Ιστορικο μπλοκ: οι παραποιησεις του Γκραμσι απο τους ρεβιζιονιστες

 

 

Ιστορικο μπλοκ: οι παραποιησεις του Γκραμσι απο τους ρεβιζιονιστες

 

 

Ιστορικό μπλοκ, κοινωνικό μπλοκ και ιστορικός συμβιβασμός.

 

 

 

Το ζήτημα του «ιστορικού μπλοκ» συνεχίζει να προκαλεί ενδιαφέρον και διαξιφισμούς στο κομμουνιστικό κίνημα, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Αν και αποτελεί ένα από τις ιδέες-κλειδιά της σκέψης του Γκράμσι, αυτό συνεχίζει να μην είναι καλά κατανοητό. Κι αυτό γιατί οι ρεβιζιονιστικές αλλοιώσεις και παραποιήσεις που επί δεκαετίες διαδέχονται η μια την άλλη, με σκοπό να αφαιρέσουν το επαναστατικό περιεχόμενο της ιδέας του ιστορικού μπλοκ και  να νομιμοποιήσουν το ρεφορμισμό, έχουν δημιουργήσει ένα ευνοϊκό πεδίο για τη διάδοση παραποιημένων ερμηνειών, «φημών», προλήψεων και παρερμηνειών αναφορικά με την πραγματική και δημιουργική συνεισφορά του Γκράμσι στη θεωρία και την πρακτική της προλεταριακής επανάστασης.

Πρόθεσή μας είναι, μέσω μιας ορθής ανάγνωσης των κειμένων, να ξαναενώσουμε το κόκκινο νήμα και να ξαναθέσουμε στο πεδίο του μαρξισμου-λενινισμού μια θεμελιώδη ιδέα όπως αυτή του ιστορικού μπλοκ, την οποία η αστική τάξη και οι υπηρέτες της έχουν παραποιήσει και συσκοτίσει για το δικό τους βρώμικο συμφέρον. Μια επιχείρηση, εξάλλου, που έχει εξαπλωθεί σε όλο το έργο του Γκράμσι, το οποίο σήμερα υποκριτικά μας παρουσιάζουν ως «κληρονομιά όλων», και, συνεπώς, ακόμα και των εχθρών μας: των ιμπεριαλιστών, των αντιδραστικών κάθε κοπής και των οπορτουνιστών.

Προχωρούμε λοιπόν την παρουσίαση της ταπεινής αυτής συμβολής μας κατά το έτος της 70ης επετείου του θανάτου του, ή καλύτερα, της αργής δολοφονίας του από το φασισμό. Τη δημοσιεύουμε, αδιαφορώντας για τα κάμποσα κοράκια που χρησιμοποίησαν αυτή την επέτειο για να τον απεικονίσουν με το πρόσωπο ενός ρεφορμιστή, ενός φιλελεύθερου, ακόμα και ως ένα στοιχείου συγγενούς με τον Τρότσκι (Βλ. Α.Guerra, στην Unità της 12/4/07), επίσης, για να αναδείξουμε ότι ο Αντόνιο Γκράμσι- o οποίος δήλωνε ότι «ζεις μόνο όταν είσαι αγωνιστής»- ανήκει σε μια και μόνο πλευρά.

Αυτός ήταν και παραμένει η πιο μεγάλη μορφή κομμουνιστή που η εργατική τάξη της χώρας μας είχε και ένας από τους πιο μεγάλους επαναστάτες ηγέτες του διεθνούς προλεταριάτου. Ένας γίγαντας σκέψης και δράσης κομμουνιστικής, που σημάδεψε τη χώρα μας κατά την αρχή της εποχής των σοσιαλιστικών επαναστάσεων.

 

 

Εισαγωγικά

 

 

Για να κατανοήσουμε το «ιστορικό μπλοκ» πρέπει να σημειώσουμε ότι μια τέτοια ιδέα- αν και βρίσκει μια πρακτική εφαρμογή ήδη σε διάφορα θέματα για το Ζήτημα του Νότου και στις Θέσεις της Λυών- εισάγεται και αναπτύσσεται πιο συγκεκριμένα στα «Τετράδια της Φυλακής». Ως εκ τούτου, ένα πρώτο μεθοδολογικό ζήτημα αφορά στο συγκεκριμένο χαρακτήρα του έργου αυτού.

Αντίθετα με ό,τι πιστεύεται, τα Τετράδια δεν είναι μια αδιάφορη έρευνα «για την αιωνιότητα», και ακόμα λιγότερο είναι αφιερωμένα σε ένα ακαθόριστο κοινό. Τέτοια ερμηνεία υποστηριζόταν για δεκαετίες από τους ρεβιζιονιστές που πλασάρουν για αληθινό ό,τι ο Γκράμσι, ιδρυτής και γενικός γραμματέας του ΚΚΙ, ηγέτης της 3ης Κομμουνιστικής Διεθνούς, επιθυμούσε να νομιστεί, προκειμένου να διεξάγει με όσο το δυνατό λιγότερες διαταραχές το έργο του (για αυτό το σκοπό χρησιμοποιούσε έμμεσες παραπομπές, προσωνύμια κλπ).

Στην πραγματικότητα, τα Τετράδια είναι αφιερωμένα σε ένα «συγκεκριμένο κοινό»(Τετράδιο 13ο, σ.17)- δηλαδή σε όλους όσους προωθούν και οργανώνουν τη σοσιαλιστική επανάσταση- και μελετούν την επίλυση ενός θεμελιώδους ζητήματος: την αναζήτηση μιας κατάλληλης στρατηγικής για την εξασφάλιση μιας επαναστατικής προοπτικής στης χώρες του ανεπτυγμένου καπιταλισμού, όπως την Ιταλία.

Δεδομένων αυτών, είναι αναγκαίο να υπενθυμιστεί ότι τα Τετράδια χαρακτηρίζονται από μια γραφή μη συστηματική και με ασυνέχειες. Οι σημειώσεις παρουσιάζουν διάφορες συντάξεις, υπάρχουν τροποποιήσεις και ταλαντεύσεις γύρω από τις αναπτυσσόμενες ιδέες- κλειδιά, μερικές φορές δίνονται στον ίδιο όρο διαφορετικές σημασίες. Ο ίδιος ο Γκράμσι θεωρούσε τις σημειώσεις του προσωρινές, που πρέπει, επομένως «να ξαναβλέπονται και να ελέγχονται σχολαστικά», δεδομένου ότι η κατάστασή του στη φυλακή ως κομμουνιστή δεν επέτρεπε μια ελεύθερη πρόσβαση σε πηγές. Είχε συνείδηση ότι μπορούσαν να περιέχονται ανακρίβειες, ή δεν τις θεωρούσε ικανοποιητικές από άλλες πτυχές, και, συνεπώς, υποσχόταν να επιτρέψει στη συνέχεια.

Γενικά, μπορούμε να πούμε ότι πρέπει να εφαρμόσουμε, στην περίπτωση του Γκράμσι, αυτό που ο ίδιος ο Γκράμσι έγραφε σχετικά με την αξιολόγηση του έργου οποιουδήποτε συγγραφέα. Αυτό σημαίνει ότι τα Τετράδια πρέπει να εξετάζονται με προσοχή, υιοθετώντας μια μέθοδο που επιτρέπει να ξεχωρίσουμε τα σταθερά στοιχεία και το leit motiv που αναπτύσσεται, που είναι πιο σημαντικά από μερικές απομονωμένες αναφορές, διατηρώντας πάντα κριτική προσέγγιση και μια «πνευματική τιμιότητα, μια απουσία κάθε προκατάληψης και απριορισμού».

Με αυτά τα δεδομένα προχωρούμε στην εμβριθή και παθιασμένη μελέτη της ιδέας του ιστορικού μπλοκ, όπως προκύπτει από τα κείμενα (οι φράσεις εντός εισαγωγικών προέρχονται από την κριτική έκδοση των Τετραδίων επιμέλειας V.Gerratana για το Ινστιτούτο Γκράμσι, 1975).

 

 

Γιατί ο Γκράμσι εισάγει στα Τετράδια την ιδέα του Ιστορικού Μπλοκ;

 

 

Η ιδέα του ιστορικού μπλοκ είναι χωρίς αμφιβολία μια από τις πιο σημαντικές πτυχές της συνεισφοράς του Γκράμσι στην επαναστατική θεωρία, και για διάφορες πλευρές, θεωρείται η κορυφή της θεωρητικής του επεξεργασίας. Κι όμως, στα Τετράδια δεν υπάρχουν παρά αναφορές αρκετά φευγαλέες και περιγραμματικές  για αυτή την ιδέα, που εισάγεται για να μελετηθεί το ζήτημα των αμοιβαίων σχέσεων μεταξύ δομής και εποικοδομημάτων, που ο Γκράμσι θεωρούσε «το κρίσιμο ζήτημα του ιστορικού υλισμού»(Τ.4, σ.38) και για το οποίο σκεφτόταν ήδη πολλά χρόνια.

Ο Γκράμσι αναφέρεται αρχικά στην ιδέα του «ιστορικού μπλοκ» στο 4ο τετράδιο, αναφέροντας σχετικά το ζήτημα της συγκεκριμένης αξίας των εποικοδομημάτων στο Μαρξ: «Ας θυμηθούμε την ιδέα του Σορέλ περί «ιστορικού μπλοκ». Αν στο πεδίο των υπερδομών είναι που οι άνθρωποι αποκτούν συνείδηση του καθήκοντός τους, αυτό σημαίνει ότι μεταξύ δομής και υπερδομών υπάρχει ένας αναγκαίος και ζωτικός δεσμός»(Τ.4, σ.15).

Η αναφορά σε αυτό τον δεσμό έχει μια μεγάλη σημασία για να μπορούμε να αποσαφηνίσουμε την αμοιβαία δράση και αλληλεξάρτησης μεταξύ δομής και εποικοδομήματος, ερχόμενοι σε ρήξη με την οικονομιστικη θεώρηση και με τον μοιρολατρικό μηχανικισμό, με την υποτίμηση του εποικοδομήματος, με όλα αυτά που ήταν επίσης κληρονομιά της 2ης Διεθνούς. Τέτοιες αντιλήψεις θα προκαλέσουν μεγάλες ζημιές στο κομμουνιστικό και εργατικό κίνημα, όπως η αναμονή για τη μυθική ώρα Χ, η ανικανότητα ανάπτυξης μιας συγκεκριμένης ανάλυσης της κατάστασης και ανάπτυξης μιας κατάλληλης πολιτικής πρωτοβουλίας.

Πρωτοβουλία η οποία για τον Γκράμσι είναι πάντοτε αναγκαία «για να απελευθερώσουμε την οικονομική κίνηση από το πολιτικό εμπόδιο και να αλλάξουμε συνεπώς την παραδοσιακή κατεύθυνση με μια νέα κατεύθυνση, συμβατή με το οικονομικό περιεχόμενο το οποίο εξελίσσεται σε μια φάση πιο προοδευτική»(Τ.9.σ.40).

Μιλώντας για ιστορικό μπλοκ μεταξύ των δύο περιόδων, και, συνεπώς, αναδεικνύοντας μια σχέση διαλεκτικής αμοιβαιότητας μεταξύ βάσης και εποικοδομήματος, ο Γκράμσι, στην πραγματικότητα,  διαλύει τις ασάφειες που προκαλούν οι εκχυδαϊσμένες και απλοϊκές ερμηνείες αυτής της σχέσης: μπορεί, έτσι, να αναπτύξει μια θεωρία της πράξης και της επαναστατικής πρωτοβουλίας ξένη προς τον οικονομισμό, προς το βολονταρισμό και προς μια αντίληψη του κομμουνισμού καθαρά προπαγανδιστική.

Έναν καθοριστικό ρόλο σε αυτή τη θεωρητική ανάπτυξη παίζουν οι ιδεολογίες που για το Γκράμσι έχουν μια αξία, κάτι το συγκεκριμένο (ο ίδιος ο μαρξισμός είναι ένα εποικοδόμημα, διόλου απατηλό). Αυτό είναι βασικό για τους σκοπούς της στρατηγικής που χαράσσεται, αφού η αποτελεσματικότητα των θεωριών αφορά είτε στην ανάλυση των δυνάμεων που δρουν στην ιστορία, είτε στην πτυχή της πολιτικής και πνευματικής κατεύθυνσης των μαζών.

Η πρώτη αναφορά στην ιδέα του ιστορικού μπλοκ αναπτύσσεται σε επόμενες σημειώσεις, πιο μελετημένες και συνοπτικές, όπως αυτές στο Τετράδιο 10 (με τίτλο «Η φιλοσοφία του Μπενεντέτο Κρότσε»), που συντάχθηκαν το 2ο μισό του 1932.

Πριν τις αναλύσουμε, χρειάζεται να ξοδέψουμε δύο λόγια για τον Κρότσε. Αυτός ήταν από τους μεγαλύτερους διανοούμενους εκπροσώπους της αστικής τάξης, σε διεθνές επίπεδο. Αφότου ως νέος προσέγγισε το μαρξισμό, ευρισκόμενος σε αντίθεση με τον ποζιτιβισμό, πέρασε σε θέσεις ρεβιζιονιστικές, που πρόκριναν την απορρόφηση και την υποταγή του μαρξισμού στην παλιά κουλτούρα. Ακολούθως, με τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο να’ ρχεται, ο Κρότσε πέρασε στην επίθεση εναντίον του μαρξισμού με πρόθεση να τον εξαλείψει και να εντάξει τους πολιτικούς του εκπροσώπους στα στελέχη της κυρίαρχης τάξης.

Κατά την ανάπτυξη της κριτικής των θεωρητικοπολιτικών θέσεων του Κρότσε, ο Γκράμσι χρησιμοποιεί την ιδέα του «ιστορικού μπλοκ» για τους ακόλουθους σκοπούς:

1)την αναγνώριση της σημασίας της πνευματικής και ηθικής ηγεσίας ως πτυχή της ηγεμονίας της εργατικής τάξης

2) την απόρριψη των θέσεων που ερμηνεύουν τις ιδεολογίες με μέτρα αυθαίρετων ψευδαισθήσεων και εμφανίσεων

3) την απάντηση στις κατηγορίες σύμφωνα με τις οποίες η σχέση μεταξύ βάσης και εποικοδομήματος στο μαρξισμό δεν είναι διαλεκτική, πράγμα που οδηγούσε στην επιστροφή στον παλιό θεολογικό δυαδισμό, με την οικονομία να είναι πίσω από τη σκηνή ως ένα είδος μυστικής και απόκρυφης δύναμης (ο «κρυφός θεός» του Κρότσε)

4)την εισαγωγή με κριτικό τρόπο, εντός του συστήματος των μαρξιστικών ιδεών, του κριτηρίου της «διάκρισης».

Συνεπώς, ο Γκράμσι προχωρά στην κατάρριψη της ιδέας της «ηθικοπολιτικής ιστορίας» που ανέπτυξε ο Κρότσε, που δεν είναι τίποτε άλλο από την «ιστορία πτυχής της ηγεμονίας του Κράτους και, αφού οι διανοούμενοι έχουν ένα ρόλο εκπροσώπησης των ιδεών που αποτελούν το έδαφος όπου η ηγεμονία ασκείται, ιστορία των διανοούμενων»(Τ.8, ν.240).

Έχοντας ξεκαθαρίσει ότι η ιδέα περί «ηθικοπολιτικής ιστορίας» του Κρότσε «είναι μια αυθαίρετη και μηχανιστική υπόσταση της λειτουργίας της ηγεμονίας, της πολιτικής κατεύθυνσης, της συγκατάθεσης, στην ύπαρξη και την ανάπτυξη της δράσης του κράτους και της πολιτικής κοινωνίας»(Τ.10, σ.7), το πρόβλημα που ο Γκράμσι πρέπει να επιλύσει είναι αυτό της αναγνώρισης της σημασίας της πολιτιστικής και ηθικής ηγεσίας, δηλαδή της κίνησης και της αξίας των εποικοδομημάτων στην οικοδόμηση και την ενδυνάμωση της νέας κοινωνίας.

Υπό το φως της σοβιετικής εμπειρίας, είναι σε θέση να διακηρύξει: «Μπορούμε να πούμε ότι όχι μόνο η φιλοσοφία της πράξης δεν αποκλείει την ηθικοπολιτική ιστορία, μα ότι, αντίθετα, η πιο πρόσφατη φάση ανάπτυξης αυτής συνίσταται ακριβώς στη διεκδίκηση της ηγεμονίας ως θεμελιώδους στην κρατική της αντίληψη και στην «αξιοποίηση» του πολιτισμικού παράγοντα, της πολιτισμικής δραστηριότητας, ενός μετώπου κουλτούρας ως απαραίτητου συμπληρώματος δίπλα στα καθαρά οικονομικά και πολιτικά σκέλη».(Τ.10,σ.7)

Μα σε ποιες συνθήκες και υπό ποιες κατηγορίες είναι εφικτό να συμπεριλάβουμε την ηθικοπολιτική ιστορία εντός του μαρξιστικού μηχανισμού ιδεών; Ο Γκράμσι απαντά ότι: «Η ηθικοπολιτική ιστορία, δεδομένου ότι αποφεύγει την ιδέα του ιστορικού μπλοκ όπου οικονομικοκοινωνικό περιεχόμενο και ηθικοπολιτική μορφή ενώνονται συγκεκριμένα για την ανοικοδόμηση των διάφορων ιστορικών περιόδων, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια πολεμική παρουσίαση φιλοσοφημάτων λιγότερο ή περισσότερο ενδιαφερόντων, μα δεν είναι ιστορία»(Τ.10, σ.13).

Να, επομένως, που η ιδέα περί ιστορικού μπλοκ παρουσιάζεται ως η ουσιαστική αναφορά επί της οποίας υπεισέρχεται η απαίτηση που παρουσιάστηκε με τρόπο αφηρημένο και ρητορικό από τον Κρότσε, δίνοντας στο μαρξισμό-λενινισμό ένα σχήμα ιστορικισμού και απόλυτου και συνεκτικού ανθρωπισμού.

Όσον αφορά το 2ο σημείο, ο Γκράμσι ξεκαθαρίζει ότι η επίθεση του Κρότσε στο μαρξισμό δεν έχει ουσία, έχοντας κίνητρο λόγους μόνο πολιτικής πολεμικής, και είναι σε προφανή αντίθεση με το προηγούμενο θεωρητικό του έργο.

Για το μαρξισμό «οι υπερδομές είναι μια πραγματικότητα αντικειμενική και δραστήρια»(Τ.10, σ.41). Οι ιδεολογίες, και ιδιαίτερα οι πολιτικές, που φυσικά δεν είναι υπάρξεις ιδιότροπες και εκκεντρικές, έχουν μια αξία απτή, κάτι το συγκεκριμένο, είναι πρακτικά εργαλεία πολιτικής καθοδήγησης, διακυβέρνησης, δηλαδή πραγματικές υλικές δυνάμεις αναπτυσσόμενες από τους εκπροσώπους των διαφόρων τάξεων που αντιμάχονται μεταξύ τους για την προώθηση των ιδιαίτερων συμφερόντων τους. Υπάρχει δηλαδή στενός δεσμός μεταξύ φιλοσοφικών θεωριών και πολιτικών πράξεων.

Για να αναδείξει και να επαληθεύσει αυτή την ιδέα, ο Γκράμσι αναφέρει ότι «οι άνθρωποι αποκτούν γνώση της θέσης τους και, συνεπώς, των καθηκόντων τους στο πεδίο των ιδεολογιών, οι οποίες δεν είναι μια μικρή επαλήθευση της πραγματικότητας: η ίδια η φιλοσοφία της πράξης είναι μια υπερδομή, είναι το έδαφος επί του οποίου συγκεκριμένα κοινωνικά στρώματα αποκτούν συνείδηση της δικής τους κοινωνικής ύπαρξης, της δύναμής τους, των καθηκόντων τους, του γίγνεσθαι τους»(Τ.10, σ.41). Μια αναφορά τεράστιας σημασίας για τη θεωρία της γνώσης.

Αναπτύσσοντας αυτές τις θεμελιώδεις παρατηρήσεις, ο Γκράμσι καταλήγει στο να υποστηρίξει πως «την ιδέα της ιδιαίτερης (ιστορικής) αξίας των εποικοδομημάτων στη φιλοσοφία της πράξης πρέπει να την εμβαθύνουμε, κάνοντάς την να προσεγγίσει την σορελιανή ιδέα του «ιστορικού μπλοκ». Αν οι άνθρωποι στο πεδίο των εποικοδομημάτων είναι που αποκτούν συνείδηση της κοινωνικής τους θέσης και των καθηκόντων τους, αυτό σημαίνει ότι μεταξύ δομής και υπερδομής υπάρχει ένας δεσμός αναγκαίος και ζωτικός»(Τ.10, σ.41)

Αναφορικά, έπειτα, με τους επιπόλαιους ισχυρισμούς του Κρότσε, σύμφωνα με τους οποίους ο ιστορικός υλισμός διαχωρίζει την οικονομική βάση από τα πολιτικά, ιδεολογικά, δικαστικά κλπ εποικοδομήματα (3ο σημείο), ο Γκράμσι προχωρά, με ένα βήμα κεφαλαιώδους σημασίας: «δεν είναι αλήθεια πως η φιλοσοφία της πράξης «αποσπά» τη δομή από τα εποικοδομήματα όταν, αντίθετα, αντιλαμβάνεται την ανάπτυξή τους ως διακηρυγμένα συνδεδεμένη και απαραίτητα αλληλοσχετιζόμενη και αμοιβαία. Ούτε η δομή δεν είναι, ούτε μεταφορικά, ένας «άγνωστος θεός»: αυτή καθίσταται αντιληπτή με τρόπο υπερ-ρεαλιστικό, τέτοιο ώστε να μπορεί να μελετηθεί με μεθόδους των φυσικών και επακριβών επιστημών και, μάλιστα, ακριβώς για αυτή της τη «συνέπεια» που αντικειμενικά μπορεί να ελέγχεται η αντίληψη της ιστορίας θεωρήθηκε «επιστημονική». (…) Η ιδέα περί «ιστορικού μπλοκ» που επινόησε ο Σορέλ περιείχε πλήρως και ακριβώς αυτή την ενότητα που υποστηρίζει η φιλοσοφία της πράξης»(Τ.10, σ.41).

Ένα εκτενέστερο επιχείρημα (4ο σημείο) που επιτρέπει στο Γκράμσι να αναδείξει την αξία της ιδέας περί «ιστορικού μπλοκ» είναι εκείνο της κριτικής στη «διαλεκτική των διακριτών» του Κρότσε, δηλαδή το δόγμα των «βαθμίδων του Πνεύματος», που χρησίμευε στην άρνηση του νόμου της πάλης και της ενότητας των αντιθέτων, επιτιθέμενη δηλαδή σε ένα από τα θεμέλια της μαρξιστικής διαλεκτικής, προκειμένου να νομιμοποιείται η αστική καταπίεση και να υποβαθμίζονται οι ταξικοί ανταγωνισμοί.

Για το Γκράμσι η διαλεκτική των διακριτών είναι μια εξ ορισμού αντίθεση, τυπική της ποζιτιβιστικής μεθόδου ταξινόμησης των στοιχείων και συνεπώς αντιθετική και ξένη προς τη μαρξιστική διαλεκτική μέθοδο. Παρ’ όλα αυτά, αυτός αναγνωρίζει- σε αντίθεση με τους «ακτουαλιστές» όπως ο Ugo Spirito- την αναγκαιότητα να κάνουμε διάκριση μεταξύ των διακριτών και των αντιθέτων, να μελετούμε όλες τις άλλες μορφές σχέσεων που υπάρχουν στην πραγματικότητα πέρα από τη σχέση αντίθεσης (π.χ. τα εποικοδομήματα πρέπει να διακρίνονται το ένα από το άλλο, είναι αλληλοσυνδεόμενα σύμφωνα με μια κλίμακα, που ξεκινά από το πιο απλό και άμεσο – που είναι η πολιτική- ως το πλέον σύνθετο, παρουσιάζουν διάφορους βαθμούς αυτονομίας και προτεραιότητας, έχουν διαφορετικό βαθμό ανάπτυξης, πρέπει να αναλύονται με διαφοροποιημένο τρόπο).

Στο ίδιο πνεύμα, το ερώτημα που θέτει ο Γκράμσι είναι το ακόλουθο: «δεδομένης της αρχής του Κρότσε περί διαλεκτικής των διακριτών (που πρέπει να κριτικάρεται ως μια καθαρά ρηματική απάντηση σε μια υπαρκτή μεθοδολογική απαίτηση, αφού είναι αλήθεια ότι δεν υπάρχουν μόνο τα αντίθετα, αλλά και τα διακριτά) ποια σχέση, η οποία δεν είναι αυτή της «εμπλοκής- στην ενότητα- του πνεύματος» υπάρχει μεταξύ της οικονομικοπολιτικής και των άλλων ιστορικών δραστηριοτήτων; Είναι εφικτή μια θεωρητική επίλυση αυτών των προβλημάτων, ή μόνο μια ιστορική επίλυση, δεδομένης της ιδέας περί «ιστορικού μπλοκ» που προϋποθέτει ο Σορέλ;»(Τ.10, σ.41).

Προφανώς η απάντηση δεν μπορεί να βρεθεί στο έδαφος του ιστορικού υλισμού, γιατί η διαλεκτική των διακριτών είναι η διαλεκτική του πνεύματος ως η ελευθερία in fieri, έχει δηλαδή χαρακτήρα δογματικό- μεταφυσικό, όντας ο νόμος ενός απόλυτου.

 

 

Η σημασία του «ιστορικού μπλοκ», ο ρόλος των διανοουμένων και η σημασία του ιδεολογικού παράγοντα

 

 

Όπως είδαμε, ο Γκράμσι βρίσκει μια έγκυρη λύση στο θέμα της αναγκαιότητας για ορθή ερμηνεία της σχέσης μεταξύ δομής και εποικοδομήματος, και του περάσματος στην αντεπίθεση ενάντια στον Κρότσε, αξιοποιώντας και μοντελοποιώντας με ιδανικό τρόπο την ιδέα περί «ιστορικού μπλοκ», που αντλείται από διάφορες υπονοήσεις του Σορέλ (έναν θεωρητικό του επαναστατικού συνδικαλισμού που σαν διανοούμενος θεωρείται κατώτερος του Κρότσε) γύρω από την αλληλεπίδραση του δικαστικού-νομοθετικού και του οικονομικού.

Τέτοιος ισχυρισμός επιτρέπει τόσο να αναδειχθεί η αποφασιστική επίδραση σε όλες τις πτυχές της κοινωνικής ζωής, όσο και να αναδειχτεί ο βασικός και οργανικός δεσμός (όσο σύνθετος και προβληματικός κι αν είναι εντός του ιστορικού προτσές) μεταξύ δομής και εποικοδομημάτων, τα οποία εκλαμβάνονται ως ένα σύνολο δυνάμεων ευρισκομένων σε κίνηση: όσο, επίσης, και για να αποσαφηνιστεί η –όχι προς μια κατεύθυνση- συνθετότητα της σχέσης μεταξύ αυτών των δύο.

Αντίθετα με τον κροτσιανό ιδεαλισμό, που εκλαμβάνει θεωρητικά μόνο την ενότητα (που κατά τον Κρότσε δεν είναι ιστορική, αλλά είναι η ιστορία), η οποία βασίζεται στην «κυκλικότητα των διακριτών» που είναι σε λειτουργία για τη διατήρηση του αστικού καθεστώτος και δεν αντιλαμβάνεται καμία αντιστροφή της σχέσης μεταξύ των αντιθέτων, η οξεία γκραμσιανή σκέψη αντιλαμβάνεται τον τρόπο με τον οποίο αυτή η σχετική ενότητα κατά καιρούς χτίζεται στο πεδίο της πάλης μεταξύ των αντιθέτων, και κατανοεί πως αυτή η ενότητα είναι πάντα συγκεκριμένη, ιστορική.

Με την ιδέα του «ιστορικού μπλοκ», ο Γκράμσι θέλει επομένως να αναδείξει τη διαλεκτική ενότητα που ενυπάρχει στις διάφορες ιστορικο-πολιτικές φάσεις μεταξύ της οικονομικής δομής (το σύνολο των παραγωγικών σχέσεων, επομένως τον ταξικό σχηματισμό μιας κοινωνίας, που είναι ένα στοιχείο «λιγότερο μεταβλητό» από το μπλοκ) και το εποικοδόμημα (τους πολιτικούς, δικαστικούς θεσμούς, τις διάφορες ιδεολογίες, που συνιστούν διαλεκτικά την αντανάκλαση του συνόλου των κοινωνικών παραγωγικών σχέσεων και είναι το πιο μεταβλητό στοιχείο στους κόλπους του ιστορικού μπλοκ).

Ουσιαστικά ο Γκράμσι ισχυρίζεται ότι υπάρχει ιστορικό μπλοκ, όταν καθορίζεται, εντός συγκεκριμένων ιστορικών καταστάσεων, μια ομοιογενής σχέση, ένας οργανικός δεσμός, μια αποτελεσματική ολοκλήρωση μεταξύ δομής και εποικοδομήματος (δηλαδή μεταξύ οικονομικής βάσης και κυρίαρχων πολιτικοκοινωνικών θεσμών, ιδεολογικών και πολιτιστικών ρευμάτων).

Το βασικό ζήτημα που πρέπει να κατανοηθεί είναι: σε ποιες συνθήκες εξασφαλίζεται αυτή η «οργανικότητα», αυτός ο «δεσμός», αυτή η «σύνδεση» μεταξύ βάσης και εποικοδομήματος που καθορίζει τη συμβατότητά τους;

Κατά το Γκράμσι αυτή η οργανικότητα είναι καρπός της δράσης της ηγεμονούσας κοινωνικής τάξης που έχει το καθήκον να καθοδηγεί τις δραστηριότητες τόσο στη δομή όσο και στο εποικοδόμημα.

Η ιδέα περί «ιστορικού μπλοκ» είναι εξ άλλου προφανώς συνδεδεμένη με την άσκηση και την οργάνωση της εξουσίας των κυρίαρχων τάξεων, και επομένως και με τη θεωρία του κράτους και της επανάστασης.

Το ερώτημα που τίθεται μπορεί να βρει μια απάντηση μόνο σε μια κοινωνική οργάνωση στην οποία οι παραγωγικές σχέσεις δεν βρίσκονται σε ανταγωνισμό με τον χαρακτήρα και την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και καθορίζουν μια συγκεκριμένη ταξική σύνθεση της κοινωνίας, η οποία βασίζεται σε αντίστοιχα συμφέροντα. Αν υπάρχει ένα ολόκληρο προτσές πολιτικών, ιδεολογικών, ηθικών και πολιτιστικών πρακτικών δραστηριοτήτων, που ανταποκρίνονται στις συνθήκες της δομής και είναι σε θέση να ανεξαρτητοποιούνται από τα οικονομικά-συντεχνιακά συμφέροντα- αποφεύγοντας φαινόμενα όπως τις συμπτώσεις, τις εσωτερικές οργανωτικές απαιτήσεις, τα πολιτικά λάθη και ακόμα και τις ίδιες τις προσωπικές ευθύνες των ηγετών- τότε δημιουργείται μια οργανικότητα της σχέσης και επομένως «ιστορικό μπλοκ».

Από όσα έχουν ήδη ειπωθεί, θα έπρεπε να προκύπτει ξεκάθαρα η διαφορά μεταξύ της ιδέας περί «ιστορικού μπλοκ» και εκείνης περί «οικονομικο-κοινωνικού σχηματισμού». Σίγουρα αυτές οι δύο έννοιες δεν μπορούν να είναι συνώνυμες ή τοποθετημένες επάλληλα, γιατί, στη σκέψη του Γκράμσι, «ιστορικό μπλοκ» σημαίνει δραστηριότητες και φάσεις συγκεκριμένες στην ιστορία ενός κοινωνικο-οικονομικού σχηματισμού, όπου εκδηλώνεται μια συνάφεια, μια συμβατότητα της κοινωνίας, που προκύπτει από τη διαλεκτική ενότητα μεταξύ ηγετών και κατευθυνόμενων, μεταξύ τάξεων και κοινωνικών ομάδων.

«Ιστορικό μπλοκ» στην πραγματικότητα εκφράζει μια σχέση ιδιαίτερη, που σε διάφορες ιστορικές φάσεις περνά μέσω από το εννοιολογικό ζεύγος βάσης- εποικοδομήματος ενός δεδομένου οικονομικοκοινωνικού σχηματισμού. Μια ομοιογενής σχέση και οργανική, δεμένη και διαρθρωμένη διαμέσου οικονομικών, πολιτικών, θεσμικών και ιδεολογικών (εθνικών και διεθνών) παραγόντων, που για να πραγματοποιηθεί είναι απαραίτητο ένα σύστημα ηγεμονίας αναπτυγμένο από μια βασική κοινωνική τάξη, η οποία έχει συνείδηση του ιδιαίτερου ρόλου της. Μια κατάσταση που επαληθεύεται «όταν τα αντίθετα-διακριτά συμβιβάζονται(συντίθενται)» ακριβώς στα επίπεδα και τις αρθρώσεις τους που είναι σε δυσαρμονία, σε αντίθεση, σε σύγκρουση, όπως στην σοσιαλιστική κοινωνία.

Από αυτή τη θέση αναδεικνύεται η σπουδαιότητα του ρόλου των διανοουμένων εντός ενός συγκεκριμένου ιστορικού μπλοκ.

Στη γκραμσιανή σκέψη, ο κρίκος που εξασφαλίζει την οργανική σχέση δομής-εποικοδομήματος και συνδέει τις διάφορες σφαίρες του εποικοδομήματος δίνεται από τους «διανοούμενους» (μια κατηγορία που στον Γκράμσι είναι ευρεία).

Κατά το Γκράμσι «Κάθε κοινωνική ομάδα, που γεννιέται στο αρχικό έδαφος ενός ουσιαστικού ρόλου στον κόσμο της οικονομικής παραγωγής, δημιουργεί μαζί, οργανικά, και ένα ή περισσότερα στρώματα διανοουμένων που της δίνουν ομοιογένεια και συνείδηση του ρόλου της όχι μόνο στο πεδίο της οικονομίας, αλλά και στο κοινωνικό και το πολιτικό»(Τ.12, σ.1).

Η οργανική σχέση δομής- εποικοδομήματος λαμβάνει, επομένως, μέσω των διανοουμένων –πραγματικών «λειτουργών» της κυρίαρχης τάξης (ακόμα και αν προέρχονται από συμμαχικές τάξεις) στο πεδίο των εποικοδομημάτων- μια συγκεκριμένη διάσταση και διάρθρωση, όχι μόνο θεωρητική, μα πολιτική-πρακτική. Αυτοί είναι ο ενδιάμεσος μιας πολιτικής, ιδεολογικής, πολιτιστικής και ηθικής κατεύθυνσης, χωρίς τον οποίο δεν μπορεί να υπάρχει ηγεμονούσα τάξη και το ιστορικό μπλοκ δεν μπορεί να συσταθεί ούτε να εδραιωθεί.

Οι διανοούμενοι ασκούν ένα συγκεκριμένο ρόλο συνδετικού και οργανωτικού κέντρου ζωτικής σημασίας εντός του ιστορικού μπλοκ, γιατί εξασφαλίζουν την οργανική σχέση μεταξύ της κοινωνικο-οικονομικής δομής και των εποικοδομημάτων που διαχειρίζονται: έναν ρόλο όχι αφηρημένο, αλλά με τρόπο ουσιαστικό και συνειδητά, όπως ο Γκράμσι σημειώνει, αναφερόμενος στη σχέση τους με τις μάζες: «Αν ο διανοούμενος δεν κατανοεί και δεν αισθάνεται, οι σχέσεις του με το λαό-μάζα είναι ή περιορίζονται σε καθαρά γραφειοκρατικές, τυπικές: οι διανοούμενοι γίνονται μια κάστα ή ένα ιερατείο (οργανικός συγκεντρωτισμός). Αν η σχέση μεταξύ διανοούμενων και λαού-μάζας, μεταξύ καθοδηγητών και καθοδηγούμενων, μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνώμενων, προκύπτει από μια οργανική σύνδεση όπου το αίσθημα-πάθος γίνεται κατανόηση και επομένως γνώση (όχι μηχανιστικά, αλλά με τρόπο ζωντανό), μόνο τότε η σχέση είναι σχέση αντιπροσώπευσης, και διεξάγεται ανταλλαγή ατόμων ξεχωριστών μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνώμενων, μεταξύ καθοδηγητών και καθοδηγούμενων, δηλαδή πραγματοποιείται η ζωή του συνόλου που μόνη είναι η κοινωνική δύναμη, δημιουργείται το «ιστορικό μπλοκ»(Τ.4, σ.33).

Συγκεκριμένα, για τους κομμουνιστές, καθοριστικής σημασίας είναι αυτός ο οργανικός και συλλογικός διανοούμενος που είναι ο «μοντέρνος Πρίγκιπας», δηλαδή το κομμουνιστικό κόμμα, όπου διαμέσου των μελών του (στελέχη που διαμορφώνονται από  την πρακτική πάλη και την επαναστατική θεωρία, σοσιαλιστές διανοούμενοι από κάθε άποψη), διαδίδει και αναπτύσσει την προλεταριακή ιδεολογία, διαδραματίζει έναν ρόλο καθοδήγησης ιδεών και κουλτούρας  και καθοδήγησης ηθικής, εκπληρώνοντας μια αποστολή συγκεκριμένη για να πλέξει τον οργανικό δεσμό που ενώνει και κινητοποιεί τα στοιχεία του ιστορικού μπλοκ, δηλαδή, διαδραματίζοντας μια αποφασιστική λειτουργία για την επιβεβαίωση της ηγεμονίας της εργατικής τάξης και την ανάπτυξη της πολιτιστικής και ηθικής προόδου των μαζών, οι οποίες και είναι οι πραγματικοί πρωταγωνιστές όλου αυτού του προτσές.

Η ιδεολογία, δηλαδή η κοσμοθεωρία, είναι το τσιμέντο του κοινωνικού μπλοκ και επομένως επέχει θέση-κλειδί για το ιστορικό μπλοκ, αυτή που παρέχει μια θεώρηση και ένα πεδίο κοινό για τα μέλη του. Ο Γκράμσι επιμένει πολλές φορές στην αποφασιστική σημασία που έχει η απόκτηση και η διάδοση της προλεταριακής κοσμοθεωρίας, όντας η γνήσια, ανεξάρτητη, αυτάρκης, ολοκληρωμένη ιδεολογία (χαρακτηριστικά που έψεγε ο Λαμπριόλα), χωρίς την οποία το προλεταριάτο παραμένει υποταγμένο στην αστική τάξη και δεν μπορεί να οικοδομήσει ένα νέο πολιτισμό.

Για το Γκράμσι, η ηγεσία της εργατικής τάξης πρέπει να παρουσιάζεται με μονολιθική μορφή, και για αυτό δεν μπορεί παρά να υπάρχει μια μόνο κοσμοθεωρία, ο επαναστατικός μαρξισμός, που το κόμμα πρέπει να ασπάζεται και να διαδίδει στις μάζες, αναπτύσσοντάς τη και φέρνοντάς τη στο απαραίτητο ύψος για να δίνει απαντήσεις στα σύνθετα προβλήματα της σύγχρονης εποχής.

Αυτό τον κάνει να ισχυρίζεται: «Η δομή και τα εποικοδομήματα σχηματίζουν ένα «ιστορικό μπλοκ», δηλαδή το σύνολο της αρμονίας και της δυσαρμονίας των εποικοδομημάτων είναι η αντανάκλαση των κοινωνικών παραγωγικών σχέσεων. Συνάγεται από αυτό: ότι μόνο ένα ολοκληρωτικό σύστημα ιδεολογιών αντανακλά ορθολογικά την αντίθεση της δομής και αντιπροσωπεύει την ύπαρξη των αντικειμενικών συνθηκών για την ανατροπή της πράξης( rovesciamento della praxis).  Αν σχηματίζεται μια κοινωνική ομάδα ομοιογενής 100% στην ιδεολογία, αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν 100% οι προϋποθέσεις για αυτή την ανατροπή, δηλαδή ότι «το ορθολογικό είναι ρεαλιστικό ενεργά και πραγματικά» (Τ.10, σ.182).

Είναι επομένως η προλεταριακή ιδεολογία η πραγματική εγγύηση για την επιτυχία της επανάστασης και, αφότου κατακτηθεί η εξουσία, το «τσιμέντο» που θα εξασφαλίζει την οικοδόμηση του νέου, σοσιαλιστικού, ιστορικού μπλοκ.

 

 

Κριτική των εκχυδαϊσμών

 

 

Το ιστορικό μπλοκ είναι μια από τις έννοιες-κλειδιά του Γκράμσι γιατί περιέχει βασικές πτυχές του επαναστατικού μαρξισμού: τη διαλεκτική ενότητα μεταξύ δομής και εποικοδομημάτων, τη σχέση μεταξύ υλικών δυνάμεων και ιδεολογιών, το πέρασμα από την οικονομική στο πολιτική δράση, τις τροποποιήσεις στο συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ των τάξεων, την ιστορική ανάπτυξη του επαναστατικού προτσές και την ανατροπή της πράξης (praxis), δηλαδή τη διάλυση του παλιού ιστορικού μπλοκ και τη δημιουργία του νέου μπλοκ, την ηθικοπολιτική ανάπτυξη που αυτή συνεπάγεται.

Όλη η τελειοποίηση της θεωρίας για το κράτος και την επανάσταση στις συνθήκες της καπιταλιστικής Δύσης, που πέτυχε ο Γκράμσι αναφορικά με τις μεγαλύτερες δυσκολίες που συναντά το επαναστατικό κίνημα στις χώρες με αναπτυγμένο καπιταλισμό- όπου η αστική τάξη έχει μεγαλύτερη εμπειρία στη διαχείριση της κυριαρχίας της και στη διαμόρφωση συγκατάθεσης και το κράτος της είναι ριζωμένο στην κοινωνία και προστατευόμενο από μια ισχυρή αλυσίδα «φρουρίων και οχυρών» που δεν καταρρέουν αυτόματα με το ξέσπασμα σοβαρών οικονομικών κρίσεων- όλη αυτή η θεωρητική ανάπτυξη, θα μπορούσαμε να πούμε, δεν θα ήταν δυνατό να γίνει κατανοητή  και να τεθεί σε κάποιο πλαίσιο χωρίς την έννοια «ιστορικό μπλοκ».

Χάρη σε αυτή μπορούμε να εξετάσουμε τον τρόπο με τον οποίο είναι οργανωμένη η ηγεμονία των κατεχουσών περιουσία τάξεων, να καταλάβουμε πώς λειτουργεί το «σύστημα των χαρακωμάτων» που αποτελείται από εποικοδομήματα που δρουν από κοινού με την καταστολή, να ορίσουμε τις προϋποθέσεις της αποσύνθεσης του αστικού μπλοκ και να αναπτύξουμε μια επαναστατική στρατηγική κατάλληλη για την ιμπεριαλιστική Δύση.

Μια στρατηγική που πρέπει να αναπτυχθεί λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών στις οποίες βρίσκονται οι δυνάμεις του προλεταριάτου, των συμμάχων του και των εχθρών του, επομένως, σύμφωνα τις ιστορικές συνθήκες όπου υπάρχει επικράτηση είτε του «πολέμου θέσεων» είτε του «πολέμου κινήσεων» (όπως αναδεικνύει ο Γκράμσι στο 10ο Τετράδιο, αναλύοντας τις διάφορες φάσεις που υπάρχουν στην Ευρώπη), χωρίς να αποκλείονται συνδυασμοί αυτών των δύο μορφών.

Επίσης, με την έννοια «ιστορικό μπλοκ» μπορούμε να απορρίψουμε κάθε μηχανιστική θεώρηση, η οποία είναι και πιο περιορισμένη και ένα βήμα πίσω σε σχέση με το μαρξισμό. Πράγματι, δεν υπάρχει μια δομή που κινεί μονομερώς και πάντα με τον ίδιο τρόπο το εποικοδόμημα, δεν υπάρχει σχέση χρονολογικής εξάρτησης μεταξύ των δύο, ή απλή μονοσήμαντη σύνδεση αιτίας και αποτελέσματος, αμεσότητας μεταξύ των οικονομικών αλλαγών και των ταλαντεύσεων της πολιτικής.

Κατά το Γκράμσι, δομή και εποικοδόμημα, οικονομία, πολιτική και κουλτούρα είναι σφαίρες αλληλοεξαρτώμενες και μαζί αυτόνομες από την πραγματικότητα, η οποία και είναι καρπός της ανθρώπινης δραστηριότητας. Μεταξύ αυτών των δύο παραγόντων υπάρχει αμοιβαία δράση και αντίδραση, ζωντανή αλληλεπίδραση, ακόμα και αν, σε τελευταία ανάλυση, η λειτουργία της πρόκλησης(causazione) (που δεν είναι ούτε μηχανιστική, ούτε μοναδική, αλλά σύνθετη και έμμεση) και εξήγησης των εποικοδομημάτων εκκινεί από τη «δομή ως σημείο αναφοράς και διαλεκτικού αντίκτυπου για τα εποικοδομήματα»  (Τ.10, σ.41).

Πράγματι, είναι, ακριβώς, πάντοτε στη βάση της οικονομικής αναγκαιότητας που καθορίζονται τα όρια της ανάπτυξης εντός των οποίων μπορεί να αναπτυχθεί το εποικοδόμημα στις πολλές μορφές που αυτό έχει, και επομένως οι αναγκαίες και ικανές συνθήκες χάρη στις οποίες μπορούν να επιλυθούν τα ιδιαίτερα καθήκοντα και προβλήματα μιας κοινωνίας.

Θα μπορούσαμε να συζητάμε επί μακρόν αν στο Γκράμσι είναι παρούσες επιρροές και κατάλοιπα ιδεαλιστικά που προέρχονται από τη διαδικασία διαμόρφωσής του ως διανοούμενου (ποια είναι και τι ειδικό βάρος έχουν, ποιες διακυμάνσεις έχει υποστεί σχετικά η σκέψη του πρέπει να αποτελούν αντικείμενο συζήτησης και περισσότερης εμβάθυνσης).

Σίγουρο είναι ότι ο Γκράμσι αναγνωρίζει στη δομή τη συγκεκριμένη διαλεκτική των εποικοδομημάτων, το αποφασιστικό στοιχείο της σχέσης αιτιότητας που υπάρχει μεταξύ τους, το βασικό σχέδιο με το οποίο αποσαφηνίζεται, ξεκαθαρίζεται η ιστορική, κοινωνική και πολιτιστική πραγματικότητα.

Σίγουρο είναι ότι στα Τετράδια η πάλη ενάντια σε οποιαδήποτε νέα μεταφυσική αναπτύσσεται σε ένα επίπεδο πιο υψηλό, αρνούμενος ότι η οικονομική κατάσταση γεννά με τρόπο μηχανιστικό, άμεσο και φαταλιστικό τους θεσμούς, τους νόμους, τα έθιμα, τις ιδεολογίες, την τέχνη, τη θρησκεία κλπ.

Κεντρικά σημεία της σκέψης του είναι στην πραγματικότητα η απόρριψη του δογματισμού, του αιτιώδους (causalistico) μηχανικισμού, και του άμεσου ντετερμινισμού, η απαίτηση να μην απολυτοποιούμε καμία πτυχή του Πραγματικού, η κατανόηση των αρθρωμένων και κινούμενων διαλεκτικών δεσμών μεταξύ βάσης και εποικοδομήματος.

Στη γκραμσιανή σκέψη δεν υπάρχει θέση για καμία Πρόνοια ή Υπεροχή, Θεία ή οικονομική: δεν υπάρχει ένα ν-οστό «α πριόρι», ένα επίπεδο οντολογικά διαφορετικό (πρότερο ή ανώτερο), μεταξύ των απαραίτητων συστατικών στοιχείων του ιστορικού υλισμού.

Από αυτή τη σκοπιά, χάρη στην έννοια «ιστορικό μπλοκ», ο Γκράμσι κάνει ένα περαιτέρω βήμα πιο μπροστά, επιβεβαιώνοντας την αδιάσπαστη διαλεκτική μεταξύ δομής και εποικοδομήματος, ενάντια σε κάθε απλοϊκή αντίληψη που διαχωρίζει αυτά τα δύο, και, ταυτόχρονα, επιβεβαιώνοντας την υλική δύναμη των ιστορικά αναγκαίων, στα πλαίσια μιας δεδομένης οικονομικής βάσης, ιδεολογιών, οι οποίες «οργανώνουν και κινητοποιούν» τις ανθρώπινες μάζες.  Γι’ αυτό και γράφει: «Η ανάλυση αυτών των ισχυρισμών πιστεύω ότι επιφέρει την ενίσχυση της έννοιας «ιστορικό μπλοκ», στο οποίο ακριβώς οι υλικές δυνάμεις είναι το περιεχόμενο και οι ιδεολογίες η μορφή, μια διάκριση μορφής και περιεχομένου καθαρά για παιδαγωγικούς λόγους, γιατί οι υλικές δυνάμεις δεν μπορούν να νοηθούν χωρίς μορφή και οι ιδεολογίες θα ήταν ατομικές ιδιοτροπίες χωρίς τις υλικές δυνάμεις»(Τ.7, σ.21).

Ιδεολογίες και οικονομικές δυνάμεις εμφανίζονται, συνεπώς, συνδεδεμένες και διαρθρωμένες σε μια αδιάσπαστη ιστορική- συγκεκριμένη σχέση με την οποία ξεπερνιέται η για παιδαγωγικούς λόγους διάκριση των δυο τους, δηλαδή η μεταφορά με όρους πολιτικής μηχανικής «δομή / εποικοδόμημα».

Μεταφορά που είναι έγκυρη από σκοπιά επεξηγηματική και αναγνωρισιμότητας, δεδομένου ότι βοηθά στην κατανόηση της σχέσης μεταξύ δύο εννοιών, μα δυστυχώς ερμηνεύεται με λανθασμένο τρόπο από πολλούς εκχυδαϊστές του μαρξισμού που, ερμηνεύοντάς τη κατά το πρότυπο της σχέσης μεταξύ «θεμελίων» και «ανυψωμάτων», είδαν μόνο μια αντανάκλαση και μια σχέση μιας μόνο κατεύθυνσης μεταξύ των «ορόφων», καταλήγοντας στο να ενισχύουν την άποψη ότι το εποικοδόμημα συμπεριφέρεται με τρόπο παθητικό ή αδιάφορο αναφορικά με τη δομή, η οποία θεωρείται από αυτούς ως η μόνη ενεργή δύναμη.

Μια μεταφορά περιορισμένη αν γίνεται αντιληπτή ως μια έκφραση μιας διχοτομίας, από τη στιγμή που αυτά τα δύο δεν γίνεται να υπάρξουν ξεχωριστά, όπως και δεν μπορεί να υπάρξει μια τάξη που κατέχει την εξουσία μόνο επειδή επιβάλει παραγωγικές σχέσεις χωρίς να φέρει αξίες, κουλτούρα, πολιτικές, δικαστικές ιδέες και ιδέες ηθικής και αισθητικής.

Για την κατανόηση κοινωνικών πτυχών, εκδηλώσεων και σχέσεων- είτε αυτών που προκύπτουν από το προτσές της υλικής παραγωγής, είτε αυτών που έρχονται από τις ιδέες και τους θεσμούς που δημιουργεί η κυρίαρχη και οι υποδεέστερες τάξεις- ο Γκράμσι τίθεται από την οπτική γωνία όπου «όλα είναι συνδεδεμένα» που του επιτρέπει να ξεπεράσει την μηχανιστική και ντετερμινιστική αντίληψη του δεσμού μεταξύ οικονομικής βάσης και δημιουργιών στο εποικοδόμημα.

Το «ιστορικό μπλοκ» δεν μπορεί, επομένως, να γίνει κατανοητό στη βάση μιας χρονολογικής διαδοχής φαινομένων, μιας συναρμολόγησης ή μιας μηχανιστικής αντιπαραβολής «θεμελιωδών στοιχείων» και «στοιχείων του εποικοδομήματος», όπως για παράδειγμα στην ξεπερασμένη αντίληψη για τον ανθρώπινο οργανισμό που μιλούσε για τον δυαδισμό ψυχή-σώμα αλλά όχι για βιοψυχική ενότητα.

Ακολουθώντας τον ρου της σκέψης αυτής, ο Γκράμσι προχωρά στη χρησιμοποίηση της έννοιας «ιστορικό μπλοκ», με τη φιλοσοφική της έννοια, για την κατανόηση της φύσης της ίδιας της ανθρώπινης προσωπικότητας, η οποία είναι και κοινωνική και ατομική, και την αξίας της πολιτικής.

Εξ ου και «Ο άνθρωπος πρέπει να γίνεται αντιληπτός ως ένα ιστορικό μπλοκ στοιχείων καθαρά ατομικών και υποκειμενικών και στοιχείων μαζικών και αντικειμενικών και υλικών με τα οποία το άτομο βρίσκεται σε ενεργή σχέση. Το να μετασχηματίζουμε τον εξωτερικό κόσμο, τις γενικές σχέσεις, σημαίνει να ενισχύουμε τον ίδιο μας τον εαυτό, να αναπτύσσουμε τον ίδιο μας τον εαυτό…Γι’ αυτό μπορούμε να πούμε ότι ο άνθρωπος είναι ουσιαστικά «πολιτικός», γιατί η δραστηριότητα για το μετασχηματισμό και τη συνειδητή καθοδήγηση των άλλων ανθρώπων πραγματώνει τον «ανθρωπ-ισμό» του, την «ανθρώπινη φύση» του». (Τ.10, σ.48).

 

 

Η έννοια «ιστορικό μπλοκ» χρησιμεύει για την αποφυγή σοβαρών λαθών

 

 

Είδαμε πώς χάρη στην έννοια «ιστορικό μπλοκ» ο Γκράμσι αποφεύγει να προνομοποιήσει απριοριστικά το ένα ή το άλλο από τα συστατικά του στοιχεία, που βρίσκονται σε σχέση αδιάσπαστης σύνδεσης, και των οποίων η ανάπτυξη είναι απαραιτήτως αμοιβαία και αλληλοεξαρτώμενη.

Η άγνοια αυτής της σχέσης που διατρέχει αυτά τα δύο στοιχεία, η υποτίμηση της οργανικής φύσης μιας τέτοιας σχέσης, η μη αντίληψη της διαλεκτικής ενότητας μεταξύ οικονομίας και πολιτικής, επιφέρουν σοβαρά πολιτικά σφάλματα που πρέπει να αντιπαλέψουμε και για τα οποία ο Γκράμσι επιμένει συχνά στα Τετράδια.

Μπορούμε να μιλήσουμε για αυτά αναλυτικά:

 

 

α) Οικονομισμός, Παραγωγικισμός

 

 

Η κριτική στον οικονομισμό είναι μια από τις δύο «φλέβες» που διαπερνούν όλα τα Τετράδια και συντίθεται εντός της έννοιας «ιστορικό μπλοκ». Βασική πτυχή αυτού του σφάλματος (οικονομισμός) έγκειται στο ότι αντιλαμβάνεται μηχανιστικά τη σχέση μεταξύ βάσης και εποικοδομήματος, που κατά το Γκράμσι είναι συνώνυμο του «πρωτόγονου παιδιαρισμού»(Τ.7, σ.24).

Κατά τη λογική του οικονομισμού, το εποικοδόμημα (δηλαδή, η ανθρώπινη θέληση, η υποκειμενικότητα, η πολιτική, η ιδεολογία) απορροφάται και πλήρως «διαλύεται»-διαχέεται στη δομή. Πολιτική και ιδεολογία περιορίζονται μόνο στην οικονομική σφαίρα, η κίνησή τους καθίσταται άμεση εκδήλωση της κίνησης της οικονομικής βάσης, η δημιουργία εξαντλείται μέσα στην παραγωγή μόνο, απομονωμένη από οτιδήποτε άλλο. Από αυτό προκύπτουν οι θεωρητικές παρεκκλίσεις, σύμφωνα με τις οποίες η πτώση της αστικής κυριαρχίας θα επέλθει ως αυτόματη αντανάκλαση των οικονομικών αντιθέσεων, της τεχνικής- επιστημονικής ανάπτυξης κλπ που συνιστούν διαστρεβλώσεις και παραποιήσεις της διαλεκτικής του Πραγματικού.

Σε πολιτικό επίπεδο, ο οικονομισμός εκδηλώνεται συνήθως με δύο τάσεις που επιφανειακά εμφανίζονται αντιτιθέμενες: το συνδικαλισμό και τον τυχοδιωκτισμό. Στην πρώτη περίπτωση, ο περιορισμός της δραστηριότητας μόνο στο πεδίο της οικονομικής βάσης οδηγεί σε μια πλήρη απουσία επαναστατικής πολιτικής πρωτοβουλίας. Στη δεύτερη περίπτωση, χωρίς οποιαδήποτε οργανική ανάλυση του ιστορικού μπλοκ και βασίζοντας τη δράση τους μόνο στις οικονομικές τάσεις ανάπτυξης, οι επαναστατικές πρωτοπορίες καταλήγουν στο να «εισέρχονται στο έδαφος του εχθρού» απομονωμένες από τις μάζες.

Π.χ. αυτή η δεύτερη τάση προκύπτει συχνά από μια «καταστροφική» ανάγνωση της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης από όπου συνάγουν μηχανιστικά επιπτώσεις και αποτελέσματα στο πολιτικό επίπεδο. Σε αυτές τις βάσεις δικαιολογείται η αφηρημένη υιοθέτηση, δηλαδή εκτός των συγκεκριμένων ιστορικών συνθηκών, συγκεκριμένων μορφών αγώνα και οργάνωσης.

Στην πραγματικότητα, στη σφαίρα του εποικοδομήματος- και ειδικότερα στην πολιτική σφαίρα- αντανακλώνται οι τάσεις ανάπτυξης της οικονομικής βάσης, δηλαδή το σύνολο των σχέσεων της κοινωνικής παραγωγής. Γι’ αυτό ο Γκράμσι παίρνει ευθέως θέση ενάντια στην «απαίτηση (που παρουσιάζεται ως ένα βασικό αξίωμα του ιστορικού υλισμού) να παρουσιάζουμε και να εκθέτουμε κάθε μεταβολή στην πολιτική και την ιδεολογία ως μια άμεση έκφραση της δομής» (Τ.7,σ.24). Και προσθέτει ότι οι υπαρκτές τάσεις ανάπτυξης «δεν είναι δεδομένο ότι πρέπει απαραιτήτως να πραγματώνονται»(Τ.7, ν.24). Με αυτό, μπορεί εύκολα να καταλάβει κανείς τη σημασία που έχει για τους κομμουνιστές να βασίζουν τη δράση τους στην ανάλυση της πραγματικής κίνησης και όχι στον αυστηρό καθορισμό μεταξύ πολιτικής και οικονομικής ιστορίας (η θεώρηση της οποίας, επεσήμαινε ο Ένγκελς, δεν μπορεί ποτέ να είναι «σύγχρονη»), στην ικανότητα να βασίζονται στο πιο ευνοϊκό έδαφος που δημιουργούν διάφορα γεγονότα και όχι στον αυτοματισμό οικονομική κρίση- επανάσταση (αξίζει να σημειωθεί ότι αυτές οι παρατηρήσεις γράφτηκαν λίγο καιρό μετά το κραχ του ’29).

 

 

β) Δογματισμός, Ιδεολογισμός

 

 

Κριτικάροντας το οικονομίστικο σφάλμα, ο Γκράμσι δεν παραλείπει να επιστήσει την προσοχή ενάντια στην θεωρητική του αντανάκλαση: τον «σχολαστικό δογματισμό», τον ιδεολογισμό, που προκαλεί συνέπειες εξίσου επικίνδυνες.

Κατά τον καθορισμό της έννοιας «ιστορικό μπλοκ» ο Γκράμσι εστιάζει την προσοχή στο γεγονός ότι αυτό εξαρτάται από μια διαλεκτική ενότητα υποδομής και εποικοδομήματος, στην αμοιβαιότητα μεταξύ αυτών των δύο. Επομένως, είναι λάθος για όποιον υποπίπτει σε καθαρά θεωρητικές συμπεριφορές που αρνούνται την πραγματικότητα της δομής, τα πρακτικά και υλικά γεγονότα, την πολυπλοκότητα της πραγματικής ζωής. Αυτό το σφάλμα είναι μια κληρονομιά της θεωρητικής αδυναμίας του ιταλικού κομμουνιστικού κινήματος, από το οποίο έλειπε, πριν το Γκράμσι, μια κατάλληλη αντίληψη της ιστορικής κίνησης, η ικανότητα να αξιολογεί τις τροποποιήσεις του συσχετισμού δυνάμεων, τις συγκεκριμένες εξελίξεις από την πορεία των οικονομικών και πολιτικών αγώνων, παραμένοντας κολλημένο σε έναν μηχανιστικό φαταλισμό.

Όπως έχουμε ήδη υπαινιχθεί, η έννοια «ιστορικό μπλοκ» στο Γκράμσι είναι ευθέως συνδεδεμένη με την πολιτική πρωτοβουλία. Σε αυτή τη βάση, ο Γκράμσι κάνει το κομμουνιστικό κίνημα να προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα., ερχόμενο σε ρίξει με μια παράδοση θεωρητικής και διανοουμενίστικης αφηρημάδας εννοιών, μιας παιδιάστικης αισιοδοξίας, ενός καθαρού προπαγανδισμού και ενός συνδικαλιστικού περιορισμού.  Αν θέλουμε να μετασχηματίσουμε τον κόσμο πρέπει να κάνουμε επαναστατική πολιτική. Και αυτό σημαίνει να παρεμβαίνουμε στο επίπεδο του δεσμού μεταξύ δομής και εποικοδομημάτων, εκεί όπου τίθενται τα μεγάλα προβλήματα της κοινωνίας, ενώνοντας σκέψη και δράση, μέθοδο και λενινιστικό στυλ δουλειάς, για να δημιουργήσουμε ένα νέο ιστορικό μπλοκ που έχει καταστεί απαραίτητο από την ανάπτυξη των αντιθέσεων μεταξύ των παραγωγικών δυνάμεων και των αστικών σχέσεων παραγωγής.

 

 

γ) Απλοποίηση, Σχηματοποίηση, Επιφανειακότητα

 

 

Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του λενινισμού έγκειται στη συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης και στον εντοπισμό-καθορισμό των σχετικών καθηκόντων. Δηλαδή, στην ικανότητα να εφαρμόζουμε με διαλεκτική μέθοδο, τις επιστημονικές κατηγορίες της επαναστατικής θεωρίας σε μια συγκεκριμένη κοινωνία, με τον τρόπο όπου η τελευταία σχηματίζεται- διαμορφώνεται στις διάφορες περιόδους και τις διαφορετικές εθνικές πραγματικότητες, χωρίς να υποπίπτουμε σε μια νέα «φιλοσοφία της ιστορίας» που να διατείνεται ότι εμπεριέχεται σε αυτή το κλειδί του ιστορικού γίγνεσθαι.

Εδώ βρίσκεται όλη η σημασία της έννοιας «ιστορικό μπλοκ», που αναδεικνύει την αναγκαιότητα για τους επαναστάτες να μελετούν με τρόπο επιστημονικό την πραγματική του σύνθεση και διάρθρωση, τη συνέπειά του και την κίνηση, να εντοπίζουν και να απομονώνουν επακριβώς τις δράσεις και τις σχέσεις στη δομή και το εποικοδόμημα, να διακρίνουν τις οργανικές από τις περιστασιακές, να διακρίνουν τη μορφή τους και το πλαίσιο στο οποίο βρίσκονται, να προσδιορίζουν επακριβώς όλα τα στοιχεία της πολιτικής κοινωνίας που διεξάγουν λειτουργίες βασικές, να εντοπίζουν τα σημεία μειωμένης αντίστασης στα οποία μπορούμε να επιτεθούμε και να επωφεληθούμε από ευνοϊκές συνθήκες για να κάνουμε να προχωρήσει η προλεταριακή επανάσταση. Είναι αυτό ένα καθήκον άμεσα σχετιζόμενο με την ανάπτυξη και την επιβεβαίωση της καθοδηγητικής ικανότητας των κομμουνιστικών κομμάτων, τόσο με την έννοια της στρατηγικής, όσο και με την έννοια της τακτικής, που πρέπει να βασίζονται σε μια αυστηρή ανάλυση των πραγματικών ιστορικών περιστάσεων, των υπαρκτών ταξικών σχέσεων, με δυο λόγια, του ιστορικού μπλοκ του οποίου αποτελούν τμήμα, και όχι να βασίζονται στις επιθυμίες ή στις μηχανιστικές μεταφορές μοντέλων «παγκόσμιας εμβέλειας».

Η σημασία της κοινωνικής ιστορίας, στην πραγματικότητα, αντιστέκεται στον περιορισμό της σε φόρμουλες: δεν μπορεί να νοηθεί ως απλή, γραμμική και αντικειμενική ανάπτυξη των κοινωνικών σχέσεων ή ως καθαρή ποσοτική και επαναλαμβανόμενη ανάπτυξη οικονομικών και κοινωνικών αγώνων. Η πρακτική στην οποία βασίζεται ο ιστορικός-διαλεκτικός υλισμός δεν μπορεί να σχηματοποιείται, να αλγοριθμοποιείται, να κλωνοποιείται. Η ίδια η ασταμάτητη πάλη μεταξύ των κοινωνικών τάξεων, η κινητήρια δύναμη της ιστορίας ως τον κομμουνισμό, είναι ένα φαινόμενο εξαιρετικά ποικίλο, πολύμορφο και σύνθετο, στο εσωτερικό του οποίου είναι εφικτό να βρούμε το έδαφος για τη χειραφέτηση της τάξης των μισθωτών και, μαζί με αυτή, ολόκληρης της ανθρωπότητας.

Αυτό έχει σημαντικές συνέπειες και στο πεδίο της πολιτικής πρωτοβουλίας. Αν μπορούμε να προβλέψουμε επιστημονικά την πάλη μεταξύ των τάξεων, δεν είναι εφικτό να προβλέψουμε «στο εργαστήριο» τις μεμονωμένες συγκεκριμένες στιγμές της πάλης αυτής, που είναι ο καρπός εχθρικών δυνάμεων ευρισκόμενων σε συνεχή κίνηση, και που ποτέ δεν μπορούν να περιοριστούν σε συγκεκριμένες ποσότητες και ποιότητες.

Το υπαρκτό επαναστατικό ταξικό δυναμικό μπορεί, επομένως, να είναι κατανοητό μόνο εντός της σχέσης θεωρίας- πράξης- θεωρίας και μπορεί να χρησιμοποιηθεί από πολιτικές δυνάμεις τοποθετημένες συγκεκριμένα, που έχουν στην ιδεολογική προετοιμασία το όπλο που θα φέρει τη νίκη, που είναι ικανό να προσανατολίσει και να καθοδηγήσει τις μάζες σε κάθε περίσταση.

 

 

δ) Βολονταρισμός

 

 

Η αντίθεση των ντετερμινιστικών θέσεων, των θέσεων αναμονής και των φαταλιστικών θέσεων που είναι παρούσες στο κομμουνιστικό και εργατικό κίνημα συχνά αντιπροσωπεύονταν από έναν ιδεαλιστικό και ακραίο βολονταρισμό. Αυτός αποτέλεσε μερικές φορές ένα υποκατάστατο της καθυστέρησης και της παθητικότητας, μα, πάνω απ’ όλα, προξένησε ζημιές και προκάλεσε σοβαρούς κινδύνους, διαμορφούμενος ως ένα στοιχείο ξένο προς την προλεταριακή πολιτική.

Πόσες φορές δεν είδαμε αεριτζίδικα σχέδια σε πολιτικό και συνδικαλιστικό πεδίο; Πόσες φορές ο ακτιβισμός δεν τελείωνε σε αυτόν; Η εξύμνηση του υποκειμενικού στοιχείου είναι κάτι άλλο από εκδήλωση πολιτικής αδυναμίας και θεωρητικής σύγχυσης;

Αυτή η στάση απέναντι στο βολονταρισμό, συνήθως ατομικό, είναι τυπική σε μια χώρα σαν την Ιταλία, που χαρακτηρίζεται από έναν σημαντικό βαθμό αποπολιτικοποίησης και παραδοσιακής παθητικότητας των ευρέων μαζών (που προέρχονται από την ξένη κατοχή πολλών αιώνων, από την παρουσία της Εκκλησίας, κλπ) και από την υπεραφθονία «ανήσυχων» μικροαστικών ή α-ταξικών στοιχείων, «υπερανθρώπων», που πάντοτε αξιοποιούνται ή γίνονται αντικείμενο διαχείρισης από κέντρα οικονομικής εξουσίας και από αστικούς πολιτικούς σχηματισμούς.

Ο Γκράμσι εξήγησε τη φύση αυτού του φαινομένου και με σφοδρότητα το αντιπάλεψε. Η κριτική του διαυγώς διάκρινε «τις πρωτοπορίες και τους θαρραλέους, ως εξειδικευμένες λειτουργίες σύνθετων και κανονικών οργανισμών»(Τ.14, σ.18) από τις «ελίτ που εξαντλούνται σε αυτές, χωρίς να θέτουν στις ίδιες το πρόβλημα να γίνουν οργανικά δεμένες με τις εθνικές μεγάλες μάζες»(Τ.23, σ.25).

Η έννοια «ιστορικό μπλοκ», δηλαδή η ενότητα στοιχείων της δομής και των εποικοδομημάτων, η κατανόηση της σχέσης κόμμα- μάζες ως ο βασικός πυρήνας της κομμουνιστικής δράσης, έχουν συμβάλει καθοριστικά στην κριτική στο βολονταρισμό και τη διόρθωση αυτής της παρέκκλισης.

Η ανθρώπινη θέληση, η υποκειμενικότητα, για να είναι στοιχείο που προωθεί την ιστορική ανάπτυξη πρέπει να εφαρμόζεται στις αντικειμενικές συνθήκες, χωρίς ποτέ να χάνει την επαφή με τις μάζες. Με αυτή την έννοια, το ιστορικό μπλοκ λαμβάνει ένα χαρακτήρα δημιουργίας ενός καθήκοντος όχι ατομικού αλλά συλλογικού, που πρέπει να πραγματοποιηθεί στη βάση της οικοδόμησης της ταξικής οργάνωσης.  Όχι βολονταρισμός, λοιπόν, αλλά θέληση, που, με τη μαρξιστική-λενινιστική έννοια, σημαίνει συνειδητοποίηση σκοπών, εμβριθής μελέτη των συνθηκών όπου δρούμε και προσεκτική συνειδητοποίηση της δύναμής μας και των κατάλληλων μέσων για να την εκφράσουμε στον αγώνα.

Το ζήτημα των συμμαχιών και το ιστορικό μπλοκ

Είναι αναγκαίο να σταθούμε στη σημασία του «ιστορικού μπλοκ» ως έκφρασης του ζητήματος των συμμαχιών, λόγω της σπουδαιότητάς του.

Πρώτα από όλα, πρέπει να σημειώσουμε ότι το «ιστορικό μπλοκ» δεν μπορεί απλοϊκά να επιτευχθεί, στη θεωρία αλλά και στην πράξη, ως αποτέλεσμα της σύνθεσης οντοτήτων όπως «εργατική τάξη» και «αγροτική τάξη». Το να περιορίζει κανείς την έννοια «ιστορικό μπλοκ» στην έννοια των σχέσεων μεταξύ τάξεων, θα σήμαινε πως μετέφερε το περιεχόμενο του ιστορικού μπλοκ μόνο στο επίπεδο της δομής, αγνοώντας το ρόλο των εποικοδομημάτων, που όπως είδαμε είναι συστατικό και απαραίτητο τμήμα του.

Επομένως, το «ιστορικό μπλοκ» δεν μπορεί να συγχέεται ή να περιορίζεται σε μια «συμμαχία» διαφορετικών τάξεων, παρότι μια ισχυρή συμμαχία μεταξύ διαφορετικών κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων είναι πάντα ένα απαραίτητο στοιχείο ενός συγκεκριμένου «ιστορικού μπλοκ».

Ένα καθορισμένο ιστορικό μπλοκ εκφράζει αναμφίβολα τον τρόπο με τον οποίο μια ηγεμονούσα κοινωνική δύναμη  εντός ενός τοπικού πλαισίου, εθνικού ή διεθνούς, καταφέρνει να κατακτήσει και να εδραιώσει την κυριαρχία της, καθορίζοντας ένα σύστημα συμμαχιών με τις συμμαχούσες κοινωνικές δυνάμεις.

Ταυτόχρονα αντιπροσωπεύει κάτι πολύ παραπάνω από αυτό, γιατί δείχνει τόσο την αποτελεσματική ολοκλήρωση μιας ποικιλίας κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων, όσο και την ικανότητα να εμποδίσει τις εχθρικές τάξεις να οργανωθούν για να δημιουργήσουν ένα νέο ιστορικό μπλοκ. Συνεπάγεται όλο αυτό μια σχέση μεταξύ δομής και εποικοδομημάτων.

Ο Γκράμσι, με την έννοια «ιστορικό μπλοκ», κατανοεί το βάρος και τη λειτουργία που οι ενδιάμεσες ομάδες έχουν στην κοινωνική πραγματικότητα (συγκεκριμένα εκείνη της Ιταλίας και της Δύσης), την ακατάπαυστη παρουσία και μετασχηματισμό τους σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο: αναδεικνύει τις αντιθέσεις τους και τις δυνατότητές τους, αν βρίσκονται στο πλαίσιο της ηγεσίας του προλεταριάτου.

Πιο αναλυτικά, αυτή η πτυχή του ιστορικού μπλοκ προκύπτει από τη διαπίστωση ότι η πάλη των τάξεων, ειδικά σε πολιτικό επίπεδο, δεν αναπτύσσεται μόνο ως σύγκρουση δύο ανταγωνιστικών τάξεων, αλλά ως σύγκρουση μεταξύ δύο αστερισμών δυνάμεων, με καθένα εξ αυτών να αποτελείται από μια βασική τάξη και από άλλες κοινωνικές τάξεις και στρώματα διαρθρωμένα με τρόπο περισσότερο ή λιγότερο οργανικό στο εσωτερικό ενός συνασπισμού, η στερεότητα του οποίου εξαρτάται από διάφορους παράγοντες.

Απέναντι από το ιστορικό μπλοκ που αποτελείται από την τάξη που κατέχει τα μέσα παραγωγής, τείνει, επομένως, να σχηματιστεί ένα μπλοκ το οποίο διευθύνει η πιο επαναστατική τάξη, που φιλοδοξεί να κατακτήσει την εξουσία και να εγκαθιδρύσει την πολιτικο-ιδεολογική ηγεσία της σε όλη την κοινωνία (δικτατορία του προλεταριάτου) ως μεταβατικό στάδιο για να τεθεί τέλος στην ταξική κυριαρχία.

Η σωστή ερμηνεία του μαρξισμού και η κατοχή του λενινισμού επιτρέπουν στο Γκράμσι να θέσει τις βάσεις μιας ανάλυσης του ιστορικού μπλοκ που συγκεκριμένα σχηματίστηκε στην Ιταλία κατά το προτσές της παλιγγενεσίας (το βιομηχανικό-αγροτικό που εμπόδισε κάθε συμμετοχή των ευρέων μαζών) και να θέσει τα θεμέλια μιας κατάλληλης σχετικής επαναστατικής στρατηγικής, που παρουσιάζει χαρακτηριστικά και προβλήματα τέτοια στα οποία αναφερόταν ο Λένιν όταν έλεγε ότι «από εμάς για εμάς ήταν πιο εύκολο να ξεκινήσουμε, για εσάς θα είναι πιο εύκολο να συνεχίσετε».

Ο Γκράμσι υποστηρίζει ότι στο ιστορικό μπλοκ όπου κυριαρχεί η αστική τάξη, και που αποτελείται από τη συμμαχία μεταξύ των βιομηχάνων του Βορρά και των μεγαλοϊδιοκτητών γης του Νότου, πρέπει να αντιπαραθέσουμε τη συμμαχία μεταξύ των εργατών του Βορρά και των φτωχών αγροτών του Νότου και του Βορρά.

Στο τελευταίο του χειρόγραφο που συνέταξε ελεύθερος, «Διάφορα Θέματα για το Ζήτημα του Νότου», το 1926 (που παρέμεινε ανολοκλήρωτο), ισχυριζόταν ότι το προλεταριάτο «μπορεί να γίνει ηγετική και κυρίαρχη τάξη στο βαθμό κατά τον οποίο κατορθώνει να δημιουργήσει ένα σύστημα ταξικών συμμαχιών που θα του επιτρέπει να κινητοποιεί ενάντια στον καπιταλισμό και το αστικό Κράτος την πλειοψηφία του εργαζόμενου πληθυσμού, κάτι που σημαίνει ότι στην Ιταλία, στο συγκεκριμένο υπαρκτό ταξικό συσχετισμό, στο βαθμό που καταφέρνει να αποκτήσει τη συγκατάθεση των αγροτικών μαζών».

Είναι σημαντικό το ότι σε μια σειρά διαλέξεων κατάρτισης που πραγματοποίησε για τους συγκρατούμενους συντρόφους του, ο Γκράμσι υποστήριζε ότι για να επιλυθούν τα προβλήματα που προκαλούσε στην Ιταλία ο παράνομος αγώνας ενάντια στο φασισμό, χρειαζόταν

α) να συνειδητοποιηθεί ότι και στις πιο ευνοϊκές συνθήκες το κόμμα μπορεί να βασίζεται σε 6.000 μέλη, β) ότι η πιο κατάλληλη τακτική δεν ήταν εκείνη του σεχταριστικού απομονωτισμού, αλλά η αναζήτηση ταξικών συμμαχιών, γ) ότι οι αγρότες και οι μικροαστοί είναι απαραίτητοι για την προώθηση ενός ευρύτατου λαϊκού αντιφασιστικού κινήματος.

Θεμέλιο του νέου ιστορικού μπλοκ είναι η ικανότητα της εργατικής τάξης να πάρει με το μέρος της τους αγρότες και, προοδευτικά, όλες τις υποδεέστερες τάξεις, κάνοντας ως βασικό στήριγμα το κόμμα, ως την επαναστατική πρωτοπορία και οργανωτικό κέντρο μιας διαρθρωμένης δράσης καθοδήγησης και ανασύνθεσης. Μια λειτουργία, δηλαδή, με την οποία ο Γκράμσι σκόπευε να «προδώσει» το λενινισμό στις συγκεκριμένες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που είχε να αντιμετωπίσει, από τη στιγμή που θεωρούσε αδύνατη και χρεωκοπημένη μια απλή επανάληψη της σοβιετικής εμπειρίας.

Κατά το Γκράμσι, η αναδυόμενη τάξη μπορεί να καταφέρει το σκοπό της αν καταφέρει να απεκδυθεί κάθε συντεχνιακού καταλοίπου, δημιουργώντας, ως εκ τούτου, τις συνθήκες για τη δημιουργία ενός συστήματος συμμαχιών τάξεων που θα της επέτρεπε να κινητοποιήσει ενάντια στο Κεφάλαιο και το αστικό Κράτος την πλειοψηφία του εργαζόμενου πληθυσμού και να τεθεί ως ηγεμονική τάξη.

Με αυτό τον τρόπο, το προλεταριάτο της πόλης, ο σύγχρονος πρωταγωνιστής της ιστορίας της Ιταλίας, θα μπορεί να καταστρέψει το μπλοκ που αποτελούν οι βιομήχανοι του Βορρά και οι ιδιοκτήτες γης του Νότου, φτάνοντας στο να είναι η ηγεμονούσα τάξη, και οικοδομώντας το σοσιαλισμό, στη βάση μιας ισχυρής και διαρκούς συμμαχίας με τις πολυάριθμες μη προλεταριακές αλλά εργαζόμενες τάξεις και στρώματα (μισοπρολετάριοι, φτωχοί αγρότες, μικροβιοτέχνες και έμποροι, υπάλληλοι, διανοούμενοι, κλπ). Το νέο ιστορικό μπλοκ δεν θα μπορεί, ωστόσο, να αγνοήσει την εθελοντική συγκατάθεση της κοινωνικής του βάσης, χωρίς την οποία δεν θα μπορεί να παράγει και να αναπαράγει την ηγεμονία.

Πρόκειται, δηλαδή, για το σχηματισμό μιας ενότητας διαφορετικών κοινωνικών δυνάμεων, όχι ομοιογενών (που έχουν αποκλίνοντα συμφέροντα), που είναι στη βάση της νέας κοινωνικής τάξης πραγμάτων. Αυτή η νέα ιστορική ενότητα, κατά το Γκράμσι, πρέπει να πραγματοποιηθεί και να κρατηθεί όχι μόνο στη βάση της οικονομικής συνεργασίας, αλλά διαμέσου μιας πολιτικής, μιας κουλτούρας και μιας διάδοσης της προλεταριακής ιδεολογίας που θα εμποδίσουν αυτές τις αντιθέσεις συμφερόντων και τις προστριβές- που είναι μόνιμες ακόμα και αν είναι λανθάνουσες- να εκραγούν, προκαλώντας την αποσύνθεση ολόκληρου του συστήματος εξουσίας.

Η πάλη για την ηγεμονία, κατά το Γκράμσι, πρέπει να υπάρχει σε όλες τις σφαίρες της ταξικής πάλης: την οικονομική, την πολιτική, την ιδεολογική, συνεπώς, τόσο τις κοινωνικές παραγωγικές σχέσεις (την οικονομική βάση), όσο και τα εποικοδομήματα όπου αντανακλώνται αυτές οι σχέσεις. Η νομιμοποίηση του ηγεμονικού ρόλου μιας κοινωνικής τάξης δεν μπορεί, στην πραγματικότητα, να πραγματοποιηθεί χωρίς τη μαζική συνεργασία που κατακτάται χάρη στην ικανοποίηση των αυξανόμενων υλικών αναγκών και των αναγκών λόγω της πνευματικής και ηθικής ανόδου της ζωής.

Αυτό μας οδηγεί στο να συμπεράνουμε πως, για το Γκράμσι, το ζήτημα των συμμαχιών τάξεων ήταν αποφασιστικό, δεδομένου ότι η εργατική τάξη, χωρίς την απόκτηση συμμάχων, δεν μπορεί να δώσει ζωή σε κανένα σοβαρό επαναστατικό κίνημα Ωστόσο, με την ιδέα περί «ιστορικού μπλοκ» αυτός το υπερβαίνει κατά πολύ, από τη στιγμή που σε αυτή την ιδέα συνυπάρχουν η ιδέα της ηγεμονίας, της συμμαχίας τάξεων και του «κοινωνικού μπλοκ και μπλοκ κουλτούρας», χωρίς να περιορίζεται σε μια μόνο πτυχή.

 

 

Ιστορικό μπλοκ και ηγεμονία

 

 

Το ζήτημα των συμμαχιών για την οικοδόμηση ενός νέου ιστορικού μπλοκ μάς οδηγεί απευθείας στο ζήτημα της ηγετικής ικανότητας της εργατικής τάξης, δηλαδή, στο ζήτημα της ηγεμονίας.

Είναι γνωστός ο ισχυρισμός του Γκράμσι, σύμφωνα με τον οποίο το επαναστατικό προλεταριάτο πρέπει να ηγείται πριν ακόμα πάρει την εξουσία, κάτι που ερμηνεύτηκε από ρεβιζιονιστές και ρεφορμιστές με τρόπο ώστε να δικαιολογηθεί η άρνηση εκ μέρους τους της δικτατορίας του προλεταριάτου, η νομιμοποίηση και η δικαιολόγηση της πολιτικής της ταξικής συνεργασίας.

Μα μπορούμε να περιορίσουμε την ηγετική ικανότητα του προλεταριάτου και του κόμματός του μόνο στο πεδίο της κουλτούρας; Και τι σημαίνει, άραγε, να ηγείται κανείς;

Ο Γκράμσι ανέπτυξε, ως ηγέτης του ΚΚΙ, πρώτα, και ως φυλακισμένος του φασισμού, έπειτα, μια άποψη για το πολιτικό κόμμα βασισμένη στην ικανότητά του να ενοποιεί και να κινητοποιεί συγκεκριμένα τις μεγάλες μάζες του προλεταριάτου και τις συναφείς και συμμαχικές ομάδες (τους μισοπρολετάριους, τους φτωχούς αγρότες, τα κατώτερα μικροαστικά στρώματα κλπ).

Αυτό είναι μια απαραίτητη προϋπόθεση για να επωφεληθεί από την κρίση της αστικής τάξης, που πρέπει να πραγματοποιηθεί κυρίως σε πολιτικό επίπεδο. Πρόκειται, συνεπώς, για μια λειτουργία μερικής και περιορισμένης ηγεμονίας στο δικό της πεδίο, επί των κατώτερων τάξεων, και επί ενός τμήματος των εχθρικών τάξεων (ικανότητα να διαλύσουμε το πνευματικό τους μπλοκ) που είναι προϋπόθεση για την κατάκτηση της εξουσίας και, επομένως, για την άσκηση ηγεμονίας επί όλης της κοινωνίας.  Πίσω από αυτή τη στρατηγική ο Γκράμσι σίγουρα εφιστά μεγάλη προσοχή  στο ρόλο των άλλων εποικοδομημάτων. Είναι ξεκάθαρα προφανές ότι κάθε επανάσταση αναπτύσσεται όχι μόνο χάρη σε μια σωστή πολιτική ηγεσία (μέρος και αυτή του εποικοδομήματος), αλλά προηγείται αυτής μια «έντονη εργασία κριτικής», αναπτύσσεται με ένα συγκεκριμένο αριθμό ιδεών- δύναμη που δίνουν συνοχή στα συστατικά της κοινωνικά στοιχεία, σημαδεύεται από κινήματα πολιτιστικού χαρακτήρα (κουλτούρας) κλπ. Όπως και είναι εύκολα κατανοητό ότι δεν μπορεί να περιοριστεί το ζήτημα της ηγεμονίας μόνο στις ταξικές σχέσεις στο πλαίσιο της παραγωγής.

Αν δεν υπάρχει μια δύναμη οργανωμένη με τρόπο μόνιμο, έτοιμη να εκμεταλλευτεί κάθε στιγμή οξείας κρίσης της αστικής ηγεμονίας, δεν υπάρχει ικανότητα πολιτικής ηγεσίας, αν δεν υπάρχει ανεξαρτησία, κυρίως ιδεολογική, αν δεν υπάρχει ικανότητα ζυγίσματος, εντός ενός μόνο σχεδίου, των διαφορετικών συμφερόντων, δεν θα είναι δυνατό ούτε και να μιλάμε για σχηματισμό ενός νέου συστήματος ηγεμονίας και ακόμα πιο λίγο μπορεί κανείς να φιλοδοξεί να ηγηθεί ενός νέου ιστορικού μπλοκ.

Μα από αυτό, ως το να υποθέτει κανείς ότι μπορεί να πραγματοποιήσει την ηγεμονία χωρίς να πάρει την εξουσία, ότι μπορεί να σκέφτεται στην πρώτη χωρίς να σκέφτεται τη δεύτερη…υπάρχει μια μεγάλη απόσταση!

Στην πραγματικότητα, το προλεταριάτο μπορεί να αποκτήσει την ηγεμονία επί όλης της κοινωνίας, μπορεί να εξοπλιστεί με ένα μηχανισμό και με εργαλεία διατήρησης της ηγεμονίας, μπορεί να διαμορφώσει πλήρως το δικό του στρώμα διανοουμένων, μόνο μετά την κατάκτηση της κρατικής εξουσίας. Αυτό ο Γκράμσι το είχε κατανοήσει πλήρως και το είχε αναλύσει ήδη στο δοκίμιο για το Ζήτημα του Νότου.

Αυτό μας οδηγεί στο να πούμε ότι η ιδέα περί Ηγεμονίας που βρίσκουμε στο Γκράμσι έχει άμεση μαρξιστική και λενινιστική προέλευση. Η πηγή αυτού που θεωρείται μια από τις πιο σημαντικές δημιουργικές συνεισφορές στην επαναστατική θεωρία, πρέπει να το βρούμε στους κλασικούς, είναι ο ίδιος ο Γκράμσι που το αναφέρει, όταν αισθάνεται απαραίτητο να αναφερθεί επακριβώς στο Μαρξ, στον οποίο «περιλαμβάνεται ο πυρήνας ακόμα και της ηθικοπολιτικής πτυχής της πολιτικής ή η θεωρία της ηγεμονίας και της ομοθυμίας, πέρα από την πτυχή της δύναμης και της οικονομίας»(Τ.10, σ.41).

Εξάλλου, «ο ισχυρισμός του Μαρξ ότι οι άνθρωποι αποκτούν συνείδηση των οικονομικών συγκρούσεων στο πεδίο των ιδεολογιών έχει μια αξία γνωσιολογική και όχι ψυχολογική και ηθική, θα είχε πάντως μια αξία γνωσιολογική και θα έπρεπε να αναγνωρίσουμε τη μέγιστη συνεισφορά του Ιλιτς (σ.σ. Λένιν) στη μαρξιστική φιλοσοφία, στον ιστορικό υλισμό, συνεισφορά γνήσια και δημιουργική. Από αυτή την άποψη, ο Ιλιτς προχώρησε το Μαρξισμό όχι μόνο στην πολιτική θεωρία και την οικονομία, αλλά ακόμα και στη φιλοσοφία (δηλαδή προχωρώντας το πολιτικό δόγμα, προχώρησε και τη φιλοσοφία)»(Τ.4, σ.38).

Επίσης, στο Τετράδιο 7, ο Γκράμσι αποδίδει ρητά στο Λένιν την ιδέα περί Ηγεμονίας: «Έχω υπαινιχθεί αλλού τη φιλοσοφική σπουδαιότητα της ιδέας και του γεγονότος της Ηγεμονίας, που οφείλεται στο Λένιν. Η πραγματοποιηθείσα ηγεμονία σημαίνει την πραγματική κριτική μιας φιλοσοφίας, την πραγματική της διαλεκτική»(Τ.7, σ.33).

Σε μια επόμενη σημείωση, ο Γκράμσι επανέρχεται στην ίδια ιδέα, αναφέροντας τη σπουδαιότητα «της πραγματοποιηθείσας ηγεμονίας», υπό τη μορφή της δικτατορίας του προλεταριάτου, από φιλοσοφική άποψη: «η θεωρητικο-πρακτκή αρχή της ηγεμονίας έχει και αυτή μια γνωσιολογική συνεισφορά και ωστόσο σε αυτό το πεδίο είναι που πρέπει να αναζητήσουμε τη μέγιστη θεωρητική συνεισφορά του Ιλιτς στη φιλοσοφία της πράξης. Ο Ιλιτς προόδευσε πραγματικά τη φιλοσοφία ως φιλοσοφία ακριβώς επειδή προόδευσε το πολιτικό δόγμα και την πρακτική»(Τ.10,ΙΙ).

Με άλλα λόγια: η ηγεμονία του προλεταριάτου πραγματοποιείται με το πάρσιμο της εξουσίας και την οικοδόμηση μιας νέας κοινωνίας: ωστόσο αυτή δεν έχει συνέπειες μόνο στο πεδίο της οικονομίας ή της πολιτικής, αλλά είναι και ένα μεγάλο φιλοσοφικό γεγονός ακριβώς επειδή επιφέρει μια πλήρη μεταρρύθμιση και μια μεγάλη πρόοδο στο επίπεδο των ιδεών, της κουλτούρας, των ηθών, της γνώσης, με μαζικά χαρακτηριστικά. Σε αυτή την ιστορικοπολιτική αντίληψη της ηγεμονίας, ο Γκράμσι αναγνωρίζει την ουσιαστική συνεισφορά του λενινισμού, ως την περαιτέρω ανάπτυξη του μαρξισμού.

Σε αντίθεση με τις ρεβιζιονιστικές υποθέσεις, όταν ο Γκράμσι μιλά για ηγεμονία του προλεταριάτου, έχει πρόθεση να αναφερθεί στη δικτατορία του προλεταριάτου. Για αυτό δεν μπορεί να υπάρχει καμία αμφιβολία. Στο κείμενο για το Ζήτημα του Νότου το 1926, αναφέρει με τρόπο που δεν μπορεί να παρερμηνευτεί, τη σημασία της έννοιας αυτής: «Οι κομμουνιστές του Τορίνο έθεσαν συγκεκριμένα το ζήτημα της «ηγεμονίας του προλεταριάτου», δηλαδή της κοινωνικής βάσης της δικτατορίας του προλεταριάτου και του εργατικού κράτους». Πρόκειται, δηλαδή, για την ίδια αντίληψη περί ηγεμονίας που είχε εκφράσει ο Στάλιν.

Η ηγεμονία κατακτάται μέσω ενός συστήματος ταξικών συμμαχιών, που πραγματοποιείται χάρη στην καθοδηγητική ικανότητα του πολιτικού κόμματος του προλεταριάτου και στη βάση ενός προγράμματος που στόχο έχει την ενεργή προσχώρηση των εκμεταλλευομένων και των καταπιεσμένων. Χάρη σε αυτό κινητοποιούνται ευρείες μάζες (ηγετικός ρόλος) για να αντιπαλευτεί το αστικό κράτος και ο καπιταλισμός, και ακολούθως να οικοδομηθεί ο σοσιαλισμός (ρόλος Ηγεσίας και Κυριαρχίας). Όσο πιο ευρεία είναι η βάση της ηγεμονίας, τόσο πιο σημαντικός είναι ο ρόλος της εργατικής τάξης στο εσωτερικό του ηγεμονικού συστήματος.

Το νέο σύστημα της ηγεμονίας των τάξεων είναι στη βάση της οικοδόμησης και της εδραίωσης του νέου ιστορικού μπλοκ: αυτό έχει σκοπό να διευρύνει την κοινωνική του βάση και την έγκριση των μαζών χάρη σε μια πολιτική ενότητα των συναφών και συμμαχικών με το προλεταριάτο ομάδων, και την ιδεολογική, πολιτιστική (κουλτούρας), και ηθική καθοδήγηση που έχει.

Από πολλά μέρη κατέστη προφανές ότι ο Γκράμσι επιμένει στη σημασία της ιδεολογικής και πολιτιστικής ηγεσίας, γιατί θεωρεί την κατάκτηση της κρατικής εξουσίας και την οικονομική ανωτερότητα ως απαραίτητες προϋποθέσεις, μα όχι από μόνες τους ικανές για την επίτευξη ηγεμονίας και την οικοδόμηση ενός ιστορικού μπλοκ. Σχετικά με αυτή την πτυχή, ο Γκράμσι πραγματικά αποδίδει μεγάλη προσοχή, σε αντίθεση με τις μηχανιστικές και φαταλιστικές ιδέες του οικονομισμού. Αν πράγματι μειώνεται η ικανότητα ιδεολογικο-πολιτικής καθοδήγησης και δημιουργίας ενός μετώπου πολιτιστικού αγώνα (κουλτούρας), περιοριζόμενη μόνο στην κατασταλτική λειτουργία και το ρόλο κυριαρχίας επί των εχθρικών τάξεων (το κράτος-δύναμη), τότε η ηγεμονία μπαίνει σε κρίση και οι άλλες τάξεις εκδηλώνουν τη δική τους ικανότητα ηγεσίας, φιλοδοξώντας να πάρουν την πολιτική εξουσία. Με την κρίση του μηχανισμού Ηγεμονίας μπαίνει σε κρίση και το συγκεκριμένο Ιστορικό Μπλοκ, διαλύεται δηλαδή ο οργανικός δεσμός μεταξύ δομής και υπερδομής.

Δεν χρειάζεται ωστόσο να ξεχνάμε ότι η ηγεμονία κατά το Γκράμσι έχει πάντα μια συγκεκριμένη ταξική βάση (υπάρχει δηλαδή μια βασική τάξη που την ασκεί) και βασίζεται σε μεγάλες ταξικές συμμαχίες που η ευρισκόμενη στην εξουσία τάξη δημιουργεί με άλλες «δευτερεύουσες» κοινωνικές τάξεις και στρώματα, που είναι ουσιαστικές για τη διατήρηση της ηγεμονίας, καθώς και για την εκδίωξη από το σύστημα εξουσίας και τον ιδεολογικό αποκεφαλισμό των εχθρικών τάξεων.

Ο επαναστατικός μετασχηματισμός, κατά το Γκράμσι, είναι πλήρης, ριζικός, είναι μια αλλαγή μπλοκ και όχι μόνο μερικών πτυχών του. Είναι μια πλήρης και βαθιά ρήξη με το παλιό σύστημα κοινωνικών σχέσεων και μια επαναστατική οικοδόμηση ενός νέου συστήματος σχέσεων που αγκαλιάζει το σύνολο των ανθρώπινων σχέσεων, το οποίο σύστημα οικοδομείται μέσω μιας μετωπικής σύγκρουσης που διαπερνά όλες τις πτυχές της ταξικής πάλης. Από αυτή την άποψη, ο Γκράμσι είναι οπαδός  ενός μαρξιστικού «ολοκληρωτισμού» (κι ας αγανακτούν οι «καλόψυχοι» του οπορτουνισμού), του οποίου το νέο ιστορικό μπλοκ είναι η συνέπειά του και η θεωρητικοπολιτική εκδήλωσή του.

Πρέπει πράγματι να επισημανθεί ότι η ηγεμονία περικλείει εντός αυτής το ρόλο Ηγεσίας αλλά και Εξουσίας, δηλαδή την πτυχή ηγεσίας επί των σύμμαχων τάξεων και καταστολής των εχθρικών. Και οι δύο ρόλοι είναι απαραίτητοι για ένα συγκεκριμένο ιστορικό μπλοκ, σε αντίθεση με όσα λένε οι ρεφορμιστές, οι οποίοι διαχωρίζουν και αντιπαραθέτουν  οργανικά τις δύο αυτές πτυχές, για να νομιμοποιήσουν και να διαιωνίσουν την αστική εξουσία.

Αρκεί το ακόλουθο απόσπασμα από τα Τετράδια για να αναδειχτεί η επαναστατική αντίληψη περί Ηγεμονίας του Γκράμσι, και η ταξική της βάση, για να αποκαλύψει για τα καλά τους πολυάριθμους ρεβιζιονιστικούς ισχυρισμούς, που αντιλαμβάνονται την Ηγεμονία μονάχα ως ηγεμονία στην κουλτούρα, που πρέπει να την επεκτείνουμε σε όλη την κοινωνία ενώ είναι ακόμα σε ισχύ  οι καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις: «η ηγεμονία είναι πολιτική, μα επίσης και ειδικά οικονομική, έχει την υλική της βάση στον αποφασιστικό ρόλο που η ηγεμονική συνάθροιση ασκεί στον αποφασιστικό πυρήνα της οικονομικής δραστηριότητας»(Τ.4, σ.38).

Αφού ξεκαθαρίσαμε πως για έναν μαρξιστή οι κυρίαρχες ιδέες δεν μπορούν να είναι κάτι άλλο από τις ιδέες της κυρίαρχης τάξης, το βασικό ζήτημα που πρέπει να κατανοηθεί είναι ότι ο Γκράμσι βλέπει στη δικτατορία του προλεταριάτου, την πολιτική μορφή στην οποία πραγματοποιείται πλήρως η απόκτηση της συγκατάθεσης για το σοσιαλισμό εκ μέρους άλλων κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων. Είναι πράγματι μέσω της διάλυσης του αστικού κρατκού μηχανισμού που πραγματικά βασίζεται μια νέα ηγεμονία και δημιουργείται το «ιστορικό μπλοκ» μεταξύ προοδευτικών κοινωνικών δυνάμεων, χάρη στο ρόλο που διαδραματίζει η εργατική τάξη και η ιδεολογία της.

Όπως είχαμε γράψει στη Scintilla (ν.0, Απρίλης 2007): «Η αναζήτηση μιας ηγεμονίας χωρίς δικτατορία ήταν, κατά το Γκράμσι, ένα σχέδιο γιρονδίνων και σοσοαλδημοκρατών. Είναι ένα σχέδιο που εμείς οι ιταλοί κομμουνιστές γνωρίζουμε αρκετά καλά: είναι αυτό στο οποίο «εργάστηκαν» για δεκαετίες οι ρεβιζιονιστές τολιατικοί πολιτικοί και διανοούμενοι, οδηγώντας το ιταλικό προλεταριάτο στην ήττα, οδηγώντας το μέχρι και στη διάλυση ακόμα και του κόμματος της εργατικής τάξης και το μετασχηματισμό του- μέσο μιας σειράς άδοξων μεταμορφώσεων- σε κόμμα φιλελευθερο-δημοκρατικό».

 

 

Οι ρεβιζιονιστικές ερμηνείες: Γκαρωντύ, Τολιάτι και Μπερλίνγκουερ

 

 

 

Η έννοια «ιστορικό μπλοκ» έχει παραποιηθεί με πολλούς τρόπους από το ρεβιζιονισμό, και συγκεκριμένα συγχέοντας και περιορίζοντας τη σημασία του σε αυτό μιας συμμαχίας μεταξύ διάφορων κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων (είτε στρατηγικής είτε τακτικής συμμαχίας), μέχρι και στο να το παρομοιάζουν με έναν συνασπισμό ομάδων κομμάτων.

Τυπικός κήρυκας μιας τέτοιας περιοριστικής και λανθασμένης ερμηνείας (από την αρχή ως το τέλος) του ιστορικού μπλοκ, ήταν ο ρεβιζιονιστής αποστάτης Ρ. Γκαρωντύ (που ακολούθως το γύρισε στο Ισλάμ), ο οποίος, από τη δεκαετία του ’60, είχε συμβάλλει στο να προκληθεί μια βαθύτατη παρανόηση, σε διεθνές επίπεδο, της ιδέας περί Ιστορικού Μπλοκ, επηρεάζοντας και παρεκτρέποντας πολλούς κομμουνιστές.

Στο «επιστημονικό» παραποιητικό του έργο, ο Γκαρωντύ φτάνει στο σημείο μέχρι και να εννοεί το νέο σοσιαλιστικό ιστορικό μπλοκ ως μια «προοδευτική συγχώνευση» μεταξύ εργατικής τάξης και στρωμάτων διανοουμένων, αγνοώντας πλήρως το ζήτημα των συμμαχιών με τους αγρότες ή με τους μικροαστούς της πόλης και προκαλώντας παρεξηγήσεις σε άλλα στοιχεία- κλειδιά, όπως την ηγεσία της εργατικής τάξης επί του συστήματος συμμαχιών και τα επαναστατικά μέσα για την ανατροπή της αστικής εξουσίας (που κατά το Γκαρωντύ περιορίζονται στην οικονομική γενική απεργία).

Είναι προφανές ότι η οικονομιστική ανάγνωση του ιστορικού μπλοκ που επιχειρεί ο Γκαρωντύ- από τη στιγμή που το κατανοεί μόνο στο επίπεδο της δομής και αγνοεί το ρόλο των εποικοδομημάτων- χρησίμευε στο να παραμεριστούν τα επαναστατικά καθήκοντα του προλεταριάτου με την ανάπτυξη και την υιοθέτηση αστικών πολιτικών, όπως αυτή της εθνικοποίησης των μονοπωλίων, ο οικονομικός προγραμματισμός κλπ.

Μια ανάγνωση του Ιστορικού Μπλοκ εξίσου κολοβή και παραμορφωτική ήταν και αυτή που πρότεινε ο Τολιάτι, που «προοδευτικά» του αφαίρεσε το αρχικό του νόημα, και μέσω αλλοιώσεων όλο και πιο προφανών, το άλλαξε, εκ των πραγμάτων σε Ιστορικό και Πολιτικό Μπλοκ.

Αυτό το εγχείρημα εντάσσεται στην καλά υπολογισμένη επιχείρηση «πολιτιστικής παρέμβασης» που ο Τολιάτι, εμπρόθετα και με τρόπο συστηματικό, είχε αναλάβει  στα χρόνια της οικοδόμησης του «νέου κόμματος», ακριβώς την περίοδο της έναρξης δημοσίευσης των Τετραδίων.

Για πολλά χρόνια ο Γκράμσι ήταν ένα και το αυτό με το «Γκραμσιανισμό» που αναδυόταν από την περιοριστική και χειραγωγούμενη επίσημη τολιατική ανάγνωση, για πολλά χρόνια η προσοχή δινόταν μόνο σε μερικά θέματα των Τετραδίων, αποκρύπτοντας και αφαιρώντας άλλα (ένα ιστορικό προηγούμενο μιας τέτοιας επιχείρησης μπορεί κανείς να βρει και στην «παρέμβαση» του Καούτσκι στο Μαρξ, στη γερμανική σοσιαλδημοκρατία).

Ο σκοπός του Τολιάτι δεν ήταν φυσικά να αποδώσει τιμές στο Γκράμσι και ούτε να προσφέρει μια συνεισφορά στη συζήτηση και τη διαμάχη περί κουλτούρας. Είχε αντίθετα συγκεκριμένο πολιτικό σκοπό, συνδεδεμένο με τη στρατηγική της «δημοκρατικής νομιμότητας» και της «δημοκρατικής ενότητας» που αναπτύχθηκε μετά τη στροφή του Σαλέρνο: μια στρατηγική που διαμορφώνοντας τον «ιταλικό δρόμο προς το σοσιαλισμό», του οποίου θα ηγείτο ένα «κόμμα μαζών»,  απέκλειε  οποιοδήποτε πέρασμα σε μια επόμενη επαναστατική φάση και η οποία, από πολλές πτυχές, προηγήθηκε της γραμμής Χρουσώφ.

Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να εντάξουμε τη δημοσίευση, τη διάδοση και την ερμηνεία των Τετραδίων του Γκράμσι που ο Τολιάτι διαχειρίστηκε και καθοδήγησε μεταπολεμικά: έπρεπε να  χρησιμεύουν ως θεωρητική-μεθοδολογική βάση στο ρεβιζιονιστικό «νέο δρόμο» του ΙΚΚ. Έτσι ο Γκράμσι, από τη μια, «εκλαϊκεύτηκε» και, από την άλλη, παραποιήθηκε και ακρωτηριάστηκε. Από τη μια πλευρά του αφαιρούταν και αποκρυβόταν ο λενινισμός του, και από την άλλη, αξιοποιούταν ό,τι μπορούσε να χρησιμεύσει για να δοθεί αξία στη γραμμή των βαθμιαίων μεταρρυθμίσεων, που κυριάρχησε.

Σε ό,τι αφορά την έννοια «ιστορικό μπλοκ», ο Τολιάτι τη χρησιμοποίησε με λανθασμένο και περιοριστικό τρόπο, εξισώνοντάς τη με μια απλή συμμαχία κοινωνικών τάξεων, χωρίς να λαμβάνει υπόψη την εσωτερική διάρθρωση  μιας συγκεκριμένης ιστορικής κατάστασης και τη διαλεκτική πολυπλοκότητα της σχέσης βάσης-εποικοδομήματος.

Για παράδειγμα στο συνέδριο για το Γκράμσι που διεξήχθη στη Ρώμη το Γενάρη του 1958, στο λόγο του με τίτλο «ο Γκράμσι και ο Λενινισμός», κάνοντας αναφορά στη ρωσική εμπειρία, για να μιλήσει ακολούθως για την ιταλική, ανέφερε: «ο δρόμος που επιλέχτηκε από τις ηγετικές τάξεις ήταν η έκφραση ενός συγκεκριμένου ιστορικού μπλοκ, στο οποίο είχε την κυριαρχία- και θα μπορούσε να μην την έχει- η κοινωνική ομάδα της αριστοκρατίας των γαιοκτημόνων, που συμμαχούσε με συγκεκριμένο τρόπο- αλλά και αυτή η συμμαχία θα μπορούσε να είναι διαφορετική- με το καπιταλιστικό στρώμα. Σε αυτό το ιστορικό μπλοκ, στο οποίο αντιστοιχεί μια συγκεκριμένη ανάπτυξη όλων των κοινωνικών σχέσεων, η εργατική τάξη αντιπαραθέτει τη συμμαχία της με τις αγροτικές μάζες, για να παλέψει ενάντια τόσο ενάντια στην απολυταρχία, όσο και στον καπιταλισμό, και δημιουργεί έτσι τις προϋποθέσεις της επαναστατικής νίκης…Η ιταλική αστική τάξη πήρε την εξουσία και οργάνωσε την κοινωνία και το κράτος συμμαχώντας με συγκεκριμένες δυνάμεις και μη συμμαχώντας με άλλες συγκεκριμένες δυνάμεις. Αυτό ήταν συνέπεια της φύσης της και είναι το γεγονός που πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη. Γι’ αυτό η ιταλική κοινωνία, της παλιγγενεσίας και της ακόλουθης εποχής, έλαβε αυτό το συγκεκριμένο χαρακτήρα. Δημιουργήθηκε ένα «ιστορικό μπλοκ» και επομένως συγκεκριμένες συνθήκες στις οποίες οι εργατική τάξη άρχισε να οργανώνεται, να παλεύει, να αποκτά συνείδηση του εαυτού της, και των δικών της επινοημάτων…»

Όπως μπορεί κανείς να δει, η ερμηνεία που δίνει ο Τολιάτι στο Ιστορικό Μπλοκ βασίζεται σε ταξικές συμμαχίες, είναι ουσιαστικά συνώνυμο «μπλοκ πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων», συνώνυμο της ένταξης στο «νέο μπλοκ» που τότε προπαγάνδιζε η κεντροαριστερά. Με αυτή την έννοια, βρισκόταν πολύ κοντά στο Γκαρωντύ, παρότι επιδιωκόταν να παρουσιαστεί το αντίθετο.

Αυτή η αλλαγή νοήματος χρησίμευε στο να αναδειχτεί ότι υπήρχαν οι προϋποθέσεις ενός «νέου ιστορικού μπλοκ» που, ενώ κατά το Γκράμσι αυτό προϋπόθετε τον πιο ξεκάθαρο διαχωρισμό και αντιπαράθεση των επαναστατικών δυνάμεων έναντι των κυρίαρχων, την επαναστατική ρήξη και την πιο πλήρη ανεξαρτησία της εργατικής τάξης, σε Θεωρία, πολιτική και οργάνωση, για τον Τολιάτι συνίστατο σε μια συμμαχία μεταξύ εκπροσώπων διαφορετικών και ανταγωνιστικών τάξεων. Στην πραγματικότητα, ο «Μιλιόρε»(Ο Καλύτερος) έκανε λόγο για ένα διφορούμενο «ιστορικό μπλοκ ηγεσίας», για ένα «μπλοκ εξουσίας», όπου η εργατική τάξη δεν είχε κανέναν καθοδηγητικό ρόλο.

Στην ουσία, πρόκειται για μια διαταξική συμμαχία που έβρισκε τα θεμέλιά της στην ανάλυση του ατελούς προτσές της παλιγγενεσίας και την αναπηρία του ιταλικού καπιταλισμού, που η δεξιά του ΚΚΙ χρησιμοποιούσε για να θέσει την εργατική τάξη στο έλεος της χρηματιστικής ολιγαρχίας, διαδίδοντας την αυταπάτη σύμφωνα με την οποία θα μπορούσε «να αναπτυχθεί ένα κίνημα και να επιτευχθούν τέτοια αποτελέσματα που να τροποποιήσουν το σημερινό μπλοκ εξουσίας και να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για ένα άλλο, όπου οι εργαζόμενες τάξεις θα αποτελούν τμήμα του, και στο οποίο θα μπορούν να αποκτήσουν το ρόλο που τους ανήκει»(Π.Τολιάτι, Στη δημοκρατία και την ειρήνη προς το σοσιαλισμό, Ε.R., σ.σ.228-229).

Στην πραγματικότητα, ο Τολιάτι προχωρά πέρα από τη χρησιμοποίηση του ιστορικού μπλοκ ως συνώνυμου κοινωνικών συμμαχιών, συνάγοντας από αυτό το «περιεχόμενο» τα στοιχεία που από καιρού εις καιρόν ήταν πιο βολικά για τη ρεβιζιονιστική στρατηγική.

Συγκεκριμένα, διευρύνει αυτή την ιδέα στο πολιτικό επίπεδο, για να προωθήσει τη συμμαχία μεταξύ κομμάτων που εξέφραζαν διαφορετικές κοινωνικές τάξεις, για να το μεταφέρει στο επίπεδο των θεσμών, κάνοντάς το μια κοινοβουλευτική και συνταγματική συμφωνία μεταξύ μεγάλων πολιτικών δυνάμεων (ΚΚΙ και Χριστιανική Δημοκρατία), αμοιβαία εξασφαλισμένες και νομιμοποιημένες. Μια συμφωνία βασισμένη στο αυξανόμενο χάσμα μεταξύ της πολιτικό-θεσμικής παρακμής του ΚΚΙ και του πραγματικού κινήματος της εργατικής τάξης, δικαιολογημένη θεωρητικά στο όνομα της αυτονομίας του εποικοδομήματος και της κριτικής της μηχανιστικής αντίληψης του μαρξισμού (sic!).

Από την Αντίσταση κιόλας, ο Τολιάτι επικέντρωσε τη δράση του στη διαταξική ενότητα μεταξύ κομμουνιστικών και καθολικών δυνάμεων, που εκπροσωπούνταν από τη Χ.Δ. Στο εσωτερικό της τελευταίας, ανέδειξε τη συμβίωση μιας συντηρητικής πτέρυγας, που ήταν συνδεδεμένη με την «ιδιοκτήτρια αστική τάξη» και στο πιο αντιδραστικό τμήμα της Καθολικής εκκλησίας, και σε μια πτέρυγα «δημοκρατική», ριζωμένη στις λαϊκές μάζες.

Αυτή η αντίληψη της Χ.Δ. ως ενός κόμματος «με δύο πρόσωπα» (ξεχνώντας πως είχε έναν, ιμπεριαλιστικό και αντιδραστικό, εγκέφαλο), παρέμεινε μια σταθερά στην πολιτική κουλτούρα των ρεβιζιονιστών, που έθεταν ως σκοπό τους να ευνοήσουν την προοδευτική πτέρυγα, υπό το πρόσχημα της αποφυγής της στροφής της προς τα δεξιά της ΧΔ, μα, στην πραγματικότητα, για να μετακινήσουν το κόμμα σε θέσεις όλο και πιο μετριοπαθείς, προσκολλώντας το οργανικά στην αστική τάξη και στον αστικό θεσμικό μηχανισμό, εγκαταλείποντας οριστικά το δρόμο της επαναστατικής κινητοποίησης της εργατικής τάξης και των εργαζόμενων μαζών.

Η συμμαχία με τις αστικές δυνάμεις που έχουν μια λαϊκή βάση θεωρείται αρχικά μια «ιστορική και πολιτική αναγκαιότητα»(1946) και έπειτα ακριβώς μια πτυχή του «ιταλικού δρόμου προς το σοσιαλισμό» που ο Τολιάτι, στο 7ο συνέδριο του ΚΚΙ(1956), επιχείρησε να παρουσιάσει ως καρπό της «μόνιμης ανησυχίας του Αντόνιο Γκράμσι, ο οποίος, σε όλη του την πολιτική δράση και ειδικότερα στην τελευταία περίοδο της ζωής του, ενδιαφερόταν να δώσει μια μετάφραση, ή καλύτερα να πούμε, μια μετατροπή- επί το ιταλικότερον- των διδαγμάτων της ρωσικής επανάστασης».

Αυτή η άθλια θέση χρησίμευε στην πολιτική στρατηγική που θεμελιωνόταν στο να βασίσει και ακολούθως να σβήσει τον επαναστατικό αγώνα στο εσωτερικό του κράτους, διαδίδοντας στις μάζες την καταστροφική ιδέα της πορείας προς το σοσιαλισμό «υπό το φως και εντός των ορίων του Συντάγματος» του αστικοδημοκρατικού. Μια στρατηγική οικοδόμησης «μιας νέας σχέσης μεταξύ δομών και εποικοδομημάτων» που με τον καιρό προκάλεσε, αφ΄ ενός, το αδυνάτισμα και την υποχώρηση του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος, και, αφ’ετέρου, τη μόνιμη ένταξη των ρεφορμιστών και ρεβιζιονιστών ηγετών στους κρατικούς καταπιεστικούς μηχανισμούς.

Είναι λοιπόν ο Τολιάτι- και όχι ο Γκράμσι- που εγκατέλειψε το μαρξισμό-λενινισμό και πέρασε στο ρεβιζιονιστικό στρατόπεδο, που αντικατέστησε την ιδέα της πάλης των τάξεων με εκείνη της συνεργασίας των τάξεων, που από το ιστορικό μπλοκ έφτασε στον ιστορικό συμβιβασμό, που από τη δικτατορία του προλεταριάτου έφτασε στην υπεράσπιση των αστικών καταπιεστικών θεσμών. Είναι ο Τολιάτι που καλλιέργησε την απαίτηση να βρούμε στο Γκράμσι (υπό το σύνθημα «να τον ξανα-ανακαλύψουμε»), τη δικαιολόγηση και τις προϋποθέσεις του νέου ρεβιζιονιστικού δρόμου και επομένως του κοινοβουλευτισμού, της «ουδέτερης» αντίληψης του κράτους, κλπ. Είναι πάντοτε ο Τολιάτι που άρχισε στην Ιταλία τη χειραγώγηση και την παραποίηση των θέσεων του Γκράμσι, υιοθετώντας τη μέθοδο της αποσπασματικής τους μελέτης, της απόσπασής τους από την ιστορική στιγμή και τις συνθήκες που αυτές γράφτηκαν, με σκοπό να δικαιολογήσει θέσεις ρεβιζιονιστικές και αντιμαρξιστικές, να υιοθετήσει το ρεφορμιστικό δρόμο και να διαλύσει σιγα σιγά τη μεγάλη δύναμη που το κομμουνιστικό κίνημα είχε αποκτήσει με την Αντίσταση και την ήττα του φασισμού.

Όταν πέθανε ο Τολιάτι, μετά το 2ο Συμβούλιο του Βατικανού και της ανάδυσης μιας ευρείας Καθολικής «διαφωνίας», εντάθηκε στο ρεβιζιονιστικό ΚΚΙ η γραμμή του διαλόγου με την «αριστερή» χριστιανοδημοκρατία, με σκοπό να οικοδομηθεί αυτή η «ενότητα δυνάμεων της λαϊκής και καθολικής αριστεράς», για την οποία χρειαζόταν να επιτραπεί να πάμε και πέραν της κεντροαριστεράς.

Σε αυτό το πλαίσιο, αρχικά ο Λόνγκο και μετά ο Μπερλίνγκουερ, συνέχισαν να εμβαθύνουν την πολιτική του Τολιάτι και την παραποίηση της σκέψης του Γκράμσι.

Στο λόγο για το κλείσιμο του 12ου συνεδρίου του ΚΚΙ, ο Ενρίκο Μπερλίνγκουερ ανέφερε: «μου φαίνεται πως αυτή η έκφραση- στρατηγική των μεταρρυθμίσεων- πρέπει να ενωθεί με άλλες ιδέες και να ενοποιηθεί στη διατύπωση, που είναι και αυτή της δικής μας παράδοσης: «ιστορικό μπλοκ». Έχουμε πει πολλές φορές, εξάλλου, ότι, κατά τη δική μας αντίληψη, δεν είναι το κόμμα που κατακτά την εξουσία, μα ένα μπλοκ διαφορετικών κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, του οποίου το κόμμα αποτελεί τμήμα,  και που χρειάζεται να προχωρήσουμε από τώρα, βήμα βήμα, στην οικοδόμηση αυτού του ιστορικού μπλοκ, επιβεβαιώνοντας στους κόλπους του την ηγεμονία της εργατικής τάξης. Η στρατηγική των μεταρρυθμίσεων είναι επομένως, ουσιαστικά, μια στρατηγική συμμαχιών, που πάντοτε ήταν και παραμένει το κεντρικό πρόβλημα κάθε επαναστατικού προβλήματος».

Είναι ξεκάθαρο ότι ο Μπερλίνγκουερ ακολουθούσε – με περαιτέρω καταστροφικές συνέπειες- την πολιτική του Τολιάτι, ορίζοντας το ιστορικό μπλοκ ως το σύνολο των πολιτικών και κοινωνικών συμμαχιών με σκοπό την πραγματοποίηση του «ιστορικού συμβιβασμού». Στην ουσία, την πολιτική συμφωνία με τη ΧΔ και την οικοδόμηση ενός συστήματος συνεργασίας και πολιτικής συμφωνίας μεταξύ αστικών και ρεβιζιονιστικών δυνάμεων για τη διαχείριση της κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος ενάντια στην εργατική τάξη.

Η ρεφορμιστική στρατηγική του Μπερλίνγκουερ, το πέρασμα στον «ευρωκομμουνισμό», αναπτύχθηκαν στη βάση της διαστρέβλωσης της σκέψης του Γκράμσι, που ξεκίνησε από τον Τολιάτι. Μια στρατηγική που, μετά την κατάρρευση του ρεβιζιονισμού που βρισκόταν στην εξουσία, συνεχίστηκε ως ότου φτάσαμε στη “Bolognina” και τις άθλιες συνέπειές της στο σήμερα: από τη μια πλευρά τη συγχώνευση με το φιλελεύθερο-καθολικό μπλοκ με τη δημιουργία του Δημοκρατικού Κόμματος, εντελώς λειτουργικού για τα συμφέροντα της ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης, και από την άλλη, την σοσιαλδημοκρατική κάλυψη της Επανίδρυσης, του Κόμματος Ιταλών Κομμουνιστών και των διάφορων συμμάχων τους.

Κόμματα-εταιρίες, κόμματα εκφυλισμένα, χυδαίες συναθροίσεις με όλο και λιγότερο επιτυχή εκλογικά αποτελέσματα, στο εκλεκτικό «πάνθεον» των οποίων ο Γκράμσι μπορεί να φιγουράρει δίπλα από το Ντε Γκάσπερι ή τον Άγιο Φραγκίσκο, και ο «μοντέρνος πρίγκηπας» έχει τη φθαρμένη μάσκα ενός Ναπολιτάνο ευρισκόμενου στην προεδρία της Δημοκρατίας, ή ενός Μπερτινότι ευρισκόμενου στην προεδρία της Βουλής. Αυτό είναι μια επιπλέον και απτή απόδειξη ότι είναι αρκετή η απάρνηση μιας από τις μαρξιστικές-λενινιστικές αρχές, ότι αρκεί μισό μόλις βήμα προς το ρεβιζιονιστικό γκρεμό, για να καταλήξει κανείς βουτηγμένος στη λάσπη της αστικής σκέψης και πρακτικής, για να βρεθεί στο αντίθετο οδόφραγμα της πάλης των τάξεων.

 

 

 

Teoria & Prassi, τ.18, Νοέμβρης 2007

Σημείωση: το άρθρο μεταφράστηκε από τα ιταλικά και αναρτήθηκε στο Athens Indymedia στις 27/4/2009.

 

 

 

https://parapoda.wordpress.com/2013/03/14/ιστορικο-μπλοκ-οι-παραποιησεις-του-γκ/

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *