Η ιστορική ανάπτυξη και ο χαρακτήρας του ελληνικού καπιταλισμού

Εργαζόμενοι σε εργοστάσιο μεταλλικών ειδών στην Πυλαία Θεσσαλονίκης – 1936

 

Το κείμενο είναι απόσπασμα από την εισήγηση της ΚΕ του ΚΚΕ στην Πανελλαδική Συνδιάσκεψη για το Δοκίμιο Ιστορίας του Κόμματος 1918-1949. Ολόκληρη η εισήγηση δημοσιεύεται στον σημερινό Ριζοσπάστη.

 

 

……Οι πληθυσμοί των εδαφών που σταδιακά εντάχθηκαν στην Ελλάδα είχαν δύο αλληλένδετα χαρακτηριστικά:

Την ελληνιστική γλώσσα, επίσημη γλώσσα του Βυζαντίου, και την Ορθοδοξία, κέντρο καλλιέργειας της γλώσσας, με ό,τι αυτά συνεπάγονταν στην πολιτισμική εξέλιξη, διατήρηση παραδόσεων, ιστορίας και υπό συγκεκριμένες οικονομικές, πολιτικές πλέον προϋποθέσεις, στη διαμόρφωση ελληνικής εθνικής συνείδησης.

Για το συγκεκριμένο κεφάλαιο μελετήθηκε αρκετή βιβλιογραφία σε ζητήματα που φωτίζουν ποιες κοινωνικές δυνάμεις πήραν μέρος στην Επανάσταση του ’21, επομένως στην τεκμηρίωση του χαρακτήρα της ως αστικής εθνικοαπελευθερωτικής. Ετσι, διορθώθηκαν απλουστεύσεις, οι οποίες έως ένα βαθμό υπήρχαν σε προγενέστερα ιστορικά κείμενα του Κόμματος ή και σε προγραμματικά ντοκουμέντα που υποβάθμιζαν τον αστικό χαρακτήρα της Επανάστασης του ’21, απομόνωναν τον εθνικοαπελευθερωτικό της χαρακτήρα.1

Από τα δύσκολα θέματα, την έρευνα των οποίων φιλοδοξούμε να συνεχίσουμε ενόψει και των 200 χρόνων από την Επανάσταση, θεωρούμε το ζήτημα της εξέλιξης στην ιδιοκτησία γης ή ειδικότερα στη νομή – χρήση της και βέβαια τη σχέση του αγροτοπαραγωγού (καλλιεργητή ή κτηνοτρόφου) με τον κάτοχο της γης, με πλήρη κυριότητα ή με δικαιώματα άμεσης συγκέντρωσης του προϊόντος ή μέσω φορολογίας κ.λπ.

Το ζήτημα μας ενδιαφέρει, γιατί εξηγεί τη στάση στην Επανάσταση του 1821 κοινωνικών δυνάμεων, ορθόδοξων, ελληνόφωνων, με παράδοση συμμετοχής στις δομές διοίκησης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, που αν και υπό καθεστώς υποτέλειας, συμμετείχαν και στα κατώτερα όργανα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, είχαν προνόμια διοικητικά και βέβαια οικονομικά.

Δείχνει όχι μόνο την ταξική διαφοροποίηση των ελληνικών (όπως και αλλογενών) πληθυσμών αλλά και τη διαστρωμάτωση μέσα στις τάξεις, π.χ. την ύπαρξη ανώτερων προεστών, κοτζαμπάσηδων αλλά και κατώτερων τμημάτων τους, ένοπλων τμημάτων για λογαριασμό της οθωμανικής αυτοκρατορικής εξουσίας, όπως οι αρματολοί.

Ποιο είναι το ουσιαστικό ζήτημα: Πρόκειται για κοινωνικές δυνάμεις ενταγμένες στα όργανα εξουσίας της φεουδαρχικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι οποίες είχαν και αντιθέσεις με αυτήν, ήθελαν πλήρη ιδιοκτησία γης, πλήρη δικαιώματα σε σχέση με τους Οθωμανούς μουσουλμάνους, αλλά οι περισσότερες, κυρίως οι ανώτερες, δεν οργάνωσαν την Επανάσταση του ’21. Από τα κατώτερα ένοπλα τμήματα προήλθαν οι στρατιωτικοί οπλαρχηγοί.

Οι έμποροι και πλοιοκτήτες ήταν τα πιο δυναμικά τμήματα της αστικής τάξης με ελληνική εθνική συνείδηση που ηγήθηκαν της Επανάστασης.

Η ταξική ανάλυση μας βοηθά να περάσουμε από το αφηρημένο της θεωρίας των τάξεων στο ιστορικά συγκεκριμένο. Εκκινώντας από τις θεμελιακές κατηγορίες του ιστορικού υλισμού, φεουδάρχες – δουλοπάροικοι, αστική τάξη – εργατική τάξη, να προσεγγίζουμε την εσωτερική διαστρωμάτωση της κάθε τάξης, την ύπαρξη ελεύθερων ατομικών καλλιεργητών, αλλά και πώς παρεμβαίνει στη διαστρωμάτωση το εθνοτικό και θρησκευτικό στοιχείο. Επίσης, το ρόλο του Πατριαρχείου που είχε προνόμια στην ιδιοκτησία γης, οικονομική αρμοδιότητα, εκπαιδευτική, γι’ αυτό και δεν στήριξε την Επανάσταση, σε αντίθεση με τον κατώτερο κλήρο.

Ιδιαίτερης σημασίας ζήτημα είναι η κατανόηση της εξέλιξης της εσωτερικής διαστρωμάτωσης, ιδιαίτερα των νέων τάξεων, της αστικής και της εργατικής.

Το όλο ζήτημα της κοινωνικής ανάλυσης περιπλέκεται και εξαιτίας της έντονης φυλοεθνοτικής ανομοιογένειας στα τεράστια εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που επέδρασε και στην εξέλιξη της εθνολογικής ενότητας των καπιταλιστικών βαλκανικών κρατών.

Το ζήτημα της εθνογένεσης στη Χερσόνησο Αίμου, στα νησιά του Αιγαίου, στη Μικρά Ασία είναι ζήτημα ιστορικής μελέτης. Θίγουμε ορισμένες πλευρές στο κεφάλαιο του Δοκιμίου, π.χ. την εμφάνιση και εξέλιξη των πρώιμων τμημάτων της αστικής τάξης, κυρίως εμπόρων και πλοιοκτητών, αλλά και βιοτεχνών, με την ανάλογη ελληνική εθνική συνείδηση.

Η έντονη διαστρωμάτωση παίζει ρόλο και στην εξέλιξη της Επανάστασης, στις συγκρούσεις μεταξύ των κοινωνικών της δυνάμεων, στο ποια αστικά κέντρα τελικά συμμετέχουν στην Επανάσταση.

Δεν συμμετείχαν αναπτυγμένα αστικά κέντρα με ισχυρό ελληνικό στοιχείο, όπως η Σμύρνη, η Κωνσταντινούπολη, η Θεσσαλονίκη, αλλά τα αστικά κέντρα της Πελοποννήσου και της Στερεάς, νησιών του Αιγαίου, που λόγω εδαφικής και ιστορικής ιδιομορφίας ήταν πιο απομακρυσμένα από τα κεντρικά όργανα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Το κείμενο αναφέρεται συγκεκριμένα στην πολιτική συγκρότηση των δυνάμεων της Επανάστασης και τη σχέση τους με τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής, που δεν ήταν όλες τότε καθαρά αστικά κράτη (ήταν η Αγγλία, η Γαλλία, όχι η Αυστροουγγαρία, η Ρωσία).

Δίνει στοιχεία πώς διαμορφώνεται ο ελληνικός αστικός Διαφωτισμός, από ποια κέντρα επηρεάζεται, πώς οι ξένες δυνάμεις στέκονται στο ζήτημα της διαμόρφωσης ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, ανάλογα με τα άμεσα συμφέροντά τους ως προς το διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αναδεικνύεται το γεγονός των ιδιαίτερων άμεσων συμφερόντων της Ρωσίας για το διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, άρα στάση πιο ευνοϊκή στην ανεξαρτητοποίηση της Ελλάδας, αλλά με πιο συντηρητικές – αντιδραστικές θέσεις ως προς την κατάργηση των φεουδαρχικών σχέσεων.

Αντίθετα, η Αγγλία, η Γαλλία, είναι πιο κοντά στις αστικές λειτουργίες, αλλά αρχικά δεν θέλουν το διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Η παλιότερη αστική αλλά και η κομματική βιβλιογραφία δεν ανέλυσαν αντικειμενικά τις σχέσεις της ανερχόμενης ελληνικής αστικής τάξης με τις ξένες αστικές τάξεις, ακόμα και με φεουδαρχικού τύπου κράτη, όπως η Τσαρική Αυτοκρατορία.

Την οικονομική, τη στρατιωτική, επομένως και την πολιτική αδυναμία του νεοϊδρυμένου ελληνικού κράτους, τις αποδίδουν λαθεμένα σε τάση υποτέλειας της αστικής τάξης, χαρακτηρίζοντάς την για πολλά χρόνια ως κομπραδόρικη με μειωμένη εθνική συνείδηση.Σε αυτήν αποδίδουν και τον έντονα εξωστρεφή – κοσμοπολίτικο – χαρακτήρα της ελληνικής αστικής τάξης (εξωτερικό εμπόριο, ξένες επενδύσεις, ναυτιλία υπό ξένη σημαία).

Εκδηλώνουν αδυναμία στον εντοπισμό των πραγματικών αιτιών της αργής καπιταλιστικής ανάπτυξηςστην Ελλάδα, όπως είναι το βάρος και η αντοχή της εμπορευματοποιημένης ατομικής αγροτικής παραγωγής, που βοηθήθηκε και από τη διανομή γης αρχικά στην Παλιά Ελλάδα, στη συνέχεια στις νεοενταγμένες περιοχές (νέες επαρχίες).

Σημαντικό ζήτημα στην αναγνώριση του καπιταλιστικού χαρακτήρα της οικονομίας είναι ο ρόλος του εμπορίου, κυρίως του εξαγωγικού, αλλά και της ναυτιλίας στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που διεξαγόταν στην ελληνική γλώσσα, ακόμα και από σλάβικους πληθυσμούς.

Το μεταπρατικό εμπόριο, γενικά, παράγοντας πρωτογενούς συσσώρευσης, θεωρήθηκε ως προϊόν υποτέλειας.

Διογκωμένο μεταπρατικό εμπόριο είχαν και η Αγγλία, η Ολλανδία, καθώς και ναυτιλία, που τροφοδότησαν τη βιομηχανική τους ανάπτυξη.

Εξαιτίας ειδικών παραγόντων – πολύ μικρή και κατακερματισμένη εσωτερική αγορά, λόγω και της ιδιαίτερα ορεινής και νησιωτικής μορφολογίας, αραιοκατοίκηση – λιγότερο και πολύ πιο αργά τροφοδοτήθηκε η βιομηχανική ανάπτυξη στην Ελλάδα.

Στις αναλύσεις δεν αναγνωρίζεται η ναυτιλία ως βιομηχανικός κλάδος πολύ ανεπτυγμένος, που τροφοδότησε και τη ναυπήγηση, με παράδοση χιλιάδων χρόνων (αποικίες των αρχαίων ελληνικών πόλεων) στον ελλαδικό χώρο.

Η μακρόχρονη επιβίωση ατομικής εμπορευματικής αγροτικής, κτηνοτροφικής και χειροτεχνικής παραγωγής, ανέστειλε τη βιομηχανική παραγωγή και μάλιστα εργαλειομηχανών ή επεξεργασίας βιομηχανικών υλών.

Η καπιταλιστική ανάπτυξη επιταχύνθηκε κυρίως από το τρίτο τέταρτο του 19ου αιώνα, όταν διευρύνθηκε η ελληνική επικράτεια.

Στοιχείο που προκαλεί συγχύσεις στον προσδιορισμό του χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλιστικού κράτους είναι ο θεσμός της Βασιλείας, που εδραιώνεται με την παρέμβαση ξένων κρατών. Η Βασιλεία αποτέλεσε παράγοντα επιτάχυνσης στη συγκέντρωση της αστικής εξουσίας. Ο βασιλιάς συχνά ενισχυόταν ως όργανο εξουσίας σε σχέση με τη Βουλή, ενίσχυση που σε συγκεκριμένες περιόδους συνδέθηκε με οπισθοχωρήσεις στα Συντάγματα από την αστική σκοπιά, γεγονός που προκάλεσε συγχύσεις ως προς τον καπιταλιστικό χαρακτήρα του κράτους. Υποβαθμιζόταν το γεγονός ότι τα Συντάγματα, ήδη από το πρώτο, κατοχύρωναν το κύριο, την ατομική ιδιοκτησία, την κατάργηση των σχέσεων δουλοπαροικίας. Επίσης, υποβαθμιζόταν ότι τα Συντάγματα περιείχαν διατάξεις όπως το γενικό εκλογικό δικαίωμα, που είχαν τη ρίζα τους στον γαλλικό Διαφωτισμό και σε ορισμένες περιπτώσεις προπορεύονταν σε σχέση με άλλα Συντάγματα.

Τα ιδιαίτερα προβλήματα – γνωστά ως διαρθρωτικά στην αστική βιβλιογραφία – κλαδικής και τομεακής βαθιάς ανισομετρίας στην ελληνική καπιταλιστική οικονομία που τη διατρέχουν σε όλο τον 19ο αιώνα, υπάρχουν και κατά τον 20ό αιώνα και προσδιορίζουν τη συγκριτικά αργή καπιταλιστική ανάπτυξη της Ελλάδας.

Ειδικότερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η εξέλιξη της οικονομίας και της κοινωνίας στην περίοδο του Μεσοπολέμου, η έναρξη της οποίας συμπίπτει με την ίδρυση του ΚΚΕ. Τα χαρακτηριστικά και τις εξελίξεις της ελληνικής οικονομίας αυτής της περιόδου πραγματεύεται το 4ο κεφάλαιο.

Στα πρώτα χρόνια αυτής της περιόδου ενισχύονται ορισμένα χαρακτηριστικά της καθυστέρησης συγκριτικά με άλλες καπιταλιστικές κοινωνίες, ακόμα και από το χώρο των Βαλκανίων. Ουσιαστικά, ενισχύεται το αγροτικό στοιχείο σε σχέση με το αστικό/ ημιαστικό κι αυτό συχνά οδηγεί σε μεθοδολογικά και ουσιαστικά προβληματικούς χαρακτηρισμούς της οικονομίας, δηλαδή χαρακτηρίζεται ως αγροτική, δίνοντας έναυσμα εκτιμήσεων περί ύπαρξης φεουδαρχικών ή ημιφεουδαρχικών σχέσεων, που είναι λαθεμένες για τους εξής λόγους:

– Παραβλέπεται το γεγονός της εμπορευματοποίησης της ατομικής αγροτικής παραγωγής, η οποία ενισχύθηκε λόγω της αγροτικής μεταρρύθμισης (διανομή γης σε ακτήμονες και πρόσφυγες κυρίως στα εδάφη που εντάχθηκαν μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και λόγω της μεγάλης εισροής προσφύγων από την ήττα της Μικρασιατικής εκστρατείας). Στο μεγαλύτερο μέρος της μεγάλης γαιοκτησίας που απαλλοτριώθηκε δεν υφίσταντο πλέον σχέσεις φυσικής εξάρτησης του καλλιεργητή από τον γαιοκτήμονα.

– Η ενίσχυση του αγροτικού στοιχείου δεν συνοδεύεται με απόλυτη υποχώρηση του βιοτεχνικού – βιομηχανικού, το οποίο επίσης ενισχύεται από την εισροή των προσφύγων και ειδικότερα την ένταξη γυναικών.

– Κατά τα δύο πρώτα έτη του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου ενισχύεται το εφοπλιστικό κεφάλαιο, που στη συνέχεια υποχωρεί σημαντικά.

– Η έξοδος από τους πολέμους και ιδιαίτερα από αυτόν στη Μικρά Ασία συνοδεύεται από μεγάλη δημοσιονομική και νομισματική κρίση (λόγω των μεγάλων πολεμικών δαπανών που καλύφθηκαν με ξένα δάνεια ή έκδοση νομίσματος χωρίς αποθέματα χρυσού), με συνέπεια έναν πολύ αυξημένο πληθωρισμό, μεγάλη υποτίμηση του ελληνικού νομίσματος, απαξίωση μισθών – ημερομισθίων, μέχρι τη νέα σταθεροποίηση μετά το 1926.

– Το αστικό κράτος διαμορφώνει και εξελίσσει τους θεσμούς του, πρώτ’ απ’ όλα το τραπεζικό σύστημα με το διαχωρισμό της νομισματικής από την εμπορική λειτουργία, με την ίδρυση της Τράπεζας της Ελλάδος, αλλά και εξειδικευμένων τραπεζών στην πίστωση της αγροτικής παραγωγής, όπως και της βιομηχανικής. Στη σύνθεση των Διοικητικών Συμβουλίων των μεγάλων τραπεζών εκφράζεται η σύμφυση βιομηχανικού – εμπορικού – τραπεζικού κεφαλαίου, δηλαδή η ύπαρξη του χρηματιστικού κεφαλαίου.

Η μεγαλύτερη εμπορική τράπεζα, η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (ΕΤΕ), παρεμβαίνει άμεσα στη δημιουργία καρτέλ, συγχωνεύσεων – εξαγορών κ.λπ., με στόχο την επιτάχυνση της καπιταλιστικής συσσώρευσης και την επέκταση των ανωνύμων εταιρειών, ενώ ενισχύεται και η λειτουργία του Χρηματιστηρίου. Η ΕΤΕ διαμεσολαβεί μεταξύ κράτους (κυβερνήσεων) και ξένων αγορών για δανεισμό ή συμπράξεις για Αμεσες Ξένες Επενδύσεις (ΑΞΕ), με στόχο κυρίως τις υποδομές μεταφορών (λιμάνια, σιδηρόδρομο, οδοποιία), αλλά και στην Ενέργεια, στην Υδρευση, στις Τηλεπικοινωνίες.

Το κράτος παρεμβαίνει στην κατεύθυνση καπιταλιστικοποίησης της αγροτικής παραγωγής με το νόμο για τους αγροτικούς συνεταιρισμούς, κυρίως πιστωτικούς, την ίδρυση της Αγροτικής Τράπεζας Ελλάδος (ΑΤΕ) και τη διασύνδεσή τους μ’ αυτήν.

Οργανώνει την παρακολούθηση των οικονομικών στατιστικών στοιχείων, επιδιώκοντας να διαχωρίσει τη βιοτεχνία από τη βιομηχανία.

Δημιουργεί Σχολές, Ινστιτούτα, με στόχο την επέκταση της επιστημονικής και τεχνικής ειδίκευσης και πλήθος άλλων καπιταλιστικών θεσμικών οργάνων, ενώ και τα διάφορα τμήματα του κεφαλαίου – βιομήχανοι, τραπεζίτες, εφοπλιστές – έχουν τις δικές τους οργανώσεις.

Συμπέρασμα: Ο Μεσοπόλεμος είναι περίοδος καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα. Ιδιαίτερα από το 1928 (που υπάρχουν συγκρίσιμες στατιστικές) έως και την έναρξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, σημειώνονται σημαντικοί ρυθμοί αύξησης του ΑΕΠ και του κατά κεφαλήν ΑΕΠ, αυξάνεται το μισθωτό εργατικό δυναμικό.

Η διεθνής καπιταλιστική οικονομική κρίση πλήττει κυρίως την αγροτική παραγωγή (κυρίως εξαγώγιμα προϊόντα της), η οποία σχετικά γρήγορα αναδιαρθρώνεται και ανακάμπτει.

Βέβαια, παραμένει το διαχρονικό διαρθρωτικό πρόβλημα, ότι ουσιαστικά η ανάπτυξη χαρακτηρίζεται από τους κλάδους της Μεταποίησης, που αφορούν σε προϊόντα άμεσης κατανάλωσης και όχι μέσα παραγωγής και γενικότερα δεν συμβαδίζει με αξιόλογη ανάπτυξη της χρησιμοποιούμενης ιπποδύναμης, ενώ παρουσιάζεται και μία οπισθοχώρηση στη συγκέντρωση εργατικού δυναμικού, που δείχνει μια τάση βιοτεχνικής επέκτασης ισχυρότερη της βιομηχανικής επέκτασης.

Επομένως, η καπιταλιστική οικονομία της Ελλάδας κατά τον Μεσοπόλεμο και το επίσης καπιταλιστικό εποικοδόμημά της δεν τεκμηριώνουν τον στρατηγικό προσανατολισμό του ΚΚΕ σε αστικοδημοκρατικό στάδιο ή επανάσταση, ο οποίος υιοθετήθηκε με δική του ευθύνη καθώς και με ευθύνη της Κομμουνιστικής Διεθνούς (ΚΔ).

Μια τέτοια στρατηγική επιδίωξη δεν τεκμηριώνεται ακόμα και με βάση τη λενινιστική αντίληψη των «δύο τακτικών της σοσιαλδημοκρατίας», που επικαλούνται οπορτουνιστικές δυνάμεις, αφού αυτή αφορούσε στη στάση του επαναστατικού εργατικού κινήματος στις συνθήκες τσαρικής φεουδαρχικής (ή ημιφεουδαρχικής) εξουσίας, έως την ανατροπή της το Φλεβάρη του 1917.

Τα προβλήματα στρατηγικής του Κόμματος οφείλονται στην ανεπάρκειά του στην επιστημονική ανάλυση της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας και του εποικοδομήματός της, αλλά και στη στρατηγική των σταδίων που επικράτησε ως γενική στρατηγική στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, συμπεριλαμβάνοντας και τα αναπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη, ιδιαίτερα από τη δεκαετία του 1930 και μετά, με τη μορφή αντιφασιστικών και στη συνέχεια αντιμονοπωλιακών κυβερνήσεων.

Κάνοντας τις παραπάνω εκτιμήσεις, δεν αφαιρούμαστε από το γεγονός ότι το Κόμμα μας, τουλάχιστον στο Μεσοπόλεμο, ήταν ένα σχετικά νέο ΚΚ, ενώ και οι αστικές πηγές και βιβλιογραφία ήταν κατά πολύ προβληματικές.

 

 

Παραπομπές:

 

1. Αυτή η διόρθωση δεν είναι καινούργια, υπάρχει σε προηγούμενα κείμενά μας.

 

 

 

https://www.rizospastis.gr/page.do?publDate=30/6/2018&id=17232&pageNo=17

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *