Η κατάρρευση της ενιαίας παγκόσμιας αγοράς και το βάθεμα της κρίσης στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα

 

 

5. Η κατάρρευση της ενιαίας παγκόσμιας αγοράς και το βάθεμα της κρίσης στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα

 

Σαν βασικότερο οικονομικό αποτέλεσμα του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου και των συνεπειών του πάνω στην οικονομία πρέπει να θεωρήσουμε την κατάρρευση της ενιαίας καθολικής παγκόσμιας αγοράς. Το γεγονός αυτό καθόρισε το παραπέρα βάθεμα της γενικής κρίσης του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος.

Ο ίδιος ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος γεννήθηκε από την κρίση αυτή. Καθένας από τους δυο καπιταλιστικούς συνασπισμούς που ήρθαν μεταξύ τους σε σύγκρουση στη διάρκεια του πολέμου, λογάριαζε να συντρίψει τον αντίπαλο του και να πετύχει την παγκόσμια κυριαρχία. Με τον τρόπο αυτό ζητούσαν διέξοδο από την κρίση. Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής λογάριαζαν να βγάλουν απ’ τη μέση τους πιο επικίνδυνους ανταγωνιστές τους, τη Γερμανία και την Ιαπωνία, ν’ αρπάξουν τις ξένες αγορές, τις παγκόσμιες πηγές πρώτων υλών και να πετύχουν την παγκόσμια κυριαρχία.

Ο πόλεμος, ωστόσο, δε δικαίωσε τις ελπίδες αυτές. Είναι αλήθεια πως η Γερμανία και η Ιαπωνία βγήκαν από τη μέση σαν ανταγωνιστές των τριών μεγαλύτερων καπιταλιστικών χωρών: των ΗΠΑ, της Αγγλίας και της Γαλλίας. Ταυτόχρονα, όμως, αποχωρίστηκαν από το καπιταλιστικό σύστημα η Κίνα κι οι άλλες λαϊκοδημοκρατικές χώρες στην Ευρώπη, σχηματίζοντας μαζί με τη Σοβιετική Ένωση ένα ενιαίο και ισχυρό σοσιαλιστικό στρατόπεδο, που στέκεται αντιμέτωπο στο στρατόπεδο του καπιταλισμού. Οικονομική συνέπεια της ύπαρξης των δύο αντιμέτωπων στρατοπέδων ήταν το ότι κατέρρευσε η ενιαία καθολική παγκόσμια αγορά κι έχουμε τώρα σαν αποτέλεσμα του γεγονότος αυτού δύο παράλληλες παγκόσμιες αγορές, που, επίσης, είναι αντιμέτωπες η μια στην άλλη.

Πρέπει να παρατηρήσουμε ότι οι ΗΠΑ και η Αγγλία με τη Γαλλία οι ίδιες βοήθησαν, φυσικά παρά τη θέληση τους, στη διαμόρφωση και στο δυνάμωμα της νέας παράλληλης παγκόσμιας αγοράς. Υποβάλανε σε οικονομικό αποκλεισμό την ΕΣΣΔ, την Κίνα και τις ευρωπαϊκές λαϊκοδημοκρατικές χώρες, που δεν είχαν μπει στο σύστημα του «Σχεδίου Μάρσαλ», νομίζοντας πως έτσι θα τις πνίξουν. Στην πράξη, όμως, είχαμε σαν αποτέλεσμα, όχι το πνίξιμο, αλλά το δυνάμωμα της καινούργιας παγκόσμιας αγοράς.

Παρ’ όλα αυτά, το βασικό σ’ αυτήν την υπόθεση δεν ήταν φυσικά ο οικονομικός αποκλεισμός, αλλά το ότι στην περίοδο μετά τον πόλεμο οι χώρες αυτές συνενώθηκαν οικονομικά και έβαλαν σε κίνηση την οικονομική συνεργασία και την αμοιβαία βοήθεια. Η πείρα της συνεργασίας αυτής αποδείχνει πως καμιά καπιταλιστική χώρα δε θα μπορούσε να δώσει μια τέτοια αποτελεσματική και τεχνικά ειδικευμένη βοήθεια προς τις λαϊκοδημοκρατικές χώρες, σαν αυτή που τους έδωσε η Σοβιετική Ένωση. Και το ζήτημα δεν είναι μονάχα πως η βοήθεια αυτή είναι εξαιρετικά φτηνή και τεχνικά άριστης ποιότητας. Το ζήτημα πριν απ’ όλα είναι ότι στη βάση αυτής της συνεργασίας υπάρχει η πιο ειλικρινής επιθυμία να βοηθήσει ο ένας τον άλλον και να επιτευχθεί μια γενική οικονομική άνοδος. Το αποτέλεσμα είναι να έχουμε γρήγορους ρυθμούς ανάπτυξης της βιομηχανίας σ’ αυτές τις χώρες. Μπορούμε να πούμε με πεποίθηση ότι με τέτοιους ρυθμούς ανάπτυξης της βιομηχανίας, τα πράγματα γρήγορα θα προχωρήσουν μέχρι το σημείο που οι χώρες αυτές όχι μόνο δε θα χρειάζονται να εισάγουν εμπορεύματα απ’ τις καπιταλιστικές χώρες, αλλά αντίθετα οι ίδιες θα αισθανθούν την ανάγκη να εξάγουν τα πλεονάζοντα εμπορεύματα της παραγωγής τους.

Όμως, από δω βγαίνει το συμπέρασμα ότι η σφαίρα εκμετάλλευσης των παγκόσμιων πηγών πρώτων υλών από τις μεγαλύτερες καπιταλιστικές χώρες (ΗΠΑ, Αγγλία, Γαλλία), όχι μόνο δε θα επεκτείνεται, αλλά αντίθετα θα περιορίζεται, ότι οι συνθήκες της παγκόσμιας αγοράς κατανάλωσης θα χειροτερεύουν γι’ αυτές τις χώρες και ότι τα αδιάθετα προϊόντα των επιχειρήσεων σ’ αυτές τις χώρες θα μεγαλώνουν. Στο γεγονός αυτό ακριβώς συνίσταται το βάθεμα της γενικής κρίσης του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος σε σχέση με την κατάρρευση της παγκόσμιας αγοράς.

Αυτό το νιώθουν οι ίδιοι οι καπιταλιστές, γιατί είναι δύσκολο να μη νιώσει κανείς την απώλεια αγορών σαν την ΕΣΣΔ και την Κίνα. Προσπαθούν να ξεπεράσουν αυτές τις δυσκολίες με το «Σχέδιο Μάρσαλ», με τον πόλεμο στην Κορέα, με το κυνήγι των εξοπλισμών, με τη στρατιωτικοποίηση της βιομηχανίας. Όμως, αυτό μοιάζει με τον πνιγμένο που πιάνεται από τα μαλλιά του.

Σε σχέση με την κατάσταση αυτή παρουσιάστηκαν στους οικονομολόγους δύο προβλήματα:

α) Μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι εξακολουθεί ακόμα να ισχύει η γνωστή θέση του Στάλιν για τη σχετική σταθερότητα των αγορών στην περίοδο της γενικής κρίσης του καπιταλισμού, που είχε διατυπωθεί πριν από το Δεύτερο Παγκόσμιο

Πόλεμο;

β) Μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι εξακολουθεί να ισχύει η γνωστή θέση του Λένιν, που τη διατύπωσε την άνοιξη του 1916, για το ότι παρά την αποσύνθεση του καπιταλισμού, «στο σύνολο του ο καπιταλισμός αναπτύσσεται πολύ γρηγορότερα από πριν»;

Νομίζω πως δεν μπορεί πια να υποστηρίξει κανείς τις θέσεις αυτές. Αν πάρουμε υπόψη μας τις καινούργιες συνθήκες που προέκυψαν από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, πρέπει να θεωρήσουμε ότι και οι δυο αυτές θέσεις έπαψαν να ισχύουν.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *