Η θεωρία του ιμπεριαλισμού ως πολιτικό εργαλείο ανάλυσης και επαναστατικής υπέρβασης της καπιταλιστικής κυριαρχίας

capitalism

Συνεχίζουμε με την τρίτη εισήγηση στο αφιέρωμα για τον ιμπεριαλισμό που παρουσιάστηκε πρίν απο τρία χρόνια στην έντυπη έκδοση της Μαρξιστικής επιθεώρησης Praxis. Οι υπογραμμίσεις είναι του συγγραφέα.

 

γράφει ο Χρήστος Μιάμης

 

Η θεωρία του ιμπεριαλισμού αποτελεί μέθοδο ανάλυσης της υφιστάμενης καπιταλιστικής πραγματικότητας σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο, και παρέχει τη δυνατότητα ιχνηλάτησης και εκφοράς ενός στρατηγικού και τακτικού σχεδιασμού σύγκρουσης και ανατροπής της καθεστηκυίας τάξης. Από αυτή τη σκοπιά, ο ιμπεριαλισμός, ως πολιτικό και οικονομικό εργαλείο, ανοίγει δρόμους στη δυνατότητα μια πολιτικά «ορθής», από την ιστορική οπτική των εργατικών συμφερόντων ανάγνωσης της καπιταλιστικής πραγματικότητας, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνικό επίπεδο, με στόχο να συγκροτηθεί μια πολιτική γραμμή που τακτικά και στρατηγικά θα φορτίζεται και θα σχηματοποιείται σε συνάρτηση με το ζήτημα της εργατικής εξουσίας.

Από αυτή τη σκοπιά ο ιμπεριαλισμός και κάθε συζήτηση αναφορικά με αυτόν, τόσο σε επίπεδο θεωρίας όσο και πολιτικής πράξης, συνδέεται οργανικά με τρία θεμελιώδη ζητήματα: το ζήτημα της σχέσης τακτικής-στρατηγικής, το ζήτημα της σχέσης εθνικού-διεθνικού και –καθοριστικά– το ζήτημα της πολιτικής εξουσίας της εργατικής τάξης. Αυτοί οι τρεις πυλώνες, αυτό το πολιτικό, ιδεολογικό και θεωρητικό τρίγωνο, εμφανίζει μια διττή σχέση, καθώς αφενός συγκροτείται μια σχέση διαλεκτικής αλληλεπίδρασης των επιμέρους δίπολων που το συγκροτούν με το ζήτημα της εργατικής εξουσίας, και αφετέρου το απόσταγμα που παράγεται από την προαναφερθείσα αλληλεπίδραση καθορίζει την ιστορική αξιοποίηση και χρησιμότητα της θεωρίας του ιμπεριαλισμού ως εργαλείου, τόσο ενδελεχούς ανάλυσης όσο και, κυρίως, επαναστατικής υπέρβασης της καπιταλιστικής πολιτικής και οικονομικής κυριαρχίας.

Ωστόσο, πριν διαβούμε τον Ρουβίκωνα της ανάλυσης των παραπάνω σχέσεων και των γεννημάτων που παράγουν, είναι τελείως απαραίτητο να ενσκήψουμε σε μια πρωτογενή παρουσίαση του ιμπεριαλισμού όχι μόνο ως μιας μαρξιστικής θεωρίας με ανεκτίμητη σημασία για την εργατική τάξη, αλλά και ως κοινωνικού και οικονομικού σταδίου του καπιταλισμού, ως καπιταλισμού δηλαδή που έχει υπερβεί τη βαθμίδα του σταδίου του ελεύθερου ανταγωνισμού και έχει περάσει στο στάδιο του μονοπωλιακού ανταγωνισμού. Στην παρούσα μελέτη δεν θα εστιάσουμε μονομερώς στην παράθεση των κριτηρίων του Λένιν για την εμφάνιση του ιμπεριαλισμού ως καπιταλιστικού σταδίου και της γενικότερης ανάλυσής τους, αλλά θα αποπειραθούμε να τα προβάλουμε στο πρόσωπο, στη φυσιογνωμία του σύγχρονου αναπτυγμένου καπιταλισμού, εντάσσοντας σε αυτόν και τον ελληνικό καπιταλισμό ως αναπόσπαστο κομμάτι του.

Αν λοιπόν, σύμφωνα με την ανάλυση του Λένιν, ένα πλειοψηφικό μέρος του αναπτυγμένου καπιταλιστικού κόσμου έχει διαβεί το κατώφλι του ελεύθερου ανταγωνισμού και έχει εισέλθει στο στάδιο του ιμπεριαλισμού στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα (1900-1903), τότε υποθέτουμε, με σχεδόν απόλυτη ασφάλεια, ότι στις αρχές του 21ου αιώνα που διανύουμε, η συντριπτική πλειοψηφία του καπιταλιστικού κόσμου βρίσκεται στο στάδιο του ιμπεριαλισμού, ειδικά εκείνο το κομμάτι του καπιταλιστικού κόσμου που συμμετέχει ενεργά και με διαχρονικότητα σε οικονομικές, στρατιωτικές και γεωπολιτικές ολοκληρώσεις του κεφαλαίου, όπως είναι η ΕΕ, η ΟΝΕ, το ΝΑΤΟ κ.ο.κ. Με αυτό το σκεπτικό, το επόμενο βήμα μας είναι να αναλύσουμε τις σχέσεις ηγεμονίας και αλληλεπίδρασης που πραγματώνονται ανάμεσα στους επιμέρους εθνικούς καπιταλισμούς, ανάμεσα στους επιμέρους ιμπεριαλισμούς, στις επιμέρους αστικές τάξεις εντός του διεθνούς καπιταλιστικού πλέγματος.

Αποτελεί δεδομένο γεγονός ότι οι επιμέρους αστικές τάξεις εμφανίζουν μια διπλή φύση, καθώς από τη μια πλευρά διεξάγουν έναν αδυσώπητο ανταγωνισμό μεταξύ τους, ώστε να διατηρήσουν και να βελτιώσουν τη θέση τους σε διεθνικό επίπεδο, και από την άλλη αυτή τους η προσπάθεια δεν μπορεί να έχει παρά αμελητέα επιτυχία, αν δεν τροφοδοτείται από την ολιστική συντριπτική επικράτησή τους στον εσωτερικό πόλεμο που διεξάγεται σε εθνικό επίπεδο με την κάθε επιμέρους εργατική τάξη. Συνεπώς, οι επιμέρους ιμπεριαλιστικές αστικές τάξεις διεξάγουν έναν ιστορικό εσωτερικό και εξωτερικό πόλεμο, με τον εσωτερικό πόλεμο ενάντια στον κόσμο της εργασίας να εμφανίζεται και να είναι καθοριστικός, καθώς είναι αυτός που προσδιορίζει στον ύψιστο βαθμό τηθέση κάθε επιμέρους αστικής τάξης στον διεθνή καπιταλιστικό ανταγωνισμό.

Συνεπώς, η κάθε αστική τάξη έχει ταυτόχρονα μια εθνική και μια διεθνική λειτουργία, καθ’ όλα υποταγμένη στον τακτικό και στρατηγικό της σχεδιασμό, που υπηρετεί απαρέγκλιτα το κυρίαρχο πρόταγμα σε ό,τι αφορά στη διατήρηση και διαιώνιση της καπιταλιστικής κυριαρχίας εντός των εθνικών ορίων, ώστε αυτή να διατηρηθεί και να επεκταθεί σε διεθνικό επίπεδο. Σ’ αυτό εγκολπώνονται οργανικά οι επιμέρους ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί που εκφράζονται εντός των καπιταλιστικών ολοκληρώσεων, μεταξύ είτε επιμέρους καπιταλιστικών ολοκληρώσεων είτε μπλοκ αστικών τάξεων, ώστε να επιτευχθεί η μέγιστη δυνατή σε κάθε ιστορική συγκυρία δυνατότητα επέκτασης της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας εκ μέρους των ως άνω αναφερθέντων. Αυτοί παραμένουν σε διαρκή ανταγωνισμό, ο οποίος διατηρείται αέναος παρά την αυξομείωση της έντασής του, καθώς ποτέ δεν καταλήγει σε έναν παγκόσμιο κοινό και αδιαίρετο ιμπεριαλισμό, όπως υποθέτει η «καουτσκική» φενάκη περί υπεριμπεριαλισμού ή, πιο σύγχρονα, διάφορες μεταφυσικές θεωρήσεις περί παγκόσμιας καπιταλιστικής αυτοκρατορίας.

Στο στάδιο λοιπόν του ιμπεριαλισμού, οι επιμέρους αστικές τάξεις συνδέουν άρρηκτα την εθνική και διεθνική πάλη τους για επικράτηση, τόσο στον εσωτερικό όσο και στον εξωτερικό πόλεμο που διεξάγουν, με τον τακτικό και στρατηγικό σχεδιασμό που κάθε φορά χρησιμοποιούν. Ο σχεδιασμός αυτός υπηρετεί την καθολική επιδίωξη που αφορά στην εμπέδωση, διατήρηση και επέκταση της καπιταλιστικής και οικονομικής τάξης σε εθνικό και διεθνικό επίπεδο. Συνεπώς, ο ιμπεριαλισμός είναι ο καπιταλισμός στην πιο αναπτυγμένη του ιστορική εκφορά σε οικονομικό και γεωπολιτικό επίπεδο. Οι επιμέρους αστικές ιμπεριαλιστικές τάξεις, ανάλογα με τον βαθμό ανάπτυξης στον οποίο βρίσκεται η καθεμιά, διεξάγουν έναν διαρκή διπλό πόλεμο, με στόχο την απόλυτη επικράτηση στο εθνικό πεδίο και τη διατήρηση και αναβάθμιση της θέσης τους στο διεθνικό πεδίο. Η θέση αυτή προσδιορίζεται καθοριστικά από το εύρος και το βάθος της κυριαρχίας που έχει επιτύχει η κάθε αστική τάξη στον εσωτερικό πόλεμο ενάντια στη δική της εργατική τάξη.

Σε αυτό το σημείο είναι δόκιμο να τεθούν κάποια ερωτήματα: Πώς ορίζεται μια αστική τάξη ως ιμπεριαλιστική, πώς γίνεται δηλαδή κατανοητό και εύληπτο ότι ένα καπιταλιστικό κράτος είναι ιμπεριαλιστικό, δηλαδή εμφανίζει σε γεωπολιτικό, στρατιωτικό, οικονομικό επίπεδο, στην εθνική και διεθνική του διάσταση, τα πέντε στοιχεία που αναφέρει ο Λένιν και τα οποία καθορίζουν τη φυσιογνωμία του; Άραγε, είναι αναγκαίο να συνυπάρχουν στον ίδιο βαθμό, στην ίδια ένταση και για τον ίδιο χρόνο όλα αυτά τα κριτήρια, για να θεωρηθεί ένα καπιταλιστικό κράτος ιμπεριαλιστικό;

Εάν υπολείπεται για μια ορισμένη χρονική περίοδο ένα από τα κριτήρια; Αν, για παράδειγμα, για κάποιο χρονικό διάστημα ένα καπιταλιστικό κράτος εμφανίσει μείωση στον ρυθμό εξαγωγής κεφαλαίων, παύει να είναι ιμπεριαλιστικό; Μπορεί άραγε ένα καπιταλιστικό κράτος να περάσει από το στάδιο του ελεύθερου ανταγωνισμού σε αυτό του ιμπεριαλισμού εν μια νυκτί, καλύπτοντας ταυτόχρονα στον ίδιο βαθμό όλα τα κριτήρια που συνιστούν το πέρασμα στον ιμπεριαλισμό; Η σχέση ελεύθερου ανταγωνισμού-ιμπεριαλισμού συνιστά σχέση απόλυτης τομής ή σχέση τομής και συνέχειας, με την έννοια ότι στοιχεία και πλευρές του προηγούμενου σταδίου συνεχίζουν να υφίστανται στο νέο, λαμβάνοντας νέα ποιότητα και μορφή;

Ας επιλέξουμε την άρθρωση μιας συνολικής απάντησης στα προαναφερθέντα ερωτήματα, αξιοποιώντας την ως διαδικασία μετάβασης, ώστε να αποπειραθούμε να «βιώσουμε» τον ιμπεριαλισμό και να αποτολμήσουμεμια εργατική επαναστατική απάντηση σε αυτόν, σε χρόνο παρόντα, σε μια καπιταλιστική κρίση εκκωφαντικά παρούσα. Αναφέρει ο Λένιν: «Ο Ιμπεριαλισμός είναι ο καπιταλισμός στο στάδιο εκείνο της ανάπτυξης, στο οποίο έχει διαμορφωθεί η κυριαρχία των μονοπωλίων και του χρηματιστικού κεφαλαίου, έχει αποκτήσει εξαιρετική σημασία η εξαγωγή κεφαλαίου, έχει αρχίσει το μοίρασμα του κόσμου από τα διεθνή τραστ και έχει τελειώσει το μοίρασμα όλων των εδαφών της γης από τις μεγαλύτερες
καπιταλιστικές χώρες».1

Δεν αναφέρεται ούτε σε αυτό το απόσπασμα, ούτε σε κάποιο άλλο στο συγκεκριμένο βιβλίο του Λένιν, ούτε ο βαθμός ύπαρξης αυτών των στοιχείων, ούτε η ένταση ύπαρξής τους, καθώς έχει πλήρη επίγνωση ότι όλα αυτά τα κριτήρια που συνιστούν τον ιμπεριαλισμό και οδηγούν στο συμπέρασμα ότι μια καπιταλιστική χώρα είναι ιμπεριαλιστική δεν λειτουργούν προσθετικά: δεν μπορούν να ειδωθούν αριθμητικά παρά μόνο ενταγμένα στην ιστορική διαδικασία του καπιταλισμού. Ενταγμένα στη διαδικασία αυτή, τα στοιχεία λαμβάνουν διαφορετική ποιότητα, εκφορά, ένταση και βαθμό ανάπτυξης για τον κάθε επιμέρους εθνικό ιμπεριαλισμό, χωρίς να παύει ο ιμπεριαλισμός να αποτελεί το κυρίαρχο χαρακτηριστικό του αναπτυγμένου καπιταλιστικού κόσμου και χωρίς να αναιρείται πως οι επιμέρους αστικές τάξεις που τον συγκροτούν συνεχίζουν να είναι ιμπεριαλιστικές ανεξάρτητα από τον βαθμό ανάπτυξης που η καθεμιά εμφανίζει. Ο βαθμός αυτός ανάπτυξης είναι απόρροια τόσο των αντικειμενικών συνθηκών που κάθε φορά επικρατούν, όσο και των υποκειμενικών οι οποίες αφορούν στον αδυσώπητο ανταγωνισμό μεταξύ τους, κατατάσσοντάς τις άλλες σε ευμενέστερη και άλλες σε δυσχερέστερη θέση εντός του διεθνούς καπιταλιστικού πλέγματος.

Οι διαφορές ανάμεσα στις επιμέρους αστικές τάξεις αφορούν στον ανταγωνισμό μεταξύ τους, όπως και στο αντικειμενικό πεδίο που αυτός διενεργείται, αλλά και στον τρόπο, στον χρόνο, στη διαδικασία με την οποία μια αστική τάξη περνά από το στάδιο του ελεύθερου ανταγωνισμού σε αυτό του ιμπεριαλισμού. Οι ειδικές ιστορικές συνθήκες που είναι δυνατόν να αποκρυσταλλωθούν είτε στον βαθμό συγκέντρωσης και παραγωγής του κεφαλαίου, είτε στον βαθμό συγχώνευσης του τραπεζικού κεφαλαίου με το βιομηχανικό κεφάλαιο, είτε ακόμη στη θέση που έχει η κάθε επιμέρους αστική τάξη στο μοίρασμα του κόσμου, επίσης συνδέονται άρρηκτα με τον τρόπο περάσματός της από το πρότερο καπιταλιστικό στάδιο στο επόμενο.

Αυτό το γεγονός σημαίνει ότι μια αστική τάξη που βρίσκεται σε χαμηλότερο επίπεδο ανάπτυξης παραμένει ιμπεριαλιστική, αν και βρίσκεται σε δυσχερέστερη θέση σε σχέση με υπέρτερες σε οικονομικό και γεωπολιτικό επίπεδο ανταγωνιστικές ιμπεριαλιστικές αστικές τάξεις. Άλλωστε κάθε αστική τάξη βιώνει και πραγματοποιεί με διαφορετικό τρόπο, ποιότητα και ένταση το πέρασμα από το ένα καπιταλιστικό στάδιο στο επόμενο, είτε στο επίπεδο απαλλαγής της από μη λειτουργικές πλευρές του προηγούμενου σταδίου, είτε λόγω καθυστερήσεων μετατροπής στοιχείων και πλευρών που συνεχίζουν να υφίστανται στο νέο στάδιο σε μια νέα ποιότητα. Ιστορικά, αυτή η μετάβαση δεν μπορούσε να καταστεί και δεν κατέστη εφικτή με όρους απόλυτης τομής, αλλά αντίθετα, με όρους τομής και συνέχειας, με όρους άρνησης του προηγούμενου και κατάφασης στο επερχόμενο – έλλογα, με μη γραμμικό και μη κανονιστικό τρόπο.

Με δεδομένο ότι υποστηρίχθηκε ότι οι ιμπεριαλιστικές αστικές τάξεις, και κάθε ιμπεριαλιστική αστική τάξη μεμονωμένα, αρθρώνουν θεωρητικά και σε επίπεδο πολιτικής πρακτικής μια συνολική θεώρηση που εκτείνεται τόσο σε εθνικό και διεθνικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο τακτικών και στρατηγικών στοχεύσεων, αναδύεται το εξής ερώτημα: ποια πρέπει να είναι η αντίστοιχη θεωρητική και πολιτική αντιμετώπιση μιας κομμουνιστικής επαναστατικής αντίληψης απέναντι στο καπιταλιστικό πρόταγμα που αποκρυσταλλώνεται ιστορικά με καθολικό και ολιστικό τρόπο;

Καταρχήν η αντιμετώπιση, για να μπορέσει να έχει έστω και πρωτογενώς τη δυνατότητα επικράτησης, οφείλει να είναι ανάλογα καθολική, ανάλογα ολιστική. Είναι λοιπόν αναγκαία μια αντιμετώπιση η οποία να στηρίζεται σε ένα κομμουνιστικό πρόταγμα ταυτόχρονα εθνικό και διεθνικό, σε ένα κομμουνιστικό πρόταγμα όπου το διαλεκτικό φορτίο τακτικής και στρατηγικής θα καθορίζεται και θα υποτάσσεται σε κάθε του πλευρά από τον ορίζοντα της κομμουνιστικής απελευθέρωσης ως πέρατος της καπιταλιστικής προϊστορίας και ως απαρχής της ανθρώπινης ιστορίας.

Από αυτή τη σκοπιά, μια κομμουνιστική αντίληψη, εν τοις όροις επαναστατική, απαγκιστρωμένη από αυταπάτες και χίμαιρες περί ειρηνικής και σταδιακής μετάβασης από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό μέσω … του σοσιαλισμού, συγκροτείται σε ένα επίσης εθνικό-διεθνικό πεδίο, όπου η εθνική εκφορά αφορά στη διακηρυγμένη, και με όρους υλικής ταξικής πάλης, επιδίωξη της επαναστατικής ανατροπής της εγχώριας αστικής τάξης, ενώ η διεθνική εκφορά αφορά στην επιδίωξη το κομμουνιστικό πρόταγμα να μετασχηματίσει επαναστατικά την πολιτική γραμμή και δράση έτερων εργατικών τάξεων, στη βάση ενός εργατικού επαναστατικού διεθνισμού που αποτελεί όρο για την επιβίωση και την τελική νίκη της επανάστασης σε ένα επιμέρους καπιταλιστικό κράτος όπως και παγκόσμια.

Η διαλεκτική σχέση εθνικό-διεθνικό, από την οπτική της εργατικής τάξης, δεν μπορεί να απολέσει τον επαναστατικό της χαρακτήρα, έστω και αν αλλάξει το πεδίο διεξαγωγής της ταξικής πάλης από «ειρηνικό» σε πολεμικό, από πεδίο οικονομικής ανάπτυξης σε πεδίο οικονομικής κρίσης. Γιατί τότε, το καθήκον της εργατικής τάξης στο εθνικό πεδίο –δηλαδή, το ταξικό της συμφέρον να ανατρέψει την αστική της τάξη– μπορεί, υπό το βάρος των «ειδικών συνθηκών», να υποταχθεί στο «εθνικό συμφέρον» του λαού, της πατρίδας, της κοινωνίας.

Ως τέτοιο, θα αφυδατωθεί από τα επαναστατικά του χαρακτηριστικά και θα ενσωματωθεί από τον στρατηγικό και τακτικό σχεδιασμό της αστικής τάξης, η οποία, ιδιαίτερα στις «ειδικές συνθήκες», δεν εγκαταλείπει, αλλά βαθαίνει και επεκτείνει με τη βία τη διαχρονική επιδίωξή της να διατηρήσει την ταξική της κυριαρχία.

Ας δούμε ένα υποθετικό παράδειγμα μιας τέτοιας κατάστασης: Έστω λοιπόν ότι υπάρχει ένα καπιταλιστικό κράτος που η φυσιογνωμία του προσδιορίζεται από τα εξής στοιχεία:

1 Είναι ενεργό μέλος οικονομικών, γεωπολιτικών και στρατιωτικών ολοκληρώσεων του κεφαλαίου (ΕΕ, ΟΝΕ, ΝΑΤΟ)

2 Έχει ικανό βαθμό ανάπτυξης, όπου τα μονοπώλια καθορίζουν ένα σημαντικό μέρος της οικονομικής ζωής, ώστε να είναι αποφασιστικός παράγοντας της λειτουργίας της

3 Έχει σε σημαντικό βαθμό προχωρήσει η συγχώνευση τραπεζικού και βιομηχανικού κεφαλαίου και έχει δημιουργηθεί μια χρηματιστική ολιγαρχία πάνω στη βάση αυτού του «χρηματιστικού κεφαλαίου»

4 Έχει προχωρήσει σε σημαντικές εξαγωγές κεφαλαίου, αν και το τελευταίο διάστημα αυτή η τάση βαίνει μειούμενη

5 Λόγω της καπιταλιστικής κρίσης, και λόγω της ανισόμετρης ανάπτυξης των επιμέρους καπιταλισμών, καθώς δεν βρισκόταν στην ηγεμονική μερίδα των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, εμφανίζει δυστοκία αναχρηματοδότησης του χρέους του καθώς δεν μπορεί να ανταπεξέλθει στους τόκους δανεισμού και αναγκάζεται να δεχθεί δανεισμό από άλλα καπιταλιστικά κράτη, ώστε να καταφέρει να συντηρηθεί ως τέτοιο και ταυτόχρονα να αποπληρώσει τα καπιταλιστικά κράτη- δανειστές του αλλά και ποικίλους ιδιώτες πιστωτές.

6 Αυτό το γεγονός το οδηγεί σε μια ανελέητη επίθεση στην εργατική δύναμη, ώστε να καταφέρει να επιβιώσει ως καπιταλιστικό κράτος και ώστε η αστική του τάξη να ανακτήσει τη θέση της, στο διεθνές καπιταλιστικό πλέγμα καθώς έχει σημαντικά υποχωρήσει, λόγω ακριβώς των αποτελεσμάτων της κρίσης.

7 Ταυτόχρονα, μια έτερη, γειτονική αστική τάξη, εκμεταλλευόμενη τη δυσχερή θέση της, της επιτίθεται στρατιωτικά, αναγκάζοντάς την να αμυνθεί.

Το ερώτημα αφορά στο ποια είναι η αντιμετώπιση μιας τέτοιας κατάστασης από μια κομμουνιστική επαναστατική γραμμή που διατείνεται ότι εκφράζει το ταξικό συμφέρον του κόσμου της εργασίας. Σε αυτό ακριβώς το σημείο είναι που τελειώνει η ανέξοδη θεωρία και αρχίζει η πολιτική. Και στην πολιτική δύο εκδοχές υφίστανται. Αυτή της αστικής πολιτικής και αυτή της εργατικής πολιτικής.

Σε μια τέτοια περίπτωση λοιπόν, μπορεί μια «κομμουνιστική» αντίληψη να θεωρήσει ότι η επίθεση που δέχεται η αστική της τάξη –που δεν είναι ιμπεριαλιστική, καθώς λόγω της κρίσης έχει μεταφυσικά διαβεί ανάστροφα τα στάδια της κοινωνικής και οικονομικής εξέλιξης και έχει επιστρέψει στο προηγούμενο καπιταλιστικό στάδιο– είναι ιμπεριαλιστική, και άρα το επαναστατικό καθήκον αφορά στην πραγματοποίηση εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, για να αποκρουσθεί ο εχθρός από το έθνος που βάλλεται, ώστε κατόπιν να προχωρήσει η οικοδόμηση μιας ειρηνικής και δημοκρατικής χώρας. Σε μια τέτοια εκδοχή είναι προφανές ότι το ταξικό στοιχείο έχει πλήρως απορροφηθεί από το εθνικό στοιχείο που η αστική τάξη έχει προτάξει, ενώ η εργατική τάξη καθίσταται βορά στον πόλεμο μεταξύ δύο αστικών τάξεων, όπου η αμυνόμενη έχει προηγούμενα καθαγιαστεί από τα εθνικοαπελευθερωτικά ιδεώδη μιας «κομμουνιστικής» αντίληψης που λειτούργησε ως κολυμβήθρα του Σιλωάμ,ναρκοθετώντας και ακυρώνοντας κάθε επαναστατική και κομμουνιστική προοπτική.

Αυτή η ιστορική εξέλιξη θα οφείλεται σε μια «κομμουνιστική» αντίληψη που, εκτιμώντας ότι η αστική τάξη δεν πληροί τα κριτήρια να είναι ιμπεριαλιστική ή εκτιμώντας, έστω, ότι είναι μισο-ιμπεριαλιστική, μικρο-ιμπεριαλιστική ή εξαρτημένη και πρωτόγονα ιμπεριαλιστική σε σχέση με την ιμπεριαλιστικά υπέρτερη και επιτιθέμενη, επιλέγει να θέσει τον κόσμο της εργασίας στη διάθεση της αστικής τάξης, ώστε να επιτελεσθεί το «εθνικό καθήκον» και πραγματωθεί το «εθνικό συμφέρον». Μόνο που σε αυτή την περίπτωση το εθνικό συμφέρον είναι το μερικό συμφέρον της αστικής τάξης, επιβάλλεται και εμφανίζεται ψευδώς ως καθολικό από την ίδια αυτή «κομμουνιστική» αντίληψη.

Αυτή είναι η ιστορική τραγικότητα μιας «κομμουνιστικής» αριστεράς που σε καιρούς «ειρήνης» θεωρεί την αστική της τάξη «υποταγμένη» και πλήρως χειραγωγημένη από τα μεγάλα ιμπεριαλιστικά κέντρα: σε καιρό πολέμου γίνεται η ίδια έρμαιο και αντικείμενο χειραγώγησης και υποταγής στην αστική τάξη, η οποία σε καιρό «ειρήνης», όπως και σε καιρό πολέμου, διατηρεί το βλέμμα της μόνιμα στραμμένο στη διατήρηση και διαιώνιση της πολιτικής και οικονομικής κυριαρχίας της.

Μια κομμουνιστική αντίληψη, η οποία είναι αληθινή όχι με όρους φιλοσοφίας αλλά επειδή είναι νικηφόρα με όρους ταξικής πολιτικής, επειδή είναι στοχοπροσηλωμένη στην επιδίωξη της εργατικής εξουσίας είτε σε συνθήκες «ειρήνης» και ανάπτυξης είτε σε συνθήκες κρίσης και πολέμου, προτάσσει το ταξικό ζήτημα ως υπέρτερο, ιστορικά καθοριστικό, και κεφαλαιώδες κριτήριο. Έτσι μπορεί να διασωθεί ο κόσμος της εργασίας χωρίς να γίνεται έρμαιο στις ορέξεις των καπιταλιστών είτε πολεμούν, είτε ανταγωνίζονται «ειρηνικά», είτε επιτίθενται είτε αμύνονται. Κάθε αστική τάξη που έχει τα ως άνω χαρακτηριστικά είναι ιμπεριαλιστική με εμφανείς δυσχέρειες να ανταπεξέλθει στον οξύτατο ενδοκαπιταλιστικό ανταγωνισμό – γεγονός αδιαμφισβήτητο, που όμως δεν αφορά τον κόσμο της εργασίας.

Ή , για να το θέσουμε ορθότερα, τον αφορά στον βαθμό που η εργατική τάξη είναι σε θέση να αξιοποιήσει τη δυσχερή θέση της αστικής της τάξης, ώστε να την ανατρέψει και να καταλάβει με τη βία την πολιτική εξουσία. Οι δυσκολίες που ενδέχεται να αντιμετωπίζει μια αστική τάξη σημαίνουν ότι η κομμουνιστική αντίληψη έχει την ευκαιρία να θέσει ζήτημα εξουσίας αντί να αφήσει να εμφανιστούν σε όλο το τραγικό τους εύρος οι ιστορικές αδυναμίες του κομμουνιστικού κινήματος, που ελάχιστες φορές κατάφερε να προτάξει το ταξικό στοιχείο υποτάσσοντας σε αυτό το εθνικό. Η λύση βρίσκεται στην άρση του διαχωρισμού ταξικού-εθνικού με την ηγεμονία του πρώτου να καθορίζει τη νέα σχέση που θα αναδυθεί, και όχι στην αναβολή της εμφάνισης του ταξικού προτάγματος προς όφελος εθνικών καθηκόντων που προηγούνται.

Έστω λοιπόν ότι το παραπάνω παράδειγμα αφορά στην Ελλάδα. Έστω ότι συμπληρώνεται το πάζλ με την πραγμάτωση και του έβδομου κριτήριου, που αφορά στη στρατιωτική επίθεση από μια γειτονική χώρα. Ποια θα είναι η πραγμάτωση, με όρους πολιτικής εκφοράς, μιας θεώρησης που αυτοαποκαλείται κομμουνιστική και θεωρεί την Ελλάδα εξαρτημένη, μη ιμπεριαλιστική χώρα; Αν η απάντηση είναι αυτή που αφορά στη διενέργεια αμυντικού απελευθερωτικού αγώνα, η διαδρομή για τον κόσμο της εργασίας θα είναι η γνωστή: Βάρκιζα, Καζέρτα, Αϊ Στράτης. Αν η απάντηση αφορά στο κάλεσμα του κόσμου της εργασίας να στρέψει τα όπλα του στην αστική τάξη, να καταλάβει την εξουσία και να την προστατέψει από κάθε επίθεση εσωτερική και εξωτερική, ίσως είναι η στιγμή να γίνει κατανοητό ότι η έννοια της ιμπεριαλιστικής ολοκλήρωσης μιας αστικής τάξης δεν υπάρχει παρά μόνο στο φαντασιακό ενός ηττημένου αριστερού μοντέλου σκέψης, καθώς αυτή η «ολοκλήρωση» δεν θα καταστεί ποτέ πραγματική σε απόλυτο βαθμό.

Καθώς μια αστική τάξη κερδίζει και χάνει θέσεις στο διεθνές ιμπεριαλιστικό καπιταλιστικό πλέγμα ενσωματώνει, προσθέτει και αλλάζει χαρακτηριστικά που την καθιστούν ηγεμονικά ή περιφερειακά ιμπεριαλιστική. Αυτό συμβαίνει επειδή είναι ταυτόχρονα θύμα και θύτης ενός σκληρού καπιταλιστικού ανταγωνισμού, που δεν χαρακτηρίζεται από το στοιχείο της τέλειας ιμπεριαλιστικής καπιταλιστικής ισορροπίας, αλλά από αυτό της διαρκούς ιμπεριαλιστικής καπιταλιστικής κινητικότητας. Πρόκειται για μια ιμπεριαλιστική καπιταλιστική κινητικότητα και εξέλιξη που εδράζεται στην περαιτέρω, βαθύτερη και πιο βίαιη απομύζηση της εργατικής δύναμης, που μπορεί να ανακοπεί μόνο ανάλογα βίαια από μια ανάλογη επαναστατική κίνηση η οποία θα φανεί ικανή να αποδειχτεί κοινωνικά, οικονομικά πολιτικά και ιστορικά υπέρτερη.

Ωστόσο, η προοπτική αυτή προϋποθέτει την οριστική απαλλαγή από την αριστερή θεωρητικολογία και δημοσιολογία που προσπαθεί να θέσει την καπιταλιστική εξέλιξη σε δοκιμαστικό σωλήνα με οικτρά αποτελέσματα. Ο ιμπεριαλισμός είναι πραγματική ζωή, υλικό αποκρυστάλλωμα κυριαρχίας: στην «ειρήνη» συντρίβει τη ζωή των εργατών με συνοπτικές διαδικασίες, και στον πόλεμο τους την αφαιρεί χωρίς ενδοιασμούς και χωρίς αυταπάτες.

Μέσα από τη διαδικασία διασπάσεων, διαιρέσεων και ανακατατάξεων στα αστικά πολιτικά κόμματα και στην πολιτική σκηνή της χώρας, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα με τις αποχωρήσεις και διαγραφές βουλευτών από το ΠAΣOK, τη ΔHMAP και τη NΔ, διαμορφώνονται δύο βασικοί πολιτικοί πόλοι δυνάμεων που, παρά τις διαφορές τους, συμπίπτουν και υπηρετούν την κεντρική κατεύθυνση της ντόπιας μεγαλοαστικής τάξης –την πρόσδεση της χώρας στην EE και την ευρωζώνη– και σ’ αυτούς θα στηριχθεί η αναμόρφωση του αστικού πολιτικού συστήματος από τις ξένες και ντόπιες κυρίαρχες δυνάμεις.

Από τη μια, ο δεξιός πόλος της NΔ με τους σημερινούς δορυφόρους της, ΠAΣOK και ΔHMAP, και από την άλλη, ο σοσιαλδημοκρατικός πόλος του ΣYPIZA, που αναζητά συμμάχους και προς τα δεξιά και προς τα «αριστερά».

 

Σημειώσεις/Βιβλιογραφία:

 

1 Β.Ι.ΛΕΝΙΝ, Ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού (Αθήνα: Σύγχρονη
Εποχή, 1986), σ. 89

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *