει, φυσικά, στη γενική και αφηρημένη αυτή έννοια, όχι έναν ηθικό αλλά έναν κοινωνικό ορισμό: οι διανοούμενοι δεν είναι μια τάξη, ορισμένη από μια ιστορική αποστολή, αλλά το κοινωνικό στρώμα που αγκαλιάζει όλα τα επαγγέλματα “πνευματικής εργασίας”. Αν και είναι δύσκολο να τραβήξουμε μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη “χειρονακτική” και την “πνευματική” εργασία, τα γενικά κοινωνικά χαρακτηριστικά των διανοούμενων είναι αρκετά καθαρά, χωρίς να χρειάζεται να μπει κανείς σε περισσότερες λεπτομέρειες… Οι διανοούμενοι είναι μια ολόκληρη τάξη – ο Αντλερ τους χαρακτηρίζει σαν ενδοταξική ομάδα, αλλά ουσιαστικά δεν υπάρχει εδώ διαφορά – που υπάρχει μέσα στο σκελετό της αστικής κοινωνίας. Και για τον Αντλερ το ζήτημα είναι: ποιος ή τι κατέχει την καλύτερη θέση στην καρδιά αυτής της τάξης;

Ποια ιδεολογία είναι από μια εσωτερική σχέση υποχρεωτική γι΄ αυτήν, σαν αποτέλεσμα της ίδιας της φύσης, των κοινωνικών της λειτουργιών; Ο Αντλερ απαντάει: η ιδεολογία του κολλεχτιβισμού. Ο Αντλερ δεν κλείνει τα μάτια του μπροστά στο γεγονός ότι οι ευρωπαίοι διανοούμενοι, όσοι δεν είναι ανοιχτά εχθρικοί στις ιδέες του κολλεχτιβισμού, στην καλύτερη περίπτωση στέκονται μακριά από τη ζωή και τους αγώνες των εργαζόμενων μαζών, χωρίς να τους κάνει ούτε κρύο ούτε ζέστη. Αλλά, όπως λέει, δε θα έπρεπε να είναι έτσι, δεν υπάρχει επαρκής αντικειμενική βάση για κάτι τέτοιο. Ο Αντλερ είναι αποφασιστικά αντίθετος με κείνους τους Μαρξιστές που αρνούνται την ύπαρξη των γενικών προϋποθέσεων που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν ένα μαζικό κίνημα των διανοουμένων προς τον σοσιαλισμό. “Υπάρχουν, διακηρύσσει στον πρόλογό του, αρκετοί, παράγοντες – αν και όχι καθαρά οικονομικοί, αλλά προερχόμενοι από μια άλλη σφαίρα – που μπορούν να επηρεάσουν ολόκληρη τη μάζα των διανοουμένων, ακόμα και ξέχωρα από την προλεταριακή κατάσταση που ζουν, σαν επαρκή κίνητρα γι΄ αυτούς, για να ενταχθούν στο σοσιαλιστικό εργατικό κίνημα. Εκείνο που χρειάζεται είναι να αποκτήσουν οι διανοούμενοι συνείδηση της ουσιαστικής φύσης αυτού του κινήματος και της δικής τους κοινωνικής θέσης“.

 

 

Ποιοι είναι αυτοί οι παράγοντες;

 

 

Μια και το απαραβίαστο, και πάνω απ΄ όλα, η δυνατότητα της ελεύθερης ανάπτυξης των πνευματικών ενδιαφερόντων, λέει ο Αντλερ, συγκαταλέγονται ανάμεσα στους πιο ουσιαστικούς όρους της ζωής των διανοουμένων, το θεωρητικό ενδιαφέρον είναι, επομένως, σε πλήρη ισότητα με το οικονομικό ενδιαφέρον σ΄ ότι αφορά τους διανοούμενους. Έτσι, αν οι λόγοι της ένταξης των διανοούμενων στο σοσιαλιστικό κίνημα πρέπει ν΄ αναζητηθούν κυρίως έξω από την οικονομική σφαίρα, αυτό δεν εξηγείται λιγότερο από τις ιδιόμορφες ιδεολογικές συνθήκες ύπαρξης της πνευματικής εργασίας απ΄ ότι από το πολιτιστικό περιεχόμενο του σοσιαλισμού“, (σελ. 7).

Ανεξάρτητα από την ταξική φύση ολόκληρου του κινήματος (στο κάτω κάτω αυτό δεν είναι παρά ένας δρόμος!), ανεξάρτητα από την καθημερινή κομματική – πολιτική του εικόνα (στο κάτω κάτω αυτό δεν είναι παρά ένα μέσο!); ο σοσιαλισμός από την ίδια του την ουσία, σαν ένα παγκόσμιο κοινωνικό ιδανικό, σημαίνει την απελευθέρωση όλων των μορφών της πνευματικής εργασίας από κάθε είδους κοινωνικο – ιστορικά δεσμά και περιορισμούς. Η προϋπόθεση αυτή, το όραμα αυτό δίνει την ιδεολογική γέφυρα από όπου οι διανοούμενοι της Ευρώπης μπορούν και πρέπει να περάσουν στο στρατόπεδο της Σοσιαλδημοκρατίας (σ.σ. Σ΄ αυτή την περίοδο, η λέξη Σοσιαλδημοκρατία αναφέρεται στο σοσιαλιστικό πολιτικό κίνημα, χωρίς να εννοεί αυτούς που πήραν το δρόμο της προδοσίας στη διάρκεια και μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο).

Αυτή είναι η βασική άποψη του Αντλερ, που στην ανάπτυξή της αφιερώνει ολόκληρο το φυλλάδιό του. Το βασικό λάθος της, που χτυπάει αμέσως στο μάτι, είναι η μη – ιστορική της φύση. Η κοινωνική βάση για να μπουν οι διανοούμενοι στο στρατόπεδο του κολλεχτιβισμού πάνω στην οποία στηρίζεται ο Αντλερ υπάρχει πράγματι εκεί, εδώ και πολύ καιρό. Κι όμως δεν υπάρχει κανένα ίχνος, ούτε σε μια ευρωπαϊκή χώρα, οποιασδήποτε μαζικής κίνησης των διανοουμένων προς τη σοσιαλδημοκρατία.

Ο Αντλερ, βέβαια, το βλέπει αυτό τόσο καλά όσο το βλέπουμε και εμείς. Αλλά προτιμάει να βλέπει σαν αιτία της αποξένωσης των διανοουμένων από το κίνημα της εργατικής τάξης το γεγονός ότι οι διανοούμενοι δεν καταλαβαίνουν το σοσιαλισμό. Με μια ορισμένη έννοια αυτό είναι αλήθεια. Αλλά στην περίπτωση αυτή πώς εξηγείται η επίμονη αυτή έλλειψη κατανόησης τη στιγμή που αυτοί κατανοούν πολλά άλλα εξαιρετικά πολύπλοκα ζητήματα: Είναι ολοφάνερο, δεν πρόκειται για την αδυναμία νόησης) που είναι ένα από τα καλύτερα της θεωρητικής λογικής τους, αλλά για τη δύναμη των μη λογικών στοιχείων της ταξικής τους ψυχολογίας.

Ο ίδιος ο Αντλερ μιλάει γι΄ αυτό στο κεφάλαιό του (“Burgerliche Schranken des Verstandnisses” (Tα Αστικά Όρια στην Κατατού φυλλάδιου). Αλλά νομίζει, ελπίζει, είναι σίγουρος – και δώ ο θεωρητικός γίνεται ο καλύτερος ιεροκήρυκας – ότι η ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία θα ξεπεράσει τα μή λογικά στοιχεία της ψυχοσύνθεσης των διανοητικά εργαζόμενων μόνο αν ξαναοικοδομήσει τη λογική των σχέσεών της μ΄ αυτούς. Οι διανοούμενοι δεν κατανοούν το σοσιαλισμό γιατί αυτός τους εμφανίζεται από μέρα σε μέρα με τη ρουτινιάρικη μορφή του σαν ένα πολιτικό κόμμα, ένα από τα πολλά, που είναι ακριβώς όπως τα άλλα. Αν, όμως, οι διανοούμενοι μπορέσουν να δουν το αληθινό πρόσωπο του σοσιαλισμού, σαν ένα παγκόσμιο πολιτιστικό κίνημα, δεν μπορεί παρά να αναγνωρίσουν σ΄ αυτό τις καλύτερες ελπίδες και εμπνεύσεις τους. Έτσι νομίζει ο Αντλερ.

Φτάσαμε μέχρι δω χωρίς να εξετάσουμε αν στην πραγματικότητα οι καθαρά πολιτιστικές απαιτήσεις (ανάπτυξη της τεχνικής, της επιστήμης της Τέχνης) είναι πιό δυνατές σ΄ ότι αφορά τους διανοούμενους σαν τάξη, από τις ταξικές επιρροές που ακτινοβολούνται από την οικογένεια, το σχολείο, την εκκλησία και το κράτος ή τη φωνή των υλικών συμφερόντων. Αλλά ακόμα κι αν το δεχτούμε αυτό για χάρη της συζήτησης, αν συμφωνήσουμε να δούμε τους διανοούμενους πάνω απ΄ όλα σαν μια ένωση ιερέων του πολιτισμού που μέχρι τώρα απλά απότυχαν να συλλάβουν ότι η σοσιαλιστική ρήξη με την αστική κοινωνία είναι ο καλύτερος τρόπος να υπηρετήσουν τα συμφέροντα του πολιτισμού, και πάλι το ερώτημα παραμένει σ΄ όλη του την έκταση: μπορεί η Δυτικο-Ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία να προσφέρει στους διανοούμενους, θεωρητικά και ηθικά, κάτι πιο πειστικό ή πιο ελκυστικό απ΄ ότι τους έχει προσφέρει μέχρι τώρα;

Ο κολλεχτιβισμός έχει γεμίσει τον κόσμο με τον απόηχο του αγώνα του τώρα και κάμποσες δεκαετίες. Εκατομμύρια εργάτες έχουν ενωθεί σ΄ αυτή την περίοδο σε πολιτικές, συνδικαλιστικές, συνεταιριστικές, μορφωτικές και άλλες οργανώσεις. Μια ολόκληρη τάξη έχει ανυψώσει τον εαυτό της από τα βάθη της ζωής και έχει ανοίξει το δρόμο της στα ιερά άδυτα της πολιτικής που μέχρι τώρα θεωρούνταν σαν ιδιαίτερο προνόμιο των ιδιοχτητριών τάξεων. Μέρα με τη μέρα, ο σοσιαλιστικός τύπος – θεωρητικός, πολιτικός, συνδικαλιστικός – επανεκτιμάει τις αστικές αξίες, μεγάλες και μικρές, από τη σκοπιά ενός καινούργιου κόσμου. Δεν υπάρχει ούτε ένα ζήτημα της κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής (ο γάμος, η οικογένεια, η ανατροφή, το σχολείο, η εκκλησία, ο στρατός, ο πατριωτισμός, η κοινωνική υγεία, η πορνεία) πάνω στο οποίο ο σοσιαλισμός να μην έχει αντιπαραθέσει την άποψή του απέναντι στην άποψη της αστικής κοινωνίας. Μιλάει σ΄ όλες τις γλώσσες της πολιτισμένης ανθρωπότητας.

Μέσα στις γραμμές του σοσιαλιστικού κινήματος δουλεύουν και παλεύουν άνθρωποι με διαφορετικά μυαλά και διάφορα ταμπεραμέντα, με διαφορετικό παρελθόν, κοινωνικούς δεσμούς και συνήθειες ζωής. Και αν παρόλα αυτά οι διανοούμενοι “δεν καταλαβαίνουν” το σοσιαλισμό, αν όλ΄ αυτά μαζί δεν είναι αρκετά να τους δώσουν τη δυνατότητα, να τους ωθήσουν να συλλάβουν την πολιτιστική – ιστορική σημασία του παγκόσμιου αυτού κινήματος, τότε, δεν θα έπρεπε να βγάλει κανείς το συμπέρασμα ότι οι αιτίες της μοιραίας αυτής έλλειψης κατανόησης πρέπει να είναι πολύ βαθιές και ότι οι προσπάθειες να ξεπεραστεί με φιλολογικά και θεωρητικά μέσα είναι από τη φύση τους χωρίς ελπίδα;

Η ιδέα αυτή εμφανίζεται ακόμα πιό χτυπητά στο φως της ιστορίας. Το μεγαλύτερο κύμα διανοούμενων προς το σοσιαλιστικό κίνημα – κι αυτό ισχύει για όλες τις χώρες της Ευρώπης – εμφανίστηκε στην πρώτη περίοδο της ύπαρξης του κόμματος όταν ακόμα ήταν στην παιδική του ηλικία. Το πρώτο αυτό κύμα έφερε μαζί του τους πιο εξέχοντες θεωρητικούς και πολιτικούς της Διεθνούς.

Όσο μεγάλωνε η Ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία, όσο μεγαλύτερη μάζα εργατών ενώνονταν γύρω της, τόσο εξασθενούσε (όχι μονάχα σχετικά αλλά και απόλυτα) η εισροή φρέσκων στοιχείων από τη διανόηση. Η “Leipziger Volkszeitung” (s.s. Eφημερίδα του γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος) ζητούσε για πολύ καιρό, αλλά μάταια, μέσα από αγγελίες στις εφημερίδες έναν δημοσιογράφο με πανεπιστημιακή μόρφωση. Εδώ μας επιβάλλεται ένα συμπέρασμα – ένα συμπέρασμα που βρίσκεται σε απόλυτη αντίθεση με τον Αντλερ: όσο πιό οριστικά αποκάλυπτε ο σοσιαλισμός το περιεχόμενό του, όσο ευκολότερο γινόταν για τον καθέναν και για όλους να κατανοήσουν την ιστορική αποστολή του, τόσο πιο οριστικά η διανόηση απομακρυνόταν απ΄ αυτόν. Αν κι αυτό δε σημαίνει ότι φοβούνταν τον ίδιο το σοσιαλισμό, είναι παρόλ΄ αυτά σαφές ότι στις καπιταλιστικές χώρες της Ευρώπης πρέπει να έχουν συμβεί μερικές βαθιές κοινωνικές που έχουν εμποδίσει τη συναδέλφωση των ανθρώπων του πανεπιστημίου με τους εργάτες, την ίδια στιγμή που διευκόλυναν το πέρασμα των εργατών στο σοσιαλιστικό κίνημα.

Τι είδους αλλαγές ήταν αυτές: Τα πιο ευφυή άτομα, ομάδες και στρώματα από το προλεταριάτο έχουν μπει και μπαίνουν στη Σοσιαλδημοκρατία. Η ανάπτυξη και η συγκεντροποίηση της βιομηχανίας και των μεταφορών, απλά επιταχύνει αυτό το προτσές. Πρόκειται για ένα εντελώς διαφορετικού είδους προτσές αυτό που αφορά την ιντελιγκέντσια. Η καταπληκτική καπιταλιστική ανάπτυξη των τελευταίων δύο δεκαετιών έχει αναμφισβήτητα ξαφρίσει αυτή την τάξη.

Οι πιο ταλαντούχες δυνάμεις της διανόησης, εκείνες που διαθέτουν πρωτοβουλία και δύναμη σκέψης, έχουν αμετάκλητα απορροφηθεί από την καπιταλιστική βιομηχανία, από τα τραστ, τις εταιρίες σιδηροδρόμων και τις τράπεζες, που πληρώνουν με φανταστικούς μισθούς τις οργανωτικές τους ικανότητες. Οι διανοούμενοι δεύτερης σειράς μένουν για τις κρατικές υπηρεσίες, και τις κυβερνητικές θέσεις και παραπονούνται όσο και οι εκδότες εφημερίδων όλων των τάσεων για έλλειψη “ανθρώπων”. Όσο για τους εκπρόσωπους της όλο και αυξανόμενης μισοπρολεταριακής ιντελιγκέντσιας – που δεν μπορούν να ξεφύγουν από τον αιώνια εξαρτημένο και υλικά ανασφαλή τρόπο ζωής τους – γι΄ αυτούς, που επιτελούν αποσπασματικές, δεύτερης κατηγορίας και όχι πολύ ελκυστικές λειτουργίες στον μεγάλο μηχανισμό της κουλτούρας, που τα πολιτιστικά τους ενδιαφέροντα επικαλείται ο Αντλερ, δεν μπορούν να είναι αρκετά δυνατοί ώστε να κατευθύνουν ανεξάρτητα τις πολιτικές τους συμπάθειες προς το σοσιαλιστικό κίνημα.

Σ΄ αυτό προστίθεται το γεγονός ότι κάθε ευρωπαίος διανοούμενος για τον οποίο δεν αποκλείεται ψυχολογικά το πέρασμα στο στρατόπεδο του κολλεχτιβισμού, πρακτικά δεν έχει ελπίδα να κερδίσει μια θέση προσωπικής επιρροής στις γραμμές των προλεταριακών κομμάτων. Και αυτό το ζήτημα έχει αποφασιστική σημασία. Ένας εργάτης έρχεται στο σοσιαλισμό σαν τμήμα ενός συνόλου, μαζί με την τάξη του, από την οποία δεν έχει προοπτική να ξεφύγει. Ευχαριστιέται ακόμα και με το αίσθημα της ηθικής του ενότητας με τη μάζα, που του δίνει μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και δύναμη. Ο διανοούμενος, όμως, έρχεται στο σοσιαλισμό, σπάζοντας τον ομφάλιο λώρο της τάξης του, σαν άτομο, σαν προσωπικότητα, και αναπόφευκτα προσπαθεί να ασκεί επιρροή σαν άτομο.

Αλλά εδώ ακριβώς συναντάει εμπόδια – και καθώς περνάει ο καιρός τόσο και μεγαλύτερα γίνονται αυτά τα εμπόδια. Στις αρχές του σοσιαλδημοκρατικού κινήματος, ο κάθε διανοούμενος που προσχωρούσε, ακόμα κι αν δεν ξεπερνούσε τον μέσο όρο, κέρδιζε μια θέση καινουργιοφερμένος βρίσκει, στις δυτικοευρωπαϊκές χώρες, την κολοσσιαία δομή της εργατικής δημοκρατίας να υπάρχει ήδη. Χιλιάδες εργατικοί ηγέτες, που έχουν αυτόματα προωθηθεί από την τάξη τους, αποτελούν ένα συμπαγή μηχανισμό, που επικεφαλής του βρίσκονται τιμημένοι βετεράνοι, αναγνωρισμένου κύρους, φυσιογνωμίες που έχουν ήδη γίνει ιστορικές. Μόνο ένας άνθρωπος με εξαιρετικό ταλέντο θα μπορούσε σε αυτές τις συνθήκες να ελπίζει ότι θα κερδίσει μια ηγετική θέση – αλλά ένας τέτοιος άνθρωπος, αντί να πηδήσει πάνω από την άβυσσο προς ένα στρατόπεδο ξένο γι΄ αυτόν, προτιμάει να ακολουθήσει, βέβαια, το δρόμο της μικρότερης αντίστασης μέσα στο πεδίο της βιομηχανίας ή των κρατικών υπηρεσιών.

Έτσι, στέκεται επίσης ανάμεσα στην ιντελιγκέντσια και τον σοσιαλισμό σαν χαράδρα, εκτός από όλα τα άλλα, ο οργανωτικός μηχανισμός της Σοσιαλδημοκρατίας. Προκαλεί δυσαρέσκεια ανάμεσα στους διανοούμενους που συμπαθούν τον σοσιαλισμό, από τους οποίους απαιτεί πειθαρχία και αυτοσυγκράτηση – μερικές φορές σε σχέση με τον υπερβολικό “ριζοσπαστισμό” τους – και τους καταδικάζει στο ρόλο μεμψίμοιρων παρατηρητών που οι συμπάθειές τους ταλαντεύονται ανάμεσα στον εθνικισμό και τον εθνικό φιλελευθερισμό. Ο “Σιμπλίσιμους” (σ.σ. Σατυρικό περιοδικό που εκδιδόταν στο Μόναχο) είναι η ανώτερη ιδεολογική σημαία τους. Με διάφορες παραλλαγές και σε διάφορους βαθμούς, αυτό το φαινόμενο επαναλαμβάνεται σ΄ όλες τις χώρες της Ευρώπης.

Αυτοί οι άνθρωποι είναι, περισσότερο από κάθε άλλη ομάδα, πολύ μπλαζέ, θα λέγαμε πολύ κυνικοί, για να μπορεί μια αποκάλυψη, ακόμα και η πιο συγκινητική, της πολιτιστικής σημασίας του σοσιαλισμού να κατακτήσει τις ψυχές τους. Μόνο σπάνιοι “ιδεολόγοι” – χρησιμοποιώντας αυτή τη λέξη και με την καλή και με την κακή της έννοια – μπορούν να προσχωρήσουν στις σοσιαλιστικές πεποιθήσεις κάτω από το ερέθισμα της καθαρής θεωρητικής σκέψης, με αφετηρία τους τις απαιτήσεις του νόμου, όπως στην περίπτωση του Αντον Μένγερ, (σ.σ. ένας αυστριακός δικαστής) ή τις απαιτήσεις της τεχνικής, όπως με τον “Ατλάντικους” (σ.σ. ψευδώνυμο του Κάρλ Μπαλόντ, ενός Λεττονο-γερμανού οικονομολόγου). Αλλά ακόμα και αυτοί, όπως ξέρουμε, δεν φτάνουν στο πραγματικό Σοσιαλδημοκρατικό κίνημα, και η ταξική πάλη του προλεταριάτου στην εσωτερική της σχέση με τον σοσιαλισμό παραμένει γι΄ αυτούς βιβλίο εφτασφράγιστο.

* * * * * *

Όταν ο Αντλερ θεωρεί ότι είναι αδύνατο να κερδίσεις τους διανοούμενους στον κολλεχτιβισμό με ένα πρόγραμμα άμεσων υλικών κερδών, έχει απόλυτα δίκιο. Αλλά αυτό δε σημαίνει επίσης ότι δεν είναι δυνατό να κερδίσεις τους διανοούμενους με κανένα μέσο, ούτε ότι τα άμεσα υλικά συμφέροντα και οι ταξικοί δεσμοί δεν επηρεάζουν τους διανοούμενους πιο πειστικά απ΄ ότι όλες οι πολιτιστικές – ιστορικές προοπτικές που προσφέρει ο σοσιαλισμός. Αν εξαιρέσουμε το στρώμα εκείνο των διανοουμένων που είναι κατευθείαν στην υπηρεσία των εργαζόμενων μαζών, όπως γιατροί των εργατών, δικηγόροι, κλπ. (ένα στρώμα που, κατά γενικό κανόνα, αποτελείται από τους λιγότερο προικισμένους εκπροσώπους αυτών των επαγγελμάτων), τότε βλέπουμε ότι το πιο σημαντικό και με επιρροή τμήμα των διανοουμένων κερδίζει τα μέσα της ζωής του μέσα από το βιομηχανικό κέρδος, από το νοίκιασμα της γης ή από τον κρατικό προϋπολογισμό, κι έτσι, άμεσα ή έμμεσα εξαρτάται από την καπιταλιστική τάξη ή από το καπιταλιστικό κράτος.

Αν εξεταστεί αφηρημένα, η υλική αυτή εξάρτηση αποκλείει μονάχα τη μαχητική πολιτική δραστηριότητα μέσα στις αντικαπιταλιστικές γραμμές, αλλά όχι και την πνευματική ελευθερία σε σχέση με την τάξη που τους δίνει δουλειά. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν είναι έτσι. Η “πνευματική” ακριβώς φύση της δουλειάς που κάνουν οι διανοούμενοι αναπόφευκτα σχηματίζει έναν πνευματικό δεσμό ανάμεσα σ΄ αυτούς και στις ιδιοχτήτριες τάξεις. Οι διευθυντές των εργοστασίων και οι μηχανικοί με διοικητικά καθήκοντα αναγκαστικά βρίσκονται σ΄ έναν διαρκή ανταγωνισμό με τους εργάτες, ενάντια στους οποίους είναι υποχρεωμένοι να στηρίζουν τα συμφέροντα του κεφαλαίου. Είναι αυταπόδεικτο ότι η λειτουργία που επιτελούν πρέπει, σε τελευταία ανάλυση, να προσαρμόζει τον τρόπο της σκέψης τους και τις απόψεις τους στον εαυτό της. Οι γιατροί και οι δικηγόροι παρόλη την τόσο ανεξάρτητη φύση της δουλειάς τους, πρέπει αναγκαστικά να είναι σε ψυχολογική επαφή με τους πελάτες τους.

Ενώ ένας ηλεκτρολόγος μπορεί, κάθε μέρα, να τοποθετεί ηλεκτρικά σύρματα στα γραφεία των υπουργών των τραπεζιτών και των ερωμένων τους κι ωστόσο να παραμένει ο ίδιος, ενάντια σ΄ αυτό το γεγονός, το ζήτημα είναι διαφορετικό για έναν γιατρό που είναι υποχρεωμένος να βρει την κατάλληλη μέσα στην ψυχή και στη φωνή του μουσική για τα συναισθήματα και τις συνήθειες αυτών των προσώπων. Aκόμα περισσότερο, η επαφή αυτού του είδους, δεν συμβαίνει αναπόφευκτα μονάχα στην κορυφή της αστικής κοινωνίας. Οι σουφραζέτες του Λονδίνου πήραν για να τις υπερασπιστεί έναν δικηγόρο που υποστήριζε τις σουφραζέτες. Ένας γιατρός που κουράρει τις συζύγους των δημάρχων στο Βερολίνο ή τις συζύγους των “Χριστιανοσοσιαλιστών” καταστηματαρχών στη Βιέννη δύσκολα μπορεί να επιτρέψει στον εαυτό του την πολυτέλεια του ενθουσιασμού για τις πολιτιστικές προοπτικές του κολεχτιβισμού.

Με τον ίδιο τρόπο όλ΄ αυτά ισχύουν για τους συγγραφείς, τους καλλιτέχνες, τους γλύπτες, τους ανθρώπους του θεάματος, όχι τόσο άμεσα και κατευθείαν αλλά όχι λιγότερο αδυσώπητα. Προσφέρουν στο κοινό τη δουλειά τους ή την προσωπικότητά τους και εξαρτιούνται από την επιδοκιμασία και τα λεφτά τους, κι έτσι, είτε μ΄ έναν ανοιχτό είτε μ΄ έναν καλυμμένο τρόπο υποτάσσουν τα δημιουργικά τους επιτεύγματα σ΄ αυτό το “μεγάλο τέρας” που τόσο περιφρονούν: το συρφετό των αστών. Η μοίρα της γερμανικής σχολής “νέων” συγγραφέων – πού, παρεπιπτόντως, ήδη αυτή τη στιγμή αποψιλώνεται στην κορυφή – δείχνει ότι αυτό αληθεύει οσοδήποτε άλλο. Το παράδειγμα του Ι. Γκόρκι, που εξηγείται από τις συνθήκες της εποχής όπου αυτός μεγάλωσε είναι μια εξαίρεση που απλά αποδείχνει τον κανόνα: η αδυναμία του να προσαρμοστεί στον αντεπαναστατικό εκφυλισμό των διανοουμένων του στέρησε πολύ γρήγορα τη “δημοτικότητά” του.

Εδώ αποκαλύπτεται, για μια ακόμα φορά, η βαθιά κοινωνική διαφορά ανάμεσα στις συνθήκες της πνευματικής και της χειρωνακτικής εργασίας. Παρόλο που υποδουλώνει τους μυς και εξαντλεί το σώμα, η δουλειά στο εργοστάσιο είναι ανίσχυρη να υποτάξει στον εαυτό της το μυαλό του εργάτη. Όλα τα μέτρα με τα οποία επιχειρήθηκε να ελεγχθεί αυτό, τόσο στην Ελβετία όσο και στη Ρωσία, αποδείχτηκαν στο σύνολό τους άκαρπα. Από φυσικά άποψη, το μυαλό του εργάτη, είναι ασύγκριτα πιο ελεύθερο. Ο συγγραφέας δεν είναι υποχρεωμένος να σηκώνεται όταν χτυπάει η σειρήνα, πίσω από την πλάτη του γιατρού δεν στέκεται ο επιστάτης, και δεν κάνουν έρευνα στις τσέπες του δικηγόρου όταν φεύγει από το δικαστήριο. Αλλά σε αντάλλαγμα, είναι υποχρεωμένοι όχι απλά να πουλούν την εργατική τους δύναμη, όχι απλά να πουλούν την ένταση των μυών τους, αλλά ολόκληρη την προσωπικότητά τους σαν ανθρώπινα όντα – και όχι από φόβο αλλά συνειδητά. Σαν αποτέλεσμα, οι άνθρωποι αυτοί δεν θέλουν και δεν μπορούν να δουν ότι η επαγγελματική τους στολή δεν είναι τίποτε άλλο από μια στολή φυλακισμένου, ωστόσο πιο κομψή από τις συνηθισμένες.

Τελικά, ο ίδιος ο Αντλερ φαίνεται να μην είναι ικανοποιημένος με την αφηρημένη και ουσιαστικά ιδεαλιστική του φόρμουλα για την αμοιβαία σχέση διανοουμένων και σοσιαλισμού. Στην ίδια του την προπαγάνδα, στην πραγματικότητα απευθύνεται όχι στους διανοούμενους που επιτελούν συγκεκριμένες λειτουργίες μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία, αλλά στη νέα τους γενιά που βρίσκονται ακόμα στο στάδιο της προετοιμασίας του μελλοντικού τους ρόλου – στους φοιτητές. Μια απόδειξη αυτού του γεγονότος είναι όχι μόνο η αφιέρωση “Στην Ένωση των Ελεύθερων Φοιτητών της Βιέννης” αλλά και η ίδια η φύση αυτού του φυλλάδιου – λόγου, ο παθιασμένος αγκιτατόρικος και δασκαλίστικος τόνος του. Θα ήταν αδιανόητο να εκφραστεί κανείς μ΄ αυτό τον τρόπο μπροστά σε ένα ακροατήριο καθηγητών, συγγραφέων, δικηγόρων, γιατρών. Ένας τέτοιος λόγος θα του στέκονταν στο λαιμό, ύστερα από τις πρώτες λίγες λέξεις. Ετσι, σε άμεση εξάρτηση με το ανθρώπινο υλικό που τυχαίνει να δουλεύει, ο Αντλερ ο ίδιος περιορίζει το καθήκον του. Ο πολιτικός διορθώνει τη φόρμουλα του θεωρητικού. Στο τέλος καταλήγει ένας αγώνας για επιρροή πάνω στους φοιτητές.

Το Πανεπιστήμιο είναι το τελικό στάδιο της οργανωμένης από το κράτος εκπαίδευσης των παιδιών των ιδιοκτητριών και κυρίαρχων τάξεων, όπως ακριβώς οι στρατώνες είναι το τελικό εκπαιδευτικό ίδρυμα για τη νέα γενιά των εργατών και των αγροτών. Οι στρατώνες σφυρηλατούν την ψυχολογική συνήθεια της υπακοής και της πειθαρχίας που ταιριάζουν στις παρακατιανές κοινωνικές λειτουργίες που πρόκειται να επιτελεσθούν στη συνέχεια. Το Πανεπιστήμιο, καταρχήν, εκπαιδεύει για τον διοικητικό τομέα, την ηγεσία, την κυβέρνηση. Απ΄ αυτή τη σκοπιά ακόμα και οι φοιτητικές ενώσεις της Γερμανίας είναι χρήσιμοι ταξικοί θεσμοί μια που δημιουργούν παραδόσεις που ενώνουν πατεράδες με γιους, δυναμώνουν τον εθνικό αυτοσεβασμό, δημιουργούν τις συνήθειες που χρειάζονται σ΄ ένα αστικό περιβάλλον, και, τέλος δίνουν τις ουλές στη μύτη ή κάτω από το αυτί που θα χρησιμέψουν σαν η σφραγίδα του ότι κάποιος ανήκει στην άρχουσα τάξη.

Το ανθρώπινο υλικό που περνάει από τους στρατώνες, είναι, βέβαια, ασύγκριτα πιό σημαντικό για το κόμμα του Αντλερ απ΄ ότι αυτό που περνάει από το Πανεπιστήμιο. Αλλά σε ορισμένες ιστορικές συνθήκες – όταν δηλαδή, με τη γοργή βιομηχανική ανάπτυξη, ο στρατός στην κοινωνική του σύνθεση είναι προλεταριακός, όπως στην περίπτωση της Γερμανίας – το κόμμα μπορεί παρόλα αυτά να πεί: Δεν θα μπω σε φασαρίες να τρέχω στους στρατώνες. Μου αρκεί να ξεπροβοδίσω τον νεαρό εργάτη μέχρι το κατώφλι τους και (το κυριότερο) να τον συναντήσω όταν ξαναβγαίνει. Δεν θα με αφήσει, θα μείνει δικός μου“. (σ.σ. Αυτή ήταν η στάση του γερμανικού Σοσιαλ-δημοκρατικού Κόμματος και ήταν, φυσικά, εντελώς ανεπαρκής από επαναστατική άποψη (Λ.Τ.) Αλλά, το κόμμα, αν θέλει κάπως να διεξάγει μια ανεξάρτητη πάλη για επιρροή πάνω στους διανοούμενους, πρέπει να πεί ακριβώς το αντίθετο σ΄ ότι αφορά το Πανεπιστήμιο: Μόνο εδώ και μόνο τώρα, που ο νεαρός έχει σ΄ ένα βαθμό απελευθερωθεί από την οικογένειά του, και που δεν έχει ακόμα γίνει δέσμιος της θέσης του στην κοινωνία, μπορώ να υπολογίζω να τον τραβήξω στις γραμμές μας. Ή τώρα, ή ποτέ“.

Ανάμεσα στους εργάτες, η διαφορά “πατεράδων” και “γιών” είναι καθαρά διαφορά ηλικίας. Ανάμεσα στους διανοούμενους, δεν είναι μόνο διαφορά ηλικίας αλλά και κοινωνική διαφορά. Ο φοιτητής, σε αντίθεση με τον νεαρό εργάτη και με τον ίδιο του τον πατέρα, δεν εκπληρώνει κοινωνική λειτουργία, δεν αισθάνεται άμεση εξάρτηση από το κεφάλαιο ή το κράτος, δεν δεσμεύεται από ευθύνες και – τουλάχιστον αντικειμενικά αν όχι υποκειμενικά – είναι ελεύθερος στην κρίση του για το δίκαιο και το άδικο.

Σ΄ αυτή την περίοδο, όλα μέσα του βρίσκονται σε αναβρασμό, οι ταξικές του προκαταλήψεις είναι τόσο αδιαμόρφωτες όσο και τα ιδεολογικά του ενδιαφέροντα, τα ζητήματα συνείδησης έχουν μεγάλη σημασία γι΄ αυτόν, ο νους του είναι ανοιχτός για πρώτη φορά σε μεγάλες επιστημονικές γενικεύσεις, το έκτακτο είναι σχεδόν φυσιολογική ανάγκη γι΄ αυτόν. Αν ο κολλεχτιβισμός είναι ικανός να κυριαρχήσει, στο νου του, τώρα είναι η στιγμή, και θα το κάνει, φυσικά, μέσω του ευγενικά επιστημονικού χαρακτήρα των βάσεών του και του ολοκληρωμένου πολιτιστικού περιεχόμενου των σκοπών του, κι όχι σαν ένα πεζό ζήτημα “μαχαιροπήρουνου”. Στο τελευταίο αυτό σημείο, ο Αντλερ έχει απόλυτο δίκιο.

Αλλά εδώ είμαστε πάλι υποχρεωμένοι να σταματήσουμε μπροστά σ΄ ένα ψυχρό γεγονός. Δεν είναι μόνο η ευρωπαϊκή ιντελιγκέντσια, σαν σύνολο, αλλά και τα βλαστάρια της, οι φοιτητές, που δε δείχνουν απολύτως καμιά έλξη προς το σοσιαλισμό. Υπάρχει ένα τείχος ανάμεσα στο εργατικό κόμμα και τη μάζα των φοιτητών. Να εξηγεί κανείς αυτό το γεγονός απλά με την ανεπάρκεια της αγκιτατόρικης δουλειάς, που δεν μπόρεσε να πλησιάσει την ιντελιγκέντσια από τη σωστή σκοπιά, όπως προσπαθεί να κάνει ο Αντλερ, σημαίνει να παραβλέπει όλη την ιστορία των σχέσεων ανάμεσα στους φοιτητές και το “λαό”, σημαίνει να βλέπει τους φοιτητές περισσότερο σαν διανοητική και ηθική κατηγορία παρά σαν προϊόν κοινωνικής ιστορίας.

Είναι αλήθεια ότι η υλική τους εξάρτηση από την αστική κοινωνία επηρεάζει τους φοιτητές μόνο έμμεσα, μέσω των οικογενειών τους, και επομένως αδύναμα. Αλλά, αντί γι΄ αυτό, τα γενικά κοινωνικά συμφέροντα και οι ανάγκες των τάξεων από τις οποίες στρατολογούνται οι φοιτητές, αντανακλώνται στα αισθήματα και στις απόψεις των φοιτητών μ΄ όλη τους τη δύναμη, σαν σε αντηχείο. Σ΄ όλη τους την ιστορία – στις καλύτερες, ηρωικότερες στιγμές τους, όπως και σε περίοδες τέλειας ηθικής παρακμής – οι φοιτητές της Ευρώπης υπήρξαν απλά το ευαίσθητο βαρόμετρο των αστικών τάξεων. Έγιναν υπερεπαναστάτες, συναδελφωνόμενοι σοβαρά και έντιμα με το λαό, όταν η αστική κοινωνία δεν είχε άλλη διέξοδο από την επανάσταση. Πήραν de facto τη θέση των αστικών δημοκρατικών δυνάμεων, όταν η πολιτική μηδαμινότητα των τελευταίων τους εμπόδισε να μπουν επικεφαλής της επανάστασης, όπως έγινε στη Βιέννη το 1848. Αλλά επίσης πυροβόλησαν τους εργάτες τον Ιούνη του ίδιου χρόνου, στο Παρίσι, όταν η αστική τάξη και οι εργάτες βρέθηκαν αντιμέτωποι στις δύο πλευρές του οδοφράγματος.

Όταν οι πόλεμοι του Μπίσμαρκ είχαν ενώσει τη Γερμανία και είχαν καθησυχάσει τις αστικές τάξεις, ο γερμανός φοιτητής έσπευσε να γίνει εκείνη η φιγούρα, η φουσκωμένη με μπύρα και ξιπασιά, που, μαζί με τον πρώσο ανθυπολοχαγό, εμφανίζεται πάντα στις σατιρικές εφημερίδες. Στην Αυστρία, ο φοιτητής έγινε ο σημαιοφόρος της εθνικής αποκλειστικότητας και του μαχητικού σωβινισμού, στο βαθμό που οξυνόταν η σύγκρουση ανάμεσα στις διαφορετικές εθνότητες εκείνης της χώρας για επιρροή στην κυβέρνηση. Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μέσα σ΄ όλους αυτούς τους ιστορικούς μετασχηματισμούς, ακόμα και στους πιό αποκρουστικούς, οι φοιτητές έδειξαν πολιτική οξυδέρκεια, διάθεση για αυτοθυσία, και ανιδιοτελή (ιδεαλιστική) μαχητικότητα – τις ιδιότητες στις οποίες τόσο πολύ βασίζεται ο Αντλερ. Αν και ο κοινός φιλισταίος των 30 ή 40 χρονών δεν θα διακινδυνεύσει να του σπάσουν τα μούτρα για μια υποτιθέμενη έννοια “τιμής”, ο γιος του θα το κάνει, με ζήλο. Οι Ουκρανοί και πολωνοί φοιτητές στο Πανεπιστήμιο του Λβόφ μας έδειξαν πάλι τελευταία ότι όχι μόνο ξέρουν πώς να φέρνουν μια εθνική ή πολιτική τάση μέχρι το τέλος, αλλά και να προτάσσουν το στήθος τους στις κάνες των περιστρόφων. Πέρυσι, οι γερμανοί φοιτητές της Πράγας ήταν έτοιμοι να αντιμετωπίσουν όλη τη βία του όχλου για να διαδηλώσουν στους δρόμους το δικαίωμά τους να υπάρχουν σαν γερμανική κοινωνία.

Εδώ έχουμε μια ανιδιοτελή (ιδεαλιστική) μαχητικότητα – μερικές φορές ακριβώς σαν του κόκορα στις κοκορομαχίες – που χαρακτηρίζει όχι μια τάξη ή μια ιδέα, αλλά μια ηλικία. Από την άλλη, το πολιτικό περιεχόμενο αυτού του ιδεαλισμού καθορίζεται ολοκληρωτικά από το ιστορικό πνεύμα εκείνων των τάξεων από τις οποίες προέρχονται οι φοιτητές και στις οποίες γυρίζουν. Και αυτό είναι φυσικό και αναπόφευκτο.

Σε τελευταία ανάλυση, όλες οι κατέχουσες τάξεις στέλνουν τους γιούς τους στο Πανεπιστήμιο, και αν οι φοιτητές επρόκειτο να είναι, στο Πανεπιστήμιο μια tabula rasa, ένα άγραφο χαρτί όπου ο σοσιαλισμός να μπορεί να γράψει το μήνυμά του, τότε τι θα γινόταν η ταξική κληρονομικότητα και ο καημένος ο ιστορικός ντετερμινισμός;

* * * * * *

Αυτό που απομένει, καταλήγοντας, είναι να ξεκαθαρίσουμε μια άλλη πλευρά του ζητήματος, που είναι και υπέρ και εναντίον του Αντλερ. Σύμφωνα με τον Αντλερ, ο μόνος τρόπος για να προσελκύσουμε τους διανοούμενους στο σοσιαλισμό, είναι να προβάλουμε, σ΄ όλη του την έκταση, τον τελικό σκοπό του κινήματος. Αλλά ο Αντλερ αναγνωρίζει βέβαια, ότι ο τελικός αυτός σκοπός εμφανίζεται καθαρότερα και πληρέστερα, στο ποσοστό που προοδεύει η συγκεντρωποίηση της βιομηχανίας η προλεταριοποίηση των μεσαίων στρωμάτων και η εντατικοποίηση των ταξικών ανταγωνισμών. Ανεξάρτητα από τη θέληση των πολιτικών ηγετών και τις διαφορές τους σ΄ ότι αφορά την εθνική τακτική, στη Γερμανία, ο “τελικός σκοπός” προβάλει με ασύγκριτα μεγαλύτερη καθαρότητα και αμεσότητα από ότι στην Αυστρία ή την Ιταλία. Αλλά αυτό το ίδιο κοινωνικό προτσές, η εντατικοποίηση της πάλης ανάμεσα σε εργασία και κεφάλαιο, εμποδίζει τους διανοούμενους να περάσουν στο στρατόπεδο του κόμματος της εργασίας. Οι γέφυρες ανάμεσα στις τάξεις γκρεμίζονται, και για να τις διασχίσει κανείς πρέπει να πηδήσει πάνω από μια άβυσσο που βαθαίνει κάθε μέρα που περνάει.

Έτσι, παράλληλα με τις συνθήκες που αντικειμενικά διευκολύνουν τους διανοούμενους να συλλάβουν θεωρητικά την ουσία του κολλεχτιβισμού, τα κοινωνικά εμπόδια μεγαλώνουν το δρόμο της πολιτικής κατάταξης της ιντελιγκέντσιας στον σοσιαλιστικό στρατό. Το να μπει κανείς στο σοσιαλιστικό κίνημα σε μια οποιαδήποτε αναπτυγμένη χώρα, όπου υπάρχει κοινωνική ζωή, δεν είναι μια καιροσκοπική, αλλά μια πολιτική πράξη, και δω η κοινωνική θέληση κυριαρχεί ολοκληρωτικά πάνω στη θεωρητικολόγα λογική. Κι αυτό τελικά σημαίνει ότι είναι δυσκολότερο να κερδηθεί η ιντελιγκέντσια σήμερα από ότι ήταν χθες, και ότι αύριο θα είναι δυσκολότερο από σήμερα.

Όμως, σ΄ αυτό το προτσές υπάρχει επίσης ένα “σπάσιμο στο βαθμιαίο”. Η στάση των διανοουμένων προς το σοσιαλισμό, που περιγράψαμε σαν μια στάση αποξένωσης που αυξάνει με την ίδια την ανάπτυξη του σοσιαλιστικού κινήματος, μπορεί και πρέπει να αλλάξει αποφασιστικά σαν αποτέλεσμα μιας αντικειμενικής πολιτικής αλλαγής που θα μεταβάλει το συσχετισμό των κοινωνικών δυνάμεων με αποφασιστικό τρόπο.

Από τους ισχυρισμούς του Αντλερ αυτό που είναι αλήθεια είναι ότι οι διανοούμενοι ενδιαφέρονται για τη διατήρηση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης όχι άμεσα και όχι χωρίς όρους, αλλά έμμεσα μόνο, μέσω των αστικών τάξεων, στο βαθμό που η ιντελιγκέντσια εξαρτάται από αυτές. Η ιντελιγκέντσια θα μπορούσε να περάσει στον κολλεχτιβισμό αν της προσφερόταν λόγοι να δει σαν πιθανή την άμεση νίκη του κολλεχτιβισμού, αν ο κολλεχτιβισμός παρουσιαζόταν μπροστά της, όχι σαν το ιδανικό μιας διαφορετικής, απόμακρης και ξένης τάξης, αλλά σαν μια κοντινή και απτή πραγματικότητα και, τέλος – και αυτός δεν είναι ο λιγότερο σημαντικός όρος – αν ένα πολιτικό σπάσιμο από την μπουρζουαζία δεν απειλούσε κάθε εργάτη του πνεύματος, χωριστά, με σοβαρές υλικές και ηθικές συνέπειες.

Τέτοιοι όροι μπορούν να εγκαθιδρυθούν για την ευρωπαϊκή διανόηση μόνο με την πολιτική εξουσία μιας νέας κοινωνικής τάξης, κι ως ένα βαθμό, σε μια περίοδο κατευθείαν και άμεσης πάλης γι΄ αυτή την εξουσία. Όποια και να ήταν η αποξένωση της ευρωπαϊκής ιντελιγκέντσιας από τις εργατικές μάζες – και αυτή η αποξένωση θα αυξηθεί ακόμα περισσότερο, ιδιαίτερα στις νεότερες καπιταλιστικές χώρες, σαν την Αυστρία, την Ιταλία, τις Βαλκανικές χώρες – σε μια εποχή, ωστόσο, μεγάλης κοινωνικής ανοικοδόμησης, η ιντελιγκέντσια – ίσως νωρίτερα από τις άλλες ενδιάμεσες τάξεις – θα περάσει με το μέρος των υπερασπιστών της νέας κοινωνίας. Ένα μεγάλο ρόλο σε σχέση μ΄ αυτό θα παίξουν οι κοινωνικές ιδιότητες των διανοουμένων, που τους ξεχωρίζουν από την εμπορική και βιομηχανική μικροαστική τάξη και την αγροτιά: οι επαγγελματικοί τους δεσμοί με τους πολιτιστικούς κλάδους της κοινωνικής εργασίας, η ικανότητά τους για θεωρητικές γενικεύσεις, η ευελιξία και ευκινησία της σκέψης τους, με λίγα λόγια, η διανοουμενοσύνη τους.

Αντιμέτωπη με το αναπόφευκτο γεγονός της μεταφοράς όλου του μηχανισμού της κοινωνίας σε νέα χέρια, η ευρωπαϊκή ιντελιγκέντσια θα μπορέσει να πείσει τον εαυτό της ότι οι συνθήκες που έτσι εγκαθιδρύθηκαν, όχι μόνο δε θα την ρίξουν στην άβυσσο, αλλά αντίθετα, θα ανοίξουν μπροστά της απεριόριστες δυνατότητες για την εφαρμογή τεχνιτών, οργανωτικών και επιστημονικών δυνάμεων. Και θα μπορέσει να προμηθεύσει αυτές τις δυνάμεις από τις γραμμές της, ακόμα και στην πρώτη, την πιο κρίσιμη περίοδο, όταν το νέο καθεστώς θα πρέπει να ξεπεράσει τεράστιες τεχνικές, κοινωνικές και πολιτικές δυσκολίες.

Αλλά αν η πραγματική κατάκτηση του μηχανισμού της κοινωνίας εξαρτιόταν από το αν προηγούμενα έρχονταν οι διανοούμενοι στο κόμμα του ευρωπαϊκού προλεταριάτου, τότε οι προοπτικές του κολλεχτιβισμού θα ήταν πραγματικά άθλιες – γιατί, όπως προσπαθήσαμε να δείξουμε παραπάνω, η προσχώρηση της ιντελιγκέντσιας στη Σοσιαλδημοκρατία μέσα στα πλαίσια του αστικού καθεστώτος γίνεται, αντίθετα με όλες τις προσδοκίες του Μάξ Αντλερ, όλο και λιγότερο πιθανές με το πέρασμα του χρόνου.

 

 

 

 

Πηγή: https://avantgarde2009.wordpress.com/o-t%cf%81%cf%8c%cf%84%cf%83%ce%ba%cf%85-%cf%83%cf%84%ce%bf-internet/

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *