Perry Anderson:Η ερμηνεία του Σταλινισμού από τον Τρότσκι

 

Η ερμηνεία του Σταλινισμού από τον Τρότσκι

του Perry Anderson

 

 

Trotsky’s Interpretation of Stalinism

New Left Review I/139, May-June 1983

 

Η μετάφραση έγινε από τον Νίκο Χρ. για το Avantgarde

 

 

 

 

Η θεωρία του Τρότσκι για το ιστορικό νόημα του Σταλινισμού, το οποίο αποτελεί έως τις μέρες μας την πιο συνεκτική και αναπτυγμένη απόπειρα θεωρητικοποίησης του εντός της μαρξιστικής παράδοσης, διαμορφώθηκε σε μία πορεία πολιτικής αντιπαράθεσης είκοσι χρόνων. Οι σημαντικότερες διαφωνίες και τα γεγονότα της εποχής έγιναν η βάση πάνω στην οποία διαμορφώθηκε η σκέψη του η οποία μπορεί να περιοδολογηθεί σε τρεις σημαντικές φάσεις.

Τα πρώτα κείμενα του Τρότσκι σχετικά με το αντικείμενο προέρχονται από τις εσωκομματικές αντιπαραθέσεις που αναπτύχθηκαν στο ΚΚΣΕ μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο. Σε αυτά τα κείμενα ο Σταλινισμός δεν στοχοποιείται ως τέτοιος. Η κύρια έμφαση αυτών των κειμένων έχει να κάνει με μία γνωστή έννοια στην κομματική φρασεολογία, την «γραφειοκρατία». Το βιβλίο «Νέα Πορεία» (New course), που δημοσιεύτηκε το 1924 είναι το κομβικότερο κείμενο της περιόδου. Σε αυτή τη μπροσούρα, ο Τρότσκι υιοθέτησε τις δύο σημαντικότερες έννοιες που είχε επεξεργαστεί ο Λένιν λίγο πριν τον θάνατο του προσπαθώντας να ερμηνεύσει αυτό που φαινόταν να αναδεικνύεται στην Σοβιετική κοινωνία. Η γραφειοκρατία, κατά τον Λένιν, ήταν ριζωμένη στην πολιτισμική καθυστέρηση των μαζών της Ρωσίας στις πόλεις και την επαρχία, η οποία στερούσε από το νεοσύστατο κράτος εκείνους τους ανθρώπους που είχαν τις δεξιότητες που χρειάζονταν για την μεταπολεμική κρατική διοίκηση. Παράλληλα έβλεπε πως ο μικρο-εμπορευματικός και o συντηρητικός χαρακτήρας της αγροτικής οικονομίας καθιστούσε αδύνατη την συγκεντροποίηση του κρατικού μηχανισμού στη Ρωσία λόγω του μεγάλου διασκορπισμού των παραγωγών.

Ο Τρότσκι παρουσίασε και έναν τρίτο λόγο που ήταν η αντίφαση ανάμεσα στα άμεσα και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της εργατικής τάξης, η οποία αναζωπυρώθηκε λόγω των τεράστιων ελλειμμάτων και των τρομερών αναγκών της μεταπολεμικής οικοδόμησης. Ιδιαίτερα έδινε έμφαση στο ότι η γραφειοκρατικοποίηση δεν ήταν απλώς «το άθροισμα των κακών συνηθειών των δημοσίων υπαλλήλων», αλλά αντιπροσώπευε «ένα είδους κοινωνικό φαινόμενο, ένα ορισμένο σύστημα διαχείρισης ανθρώπων και πραγμάτων».1

Το κεντρικό χαρακτηριστικό αυτού του φαινομένου ήταν το ότι «ο κρατικός μηχανισμός απορροφούσε ένα σημαντικό κομμάτι των πιο δραστήριων κομματικών στοιχείων και με αυτόν τον τρόπο επηρεαζόταν το ίδιο το Μπολσεβίκικο κόμμα».2 Η εξάπλωση της ασθένειας εκφραζόταν μέσα από την όλο και αυξανόμενη κυριαρχία του κρατικού μηχανισμού εντός του κόμματος και την εγκαθίδρυση ενός συστήματος διορισμών το οποίο περιόριζε την δημοκρατική διαπάλη και χώριζε την παλαιά στελεχική φρουρά από την νεότερη γενιά. Η ανάπτυξη αυτών των χαρακτηριστικών δημιουργούσε τον κίνδυνο γραφειοκρατικού εκφυλισμού ακόμα και για την παλαιά γενιά των στελεχών.3 Η Γραφειοκρατία, επομένως δεν ήταν μόνο «η επιβίωση του προηγούμενου καθεστώτος, η διατήρηση κάποιων γνωρισμάτων της προηγούμενης κατάστασης στην πορεία της σταδιακής εξαφάνισης τους, αλλά η εμφάνιση ενός νέου ουσιαστικά φαινομένου, το οποίο αναπτυσσόταν ως αποτέλεσμα των νέων αναγκών, των νέων λειτουργιών και των νέων δυσκολιών και λαθών του κόμματος».4 Σε αυτό το σημείο η ανάλυση του Τρότσκι ξεπέρασε αυτή του Λένιν.

 

 

 

Η ήττα της Αριστερής Αντιπολίτευσης

 

 

 

Η μπροσούρα «Νέα πορεία» προειδοποιούσε σχετικά με τους κινδύνους της γραφειοκρατικοποίησης προτού πάρει την ηγεμονία η τάση του Στάλιν εντός του ΚΚΣΕ. Με την ανάδειξη του Στάλιν ως νικητή στην εσωκομματική πάλη, ο Τρότσκι φαίνεται πως προσπάθησε στα αντιπολιτευτικά κείμενα που γράφτηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 20’ να εξηγήσει περισσότερο εις βάθος το φαινόμενο. «Η Τρίτη διεθνής μετά τον Λένιν», το οποίο γράφτηκε το 1928 είναι το σημαντικότερο κείμενο της δεύτερης φάσης της ανάπτυξης της σκέψης του. Στο έργο αυτό ο Τρότσκι αποδίδει την ήττα της Αριστερής Αντιπολίτευσης και τον θρίαμβο του καθεστώτος της γραφειοκρατίας στην πτώση της παγκόσμιας ταξικής πάλης. Ειδικότερα στις ήττες της Γερμανικής Επανάστασης του 1923 και της Κινεζικής Επανάστασης του 1927, δηλαδή στα δυτικά και τα ανατολικά σύνορα της ΕΣΣΔ.

Η μετατόπιση των παγκόσμιων συσχετισμών δύναμης προς όφελος του κεφαλαίου αναπόφευκτα πήρε την μορφή της αύξησης των ξένων κοινωνικών πιέσεων στο ίδιο το Μπολσεβίκικο κόμμα μέσα στην Ρωσία. Αυτές συνδέθηκαν και με την αποτυχία του σχεδίου της ραγδαίας βιομηχανοποίησης της ΕΣΣΔ που είχε σχεδιάσει η φράξια του Στάλιν και θα είχε ενδυναμώσει την ισχύ του Σοβιετικού προλεταριάτου. Με το τέλος του πρώτου πενταετούς πλάνου και την αποκάλυψη των συνεπειών του, ο Τρότσκι τροποποίησε την τοποθέτηση του ισχυριζόμενος ότι η νέα εργατική αριστοκρατία, που δημιούργησε ο Σταχανοφισμός, αντικειμενικά λειτουργούσε ως υποστήριγμα του γραφειοκρατικού καθεστώτος μέσα στο κόμμα. Η φράξια του ίδιου του Στάλιν, η οποία αντιπροσώπευε τον γραφειοκρατικό μηχανισμό στο ΚΚΣΕ και νίκησε με το σοσιαλ-πατριωτικό σύνθημα του Σοσιαλισμού σε μία χώρα,  είχε ονομαστεί από τον Τρότσκι ως την κεντρώα τάση, και πολιτικά επαμφοτέριζε ανάμεσα στην Δεξιά τάση (Μπουχάριν- Ρύκοβ- Τομσκι) και την Αριστερή.

Στην αυτοβιογραφία του «Η ζωή μου», που εκδόθηκε το 1929 περιέγραψε τις αδρές γραμμές αυτού που έβλεπε ως τον βασικό κοινωνικό-ψυχολογικό μηχανισμό ο οποίος είχε μετατρέψει τόσους πολλούς επαναστάτες του 1917 σε χειραγωγούμενα του καθεστώτος. Θεωρούσε λοιπόν ότι «η απελευθέρωση του φιλισταίου στον Μπολσεβίκο» ήταν αποτέλεσμα της πτώσης της ορμής των επαναστατικών μαζών έπειτα από τον Εμφύλιο Πόλεμο, που προέκυψε από την κούραση και την απάθεια, δημιουργώντας έτσι μία περίοδο γενικευμένης κοινωνικής αντίδρασης στην ΕΣΣΔ.

Σε μετέπειτα έργα του στα οποία ο Τρότσκι προσπάθησε να εξηγήσει τα κίνητρα που είχε ο Στάλιν και επιδίωκε την βιομηχανοποίηση της ΕΣΣΔ, η έννοια του φραξιονιστικού «κέντρου» διευρύνθηκε σε μία πολύ πιο ευρεία κατηγορία, αυτή του Σταλινικού Κεντρισμού. Ο Τρότσκι ισχυρίστηκε ότι παρότι στις καπιταλιστικές χώρες ο Κεντρισμός ήταν ένα ουσιαστικά ασταθές φαινόμενο, μία μέση πολιτική θέση εντός του εργατικού κινήματος ανάμεσα στην μεταρρύθμιση και την επανάσταση, η οποία κάτω από συνθήκες πιέσεων των μαζών μετατοπίζεται από την αριστερά στη δεξιά και τούμπαλιν,  στην ΕΣΣΔ ο κεντρισμός απέκτησε μία ανθεκτική υλική βάση στην γραφειοκρατία του νέου εργατικού κράτους. Οι απρόβλεπτες αλλαγές στην εσωτερική και την εξωτερική πολιτική του Στάλιν, όπως για παράδειγμα η στροφή από τον κατευνασμό στον ολοκληρωτικό πόλεμο ενάντια στους κουλάκους, από την ταξική συμφιλίωση στον αριστερισμό της Τρίτης Διεθνούς, όλα αυτά ήταν οι λογικές συνέπειες του κεντρίστικου χαρακτήρα της πολιτικής του, η οποία υπόκειτο σε σύνθετες και αντιφατικές ταξικές πιέσεις. Η καθοριστική πηγή αυτών των πιέσεων προερχόταν από την διεθνή πολιτική και όχι από το εσωτερικό της ΕΣΣΔ.

 

 

 

Οι τέσσερις Θεμελιώδεις Θέσεις

 

 

 

 Η ερμηνεία του Σταλινισμού από τον Τρότσκι, η οποία μέχρι εκείνο το σημείο ήταν υπό πολλές απόψεις ελλιπής και πρόωρη, μετά το 1933 πέρασε μέσα από μία νέα φάση συστηματικής και ενδελεχούς διερεύνησης. Ο λόγος ήταν φυσικά ο θρίαμβος του ναζισμού στην Γερμανία, η οποία έπεισε τον Τρότσκι ότι η Κομιντέρν – για την αναβίωση της οποίας είχε πολεμήσει –  και το σταλινικό ΚΚΣΕ δεν μπορούσαν πια να επιδιορθωθούν. Επομένως η απόφαση του για οικοδόμηση μίας νέας Διεθνούς προέκυψε από τις επεξεργασίες που έκανε πάνω στο πρόβλημα της φύσης του Σταλινισμού. Ο Σταλινισμός αποτέλεσε για πρώτη φορά αντικείμενο συστηματικής θεωρητικής επεξεργασίας, σε αντίθεση με τις προηγούμενες αναλύσεις, στις οποίες αναλυόταν στο πλαίσιο άλλων ζητημάτων.

Το σημαντικότερο έργο του ώριμου Τρότσκι στο οποίο παρουσίασε τις σημαντικότερες έννοιες όσον αφορά το ζήτημα του Σταλινισμού ήταν η Ταξική Φύση της Σοβιετικής Ένωσης (1933). Σε αυτό εμφανίζονται οι τέσσερις θεμελιώδεις θέσεις που έμελε να αποτελέσουν την βάση της σκέψης του μέχρι και τον θάνατο του. Ο ρόλος του Σταλινισμού στην εσωτερική πολιτική διαφοροποιούνταν από τα χαρακτηριστικά που είχε στην εξωτερική πολιτική.

Εντός της Σοβιετικής Ένωσης, η σταλινική γραφειοκρατία έπαιζε έναν αντιφατικό ρόλο καθώς έβλεπε εχθρικά τόσο την Σοβιετική εργατική τάξη, από την οποία είχε υφαρπάξει την εξουσία όσο και την παγκόσμια αστική τάξη, η οποία επιδίωκε να ισοπεδώσει όλα τα κεκτημένα της Οκτωβριανής επανάστασης και να επαναφέρει τον καπιταλισμό στη Ρωσία. Υπό αυτή την έννοια εξακολουθούσε να λειτουργεί ως «κεντρίστικη» δύναμη. Εκτός των συνόρων της ΕΣΣΔ όμως, η πολιτική της σταλινικής Κομιντέρν δεν λειτουργούσε πια με γνώμονα την πάλη ενάντια στον καπιταλισμό, όπως αυτό αποδείχθηκε από την πανωλεθρία στην Γερμανία.

Επομένως, η σταλινική γραφειοκρατία μπορεί μεν να μην αποτελούσε πια μία παγκόσμια επαναστατική δύναμη, διατηρούσε όμως έως ένα βαθμό τον προοδευτικό της ρόλο αποτελώντας τον εγγυητή των κοινωνικών κατακτήσεων της προλεταριακής επανάστασης.5 Λίγο καιρό αργότερα, ο Τρότσκι θα δήλωνε πως η Κομιντέρν έπαιζε πλέον αντεπαναστατικό ρόλο στην παγκόσμια πολιτική, εβρισκόμενη σε έναν συστηματικό δίαυλο επικοινωνίας με το κεφάλαιο. Επίσης ο ρόλος αυτός εκπορευόταν από το ότι η πολιτική της Κομιντέρν αλυσόδενε την εργατική τάξη στον σκοπό της υπεράσπισης του σταλινικού μονοπωλίου της εξουσίας στην Ρωσία, η οποία θα απειλούταν αν σε κάποιο άλλο μέρος του πλανήτη νικούσε η σοσιαλιστική επανάσταση με την δημιουργία μίας προλεταριακής δημοκρατίας

Δεύτερον, εντός της ΕΣΣΔ ο Σταλινισμός αντιπροσώπευε την εξουσία ενός γραφειοκρατικού στρώματος, το οποίο αναδεικνυόταν και παρασιτούσε επί της εργατικής τάξης, μη αποτελώντας όμως μία νέα τάξη. Αυτό το στρώμα δεν είχε κάποιον ανεξάρτητο δομικό ρόλο στην διαδικασία της παραγωγής, αλλά τα οικονομικά της προνόμια προέρχονταν από την πολιτική εξουσία που της είχαν δώσει οι άμεσοι παραγωγοί εντός του πλαισίου των εθνικοποιημένων σχέσεων ιδιοκτησίας. Τρίτον, η μορφή με την οποία λειτουργούσε η διοίκηση τυπικά παρέμεινε αυτή ενός εργατικού κράτους ακριβώς επειδή διατηρήθηκαν οι σχέσεις ιδιοκτησίας που είχαν κατακτηθεί το 1917 μέσα από την απαλλοτρίωση των καπιταλιστών. Η ταυτότητα της γραφειοκρατίας και η δυνατότητα της να νομιμοποιεί τον ρόλο της  ως πολιτικής «κάστας» βασιζόταν στο ότι υπερασπιζόταν αυτές τις σχέσεις ιδιοκτησίας.

Για αυτό τον λόγο ο Τρότσκι απέρριπτε και τις δύο εναλλακτικές ερμηνείες του Σταλινισμού ότι αντιπροσώπευε κάποιας μορφής «κρατικό καπιταλισμό» ή ότι αποτελούσε «γραφειοκρατικό κολλεκτιβισμό» και που ήταν ιδιαίτερα δημοφιλείς στο εργατικό κίνημα κατά την δεκαετία του 1930 (είχαν αναδειχθεί εντός της Δεύτερης Διεθνούς κατά την διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου). Η σκληρή δικτατορική στάση που είχε η σταλινική αστυνομία και ο διοικητικός μηχανισμός έναντι του σοβιετικού προλεταριάτου δεν σήμαινε ότι ο κρατικός μηχανισμός δεν είχε προλεταριακή φύση. Παρόμοια ιστορικά παραδείγματα παρουσιάστηκαν με τις απολυταρχικές δικτατορίες επί κοινωνικού καθεστώτος των ευγενών οι οποίες δεν ήταν ασυμβίβαστες με την διατήρηση της φύσης του φεουδαρχικού κράτους ή με τις φασιστικές δικτατορίες στις καπιταλιστικές κοινωνίες, των οποίων η εξουσία δεν αμφισβητούσε την ίδια την φύση του καπιταλιστικού κράτους. Βέβαια μπορεί η ΕΣΣΔ να ήταν ένα εκφυλισμένο εργατικό κράτος, όμως δεν μπόρεσε ποτέ να υπάρξει στην Σοβιετική Ένωση εξ’ αρχής μία πραγματική δικτατορία του προλεταριάτου.

Σύμφωνα με την τέταρτη θέση, οι Μαρξιστές όφειλαν να υιοθετήσουν μία διμέτωπη στάση έναντι του Σοβιετικού κράτους. Η πιθανότητα αυτό-μεταρρύθμισης ή ειρηνικής αλλαγής του Σταλινικού καθεστώτος εντός της ΕΣΣΔ είχε πλέον κλείσει, καθώς μόνο μέσω μίας επαναστατικής ανατροπής από τα κάτω, η οποία θα κατάστρεφε ολόκληρο τον μηχανισμό που εγγυούταν τα προνόμια και την καταπίεση θα μπορούσε να ανατραπεί η σταλινική εξουσία εξασφαλίζοντας την επιβίωση των κοινωνικών σχέσεων ιδιοκτησίας στο πλαίσιο της προλεταριακής δημοκρατίας.

Από την άλλη μεριά, οι μαρξιστές όφειλαν να υπερασπιστούν την εδαφική ακεραιότητα του Σοβιετικού κράτους και να καταγγείλουν τις εκδηλώσεις επιθετικότητας ή τα σχέδια εισβολής της παγκόσμιας αστικής τάξης.  Στην αντιπαράθεση με αυτό τον εχθρό, οι επαναστάτες σοσιαλιστές όφειλαν να παρέχουν αποφασιστικά την άνευ όρων αλληλεγγύη τους στην ΕΣΣΔ, καθώς αντιπροσώπευε τα αντι-καπιταλιστικά κεκτημένα του Οκτώβρη. «Οποιαδήποτε πολιτική οργάνωση σηκώνει τα χέρια ψηλά όσον αφορά το ζήτημα της υπεράσπισης της ΕΣΣΔ, υπό το πρόσχημα του “μη-προλεταριακού” της χαρακτήρα παίρνει το ρίσκο του να αποτελέσει ένα παθητικό εργαλείο του ιμπεριαλισμού».6

 

 

 

«Η προδομένη Επανάσταση»

 

 

 

Αυτές οι τέσσερις αρχές αποτελούσαν τον πυρήνα της σκέψης του Τρότσκι ως προς τον Σταλινισμό μέχρι και την δολοφονία του. Βασισμένος σε αυτές μπόρεσε και επεξεργάστηκε την σημαντικότερη έρευνα της Σοβιετικής κοινωνίας επί Στάλιν, το βιβλίο «Προς τα πού οδεύει η Ρωσία» (Το οποίο το 1936 μεταφράστηκε με τον αποπροσανατολιστικό τίτλο «Η προδομένη Επανάσταση»).

Σε αυτό το έργο, ο Τρότσκι παρουσίασε μία πανοραμική έρευνα των οικονομικών, πολιτικών, κοινωνικών και των πολιτιστικών δομών της ΕΣΣΔ των μέσων της δεκαετίας του 30’, συνδυάζοντας ένα εκτεταμένο εμπειρικό υλικό με μία βαθύτερη θεωρητική θεμελίωση για την ανάλυση του Σταλινισμού. Πια το φαινόμενο της καταπιεστικής γραφειοκρατίας το θεμελίωνε στη βάση της έννοια της «σπανιότητας των πόρων» (scarcity αγγλ, nuzhda ρωσ), η οποία ήταν σημαντική για την διαμόρφωση του ιστορικού υλισμού στην Γερμανική Ιδεολογία. Η βάση της γραφειοκρατικής εξουσίας είναι η φτώχεια των κοινωνιών σε καταναλωτικά αγαθά, το οποίο δημιουργεί εκ νέου την λογική του ένα εναντίων όλων. Όταν υπάρχουν αρκετά αγαθά στα καταστήματα οι αγοραστές μπορούν να τα επισκεφτούν οποτεδήποτε το επιθυμούν. Όταν όμως υπάρχει έλλειψη αγαθών, οι αγοραστές είναι αναγκασμένοι να στέκονται στην σειρά. Και όταν οι ουρές είναι πολύ μεγάλες, χρειάζεται να διορίζεται ένας αστυνομικός για την διατήρηση της τάξης.

Τέτοια ήταν η αφετηρία της εξουσίας της Σοβιετικής γραφειοκρατίας. Δημιουργείται έτσι μία εξουσία η οποία «γνωρίζει» ποιος χρειάζεται να εξυπηρετηθεί πρώτος και ποιος πρέπει να περιμένει.7 Στον βαθμό στον οποίο εξακολουθεί να υπάρχει σπανιότητα αγαθών ήταν αναπόφευκτο ότι θα δημιουργούταν μία αντίθεση ανάμεσα στις κοινωνικοποιημένες παραγωγικές σχέσεις και τις αστικές μορφές διανομής. Αυτή η αντίθεση γέννησε και υποστήριξε τελικώς την καταπιεστική δύναμη της Σοβιετικής Γραφειοκρατίας. 

Στη συνέχεια ο Τρότσκι διερεύνησε κάθε πλευρά της αντίθεσης εκτιμώντας σε σχέση με την τρομερή ανάπτυξη της Σοβιετικής βιομηχανίας, τόσο τις βάρβαρες μεθόδους τις οποίες χρησιμοποίησε η γραφειοκρατία για την παρακίνηση της ανάπτυξης, όσο και τις μεγάλες οικονομικές πολιτιστικές και κοινωνικές ανισότητες που δημιουργούσε ο Σταλινισμός με την παρουσίαση στατιστικών εκτιμήσεων περί του μεγέθους και την κατανομή του γραφειοκρατικού στρώματος στην ΕΣΣΔ (περίπου 12-15% του πληθυσμού).

Αυτή η γραφειοκρατία είχε προδώσει την παγκόσμια επανάσταση, ακόμα και αν ένιωθε υποκειμενικά ότι την υπηρετούσε. Μέχρι και την αποκατάσταση του καπιταλισμού στη Ρωσία παρέμεινε στα μάτια της παγκόσμιας μπουρζουαζίας ένας ασυμφιλίωτος εχθρός. Η δυναμική του ίδιου του καθεστώτος ήταν ενδογενώς αντιφατική. Αφενός η ανάπτυξη της σοβιετικής κοινωνίας προωθούσε με ιλιγγιώδη ταχύτητα το οικονομικό και πολιτιστικό δυναμικό της σοβιετικής εργατικής τάξης, και με αυτόν τον τρόπο πριμοδοτούσε την δυνατότητα της να εξεγερθεί ενάντια του καθεστώτος. Αφετέρου η παρασιτική φύση της γραφειοκρατίας ήταν ένα όλο και αυξανόμενο εμπόδιο στην περαιτέρω βιομηχανική ανάπτυξη. Παρά τα θεαματικά κεκτημένα των πενταετών πλάνων, ο Τρότσκι προειδοποίησε πως η παραγωγικότητα της εργασίας παρέμενε ακόμη πίσω συγκριτικά με τον Δυτικό καπιταλισμό, μία διαφορά η οποία ουδέποτε δεν θα έκλεινε παρά μόνο αν γινόταν μία στροφή προς την ποιοτική ανάπτυξη, κάτι που η κακοδιοίκηση της γραφειοκρατίας εμπόδιζε.

Η περίοδος στην οποία η Σοβιετική γραφειοκρατία παίζει έναν προοδευτικό ρόλο συμπίπτει με όταν είχε αφοσιωθεί στην εισαγωγή των πιο προηγμένων γνωρισμάτων της καπιταλιστικής τεχνικής στην Σοβιετική Ένωση. Το δυσχερές έργο του δανεισμού, της μίμησης, της μεταφοράς και της εγκατάστασης τέτοιων στοιχείων έγινε στις βάσεις που είχε εγκαθιδρύσει η ίδια η Επανάσταση.

Ακολουθώντας μία τέτοια λογική, δεν ετίθετο ζήτημα νέων κατακτήσεων τεχνολογικής καινοτομίας στη σφαίρα της τεχνικής, στην επιστήμη ή την τέχνη. Παρότι θα κόστιζε τρεις φορές από το κανονικό, η γραφειοκρατία μπόρεσε και κατασκεύασε τεράστια εργοστάσια ακολουθώντας μία λογική προκατασκευασμένου υποδείγματος τεχνικής. Όμως όσο η οικονομία δομούταν σε τέτοια βάση, τόσο έβρισκε μπροστά της προβλήματα που είχαν να κάνουν με την ποιότητα των αγαθών, κάτι που η γραφειοκρατία δεν μπορούσε να υπολογίσει. Τα σοβιετικά αγαθά δεν μπόρεσαν ποτέ να υπερβούν ένα συγκεκριμένο επίπεδο ποιότητας, κάτι που τα κατέστησε έως ένα βαθμό ποιοτικώς αδιαφοροποίητα. Υπό συνθήκες εθνικοποιημένης οικονομίας η ποιότητα προϋποθέτει μία δημοκρατία παραγωγών και καταναλωτών, την ελευθερία της κριτικής και την ύπαρξη πρωτοβουλιών.8 Η τεχνολογική ανωτερότητα θα έτεινε πάντοτε προς την μεριά του ιμπεριαλισμού για όσο διάστημα o Σταλινισμός παρέμενε στην εξουσία, κάτι που θα έκρινε και το αποτέλεσμα ενός ενδεχόμενου πόλεμου με την ΕΣΣΔ. Μόνο μία επανάσταση στην Δύση θα μπορούσε να αλλάξει κάτι τέτοιο. Ο σκοπός των Σοβιετικών σοσιαλιστών ήταν να καταφέρουν μία πολιτική επανάσταση ενάντια στην οχυρωμένη γραφειοκρατία. Η σχέση αυτής της επανάστασης με την κοινωνικοοικονομική επανάσταση του 1917 θα έμοιαζε με τον κύκλο των αστικών επαναστάσεων που έλαβαν χώρα το 1830 και το 1848 ως αποτέλεσμα της Γαλλικής Επανάστασης του 1789.

Τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής του, στα πρόθυρα του ξεσπάσματος του Β’ παγκοσμίου Πολέμου, ο Τρότσκι επαναδιατύπωσε τις βασικές του θέσεις σε μία σειρά άρθρων πολεμικής με τον  Rizzi, Burnham, Schachtman καθώς και άλλους υποστηρικτές της έννοιας του «γραφειοκρατικού κολλεκτιβισμού». Η δυνατότητα εγκαθίδρυσης της εξουσίας της εργατικής τάξης στην κοινωνία δεν ήταν εκ γενετής αδύνατη. Η ΕΣΣΔ – η «πιο μεταβατική χώρα στην πιο μεταβατική εποχή»-  βρισκόταν μεταξύ καπιταλισμού και σοσιαλισμού,  με τις δυνάμεις της να περιορίζονται από ένα τρομερό αστυνομοκρατούμενο καθεστώς, το οποίο όμως υπερασπιζόταν με τον δικό του τρόπο την δικτατορία του προλεταριάτου.

Από την άλλη η Σοβιετική εμπειρία ήταν μία «σημαντική εξαίρεση» στους γενικούς νόμους της μετάβασης από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό, καθώς επρόκειτο για μία υπανάπτυκτη χώρα, η όποια ήταν περικυκλωμένη από τον ιμπεριαλισμό και υπό αυτή την άποψη δεν συνιστούσε πρώτιστο παράδειγμα. Ο αντιφατικός ρόλος του Σταλινισμού στην εσωτερική και την εξωτερική πολιτική είχε επιβεβαιωθεί από τα σημαντικότερα γεγονότα της παγκόσμιας πολιτικής της περιόδου. Ο Σταλινισμός σαμπόταρε την Ισπανική Επανάσταση σε αντεπαναστατική κατεύθυνση την στιγμή που στις περιοχές που βρισκόντουσαν στα σύνορα με την Πολωνία και την Φιλανδία και ενσωματώθηκαν στην ΕΣΣΔ πραγματοποιούσε επαναστατική απαλλοτρίωση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας.

Το πρώτιστο καθήκον των Μαρξιστών ήταν η υπεράσπιση της Σοβιετικής Ένωσης ενάντια σε οποιασδήποτε καπιταλιστική επίθεση. Η απογοήτευση και η κούραση δεν αποτελούσαν δικαιολογίες για την αποκήρυξη των κλασσικών κεκτημένων του ιστορικού υλισμού. «Όταν μιλάμε για το ζήτημα της θεμελιώδους αλλαγής των οικονομικών και των πολιτιστικών συστημάτων, εικοσιπέντε χρόνια στο μέτρο της Ιστορίας μπορεί να αξίζουν και λιγότερο από μία ώρα αν χρησιμοποιούσαμε ως μέτρο μέτρησης την ζωή του ανθρώπου. Πόσο χρήσιμα συμπεράσματα μπορεί να βγάλει ένας άνθρωπος ο οποίος, επειδή απέτυχε μέσα στην πορεία μίας ώρας ή μίας ημέρας, αποκήρυξε έναν στόχο που όρισε στον εαυτό του στη βάση των εμπειριών και της ανάλυσης που πραγματοποίησε για την έως τώρα προηγούμενη ζωή του;»9 .

 

 

 

Επαναξιολογώντας το νόημα της Θεωρίας του Σταλινισμού έπειτα από σαράντα χρόνια

 

 

 

 Παρότι έχουν περάσει ήδη σαράντα χρόνια, μετρώντας με το ρυθμό της Ιστορίας βρισκόμαστε μόλις λίγες ώρες στο μέλλον. Είμαστε σε θέση να αμφισβητήσουμε τις βασικές διαπιστώσεις του Τρότσκι στη βάση μόλις αυτών των λίγων ωρών, οι οποίες βέβαια μας φαίνονται τόσο μεγάλες;

 Η αξία της θεώρησης του Τρότσκι έχει τρεις πλευρές. Πρώτον αξιολογεί το φαινόμενο του Σταλινισμό στο πλαίσιο μίας μακρο-ιστορικής προοπτικής, μία μεθοδολογία η οποία είναι συναφής με τις βάσεις του κλασσικού μαρξισμού. Ο Τρότσκι αποπειράθηκε να ερμηνεύσει τη φύση της Σοβιετικής γραφειοκρατίας στο πλαίσιο της ιστορικής κίνησης των διαφόρων τρόπων παραγωγής και μορφών μετάβασης λαμβάνοντας υπόψη τις ταξικές δυνάμεις και τον πολιτικό χαρακτήρα των καθεστώτων. Η μέθοδος αυτή κληρονομήθηκε από τους Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν.

 Αυτός είναι μάλιστα και ο λόγος για τον οποίο ο Τρότσκι θεωρούσε πως για τον ακριβή προσδιορισμό της σχέσης ανάμεσα στην γραφειοκρατία και την εργατική τάξη θα πρέπει να διδαχθούμε από ιστορικά παλαιότερες ή και ανάλογες σχέσεις όπως αυτή της απολυταρχίας με την αριστοκρατία ή του φασισμού με την αστική τάξη. Αντί για ένα νέο 1789 ο Τρότσκι εκτιμούσε πως η μορφή των πολιτικών εξεγέρσεων θα λάμβανε την μορφή αυτών του 1830 ή του 1848. Επειδή διάβαζε την ανάδειξη και την εγκαθίδρυση του Σταλινισμού εντός του ιστορικού ορίζοντα της εποχής του, απέφυγε εξηγήσεις δημοσιογραφικού χαρακτήρα ή τρωτά θεωρητικά κατασκευάσματα περί νέων τάξεων και νέων τρόπων παραγωγής, τα οποία δεν βασιζόντουσαν στον ιστορικό υλισμό και ήταν αντιδραστικές θεωρίες των σύγχρονων του.

 Δεύτερον ο κοινωνιολογικός πλούτος πάνω στον οποίο βασίστηκε και το βάθος της έρευνάς του περί την ΕΣΣΔ υπό τον Στάλιν ήταν ασυναγώνιστος συγκριτικά με την υπόλοιπη βιβλιογραφία της Αριστεράς επί του θέματος. Το «Προς τα πού οδεύει η Ρωσία;» παραμένει ένα αριστούργημα μέχρι τις μέρες μας, δίπλα στο οποίο τα άρθρα των Schachtman ή του Kautsky, τα βιβλία του Burnham, του Rizzi και του Cliff παραμένουν εντυπωσιακά φτωχά και πεπαλαιωμένα. Τα σημαντικότερα έργα όσον αφορά την εμπειρική ανάλυση της ΕΣΣΔ από την εποχή του Τρότσκι έχουν κυρίως προέλθει από επαγγελματίες ερευνητές που εργάζονταν σε ινστιτούτα Σοβιετολογίας μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο όπως ο Nove, o Rigby, o Carr, o Davies, o Hough, ο Lane και άλλοι. Τα ευρήματα τους έχουν επί της ουσίας αναπτύξει περαιτέρω παρά εναντιωθεί στο έργο του Τρότσκι, προσφέροντας μας περαιτέρω γνώση όσον αφορά τις εσωτερικές δομές της Σοβιετικής οικονομίας και της Σοβιετικής γραφειοκρατίας. Δεν κατάφεραν ωστόσο να σχηματίσουν μία ολοκληρωμένη θεωρία όπως αυτή που μας κληροδότησε ο Τρότσκι. Το σημαντικότερο ιστορικό έργο όσον αφορά την μοίρα της Επανάστασης ήταν τα έργα του Isaac Deutscher, ο οποίος βρισκόταν σε σαφή συνέχεια με την κληρονομία του Τρότσκι.

 Τρίτον, η ερμηνεία του Σταλινισμού από τον Τρότσκι ήταν εντυπωσιακή για την πολιτική της ισορροπία. Αρνούταν τόσο την εξιδανίκευση όσο και την αποκήρυξη διακρίνοντας με διαύγεια την αντιφατική φύση και την δυναμική του γραφειοκρατικού καθεστώτος στην ΕΣΣΔ.

 Την περίοδο που έζησε ο Τρότσκι αυτή η στάση ήταν ασυνήθιστη για την Αριστερά. Ο κανόνας ήταν ο άκριτος ενθουσιασμός εκ μέρους των Κομμουνιστικών Κομμάτων καθώς και των άλλων παρατηρητών της Σταλινικής εξουσίας στην Ρωσία. Σήμερα ισχύει το αντίθετο με τον κανόνα να είναι η αποκήρυξή της από τον κόσμο που παρατηρεί τις δραστηριότητες της Αριστεράς καθώς ακόμα και από τα μέλη συγκεκριμένων Κομμουνιστικών κόμματων που ήταν οργανικό τμήμα της Σοβιετικής εμπειρίας ως τέτοιας. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι το κλειδί για την επίτευξη της ισορροπίας ανάμεσα στις δύο αυτές απόψεις ήταν η έμφαση του Τρότσκι ότι η ΕΣΣΔ ήταν σε τελική ανάλυση ένα εργατικό κράτος, κάτι που ήταν ιδιαίτερα μη δημοφιλές όσο περνούσαν τα χρόνια ακόμα και μεταξύ των υποστηρικτών του.

Όσοι απέρριπταν αυτόν τον τρόπο κατηγοριοποίησης της ΕΣΣΔ επιλέγοντας τις έννοιες του «κρατικού καπιταλισμού» ή του «γραφειοκρατικού κολλεκτιβισμού» βρίσκονταν κατά κανόνα μπροστά στη δυσκολία να επιλέξουν την πολιτική τους στάση απέναντι στην οντότητα που είχαν προσδιορίσει ως τέτοια. Διότι ήταν σαφές ότι η οπτική του «κρατικού καπιταλισμού» ή του «γραφειοκρατικού κολλεκτιβισμού» στη Ρωσία, βασιζόταν πάνω στην απουσία των δημοκρατικών ελευθεριών που μπορούσαν όμως να βρεθούν στον «ιδιωτικό καπιταλισμό» στην Δύση.  Δεν έβγαινε λοιπόν ως συμπέρασμα το ότι οι σοσιαλιστές όφειλαν να υποστηρίξουν τον δεύτερο σε μία αντιπαράθεση που θα ξεσπούσε ανάμεσα τους, εφόσον ο πρώτος ήταν λιγότερο ολοκληρωτικά κακός;

Με άλλα λόγια, η λογική αυτών των ερμηνευτικών σχημάτων εν τέλει πάντοτε κατέληγε (βέβαια υπήρξαν και ατομικές εξαιρέσεις) στην υπεράσπιση των θέσεων της δεξιάς. O Kautsky που ήταν ο θεμελιωτής  στις αρχές της δεκαετίας του 20’ των εννοιών του «κρατικού καπιταλισμού» και του «γραφειοκρατικού κολλεκτιβισμού» ήταν χαρακτηριστικό παράδειγμα του που οδηγεί η υιοθέτηση μιας τέτοιας πορείας. Ο Schachtman τελείωσε την πορεία του στην Αριστερά όταν υποστήριξε τον αμερικανικό πόλεμο στο Βιετνάμ την δεκαετία του 70’. Από ότι φάνηκε η στερεότητα και η πειθαρχία με την οποία ο Τρότσκι υπερασπίστηκε την θεωρία του για τον Σταλινισμό προστάτεψε τις μελλοντικές γενιές από τον κίνδυνο της αντιδραστικής επαναξιολόγησης του Σταλινισμού.

 

 

 

Τα όρια της Ανάλυσης του Τρότσκι

 

 

 

Όπως συμβαίνει και με όλες τις ιστορικές κρίσεις, η θεωρία του Τρότσκι για τον Σταλινισμό φάνηκε μετά τον θάνατο του πως είχε ορισμένα όρια. Ποια ήταν αυτά; Όλως παραδόξως αφορούν λιγότερο την εσωτερική πολιτική του Σταλινισμού παρά την εξωτερική. Οι εκτιμήσεις του Τρότσκι περί της κινητήριας δύναμης και των ανασταλτικών παραγόντων της Ρωσικής οικονομικής ανάπτυξης την περίοδο της γραφειοκρατικής εξουσίας φάνηκαν πως ήταν ιδιαίτερα ακριβείς. Η Σοβιετική Ένωση ναι μεν πέρασε μέσω ενός ριζικού υλικού μετασχηματισμού κατά τις τέσσερις δεκαετίες μετά τον θάνατό του, όμως η παραγωγικότητα της εργασίας παρέμεινε, όπως είχε προβλέψει, το αδύναμο σημείο της οικονομίας. Καθώς η εποχή της εκτατικής ανάπτυξης έχει οριστικά παρέλθει, ο υπερ-συγκεντροποίημενος αυταρχικός σχεδιασμός αδυνατεί να θέσει την οικονομία σε ρότα ποιοτικής, εντατικής ανάπτυξης, μία δομική ανεπάρκεια η οποία στην περίπτωση που δεν επιλυόταν θα απειλούσε το καθεστώς με κρίση. Η ανθεκτικότητα της ίδιας της γραφειοκρατίας, η οποία κατάφερε και επιβίωσε για αρκετό καιρό μετά τον θάνατο το Στάλιν, ήταν μεγαλύτερη από αυτή που υπολόγιζε ο Τρότσκι. Βέβαια δεν μακροημέρευσε τουλάχιστον υπό τον τρόπο με τον οποίο τοποθετούσε την έννοια του ιστορικού χρόνου.

 Ένας από τους λόγους που ο Τρότσκι επέμεινε σε αυτό το σχήμα είχε να κάνει με το φαινόμενο της κοινωνικής ανέλιξης τμημάτων της σοβιετικής εργατικής τάξης στο επίπεδο του γραφειοκρατικού καθεστώτος, ότι δηλαδή πολλά από τα στελέχη της γραφειοκρατίας που στρατολογήθηκαν, όπως σημείωσαν και οι αντίστοιχοι ερευνητές (Nove, Rigby, κ.α.) είχαν προλεταριακή προέλευση. Άλλο ένα σημαντικό σημείο φυσικά ήταν η εξάπλωση της πολιτικής εξατομίκευσης και η πολιτισμική αμηχανία της -αριθμητικά αυξημένης- εργατικής τάξης της δεκαετίας του 30’, καθώς και το ότι αυτή η μάζα ανθρώπων δεν είχε μνήμη από την περίοδο πριν από τον Σταλινισμό, κάτι που ο Τρότσκι υποτίμησε. Παρόλα αυτά, το πορτραίτο της Ρωσικής κοινωνίας που σχεδίασε πριν από περίπου μισό αιώνα παραμένει εντυπωσιακά ακριβές με βάση την τωρινή μας γνώση.

 Ωστόσο η σκιαγράφηση της εξωτερικής πολιτικής του Σταλινισμού αποδείχθηκε λιγότερο ακριβής. Δύο ήταν οι λόγοι για τους οποίους παρουσιάστηκαν προγνωστικά λάθη. Πρώτον έκανε λάθος στην εκτίμηση του ρόλου της Σοβιετικής γραφειοκρατίας στην εξωτερική πολιτική ως απλώς και μονομερώς αντεπαναστατική, καθώς φάνηκε πως η πολιτική της πρακτική και οι επιπτώσεις της στο εξωτερικό ήταν ιδιαίτερα αντιφατική, όπως ακριβώς συνέβαινε και στην εσωτερική πολιτική. Δεύτερον λανθασμένα θεωρούσε ότι ο Σταλινισμός αντιπροσώπευε απλώς μία παρέκκλιση ή εξαίρεση των γενικών νόμων της μετάβασης από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό, που θα περιοριζόταν ως φαινόμενο μόνο στη Ρωσία.

Οι δομές της γραφειοκρατικής δύναμης και ο όγκος των δυνάμεων που μπορούσαν να κινητοποιηθούν υπό τον Στάλιν φάνηκε πως ήταν ένα φαινόμενο πολύ πιο δυναμικό και γενικό στην διεθνή σκακιέρα συγκριτικά με το υπόδειγμα που φανταζόταν ο Τρότσκι. Έφυγε από την ζωή προβλέποντας πως η μοίρα της ΕΣΣΔ θα ήταν η ήττα σε έναν πόλεμο με τον ιμπεριαλισμό, με μοναδική εξαίρεση το αν ξεσπούσε κάποια επανάσταση στην Δύση. Η πραγματικότητα έδειξε πως παρά τις λανθασμένες κινήσεις του Στάλιν, ο Κόκκινος Στρατός έδιωξε την Βερμαχτ και προήλασε νικητής στο Βερολίνο, χωρίς να λάβει κάποιου είδους βοήθεια από κάποια Επανάσταση στην Δύση. Ο Ευρωπαϊκός φασισμός ουσιαστικά καταστράφηκε από την Σοβιετική Ένωση (242 Γερμανικές μεραρχίες επιχείρησαν στο Ανατολικό Μέτωπο ενώ μόλις 22 έδρασαν στο πρώτο Δυτικό Μέτωπο στην Ιταλία). Ο καπιταλισμός καταργήθηκε στο μεγαλύτερο τμήμα της Ηπείρου με όρους γραφειοκρατικών διαταγμάτων από τα πάνω— καθώς οι Σοβιετικές δυνάμεις που δρούσαν στην Πολωνία και την Φιλανδία επεκτάθηκαν μέχρι και τον ποταμό Έλβα.

Το ιστορικό προϊόν αυτής της διαδικασίας ήταν το ότι η εξουσία σε αυτές τις χώρες βασιζόταν πρωταρχικά πάνω στην δύναμη. Τα κράτη που δημιουργήθηκαν επρόκειτο να είναι ιδιαίτερα συγγενικά με την ΕΣΣΔ όσον άφορα τον πολιτικό τους σύστημα. Ο Σταλινισμός με άλλα λόγια αποδείχθηκε πως δεν ήταν απλώς εργαλείο, αλλά ένα κίνημα, το οποίο όχι μόνο κατάφερε να διατηρήσει την εξουσία σε ένα ιδιαίτερα οπισθοδρομικό περιβάλλον στο οποίο η σπανιότητα αγαθών κυριαρχούσε, αλλά κατάφερε να κερδίσει την εξουσία ακόμα και σε πιο οπισθοδρομικά και φτωχά περιβάλλοντα (Κίνα, Βιετνάμ)  απαλλοτριώνοντας την αστική τους τάξη και ξεκινώντας την σοσιαλιστική οικοδόμηση μερικές φορές ακόμα και παρά την θέληση του ίδιου του Στάλιν.

Επομένως ένας από τους υπολογισμούς του Τρότσκι αδιαμφισβήτητα δεν επιβεβαιώθηκε. Ο Σταλινισμός ως γενικό φαινόμενο, δηλαδή ένα εργατικό κράτος στο οποίο κυριαρχούσε ένα αυταρχικό γραφειοκρατικό στρώμα, δεν αποτέλεσε απλώς ένα εκφυλιστικό φαινόμενο συγκριτικά με την προηγούμενη κατάσταση της ταξικής κυριαρχίας του προλεταριάτου. Αντιθέτως ήταν το πηγαίο προϊόν της δράσης επαναστατικών ταξικών δυνάμεων στο πλαίσιο υπανάπτυκτων κοινωνιών, με μηδενική παράδοση αστικής ή προλεταριακής δημοκρατίας. Αυτή η πιθανότητα, η οποία πραγματώθηκε με την διαμόρφωση του παγκόσμιου χάρτη μετά το 1945, δεν είχε γίνει ποτέ αντικείμενο πρόβλεψης από τον Τρότσκι.

 

 

 

Ο Σταλινισμός Σήμερα

 

 

 

 Υπό την άποψη αυτών των δύο σημαντικών ζητημάτων, η ερμηνεία του Τρότσκι είχε  δομικά ελλείμματα. Όμως η θεωρία του διακρίνει το θεμελιώδες γνώρισμα που καθορίζει τον Σταλινισμό, που είναι η αντιφατική του φύση, το ότι είναι εχθρική τόσο απέναντι στην καπιταλιστική ιδιοκτησία όσο και στην προλεταριακή ελευθερία. Το λάθος του ήταν το ότι θεώρησε πως αυτή η αντίθεση θα μπορούσε να περιοριστεί μόνο μέσα στην ΕΣΣΔ, ενώ ο Σταλινισμός σε μία χώρα ήταν μία αντίφαση εν τοις όροις. Είναι αναγκαίο να συνειδητοποιούμε τόσο τις φορές στις οποίες ο Σταλινισμός λειτουργεί ως διεθνής επαναστατικός παράγοντας όσο και τις φορές στις οποίες λειτουργούσε ως διεθνής αντιδραστικός παράγοντας. Όλα τα απροσδόκητα θετικά γεγονότα στην Ιστορία ήλθαν με ένα εξίσου αδιανόητο τίμημα.

Ο πολλαπλασιασμός των γραφειοκρατικών εργατικών κρατών, κάθε ένα εκ των οποίων είχε και τον δικό του ιερό εθνικό εγωισμό, οδήγησε σε οικονομικές, πολιτικές ακόμα και στρατιωτικές αντιπαραθέσεις μεταξύ τους. Η δημιουργία της στρατιωτικής ασπίδας της ΕΣΣΔ ναι μεν συμπεριέλαβε τις σοσιαλιστικές επαναστάσεις και τις εθνικές απελευθερωτικές δυνάμεις του Τρίτου κόσμου, όμως αναγκαστικά αύξησε τον κίνδυνο παγκόσμιου πυρηνικού πολέμου. Με την κατάργηση του καπιταλισμού στην Ανατολική Ευρώπη οι δυνάμεις του εθνικισμού που αντιτίθονταν στην Ρωσία αυξήθηκαν σημαντικά. Η Σοβιετική γραφειοκρατία ανταπάντησε σε αυτές τις λαϊκές κινητοποιήσεις με μια σειρά αποκλειστικά αντιδραστικών εξωτερικών επεμβάσεων οι οποίες ήταν καταπιεστικές και επιθετικές. Η Τσεχοσλοβακία και η Πολωνία είναι μόνον τα τελευταία παραδείγματα (Σημείωση μετφρ: Το άρθρο γράφτηκε το 1983)

 Παρόλα αυτά το βασικό σταλινικό μοντέλο υπέρβασης του καπιταλισμού κατάφερε να διαδοθεί επιτυχώς σε πολλές υπανάπτυκτες περιοχές της Ευρασίας. Η τεράστια γεωγραφία αυτών των χωρών καθώς και το ότι άντεξαν για πολύ μεγάλη περίοδο έχουν συμβάλει στην αμαύρωση της ιδέας του σοσιαλισμού στη Δύση, με την εμφάνιση παραδειγμάτων όπως η περίοδος των μεγάλων διωγμών (Yezhovschina) στην Πολιτιστική Επανάσταση ή το παράδειγμα της «Δημοκρατικής Καμπότζης». Τα εμπόδια που έθετε η γραφειοκρατία ενάντια στην προλεταριακή δημοκρατία λειτούργησαν ανασταλτικά στην οργάνωση της εργατικής τάξης με σκοπό το χτύπημα του καπιταλισμού και των δομών της αστικής δημοκρατίας, με αποτέλεσμα τελικώς να ενδυναμωθούν οι βάσεις του ιμπεριαλισμού στα τέλη του εικοστού αιώνα. Rien ne se perd, alas.

Θα πρέπει να επαναξιολογήσουμε τη σημασία του γεγονότος ότι το «σοσιαλιστικό στρατόπεδο» αποτελούσε έναν μόνιμο κίνδυνο και λειτούργησε ως ο πλέον καθοριστικός παράγοντας της αστικής από-αποικιοποίησης της Αφρικής και της Ασίας στην μεταπολεμική εποχή. Χωρίς τον Δεύτερο Κόσμο της δεκαετίας του 40’ και του 50’ δεν θα είχε δημιουργηθεί ποτέ Τρίτος Κόσμος την δεκαετία του 70’. Τα δύο σημαντικότερα στοιχεία ιστορικής προόδου που εγγράφηκαν στον παγκόσμιο καπιταλισμό τα τελευταία πενήντα χρόνια, δηλαδή η ήττα του φασισμού και το τέλος του αποικισμού, καθορίστηκαν από την παρουσία και την δράση της ΕΣΣΔ στην παγκόσμια πολιτική. Παραδόξως υπό αυτή την άποψη, η ύπαρξη της Σοβιετικής Ένωσης πιθανότατα βοήθησε περισσότερο τις καταπιεζόμενες τάξεις εκτός Σοβιετικής Ένωσης παρά την εργατική τάξη εντός της. Το συμπέρασμα επομένως είναι ότι σε παγκόσμια ιστορική διάσταση τα σημαντικότερα αρνητικά του Σταλινισμού ήταν στο εσωτερικό, και τα οφέλη στο εξωτερικό.

 Ωστόσο αυτά τα αποτελέσματα ήταν σε μεγάλο βαθμό αντικειμενικά και αποτέλεσμα μη ηθελημένων διεργασιών παρά προϊόντα συνειδητών προθέσεων της Σοβιετικής γραφειοκρατίας (ακόμα και η καταστροφή του φασισμού, η οποία σαφώς δεν ήταν σκοπός του Στάλιν το 1940). Είναι όμως σημαντικά στοιχεία που μας καταδεικνύουν την αντιφατική λογική του «εκφυλισμένου εργατικού κράτους» το οποίο παρότι είχε παραμορφωθεί σε τεράστιο βαθμό, παρέμενε ακόμη αντικαπιταλιστικό και την μελλοντική πορεία του οποίου και ο ίδιος ο Τρότσκι δεν μπόρεσε ποτέ να προβλέψει. Στα τέλη της δεκαετίας του 70’ η ΕΣΣΔ είχε καταφέρει να έχει ισάξια πολεμική δυνατότητα συγκριτικά με τον ιμπεριαλισμό, κάτι που για τον Τρότσκι ήταν αδιανόητο υπό συνθήκες εξουσίας των γραφειοκρατών.

Βασισμένη σε αυτή την δυναμική μπόρεσε να προσφέρει σημαντική οικονομική και στρατιωτική βοήθεια προς τις σοσιαλιστικές επαναστάσεις και τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα στο εξωτερικό, εξασφαλίζοντας έτσι την επιβίωση της Κουβανικής Επανάστασης, συμβάλλοντας στην νίκη της Βιετναμέζικης Επανάστασης και εξασφαλίζοντας την ύπαρξη της Επανάστασης στην Αγκόλα. Όταν ο Τρότσκι είχε ορίσει πως η ΕΣΣΔ στην εξωτερική της πολιτική δρούσε πλέον ως αντεπαναστατική δύναμη, απέκλειε την πιθανότητα το καθεστώς να έπαιρνε τέτοιου είδους συνειδητές και ηθελημένες πράξεις, οι οποίες ήταν το ακριβώς αντίθετο συγκριτικά με την στάση του Στάλιν απέναντι στην Ισπανία, την Γιουγκοσλαβία και την Ελλάδα

 Η δεύτερη πρόβλεψη που δεν μπόρεσε να επιβεβαιώσει το θεωρητικό σχήμα του Τρότσκι ήταν ακόμα πιο σημαντικό. Για αυτόν ο Σταλινισμός ήταν επί της ουσίας ένα εργαλείο της γραφειοκρατίας, το οποίο συγκροτούταν πάνω από μία διαλυμένη εργατική τάξη στο όνομα του εθνικό-ρεφορμιστικού μύθου του Σοσιαλισμού σε μία χώρα. Εκτιμούσε λοιπόν πως έπειτα από το 1933 τα κόμματα που συμμετείχαν στην Κομιντερν αποτελούσαν απλά ενεργούμενα του ΚΚΣΕ, ανίκανα να αποτελέσουν φορείς σοσιαλιστικής επανάστασης στις χώρες τους επειδή αυτό θα τα έθετε ενάντια στις κατευθυντήριες του Στάλιν.

Το ανώτατο όριο της δράσης αυτών των κομμάτων -και αυτό ως εξαίρεση- θα ήταν αν αναγκαζόντουσαν να πάρουν την εξουσία ενάντια στην ίδια την θέληση τους στην περίπτωση μαζικής εξέγερσης των μαζών. Ήλπιζε πως η βιομηχανοποιημένη Δύση θα αποτελούσε το επόμενο επεισόδιο στην υπόθεση της διεύρυνσης του σοσιαλισμού με υποκείμενα τα αντισταλινικά κόμματα στον απόηχο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Όπως γνωρίζουμε η Ιστορία πήρε άλλη στροφή. Η Επανάσταση ναι μεν διευρύνθηκε, όμως μόνο στις υπανάπτυκτες περιοχές της Ασίας και των Βαλκανίων. Επίσης αυτές οι επαναστάσεις -η Κινεζική, η Βιετναμέζικη, η Γιουγκοσλαβική, και η Αλβανική- οργανώθηκαν και καθοδηγήθηκαν από τα τοπικά κομμουνιστικά κόμματα, που ήταν πιστά στον Στάλιν και ήταν οργανικά δεμένα με τις δομές του ΚΚΣΕ. Αυτά τα κόμματα κινητοποιήθηκαν ενεργά, δεν αποτέλεσαν απλώς παθητικά ενεργούμενα των μαζών στις χώρες τους και συνέβαλαν στην εξέλιξη των γεγονότων παγκοσμίως που ακολούθησαν την Οκτωβριανή Επανάσταση. Άλλες φορές το αποτέλεσμα ήταν σε προοδευτική κατεύθυνση άλλες σε αντιδραστική, άλλες σε επαναστατική και άλλες σε αντεπαναστατική, όμως σε κάθε περίπτωση διαμόρφωσαν εν τέλει το φαινόμενο που σήμερα αποκαλούμε Σταλινισμός.

 

Βιβλιογραφία

 

* Text of a talk given in Paris in 1982.

 

1 The New Course, Ann Arbour 1965, p. 45.

2 Ibid, p. 45.

3 Ibid, p. 22.

4 Ibid, p. 24.

5 The Class Nature of the Soviet State, London 1968, p. 4.

6 Ibid, p. 32.

7 The Revolution Betrayed, New York 1945, p. 112.

8 Ibid, p. 276.

9 In Defense of Marxism, New York 1965, p. 15.

 

*Ο Πέρρυ Άντερσον γεννήθηκε το 1938. Σήμερα διδάσκει Ιστορία και Κοινωνιολογία στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Λος Άντζελες (UCLA). Αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους σύγχρονους μαρξιστές διανοητές, με καταλυτικό ρόλο στη μετακένωση ριζοσπαστικών ιδεών της ηπειρωτικής Ευρώπης στον αγγλοσαξονικό κόσμο, καθώς και στην κριτική προς τα θεωρητικά ρεύματα του μεταμοντερνισμού. Διηύθυνε τη βρετανική «Επιθεώρηση της Νέας Αριστεράς» («New Left Review») από το 1962 έως το 1982 και εκ νέου από το 2000 έως το 2003, ενώ παραμένει μέχρι σήμερα στη συντακτική της επιτροπή.

Αρθρογραφεί επίσης συχνά στο «London Review of Books», σχολιάζοντας τις τρέχουσες εξελίξεις σε συνδυασμό με μιαν ευρύτατη εποπτεία των ιστορικών και πολιτισμικών δεδομένων. Στα ελληνικά κυκλοφορούν τα βιβλία του: «Ο δυτικός μαρξισμός» (μτφρ. Αλέκος Π. Ζάννας, εκδ. Κέδρος), «Το απολυταρχικό κράτος» (μτφρ. Ελένη Αστερίου, εκδ. Οδυσσέας), «Από την αρχαιότητα στον φεουδαρχισμό» (μτφρ. Ελένη Αστερίου, εκδ. Οδυσσέας) και «Οι διαιρέσεις της Κύπρου» (μτφρ. Κώστας Ράπτης, εκδ. Άγρα). Ο πρώτος τόμος της ελληνικής έκδοσης της «New Left Review» από τις εκδόσεις Άγρα (2006, μτφρ. Κώστας Ράπτης) περιλαμβάνει τα άρθρα του «Ο ποταμός του χρόνου» και «Όπλα και δικαιώματα: ο Ρωλς, ο Χάμπερμας και ο Μπόμπιο σε εποχή πολέμου».

 

 

 

Πηγή: https://avantgarde2009.wordpress.com/2016/12/17/trotskys-interpretation-of-stalinism/

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *