Επίλογος

 

 

 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

 

Αυτό το βιβλιαράκι γράφτηκε αμέσως μετά το θάνατο του Λένιν, χωρίς καμιά προπαρασκευαστική εργασία, από την αυθόρμητη ανάγκη να διατυπωθεί θεωρητικά, ό,τι μου φαινόταν τότε ότι είναι η ουσία, ότι αποτελεί το κέντρο της πνευματικής προσωπικότητας του Λένιν. Γι’ αυτό και ο τίτλος Η σκέψη του Λένιν. Δείχνει ότι δεν είχα σκοπό να αναπαραγάγω το αντικειμενικό, το θεωρητικό σύστημα του Λένιν, αλλά να δείξω τις κινητήριες δυνάμεις, αντικειμενικές και υποκειμενικές, που επέτρεψαν αυτή τη συστηματοποίηση, την ενσάρκωσή τους στο πρόσωπο και τη δράση του Λένιν. Σε καμιά περίπτωση, πάλι, δεν σκέφτηκα να επιχειρήσω μόνο να αναλύσω σε έκταση και με πληρότητα αυτή τη δυναμική ενότητα στη ζωή και στο έργο του.

 Το σημερινό σχετικά μεγάλο ενδιαφέρον για γραπτά αυτού του είδους εξαρτάται κυρίως από την εποχή. Από τότε που ξεκίνησε η μαρξιστική κριτική στην περίοδο του Στάλιν, ξύπνησε το ενδιαφέρον για τις αντιπολιτευτικές τάσεις της δεκαετίας του 1920. Αυτό είναι κατανοητό έστω κι αν, θεωρητικά και αντικειμενικά, είναι πολλαπλά υπερβολικό. Γιατί όσο λάθος κι αν υπήρξε η λύση που έδωσε ο Στάλιν και οι οπαδοί του στην κρίση που περνούσε τότε η επανάσταση, άλλο τόσο λίγο μπορούμε να πούμε ότι κάποιος εκείνη την εποχή έκανε μια ανάλυση, έδωσε μια προοπτική, που να μπορούν να προσφέρουν έναν θεωρητικό προσανατολισμό για τα προβλήματα των μεταγενέστερων φάσεων. Όποιος θέλει σήμερα να συμβάλει με γόνιμο τρόπο στην αναγέννηση του μαρξισμού, πρέπει να θεωρήσει τη δεκαετία του 1920 καθαρά ιστορικά, σαν μια περασμένη κλεισμένη περίοδο του επαναστατικού εργατικού κινήματος. Μονάχα έτσι θα μπορέσει να αξιολογήσει σωστά τις εμπειρίες της και τα διδάγματα για την ουσιαστικά νέα σημερινή φάση. Ακριβώς η μορφή του Λένιν, όπως είναι ο κανόνας για τους μεγάλους άντρες, ενσάρκωσε με τέτοιον τρόπο την εποχή του που τα αποτελέσματα και κυρίως η μέθοδος των λόγων και των έργων του διαθέτουν ακόμη μια κάποια επικαιρότητα και σε συνθήκες που έχουν από πολλές απόψεις αλλάξει.

 Αυτό το κείμενο είναι καθαρό προϊόν των μέσων της δεκαετίας του είκοσι. Γι’ αυτό, σαν ντοκουμέντο έχει σίγουρα ενδιαφέρον για το πώς έβλεπε τότε ένας όχι ασήμαντος αριθμός μαρξιστών την προσωπικότητα, την αποστολή και τη θέση του Λένιν κατά τη διάρκεια των παγκόσμιων γεγονότων. Δεν πρέπει ωστόσο ποτέ να ξεχνάμε ότι ο τρόπος σκέψης τους καθορίστηκε πολύ περισσότερο από τις τότε αντιλήψεις -συμπεριλαμβανομένων και αυταπατών και υπερβολών- παρά από το θεωρητικό έργο του ίδιου του Λένιν. Ήδη η πρώτη φράση αντανακλά την εποχή που γράφτηκε: «Ο ιστορικός υλισμός είναι η θεωρία της προλεταριακής επανάστασης». Αυτή η φράση εκφράζει σίγουρα έναν σημαντικό ορισμό του ιστορικού υλισμού. Αλλά δεν είναι λιγότερο βέβαιο ότι δεν είναι η μόνη, ότι δεν είναι ο ορισμός της ουσίας του. Και ο Λένιν, για τον οποίο η επικαιρότητα της προλεταριακής επανάστασης αποτελούσε το καθοδηγητικό νήμα της σκέψης και της πράξης του, θα είχε διαμαρτυρηθεί με πάθος ενάντια σ’ έναν τέτοιο «ορισμό», που περιορίζει μονόπλευρα τον πλούτο του περιεχομένου και της μεθοδολογίας, την κοινωνική καθολικότητα του ιστορικού υλισμού.

 Πάρα πολλά αποσπάσματα αυτού του βιβλίου θα μπορούσαν να υποβληθούν σε κριτική σύμφωνα με το πνεύμα του Λένιν. Περιορίζομαι μόνο στο να υποδείξω την εγκυρότητα και τον προσανατολισμό μιας τέτοιας κριτικής, γιατί ελπίζω ότι οι νηφάλιοι αναγνώστες θα πάρουν από μόνοι τους μια κριτική απόσταση, θεωρώ σημαντικό να υπογραμμίσω το σημείο στο οποίο η στάση μου ξεκομμένη από το έργο του Λένιν, φτάνει σε συμπεράσματα που έχουν διατηρήσει και σήμερα μια κάποια μεθοδολογική εγκυρότητα σαν στιγμές της εξάλειψης του σταλινισμού, όπου, επομένως, η αφοσίωσή μου στο πρόσωπο και το έργο του Λένιν δεν παρεκτράπηκε.

Πραγματικά, μερικές παρατηρήσεις σχετικά με τη συμπεριφορά του Λένιν περιέχουν μερικές φορές έμμεσα μια κατάλληλη κριτική της κατοπινής σταλινικής εξέλιξης, που μόλις εκδηλώνονταν τότε καλυμμένα, επεισοδιακά, στην καθοδήγηση της Κομιντέρν από τον Ζινόβιεφ. Ας αναλογιστούμε την αυξανόμενη απολίθωση όλων των οργανωτικών προβλημάτων επί Στάλιν. Ανεξάρτητα από την κατάσταση, ανεξάρτητα από τις απαιτήσεις της πολιτικής, η οργάνωση του κόμματος κατάντησε ένα αναλλοίωτο φετίχ, και μάλιστα με συνεχείς αναφορές στον Λένιν! Πάνω σ’ αυτό αναφέρεται η προειδοποίηση του Λένιν «Δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε μηχανικά το πολιτικό απ’ το οργανωτικό», που ακολουθήθηκε στο πνεύμα μιας τέτοιας λενινιστικής πολιτικής δυναμικής: «Γι’ αυτό κάθε δογματισμός στη θεωρία και κάθε απολίθωση στην οργάνωση είναι καταστροφική για το Κόμμα.» Γιατί όπως λέει ο Λένιν: «Κάθε νέα μορφή πάλης, που συνεπάγεται νέους κινδύνους και θυσίες, “αποδιοργανώνει” αναπόφευκτα τις οργανώσεις που δεν είναι προετοιμασμένες γι’ αυτή τη νέα μορφή πάλης. Καθήκον του Κόμματος είναι κυρίως σ’ αυτό το ζήτημα να διανύει αυτόν τον αναγκαίο δρόμο ελεύθερα και συνειδητά, να ανανεώνεται προτού ο κίνδυνος της αποδιοργάνωσης καταστεί επίκαιρος και χάρη σ’ αυτή του την αναμόρφωση, να επιδρά στις μάζες διαπαιδαγωγώντας και προωθώντας τις».

 Ωστόσο σήμερα, αν η δογματική ισοπέδωση πρέπει να εξαλειφθεί με επιτυχία σ’ όλους τους τομείς, οι εμπειρίες της δεκαετίας του είκοσι μπορούν να δώσουν γόνιμη ώθηση με έμμεσο τρόπο, αν αναγνωριστεί ο χαρακτήρας τους σαν παρελθόν. Γι’ αυτό το σκοπό είναι απαραίτητο να διακρίνει κανείς ξεκάθαρα, με κριτικό πνεύμα, τη διαφορετικότητα της εποχής που ζούμε από τη δεκαετία του είκοσι. Είναι αυτονόητο ότι αυτή η κριτική διαύγεια πρέπει να ισχύει και απέναντι στο έργο του Λένιν. Και για όποιον αρνείται να μετατρέψει το έργο του σε μια συλλογή από «αλάνθαστα» δόγματα, μια τέτοιου είδους διαπίστωση δεν μειώνει καθόλου το εξαιρετικό μεγαλείο του. Σήμερα, για παράδειγμα, ξέρουμε ότι η θέση του Λένιν, σύμφωνα με την οποία η ανάπτυξη του ιμπεριαλισμού γεννά αναπόφευκτα παγκόσμιους πολέμους, έχει χάσει για τη σημερινή εποχή τη γενική ισχύ της. Φυσικά μόνο η αναγκαιότητα έχει ξεπεραστεί από την εξέλιξη. Αλλά το γεγονός ότι υποβιβάζεται σε δυνατότητα αλλάζει τόσο τη θεωρητική της σημασία όσο, κυρίως, τις πρακτικές της συνέπειες. Επίσης, ο Λένιν γενίκευσε τις εμπειρίες του πρώτου παγκόσμιου πολέμου, «όσο μεγάλη κι αν είναι η κρύπτη όπου γεννιούνται οι πόλεμοι», και στους επερχόμενους ιμπεριαλιστικούς πολέμους, ενώ το μέλλον παρουσίασε μια εντελώς διαφορετική εικόνα.

 Ανάφερα μερικά παραδείγματα αυτού του είδους ακριβώς για να φωτίσω την πραγματική ιδιαιτερότητα του Λένιν που δεν έχει τίποτα, απολύτως τίποτα το κοινό με το γραφειοκρατικό ιδεώδες ενός σταλινικού αδριάντα του αλάνθαστου. Είναι αυτονόητο ότι το βιβλίο αυτό απέχει πολύ από το να παρουσιάσει έναν χαρακτηρισμό του πραγματικού μεγαλείου του Λένιν. Είναι πολύ πιο πολύ δεμένο με την εποχή του απ’ ό,τι το αντικείμενό του. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Λένιν πρόβλεψε το επερχόμενο τέλος της περιόδου που άρχισε στα 1917 με ασύγκριτα περισσότερη διαύγεια απ’ όσο αυτή εδώ η βιογραφία.

 Ωστόσο, βλέπουμε σ’ αυτή να εμφανίζεται εδώ κι εκεί ένα προαίσθημα της αληθινής πνευματικής φυσιογνωμίας του Λένιν. Στις γραμμές που ακολουθούν θα πάρουμε σαν αφετηρία την αναζήτηση της αλήθειας που προχωρούσε τότε ψηλαφιστά. Διαπιστώναμε ότι ο Λένιν δεν ήταν ένας ερευνητής ειδικευμένος στην οικονομία όπως υπήρξαν, ανάμεσα στους συγχρόνου τους, ο Χίλφερντινγκ και κυρίως η Ρόζα Λούξεμπουργκ. Ωστόσο, η κρίση του για εκείνη την εποχή σαν σύνολο, τους ξεπερνούσε κατά πολύ. Αυτή η «ανωτερότητα συνίσταται σε τούτο: κατάφερε -κι αυτό αποτελεί ένα θεωρητικό επίτευγμα που δεν έχει όμοιό του- να συνδέει μόνιμα και συγκεκριμένα την οικονομική θεωρία του ιμπεριαλισμού με όλα τα πολιτικά ζητήματα της σημερινής εποχής και να καθιστά το περιεχόμενο της οικονομίας αυτής της νέας φάσης καθοδηγητικό νήμα όλων των συγκεκριμένων πράξεων στον περίγυρο που διαμορφωνόταν με αυτόν τον τρόπο». Αυτό το ένιωσαν πολλοί σύγχρονοί του που μίλησαν πολύ -τόσο οι εχθροί όσο και οι οπαδοί του- για την επιδεξιότητά του ως προς την τακτική, την αντίληψή του για τη «ρεαλιστική πολιτική».

 Τέτοιες εκτιμήσεις απέχουν πολύ από την ουσία του ζητήματος. Πρόκειται μάλλον για «μια καθαρά θεωρητική ανωτερότητα ως προς την εκτίμηση του συνολικού προτσές». Στον Λένιν ήταν θεμελιωμένη θεωρητικά βαθιά και στέρεα. Η λεγόμενη «ρεαλιστική πολιτική» του δεν ήταν ποτέ η πολιτική ενός εμπειρικού ανθρώπου της δράσης, ήταν η πρακτική κορύφωση μιας ουσιαστικά θεωρητικής στάσης. Όμως έφτανε σ’ αυτόν πάντοτε στο αποκορύφωμά της μέσα από τη σύλληψη των κοινωνικοϊστορικών δεδομένων της κάθε φορά κατάστασης στα πλαίσια της οποίας έπρεπε να δράσει. Για το μαρξιστή Λένιν «η συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης δεν αποτελεί αντίθεση στην “καθαρή” θεωρία, αντίθετα, μάλιστα, αποτελεί το αποκορύφωμα της γνήσιας θεωρίας, σημείο όπου η θεωρία βρίσκει την πραγματική της εκπλήρωση, όπου γι’ αυτό μετατρέπεται σε πράξη».

Η τελευταία από τις θέσεις του Μαρξ για τον Φόιερμπαχ, με την οποία και κλείνει, ότι οι φιλόσοφοι μονάχα εξηγούσαν μέχρι τώρα τον κόσμο, ενώ το ζήτημα είναι να τον αλλάξουμε, βρήκε, θα μπορούσαμε να πούμε χωρίς καμιά υπερβολή, στο πρόσωπο και το έργο του Λένιν την πιο ολοκληρωμένη εκπλήρωσή της. Ο Μαρξ διατύπωσε αυτή την απαίτηση και την πραγματοποίησε στο πεδίο της θεωρίας. Έδωσε μια ερμηνεία της κοινωνικής πραγματικότητας, σαν κατάλληλη θεωρητική βάση για την αλλαγή της. Αλλά μονάχα με τον Λένιν -χωρίς να έχει καταργηθεί ή να έχει παραγκωνιστεί η θεωρία- αυτή η θεωρητικοπρακτική ουσία της νέας κοσμοθεωρίας έγινε δράση στην ιστορική πραγματικότητα.

 Βέβαια, στο κείμενο αυτό υπάρχουν μόνο δειλές επισημάνσεις σχετικά με την πραγματική ιδιαιτερότητα του Λένιν. Λείπει η θεωρητικά βαθιά και πλατιά θεμελιωμένη βάση, καθώς και η εικόνα του Λένιν, σαν ανθρώπινου χαρακτήρα. Όλα αυτά δεν μπορούν παρά να σκιαγραφηθούν εδώ. Μέσα στην αλυσίδα των δημοκρατικών αναταραχών της σύγχρονης εποχής, ο τύπος του επαναστάτη ηγέτη προβάλλει πάντοτε με πολωμένη μορφή: φυσιογνωμίες όπως ο Νταντόν και ο Ροβεσπιέρος ενσαρκώνουν στην πραγματικότητα και στη μεγάλη λογοτεχνία (για παράδειγμα στον Γκέοργκ Μπίχνερ) και τους δύο πόλους. Ακόμη κι οι μεγάλοι λαϊκοί ρήτορες της εργατικής επανάστασης, όπως ο Λασάλ και ο Τρότσκι, παρουσιάζουν μερικά χαρακτηριστικά του Νταντόν.

 Μόνο με τον Λένιν παρουσιάζεται κάτι το εντελώς νέο, ένα τρίτο στοιχείο σε σχέση με τα δύο άκρα. Μέχρι και στις αυθόρμητες νευρικές αντιδράσεις του, ο Λένιν διαθέτει την πίστη στις αρχές των περασμένων μεγάλων ασκητών της επανάστασης, χωρίς να αγγίζει το χαρακτήρα του ούτε ίχνος ασκητισμού. Αγαπάει τη ζωή, έχει χιούμορ, απολαμβάνει καθετί που μπορεί να του προσφέρει η ζωή, από το κυνήγι, το ψάρεμα και το σκάκι μέχρι το διάβασμα του Πούσκιν και του Τολστόι, μέχρι την αφοσίωση σε υπαρκτά πρόσωπα. Αυτή η πίστη στις αρχές μπορεί να φτάσει στον εμφύλιο πόλεμο μέχρι την αμείλικτη σκληρότητα, αλλά παραμένει χωρίς μίσος.

Ο Λένιν πολεμάει τους θεσμούς -και φυσικά τους ανθρώπους που τους εκπροσωπούν- μέχρι τον πλήρη αφανισμό τους αν χρειάζεται. Όμως, το θεωρεί αυτό σαν λυπηρή για το ανθρώπινο επίπεδο αναγκαιότητα, αναπόφευκτα αντικειμενική αναγκαιότητα, την οποία είναι αδύνατο ν’ αποφύγει στην κάθε φορά συγκεκριμένη κατάσταση. Ο Γκόρκι έχει σημειώσει τις πολύ χαρακτηριστικές κουβέντες που ο Λένιν είπε μια μέρα αφού είχε ακούσει την «Παθητική» του Μπετόβεν: «Δεν γνωρίζω τίποτα πιο ωραίο από την “Παθητική”, θα μπορούσα να την ακούω κάθε μέρα. Μια υπέροχη μουσική, μια μουσική που δεν είναι πλέον ανθρώπινη! Λέω πάντοτε στον εαυτό μου με μια ίσως αφελώς παιδική υπερηφάνεια: πώς μπορούν οι άνθρωποι να δημιουργούν τέτοια θαύματα!» Λέγοντας αυτά μισόκλεισε τα μάτια, χαμογέλασε και συνέχισε χωρίς ευθυμία: «Αλλ’ ωστόσο δεν μπορώ ν’ ακούω πάρα πολύ συχνά μουσική. Επιδρά στα νεύρα, θα προτιμούσε κανείς να λέει ανοησίες και να χαϊδεύει το κεφάλι των ανθρώπων που ζουν σε μια σιχαμερή κόλαση και παρ’ όλα αυτά δημιουργούν τέτοια ομορφιά. Αλλά στις μέρες μας δεν πρέπει να χαϊδεύεις το κεφάλι κανενός, διαφορετικά σου δαγκώνει το χέρι. Πρέπει να χτυπάς πάνω στα κεφάλια, να χτυπάς χωρίς οίκτο, αν και, σύμφωνα με τα ιδανικά μας, είμαστε ενάντια σε κάθε κακοποίηση των ανθρώπων. Χμ, χμ, το έργο μας είναι διαβολικά δύσκολο».

 Πρέπει να γίνει σαφώς αντιληπτό ότι ακόμα και μια τόσο αυθόρμητη συναισθηματική εκδήλωση δεν αποτελεί για τον Λένιν κάποιο ξέσπασμα των ενστίκτων του κατά του «τρόπου ζωής» του. Κι εδώ ακόμη ακολουθεί αυστηρά τις επιταγές της κοσμοαντίληψής του. Δεκαετίες πριν από αυτό το επεισόδιο, ο νεαρός Λένιν έγραψε άρθρα κάνοντας πολεμική κατά των ναρόντνικων και των «νόμιμων μαρξιστών» επικριτών τους. Σε μια ανάλυση αυτών των τελευταίων, καταδείχνει τον αντικειμενισμό τους αποδείχνοντας «την αναγκαιότητα μιας δοσμένης σειράς γεγονότων» και τον κίνδυνο που απορρέει από αυτή «να πέσει κανείς στην άποψη του απολογητή αυτών των γεγονότων». Η μοναδική διέξοδος που βλέπει είναι η μεγαλύτερη συνέπεια του μαρξισμού να αντιληφθεί την αντικειμενική πραγματικότητα, η αποκάλυψη των πραγματικών κοινωνικών βάσεων στο ίδια τα γεγονότα. Η ανωτερότητα του μαρξιστή πάνω στον απλό «αντικειμενιστή» στηρίζεται στην ακόλουθη λογική: ο μαρξιστής «εφαρμόζει τον αντικειμενισμό του πιο βαθιά και πιο ολοκληρωμένα». Μονάχα σ’ αυτή την αυξημένη αντικειμενικότητα βγαίνει αυτό που ο Λένιν ονομάζει στρατευμένη τοποθέτηση: «Σε κάθε εκτίμηση ενός γεγονότος, να περνάει κανείς άμεσο και ανοικτά με την άποψη μιας συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας». Έτσι, η υποκειμενική τοποθέτηση απορρέει πάντοτε από την αντικειμενική πραγματικότητα και ξαναγυρίζει πίσω σ ‘ αυτήν.

 Αυτό μπορεί να προκαλέσει συγκρούσεις, όταν οι αντιφάσεις της πραγματικότητας οξύνονται μέχρι του σημείου να γίνουν αλληλοαποκλειόμενες αντιθέσεις, και κάθε άνθρωπος που συμμετέχει έχει μέσα του τέτοιες συγκρούσεις. Υπάρχει, όμως, μια ουσιαστική διαφορά, αν έρχονται σε σύγκρουση δύο πεποιθήσεις και συναισθήματα που βασίζονται στην πραγματικότητα, στις σχέσεις του ατόμου, ή αν ο άνθρωπος νιώθει ότι στη σύγκρουση αυτή κινδυνεύει η εσωτερική ανθρώπινη ύπαρξή του. Αυτό το τελευταίο δεν συμβαίνει ποτέ στον Λένιν. Ο Άμλετ λέει στον Οράτιο, με την έννοια του υψηλότερου εγκωμίου: «Ευτυχής εκείνος του οποίου το αίμα και η κρίση είναι τόσο καλά συγκερασμένα που δεν επιτρέπουν στη Μοίρα να παίξει στη φλογέρα της το σκοπό που τα δάχτυλά της θα ήθελαν να κάνουν ν’ ακουστεί». Αίμα και κρίση: τόσο η αντίθεσή τους όσο και η ενότητά τους απορρέουν μόνο σαν άμεσο γενικό θεμέλιο της ανθρώπινης ύπαρξης από τη βιολογική σφαίρα. Αναπτυγμένα στον συγκεκριμένο κόσμο, εκφράζουν και τα δύο το κοινωνικό Είναι του: την αρμονία ή την παραφωνία της θέσης του στην ιστορική στιγμή, και μάλιστα και θεωρητικά και πρακτικά. Αίμα και κρίση είναι σωστά συγκερασμένα στον Λένιν, γιατί η γνώση του για την κοινωνία στόχευε σε κάθε στιγμή στην κοινωνικά αναγκαία δράση για τη συγκεκριμένη εκείνη στιγμή, γιατί η δράση του ήταν πάντοτε η αναγκαία συνέπεια του αθροίσματος και του συστήματος των συσσωρευμένων μέχρι τότε αληθινών γνώσεων.

 Γι’ αυτό ο Λένιν παραμένει ξένος σε οτιδήποτε θα έμοιαζε έστω κι από μακριά με ναρκισσισμό. Καμιά επιτυχία δεν του φουσκώνει τα μυαλά, καμιά αποτυχία δεν τον αποκαρδιώνει. Αρνείται ότι μπορεί να υπάρξουν καταστάσεις στις οποίες ο άνθρωπος δεν θα μπορούσε να αντιδράσει πρακτικά. Ανήκει στην κατηγορία των μεγάλων ανδρών που, στη ζωή τους πέτυχαν πάρα πολλά, τα ουσιαστικότερα. Ωστόσο, ή ακριβώς γι’ αυτό, δεν υπάρχει σχεδόν κανείς που να έχει εκφραστεί τόσο νηφάλια και χωρίς πάθος για τα πιθανά ή πραγματικά λάθη: «Ο έξυπνος άνθρωπος δεν είναι εκείνος που δεν κάνει κανένα λάθος. Τέτοια όντα δεν υπάρχουν και δεν μπορούν να υπάρξουν. Ο έξυπνος άνθρωπος είναι εκείνος που δεν κάνει πάρα πολύ σοβαρά λάθη και ξέρει να τα διορθώνει γρήγορα, με ευκολία». Αυτή η εξαιρετικά πεζή αντίληψη για τις δυνατότητες της δράσης εκφράζει την ουσιαστική στάση του πιο ολοκληρωμένα απ’ ό,τι οποιαδήποτε παθιασμένη δήλωση. Η ζωή του είναι μια συνεχής δράση, μια αδιάκοπη πάλη σ’ έναν κόσμο όπου είναι βαθιά πεπεισμένος ότι δεν υπάρχει καμιά αδιέξοδη κατάσταση, ούτε για εκείνον ούτε για τον αντίπαλο. Γι’ αυτό έχει σαν αρχή της ζωής, του να είναι πανέτοιμος για δράση, για σωστή δράση.

 Η νηφάλια απλότητα του Λένιν άσκησε έτσι, τεράστια επίδραση στις μάζες. Σε αντίθεση και πάλι με τους μέχρι τότε μεγάλους επαναστάτες, είναι ένας ασύγκριτος ρήτορας, αλλά χωρίς να τον αγγίζει η σκιά της ρητορικής (εδώ επίσης ας αναλογιστούμε τους Λασάλ και Τρότσκι). Τόσο στην ιδιωτική όσο και στη δημόσια ζωή του, ο Λένιν έχει βαθιά απέχθεια ενάντια σε κάθε κενή φρασεολογία, ενάντια σε κάθε κομπορρημοσύνη και κάθε υπερβολή. Όμως είναι πάλι χαρακτηριστικό ότι και αυτή η πολιτική, ανθρώπινη απέχθεια του κάθε «υπέρμετρου» αποκτά σ’ αυτόν μια αντικειμενική, φιλοσοφική θεμελίωση: «Γιατί κάθε αλήθεια […] μπορεί να μετατραπεί σε παραλογισμό αν την υπερβάλουμε, αν ξεπεράσουμε τα όρια της πραγματικής εγκυρότητάς της. Μπορούμε μάλιστα να υποστηρίξουμε ότι κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες μετασχηματίζεται αναπόφευκτα σε παραλογισμό».

 Αυτό σημαίνει ότι και οι πιο γενικές φιλοσοφικές κατηγορίες δεν είχαν ποτέ γι’ αυτόν μια αφηρημένη θεωρητική γενικότητα, αλλά ότι μπορούσαν κάθε στιγμή να χρησιμεύσουν σαν φορέας για την πρακτική, για τη θεωρητική της προετοιμασία. Όταν στη διαμάχη για τα συνδικάτα πολέμησε την ερμαφρόδιτη και εκλεκτική άποψη του Μπουχάριν, στηρίχτηκε στην κατηγορία της συνολικότητας. Εφαρμόζει μ’ έναν πάρα πολύ χαρακτηριστικό τρόπο τη φιλοσοφική αυτή κατηγορία: «Για να γνωρίσουμε πραγματικά ένα αντικείμενο, πρέπει να συλλάβουμε και να εξετάσουμε όλες του τις όψεις, τις σχέσεις που διατηρεί μ’ άλλα αντικείμενα, τις “διασυνδέσεις” που υπάρχουν μεταξύ τους. Δεν θα τα καταφέρουμε ποτέ ολότελα, ωστόσο αυτή η απαίτηση της ολότητας θα μας προφυλάξει απ’ τα λάθη και το σεκταρισμό». Είναι πολύ διδακτικό να δει κανείς πώς εδώ μια αφηρημένη φιλοσοφική κατηγορία, συμπληρωμένη από γνωσιολογικές επιφυλάξεις όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής της, χρησιμεύει σαν επιταγή για τη σωστή δράση.

 Αυτή η στάση του Λένιν γίνεται ακόμη πιο ευέλικτη στις συζητήσεις σχετικά με την ειρήνη του Μπρεστ-Λιτόφσκ. Αποτελεί σήμερα κοινοτοπία να πούμε πως είχε δίκιο στο επίπεδο της ρεαλιστικής πολιτικής ενάντια στους αριστερούς κομμουνιστές που με διεθνιστική θεμελίωση ζητούσαν την υποστήριξη της επερχόμενης γερμανικής επανάστασης, έναν επαναστατικό πόλεμο, και ήταν έτοιμοι να διακινδυνεύσουν γι’ αυτόν το λόγο την ύπαρξη της ρωσικής Δημοκρατίας των Σοβιέτ. Αυτή η σωστή πράξη στηριζόταν, ωστόσο, στον Λένιν, σε μια θεωρητικά βαθιά ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης στο συνολικό προτσές της ανάπτυξης της επανάστασης. Η προτεραιότητα της παγκόσμιας επανάστασης σε σχέση με όλα τα επιμέρους γεγονότα, λέει, είναι μια πραγματική (και γι’ αυτό πρακτική) αλήθεια, «με τον όρο να μη χάνουμε απ’ τα μάτια μας τον μακρύ και δύσκολο δρόμο που οδηγεί στην ολοκληρωτική νίκη του σοσιαλισμού». Αλλά εξετάζοντας τη θεωρητική κατάσταση, προσθέτει: «Κάθε αφηρημένη αλήθεια καταντάει κενή φράση όταν την εφαρμόζουμε σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη κατάσταση».

Η αλήθεια σαν θεμέλιο της πρακτικής και ο επαναστατικός λόγος διαφέρουν, επομένως, ανάλογα με το αν ανταποκρίνονται ή όχι θεωρητικά στην πραγματικότητα της κάθε φορά αναγκαίας και πιθανής επαναστατικής κατάστασης. Το πιο υψηλό αίσθημα, η πιο ανιδιοτελής αυταπάρνηση μετατρέπονται σε κενή φρασεολογία, όταν η θεωρητική ουσία της κατάστασης (εκείνο που την κάνει να είναι αυτό που είναι) δεν επιτρέπει πραγματική επαναστατική δράση. Δεν χρειάζεται να είναι οπωσδήποτε επιτυχής. Στην πρώτη επανάσταση μετά την αποτυχία της ένοπλης εξέγερσης της Μόσχας, ο Λένιν καταπολεμά με πάθος την άποψη του Πλεχάνοφ ότι «δεν έπρεπε να πάρουμε τα όπλα», γιατί κι αυτή η αποτυχία προωθούσε τις συνολικές διαδικασίες. Το να παίζεις με τις αναλογίες, το να συγχέεις το αφηρημένο με το συγκεκριμένο, τα γεγονότα παγκόσμιας σημασίας με την επικαιρότητα, οδηγεί υποχρεωτικά στην κενή φρασεολογία. Όπως η σύγκριση ανάμεσα στη Γαλλία του 1792-93 και τη Ρωσία του 1918, που παρουσιαζόταν συχνά στη διάρκεια των συζητήσεων σχετικά με τη συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ. Και ακόμη, όταν μετά το πραξικόπημα του Καπ (1920) οι γερμανοί κομμουνιστές παρουσίασαν πολύ έξυπνες, αυτοκριτικές θέσεις σαν κατευθυντήρια γραμμή για την περίπτωση της επανάληψής του, ο Λένιν τους ρώτησε: «Μα πού στηρίζετε ότι η γερμανική αντίδραση θα επαναλάβει αυτό το πραξικόπημα;» 

 Για να μπορεί να δρα κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο Λένιν έκανε τη ζωή του μια αδιάκοπη διαδικασία μάθησης. Στα 1914, μετά την κήρυξη του πολέμου κι αφού γλίτωσε από διάφορες περιπέτειες με την αστυνομία, έφτασε στην Ελβετία. Αμέσως θεώρησε ότι το πρώτο του καθήκον ήταν να κάνει καλή χρήση αυτών των «διακοπών» και να μελετήσει τη Λογική του Χέγκελ. Ή πάλι, όταν μετά τα γεγονότα του Ιούλη του 1917 έμενε παράνομος στο σπίτι ενός εργάτη και τον άκουσε πριν από το φαγητό να εγκωμιάζει το ψωμί: «Τώρα δεν τολμούν να μας δώσουν πια άσχημο ψωμί». Ο Λένιν νιώθει έκπληξη και ικανοποίηση γι’ αυτή την «ταξική εκτίμηση των ημερών του Ιούλη». Αναλογίζεται τις δικές του περίπλοκες αναλύσεις αυτών των γεγονότων και των καθηκόντων που απορρέουν απ’ αυτές. «Σαν άνθρωπος που δεν είχε περάσει ποτέ του πείνα δεν είχα σκεφτεί το ψωμί… Μέσα από την πολιτική ανάλυση, αφού έχει ακολουθήσει έναν ασυνήθιστα περίπλοκο και συγκεχυμένο δρόμο, η σκέψη προσεγγίζει αυτό που είναι η βάση όλων, την ταξική πάλη για το ψωμί». Έτσι ο Λένιν μαθαίνει σ’ όλη του τη ζωή, παντού και πάντα, είτε από τη Λογική του Χέγκελ είτε από την κρίση ενός εργάτη για το ψωμί.

 Η διαρκής μάθηση, η επιθυμία του να διδάσκεται πάντα για το καινούργιο από την πραγματικότητα, αποτελεί ουσιαστικό γνώρισμα της απόλυτης προτεραιότητας της πράξης στον τρόπο ζωής του Λένιν. Αυτό μόνο, αλλά ειδικότερα ο τρόπος της μάθησης δημιουργεί ένα αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα σ’ αυτόν και όλους τους εμπειριστές και τους υποστηρικτές της «ρεαλιστικής πολιτικής». Γιατί δεν είναι μόνο με μια πολεμική και παιδαγωγική έννοια που ο Λένιν αναφέρεται στην ολότητα σαν βάση και κλίμακα, θέτει στον ίδιο του τον εαυτό πολύ πιο αυστηρές απαιτήσεις απ’ ό,τι στους οπαδούς του εκείνους, για τους οποίους τρέφει τη μεγαλύτερη εκτίμηση. Καθολικότητα, ολότητα και συγκεκριμένη μοναδικότητα αποτελούν αποφασιστικούς ορισμούς της πραγματικότητας, μέσα στην οποία πρέπει κανείς να δράσει. Η πραγματική αποτελεσματικότητα οποιασδήποτε δράσης εξαρτάται λοιπόν από το βαθμό που πλησιάζει κανείς στη γνώση τους.

 Φυσικά, η ιστορία μπορεί να δημιουργήσει καταστάσεις που αντιτίθενται στις μέχρι εκείνη τη στιγμή γνωστές θεωρίες. Μπορεί μάλιστα να προκύψουν καταστάσεις που καθιστούν αδύνατη μια δράση σύμφωνα με τις αληθινές και αναγνωρισμένες σαν αληθινές αρχές. Ο Λένιν για παράδειγμα, πρόβλεψε σωστά πριν ακόμα από τον Οκτώβρη του 1917 ότι στην οικονομικά καθυστερημένη Ρωσία θα είναι αναγκαία μία μεταβατική μορφή του είδους της κατοπινής ΝΕΠ. Ο Λένιν υποτάχτηκε στην αναγκαιότητα των γεγονότων, δίχως να εγκαταλείψει τις θεωρητικές του πεποιθήσεις. Εφάρμοσε όσο το δυνατό καλύτερα ό,τι από τον «πολεμικό κομμουνισμό» επέβαλε κατάσταση, χωρίς να θεωρεί ούτε για μια στιγμή -όπως η πλειοψηφία των συγχρόνων του- τον πολεμικό κομμουνισμό σαν γνήσια μορφή μετάβασης στο σοσιαλισμό, με την ακλόνητη αποφασιστικότητα να επιστρέψει αμέσως μετά τον εμφύλιο πόλεμο και την ξένη επέμβαση στη θεωρητικά γνωστή γραμμή της ΝΕΠ. Και στις δύο περιπτώσεις δεν υπήρξε ούτε εμπειριστής ούτε δογματικός, αλλά ένας θεωρητικός της πράξης, ένας πρακτικός της θεωρίας.

 Όπως ο τίτλος Τι να κάνουμε; είναι συμβολικός για όλη τη συγγραφική δραστηριότητα του Λένιν, έτσι και η βασική, η θεωρητική σκέψη αυτού του έργου, αποτελεί μια προκαταρκτική σύνθεση της συνολικής του κοσμοαντίληψης. Διαπιστώνει ότι ο αυθόρμητος ταξικός αγώνας των απεργιών, ακόμη κι όταν είναι σωστά και καλά οργανωμένες, δεν σπέρνει μέσα στο προλεταριάτο παρά μόνο σπόρους της ταξικής συνείδησης. Απομένει «η γνώση της ασυμφιλίωτης αντίφασης που αντιπαραθέτει τα συμφέροντά τους [τα συμφέροντα των εργατών —Γκ.Λ.] σ’ εκείνα του συνόλου του τωρινού πολιτικού και κοινωνικού καθεστώτος». Κι εδώ ακόμη η ολότητα δίνει τη σωστή κατεύθυνση που πρέπει να πάρει η ταξική συνείδηση για να γεννήσει μια επαναστατική πράξη: δίχως αναφορά στην ολότητα δεν υπάρχει ιστορικά σωστή πράξη. Αλλά η γνώση της ολότητας δεν είναι ποτέ αυθόρμητη. Πρέπει να μεταδοθεί «από τα έξω», δηλαδή θεωρητικά, σ ‘ εκείνους που δρουν.

 Η κυρίαρχη υπεροχή της πράξης μόνο στη βάση μιας θεωρίας που έχει σαν στόχο την ολότητα μπορεί να πραγματοποιηθεί. Όμως ο Λένιν ξέρει πολύ καλά ότι η αντικειμενικά αναπτυγμένη ολότητα του Είναι είναι άπειρη και ότι, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να γίνει ποτέ αντιληπτή με ολοκληρωμένο τρόπο. Μοιάζει, λοιπόν, να δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος από την απεραντοσύνη της γνώσης και από την πάντα επίκαιρη εντολή της άμεσης σωστής δράσης. Όμως, εκείνο που είναι αφηρημένα θεωρητικά άλυτο, μπορεί πρακτικά να κοπεί όπως ο γόρδιος δεσμός. Το μοναδικό σπαθί που είναι κατάλληλο γι’ αυτό είναι μια ανθρώπινη στάση που μόνο με τα λόγια του Σαίξπηρ μπορεί πάλι να φανεί σωστά: «Το παν είναι να είσαι πάντα σε ετοιμότητα». Ένα από τα πιο γόνιμα και χαρακτηριστικά γνωρίσματα του Λένιν είναι ότι δεν έπαψε ποτέ να διδάσκεται θεωρητικά από την πραγματικότητα και ότι ταυτόχρονα ήταν πάντοτε έτοιμος να δράσει. Αυτό δείχνει έναν περίεργο, φαινομενικά παράδοξο τρόπο της θεωρητικής του στάσης: θεωρούσε ότι η μαθητεία του κοντά στην πραγματικότητα δεν είχε ποτέ τελειώσει, και ωστόσο ό,τι είχε κάνει κτήμα του με αυτόν τον τρόπο ήταν ταξινομημένο έτσι ώστε να έχει τη δυνατότητα να δρα την οποιαδήποτε στιγμή.

 Είχα την ευτυχία να είμαι μάρτυρας σε μια από τις πολλές στιγμές αυτού του είδους. Ήταν στο 1921. Συνεδρίαζε η τσέχικη επιτροπή του 3ου Συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Τα ζητήματα ήταν εξαιρετικά περίπλοκα, οι γνώμες δεν μπορούσαν να συνταιριαστούν. Ξαφνικά μπήκε ο Λένιν. Όλοι τον παρακάλεσαν να πει τη γνώμη του για τα τσέχικα προβλήματα. Αρνήθηκε. Είχε προσπαθήσει να μελετήσει καλά το υλικό. Έπειτα όμως είχαν παρουσιαστεί τόσο επείγουσες κρατικές υποθέσεις που δεν είχε μπορέσει παρά να ρίξει μια πρόχειρη ματιά στις δύο εφημερίδες που είχε χώσει στην τσέπη του σακακιού του. Μετά από πολλά παρακάλια δήλωσε έτοιμος να τους πει τουλάχιστον τις εντυπώσεις του από τα άρθρα των δύο εφημερίδων. Τις τράβηξε από την τσέπη του κι άρχισε να τις αναλύει, μ’ έναν καθόλου συστηματικό τρόπο, αυτοσχεδιάζοντας, αρχίζοντας από το κύριο άρθρο και τελειώνοντας με το νέα της ημέρας. Κι αυτή η σκιαγράφηση που έγινε στο πόδι υπήρξε η πιο βαθιά ανάλυση της κατάστασης που επικρατούσε τότε στην Τσεχοσλοβακία και των καθηκόντων του Κομμουνιστικού Κόμματος.

 Είναι αυτονόητο ότι σ’ αυτή την αλληλεπίδραση θεωρίας και πράξης, ο Λένιν σαν άνθρωπος πάντοτε έτοιμος για δράση, έδινε πάντα προτεραιότητα στην πράξη. Αυτό το έδειξε με λαμπρό τρόπο όταν τελείωνε το κορυφαίο θεωρητικό έργο του της πρώτης περιόδου της επανάστασης. Κράτος και Επανάσταση. Το έγραψε στην παρανομία, μετά τις ημέρες του Ιούλη, και δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει το τελευταίο κεφάλαιο για τις εμπειρίες από τις επαναστάσεις του 1905 και του 1917. Η ανάπτυξη της επανάστασης δεν του άφησε το χρόνο. Στον επίλογο, ο Λένιν γράφει: «Είναι πιο ευχάριστο και πιο χρήσιμο να πραγματοποιείς την “πείρα της επανάστασης”, παρά να γράφεις γι’ αυτήν». Πρόκειται γi’ αυτό που ειλικρινά σκεφτόταν. Ξέρουμε ότι προσπάθησε πάντοτε να συμπληρώσει αυτό το κενό. Αν δεν το κατόρθωσε, δεν φταίει γι’ αυτό ο ίδιος, αλλά η πορεία των γεγονότων.

 Μια σημαντική μεταβολή της ανθρώπινης συμπεριφοράς τις τελευταίες δεκαετίες ήταν ότι το ιδανικό του στωικού επικούρειου «σοφού» σημάδεψε πολύ έντονα τις ηθικοπολιτικοκοινωνικές μας αντιλήψεις, πολύ πιο πέρα από την πανεπιστημιακή φιλοσοφία. Αυτή η επίδραση ήταν ταυτόχρονα και εσωτερικός μετασχηματισμός: ο ενεργός-κρακτικός συντελεστής σ’ αυτό το πρότυπο ενισχύθηκε για να γίνει πολύ πιο σημαντικός απ’ ό,τι ήταν στην αρχαιότητα. Το γεγονός ότι ο Λένιν ήταν πάντοτε έτοιμος αποτελεί το τελευταίο, το μέχρι σήμερα ανώτερο και πιο σημαντικό στάδιο αυτής της ανάπτυξης. Το γεγονός ότι σήμερα, όπου η χειραγώγηση καταβροχθίζει την πράξη, η αποϊδεολογικοποίηση τη θεωρία, η πλειοψηφία των «ειδικών» δεν έχει σε μεγάλη υπόληψη αυτό το ιδανικό, δεν είναι παρά ένα επεισόδιο μέσα στην πορεία της παγκόσμιας ιστορίας. Πέρα από τη σημασία των πράξεων και των έργων του, η μορφή του Λένιν, ενσαρκώνοντας την επιθυμία του να είναι πάντοτε έτοιμος, εκφράζει μια άφθαρτη αξία: αντιπροσωπεύει ένα νέο τύπο υποδειγματικής στάσης απέναντι στην πραγματικότητα.

Βουδαπέστη, Γενάρης 1967

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *