Murray Bookchin: Ο Αναρχισμός ως Lifestyle

 

 

Ο Murray Bookchin (14/1/1921 – 30/7/2006) γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη, από γονείς μετανάστες που είχαν δραστηριοποιηθεί στο ρωσικό επαναστατικό κίνημα τα τσαρικά χρόνια. Πολύ νωρίς, στη δεκαετία του ’30 εισήχθη στην Κομουνιστική νεολαία. Αναμίχθηκε ενεργά στις οργανωτικές δραστηριότητες του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου (ήταν πολύ μικρός για να συμμετέχει άμεσα, αν και δύο από τους μεγαλύτερους φίλους του σκοτώθηκαν στο μέτωπο της Μαδρίτης).

Στους Κομμουνιστές παρέμεινε μέχρι και το σύμφωνο μεταξύ Stalin-Hitler το Σεπτέμβρη του 1939, όταν και διαγράφηκε με αιτιολογία «αναρχο-τροτσκιστικές παρεκκλίσεις». Δούλεψε στα χυτήρια του New Jersey για τέσσερα χρόνια, μπήκε στο εργατικό κίνημα και δραστηριοποιήθηκε σε συνδικαλιστικές οργανώσεις του βόρειου New Jersey (μια αρκετά βιομηχανοποιημένη περιοχή εκείνο τον καιρό) όπως στο Congress of lndustrial Organizations (CIO). Ένιωσε συμπάθεια και δραστηριοποιήθηκε με τους αμερικάνους τροτσκιστές τον καιρό που ο Trotsky ήταν ακόμη ζωντανός.

Αφού υπηρέτησε στον αμερικάνικο στρατό στη δεκαετία του ’40, δούλεψε ως εργάτης σε αυτοκινητο-βιομηχανία και αναμίχθηκε ενεργά στο United Auto Workers (UAW), ένα κυρίως ελευθεριακό συνδικάτο πριν αναμιχθεί με αυτό ο Walter Reuther. Έλαβε μέρος στη μεγάλη απεργία της General Motors το 1948 και σταδιακά διαχωρίστηκε από τον Μαρξισμό και επηρεάστηκε από τα “ελευθεριακά” αριστερά και αναρχικά ρεύματα.

Τη δεκαετία του ’60 αναμίχθηκε ενεργά με την Αντι-κουλτούρα και τα κινήματα της Νέας Αριστεράς και ήταν από τους πρώτους που ανέπτυξαν ιδέες περί μιας κοινωνικής οικολογίας στις ΗΠΑ. Ήταν από τους πρώτους που έγραψαν για το οικολογικό ζήτημα στις ΗΠΑ και τη Δυτική Γερμανία. Έγραψε πολλά γνωστά έργα για την oικολογία, την ιστορία του αναρχικού κινήματος, την πόλη αλλά και για την κριτική στον Μαρξισμό, όπως ο ίδιος τον είχε αντιληφθεί. Δίδαξε στο Alternative University στη New York, ένα από τα μεγαλύτερα «ελεύθερα πανεπιστήμια» στις ΗΠΑ κι έπειτα στο City University της New York στο Staten lsland. Το 1974, συν-ίδρυσε και άρχισε να διευθύνει το Ινστιτούτο Κοινωνικής Οικολογίας στο Plainfield, στο Vermont, το οποίο απέκτησε διεθνή φήμη για τους προωθημένους κύκλους μαθημάτων του σε σχέση με την οικο-φιλοσοφία, την κοινωνική οικολογία και τις εναλλακτικές τεχνολογίες που αντανακλούσαν τη σκέψη του. Το 1974, άρχισε επίσης να διδάσκει στο Ramapo College του New Jersey, ως καθηγητής κοινωνικής οικολογίας και συνταξιοδοτήθηκε το 1983, με τιμητική διατήρηση του τίτλου του. Πολλά έργα του έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά.

Το έργο του παρουσιάζει ενδιαφέρον όχι μόνο για την θεματολογία και το εύρος του αλλά κυρίως για την προσέγγιση του, που διατήρησε δεσμούς με την σοσιαλιστική παράδοση (παρά την κριτική στον Μαρξισμό στην οποία θα επανέλθουμε στο μέλλον) και τους εργατικούς και κοινωνικούς αγώνες, σε αντίθεση με τα μικροαστικά ρεύματα και την “Νέα Αριστερά” που κυριάρχησαν σε αυτούς τους χώρους.

Τα αποσπάσματα είναι απο το βιβλίο του “Κοινωνικός Αναρχισμός η Lifestyle Αναρχισμός: Ένα αγεφύρωτο χάσμα” , μετάφραση Αχχιλέα Φωτάκη, εκδόσεις Ισνάφι, 2005. Τα βιογραφικά στοιχεία που αναφέραμε είναι μέρος απο τις σημειώσεις του βιβλίου. Οι υπογραμμίσεις δικές μας.

 

 

Κοινωνικός Αναρχισμός η Lifestyle Αναρχισμός: Ένα αγεφύρωτο χάσμα

 

 

Εδώ και δυο αιώνες, ο αναρχισμός — ως ένα οικουμενικό σώμα αντι-αυταρχικών ιδεών — αναπτύχθηκε μέσα από την αντίθεση δύο τάσεων: μια «περσοναλιστική»*(α) αφοσίωση στην ατομική αυτονομία και μια κολεκτιβιστική αφοσίωση στην κοινωνική ελευθερία. Αυτές οι τάσεις δεν έχουν με κανέναν τρόπο συμφιλιωθεί στην ιστορία της ελευθεριακής σκέψης. Πράγματι, για ένα μεγάλο μέρος του τελευταίου αιώνα, απλά συνυπήρξαν μέσα στον αναρχισμό ως ένα ελάχιστο άρθρο πίστης της αντίστασης ενάντια στο Κράτος παρά σαν ένα μάξιμουμ άρθρο πίστης που συγκρότησε το είδος της νέας κοινωνίας που θα έπρεπε να δημιουργηθεί στη θέση του τελευταίου…………..

……….Η αποτυχία του αναρχισμού να γεφυρώσει αυτό το χάσμα, να αρθρώσει τη σχέση μεταξύ ατομικού και συλλογικού και να εξαγγείλει τις ιστορικές περιστάσεις που θα έκαναν εφικτή μια α-κρατική αναρχική κοινωνία δημιούργησε προβλήματα στην αναρχική σκέψη που παραμένουν άλιπα μέχρι σήμερα. Ο Πιερ Ζοζέφ Προυντόν, περισσότερο από άλλους αναρχικούς της εποχής του, προσπάθησε να σχηματίσει μια αρκετά συμπαγή εικόνα μιας ελευθεριακής κοινωνίας. Βασισμένο σε συμβόλαια, βασικά ανάμεσα στους μικρο-παραγωγούς, τις κοοπερατίβες και τις κομμούνες, το όραμα του Προυντόν απέπνεε τον επαρχιώτικο κόσμο των τεχνιτών μέσα στον οποίο γεννήθηκε. Αλλά έλειπε το βάθος σε αυτή του την προσπάθεια να συγχωνεύσει μια προστατευτική, συχνά πατριαρχική ιδέα περί ελευθερίας με τις βάσει συμβολαίων συμφωνίες εντός της κοινωνίας. Ο τεχνίτης, η κοοπερατίβα (συνεργατική επιχείρηση) και η κομμούνα (κοινότητα), σχετιζόμενοι μεταξύ τους περισσότερο με τους όρους της ισότητας ή της δικαιοσύνης των αστικών συμβολαίων παρά με τους κομμουνιστικούς όρους της ικανότητας και των αναγκών, αντιστοιχούσαν στην προκατάληψη του τεχνίτη για την προσωπική αυτονομία, αφήνοντας απροσδιόριστη οποιαδήποτε ηθική δέσμευση στη συλλογικότητα, παρά τις όποιες καλές προθέσεις των μελών της.

Όντως, η διάσημη διακήρυξη του Προυντόν ότι «οποιοσδήποτε βάζει το χέρι του πάνω μου για να με κυβερνήσει είναι ένας σφετεριστής και ένας τύραννος και τον αποκαλώ εχθρό μου» ρέπει κυρίως προς μια «περσοναλιστική», αρνητική ελευθερία που επισκιάζει την αντίστασή του στους καταπιεστικούς, κοινωνικούς θεσμούς και το όραμα μιας αναρχικής κοινωνίας που έθεσε ως πρόταγμα. Η δήλωσή του εύκολα συνδυάζεται με την ξεκάθαρα ατομικιστική διακήρυξη του Γουίλιαμ Γκόντγουιν: «Δεν υπάρχει παρά μία εξουσία στην οποία μπορώ να προσφέρω μια ειλικρινή υπακοή και αυτή είναι ότι αποφασιζει η δική μου νόηση, ό,τι υπαγορεύει η δική μου συνείδηση». Η προτίμηση του Γκόντγουιν για την «εξουσία της δικής του νόησης και συνείδησης», όπως και η καταδίκη, από τη μεριά του Προυντόν, του «χεριού» που απειλεί να περιορίσει την ελευθερία του, έδωσε στον αναρχισμό μια τεράστια ατομικιστική ώθηση……………

…………….Με την ανάδυση του αναρχοσυνδικαλισμού και του αναρχοκομμουνισμού στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού τέθηκε επί τάπητος η ανάγκη να γεφυρωθεί το χάσμα ανάμεσα στις ατομικιστικές και τις κολλεκτιβιστικές τάσεις του κινήματος. Ο αναρχο-ατομικισμός είχε κυρίως περιθωριοποιηθεί από τα μαζικά σοσιαλιστικά εργατικά κινήματα, μέσα στα οποία οι αναρχικοί έβλεπαν τον εαυτό τους ως την αριστερή πτέρυγα. Σε μια εποχή με θυελλώδεις κοινωνικές ανακατατάξεις, σημαδεμένη από την άνοδο του μαζικού κινήματος της εργατικής τάξης που κορυφώθηκε στη δεκαετία του ’30 και την Ισπανική Επανάσταση, οι αναρχοσυνδικαλιστές και οι αναρχοκομμουνιστές, όχι λιγότερο απ’ ό,τι οι μαρξιστές, θεώρησαν τον αναρχο-ατομικισμό ως εξωτικό μικροαστισμό. Συχνά του επιτέθηκαν αρκετά άμεσα θεωρώντας τον ως μια τρυφηλότητα της μεσαίας τάξης, ριζωμένη περισσότερο στον φιλελευθερισμό παρά στον αναρχισμό.

Η εποχή δύσκολα άφηνε τους ατομικιστές, στο όνομα της «μοναδικότητάς» τους, να αγνοήσουν την ανάγκη για ενεργητικές επαναστατικές μορφές οργάνωσης με συνεκτικά και ακαταμάχητα προγράμματα……………

Ασφαλώς, ο ιδεολογικός ατομικισμός δεν ξεθώριασε εντελώς κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής. της σαρωτικής κοινωνικής αναταραχής. Πολλοί ατομικιστές αναρχικοί, ειδικά στον αγγλόφωνο κόσμο, επηρεάστηκαν από τις ιδέες του Τζον Λοκ και του Τζον Στιούαρτ Μιλ, καθώς και από τον ίδιο τον Στίρνερ. Γαλουχημένοι με την παράδοση του ατομικισμού, με διαφορετικό βαθμό αφοσίωσης στις ελευθεριακές απόψεις σκόρπισαν στον αναρχικό ορίζοντα. Στην πράξη, o αναρχο-ατομικισμός γοήτευσε άτομα, όπως ο Benjamin Tucker στις ΗΠΑ, ένας οπαδός μιας γραφικής εκδοχής του ελεύθερου ανταγωνισμού, και η Federica Montseny στην Ισπανία, που συχνά τίμησε τα στιρνερικά της πιστεύω σχεδόν μέχρι τα άκρα. Παρά τις ομολογίες πίστης τους σε μια αναρχο-κομμουνιστική ιδεολογία, νιτσεϊκοί στοχαστές όπως η Έμμα Γκόλντμαν παρέμειναν συγγενείς στο πνεύμα με τους ατομικιστές.

Δύσκολα οι οποιοιδήποτε αναρχο-ατομικιστές άσκησαν επίδραση οτην αναδυόμενη εργατική τάξη. Εξέφρασαν την αντίθεση τους με εντελώς προσωπικό τρόπο, κυρίως μέσα από παράφορες χειρονομίες, εκκεντρικές συμπεριφορές και αποκλίνοντες τρόπους ζωής στα πολιτισμικά γκέτο του τέλους του αιώνα στη Νέα Υόρκη, το Παρίσι και το Λονδίνο. Ως πιστεύω, ο ατομικιστικός αναρχισμός υπήρξε κυρίως ένας μποέμικος τρόπος ζωής, πιο πολύ αισθητός στα αιτήματά του για σεξουαλική ελευθερία («ελεύθερος έρωτας») και βαθιά συνδεδεμένος με τις καινοτομίες στην τέχνη, τη συμπεριφορά και το ντύσιμο.

Οι ατομικιστές αναρχικοί ήλθαν στο προσκήνιο της ελευθεριακής δράσης κυρίως σε εποχές αυξημένης κοινωνικής καταστολής και ύφεσης του μαζικού κινήματος — και τότε έδρασαν κυρίως ως τρομοκράτες. Στη Γαλλία, την Ισπανία και τις  ΗΠΑ οι ατομικιστές αναρχικοί έδρασαν με τρομοκρατικές πράξεις που έδωσαν στον αναρχισμό τη φήμη μιας βίαιης, απειλητικής συνωμοσίας. Αυτοί που στράφηκαν στην τρομοκρατία δεν ήταν τόσο οι ελευθεριακοί σοσιαλιστές, όσο απεγνωσμένοι άντρες και γυναίκες που χρησιμοποιούσαν όπλα και εκρηκτικά ως μέσο πάλης ενάντια στις αδικίες και το φιλισταϊσμό της εποχής τους, θεωρώντας ότι δρουν στο όνομα της «προπαγάνδας με δράση». Ωστόσο τις περισσότερες φορές ο ατομικιστικός αναρχισμός εκφραζόταν μέσα από μορφές πολιτιστικής παρρέκλισης και ανυπακοής. Όσο οι αναρχικοί έχαναν την επαφή τους με το δημόσιο χώρο, τόσο αναδυόταν μέσα στο αναρχικό κίνημα ο ατομικισμός.

Το σημερινό αντιδραστικό κοινωνικό πλαίσιο εξηγεί αρκετά καλά την ανάδυση ενός νέου φαινομένου στον ευρω-αμερικάνικο αναρχισμό που δεν μπορεί να αγνοηθεί: τη διάδοση του ατομικιστικού αναρχισμού. Σε μια εποχή που ακόμα και «αξιοσέβαστες» μορφές σοσιαλισμού κυρήσσουν άτακτη υποχώρηση από κάθε αρχή που θα μπορούσε να θεωρηθεί ριζοσπαστική, τα ζητήματα του τρόπου ζωής (lifestyle) για άλλη μια φορά εκτοπίζουν την κοινωνική δράση και την επαναστατική πολιτική στον αναρχισμό.

Στις παραδοσιακά ατομικιστικές-φιλελεύθερες ΗΠΑ και Βρετανία, η δεκαετία του ’90 πλημμυρίζεται από εγωκεντρικούς αναρχικούς που —πέρα από τη φανταχτερή ριζοσπαστική ρητορική τους— καλλιεργούν έναν όψιμο αναρχοατομικισμό, που θα ονομάσω lifestyle αναρχισμό. Οι ασχολίες του με το εγώ και τη μοναδικότητά του και τις πολύμορφες αντιλήψεις περί αντίστασης αποσαθρώνουν σταθερά το σοσιαλιστικό χαρακτήρα της ελευθεριακής παράδοσης. Όχι λιγότερο απ’ ότι ο μαρξισμός και άλλα σοσιαλιστικά ρεύματα, ο αναρχισμός μπορεί να επηρεαστεί έντονα από το αστικό περιβάλλον, στο οποίο θεωρητικά αντιτίθεται, με αποτέλεσμα η αυξανόμενη «εσωτερικότητά» και ο ναρκισσισμός της γενιάς των γιάπηδων να έχουν αφήσει τα σημάδια τους πάνω σε πολλούς δηλωμένους ριζοσπάστες.

Εξειδικευμένος τυχοδιωκτισμός, προσωπική καταξίωση, μια αποστροφή στη θεωρία παράξενα συναφής με τις αντι-ορθολογικές τάσεις του μεταμοντερνισμού, ύμνοι στην έλλειψη θεωρητικής συνοχής (πλουραλισμός), μια βασικά απολίτικη και αντι-οργανωπική αφοσίωση στη φαντασία, την επιθυμία και την έκσταση και μια όλο και πιο εσωστρεφής εμμονή με την καθημερινότητα, αντανακλούν το επαχθές τίμημα που η κοινωνική αντίδραση έχει στοιχίσει στον ευρω-αμερικάνικο αναρχισμό τις τελευταίες δύο δεκαετίες.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’70, γράφει η Katinka Matson, η συγγραφέας μιας επιτομής τεχνικών πρακτικών για προσωπική ψυχολογική ανάπτυξη, συνέβη «μια αξιοσημείωτη αλλαγή στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας στον κόσμο. Η δεκαετία του ’60», συνεχιζει, «αφοσιώθηκε στον πολιτικό ακτιβισμό, το Βιετνάμ, την οικολογία, τα be-ins (κοινοβιακές συγκεντρώσεις), τις κομμούνες, τα ναρκωτικά κτλ. Σήμερα στρεφόμαστε προς τον εσωτερικό εαυτό μας: Αναζητούμε τον αυτό-προσδιορισμό, την προσωπική βελτίωση, την προσωπική ανάπτυξη και την προσωπική διαφώτιση».1

Η μικρή αυτή ψευδοφιλοσοφική πραγματεία της Matson, που γράφτηκε για το περιοδικό Psychology Today, καλύπτει κάθε τεχνική από το βελονισμό ως το I-Ching, από τεχνικές αυτο-πραγμάτωσης ως τη ρεφλεξολογία. Αναδρομικά, θα μπορούσε κάλλιστα να έχει συμπεριλάβει τον lifestyle αναρχισμό σε  αυτή την επιτομή της ενδοσκοπικής ύπνωσης, η οποία αναπαράγει κυρίως ιδέες περί ατομικής αυτονομίας και όχι το αίτημα της κοινωνικής ελευθερίας. Η ψυχοθεραπεία σε όλες τις εκφάνσεις καλλιεργεί έναν εσωστρεφή «εαυτό» που γυρεύει την αυτονομία σε μια εφησυχασμένη ψυχολογική συνθήκη συναισθηματικής αυτάρκειας όχι τον κοινωνικά προσανατολισμένο εαυτό που αναπτύσσεται σε συνθήκες ελευθερίας. Στον lifestyle αναρχισμό ως ψυχοθεραπεία, το εγώ είναι τοποθετημένο απέναντι στο συλλογικό. Ο εαυτός απέναντι στην κοινωνία. Το προσωπικό απέναντι στο κοινοτικό.

Το εγώ — με μεγαλύτερη ακρίβεια, η ενσάρκωσή του στους διάφορους τρόπους ζωής — έχει γίνει ένα id & eacuatae, αμετάβλητο για πολλούς αναρχικούς μετά τη δεκαετία του ’60, που χάνουν την επαφή με την ανάγκη για μια οργανωμένη, συλλογική, προγραμματική αντίσταση στην υπάρχουσα κοινωνική τάξη. Ασπόνδυλες «διαδηλώσεις», άσκοπες αποδράσεις, μορφές αυτοεπιβεβαίωσης και ένας πολύ προσωπικός «επαν-εποικισμός» της καθημερινής ζωής συμβιώνουν παράλληλα με διάφορα ρεύματα ψυχοθεραπείας, new age και άλλες εσωστρεφείς ενασχολήσεις της βαριεστημένης γενιάς των baby boomers (οι σημερινοί πενηντάρηδες) καθώς και της περίφημης Γενιάς Χ (20 με 30). Σήμερα αυτό που περνάει για αναρχισμός στην Αμερική και όλο και περισσότερο στην Ευρώπη είναι περίπου ένας ενδοσκοπικός περσοναλισμός που υποτιμά την υπεύθυνη κοινωνική στράτευση• Μια ομάδα συνάντησης με διάφορα ψευδώνυμα όπως «κολεκτίβα» και “affinity group”(β) ένας ψυχισμός που αλαζονικά χλευάζει τη δομη, την οργάνωση και την ανάμιξη στη δημόσια σφαίρα• και μια παιδική χαρά για νεανικά ενθύμια.

Συνειδητά ή μη, πολλοί lifestyle αναρχικοί εκφράζουν περισσότερο την προσέγγιση του Μισέλ Φουκό για την «προσωπική ανταρσία», παρά την κοινωνική επανάσταση, ταγμένοι καθώς είναι σε μια αντιφατική και κοσμική κριτική της εξουσίας ως τέτοιας, παρά σε ένα αίτημα για τη θεσμισμένη ενδυνάμωση των καταπιεσμένων μέσα από λαϊκές συνελεύσεις, συμβούλια ή / και συνομοσπονδίες. Στο μέτρο που αυτή η τάση αποκλείει την αληθινή δυνατότητα μιας κοινωνικής επανάστασης — είτε ως κάτι το ανέφικτο είτε ως ένα «φαντασιακό» — αποδυναμώνει το σοσιαλιστικό ή κομμουνιστικό αναρχισμό με μια θεμελιώδη έννοια. Στην πραγματικότητα, ο Φουκό αναπτύσσει μια προοαττική όπου «η αντίσταση δε βρίσκεται ποτέ σε μια θέση εξωτερικότητας σε σχέση με την εξουσία… Έτσι δεν υπάρχει ένας μόνο [διάβασε: οικουμενικός!] τόπος της μεγάλης Άρνησης, ούτε η ψυχή της εξέγερσης, μια πηγή όλων των στάσεων ή ένας σκέτος νόμος της επανάστασης». Καθώς είμαστε όλοι εγκλωβισμένοι μέσα στην πανταχού παρούσα αγκαλιά μιας εξουσίας τόσο κοσμικής, χώρια τις υπερβολές και τα διφορούμενα του Φουκό, η αντίσταση μας γίνεται ολοκληρωτικά πολυδιασπασμένη και παρασυρόμαστε ανώφελα ανάμεσα στην «απομόνωση» και το «ανεξέλεγκτο».2 Οι ασκόπως περιπλανώμενες ιδέες του καταλήγουν στην αντίληψη ότι η αντίσταση πρέπει απαραίτητα να αποτελεί έναν αντάρτικο πόλεμο που είναι πάντοτε παρών — και που αναπόφευκτα ηττάται.

Ο lifestyle, όπως και ο ατομικιστικός, αναρχισμός απαξιώνει τη θεωρία, με τις μυστικές και πρωτογονιστικές καταβολές του που συνήθως είναι πολύ αόριστες, διαισθητικές και ακόμη και ανορθολογικές για να αναλυθούν άμεσα. Αποτελούν περισσότερο συμπτώματα παρά αιτίες της γενικής κίνησης προς μια καθαγίαση του εαυτού ως ένα καταφύγιο από την υπάρχουσα κοινωνική δυσφορία. Ωστόσο, οι κατά κύριο λόγο περσοναλιστικοί αναρχισμοί έχουν ακόμη ορισμένα συγκεχυμένα θεωρητικά προτάγματα που επιδέχονται κριτικής εξέτασης.

Η ιδεολογική τους γενεαλογία είναι βασικά φιλελεύθερη, θεμελιωμένη πάνω στο μύθο ενός απόλυτα αυτόνομου ατόμου του οποίου τα αιτήματα για αυτοκαθορισμό κυρώνονται από αξιωματικά «φυσικά δικαιώματα», μια «εγγενή αξία» ή σε ένα πιο εκλεπτυσμένο επίπεδο, από ένα διαισθητικό καντιανό ιδεαλιστικό εγώ που παράγει όλη την πραγματικότητα που είναι δυνατόν να γνωριζουμε. Αυτές οι παραδοσιακές απόψεις επιπλέουν πάνω στο «Εγώ» του Μαξ Στίρνερ, το οποίο μοιράζεται με τον υπαρξισμό μια τάση να απορροφά όλη την πραγματικότητα μέσα του, λες και το σύμπαν κινήθηκε από τις επιλογές του αυτό-προσδιορισμένου ατόμου.

Πιο πρόσφατα έργα πάνω στον lifestyle αναρχισμό, γενικά, παραμεριζουν το ηγεμονικό «Εγώ» του Στίρνερ που ενσωματώνει τα πάντα αν και διατηρεί την εγωκεντρική τσυ έμφαση και τείνουν προς τον υπαρξισμό, ανακυκλώνουν τους καταστασιακούς, μπλέκουν βουδισμό, ταοϊσμό, αντι-ορθολογισμό και πρωτογονισμό — ή συνδυάζουν όλα αυτά σε διάφορους βαθμούς σε μια οικουμενική σούπα. οι κοινοτοπίες τους, όπως θαα δούμε, φέρουν τα ίχνη μιας «προ-της-πτώσεως» επιστροφής σε ένα αυθεντικό, συχνά διάχυτο κι ακόμη οξύθυμα παιδικό εγώ που κατ’ επίφαση προηγείται της ιστορίας, του πολιτισμού και της τεχνολογίας — πιθανόν και της ίδιας της γλώσσας — και έχουν νουθετήσει μια αρκετά αντιδραστική πολιτική ιδεολογία του τελευταίου αιώνα.

Χωρίς να πέφτουμε στην παγίδα του κοινωνικού δομισμού που βλέπει κάθε κατηγορία ως ένα προϊόν μιας δεδομένης κοινωνικής τάξης, είμαστε υποχρεωμένοι να αναζητήσουμε έναν ορισμό για το «ελεύθερο άτομο». Πως η ατομικότητα μετατρέπεται σε ον και κάτω από ποιες προϋποθέσεις είναι ελεύθερη;

Όταν, λοιπόν, οι lifestyle αναρχικοί ζητούν αυτονομία παρά ελευθερία, χάνουν τους πλούσιους κοινωνικούς συνειρμούς της ελευθερίας. ………..

………….Η σύγχυση μεταξύ αυτονομίας και ελευθερίας είναι επίσης προφανής στην «Πολιτική του Ατομικισμού» (The Politics of lndividualism – ΡΟΙ) της L. Susan Brown, μια πρόσφατη προσπάθεια να αρθρωθεί και να αναπτυχθεί διεξοδικά ένας βασικά ατομικιστικός αναρχισμός, που ωστόσο διατηρεί κάποιες καταβολές από τον αναρχοκομμουνισμό. Αν ο lifestyle αναρχισμός χρειάζεται ένα ακαδημαϊκό γενεαλογικό δέντρο, θα το βρει στην προσπάθειά του να συγχωνεύσει τον Μπακούνιν και τον Κροπότκιν με τον Τζον Στιούαρτ Μιλ. Αλοίμονο, εδώ υπάρχει ένα πρόβλημα που είναι κάτι παραπάνω από ακαδημαϊκό. Το έργο της Brown εκθέτει το όριο στο οποίο αντιλήψεις της προσωπικής αυτονομίας έρχονται σε ρήξη με αντιλήψεις της κοινωνικής ελευθερίας…………

Ο «υπαρξιακός ατομικισμός» της Brown, γράφει, συνδυάζει «την αφοσίωση στην ατομική αυτονομία και τον αυτό-καθορισμό» του φιλελευθερισμού (ΡΟΙ, σελ. 2). «Ενώ μεγάλο μέρος της αναρχικής θεωρίας γίνεται αντιληπτό ως κομμουνιστικό από τους αναρχικούς και τους μη αναρχικούς κατά τον ίδιο τρόπο» παρατηρεί, «αυτό που διακρίνει τον αναρχισμό από τις άλλες κομμουνιστικές φιλοσοφίες είναι η αναρχική ασυμβίβαστη και αδυσώπητη υμνολογία του ατομικού αυτό-καθορισμού και της αυτονομίας. Το να είσαι αναρχικός — είτε κομμουνιστής, είτε ατομικιστής, «μουτουαλιστής» (από το mutual, αμοιβαιότητα), συνδικαλιστής ή φεμινιστής — σημαινει να αφοσιώνεσαι στην ανωτερότητα της ατομικής ελευθερίας» (ΡΟΙ, σελ. 2) — κι εδώ χρησιμοποιεί τη λέξη ελευθερία με την έννοια της αυτονομίας. Αν και «η κριτική του αναρχισμού στην ιδιωτική ιδιοκτησία και η προώθηση των ελεύθερων κοινοτικών οικονομικών σχέσεων» (ΡΟΙ, σελ. 2) πηγαίνουν τον αναρχισμό της Brown πέρα από το φιλελευθερισμό, υπεραμύνεται ωστόσο των ατομικών δικαιωμάτων πάνω από — και ενάντια σε — αυτά της συλλογικότητας.

«Αυτό που ξεχωριζει [τον υπαρξιακό ατομικισμό] από την κολεκτιβιστική οπτική» συνεχιζει η Brown, «είναι ότι οι ατομικιστές» — οι αναρχικοί όχι λιγότερο από τους φιλελεύθερους — «πιστεύουν στην ύπαρξη μιας εσωτερικά ενεργοποιημένης και αυθεντικής ελεύθερης βούλησης, ενώ πιο πολλοί κολεκτιβιστές κατανοούν το ανθρώπινο υποκειμενο σα να σχηματιζεται εξωτερικά από τους άλλους — το άτομο γι αυτούς «κατασκευάζεται» από τη συλλογικότητα» (ΡΟΙ, σελ. 12, δίνεται έμφαση). Ουσιαστικά, η Brown απορρίπτει τον κολεκτιβισμό — όχι μόνο τον κρατικό σοσιαλισμό, αλλά τον κολεκτιβισμό ως τέτοιο — με τη φιλελεύθερη φημολογία ότι μια κολεκτιβιστική κοινωνία συνεπάγεται την υποταγή του ατόμου στην ομάδα. Ο ιδιόμορφος ισχυρισμός της ότι «οι πιο πολλοί κολεκτιβιστές» παρατηρούν τα άτομα «απλά ως ανθρώπινα έρμαια ναυαγίου και αβαρίας παρασυρόμενα μέσα στο ρεύμα της ιστορίας» (ΡΟΙ, σελ. 12) αποτελεί το προκείμενο………….

………….Δεν είμαι σίγουρος ότι «οι πιο πολλοί κολεκτιβιστές» ακόμη κι αυτοί που είναι αναρχικοί, θα δέχονταν το χονδροειδή ντετερμινισμό που η Brown αποδίδει στις κοινωνικές ερμηνείες του Μαρξ. Με το να δημιουργεί ασήμαντους «κολεκτιβιστές» οι οποίοι παρουσιάζονται σα σκληροπυρηνικοί ντετερμινιστές, η Brown ρητορικά αντιπαραθέτει ένα μυστηριωδώς και αυτό-γενετικά συγκροτημένο άτομο, από τη μια μεριά, με μια πανταχού παρούσα, προφανώς καταπιεστική, ακόμη και ολοκληρωτική συλλογικότητα, από την άλλη. Η Brown, στην πραγματικότητα, υπερβάλλει σε σχέση με την αντίθεση μεταξύ «υπαρξιακού ατομικισμού» και των πιστεύω των «πιο πολλών κολεκτιβιστών» — μέχρι το βαθμό που τα επιχειρήματά της είναι, στην καλύτερη περίπτωση, άστοχα ή, στη χειρότερη, ανειλικρινή.

Είναι στοιχειώδες ότι, παρά τη θορυβώδη εισαγωγή του Ζαν — Ζακ Ρουσσώ στο Κοινωνικό Συμβόλαιο, οι άνθρωποι σίγουρα δεν είναι «γεννημένοι ελεύθεροι», για να μη μιλήσουμε και για αυτονομία. Στην πραγματικότητα, αντιθέτως, γεννιούνται αρκετά ανελεύθεροι, πολύ εξαρτημένοι και αισθητά ετερόνομοι. Η ελευθερία, η ανεξαρτησία και η αυτονομία που οι άνθρωποι έχουν σε μια δεδομένη ιστορική περίοδο αποτελεί το προϊόν μακρών κοινωνικών παραδόσεων και, ναι, μιας συλλογικής ανάπτυξης — για την οποία δε σημαίνει ότι αρνούμαστε πως τα άτομα παιζουν ένα σημαντικό ρόλο σε αυτή την ανάπτυξη, είναι εν τέλει όμως πράγματι υποχρεωμένα να πράξουν έτσι εφόσον θέλουν να είναι ελεύθερα.

Το επιχείρημα της Brown οδηγεί σε ένα εκπληκτικά υπεραπλουστευμένο συμπέρασμα. «Δεν είναι η ομάδα που δίνει σχήμα στο άτομο», ακούμε να λέει, «αλλά μάλλον τα άτομα που δίνουν μορφή και περιεχόμενο στην ομάδα. Μια ομάδα είναι μια συλλογή ατόμων, τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο• Δεν έχει ούτε ζωή, ούτε συνείδηση δικιά της» (ΡΟ), σελ. 12, δίνεται έμφαση), Όχι μόνο μοιάζει αρκετά αυτή η απίστευτη σχηματοποίηση με την περιβόητη δήλωση της Μάργκαρετ Θάτσερ ότι δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα που λέμε κοινωνία παρά μόνο άτομα, επιβεβαιώνει, ακόμη, μια θετικιστική, πράγματι αφελή κοινωνική μυωπία μέσα στην οποία το σύμπαν είναι ολοκληρωτικά διαχωρισμένο από την υλική υπόσταση.

…………..Παραμένει αληθές ότι τα άτομα ποτέ δε συγκροτούν απλές «συλλογές μονάδων» — πέρα ίσως από το κυβερνο-διάστημα• αντίθετα, ακόμη κι όταν μοιάζουν ότι ζουν εξατομικευμένα και ερμητικά, προσδιορίζονται μέσα από τις σχέσεις που συνάπτουν ή είναι υποχρεωμένα να συνάπτουν μεταξύ τους, χάρη στην ίδια την πραγματική τους ύπαρξη ως κοινωνικά όντα. Η ιδέα ότι μια συλλογικότητα — και άρα μια κοινωνία — είναι απλά μια «συλλογή ατόμων, τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο», αναπαριστά μια «διορατικότητα» μέσα στη φύση των ανθρώπινων συναναστροφών που δεν θα χαρακτηρίζαμε ως φιλελεύθερη, αλλά ειδικά σήμερα, δυναμικά αντιδραστική.

Με το να ταυτιζει τον κολεκτιβισμό επίμονα με έναν άτεγκτο κοινωνικό ντετερμινισμό, η Brown η ίδια δημιουργεί ένα αφηρημένο «άτομο», ένα που δεν είναι ούτε καν υπαρξιακό με την αυστηρά συμβατική έννοια της λέξης. Εν συντομία, η ανθρώπιύπαρξη προϋποθέτει τις αναγκαίες κοινωνικές και υλικές συνθήκες για τη συντήρηση της ζωής, τη σύνεση, την ευφυΐα και το λόγο• καθώς και τις συναισθηματικές ποιότητες που η Brown θεωρεί ουσιαστικές για τη βολονταριστική μορφή του κομμουνισμού της: τη φροντίδα, το ενδιαφέρον και τη συμπόνια. Χωρίς την πλουσια συνάρθρωση των κοινωνικών σχέσεων με τις οποίες οι άνθρωποι εντρυφούν από τη γέννησή τους μέσω της ωριμότητάς στη μεγάλη τους ηλικία, μια «συλλογή ατόμων» όπως το θέτει η Brown, για να το θέσουμε ωμά, δε θα ηταν καθόλου κοινωνία. Θα ήταν κυριολεκτικά μια συλλογή, με την έννοια της Θάτσερ, εγωιστικών μονάδων, που θα επικεντρώνονταν γύρω από τον εαυτό τους και τα οφέλη τους. Άτομα εντελώς απορροφημένα με τον εαυτό τους, είναι, με μια διαλεκτική αντιστροφή, σε τεράστιο βαθμό απο-εξατομικευμένα σε σχέση με τη θέληση τους για οποιονδηποτε σκοπό πέρα από την ικανοποίηση των δικών τους αναγκών και επιθυμιών — οι οποίες σημερα είναι συχνά κοινωνικά χαλκευμένες σε κάθε περίπτωση.

Αναγνωρίζοντας ότι τα υποκείμενα είναι αυτενεργά και κατέχουν κοινωνική βούληση δε χρειάζεται να απορρίψουμε τον κολεκτιβισμό, δεδομένου ότι είναι εξίσου ικανά να αναπτύσσουν μια συναίσθηση των κοινωνικών συνθηκών υπό τις οποίες ασκούνται αυτές οι κατεξοχην ανθρώπινες δυνητικότητές τους. Η κατάκτηση της ελευθερίας εδράζει εν μέρει σε βιολογικά γεγονότα, όπως θα γνωριζει ο καθένας που έχει αναθρέψει ένα παιδι” εν μέρει, σε κοινωνικά γεγονότα, όπως γνωρίζει ο καθένας που ζει σε κοινότητα• και σε αντίθεση με τους κοινωνικούς κονστρουκτιβιστές, εν μέρει (εδράζει) πάνω στη διάδραση μεταξύ του περιβάλλοντος και των έμφυτων προσωπικών ροπών, όπως κάθε σκεπτόμενος άνθρωπος γνωριζει. Η ατομικότητα δεν αναπτύχθηκε σε ον εκ του μηδενός. Όπως και η ιδέα της ελευθερίας, έχει μια μακρά κοινωνική και ψυχολογική  ιστορία.

Αφημένο στον εαυτό του, το άτομο χάνει τις αναγκαίες κοινωνικές αναφορές που απεικονίζουν αυτό που θα περίμενε κανείς να υμνήσει ένας αναρχικός στην ατομικότητα: στοχαστικές δυνάμεις, που πηγάζουν σε ένα μεγάλο βαθμό από το λόγο• το συναισθηματικό εξοπλισμό που νουθετεί την οργή ενάντια στην ανελευθερία• την κοινωνικότητα που κινητοποιεί την επιθυμία για ριζική αλλαγή• Και την έννοια της υπευθυνότητας που γεννά την κοινωνική δράση.

Στην πραγματικότητα, η θέση της Brown έχει ανησυχητικές επιπτώσεις για την κοινωνική δράση. Αν η ατομική «αυτονομία» προέχει οποιασδήποτε στράτευσης σε μια «συλλογικότητα», δεν υπάρχει οποιαδήποτε βάση για έναν κοινωνικά θεσμισμένο συντονισμό λήψης αποφάσεων ή ακόμη και διοικητικό συντονισμό. Το κάθε άτομο, που περιέχεται στη δική του «αυτονομία» είναι ελεύθερο να κάνει οτιδήποτε θέλει — προφανώς, ακολουθώντας την παλιά φιλελεύθερη φόρμουλα, αν δεν εμποδίζει την «αυτονομία» των άλλων. Ακόμη και η δημοκρατική λήψη αποφάσεων απορρίπτεται ως εξουσιαστική. «Η δημοκρατική διακυβέρνηση παραμένει διακυβέρνηση» προειδοποιεί η Brown. «Ενώ επιτρέπει μεγαλύτερη συμμετοχή των ατόμιων στην κυβέρνηση απ’ ότι επιτρέπεται στη μοναρχία ή στην ολοκληρωτική δικτατορία, αφορά εγγενώς ακόμη την καταπίεση των βουλήσεων κάποιων ανθρώπων. Αυτό έρχεται ξεκάθαρα σε ρήξη με το υπαρξιακό άτομο, που πρέπει να διατηρήσει την ακεραιότητα της βούλησής του ώστε να είναι υπαρξιακά ελεύθερο» (ΡΟΙ, σελ. 53). Οντως, τόσο υπερβατολογικά ιερή είναι η βούληση του αυτόνομου ατόμου, κατά την άποψη της Brown που παραθέτει επιδοκιμάζοντας τον ισχυρισμό του Peter Marshall ότι, σύμφωνα με τις αναρχικές αρχές, «η πλειοψηφία δεν έχει πλέον δικαίωμα να επιβάλλεται στη μειοψηφία, ακόμη και στη μειοψηφία του ενός, παρά η μειοψηφία στην πλειοψηφία» (ΡΟΙ, σελ. 114), δίνεται έμφαση).

Υποτιμώντας τις ορθολογικές, διαμεσολαβημένες από το λόγο και αμεσο-δημοκρατικές διαδικασίες για τη συλλογική λήψη αποφάσεων ως «επιβολή» και «διακυβέρνηση», επιβραβεύει το δικαίωμα μια μειοψηφίας ενός ηγεμονικού εγώ να απορρίπτει την απόφαση της πλειοψηφίας. Αλλά το γεγονός παραμένει ότι μια ελεύθερη κοινωνία είτε θα είναι δημοκρατική ή δε θα επιτευχθεί καθόλου. Στην ίδια την υπαρξιακή κατάσταση, αν θέλετε, μιας αναρχικής κοινωνίας — μια άμεση ελευθεριακή δημοκρατία — οι αποφάσεις θα παίρνονταν σίγουρα ακολουθώντας μια ανοιχτή συζήτηση. Έπειτα η μειοψηφία που θα καταψηφιζόταν — ακόμη κι η μειοψηφία του ενός — θα είχε όσες ευκαιρίες ήθελε να αντιπαραθέσει επιχειρήματα για να προσπαθήσει να αλλάξει αυτή την απόφαση. Η λήψη αποφάσεων με την ομοφωνία, από την άλλη μεριά, καθιστά αδύνατο ένα συνεχιζόμενο διάλογο — την πολύ σημαντική διαδικασία της συνεχούς ανταλλαγής απόψεων, της διαφωνίας, της πρόκλησης και της αντι-πρόκλησης, χωρίς τις οποίες η κοινωνική καθώς και η ατομική δημιουργικότητα θα ήταν αδύνατες.

Το να λειτουργείς στη βάση της ομοφωνίας, αν σημαίνει κάτι για τη σημαίνουσα λήψη αποφάσεων είναι το εξής: είτε θα χειραγωγηθεί από μια μειοψηφία είτε θα καταρρεύσει εντελώς. Και οι αποφάσεις που παίρνονται ενσωματώνουν το χαμηλότερο κοινό παρανομαστή απόψεων και συγκροτούν το ελάχιστο δημιουργικό επίπεδο συμφωνίας. Μιλώ εδώ μέσα από μακρές και επίπονες διαδικασίες με τη χρήση της ομοφωνίας στην Clamshell Alliance της δεκαετίας του 1970. Ακριβώς τη στιγμή που το ημι-αναρχικό αντι-πυρηνικό κίνημα ήταν στην ακμή του αγώνα του, με χιλιάδες ακτιβιστές, καταστράφηκε μέσα από τη χειραγώγηση της ομοφωνίας από μια μειοψηφία. Η «τυραννία της απουσίας δομών»* (δ) που η ομόφωνη λήψη αποφάσεων παρήγαγε επέτρεψε σε κάποιους λίγους που ήταν καλά οργανωμένοι να ελέγξουν τους δυσκίνητους, αποθεσμοποιημένους και ευρέως ανοργάνωτους πολλούς μέσα στο κίνημα.

………..Στην πραγματικότητα, ο lifestyle αναρχισμός σήμερα βρίσκει την κύρια έκφρασή του στην αναγραφή συνθημάτων με σπρέι, το μεταμοντέρνο μηδενισμό, τον ανορθολογισμό, το νέο-πρωτογονισμό, την αντι-τεχνολογίοι, τη νέο-καταστασιακή «πολιτιστική τρομοκρατία», το μυστικισμό και μια «πρακτική» σταδιακών φουκοϊκών «προσωπικών εξεγέρσεων».

Αυτές οι μοδάτες πόζες, που σχεδόν όλες τους ακολουθούν τις τρέχουσες μόδες των γιάπηδων, είναι ατομικιστικές με τη σημαίνουσα έννοια ότι είναι αντιθετικές στην ανάπτυξη σοβαρών οργανώσεων, μιας ριζοσπαστικής πολιτικής, ενός στρατευμένου κοινωνικού κινήματος, μιας θεωρητικής συνοχής και μιας προγραμματικής συνάφειας.

……..Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’60, η affinity group των Up Against the Wall Motherfuckers* (στ)σκόρπισε παρόμοια σύγχυση, ανοργανωσιά, και «πολιτιστική τρομοκρατία» μόνο και μόνο για να εξαφανιστεί από το πολιτικό σκηνικό λίγο αργότερα. Στην πραγματικότητα, κάποια από τα μέλη της μπήκαν στον εμπορικό, επαγγελματικό κόσμο της μεσαίας τάξης του οποίου μόλις πιο πριν επαγγέλονταν την απαξία. Ούτε αυτή η συμπεριφορά είναι αμιγώς αμερικάνικη. Όπως κι ένας «βετεράνος» του Μάη του ’68 το έθεσε κυνικά: «Κάναμε την πλάκα μας το ’68 και τώρα ήρθε η στιγμή να μεγαλώσουμε». Η ίδια εξασθενημένη πορεία, με τα αλφάδια σε κύκλο, επαναλήφθηκε κατά τη διάρκεια μιας ακραία ατομικιστικής νεανικής εξέγερσης στη Ζυρίχη το 1984, μόνο και μόνο για νοι σταματήσει στη δημιουργία του Needle Park, ενός περιβόητου χώρου δοσοληψιών κοκαϊνης και κρακ που ιδρύθηκε από τις αρχές της πόλης για να επιτρέψει στους εθισμένους νέους ανθρώπους να αυτό-καταστραφούν νόμιμα.

Η αστική τάξη δεν έχει να φοβηθεί τίποτε από τέτοιες lifestyle δημηγορίες. Με την αποστροφή του για τους θεσμούς, τις οργανώσεις της μαζικής βάσης, τον κυρίως προσανατολισμό του προς την υποκουλτούρα, την ηθική της παρακμής, τον ύμνο του για το εφήμερο και την απόρριψη των προγραμμάτων, αυτό το είδος ναρκισσιστικού αναρχισμού είναι κοινωνικά ακίνδυνο, συχνά, δε, αποτελεί μια βαλβίδα εκτόνωσης της κοινωνικής δυσφορίας απέναντι στην κυρίαρχη τάξη.

……..Σκεφτείτε το «The Appeal of Anarchy» που απασχολεί ολόκληρο το οπισθόφυλλο ενός πρόσφατου τεύχους της Fifth Estate (Καλοκαίρι 1989), «Η Αναρχία», διαβάζουμε, αναγνωρίζει «την αμεσότητα της ολοκληρωτικής απελευθέρωσης [τίποτα λιγότερο!] και ως ένα σημάδι της ελευθερίας σας, θα πρέπει κι εσείς να είστε γυμνοί κατά τις τελετές σας». Καταπιανόμαστε με «το χορό, το τραγούδι, το γέλιο, τη γιορτή, το παιχνίδι» και το απολαμβάνουμε — πως θα μπορούσε κάποιο είδος μουμιοποιημένου ηθικολόγου να επιχειρηματολογήσει ενάντια σε αυτές τις Ραμπελεανές απολαύσεις;

Αλλά δυστυχώς, υπάρχει μια αναποδιά. Το Αβαείο της (Abbey of του Ραμπελέ, το οποίο η Fifth Estate μοιάζει να προσπαθεί να ξεπεράσει ήταν κορεσμένο με υπηρέτες, μάγειρες, καμαριέρες και μαστόρους, δίχως τη σκληρή δουλειά των οποίων οι αυτό-ικανοποιούμενοι αριστοκράτες της ξεχωριστής ουτοπίας του για την ανώτερη τάξη θα πέθαιναν της πείνας και θα συνωστίζονταν γυμνοί στα, διαφορετικά, κρύα χωλ του Αβαείου. Η «Appeal of Anarchy» της Fifth Estate μπορεί εξίσου καλά να φροντίζει να έχει στο μυαλό της μια υλικά απλούστερη εκδοχή του Abbey της και η «γιορτή» της μπορεί να αναφέρεται πιο πολύ στο κινέζικο τυρί από σόγια (tofu) και στο ρύζι παρά στις γεμισμένες πέρδικες και τις νόστιμες τρούφες, Αλλά ακόμη κι αυτό — χωρίς μεγάλες τεχνολογικές προόδους για να απελευθερώσουμε τους ανθρώπους από το μόχθο, ακόμη και για να βρει tofu και ρύζι στο τραπέζι, πως θα μπορούσε μια κοινωνία, βασισμένη σε αυτή την εκδοχή της αναρχίας, να ελπίζει ότι «θα καταργήσει όλες τις εξουσίες», «ότι θα μοιράζει από κοινού όλα τα πράγματα», τη γιορτή, το χορό και το τραγούδι και ότι θα τρέχει γυμνή;

Αυτό το ζήτημα, συγκεκριμένα, έχει μεγάλη σημασία για την ομάδα της Fifth Estate. Αυτό που συναρπάζει στο περιοδικό είναι η πρωτογονιστική, η προ-ορθολογική, η αντι-τεχνολογική και η αντι-πολιτισμική μόδα που κείται στην καρδιά αυτών των άρθρων. Η «Έκκληση», λοιπόν, της Fifth Estate προσκαλεί τους αναρχικούς να «σχηματίσουν το μαγικό κύκλο, να μπουν στην ύπνωση της έκστασης, να ξεφαντώσουν μέσα στη μαγεία που διαλύει όλες τις εξουσίες» — ακριβώς οι μαγικές τεχνικές που οι σαμάνοι (τους οποίους τουλάχιστον ένας από τους συγγραφείς υμνεί) έχουν χρησιμοποιήσει για χρόνια στη φυλετική κοινωνία, για να μη μιλήσουμε για τους παπάδες στις πιο ανεπτυγμένες κοινωνίες, για να προάγουν το κύρος τους ως ιεράρχες και εναντίον των οποίων ο Λόγος έπρεπε να παλέψει αρκετά για να απελευθερώσει το ανθρώπινο μυαλό από τις μυστικοποιήσεις που το ίδιο δημιούργησε. «Διαλύει όλες τις εξουσίες»; Και πάλι υπάρχει, εδώ, ένα άγγιγμα του Φουκό που όπως πάντα αρνείται την ανάγκη για την ίδρυση διακριτών αυτό-διαχειριζόμενων θεσμών με μια εξουσία ενάντια στην ίδια την πραγματική εξουσία των καπιταλιστικών και ιεραρχικών θεσμών — για την πραγματοποίηση μιας κοινωνίας στην οποία, πράγματι, η επιθυμία και η έκσταση μπορούν να βρουν μια αυθεντική πραγμάτωση, σε έναν πραγματικά ελευθεριακό κομμουνισμό.

Ο σαγηνευτικά «εκοτατικός» παιάνας «στην αναρχία» από την Fifth Estate που τόσο έχει στερηθεί κοινωνικού περιεχομένου — χώρια όλες τις ρητορικές του φιοριτούρες — θα μπορούσε εύκολα να εμφανιστεί στους τοίχους μια σικ μπουτίκ ή στο πίσω μέρος μιας ευχετήριας κάρτας. Φίλοι που πρόσφατα επισκέφτηκαν τη Νέα Υόρκη με ενημερώνουν, όντως, ότι ένα εστιατόριο με αρκετά ακριβά μενού, λινά τραπεζομάντηλα και γιάπικη πελατεία, στο St. Mark’s Place στην Lower East Side — ένα πεδίο μάχης της δεκαετίας του ’60 — ονομάζεται Αναρχία. Αυτό το εκτροφείο για τους μικροαστούς της πόλης διατηρεί ένα αντίγραφο της διάσημης Ιταλικής τοιχογραφίας The Fourth Estate, που δείχνει τους εξεγερμένους εργάτες του τέλους του 19ου αιωνα να βηματιΤουν εναντίον ενός, μη απεικονισμένου στο έργο, αφεντικού ή πιθανόν ενός αστυνομικού τμήματος. Ο lifestyle αναρχισμός μπορεί εύκολα να γίνει μια επιλογή για την καταναλωτική αβρότητα. Το εστιατόριο, μου έχουν πει, έχει επίσης σεκιουριτάδες, μάλλον για να κρατάνε απ’ έξω τον ντόπιο όχλο που απεικονίζει η τοιχογραφία.

Ασφαλής, ιδιωτικός, ηδονιστικός και, ακόμη, εύκολος ο lifestyle αναρχισμός μπορεί εύκολα να παρέχει μια βολική φλυαρία για να νοστιμέψειι τους ανιαρούς αστικούς τρόπους ζωής των των συνεσταλμένων νοσταλγών του Ραμπελέ. Όπως και η «καταστασιακή τέχνη», που το ΜΙΤ εξέθεσε προς τέρψιν της αφρόκρεμας των μικροαστών εδώ και λίγα χρόνια, προσφέρει κάτι περισσότερο από ένα «μοχθηρό» αναρχικό προφιλ — ένα ομοίωμα, θα τολμούσα να πω — σαν κι αυτά που πλημμυριζουν τη δυτική ακτή των ΗΠΑ και κατευθύνεται ανατολικά. Η βιομηχανία της Εκστασης, καθεαυτη, τα πάει πάρα πολύ καλά στο σύγχρονο καπιταλισμό και θα μπορούσε εύκολα να απορροφησει τις τεχνικές των lifestyle αναρχικών για να αυξήσει την αξία μιας εμπορεύσιμα σκανδαλιστικής εικόνας. Η αντι-κουλτούρα που κάποτε σόκαρε τους μικροαστούς με τα μακριά μαλλιά, τα μούσια, το ντύσιμο, τη σεξουαλική ελευθερία και την τέχνη έχει προ πολλού αναβαθμιστεί από τους αστούς επιχειρηματίες των οποίων οι μπουτίκ, τα καφέ και τα κλαμπ, ακόμη και τα στρατόπεδα γυμνιστών κάνουν ανθηρές «μπίζνες, όπως μαρτυρούν οι πολλές ομιχλώδεις διαφημίσεις για τις νέες «εκστάσεις» στο Village Voice και παρόμοια περιοδικά.

……Ακόμη πιο προβληματικά είναι τα γραπτά του Τζορτζ Μπράντφορντ (ο οποίος είναι ο Ντέιβιντ Γουάτσον), ενός από τους μεγάλους θεωρητικούς της Fifth Estate, πάνω στη φρίκη της τεχνολογίας — προφανώς της τεχνολογίας καθεαυτής. Η τεχνολογία μοιάζει να καθοριζει τις κοινωνικές σχέσεις παρά το αντίθετο, μια αντίληψη που προσεγγίζει πιο στενά το χυδαίο μαρξισμό απ’ ότι, ας πούμε, την κοινωνική οικολογία. «η τεχνολογία δεν είναι ένα απομονωμένο σχέδιο ή ακόμη μια συσσώρευση τεχνικής γνώσης» μας λέει ο Μπράντφορντ στο «Stopping the lndustrial Hydra» (SIH), που καθορίζεται από μια κάπως διαχωρισμένη και πιο θεμελιακή σφαίρα των «κοινωνικών σχέσεων»…………..

Αυτό το αβασάνιστο σώμα αντιλήψεων εύκολα προσπερνά τις καπιταλιστικές σχέσεις που καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό το πώς θα χρησιμοποιηθεί η τεχνολογία και επικεντρώνει στο ποια τεχνολογία θα χρειαζόταν να υπάρχει. Με το να υποβαθμιζει τις κοινωνικές σχέσεις με κάτι τόσο το λιγότερο θεμελιακό — αντι’ να δίνει έμφαση στην πολύ σημαντική παραγωγική διαδικασία μέσα στην οποία η τεχνολογία χρησιμοποιείται — ο Μπράντφορντ προσδίδει στις μηχανές και τη «μαζική τεχνική» μια μυστική αυτονομία που, όπως και η σταλινική επιβολή της τεχνολογίας, έχει εξυπηρετήσει εξαιρετικά αντιδραστικούς σκοπούς. Η ιδέα, ότι η τεχνολογία έχει ζωή από μόνη της, είναι ριζωμένη στο συντηρητικό γερμανικό ρομαντισμό του τελευταίου αιώνα και στα γραπτά του Μάρτιν Χάιντεγκερ και του Φρίντριχ Γιούνγκερ, τα οποία τροφοδοτήσανε την εθνοσοσιαλιστική Ιδεολογία, ωστόσο οι Ναζί τίμησαν την αντιτεχνολογική τους ιδεολογία αθετώντας την παράλληλα.

Ιδωμένη με τους όρους της σύγχρονης ιδεολογίας της εποχής μας, αυτή η ιδεολογική κατεργαριά τυποποιείται από τον ισχυρισμό, τόσο συχνό σήμερα, ότι οι νέο-αναπτυσσόμενες αυτοματικές μηχανές κοστιζουν με διάφορους τρόπους στους ανθρώπους τις δουλειές τους ή εντατικοποιούν την εκμετάλλευσή τους — και τα δύο από τα οποία είναι αδιαμφισβήτητα γεγονότα αλλά είναι ριζωμένα ακριβώς στις κοινωνικές σχέσεις της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, όχι στην τεχνολογική ανάπτυξη καθ’ εαυτή. Ας το θέσουμε ωμά: η σημερινή ύφεση δεν υφίσταται λόγω των μηχανών αλλά λόγω των αχόρταγων αστών που χρησιμοποιούν τις μηχανές για να αντικαταστήσουν την εργασία ή να την εκμεταλλευτούν πιο εντατικά. Πράγματι, οι ίδιες οι μηχανές που ο αστός απασχολεί για να μειώσει το «κόστος παραγωγής» θα μπορούσαν, σε μια ορθολογική κοινωνία, να χρησιμοποιηθούν για να ελευθερώσουν τα ανθρώπινα όντα από το μόχθο που δεν απαιτεί νοητικές ικανότητες με πιο δημιουργικές και προσωπικά ανταποδοτικές δραστηριότητες.

Δεν υπάρχει ένδειξη ότι ο Μπράντφορντ είναι εξοικειωμένος με τον Χάιντεγκερ ούτε με τον Γιούνγκερ. Μάλλον αντλεί την έμπνευσή του από τους Langdon Winner και Zacques Ellul, τον τελευταίο εκ των οποίων ο Μπραντφορντ παραθέτει επιδοκιμάζοντας: «Είναι η τεχνολογική συνοχή που σήμερα διευθετει’ την κοινωνική συνοχή…. Η τεχνολογία είναι αφ’ εαυτής όχι μόνο ένα μέσο, αλλά ένα σύμπαν μέσων — με την αυθεντική έννοια του Universum: και αποκλειστική και ολοκληρωτική» (SIH, σελ. 10)………

Ευτυχώς, όμως, ο Μπράντφορντ μας παρέχει μία λύση: «να αρχίσουμε αμέσως να ξηλώνουμε τη μηχανή συλλήβδην» (SIH, σελ. 10). Και δεν ανέχεται οποιονδήποτε συμβιβασμό με τον πολιτισμό αλλά ουσιαστικά επαναλαμβάνει όλα τα μυστικοφανή, αντι-πολιτισμικά και αντι-τεχνολογικά κλισέ που εμφανιζονται σε συγκεκριμένες New Age περιβαλλοντολογικές μόδες. Ο σύγχρονος πολιτισμός, μας λέει, αποτελεί “μια μήτρα (matrix) δυνάμεων”περιλαμβάνοντας «τις εμπορευματικές σχέσεις, τις μαζικές επικοινωνίες, την αστικοποίηση και τη μαζική τεχνική, μαζί με τα… αλληλο-εμπλεκόμενα, εχθρικά πυρηνικά-κυβερνητικά κράτη» κι όλα αυτά συγκλίνουν σε μια «παγκόσμια μεγα-μηχανή» (SIH, σελ. 20). «Οι εμπορευματικές σχέσεις» σημειώνει στο δοκίμιό του «Ο Διογκωμένος Πολιτισμός» (Civilization in Bulk – CIB), είναι απλά μέρος αυτής της «μήτρας δυνάμιεων» στην οποίο ο πολιτισμός είναι «μια μηχανή» που έχει γίνει «στρατόπεδο εργασίας από τις απ.αρχές του», μια «άκαμ.ιπτη πυραμίδα ριζωμιένων ιεραρχιών», «μια δικτυακή επέκταση της περιοχής του ανόργανου» και «μια γραμμική ανάπτυξη από την προμηθεϊκή κλοπή της φωτιάς μέχρι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο»……….

Καμιά αναφορά στη μεγα-μηχανή δε θα ήταν ολοκληρωμένη αν παρέλειπε την παράθεση στο μοιρολόϊ του Lewis Mumford για τις κοινωνικές της συνέπειες. Στην πραγματικότητα, αξιζει να σημειωθεί ότι τέτοια σχόλια έχουν κανονικά παρερμηνεύσει τους σκοπούς του Mumford. Ο Mumford δεν ήταν ένας αντιτεχνολογιστής, όπως ο Μπράντφορντ και άλλοι θα μας έκαναν να πιστέψουμε- ούτε ήταν με οποιαδήποτε έννοια της λέξης ένας αποκρυφιστής ο οποίος θα έβρισκε τον αντι-πολιτισμικό πρωτογονισμό του Μπράντφορντ του γούστου του. Εξαιτίας αυτού, μπορώ να μιλήσω από ευθεία προσωπική γνώση των απόψεων του Mumford, καθώς κουβεντιάσαμε για αρκετό καιρό ως συμμετέχοντες σε ένα συνέδριο στο Πανεπιστήμιο της Pennsylvania γύρω στα 1972.

Αλλά κάποιος θα έπρεπε να γυρίσει μονάχα στα γραπτά του, όπως το Technics and Civilization (TAC), από το οποίο ο ίδιος ο Μπράντφορντ αντιγράφει, για να δει ότι ο Mumford πασχίζει να περιγράψει ευνοϊκά τα «μηχανικά όργανα» ως “ένα όχημα δυνητικά ορθολογικών, ανθρώπινων“.  Επανειλημμένα υπενθυμίζοντας στον αναγνώστη του ότι οι μηχανές προέρχονται από ανθρώπινα όντα, ο Mumford δίνει έμφαση στο ότι η μηχανή είναι «η προβολή μιας συγκεκριμένης πλευράς της ανθρώπινης προσωπικότητας» (TAC, σελ. 317). Όντως, μια από τις πιο σημαντικές λειτουργίες της έχει γίνει το να διαλύει τον αντίκτυπο της προκατάληψης στο ανθρώπινο μυαλό. Έτσι:

Στο παρελθόν, οι ανορθολογικές και δαιμονικές πλευρές της ζωής είχαν εισβάλει στις σφαίρες όπου δεν ανήκαν. Ήταν ένα βήμα μπροστά να ανακαλυφθεί ότι τα βακτήρια, κι όχι οι καλές νεραϊδούλες, ήταν υπεύθυνα για το πήξιμο του γάλατος και ότι μια αερόψυκτη μηχανή ήταν πιο αποτελεσματική απ’ ότι το ραβδάκι της μάγισσας για τις γρήγορες μεταφορές μεγάλων αποστάσεων. . . . Η επιστήμη και η τεχνική τόνωσαν το ηθικό μας: με την ίδια τους την αυστηρότητα και τις αποκηρύξεις των δογμάτων . . . έθεσαν εν αμφιβόλω τους παιδικούς φόβους, τις παιδικές μαντεψιές καθώς και τους παιδικούς ισχυρισμούς. (TAC, σελ. 324)

Αυτό το μεγάλο θέμα στα γραπτά του Mumford έχει αγνοηθεί σκανδαλωδώς ανάμεσα στους πρωτογονιστές — κυρίως, η πίστη του ότι η μηχανή έχει συμβάλλει στην «ύψιστη συνεισφορά» της προώθησης «της πρακτικής της συνεργατικής σκέψης και δράσης». Ούτε διστάζει, από την άλλη, ο Mumford να υμνήσει «την αισθητική υπεροχή της μηχανικής μορφής… πάνω απ’ όλα, ίσως, την πιο αντικειμενική προσωπικότητα του ατόμου που έχει υπάρξει ποτέ μέσω μιας πιο ευαίσθητης και λογικά αντιληπτής σχέσης με αυτά τα νέα κοινωνικά όργανα και μέσω της εσκεμμένης πολιτισμικής αφομοίωσης τους» (TAC, σελ. 324). Όντως, «η τεχνική της δημιουργίας ενός ουδέτερου κόσμου γεγονότων ως διακριτού από τη σειρά των δεδομένων της άμεσης εμπειρίας ήταν η μεγάλη γενική συνεισφορά της σύγχρονης αναλυτικής επιστήμης» (TAC, σελ. 361).

Μακριά από το να αποδέχεται το ρητό πρωτογονισμό του Μπράντφορντ, ο Mumford άσκησε οξεία κριτική σε αυτούς που απορρίπτουν ολοκληρωτικά τη μηχανή και θεώρησε την «επιστροφή στο απόλυτο πρωτόγονο» ως μια «νευρωτική προσαρμογή» στην ίδια τη μεγα-μηχανή (TAC, σελ. 302), στην πραγματικότητα, μια καταστροφή. «Πιο καταστροφική από οποιαδήποτε άλλη απλή φυσική καταστροφή των μηχανών από τον βάρβαρο είναι η απειλή του να τις θέσει εκτός λειτουργίας ή να εκτρέψει την ανθρώπινη κινητήρια δύναμη», παρατήρησε σε οξείς τόνους, «ώστε να αποθαρρύνει έτσι τις συνεργατικές διαδικασίες της σκέψης και της ανιδιοτελούς έρευνας που είναι υπεύθυνες για τα σπουδαία τεχνολογικά μας επιτεύγματα» (TAC, σελ. 302). Και απαίτησε επιτακτικά: «Πρέπει να εγκαταλείψουμε τα μάταια και μεμψίμιοιρα κόλπα της αντίστασης στη μηχανή μέσω μιας αποχαυνωμένης επιστροφής στην αγριότητα » (TAC, σελ. 319).

Ούτε τα ύστερα έργα του αφήνουν κάποια ένδειξη ότι ενέδωσε σε αυτή την άποψη. Κατά έναν ειρωνικό τρόπο, χαρακτήρισε με περιφρόνηση τις παραστάσεις του Living Theater*(δ) και τα οράματα του «Outlaw Territory», των συμμοριών με τις μηχανές, ως «Βαρβαρότητα» και αποδοκίμασε το Γούντστοκ ως τη «Μαζική Κινητοποίηση της Νεολαίας» από την οποία η «σύγχρονη μαζικοποιημένη, υπερπληθής και αποπροσωποποιημιένη κουλτούρα δεν έχει τίποτα να φοβηθεί».

O Mumford, σε σχέση με ότι τον αφορά, δεν αρέσκεται ούτε στη μεγα-μηχανή ούτε στον πρωτογονισμό (το «οργανικό») αλλά μάλλον στη εξέλιξη μιας τεχνολογίας δημοκρατικών και ανθρώπινων αναλογιών. «Η ικανότητά μας να πάμε πέρα από τη μηχανή (σε μια νέα σύνθεση] βασιζεται πάνω στη δύναμή μιας να αφομοιώσουμε τη μηχανή», παρατήρησε στο Technics and Civilization. «Μέχρι να έχουμε αφομοιώσει τα μαθήματα της αντικειμενικότητας, της α-προσωποποι’ησης, της ουδετερότητας,

.………Η αποκήρυξη της τεχνολογίας και του πολιτισμού ως εγγενώς καταπιεστικών επί της ανθρωπότητας, στην ουσία, υπηρετεί τη συσκότιση των συγκεκριμένων κοινωνικών σχέσεων που απονέμουν προνόμια στους εκμεταλλευτές ενάντια στους εκμεταλλευόμενους και στους ιεραρχικά ανώτερους ενάντια στους ιεραρχικά κατώτερους. Πιο πολύ από οποιαδήποτε καταπιεστική κοινωνία στο παρελθόν, ο καπιταλισμός αποκρύβει την εκμετάλλευση επί της ανθρωπότητας υπό τη μεταμφίεση των «φετίχ», για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του Μαρξ στο Κεφάλαιο, πάνω απ’ όλα, το «φετιχισμό των εμπορευμάτων» ο οποίος έχει με διάφορους τρόπους — και υπερφυσικά — διανθιστεί από τους Καταστασιακούς με το «θέαμα» και από τον Baudrillard με την «προσομοίωση». Όπως η άντληση υπεραξίας από την αστική τάξη κρύβεται πίσω από μια συμβατική ανταλλαγή μισθών με εργατική δύναμη που είναι μονάχα φαινομενικά ίση, έτσι κι ο φετιχισμός του εμπορεύματος και οι κινήσεις του αποκρύβουν την κυριαρχία των οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων του καπιταλισμού.

Υπάρχει ένα σημαντικό, στην πραγματικότητα καίριο, σημείο εδώ. Τέτοιες ασπίδες μυστικοποίησης αποκρύβουν από το λαό τον αιτιώδη ρόλο του καπιταλιστικού ανταγωνισμού στην παραγωγή των κρίσεων της εποχής μας. Σε αυτές τις μυστικοποιήσεις, αντι-τεχνολογικές και αντι-πολιτισμικές προσθέστε τους μύθους της τεχνολογίας και του πολιτισμού ως εγγενώς καταπιεστικών, και έτσι θολώνονται οι ειδοποιείς κοινωνικές σχέσεις του καπιταλισμού — προφανώς η χρήση των πραγμάτων (εμπορεύματα, ανταλλακτικές αξίες, αντικείμενα — πάρτε όποιους όρους σας αρέσουν) για να διαμεσολαβηθούν οι κοινωνικές σχέσεις και να παραχθεί το τεχνο-αστικό τοπίο της εποχής μας.

Έτσι όπως η αντικατάσταση του καπιταλισμού από τη φραση «βιομηχανική κοινωνία» θολώνει το συγκεκριμένο και πρωταρχικό ρόλο του κεφαλαίου και των εμπορευματικών σχέσεων στο σχηματισμό της σύγχρονης κοινωνίας, έτσι και η αντικατάσταση μιας τεχνο-αστικής κουλτούρας από τις κοινωνικές σχέσεις, στις οποίες ο Μπράντφορντ δεσμεύεται ανοικτά, αποκρύβει τον πρωταρχικό ρόλο της αγοράς και του ανταγωνισμού στο σχηματισμό της σύγχρονης κουλτούρας.

Ο lifestyle αναρχισμός, κυρίως επειδή ασχολείται με το στιλ παρά με την κοινωνία, πραγματεύεται με προχειρότητα την καπιταλιστική συσσώρευση, με τις ριζες της στην ανταγωνιστική αγορά που αποτελούν τις αιτίες της οικολογικής καταστροφής, και ατενιΤει στο άπειρο καθηλωμένος λες και θα έρθει η υποτιθέμενη ρήξη της «ιερής» ή «εκστατικής» ενότητας της ανθρωπότητας με τη «Φύση» και η «απομάγευση του κόσμου» από την επιστήμη, τον υλισμό και το «λογοκεντρισμό».

Έτσι, αντί να αποκαλύψει τα αίτια των σύγχρονων κοινωνικών και προσωπικών παθολογιών, ο αντι-τεχνολογισμός μάς επιτρέπει να αντικαταστήσουμε με εύσχημο τρόπο τον καπιταλισμό με την τεχνολογία, το οποίο βασικά διευκολύνει την καπιταλιστική συσσώρευση και την εκμετάλλευση της εργασίας, καθώς αυτή είναι η αιτία που κρύβεται πίσω από την ανάπτυξη και την οικολογική καταστροφή.

Ο πολιτισμός, έτσι, ενσωματωμένος στην πόλη ως ένα  πολιτιστικό κέντρο, στερείται των ορθολογικών του διαστάσεων, λες και η πόλη ήταν μάλλον ένας αδιάπτωτος καρκίνος παρά η δυναμική σφαίρα για την οικουμενικοποίηση των ανθρώπινων σχέσεων, σε έντονη αντίθεση με τους παρωχημένους περιορισμούς της φυλετικής και αγροτικής ζωής. οι βασικές κοινωνικές σχέσεις της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και κυριαρχίας εμφανίζονται επισκιασμένες από μεταφυσικές γενικεύσεις γύρω από το εγώ και την τεχνική, τη θολωμένη λαϊκή διορατικότητα σε σχέση με τις βασικές αιτίες των κοινωνικών και οικολογικών κρίσεων — που είναι οι εμπορευματικές σχέσεις που γέννησαν τους εταιρικούς μεσίτες της εξουσίας, της βιομηχανίας και του πλούτου.

Αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει να αρνηθούμε ότι πολλές τεχνολογίες είναι οικολογικά επικίνδυνες, ή ότι πρέπει να επιβεβαιώσουμε ότι ο πολιτισμός ήταν μια ολοκληρωτική ευλογία. Οι πυρηνικοί αντιδραστήρες, τα τεράστια φράγματα, τα υπερ-συγκεντροποιημένα βιομηχανικά συγκροτήματα, το εργοστασιακό σύστημα και η στρατιωτική βιομηχανία — όπως και η γραφειοκρατία, η αστική μάστιγα και τα σύγχρονα ΜΜΕ — έχουν γίνει ολέθρια σχεδόν από τις απαρχές τους. Αλλά ο 18ος και ο 19ος αιώνας δεν απαίτησαν την ατμομηχανή, τη μαζική παραγωγή, ή, ανεξαιρέτως, τις γιγαντιαίες πόλεις και τις ατελείωτες γραφειοκρατίες, μόνο και μόνο για να αποδασώσουν τεράστιες περιοχές της Βόρειας Αμερικής και να εξολοθρεύσουν κατ’ ουσίαν τους ιθαγενείς, ή για να αποσαθρώσουν το έδαφος από ολόκληρες περιοχές. Αντίθετα, ακόμη και πριν οι σιδηρόδρομοι φτάσουν σε όλα τα μέρη της περιοχής, μεγάλο κομμάτι αυτής της καταστροφής είχε ήδη διαμορφωθεί με τη χρήση απλών τσεκουριών, μουσκέτων με μπαρούτι, αμαξών και οργωμάτων με τη λεπίδα του αλετριού.

Ηταν αυτές οι απλές τεχνολογίες με τις οποίες οι αστικές επιχειρήσεις — η βάρβαρη διάσταση του πολιτισμού του τελευταίου αιώνα —  συνήθιζαν να χωρίζουν μεγάλο μέρος της κοιλάδας του ποταμού Ohio σε ακίνητες περιουσίες για αποκόμιση κέρδους. Στο Νότο, οι ιδιοκτήτες φυτειών χρειάζονταν «χέρια» δούλων κυρίως καθώς δεν υπηρχαν οι μηχανές για να φυτέψουν και να μαζέψουν το βαμβάκι• στην πραγματικότητα, η αμερικάνικη παραδοσιακή γεωργία έχει εξαφανιστεί κατά τις τελευταίες δύο γενιές κυρίως επειδή καινούριες μηχανές εισήχθησαν για να αντικαταστήσουν την εργασία των «απελευθερωμένων» μαύρων κολίγων. Το 19ο αιώνα οι χωρικοί της ημιφεουδαλικής Ευρώπης, ακολουθώντας τις διαδρομές ποταμών και καναλιών, ξεχύθηκαν στην αμερικάνικη αγριότητα και με προφανείς αντι,οικολογικές μεθόδους. άρχισαν να παράγουν τους σπόρους που τελικά προώθησαν τον αμερικάνικο καπιταλισμό στην παγκόσμια οικονομικη ηγεμονία.

Για να το θέσουμε ωμά: λόγω του καπιταλισμού — η εμπορευματική σχέση επεκτάθηκε εντελώς δυσανάλογα ιστορικά — παράχθηκε η εκρηκτική περιβαλλοντική κρίση των σύγχρονων καιρών, ξεκινώντας με τα πρώιμα κατασκευασμένα στους αγρούς εμπορεύματα που μεταφέρθηκαν από ολόκληρο τον κόσμο με καραβιές, τις οποίες κινούσε ο αέρας μάλλον παρά οι μηχανές. Εκτός των υφαντουργικών χωριών και πόλεων στη Βρετανία, όπου η μαζική παραγωγή έκανε το ιστορικό της ξέσπασμα, οι μηχανές που συνιστούν αυτό το πολύ μεγάλο όνειδος σήμερα δημιουργήθηκαν αρκετά μετά αφού ο καπιταλισμός κέρδισε την κυριαρχική επιρροή του σε πολλά μέρη της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής.

Παρά την τρέχουσα ταλάντωση του εκκρεμούς, από μια εξύμνηση του ευρωπαϊκού πολιτισμού στη μαζική σπίλωση του, ωστόσο, θα κάναμε καλά να θυμόμαστε τη σημασία της ανάδυσης της σύγχρονης εκκοσμίκευσης, της επιστημονικής γνώσης, του οικουμενισμού, του λόγου και των τεχνολογιών που δυνητικά προσφέρουν την ελπίδα μιας ορθολογικής και χειραφετικής διευθέτησης των κοινωνικών σχέσεων, στην πραγματικότητα, για την πλήρη πραγμάτωση της επιθυμίας και. της έκστασης χωρίς τους πολλούς δούλους και τεχνίτες οι οποίοι ικανοποιούσαν τις ορέξεις των αριστοκρατικών τους «κυρίων» στο Abbey of  Theleme του Ραμπελέ.

Ειρωνικά, οι αντι-πολιτισμικοί αναρχικοί που αποκηρύσσουν τον πολιτισμό σήιιερα ανήκουν ανάμεσα σε αυτούς που απολαμβάνουν τους καρπούς του και διατυπώνουν εκδηλωτικές, κυρίως ατομικιστικές ομολογίες πίστης περί της ελευθερίας, με καμία απολύτως αίσθηση των επίμοχθων εξελιξεων που χρειάστηκαν στην ευρωπαϊκή ιστορία για να γίνουν αυτές εφικτές.

………..Το φυσικό επακόλουθο του αντι-τεχνολογισμού και του αντι-πολιτισμού είναι ο πρωτογονισμός, μια παραδείσια εξύμνηση της προϊστορίας και της επιθυμίας για μια τρόπον τινά επιστροφή στη φερόμενη αθωότητά της. οι lifestyle αναρχικοί, όπως ο Μπράντφορντ, αντλούν την έμπνευσή τους από τους ιθαγενείς ανθρώπους και τους μύθους μιας παραδεισένιας προϊστορίας. Οι πρώτοι άνθρωποι, λέει, «αρνήθηκαν την τεχνολο— «ελαχιστοποίησαν το σχετικό βάρος των πρακτικών τεχνικών ή των πρακτικών της ανάπτυξης εργαλείων και επέκτειναν τη σημασία… των εκστατικών τεχνικών». Αυτό συνέβη επειδή οι ιθαγενείς, με τις ανιμιστικές τους πίστεις, ήταν εμποτισμένοι με μια «αγάπη» για τη ζωή των ζώων και την αγριότητα — γι αυτούς «τα ζώα, τα φυτά και τα φυσικά αντικείμενα» ήταν «πρόσωπα, ακόμη και συγγενικά» (CIB, σελ. 11).

Αντίστοιχα, ο Μπράντφορντ ενίσταται στην «επίσημη» άποψη που αναδεικνύει τους τρόπους ζωής των προϊστορικών κτηνοτροφικών πολιτισμών ως «απαίσιων, βάναυσων και νομαδικών, έναν αιματηρό αγώνα για την επιβίωση». Μάλλον, αποθεώνει «τον αρχέγονο κόσμο» ως αυτό που ο Marshall Sahlins ονόμασε «την αυθεντική κοινωνία της αφθονίας», αφθονία επειδή  οι ανάγκες της είναι λίγες και όλες οι επιθυμίες της πραγματώνονται εύκολα. ……………….

………..Θα έπρεπε να αφιερώσω ένα ολόκληρο δοκίμιο για να ξεμπερδέψω, χώρια η ανασκευή των επιχειρημάτων, με αυτές τις συγκεχυμένες μωρολογίες, στις οποίες λίγες αλήθειες είτε ανακατεύονται είτε πασαλείφονται με την καθαρή φαντασία. Ο Μπράντφορντ θεμελιώνει την περιγραφή του, μας λέει, στην «πιο έγκυρη πρόσβαση στις απόψεις των πρώτων ανθρώπων και των ντόπιων απογόνων τους» μέσα από «μια πιο κριτική… ανθρωπολογία» (CIB, σελ. ΙΟ). Στην πραγματικότητα, μεγάλο κομμάτι της «κριτικής ανθρωπολογίας» του εμφανιζεται να αντλεί από ιδέες που αναπτύχθηκαν στο συμπόσιο «Ανθρωπος, o Κυνηγός» (Man  the Hunter), που έλαβε χώρα τον Απρίλη του 1966 στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο.”‘ Αν και η πλειονότητα των χειρογράφων που κατατέθηκε σε αυτό το συμπόσιο είχε τεράστια αξία, ένας αριθμός από αυτά εναρμονίζονταν με την αφελή μυστικοποίηση του «πρωτόγονου» που διαδόθηκε μέσω της αντι-κουλτούρας της δεκαετίας του 1960 — κι αυτό παρατείνεται μέχρι σήμερα, Η κουλτούρα των χίπηδων, που επηρέασε αρκετούς ανθρωπολόγους της εποχής, διακήρυξε ότι οι κτήνοτρόφοι και κυνηγοί του σήμερα, καθώς είχαν προσπεραστεί από τις κοινωνικές και οικονομικές δυνάμεις που απασχολούσαν τον υπόλοιπο κόσμο, ζουν ακόμη σε ένα στάδιο που δεν έχει υποστεί φθορά ή αλλοίωση, ως απομονωμένα απομεινάρια των νεολιθικών και παλαιολιθικών τρόπων ζωής. Επιπλέον, οι κυνηγοί-κτηνοτρόφοι, οι ζωές των οποίων ήταν αξιοσημείωτα γεμάτες υγεία και ειρήνη, ζουν και τώρα σε μια ανοιχτή φυσική απλοχεριά…………..

………….Δεν είναι έτσι ακριβώς τα πράγματα! — όπως θα δούμε σύντομα.

Είναι αρκετά συνηθισμένο γι’ αυτούς που συγκινούνται για την «αρχέγονη ζωή» να τσουβαλιάζουν μαζί πολλές χιλιετίες προϊστορίας, λες και τα αρκετά διαφορετικά ανθρωποειδή και ανθρώπινα είδη ζούσαν σε ένα είδος κοινωνικής οργάνωσης. Η λέξη προϊστορία είναι βαθιά διφορούμενη……………

………...Ένα άλλο ζήτημα είναι ο βαθμός στον οποίο οι προϊστορικοί κυνηγοί ή ζωοτρόφοι στους διάφορους καιρούς ζούσαν σε μη ιεραρχικές κοινωνίες. Αν οι τάφοι στο Sungir (στη σύγχρονη Ανατολική Ευρώπη) εδώ και 25,000 χρόνια επιτρέπουν οποιαδήποτε εικασία (και δεν υπάρχουν γύρω μας παλαιολιθικοί άνθρωποι για να μας πουν για τις ζωές τους), η ασυνήθιστα πλούσια συλλογή κοσμημάτων, λογχών, ακοντίων από ελεφαντόδοντο και πολυτελούς ρουχισμού στις τοποθεσίες των τάφων δύο εφήβων μαρτυρούν την ύπαρξη οικογενειακών γραμμών με υψηλό κύρος πολύ πριν τα ανθρώπινα είδη «νοικοκυρευτούν» με την καλλιέργεια φαγητού. οι πιο πολλές κουλτούρες στην Παλαιολιθική ήταν πιθανόν υπέρμαχες της ισότητας. αλλά η ιεραρχία μοιάζει να έχει υπάρξει ακόμη και στην ύστερη Παλαιολιθική, με έντονους και διαφορετικούς τρόπους, ανάλογα με τον τύπο και την κλίμακα της κυριαρχίας, που ωστόσο δεν μπορεί να υποβαθμιστεί από τους ρητορικούς παιάνες για την παλαιολιθική ισότητα………..

…………….Υπάρχει μια συγκεκριμένη μεγαλοπρέπεια σε αυτές τις μεγαλοστομίες που τις κάνει αληθινά συναρπαστικές. Αρκετά διαφορετικές εποχές, ανθρωποειδή και/ή ανθρώπινα είδη, καθώς και οικολογικές και τεχνολογικές καταστάσεις, όλα τσουβαλιάζονται μαζί σε μια ζωή μοιρασμένη «εντός των δεσμών της φύσης». ……………

Ασφαλώς, υπάρχουν πολλά να μάθουμε από τους προεγγράμματους πολιτισμούς — τις οργανικές κοινωνίες, όπως τις αποκαλώ στην «Οικολογία της Ελευθερίας» (The Ecology of Freedom) — συγκεκριμένα, σχετικά με τη ρευστότητα αυτού που κοινώς αποδεκτά αποκαλείται «ανθρώπινη φύση». Το πνεύμα της συνεργασίας εντός της ομάδας τους και, στην καλύτερη των περιπτώσεων, η υπέρμαχη της ισότητας θεώρηση των πραγμάτων δεν είναι μόνο θαυμαστές — και κοινωνικά απαραίτητες από την άποψη του επισφαλούς κόσμου στον οποίο ζούσαν — αλλά μας προμηθεύουν και με συναρπαστικά στοιχεία για την ελαστικότητα της ανθρώπινης συμπεριφοράς σε αντίθεση με το μύθο ότι ο ανταγωνισμός και η αλαζονεία είναι έμφυτα ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Πράγματι, οι πρακτικές τους της επικαρπίας και της ανισότητας των ίσων έχουν σχέση με μια οικολογική κοινωνία.

Αλλά το ότι οι «αρχέγονοι» ή προϊστορικοί άνθρωποι «σέβονταν» τη μη ανθρώπινη φύση αποτελεί, στην καλύτερη περίπτωση, μια πλάνη και, στη χειρότερη, μια πλήρη υποκρισία. …..Και βέβαια δεν είναι δυνατόν οι μακρινοί πρόγονοί μας να είδαν τον φυσικό κόσμο με ένα τρόπο λιγότερο οργανικό απ’ ότι οι άνθρωποι στους ιστορικούς πολιτισμούς. Με το αντίστοιχο ενδιαφέρον για τα δικά τους υλικά συμφέροντα — την επιβίωσή τους και την ευεξία τους — οι προϊστορικοί άνθρωποι μοιάζουν να έχουν σκοτώσει από το κυνήγι όσα θηράματα μπορούσαν και αν, όπως όντως έκαναν, με τη φαντασία τους εποίκιζαν τον κόσμο των ζώων με ανθρωπομορφικές ιδιότητες, θα έγινε για να επικοινωνήσουν με αυτόν τον κόσμο με σκοπό να τον εκμεταλλευτούν, όχι απλά για να τον τιμήσουν.

…………..Στην πραγματικότητα, οι προϊστορικοί άνθρωποι μοιάζουν να έχουν παρέμβει στο περιβάλλον τους όσο αποφασιστικά μπορούσαν. Καθώς ο Homo erectus ή αργότερα τα ανθρώπινα είδη έμαθαν να χρησιμοποιούν τη φωτιά, για παράδειγμα, μοιάζει να την αξιοποίησαν άμεσα καίγοντας δάση, μάλλον για να προκαλέσουν πανικόβλητες ομαδικές κινήσεις των θηραμάτων προς τους γκρεμούς ή προς φυσικά διαμορφωμένους γλειστούς χώρους όπου θα μπορούσαν εύκολα να σφαχτούν. Ο «σεβασμός για τη ζωή» των προϊστορικών ανθρώπων έτσι αντιστοιχούσε σε ένα πραγματικά μεγάλο ενδιαφέρον για την αύξηση και τον έλεγχο των προμηθειών του φαγητού, όχι σε μια αγάπη για τα ζώα, τα δάση, τα βουνά (τα οποία μπορεί εξίσου καλά να τα φοβούνταν ως τα αγέρωχα σπίτια των θεοτήτων, είτε δαιμονικών είτε καλοκάγαθων………..

…………..Για τα μέλη των δικών τους ομάδων, φυλών ή φατριών (clan), οι προϊστορικοί ή ύστεροι τροφοσυλλέκτες ήταν συνηθισμένα συνεργατικοί και φιλήσυχοι• αλλά προς τα μέλη άλλων ομάδων, φυλών ή φατριών, ήταν συχνά πολεμοχαρείς, μερικές φορές ακόμη και γενοκτόνοι κατά τις προσπάθειές τους να τους αφαιρέσουν και να οικειοποιηθούν τη γη τους. Αυτός ο πιο εκστατικός από τους προγόνους των ανθρώπων (αν πιστέψουμε τους πρωτογονιστές), ο Homo erectus, έχει αφήσει πίσω του ένα παγερό αρχείο σφαγών μεταξύ ανθρώπων, σύμφωνα με τα στοιχεία που συνοψιΤονται από τον Paul Janssens.4..

………..Αν οι «επιθυμίες» των προϊστορικών ανθρώπων «ικανοποιούνταν», όπως υποθέτει ο Μπράντφορντ, ήταν ακριβώς επειδή οι υλικές συνθήκες της ζωής — και άρα οι επιθυμίες τους — ήταν πολύ απλές όντως. Αυτό θα περίμενε κανείς από οποιαδήποτε μορφή ζωής που κυρίως προσαρμόζεται παρά καινοτομεί, που συμβιβάζεται με το ήδη δοσμένο σε αυτήν περιβάλλον παρά το μετατρέπει για να κάνει αυτό το περιβάλλον να συμβιβαστεί με τις βουλήσεις της. Ασφαλώς, οι πρώιμοι άνθρωποι είχαν μια θαυμάσια κατανόηση του περιβάλλοντός τους μέσα στο οποίο ζούσαν• ήταν, εν τέλει, πολύ έξυπνα και δημιουργικά όντα. Ωστόσο, η «εκστατική» τους κουλτούρα ήταν αναπόφευκτα γεμάτη όχι μόνο από τη χαρά και «το τραγούδι… τη γιορτή… το όνειρο» αλλά και από την προκατάληψη και τους εύκολα «χειραγωγήσιμους» φόβους.

Ούτε οι μακρινοί πρόγονοί μας, ούτε οι υπάρχοντες ιθαγενείς θα μπορούσαν να επιβιώσουν αν κρατούσαν τις «μαγευτικές» ιδέες της Disneyland που τους καταλογίστηκαν από τους σύγχρονους πρωτογονιστές, Βέβαια, οι Ευρωπαίοι δεν πρόσφεραν στους ιθαγενείς κάποια εκπληκτική κοινωνική βοήθεια. Ακριβώς το αντίθετο: οι ιμπεριαλιστές υπέταξαν τους ντόπιους ανθρώπους οτη σκληρή εκμετάλλευση, την ολοκληραπική γενοκτονία, τη δίχως όνειδος λεηλασία και τις αρρώστιες εναντίον των οποίων δεν είχαν ανοσία. Κανένα ανιμιστικό ξόρκι δεν μπόρεσε και ούτε μπορούσε να εμποδίσει αυτό το μακελειό, όπως την τραγωδία του Wounded Knee το 1890, όταν ο μύθος για τα πουκάμισα των φαντασμάτων που είναι άτρωτα στις σφαίρες τόσο επώδυνα διαψεύδεται.

Αυτό που είναι καίριας σημασίας είναι ότι η ανάδρομη πορεία προς τον πρωτογονισμό ανάμεσα στους lifestyle αναρχικούς αρνείται τις πιο εξέχουσες συνεισφορές της ανθρωπότητας ως είδους και τις δυνητικά χειραφετικές πλευρές του ευρω•αμερικάνικου πολιτισμού. Οι άνθρωποι είναι εξαιρετικά διαφορετικοί από τα άλλα ζώα στο ότι κάνουν περισσότερα από το να προσαρμόζονται απλά στο γύρω κόσμο τους- καινοτομούν και δημιουργούν ένα νέο κόσμο, όχι μόνο για να ανακαλύψουν τις δικές τους δυνάμεις ως ανθρώπινα όντα αλλά και για να κάνουν τον κόσμο γύρω τους πιο βολικό για την ανάπτυξή τους, και ως άτομα και ως είδος. Αυτή η δεξιότητα στρεβλώνεται από τη σύγχρονη ανορθολογική κοινωνία• η ικανότητα του να αλλάζεις τον κόσμο αποτελεί ένα φυσικό χάρισμα, το προϊόν της ανθρώπινης βιολογικής εξέλιξης — όχι απλά ένα προϊόν τεχνολογίας, ορθολογικότητας και πολιτισμού, Το ότι οι άνθρωποι που αποκαλούν τους εαυτούς τους αναρχικούς θα έπρεπε να υιοθετήσουν έναν πρωτογονισμό που προσεγγίζει το ανιμαλιστικό, με το ανεπαρκώς συγκεκαλυμμένο μήνυμα της προσαρμοστικότητάς του και της παθητικότητάς του, σπιλώνει από μόνο του αιώνες επαναστατικής σκέψης, ιδανικών και πρακτικής και, στην πραγματικότητα, δυσφημεί τις αξιομνημόνευτες προσπάθειες της ανθρωπότητας να ελευθερωθεί από τις στενές αντιλήψεις, το μυστικισμό και τις προκαταλήψεις και να αλλάξει τον κόσμο.

Για τους lifestyle αναρχικούς, συγκεκριμένα του αντι-πολιτισμικού και πρωτογονιστικού είδους, η ιστορία η ίδια αποτελεί μια μονολιθική υποβάθμιση που καταβροχθίζει όλες τις διαφορές, τις παρεμβάσεις, τις φάσεις της ανάπτυξης και τις κοινωνικές ιδιαιτερότητες. Ο καπιταλισμός και οι αντιφάσεις του περιορίζονται στα επιφαινόμενα ενός πολιτισμού που καταπίνει τα πάντα και τις τεχνολογικές του «αναγκαιότητες» που τους λείπει η λεπτότητα και η διαφορετικότητα. Η ιστορία, μέχρι τώρα καθώς την συλλαμβάνουμε ως το ξεδίπλωμα του ορθολογικού συστατικού της ανθρωπότητας — αναπτύσσει τη δυνητικότητα για την ελευθερία, την αυτο-συνείδηση και τη συνεργασία — αποτελεί μια σύνθετη περιγραφή της κορύφωσης των ανθρώπινων αισθαντικοτήτων, θεσμών, διανόησης και ‘ιη’ώσης, ή αυτό που κάποτε ονόμασα «η εκπαίδευση της ανθρωπότητας». Για να αντιμετωπίσουμε την ιστορία ως μια σταθερή «Πτώση» από μια ανιμαλιστική «αυθεντικότητα», όπως οι Zerzan, Μπράντφορντ και οι σύντροφοί τους κάνουν σε διάφορους βαθμούς εντός μιας μόδας πολύ παρόμοιας με αυτή του Martin Heidegger, σημαίνει να αγνοήσουμε τα διαστελλόμενα ιδανικά της ελευθερίας, της ατομικότητας και της αυτοσυνείδησης που έχουν σημαδέψει τις εποχές της ανθρώπινης ανάπτυξης — για να μη μιλήσουμε για τη διευρυνόμενη κλίμακα των επαναστατικών αγώνων που έγιναν για να πετύχουν αυτούς τους σκοπούς

Ο αντι-πολιτισμικός lifestyle αναρχισμός είναι απλά μια πλευρά της κοινωνικής οπισθοδρόμησης που σημαδεύει τις δεκαετίες που κλείνουν τον 20ό αιώνα. Καθώς ο καπιταλισμός απειλεί να ξεμπερδέψει με τη φυσική ιστορία με το να τη φέρει πίσω σε μια απλούστερη, λιγότερο διαφοροποιημένη ζωολογική και γεωλογική εποχή, έτσι και o αντι-πολιτισμικός lifestyle αναρχισμός είναι συμβατός με τον καπιταλισμό προσπαθώντας να φέρει το ανθρώπινο πνεύμα και την ιστορία του πίσω σε έναν λιγότερο ανεπτυγμένο, λιγότερο καθορισμένο, λιγότερο «προ-πτωτικό» κόσμο — την υποτιθέμενη «αθώα» προ-τεχνολογική και προ-πολιτισμική κοινωνία που προ-υπήρξε από τότε που η ανθρωπότητα «εξέπεσε της χάριτος». Όπως και οι Λωτοφάγοι στην Οδύσσεια του Ομηρου, οι άνθρωποι είναι «αυθεντικοί» όταν ζουν σε ένα αιώνιο παρόν, χωρίς παρελθόν ή μέλλον — χωρίς να τους απασχολεί η μνήμη ή η νοερή σύλληψη, ελεύθεροι από παράδοση και χωρίς το μέλημα του «δέοντος».

………..Σήμερα, το να ψευτο-ανακατεύεσαι στον πρωτογονισμό είναι ακριβώς το προνόμιο των πλούσιων κατοίκων του άστεως που μπορούν να ξοδέψουν το χρόνο τους για να παίζουν με φαντασίες που αρνούνται όχι μόνο την πείνα γαι τη φτώχεια, τους «νομάδες» οι οποίοι από ανάγκη κατοικούν στους δρόμους του άστεως, αλλά και τους ξεθεωμένους εργαζόμενους. Οι σύγχρονες εργαζόμενες γυναίκες με παιδιά δύσκολα θα έκαναν χωρίς την ανακούφιση, αν και ελάχιστη, που τους προσφέρει το πλυντήριο στις καθημερινές τους οικιακές εργασίες — πριν να πάνε να δουλέψουν για να κερδίσουν αυτό που συχνά είναι το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματος των νοικοκυριών τους. ………Η αποκήρυξη μιας προηγμένης τεχνολογίας ενώ τη χρησιμοποιείς για να παράγεις αντι-τεχνολογική φιλολογία δεν είναι μόνο υποκριτική, όμως, αλλά έχει και φαρισαϊκές διαστάσεις: Τέτοιο «μίσος»……… μοιάζει πιο πολύ σαν το ρέψιμο των προνομιούχων, οι οποίοι, αφού έχουν χορτάσει οι ίδιοι με τις λιχουδιές τους, εξυμνούν τις αρετές της φτώχειας κατά τη διάρκεια των κυριακάτικων τους προσευχών.

…………..Στο τέλος, το ατομικό εγώ γίνεται ο ανώτατος ναός της πραγματικότητας, αποκλείοντας την ιστορία και το «προσήκον», τη δημοκρατία και την ευθύνη. Στην πραγματικότητα, η βιωμένη επαφή με την κοινωνία ως τέτοια καθίσταται ισχνή από ένα ναρκισσισμό που αγκαλιάζει όλο και περισσότερα πράγματα, που υφίσταται μαρασμό στη συναναστροφή του με ένα νηπιακό εγώ, που σημαίνει μόνο κάτι παραπάνω από ένα μάτσο ισχυρισμών, απαιτήσεων και ξεφωνητών για τη δική του ικανοποίηση. Ο πολιτισμός απλά εμποδιζει την εκστατική αυτοπραγμάτωση των επιθυμιών του εγώ, πραγματοποιημένης ως μιας απόλυτης πραγμάτωσης της χειραφέτησης, και αυτό γιατί η έκσταση και η επιθυμία δεν ήταν προϊόντα κορύφωσης και ιστορικής ανάπτυξης, αλλά απλά έμφυτα ένστικτα που εμφανιΤονται από το μηδέν σε έναν απο-κοινωνικοποιημένο κόσμο.

Όπως το μικροαστικό στιρνερικό Εγώ, ο lifestyle αναρχισμός του πρωτογονισμού δε χωρά τους κοινωνικούς θεσμούς, τις πολιτικές οργανώσεις και τα ριζοσπαστικά προγράμματα, ακόμη λιγότερο μια δημόσια σφαίρα, την οποία όλοι οι συγγραφείς, που εξετάσαμε, ταυτίζουν με το Κράτος. Το σποραδικό, το α-συστηματικό, το μη συνεκτικό, το α-συνεχές και η διαισθητική παραμεριΤουν το συνεπές, το έχον σκοπό, το οργανωμένο και ορθολογικό, πράγματι κάθε μορφή δραστηριότητας που εστιάζει και εμμένει σε ένα σκοπό, εκτός βέβαια από το να βγάζεις ένα περιοδικό ή μια φυλλάδα — ή να καις ένα σκουπιδοτενεκέ. Η φαντασία αντιπαρατίθεται με τη λογική και η επιθυμία με τη θεωρητική συνοχή, λες και αυτά τα δύο βρίσκονται σε ριζική αντίφαση μεταξύ τους. Η προειδοποίηση του Γκόγια ότι η φαντασία χωρίς τη λογική γεννάει τέρατα διαστρεβλώνεται για να αφήσει την εντύπωση ότι η φαντασία θάλλει σε μια μη διαμεσολαβημένη εμπειρία με μια χωρίς λεπτότητα «μοναδικότητα». Έτσι η κοινωνική φύση στην ουσία χάνεται μέσα στη βιολογική φύση- η καινοτόμος ανθρωπότητα μέσα στην προσαρμοστική ζωικότητα• το εγκόσμιο μέσα στην προ-πολιτισμική αιωνιότητα• η ιστορία μέσα σε μια αρχαϊκή κυκλικότητα.

Μια αστική πραγματικότητα, της οποίας η οικονομική σκληρότητα γίνεται όλο πιο τραχιά και έντονη κάθε μέρα που περνάει, μεταλλάσσεται επιδέξια από τον lifestyle αναρχισμό στους αστερισμούς της αυτο-ικανοποίησης, του αδιαμόρφωτου, της απειθαρχίας και της μη συνοχής.

……….Αυτό που είναι το πιο προβληματικό με τις αυτο-ικανοποιητικές αισθητικές ιδιοτροπίες του lifestyle αναρχισμού είναι ότι διαβρώνουν σημαντικά τη σοσιαλιστική καρδιά μιας αριστερής ελευθεριακής ιδεολογίας που κάποτε μπορούσε να απαιτήσει μια κοινωνική συνάφεια και ένα βαθμό κοινωνικής βαρύτητας, ακριβώς λόγω της ασυμβίβαστης στράτευσής της στη χειραφέτηση — όχι εκτός της ιστορίας, στη σφαίρα του υποκειμενικού, αλλά μέσα στην ιστορία, στη σφαίρα του αντικειμενικού. …………Όπου ο κοινωνικός αναρχισμός καλεί το λαό για επανάσταση και γυρεύει την ανακατασκευή της κοινωνίας, οι εξοργισμένοι μικροαστοί που στελεχώνουν τον κόσμο της υποκουλτούρας του lifestyle αναρχισμού καλούν για περιστασιακές εξεγέρσεις και την ικανοποίηση των «επιθυμητικών τους μηχανών», για να χρησιμοποιήσουμε τη φρασεολογία των Ντελέζ και Γκουαταρί.

Η σταθερή υποχώρηση από την κοινωνική στράτευση του κλασικού αναρχισμού στον κοινωνικό αγώνα (χωρίς τον οποίο η αυτό-πραγμάτωση και η εκπλήρωση της επιθυμίας σε όλες της τις διαστάσεις, όχι απλά τις ενστικτώδεις, δεν μπορούν να πραγματωθούν) συνοδεύεται αναπόφευκτα από μια καταστροφική μυστικοποίηση της εμπειρίας και της πραγματικότητας. Το εγώ, που αναγνωρίζεται σχεδόν φετιχιστικά ως ο τόπος της χειραφέτησης, καταντά ταυτοτικό με το «ηγεμονικό άτομο» του laissez-faire ατομικισμού. Απομακρυσμένο από τις κοινωνικές του καταβολές, πετυχαίνει όχι την αυτονομία αλλά την ετερόνομη «εαυτότητα» της μικροαστικής επιχείρησης.

Πράγματι, μακριά από το να είναι ελεύθερο, το εγώ στην ηγεμονική του εαυτότητα είναι δεμένο χειροπόδαρα στους φαινομενικά ανώνυμους νόμους της οικονομίας της αγοράς — τους νόμους του ανταγωνισμού και της εκμετάλλευσης — οι οποίοι αποδίδουν το μύθο της ατομικής ελευθερίας σε ένα ακόμη φετίχ αποκρύβοντας τους άτεγκτους νόμους της καπιταλιστικής συσσώρευσης.

Ο lifestyle αναρχισμός, στην ουσία, αποδεικνύεται μια επιπρόσθετη μυστικοποιητική αστική απάτη. οι ακόλουθοί του είναι πιο «αυτόνομοι» από τις κινήσεις της αγοράς, από τις διακυμάνσεις των τιμών και τα άχαρα γεγονότα του αστικού εμπορίου. Όλες οι απαιτήσεις για την αυτονομία ανεξαιρέτως αυτός ο «επαναστάτης» της μεσαίας τάξης, με ή χωρίς ένα τούβλο στο χέρι – παραμένουν ολοκληρωτικά φυλακισμένες στις υπόγειες δυνάμεις της αγοράς που καταλαμβάνει όλα τα υποτιθέμενα «ελεύθερα» πεδία της σύγχρονης κοινωνικής ζωής, από τις κοοπερατίβες για το φαγητό μέχρι τις αγροτικές κομμούνες.

……….Αυτός ο lifestyle αναρχισμός που είναι από μόνος του μια ναρκωμένη αυταπάτη μπορεί καλύτερα να ιδωθεί στο «Ο μοναδικός και το Δικό του» (The Ego and His Own) του Μαξ Στίρνερ, όπου το αίτημα του εγώ για «μοναδικότητα» στο ναό του πανίερου «εαυτού» κατατάσσεται πολύ ψηλότερα από τις φιλελεύθερες ευσέβειες του Τζον Στιούαρτ Μιλ. ……….απεκδυόμενος την ιστορία, την κοινωνία και την πραγματιστική αντίληψη, εκτός από τις δικές του «μεταφορές», ο lifestyle αναρχισμός ζει σε έναν α-κοινωνικό χώρο μέσα στον οποίο το εγώ, με τις απόκρυφες του επιθυμίες, πρέπει να εξατμιστεί εντός λογικών αφαιρέσεων.

………….ένας αναρχισμός που γυρεύει να αποφύγει τους καραδοκούντες κινδύνους του καθαρού σολιψισμού, από τη μια μεριά, και της απώλειας του εαυτού ως μιας απλής «ερμηνείας», από την άλλη, πρέπει νοι γίνει ξεκάθαρα σοσιαλιστικός ή κολεκτιβιστικός. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχει ένας κοινωνικός αναρχισμός που γυρεύει την ελευθερία μέσω δομών και αμοιβαίων ευθυνών, όχι μέσω ενός ατμώδους, νομαδικού εγώ που αποφεύγει τις προϋποθέσεις της κοινωνικής ζωής.

Δηλώνοντάς το ωμά: Ανάμεσα στο σοσιαλιστικό περιβάλλον του αναρχο-συνδικαλισμού και του αναρχο-κομμουνισμού (οι οποίοι ποτέ δεν αρνήθηκαν τη σημασία της αυτό-πραγμάτωσης και της εκπλήρωσης της επιθυμίας) και στο βασικά φιλελεύθερο, ατομικιστικό περιβάλλον του lifestyle αναρχισμού (το οποίο καλλιεργεί την κοινωνική ανεπάρκεια, αν όχι την κοινωνική άρνηση), εκεί εκβάλλει ένας διαχωρισμός που δεν μπορεί να γεφυρωθεί εκτός αν παραβλέψουμε εντελώς τους προφανώς διαφορετικούς σκοπούς, τις μεθόδους και την υποβόσκουσα φιλοσοφία που τα διακρίνει………….

Η ίδια η δυσαρμονία αυτών των ουσιωδώς συγκεχυμένων μηνυμάτων, που υπάρχει σε κάθε σελίδα των lifestyle περιοδικών αντανακλά την πυρετώδη φωνή των αμήχανων μικροαστών. Αν ο αναρχισμός χάνει το σοσιαλιστικό του πυρήνα και τον κολεκτιβιστικό του σκοπό, αν παρασυρθεί στον αισθητικισμό, την έκσταση και την επιθυμία, και, δίχως καμιά αρμονία, στον ταοϊστικό αναχωρητισμό και τη βουδιστική αυτό-εξάλειψη για να αντικαταστήσει ένα ελευθεριακό πρόγραμμα, μια αντίστοιχη πολιτική και μια αντίστοιχη οργάνωση, θα φτάσει να αναπαριστά όχι την κοινωνική αναγέννηση και ένα επαναστατικό όραμα αλλά την κοινωνική παρακμή και μια οξύθυμη εγωιστική εξέγερση. Ακόμη χειρότερα, θα θρέψει το κύμα του μυστικισμού που ήδη σαρώνει σε μεγάλο βαθμό τα μέλη της σημερινής γενιάς στην εφηβική και μετεφηβική τους ηλικία. Η «εξύψωση» της έκστασης από τον lifestyle αναρχισμό, σίγουρα αξιέπαινη εντός ενός ριζοσπαστικού κοινωνικού πλαισίου αλλά εδώ προκλητικά συμμεμειγμένη με τη «μαγεία», παράγει μια ονειρώδη αφομοίωση με τα πνεύματα, τα φαντάσματα και τα Γιουνγκιανά αρχέτυπα παρά μια ορθολογική και διαλεκτική επίγνωση του κόσμου.

………….Ετσι, μια ευρέως διαδεδομένη πολιτισμική παρακμή έχει ακολουθήσει τον εκφυλισμό της Νέας Αριστεράς της δεκαετίας του 60′ στο μεταμοντερνισμό και της αντι-κουλτούρας στον New Age πνευματισμό. Για τους άτολμους lifestyle αναρχικούς, η αισθητική των Αποκριών και τα εμπρηστικά άρθρα παρέχουν μια ελπίδα καθώς και μια κατανόηση της πραγματικότητας που σταθερά απομακρύνεται από αυτούς. Σε ένα δίλημμα ανάμεσα στα θέλγητρα της «πολιτιστικής τρομοκρατίας» και στις βουδιστικές θρησκευτικές κοινότητες, οι lifestyle αναρχικοί βρίσκουν στην πραγματικότητα τον εαυτό τους σε μια διασταύρωση πυρών ανάμεσα στους βάρβαρους στην κορυφή της κοινωνίας στη Wall Street και το City, και αυτούς στον πάτο, στα θλιβερά αστικά γκέτο της Ευρω-Αμερικής. Φευ, η σύγκρουση μέσα στην οποία βρίσκουν τον εαυτό τους, για όλους τους ύμνους για τους λούμπεν τρόπους ζωής τους (στους οποίους οι εταιρικοί βάρβαροι πλέον δεν είναι  ξένοι αυτές τις μέρες) δεν έχει να κάνει τόσο με την ανάγκη να δημιουργήσουν μια ελεύθερη κοινωνία περισσότερο απ’ ότι ένα βάναυσο πόλεμο σε σχέση με το ποιος θα γευτεί τα διαθέσιμα λάφυρα από την πώληση ναρκωτικών, ανθρώπινων σωμάτων, υπέρογκων δανείων — και αφήστε μας να μην ξεχάσουμε τα ομόλογα και τις διεθνείς ισοτιμίες.

Μια επιστροφή στην απλή ζωικότητα — ή μήπως θα έπρεπε να το ονομάσουμε «αντι-πολιτισμό» — είναι μια επιστροφή όχι στην ελευθερία αλλά στο ένστικτο, στην περιοχή της «αυθεντικότητας» που καθοδηγείται πιο πολύ από τα γονίδια παρά από το μυαλό. Τίποτα δε θα μπορούσε να πάει παραπέρα από τα ιδανικά της ελευθερίας που έχουν αναλυθεί στις πιο πλατιές τους μορφές από τις μεγάλες επαναστάσεις του παρελθόντος, Και τίποτα δε θα μπορούσε να είναι πιο άκαμπτο στην καθαρή του υπακοή στις βιοχημικές αναγκαιότητες όπως το DNA ή σε μεγαλύτερη αντίθεση με τη δημιουργικότητα, την ηθική και την αμοιβαιότητα που έχουν διανοιχτεί από την κουλτούρα και τους αγώνες για έναν ορθολογικό πολιτισμό. Δεν υπάρχει ελευθερία στην «αγριότητα» αν, με μια καθαρή κατάσταση αγριότητας, εννοούμε τις επιταγές των εγγενών προτύπων συμπεριφοράς που διαμορφώνουν την απλή ζωικότητα. Η αναγνώριση του επιβλαβούς πολιτισμού δίχως την αντίστοιχη αναγνώριση των δυνατοτήτων του για αυτοσυνείδητη ελευθερία — μια ελευθερία που προέρχεται από το λόγο καθώς και από το συναίσθημα, από τη διορατικότητα καθώς και την επιθυμία, από την πρόζα καθώς και από την ποίηση — σημαίνει να υποχωρείς πίσω στο σκιώδη κόσμο της βαναυσότητας, όταν η σκέψη ήταν αμυδρή και η απόκτηση ενός διανοητικού χαρακτήρα ήταν απλά μια εξελικτική υπόσχεση.

……………Η εικόνα μου για τον lifestyle αναρχισμό είναι πέρα για πέρα ολοκληρωμένη• η περσοναλιστική ώθηση αυτής της ιδεολογικής του υπόστασης του επιτρέπει να μπαίνει σε πολλών ειδών καλούπια με την προϋπόθεση ότι λέξεις όπως φαντασία, ιερό, διαισθητικό, έκσταση και αρχέγονο εξωραΐζουν την επιφάνειά του.

Ο Κοινωνικός Αναρχισμός, κατά την οπτική μου, είναι φτιαγμένος από θεμελιωδώς διαφορετικά υλικά, την πίστη στην παράδοση του Διαφωτισμού, με τον αντίστοιχο σεβασμό στο ότι αυτή η παράδοση έμεινε ανολοκλήρωτη και έχει κάποια όρια. Εξαρτώμενος από το πώς θα προσδιορίσει το λόγο, ο κοινωνικός αναρχισμός υμνεί τον ανθρώπινο νου που στοχάζεται χωρίς να αρνείται με οποιοδήποτε τρόπο το πάθος, την έκσταση, τη φαντασία, το παιχνίδι και την τέχνη. Ωστόσο, αντί να τα πραγματοποιήσει κατατάσσοντάς τα σε ασαφείς κατηγορίες, προσπαθεί να τα ενσωματώσει στην καθημερινή ζωή. Είναι ολόψυχα αφοσιωμένος στην ορθολογικότητα ενώ αντιτίθεται στον εξορθολογισμό της εμπειρίας • ταγμένος με την τεχνολογία, ενώ αντι-τίθεται στη «μεγα-μηχανή»• ταγμένος με την κοινωνική θέσμιση, ενώ αντιτίθεται στην ταξική κυριαρχία και ιεραρχία’ αφοσιωμένος σε μια αυθεντική πολιτική βασισμένη στο συνομοσπονδιακό συντονισμό των κοινοτήτων ή των κομμούνων από τους ανθρώπους σε άμεση πρόσωπο-με-πρόσωπο δημοκρατία, ενώ αντιτίθεται στον κοινοβουλευτισμό και το κράτος.

………..Αν ένα αριστερό-ελευθεριακό όραμα μιας μελλοντικής κοινωνίας δεν εξαφανιστεί σε έναν μποέμικο και λούμπεν ημικόσμο, πρέπει να προσφέρει μια λύση στα κοινωνικά προβλήματα, όχι να περνά φευγαλέα και αλαζονικά από σύνθημα σε σύνθημα, οχυρώνοντας τον εαυτό του από την ορθολογικότητα με κακή ποίηση και φανταχτερή αισθητική. Η δημοκρατία δεν είναι αντιθετική στον αναρχισμό, ούτε είναι η κυριαρχία της πλειοψηφίας και οι μη ομόφωνες αποφάσεις ασύμβατες με μια ελευθεριακή κοινωνία.

Το ότι καμιά κοινωνία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς θεσμικές δομές είναι σαφώς ξεκάθαρο στον καθένα που δεν έχει αποβλακωθεί από τον Στίρνερ και εκίνους του σιναφιού του. Με το να αρνείται τους θεσμούς και τη δημοκρατία, ο lifestyle αναρχισμός απομονώνει τον εαυτό του από την κοινωνική πραγματικότητα, έτσι ώστε να μπορεί να αφρίζει με όλο και περισσότερο μάταιη οργή, παραμένοντας έτσι ένα τέχνασμα της υποκουλτούρας για την εύπιστη νεολαία και τους βαριεστημένους καταναλωτές των μαύρων ρούχων και των αφισών της έκστασης.

Το να διαφωνήσεις ότι δημοκρατία και αναρχισμός είναι ασύμβατοι επειδή οποιοδήποτε εμπόδιο στις επιθυμίες ακόμη και «της μειοψηφίας του ενός» συνιστά παραβίαση της ατομικής  αυτονομίας σημαίνει να προωθείς όχι μια ελεύθερη κοινωνία αλλά τη «συλλογή των ατόμων» της Brown — με λίγα λόγια, μια αγέλη. Με αυτό τον τρόπο η «φαντασία» δε θα έρθει στην «εξουσία». Η εξουσία, που πάντοτε υπάρχει, θα ανήκει είτε στο «συλλογικό» σε μια πρόσωπο-με-πρόσωπο και ξεκάθαρα θεσμισμένη δημοκρατία, είτε στα εγώ λίγων ολιγαρχικών που θα παράγουν την «τυραννία της απουσίας δομών»……….Κατά την απουσία της ηθικής του, αυτός ο ελιτισμός εύκολα παραχωρεί τον εαυτό του στην ανελευθερία των «μαζών» με το να τις τοποθετεί, σε τελική ανάλυση, στην κηδεμονία των «μοναδικών», μια λογική που μπορεί να αναγνωριστεί και ως o χαρακτηριστικός ηγεμονισμός της φασιστικής ιδεολογίας.”

……….Εν συντομία, ο κοινωνικός αναρχισμός πρέπει να κάνει αποφασιστικά διακριτές τις διαφορές του με τον lifestyle αναρχισμό. Αν ένα κοινωνικό αναρχικό κίνημα δεν μπορεί να μεταφράσει τις τέσσερις πίστεις του τον κοινοτικό συνδημοκρατία και εν τέλει τον ελευθεριακό κομμουνισμό — σε μια ζωντανή πρακτική μέσα σε μια νέα δημόσια σφαίρα• αν αυτές οι δοξασίες φθίνουν όπως οι μνήμες τους των παρελθόντων αγώνων σε τελετουργικές διακηρύξεις και συναντήσεις ακόμη χειρότερα, αν υπονομευτούν από τη Βιομηχανία της «ελευθεριακής» Έκστασης και από τους αναχωρητικούς ασιατικούς θεϊσμούς, τότε ο επαναστατικός, σοσιαλιστικός του πυρήνας θα πρέπει να αποκατασταθεί με ένα καινούργιο όνομα………Τουλάχιστον, ο κοινωνικός αναρχισμός είναι ριζικά αντίθετος με τον αναρχισμό που επικεντρώνει στον τρόπο ζωής (lifestyle), τους νεο-καταστασιακούς παιάνες στην έκσταση και τον ηγεμονισμό του πάντοτε μαραμένου μικρο-αστικού εγώ. Οι δύο τους διαφέρουν εντελώς στις αρχές των διακηρύξεών τους — σοσιαλισμός ή ατομικισμός. Ανάμεσα σε ένα στρατευμένο επαναστατικό σώμα ιδεών και πρακτικής, από τη μια μεριά, και έναν περιπλανώμενο βαθύ πόθο για ιδιωτική έκσταση και αυτο-πραγμάτωση από την άλλη, δεν μπορεί να υπάρχει κοινότητα. Η απλή αντίθεση στο Κράτος μπορεί να ενώσει εξίσου καλά και τους λούμπεν φασίστες με τους στιρνερικούς λούμπεν, ένα φαινόμενο που έχει το ιστορικό του προηγούμενο.

1η Ιουνίου, 1995

Σημειώσεις του μεταφραστή:

* (α) (Σ.τ.Μ.): Για τη μετάφραση του personalistic επιλέγω το ελληνοποιημένο «περσοναλιστικός». Σημαίνει την προσήλωση στα της προσωπικής αξιοπρέπειας, της ενασχόλησης με τον εαυτό κτλ σε σημείο που να αποτελεί μια ατομική πολιτική.

*(β)( Σ.τ.Μ.): Τα affinity group ή grupos de affinidad μπορούν να μεταφραστούν ως «ομάδες συγγένειας»… Όμως προς αποφυγήν συγχύσεων το αφήνω ως έχει. Αυτές οι ομάδες ιδρύθηκαν από την ισπανική FAI (Ιβηρική Αναρχική Ομοσπονδία). Αποτελούν ένα τύπο οργάνωσης που από τη μια διατηρεί το πολιτικό του πρόταγμα και από την άλλη ιδρύει. ένα βαθμό «οικογενειακής» συγγένειας. Οι ομάδες ήταν μικρές, αυτόνομες, κοινοβιακές και αμεσοδημοκρατικές. «Συνδυάζει την επαναστατική θεωρία με τον επαναστατικό  τρόπο ζωής στην καθημερινή της συμπεριφορά. Δημιουργεί έναν ελεύθερο χώρο στον οποίο οι επαναστάτες μπορούν να ξαναφτιάξουν τους εαυτούς τους ατομικά και επίσης ως κοινωνικά όντα» (Άκου Μαρξιστή! Murray Bookchin, στα ελληνικά από τη Διεθνή Βιβλιοθήκη και σε μετάφραση του Ομιλου Βανδάλων Θεσσαλονίκης).

* (γ)Living Theater: πολιτική-καλλιτεχνική ομάδα θεατρικών χάπενινγκ που δημιουργήθηκε, μετά το B’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πιο πολύ πλέον υπάρχει ιος κοινότητα θεατρικών ομάδαιν που παιζουν με μια συγκεκριμένη τεχνοτροπία παρά ως μία ομάδα. Το Living Theater αναβίωσε κατά το ‘6() και το ‘7() με τα κινήματα αντι-κουλτούρας στις ΗΠΑ αλλά και στην Ευρώπη. Ο πιο γνωστός θιασώτης τσυ ήταν ο ‘Τζούλιαν Μπεκ.

*(δ) (Σ.τ.Μ.): Αναφορά στο, πολυσυζητημένο στη δεκαετία του ’70 δοκίμιο, «Η Τυραννία της Απουσίας Δομών» της ριζοσπάστριας φεμινίστριας .lo F’recman. Στα ελληνικά από την κολεκτίβα ΛΙλη (εκδόσεις scorched earth, μτφ Ηλίας

*(στ)(Σ.τ.Μ.): Ομάδα μικρο-πολιτικού ακτιβισμού κατά την εμφάνισης της Νέας Αριστεράς στις ΗΠΑ. Το όνομά της προήλθε από την αντίστοιχη φράση των μπάτσων κατά τις εξακριβώσεις ή τις έρευνες. Συγκεκριμένα, δημιουργήθηκε το 1968 στη Νέα Υόρκη από παρακλάδι της ρεφορμιστικής και έπειτα σταλινικής φοιτητικής οργάνωσης του SDS (Students for a Democratic Society). Προέκριναν τη δράση μέσα από Affinity groups, ολιγομελή και βίαια, ώστε να σκορπούν το… φόβο στους αμερικάνους αστούς και να μην μπορούν να εισχωρήσουν οι μπάτσοι εντός τους.

Σημειώσεις

  1. Katinka Matson, «Preface» The Psychology Today Omnibook of Personal Development (Νέα Υόρκη: William Morrow & Co., 1977), n.p.
  2. Michel Foucault, The Histopy of Sexuality, τόμος 1 , μτφρ Robert Hurley Υόρκη: Vintage Books, 1990), σελ. 95-96. Παραδεισένια θα είναι η μέρα που κάποιος θα μπορεί να βγάλει κατευθείαν συμπεράσματα από τον Φουκό, οι ερμηνείες των σπόψεων του οποίου είναι αντιφατικές. (Στα ελληνικά  Η Ιστορία της Σεξουαλικότητας, εκδόσεις Ράππα)
  3. Paul A. Janssens, Paleopathology: Diseases and Injuries of Prehistoric Man (Aovö[vo: John Baker. 1970).

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *