Απάντηση στο σ. Α.Ι.Νοτκιν

 

 

Απάντηση στο σ. Α.Ι.Νοτκιν

 

Σύντροφε Νότκιν,

Δε βιάστηκα να σας απαντήσω, γιατί δε νομίζω ότι είναι επείγοντα τα ζητήματα που βάλατε. Κι ακόμα περισσότερο, γιατί υπάρχουν άλλα ζητήματα που έχουν βιαστικό χαρακτήρα, και τα οποία, φυσικά, αποσπούν την προσοχή απ’ το γράμμα σας.

Απαντώ κατά σημεία.

Στο πρώτο σημείο.

Στις «Παρατηρήσεις» υπάρχει η γνωστή θέση ότι η κοινωνία δεν είναι ανίσχυρη, όταν αντιμετωπίζει τους νόμους της επιστήμης, ότι οι άνθρωποι μπορούν, αφού γνωρίσουν τους οικονομικούς νόμους, να τους χρησιμοποιήσουν για το συμφέρον της κοινωνίας. Εσείς υποστηρίζετε ότι η θέση αυτή δεν μπορεί να επεκταθεί σε άλλους κοινωνικούς σχηματισμούς, ότι μπορεί να έχει ισχύ μονάχα στο σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό, ότι ο αυτόματος χαρακτήρας των οικονομικών εξελίξεων, π.χ., στον καπιταλισμό, δε δίνει στην κοινωνία τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει τους οικονομικούς νόμους για το συμφέρον της κοινωνίας.

Αυτό είναι λάθος. Στην εποχή της αστικής επανάστασης, π.χ., στη Γαλλία, η αστική τάξη χρησιμοποίησε ενάντια στη φεουδαρχία το γνωστό νόμο της υποχρεωτικής αντιστοιχίας των σχέσεων παραγωγής με το χαρακτήρα των παραγωγικών δυνάμεων, ανέτρεψε τις φεουδαρχικές σχέσεις παραγωγής, δημιούργησε καινούργιες, τις αστικές σχέσεις παραγωγής και έφερε αυτές τις σχέσεις παραγωγής σε αντιστοιχία με το χαρακτήρα των παραγωγικών δυνάμεων, που αναπτύχθηκαν μέσα στους κόλπους του φεουδαρχικού καθεστώτος. Η αστική τάξη το έκανε αυτό όχι εξαιτίας ιδιαίτερων ικανοτήτων της, αλλά επειδή ενδιαφερόταν ζωτικά γι’ αυτό. Οι φεουδάρχες αντιστάθηκαν σ’ αυτή την υπόθεση όχι εξαιτίας της βλακείας τους, αλλά γιατί ενδιαφερόντουσαν ζωτικά να εμποδίσουν την πραγματοποίηση αυτού του νόμου. 

Το ίδιο πρέπει να πούμε για τη σοσιαλιστική επανάσταση στη χώρα μας. Η εργατική τάξη χρησιμοποίησε το νόμο της υποχρεωτικής αντιστοιχίας των σχέσεων παραγωγής με το χαρακτήρα των παραγωγικών δυνάμεων, ανέτρεψε τις αστικές σχέσεις παραγωγής, δημιούργησε καινούργιες, σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής και τις έφερε σε αντιστοιχία με το χαρακτήρα των παραγωγικών δυνάμεων. Μπόρεσε να το κάνει αυτό όχι εξαιτίας ιδιαίτερων ικανοτήτων της, αλλά επειδή ενδιαφερόταν ζωτικά γι’ αυτή την υπόθεση. Η αστική τάξη, που από προοδευτική δύναμη, στην αυγή της αστικής επανάστασης, κατάφερε κιόλας να μετατραπεί σε αντεπαναστατική δύναμη, αντιστάθηκε με κάθε τρόπο στην εφαρμογή αυτού του νόμου στη ζωή, αντιστάθηκε όχι εξαιτίας της ανοργανωσιάς της, ούτε γιατί ο αυτόματος χαρακτήρας των οικονομικών εξελίξεων την έσπρωξε να αντισταθεί, αλλά βασικά γιατί ενδιαφερόταν ζωτικά να μην εφαρμοστεί ο νόμος αυτός στη ζωή.

Επομένως:

  1. Η χρησιμοποίηση των οικονομικών εξελίξεων, των οικονομικών νόμων για το συμφέρον της κοινωνίας πραγματοποιείται σε περισσότερο ή λιγότερο βαθμό, όχι μόνο στο σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό, αλλά και στους άλλους σχηματισμούς.
  2. Η χρησιμοποίηση των οικονομικών νόμων παντού και πάντοτε στις ταξικές κοινωνίες έχει βάση ταξική, και σημαιοφόρος της χρησιμοποίησης των οικονομικών νόμων για το συμφέρον της κοινωνίας είναι παντού και πάντοτε η προοδευτική τάξη, ενώ οι γερασμένες τάξεις αντιστέκονται σ’ αυτό.

Η διαφορά σ’ αυτό το ζήτημα ανάμεσα στο προλεταριάτο απ’ τη μια μεριά, και τις άλλες τάξεις που πραγματοποίησαν στην πορεία της ιστορίας επαναστάσεις στις σχέσεις παραγωγής, από την άλλη, συνίσταται στο ότι τα ταξικά συμφέροντα του προλεταριάτου συνταυτίζονται με τα συμφέροντα της συντριπτικής πλειοψηφίας της κοινωνίας, γιατί η επανάσταση του προλεταριάτου σημαίνει όχι την κατάργηση τούτης ή εκείνης της μορφής εκμετάλλευσης, αλλά την κατάργηση κάθε εκμετάλλευσης, τη στιγμή που οι επαναστάσεις των άλλων τάξεων, καταργώντας τούτη ή εκείνη τη μορφή εκμετάλλευσης, περιορίζονταν μέσα στα πλαίσια των στενών ταξικών τους συμφερόντων, που βρίσκονταν σε αντίθεση με τα συμφέροντα της πλειοψηφίας της κοινωνίας.

Στις «Παρατηρήσεις» γίνεται λόγος για την ταξική βάση της υπόθεσης της χρησιμοποίησης των οικονομικών νόμων για το συμφέρον της κοινωνίας. Εκεί αναφέρεται ότι «σ’ αντίθεση με τους νόμους των φυσικών επιστημών, όπου η ανακάλυψη και η εφαρμογή ενός καινούργιου νόμου γίνεται περισσότερο ή λιγότερο ομαλά, στον οικονομικό τομέα η ανακάλυψη και εφαρμογή ενός καινούργιου νόμου, που προσβάλλει τα συμφέροντα των γερασμένων δυνάμεων της κοινωνίας, συναντάει την πιο ισχυρή αντίσταση από μέρους αυτών των δυνάμεων». Όμως, εσείς δεν το προσέξατε.

Στο δεύτερο σημείο.

Υποστηρίζετε ότι η πλήρης αντιστοιχία των σχέσεων παραγωγής με το χαρακτήρα των παραγωγικών δυνάμεων μπορεί να επιτευχθεί μονάχα στο σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό, και ότι στους άλλους σχηματισμούς μπορεί να πραγματοποιηθεί μονάχα μια μερική αντιστοιχία.

Αυτό είναι λάθος. Στην εποχή που ακολούθησε την αστική επανάσταση, όταν η αστική τάξη κατέστρεψε τις φεουδαρχικές σχέσεις παραγωγής και εγκαθίδρυσε τις αστικές σχέσεις παραγωγής, ασφαλώς υπήρξαν περίοδοι, όπου οι αστικές σχέσεις παραγωγής αντιστοιχούσαν πέρα για πέρα στο χαρακτήρα των παραγωγικών δυνάμεων. Σε αντίθετη περίπτωση, ο καπιταλισμός δε θα μπορούσε ν’ αναπτυχθεί με την ταχύτητα, με την οποία αναπτυσσόταν ύστερα από την αστική επανάσταση.

Ύστερα, δεν πρέπει να εννοήσουμε με την απόλυτη έννοια τις λέξεις «πλήρης αντιστοιχία». Δεν πρέπει να τις εννοήσουμε σαν να μην υπάρχει τάχατες στο σοσιαλισμό κανενός είδους καθυστέρηση των σχέσεων παραγωγής σε σχέση με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Οι παραγωγικές δυνάμεις είναι οι περισσότερο κινητές και επαναστατικές δυνάμεις της παραγωγής. Αναντίρρητα και στο σοσιαλισμό προηγούνται από τις σχέσεις παραγωγής. Οι σχέσεις παραγωγής μονάχα ύστερα από έναν ορισμένο χρόνο μετασχηματίζονται σύμφωνα με το χαρακτήρα των παραγωγικών δυνάμεων. 

Πώς πρέπει, λοιπόν, σε μια τέτοια περίπτωση να εννοήσουμε τις λέξεις «πλήρης αντιστοιχία»; Πρέπει να τις εννοήσουμε ως εξής: ‘Οτι στο σοσιαλισμό τα πράγματα συνήθως προχωρούν μέχρι τη σύγκρουση ανάμεσα στις σχέσεις παραγωγής και τις παραγωγικές δυνάμεις, ότι η κοινωνία έχει τη δυνατότητα να φτάσει έγκαιρα στην αντιστοιχία των σχέσεων παραγωγής, που καθυστερούν, με το χαρακτήρα των παραγωγικών δυνάμεων. Η σοσιαλιστική κοινωνία έχει τη δυνατότητα να το κάνει αυτό, γιατί δεν έχει μέσα στη σύνθεση της γερασμένες τάξεις, που να μπορούν να οργανώσουν την αντίσταση. Φυσικά, θα υπάρξουν και στο σοσιαλισμό καθυστερούσες αδρανείς δυνάμεις, που δεν καταλαβαίνουν την αναγκαιότητα της αλλαγής στις σχέσεις παραγωγής, όμως αυτές θα είναι εύκολο, φυσικά, να κατανικηθούν, δίχως τα πράγματα να φτάσουν μέχρι τη σύγκρουση.

Στο τρίτο σημείο.

Από τους συλλογισμούς σας βγαίνει το συμπέρασμα ότι τα μέσα παραγωγής και πριν απ’ όλα τα εργαλεία παραγωγής, που παράγονται από τις εθνικοποιημένες μας επιχειρήσεις, τα θεωρείτε σαν εμπόρευμα.

Μπορούμε, άραγε, να θεωρήσουμε τα μέσα παραγωγής στο δικό μας σοσιαλιστικό καθεστώς σαν εμπόρευμα; Κατά τη γνώμη μου, με κανέναν τρόπο δεν μπορούμε.

Εμπόρευμα είναι το προϊόν εκείνο της παραγωγής που πουλιέται σ’ έναν οποιονδήποτε αγοραστή, επιπρόσθετα κατά την πώληση του εμπορεύματος ο ιδιοκτήτης του εμπορεύματος χάνει το δικαίωμα ιδιοκτησίας πάνω σ’ αυτό και ο αγοραστής γίνεται ιδιοκτήτης του εμπορεύματος, ο οποίος μπορεί να το ξαναπουλήσει, να το βάλει ενέχυρο, να το καταστρέψει. Περιλαμβάνονται, άραγε, τα μέσα παραγωγής σ’ έναν τέτοιον ορισμό; 

Είναι φανερό ότι δεν περιλαμβάνονται. Πρώτα-πρώτα, τα μέσα παραγωγής «πουλιούνται» όχι σε οποιονδήποτε αγοραστή, δεν «πουλιούνται» ούτε καν στα κολχόζ, παραχωρούνται μόνο από το κράτος στις επιχειρήσεις του. Κατά δεύτερο λόγο, ο κύριος των μέσων παραγωγής, το κράτος, όταν τα παραδίνει σε τούτη ή σ’ εκείνη την επιχείρηση, δε χάνει καθόλου το δικαίωμα ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, αλλά αντίθετα το διατηρεί πέρα για πέρα. Κατά τρίτο λόγο, οι διευθυντές των επιχειρήσεων που παρέλαβαν από το κράτος τα μέσα παραγωγής, όχι μόνο δε γίνονται ιδιοκτήτες τους, αλλά αντίθετα χαρακτηρίζονται σαν πληρεξούσιοι του σοβιετικού κράτους για τη χρησιμοποίηση των μέσων παραγωγής, σύμφωνα με τα πλάνα που καθορίζονται από το κράτος.

Όπως είναι φανερό, τα μέσα παραγωγής στο καθεστώς μας με κανέναν τρόπο δεν μπορούν να περιληφθούν στην κατηγορία των εμπορευμάτων.

Γιατί λοιπόν, αφού είναι έτσι τα πράγματα, μιλάνε για αξία των μέσων παραγωγής, για τιμή κόστους τους, για τιμή τους κλπ.;

Για δύο λόγους.

Πρώτα-πρώτα αυτό είναι απαραίτητο για τους υπολογισμούς, για τους λογαριασμούς, για να καθορίσουμε, αν μια επιχείρηση είναι επικερδής ή μας προξενεί ζημιά, για τον έλεγχο και την επίβλεψη των επιχειρήσεων. Όμως, όλα αυτά είναι η τυπική πλευρά του ζητήματος.

Κατά δεύτερο λόγο, αυτό είναι απαραίτητο, για να πραγματοποιείται σύμφωνα με το συμφέρον του εξωτερικού εμπορίου η πώληση μέσων παραγωγής στα ξένα κράτη. Εδώ, στον τομέα του εξωτερικού εμπορίου, αλλά μονάχα σ’ αυτόν τον τομέα, τα μέσα της παραγωγής μας πραγματικά είναι εμπορεύματα και πραγματικά πουλιούνται (χωρίς εισαγωγικά).

Βγαίνει έτσι το συμπέρασμα ότι στον τομέα της κυκλοφορίας μέσω του εξωτερικού εμπορίου τα μέσα παραγωγής, που παράγονται από τις επιχειρήσεις μας, διατηρούν τις ιδιότητες των εμπορευμάτων τόσο στην ουσία όσο και τυπικά, ενώ στον τομέα της οικονομικής κυκλοφορίας μέσα στη χώρα τα μέσα παραγωγής χάνουν την ιδιότητα του εμπορεύματος, παύουν να είναι εμπορεύματα και βγαίνουν από τα όρια της σφαίρας ενέργειας του νόμου της αξίας, διατηρώντας μονάχα την εξωτερική επιφάνεια των εμπορευμάτων (υπολογισμός κλπ.).

Πώς να εξηγήσουμε αυτή την ιδιομορφία;

Το ζήτημα είναι ότι στις σοσιαλιστικές μας συνθήκες η οικονομική ανάπτυξη γίνεται όχι μέσω μιας σειράς επαναστατικών ανατροπών, αλλά μιας σειράς βαθμιαίων αλλαγών, όπου το παλιό δεν καταργείται απλώς πέρα για πέρα, αλλά αλλάζει τη φύση του σύμφωνα με το καινούργιο, διατηρώντας μονάχα τη μορφή του, και το καινούργιο δεν καταργεί απλώς το παλιό, αλλά διεισδύει μέσα στο παλιό, αλλάζει τη φύση του, τις λειτουργίες του, όχι καταστρέφοντας τη μορφή του, αλλά χρησιμοποιώντας την για την ανάπτυξη του καινούργιου. Έτσι έχουν τα πράγματα όχι μονάχα με τα εμπορεύματα, αλλά και με τα χρήματα μέσα στην οικονομική μας κυκλοφορία, όπως, επίσης, και με τις τράπεζες, που χάνοντας τις παλιές τους λειτουργίες και αποκτώντας καινούργιες, διατηρούν την παλιά μορφή, η οποία χρησιμοποιείται από το σοσιαλιστικό καθεστώς.

Αν εξετάσουμε το ζήτημα από την τυπική του άποψη, από την άποψη των εξελίξεων, που πραγματοποιούνται στην επιφάνεια των φαινομένων, μπορεί να φτάσουμε στο λαθεμένο συμπέρασμα ότι οι κατηγορίες του καπιταλισμού διατηρούν τάχατες την ισχύ τους στη δικιά μας οικονομία. Αν, όμως, εξετάσουμε το ζήτημα χρησιμοποιώντας τη μαρξιστική ανάλυση, που κάνει αυστηρή διάκριση ανάμεσα στο περιεχόμενο της οικονομικής εξέλιξης και τη μορφή της, ανάμεσα στις βαθύτερες διαδικασίες της εξέλιξης και τα επιφανειακά φαινόμενα, τότε μπορούμε να καταλήξουμε στο μοναδικό σωστό συμπέρασμα, ότι από τις παλιές κατηγορίες του καπιταλισμού διατηρήθηκε σ’ εμάς, κατά κύριο λόγο, η μορφή, η εξωτερική εμφάνιση, αλλά στην ουσία αυτές άλλαξαν σ’ εμάς ριζικά, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της ανάπτυξης της σοσιαλιστικής λαϊκής οικονομίας.

Στο τέταρτο σημείο.

Υποστηρίζετε ότι ο νόμος της αξίας παρουσιάζει μια ρυθμιστική επενέργεια πάνω στις τιμές των «μέσων παραγωγής» που παράγονται στην αγροτική οικονομία και παραδίνονται στο κράτος σε καθορισμένες τιμές. Έχετε, λέγοντας αυτά, υπόψη σας τέτοια «μέσα παραγωγής», όπως οι ακατέργαστες ύλες, π.χ., το μπαμπάκι. Θα μπορούσατε να προσθέσετε σ’ αυτό, επίσης, το λινάρι, το μαλλί κι άλλες γεωργικές ακατέργαστες ύλες της αγροτικής οικονομίας. 

Πριν απ’ όλα, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι στη δοσμένη περίπτωση η αγροτική οικονομία παράγει όχι «μέσα παραγωγής» αλλά ένα απ’ τα μέσα παραγωγής, τις ακατέργαστες ύλες. Δεν μπορούμε να παίζουμε με τις λέξεις «μέσα παραγωγής». Όταν οι μαρξιστές μιλάνε για παραγωγή μέσων παραγωγής, έχουν υπόψη τους πριν απ’ όλα την παραγωγή εργαλείων παραγωγής, αυτό που ο Μαρξ ονομάζει «μηχανικά μέσα εργασίας, που το σύνολο τους μπορεί να ονομαστεί ο σκελετός και το μυϊκό σύστημα της παραγωγής», που όλα μαζί αποτελούν «τα χαρακτηριστικά διακριτικά γνωρίσματα μιας ορισμένης εποχής της κοινωνικής παραγωγής». Το να εξισώνεις ένα μέρος των μέσων παραγωγής (τις ακατέργαστες ύλες) με τα μέσα παραγωγής, που μέσα τους περιλαμβάνονται και τα εργαλεία παραγωγής, σημαίνει ότι κάνεις αμάρτημα απέναντι στο μαρξισμό, γιατί ο μαρξισμός ξεκινάει από την αρχή ότι τα εργαλεία παραγωγής έχουν καθοριστικό ρόλο σε σύγκριση με όλα τα άλλα μέσα παραγωγής. Είναι στον καθένα γνωστό ότι οι πρώτες ύλες από μόνες τους δεν μπορούν να παράγουν εργαλεία παραγωγής -αν και μερικά είδη πρώτων υλών είναι απαραίτητα σαν υλικό για την παραγωγή εργαλείων παραγωγής-ενώ καμιά πρώτη ύλη δεν μπορεί να εξαχθεί χωρίς εργαλεία παραγωγής.

Πάμε παρακάτω. Είναι, άραγε, η επενέργεια του νόμου της αξίας πάνω στις τιμές των ακατέργαστων υλών, που παράγονται στην αγροτική οικονομία, επενέργεια ρυθμιστική, όπως το υποστηρίζετε, σύντροφε Νότκιν; Θα ήταν ρυθμιστική, αν υπήρχε σ’ εμάς ένα «ελεύθερο» παιχνίδι τιμών στις γεωργικές ακατέργαστες ύλες, αν δρούσε σ’ εμάς ο νόμος του ανταγωνισμού και της αναρχίας στην παραγωγή, αν δεν είχαμε σχεδιασμένη οικονομία, αν η παραγωγή των ακατέργαστων υλών δεν καθοριζόταν από το πλάνο. Όμως, μια που όλα αυτά τα «αν» δεν υπάρχουν στο σύστημα της λαϊκής μας οικονομίας, η επενέργεια του νόμου της αξίας πάνω στις τιμές των γεωργικών ακατέργαστων υλών, με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να είναι ρυθμιστική. Κατά πρώτο λόγο, σ’ εμάς οι τιμές των γεωργικών ακατέργαστων υλών είναι σταθερές, καθορίζονται από το πλάνο και δεν είναι «ελεύθερες». Κατά δεύτερο λόγο, ο όγκος της παραγωγής των γεωργικών ακατέργαστων υλών καθορίζεται όχι αυτόματα, ούτε από οποιαδήποτε τυχαία περιστατικά, αλλά από το πλάνο. Κατά τρίτο λόγο, τα εργαλεία της παραγωγής, τα απαραίτητα για την παραγωγή γεωργικών ακατέργαστων υλών, είναι συγκεντρωμένα όχι στα χέρια ιδιωτών, ούτε ομάδων ιδιωτών, αλλά στα χέρια του κράτους. Τι απομένει, λοιπόν, ύστερα απ’ αυτά, από το ρυθμιστικό ρόλο της αξίας; Βγαίνει το συμπέρασμα ότι ο ίδιος ο νόμος της αξίας ρυθμίζεται από τα γεγονότα, που πιο πάνω αναφέραμε, γεγονότα, που χαρακτηρίζουν τη σοσιαλιστική παραγωγή. 

Επομένως, δεν επιτρέπεται να αρνηθούμε ότι ο νόμος της αξίας επενεργεί στη διαμόρφωση των τιμών των γεωργικών ακατέργαστων υλών, ότι είναι ένας από τους παράγοντες αυτής της διαδικασίας. Όμως, ακόμα περισσότερο δεν επιτρέπεται να αρνηθούμε και το ότι η επενέργεια αυτή ούτε είναι ούτε και μπορεί να είναι ρυθμιστική.

Στο πέμπτο σημείο.

Μιλώντας στις «Παρατηρήσεις» μου για την αποδοτικότητα της σοσιαλιστικής λαϊκής οικονομίας, διατύπωσα τις αντιρρήσεις μου σε μερικούς συντρόφους που υποστηρίζουν ότι όσο η σχεδιασμένη λαϊκή οικονομία μας δε δίνει μεγάλη προτίμηση στις αποδοτικές επιχειρήσεις και αφήνει να υπάρχουν, πλάι σ’ αυτές τις επιχειρήσεις, και επιχειρήσεις όχι αποδοτικές, καταστρέφει τάχατες την ίδια την αρχή της αποδοτικότητας στην οικονομία. Στις «Παρατηρήσεις» αναφέρεται ότι η αποδοτικότητα από την άποψη των ξεχωριστών επιχειρήσεων και κλάδων της παραγωγής δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να συγκριθεί μ’ εκείνη την ανώτερη αποδοτικότητα που μας δίνει η σοσιαλιστική παραγωγή, απαλλάσσοντας μας από τις κρίσεις υπερπαραγωγής και εξασφαλίζοντας μας μια αδιάκοπη αύξηση της παραγωγής. 

Όμως, θα ‘ταν λάθος να βγάλουμε από αυτό το συμπέρασμα ότι η αποδοτικότητα των ξεχωριστών επιχειρήσεων και κλάδων της παραγωγής δεν έχει ιδιαίτερη αξία και ότι δεν αξίζει να της δίνουμε σοβαρή σημασία. Αυτό είναι, φυσικά, λάθος. Η αποδοτικότητα των ξεχωριστών επιχειρήσεων και κλάδων της παραγωγής έχει τεράστια σημασία από την άποψη της ανάπτυξης της παραγωγής μας. Πρέπει να παίρνουμε υπόψη μας τόσο τη σχεδιοποιηση της οικοδόμησης όσο και τη σχεδιοποιηση της παραγωγής. Αυτό είναι το άλφα-βήτα της οικονομικής μας δραστηριότητας στο σημερινό στάδιο εξέλιξης.

Στο έκτο σημείο.

Δεν είναι σαφές το πώς πρέπει να εννοήσει κανείς τα λόγια σας που αφορούν τον καπιταλισμό: «εκτεταμένη παραγωγή έντονα διαστρεβλωμένη». Πρέπει να πούμε ότι τέτοιου είδους παραγωγή και μάλιστα εκτεταμένη δεν υπάρχει στον κόσμο.

Είναι φανερό ότι από τότε που διασπάστηκε η παγκόσμια αγορά και άρχισε να περιορίζεται η σφαίρα των δυνάμεων των κύριων καπιταλιστικών χωρών (ΗΠΑ, Αγγλία, Γαλλία) προς τις παγκόσμιες πηγές πρώτων υλών, ο κυκλικός χαρακτήρας της ανάπτυξης του καπιταλισμού -επέκταση και περιστολή της παραγωγής- θα πρέπει παρ’ όλα αυτά να διατηρηθεί. Όμως, η αύξηση της παραγωγής σ’ αυτές τις χώρες θα γίνεται πάνω σε περιορισμένη βάση, γιατί ο όγκος της παραγωγής σ’ αυτές τις χώρες θα περιορίζεται.

Στο έβδομο σημείο.

Η γενική κρίση του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος άρχισε στην περίοδο του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, ιδιαίτερα σαν αποτέλεσμα της απόσπασης της Σοβιετικής Ένωσης από το καπιταλιστικό σύστημα. Αυτό ήταν το πρώτο στάδιο της γενικής κρίσης.

Στην περίοδο του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου αναπτύχθηκε το δεύτερο στάδιο της γενικής κρίσης, ιδιαίτερα ύστερα από την απόσπαση από το καπιταλιστικό σύστημα των λαϊκο-δημοκρατικών χωρών στην Ευρώπη και την Ασία. Η πρώτη κρίση στην περίοδο του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου και η δεύτερη κρίση στην περίοδο του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου πρέπει να θεωρούνται όχι σαν ξεχωριστές, αποσπασμένες η μια από την άλλη ανεξάρτητες κρίσεις, αλλά σαν στάδια εξέλιξης της γενικής κρίσης του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος.

Είναι, άραγε, η γενική κρίση του παγκόσμιου καπιταλισμού μονάχα πολιτική, είτε μονάχα οικονομική κρίση; Ούτε το ένα ούτε το άλλο. Είναι γενική, δηλαδή ολόπλευρη κρίση του παγκόσμιου συστήματος του καπιταλισμού, που αγκαλιάζει τόσο την οικονομία όσο και την πολιτική. Επιπρόσθετα, είναι φανερό ότι στη βάση της βρίσκεται μια όλο και περισσότερο εντεινόμενη αποσύνθεση του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος του καπιταλισμού, απ’ τη μια μεριά, και μια αυξανόμενη δύναμη των χωρών που αποσπάστηκαν από τον καπιταλισμό, δηλαδή της ΕΣΣΔ, της Κίνας και των άλλων λαϊκοδημοκρατικών χωρών, απ’ την άλλη.

21 Απρίλη του 1952

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *