Pablo Neruda: Ο λαός

 

Pablo Neruda: Ο λαός

 

 

Τον θυμάμαι καλά αυτόν τον άνθρωπο, κι έχουν περάσει τουλάχιστο δυο αιώνες

από τότε που τον είδα τελευταία φορά·

δεν ταξίδευε ούτε με άλογο ούτε με άμαξα

πάντα με τα πόδια

αναιρούσε

τις αποστάσεις,

δεν κουβαλούσε ούτε σπαθί ούτε όπλο

αλλά δίχτυα στους ώμους,

τσεκούρι ή σφυρί ή τσάπα·

δεν πολέμησε ποτέ με άλλον της δικής του φάρας —

ο αγώνας του ήταν με το νερό ή με τη γη,

με το σιτάρι, για να γίνει ψωμί,

με το ψηλό δέντρο, για να προσφέρει ξύλο,

με τους τοίχους, για να ανοίξουν πόρτες μέσα τους,

με την άμμο, για να φτιαχτούν τοίχοι,

και με τη θάλασσα, για να δώσει καρπό.

 

Τον ήξερα και με στοιχειώνει πάντα.

 

Οι άμαξες έγιναν κομμάτια

ο πόλεμος κατέστρεψε πόρτες και τοίχους,

η πόλη ήταν μια χούφτα στάχτες,

και όλα τα φορέματα γινήκαν σκόνη

και για μένα επιμένει,

επιβιώνει στην άμμο,

όταν πριν τα πάντα έμοιαζαν

να αντέχουν εκτός απ΄αυτόν.

 

Στο πήγαινε και το έλα οικογενειών,

μερικές φορές ήταν ο πατέρας μου, ή συγγενής μου,

ή σχεδόν ήταν, ή αν όχι, ίσως

ήταν ο άλλος που δεν επέστρεφε ποτέ στο σπίτι

γιατί τον κατάπινε το νερό ή η γη,

τον σκότωνε μια μηχανή ή ένα δέντρο

ή ήταν ο μαραγκός στην κηδεία

που περπάταγε πίσω απ’ το φέρετρο, με μάτια στεγνά,

κάποιος που ποτέ δεν είχε όνομα,

εξόν όπως έχουν το ξύλο και το μέταλο ονόματα,

και τον οποίο οι άλλοι κοίταγαν από ψηλά,

χωρίς να βλέπουν το μυρμήγκι,

μόνο τη μυρμηγκοφωλιά·

έτσι ώστε όταν τα πόδια του σταμάταγαν να κινούνται,

γιατί, φτωχός και κουρασμένος, είχε πεθάνει,

δεν έβλεπαν ποτέ αυτό που δεν συνήθισαν να βλέπουν–

ήδη άλλα πόδια περπάταγαν στο κατόπι του.

 

Τα άλλα πόδια ήταν πάλι αυτός,

και τα άλλα χέρια το ίδιο.

Ο άνθρωπος επέμενε.

Όταν έμοιαζε πως είχε εξαντληθεί,

ήταν πάλι ο ίδιος άνθρωπος·

να τον πάλι, να σκάβει το χώμα,

να κόβει ύφασμα, αλλά χωρίς πουκάμισο ο ίδιος,

ήταν εκεί και δεν ήταν, όπως πριν,

είχε φύγει και είχε αντικαταστήσει τον εαυτό του·

και επειδή ποτέ του δεν είχε νεκροταφείο

ή τάφο, ή το όνομά του χαραγμένο

στην πέτρα που ίδρωσε να κόψει,

κανείς δεν ήξερε ποτέ ότι ήρθε

και κανείς δεν ήξερε όταν πέθαινε

κι έτσι μόνο όταν μπορούσε ο φτωχός

επέστρεφε στη ζωή απαρατήρητος.

 

Ήταν ο άνθρωπος, στα σίγουρα, χωρίς κληρονομιά,

χωρίς γελάδια, χωρίς θυρεό,

και δεν ξεχώριζε απ’ τους άλλους,

τους άλλους που ήταν αυτός,

από ψηλά ήταν γκρίζος, σαν τον πηλό,

ήταν θαμπός, σαν το πετσί,

ήταν κίτρινο θερισμένο σιτάρι,

ήταν μαύρος στα ανθρακωρυχεία

ήταν στο χρώμα της πέτρας στα κάστρα,

ήταν στο χρώμα του τόνου στην ψαρόβαρκα,

ήταν το χρώμα του αλόγου στις πεδιάδες–

πώς να τον ξεχωρίσεις

όταν ήταν αδιαχώριστος απ’ το στοιχείο του,

γη, κάρβουνο, θάλασσα μ’ ανθρώπινη μορφή;

 

Όπου ζούσε, ό,τι

άγγιζε ο άνθρωπος μεγάλωνε–

οι εχθρικές πέτρες

που σπάγαν

στα χέρια του

παίρνανε σχήμα και γραμμή

και μία-μία

έπαιρναν τις καθαρές μορφές κτηρίων·

έφτιαχνε ψωμί με τα χέρια,

έβαζε τα τραίνα στη γραμμή·

οι αποστάσεις γέμιζαν με πόλεις,

μεγάλωναν άλλοι ανθρώποι,

ερχόντουσαν οι μέλισσες,

και μέσα από τη δημιουργία και τον πολλαπλασιασμό του ανθρώπου,

περιπλανιόταν η άνοιξη στην αγορά

ανάμεσα σε ψωμάδικα και περιστέρια.

 

Ο πατέρας των καρβελιών ξεχάστηκε,

αυτός που έκοβε και περπάταγε φορτωμένος, που καθάριζε

και άνοιγε τα μονοπάτια, που μετακινούσε την άμμο·

όταν δημιουργήθηκαν όλα, αυτός έπαψε να υπάρχει.

 

Την χάρισε την ύπαρξή του, κι αυτό ήταν όλο.

Πήγε κάπου αλλού να δουλέψει και στο τέλος

πήγε προς τον θάνατο, κατρακυλώντας

σαν πέτρα στο ποτάμι·

ο θάνατος τον κουβάλησε προς τις εκβολές.

 

Εγώ, που τον ήξερα, τον είδα να βυθίζεται

μέχρι που υπήρχε μόνο σε ό,τι άφηνε–

δρόμους που δεν θα μπορούσε να γνωρίζει,

σπίτια όπου δεν θα ‘μενε ποτέ.

 

Και επιστρέφω να τον δω, και κάθε μέρα περιμένω.

 

Τον βλέπω στο φέρετρό του και τον βλέπω αναστημένο.

 

Τον ξεχωρίζω από όλους

τους άλλους που είναι ίσοι του

και μού φαίνεται ότι αυτό δεν γίνεται,

ότι αυτός ο δρόμος δεν μάς πάει πουθενά,

ότι το να συνεχίζεις έτσι δεν έχει δόξα καμιά.

 

Πιστεύω ότι ο ουρανός πρέπει να αγκαλιάσει

αυτόν τον άνθρωπο, σωστά ποδημένο και εστεμμένο.

 

Νομίζω ότι αυτοί που έφτιαξαν τόσα πολλά

θα πρεπε να είναι όλων οι ιδιοκτήτες.

Ότι αυτοί που φτιάχνουν ψωμί πρέπει να τρώνε.

 

Ότι αυτοί που είναι στις στοές των ορυχείων πρέπει να έχουν φως.

 

Αρκετά τώρα με τους γκρίζους αλυσσοδεμένους!

 

Αρκετά με τις χλωμές ψυχές που εξαφανίστηκαν!

 

Κανείς να μην περαστεί για οτιδήποτε άλλο από ηγεμόνας.

 

Καμιά γυναίκα χωρίς διάδημα.

 

Γάντια χρυσά για κάθε χέρι.

 

Καρποί του ήλιου για όλους τους σκοτεινιασμένους!

 

Τον ήξερα αυτόν τον άνθρωπο, και όταν μπορούσα,

όταν ακόμα είχα μάτια στο κεφάλι μου,

όταν ακόμα είχα φωνή στο λαρύγγι μου,

τον αναζητούσα μέσα στους τάφους και του έλεγα

κρατώντας του το χέρι, που δεν είχε γίνει ακόμα σκόνη:

 

Όλα θα περάσουν, και θα ζεις ακόμα.

 Βάζεις στη ζωή φωτιά.

 Έφτιαξες αυτό που είναι δικό σου.”

 

Έτσι, να μην αναστατωθεί κανείς όταν

μοιάζω μόνος αλλά δεν είμαι μόνος·

δε μού λείπει η παρέα και μιλάω για όλους.

 

Κάποιος με ακούει δίχως να το ξέρει,

αλλά αυτοί που τραγουδώ, αυτοί που ξέρουν,

συνεχίζουν να γεννιούνται και θα πλημμυρίσουν τον κόσμο.

 

 

 

Πηγή: http://radicaldesire.blogspot.gr/2011/10/pablo-neruda.html

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *