Απόψεις του E.V.Ilyenkov για την οικονομική φύση του σοσιαλισμού στη δεκαετία του 60

εργοστάσιο παραγωγής ρούχων, Μόσχα, 1967

 

 

Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ΚΟΜΕΠ, Τεύχος: 2005 Τεύχος 5

 

 

Απόψεις του Ε.Β. Ιλιένκοφ για την οικονομική φύση του σοσιαλισμού στη δεκαετία του 60

 

του Β. Ντ. Πιχόροβιτς

 

 

 

 

Το ότι ο Ε. Β. Ιλιένκοφ είναι ένας από τους σημαντικότερους Σοβιετικούς φιλοσόφους και ότι ακόμη μπορεί να είναι και ο πιο αξιοπρόσεκτος – σήμερα αναγνωρίζεται απ’ όλους. Πρόκειται για μια κολακευτική αναγνώριση του ανθρώπου, ο οποίος δεν είναι απλά σημαντικός φιλόσοφος, αλλά και μαρξιστής. Γιατί ο Ιλιένκοφ, αυτό είναι αναμφισβήτητο, είναι καταρχήν μαρξιστής και μετά φιλόσοφος. Οπως αρμόζει σε μαρξιστή, δεν περιορίστηκε ποτέ στα όρια μιας σφαίρας δραστηριότητας, ακόμα και αν αυτή η σφαίρα ήταν τόσο πλατιά, όπως η φιλοσοφία. Και το θέμα εδώ δεν είναι ότι η διατριβή του ως υποψηφίου διδάκτορα -στη βάση της οποίας γράφτηκε και βιβλίο[1]- είναι αφιερωμένη εξ ολοκλήρου στα θέματα της πολιτικής οικονομίας, ότι το «Κεφάλαιο» το κατάλαβε πολύ πιο βαθειά από τη συντριπτική πλειοψηφία των επαγγελματιών οικονομολόγων. Ούτε πρόκειται για το γεγονός ότι αποδείχθηκε πιο εμπνευσμένος και άμεσος συμμέτοχος στο πλέον σημαντικό στην ιστορία παιδαγωγικό πείραμα διαμόρφωσης συνείδησης στα κωφάλαλα παιδιά ούτε ότι είναι συγγραφέας διάφορων αξιοσημείωτων εργασιών για την ψυχολογία και την παιδαγωγική. Αλλά πρόκειται για το ότι ενδεχομένως ήταν ένας από τους λίγους μαρξιστές-θεωρητικούς του 20ού αιώνα ο οποίος κατάλαβε γενικά το Μαρξ.

Θα θέλαμε να επιστήσουμε την προσοχή σε μια οικονομική ιδέα, η οποία εκφράστηκε ξεκάθαρα από τον Ιλιένκοφ στην ιδιαίτερη επιστολή του, αλλά που έχει -κατά την άποψή μας- τη σημασία μιας από τις πιο ενδιαφέρουσες ανακαλύψεις στην οικονομική επιστήμη τις τελευταίες δεκαετίες ύπαρξης του σοσιαλισμού.

Γίνεται λόγος για την ιδέα του Ε. Β. Ιλιένκοφ για την ανάγκη πλήρους «οριοθέτησης των αρμοδιοτήτων» των αρχών της αγοράς και των σχεδιασμένων – κομμουνιστικών αρχών στη σοσιαλιστική οικονομία. Δυστυχώς αυτή η ιδέα δεν έγινε περιουσία της κοινωνίας τον καιρό που διατυπώθηκε και γι’ αυτό, προκειμένου να συνειδητοποιηθεί εξ ολοκλήρου η θεωρητική και πρακτική αξίας της, είμαστε αναγκασμένοι «να αναδημιουργήσουμε» την επιστημονική και πολιτική ατμόσφαιρα εκείνης της περιόδου, στην οποία αναφέρεται αυτή η ιδέα.

Οι οικονομικές συζητήσεις τη σοβιετική περίοδο ήταν παραδοσιακές. Ξετυλίχτηκε σκληρή συζήτηση σε σχέση με τη Νέα Οικονομική Πολιτική (ΝΕΠ), η οποία κόστισε στο Λένιν μεγάλο κόπο για να πείσει το κόμμα να περάσει σε αυτήν (ΝΕΠ). Οι σοβαρότερες συζητήσεις διεξήχθησαν στη δεκαετία του ’20: σε σχέση με το τι είναι «κοινωνικά αναγκαία εργασία» στο σοσιαλισμό, στο πρόβλημα της «ψαλίδας των τιμών», στα θέματα της θεωρίας και της πρακτικής της κυκλοφορίας των χρημάτων, στη δράση του νόμου της αξίας στο σοσιαλισμό, στα όρια του αντικειμένου της πολιτικής οικονομίας κλπ. Στα τέλη της δεκαετίας του ’30 με νέα ορμή αναζωπυρώνεται η διαφωνία όσον αφορά τις αντιφάσεις στην οικονομία του σοσιαλισμού, για την εμπορευματική παραγωγή στο σοσιαλισμό.

Αυτή η συζήτηση ανανεώνεται μετά από τον πόλεμο. Η συζήτηση των αρχών του ’50 για το Εγχειρίδιο της Πολιτικής Οικονομίας είναι πασίγνωστη. Πολλά ειπώθηκαν επίσης σε σχέση με τις οικονομικές συζητήσεις της δεκαετίας του ’60, συνέπεια των οποίων υπήρξε η λεγόμενη οικονομική μεταρρύθμιση του 1965 που ακολούθησε. Αλλά αυτή η τελευταία συζήτηση διακατεχόταν από τυπικότητα. Η μαρξιστική άποψη δεν εκπροσωπούνταν από κάποιον από τους συμμετέχοντες στη συζήτηση. Οι μαρξιστές μεταξύ των οικονομολόγων, οι οποίοι συμμετείχαν κάπως στις συζητήσεις, είτε υποτίμησαν τον κίνδυνο, τον οποίο αντιπροσώπευαν οι «αγοραίες» ασχολίες της πλειοψηφίας των συναδέλφων τους, είτε επεδίωξαν με κάθε τρόπο να σιωπήσουν[2].

Με θέρμη συζητήθηκαν δευτερεύοντα ακόμα και τριτεύοντα ζητήματα, αλλά το κύριο ζήτημα -το ζήτημα των δρόμων ξεπεράσματος των στοιχείων εμπορευματοποίησης, της συρρίκνωσης της σφαίρας της εμπορευματικής οικονομίας στη σοσιαλιστική παραγωγή- παρέμεινε κατά μέρος. Ακόμα και όταν η συζήτηση στρεφόταν σε αυτό το ζήτημα, δε γινόταν με πρωτοβουλία των οικονομολόγων, αλλά από εκπροσώπους άλλων επιστημονικών αντικειμένων και εξ ολοκλήρου έξω από το πλαίσιο των οικονομικών συζητήσεων.

Δημιουργείται η εντύπωση ότι δεν υπήρχαν μαρξιστές (από την άποψη της κατοχής της μεθόδου του Μαρξ) μεταξύ των πλέον γνωστών Σοβιετικών οικονομολόγων στα μέσα της δεκαετίας του ’60. Υπήρχαν βεβαίως οι αντιπρόσωποι της «παλιάς φρουράς», όπως ο Ε, Βάργκα (που πέθανε το 1964) και ο Σ. Στρουμίλιν, που επιτέλεσαν τεράστια δουλιά. Αλλά αυτή η δουλιά ήταν από πολλές απόψεις εμπειρική και όχι θεωρητική (από τη διαλεκτική και όχι από την τυπικά λογική, επιστημονικο – γραφειοκρατική έννοια της λέξης).

Οι λεγόμενοι «νιτοβάρνικι» ή «αντι-τοβάρνικι»[3] ομαδοποιήθηκαν ουσιαστικά γύρω από την έδρα της Πολιτικής Οικονομίας της Οικονομικής Σχολής του Κρατικού Πανεπιστημίου της Μόσχας. Για μεγάλο διάστημα διεξήγαγαν απελπισμένη πάλη ενάντια στην κυριαρχία των απόψεων περί αγοράς στην επιστήμη τους: Ενάντια στην ιδέα ότι ο σοσιαλισμός είναι διαφορετικής μορφής εμπορευματική παραγωγή, χωριστό οικονομικό σύστημα κλπ.[4]. Αλλά αυτή η πάλη δεν έφερε αποτελέσματα. Την πολιτική του κράτους στον τομέα της οικονομίας εκείνη την περίοδο την καθόρισαν ακριβώς οι «ρινότσνικι»[5].

Ο Ε. Β. Ιλιένκοφ επίσης δεν έμεινε έξω από τις συζητήσεις. Ηταν στο πλευρό των «νιτοβάρνικι», αν και δεν ταύτιζε τον εαυτό του με αυτούς[6]. Ο Ιλιένκοφ είχε την άποψή του για τη φύση του σοσιαλισμού, η οποία σε γενικές γραμμές συνέπεσε με τη θέση των «νιτοβάρνικι»:

«…Ο σοσιαλισμός που έχουμε να ερευνήσουμε από την άποψη της οικονομικής ανατομίας και φυσιολογίας του, είναι μόνο η πρώτη φάση κομμουνισμού -και από αυτή την άποψη- με άλλα λόγια, «ανώριμος κομμουνισμός». Αυτό είναι – αξίωμα, κατά την άποψή μου.

Αλλά ακριβώς γι’ αυτό και είναι αδύνατο να εξετάζουμε το σύστημα των οικονομικών σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων, που το αποκαλούμε «σοσιαλιστικό», ως ιδιαίτερο «σχηματισμό», σαν άκαμπτα οργανωμένη δομή, ή για την ακρίβεια, ως δομή, η οποία τείνει να γίνει άκαμπτη, αλλά ακόμα δεν ωρίμασε ως αυτή την κατάσταση.

Πώς -και στη γενικότερη μορφή- χαρακτηρίζεται η παρούσα σοσιαλιστική φάση ή το στάδιο της ανάπτυξης του κομμουνιστικού σχηματισμού;

Με το ότι αυτό το νέο, που διαμορφώνεται σε σύστημα δεν είχε ακόμα το χρόνο οργανικά να μετατρέψει το σύνολο των σχέσεων παραγωγής, το οποίο κληρονόμησε… με τη γέννηση του, ως σύνολο προϋποθέσεων – ιστορικών προϋποθέσεων»[7].

Αλλά σε αυτό έγκειται και συνοψίζεται η ομοιότητα των θέσεων των οικονομολόγων -«νιτοβάρνικι» και του Ιλιένκοφ στο ζήτημα της φύσης του σοσιαλισμού και του ρόλου των εμπορευματικών σχέσεων σε αυτόν.

Αλλά πώς αντιλαμβάνονταν το πρόβλημα της εμπορευματικής παραγωγής στη σοσιαλιστική οικονομία οι ίδιοι οι Σοβιετικοί οικονομολόγοι; Μπορούμε να πούμε με πλήρη πεποίθηση ότι η συντριπτική πλειοψηφία τους -και ειδικά οι «στρατηγοί» από την πολιτική οικονομία- γενικά αυτό το πρόβλημα δεν το καταλάβαιναν. Εντυπωσιακό στοιχείο γι’ αυτό αποτελεί η οικονομική συζήτηση σε σχέση με το Εγχειρίδιο της Πολιτικής Οικονομίας, η οποία πραγματοποιήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’50. Τα συμπεράσματα αυτής της συζήτησης τα έβγαλε ο Ι. Β. Στάλιν στην εργασία του «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ».

Ξεχωρίζει δύο βασικές ομάδες λαθών: Μερικοί σύντροφοι θεωρούσαν ότι οι εμπορευματο-χρηματικές σχέσεις στο σοσιαλισμό μπορούσαν να διαλυθούν με το διοικητικό δρόμο, άλλοι αντιθέτως δεν είδαν τον κίνδυνο συντήρησης αυτών των σχέσεων στο σοσιαλισμό.

Στην «Απάντηση στους συντρόφους Α. Β. Σάνινα και Β. Γ. Βένζερ» έγραφε, κατακρίνοντάς τους, ότι «είναι φανερό ότι νομίζουν πως είναι δυνατό και με το καθεστώς της εμπορευματικής κυκλοφορίας να περάσουμε απ’ το σοσιαλισμό στον κομμουνισμό, πως η εμπορευματική κυκλοφορία δεν μπορεί να σταματήσει αυτή την υπόθεση. Αυτό είναι σοβαρό λάθος, που γεννήθηκε πάνω στη βάση της μη κατανόησης του μαρξισμού»[8].

Από άλλη πλευρά ο Στάλιν απευθύνεται με ακόμη πιο σκληρή κριτική σε εκείνους, οι οποίοι απαιτούσαν την άμεση άρση των εμπορευματο-χρηματικών σχέσεων, κατηγορώντας τους ότι αγνοούν τους αντικειμενικούς νόμους και επιδεικνύουν κατ’ αυτόν τον τρόπο και αυτοί πλήρη μη κατανόηση του μαρξισμού.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Στάλιν δεν έδωσε ούτε ένα παράδειγμα σωστής επίλυσης του ζητήματος στους συμμετέχοντες στη συζήτηση ή τουλάχιστον την κατεύθυνση προς αυτή τη σωστή λύση. Επιπλέον εκφράζει τη σοβαρή ανησυχία του σε σχέση με το ότι σε αντικατάσταση της παλαιάς γενιάς των καθοδηγητών έρχονται χιλιάδες νέοι, νέα στελέχη, τα οποία «δεν έχουν ικανοποιητική μαρξιστική κατάρτιση».

Σε αυτό μπορούμε να προσθέσουμε μόνο πως όπως αποδείχθηκε μεταξύ των παλαιών στελεχών λίγοι ήταν εκείνοι, οι οποίοι είχαν μια ικανοποιητική «μαρξιστική κατάρτιση», ώστε, τουλάχιστον, να γίνουν κατανοητά τα ζητήματα που έθετε ο Στάλιν στην μπροσούρα του. Σύμφωνα με στοιχεία των πλησιέστερων συνεργατών του Στάλιν, η μπροσούρα δεν έγινε κατανοητή ούτε και αποδεκτή από τα μέλη του Πολιτικού Γραφείου[9] του Στάλιν. Επιπλέον, η πλειοψηφία των μελών της ομάδας συντακτών του Εγχειριδίου Πολιτικής Οικονομίας, το σχέδιο της οποίας ενέκρινε ο Στάλιν, στη συνέχεια αποδείχτηκαν -αν μη τι άλλο- «ρινότσνικι»[10].

Από αυτή την άποψη η ατμόσφαιρα δεν ήταν ικανοποιητική όσο ήταν στη ζωή ο Στάλιν. Πράγματι είναι κατανοητό ότι οι Σοβιετικοί οικονομολόγοι δεν έγιναν ξαφνικά «ρινότσνικι» ούτε από «κακία» ούτε επειδή ήταν συνειδητοί εχθροί του σοσιαλισμού, αντικομμουνιστές. Δεν ήταν αντικομμουνιστές, ήταν κακοί μαρξιστές. Κατ’ αρχήν γιατί δεν κατείχαν τη διαλεκτική μέθοδο. Να τι γράφει γι’ αυτό ο Ιλιένκοφ:

«Οταν μελετούσα κατά τα φοιτητικά μου χρόνια πολιτική οικονομία του σοσιαλισμού -αυτό ήταν την περίοδο 1948-1949- τη μελετούσα με βάση την ερμηνεία του Γ. Α. Κρόνροντ. Αφετηρία αυτής της ερμηνείας ήταν η «σοσιαλιστική τροποποιημένη αξία» και όλες οι υπόλοιπες κατηγορίες εξετάζονταν ως ειδικές ιδιαιτερότητες αυτής της αφετηριακής καθολικής κατηγορίας. Με άλλα λόγια ο σοσιαλισμός εξεταζόταν ως μια από τις ιστορικές ποικιλομορφίες της εμπορευματικής παραγωγής. Αυτή η άποψη, όπως σε όλους είναι γνωστό, είχε και έχει αρκετά πλατιά διάδοση»[11].

Προσωπικά θεωρώ ότι η μπροσούρα του Στάλιν δεν ήταν κάτι άλλο παρά προσπάθεια να βρει άκρη ακριβώς στο πρόβλημα του ρόλου της εμπορευματικής παραγωγής και των νόμων της στο σοσιαλισμό. Οπως μας έδειξε στη συνέχεια η εξέλιξη της σοβιετικής οικονομικής επιστήμης -και η σοβιετική οικονομία στο σύνολό της- αυτή η προσπάθεια μετά βίας μπορεί να αναγνωρισθεί ως απολύτως ικανοποιητική. Ο Στάλιν είχε ως αφετηρία ότι «η δική μας εμπορευματική παραγωγή δεν παρουσιάζεται σαν μια συνηθισμένη εμπορευματική παραγωγή, αλλά σαν μια εμπορευματική παραγωγή ειδικής φύσης, σαν μια εμπορευματική παραγωγή δίχως καπιταλιστές, που έχει να κάνει βασικά με προϊόντα ενοποιημένων σοσιαλιστικών παραγωγών (κράτος, κολχόζ, συνεταιρισμοί), που η σφαίρα ενέργειάς της περιορίζεται στα είδη ατομικής κατανάλωσης, που προφανώς με κανένα τρόπο δεν μπορεί να εξελιχτεί σε καπιταλιστική παραγωγή και που έχει προορισμό να εξυπηρετεί, σε συνδυασμό με τη «χρηματική οικονομία» της, την υπόθεση της ανάπτυξης και ενίσχυσης της σοσιαλιστικής παραγωγής»[12].

Αποδείχθηκε στην πραγματικότητα, πως η δική μας εμπορευματική παραγωγή εν πολλοίς μπορεί ακόμη να αναπτυχθεί σε καπιταλιστική, γιατί παρά το ότι είναι «εμπορευματική παραγωγή ειδικής φύσης», δεν παύει να είναι εμπορευματική παραγωγή, της οποίας -όπως είναι γνωστό- αναπτυγμένη μορφή είναι ακριβώς η καπιταλιστική παραγωγή.

Οχι, η εμπειρική προσέγγιση του Στάλιν ήταν απολύτως σωστή. Εξήγησε σωστά τη διαφορά μεταξύ της εμπορευματικής παραγωγής στον καπιταλισμό και της εμπορευματικής παραγωγής στις συνθήκες της κυριαρχίας της κοινωνικής ιδιοκτησίας στα βασικά μέσα παραγωγής. Αλλά θεωρητικά αυτή η προσέγγιση έκρυβε πολλούς κινδύνους και μεθοδολογικές παγίδες. Αυτό που είναι σωστό για μεμονωμένο τμήμα κάποιας διαδικασίας, δεν είναι υποχρεωτικά σωστό για ολόκληρη συνολικά τη διαδικασία.

Είναι αναμφισβήτητο ότι η σοσιαλιστική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, ο κρατικός σχεδιασμός της παραγωγής και της διανομής, η απουσία της εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας, από τη μια πλευρά και η απουσία της δυνατότητας ιδιοποίησης των αποτελεσμάτων της ξένης εργασίας από την άλλη, περιορίζουν ουσιαστικά τη δράση των νόμων της εμπορευματικής παραγωγής. Αλλά το ότι την περιορίζουν δε σημαίνει ότι την εξαλείφουν ή ακόμα και ότι την αποδυναμώνουν. Πολύ περισσότερο, οι ίδιες οι σχέσεις ιδιοκτησίας δεν επινοούνται από την καθοδήγηση του κόμματος και του κράτους. Αυτές κατ’ ουσίαν είναι προϊόν της ανάπτυξης. Είναι η αντανάκλαση της ανάπτυξης των πραγματικών παραγωγικών δυνάμεων. Μπορούμε να μαντέψουμε ότι η εμπορευματική παραγωγή θα παράγει και τις ανάλογες σχέσεις παραγωγής.

Κατά συνέπεια θα έχουμε να αντιμετωπίσουμε κατά κάποιο τρόπο τη διαλεκτική αντίφαση: αναπτύσσοντας την εμπορευματική παραγωγή στο σοσιαλισμό θα αναγκαστούμε να αναπτύξουμε και τις εμπορευματικές σχέσεις. Περιορίζοντας τις σχέσεις που είναι χαρακτηριστικές για την εμπορευματική παραγωγή θα αναγκαστούμε να περιορίσουμε και την ίδια την παραγωγή στο βαθμό που αυτή εμφανίζεται ως εμπορευματική παραγωγή.

Η αναφορά ότι η σοσιαλιστική παραγωγή διαφέρει από την καπιταλιστική ως προς τους σκοπούς της θα έθετε ολοκληρωτικά το πρόβλημα πέρα από τα πλαίσια του υλισμού. Είναι γνωστό ότι η ανθρωπότητα θέτει μόνο εκείνους τους σκοπούς, για τους οποίους ήδη υπάρχουν τα μέσα επίτευξης.

Ο Στάλιν έλεγε ότι «σκοπός της καπιταλιστικής παραγωγής είναι η εξαγωγή κέρδους» και «σκοπός της σοσιαλιστικής παραγωγής είναι η ικανοποίηση των υλικών και πολιτιστικών αναγκών του ανθρώπου»[13]. Αλλά δεν πέρασε μιάμιση δεκαετία και το κόμμα ανακοίνωσε ως βασικό δείκτη της δραστηριότητας των σοσιαλιστικών επιχειρήσεων (και αυτό σημαίνει πραγματικά σκοπό αυτής της δραστηριότητας) ακριβώς το κέρδος[14]. Και δεδομένου ότι οι επιχειρήσεις δεν ήταν ιδιωτικές, αλλά κρατικές, τότε και το κέρδος τους θα πάει αποκλειστικά «στην ικανοποίηση των υλικών και πολιτιστικών αναγκών του ανθρώπου».

Αυτά τα οποία έμοιαζαν ως αντικρουόμενα στοιχεία, αντίθετα, εδώ συνυπήρχαν πολύ καλά. Επιπλέον, εξυπηρετούσαν το ένα το άλλο: μια αύξηση στο κέρδος των επιχειρήσεων επέτρεπε να παραχωρήσουν περισσότερα μέσα για την ικανοποίηση των υλικών και πολιτιστικών αναγκών των ανθρώπων. Η ικανοποίηση των αναγκών, όπως υπέθεταν, γεννούσε νέες ανάγκες, κάτι που συνέβαλε πολύ στην αύξηση των κερδών των επιχειρήσεων. Ομως όσο περισσότερο ικανοποιούνταν οι «υλικές και πολιτιστικές ανάγκες» των ανθρώπων, τόσο πιο κοντά ήταν ο σοσιαλισμός στη συντριβή του και οι άνθρωποι πιο κοντά στη μαζική υλική και πολιτιστική φτώχεια.

Διαφορετικά δε θα μπορούσε να είναι. Ουσία του σοσιαλισμού είναι η μετάβαση από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό, η πάλη ανάμεσα στον καπιταλισμό που ακόμη δεν έχει πεθάνει και τον κομμουνισμό που μόλις έχει αρχίσει να γεννιέται, η συνέχιση της επανάστασης με ειρηνικά μέσα.

Ειρηνικός, αλλά εντούτοις επαναστατικός. Διαφορετικά είναι θάνατος για το σοσιαλισμό. Η οικονομική μορφή πάλης, εάν μπορούμε να εκφραστούμε έτσι, πάλι προωθήθηκε σε πρώτο πλάνο, έγινε εκείνο το πεδίο της μάχης, στο οποίο παίζεται η τύχη της επανάστασης, η τύχη του σοσιαλισμού. Αλλά για ποια επιτυχή έκβαση της μάχης μπορεί να γίνει λόγος, όταν το επιτελείο δεν μπορεί να κατανοήσει κατά κανένα τρόπο πού είναι οι δικοί του και που οι εχθροί;

Το ζήτημα που μπαίνει -όπως και σε οποιαδήποτε άλλη πάλη- είναι ποιος-ποιον: ή ο εμπορευματικός χαρακτήρας της παραγωγής θα ξεπεραστεί και θα αντικατασταθεί από τον κομμουνιστικό τρόπο παραγωγής, που εξαιρεί την ανταλλαγή των προϊόντων της εργασίας, ή η εμπορευματική παραγωγή θα υπερνικήσει εκείνα τα στοιχεία του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής, τα οποία ο σοσιαλισμός είχε το χρόνο να παραγάγει. Υπέρ της εμπορευματικής παραγωγής δε λειτουργεί μόνο το γεγονός ότι αυτή ήδη υπάρχει και η μη εμπορευματική μόνο πρέπει να εμφανιστεί και ούτε μόνο οι προαιώνιες συνήθειες των ανθρώπων που διαμορφώθηκαν ακριβώς ως πράκτορες της εμπορευματικής παραγωγής, αλλά και το ότι η εμπορευματική παραγωγή είναι αυθόρμητη ως προς τη φύση της, όμως η κομμουνιστική (σ.μ.: παραγωγή) μπορεί να δομηθεί μόνο σύμφωνα με λογικό σχέδιο, μόνο «στη βάση της επιστήμης». Επομένως οποιαδήποτε στάση στο δρόμο οργάνωσης της κομμουνιστικής παραγωγής, της πορείας προς τα εμπρός, δε σημαίνει απλά στασιμότητα, αλλά οπισθοχώρηση στο αυθόρμητο της αγοράς, απώλεια των κατακτημένων θέσεων και ανάγκη να ξαναδιαβούμε το δρόμο που έχουμε διαβεί.

Στο διήγημα του Αλεξέι Τολστόι «Μετανάστες» υπάρχει ένας αξιοπρόσεκτος χαρακτήρας, που ο συγγραφέας τον αποδίδει στο Γάλλο κομμουνιστή εργάτη Ζακ: «Ανάμεσα σε εμάς και τους καπιταλιστές πρέπει να υπάρχει νεκρό πεδίο … Καμία αυτομολούσα φιγούρα … Στο στόχαστρο οι κίτρινες λέρες!».

Αυτός ο χαρακτήρας δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως πολιτικό σύνθημα, αλλά ως μεθοδολογική αρχή κατανόησης της ουσίας των μεταβατικών περιόδων μπορεί να αποδειχθεί πολύ χρήσιμος.

Αλήθεια, το όλο πρόβλημα βρίσκεται ακριβώς σε αυτό, πώς να καθοριστεί, πού ακριβώς βρίσκεται το πεδίο, το οποίο χωρίζει εμάς από τους κεφαλαιοκράτες στις συνθήκες του σοσιαλισμού, όταν ήδη δεν υπάρχει κανένας κεφαλαιοκράτης και πολύ περισσότερο φαντάζει αδύνατο.

Στη δεκαετία του ’60 έγιναν εντατικότερες οι αναζητήσεις για τη βελτίωση των μεθόδων διεύθυνσης της σοσιαλιστικής οικονομίας. Πάνω σε αυτά τα προβλήματα εργάζονται όχι μόνο οι οικονομολόγοι, αλλά και οι μαθηματικοί, οι ειδικοί στον τομέα της υπολογιστικής τεχνολογίας. Ολοι κατανοούν ότι είναι απαραίτητο να εκσυγχρονιστεί η κεντρική διεύθυνση της οικονομίας, να διαμορφωθεί σε σύγχρονη επιστημονική και τεχνική βάση. Δημιουργείται το Ενιαίο Κρατικό Δίκτυο Υπολογιστικών Κέντρων για τη συλλογή και επεξεργασία των οικονομικών πληροφοριών, δημιουργούνται επιστημονικά-ερευνητικά ιδρύματα αντίστοιχου προφίλ, επεξεργάζονται το σχέδιο Παγκρατικού Συστήματος Διεύθυνσης της λαϊκής οικονομίας, προετοιμάζεται απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου για τη μεταρρύθμιση της διεύθυνσης σε νέα τεχνική βάση[15].

Αλλά απροσδόκητα όλες αυτές οι προετοιμασίες «φρενάρονται» και αντί αυτών γίνεται αποδεκτή η λεγόμενη μεταρρύθμιση του Κοσύγκιν με την απολύτως απλοϊκή ιδεολογία του υλικού κινήτρου από τα κάτω ως τα πάνω. Καλύτερα απ’ όλες λειτουργεί η επιχείρηση, η οποία έχει περισσότερο κέρδος και εκείνοι οι εργαζόμενοι, οι οποίοι δουλεύουν καλύτερα απ’ όλους, είναι απαραίτητο να παροτρύνονται υλικά από το ίδιο κέρδος. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι οικονομολόγοι – ρινότσνικι που υπόσχονταν ότι η μετάβαση με τις μεθόδους υποκίνησης της αγοράς θα λύσει αμέσως όλα τα οικονομικά προβλήματα της ΕΣΣΔ, νίκησαν πλήρως τους ολιγάριθμους αντιπάλους τους.

Αλλά δεν έγινε το θαύμα. Αντίθετα, ήρθε η απογοήτευση. Και η συζήτηση ξεσπά με νέα δύναμη. Τώρα έχει ήδη φιλοσοφική πινελιά. Κεντρικό πρόβλημα σε αυτήν είναι το πρόβλημα των αντιφάσεων στο σοσιαλισμό, μία εκ των οποίων υπήρξε εννοείται η αντίφαση μεταξύ της εμπορευματικής και της μη εμπορευματικής παραγωγής στο σοσιαλισμό.

Η σκέψη που διατύπωσε ο Ε. Β. Ιλιένκοφ φαντάζει τουλάχιστον παράδοξη. Ομως στην εξωτερική της παραδοξότητα κρύβεται βαθύ νόημα, η αξία του οποίου ξεπερνά τα όρια εκείνης της ιστορικής κατάστασης, για το οποίο τόσο ταρακουνήθηκε ο Ιλιένκοφ.

Γράφει στην επιστολή του προς τον Γ. Α. Ζντάνοφ:

«Προφανώς, άλλο αντίβαρο στο φορμαλισμό, όντας αλαζόνας ο ίδιος το προηγούμενο διάστημα με «την πραγματικότητα», εκτός από την ανοικτή αναγνώριση των δικαιωμάτων των εμπορευματο-χρηματικών σχέσεων δεν υπάρχει.

Ετσι ώστε την υπάρχουσα κατάσταση και πρέπει, βεβαίως, να τη γνωρίσουμε με τη μέθοδο της «διαίρεσης του ενιαίου» – τα του θεού στο θεό, τα του Καίσαρος τω Καίσαρι – δηλαδή πρέπει απολύτως σαφώς να καθοριστούν τα δικαιώματα του φορμαλισμού, που προέρχονται από τις πραγματικές δυνατότητές του, και ξεκάθαρα να περιγραφεί εκείνη η σφαίρα, η οποία πραγματικά δεν υπάγεται στο φορμαλισμό. Και ας τον αφήσουμε να καθοριστεί όπως ξέρει, δεδομένου ότι το αυθόρμητο περιέχει τη δική του «λογική» και μερικές φορές είναι λογικότερο από ό,τι το τυπικό. Τότε και η φορμαλιστική λογική μπορεί να γίνει κάπως περισσότερο αυτοκριτική και ευκίνητη – τέτοια (σ.μ. η φορμαλιστική λογική) από μόνη της, φοβάμαι, πως δε θα γίνει ποτέ…

Μου φαίνεται ότι το μοναδικό πιο ακριβές θα ήταν να πούμε: εδώ σε αυτά και σε αυτά τα όρια, που θα είναι ξεκάθαρα και σαφώς περιγραμμένα, «ατομική εργασία» – πλήρης ιδιοκτήτης και μέσα σε αυτά τα όρια δεν έχει το δικαίωμα να χώσει τη μύτη του ούτε ένας «αντιπρόσωπος του Καθολικού» – Αφηρημένο – Καθολικό. Ας τον αφήσουμε να θυμάται ότι είναι μόνο αφηρημένο – καθολικό, δηλαδή φανταστικό – καθολικό. Και σε αυτά τα όρια -δηλαδή στην αγορά- αφήστε να κυριαρχούν οι νόμοι της αγοράς. Με όλα τα μειονεκτήματά τους. Καθώς χωρίς αυτά τα μειονεκτήματα δε θα υπάρξουν και τα πλεονεκτήματα…

Στο όριο μεταξύ της αγοράς και του Καθολικού ας αφήσουμε να δημιουργηθεί η σχετικώς λογικότερη «σύνθεση», η οποία σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να γίνει «λογική», για το λόγο ότι ακριβώς αυτό το όριο δεν έχει περιγραφεί – από όπου εμφανίζονται οι αμοιβαίες παραβιάσεις του ορίου χωρίς να γίνει κατανοητό αυτό, ότι δηλαδή είναι παραβιάσεις.

Τότε θα έχουμε ξεκάθαρη εικόνα – την εικόνα της πάλης αλληλοσυγκρουόμενων αρχών και όχι της «διάχυσή τους», που είναι χειρότερη από την ανοικτή και τίμια πάλη, δεδομένου ότι η διάχυση μετατρέπει όλη την εμπειρία σε έναν γκρίζο λαπά»[16].

Κατά συνέπεια, αυτό που προτείνει ο Ιλιένκοφ για την υπερνίκηση της αγοράς και της εμπορευματικής οικονομίας … είναι η νομιμοποίηση της αγοράς και της ατομικής εργασίας, να αναγνωρισθούν τα δικαιώματά της στη σοσιαλιστική οικονομία.

Εντούτοις, αυτή η λύση μπορεί να φανεί παράδοξη μόνο από πρώτη ματιά. Ακριβώς όπως μόνο από πρώτη ματιά μπορεί να φανεί ότι αυτή η λύση δε χαρακτηρίζεται από κάποια πρωτοτυπία. Καθώς και οι «ρινότσνικι», και ο Στάλιν πρότειναν ακριβώς την αναγνώριση των εμπορευματικών σχέσεων ως χαρακτηριστικό του σοσιαλισμού. Ομως η όλη υπόθεση βρίσκεται στο ότι οι «ρινότσνικι» πρότειναν να αναγνωρισθούν οι σχέσεις αγοράς ως «ίδιες» του σοσιαλισμού, σύμφυτες αυτού, ενώ εκείνη την περίοδο ο Ιλιένκοφ πρότεινε να «αναγνωρισθούν ως ξένες». Επίσης εκείνη την περίοδο οι «ρινότσνικι» δεν έβλεπαν τους τρόπους υπερνίκησης των αγοραίων, εμπορευματικών τάσεων στη σοσιαλιστική οικονομία, στην πραγματικότητα πρότειναν τη διαιώνισή τους κάτι που οδηγούσε αναπόφευκτα στην καταστροφή του ίδιου του σοσιαλισμού, ενώ ο Ιλιένκοφ πρότεινε να νομιμοποιηθούν οι σχέσεις αγοράς μόνο και μόνο για να είναι βολικότερη η καταστροφή τους, προκειμένου να καθαρίσει το πεδίο της πάλης, έτσι ώστε να μην υπάρξει «καμία αυτομολούσα φιγούρα».

Στην ιστορία μας συνέβηκαν και αυτά. Ακριβώς στην αναγνώριση των δικαιωμάτων της ατομικής εργασίας και στη νομιμοποίηση της αγοράς συνίστατο η ουσία της ΝΕΠ. Αλλά η ΝΕΠ ήταν πολιτική της πάλης με το μικροαστικό στοιχείο. Ηταν πάλη με την αγορά και τις μεθόδους της αγοράς, της μεγάλης εμπορευματικής παραγωγής ενάντια στη μικρή εμπορευματική παραγωγή. Ηταν πάλη όχι για την καταστροφή της αγοράς και για την κυριαρχία επί της αγοράς για τη δυνατότητα να ρυθμιστεί, για να περιοριστούν οι νόμοι της.

Στη δεκαετία του ’60, που κυριαρχούσε η μεγάλη σοσιαλιστική παραγωγή, όλα ήταν διαφορετικά. Από μόνη της η επανάληψη των μεθόδων και των προσεγγίσεων της ΝΕΠ σε αυτές τις συνθήκες θα μπορούσαν να οδηγήσουν μόνο σε αυτό, εκεί που έφτασε μερικές δεκαετίες αργότερα – στην παλινόρθωση του καπιταλισμού.

Εδώ έπρεπε να παλέψουμε με την «αγορά» κατά τέτοιο τρόπο, ώσπου να την καταστρέψουμε για πάντα και όχι με αγοραίες, αλλά με αντι-αγοραίες μεθόδους. Γίνεται λόγος ακριβώς για την εξάλειψη της βάσης της αγοράς – της εμπορευματικής παραγωγής και αντιστοίχως της ανταλλαγής των προϊόντων παραγωγής. Κάτι που δεν έγινε επί Στάλιν, όχι επειδή δεν κατόρθωσε να λύσει θετικά το πρόβλημα της σχέσης εμπορευματικών και κομμουνιστικών στοιχείων στη σοσιαλιστική οικονομία (που δε σημαίνει ότι δεν του «έφτανε το μυαλό»), αλλά επειδή τότε απλά δεν υπήρχαν τα πραγματικά μέσα γι’ αυτό, προκειμένου να αντικατασταθεί δηλαδή η αγορά και η ανταλλαγή εμπορευμάτων στη σφαίρα του υπολογισμού και του ελέγχου, του μέτρου για την εργασία και την κατανάλωση.

Μια άλλη κατάσταση διαμορφώθηκε εξ ολοκλήρου στα μέσα της δεκαετίας του ’60. Κατ’ αρχάς, το πρόβλημα οξύνθηκε τόσο που επ’ αυτού προβληματίζονταν ήδη πολλοί άνθρωποι και όχι μόνο οικονομολόγοι. Κατά δεύτερον, εμφανίστηκαν εκείνα τα μέσα, τα οποία θα επέτρεπαν ριζικά να αλλάξει το σύστημα διεύθυνσης της λαϊκής οικονομίας, δηλαδή να αποποιηθούν τις αγοραίες μεθόδους υπολογισμού και ελέγχου για το μέτρο της εργασίας και της κατανάλωσης. Αυτά ήταν η ηλεκτρονική τεχνολογία υπολογισμού.

Είναι πολύ σημαντικό να λάβουμε υπόψη μας, πως η ηλεκτρονική τεχνολογία υπολογισμού δεν είναι μόνο η αυτοματοποίηση του υπολογισμού (σ.μ. αλλά) και ένα ακόμα σύστημα της συλλογής και της μετάδοσης πληροφοριών. Εάν αυτό ήταν έτσι, τότε η αυτοματοποίηση του ελέγχου δε θα έδινε τίποτα με το αρκετά χαμηλό επίπεδο της ανάπτυξης παραγωγικών δυνάμεων στο μεγάλο ειδικό βάρος της χειρωνακτικής εργασίας και άλλων προβλημάτων, που υπήρχαν σε αφθονία στην οικονομία μας, στα μέσα της δεκαετίας του ’60.

Η ηλεκτρονική τεχνολογία υπολογισμού επέτρεπε να αυτοματοποιηθεί όχι μόνο ο έλεγχος και ο υπολογισμός, αλλά και η ίδια η παραγωγή. Τα αυτοματοποιημένα συστήματα διεύθυνσης των τεχνολογικών διαδικασιών, η αυτοματοποίηση των σχεδιαστικών και κατασκευαστικών εργασιών, συμπεριλαμβανομένης της αυτοματοποίησης του σχεδιασμού της ίδιας της ηλεκτρονικής τεχνολογίας υπολογισμού, σε αυτήν την περίοδο αναγνωρίσθηκαν ως προοπτική, ως κατεύθυνση για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, τόσο στη Σοβιετική Ενωση όσο στις ΗΠΑ και σε άλλες αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες.

Αλλά μόνο στις συνθήκες της κοινωνικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής και της κεντρικά σχεδιαζόμενης παραγωγής και κατανάλωσης ήταν δυνατό και έπρεπε να τεθεί το ζήτημα, όχι μόνο για την αυτοματοποίηση των τεχνολογικών διαδικασιών, αλλά και για την αξιοποίηση των ηλεκτρονικών υπολογιστών για ολοκληρωμένη επανάσταση στη διεύθυνση της οικονομίας.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο σκεπτόταν το πρόβλημα ένας από τους μεγαλύτερους ειδικούς στον τομέα της κυβερνητικής, ο Β. Μ. Γκλουσκόφ. Στο βιβλίο – συνέντευξη στον Β. Μόεβ, «Τα ηνία της διεύθυνσης», ο Γκλουσκόφ προωθεί την ιδέα, σύμφωνα με την οποία η ανθρωπότητα έζησε στην ιστορική της διαδρομή δύο -όπως αναφέρει- πληροφοριακούς φραγμούς: των προθύρων και της κρίσης διεύθυνσης.

Ο πρώτος εμφανίστηκε στις συνθήκες της εξαφάνισης της κοινοτικής – πρωτόγονης οικονομίας και επιλύθηκε με την εμφάνιση από τη μια πλευρά των εμπορευματο-χρηματικών σχέσεων και απ’ την άλλη με το ιεραρχικό σύστημα διεύθυνσης, στο οποίο ο προϊστάμενος διευθύνει τους νεότερους και αυτοί είναι εκτελεστές.

Ο Γλουσκόφ θεωρεί -αρχίζοντας από τη δεκαετία του ’30 του 20ού αιώνα- ότι γίνεται προφανές πως ξεκινά ο δεύτερος «πληροφοριακός φραγμός», κατά τον οποίο πλέον δε βοηθούν ούτε η ιεραρχία στη διεύθυνση ούτε οι εμπορευματο-χρηματικές σχέσεις. Ως αιτία αυτής της κρίσης εμφανίζεται η αδυναμία ακόμη πολλών ανθρώπων να αντιληφθούν όλα τα προβλήματα της διεύθυνσης της οικονομίας.

«Από τώρα και στο εξής «χωρίς τη βοήθεια των μηχανών» οι προσπάθειες για τη διεύθυνση είναι λίγες. Το πρώτο πληροφοριακό εμπόδιο ή τα πρόθυρα μπορούσε η ανθρωπότητα να το υπερνικήσει γιατί εφηύρε τις εμπορευματο-χρηματικές σχέσεις και τη σταδιακή δομή διεύθυνσης. Η ηλεκτρονική υπολογιστική τεχνολογία είναι η σύγχρονη εφεύρεση η οποία θα μας επιτρέπει να υπερπηδήσουμε το δεύτερο εμπόδιο.

Γίνεται ιστορική στροφή στην περίφημη σπείρα της ανάπτυξης. Οταν εμφανιστεί το κρατικό αυτοματοποιημένο σύστημα διεύθυνσης, με ενιαία αντίληψη θα αντιμετωπίσουμε εύκολα ολόκληρη την οικονομία. Στο νέο ιστορικό στάδιο, με τη νέα τεχνολογία, στο νέο αναπτυγμένο επίπεδο εμείς σαν να «κολυμπάμε» πάνω από εκείνο το σημείο της διαλεκτικής σπείρας, κάτω από το οποίο, σε μακρινές από εμάς χιλιετίες, παρέμεινε η περίοδος που ο άνθρωπος μπορούσε να ερευνήσει τη φυσική οικονομία του εύκολα με γυμνό μάτι.

Οι άνθρωποι άρχισαν με τον πρωτόγονο κομμουνισμό. Η μεγάλη στροφή της σπείρας θα τους ανυψώσει στον επιστημονικό κομμουνισμό»[17].

Προφανώς η σωστή λύση του προβλήματος της εμπορευματικής σοσιαλιστικής παραγωγής εκείνη την περίοδο, όπως λέγεται, «αιωρούνταν στον αέρα». Δεν είναι τυχαίο πως οι προτάσεις του Γκλουσκόφ γι’ αυτό το ζήτημα εμφανίζονται στην πράξη ως τεχνική ερμηνεία της φιλοσοφικής ιδέας του Ιλιένκοφ, αν και η τελευταία (σ.μ. η φιλοσοφική ιδέα) εκείνη την περίοδο δεν είχε δημοσιοποιηθεί.

Ο Β. Μ. Γκλουσκόφ δεν αμφιβάλλει ότι η κίνηση προς τα μπρος στο δρόμο του σοσιαλισμού είναι αδιάρρηκτα συνδεμένη με την υπερνίκηση των εμπορευματο-χρηματικών σχέσεων. Ακόμα καταλαβαίνει ότι αυτή η υπερνίκηση δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί από μόνη της, ότι αυτό είναι απαραίτητο να οργανωθεί και τεχνικά να διασφαλιστεί. Προτείνει κατ’ αρχάς να οργανωθεί σωστά η διανομή με τη βοήθεια των χρημάτων, κατανέμοντας την κυκλοφορία των χρημάτων στη σφαίρα της διανομής σε δύο τομείς.

«Ας συμφωνήσουμε ότι στους προσωπικούς λογαριασμούς στην τράπεζα θα γίνονται δεκτές οι καταθέσεις μόνο από τις επίσημες οργανώσεις, που πληρώνουν την ανταμοιβή των ανθρώπων για την εργασία τους. Μπορείτε να κάνετε ανάληψη από το λογαριασμό σας, αλλά δεν μπορείτε να κάνετε κατάθεση…

…Εάν η τράπεζα, που είναι εντός του συστήματος αυτοματοποιημένων μη χρηματικών συναλλαγών, αρχίσει να λαμβάνει τα χρήματα μόνο από τις επίσημες οργανώσεις, όπου οι άνθρωποι λαμβάνουν την αμοιβή, σε αυτή την κυκλοφορία δεν μπορούν να μπουν σε καμία περίπτωση ιδιωτικές αμοιβές και αμφισβητήσιμες. Το να καταστρέψεις με διάταγμα, μέσα σε μια μέρα, όλες τις λεγόμενες «αριστερές»[18] διαδικασίες με τα χρήματα είναι αδύνατο. Με αυτή την προϋπόθεση η κυκλοφορία τους θα κλειδωθεί σε περιορισμένο κύκλο. Από τον πρώτο -τον «επίσημο» κύκλο, τον κύκλο της κυκλοφορίας- στον δεύτερο μπορούν να περάσουν χρήματα, αρκεί να γίνει ανάληψη μέρους των αποδοχών του από τον τραπεζικό λογαριασμό, από τον δεύτερο κύκλο στον πρώτο αυτά ποτέ δε θα γυρίσουν»[19].

Με αυτόν τον τρόπο μπορεί να επιτευχθεί σαφής διαχωρισμός της κυκλοφορίας των «τίμιων» από τα «μαύρα» χρήματα, έτσι ώστε στη συνέχεια να γίνει δυνατό να εκκαθαριστεί βαθμιαία αυτός ο «σκιερός» τομέας γενικά. Οι ιδέες που παρουσίασε ο Γκλουσκόφ δεν εμφανίστηκαν από το πουθενά. Ακόμη από τις αρχές του 1960, νομίζω, όχι χωρίς την επιρροή του Προγράμματος του κόμματος, φλεγόταν ο Γκλουσκόφ από την ιδέα της δημιουργίας του OGAS. Προτεινόταν να δημιουργηθεί ενιαίο κρατικό δίκτυο ηλεκτρονικών κέντρων, να εξοπλισθούν με ισχυρές ηλεκτρονικές υπολογιστικές μηχανές, οι οποίες θα επέτρεπαν να επεξεργασθούν όλες τις πληροφορίες που θα έφθαναν και να συμβάλλουν στην επεξεργασία σωστών διευθυντικών λύσεων.

Αρχικά το OGAS έπρεπε να περιλάβει και το σύστημα των μη χρηματικών συναλλαγών του πληθυσμού. Αυτό το μέρος το «πελέκησαν» αμέσως, με αποτέλεσμα και ολόκληρο το OGAS «να φρεναρισθεί». Αντ’ αυτού εφαρμόστηκε η μεταρρύθμιση του Κοσύγκιν, η επονομαζόμενη «λιμπερμανισμός», με το κέρδος και τον όγκο πωλήσεων ως κυρίους δείκτες της αποτελεσματικότητας της εργασίας των σοσιαλιστικών επιχειρήσεων. Αλλά ο Γκλουσκόφ δεν υποχώρησε. Σκεφτόταν πάνω στην ιδέα του OGAS ως την τελευταία ημέρα. Οι προαναφερθείσες σκέψεις προφανώς αντιπροσώπευαν μέρος της γενικής ιδέας OGAS. Ο Βίκτορ Μιχαΐλοβιτς, ως αληθινός αναλυτής συστημάτων, επιπλέον και ως σχεδιαστής και πρακτικός οργανωτής της επιστήμης και της παραγωγής, συνήθιζε να σκέφτεται την ιδέα όχι μόνο συνολικά, αλλά και στις λεπτομέρειες, ως στην «ενσάρκωση στο μέταλλο».

Είναι πολύ σημαντικό να σημειωθεί ότι ο Γκλουσκόφ οδηγήθηκε στην ιδέα του αυστηρού διαχωρισμού των αγοραίων και των ίδιων κομμουνιστικών αρχών στην οικονομία μας όχι από την πολιτική οικονομία ούτε από τη φιλοσοφία. Είναι απλό. Χωρίς την επίλυση αυτού του προβλήματος δεν ήταν δυνατό να λυθεί το πρόβλημα της διεύθυνσης της παραγωγής. Αυτή τη λύση, για να κυριολεκτήσουμε, απαιτούσε η τεχνολογία. Η τεχνολογία δημιούργησε τη δυνατότητα για τη λύση του.

Ο Γκλουσκόφ δεν ήταν ο μοναδικός μεταξύ των «τεχνοκρατών», ο οποίος σκεφτόταν πάνω σε αυτά τα προβλήματα. Στα ζητήματα εισαγωγής των ηλεκτρονικών χρημάτων πολύ σοβαρά δούλεψε και ένας άλλος σημαντικός σχεδιαστής της σοβιετικής υπολογιστικής τεχνολογίας και ένας από τους ιδρυτές του προγραμματισμού στην ΕΣΣΔ, ο Α. Γ. Ακούσκιι. Το θέμα έφθασε ακόμη και στο να δοκιμαστεί αυτό το σύστημα στο Ζελένογκραντ[20]. Την ιδέα του Γκλουσκόφ σχετικά με το OGAS την υποστήριζε πλήρως ο ακαδημαϊκός Νέμτσινοφ λίγο πριν πεθάνει[21].

Μπορούν να ισχυριστούν ότι τα ηλεκτρονικά χρήματα είναι και αυτά χρήματα. Σήμερα τα ηλεκτρονικά χρήματα σταδιακά εκτοπίζουν τα χάρτινα, αλλά με αυτό δεν εξαφανίζεται ούτε η εμπορευματική οικονομία ούτε ο καπιταλισμός. Και αυτή η παρατήρηση θα είναι σωστή. Αλλά είναι άλλο θέμα τα ηλεκτρονικά χρήματα στον καπιταλισμό και άλλο στο σοσιαλισμό, στις συνθήκες απουσίας ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής.

Πάρτε ένα παράδειγμα. Σήμερα σε πολλές επιχειρήσεις και ιδρύματα του Κίεβου υποχρεωτικώς μεταφέρεται η αμοιβή των συνεργατών τους με ηλεκτρονικές κάρτες. Ο σκοπός της ενέργειας είναι σαφής. Τα χρήματα τα χρειάζονται οι τραπεζίτες. Αλλά ποιοι από εκείνους που λαμβάνουν το μισθό τους θα πάνε εθελοντικά τα χρήματα στην τράπεζα; Πράγματι δεν υπάρχει κάτι να πάνε. Τότε είχε επινοηθεί ένα «έξοχο» απλό σχήμα: «να σπρώξουν» τους μισθούς μέσω της τράπεζας πριν ακόμη δοθούν στα χέρια των εργαζομένων. Από κάθε μισθό από 0,5% καταλαβαίνετε πόσο βγαίνει!

Αλλά καθώς υπάρχει μια μάζα πληρωμένων υπηρεσιών για την εξυπηρέτηση των καρτών, όπως λέμε, η εμφάνιση στην οθόνη της Αυτόματης Ταμειακής Μηχανής (ΑΤΜ) του ισολογισμού σας είναι μεγαλύτερη από την οριζόμενη ποσότητα κάθε φορά. Προφανώς, οι τραπεζίτες «λάδωσαν» με κάποιο τρόπο τους καθοδηγητές επιχειρήσεων και εκείνοι, χωρίς να κάνουν τσιριμόνιες, αναγκάζουν τους συνεργάτες τους να πάρουν κάρτα. Η υπόθεση βεβαίως είναι εθελοντική, αλλά δοκιμάστε υπό τους σημερινούς όρους να υψώσετε τη φωνή σας απέναντι στην εργοδοσία! Φυσικά κανένας δεν το δοκιμάζει, επειδή καταλαβαίνει πολύ καλά τι θα επακολουθήσει. Με άλλα λόγια, πλήρης αμοιβαία κατανόηση. Μπορούμε να μην αμφιβάλλουμε ότι σύντομα όλοι οι κρατικοδίαιτοι των μεγάλων πόλεων θα λαμβάνουν την αμοιβή τους κατ’ αυτόν τον τρόπο. Με άλλα λόγια, έχουμε να κάνουμε με θρασύ και ωμό εκβιασμό.

Αλλά στο σοσιαλισμό αυτό το σύστημα της πληρωμής της αμοιβής θα παρουσίαζε τεράστια ευκολία, τόσο για τους εργαζομένους όσο και για το κράτος. Φυσικά για αυτό είναι απαραίτητο να εθνικοποιηθούν οι τράπεζες και να αρχίσει το σταδιακό πέρασμα στην υλοποίηση όλων των πληρωμών μέσω του ενιαίου ονομαστικού ηλεκτρονικού υπολογισμού στην κρατική τράπεζα. Εάν αντικαταστήσουμε την κάρτα με τα ογκώδη και ακριβά ΑΤΜ με πρόσθετα «τσιπ» στα συνηθισμένα κινητά τηλέφωνα, τα οποία θα μας επιτρέπουν με τη βοήθειά τους να κάνουμε μεταφορά χρημάτων από τον ένα λογαριασμό στον άλλο, τότε εμφανίζεται η δυνατότητα γενικά να κινούμαστε χωρίς χαρτονομίσματα.

Ακόμη και στην αγορά μπορεί να λογαριαστείς με τη βοήθεια της κάρτας, μεταφέροντας χρήματα στο λογαριασμό της γιαγιάς. Στον καπιταλισμό τα κινητά τηλέφωνα στην πλειοψηφία των περιπτώσεων είναι απολύτως άχρηστα για τους ιδιοκτήτες τους και προορίζονται αποκλειστικά για τη μεταφορά χρημάτων από τις τσέπες των πολιτών στις τσέπες των ιδιοκτητών των δικτύων κινητής τηλεφωνίας.

Στο σοσιαλισμό αυτές (σ. μ. οι κάρτες) θα επέτρεπαν να αποφύγουμε τις μεγάλες μη παραγωγικές δαπάνες, τέτοιες όπως την παραγωγή χαρτονομισμάτων, την είσπραξη, τη φύλαξη, την πληρωμή, τον υπολογισμό, ας μην πούμε ακόμη ότι θα μας επέτρεπαν να αποφύγουμε τεράστια ποσότητα κακής χρήσης, που συνδέονται με την κυκλοφορία των χρημάτων. Η χρηματική κυκλοφορία θα μπορούσε να είναι πλήρως αυτοματοποιημένη, κάτι που θα εξασφάλιζε τη δυνατότητα πλήρους ελέγχου σε αυτή τη σφαίρα από το κράτος. Μάλιστα αυτός ο έλεγχος θα μπορούσε και ο ίδιος να είναι αυτοματοποιημένος. Καταλαβαίνετε πως η ανταλλαγή ακόμα υπάρχει, η κοροϊδία αποκλείεται! Θα συμφωνήσετε πως αυτό είναι ήδη ένα σοβαρό βήμα για την εξάλειψη των ίδιων των εμπορευματο-χρηματικών ανταλλαγών και για την οργάνωση της άμεσης κατανομής.

Μετά από την εξάλειψη της ατομικής ιδιοκτησίας, δηλαδή της τυπικής κοινωνικοποίησης των όρων παραγωγής, το δημιουργηθέν στον καπιταλισμό σύστημα της ηλεκτρονικής κυκλοφορίας των χρημάτων στα χέρια της αντικαπιταλιστικής εξουσίας μπορεί αμέσως να γίνει πανίσχυρος μοχλός της πραγματικής κοινωνικοποίησης της εργασίας, υπό τον όρο ότι αυτά τα χέρια θα αποδειχθούν αρκετά επιδέξια, η καρδιά αποφασιστική και το κεφάλι έξυπνο. Αλλά από μόνα τους τέτοια δε θα αποδειχθούν. Σήμερα οι κοινωνικές συνθήκες καθόλου δε συμβάλλουν στην αρμονική ανάπτυξη του ατόμου. Αλλά σε σχέση με αυτό δε θα σκάσουμε κιόλας. Ας θυμηθούμε τα λόγια του μεγάλου φιλόσοφου Σπινόζα, τα οποία επανέφερε στις μέρες μας ο Ιλιένκοφ: «να μην κλαίμε, να μην γελάμε, αλλά να καταλαβαίνουμε».

Αλλά είναι ακόμα καλύτερο να θυμηθούμε τα λόγια του ίδιου του Εβαλντ Βασίλιεβιτς Ιλιένκοφ που απευθύνονται στη νεολαία, σε αυτή που πρέπει να μάθει από τα λάθη του παρελθόντος: «Η μυλόπετρα της ζωής και της διαπαιδαγώγησης συνεχίζει να περιστρέφεται με τριγμούς, με τριγμούς και γδούπους, συνθλίβοντας νέες ζωές, ακρωτηριάζοντας τύχες, αυταρχικά αναγκάζοντας τη νεολαία να σκεφθεί, να σκεφθεί και να αναζητήσει διέξοδο από την τραγική κατάσταση.

Τη μοναδικά μελετημένη, θεωρητικά τεκμηριωμένη διέξοδο από αυτήν (σ.μ. την τραγική κατάσταση) προτείνει για τη νεολαία η μαρξιστική-λενινιστική θεωρία, η θεωρία του επιστημονικού κομμουνισμού. Ομως δεν είναι πάντα εύκολο για τη νεολαία των καπιταλιστικών χωρών να βρουν τον ευθύ δρόμο προς αυτή. Εντούτοις, αργά ή γρήγορα θα καταλάβει ότι αυτή η διέξοδος είναι μοναδική. Αυτή η διέξοδος βρίσκεται στον κομμουνιστικό μετασχηματισμό ολόκληρου του συστήματος των κοινωνικών σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων…»[22].

 

 

Το παρόν άρθρο δημοσιεύεται μεταφρασμένο από το περιοδικό της Ενωσης Κομμουνιστών της Ουκρανίας «Μαρξισμός και σύγχρονη εποχή», τεύχος 2/2004.

 

 

Σημειώσεις:

 

[1] Ε. Β. Ιλιένκοφ: «Η διαλεκτική του αφηρημένου και του συγκεκριμένου στο «Κεφάλαιο» του Μαρξ». Μόσχα 1960, 285 σελίδες.

[2] Βλέπε Β. Πιχόροβιτς: «Εναλλακτική λύση στην μεταρρύθμιση της αγοράς του 1965, χωρίς αποδέκτες», «Μαρξισμός και σύγχρονη εποχή», Νο 1/2004, σελ. 113-114, ΚΟΜΕΠ 3/2005.

[3] Σ. μ.: νιτοβάρνικι ή αντιρινότσνικι: αυτοί που εναντιώνονται στην οικονομία της αγοράς.

[4] «Η ανάπτυξη της πολιτικής οικονομίας στην ΕΣΣΔ και τα επίκαιρα ζητήματα του σύγχρονου σταδίου». Υπό τη σύνταξη του Ν. Α. Τσαγκόλοφ, Μόσχα 1981, σελ. 5-53.

[5] Σ. μ.: ρινότσνικι: οι οπαδοί της αγοράς.

[6] Ε. Β. Ιλιένκοφ, «Η ομιλία στους οικονομολόγους – Η διαλεκτική του αφηρημένου και του συγκεκριμένου στην επιστημονικο-θεωρητική σκέψη». Μόσχα 1997, σελ. 425-441.

[7] Ε. Β. Ιλιένκοφ, «Η ομιλία στους οικονομολόγους – Η διαλεκτική του αφηρημένου και του συγκεκριμένου στην επιστημονικο-θεωρητική σκέψη». Μόσχα 1997, σελ. 432-433.

[8] Ι. Β. Στάλιν, «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ», Αθήνα, 1998, «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 117.

[9] Γ. Β. Εμελιάνοφ, «Στάλιν. Στην κορυφή της εξουσίας», Μόσχα, 2003, σελ. 490-491.

[10] Βλέπε Β. Πιχόροβιτς, «Εναλλακτική λύση στη μεταρρύθμιση της αγοράς του 1965, χωρίς αποδέκτες», «Μαρξισμός και σύγχρονη εποχή», Νο 1, 2004.

[11] Γ. Β. Ιλιένκοφ, «Η διαλεκτική του αφηρημένου και του συγκεκριμένου στην επιστημονο-θεωρητική σκέψη», Μόσχα, 1997, σελ. 443.

[12] Ι. Β. Στάλιν, «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ», Αθήνα, 1998, «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 42.

[13] Ι. Β. Στάλιν, «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ», Αθήνα, 1998, «Σύγχρονη Εποχή».

[14] Να τι γράφει ένας από τους κήρυκες των μεταρρυθμίσεων της αγοράς του 1965 Α. Μ. Μπίρμαν στην μπροσούρα του «Τι αποφάσισε η Ολομέλεια του Σεπτεμβρίου»: «Πλέον, βασικό δείκτη, σύμφωνα με τον οποίο θα κρίνουν την εργασία της επιχείρησης και… από τον οποίο θα εξαρτηθεί η ευημερία της και η άμεση δυνατότητα υλοποίησης του παραγωγικού προγράμματος, αποτελεί ο δείκτης του όγκου πραγματοποίησης (δηλαδή της πώλησης του προϊόντος)».

[15] Ο ακαδημαϊκός Β. Μ. Γκλουσκόφ – ο πιονέρος της κυβερνητικής, Κίεβο, 2003, σελ. 321-323.

[16] Ε. Β. Ιλιένκοφ: «Γράμμα στο Γ. Α. Ζντάνοφ». Στο βιβλίο, Ε. Β. Ιλιένκοφ: «Προσωπικότητα και δημιουργία», Μόσχα 1999, σελ. 258-261.

[17] Β. Μόεβ, «Τα ηνία της διεύθυνσης», εκδόσεις «Πολιτίτσεσκοϊ Λιτερατούρι», 1997, σελ. 92.

[18] Σ. μ.: Με το ««αριστερές» διαδικασίες» εννοεί τις διαδικασίες με το παράνομο χρήμα.

[19] Β. Μόεβ, «Τα ηνία της διεύθυνσης», εκδόσεις «Πολιτίτσεσκοϊ Λιτερατούρι», 1977, σελ. 147.

[20] Μπ. Ν. Μαλινόφσκι: «Η ιστορία της τεχνολογίας των υπολογιστών σε πρόσωπα», Κ. 1995, σελ. 298.

[21] «Ο ακαδημαϊκός Β. Μ. Γκλουσκόφ, ο πιονέρος της κυβερνητικής», Κίεβο, 2003, σελ. 323-324.

[22] Ε. Β. Ιλιένκοφ, «Φιλοσοφία και νιότη», στο βιβλίο: «Φιλοσοφία και πολιτισμός», Μόσχα 1991, σελ. 29.

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *