Η σχέση του πολιτικού Ισλάµ µε το κεφάλαιο και το ταξικό σύστηµα

 

 

Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ουτοπία, τεύχ. 98 (Ιαν. – Φεβρ. 2012)

 

 

Ardeshr Mehrdad, Yassamine Mather

 

Tις τελευταίες τρεις δεκαετίες έχει παρατηρηθεί µια ραγδαία αύξηση των Ισλαµικών κινηµάτων, έτσι ώστε το πολιτικό Ισλάµ να αποτελεί µια αδιαµφισβήτητη πραγµατικότητα στην παγκόσµια σκηνή. Τα γεγονότα της 11ης Σεπτεµβρίου 2001 και όσα ακολούθησαν του έδωσαν επιπρόσθετη σπουδαιότητα. Από τη Μέση Ανατολή ώς τη Βόρεια Αφρική και τη Νότια Ασία, µέσα από τις διαφορετικές εκδηλώσεις του, έχει αναδειχθεί σε σηµαντικό παράγοντα, γεγονός που χρειάζεται να αναλυθεί τόσο πολιτικά όσο και θεωρητικά. Η αντιφατική φύση του πολιτικού Ισλάµ υπαγορεύει ότι αυτού του είδους οι αναλύσεις δεν πρέπει να αντιµετωπίζονται µόνο σε σχέση µε τα συµφέροντα του κεφαλαίου, αλλά και σε σχέση µε την πρόκληση που αυτό θέτει στα σοσιαλιστικά ιδεώδη.

Σε πολλές χώρες, τα κινήµατα του πολιτικού Ισλάµ προβάλλονται ως «αναζητητές της δικαιοσύνης» και απευθύνουν την προπαγάνδα τους στα πιο φτωχά και στερηµένα κοινωνικά στρώµατα. Έτσι, παρουσιάζονται ως ανταγωνιστές των δυνάµεων του σοσιαλισµού και της Αριστεράς. Η διαµόρφωση µιας στρατηγικής που να ανταποκρίνεται σε αυτή την πρόκληση απαιτεί βαθύτερη κατανόηση του ιστορικού πλαισίου και των αιτίων που οδήγησαν σε αυτές τις εξελίξεις. Αυτό το άρθρο παρουσιάζει κάποιες εισαγωγικές θέσεις που βασίζονται σε ένα απαραίτητα περιορισµένο και γενικό περίγραµµα των χαρακτηριστικών και ιδιαιτεροτήτων των Ισλαµικών κινηµάτων.

Ανάµεσα στις καταστροφές των πολέµων του Αφγανιστάν και του Ιράκ, λοιπόν, το πολιτικό Ισλάµ βρίσκεται σε άνοδο και οι υποστηρικτές του το παρουσιάζουν ως την ιδεολογία των φτωχών και των κατατρεγµένων. Υπόσχονται µια καλύτερη ζωή στους κακότυχους, λιγότερη ανισότητα και το τέλος της διαφθοράς µέσω της εδραίωσης του θρησκευτικού νόµου της “sharia’a”. Ωστόσο, στο Ιράν σχεδόν είκοσι έξι χρόνια µετά τον ερχοµό της στην εξουσία µε παρόµοιες υποσχέσεις, η Ισλαµική κυβέρνηση έχει γίνει συνώνυµη µε την απληστία και τη διαφθορά. Πάµπλουτοι κληρικοί και οι άµεσοι συγγενείς τους έχουν αντικαταστήσει τη «διεφθαρµένη βασιλική Αυλή» και τον περίγυρό της. Οι φτωχοί γίνονται φτωχότεροι, ενώ οι πλούσιοι πλουσιότεροι (ο Ayatollah Rafsanjani, ο προηγούµενος και πιθανότατα ο επόµενος πρόεδρος του Ισλαµικού πολιτεύµατος, κατατάσσεται στην τεσσαρακοστή τρίτη θέση των πλουσιότερων ανθρώπων στον κόσµο, σύµφωνα µε το περιοδικό Forbes).

Ποια είναι, λοιπόν, η βάση της πολιτικής οικονοµίας του Ισλαµικού φονταµενταλισµού; Πώς αποκτά υποστηρικτές ανάµεσα στους φτωχούς και τους κατατρεγµένους; Ποια είναι η σχέση µεταξύ των υποσχέσεων της ισότητας στον νόµο της “sharia’a” και της πραγµατικής πολιτικής της Ισλαµικής κυβέρνησης µέσα στον κόσµο της καπιταλιστικής τάξης;

Από τη δεκαετία του ’70 κι έπειτα, καθώς οι Ισλαµικές κοινωνίες της περιφέρειας εισχωρούσαν ακόµη βαθύτερα στην παγκόσµια αγορά, η κρίση κέντρου-περιφέρειας σε αυτές τις κοινωνίες έµπαινε σε µια νέα και ποιοτικά διαφορετική φάση. Η κυµαινόµενη, αλλά συνολικά πτωτική τάση στην τιµή των πρώτων υλών, συµπεριλαµβανοµένου του πετρελαίου για τη µεγαλύτερη χρονική περίοδο, στο οποίο στηρίζονται αυτές οι κοινωνίες, επιτάχυνε την απόκλιση της ανισότητας στην κοινωνική, οικονοµική και πολιτιστική ανάπτυξη, τη συσσώρευση του ξένου χρέους, την αυξανόµενη ανικανότητα αυτών των κρατών να ελέγξουν και να αποτρέψουν τις επαναλαµβανόµενες κρίσεις που είχαν να  αντιµετωπίσουν.

Ένα σύγχρονο φαινόµενο

 

Το «επαναστατικό Ισλαµικό κίνηµα» είναι ένα σύγχρονο φαινόµενο. Όποιες κι αν είναι οι έµµεσες ή οι επουσιώδεις επιρροές των παρελθοντικών Ισλαµικών κινηµάτων σε αυτό, είναι συνυφασµένο µε τη µορφή του παγκόσµιου καπιταλισµού που έχει αναπτυχθεί τα τελευταία τριάντα χρόνια. Οι κοινωνικές ρίζες των «επαναστατικών Ισλαµικών κινηµάτων» είναι στην ουσία οι ξεριζωµένοι – εκείνοι που, για διάφορους λόγους, έχουν χτυπηθεί στο διάβα της κοινωνικο-οικονοµικής ανάπτυξης – στους οποίους οι νέες δοµές δεν έχουν φέρει τίποτα άλλο παρα φτώχεια και καταστροφή. Παρά τις διακυµάνσεις στην κοινωνική του δοµή σε διαφορετικές καταστάσεις, το πανισλαµικό κίνηµα σε όλες τις λίγο-πολύ ανεπτυγµένες χώρες της περιφέρειας (µε ελάχιστες εξαιρέσεις) έχει στρατολογήσει ανθρώπους από τέσσερα βασικά στρώµατα.

Πρώτον, είναι οι ξεριζωµένοι και οι στερηµένοι των πόλεων. Ανήκουν στη «έκρηξη» του αριθµού των ανθρώπων που δεν έχουν σταθερή σχέση µε το επεκτεινόµενο περιφερειακό καπιταλιστικό σύστηµα της παραγωγής και της κατανοµής.

Αυτοί οι προφανώς «καταραµένοι» άνθρωποι έχουν ως κοινό τους µια αγροτική καταγωγή, βρίσκοντας καταφύγιο στη βροµιά και τη λάσπη που περιστοιχίζουν πόλεις, όπως το Κάιρο, το Αλγέρι και την Τεχεράνη. Είναι άνθρωποι χωρίς µέλλον, απελπισµένοι, υποβαθµισµένοι, χωρίς ταυτότητα, χωρίς δικαιώµατα. Στις    Ισλαµικές κοινωνίες, οι πάµφτωχοι κάτοικοι των πόλεων σχηµατίζουν ένα κοινωνικό στρώµα περισσότερο έτοιµο να σηκώσει το ισλαµικό πανό. Αυτοί διαµορφώνουν την κύρια κοινωνική βάση του «πολιτικού Ισλαµικού κινήµατος». Αυτοί είναι, επίσης, εκείνοι που δηµιουργούν την εκρηκτική του δύναµη.

∆έυτερον, είναι τα µεσαία στρώµατα που ανήκουν σε προ-καπιταλιστικές δοµές. Αυτοί οι άνθρωποι έχουν χρεοκοπήσει ή περιθωριοποιηθεί από την εξάπλωση των καπιταλιστικών δοµών και η µοίρα τους είναι να παλεύουν περισσότερο µόνο και µόνο για να βουλιάζουν σε µεγαλύτερη φτώχεια. Είναι σηµαντικοί στην οργάνωση των Ισλαµικών κινηµάτων και στη συνένωση των κοινωνικά ετερόκλιτων υποστηρικτών τους.

Το τρίτο στρώµα απαρτίζεται από τµήµατα της εµπορικής και βιοµηχανικής τάξης των µεγαλοαστών που έµειναν έξω από τον κύκλο της εξουσίας. Βρίσκονται σε έναν άνισο ανταγωνισµό µε µια µεγαλοαστική τάξη προνοµιούχα ως προς το ότι είναι κοντά (ή και εξαρτηµένη) από ένα κράτος, η λογική του οποίου έγκειται στο να διευθύνει την ανάπτυξη από πάνω. Στις περιφερειακές κοινωνίες, όπου το κράτος των µεγαλοαστών επιβάλλει την ανάπτυξη του καπιταλισµού από την κορυφή (περισσότερο απ’ το να είναι προϊόν της καπιταλιστικής εξέλιξης) και όπου η σχέση εξουσίας-κεφαλαίου αντιστρέφεται σε τέτοιο βαθµό ώστε να είναι ευκολότερο να βασιστεί κανείς στην εξουσία για να κερδίσει χρήµατα παρά στον πλούτο ως δίοδο στην εξουσία, αυτά τα στρώµατα της µεγαλοαστικής τάξης που αποκλείονται από την εξουσία µπορούν να θεωρούνται ισόβια αποτυχηµένα. Αυτή η µοίρα θέτει τους βιοτέχνες και τους εµπόρους στο ίδιο στρατόπεδο µε τους «αξιοθρήνητους της γης». Αυτοί οι άνθρωποι όχι µόνο γεµίζουν τα ταµεία του Ισλαµικού κινήµατος, αλλά µπορούν επίσης για µια περίοδο να βοηθούν στο να προσελκύσουν το ενδιαφέρον των φτωχών που αναζητούν δικαιοσύνη στον πανΙσλαµισµό, οργανώνοντας φιλανθρωπίες, δανειακούς λογαριασµούς χωρίς τόκους και άλλες παρόµοιες κοµπίνες.

Τέταρτη κατηγορία είναι οι διανοούµενοι των οποίων η κοινωνική θέση έχει ατονίσει, αυτοί που έχουν αποτύχει, συνολικά ή τουλάχιστον ώς ένα βαθµό, κατά τη διάρκεια του σχηµατισµού των καινούργιων πολιτικών και αστικών δοµών. Αυτοί οι διανοούµενοι βλέπουν την επιρροή τους και τα προνόµιά τους να εξαφανίζονται, οπότε και βαθµιαία αποµονώνοναι. Με ή χωρίς ιερατικά ρούχα, νέοι ή ηλικιωµένοι, είτε αντικειµενικά η επανεµφάνισή τους θα έδινε λύση σε µια δοµική ανάγκη είτε όχι, θα χρησιµοποιήσουν το θρησκευτικό κίνηµα για να εδραιώσουν εκ νέου τη θέση τους στην κοινωνία. Παρέχουν το ηγετικό πλαίσιο του κινήµατος, είναι εκείνοι που εφοδιάζουν τον ιδεολογικό όγκο και χαρτογραφούν την πολιτική στρατηγική του «Ισλαµικού κινήµατος».

Αντι-διαφωτισµός

 

Το κίνηµα του παν-Ισλαµισµού, ως αντίδραση ενάντια στην απελπισία που γέννησε ο καπιταλισµός, στηρίζεται στην απόρριψη του διαφωτισµού. Οι ιδεολόγοι αυτής της κίνησης πρέπει να κλείσουν τα µάτια τους στο µέλλον, να γυρίσουν την πλάτη στην πραγµατικότητα και να βρουν καταφύγιο σε µύθους. Αυτός ο σκοταδισµός, µε ένα ειρωνικό τρόπο, τοποθετεί τους ξεριζωµένους φτωχούς τού σήµερα κάτω από την ίδια στέγη µε τους πλούσιους του χθες. Είναι ένα Ισλάµ βασισµένο στην ανάσταση, που προέρχεται από ένα απύθµενο απόθεµα ιστοριών, µύθων και ιδεών που υπόσχονται το τέλος της ανέχειας για όλους εκείνους που βρίσκονται στο καλάθι των αχρήστων. Επιµένει ότι δεν υπάρχει καµία εναλλακτική σ’ ένα κίνηµα που είναι αποξενωµένο από την κοινή λογική και την ελεύθερη σκέψη σε όλες του τις εκφάνσεις. Αντιµετωπίζει ως εχθρούς όλους όσους υποστηρίζουν την επιστηµονική σκέψη και όσους αµφισβητούν τα λεγόµενα «δεδοµένα» (tashkik). Υπ’ αυτό το πρίσµα, οποιαδήποτε απόπειρα διαφωτισµού, σήµερα ή παλαιότερα, είναι µια διαβολική συνωµοσία που πρέπει να απωθηθεί µε οποιοδήποτε  τίµηµα.

Ενάντια στις παρατάξεις που βασίζονται στο ταξικό σύστηµα

 

Το παν-Ισλαµικό κίνηµα είναι ένα καζάνι στο οποίο οι ταξικές παρατάξεις πρέπει να λιώσουν. Η ανοµοιογένης (πολλαπλών τάξεων) µείξη στο στρατόπεδο των Ισλαµιστών υπαγορεύει µια πολιτική άρνησης του ταξικού πολέµου, ή έστω περιθωριοποίησης και αφαίρεσής του από το άµεσο πρόγραµµά τους. Ένα τέτοιο κοινωνικό µπλοκ που δεν βασίζεται σε τάξεις, αλλά στη θρησκευτική και πολιτιστική ενότητα, δεν έχει άλλο τρόπο να ξεπεράσει τους ταξικούς ανταγωνισµούς στο εσωτερικό του ανάµεσα στους πεινασµένους και τους χορτάτους. Πού και πού, «ο πόλεµος ανάµεσα στους φτωχούς και τους πλούσιους» γίνεται όπλο για το κίνηµα ώστε να φοβίσει τους εµπόρους συνοδοιπόρους του όταν αυτοί ανησυχούν, ή να χαλαρώσει τα οικονοµικά τους λουριά. Γενικά, πάντως, η sharia’a παραµένει σταθερά στο πλευρό της «ενότητας» και (πιστεύει) πως εκείνοι που «χωρίζουν» (monafegh) είναι χειρότεροι από εκείνους που δεν «πιστεύουν» (moshrek). Έχει µια ασυµβίβαστη εχθρότητα ενάντια στον κοµµουνισµό ή οποιοδήποτε άλλο πολιτικό δόγµα που ορίζει την κοινωνία µε ταξικά όρια και αντιλαµβάνεται τις ταξικές αντιπαραθέσεις ως αναπόφευκτες.

Kανένα εθνικό σύνορο

 

Σε κάθε επίπεδο, το νέο «Ισλαµικό κίνηµα» είναι η άνοδος εκείνων που όχι µόνο θεωρούν τους εαυτούς τους αποξενωµένους µέσα στα εθνικά σύνορά τους, αλλά και εκείνων που (νοµίζουν) πως έχουν ανακαλύψει την πηγή της ένδειας και της φτώχειας έξω από αυτά τα όρια. Από την απαρχή τους, λοιπόν, αυτά τα κινήµατα στρέφονται προς το εξωτερικό. Ο ξένος εχθρός λειτουργεί ως η πηγή για όλα τα δεινά· στη δηµιουργία των µηχανισµών της στέρησης και της µιζέριας, διασφαλίζει το γεγονός ότι όλοι οι Μουσουλµάνοι υποφέρουν εξίσου από την   αδικία.

Το «πολιτικό Ισλάµ» συνακόλουθα δεν µπορεί να περιοριστεί µέσα στα εθνικά του σύνορα. Η επιδίωξη να εδραιώσει κάτι λιγότερο από µια παγκόσµια Ισλαµική δύναµη, βασισµένη σε µια παγκόσµια Ισλαµική κληρονοµιά, θα ήταν η αναγνώριση της απόλυτης ήττας του. Αυτή είναι η λογική που κρύβεται πίσω από την απόρριψη της νοµιµότητας όλων των αστικών και κοσµικών θεσµών που συντηρούν τα εθνικά κράτη και απ’ όλες τις διεθνείς συνθήκες και συµφωνίες µεταξύ των εθνικών κρατών. Αυτό είναι το πλαίσιο που εξηγεί την έµφυτη αντίφαση που εµπεριέχεται ταυτόχρονα τόσο στην εναντίωσή του στον ιµπεριαλισµό και την παγκόσµια «υπεροψία», όσο και στον εθνικισµό. Το Ισλαµικό κίνηµα ίσως υποστήριζει σποραδικά τάσεις που στοχεύουν στην ανεξαρτησία ακόµη και στην αποµόνωση. Ωστόσο, δίνει έµφαση στην απόρριψη εθνικισµών που αντιπαραθέτουν το έθνος ενάντια στην umma (Ισλαµική κοινότητα).

Αντι-δηµοκρατία

 

Το παν-Ισλαµικό κίνηµα, ακόµη και αν τα στοιχεία του το ερµηνεύουν ως «πολιτικό Ισλάµ», εναντιώνεται στη δηµοκρατία σε όλες τις µορφές της. Τα πιστεύω του κινήµατος, η ταξική διαµόρφωση και η ιστορική διαδροµή συνενώνονται για να απορρίψουν τη λαϊκή κυριαρχία και το δικαίωµα των ανθρώπων να καθορίσουν την ίδια τους τη µοίρα µε ψήφο πλειοψηφίας. Αναγκάζεται να τοποθετήσει το δικαίωµα της κυριαρχίας πάνω από τα κεφάλια των απλών ανθρώπων και να το µετατρέψει στην κυρίαρχη εξουσία που θα λύνει τις εσωτερικές και τις εξωτερικές αντιθέσεις του κινήµατος. Ο θείος νόµος, όπου όλα τα δικαιώµατα ανήκουν στον θεό, είναι το µόνο βασίλειο που δεν υπάρχουν εντάσεις και διχογνωµίες. Είναι µόνο ο θεός αυτός που µπορεί να δώσει οποιοδήποτε δικαίωµα στους εκλεγµένους της γης, είτε αυτοί είναι Ισλαµιστές µε κληρική ή µε εγκόσµια ενδυµασία.

Σε ποιον όµως έχει δοθεί αυτό το θείο δώρο; Αυτό είναι ένα ζήτηµα που  οι «εκλεγµένοι» οφείλουν να θέσουν µεταξύ τους. Το δικαίωµα των ανθρώπων να ψηφίζουν µε το σύστηµα του ενός ανθρώπου-µιας ψήφου µπορεί στην καλύτερη  περίπτωση να γίνει αποδεκτό µια φορά. Αυτό σχετίζεται µε την αρχική απόφαση – υπέρ ή κατά της Ισλαµικής ∆ηµοκρατίας. Εποµένως, η µόνη πολιτική χρήση των ανθρώπων είναι το να εκφράσουν πίστη και υποταγή (beia’a) στους εκλεγµένους (nokhbegan).

Η δηµοκρατία είναι ένας θεσµικός µηχανισµός για την εγκαθίδρυση µιας νόµιµης βάσης για την κυβέρνηση. Το Ισλάµ, ωστόσο, αναγνωρίζει συγκεκριµένες προσωπικότητες για κυβερνήτες, έναν βαλή ή έναν χαλίφη· δεν αναγνωρίζει κυβερνητικούς θεσµούς. Παρ’ όλα αυτά, στην πράξη πρέπει να θεσµοθετήσει το δικαίωµα λήψης αποφάσεων από µια µικρή κλίκα των εκλεγµένων και της θρησκευτικής εξουσίας (mujtahed), από όσους δηλαδή έχουν την ικανότητα και τη «γνώση» να ερµηνεύουν τον θείο νόµο σε οποιαδήποτε περίπτωση. Η αναγνώριση εκείνων που έχουν αυτή την ικανότητα έγκειται σε όσους έχουν αποδείξει προηγουµένως τη «γνώση» τους. Έτσι, η ερώτηση «ποιος αποφασίζει;» γίνεται φαύλος  κύκλος.

Πολιτικά δικαιώµατα

 

Έκτός από το ζήτηµα της πολιτικής εξουσίας και της διακυβέρνησης, το πανΙσλαµικό κίνηµα δεν µπορεί να αποδεχθεί κανένα δικαίωµα για τους πολίτες του. Ακόµη και αν παραβλέψουµε το γεγονός ότι η Ισλαµική sharia’a θεωρεί τη γυναίκα µισό άνθρωπο (ένα πεπρωµένο που εκτιµάται εντελώς συµβατό µε τη «δικαιοσύνη»), οι γυναίκες θα προοδεύσουν ελάχιστα στην ουτοπία την οποία το Ισλαµικό   κίνηµα προασπίζεται. Η ιερότητα της οικογένειας είναι βασική για την επαναδόµηση του «χαµένου παραδείσου», και οι αρχές που τη στερεώνουν απαιτούν έναν ξεκάθαρο ορισµό της γυναίκας – έναν ορισµό που θα ξεκινά µε εκείνη ως σύζυγο και θα τελειώνει µε εκείνη ως µητέρα.

Εκτός του Ισλαµικού πλαισίου, υπάρχει ο κόσµος της διαφθοράς. Όσο κι αν το πολιτικό Ισλάµ φωνάζει για ανθρώπινα δικαιώµατα και το θαύµα της γυναικείας φύσης, δεν µπορεί να αναγνωρίσει τις αξίες που διασχίζουν τα σύνορα µπαίνοντας σε αυτό τον κόσµο. Μερικές φορές η µια ή η άλλη θρησκεία µπορεί να ευνοηθεί για πολιτικές σκοπιµότητες, κι έτσι να αποδοθεί στους υποστηρικτές της µια κοινωνική θέση ισότιµη µε αυτή των Μουσουλµάνων. Αλλά για τους περισσότερους, οι µη Μουσουλµάνοι είναι πολίτες δεύτερης κατηγορίας ή και χειρότεροι. Εκείνοι που ανήκουν σε απαγορευµένες θρησκείες, όπως οι Baha’i, οδηγούνται στη µετάνοια ή την εξαφάνιση. Αν σήµερα οι θρησκευτικές διακρίσεις παραγκωνίζονται, αύριο η συνείδηση ενός δυνατού και κυρίαρχου Ισλάµ δεν θα ησυχάσει µέχρι να βρουν αυτοί που δεν είναι Μουσουλµάνοι τη θέση που τους «αρµόζει». Αν οι µη Μουσουλµάνοι σήµερα εξαιρεθούν από το να πληρώνουν τον θρησκευτικό φόρο (jezzieh), αυτός θα προστεθεί στα µελλοντικά τους χρέη.

Συνοπτικά, η κυριαρχία των ανθρώπων είναι µια έννοια ξένη στο πανισλαµικό κίνηµα που θα επιδιώξει µε κακούς σκοπούς και ενεργά τη συνολική της καταστροφή.

Τζιχάντ και τροµοκρατία

 

Το πανισλαµικό κίνηµα είναι ένα «Τζιχάντ». Οι ξεριζωµένοι που αποφασίζουν ότι ο «τροχός που δεν εξυπηρετεί τις ανάγκες τους δεν πρέπει να γυρίσει ποτέ»  και αυτοί που δεν βλέπουν κανένα λόγο να επικρίνουν την καταστροφή του σήµερα εάν αυτή οδηγήσει στην ουτοπία του αύριο, δεν µπορούν να βρουν πουθενά αλλού διέξοδο παρά µόνο στα όπλα. Κανένα ανοιχτό και ελεύθερο περιβάλλον, κανένα δηµοκρατικό σύστηµα, καµία νόµιµη απόδειξη δεν µπορεί να εγγυηθεί τον στόχο τους. Ακόµη κι αν ο πανισλαµισµός µπορούσε, σε κάποιες περιπτώσεις, να αποκτήσει δύναµη µε νόµιµα µέσα, είτε ήταν περιορισµένος, είτε του επιτρεπόταν να αυξηθεί, όποια κι αν ήταν η θέση του στη συγκεκριµένη ισορροπία της δύναµης, έχει σε γενικές γραµµές εισέλθει σε ένα πεδίο πολέµου που το τράβηγµα της σκανδάλης είναι καθηµερινή υποχρέωση. Η προσφυγή στην τροµοκρατία σε όλες τις µορφές της, η ηµιστρατιωτική οργάνωση εκείνου του τµήµατος της κοινωνικής βάσης που µπόρει να επιστρατευτεί, η δηµιουργία επαγγελµατικών στρατιωτικών θεσµών, οι προσπάθειες να διεισδύσουν και να επανδρώσουν στρατούς Ισλαµικών χωρών, όλες αυτές είναι ενέργειες που δεν µπορούν να σταµατήσουν ούτε καν να καθυστερήσουν. Το τζιχάντ είναι ένας δρόµος που θα οδηγήσει τον πανισλαµισµό στη Γη της Επαγγελίας.

Η ογκούµενη κρίση και η σταθερή αποδυνάµωση των κυβερνήσεων αύξησε την ανάµειξη του παγκόσµιου κεφαλαίου στα εσωτερικά ζητήµατα των Ισλαµικών χωρών. Αυτή η διαδικασία έφτασε σε ένα σηµείο που τα υπουργεία Οικονοµίας και οικονοµικών πολλών Ισλαµικών χωρών µετατράπηκαν σε ανίσχυρους χειριστές για τα κέντρα λήψης αποφάσεων του παγκόσµιου κεφαλαίου. Έσκυψαν το κεφάλι στη µεγάλη και κινητήρια –ως προς την κρίση– αναδιάρθρωση της κοινωνικοπολιτικής ζωής αυτών των χωρών. Πρωτοστάτησαν σε πολιτικές που προκάλεσαν µαζική ανεργία και κατά συνέπεια απόγνωση, χρόνιο πληθωρισµό καταστρέφοντας πενιχρές αποταµιεύσεις, έντονα οικιακά ελλείµµατα που οδηγούν σε µάχες µεταξύ των φρουρών της πόλης και των ατελείωτων κυµάτων µεταναστών, και ανύπαρκτες παροχές υγειονοµικής περίθαλψης που µετατρέπουν δραστικά τα νοσοκοµεία σε νεκροτοµεία.

Οι σκληρές απαιτήσεις του ∆ιεθνούς Νοµισµατικού Ταµείου και οι πιστωτικοί περιορισµοί, που επιβάλλονται από την Παγκόσµια Τράπεζα ανάγκασαν τις περιφερειακές κυβερνήσεις να στραφούν στους δικούς τους ανθρώπους. Ό,τι απέµεινε από τη γενναιοδωρία του κράτους, σε µορφή επιδότησης, έχει στερέψει. Εκατοµµύρια κατάντησαν άποροι, ανυπεράσπιστοι απέναντι στη µιζέρια, τον λιµό και τις αρρώστιες. Αυτοί ήταν οι άνθρωποι που κουβαλούσαν στους ώµους τους τον Αιγυπτιακό, τον Τυνήσιο, τον Μαροκινό και τον Αλγερινό πανισλαµισµό. Οι λόγιοι του Ισλάµ θα ευηµερούσαν και θα γλίτωναν (επίσηµα και ανεπίσηµα) πολλά χρήµατά για τα ιδρύµατά τους αν αντί να αναζητούν τα χνάρια του πολιτικού Ισλάµ στην Ιστορία, οδηγούνταν στα αρχεία του ∆ΝΤ και των οικονοµικών του δικτύων. Εκεί ίσως έβρισκαν οδηγίες που θα έριχναν φως στην αιτία της δυστυχίας των ανθρώπων τους.

Κρίση στην πολιτική ηγεµονία

 

Η κρίση κέντρου-περιφέρειας στον καπιταλισµό αποτελεί προϋπόθεση για τις αδιάκοπες και µαζικές εξεγέρσεις στις Ισλαµικές κοινωνίες. Αλλά αυτή η γενική κρίση δεν µπορεί µόνη της να κατευθύνει την εξέγερση συστηµατικά µε ένα συγκεκριµένο τρόπο, είτε προς τον πανισλαµισµό είτε ίσως και προς την πρόοδο και τον σοσιαλισµό. ∆ίχως ένα συγκεκριµένο σύνολο περιστάσεων στην πολιτική και την ιδεολογική σφαίρα, και στο πεδίο της ταξικής πάλης και των κοινωνικών σχέσεων, ο πανισλαµισµός δεν θα ήταν ικανός να εξελιχθεί σε ένα ευρύ µαζικό κίνηµα. Η κατανόηση των ξεχωριστών χαρακτηριστικών αυτών των συνθηκών περιλαµβάνει την ανάλυση µιας συγκεκριµένης κρίσης στην πολιτική ηγεµονία µέσα στα πλαίσια µιας γενικότερης ιδεολογικής κρίσης. Για να ξεκινήσουµε από τα βασικά, αυτό που θα απαιτείτο είναι µια ολοκληρωµένη συζήτηση για τον συγκεκριµένο τρόπο µε τον οποίο αναπτύσσονται οι πολιτικο-ιδεολογικές δοµές στις περιφερειακές κοινωνίες. Τούτο όµως ξεφεύγει από την πρόθεση του παρόντος άρθρου, αλλά µερικές υπενθυµίσεις θα ήταν χρήσιµες.

Πρώτον, ενώ στην πλειοψηφία των κοινωνιών που είναι υπό συζήτηση κυριαρχεί ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, οι µεγαλοαστοί δεν έχουν εξελιχθεί πλήρως σε ηγεµονική τάξη. Η ανωριµότητα της µεγαλοαστικής τάξης σε αυτούς τους κοινωνικούς σχηµατισµούς φαίνεται καλύτερα στον ασθενικά πολιτικό και ιδεολογικό της χαρακτήρα. Γι’ αυτό τον λόγο, η κυρίαρχη ιδεολογία, η κύρια απαίτηση της οποίας είναι η εξασφάλιση της εθελοντικής συναίνεσης των µαζών στον υπάρχοντα κοινωνικό ιστό, περιλαµβάνει στην καλύτερη περίπτωση µόνο στοιχεία σκέψης των µεγαλοαστών. Είναι φτιαγµένη από ένα αµάλγαµα εθνικισµού, θρησκευτικού δόγµατος, µικροαστικών αντιλήψεων, πατερναλιστικών και φυλετικών αξιών µαζί µε κάποια ψήγµατα φιλελευθερισµού.

∆εύτερον, η επιτάχυνση των δοµικών αλλαγών αναστατώνει πολύ γρήγορα τις ταξικές-πολιτικές παρατάξεις και µάλιστα βάζοντάς τες σε µοναδικά καινούργιους διαχωρισµούς και πεποιθήσεις. Το κυρίαρχο ιδεολογικό αµάλγαµα, που συζητήθηκε προηγουµένως, δεν είναι ανίκανο µόνο να εκπληρώσει την αποστολή του κερδίζοντας την συναίνεση των µαζών, αλλά χάνει την αποτελεσµατικότητά του ακόµη και µέσα στο κυρίαρχο µπλοκ. Εποµένως, δεν αποτελεί έκπληξη ότι η οποιαδήποτε προσπάθεια επανασχηµατισµού και ανανέωσης αυτού του δόγµατος έχει ως αποτέλεσµα τη µείωση της επιρροής του σε ένα τµήµα της κοινωνίας, ενώ κατά τον ίδιο τρόπο εµφανίζεται να αυξάνει την ικανότητά του στην επιρροή άλλων τοµέων. Με άλλα λόγια, όσο συνειδητοποιεί την ανάγκη για εκσυγχρονισµό της ιδεολογίας του, τόσο η µεγαλοαστική τάξη χάνει την ικανότητά της να γενικεύσει τη θεµελιώδη ιδεολογία της και παραδόξως διεγείρει αντιπαραθέσεις ανάµεσα στις υφιστάµενες ιδεολογικές τάσεις.

Τρίτον, το τελικό αποτέλεσµα µιας τέτοιας διαδικασίας, ειδικά αν συµπίπτει µε µια τεράστια κατάρρευση των οικονοµικών προγραµµάτων της κυβέρνησης, εµφανίζεται µε τη µορφή πολυδιάστατων αλλαγών στις διάφορες πολιτικές δοµές. Μέσα στο κυρίαρχο τµήµα, η κρίση αναδύεται ως κρίση ηγεµονίας, η οποία όχι µό- νο προκαλεί µια σειρά αλλαγών στην ισορροπία των δυνάµεων αλλά συχνά οδηγεί στην εκκαθάριση ή ακόµη και στην αιµατηρή καταστολή για κάποιες από τις άρχουσες φατρίες. Αυτό, µε τη σειρά του, µειώνει περισσότερο από ποτέ την  ηγεµονικά πολιτική επιρροή του κυρίαρχου τµήµατος στις µάζες, συρρικνώνοντας την πολιτική του βάση ακόµη περισσότερο.

Αλλά στο αντίθετο άκρο, η εργατική τάξη είναι αδύναµη όχι µόνο εξαιτίας µιας σχετικής νεότητας και πολιτικής ανωριµότητας αλλά επειδή στερείται µιας αποτελεσµατικής  ιδεολογικής  βάσης.  Ο  «Μαρξισµός-Λενινισµός»  κατατάχθηκε στις «Ακαδηµίες των Επιστηµών» του «σοσιαλιστικού µπλοκ», συνδυασµένος µε διά- φορες θεωρίες για ένα «µη καπιταλιστικό δρόµο προς τον σοσιαλισµό» και σε καµία περίπτωση δεν εξυπηρετούσε την ένωση της εργατικής τάξης. Ακριβώς το αντίθετο. Αυτές οι θεωρίες εκλογίκευσαν τον χωρισµό του πολιτικού κινήµατος και εκείνου των εργατικών σωµατείων σε µικρότερες οµάδες, και την παράδοση  τµηµάτων των εργαζοµένων άλλοτε στην παθητικότητα και άλλοτε στην ολοκληρωτική απραξία. Σε µερικές χώρες, τα κοµµουνιστικά και εργατικά κόµµατα  έφτασαν µέχρι του σηµείου να υποβαθµιστούν και να συγχωνευτούν µε το κυβερνών κόµµα (όπως, π.χ., στην Αίγυπτο). Σε άλλες, συντελέστηκε η αποµάκρυνση της µάζας των εργαζοµένων από τους πολιτικούς οργανισµούς που έχουν ως βάση τους εργάτες. Για να ολοκληρωθεί η εικόνα, υπήρχε µια συστηµατική αστυνοµική καταστολή.

Στο σύνολο, όλα αυτά εξηγούν γιατί, σε µια εποχή που ενώ οι συνθήκες για την αύξηση του ταξικού πόλου ενάντια στους µεγαλοαστούς ήταν ευνοϊκές, η εργατική τάξη παρέµεινε πιο αδύναµη και πιο αβοήθητη από ποτέ. Αυτή η καταστροφική ισορροπία ανάµεσα στους δυο ταξικούς πόλους στην κοινωνία δεν δηµιούργησε   τόσο µια πολιτική παράλυση όσο ένα κενό – τόσο σε επίπεδο πολιτικής εκπροσώπησης όσο και νοµιµότητας. Σε τέτοιες καταστάσεις η φωνή από τους µιναρέδες κερδίζει ένα αυτί. Ένα πολύχρωµο αµάλγαµα κοινωνικών στρωµάτων προσελκύεται από την πρόσκληση ενός Τζιχάντ, που προφανώς έχει πάρει την ιδεολογία του από τις αρχαίες ιστορίες και τις διηγήσεις, αλλά ουσιαστικά έχει αναστηθεί από τα ερείπια, το χάος και την αθλιότητα του σήµερα.

Οι παράγοντες διευκόλυνσης

 

Έχουµε ισχυριστεί, λοιπόν, ότι η παρούσα συνένωση της πολιτικής και οικονοµικής κρίσης παρέχει τις απαραίτητες προϋποθέσεις για ένα µαζικό πανΙσλαµικό κίνηµα στις περιφερειακές Ισλαµικές κοινωνίες. Αλλά αυτή δεν είναι η ολοκληρωµένη εξήγηση για την εκρηκτική αύξηση αυτού του φαινοµένου. Για να καταλάβουµε ότι ο πανισλαµισµός είναι µια αξιόπιστη κυβέρνηση εν αναµονή σε πολλές χώρες και ότι σε µερικές µάλιστα έχει αποκτήσει δύναµη, πρέπει να αναλογιστούµε µια σειρά παραγόντων που τον διευκολύνουν:

Πρώτον, είναι η παρουσία ενός επίσηµου θρησκευτικού κατεστηµένου µέσα σε ένα δίκτυο τεµένων και σχολείων· µια πληθώρα πληρωµένων εκπαιδευτών· βαθιές ρίζες, ανεξάρτητες ώς ένα βαθµό από την κρατική εξουσία· η ικανότητα άµεσης καθηµερινής επαφής µε τους ανθρώπους· και, τελικά, συγκεκριµένες νοµικές και πολιτικές ασυλίες και αµέτρητα κοινωνικά και νοµικά προνόµια. Όποιος έλεγχος κι αν ασκείται στο επίσηµο θρησκευτικό κατεστηµένο, αυτό παραµένει το κύριο ιδεολογικό οπλοστάσιο και το ανθεκτικό πολιτικό υπόβαθρο του  πανισλαµισµού.

∆εύτερον, πρέπει να σκεφτούµε τη στάση των κυρίαρχων πολιτικών χειρισµών ως προς τη θρησκεία. Στις περισσότερες Ισλαµικές χώρες, παρά τον σταδιακό διαχωρισµό ανάµεσα στις κρατικές και θρησκευτικές δοµές και όλες τις διακυµάνσεις στις µεταξύ τους σχέσεις, κάποια µορφή εργατικής συµµαχίας διετηρείτο πάντα. Σε κάθε κρίσιµη φάση που οι εργάτες και το δηµοκρατικό κίνηµα είχαν προβάδισµα, απειλώντας τα δεσποτικά και απολυταρχικά καθεστώτα, ο θρησκευτικός µηχανισµός ενωνόταν µε τον στρατό και την αστυνοµία ως όπλο καταστολής. Σε αντάλλαγµα, από καιρό σε καιρό, το κράτος έχει ενεργήσει για να εξαπλωθεί δίκτυο θρησκευτικών σχολείων και τζαµιών, για να δώσει παροχές για τη δηµιουργία θέσεων εργασίας και γειτονιών στις Ισλαµικές κοινωνίες και να προαγάγει την πολιτική επιρροή του θρησκευτικού κατεστηµένου µέσα από πολιτιστικούς, ευλαβικούς και φιλανθρωπικούς οργανισµούς. Τέλος, σε συνθήκες µονοκοµµατικού κράτους, υπήρξε ανοχή µιας ηµικοµµατικής δραστηριότητας θρησκευτικών τµηµάτων µέσα στο κόµµα εξουσίας και την κυβέρνηση. Χωρίς καµία σοβαρή ανάλυση του ρόλου του κράτους στις Ισλαµικές κοινωνίες, και χωρίς να αναλογιστούµε τις σχέσεις θρησκείας και κράτους, είναι αδύνατο να καταλάβουµε πώς οι Ισλαµικές κοινωνίες έµειναν τόσο ανυπεράσπιστες µπροστά στον αυξανόµενο θρησκευτικό σκοταδισµό και τα οπισθοδροµικά πολιτικά  κινήµατα.

Ο τρίτος παράγοντας είναι η επίδραση της ιµπεριαλιστικής πολιτικής κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέµου, όπου ένα από τα µεγαλύτερα όπλα των ιµπεριαλιστικών δυνάµεων ενάντια στα κινήµατα απελευθέρωσης (και τα κινήµατα ελευθερίας και σοσιαλισµού) στις Ισλαµικές χώρες ήταν η θρησκεία. Χρησιµοποιώντας τη θρησκεία για να ζαλίσει τις µάζες και να αποκηρύξει την αντίδραση, ο ιµπεριαλισµός ήταν εφευρετικός και αµείλικτος. Χρησιµοποιούσε τα θρησκευτικά όπλα (µέσα από οµάδες, κόµµατα και ανθρώπους που είχαν επιρροή) για να προκαλέσει διασπάσεις στο κίνηµα της εργατικής τάξης, να υπονοµεύσει τα προοδευτικά και εθνικά κινήµατα, ακόµη και να αποσταθεροποιήσει τις αντιιµπεριαλιστικές κυβερνήσεις ή εκείνους που συµµάχησαν µε τη Σοβιετική Ένωση.

Μια ατελής λίστα ίσως περιλαµβάνει τα ακόλουθα. Πρώτον, η βοήθεια που δόθηκε στην άνοδο του Ekhvane Muslemin (Μουσουλµανική Αδερφότητα) ενάντια στο καθεστώς του Νάσσερ στην Αίγυπτο και του κόµµατος Ba’ah στη Συρία. ∆εύτερον, η υποστήριξη του Ισλαµικού Amal στον Λίβανο ως αντίβαρο στην Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης και των προοδευτικών Λιβανέζων αρχηγών και κοµµάτων. Τρίτον, η ενδυνάµωση του Ισλάµ Fadaiyane και των µολλάδων, όπως ο Ayatollah Kashani, σε αντίθεση µε την κυβέρνηση Dr Mossadegh’s και το Κοµµουνιστικό κόµµα Tudeh στο Ιράν. Τέταρτον, η σφαγή µισού εκατοµµυρίου κοµµουνιστών στην Ινδονησία. Πέµπτον, η κινητοποίηση ηµιστρατιωτικών  κοµµάτων και οργανισµών στο Αφγανιστάν και η παροχή απεριόριστης στήριξης στις προσπάθειές τους να ανατρέψουν τη Μαρξιστική κυβέρνηση. Έτσι, χρησιµοποιώντας τη θρησκεία, τα ιµπεριαλιστικά δίκτυα πληροφοριών ίσως βασίζονατι σε παροχές που προσφέρονται από χώρες όπως το Πακιστάν και η Σαουδική Αραβία, ή στους δικούς τους πράκτορες που στέλνουν απευθείας για να δηµιουργήσουν ή να διεισδύσουν σε θρησκευτικές οµάδες ή κόµµατα. Η υποστήριξή τους µπορεί να πά- ρει διαφορετικές µορφές, αλλά το σηµαντικό σηµείο είναι ότι έπαιξαν κεντρικό ρόλο κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέµου στη δηµιουργία θρησκευτικής επιρ- ροής στις Ισλαµικές κοινωνίες. Εµείς βλέπουµε τις βλαβερές συνέπειες σήµερα.

Το τέταρτο σηµείο είναι η επίδραση των τοπικών πολιτικών κρίσεων στη συνολική αύξηση του πανΙσλαµικού κινήµατος. Το αδιέξοδο στις αραβο-ισραηλινές σχέσεις γενικά που περιλαµβάνει τα ερωτήµατα για την Παλαιστίνη, η κατοχή της λιβανέζικης, συριακής και ιορδανικής γης, η επιµονή της στρατιωτικής κινητοποίησης και οι σποραδικές στρατιωτικές συγκρούσεις βοήθησαν το πανΙσλαµικό κίνηµα. Τίποτα δεν βλάπτει το κύρος του κοσµικού Αραβικού εθνικισµού περισσότερο από την ταπείνωση των Αραβικών κυβερνήσεων από το Ισραήλ. Η τυφλή «µη συµφιλιωτική» στάση του πανΙσλαµισµού όταν αντιµετωπίζει τους «Εβραίους» εµφανίζεται επαρκώς δικαιολογηµένη από το Camp David Accord και από άλλα τέτοια καταφύγια, το πιο πρόσφατο από τα οποία είναι η δηµιουργία των minuscule bantustans ως δωροδοκία στον Παλαιστινιακό εθνικισµό. Αντιµέτωπες µε τη λύση αυτών των θρησκευτικών δεσµών, οι αριστερές και προοδευτικές δυνάµεις έδει- ξαν χρόνια αδυναµία. Αυτό είναι το υπόβαθρο για τον τρόπο µε τον οποίο γεγο- νότα όπως η δολοφονία του Sadat, η ανατίναξη αµερικανικών και γαλλικών βάσεων πεζοναυτών στη Βηρυτό και ίσως περισσότερο απ’ όλα η ίδια η Intifada έχουν εξελιχθεί σε κοµβικά σηµεία. Ενώ η βασική κρίση παραµένει άλυτη, το πανΙσλαµικό κίνηµα θα συνεχίσει να γεµίζει το πολιτικό κενό.

Ένας πέµπτος παράγοντας διευκόλυνσης ήταν η Ιρανική επανάσταση του 1979. Ο ερχοµός στην εξουσία της πρώτης Ισλαµικής κυβέρνησης που έθεσε τον πανΙσλαµισµό στο κέντρο της πολιτικής και ιδεολογικής ατζέντας, ήταν καθοριστικός για την εξάπλωση του «πολιτικού Ισλάµ». Ούτε η Ιρανική κυβέρνηση µπορούσε να µείνει έστω και στιγµιαία ικανοποιηµένη µε την άσκηση έµµεσης επίδρασης στα Ισλαµικά κινήµατα. Εξαρχής έκανε ό,τι µπορούσε για να τα επηρεάσει απευθείας και να αναλάβει την ηγεσία τους. Όλα τα Ισλαµικά κινήµατα υποστηρίζονταν οικονοµικά, αλλά και από πλευράς ανεφοδιασµού και στρατιωτικής εκπαίδευσης. Πολλές οµάδες και οργανισµοί είχαν ελεγχθεί λεπτοµερώς. Όπου κρινόταν απαραίτητο, το Ιρανικό καθεστώς υποχρέωνε ριζοσπαστικές φατρίες µέσα στις Ισλαµικές οργανώσεις να χωριστούν. Μπήκε και το ίδιο σε µια εκτεταµένη οργάνωση τροµοκρατικών και παρόµοιων µε το Τζιχάντ πυρήνων και πήρε µέρος σε µια εντατική κούρσα για να διαµορφώσει µια Ισλαµική ∆ιεθνή. Τέλος, επεδίωξε έναν οκταετή πόλεµο µε το Ιράκ που πάνω απ’ όλα ασχολείτο µε την «εξαγωγή της επανάστασης» µε στρατιωτικά µέσα.

Η Ισλαµική δηµοκρατία του Ιράν δεν είναι η µόνη σήµερα στην «εξαγωγή πανΙσλαµικού κινήµατος». Άλλα κράτη, όπως η Σαουδική Αραβία και το Πακιστάν, είναι επίσης ενεργά στην προσπάθεια ανάληψης της αρχηγίας του Ισλαµικού   κινήµατος, στην επίδραση των θέσεών του και στην εξάπλωση θρησκευτικών ψευδαισθήσεων και δεισιδαιµονιών.

Έκτον, πρέπει να αναλογιστούµε την επίδραση της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης και ιδιαίτερα του ερχοµού του Μπους στη «Νέα Τάξη Πραγµάτων», τα επακόλουθα των οποίων, στο εγγύς µέλλον, θα τροφοδοτήσουν τυφλό ριζοσπαστισµό και στρατιωτικό «αντι-ιµπεριαλισµό» – οι Ισλαµιστές προτιµούν για τον «ιµπεριαλισµό» τον όρο estekbar (σε ελεύθερη µετάφραση «αλαζονεία»). Στις συνθήκες που έχουµε περιγράψει, η νοµιµότητα για τον παν-Ισλαµισµό και τα  παρόµοια µε αυτόν κινήµατα έρχεται όταν η επικρατούσα διπλωµατία των όπλων και οι κατηγορηµατικές αποικιοκρατικές πολιτικές των ΗΠΑ και των συµµάχων τους τα µετατρέπουν σε κινήµατα για να κερδίσουν ταυτότητα, κύρος και υπερηφάνεια. Με την καταστροφή παιδικών σταθµών και νοσοκοµείων, τα αµερικανικά και συµµαχικά αεροπλάνα στοίβαξαν πολλά εκατοµµύρια καταπιεσµένων µαζών  πίσω από τον Omar Abdel-Rahman και τον Ali Belhajs αυτού του κόσµου.

Οι εκπρόσωποι του παγκόσµιου ιµπεριαλισµού δεν µπορούν να επικαλεστούν αθωότητα καθώς καταγγέλλουν τους κινδύνους του «Ισλαµικού Φονταµενταλισµού» και προειδοποιούν για «φανατισµό» ενώ οι ίδιοι θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια και τη σταθερότητα του παγκόσµιου πολιτισµού. Ξέρουν καλύτερα απ’ τον καθένα ότι το παγκόσµιο καπιταλιστικό σύστηµα έχει δηµιουργήσει το ίδιο τις συνθήκες του Ισλαµικού Φονταµενταλισµού και του φανατισµού. Είναι οι ποµποί ενός άλλου ειρωνικού ιστορικού γυρίσµατος, κατά το οποίο η τρίτη βιοµηχανική επανάσταση έχει προσθέσει ένα οπισθοδροµικό παιδί στη µητρική φούστα του καπιταλισµού.

Πώς επηρεάζεται η κοινωνία;

 

Το αποτέλεσµα όλων αυτών είναι να αποδυναµωθεί η προοπτική ταξικής δράσης για τα δηµοκρατικά κινήµατα και την πολιτιστική πρόοδο, καθώς η κοινωνία γίνεται ολοένα πιο πολωµένη, και ουσιαστικά πιο φτωχή καθώς αντιµετωπίζει βασικά ψυχοκοινωνικά προβλήµατα. Από την οικονοµία στην πολιτική, την επιστήµη και τον πολιτισµό, όπου εισχωρεί ο πανΙσλαµισµός, αφήνει ένα σηµάδι σύγκρουσης, αντίθεσης και κρίσης. Οι καταστροφικές του επιπτώσεις στην κοσµική ζωή ποικίλλουν σε έκταση και εύρος στα διαφορετικά στάδια ανάπτυξής του, και µπορεί ανά καιρούς να αναιρεί ακόµη και τη φύση του αλλά υπάρχει ένα αναγνωρίσιµο µοτίβο στην ανάπτυξή του. Στρεφόµαστε τώρα στην κριτική του, πρώτα σε συνθήκες όπου το κίνηµα βρίσκεται στην αντιπολίτευση, κι έπειτα όταν αποκτά πολιτική δύναµη.

Το Πολιτικό Ισλάµ στην αντιπολίτευση

 

Το Πολιτικό Ισλάµ χωρίζει την κοινωνία των πολιτών σε κάθε επίπεδο ενώ αφήνει ανέπαφες τις κρατικές δοµές.

Στην πρώτη περίπτωση, κάθε τύπος ταξικής οργάνωσης, θεσµού, πολιτικού κόµµατος, εργατικού συνδικάτου και συντεχνίας χωρίζεται στη µέση µε αντιµέτωπες θρησκευτικές γραµµές. Τα Ισλαµικά εργατικά και αγροτικά συνδικάτα και οι συντεχνίες στέκονται σε αντίθεση ως προς τα µη-Ισλαµικά ισοδύναµά τους. Τίποτα δεν ξεφεύγει απ’ αυτή τη διαίρεση, ούτε καν οι οργανώσεις της µεγαλοαστικής τάξης ούτε οι κοινωνίες. ∆ιεσπαρµένοι σε Ισλαµικές και µη Ισλαµικές κατηγορίες, οι υπο-οµάδες παρατηρούν η µια την άλλη µέσα από έναν ιδεολογικό διαχωρισµό που προκαλεί σηµαντική µεταµόρφωση στην κοινωνική ταξική διάρθρωση. Σχηµατίζονται νέα θεµελιώδη µη ταξικά µπλοκ. Οι  εργατικές δυνάµεις συντάσσονται µαζί µε το «Ισλαµικό» και το «κοσµικό» κεφάλαιο κάτω από την προστατευτική ασπίδα του «Ισλάµ» και της «εκκοσµίκευσης». Εν τω µεταξύ, στην κοινωνία, πέρα από το κράτος, αναδύεται µια εµβρυακή µορφή Βοναπαρτισµού, προσφέροντας ένα εναλλακτικό µελλοντικό σχηµατισµό κράτους. Η προοπτική για προοδευτική ταξική δράση διαβρώνεται συστηµατικά.

∆ιάβρωση στη δηµοκρατία

 

Οι δηµοκρατικές δοµές και οι θεσµοί χωρίζονται ταυτόχρονα µε παρόµοιο τρόπο: τα ιδεολογικά όπλα δηµιουργούν µουσουλµανικές κοινωνίες ιατρών,  δικηγόρων, µηχανικών, δασκάλων, φοιτητών ή γυναικών – ξεχωριστές από τις µη µουσουλµανικές οµάδες. Οι Μουσουλµάνοι γιατροί δεν µπορούν να υπερασπιστούν τις επαγγελµατικές τους ανάγκες µαζί µε τους µη Μουσουλµάνους γιατρούς. Ακόµη χειρότερα, το καθήκον τους να πατάξουν τον αθεϊσµό και τη βλασφηµία ξεπερνά κάθε άλλο καθήκον.

Η κοινωνία των πολιτών είναι χωρισµένη σε Ισλαµική και µη-Ισλαµική: ο διαχωρισµός διαλύει τα πάντα, από τα εργατικά συνδικάτα µέχρι τις επαγγελµατικές οργανώσεις. Αυτή είναι η πιο βαθιά και η πιο επικίνδυνη επίπτωση στο  παν-Ισλαµικό κίνηµα. Κινητοποιεί το ένα κοµµάτι της κοινωνίας ενάντια στο άλλο. Αυτός ο διαχωρισµός εµφανίζεται σε µερικές βασικές καπιταλιστικές χώρες. Το αναπόφευκτο και τραγικό αποτέλεσµα είναι ότι δηµιουργεί τεχνητές συµµαχίες µέσα στην κοινωνία, µε βάση το φύλο, τη θρησκεία ή την εθνικότητα. Γυναίκες εναντίον γυναικών, δάσκαλοι εναντίον δασκάλων, εργάτες εναντίον εργατών.

Όπου οι Μουσουλµάνες γυναίκες οργανώνονται ξεχωριστά από τις άλλες γυναίκες, όχι µόνο εξασθενούν το γυναικείο κίνηµα στη µάχη του για δηµοκρατικά δικαιώµατα, αλλά συµβιβάζονται µε τη δυνατότητά του να βασίζεται στα επιτεύγµατα του παρελθόντος. Βλέπουµε το τραγικό βλέµµα µιας γυναίκας που έχει χάσει οικειοθελώς όλα της τα δικαιώµατα λέγοντας «ναι» στη σκλαβιά της. Όλα αυτά φέρνουν το δηµοκρατικό κίνηµα αντιµέτωπο µε το µεγαλύτερο δίληµµά του. Καθώς η προοπτική του διαβρώνεται, δηµιουργείται µια περιοχή όπου φυτεύονται οι σπόροι για ένα µελλοντικό θρησκευτικό δεσποτισµό.

Παραδόξως, όσο περισσότερο οι µάζες καταλαµβάνουν τη σκηνή, τόσο µεγαλύτερη είναι η δύναµη της εξουσίας. Υπάρχει µια πραγµατικά αντίστροφη σχέση µεταξύ εκπροσώπησης και κινητοποίησης των µαζών. Η ηγεσία αυτών των κινηµάτων τροφοδοτεί τη µαζική δράση. Η δύναµή τους γίνεται πιο συγκεντρωµένη και ανίκητη, και σε άµεση σχέση µε την ικανότητά τους να φέρουν τη µάζα στην πολιτική σκηνή. Η εµφάνιση των µαζών, σε αυτές τις συνθήκες, δεν σηµατοδοτεί την άσκηση της συλλογικής τους θέλησης, αλλά την πολιτική τους γύµνια. Όσο οι µάζες περιορίζονται στην umma (οικογένεια πιστών) του iman, που στην ιδανική της µορφή είναι οι µαθητές θρησκευτικών αρχών (marja’a), τόσο κάνουν την παρουσία τους πιο αισθητή στην πολιτική αρένα, και τόσο µεγαλύτερη είναι η εξουσία των ηγετών, των ιµάµηδων και του κλήρου. Ο ρόλος της µονάδας µε τα δηµοκρατικά του/της δικαιώµατα στην κοινωνία εξασθενεί και το κράτος αποδυναµώνεται. Η δηµοκρατική βάση της κοινωνίας ατονεί. Οι ρίζες ενός µελλοντικού θρησκευτικού δεσποτισµού εδραιώνονται, και χτίζονται τα θεµέλια µιας άκρως συγκεντρωτικής, και προσηλωµένης στον ηγέτη της πολιτικής δοµής.

Πολιτιστική κόπωση

 

Σε µια κοινωνία που γεννά ένα δραστικό Ισλαµικό κίνηµα, η πολιτιστική δηµιουργία είναι το πρώτο θύµα. Η πολιτιστική σφαίρα διασπάται σε αναρίθµητους, ακόµη µικρότερους, αντικρουόµενους σχηµατισµούς, ενωνένης µόνο ως προς την πίστη στο απόλυτο. Αυτή η καταστροφική διαδικασία κλείνει ουσιαστικά τον δρόµο προς την πολιτιστική πρόοδο. Η επιστηµονική σκέψη, οι πειραµατικές  επιστήµες, η φιλοσοφία, καθώς και οι αξίες που προκύπτουν απ’ αυτές, αποµονώνονται λόγω των απόλυτων πολιτιστικών δοµών. Η αναζήτηση για το απόλυτο, η µάχη για να προσαρτηθεί η γνώση σε ένα ενσωµατωµένο και κυρίαρχο ιδεολογικό µονοπώλιο έχει γίνει η κύρια κοινωνική ηθική.

Επιπλέον, παρατηρείται επιστροφή στον πιο ακραίο πατερναλισµό, τη δεισιδαιµονία, την αλαζονεία, βαθαίνοντας περισσότερο τις ρίζες των ιδεών που θα δηµιουργήσουν τελικά και θα διασφαλίσουν τις άκρως συγκεντρωτικές, απολυταρχικές και δεσποτικές δοµές του Ισλαµικού κράτους. Σε αυτή τη διαδικασία, δεν ανατρέπεται µόνο το σύστηµα αξιών της κοινωνίας, αλλά αναθεωρούνται και οι πολιτιστικές, εκπαιδευτικές και ηθικές δοµές. Τα µουσουλµανικά σχολεία, οι ισλαµικές κοινωνικές συγκεντρώσεις και άλλες τέτοιου είδους εκδηλώσεις κάνουν ξανά την εµφάνισή τους. Η πνευµατική προοπτική της κοινωνίας σταδιακά διαβρώνεται. Η σκέψη, σε όλες τις εκφάνεις της, φυλακίζεται στην πίστη και την ισλαµική ηθική. Ο σκεπτικισµός, προβληµατισµός απαραίτητος για την επιστηµονική και φιλοσοφική σκέψη, απορρίπτεται ως εργαλείο του διαβόλου. Συνδυάζοντας αυτή την πίεση στην ανεξάρτητη σκέψη µε τις καθηµερινές επιθέσεις σε οτιδήποτε µοντέρνο και καινούργιο, τα στοιχεία της αποστειρωµένης και στεγανής πνευµατικής ζωής βρίσκουν τη θέση τους. Βρισκόµαστε σε µια κατάσταση όπου µπορεί να ανθήσει η πνευµατική δουλεία, η δηµαγωγία και ο σκοταδισµός, και στην οποία µπορεί να αναπτυχθεί ο θρησκευτικός δεσποτισµός.

Κοινωνική  ψυχολογία

 

Ακόµη πιο ύπουλα, η ψυχολογική δυνατότητα της κοινωνίας δηλητηριάζεται µε καταστροφικές συνέπειες. Η διαβρωτική µείξη απολυταρχισµού και λατρείας για την εξουσία, αντίθετη µε την τοποθέτηση της µονοπωλιακής πίστης στο κέντρο του κοινωνικού συστήµατος αξιών µιας πολωµένης κοινωνίας, οδηγεί στην έξαρση της βίας. Η ιδεολογική διαδικασία µουδιάζει τις αισθήσεις, καθώς αποδέχεται τη στρατιωτική και αστυνοµική νοοτροπία. Αυτό εκφράζεται ως προτροπή βίας της Τζιχάντ (ιερού πολέµου)· ως amre be ma’aruf (ή το καθήκον για τιµωρία όλων εκείνων που δεν τηρούν τους Ισλαµικούς νόµους)· ως έξαρση της αυτοθυσίας και του «αίµατος» (παρατηρήστε το σιντριβάνι που ρέει αίµα στο «κοιµητήριο των Μαρτύρων» στην Τεχεράνη)· ως αυτοακρωτηριασµός σχετιζόµενος µε τον θρήνο των αγίων και των µαρτύρων. Όλα αυτά, και άλλα πολλά, δηµιουργούν µια ατµόσφαιρα όπου οι πράξεις βίας και η αιµατοχυσία έχουν γίνει κοινωνική νόρµα.

Μέσα απο αυτό το πρίσµα πρέπει κανείς να δεί τον εσκεµµένο εµπρησµό του κινηµατογράφου Ρεξ στο Αµπαντάν από τους Μουσουλµάνους, που στοίχισε τη ζωή εξακοσίων ανθρώπων. Αργότερα, ήρθε η θυσία των πάνω από τριάντα κοσµικών Τούρκων διανοουµένων στο Σίβας και το µαχαίρωµα µέχρι θανάτου Κροατών εργατών στην Αλγερία. Αρχίζει να δηµιουργείται µια κουλτούρα που βασίζεται  στο µίσος προς τα «άλλα» ανθρώπινα όντα. Μια νοοτροπία δυσπιστίας, φόβου, έντασης και τριβής διαποτίζει κάθε κύτταρο της κοινωνίας. Μαζί µε αυτήν, υπάρχει η νοοτροπία της κατασκοπίας και της αδιακρισίας στη ζωή των άλλων, στο σπίτι, στη δουλειά, στο γραφείο, στο πανεπιστήµιο. Ένα κοµµάτι της κοινωνίας αφιερώνει µεγάλο µέρος του χρόνου και της ενέργειάς του στο να αναφέρει τα «παραστρατήµατα» των άλλων. ∆εν πρέπει να υποτιµάται η διαφθορά στον θεσµό της οικογένειας, στις ανθρώπινες, επαγγελµατικές και άλλες σχέσεις. Είναι πράγµατι ειρωνικό το γεγονός ότι η θρησκεία που είναι αφοσιωµένη στο να κάνει την οικο- γένεια στυλοβάτη της κοινωνίας, διαρρηγνύει τους οικογενειακούς δεσµούς βάζοντας το ένα µέλος της οικογένειας να παρεµβαίνει, ακόµη και να κατσκοπεύει, το άλλο. Χτίζεται µια νοοτροπία προδοσίας.

Υπάρχουν κι άλλα αρνητικά αποτελέσµατα. Η κατάσταση αυξάνει τη δύναµη του αρσενικού, του khan, και του µολλά· οδηγεί στην άκριτη αποδοχή της ήδη υπάρ- χουσας σοφίας· ενθαρρύνει τον στυγνό λαϊκισµό· προωθεί την υποβάθµιση δύσκολων εννοιών σε απλούς παραλογισµούς· και δηµιουργεί πρόσφορο έδαφος για την άνοδο της θρησκευτικότητας και της πίστης στο υπερφυσικό. Αυτό τελικά δηµιουργεί κοινωνική δυσπιστία και θέτει τις βάσεις για µελλοντικούς ιδεολογικά και απολυταρχικά καταπιεστικούς θεσµούς.

Στην εξουσία: η πολιτική σφαίρα

 

Όταν ο πανΙσλαµισµός δηµιουργεί ένα κράτος στο οποίο κυριαρχεί η θρησκεία, η επίδρασή του στο περιβάλλον είναι ασύγκριτα µεγαλύτερη και πιο ανθεκτική στο χρόνο. Κάποιες από αυτές τις επιρροές θα επιζήσουν αναµφίβολα πολύ περισσότερο, αφότου τα Ισλαµικά καθεστώτα επιστρέψουν στον τάφο από τον οποίο αναδύθηκαν. Όπως έχουµε δει οι ρίζες αυτού που έχει εξελιχθεί σε Ισλαµικό κράτος έχουν θεµελιωθεί πριν το πολιτικό Ισλάµ έρθει στην εξουσία. Θεµελιώδεις αλλαγές έχουν γίνει για να προκαλέσουν την πόλωση της κοινωνίας µε διαφορετικό τρόπο – στην ταξική πολιτική, στην πολιτιστική και πνευµατική ζωή, στην κοινωνική ψυχολογία και στο σύστηµα της κοινωνικής ηθικής. Ιδεολογικές και πολιτικές αξίες που είχαν επίµονα επιζήσει για αιώνες, τώρα τίθενται σε εφαρµογή. Αυτό που βλέπουµε σήµερα είναι στην πράξη µια υπερβολική τάση ενάντια στην κατάργηση του σύγχρονου κράτους µέχρι το σηµείο όπου η βασική του ένδειξη, το κοσµικό του οικοδόµηµα (ο διαχωρισµός πολιτικής και ιδεολογίας, και ειδικά θρησκευτικής ιδεολογίας) να βρίσκεται σε πολιορκία.

Ο νόµος της sharia’a αντικαθιστά τον ανθρώπινο νόµο. Ένα σύστηµα νοµοθεσίας που βασίζεται στην κοινοβουλευτική ψήφο, τον ορθολογισµό και τις σύγχρονες ανθρώπινες ανάγκες, αντικαθίσταται από ένα άλλο που θεωρείται ιερό και αιώνιο. Γίνεται προσπάθεια να αντιστραφούν οι γενικές δοµές της πολιτικής εξουσίας, δίνοντας στους ιδεολογικούς θεσµούς βασική θέση στην άσκηση αυτής της εξουσίας. Ο παραδοσιακός ρόλος του κράτους ανατρέπεται και µεταµορφώνεται από µηχανισµός ελέγχου των κοινωνικοοικονοµικών εντάσεων της χώρας στην αιτία και τη διαιώνιση αυτών των εντάσεων και των κοινωνικών κρίσεων. Η αντίθεση ανάµεσα σε ένα θρησκευτικό-ιδεολογικό κράτος και στην κοσµική, υλιστική, λογική του βάση δηµιουργεί µια κατάσταση µόνιµης κρίσης. Εδραιώνεται ένας θρησκευτικός δεσποτισµός στον οποίο η άρχουσα Ισλαµική εξουσία δηµιουργεί ένα νέο νοµικό σύστηµα, που το δικαίωµα της διακυβέρνησης σε κάθε επίπεδο (νοµοθετικό και δικαστικό) θεωρείται θεϊκό, και το οποίο ασκείται για λογαριασµό του θεού αποκλειστικά από συγκεκριµένα τµήµατα του κλήρου. Η επίσηµη ισότητα των πολιτών απέναντι στον νόµο του σύγχρονου καπιταλιστικού κράτους καταργείται. Αντικαθίσταται από ένα νοµικό σύστηµα όπου η «κυβέρνηση των κραταιών Ayatollah» στέκεται πάνω και, σε θέµατα εξουσίας, πέρα από τις µάζες.

Στην εξουσία: η διευρυµένη και παρεµβατική κρατική δοµή

 

Πρέπει να εξτάσουµε τρεις πλευρές αυτής της άκρως διευρυµένης και περισσότερο παρεµβατικής κρατικής δοµής.

Αρχικά, αυτό που συµβαίνει είναι ότι καταργείται λίγο-πολύ η κοινωνία των πολιτών. Ένα µέρος της απορροφάται µέσα στο ίδιο το κράτος, ενώ το υπόλοιπο χάνεται. Πίσω από αυτή τη διαδικασία βρίσκεται η άρνηση της ανεξαρτησίας του ιδιωτικού από τον δηµόσιο βίο. Η Ισλαµική κυβέρνηση δεν αναγνωρίζει τέτοιου είδους σύνορα. Κανένα µέρος της ζωής δεν θεωρείται ιδιωτικό και µακριά από τον έλεγχο του θείου κανόνα και εκείνου των εκπροσώπων του θεού. Αυτή η αθροι- στική αντίληψη υπογραµµίζει την ανάγκη να έρθει η ίδια η ιδέα της κοινωνίας των πολιτών σε ένα τέλος. Κάθε τοµέας που επαναπροσδιορίζεται δεχόµενος την κυρίαρχη ιδεολογία, ενσωµατώνεται οργανικά στο κράτος. Οι τοµείς που επιµένουν στην κοσµική τους ύπαρξη εξαφανίζονται.

Οι πολίτες στρέφονται στις άµεσα διαθέσιµες συµµορίες και επιτίθενται σε βιβλιοπωλεία ή αντιφρονούσες οµάδες – «η κινητοποίηση των στερηµένων» (basij mostaz’afin) – µε τη συµµετοχή εκατοµµυρίων ατόµων. Συστήνονται ισλαµικές κοινωνίες και δηµιουργούνται ισλαµικές Shoras (επιτροπές), για παράδειγµα εργα- τών, τεχνιτών, εµπόρων, ανθρώπων που έχουν σχέση µε το εµπόριο γύρω από τζαµιά, Hosseiniehs, χώρους για την προσευχή της Παρασκευής κ.λπ. Όλα αυτά επιτρέπουν στο Ισλαµικό κράτος να απλώσει τα πλοκάµια του σε κάθε  σπίτι.

Σπάνια κάποια εργατική οργάνωση, πολιστική οµάδα ή πολιτική συνεστίαση µπορεί να ξεφύγει από αυτή τη µοίρα. Το παράδοξο της απόλυτης απορρόφησης ή της ολικής κατάργησης νοµοθετείται µε αυξανόµενη αποφασιστικότητα και δύναµη όσο βαθύτερα εδραιώνεται το κυρίαρχο Ισλαµικό καθεστώς. Τελικά, ακόµη και αυτοί οι φορείς που είναι σε έναν ορισµένο βαθµό ανεξάρτητοι από τα πολιτικά κόµµατα καταργούνται ή τουλάχιστον µετατρέπονται σε κοµµάτια µηχανισµού ασφάλειας της αστυνοµίας ή της διαχείρισης των γραφείων και των επιχειρήσεων. Τα αποµεινάρια της κοινωνίας των πολιτών, εν ολίγοις, στρατεύονται ή κρύβονται παίζοντας τον ρόλο τους για το κράτος στην επιβολή αστυνόµευσης ή ιδεολογικού ελέγχου.

Αυτή η διαδικασία ενθαρρύνει την έκρηξη της γραφειοκρατίας, της µειωµένης παραγωγικότητας, της κωλυσιεργίας, του πολλαπλασιασµού των κέντρων εξουσίας και των παράλληλων θεσµών, της διαφθοράς, της δωροδοκίας και του νεποτισµού. Κι ενώ η κρατική γραφειοκρατία επεκτείνεται σηµαντικά, η δύναµή της παραδόξως διαβρώνεται. Όσο µεγαλύτερη είναι η δύναµη του κράτους, τόσο περισσότερο «ιδιωτικό» γίνεται αυτό. Έτσι, όχι µόνο καταργείται το σύγχρονο κράτος, αλλά αυτό που το αντικαθιστά δεν αντιπροσωπεύει τα γενικά συµφέροντα του κεφαλαίου, αλλά περισσότερο τα ιδιαίτερα συµφέροντα συγκεκριµένων κεφαλαίων. Το δεύτερο φαινόµενο – επακόλουθο των δοµών του καινούργιου κράτους – είναι η αποπολιτικοποίηση της µάζας. Ο Πανισλαµισµός στην εξουσία πολιτικοποιεί όλη την κοινωνία και τη διατηρεί σε µια κατάσταση διαρκούς κινητοποίησης. Ένα τµήµα της κοινωνίας επιβάλλει κρατικό έλεγχο και το άλλο αντιτίθεται µε όποιο µέσο µπορεί. Η κοινωνία χωρίζεται σε δύο αντιµαχόµενα στρατόπεδα: το θρησκευτικό και το κοσµικό. Παραδόξως, αυτή η µόνιµη πολιτικοποίηση έχει την τάση να δηµιουργεί τη δική της αντίθεση – µέσα από την εξάντληση έρχεται η αποπολιτικοποίηση. Όταν η αποπολιτικοποίηση επεκταθεί και στα δύο στρατόπεδα µιας κοινωνίας µε τη µορφή ατοµικοποιηµένου ταξικού σχηµατισµού και πολιτικής βάσης, µακροπρόθεσµα η δυνατότητα για την αλλαγή και την προόδο προς τη δηµοκρατία αποδυναµώνεται σηµαντικά. Το µέλλον αυτών των κοινωνιών είναι πράγµατι σκοτεινό.

Το τρίτο σηµείο που πρέπει να σηµειωθεί αφορά την ανισότητα των πολιτών απέναντι στον νόµο. Η ισότητα των πολιτών αποτελεί τη νόµιµη βάση του σύγχρονου κράτους. Αυτό αναιρείται στις Ισλαµικές κοινωνίες, όπου η παρέµβαση της ιδεολογίας δηµιουργεί διάφορα νόµιµα στρώµατα στην κοινωνία, όπως για παράδειγµα τους διαφορετικούς νόµους κληρονοµιάς για τους άνδρες και τις γυναίκες, για τους Μουσουλµάνους και τους µη Μουσουλµάνους. Το ριζοσπαστικό Ισλάµ δηµιουργεί πολίτες ίσους όταν πρόκειται για την εφαρµογή των νόµων αλλά όχι όταν πρόκειται για την αλλαγή τους. Ο άνθρωπος δεν µπορεί να απορρίψει τους νόµους που έχουν σταλεί θεϊκά (και όπως έχουν ερµηνευτεί από τον µουτζαχίντ – τον εκπαιδευµένο µολλά).

Στην εξουσία: η οικονοµία

 

Ίσως περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο τοµέα, η άνοδος του πανΙσλαµικού κινήµατος στην εξουσία φέρνει τις κοινωνίες που κυβερνά σε σύγκρουση µε τις υλικές υποδοµές τους. Αν ο κύριος ρόλος του κράτους σε όλες τις κοινωνίες, συµπεριλαµβανοµένων και των Ισλαµικών περιφερειακών χωρών, πρέπει να είναι η «επαναδηµιουργία των εξωτερικών συνθηκών για παραγωγή», το «πανισλαµικό κράτος» στην πράξη τείνει προς µια πολυδιάστατη και µόνιµη οικονοµική κρίση. Συγκεκριµένα, το ιδεολογικό Ισλαµικό κράτος δεν µπορεί να χρησιµοποιήσει στο έπακρο τους διάφορους µοχλούς µε τους οποίους τα περισσότερα κράτη ρυθµί- ζουν την οικονοµία, τον νόµο, το χρήµα και τη βία.

Ας δούµε και τα τρία µε τη σειρά. Η ιδεολογία αποδυναµώνει την εφαρµογή του νόµου, ένα από τα πιο σηµαντικά εργαλεία παρέµβασης που έχει το κράτος στα χέρια του. Η λογική του νόµου και τα αντικειµενικά του στοιχεία έχουν επισκιαστεί από ιδεολογικές και πολιτικές σκοπιµότητες. Ως αποτέλεσµα, η κοσµική και «λογική» οικονοµική σφαίρα βρίσκει τον εαυτό της µονίµως σε αντιπαράθεση (ουσιαστικά ιδεολογικό και παράλογο) µε τον νόµο και ξεφεύγει από τον έλεγχό του.

Η ιδεολογία περιορίζει και εµποδίζει την αποτελεσµατικότητα των νόµων του καπιταλισµού επίσης, συµπεριλαµβανοµένου του θεµελιώδους νόµου της αξίας. Η ισότητα στην ανταλλαγή εµπορεύµατος καλύπτεται από την ανισότητά της στην ιδεολογία: ο νόµος της αξίας περιορίζεται ή τίθεται υπό όρους. Μαζί µε αυτό τον περιορισµό έρχεται και κάποιος φιλελευθερισµός. Η ιδιοκτησία είναι έγκυρη µόνο εφόσον έχει πληρωθεί ο θρησκευτικός φόρος και έχει αποκτηθεί µε «νόµιµα» µέσα (mashrou). Έτσι, ένα ιδεολογικό στοιχείο µπαίνει τόσο στην κυριότητα όσο και στην ανταλλαγή ιδιοκτησίας. Η ιδιοκτησία που χρησιµοποιείται για µη-ισλαµικούς σκοπούς (π.χ., µια ζυθοποιία) ή για την οποία ο θρησκευτικός φόρος δεν έχει πληρωθεί, είναι παράνοµη και δεν µπορεί να ανταλλαγεί. Το εµπόριο επηρεάζεται επίσης από την ιδεολογία (µερικά προϊόντα, όπως το αλκόολ, η «ανήθικη» λογοτεχνία ή οι ταινίες, τα βίντεο, πολλά είδη ένδυσης κ.λπ. δεν µπορούν να αγοραστούν ή να πωληθούν).

Στο ζήτηµα του χρήµατος. Ο βασικός µοχλός της κρατικής παρέµβασης στην οικονοµία αντιµετωπίζει παρόµοια µοίρα. Το χρήµα ουσιαστικά χάνει τη λειτουργία του να εκπληρώσει τις ανάγκες της παραγωγής και της κυκλοφορίας. Αντίθετα, το θρησκευτικό-ιδεολογικό κράτος χρησιµοποιεί το χρήµα για να καλύψει τις πολιτικές και ιδεολογικές του ανάγκες. Ο όγκος του χρήµατος στην κυκλοφορία επιτρέπεται να επεκταθεί ανεξέλεγκτα, µια κατάσταση που υπαγορεύεται από πολιτικές σκοπιµότητες. Αυτό έχει ως αποτέλεσµα το χρηµατικό απόθεµα να µην αποτελεί πια ένα σταθερό αλλά ένα αστάθµητο στοιχείο της οικονοµίας. Αυτή η διαδικασία επιτρέπει τη συσσωρεύση τεράστιων ποσών σε λίγους ιδιώτες, δηµιουργώντας ίδια κεφάλαια που στρέφονται κατά του κράτους, του στερούν τον έλεγχο, και καθορίζουν ακόµη και τις πράξεις του. Όπως στην περίπτωση του νόµου, το χρήµα χρησιµοποιείται για να εξοµαλύνει τις αντιθέσεις µεταξύ του ιδεολογικού κράτους και της υλικο-οικονοµικής του βάσης, ενώ στην πράξη καταλήγει να λειτουργεί αντιφατικά, περισσότερο αποσταθεροποιώντας παρά  σταθεροποιώντας την οικονοµία.

Όσον αφορά τη χρήση βίας, ο ρόλος της σε µια ριζοσπαστική Ισλαµική κυβέρνηση ως καθαρά εργαλείο καταστολής είναι ακόµη πιο ξεκάθαρος στη σφαίρα της οικονοµίας απ’ ό,τι σε άλλες. Η βία δεν επιστρατεύεται όπως σε ένα «φυσιολογικό» καπιταλιστικό κράτος για να καταστείλει συγκρούσεις και αντιθέσεις ανάµεσα στους διάφορους τοµείς της οικονοµίας και να συγκαλύψει προβλήµατα ώστε να βελτιωθεί η αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Αντ’ αυτού, χρησιµοποιείται για να καταστείλει τις συγκρούσεις και τις αντιθέσεις µεταξύ της οικονοµίας συνολικά και της άρχουσας πολιτικής δύναµης. Η χρήση βίας, είτε υλική ή ιδεολογική, δηλαδή είτε παίρνει τη µορφή απαλλοτρίωσης, νοµικής αναστολής, προστίµων, φυλάκισης κ.λπ., είτε µε τη µορφή καταγγελίας από τον άµβωνα ως διαβολική και αντι-Ισλαµική, έχει µια και µόνη επίπτωση: δηµιουργεί µαζική ανασφάλεια στην οικονοµική σφαίρα.

Το αποτέλεσµα είναι η δηµιουργία ενός σύνθετου ιστού από µη-οικονοµικές δοµές που περιπλέκονται µε µια παρασιτική και µη µετρήσιµη διάρθρωση του κεφαλαίου. Χτίζεται έτσι µια ισχυρή αµυντική περίµετρος γύρω από αυτή τη συµµαχία προστατεύοντάς την ενάντια τόσο από τον ιδεολογικο-υλικό καταναγκασµό όσο και από τις τυφλές οικονοµικές δυνάµεις. Αυτή η τεράστια δοµή που έχει τη µορφή µαφίας, έχει στο ένα της άκρο το «παζάρι» και τα τεµένη και στο άλλο τις ένοπλες δυνάµεις και τα θρησκευτικά δικαστήρια. Αυτή είναι η αναπόφευκτη µοίρα των κοινωνιών που έχουν την ατυχία να ζουν κάτω από ένα πανισλαµικό καθεστώς.

Υπάρχουν και άλλες επιπτώσεις της πανΙσλαµικής κυβέρνησης στην οικονοµία, που εκτείνονται πέρα από την εξασθένιση του κράτους και που έχουν ακόµη πιο άµεσες επιδράσεις στη δυνατότητα αυτών των κοινωνιών για οικονοµική ανάπτυξη. Χρειάζεται να δούµε τις επενδύσεις, τους ανθρώπινους πόρους, την επιστήµη και την τεχνολογία.

Σε αυτές τις κοινωνίες, το εσωτερικό και το εξωτερικό κεφάλαιο αποφεύγει τις επενδύσεις σε µακροπρόθεσµα σχέδια. Οι εγχώριες επενδύσεις αποθαρρύνονται από την πτώση του ρυθµού συσσώρευσης κεφαλαίου. Ένας παράγοντας γι’ αυτό είναι η επέκταση ενός παρεµβατικού, απολυταρχικού και ιδιαίτερα ακριβού κράτους. Ένα µεγάλο βάρος τοποθετείται στο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν και τις δραστηριότητες προστιθέµενης αξίας, εµποδίζοντας τη δυνατότητα να συσσωρευτεί το κεφάλαιο µαζί µε τις αναπτυξιακές ανάγκες. Ο αντίκτυπος στον κρατικό τοµέα είναι καθοριστικός και καταστροφικός.

Η επίπτωση στον ιδιωτικό τοµέα είναι µικρότερη, αλλά σηµαντική, οδηγώντας τον ουσιαστικά στην αποφυγή επενδύσεων στην παραγωγική βιοµηχανία. Επηρεάζεται από την επικρατούσα ανασφάλεια που δηµιουργούν οι ιδεολογικοπολιτικές τακτικές που συζητήθηκαν προηγουµένως. Αντίθετα, το κεφάλαιο σύρεται σε συναλλαγές γρήγορης επιστροφής και πρόσκειται προς τους λιγότερο υπολογίσιµους τοµείς. Όλα αυτά σηµαίνουν ότι ο ιδιωτικός τοµέας, παρακινούµενος από το αποτελεσµατικό κυνήγι του κέρδους και τις µη οικονοµικές επιδιώξεις, έχει την τάση να απέχει από τις παραγωγικές επένδυσεις για χάρη του χρηµατιστηρίου, της αποθεµατοποίησης, της κερδοσκοπίας, της αγοροπωλησίας, της συναλλαγής ακινήτων και γης κ.λπ.

Στο µεταξύ, οι γενικές οικονοµικές συνθήκες δηλώνουν ότι η δυνατότητα του κρατικού τοµέα να επενδύσει σε ζωτικής σηµασίας τοµείς της οικονοµίας σταδιακά διαβρώνεται. Έτσι, οι τοµείς της οικονοµίας που εξαρτώνται, λόγω χαµηλής κερδοφορίας ή φτωχής ανάπτυξης, από την κρατική επένδυση, εξελίσσονται άσχηµα. ∆ηµιουργούνται αυξανόµενες ανισότητες και αστάθεια σε µια οικονοµία που υποφέρει ήδη από ανισοµερή ανάπτυξη της περιφερειακής καπιταλιστικής οικονοµίας.

Οι ξένες πηγές επενδύσεων είναι ακόµη πιο απίθανο να ανταποκριθούν. Μαζί µε τους οικονοµικούς παράγοντες που έχουµε ήδη αναφέρει, υπάρχουν και οι πολιτικοί, µεταξύ των οποίων είναι µια ανασφαλής νοµικο-δικαστική ατµόσφαιρα και µια τυχοδιωκτική εξωτερική πολιτική του ριζοσπαστικού Ισλάµ. Και υπάρχει ακόµα ένα επιπλέον στοιχείο: η εσκεµµένη χρήση του οικονοµικού όπλου, συµπεριλαµβανοµένων των επίσηµων κυρώσεων από βασικές καπιταλιστικές χώρες να ελέγχουν τις κινήσεις των Ισλαµικών κυβερνήσεων, προκαλώντας κρίσεις. Τούτο λειτουργεί ως εµπόδιο για την είσοδο της διεθνούς χρηµατοδότησης σε αυτές τις χώρες. Όπου γίνονται επενδύσεις, αυτές είναι πολιτικοοικονοµικού χαρακτήρα και σχεδιάζονται προσεκτικά. Γι’ αυτό, η Ιαπωνία και η Ιταλία έχουν προσπαθήσει να διασφαλίσουν τις µελλοντικές τους προµήθειες πετρελαίου στο Ιράν, επενδύοντας στα πετροχηµικά ή τα άλλα αγαθά στρατηγικής σηµασίας. Αλλά ακόµη και σε αυτή την περίπτωση, όπου προστατεύουν την τροφοδοσία τους από τον τωρινό και τον µελλοντικό εχθρό, η προκαταβολή έχει αποδοθεί µε τη µορφή πωλήσεων πετρελαίου, ικανοποιώντας έτσι την ανάγκη να διασφαλίσουν τα αποθέµατά του.

Στους ανθρώπινους πόρους: αυτός ο τόσο σηµαντικός παράγοντας στην οι- κονοµική ανάπτυξη εξαντλείται σε κυβερνήσεις ριζοσπαστικού Ισλάµ. Η παραγωγικότητα του ανθρώπινου δυναµικού στον καπιταλισµό συνδέεται άρρηκτα µε το επίπεδο των ικανοτήτων, την εκπαίδευση, την έρευνα κ.λπ. Ένα κοσµικό, επιστηµονικό και πειραµατικό περιβάλλον ενθαρρύνει την ανάπτυξή τους, συµβάλλοντας µε τη σειρά του στην ανανέωση αυτού του κλίµατος. Αλλά η Ισλαµική κυβέρνηση το συνθλίβει µέσω της πίεσης που ασκεί στην εγκόσµια ζωή (συµπεριλαµβανοµένων των σχολείων, των πανεπιστηµίων, των επιστηµονικών και ερευνητικών κέντρων). Το καθεστώς αντιτάσσει την πίστη (maktab) στην επιστήµη. Η αδιάκοπη παρέµβασή του στην κοσµική ζωή αναγκάζει πολλούς που έχουν ήδη τα προσόντα να φύγουν από τη χώρα ή να εγκαταλείψουν την παραγωγική οικονοµική δραστηριότητα. Το Ισλαµικό κράτος δεν αποτυγχάνει µόνο στο να δηµιουργήσει εκ νέου ένα ποιοτικά ανεπτυγµένο εργατικό δυναµικό, αλλά αχρηστεύει επίσης το ήδη υπάρχον, εµποδίζοντας τη δυνατότητα της οικονοµίας να επεκταθεί. Επίσης, αυτό το περιβάλλον δεν προσελκύει ξένους εργάτες µε επαρκείς ικανότητες, οι οποίοι να µπορούν να αντιµετωπίσουν τους περιορισµούς του  συναλλάγµατος.

Στο Ισλάµ δεν είναι αρµοδιότητα του κράτους να καθορίζει την εργασία µέσω ενός εργασιακού κώδικα. Το σύνηθες νοµικό πλαίσιο, που είναι σχεδιασµένο να προσφέρει ένα εργατικό δυναµικό το οποίο δεν εξαντλείται υπερβολικά, είναι ανύπαρκτο. Η ισότιµη ανταλλαγή εργατικής δύναµης αντικαθίσταται από τον νόµο της «ενοικίασης» της εργασίας όπου η σύµβαση πραγµατοποιείται µεταξύ του ατόµου και του ιδιοκτήτη χωρίς ρυθµιστική παρέµβαση. Όπου νοµοθετείται ο εργασιακός κώδικας, όπως στην περίπτωση του Ιράν το 1992, γίνεται ύστερα από τέτοια έντονη πίεση από τους εργάτες και κατόπιν µεγάλης αναβλητικότητας της εξουσίας.

Η επιστήµη και η τεχνολογία αποτελούν απαραίτητα συστατικά της οικονοµι- κής ανάπτυξης, αλλά στο ριζοσπαστικό Ισλάµ αυτά σκοντάφτουν στον ιδεολογι- κό έλεγχο, κυρίως σε πανεπιστηµιακό και τεχνολογικό επίπεδο. Η επιστροφή στην προσπάθεια συγχώνευσης θρησκείας και τέχνης εµποδίζει την άνθηση της επιστήµης. Η δυνατότητα για µια εγχώρια τεχνολογική ανάπτυξη περιορίζεται στην καλύτερη περίπτωση σε επιλεγµένους τοµείς. Η ξένη τεχνολογία δεν είναι ευρύτερα προσιτή για πολιτικούς και οικονοµικούς λόγους. Επίσης, η απουσία µιας επαρκώς ανεπτυγµένης εγχώριας βάσης τεχνικών ικανοτήτων περιορίζει τα δυνατά οφέλη της εισαγόµενης τεχνολογίας. Έτσι, το αποτέλεσµα είναι να στερείται η κοινωνία έναν ακόµη βασικό µοχλό της οικονοµικής ανάπτυξής της.

Εν ολίγοις, ο πανισλαµισµός στην εξουσία είναι καταστροφικός για την οικονοµία. Εντούτοις, διατηρώντας τον καπιταλισµό ως κυρίαρχο τρόπο παραγωγής, η καπιταλιστική ανάπτυξη επιβραδύνεται σε συγκεκριµένους τοµείς χωρίς να µπορεί να αναστήσει κάποιες προ-καπιταλιστικές µορφές παραγωγής. Έτσι, αυτή η κληρονοµηθείσα οικονοµία µε τις πολλαπλές δοµές (που περιλαµβάνει στοιχεία προ-καπιταλιστικής οικονοµίας µέσα στην κυρίαρχη καπιταλιστική οικονοµία) έρχεται αντιµέτωπη µε αντιφάσεις που την παραλύουν και µε εσωτερική αναρχία, αλλά και µε την υπάρχουσα άνιση ανάπτυξη του διεθνούς καπιταλισµού, που έχει επιταχυνθεί στον υπέρτατο βαθµό. Η περιφερειακή οικονοµία, όπως εµφανίζεται κάτω από τον Ισλαµικό νόµο, δεν µπορεί να ξεφύγει από την επιπρόσθετη διάρρηξη που συντελείται στην ήδη κατακερµατισµένη σχέση της µε τις βασικές χώρες, µια σχέση κρίσιµη για την εξωτερική αναπαραγωγή του κεφαλαίου που είναι τόσο σηµαντική για µια τέτοια οικονοµία. Το συνεπακόλουθο είναι η οπισθοδρόµηση της οικονοµίας, η φθορά της ανωδοµής και της υποδοµής της οικονοµίας, η εξάντληση των οικονοµικών πηγών και των µελλοντικών δυνατοτήτων και τελικά η υποθήκη όχι µόνο του παρόντος αλλά και της προοπτικής για ανάκαµψη. Ο πανισλαµισµός στην εξουσία δηµιουργεί τις συνθήκες ώστε να βυθιστούν οι Ισλαµικές κοινωνίες στον βούρκο της φτώχειας και της  ανέχειας.

Στην εξουσία: πολιτισµός, κοινωνική ψυχολογία και κοινωνικός ατοµικισµός

 

Στα πλαίσια της κοινωνικής ψυχολογίας, όλα αυτά τα στοιχεία που στο ριζοσπαστικό Ισλάµ πριν αυτό καταλάβει την εξουσία, είχαν ήδη αρχίσει να µεταµορφώνουν το σύστηµα αξιών, τις πνευµατικές δοµές και το πολιτιστικό πρόσωπο της κοινωνίας, τώρα έχουν δική τους οντότητα. Τα δύο αντίθετα πολιτιστικά στρατό- πεδα, που το ένα αντιδρούσε στο άλλο φτάνοντας δραστικά στα άκρα   αναφορικά µε τις θέσεις τους, αυτοπροσδιορίζονται ως εναντίωση του άλλου: το πανισλαµικό ενάντια σε εκείνους που είναι αντίθετοι µε το ριζοσπαστικό Ισλάµ, το θρησκευτικό ενάντια στο µη θρησκευτικό ή ακόµη και στο αντιθρησκευτικό δηµιουργεί τα δικά του ξεχωριστά συστήµατα που βασίζονται σε απόλυτες  αξίες.

Οποιοσδήποτε δεν είναι ένθερµος υποστηρικτής του ριζοσπαστικού Ισλάµ είναι ειδωλολάτρης ή δαίµονας. Αντίστροφα, κάθε Μουσουλµάνος είναι δολοφόνος, τύραννος, συνωµότης κ.λπ. Ενώ το ένα στρατόπεδο θεωρεί πορνεία την έκθεση των µαλλιών µιας γυναίκας, το άλλο καταγγέλλει κάθε προσπάθεια προσδιορισµού της ηθικής στην προσωπική και σεξουαλική ζωή ως φανατισµό και οπισθοδρόµηση. Στην πράξη, αυτή η διαδικασία διακηρύσσεται ως µια περιέργη δίνη ψευδών αξιώσεων θρησκευτικότητας, θεσµοθετηµένης υποκρισίας, µηδενισµού και ανηθικότητας, πιέζοντας εξίσου προς τις δύο αντίθετες   κατευθύνσεις.

Ένα επίπλεον χαρακτηριστικό αυτής της τραγικής πολιτιστικής µεταµόρφω- σης είναι ο τρόπος που αποκτά µια κατασταλτική αστυνοµική λειτουργία. Η κουλτούρα του ριζοσπαστικού Ισλάµ, όταν γίνεται επίσηµη κουλτούρα, απορροφάται µέσα στις πολιτικές δοµές του κράτους. Η µη-Ισλαµική κουλτούρα εισέρχεται στο πεδίο του απαγορευµένου ως µια «αντι-κουλτούρα», ένας «πολιτιστικός εχθρός», ένας «πολιτιστικός κίνδυνος» και ως µια «πολιτιστική διαφθορά». Μετατίθεται ανεπίσηµα στη σφαίρα του απαγορευµένου. Και οι δύο πολιτιστικές τάσεις, δηλ. ο πανΙσλαµισµός και η αντίστιξή του, γίνονται τελείως εξαρτηµένες από την ιδεολογία µέσα από µια διαδικασία που οδηγεί σχεδόν αναπόφευκτα σε µια ατοµιστική κοινωνία.

Όσο γρηγορότερα η επίσηµη κουλτούρα πάρει σχήµα, τόσο περισσότερο εξοπλίζεται µε κατασταλτικά µέσα. Όσο µεγαλύτερη είναι η απορρόφηση των ιδεολογικών δοµών µέσα στο κράτος, τόσο µεγαλύτερος είναι ο έλεγχός τους στην πολιτιστική ζωή. Όσο περισσότερο γίνεται η εκπαίδευση γρανάζι της κύριαρχης θρη- σκείας, τόσο γρηγορότερα γίνονται τα µέσα ενηµέρωσης σχολεία κατήχησης, στερηµένα εντελώς από την έννοια της διαφοροποίησης. Κοντολογίς, η κοσµική ζωή τίθεται κάτω από έναν αυξανόµενο ιδεολογικό έλεγχο και από µια µεγαλύτερη πίεση. Και το αντίθετο ισχύει, επίσης. Η κοινωνική αντίσταση, οι αντιδράσεις δυσαρέσκειας, η κριτική παίρνουν τη µορφή «πολιτιστικής επίθεσης» και «πολιτιστικής σύγκρουσης». Ο πολιτισµός γίνεται εντελώς  πολιτικοποιηµένος.

Έχοντας έλλειψη πολιτικής αντιπολίτευσης µε οποιαδήποτε επιρροή, η λαϊκή διαµαρτυρία εκδηλώνεται είτε ως εκρηκτική (αυτή είναι η συνήθης µορφή της) είτε παίρνει µια προσωπική και ατοµικιστική µορφή. Σε αυτή την περίπτωση εκδηλώνεται ένας ανοιχτός και υπόγειος πόλεµος πάνω σε καθηµερινά ζητήµατα. Υπάρχουν µεγάλες συγκρούσεις κατά τις οποίες, χρησιµοποιώντας πρωτόγονα όπλα, οι εχθροί της κυρίαρχης κουλτούρας µέµφονται τις διάφορες εκδηλώσεις της – τον τρόπο ντυσίµατος, τις «παγανιστικές» εθνικές γιορτές που προκαλούν οδοµαχίες, τον διχασµό ανάµεσα στην ιδιωτική και τη δηµόσια ζωή και την ηθική. Αν ξύσει κανείς την επιφάνεια µιας ριζοσπαστικής Ισλαµικής κοινωνίας, θα δει τη βαθιά αντίθεση που διαπερνά κάθε πτυχή της. Η ειρωνεία είναι ότι το ριζοσπαστικό Ισλάµ, που αναδύθηκε ως ένα κίνηµα για «πολιτιστική επανάσταση», βρίσκεται περικυκλωµένο από µια «αντι-πολιτιστική επανάσταση». Η ιστορία χλευάζει τους ιµάµηδες που είναι η επιτοµή της απόλυτης εξουσίας και τους γελοιοποιεί βάζοντάς τους να παίρνουν µέρος σε µάχες µε την επαναστατική «νεολαία». Οι µολλάδες που έχουν την εξουσία υποχρεούνται να παραδεχθούν ότι η πολιτιστική επίθεση από τον «εχθρό» (όπου «εχθρός» ο νέος που δεν έχει γνωρίσει τίποτε άλλο από το Ισλαµικό καθεστώς) είναι ο µεγαλύτερος κίνδυνος που αντιµετωπίζουν αυτοί και η «Ισλαµική επανάσταση».

Εξατοµικευµένη αντιπολίτευση: η πρόκληση για την Αριστερά

 

Όµως υπάρχει ένα σήµα κινδύνου εδώ για τις προοδευτικές δυνάµεις. Αυτή η οπισθοδρόµηση στην κοινωνική µάχη που κινείται από τον ενσυνείδητο και οργανωµένο πάνω στις πολιτικές γραµµές αγώνα, προς έναν αγώνα εξατοµικευµένο, προσωπικό, απόλυτο και πολιτιστικό, χωρίς ξεκάθαρους ταξικούς στόχους και χωρίς οποιαδήποτε πραγµατική πολιτική συνείδηση, µειώνει ταυτόχρονα την πολιτιστική δυνατότητα των Ισλαµικών κοινωνιών και θέτει σε κίνδυνο την πολιτική τους υγεία. Η θλιβερή πραγµατικότητα είναι ότι ακόµη και όταν οι θρησκευτικές-Ισλαµικές κυβερνήσεις ανατρέπονται, το µέλλον φαντάζει σκοτεινό. Ποιο προοδευτικό και στα- θερό κοινωνικοπολιτικό σύστηµα µπορεί να σταθεί σε µια κοινωνία που βυθίζεται σε ανισοµερή ανάπτυξη, πολωµένη και αποπολιτικοποιηµένη, που ο δηµόσιος διάλογος είναι λαϊκιστικός και δηµαγωγικός; Η κοινωνική και ηθική αδιαφορία, ο αρνητισµός και ο µηδενισµός, η υποκρισία και τα προσχήµατα στη θρησκευτικότητα κυριαρχούν. Ο πατερναλισµος είναι το πρόσταγµα και η κυρίαρχη σχέση στην κοινωνία βρίσκεται ανάµεσα σε αυτόν που ακολουθεί και αυτόν που ακολουθείται, τις αρχές και τους µουτζαχίντ (της θρησκευτικής εξουσίας). Τέτοιου είδους κοινωνίες έχουν βουλιάξει σε µια ξεπεσµένη νοοτροπία του «γίνε πλούσιος µε οποιοδήποτε κόστος», αποθεώνοντας το χρήµα και τη βία, και επιτίθενται στους αδύναµους ενώ ταυτόχρονα χαρακτηρίζονται από ψευδοκολακεία και  οπορτουνισµό.

Πώς µια κοινωνία που έχει πέσει θύµα του πανισλαµισµού µπορεί να αποτινάξει το τεράστιο βάρος του πολιτιστικού ψυχολογικού της τραύµατος; Τι πρέπει να γίνει; Ο στόχος µας εδώ είναι να δηµιουργήσουµε µια πρόσκληση για διάλογο πάνω σε ένα από τα πιο επίµαχα ζητήµατα της εποχής µας. Τι µπορούµε να κάνουµε για την τυφλή και αντιδραστική εξέγερση αυτών που καταδυναστεύονται;

Παιδί της εποχής µας και προϊόν των καταστροφικών επιπτώσεων του προηγµένου καπιταλισµού στις Ισλαµικές κοινωνίες της περιφέρειας, το ριζοσπαστικό Ισλάµ φέρνει την Αριστερά αντιµέτωπη µε την πιο δύσκολη πρόκλησή της: πώς να ανταποκριθεί σε ένα νέο, αντιδραστικό, λαϊκό κίνηµα που γεννήθηκε από την απελπισία, ένα κίνηµα που καταστρέφει το ταξικό, πολιτιστικό και ακόµη και το ψυχολογικο-κοινωνικό δυναµικό, αφήνοντας την κοινωνία ουσιαστικά άοπλη και ανεπαρκώς εξοπλισµένη να αντιµετωπίσει το δικό της καταστροφικό κράτος; Η πραγµατική αντίδραση της Αριστεράς έως τώρα δεν έχει αποβεί εποικοδοµητική. Τόσο σε εθνικό επίπεδο, όσο και σε παγκόσµιο, έχει παραλύσει από ένα φαινόµενο που παρουσιάζει µια αντιφατική πρόκληση στα ένστικτά της.

Εδώ υπάρχει ένα κίνηµα µε αξιώσεις σε ένα µυθικό παρελθόν, αλλά γεννηµένο παρωχήµενα· ένα κίνηµα που υπόσχεται να ανυψώσει εκατοντάδες σε ένα δίκαιο µέλλον που βασίζεται σε ένα φανταστικό παρελθόν. Γεννήθηκε σε ένα παρόν που χαρακτηρίζεται από την αυξανόµενη πόλωση του πλούτου και της φτώχειας, της ανάπτυξης και της οπισθοδρόµησης, που στέλνει εκατοµµύρια στο καλάθι των σκουπιδιών της αυλής ενός ανεπτυγµένου καπιταλισµού. Σε ένα επίπεδο, το  κίνηµα αποτελείται από τους πιο κατατρεγµένους που κραυγάζουν για ισότιµη συµµετοχή· από την άλλη, καταπατά εκείνες ακριβώς τις δοµές και τους κοινωνικούς σχηµατισµούς που δίνουν τη δυνατότητα για προοδευτική αλλάγη.

Από τη µια µεριά, αυτό το κίνηµα ενστερνίζεται αντι-ιµπεριαλιστικά συνθήµατα, και από την άλλη, καταστρέφει το ταξικό σύστηµα µε το οποίο µπορεί να οργανώσει πραγµα- τικά την ανατροπή της ιµπεριαλιστικής κυριαρχίας. Συντηρεί τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής από τις επιθέσεις εκείνων που θέλουν να καταλύσουν τα οχυρώµατά της, αλλά ταυτόχρονα διακόπτει την καπιταλιστική συσσώρευση και προκαλεί την οργή του παγκόσµιου κεφαλαίου. Κινητοποιεί τεράστιο αριθµό γύρω από τα συνθήµατα της ισότητας της Ισλαµικής umma (κοινωνίας), του τέλους στην πείνα, αλλά οι πολιτικές του οδηγούν την κοινωνία σε ακόµη µεγαλύτερη ανισοµερή ανάπτυξη, στη φτώχεια και την κοινωνική πόλωση. Φωνάζει για «ανεξαρτησία» και θυσιάζει όλες τις πολιτικές ελευθερίες. Φωνάζει για «ελευθερία» και υποδουλώνει τον µισό γυναικείο πληθυσµό, για να µην αναφέρουµε τις µειονότητες και όλους εκείνους που σκέφτονται διαφορετικά.

Στο όνοµα του δικαιώµατος για πολιτιστική ανεξαρτησία, απορρίπτει καθολικά δικαιώµατα και δικαιολογεί τον δεσποτισµό, επιβάλλοντας µια γκρίζα οµοιοµορφία σε εκατοµµύρια ανθρώπους. Στο όνοµα της συµµετοχικής δηµοκρατίας, κάνει εκατοµµύρια πολίτες να συγκαταθέσουν στην αύξηση της απολυταρχικής εξουσίας πάνω τους, δίνοντας φαινοµενικά ένα εκούσιο «ναι» στη δουλεία. Οι άνθρωποι προοδευτικά κινητοποιούνται και πολιτικοποιούνται µόνο για να καταλήξουν ηττηµένοι σε επιµέρους µονάδες, εκφράζοντας την αντίθεσή τους σε µια αποπολιτικοποιήµενη κουλτούρα µιας αρνητιστικής απόρριψης· και ένα κίνηµα που αυτοανακηρύχθηκε ως το κίνηµα της αντι-διαφθοράς που θα έφερνε το τέλος σε όλα αυτά τα κινήµατα, δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να σπέρνει τη διαφθορά στην ίδια τη φύση της κοινωνίας.

Υπάρχουν δύο βασικές αντιδράσεις στο ριζοσπαστικό Ισλάµ. Η µια είναι η πολιτική της πολιτικής συµµαχίας· η δεύτερη είναι εκείνη της αντεπίθεσης µε σκοπό να επιφέρει την ολοκληρωτική καταστροφή. Με το τέλος του Ψυχρού Πολέµου, η πρώτη αντίδραση – από την οπτική της Αριστεράς – έχει ατονήσει. Αλλά στο αποκορύφωµά του  και  οι  αριστεροί και  οι  δεξιοί ακολούθησαν το  ιερό δόγµα της «ένωσης απέναντι στον κοινό εχθρό». Το ριζοσπαστικό Ισλάµ ήταν και αντικαπιταλιστικό και αντικοµµουνιστικό, έτσι σε καµία περίπτωση δεν υστερούσε από πιθανές συµµαχίες – είτε από το Σοβιετικό µπλοκ µε τον τυφλό του «αντι-ιµπεριαλισµό», είτε από τις ιµπεριαλιστικές χώρες µε τον άκρατο αντικοµµουνισµό τους.

Στην Αριστερά υπήρχαν διαφορετικές απόψεις σχετικά µε τις πιθανές   συµµαχίες. Οι οπαδοί του «µη-καπιταλιστικού δρόµου προς τον σοσιαλισµό», για παράδειγµα, τη θεώρησαν στρατηγική άνευ όρων. Για άλλους ήταν τακτική, εξαρτώµενη µακροπρόθεσµα από την επίτευξη της προλεταριακής ηγεµονίας µέσα στα πλαίσια της επανάστασης. Υπήρχαν, ωστόσο, αντιληπτά πλεονεκτήµατα στη  συµµαχία µε τον καπιταλισµό, η οποία ήταν συνεργός (απευθείας και µέσω πελατών- κρατών) στη δηµιουργία του αντικοµµουνιστικού Ισλάµ και στην ενθάρρυνση ανάπτυξής του ως µέρους της πολιτικής του να ελέγχει το κίνηµα της εργατικής τάξης. Η µεθοδολογία της Αριστεράς και της ∆εξιάς υπήρξε πανοµοιότυπη: αναγνωρίζεις τον εχθρό σου, ο αντιµπεριαλισµός για κάποιους, ο αντικοµµουνισµός για κάποιους άλλους, και κάνεις σύµµαχο τον εχθρό του. Για την Αριστερά, είναι σηµαντικό να αναγνωρίσουµε, αν και καθυστερηµένα, ότι αυτή η µέθοδος δεν είχε να κάνει πολύ µε τον µαρξισµό. Ήταν περισσότερο προϊόν σταλινικών στρεβλώσεων, απλοποιηµένων περαιτέρω υπό το φως ενός επαναστατικού αγροτικού κινήµατος στην Κίνα.

Μετά τον Ψυχρό Πόλεµο

 

Όταν το τέλος του Ψυχρού Πολέµου έβγαλε το ένα µπλοκ από την εξίσωση, τόσο η Αριστερά όσο και η ∆εξιά στράφηκαν στην πολιτική της σύγκρουσης. Σε γενικές γραµµές µπορούµε να διακρίνουµε δύο βασικές τάσεις στον τρόπο µε τον οποίο ο επιζών (καπιταλιστικός) συνασπισµός και οι σύµµαχοί του αντιµετώπισαν το ριζοσπαστικό Ισλάµ. Η πρώτη ήταν η ιδεολογική του διάλυση· η δεύτερη ο συνδυα- σµός πίεσης και απειλής µε κατευνασµό και βοήθεια για να το ωθήσει στον δρόµο της «µεταρρύθµισης». Καµιά από τις δύο δεν ήταν καινούργια. Και οι δύο, για πα- ράδειγµα, είχαν δοκιµαστεί από αυτούς που οικοδόµησαν το σύγχρονο κράτος των Ισλαµικών χωρών νωρίτερα αυτό τον αιώνα – τον Ατατούρκ στην Τουρκία, τον Ρεζά Σαχ στο Ιράν, τον Μπουργκίµπα στην Τυνησία, στη µεταπολεµική Συρία, ακόµη και στο Πακιστάν (ένα φαινοµενικά «Ισλαµικό κράτος») κ.λπ. Το νέο στοιχείο που παρατηρείται είναι το σθένος µε το οποίο – το εύρος πάνω στο οποίο αυτές οι πολιτικές επιδιώκονται σήµερα.

Ο εκσυγχρονισµός και ο σχηµατισµός του σύγχρονου κράτους στις χώρες που προαναφέραµε περιελάµβανε, πάνω απ’ όλα, µια διαδικασία όπου οι κοινωνικοί θεσµοί και οι αξίες έπρεπε να κοσµικοποιηθούν· όπου ο ορθολογισµός αντικατέστησε τα χαντίθ (πράξεις ή ρητά του Προφήτη και των ιµάµηδων) και όπου οι νόµοι που µπορούν να αλλάξουν αντικατέστησαν τον αµετάβλητο θεϊκό νόµο (sharia’a). Αυτοί που πίστευαν ότι θα αναµορφώσουν το ριζοσπαστικό Ισλάµ υπο- στηρίζουν ότι ο πανισλαµισµός είναι ένα πολιτιστικό κίνηµα και µια αντίδραση στον σχηµατισµό του σύγχρονου κράτους. Αυτά τα κράτη ανέτρεψαν πολύ γρήγορα κοινωνικές δοµές, προκαλώντας µια τυφλή και οργισµένη αντίδραση. Καθώς αυτοί οι άνθρωποι δεν απορροφήθηκαν από το σύγχρονο κράτος, η πολιτική τους αντίδραση ενάντια στο κράτος πήρε θρησκευτική µορφή.

Αυτοί που έχουν τα εν λόγω επιχειρήµατα θυµίζουν στους υποστηρικτές της πολιτικής του µαστιγίου ότι η πίστη δεν µπορεί να καταπιεστεί µέσω καταστολής. Η απάντηση ακολούθως είναι να µπει φρένο στην αλλαγή και να εισαχθούν συγκεκριµένες µεταρρυθµίσεις που θα ευνοούν τη θρησκεία ενώ θα διατηρούν το συνολικό πλαίσιο του σύγχρονου κράτους. Το στοίχηµα είναι να αλλάξει ο κυρίαρχος συνασπισµός µε έναν τέτοιο τρόπο, ώστε να διευρυνθεί η κοινωνική βάση του καθεστώτος. Επιδιώκεται µια συµµαχία µε ένα τµήµα της θρησκείας εναντίον του άλλου. Η πολιτική σταθερότητα που προκύπτει θεωρείται ότι αποδυναµώνει τη γοητεία του ριζοσπαστικού Ισλάµ και ότι το περιθωριοποιεί στην πολιτική εξίσωση. Είναι ζωτικής σηµασίας, ωστόσο, να κρατηθούν οι νέες πολιτικές συµµαχίες µακριά από τα κέντρα εξουσίας (τον στρατό, τον µηχανισµό ασφάλειας κ.λπ.). Παραδείγµατα που τέτοιες πολιτικές έχουν εφαρµοστεί είναι η Ιορδανία, η Υεµένη, το Πακιστάν και νωρίτερα η Αίγυπτος.

Μια παραλλαγή αυτής της πολιτικής προτείνεται για εκείνες τις χώρες που δεν υπάρχουν προοπτικές για κυβέρνηση συνασπισµού, που το κοσµικό κράτος δεν είναι βιώσιµο. Η παραλλαγή αυτή προτείνει να εγκαταλειφθεί η αναζήτηση του εκσυγχρονισµού και της συγχώνευσης του εθνικού κεφαλαίου µε το παγκόσµιο κεφάλαιο, δηλαδή η συµφιλίωση της καπιταλιστικής υποδοµής µε πτυχές της θρησκευτικής κουλτούρας, στα χέρια του αναµορφωτικού Ισλάµ. Ο στόχος είναι η σταθεροποίηση της πολιτικής δοµής της κοινωνίας αποφεύγοντας κινδύνους ολοκληρωτικού εκσυγχρονισµού. Αντίθετα µε την πρώτη πρόταση, που υποστηρίζει ότι η ακαµψία της sharia’a δεν µπορεί να αντιµετωπίσει τις µεταβαλλόµενες ανάγκες ενός µοντέρνου κράτους, αυτή θεωρεί ότι θρησκεία και καπιταλισµός µπορούν να συµφιλιωθούν.

Ο διάλογος µεταξύ αυτών των δύο ερµηνειών βρίσκεται σε εξέλιξη. Αυτές οι δύο απόψεις µοιράζονται έναν κοινό πυρήνα. Βασίζονται σε Ισλαµιστές ρεφορµιστές για να διασφαλίσουν τα συµφέροντα της ∆ύσης, στο ένα επιχείρηµα, µε µικρή συµµετοχή στο κοσµικό πλαίσιο· στο άλλο επιχείρηµα, µόνοι τους. Το εγχείρηµα να γίνουν οι πολιτικές και οικονοµικές δοµές του καπιταλισµού συµ- βατές µε την ενδογενή κουλτούρα (σε µια χώρα της περιφέρειας) τίθεται και στις δύο περιπτώσεις στο αναµορφωτικό Ισλάµ – αν και είναι κατανοητό ότι κάποιου είδους εξωτερική πίεση πρέπει να ασκηθεί στη θρησκευτική πίστη για να την ωθήσει να αναζητήσει καταφύγιο στην εκκοσµίκευση και να πάρει τον δρόµο της µε- ταµόρφωσης. ∆εν χρειάζεται να πούµε πως καµία πολιτική δεν λειτουργεί πάντα µε την καθαρή της µορφή. Συγκεκριµένες συνθήκες επιβάλλουν κάποιο βαθµό συµβιβασµού µεταξύ των διαφορετικών δρόµων (στην Αλγερία ή την Αίγυπτο, για παράδειγµα), έχοντας ως αποτέλεσµα ιδιαίτερα πολύπλοκες πολιτικές και, σε µερικές περιπτώσεις, επαναλαµβανόµενες στροφές πολιτικής κατεύθυνσης.

Λάθος ανάλυση, καταδικασµένες πολιτικές

 

Τέτοιου είδους πολιτικές είναι πιθανόν να αποτύχουν, κατά κύριο λόγο επειδή δεν στρέφονται στη βαθύτερη αιτία ύπαρξης. Το κίνηµα δεν είναι µόνο αντίδραση ενάντια στο σύγχρονο κράτος. Είναι προϊόν των επιπτώσεων του σύγχρονου κράτους σε µια περιφερειακή χώρα, σε έναν παγκοσµιοποιηµένο ύστερο καπιταλισµό.

Οι µεταρρυθµιστές που βλέπουν το πανΙσλαµικό κίνηµα ως ένα πολιτιστικό φαινόµενο, µια αντίδραση στον σχηµατισµό σύγχρονου κράτους, και ως εσπευσµένη καταστροφή των παραδοσιακών δοµών, κινούνται σε επικίνδυνο έδαφος. Παίρνουν την αιτία για αποτέλεσµα και δεν µπορούν να εξηγήσουν γιατί αυτή η «αντίδραση» συνέβη στα 1980 σε µερικές από τις χώρες που συµµετείχαν πάνω από µισό αιώνα αφότου δηµιουργήθηκε το σύγχρονο κράτος. ∆εν µπορούν, επίσης, να καταλάβουν την έκρηξη που συντελείται σήµερα, όταν τριάντα χρόνια πριν, το ρι- ζοσπαστικό Ισλάµ συνθλιβόταν χωρίς κόπο από τον Νασσερισµό.

Το επιχείρηµά µας είναι ότι το ριζοσπαστικό Ισλάµ είναι µια αντίδραση στις επιπτώσεις ορισµένων σχηµατισµών εκσυγχρονισµού, αλλά όχι στον ίδιο τον εκσυγχρονισµό. Αυτή δεν είναι µια ασήµαντη διαφορά. Αρχικά, η ουσιαστική κατανόησή του επηρεάζει τις στρατηγικές που χρειάζονται (και συζητώνται παρακάτω) για να ξεπεραστεί το ριζοσπαστικό Ισλάµ. Η ιδέα ότι οι επιτυχίες του αντιπροσωπεύουν απλώς µια κοινωνική αντίδραση στο κοσµικό κράτος, αγνοεί το γεγονός ότι όλες αυτές οι κοινωνίες είναι εικονικά πολυπολιτισµικοί σχηµατισµοί, στους οποίους ο ανεπτυγµένος καπιταλισµός λειτουργεί µαζί µε προ-καπιταλιστικές, ακόµη και µε φυλετικές δοµές. Σηµαντικά τµήµατα της κοινωνίας δεν είναι καθόλου αντίθετα µε τον εκσυγχρονισµό. Οι θεωρίες βασίζονται στην ιδέα ότι οι Ισλαµικές χώρες είναι απλώς οπισθοδροµικές και αγνοούν αυτή την πολύπλοκη πολιτιστική πραγµατικότητα. Επίσης, υπάρχουν άφθονα παραδείγµατα αποτυχίας της πολιτικής της συµφιλίωσης. Ο κατευνασµός δεν έχει στενέψει το φάσµα του ριζοσπαστικού Ισλάµ στο Πακιστάν. Η Σαουδική Αραβία τροφοδότησε και βοήθησε στη  δηµιουργία της Χαµάς και του Ισλαµικού Μετώπου Σωτηρίας (FIS) για την αντιµετώπιση του ριζοσπαστικού Ισλαµισµού, µόνο για να διαπιστώσει ότι έχουν γίνει µια δραστική απειλή για τους χρηµατοδότες τους. Η στρατηγική του κατευνασµού καταδικάζεται στην πράξη, ακριβώς όπως µπορεί να αποδειχθεί λανθασµένη στη θεωρία.

Η ιρανική Αριστερά

 

Σύµφωνα µε τµήµατα της ιρανικής Αριστεράς, πιστά σε υψηλά τυπικό, βαθιά ριζωµένο οικονοµισµό και ωµό κρατισµό, οποιαδήποτε κυβέρνηση που αυξάνει την κρατική ιδιοκτησία σε εγχώριο επίπεδο και συµµαχεί µε το λεγόµενο «σοσιαλιστικό µπλοκ» στο εξωτερικό, ήταν πραγµατικός σύµµαχος του παγκόσµιου προλετα- ριάτου, ανεξάρτητα από τον βαθµό της συµµετοχικής δηµοκρατίας που επέτρεπε ή των σχέσεων παραγωγής που καθιέρωνε. Η κρατική ιδιοκτησία έγινε ταυτόσηµη ακόµη και µε το κριτήριο για «σοσιαλιστική» µεταρρύθµιση.

Μια εναλλακτική µατιά, που ήρθε στη µόδα πιο πρόσφατα, απορρίπτει εύλογα έναν τέτοιο κρατικιστικό οικονοµισµό, αλλά µόνο για να τον αντικαταστήσει µε µια άλλη µονόπλευρη άποψη, που αυτή τη φορά αναδύεται µέσα από µια πολιτιστική ερµηνεία. Η κουλτούρα και η ιδεολογία θεωρούνται τα απαραίτητα στοιχεία του ριζοσπαστικού Ισλάµ, αλλά επίσης και ο δρόµος για την αναίρεσή του. Μια τέτοια ερµηνεία επιστρέφει στο παρελθόν για να αναζητήσει αντιορθόδοξα θρησκευτικά στοιχεία στην εθνική κουλτούρα. Μια πηγή που προτιµάται είναι ο Ισλαµικός µυστικισµός, αλλά υπάρχουν και άλλα προ-Ισλαµικά κινήµατα, όπως ο Μανιχαϊσµός και ο Μαζντακισµός. Τα στοιχεία ισοτιµίας και ανθρωπισµού που υπάρχουν στον µυστικισµό χρησιµοποιούνται για να αντιµετωπίσουν την επίσηµα οργανωµένη θρησκεία και να δηµιουργήσουν µια εναλλακτική αντ’ αυτής.

Αντίθετα, υπάρχουν εκείνοι που δηλώνουν πως η εθνική κουλτούρα δεν διαθέτει τίποτα πάνω στο οποίο να µπορούν να χτίσουν. Αυτός ο ισχυρισµός, που εκφράζεται από πολλούς διακεκριµένους διανοούµενους της «νέας Αριστεράς», υποστηρίζει ότι η δηµοκρατία δεν θα ριζώσει ποτέ στο Ιράν και σε παρόµοιες κοινω- νίες αν δεν αντιµετωπιστεί η πολιτιστική οπισθοδρόµηση. Η πλήρης εκκοσµίκευση και ο εκσυγχρονισµός είναι η λύση τους για µια ελεύθερη και δηµοκρατική κοινωνία και οικονοµική ανάπτυξη. Έννοιες, όπως µυστικιστική «αγάπη» και «αυτοθυσία», θεωρούνται ολοκληρωτική αναίρεση της φύσης: δεν µπορούν να γίνουν οι στυλοβάτες ενός σοσιαλιστικού µέλλοντος. Υποστηρίζουν ότι η «αγάπη» είναι άρρηκτα συνδεδεµένη µε την αγάπη στον θεό, και στον πυρήνα της υποβόσκει µια λατρεία για τον θάνατο. Τέτοιου είδους διανοητές συνηγορούν σε µια πλήρη απόρριψη του εθνικού πολιτισµού και στην ένωσή του µε την παγκόσµια κουλτούρα.

Αυτά είναι τα δύο πνευµατικά κινήµατα που αντιλαµβάνονται τον πολιτισµό ως βασικό στοιχείο και ορίζουν ως στόχο τη δηµιουργία ενός νέου. Οι τελευταίοι υποστηρίζουν ότι ακολουθούν τον Χάιντεγκερ –αλλά δεν είναι ιδιαίτερα πιστοί σε αυτόν– εφόσον προτείνουν να χτιστεί ένας νέος πολιτισµός από την αρχή, απορρί- πτοντας όλη την υπάρχουσα κουλτούρα. Το αποτέλεσµα µιας τέτοιας στρατηγικής είναι ο πλήρης διαχωρισµός των διανοουµένων από την κοινωνία. Επίσης, παρά τους ισχυρισµούς τους ότι προτείνουν µια δραστική λύση για την Αριστερά, ανα- παράγουν το φιλελεύθερο σύνθηµα, σύµφωνα µε το οποίο δεν είναι δυνατόν να υπάρξει δηµοκρατία, ή να γίνουν βήµατα προς τον σοσιαλισµό, σε περιφερειακές κοινωνίες του παγκόσµιου καπιταλισµού, ειδικά σε χώρες η οποία υπάρχει η παράδοση η οποία βασίζεται στη θρησκεία.

Η διεθνής Αριστερά

 

Έχει ενδιαφέρον να δούµε ότι οι θέσεις της Αριστεράς έξω από το Ιράν λαµβάνουν παρόµοιες προεκτάσεις. Μερικοί αδιάλλακτοι συνεχίζουν να τείνουν στην οικονοµιστική άποψη ότι «ο εχθρός του εχθρού µου είναι φίλος µου». Αυτό φάνηκε περισσότερο από τη θέση που πήραν κάποιοι Μουτζαχεντίν στο Αφγανιστάν και κατά τη διάρκεια του δεύτερου Πολέµου του Κόλπου. Ο παραλογισµός αυτής της φιλοσοφίας γίνεται καλύτερα αντιληπτός από το γεγονός ότι όλοι, εκτός από λίγους µετανοούντες, έπρεπε να µασήσουν τα λόγια τους αναφορικά µε την πολιτική που είχαν ακολουθήσει στο Ιράν. Άλλοι ακολουθούν µια πιο ρεαλιστική γραµµή, θεωρώντας τη συµµαχία τους µε τον παν-Ισλαµισµό θέµα τακτικής και προσωρινή λύση. Υποστηρίζουν ότι είναι σηµαντικό να ενωθούν ενάντια στον ιµπεριαλισµό σε αυτό το σηµείο, και να αντιµετωπίσουν µελλοντικές ρήξεις, αν και όταν προκύψουν.

Οι περισσότεροι από αυτούς που ακολούθησαν αυτή τη µέθοδο του στρουθοκαµηλισµού στην περίπτωση του Ιράν, δυστυχώς δεν βρίσκονται πια σε αυτό τον κόσµο για να δουν πόσο τρελές ήταν οι πράξεις τους. Εκείνοι (ιδιαίτερα στο Παλαιστινιακό κίνηµα) που πιστεύουν ότι ίσως µπορούν να εφαρµόσουν αυτή τη στρατηγική πιο επιτυχηµένα (και λιγότερο µοιραία γι’ αυτούς) θα έπρεπε να θυµούνται την έµφυτη εχθρότητα του ριζοσπαστικού Ισλάµ –καθώς το ίδιο αποτελεί µια εύθραυστη συνένωση ανταγωνιστικών ταξικών συµφερόντων– προς όποια ιδεολογία αντιλαµβάνεται τον κόσµο µε ταξικούς όρους. Η τρίτη άποψη είναι ακόµη πιο καταστροφική. Καλύπτει τις έντονα ρατσιστικές της θεωρίες µε φαινοµενικά φιλελεύθερα συνθήµατα. Ας αφήσουµε τους ανθρώπους να ακολουθήσουν ο καθένας τους δικούς του πολιτιστικούς κανόνες, υπογραµµίζει. Απορρίπτοντας παγκόσµια ανθρώπινα δικαιώµατα, αυτή η άποψη είναι στην καλύτερη περίπτωση µια µορφή χυδαίου λαϊκισµού και στη χειρότερη επικίνδυνα ρατσιστική, θέτοντας µεγάλα τµήµατα της ανθρωπότητας σε µόνιµο αποκλεισµό από τα δικαιώµατα που απολαµβάνουν οι άλλοι. ∆εν αποτελεί έκπληξη ότι βρέθηκαν το 1993 στη Συνδιά- σκεψη των Ηνωµένων Εθνών για τα Ανθρώπινα ∆ικαιώµατα να µοιράζονται µια κοινή πολιτική διακήρυξη µε µερικά από τα πιο φαύλα καθεστώτα στον πλανήτη.

Έχουµε συµφωνήσει ότι το ριζοσπαστικό Ισλάµ είναι σηµείο των καιρών µας– όχι ένα παιδί που γεννήθηκε σε «λάθος εποχή» αλλά περισσότερο ότι γεννήθηκε από τη σηµερινή βαθιά οικονοµική, πολιτική και ιδεολογική κρίση. Σε σχέση µε αυτό, η «πολιτιστική» κρίση δεν είναι τόσο η αιτία όσο µια τυφλά αντιδραστική επί- δραση. Το ριζοσπαστικό Ισλάµ δεν είναι η αντίδραση ως προς το σύγχρονο κράτος, τον σύγχρονο πολιτισµό ή τον διαχωρισµό θρησκείας και κράτους, αλλά πιο πολύ προς τη µαζική ανεργία, την εξαθλίωση και την απελπισία που έφερε αυτό το σύγχρονο κράτος. ∆εν είναι τόσο πολύ αντίδραση στην ουσία του µοντερνισµού αλλά περισσότερο στις λεηλασίες του ανεπτυγµένου καπιταλισµού σε ένα τµήµα της πε- ριφέρειας. Αυτοί που βρέθηκαν πεταµένοι στο καλάθι της Ιστορίας αρπάζονται από την πιο κοντινή και διαθέσιµη ιδεολογία σε µια περίοδο που ο φιλελευθερισµός, ο εθνικισµός και γνωστές µορφές σοσιαλισµού βυθίζονται σε τέλµα. Το παρελθόν κυβερνά το παρόν σε αυτές τις κοινωνίες και όχι εξαιτίας της δύναµής του, αλλά κυρίως εξαιτίας της έλλειψης άλλων εναλλακτικών.

Είναι, λοιπόν, µάταιο να φαντάζεται κανείς ότι οποιοδήποτε σχέδιο που δεν προσφέρει µια θεµελιώδη λύση για την πολιτική και οικονοµική κρίση µπορεί να προλάβει τη γέννηση και την ανάπτυξη τέτοιων τυφλών και τελικά καταστροφι- κών κινηµάτων. Είναι επίσης σαφές ότι οποιαδήποτε πολιτική λύση πρέπει να συνοδεύεται από µια πολιτιστική αναγέννηση συµβατή µε το ανθρώπινο συναίσθηµα, το πνεύµα και τη σκέψη. Αυτό δεν απαιτεί τίποτε άλλο παρά ένα πλήρες ιδεολογι- κό ξεκαθάρισµα για την Αριστερά. Οι τρεις βασικοί άξονες πάνω στους οποίους η Αριστερά πρέπει να κινηθεί για να αντιµετωπίσει τον πανσλαµισµό είναι: πρώτον, ο σχηµατισµός ενός ανεξάρτητου και δραστικού οικονοµικού προγράµµατος· δεύτερον, η ανάπτυξη ενός πολιτικού προγράµµατος µε συνοχή· και τρίτον, µια λεπτοµερής εξέταση του ίδιου του δικού της συστήµατος των πεποιθήσεων και των ιδεών σχετικά µε την οργάνωση.

Μια ριζική οικονοµική εναλλακτική λύση στον νεοφιλελευθερισµό

 

Όπου ο προηγµένος καπιταλισµός πολώνει τον κόσµο στα άκρα του πλούτου και της φτώχειας που τώρα ξεπερνούν τα γεωγραφικά σύνορα, κανείς δεν µπορεί να µιλήσει για ένα ανεξάρτητο οικονοµικό πρόγραµµα που δεν αµφισβητεί τον νεοφιλελευθερισµό σε οποιοδήποτε επίπεδο. Αυτό σηµαίνει αντίσταση στις λεγόµενες πολιτικές διαρθρωτικής προσαρµογής στο ∆ΝΤ και την Παγκόσµια Τράπεζα, που επιφέρουν εξαθλίωση σε εκατοµµύρια ανθρώπους του Βορρά και του Νότου. Σε αυτό το πλαίσιο οι αριστεροί πρέπει να διαχωρίσουν τη θέση τους από τους φιλε- λεύθερους που προσπαθούν να καλοπιάσουν τις µάζες, διαχωρίζοντας τον εαυτό τους από το ριζοσπαστικό Ισλάµ. Στον Νότο αυτό σηµαίνει µια σωρεία πραγµάτων.

Πρώτον, βασικά τµήµατα της οικονοµίας πρέπει να τεθούν υπό δηµόσιο έλεγχο, ο οποίος δεν είναι απαραίτητα ίδιος µε τον κρατικό έλεγχο. Πρέπει να προωθηθεί µε την καλύτερη δυνατή µορφή, µέσα στην οποία το εργατικό δυναµικό θα µπορεί να συµµετέχει άµεσα στην παραγωγή, µε µια σηµαντική συµµετοχή στη λήψη αποφάσεων. ∆εύτερον, οι παραγωγοί πρέπει να ελέγχουν τα µέσα παραγωγής όχι µόνο σε νοµικό επίπεδο (όπως ένα άρθρο στο Σύνταγµα) αλλά σε πραγµατικά πολιτικό και πρακτικό επίπεδο. Τρίτον, πρέπει να δηµιουργηθεί η χρυσή τοµή ανάµεσα στον κεντρικό σχεδιασµό (χωρίς τον οποίο θα ήταν αδύνατον να ξεπεραστούν οι ανισότητες) και στον αποκεντρωµένο έλεγχο των εργατών. Τέταρτον, το σύστηµα της κοινωνικής ασφάλειας πρέπει να βελτιώσει την ποιότητα ζωής – κάτι που δεν µπορεί να επιτευχθεί αν ο ενεργός πληθυσµός δεν ελέγχει τις κρατικές δαπάνες, και συγκεκριµένα αυτές που αφορούν την ευηµερία, τις επιδοτήσεις και τους µισθούς.

Αυτές και άλλες παρόµοιες οικονοµικές πολιτικές είναι σηµαντικές αν η Αριστερά θέλει να ενωθεί και να κινητοποιήσει την κύρια κοινωνική της βάση – δηλ. τους κατατρεγµένους. Μόνο µε ένα δραστικό πρόγραµµα που να απευθύνεται στη βαθύτερη αιτία της µαζικής καταστροφής, που θα αντιµετωπίζει τις διαφορές κέ- ντρου-περιφέρειας και που θα δείχνει τον τρόπο µε τον οποίο θα ξεπεραστεί η ανισοµερής ανάπτυξη, µπορεί η Αριστερά να προσελκύσει τους φυσικούς ταξικούς της συµµάχους, οδηγώντας τους µακριά από τα νύχια του Ισλαµικού σκοταδισµού.

Ξεκαθαρίζοντας τα ιδεολογικά εφόδια στην Αριστερά: συµµαχίες και πολιτιστική κληρονοµιά

 

Όπως αναφέραµε στο πρώτο µέρος αυτής της µελέτης, το Ισλαµικό κίνηµα γέµισε ένα κενό που δηµιουργήθηκε από την έλλειψη ισχυρής ιδεολογίας των δύο βασικών κοινωνικών τάξεων – της εγχώριας αστικής τάξης και της νέας εργατικής τάξης. Όµως οφείλουµε να αντιµετωπίσουµε, επίσης, το γεγονός ότι η Αριστερά, µε τον τρόπο που υπάρχει σήµερα σε αυτές τις χώρες, δεν είναι από µόνη της επαρκώς εξοπλισµένη για να οδηγήσει την εφαρµογή του προγράµµατος που σκιαγραφήθηκε παραπάνω. Είναι απαραίτητο να γίνει µια σηµαντική αναθεώρηση αν θέλει να γεµίσει το ιδεολογικό κενό προτού αυτοί που προωθούν αστικές εναλλακτικές δηµιουργήσουν νέες συνταγές µε τις ήδη έτοιµες πένες τους. Χωρίς µια τέτοια αναθεώρηση, η Αριστερά δεν µπορεί να έχει καµία ελπίδα στην πραγµατική εκπροσώπηση των συµφερόντων της εργατικής τάξης ή στην οργάνωση αγώνων για την εργατική τάξη, ούτε θα µπορέσει να ενισχύσει την οντότητά της ως αναπόσπαστο κοµµάτι µιας πραγµατικά µαζικής δύναµης σε αυτές τις κοινωνίες. ∆ύο πλευρές ιδιαίτερα χρήζουν άµεσης επανεξέτασης, η πρώτη σχετίζεται µε τις συµµαχίες και η δεύτερη µε την πολιτιστική κληρονοµιά της Αριστεράς.

Είναι ώρα η Αριστερά να επιστρέψει σε µια ταξική ανάλυση της ιστορικής ανάπτυξης, που πολύ συχνά αγνοήθηκε στο πρόσφατο παρελθόν. Πρέπει να κάνει συµµαχίες µε τις πολιτικές δυνάµεις και τους φορείς που βασίζονται στο αληθινά ταξικό συµφέρον της εργατικής τάξης που ισχυρίζεται ότι προασπίζει. Για ένα πολύ µεγάλο χρονικό διάστηµα, δηµιουργούσε απίστευτες στρεβλώσεις για να δικαιολογήσει την υποστήριξη και τη συµµαχία της µε µια πληθώρα σκοτεινών οµάδων. Ένας ωµός αντι-ιµπεριαλισµός υποστήριζε αυτές τις δικαιολογίες, κενός απο οποιαδήποτε ταξική ανάλυση, ένας ιµπεριαλισµός που ετροφοδοτείτο από εντελώς αναξιόπιστες θεωρίες περί «µη καπιταλιστικού δρόµου προς τον σοσιαλισµό». Η στήριξη που δόθηκε στην Ισλαµική ∆ηµοκρατία (ένα καθεστώς που κα- τέστρεφε συστηµατικά και βίαια την εργατική τάξη και τους δηµοκρατικούς οργανισµούς, τις δοµές που αναπτύσσονταν µέσα στην επανάσταση του αντικαπιταλισµού) δόθηκε σε κάποιες περιπτώσεις από αµιγή πραγµατισµό ή ακόµη και από οπορτουνισµό· σε άλλες, από αυθεντικό αλλά λανθασµένα καθοδηγούµενο αντιιµπεριαλισµό.

Η Αριστερά πρέπει να ξυπνήσει και να συνειδητοποιήσει ότι η σύνδεση µεταξύ των καταστροφών του προηγµένου καπιταλισµού στον Νότο (αλλά και τον Βορρά) και η αδυναµία των εναλλακτικών της εργατικής τάξης (οργανωτικά και ιδεο- λογικά), θα ξεσηκώσει µια σειρά κινηµάτων και αντιδράσεων µε «ριζοσπαστικό» και «αντι-καπιταλιστικό» περιεχόµενο. Η Αριστερά τού σήµερα και του αύριο αντιµετωπίζει κινήµατα, συχνά προερχόµενα από χαµηλά επίπεδα, ενισχυµένα από την απελπισία και αποτελούµενα από µια παράξενη µείξη προοδευτικών και αντιδραστικών στοιχείων. Για να µπορέσει να τα οδηγήσει σε µια πορεία αλληλεγγύης και συµµαχίας µέσα σε αυτό το τέλµα, απαιτείται µια καθαρή προοπτική του µέλλοντος της Αριστεράς, που να βασίζεται σε µια ξεκάθαρη κατανόηση του σηµείου που βρίσκονται τα συµφέροντα της εργατικής τάξης. Το παράδειγµα της Ιρανικής επανάστασης, και άλλων µεγάλων επαναστάσεων του 20ού αιώνα, δείχνει ξεκάθαρα ότι όλες οι συµµαχίες και οι προσφορές αλληλεγγύης πρέπει να συνηγορούν σε έναν και µόνο προβληµατισµό: αυτή η τακτική εξυπηρετεί τα πραγµατικά συµφέροντα της εργατικής τάξης;

Χωρίς µια διεξοδική αναθεώρηση της πολιτιστικής και πνευµατικής  κληρονοµιάς, η Αριστερά θα παραµείνει στο περιθώριο στις µεγάλες µάχες που έρχονται.

Το ιδεολογικό κενό θα καλυφθεί από µια πληθώρα εναλλακτικών της αστικής τάξης: φιλελευθερισµός σε κάποιες περιπτώσεις, απολυταρχία και φασισµός σε άλλες. Η Αριστερά, και στις δύο πλευρές του Βορρά και του Νότου, έχει ακόµη πολύ δρόµο µπροστά της. Εν τω µεταξύ, οι πολιτιστικές και ανθρώπινες φθορές του ανεπτυγµένου καπιταλισµού θα συνεχίζουν να υφίστανται, αυτή τη φορά από τις αντίθετες αλλά εξίσου αποκρουστικές καταστροφές που γίνονται στο όνοµα µιας εσφαλµένης ουτοπίας, και να δηµιουργούνται από τα οργισµένα βάθη της απελπισίας των «εξαθλιωµένων της γης».

* Η µελέτη αυτή µεταφράστηκε από το περιοδικό Critique, 36-37 µε την άδεια του εκδότη.

Μετάφραση: Αλίκη Λούπου, Μαρία Νικολοπούλου

Επιµέλεια: Ιωάννα Παντούφλα

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *