Απο τον Ευρωκομμουνισμό στην Commedia dell’arte : ΣΥΡΙΖΑ, Κέντρο και η διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη

 

 

Απο τον Ευρωκομμουνισμό στην Commedia dell’arte* : ΣΥΡΙΖΑ, Κέντρο και η διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη

 

 

 

Αυτές τις μέρες έχει ξεκινήσει μια προσπάθεια, με την βοήθεια  συμφερόντων και ΜΜΕ, να μαζευτούν τα πολιτικά απολειφάδια του σοσιαλφιλελευθερισμού για να συμμετάσχουν στις πολιτικές εξελίξεις. Πρόκειται για ένα πολιτικό (και μιντιακό, πανεπιστημιακό, καλλιτεχνικό κλπ.) προσωπικό το οποίο είχε παίξει ενεργό ρόλο στην περίοδο πριν την κρίση και διατηρεί ακόμα  δεσμούς με επιχειρηματικά συμφέροντα. Προσπαθεί λοιπόν να επανενωθεί για να αποδείξει ότι αποτελεί χρήσιμο εργαλείο, που θα βοηθήσει τα δύο βασικά αστικά κόμματα, την ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ να βγάλουν (η να στηρίζουν) κυβερνήσεις και κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες, αφού είναι γνωστό ότι μεγάλο μέρος κόσμου που υποφέρει έχει φτύσει το πολιτικό σύστημα και αυτοδυναμίες δεν βγαίνουν.

Ιδεολογικά δεν υπάρχει κανένα επίδικο, καμία ουσιαστική διαφορά, είτε με την ΝΔ είτε ακόμα και με τον ΣΥΡΙΖΑ: Ευρωπαϊκή Ένωση, μνημόνια, αντεργατικά μέτρα, λιτότητα, φτώχεια, επενδύσεις και ανάπτυξη με “ζεστό χρήμα” και προνόμια στα επιχειρηματικά συμφέροντα ώστε να προσλάβουν εργαζόμενους. Εργαζόμενους χωρίς συνδικαλιστικά δικαιώματα και με μισθούς πείνας για να είναι εγγυημένη η κερδοφορία. Ξεπούλημα του κρατικού τομέα με ιδιωτικοποιήσεις, φοροαπαλλαγές στο κεφάλαιο, συμμετοχή στους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς, συνεργασία με τον “βαθύ αστικό κράτος” (διοίκηση, κατασταλτικοί μηχανισμοί,εκκλησία) κ.α. Οι όποιες διαφοροποιήσεις βρίσκονται στην φρασεολογία, στις προσωπικές διαδρομές και στις διαχειριστικές επιλογές της διοικητικής και κρατικής μηχανής, που δεν αμφισβητούν-στην πραγματικότητα ενισχύουν-το υπάρχον ταξικό πλαίσιο.

Ειδικά για αυτό το τμήμα του αστικού πολιτικού προσωπικού (το σοσιαλφιλελεύθερο, το οποίο χρησιμοποιεί επίτηδες τον ανύπαρκτο επιστημονικά όρο του “κέντρου” η της “κεντροαριστεράς”) τα πράγματα είναι ακόμα πιο δύσκολα, αφού ο χώρος που αφήνουν τα δύο μεγάλα κόμματα είναι περιορισμένος. Έτσι  η σοσιαλφιλελεύθερη  συγκόλληση  παρουσιάζεται γυμνή από πολιτικά διακυβεύματα. Η  “αναμέτρηση”  παίρνει την μορφή μιας ατελείωτης καρεκλομαχίας και σύγκρουσης  προσώπων και  ομάδων για μια θέση στον ήλιο της αστικής πολιτικής, θέση που εξασφαλίζει και σημαντικές απολαβές, προνόμια και κύρος.

Στην περίπτωση των σοσιαλφιλελεύθερων (ΠΑΣΟΚ, Ποτάμι, κινήσεις τύπου Διαμαντοπούλου κ.λπ.) τα όρια καθορίζονται και από την ιστορική τους πορεία. Είναι γνωστό ότι αυτό το τμήμα του πολιτικού προσωπικού αναδείχθηκε στην εποχή της παντοδυναμίας του Σημίτη απορρίπτοντας και την όποια “σοσιαλιστική” φρασεολογία, την οποία στην πράξη το ΠΑΣΟΚ και ο Α.Παπανδρέου είχαν ξηλώσει ήδη με  τα προγράμματα λιτότητας από το 1985.  Πρόκειται δηλαδή για ένα πολιτικό τμήμα που δεν μπορεί να διαχωριστεί εύκολα από την σοσιαλφιλελεύθερη γραμμή της περιόδου του Σημίτη, που θα προϋπέθετε την αλλαγή του υποδείγματος της πολιτικής επικοινωνίας (απόρριψη η και καταδίκη της “σοσιαλιστικής” ρητορικής του παρελθόντος κ.α). Όμως στην εποχή που ζούμε, όπου ευρύτατα εργατικά και μικροαστικά στρώματα έχουν σπάσει τους δεσμούς τους με το αστικό πολιτικό σύστημα, αυτή ακριβώς η ρητορική αποκτάει ξανά χρήσιμη αξία για τον αστικό συνασπισμό εξουσίας, σαν μοχλός ενσωμάτωσης η και ακύρωσης εναλλακτικών λύσεων προς όφελος των εργατικών συμφερόντων.

Με άλλα λόγια, πέρα από το χώρο του συντηρητικού πόλου της αστικής πολιτικής (ΝΔ) δεν υπάρχει χώρος για ρητορική τύπου Σημίτη.  Αντίθετα υπάρχει ανάγκη για την παλιά καλή “σοσιαλιστική” παραμυθία, πακεταρισμένη και εκσυγχρονισμένη ανάλογα με την σημερινή συγκυρία.  Με στόχο να επιτευχθεί μια πιο σταθερή λειτουργία των πολιτικών μηχανισμών της αστικής τάξης, που θα διευκολύνει την καπιταλιστική κερδοφορία με καύσιμη ύλη τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα (βιώσιμες κυβερνήσεις, συναινέσεις γύρω από  τα στρατηγικά ζητήματα, δίπολα τύπου αριστερά-δεξιά σαν βαλβίδα εκλογικής εκτόνωσης και αναπαραγωγής του συστήματος κ.α)

Ακόμα, το γεγονός ότι η αστική πολιτική έχει δομικό χαρακτηριστικό το να επικεντρώνει στους “ηγέτες” και τους “αρχηγούς” (για να απομακρύνεται και η συζήτηση για τα πολιτικά προγράμματα και θέσεις) στην περίπτωση τους λειτουργεί αρνητικά, αφού οι περισσότεροι ταυτίζονται με την εποχή πριν την κρίση-είτε από κυβερνητικές είτε από άλλες θέσεις- και τις πολιτικές ευθύνες που οδήγησαν σε αυτή.

Κατά συνέπεια αυτοί οι παράγοντες της αστικής νομεκλατούρας  ούτε  ιδεολογικά, ούτε και προσωπικά μπορούν να ελπίζουν σε κάτι παραπάνω-τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα- από τον ρόλο ενός χρήσιμου μαϊντανού που θα βοηθήσει την αστική τάξη να σχηματίζει πιο εύκολα κυβερνήσεις η συγκυβερνήσεις για να “προχωράνε και οι δουλειές”. Για αυτό εξάλλου υπάρχει και το ενδιαφέρον από τα εκδοτικά συγκροτήματα για την “ενότητα της κεντροαριστεράς”, με αποτέλεσμα να ταλαιπωρούνται τα αυτιά μας για την “δυναμική της υποψηφιότητας” η  το “όραμα για την δίκαιη κοινωνία” του ενός η του άλλου “άριστου” ταχυδρόμου επιχειρηματικών συμφερόντων η κηφήνα των πολιτικών και διοικητικών μηχανισμών του κρατικού τομέα.

Σε αυτή την συζήτηση παρεμβαίνει  και ο Αλέξης Τσίπρας, με άρθρο του που δημοσιεύεται στην κυριακάτικη εφημερίδα “Documento”. Ο τίλος του άρθρου είναι “Ήταν ο Ανδρέας ψεύτης;” (κατηγορία που δέχεται ο ίδιος εδώ και πολύ καιρό).

Στο άρθρο αναφέρει πως « Η αντιπαράθεση και οι διαμάχες για το χθες του ΠΑΣΟΚ μοιάζουν πολύ με τις διαμάχες για το σήμερα της χώρας». Ακολουθεί μια προσπάθεια προβολής των ιστορικών αναλογιών ανάμεσα στο -τότε-ΠΑΣΟΚ και στον ΣΥΡΙΖΑ και κυρίως (όπως και σε κάθε αστικό κόμμα που σέβεται τον εαυτό του) ανάμεσα στους “αρχηγούς” και τα υπέρ και τα κατά της διακυβέρνησης τους. Ο Α.Τσίπρας επιχειρεί ούτε λίγο ούτε πολύ να εκθειάσει τα “ριζοσπαστικά” χαρακτηριστικά του ΠΑΣΟΚ τα οποία υποτίθεται ότι αποτυπώθηκαν στην διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη η οποία κατά τον Πρωθυπουργό” δεν ήταν μόνο σωστή, δίκαιη και επαναστατική για την εποχή, αλλά και εφαρμόσιμη, εφικτή, καταλυτική γιατί έδινε βάση σε “μεγάλους στόχους μιας διακήρυξης και τη στέγη ενός ριζοσπαστικού κόμματος που είχαν σημαία τους την Εθνική Ανεξαρτησία, τη Λαϊκή Κυριαρχία και την Κοινωνική Απελευθέρωση”  που ήταν “τομή στην πολιτική και την κοινωνία“. 

Πως όμως ηττήθηκε η -κατά τον Πρωθυπουργό- “επανάσταση” του ΠΑΣΟΚ;. Όπως και με άλλες μεγάλες επαναστάσεις της ιστορίας υπήρξε ένα “Θερμιδόρ” (όπως και στην μεγάλη αστική επανάσταση του 1789 δηλαδή) στο οποίο “υπήρξαν φαινόμενα αποκέντρωσης της διαφθοράς, εκφυλισμού ιδεών και ανθρώπων, κυνισμού και καταδολίευσης των λαϊκών διαθέσεων”., κυρίως  “μετά τον θάνατο του Ανδρέα Παπανδρέου“. Έτσι βρεθήκαμε μπροστά σε “”μια σειρά στρατηγικών υποχωρήσεων που αλλοίωναν βαθμιαία το ριζοσπαστικό πρόσωπο του ΠΑΣΟΚ“.

Καταλήγοντας ο Πρωθυπουργός αποδίδει τις κατηγορίες για “συνέχεια” του ΣΥΡΙΖΑ με το ΠΑΣΟΚ στον “φόβο του κατεστημένου, των επικυρίαρχων, της διαπλοκής και της επιτροπείας: ο φόβος μην τυχόν και επανέλθουν στο προσκήνιο και στην επικαιρότητα των λαϊκών αγώνων τα μεγάλα και διαρκή αιτήματα της εθνικής ανεξαρτησίας, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της δημοκρατίας εκείνης που θα επιτρέπει στον λαό πραγματικά να ασκεί εξουσία“. Δηλαδή στον φόβο μην ξαναέρθει στο προσκήνιο η “προδομένη  επανάσταση” του ΠΑΣΟΚ που δεν ολοκληρώθηκε εξαιτίας του Θερμιδόρ της…διαπλοκής. Ο Α.Τσίπρας ξεκαθαρίζει ότι “μπορεί κανείς βέβαια να διακρίνει δια γυμνού οφθαλμού τις διαφορές (του ΠΑΣΟΚ) με τον ΣΥΡΙΖΑ” όμως “Αν ο ΣΥΡΙΖΑ κατηγορείται σήμερα ως το κόμμα που έχει ξαναπιάσει το νήμα αυτών των στόχων, τότε η κατηγορία γίνεται δεκτή. Και με υπερηφάνεια“.  

Αυτή η προσπάθεια του Πρωθυπουργού να τονίσει τόσο έκδηλα τον θαυμασμό του για τον Α. Παπανδρέου και να περιγράψει ως πρότυπο του την διακυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ δέχεται ήδη κριτική από πολλές  πλευρές για τακτικισμό και κλοπή της  μνήμης της πρώτης  πασοκικής  εφόδου στα…… χειμερινά ανάκτορα του καπιταλισμού . Μια κριτική που μάλλον αδικεί και τον ίδιο και το κόμμα του.  Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ, από τότε που ήταν ένα αριστερό σοσιαλδημοκρατικό δεκανίκι μικρότερης σημασίας,  ήταν έτσι και αλλιώς μια κρίσιμη εφεδρεία για το αστικό πολιτικό σύστημα, που ανέβηκε στο προσκήνιο όταν εξαντλήθηκαν τα καύσιμα του σοσιαλφιλελευθερισμού.  Στην τελευταία φάση του «μεγάλου ΠΑΣΟΚ» είχε γίνει αντιληπτό από αρκετά στελέχη του ότι έπρεπε να αλλάξει ρητορική, κάτι που προσπάθησε να κάνει ο Γ.Παπανδρέου, με μια εσωτερική μεταρρύθμιση του σοσιαλφιλελευθερισμού . Όμως ήταν πια αργά. Η συγκυρία είχε αλλάξει και τα μπαλώματα δεν έφταναν.Το ξέσπασμα της κρίσης έδειξε στην αστική τάξη ότι δεν ήταν ώρα για παιχνίδια.  Το τι ακολούθησε είναι γνωστό: Η κυβέρνηση Παπανδρέου έπεσε, προέκυψε οικουμενική και στις επόμενες εκλογές εμφανίστηκε στο προσκήνιο, σαν έτοιμη από καιρό, η σοσιαλδημοκρατία του ΣΥΡΙΖΑ .

Αυτή η σοσιαλδημοκρατία είχε ότι ακριβώς είχε εκλείψει από το ΠΑΣΟΚ: το γνωστό σοσιαλδημοκρατικό παπατζιλίκι για «ιμπεριαλισμό  (Ε.Ε) με ανθρώπινο πρόσωπο, για «ανθρώπινη ανάπτυξη» μαζί με τα φούμαρα για «αριστερή πολιτική» «κατάργηση των μνημονίων» ,«σκληρή διαπραγμάτευση» κλπ. Έτσι κάλυψε σε μεγάλο μέρος το κενό του ΠΑΣΟΚ και μέσα από την θητεία της στην αντιπολίτευση ανέβηκε σύντομα στην  εξουσία με τις γνωστές μεθόδους. Ακολούθησε η υπογραφή του μνημονίου και η γνωστή «αριστερή» γραμμή ότι η δική μας λιτότητα είναι καλύτερη από της δεξιάς, οι δικές μας ιδιωτικοποιήσεις είναι καλύτερες από της δεξιάς, το δικό μας μνημόνιο είναι καλύτερο από της δεξιάς που έφτασε πρόσφατα μέχρι τις …πυρκαγιές (που είναι καλύτερες από αυτές της δεξιάς).

Δεν είναι λοιπόν σωστή η κριτική των σοσιαλφιλελεύθερων. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν «έκλεψε» κάτι, σοσιαλδημοκρατικό κόμμα ήταν από παλιά και στήθηκε (με την βοήθεια και τμημάτων της αστικής τάξης) ακριβώς στο κενό και την αδυναμία να αλλάξει σκοπό το κυρίαρχο τότε σοσιαλδημοκρατικό βιολί.

Ούτε πρέπει να προκαλεί έκπληξη η προσπάθεια να πλασαριστεί, μέσω της αναλογίας ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ, η διακυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ σαν «επανάσταση» που ανατράπηκε στο «Θερμιδόρ» από την διαπλοκή. Ο Α.Τσίπρας δίνοντας «επαναστατικά» ένσημα στον Παπανδρέου στην  πραγματικότητα προσπαθεί να τα δώσει στο εαυτό του και τον ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι το ΠΑΣΟΚ, ο νεκροθάφτης του ριζοσπαστισμού της μεταπολίτευσης εμφανίζεται σαν ο εκφραστής της, η καπηλεία της εθνικής αντίστασης σαν νίκη της, η απάτη του “ΕΟΚ-ΝΑΤΟ ίδιο συνδικάτο” σαν ανατρεπτική πολιτική, η υποταγή στους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς σαν εθνική ανεξαρτησία, τα προγράμματα λιτότητας του Ανδρέα σαν κοινωνική πολιτική, η καταστολή των εργατικών αγώνων και ο εκμαυλισμός των συνδικαλιστικών ηγεσιών σαν δημοκρατική τομή.  

Το ξαναγράψιμο της ιστορίας είναι κρίσιμο για τον ΣΥΡΙΖΑ (και γενικότερα για τα αστικά κόμματα): Γιατί αν περνάει στην συλλογική μνήμη η γραμμή του «σοσιαλισμού» του Α.Παπανδρέου, τότε είναι φανερή η «μετάφραση» της στις σημερινές συνθήκες: Η εθνική ανεξαρτησία είναι η συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ, η «λαϊκή κυριαρχία» είναι η διεκπεραίωση επιχειρηματικών συμφερόντων (τηλεοπτικές άδειες, ευρωπαϊκά κονδύλια, φοροαπαλλαγές για τους επιχειρηματίες κ.λπ.), η κοινωνική πολιτική είναι η διαιώνιση των μνημονίων, τα αντεργατικά μέτρα και τα επιδόματα κηδείας για τους συνταξιούχους και τους ανέργους, οι εικονικοί σκυλοκαβγάδες ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ στη βουλή για το ποιος είναι ο.. καλύτερος διαχειριστής του μνημονίου είναι «η μάχη κατά της δεξιάς και της συντήρησης», ενώ όλοι όσοι αγωνίζονται ενάντια στην πολιτική του Πρωθυπουργού θέλουν να στήσουν άλλο ένα «Θερμιδόρ» που θα ανακόψει την……. «επανάσταση» του ΣΥΡΙΖΑ.

Μέχρι  αυτό το κακοστημένο έργο όλων των αστικών κομμάτων, που  παίζεται στην  πλάτη των εργατών και των λαϊκών στρωμάτων, να κατέβει μια για πάντα από όλους αυτούς που στέκονται στις πίσω θέσεις του θεάτρου και μέχρι τότε περιορίζονταν στο να φωνάζουν η να χειροκροτούν…..  

 

 

 

Γιώργος Γόδας

 

 

κομέντια ντελ άρτε (Commedia dell’arte) είναι η ονομασία της λαϊκής ιταλικής  κωμωδίας η οποία ήταν δημοφιλής μεταξύ του 16ου και του 18ου αιώνα. “Commedia dell’arte” σημαίνει η κωμωδία της τέχνης,  Στην αρχή οι διάλογοί της ήταν μια απλή στιχομυθία ανάμεσα σε δύο υποκριτές. Αργότερα παρουσιάστηκαν άρτιες παραστάσεις με πλοκή και μεγαλύτερο αριθμό ηθοποιών.  Οι ρόλοι ήταν στερεότυποι (tipi-fisi, καθορισμένοι τύποι) και συνήθως τους χωρίζουμε σε τρεις μεγάλες κατηγορίες. Τους zanni (τα ζιζάνια-τους πονηρούς υπηρέτες), τους caratterissi (τους καραττερίστες) και τους accesi (που ήταν οι ερωτευμένοι). Κλασικοί χαρακτήρες της κομέντια ντελ άρτε είναι ο Αρλεκίνος, με τη χαρακτηριστική ενδυμασία του και η Κολομπίνα. Η Commedia dell’arte καθιέρωσε την αναπαραστατική κίνηση σαν διεθνή γλώσσα έκφρασης πάνω στην οποία βασίστηκαν κορυφαίοι μεταγενέστεροι ηθοποιοί – όπως ο Chaplin – για να δημιουργήσουν τους δικούς τους διάσημους ρόλους. Ο πιο γνωστός δραματουργός του εικοστού αιώνα που χρησιμοποίησε την κομέντια ντελ άρτε στις συνθέσεις του είναι ο Ντάριο Φο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *