Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ (1918-1949): Εφόδιο στις καθημερινές μάχες των κομμουνιστών

H ομιλία του Κ.Σκολαρίκου (12/7/2019), μέλους του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ, στην σημερινή εκδήλωση με θέμα «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ (1918-1949): Εφόδιο στις καθημερινές μάχες των νέων κομμουνιστών..», στο 28ο Αντιιμπεριαλιστικό Διήμερο της ΚΝΕ. (Πηγή)

 

 

Φίλες και φίλοι Συντρόφισσες και σύντροφοι,

 

Παρουσιάζουμε σήμερα το Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ 1918-1949.

 

 

Η ενασχόληση του ΚΚΕ με την ιστορία του έχει δεχτεί πολλαπλές επιθέσεις από αστούς και οπορτουνιστές ιστοριογράφους, στο όνομα της αντικειμενικότητας. Εμείς θεωρούμε ότι δεν μπορεί να υπάρξει αντικειμενική ιστοριογραφία, αν δεν ξεκινά από το γεγονός ότι η κοινωνία είναι ταξικά χωρισμένη. Υπό αυτό το πρίσμα, η μελέτη της ιστορίας από το ΚΚΕ είναι αντικειμενική όχι επειδή στέκεται υπεράνω των ταξικών αντιθέσεων, αλλά γιατί αφενός είναι επιστημονική και γιατί αφετέρου προσανατολίζεται από τα αντικειμενικά συμφέροντα της συντριπτικής πλειοψηφίας της κοινωνίας, βρισκόμενη στην ίδια κατεύθυνση με την κοινωνική εξέλιξη.

Μάλιστα, θεωρούμε ότι κάθε κομμουνιστικό κόμμα έχει χρέος να διαθέτει δυνάμεις για την επιστημονική ανάλυση της ιστορίας των ταξικών αγώνων, δηλαδή για την εξέταση της συμπυκνωμένης πείρας της ταξικής πάλης. Ειδικότερα σήμερα, έπειτα από την αντεπανάσταση του 1989-1991 και το παγκόσμιο πισωγύρισμα του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, η ανασυγκρότηση και η αντεπίθεσή του δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί μακριά από τον αναστοχασμό της ιστορίας του, από την αποτίμηση της θετικής και της αρνητικής του πείρας, όπως επίσης και η ιστοριογραφία δεν μπορεί παρά να συγκαταλέγει στα κριτήρια της και τις μακροπρόθεσμες συνέπειες, θετικές και αρνητικές, της μιας ή της άλλης ιστορικής επιλογής.

Όσον αφορά την εξέταση της περιόδου 1918-1949 θεωρήθηκε σημαντική η συνολικότερη κατανόηση μιας μακράς ιστορικής περιόδου, αποτέλεσμα της οποίας υπήρξε η γέννηση του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος και η ίδρυση του Κόμματος. Επιγραμματικά στον Α1 τόμο εξετάζεται το πέρασμα από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό των αναπτυγμένων καπιταλιστικά χωρών, η διαμόρφωση του διεθνούς εργατικού συνδικαλιστικού και σοσιαλιστικού κινήματος και η εμφάνιση του επιστημονικού σοσιαλισμού, οι σχέσεις παραγωγής στην ύστερη οθωμανική αυτοκρατορία, το διεθνές και εσωτερικό, οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο ξέσπασε η επανάσταση του 1821, οι κινητήριες κοινωνικές-ταξικές της δυνάμεις και ο αστικόςεθνικοαπελευθερωτικός της χαρακτήρας, η μορφή του αστικού κράτους που διαμόρφωσε.

Τέλος, ο τόμος κλείνει με αναφορά στην ιστορία του ελληνικού εργατικού σοσιαλιστικού και συνδικαλιστικού κινήματος πριν από την ίδρυση του ΣΕΚΕ, όπως ονομαζόταν το ΚΚΕ έως το 1924.

Στον τόμο Α2 γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στην ίδρυση του ΣΕΚΕ, γεγονός που αποτέλεσε τομή για την ελληνική κοινωνία και σταθμό στην ανάπτυξη της ταξικής πάλης στη χώρα μας. Για πρώτη φορά στην ελληνική κοινωνία εμφανίστηκε Κόμμα που διακήρυττε ότι σκοπός του είναι:

«1) Πολιτική και οικονομική οργάνωσις του προλεταριάτου σε ξεχωριστό κόμμα τάξεως δια την κατάκτησιν της πολιτικής εξουσίας και την δημοσιοποίησιν των μέσων της παραγωγής και ανταλλαγής δηλ. τη μεταβολή της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας εις κοινωνίαν κολλεχτιβίστικην ή κομμουνιστικήν και

2) Διεθνής συνεννόησις και δράσις των εργατών.» και προσέθετε ότι «…δεν δύναται ποτέ να συμμετάσχει ή και να ενισχύσει οποιαδήποτε κυβέρνησιν της αστικής τάξεως και αποκρούει κάθε απόπειραν απομακρύνσεώς του από την πάλιν των τάξεων, με σκοπόν να διευκολυνθή η προσέγγισις

των εργατών με τα αστικά κόμματα.»

Στον ίδιο τόμο δίνεται ιδιαίτερο βάρος στις σημαντικές ιδεολογικές-πολιτικές μάχες που δόθηκαν στο εσωτερικό του για την επικράτηση της επαναστατικής γραμμής και για την προσχώρησή του στην Κομμουνιστική Διεθνή, στην απαράμιλλα ηρωική δράση του Κόμματος το Μεσοπόλεμο, σε συνθήκες υπέρμετρης αστικής καταστολής και σε καιρούς που οι θυσίες των κομμουνιστών έμοιαζαν «να μην πιάνουν τόπο».

Η παραπάνω δράση τοποθετείται σε διάλογο με τις κοινωνικές-οικονομικές συνθήκες στην Ελλάδα και διεθνώς και με την πορεία και τις επεξεργασίες του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος. Ιδιαίτερα στεκόμαστε στην ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, όπως αυτή πιστοποιείται από τη σύμφυση βιομηχανικού-εμπορικού-τραπεζιτικού κεφαλαίου, από τη σημαντική αύξηση του ΑΕΠ, από τη συγκρότηση οργανώσεων των κεφαλαιοκρατών, από την εμπορευματικοποίηση της αγροτικής παραγωγής και την παρέμβαση του κράτους για την καπιταλιστικοποίησή της κλπ.

Η ανάλυση της καπιταλιστικής ανάπτυξης το Μεσοπόλεμο είναι ιδιαίτερα σημαντική για την κατανόηση της ιστορίας του Κόμματος και της στρατηγικής που διαμόρφωσε στη διάρκειά του και αργότερα, αφού η υποτίμησή της, σε συνδυασμό με προβληματικές επεξεργασίες της Κομμουνιστικής Διεθνούς, ειδικότερα από τη δεκαετία του 1930 και έπειτα, εμπόδισαν τη διαμόρφωση μιας επαναστατικής στρατηγικής για την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας και βαθμιαία συνηγόρησαν στην υιοθέτηση στρατηγικής που απαιτούσε τη διεξαγωγή μιας αστικοδημοκρατικής επανάστασης πριν από τη σοσιαλιστική, επικαλούμενη την καπιταλιστική υπανάπτυξη και τα εκτεταμένα φεουδαλικά υπολείμματα. Η στρατηγική των σταδίων στηρίχτηκε στη στρατηγική των μπολσεβίκων μετά τη ρωσική επανάσταση του 1905 έως και την αστική ρωσική επανάσταση του Φλεβάρη του 1917.

Όμως, η συγκεκριμένη στρατηγική, στοχεύοντας στην ανατροπή της φεουδαρχικής ή ημιφεουδαρχικής εξουσίας στην τσαρική Ρωσία, δεν ανταποκρινόταν στις συνθήκες που επικρατούσαν στην τότε καπιταλιστική Ελλάδα και πολύ περισσότερο δεν ισχύει για τη σημερινή Ελλάδα, όπως ισχυρίζονται διάφορες οπορτουνιστικές ομάδες, που υιοθετούν μια παρόμοια στρατηγική ακόμα και σήμερα.

Οι δύο επόμενοι τόμοι αφιερώνονται στη δεκαετία του 1940, οπότε σημαντικές μάζες της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων εισέβαλαν στο προσκήνιο της ιστορίας και επιδίωξαν να διαμορφώσουν την τύχη τους. Η μεγάλη σημασία της περιόδου έγκειται στο γεγονός ότι στη διάρκειά της διαμορφώθηκαν αντικειμενικές συνθήκες, ώστε ο υποκειμενικός παράγοντας, το επαναστατικό εργατικό κίνημα, υπό την καθοδήγηση του ΚΚΕ, να σχεδιάσει και να οργανώσει επαναστατική σοσιαλιστική εξέγερση με στόχο την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας.

Πιο συγκεκριμένα, μετά την επιβολή της τριπλής φασιστικής Κατοχής, οι κυριότερες δυνάμεις της αστικής τάξης και το πολιτικό τους προσωπικό έμειναν πιστές στη συμμαχία με τη Μ. Βρετανία και πολλοί ακολούθησαν το βασιλιά και τα βρετανικά στρατεύματα στο Λονδίνο και στο Κάιρο, όπου και εν τέλει εγκαταστάθηκε η εξόριστη αστική ελληνική κυβέρνηση. Μια άλλη μερίδα αστών και του πολιτικού κόσμου παρέμεινε στη χώρα και συνεργάστηκε με τις δυνάμεις Κατοχής, ενώ ένα τρίτο κομμάτι παρέμεινε επίσης, αναμένοντας ένα μελλοντικό ευνοϊκότερο συσχετισμό δύναμης. Στο σύνολό τους άφησαν το λαό έρμαιο, σε συνθήκες που χαρακτηρίζονταν από μια βίαιη προλεταριοποίηση των μεσαίων στρωμάτων και επομένως από το σπάσιμο των κοινωνικών-ταξικών συμμαχιών της αστικής τάξης, αλλά και σε συνθήκες που ευρεία στρώματα της εργατικής τάξης και του φτωχού λαού ήρθαν αντιμέτωπα με το φάσμα της λιμοκτονίας.

Μέσα λοιπόν σε αυτό το περιβάλλον, στην αντίπερα όχθη της ταξικής πάλης, αν και η Κατοχή βρήκε το ΚΚΕ με ελάχιστες κομματικές δυνάμεις και αποδιοργανωμένο, το Κόμμα μπόρεσε μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα να ανασυγκροτηθεί και να δημιουργήσει Κομματικές Οργανώσεις στην εργατική τάξη, στη φτωχή αγροτιά, στα λαϊκά στρώματα των αυτοαπασχολούμενων και στη σπουδάζουσα νεολαία. Πρωτοστάτησε και ηγήθηκε στο μαζικό πολιτικό και στον ένοπλο απελευθερωτικό αγώνα του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ, της ΕΠΟΝ και των άλλων ΕΑΜικών οργανώσεων, προσφέροντας αιματηρές θυσίες.

Αυτή η ανιδιοτελής στάση του, σε συνδυασμό με το ρόλο του σοβιετικού λαού και στρατού, ιδιαίτερα μετά τη νίκη του Στάλινγκραντ, έδωσε στο ΚΚΕ κύρος και επιρροή, το κατέστησε πολιτικά και οργανωτικά τη δύναμη με την ισχυρότερη επιρροή στις λαϊκές δυνάμεις της Ελλάδας. Έτσι, οι δυνάμεις του ΚΚΕ και του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ είχαν κατορθώσει πριν την αποχώρηση των κατοχικών στρατευμάτων να απελευθερώσουν σημαντικό τμήμα της χώρας, όπου άρχισαν να διαμορφώνονται λαογέννητοι θεσμοί διοίκησης, εκπαίδευσης και δικαιοσύνης.

Σε αυτή τη φάση, η αστική τάξη – εγχώρια και ξένη – είχε χάσει σημαντικές θέσεις στην οικονομία και στα όργανα εξουσίας, ενώ είχε απολέσει και τη στήριξη των εργατικώνλαϊκών μαζών. Παρόλα αυτά, διατηρούσε ακόμα ορισμένες δυνάμεις καταστολής, όπως ο ο ΕΔΕΣ, τα Τάγματα Ασφαλείας και λοιπούς συνεργάτες των Γερμανών, αλλά και των Βρετανών. Γι’ αυτό, η αστική τάξη είχε πεντακάθαρο ότι η ανασυγκρότηση και η θωράκιση του καπιταλιστικού συστήματος απαιτούσε «φωτιά και σίδερο» και πως η συμμαχία με το ΕΑΜ και το ΚΚΕ σε μια κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» ήταν μια κίνηση τακτικής έως ότου διαμορφωθούν εκείνες οι συνθήκες που θα επέτρεπαν μια γενική επίθεση για την ανατροπή του διαμορφωμένου συσχετισμού δύναμης.

Το μόνο που θα μπορούσε να εμποδίσει τους αστικούς σχεδιασμούς ήταν μια επανάσταση για τη συντριβή της αστικής εξουσίας. Βέβαια, η νίκη μιας επανάστασης εξαρτάται από σειρά παραγόντων, υποκειμενικών αλλά και αντικειμενικών, στους οποίους περιλαμβάνεται και ο περιφερειακός και διεθνής συσχετισμός των ταξικών δυνάμεων.

Επίσης, η νίκη μιας επανάστασης εξαρτάται και από την επιλογή της καταλληλότερης στιγμής για την εκδήλωση της εξέγερσης για την κατάκτηση της εξουσίας. Κι αυτό, γιατί η επαναστατική κατάσταση μπορεί να έχει διάρκεια κάποιων μηνών ή και χρόνων, αν και όχι πάντα με την ίδια ένταση.

Συγκεκριμένα, στην περίοδο που αναφερόμαστε επαναστατική κατάσταση υπήρχε από τους τελευταίους μήνες πριν την αποχώρηση των Γερμανών έως και τις αρχές του 1946, οπότε συγκροτήθηκε ο ΔΣΕ, αν και με δυσμενέστερο συσχετισμό μετά τα Δεκεμβριανά, την παράδοση των όπλων και τα βήματα ανασυγκρότησης του αστικού κράτους. Οι βασικοί παράγοντες που καθόριζαν τη συνέχιση της επαναστατικής κατάστασης ήταν οι ακόλουθοι:

1.Οι μηχανισμοί καταστολείς και πιο συγκεκριμένα ο στρατός ήταν ευάλωτοι, ειδικά έξω από τα αστικά κέντρα, ενώ στο εσωτερικό τους καταγραφόταν ισχυρή παρουσία μελών του ΚΚΕ και του ΕΑΜ.

2.Μέσα σε συνθήκες που κυριαρχούσαν οι διώξεις και η αιματηρή τρομοκρατία, είχε αρχίσει η ένοπλη αντίσταση χιλιάδων ΕΑΜιτών και ΕΛΑΣιτών καταδιωκόμενων, ενώ χιλιάδες άλλοι επιδίωκαν να εξοπλιστούν και ακόμα ευρύτερες μάζες θεωρούσαν μονόδρομο το νέο ένοπλο αγώνα.

3.Η οργανωμένη δύναμη του ΕΑΜ και του ΚΚΕ παρέμενε ιδιαίτερα μεγάλη, αν και μειωμένη μετά τη Βάρκιζα. Το ΚΚΕ κυριαρχούσε στο εργατικό και το αγροτικό κίνημα, στη νεολαία, ακόμα και στα αθλητικά σωματεία, ενώ χιλιάδες πρώην ΕΛΑΣίτες συμμετείχαν στους συλλόγους του ΕΛΑΣ και έδιναν μαχητικό παρόν σε κάθε μαζική εκδήλωση.

4.Η μεγάλη αστάθεια του αστικού πολιτικού συστήματος σε συνάρτηση με τις οξύτατες ενδοαστικές αντιθέσεις. Μια σχετική σταθερότητα επήλθε τους πρώτους μήνες του 1946 και μετά από σθεναρή παρέμβαση του βρετανικού παράγοντα.

Με βάση τα προηγούμενα, το σημαντικότερο ζήτημα που τίθεται και κρίνεται στο Δοκίμιο, είναι ότι από το Κόμμα δεν υπήρξε συλλογική εκτίμηση για την ύπαρξη επαναστατικής κατάστασης, ούτε σχεδιάστηκε – οργανώθηκε η σοσιαλιστική επανάσταση.

Αιτία ήταν ότι το ΚΚΕ στρατηγικά ήταν εγκλωβισμένο στη λαθεμένη του εκτίμηση για τον ελληνικό καπιταλισμό και στο στόχο της συνεργασίας με μερίδα των αστικών δυνάμεων για την ολοκλήρωση της αστικοδημοκρατικής επανάστασης. Το γεγονός αυτό εμπόδισε την επιδίωξη κατάληψης της εξουσίας με την αποχώρηση των Γερμανών και ενώ η αστική τάξη επεξεργαζόταν ήδη σχέδια καταστολής του εργατικού-λαϊκού κινήματος.

Αλλά και στη συνέχεια, μετά την ήττα στα Δεκεμβριανά, τον ερχομό του Ζαχαριάδη και τη σχετική ανασύνταξη του εργατικού-λαϊκού κινήματος, η στρατηγική δεν προσανατολίστηκε στην επαναστατική εξέγερση για την κατάληψη της εξουσίας. Όπως έχουμε εκτιμήσει, το 7ο Συνέδριο του Κόμματος, τον Οκτώβρη του 1945, δεν ανταποκρίθηκε στις απαιτήσεις των συνθηκών ως προς την εκτίμηση της γραμμής πάλης του ΚΚΕ κατά την Κατοχή, ούτε ως προς την ανάγκη επεξεργασίας της πολιτικής του για τις επερχόμενες συνθήκες. Και οι μετέπειτα Ολομέλειες της Κεντρικής Επιτροπής δεν δείχνουν διόρθωση της στρατηγικής του Κόμματος, αν και φαίνεται να προσανατολίζονται στον ένοπλο αγώνα.

Ακόμα και η Απόφαση της 2ης Ολομέλειας της Κεντρικής Επιτροπής , το Φλεβάρη του 1946, που θεωρείται και είναι καθοριστική για τη στροφή της πάλης προς τον ένοπλο αγώνα, δεν ανταποκρίθηκε στις ανάγκες της ταξικής πάλης, αφού έβλεπε την αντάρτικη δράση ως μέσο πίεσης για ομαλές δημοκρατικές εξελίξεις και την προοδευτική γενίκευσή της μόνο σε περίπτωση που αυτές δεν επιτυγχάνονταν.

Αυτή η Απόφαση είχε κατά βάση τη σύμφωνη γνώμη του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, το οποίο τη συνόδευε με τη, συμβατή προς την παραπάνω θέση του, σύσταση προς το ΚΚΕ να πάρει μέρος στις βουλευτικές εκλογές της 31ης Μάρτη 1946. Η ηγεσία του ΚΚΕ σωστά απέρριψε τη συμμετοχή στις εκλογές. Ωστόσο, στην αντίληψη για τον ένοπλο αγώνα κυριάρχησε ο περιορισμένος και αμυντικός του χαρακτήρας και όχι ο γενικευμένα οργανωμένος, επιθετικός ενάντια στην αστική εξουσία.

Ιστορικά δεν είναι με ακρίβεια διερευνημένο και εξακριβωμένο, αν η καθυστέρηση στη γενίκευση του ένοπλου αγώνα οφειλόταν κυρίως σε δισταγμό του Κόμματος ή κυρίως σε δισταγμό των αδελφών ΚΚ, πρώτα απ’ όλα του ΚΚ των μπολσεβίκων. Ωστόσο, μια σειρά στοιχεία προσανατολίζουν στο συμπέρασμα ότι από το Κόμμα υπήρχε ένας προσανατολισμός και ορισμένη προετοιμασία για γενική λαϊκή εξέγερση στις αρχές του 1946, αν και οι μετέπειτα συζητήσεις στα κομματικά σώματα δείχνουν ότι δεν υπήρχε στο σύνολο του στελεχικού δυναμικού στέρεη πεποίθηση αναφορικά με την αναγκαιότητα της ένοπλης πάλης.

Από την πλευρά του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος ορισμένες ιστορικές πηγές δείχνουν ότι δεν ευνόησε την προοπτική της ένοπλης εξέγερσης. Είναι εξηγήσιμη η αδυναμία της ΕΣΣΔ να εγγυηθεί τη στρατιωτική στήριξη του ένοπλου αγώνα στην Ελλάδα, με δεδομένη τη στρατιωτική παρουσία της Αγγλίας και τις εκτιμήσεις που υπήρχαν αναφορικά με το διεθνή συσχετισμό δύναμης. Ωστόσο, αυτό δεν δικαιώνει τις υποδείξεις του ΚΚΣΕ στο ΚΚΕ υπέρ της Συμφωνίας του Λιβάνου, με την οποία αναγνώρισε την εξόριστη αστική κυβέρνηση, υπέρ της συμμετοχής στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας και στις εκλογές του 1946. Ήταν υποδείξεις εναρμονισμένες με τη γενικότερη στρατηγική του αντιφασιστικού μετώπου, όπως είχε διαμορφωθεί και προωθούνταν σε μια σειρά ευρωπαϊκές χώρες, με τη συμμετοχή ΚΚ σε αστικές μεταπολεμικές κυβερνήσεις.

Συνολικά, εκτιμούμε ότι ο καθοδηγητικός πυρήνας του ΚΚΕ προσανατολιζόταν σε δυναμική αναμέτρηση με τον ταξικό αντίπαλο, δίχως όμως και να έχει ξεκάθαρη στρατηγική επαναστατικής κατάκτησης της εργατικής εξουσίας, ενώ εξαρτούσε την υλοποίηση του σχεδίου του από τη σύμφωνη θέση του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, αλλά και από την πολεμική βοήθειά του.

Το ΚΚΕ σωστά επέλεξε τον ένοπλο αγώνα και όχι την υποταγή, αλλά η στρατηγική του αδυναμία εμπόδισε την έγκαιρη μετατροπή του ΕΛΑΣ σ’ επαναστατικό εργατικό στρατό, την αποφασιστική επιλογή της κατάλληλης στιγμής για σύγκρουση – κατάληψη της Αθήνας, στηριζόμενο στον εσωτερικό συσχετισμό, στον οποίο καταγράφονταν και οι ένοπλες δυνάμεις που διέθετε ή επηρέαζε. Οι ανασταλτικές παρεμβάσεις του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος δεν αναιρούν την παραπάνω εκτίμηση. Άλλωστε, μια ευνοϊκή εξέλιξη του επαναστατικού αγώνα στην Ελλάδα μπορούσε να προκαλέσει και την πιο άμεση στήριξή του από το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, ώστε να έχει τελικά θετική έκβαση. Υπάρχουν τέτοια ιστορικά προηγούμενα, όπως στην Κίνα και στην Κούβα.

Εξάλλου, η αξιοποίηση των συνθηκών επαναστατικής κατάστασης για την ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας, τόσο στην Ελλάδα όσο και όπου αλλού διαμορφώθηκε, ήταν προϋπόθεση για μια ριζική αλλαγή του διεθνούς συσχετισμού δυνάμεων στα Βαλκάνια και στην Ευρώπη, παγκόσμια. Αυτή η γραμμή θα ενίσχυε περισσότερο τη διεθνή υπόσταση της Σοβιετικής Ένωσης απέναντι στον «ψυχρό πόλεμο», στο ενδεχόμενο νέου θερμού πολέμου, θα συντελούσε στην αποτελεσματική της υποστήριξη και στην έμπρακτη αντιμετώπιση του οπορτουνισμού στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα. Στο αντίθετο οδηγούσε εξ αντικειμένου η στρατηγική της συμμετοχής των ΚΚ στις αστικές κυβερνήσεις, πριν, στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και μετά απ’ αυτόν.

Με βάση τα προηγούμενα αναδεικνύεται η μεγάλη σημασία που διαδραμάτισε η στρατηγική στην έκβαση της ταξικής πάλης στη χώρα μας και διεθνώς. Το πρόβλημα στρατηγικής έχει τη ρίζα του κυρίως στη δεκαετία του 1930, με καθοριστικές τις Αποφάσεις της 6ης Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ το 1934 και του 7ου Συνεδρίου της ΚΔ το 1935, και στη συνέχεια, την ίδια χρονιά, του 6ου Συνεδρίου του Κόμματός μας. Σ’ αυτήν την περίοδο διαφαίνονταν τα σύννεφα ενός γενικευμένου ιμπεριαλιστικού πολέμου, ενώ δεν υπήρχε ουσιαστική αναζωογόνηση από τη διεθνή καπιταλιστική οικονομική κρίση που εκδηλώθηκε το 1929, στο δε εσωτερικό της χώρας μας υπήρξε όξυνση της ταξικής πάλης το 1936, με χαρακτηριστικά τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης το Μάη.

Στις προγραμματικού χαρακτήρα Αποφάσεις των προαναφερθέντων Οργάνων και Σωμάτων, παρεμβλήθηκε αρχικά η σταδιοποίηση της επαναστατικής διαδικασίας και, στη συνέχεια, με τη μία ή την άλλη μορφή, ένας κυβερνητικός στόχος πριν από τη σοσιαλιστική επανάσταση, αν και τα διάφορα σχέδια δεν έπαιρναν μορφή τελικού Προγράμματος, προφανώς και λόγω της διαπάλης στο Κόμμα και στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα. Όλα αυτά τα χρόνια, αλλά και τα μεταγενέστερα, ουσιαστικά κυριαρχούσε αυτή η σταδιοποίηση στη στρατηγική του Κόμματος καθώς και ένας μεταρρυθμιστικός – μεταβατικός κυβερνητικός στόχος που αποδυνάμωνε και απενεργοποιούσε τον διακηρυγμένο στόχο της σοσιαλιστικής επανάστασης, οδηγούσε σε πολιτική συμμαχίας με αστικές δυνάμεις.

Αντικειμενικά, η διαμόρφωση της στρατηγικής συνδέεται και με την πορεία της Κομμουνιστικής Διεθνούς, της οποίας το ΚΚΕ υπήρξε μέλος ως το 1943, οπότε η Κομμουνιστική Διεθνής αυτοδιαλύθηκε. Η Κομμουνιστική Διεθνής ιδρύθηκε το 1919 σε συνθήκες ευρωπαϊκής επαναστατικής ανόδου, μετά τη νικηφόρα Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση στη Ρωσία και ενώ εκδηλωνόταν προλεταριακή επανάσταση στη Γερμανία και επαναστατική κατάσταση σε μια σειρά άλλες χώρες. Μετά την ήττα των επαναστάσεων σε Γερμανία και Ουγγαρία, το ζήτημα «μεταρρύθμιση ή επανάσταση», κομβικό στη διαπάλη του επαναστατικού εργατικού κινήματος με τον οπορτουνισμό – συμβιβασμό, επανήλθε πιέζοντας τα κόμματα που είχαν ενταχθεί στην ΚΔ και ειδικότερα όσα δεν είχαν αποβάλλει τις σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις. Σε αυτό συντελούσαν οι γενικότεροι αρνητικοί συσχετισμοί στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες, το 3ο Συνέδριο της ΚΔ το 1921 επιχείρησε να βελτιώσει την παρέμβαση των κομμουνιστών σε ανώριμες εργατικές δυνάμεις, ρίχνοντας το σύνθημα «Ανάμεσα στις μάζες» και τη γραμμή του «ενιαίου εργατικού μετώπου», που θα βοηθούσε, σε μη επαναστατικές συνθήκες, την κοινή δράση εργατών επηρεαζόμενων από διαφορετικές ρεφορμιστικές πολιτικές και συνδικαλιστικές οργανώσεις, όπως ήταν η 2η Διεθνής, η 2 1/2 Διεθνής, η Συνδικαλιστική Διεθνής του Αμστερνταμ. Ο Λένιν έβλεπε την πολιτική του «ενιαίου εργατικού μετώπου» να αφορά περιορισμένους οικονομικούς και πολιτικούς στόχους, ωστόσο τμήματα της ΚΔ το αντιμετώπιζαν ως απαρχή της διαμόρφωσης μιας εργατικής κυβέρνησης σε συνεργασία με τους σοσιαλδημοκράτες, παρά τον ρόλο τους στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, οπότε τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα πρόδωσαν την εργατική τάξη και τάχθηκαν με την αστική τάξη, στο όνομα της «υπεράσπισης της πατρίδας».

Η Απόφαση του 4ου Συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς το 1922 σκιαγράφησε πέντε πιθανούς τύπους εργατικών κυβερνήσεων. Απέκλεισε τη συμμετοχή των κομμουνιστών σε μια φιλελεύθερη εργατική ή μια σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση, αλλά δεχόταν την πιθανότητα συμμετοχής τους σε μια εργατοαγροτική ή εργατική κυβέρνηση, που δεν θα ήταν ακόμα εργατική εξουσία. Συνολικότερα, στα επόμενα συνέδρια της ΚΔ, μέσα από μια αντιφατική πορεία εναλλαγών στη στάση απέναντι στη σοσιαλδημοκρατία, σταδιακά αδυνάτιζε το μέτωπο απέναντί της, αν και αυτή είχε πλέον διαμορφωθεί ως πολιτική δύναμη αστικής εξουσίας, η οποία μάλιστα είχε πρωτοστατήσει στην καταστολή σοσιαλιστικών επαναστάσεων.

Γενικότερα, εκτιμούμε ότι στον προσδιορισμό του χαρακτήρα της επανάστασης στις επεξεργασίες της ΚΔ υποτιμήθηκε ο χαρακτήρας της εποχής που εγκαινίασε η Οκτωβριανή Επανάσταση, ως εποχής μετάβασης από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό και η διαμόρφωση της στρατηγικής συνδέθηκε με το επίπεδο της καπιταλιστικής ανάπτυξης της κάθε χώρας και με τον πολιτικό συσχετισμό των δυνάμεων. Οι αιτίες αυτής της υποτίμησης, όπως επίσης και οι αιτίες παρέκκλισης από την επαναστατική πείρα των μπολσεβίκων απαιτούν περισσότερη μελέτη.

Ένα είναι σίγουρο: Ο κίνδυνος παρέκκλισης σε μεταρρυθμιστικό στόχο, δηλαδή στην υιοθέτηση μιας στρατηγικής που αποσκοπεί στη συμμετοχή των κομμουνιστών στην αστική διαχείριση είναι υπαρκτός ακόμα κι αν έχει προηγηθεί σαφής επαναστατική στρατηγική επεξεργασία. Αυτός ο κίνδυνος ενισχύεται σε απότομες αλλαγές των οικονομικών και πολιτικών συνθηκών όπως η οικονομική κρίση, η αναστολή λειτουργιών αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, ο πόλεμος.

Σοβαρό παράγοντα πίεσης αποτελεί και η περιορισμένη επίδραση των κομμουνιστών στα εργατικά σωματεία. Εκ των πραγμάτων, η διατήρηση επαναστατικής στρατηγικής και η προώθησή της ως γραμμής πάλης σε μαζικές οργανώσεις της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων με δυσμενή συσχετισμό, έχει αποδειχθεί δύσκολη υπόθεση, με κίνδυνο κυρίως δεξιάς, αλλά και αριστερής παρέκκλισης.

Με αυτή την έννοια, κανένα ΚΚ, όσο έμπειρο κι αν είναι, δεν μπορεί να εφησυχάζει. Παράλληλα, η όποια κριτική στην ΚΔ δεν αναιρεί σε καμία περίπτωση την ευθύνη κάθε ΚΚ χωριστά για την πορεία του επαναστατικού κινήματος στη χώρα του. Εξάλλου, το Κόμμα μας, στις συνθήκες της δικής του πορείας ίδρυσης – ανάπτυξης – ωρίμανσης ωφελήθηκε από την ένταξή του στην ΚΔ. Η ΚΔ το βοήθησε να συγκροτηθεί σε ΚΚ με ανάλογες αρχές λειτουργίας, να αντιμετωπίσει τη λειτουργία φραξιονιστικών τάσεων, να δρα σε μάζες ανώριμες ως προς την ταξική τους θέση και το γενικό συμφέρον τους. Σε τελευταία ανάλυση, ήταν θέμα ωριμότητας και ικανότητας του ίδιου του δικού μας κόμματος να αποφύγει θεμελιακά λάθη στρατηγικής στην κρίσιμη περίοδο της δεκαετίας του 1940.

Για εμάς, λοιπόν, η αναγκαιότητα διεθνούς οργάνωσης του επαναστατικού εργατικού κινήματος πηγάζει από τον διεθνή χαρακτήρα της ταξικής πάλης. Το ζήτημα της ιδεολογικής ενότητας και της επαναστατικής στρατηγικής είναι καθήκον και του κάθε ΚΚ, ο δε βαθμός προώθησής της είναι το μεγάλο ζητούμενο και στις μέρες μας.

Κλείνοντας, με αφορμή το Δοκίμιο και όχι μόνο, οξύνεται καθημερινά η επίθεση που δέχεται το κόμμα μας για την ιστορία του. Η επίθεση εκφράζεται κυρίως από δύο ρεύματα, το αστικό αντικομμουνιστικό και το οπορτουνιστικό, με τις διάφορες αποχρώσεις τους. Και τα δύο ρεύματα διαστρεβλώνουν και ιστορικά γεγονότα και τις θέσεις του Κόμματος, ενώ αξιοποιούν, κυρίως ο οπορτουνισμός, αντιφάσεις της στρατηγικής του Κόμματος στο παρελθόν. Η κύρια επιδίωξη του αντικομμουνισμού είναι το τσάκισμα της ταξικής πάλης. Η επιδίωξη είναι κοινή, είτε η επίθεση γίνεται από φασιστικές δυνάμεις, είτε από την ΕΕ και θιασώτες του «εκσυγχρονισμένου» αστικού πολιτικού συστήματος, στους οποίους συμπεριλαμβάνεται και το μεγαλύτερο τμήμα του οπορτουνισμού. Βασικός στόχος τους είναι η επίθεση στην ένοπλη ταξική πάλη και στη δικτατορία του προλεταριάτου, η οποία συνοδεύεται άλλοτε από εθνικισμό και ρατσισμό, και άλλοτε από τον κοσμοπολιτισμό του κεφαλαίου και το ιδεολόγημα της «εθνικής ενότητας».

Ειδικότερα, μέρος του οπορτουνισμού εμφανίζεται ως θεματοφύλακας της Ιστορίας του ΚΚΕ και ιδιαίτερα της στρατηγικής της ΚΔ. Οι βασικοί άξονες στους οποίους κινείται η κριτική του οπορτουνισμού είναι οι ακόλουθοι:

1.Υποστηρίζουν ότι «Το ΚΚΕ ξαναγράφει την Ιστορία του για να δικαιώσει τ σημερινή σεχταριστική στρατηγική του και έτσι οδηγείται στο να μηδενίζει το παρελθόν, να θεωρεί λάθος τα 75 χρόνια της 100χρονης ιστορίας του και σωστά μόνο τα 25 τελευταία χρόνια, διαγράφοντας έτσι τους αγώνες και τις θυσίες 100 χρόνων». Αντιστρέφουν έτσι τη σχέση πολιτικού συμπεράσματος και ιστορικής εκτίμησης. Στην πραγματικότητα, η ίδια η ιστορική μελέτη που οδηγεί στα στρατηγικά συμπεράσματα που αποτυπώνονται στο Πρόγραμμά μας και όχι το αντίθετο.

2.Πολεμούν την προσπάθεια που κάνει το Κόμμα μας να μελετήσει και να βγάλει συμπεράσματα από λάθη και αδυναμίες στην στρατηγική του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, ισχυριζόμενοι ότι: «Η στρατηγική του δικαιώθηκε γιατί νίκησε η σοσιαλιστική εξουσία σε μια σειρά κράτη, γιατί υπήρξε η Αντιφασιστική Νίκη, γιατί δημιουργήθηκαν μεγάλα κινήματα όπως το ΕΑΜ».

Έτσι, διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα σε σχέση με την ανάπτυξη των ένοπλων αντιφασιστικών κινημάτων, τη σχέση τους με τα ΚΚ ή και με τον Κόκκινο Στρατό. Αποκρύπτουν συνειδητά ότι η διαμόρφωση ένοπλου απελευθερωτικού κινήματος υπό την ηγεσία ΚΚ δεν πήρε την ίδια έκταση σε όλες τις χώρες όπου τα ΚΚ ακολούθησαν τη στρατηγική του αντιφασιστικού μετώπου, π.χ. Γαλλία, Πολωνία, Τσεχοσλοβακία.

Κάνουν συστηματική προσπάθεια να αποκόψουν τα προβλήματα στη στρατηγική του Κόμματος από τους συμβιβασμούς που προχώρησε με τις αστικές πολιτικές δυνάμεις, υπογράφοντας τις συμφωνίες του Λιβάνου, της Καζέρτας και τελικά της Βάρκιζας. Προσπαθούν να τα εμφανίσουν ως αποκλειστικά λάθη προσώπων ή ηγεσιών ή λάθη στην εκτίμηση του συσχετισμού δυνάμεων την αδυναμία αξιοποίησης της επαναστατικής κατάστασης σε χώρες της Ευρώπης, τη «δικαιολογούν» ως «υπεράσπιση της ΕΣΣΔ και του σοσιαλισμού».

Έτσι κρύβουν ότι η πιο συνεπής υπεράσπιση της ΕΣΣΔ θα ήταν η πάλη για τη νίκη της εργατικής εξουσίας και του σοσιαλισμού σε κάθε χώρα ξεχωριστά. Σε αυτό το καθήκον συνίσταται η ξεχωριστή ευθύνη κάθε Κομμουνιστικού Κόμματος σε κάθε χώρα.

Με μηχανιστικό τρόπο αντιμετωπίζουν και τις αιτίες της αντεπανάστασης του 1989-1991. Άλλοι, εντοπίζοντας τις αιτίες μόνο μετά το θάνατο του Στάλιν, άλλοι αργότερα,παραβλέποντας τη διαπάλη και τα προβλήματα στην πολιτική του ΚΚ της Σοβιετικής Ένωσης και της σοβιετικής εξουσίας. Παραβλέπουν για παράδειγμα ότι το 20ό Συνέδριο αποτέλεσε ένα σημείο στροφής, επικράτησης του οπορτουνισμού, που προφανώς είχε βαθύτερο οικονομικό – κοινωνικό υπόβαθρο και ήρθε ως αποτέλεσμα της θεωρητικής και πολιτικής αδυναμίας των πιο συνεπών θέσεων μέσα στο ΚΚ της Σοβιετικής Ένωσης να επικρατήσουν σε αυτήν την διαπάλη.

Οι απόψεις αυτές θεωρούν δικαιωμένη τη στρατηγική των σταδίων, παρά το γεγονός ότι αποτέλεσε αιτία για τραγικές ήττες του κομμουνιστικού κινήματος, ενώ σήμερα αναφέρονται στην ανάγκη μεταβατικών κυβερνήσεων και προγραμμάτων, που εμφανίζουν ως τακτική. Πυρήνας αυτής της στρατηγικής είναι ότι στις σημερινές συνθήκες συσχετισμού δυνάμεων η προσέγγιση του επαναστατικού στρατηγικού στόχου μπορεί να γίνει με την προώθηση ενδιάμεσων μεταβατικών κυβερνητικών στόχων, παραδείγματος χάρη μιας αριστερής, αντιμονοπωλιακής κυβέρνησης με βάση τον σημερινό βαθμό συνείδησης των εργατικών και λαϊκών μαζών.

Με αυτό τον τρόπο, παρακάμπτουν τη λενινιστική θεωρητική θέση για τον αντικειμενικό χαρακτήρα της επαναστατικής κατάστασης και επιχειρούν να καταστήσουν ριζοσπαστικές δυνάμεις υποχείριο των αστικών πολιτικών. Στην πράξη, αυτή η πολιτική αναπαράγει τον αρνητικό συσχετισμό, ενώ δεν βοηθά την ανάπτυξη του υποκειμενικού παράγοντα, αφού τον συνηθίζει σε συνθήκες ενσωμάτωσης. Αντί να βοηθάει τις εργατικές – λαϊκές μάζες στο να εκπαιδεύονται και να ωριμάζουν μέσα από την πείρα των ταξικών αγώνων σε όλα τα επίπεδα, οικονομικό και πολιτικό, τις εγκλωβίζει στην ουτοπική αναζήτηση κοινοβουλευτικών κυβερνητικών λύσεων μέσα στο σύστημα, στο όνομα του εφικτού και στο τέλος τις απογοητεύει και τις αποδιοργανώνει.

Όλα τα προηγούμενα δείχνουν ότι οι διαμάχες για την ιστορία αντανακλούν τις αντιμαχόμενες θέσεις των αντίπαλων πλευρών της ταξικής πάλης σήμερα. Ότι δεν αποτελούν συγκρούσεις μόνο για το ιστορικό παρελθόν αλλά αναπόσπαστο μέρος της ιδεολογικής-πολιτικής διαπάλης στο σήμερα και επομένως της πορείας της ταξικής πάλης στο μέλλον. Γι’ αυτό κάθε μέλος και φίλος της ΚΝΕ, κάθε ριζοσπάστης νέος είναι απαραίτητο να διαβάσει το Δοκίμιο. Να μάθει για τις βαθιές ρίζες της ταξικής πάλης στη χώρα μας και διεθνώς. Να διδαχθεί από πρότυπα αγωνιστών και σημαντικών αγώνων. Να αντλήσει ιστορικά παραδείγματα και επιχειρήματα ενάντια στη σημερινή μοιρολατρία και στις μειωμένες απαιτήσεις. Να αποκομίσει χρήσιμα συμπεράσματα για τις αιτίες της υποχώρησης του κομμουνιστικού κινήματος και για τα καθήκοντα που απαιτεί η ανασύνταξή του. Να διαμορφώσει επιχειρήματα υπέρ μιας σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής και υπέρ της ανόδου του εργατικού και του κομμουνιστικού κινήματος. Αυτή θα είναι και η σημαντικότερη και έμπρακτη τιμή στα 100 χρόνια αγώνων και θυσιών του ΚΚΕ που συμπληρώθηκαν πέρυσι.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *