V.I. Lenin -Η Μαρξιστική θεωρία των κρίσεων και η κριτική της μικροαστικής πολιτικής οικονομίας

 

Το κείμενο είχε δημοσιευτεί για πρώτη φορά το 2011, στην πρώτη μορφή του ιστολογίου.

 

Εισαγωγή της συντακτικής επιτροπής.

 

 

«Η κρίση οφείλεται στον στραγγαλισμό της αγοράς και την πτώση της κατανάλωσης», «η κρίση θα λυθεί όταν κυκλοφορήσει ζεστό χρήμα στην αγορά και ανέβει η κατανάλωση», «η κρίση οφείλεται στην άδικη αναδιανομή του εισοδήματος», «η κρίση χρειάζεται αναπτυξιακή πολιτική που θα τονώσει τη ζήτηση». Πόσες φορές οι εργαζόμενοι έχουν ακούσει-και πόσες θα ακούσουν ακόμα- αυτά τα επιχειρήματα η και άλλα παρόμοια από απολογητές του συστήματος σαν ερμηνείες και «λύσεις» για την κρίση;. Μάλλον είναι δύσκολο να υπολογίσει κανείς αφού παρόμοιες απόψεις –συχνά με «αντικαπιταλιστικό» και «μαρξιστικό» περιτύλιγμα- προβάλλονται καθημερινά σε έντυπα και τα ιστολόγια όχι μόνο κατεστημένων απόψεων και αντιλήψεων (που ισχυρίζονται ότι αντιπολιτεύονται τα μνημόνια) αλλά και των διάφορων εκδοχών της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας.

 Κοινό τους σημείο είναι η αναφορά σε μια υποκαταναλωτική προσέγγιση της κρίσης και η αναζήτηση του προβλήματος όχι στην ίδια την καπιταλιστική παραγωγή αλλά στην κατανάλωση και την «δίκαιη» αναδιανομή του εισοδήματος. Το ίδιο το σύστημα, από το ξέσπασμα της κρίσης το 2008, προβάλει αυτήν την αναβίωση του «Κευνσιανισμού» σαν ιδεολογικό μοχλό ενσωμάτωσης (εκείνη τη σημαδιακή χρονιά το νόμπελ οικονομικών δόθηκε στον Paul Krugman, ο οποίος συχνά αναφέρεται σε εφημερίδες σαν το «Βήμα» αλλά και σε αριστερά ιστόλογια) που σάλπισε την «επιστροφή του Κευνσιανισμού».

 Η υποκαταναλωτική προσέγγιση της κρίσης έχει τις ρίζες της στο έργο του Ελβετού Simonde de Sismondi (1773-1842), ενός πρωτοποριακού για την εποχή του οικονομολόγου, ο οποίος ανέπτυξε μια κριτική του καπιταλισμού απορρίπτοντας την θεωρία των κλασικών οικονομολόγων (και συγκεκριμένα το νόμο του Say). Η θεωρία του στηριζόταν στο επιχείρημα ότι ο όγκος της παραγωγής περιορίζεται από την κλίμακα της κατανάλωσης και η κλίμακα της κατανάλωσης από το εισόδημα. Κατά συνέπεια πίστευε ότι οι κρίσεις είχαν αιτία το μειωμένο εισόδημα και την μειωμένη αγοραστική δύναμη του πληθυσμού που συρρίκνωνε την εσωτερική αγορά. Ο καπιταλισμός ήταν μια κοινωνική μάστιγα που μέσω της υποκατανάλωσης των λαϊκών μαζών οδηγούσε στην εξαθλίωση. Καθώς η οπτική του Sismondi ήταν αυτή της μικροαστικής τάξης στρατεύτηκε στην υπεράσπιση της μικρής επιχείρησης και στη βελτίωση του καπιταλισμού μέσω μεταρρυθμίσεων.

 Οι θεωρίες του Sismondi τέθηκαν στο περιθώριο με την ανάπτυξη της κλασικής πολιτικής οικονομίας και κυρίως με την Μαρξιστική κριτική. Επανεμφανίστηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα στο έργο του «αιρετικού» Hobson (που αργότερα έγινε γνωστός με την εργασία για τον ιμπεριαλισμό) και, μέσα και από αυτό το έργο, πέρασαν, σε διάφορες εκδοχές, και στο ρεύμα του Κευνσιανισμού ενώ δεν άφησαν άθικτη και τη Μαρξιστική συζήτηση. Όμως αποτέλεσαν και το επίκεντρο της διαμάχης γύρω από τις οικονομικές θεωρίες των ναροντνικών, ενός ρεύματος που υποστήριζε ότι ο καπιταλισμός στη Ρωσία είναι αδύνατο να αναπτυχθεί λόγω της αδύναμης «εσωτερικής αγοράς» που θα οδηγούσε αναπόφευκτα στην «υποκατανάλωση». Αναπαράγοντας όλες τις βασικές θέσεις του Sismondi οι θεωρητικοί του ναροντνικισμού (που ήταν, μέχρι το 1900 το κυρίαρχο ρεύμα στην αριστερή ρωσική διανόηση και δήλωναν σχεδόν όλοι «Μαρξιστές») προσπαθούσαν να αποδείξουν ότι καθώς ο καπιταλισμός στην Ρωσία δεν μπορούσε να αναπτυχθεί, η διέξοδος βρισκόταν σε μια αγροτική οικονομία, με κέντρο τις αγροτικές κοινότητες.

 Ο Λένιν, με το πρωτοποριακό για την εποχή του έργο (γράφτηκε το 1897 στην Σιβηρία όπου είχε εξοριστεί) «Χαρακτηρισμός του οικονομικού ρομαντισμού» (από το οποίο δημοσιεύουμε παρακάτω εκτενή αποσπάσματα) συγκρούστηκε με αυτές τις απόψεις. Για να αντιμετωπίσει τους ναροντνικούς θεωρητικούς της υποκατανάλωσης επικέντρωσε στις θεωρίες του Sismondi με βάση το «Κεφάλαιο». Ο Λένιν διατύπωσε, μέσα από την κριτική του τις εξής (μεταξύ άλλων) θέσεις: Α) η κατανάλωση δεν μπορεί να διαχωριστεί από την παραγωγή. Δεν μπορεί να μελετηθεί χωριστά. Β) Ο Μαρξισμός δεν διαφέρει από τις υποκαταναλωτικές θεωρίες στο ότι επικεντρώνεται μόνο στην παραγωγή (ενώ αυτές οι θεωρίες στην υποκατανάλωση) αλλά στο ότι στην ενότητα παραγωγής-κατανάλωσης αποδίδει πρωταρχικό ρόλο στην πρώτη ενώ οι υποκαταναλωτικές θεωρίες την αγνοούν Γ) Οι υποκαταναλωτικές θεωρίες και η Μαρξιστική κριτική αποτελούν διαφορετικές προσεγγίσεις που δεν μπορούν να συνυπάρξουν σαν «σούπα» οικονομικής ανάλυσης. Δ) Η κατανάλωση εξαρτάται απο τη συσσώρευση και την παραγωγή Ε) Η ανισομετρία παραγωγής-κατανάλωσης όχι μόνο δεν είναι σύμπτωμα κρίσης αλλά θεμελιώδης «νόμος» και όρος ύπαρξης του καπιταλισμού, μέσα στον οποίο δεν μπορεί να αναιρεθεί, γιατί η ανισομετρία στην κατανάλωση πηγάζει από ανισομετρίες στην παραγωγή και όχι από πρόβλημα ρευστότητας η αναδιανομής ΣΤ) Οι κρίσεις στον καπιταλισμό δεν προέρχονται από την υστέρηση της κατανάλωσης αλλά από την αναρχία στην παραγωγή, την αντίθεση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και στον ατομικό χαρακτήρα της ιδιοποίησης. Για αυτό εξάλλου και οι κρίσεις είναι δομικό στοιχείο του καπιταλισμού και όχι αποτέλεσμα «παραλογισμού» όπως υποστηρίζουν οι Κευνσιανοί σαν τον Krugman, η «άδικης αναδιανομής» όπως ισχυρίζονται διάφοροι «Μαρξιστές».

 Αυτές οι θέσεις (που παραθέτουμε ενδεικτικά καθώς το κείμενο του Λένιν δεν μένει σε αυτές) κάνουν εξαιρετικά επίκαιρη την κριτική του στις υποκαταναλωτικές θεωρίες και τις θεωρίες στήριξης της ζήτησης χωρίς αλλαγή στις δομές τις παραγωγής, που σήμερα -με διαφορετικό τρόπο- κυριαρχούν στον λόγο της αριστεράς.

 

V.I. Lenin

 

Ο χαρακτήρας του οικονομικού ρομαντισμού

 

Άπαντα, τόμος 2, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, σελ 125-274

 

Επεξεργασία για το διαδίκτυο: Praxis

 

 

………….Ο Σισμόντι από τη λαθεμένη θεωρία του Άνταμ Σμίθ βγάζει το συμπέρασμα ότι η παραγωγή πρέπει να αντιστοιχεί στην κατανάλωση, ότι η παραγωγή καθορίζεται από το εισόδημα. Όλο το VI κεφάλαιο: «ο αλληλοκαθορισμός της παραγωγής από την κατανάλωση και των εξόδων από το εισόδημα» είναι αφιερωμένο σε ένα λεπτομερειακό αναμάσημα της «αλήθειας» αυτής. (που δείχνει ότι δεν καταλαβαίνει καθόλου το χαρακτήρα της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής). ……………..Στην αρχή-αρχή του έργου, στο εισαγωγικό μέρος (βιβλίο Ι, ιστορία της επιστήμης), μιλώντας για τον Άνταμ Σμίθ, δηλώνει, ότι «συμπληρώνει» τον Σμιθ με τη θέση ότι «η κατανάλωση είναι ο μοναδικός σκοπός της συσσώρευσης» (Ι,51). «Η κατανάλωση –λέει-καθορίζει την αναπαραγωγή», (Ι,119-120), «οι εθνικές δαπάνες πρέπει να ρυθμίζουν το εθνικό εισόδημα» (Ι,113), και άλλες παρόμοιες θέσεις διανθίζουν όλο το έργο. ……..οι κλασικοί , αν και δεν μπόρεσαν να εξηγήσουν το προτσές της κοινωνικής παραγωγής του κεφαλαίου, αν και δεν μπόρεσαν να απαλλαγούν από το λάθος του Σμίθ, ότι η κοινωνική παραγωγή αποτελείται τάχα από δύο μέρη, ωστόσο διατύπωσαν την απόλυτα σωστή θέση η παραγωγή δημιουργεί μόνη της αγορά για τον εαυτό της, καθορίζει μόνη της την κατανάλωση. Και ξέρουμε ότι την αντίληψη αυτή για τη συσσώρευση την πήρε από τους κλασικούς και η θεωρία του Μαρξ……..

 ……..Τέλος, από την ίδια πάλι αυτή θεωρία της ταύτισης του εισοδήματος με την εθνική παραγωγή πήγασε η θεωρία του Σισμόντι για τις κρίσεις. Από την θεωρία του για την ανάγκη να αντιστοιχεί η παραγωγή στο εισόδημα βγήκε μόνη της η άποψη ότι και η κρίση είναι αποτέλεσμα της παραβίασης αυτής ης αντιστοιχίας, αποτέλεσμα της υπέρμετρης παραγωγής, που έχει ξεπεράσει την κατανάλωση. Από την περικοπή, που αναφέραμε τώρα-δα, φαίνεται καθαρά ότι ο Σισμόντι θεωρούσε βασικά αιτία των κρίσεων αυτήν ακριβώς τη δυσαναλογία της παραγωγής προς την κατανάλωση και μάλιστα έβαζε στην πρώτη θέση την υποκατανάλωση των μαζών του λαού, των εργατών. Για αυτό το λόγο και η θεωρία των κρίσεων του Σισμόντι (που την αντέγραψε και Ροντμπέρτους) είναι γνωστή στην οικονομική επιστήμη σαν υπόδειγμα των θεωριών, που αποδίδουν τις κρίσεις στην υποκατανάλωση (Underconsumption).

 ……..η έννοια του κεφαλαίου και του εισοδήματος δεν μπορεί να μεταφερθεί άμεσα από το ατομικό προϊόν στο κοινωνικό……..δεν μπορούμε να μιλάμε για προϊόντα γενικά χωρίς να παίρνουμε υπόψη την υλική τους μορφή. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για το κοινωνικό εισόδημα, δηλ για το προϊόν που πάει στην κατανάλωση. Κάθε προϊόν όμως δεν μπορεί να καταναλωθεί με την έννοια της ατομικής κατανάλωσης: οι μηχανές, το κάρβουνο, το σίδερο και τα άλλα προϊόντα αυτού του είδους δεν καταναλώνονται ατομικά, αλλά παραγωγικά. Από την άποψη του ξεχωριστού επιχειρηματία η διάκριση αυτή ήταν περιττή: όταν λέγαμε ότι η εργάτες καταναλώνουν το μεταβλητό κεφάλαιο, παραδεχόμασταν ότι ανταλλάσουν στην αγορά με είδη κατανάλωσης τα χρήματα, που πήραν οι κεφαλαιοκράτες για τις μηχανές που παρήγαγαν οι εργάτες, και πλήρωσαν με αυτά τους εργάτες. Εδώ δεν μας ενδιαφέρει η ανταλλαγή αυτών των μηχανών με σιτηρά.

 Από κοινωνική άποψη όμως η ανταλλαγή αυτή δεν μπορεί πια να υπονοείται: δεν μπορούμε να πούμε όλη η τάξη των κεφαλαιοκρατών, που παράγουν μηχανές, σίδερο κλπ, τα πουλάει κι έτσι τα πραγματοποιεί. Το ζήτημα εδώ είναι πώς ακριβώς γίνεται η πραγματοποίηση, δηλαδή η αναπλήρωση όλων των μερών του κοινωνικού προϊόντος. Για το λόγο αυτό, στο συλλογισμό για το κοινωνικό κεφάλαιο και το κοινωνικό εισόδημα-η πράγμα που είναι το ίδιο, για την πραγματοποίηση του προϊόντος στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία-αφετηρία πρέπει να είναι ο χωρισμός του κοινωνικού προϊόντος σε δύο τελείως διαφορετικά είδη: στα μέσα παραγωγής και στα είδη κατανάλωσης. Τα πρώτα μπορούν να καταναλωθούν μόνο παραγωγικά, τα δεύτερα μόνον ατομικά. Τα πρώτα μπορούν να χρησιμεύουν μόνον σαν κεφάλαιο, τα δεύτερα πρέπει να γίνουν εισόδημα, δηλ να εξαφανιστούν καταναλωμένα από τους εργάτες και τους κεφαλαιοκράτες. Τα πρώτα πάνε ολοκληρωτικά στους κεφαλαιοκράτες, τα δεύτερα κατανέμονται ανάμεσα στους εργάτες και τους κεφαλαιοκράτες.

 Μιας και έγινε κατανοητός ο χωρισμός αυτός και διορθώθηκε το λάθος του Α.Σμίθ. που δεν υπολόγιζε στο κοινωνικό προϊόν το σταθερό μέρος του (δηλ το μέρος που αναπληρώνει το σταθερό κεφάλαιο), το ζήτημα της πραγματοποίησης του προϊόντος στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία γίνεται πιο καθαρό. Είναι ολοφάνερο ότι δεν μπορούμε να μιλάμε για πραγματοποίηση του μισθού της εργασίας με την κατανάλωση των εργατών, και της υπεραξίας-με την κατανάλωση των κεφαλαιοκρατών και μόνο (1). Οι εργάτες μπορούν να καταναλώσουν το μισθό εργασίας και οι κεφαλαιοκράτες την υπεραξία μόνο στην περίπτωση που το προϊόν αποτελείται από είδη κατανάλωσης, δηλ όταν ανήκει μόνο στην μία υποδιαίρεση της κοινωνικής παραγωγής. Δεν μπορούν όμως «να καταναλώσουν» το προϊόν, που αποτελείται από μέσα παραγωγής: αυτό πρέπει να το ανταλλάξουν με είδη κατανάλωσης. Με ποιο όμως μέρος (από την άποψη της αξίας) των ειδών κατανάλωσης μπορούν να ανταλλάξουν το προϊόν τους; Είναι ολοφάνερο, πως μόνο με το σταθερό μέρος (σταθερό κεφάλαιο), επειδή τα υπόλοιπα δύο μέρη αποτελούν το φόντο κατανάλωσης των εργατών και των κεφαλαιοκρατών, που παράγουν τα είδη κατανάλωσης.

 Η ανταλλαγή αυτή, πραγματοποιώντας την υπεραξία και το μισθό εργασίας των κλάδων, που παράγουν μέσα παραγωγής, πραγματοποιεί έτσι το σταθερό κεφάλαιο των κλάδων, που παράγουν είδη κατανάλωσης. Πραγματικά, ο κεφαλαιοκράτης, που παράγει λ.χ ζάχαρη, έχει με τη μορφή ζάχαρης το μέρος του προϊόντος, που πρέπει να αναπληρώσει το σταθερό κεφάλαιο (δηλ τις πρώτες ύλες, τα βοηθητικά υλικά, τις μηχανές, τα κτίρια κτλ). Για να πραγματοποιήσει το μέρος αυτό, πρέπει να πάρει στη θέση αυτού του είδους κατανάλωσης τα αντίστοιχα μέσα παραγωγής. Η πραγματοποίηση του μέρους αυτού θα γίνει συνεπώς ανταλλάσοντας το είδος κατανάλωσης με προϊόντα, που χρησιμοποιούν σαν μέσα παραγωγής. Η πραγματοποίηση αυτή ενμέρει γίνεται με το ότι ένα μέρος της παραγωγής, στη φυσική του μορφή, μπαίνει πάλι στην παραγωγή (λχ, ένα μέρος του κάρβουνου, που παράγει η επιχείρηση εξόρυξης πετροκάρβουνου, πηγαίνει πάλι στην εξόρυξη κάρβουνου, ένα μέρος από τα σιτηρά, που παράγουν οι φέρμερς, χρησιμοποιείται πάλι για τη σπορά κτλ) και εν μέρει πραγματοποιείται με την ανταλλαγή ανάμεσα στους διάφορους κεφαλαιοκράτες της ίδιας υποδιαίρεσης: λόγου χάρη, η παραγωγή σίδερου, χρειάζεται πετροκάρβουνο και η εξόρυξη πετροκάρβουνου χρειάζεται σίδερο. Οι κεφαλαιοκράτες, που παράγουν αυτά τα δύο προϊόντα, πραγματοποιούν με την αμοιβαία ανταλλαγή εκείνο το μέρος των προϊόντων αυτών, που αναπληρώνει το σταθερό τους κεφάλαιο.

 Η ανάλυση αυτή (τη διατυπώσαμε, το ξαναλέμε, με την πιο συμπυκνωμένη μορφή, για το λόγο που αναφέραμε πιο πάνω) έδωσε τη λύση στη δυσκολία εκείνη, που την παραδέχονταν όλοι οι οικονομολόγοι, εκφράζοντας την με τη φράση: «εκείνο που είναι κεφάλαιο για τον έναν είναι εισόδημα για τον άλλον». Η ανάλυση αυτή έδειξε όλο το λάθος της αναγωγής της κοινωνικής παραγωγής μόνο σε ατομική κατανάλωση……..

……..Τώρα μπορούμε να περάσουμε στην εξέταση των συμπερασμάτων, που έβγαλε ο Σισμόντι (και οι άλλοι ρομαντικοί) από τη λαθεμένη θεωρία του. ……..Το πρώτο λαθεμένο συμπέρασμα από τη λαθεμένη θεωρία αφορά τη συσσώρευση. Ο Σισμόντι δεν κατάλαβε καθόλου την κεφαλαιοκρατική συσσώρευση και στη ζωηρή συζήτηση, που είχε πάνω σε αυτό το ζήτημα με τον Ρικάρντο, αποδείχτηκε ότι, στην ουσία, ο τελευταίος είχε δίκιο. Ο Ρικάρντο υποστήριζε ότι η παραγωγή μόνη της δημιουργεί αγορά για τον εαυτό της, ενώ ο Σισμόντι το αρνιόταν αυτό, στηρίζοντας πάνω στην άρνηση αυτή τη θεωρία του για τις κρίσεις. Φυσικά, και ο Ρικάρντο δεν μπόρεσε να διορθώσει το προαναφερόμενο βασικό λάθος του Σμίθ, και συνεπώς δεν μπόρεσε να λύσει το ζήτημα της σχέσης κοινωνικού κεφαλαίου και εισοδήματος και της πραγματοποίησης του προϊόντος (ο Ρικάρντο ούτε καν ασχολήθηκε με τα προβλήματα αυτά), έδωσε όμως ενστιχτώδικα το χαρακτηρισμό στην ίδια την ουσία του αστικού τρόπου παραγωγής, τονίζοντας το εντελώς αναμφισβήτητο γεγονός ότι η συσσώρευση είναι ξεπέρασμα του εισοδήματος από την παραγωγή. Από την άποψη της νεότατης ανάλυσης αποδείχνεται ότι έτσι ακριβώς έχει το ζήτημα.

Η παραγωγή, πραγματικά, δημιουργεί αγορά για τον εαυτό της: η παραγωγή χρειάζεται μέσα παραγωγής-και αυτά αποτελούν ειδικό τομέα της κοινωνικής παραγωγής, που απασχολεί μιαν ορισμένη μερίδα εργατών και δίνει ειδικό προϊόν. Το προϊόν αυτό πραγματοποιείται ενμέρει μέσα στον ίδιο αυτόν τομέα και εν μέρει κατά την ανταλλαγή με τον άλλο τομέα-την παραγωγή μέσων κατανάλωσης. Η συσσώρευση είναι πραγματικά ξεπέρασμα του εισοδήματος (είδη κατανάλωσης) από την παραγωγή. Για να διευρύνεται η παραγωγή («να γίνεται συσσώρευση» με την αυστηρή σημασία του όρου), είναι απαραίτητο να παραχθούν στην αρχή μέσα παραγωγής» (2), και για το λόγο αυτό χρειάζεται συνεπώς, να διευρυνθεί το τμήμα εκείνο της κοινωνικής παραγωγής, που παράγει μέσα παραγωγής, χρειάζεται να τραβηχτούν στο τμήμα αυτό εργάτες, που παρουσιάζουν ήδη ζήτηση και σε είδη κατανάλωσης. Συνεπώς η «κατανάλωση» αναπτύσσεται ακολουθώντας τη «συσσώρευση» η ακολουθώντας την «παραγωγή», όσο κι αν φαίνεται παράξενο, δεν μπορεί όμως να γίνει και διαφορετικά στην καπιταλιστική κοινωνία.

Συνεπώς, στην ανάπτυξη αυτών των δύο τμημάτων της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής όχι μόνο δεν είναι υποχρεωτική η ισομετρία, αλλά, αντίθετα, είναι αναπόφευκτη η ανισομετρία. Είναι γνωστό, ότι ο νόμος της ανάπτυξης του κεφαλαίου συνίσταται στο ότι το σταθερό κεφάλαιο αυξάνει πιο γρήγορα από το μεταβλητό, δηλ ένα όλο και μεγαλύτερο μέρος από τα νεοδημιουργημένα κεφάλαια πάει στο τμήμα της κοινωνικής οικονομίας, που παράγει μέσα παραγωγής. Συνεπώς, το τμήμα αυτό αναπτύσσεται κατανάγκην πιο γρήγορα από το τμήμα που παράγει είδη κατανάλωσης, δηλ συμβαίνει ακριβώς εκείνο που ο Σισμόντι ονόμασε «αδύνατο», «επικίνδυνο» κτλ. Συνεπώς, τα προϊόντα της ατομικής κατανάλωσης πιάνουν στο σύνολο της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής όλο και μικρότερο μέρος. Και αυτό ανταποκρίνεται στην ιστορική «αποστολή» του καπιταλισμού και στην ειδική κοινωνική του διάρθρωση: η πρώτη βρίσκεται ακριβώς στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας (παραγωγή για την παραγωγή), η δεύτερη αποκλείει τη χρησιμοποίηση τους από τη μάζα του πληθυσμού.

…………ο Σισμόντι απλούστατα γυρίζει τις πλάτες στην πραγματικότητα, όπως παρουσιάζεται στην ειδική, την ιστορικά καθορισμένη μορφή της και στη θέση της ανάλυσης βάζει τη μικροαστική ηθική…………Μήπως όμως και τα γραφτά των δικών μας σύγχρονων ρομαντικών……δεν είναι παραγεμισμένα με παρόμοια πράγματα; «Ας σκεφτούν καλά οι επιχειρηματίες των τραπεζών……..» θα βρεθεί άραγε αγορά για τα εμπορεύματα;» (ΙΙ, 101-102)…………….

Πώς η μη κατανόηση της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης συνδέεται με τη λαθεμένη αναγωγή όλης της παραγωγής στην παραγωγή ειδών κατανάλωσης, -αυτό το δείχνει παραστατικά ένα παράδειγμα, που παραθέτει ο Σισμόντι στο κεφάλαιο VII: «Τα αποτελέσματα της πάλης για το φτήναιμα της παραγωγής» (βιβλίο IV: «Για τον εμπορικό πλούτο»)

Ας υποθέσουμε, λέει ο Σισμόντι, ότι ο κάτοχος ενός υφαντουργείου έχει κυκλοφοριακό κεφάλαιο 100.000 φράγκα, που του δίνουν 15.000 κέρδος. Από το ποσό αυτό οι 6.000 αποτελούν τον τόκο του κεφαλαίου και μένουν στον κεφαλαιοκράτη και οι 9.000 το επιχειρησιακό κέρδος του εργοστασιάρχη. Άς υποθέσουμε ότι χρησιμοποιεί την εργασία 100 εργατών, που ο μισθός εργασίας τους φτάνει τις 30.000 φράγκα. Άς υποθέσουμε, σε συνέχεια, ότι γίνεται αύξηση του κεφαλαίου, διεύρυνση της παραγωγής («συσσώρευση»). Αντί 100.000 φράγκα το κεφάλαιο θα είναι 200.000 φράγκα, τοποθετημένα στο πάγιο κεφάλαιο και 200.000-στο κυκλοφοριακό, συνολικά 400.000 φράγκα. Το κέρδος και ο τόκος=32.000+16.000 φράγκα, γιατί το επιτόκιο κατέβηκε από 6% σε 4%. Ο αριθμός των εργατών διπλασιάστηκε, ο μισθός όμως, εργασίας κατέβηκε από 300 σε 200 φράγκα, δηλ συνολικά 40.000 φράγκα.

Έτσι η παραγωγή τετραπλασιάστηκε (3). Και ο Σισμόντι συνοψίζει τα αποτελέσματα: «το εισόδημα» είτε «η κατανάλωση» ήταν στην αρχή 45.000 φράγκα (30.000 ο μισθός εργασίας+6.000 ο τόκος+9.000 το κέρδος), ενώ τώρα είναι 88.000 φράγκα (40.000 ο μισθός εργασίας +16.000 ο τόκος+32.000 το κέρδος). «Η παραγωγή τετραπλασιάστηκε,-λέει ο Σισμόντι,-ενώ η κατανάλωση ούτε καν διπλασιάστηκε. Δεν πρέπει να υπολογίζεται η κατανάλωση των εργατών που κατασκεύασαν τις μηχανές. Αυτή καλύφθηκε με τις 200.000 φράγκα, που χρησιμοποιήθηκαν για το σκοπό αυτό και αποτελεί πια μέρος του λογαριασμού άλλου εργοστασίου όπου θα έχουμε τα ίδια πράγματα» (Ι, 405-406).

Ο υπολογισμός του Σισμόντι αποδείχνει ότι μειώνεται το εισόδημα όταν αυξάνει η παραγωγή. Το γεγονός αυτό είναι αναμφισβήτητο. Ο Σισμόντι όμως δεν βλέπει, ότι με το παράδειγμα του χτυπά τη δική του θεωρία πραγματοποίησης του προϊόντος στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία. Είναι περίεργη η παρατήρηση του, ότι «δεν πρέπει να υπολογίζεται» η κατανάλωση των εργατών, που παρήγαγαν τις μηχανές. Γιατί; Γιατί, πρώτο, καλύφθηκε με τα 200.000 φράγκα. Συνεπώς, το κεφάλαιο μεταφέρθηκε στον τομέα που παράγει μέσα παραγωγής. Αυτά τα μέσα παραγωγής αποτελούν ειδικό προϊόν, που δεν «πραγματοποιείται» με την ατομική κατανάλωση και, συνεπώς, όσο πιο γρήγορα προχωρεί η συσσώρευση, τόσο πιο έντονα αναπτύσσεται ο τομέας της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, που δίνει προϊόντα όχι για την ατομική, αλλά για την παραγωγική κατανάλωση. Δεύτερο, απαντά ο Σισμόντι, αυτοί είναι εργάτες άλλου εργοστασίου, όπου μπορεί να παρουσιαστούν τα ίδια γεγονότα (ou les memes faits pourront se representer).

Όπως βλέπετε, πρόκειται για επανάληψη της παραπομπής του αναγνώστη από «από τον Πόντιο στον Πιλάτο» κατά τον τρόπο του Σμίθ. Όμως και σε αυτό το άλλο «εργοστάσιο» χρησιμοποιείται σταθερό κεφάλαιο, και η παραγωγή του προσφέρει επίσης αγορά στην υποδιαίρεση εκείνη της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, που παράγει μέσα παραγωγής! Όσο κι αν μετατοπίσουμε το ζήτημα από τον έναν κεφαλαιοκράτη στον άλλον και από εκείνον σε κάποιο τρίτο,-με αυτό δεν πρόκειται να εξαφανιστεί η υποδιαίρεση, που αναφέραμε, και η «εσωτερική αγορά» δεν θα περιοριστεί μόνο στα είδη κατανάλωσης. Για το λόγο αυτό, όταν ο Σισμόντι λέει ότι «ο υπολογισμός αυτός ανατρέπει………ένα από τα αξιώματα, στο οποίο επέμεινα περισσότερο από όλα στην πολιτική οικονομία και συγκεκριμένα, ότι ο πιο ελεύθερος συναγωνισμός καθορίζει την πιο συμφέρουσα ανάπτυξη της βιομηχανίας» (Ι,407), δε βλέπει ότι «ο υπολογισμός αυτός» αναιρεί επίσης και αυτόν τον ίδιο.

Είναι αναμφισβήτητο ότι η εισαγωγή μηχανών, εκτοπίζοντας τους εργάτες, χειροτερεύει την κατάσταση τους και είναι αναμφισβήτητη η υπηρεσία του Σισμόντι, που διαπίστωσε το πράγμα αυτό από τους πρώτους. Αυτό όμως δεν εμποδίζει καθόλου να είναι τελείως λαθεμένη η θεωρία του για τη συσσώρευση και την εσωτερική αγορά. Ο υπολογισμός του δείχνει παραστατικά εκείνο ακριβώς το φαινόμενο, που ο Σισμόντι όχι μόνο το αρνιόταν, μα και το μετέτρεπε μάλιστα σε επιχείρημα ενάντια στον καπιταλισμό, λέγοντας ότι η συσσώρευση και η παραγωγή πρέπει να αντιστοιχούν στην κατανάλωση, διαφορετικά θα υπάρχει κρίση. Ο υπολογισμός δείχνει ακριβώς ότι η συσσώρευση και η παραγωγή πρέπει ξεπερνούν την κατανάλωση και ότι δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά, γιατί η συσσώρευση γίνεται κυρίως στα μέσα παραγωγής, που δεν μπαίνουν στην «κατανάλωση»………..

……..Αυτό το ξεπέρασμα είναι απαραίτητο σε κάθε συσσώρευση, που ανοίγει μια καινούργια αγορά για τα μέσα παραγωγής, χωρίς μια αντίστοιχη αύξηση της αγοράς για τα είδη κατανάλωσης, και με περιορισμό μάλιστα της αγοράς αυτής (4). Έπειτα απορρίπτοντας τη θεωρία για τα πλεονεκτήματα του ελεύθερου συναγωνισμού, Ο Σισμόντι δε βλέπει, ότι μαζί με την κούφια αισιοδοξία πετάει έξω και την αδιαφιλονίκητη αλήθεια και συγκεκριμένα, ότι ο ελεύθερος συναγωνισμός αναπτύσσει τις παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας, όπως βγαίνει και πάλι από τον υπολογισμό του……….Η ανάπτυξη αυτή των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας χωρίς αντίστοιχη ανάπτυξη της κατανάλωσης είναι, βέβαια, μια αντίθεση, μα ακριβώς μια τέτοια αντίθεση που υπάρχει στην πραγματικότητα, που βγαίνει από την ίδια την ουσία του καπιταλισμού και δεν μπορεί κανείς να την αποφύγει με συναισθηματικές φράσεις.

Aπό την αντίληψη του Σισμόντι, ότι η συσσώρευση (η αύξηση της παραγωγής γενικά) καθορίζεται από την κατανάλωση, και από τη λαθεμένη ερμηνεία της πραγματοποίησης όλου του κοινωνικού προϊόντος (του εισοδήματος, που αποτελείται από το μερίδιο των εργατών και το μερίδιο των κεφαλαιοκρατών) βγήκε φυσιολογικά και αναπόφευκτα η θεωρία, ότι οι κρίσεις οφείλονται στην αναντιστοιχία παραγωγής και κατανάλωσης. Ο Σισμόντι επέμεινε απόλυτα στη θεωρία αυτή. Τη δανείστηκε και ο Ροντμπέρτους, αλλάζοντας λίγο τη διατύπωση της: εξηγούσε τις κρίσεις λέγοντας ότι ενώ αυξάνει η παραγωγή ελαττώνεται το μερίδιο του προϊόντος, που παίρνουν οι εργάτες, και ταυτόχρονα όλο το κοινωνικό προϊόν το χώριζε εξίσου λαθεμένα, όπως και ο Α.Σμίθ, σε μισθό εργασίας και «πρόσοδο» (σύμφωνα με την ορολογία του η «πρόσοδος» είναι η υπεραξία, δηλ το κέρδος και η γαιοπρόσοδος μαζί).

Η επιστημονική ανάλυση της συσσώρευσης στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία (5) και της πραγματοποίησης του προϊόντος υπέσκαψε όλες τις βάσεις της θεωρίας αυτής, δείχνοντας ταυτόχρονα ότι ακριβώς στην εποχή που προηγείται από τις κρίσεις η κατανάλωση των εργατών αυξάνει, ότι η υποκατανάλωση (που εξηγεί τάχα τις κρίσεις) υπήρχε στα πιο διαφορετικά οικονομικά καθεστώτα, ενώ οι κρίσεις αποτελούν χαρακτηριστικό γνώρισμα μόνον ενός καθεστώτος-του κεφαλαιοκρατικού. Η θεωρία αυτή εξηγεί ότι οι κρίσεις οφείλονται σε μιαν άλλη αντίθεση, και συγκεκριμένα, στην αντίθεση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής (που έχει κοινωνικοποιηθεί από τον καπιταλισμό) και στον ιδιωτικό, τον ατομικό τρόπο ιδιοποίησης. Η βαθιά διαφορά ανάμεσα σε αυτές τις θεωρίες φαίνεται, θα έλεγε κανείς, μόνη της, εμείς όμως πρέπει να σταθούμε πιο λεπτομερειακά σε αυτή, γιατί ακριβώς οι ρώσοι οπαδοί του Σισμόντι προσπαθούν να σβήσουν τη διαφορά αυτή και να μπερδέψουν τα πράγματα.

Οι δύο θεωρίες, για τις κρίσεις, που εξετάζουμε, δίνουν διαφορετική εξήγηση στις κρίσεις. Η πρώτη θεωρία τις εξηγεί με την αντίθεση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και στον ατομικό χαρακτήρα της ιδιοποίησης. Η πρώτη, συνεπώς, βλέπει τη ρίζα του φαινομένου έξω από την παραγωγή (σε αυτό οφείλονται, λχ, οι γενικές επιθέσεις του Σισμόντι ενάντια στους κλασικούς, ότι αγνοούν την κατανάλωση και ασχολούνται μόνο με την παραγωγή. Η δεύτερη τη βλέπει ακριβώς στους όρους της παραγωγής. Για να είμαστε σύντομοι, η πρώτη εξηγεί τις κρίσεις με την υποκατανάλωση (Underconsumption) ,η δεύτερη-με την αναρχία της παραγωγής. Έτσι, και οι δύο θεωρίες, εξηγώντας τις κρίσεις με την αντίθεση που υπάρχει μέσα στο ίδιο το οικονομικό καθεστώς, διαφωνούν πέρα για πέρα σχετικά με τον καθορισμό της αντίθεσης αυτής.

Γεννιέται όμως το ερώτημα: η δεύτερη θεωρία αρνιέται το γεγονός της αντίθεσης ανάμεσα στην παραγωγή και την κατανάλωση, το γεγονός της υποκατανάλωσης; Φυσικά όχι. Αναγνωρίζει απόλυτα το γεγονός αυτό, του παραχωρεί όμως τη δευτερεύουσα θέση που του ταιριάζει, σαν γεγονός αναφερόμενο μόνο στη μία υποδιαίρεση της όλης κεφαλαιοκρατικής παραγωγής. Διδάσκει, ότι το γεγονός αυτό δεν μπορεί να εξηγήσει τις κρίσεις, που οφείλονται σε μιαν άλλη, πιο βασική αντίθεση του σύγχρονου οικονομικού συστήματος και συγκεκριμένα την αντίθεση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και στον ατομικό χαρακτήρα της ιδιοποίησης………….

………Ο Σισμόντι λέει: οι κρίσεις, είναι ενδεχόμενες, επειδή ο εργοστασιάρχης δεν ξέρει τη ζήτηση. Ξεσπούν υποχρεωτικά, επειδή στην κεφαλαιοκρατική παραγωγή δεν μπορεί να υπάρχει ισορροπία παραγωγής και κατανάλωσης (δηλ δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί το προϊόν). Ο Ένγκελς λέει: ξεσπούν οι κρίσεις, επειδή ο εργοστασιάρχης δεν ξέρει τη ζήτηση. Ξεσπούν υποχρεωτικά, όχι γιατί δεν μπορεί γενικά να πραγματοποιηθεί το προϊόν. Αυτό δεν είναι σωστό. Το προϊόν μπορεί να πραγματοποιηθεί. Οι κρίσεις ξεσπούν υποχρεωτικά, επειδή ο συλλογικός χαρακτήρας της παραγωγής έρχεται σε αντίθεση με τον ατομικό χαρακτήρα της ιδιοποιήσης………….Εμείς καταλαβαίνουμε πολύ καλά γιατί οι δικοί μας ρώσοι ρομαντικοί βάζουν όλα τα δυνατά τους για να εξαλείψουν τη διαφορά ανάμεσα στις δύο θεωρίες των κρίσεων που αναφέραμε. Αυτό γίνεται, επειδή με τις παραπάνω θεωρίες συνδέεται αμεσότατα και στενότατα η διαφορετική από άποψη αρχών στάση απέναντι στον καπιταλισμό. Πράγματι , αν αποδόσουμε τις κρίσεις στην αδυναμία να πραγματοποιηθούν τα προϊόντα, στην αντίθεση ανάμεσα στην παραγωγή και την κατανάλωση, καταλήγουμε έτσι στην άρνηση της πραγματικότητας, παρεχόμαστε ότι ο δρόμος, που ακολουθεί ο καπιταλισμός, είναι ασύμφορος, διακηρύσσουμε ότι ο δρόμος αυτός είναι «λαθεμένος» και αρχίζουμε να αναζητούμε άλλους δρόμους». Αποδίδοντας τις κρίσεις στην αντίθεση αυτή, πρέπει να παραδεχτούμε ότι όσο περισσότερο αναπτύσσεται η αντίθεση, τόσο πιο δύσκολο είναι να βγούμε από αυτή…………….

……..Ο Σισμόντι……….. σε όλα τα σημεία διαφέρει από τους κλασικούς κατά το ότι τονίζει τις αντιθέσεις του καπιταλισμού. Αυτό από το ένα μέρος. Από το άλλο, σε κανένα σημείο δεν μπορεί (ούτε και θέλει) να συνεχίσει παραπέρα την ανάλυση των κλασικών και για τον λόγο αυτό περιορίζεται σε μια συναισθηματική κριτική του καπιταλισμού με το πρίσμα του μικροαστού. Η αντικατάσταση αυτή της επιστημονικής ανάλυσης με συναισθηματικά παράπονα και μοιρολόγια τον κάνει να καταλαβαίνει τα πράγματα κατά εξαιρετικά επιπόλαιο τρόπο. Η νεότατη θεωρία, υιοθετώντας τις υποδείξεις για τις αντιθέσεις του καπιταλισμού, επέκτεινε και σε αυτές την επιστημονική ανάλυση και πάνω από σε όλα τα σημεία κατέληξε σε συμπεράσματα, που διαφέρουν ριζικά από τα συμπεράσματα του Σισμόντι και κατά συνέπεια οδηγούν σε μια διαμετρικά αντίθετη άποψη για τον καπιταλισμό.

……Η παλιά επιστήμη δε μας διδάσκει ούτε να καταλαβαίνουμε, ούτε να προλαβαίνουμε» τις καινούργιες συμφορές (Ι, ΧV), λέει ο Σισμόντι στον πρόλογο της δεύτερης έκδοσης του βιβλίου του εξηγώντας αυτό το γεγονός όχι με το ότι η ανάλυση της επιστήμης αυτής δεν είναι πλήρης και συνεπής, αλλά με ότι δήθεν το «έριξε στις αφαιρέσεις». (Ι, 55: οι καινούργιοι μαθητές του Ανταμ Σμιθ στην Αγγλία το έριξαν (se sont jetes) στις αφαιρέσεις, ξεχνώντας τον «άνθρωπο»)-και «ακολουθεί λαθεμένο δρόμο» (ΙΙ, 448). Ποιες είναι οι κατηγορίες του Σισμόντι ενάντια στους κλασικούς, κατηγορίες που του επιτρέπουν να βγάλει ένα τέτοιο συμπέρασμα; «οι πιο επιφανείς οικονομολόγοι έδιναν πολύ λίγη προσοχή στην κατανάλωση και την πώληση» (Ι, 24). Από τον καιρό του Σισμόντι η κατηγορία αυτή έχει επαναληφθεί άπειρες φορές. Θεωρούσαν απαραίτητο να ξεχωρίζουν την «κατανάλωση» από την «παραγωγή» σαν ιδιαίτερο κλάδο της επιστήμης. Έλεγαν ότι η παραγωγή εξαρτιέται από φυσικούς νόμους, ενώ η κατανάλωση καθορίζεται από τη διανομή, που εξαρτιέται από τη θέληση των ανθρώπων, κτλ, κτλ. Όπως είναι γνωστό, οι δικοί μας ναροντνικοί συμμερίζονται τις ίδιες ιδέες, βάζοντας στην πρώτη θέση τη διανομή (6).

Ποιο είναι το νόημα αυτής της κατηγορίας; Βασίζεται απλώς στην εξαιρετικά αντεπιστημονική κατανόηση του ίδιου του αντικειμένου της πολιτικής οικονομίας. Αντικείμενο της δεν είναι καθόλου η «παραγωγή υλικών αξιών», όπως λένε συχνά (αυτό είναι αντικείμενο της τεχνολογίας), αλλά οι κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων στην παραγωγή. Μόνο όταν καταλαβαίνει κανείς την «παραγωγή» με την πρώτη έννοια μπορεί να ξεχωρίσει από αυτήν ειδικά την «διανομή», και τότε στο «μέρος», που αφορά την παραγωγή, στη θέση των κατηγοριών των ιστορικά καθορισμένων μορφών κοινωνικής οικονομίας φιγουράρουν οι κατηγορίες, που αναφέρονται στο προτσές της εργασίας γενικά: συνήθως οι κούφιες κοινοτοπίες αυτού του είδους χρησιμεύουν απλώς για να καλύπτουν τις ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες. (Παράδειγμα έστω η αντίληψη για το κεφάλαιο). Αν όμως δούμε με συνέπεια την «παραγωγή», σαν κοινωνικές σχέσεις στον τομέα της παραγωγής, τότε και η «διανομή» και η «κατανάλωση» χάνουν κάθε αυτοτελή σημασία.

Μια και είναι ξεκαθαρισμένες οι σχέσεις παραγωγής (λόγου χάρη, όταν δεν κατανοείται το προτσές της παραγωγής όλου του κοινωνικού κεφαλαίου στο σύνολο του), κάθε συλλογισμός για την κατανάλωση και τη διανομή μετατρέπεται σε κοινοτοπία η σε αθώες ρομαντικές ευχές. Ο Σισμόντι είναι ο γενάρχης των ερμηνειών αυτού του είδους……….Καί όλοι αυτοί οι θεωρητικοί της «διανομής» και της «κατανάλωσης» δεν μπόρεσαν να λύσουν ούτε το βασικό πρόβλημα της διαφοράς του κοινωνικού κεφαλαίου από το κοινωνικό εισόδημα, όλοι εξακολουθούσαν να μπερδεύονται στις αντιθέσεις, μπροστά στις οποίες σταμάτησε ο Α.Σμίθ (7)-Το πρόβλημα αυτό μπόρεσε να το λύσει μόνο ο οικονομολόγος, που ποτέ δεν ξεχώρισε ειδικά τη διανομή και διαμαρτυρόταν με τον πιο έντονο τρόπο ενάντια στους «αγοραίους» συλλογισμούς για τη «διανομή» (πρβλ, τις παρατηρήσεις του Μαρξ στο πρόγραμμα της Γκότα, που τις παραθέτει ο Π.Στρούβε στις «Κριτικές παρατηρήσεις», σελ 129, επιγραφή στο IV κεφάλαιο) (8).

Κάτι παραπάνω. Η ίδια η λύση του προβλήματος συνίσταται στην ανάλυση της αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου. Ο συγγραφέας δεν έβαλε ειδικό ζήτημα ούτε για την κατανάλωση ούτε για την διανομή. Όμως και το ένα και το άλλο ξεκαθαρίστηκαν τελείως μόνα τους, όταν έγινε ως το τέλος η ανάλυση της παραγωγής. «Η επιστημονική ανάλυση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής αποδεικνύει ότι……….οι όροι της διανομής στην ουσία τους είναι ταυτόσημοι με τους όρους της παραγωγής, αποτελούν την άλλη όψη των τελευταίων, έτσι που και οι δύο τους έχουν τον ίδιο ιστορικά παροδικό χαρακτήρα». «ο μισθός εργασίας προϋποθέτει τη μισθωτή εργασία, το κέρδος προϋποθέτει το κεφάλαιο. Οι καθορισμένες αυτές μορφές διανομής προϋποθέτουν, συνεπώς, καθορισμένα κοινωνικά χαρακτηριστικά (Charaktere) των όρων παραγωγής και καθορισμένες κοινωνικές σχέσεις των παραγόντων της παραγωγής. Η καθορισμένη σχέση διανομής αποτελεί., συνεπώς, απλώς έκφραση της ιστορικά καθορισμένης σχέσης παραγωγής». «….Κάθε μορφή διανομής εξαφανίζεται μαζί με την καθορισμένη μορφή παραγωγής, στην οποία αντιστοιχεί και από την οποία απορρέει».

«Η άποψη, που θεωρεί ιστορικές μόνο τις σχέσεις διανομής, όχι όμως τις σχέσεις παραγωγής, είναι, από το ένα μέρος, απλώς η άποψη της αρχόμενης μα ακόμα δειλής (ασυνεπούς befangen) κριτικής της αστικής οικονομίας. Και από το άλλο μέρος στηρίζεται στην σύγχυση και στην συνταύτιση του κοινωνικού προτσές παραγωγής με το απλό εκείνο προτσές εργασίας, που πρέπει να το εκτελεί και ένας τεχνητά απομονωμένος άνθρωπος χωρίς καμία κοινωνική βοήθεια. Εφόσον το προτσές της εργασίας δεν είναι παρά ένα προτσές ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση, τα απλά στοιχεία του παραμένουν ίδια σε όλες τις κοινωνικές μορφές ανάπτυξης. Κάθε όμως συγκεκριμένη ιστορική μορφή του προτσές αυτού αναπτύσσει παραπέρα τις υλικές βάσεις και τις κοινωνικές μορφές του» («Το Κεφάλαιο», τομ ΙΙΙ,2 σελ 415, 419,420 του γερμανικού πρωτοτύπου) (9).

 

Σημειώσεις:

 

 

1.Έτσι ακριβώς σκέπτονται σκόπιμα οι δικοί μας ναροντικοί οικονομολόγοι, οι κ.κ Β.Β και Ν-ον. Σκόπιμα σταθήκαμε πιο πάνω πολύ λεπτομερειακά στις συγχύσεις του Σισμόντι γύρω από το ζήτημα της παραγωγικής και της ατομικής κατανάλωσης, γύρω από τα είδη κατανάλωσης και τα μέσα παραγωγής (ο Α.Σμίθ πλησίασε περισσότερο από τον Σισμόντι στο διαχωρισμό τους). Θελήσαμε να δείξουμε στον αναγνώστη ότι οι κλασικοί εκπρόσωποι της λαθεμένης θεωρίας ένιωθαν ότι δεν είναι ικανοποιητική η θεωρία αυτή, έβλεπαν την αντίθεση και έκανα προσπάθειες να βρουν διέξοδο. Ενώ οι δικοί μας «πρωτότυποι» θεωρητικοί όχι μόνο δεν βλέπουν και δεν νιώθουν τίποτε, μα δεν ξέρουν ούτε τη θεωρία, ούτε την ιστορία του ζητήματος, για το οποίο φλυαρούν με τόσο ζήλο.

2.Υπενθυμίζουμε στον αναγνώστη, πως ο Σισμόντι έθιξε το ζήτημα αυτό, ξεχωρίζοντας καθαρά τα μέσα αυτά παραγωγής. Για κάθε ξεχωριστή οικογένεια και προσπαθώντας να κάνει τον ξεχωρισμό αυτόν και για την κοινωνία. Για να κυριολεκτήσουμε, «έθιξε» ο Σμίθ και όχι ο Σισμόντι, που απλώς επανέλαβε όσα είπε ο Σμίθ.

3.Το πρώτο αποτέλεσμα του συναγωνισμού,-λέει ο Σισμόντι,-είναι η πτώση του μεροκάματου και ταυτόχρονα η αύξηση του αριθμού των εργατών» (Ι, 403). Δε θα σταθούμε εδώ στα λάθη του υπολογισμού του Σισμόντι: θεωρεί, λχ, ότι το κέρδος θα είναι 8% στο πάγιο κεφάλαιο και 8% στο κυκλοφοριακό, ότι ο αριθμός των εργατών θα αυξηθεί ανάλογα με την αύξηση του κυκλοφοριακού κεφαλαίου (που δεν μπορεί καλά-καλά να το ξεχωρίσει από το μεταβλητό), ότι το πάγιο κεφάλαιο μπαίνει ολοκληρωτικά στην τιμή του προϊόντος. Στη δοσμένη περίπτωση όλα αυτά δεν έχουν μεγάλη σημασία γιατί το συμπέρασμα είναι το σωστό: μειώνεται το ποσοστό του μεταβλητού κεφαλαίου μέσα στη γενική σύνθεση κεφαλαίου σαν απαραίτητο αποτέλεσμα της συσσώρευσης.

4.Από την πιο πάνω ανάλυση βγαίνει μόνο του το συμπέρασμα ότι είναι δυνατή και μια τέτοια περίπτωση και εξαρτάται από την αναλογία κατανομής του καινούργιου κεφαλαίου σε σταθερό και μεταβλητό και από το βαθμό που η μείωση της σχετικής μερίδας του μεταβλητού κεφαλαίου αγκαλιάζει τους κλάδους παραγωγής.

5.Σχετικά με την θεωρία, ότι στην κεφαλαιοκρατική οικονομία όλο το προϊόν αποτελείται από δύο μέρη, συναντούμε στον Α.Σμίθ και στους μεταγενέστερους οικονομολόγους τη λαθεμένη αντίληψη της «συσσώρευσης ατομικού κεφαλαίου», Και συγκεκριμένα, αυτοί δίδασκαν ότι η συσσωρευμένη μερίδα του κέρδους ξοδεύεται ολοκληρωτικά για μισθό εργασίας, ενώ στην πραγματικότητα ξοδεύεται: 1) για σταθερό κεφάλαιο και 2) για μισθό εργασίας. Ο Σισμόντι επαναλαμβάνει και αυτό το λάθος των κλασικών.

6.Είναι αυτονόητο ότι ο Εφρούσι δεν παρέλειψε να επαινέσει τον Σισμόντι και για αυτό το πράγμα. «Στην θεωρία του Σισμόντι-διαβάζουμε στο «Ρούσκε Μπογκάτσβο», τεύχος 8, σελ 56-δεν έχουν τόσο μεγάλη σημασία τα χωριστά, ειδικά μέτρα, που πρότεινε, ότι το γενικό πνεύμα, που διαποτίζει όλο το σύστημα του. Αντίθετα από την κλασική σχολή, αυτός προωθεί με ιδιαίτερη δύναμη τα συμφέροντα της διανομής και όχι τα συμφέροντα της παραγωγής». Παρά τις επανειλημμένες «παραπομπές» τους στους «νεότατους» οικονομολόγους, ο Εφρούσι δεν κατάλαβε καθόλου τη διδασκαλία τους και εξακολουθεί να καταγίνεται με τις συναισθηματικές ανοησίες, που χαρακτηρίζουν την πρωτόγονη κριτική του καπιταλισμού. Ο ναροντνικός μας κι εδώ θέλει να γλυτώσει, συγκρίνοντας τον Σισμόντι με «πολλούς επιφανείς εκπροσώπους της ιστορικής σχολής» αποδείχνεται ότι «ο Σισμόντι προχώρησε παραπέρα» και ο Εφρούσι ικανοποιείται τελείως με αυτό! «Προχώρησε πέρα» από τους γερμανούς καθηγητές-τι άλλο θέλετε; Όπως όλοι οι ναροντνικοί, έτσι και ο Εφρούσι προσπαθεί να μεταφέρει το κέντρο βάρους στο γεγονός ότι ο Σισμόντι έκανε κριτική στον καπιταλισμό. Όπως φαίνεται, ο οικονομολόγος του «Ρούσκογε Μπογκάτσβο» δεν έχει ιδέα ότι υπάρχουν διάφορες κριτικές του καπιταλισμού, ότι μπορεί να κάνει κριτική στον καπιταλισμό και από συναισθηματική και από επιστημονική άποψη.

7.Βλ Κ.Μάρξ, «Κριτική προγράμματος της Γκότα» (Κ.Μάρξ και Φ.Ένγκελς Διαλεχτά έργα σε δύο τόμους, ρώς έκδ, τομ ΙΙ,1955, σελ 15-16). Στις εκδόσεις του 1897 και του 1898 ο Λένιν εξαιτίας της λογοκρισίας στο μέρος αυτό δεν αναφέρεται άμεσα στον Μαρξ, αλλά στον Στρούβε. Στην έκδοση του 1908 ο Λένιν παραπέμπει κατευθείαν στην «Κριτική του προγράμματος της Γκότα» του Μάρξ. Η διόρθωση αυτή γίνεται και στο κείμενο της τέταρτης και της πέμπτης έκδοσης των Απάντων.

8.Λόγου χάρη, το άρθρο του Ρ.Μάγερ «το εισόδημα» που δημοσιεύτηκε στο «Handw, der St” (ρωσική μετάφραση στη συλλογή « Η βιομηχανία») και εκθέτει όλη την απελπιστική σύγχυση των συλλογισμών των «νεότατων» γερμανών καθηγητών για το θέμα αυτό. Είναι πρωτότυπο ότι ο Ρ.Μάγερ, ενώ στηρίζεται άμεσα στον Άνταμ Σμίθ και αναφέρει στη βιβλιογραφία εκείνα ακριβώς τα κεφάλαια του τόμου ΙΙ τόμου του «Κεφαλαίου», που αναιρούν τελείως τη θεωρία του Σμίθ, δεν το αναφέρει αυτό στο κείμενο.

9.Βλ Κ.Μάρξ «Το Κεφάλαιο», ρως έκδ, τομ ΙΙΙ, 1955, σελ 892, 896, 897

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *