Ομάδα της Κομμουνιστικής Νεολαίας Γερμανίας στη γειτονιά Neukölln του Βερολίνου, Ιούλιος 1926.
Θα ήθελα, τώρα, να θίξω ένα πρόβλημα που έχει απασχολήσει πολλές φορές τους ιστορικούς και συμπυκνώνεται στο εξής ερώτημα: γιατί η γερμανική εργατική τάξη δεν εξεγέρθηκε (με οδοφράγματα, γενικές απεργίες, καταλήψεις εργοστασίων, σιδηροδρομικών σταθμών κλπ) εναντίον του Χίτλερ το 1933; Γιατί δεν όρθωσε μια αξιοπρεπή αντίσταση την προγενέστερη περίοδο; Η αλήθεια είναι πως το ερώτημα αυτό ανήκει σ’ ένα ρεπερτόριο ψευδών προβληματισμών. Προβληματισμών που κατασκευάστηκαν από μια συγκεκριμένη μερίδα ιστορικών πάνω στην προσπάθειά τους να αποκρυψουν μια σημαντική αλήθεια. Το ότι ένα τμήμα του γερμανικού προλεταριάτου -ειδικά στα μεγάλα αστικά και βιομηχανικά κέντρα- οργανωμένο εν μέρει από το Κ. Κ. αλλά και έχοντας δημιουργήσει αυτόνομες μορφές αυτοάμυνας, επιχείρησε με κάθε μέσο να αντισταθεί στους Ναζί κατά τα τελευταία χρόνια της Βαϊμάρης. Μια απόπειρα που έλαβε χώρα την ίδια περίοδο που οι ομάδες κρούσης του Χίτλερ και οι πυρήνες Ναζιστών στα εργοστάσια γίνονταν μέρα με τη μέρα όλο και πιο επιθετικοί, κατακτώντας κομμάτι κομμάτι νέα εδάφη.
Σε μια προσπάθεια να “υπερασπιστούν” τη γερμανική εργατική τάξη από την ατιμωτική κατηγορία πως “δεν σήκωσε κεφάλι”, κάποιοι ιστορικοί υποστήριξαν πως το προλεταριάτο που θα μπορούσε υποθετικά να ορθώσει κατά τόπους αντιστάσεις στους Ναζί, ζούσε μια ζωή τόσο φριχτά φτωχική (δεδομένου πως αποτελείτο σχεδόν εξολοκλήρου από μακροχρόνια ανέργους), που ακόμα και να υπήρχε κάποια υποκειμενική διάθεση για αγώνα, η διάρκειά του θα ήταν εξαιρετικά εφήμερη. Η αντίληψη αυτή μπορεί να εμπεριέχει ένα μεγάλο ποσοστό αλήθειας (εξαιτίας της λειτουργίας του συστήματος Πρόνοιας που περιγράψαμε παραπάνω), ακόμα κι έτσι όμως εξακολουθεί να αποφεύγει το ακανθώδες ερώτημα. Το πώς, δηλαδή, θα μπορούσε να οργανωθεί η βίαιη σύγκρουση στις πόλεις, εν μέσω μιας κατάστασης με έντονα στοιχεία κοινωνικής αποσύνθεσης, και με αντίπαλο μια πάνοπλη κρατική δομή που διέθετε όλα τα αναγκαία μέσα για την υπεράσπιση του νόμου και της τάξης.
Πρόκειται για ένα εξαιρετικά σύνθετο ζήτημα μιας και έχει να κάνει με την έρευνα ενός πολύ ιδιαίτερου φαινομένου: αυτού της πολιτικής βίας. Σε γενικές γραμμές, οι ιστορικοί εξετάζουν το θέμα από την οπτική του υπουργείου Εσωτερικών και της αστυνομίας, κι αυτό δε συμβαίνει μόνο επειδή μελετούν τους αστυνομικούς φακέλους και τα σχετικά αρχεία. Στην πραγματικότητα τα πράγματα είναι πιο πολύπλοκα. Για αυτό θα ήταν καλύτερα να τα προσεγγίσουμε από την υποκειμενική οπτική των ανθρώπων που εκείνη την περίοδο κλήθηκαν να πάρουν την απόφαση για το αν θα αναμετρηθούν ανοιχτά με τις ναζιστικές συμμορίες ή όχι. Οπότε προτείνω σε αυτό το σημείο να κάνουμε ένα μικρό βήμα πίσω και να εξετάσουμε κάποιες από τις βασικές ιστορικές συνθήκες στις οποίες αναπτύχθηκε η βίαιη σύγκρουση προλετάριων και Κομμουνιστών αγωνιστών εναντίον των Ναζί ακτιβιστών.
Όπως γνωρίζουμε, η Δημοκρατία της Βαϊμάρης κυβερνιόταν από την περίοδο του Μείζονος Πληθωρισμού (1924) μέχρι την έναρξη της Μεγάλης Κρίσης (1929) από κεντροαριστερούς συνασπισμούς, με ισχυρή την παρουσία των Σοσιαλδημοκρατών, ενώ στώ χρόνια 1930- 1933 από κεντροδεξιούς. Σε αυτή την ύστερη φάση, η Βουλή είχε παρακαμφθεί παντελώς μιας και η διακυβέρνηση βασιζόταν σε προεδρικά και κυβερνητικά διατάγματα που έτειναν να προσπερνούν τους επίσημους μηχανισμούς της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Επιπλέον, η Δημοκρατία της Βαϊμάρης συνιστούσε ένα περίεργο κρατικό σύστημα: η περιοχή της Πρωσίας απστελούσε πάνω από το μισό της επικράτειάς της όπου -στα πλαίσια του ομοσπονδιακού συντάγματος- κυβερνούσε μια κυβέρνηση που δεν αντανακλούσε τις ίδιες σχέσεις εξουσίας με το εθνικό κοινοβούλιο.
Στην πραγματικότητα, η Πρωσία κυβερνιόταν από τους Σοσιαλδημοκράτες, που ναι μεν μοιράζονταν την εξουσία με άλλα Κόμματα, αλλά σιην ουσία κατείχαν τον έλεγχο τόσο της δημόσιας διοίκησης όσο και της κυβέρνησης. Το πολύπλοκο αυτό σύστημα μπήκε σε κρίση το 1931-32, ξεκινώντας από το Βερολίνο, το οποίο ήταν μεν η πρωτεύουσα του κράτους,αλλά παράλληλα ανήκε στην πρωσική επικράτεια, πράγμα που δημιουργούσε προβλήματα αλληλοεπικάλυψης μεταξύ εθνικής και περιφερειακής κυβέρνησης.
Η Πρωσία, τώρα, δεν κυβερνιόταν τόσο από το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα όσο από κάποια επιφανή μέλη της ακροδεξιάς του πτέρυγας που διέθεταν μεγάλη δύναμη. Πρόσωπο κλειδί στην Πρωσία ήταν ο ‘Οττο Μπράουν [Otto Braun], άνθρωπος με δηλωμένες αυταρχικές τάσεις που θεωρούσε πως ο ρόλος της σοσιαλδημοκρατίας ως μέσο διατήρησης του νόμου και της τάξης περνούσε μέσα από την πρωτοκαθεδρία της κρατικής γραφειοκρατίας και τη συνεργασία συνδικάτων και μεγάλου κεφαλαίου. Σύμφωνα με τον Τεοντόρ Έσενμπουργκ [Theodor Eschenburg], συγγραφέα ενός εξαιρετικού βιβλίου πάνω στην “ακυβερνησία” της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, ο Μπράουν ήταν υπέρ της “ανακλητής δικτατορίας”. Βασικός του συνεργάτης ήταν ο Άλμπερτ Γκρεζίνσκι [Albert Grzesinski] που διετέλεσε Υπουργός Εσωτερικών της Πρωσίας, αλλά και αρχηγός της βερολινέζικης αστυνομίας από το 1930.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως την περίοδο εκείνη οι Σοσιαλδημοκράτες διέθεταν σημαντική δύναμη στον τομέα της δημόσιας τάξης, κυρίως λόγω του διορισμού του Καρλ Σέβερινγκ [Carl Severing] ως Υπουργού Εσωτερικών του Ράιχ το 1928. Το Σ.Κ. εκμεταλλεύτηκε το γεγονός αυτό, ξεκινώντας μια εξαιρετικά αποτελεσματική αναδιοργάνωση της αστυνομίας, με βασικό στόχο τη δημιουργία ειδικών σωμάτων καταστολής των μπολσεβίκικων εξεγέρσεων. Δεν χρειάζεται, φυσικά, ν’ αναφέρουμε πως τα εν λόγω σώματα δεν υπήρξαν ούτε στο ελάχιστο αποτελεσματικά όταν είχαν να κάνουν με την καταστολή του ναζιστικοΰ γκανγκστερισμού. Κι όπως ήταν αναμενόμενο, η κατάσταση αυτή επιδείνωσε την ιστορική ρήξη μεταξύ Σοσιαλδημοκρατών και Κομμουνιστών, μια ρήξη που βαστούσε από την εποχή της δολοφονίας των Λούξεμπουργκ και Λίμπκνεχτ και έφτασε στο “σημείο δίχως γυρισμό” την Πρωτομαγιά του 1929.
Όπως ίσως γνωρίζετε, η Πρωτομαγιά δεν ήταν αργία στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Ο Χίτλερ ήταν αυτός που την ανακήρυξε σε Εργατική και αυτό μόλις το 1933. Ο εορτασμός της συνεπώς είχε μετατραπεί σε ζήτημα υψίστης σημασίας αλλά και σε πρόβλημα δημόσιας τάξης. Από τη μία, υπήρχαν οι Κομμουνιστές,οι κοινωνικοί επαναστάτες, οι αναρχικοί που επιθυμούσαν να την μετατρέψουν σε ημέρα πάλης, σε ένα ανοιχτό προλεταριακό φεστιβάλ, σε μια πρόκληση για το κεφάλαιο και την εξουσία. Κι από την άλλη, υπήρχαν οι Σοσιαλδημοκράτες, που παλινδρομούσαν ανάμεσα στη νομιμότητα και στην ανάγκη του να κάνουν μια τέτοια μέρα αισθητή την παρουσία τους.
Η Πρωτομαγιά του 1929 στο Βερολίνο βρέθηκε να διεξάγεται μέσα σε ιδιαίτερα τεταμένο κλίμα, λόγω της αναδυόμενης οικονομικής κρίσης, αλλά και της ταυτόχρονης κρίσης του πολιτικού συστήματος. Ο αρχηγός της αστυνομίας στο Βερολίνο (ένας Σοσιαλδημοκράτης με το όνομα Zorgiebel) είχε ήδη απαγορεύσει όλες τις διαδηλώσεις στην πόλη από το Δεκέμβριο του 1928. Το Μάρτη του 1929 επέκτεινε την απαγόρευση σε όλη την Πρωσία για να την ανανεώσει την Πρωτομαγιά του 1929, ζητώντας από τα συνδικάτα να απέχουν από τις συγκεντρώσεις και τις διαδηλώσεις και να οργανώσουν εκδηλώσεις αποκλειστικά σε κλειστούς χώρους.
Οι Κομμουνιστές απεναντίας αποφάσισαν να αψηφήσουν την απαγόρευση και να κατέβουν στο δρόμο. Την ίδια στιγμή που οι Σοσιαλδημοκράτες διοργάνωναν τις πρωτομαγιάτικες εκδηλώσεις τους σε θέατρα και κομματικά γραφεία, οι Κομμουνιστές αντέτασσαν το “Δεν δεχόμαστε την απαγόρευση. Θα διαδηλώσουμε στους δρόμους και αν η αστυνομία μας επιτεθεί θα καλέσουμε γενική απεργία την επόμενη μέρα”. Κι όντως έτσι έγινε.Όπως προέκυψε έπειτα από έρευνες στα αρχεία της, η αστυνομία προχώρησε σε προσχεδιασμένη επίθεση,οργανωμένη από τις ειδικές μονάδες καταστολής. Η κίνηση αυτή οδήγησε στο ξέσπασμα βίαιων επεισοδίων τα οποία έφτασαν να συμπεριλάβουν ακόμα και τους εργάτες που έφευγαν από τις “εσωτερικού χώρου” εκδηλώσεις των σοσιαλδημοκρατικών συνδικάτων. Συνεπές στις διακηρύξεις του, το Κομμουνιστικό Κόμμα κάλεσε σε γενική απεργία την αμέσως επόμενη μέρα,αλλά παρά τις πιέσεις από πολλούς αγωνιστές του για διανομή όπλων δεν προχώρησε σε κάτι τέτοιο.
Καθόλη την περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης το πεδίο της πολιτικής δεν περιοριζόταν στα Κόμματα. Εκτεινόταν επίσης στην εξωκοινοβουλευτική δράση που συχνά περιλάμβανε συγκρούσεις αγωνιστών,που βρίσκονταν στ’ αριστερά του Σ.Κ., με την αστυνομία, τις επίσημες αλλά και τις παραστρατιωτικές ομάδες κρούσης της Δεξιάς. Σε αυτές τις ομάδες είχαν αρχίσει να αποκτούν δυναμική παρουσία και οι διάφορες εθνικοσοσιαλιστικές συμμορίες.
Στην περιφέρεια του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου, την οποία και εξετάζουμε, είχε κάπου 30.000 μέλη, με ποσοστό ανέργων που ανερχόταν στο 51%, ενώ στο οργανωτικό συνέδριο της ίδιας περιφέρειας που πραγματοποιήθηκε το Σεπτέμβρη του ’31, οι 88 από τους 96 εκπροσώπους ήταν άνεργοι.Πρόκειται, φυσικά, για ανέργους που ανήκαν στην τρίτη βαθμίδα του συστήματος Πρόνοιας: αυτό της δημοτικής κοινωνικής ασφάλισης. Πράγμα που σημαίνει ότι ήταν οι πιο φακελωμένοι, οι πιο ευάλωτοι σε εκβιασμούς, γι’ αυτό και προκειμένου να ξεφύγουν από το κρατικό φακέλωμα επέλεγαν συχνά να μην πάρουν τα επιδόματα. Μιλάμε,ταυτόχρονα, για ανθρώπους που ήταν νέοι έως και εξαιρετικά νέοι, από διαλυμένες οικογένειες, που δεν είχαν δουλέψει ποτέ και δεν είχαν προοπτικές να εργαστούν στο μέλλον, οι οποίοι έμπαιναν και έφευγαν από το Κόμμα και τις οργανώσεις του με χαρακτηριστική ευκολία.
Ο κόσμος συνηθίζει να λέει πως, από μια άποψη, οι άνθρωποι αυτοί έμοιαζαν πολύ με τους συνομήλικούς τους που προσχωρούσαν στις εθνικοσοσιαλιστικές οργανώσεις. Η αλήθεια, ωστόσο, είναι πως παρά το γεγονός της ηλικιακής συμβατότητας, η στρατολόγηση των δύο Κομμάτων προερχόταν από διαφορετικές περιοχές του κοινωνικού.Βάσει των “εκλογικών” ερευνών του Φάλτερ μα και άλλων Αμερικανών ιστορικών, μπορούμε να αποδείξουμε πως η ναζιστική ψήφος υπήρξε σχετικά χαμηλή στις περιοχές με μεγάλη ανεργία (σε αντίθεση με την περίπτωση του Κ.Κ.) και αδιαμφισβήτητα υψηλή στις περιοχές με μικρή ανεργία. Παράλληλα, και παρά τα όποια κοινά ηλικιακά και κοινωνικά χαρακτηριστικά, οι συνθήκες διαβίωσης των Κομμουνιστών και των Ναζί ακτιβιστών διέφεραν καθολικά.
Η Υβ Ρόζενχαφτ προσπάθησε να μετρήσει τα ποσοστά όσων συγκρούονταν στο δρόμο με τους Ναζί ανα-λόγως της εργασίας τους. Βάσει στοιχείων από την αστυνομία και τα δικαστήρια, το 43% ήταν εργάτες στις μεταφορές, το 25% βιομηχανικοί εργάτες, 8,7% ήταν οικοδόμοι, 7% ξυλουργοί και επιπλοποιοί, 6,4% εργάτες στα τρόφιμα, 2% τυπογράφοι και βιβλιοδέτες, 1,7% εργάτες στην ένδυση, ενώ υπήρχε και ένα ακαθόριστο 3%.
Κοντολογίς, οι εργάτες στον κλάδο των μεταφορών (ανάμεσα τους λιμενεργάτες, ναύτες και σιδηροδρομικοί υπάλληλοι) αποτελουσαν ένα μεγάλο ποσοστό όσων οργάνωσαν την αντίσταση στους Ναζί και ανέλαβαν δράσεις που δεν ήταν μόνο προπαγανδιστικές αλλά και πράξεις σαμποτάζ.
…… Το γενικό συμπέρασμα από αυτά τα κομμάτια της ιστορίας είναι ότι η άποψη που υποστηρίζει πως το γερμανικό προλεταριάτο παραδόθηκε αμαχητί είναι ψευδής. Η ουσία του ζητήματος είναι πως οι δυνατότητες της προλεταριακής αντίστασης είχαν ήδη φθαρεί κατά τη διάρκεια των χρόνων της Κρίσης, όταν η Δημοκρατία της Βαϊμάρης κυβερνιόταν με ημι-διδακτορικές μεθόδους από εκείνες που άνοιξαν το δρόμο στον Χίτλερ.Οι δυνάμεις όσων αντιστάθηκαν συνάντησαν τα όριά τους. Τα χρόνια που προηγήθηκαν της κατάληψης της εξουσίας από τους Ναζί ήταν χρόνια ενός ακήρυχτου εμφυλίου. Στις συνθήκες που αναγκάστηκαν να ξεδιπλώσουν την αντίστασή τους είναι πολύ δύσκολο να φανταστούμε πώς θα μπορούσαν να τα έχουν καταφέρει καλύτερα. Γι’ αυτό και η γνώμη εκείνων των ιστορικών που λέει πως η γερμανική εργατική τάξη υποτάχτηκε στον Χίτλερ δίχως αντίσταση είναι ταυτόχρονα άδικη και λαθεμένη, είναι μια παρωδία της πραγματικότητας, είναι μια θέση που αντανακλά μόνο την άγνοια και τη μεροληψία των εκφραστών της.
Επίσης, παράλληλα με την αναγνώριση του ηθικού και του πολιτικού σθένους στην αντίσταση του γερμανικού προλεταριάτου ενάντια στη ναζιστική τρομοκρατία, θα πρέπει επίσης να αναγνωρίσουμε πως το Κομμουνιστικό Κόμμα υπήρξε η οργάνωση εκείνη που με αποφασιστικότητα και ριζοσπαστισμό διεξήγε τον αγώνα αυτό χρησιμοποιώντας όλα τα αναγκαία μέσα -ακόμα και τα παράνομα. Στα πλαίσια αυτά θα ήταν λογικό να αναρωτηθούμε σε ποιο βαθμό η εκπαίδευση των “στρατιωτικών στελεχών” του Κ.Κ. (εκείνων δηλαδή που είχαν εκπαιδευτεί στη Σοβιετική Ένωση πάνω σε συνθήκες εμφύλιου πολέμου, ένοπλης παρανομίας και εξέγερσης) ήταν κατάλληλη για την πολιτική-στρατιωτική κατάσταση όπου βρέθηκαν αναμεμειγμένοι.Μια κατάσταση που καθοριζόταν από άλλου τύπου παραβατικές προλεταριακές συμπεριφορές και από διαφορετικές μορφές ελέγχου του μητροπολιτικού πεδίου. Με άλλα λόγια, μιλάμε για μια κατάσταση που δεν είχε να κάνει ούτε με κάποιο “προ-εξεγερσιακό στάδιο”, ούτε με τη μάχη για την κατάληψη της εξουσίας, ούτε με τις επιχειρήσεις του Κόκκινου Στρατού.
Είμαι βέβαιος πως σημαντικό ρόλο θα πρέπει να έπαιξαν και οι αυθόρμητες, ανεπίσημες μορφές αντίστασης, από μη κομματικούς κύκλους και νεανικές ομαδοποιήσεις -κοντολογίς, από εκείνη την κληρονομιά της αυτονομίας και της ανταγωνιστικής κουλτούρας που είχε συσσωρευτεί στις προλεταριακές μητροπόλεις και εκδηλώθηκε δίχως οι φορείς της να περάσουν από κομματικές σχολές.Παράλληλα, πρέπει να θυμόμαστε πως ταυτόχρονα με την ευρέως διαδεδομένη κουλτούρα των κομμουνιστικών οργανώσεων, υπήρχε και μια απέραντη περιοχή του πολιτικού επηρεασμένη από σοσιαλεπαναστατικές και αναρχο/ελευθεριακές κουλτούρες. Ένα ευμέγεθες κομμάτι του πολιτικοποιημένου προλεταριάτου εντοπιζόταν στην αναρχοσυνδικαλιστική οργάνωση Freie Arbeiter Union(FAU), η οποία είχε φτάσει να αριθμεί μέχρι και 400.000 μέλη (κατά βάση οικοδόμους και εργάτες στην υφαντουργία, ενώ αργότερα επεκτάθηκε σε εργάτες από μικρά και μεγάλα εργόστασια και στους ανθρακωρύχους). Επρόκειτο για μια καθαρόαιμη προλεταριακή οργάνωση χωρίς διανοούμενους ή στελέχη από τα μικροαστικά ή μεσαία στρώματα.
Σε σύγκριση με αυτές τις τάσεις του κινήματος που αντιπροσώπευαν την ενεργητική, καθημερινή, δρόμο-το-δρόμο αντίσταση στο Ναζισμό, η δράση και η πολιτική των σοσιαλδημοκρατικών οργανώσεων έτειναν περισσότερο προς τις διαδηλώσεις και λιγότερο προς τη σύγκρουση. Είναι, βέβαια, αλήθεια πως εκατοντάδες μέλη του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος και των συνδικάτων του είχαν συμμετάσχει από ταξική αλληλεγγύη σε ποικίλες ενέργειες αντίστασης στη ναζιστική επέλαση. Ωστόσο, η κριτική μας στην ηγεσία και τους μηχανισμούς του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (που μέχρι και τα τέλη του 1932 εξακολουθούσαν να πιστεύουν πως ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την αποκαλουμένη Δημοκρατία της Βαϊμάρης ήταν ο Μπολσεβικισμός) δεν μπορεί παρά να είναι η καταδίκη και η περιφρόνηση για τον βαθύ αντι-προλεταριακό σεχταρισμό τους, την τρομακτική πολιτική τους μυωπία και την απύθμενη δειλία που επέδειξαν απέναντι στην έλευση του Ναζισμού.
Όσον αφορά δε το Κ.Κ., θεωρώ πως θα μπορούσαμε να πούμε ότι εξαιρώντας κάποιους δισταγμούς αλλά και μια μεγάλη σειρά λαθών, αγωνίστηκε αποφασιστικά για να ανακόψει τη ναζιστική προέλαση. Το περίεργο, ωστόσο (όσο και αντιθετικό με όλα αυτά), είναι πως στα ιστορικά βιβλία βρίσκουμε συχνά τη θέση πως “οι Κομμουνιστές και οι Ναζί πολέμησαν δίπλα-δίπλα και ενάντια στους θεσμούς της Βαϊμάρης”. Βρίσκουμε μάλιστα συχνές αναφορές στα δύο επεισόδια όπου βρέθηκαν να συμμετέχουν σε μέτωπο εναντίον του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος: την απεργία στις δημόσιες συγκοινωνίες στο Βερολίνο το φθινόπωρο του 1932 και το δημοψήφισμα κατά της πρωσικής κυβέρνησης υπό τον Όττο Μπράουν. Πάντα ακούς γι’ αυτά και σχεδόν ποτέ για τις σώμα-με-σώμα συγκρούσεις ανάμεσα στους οργανωμένους στο Κ.Κ. προλετάριους και τις ναζιστικές συμμορίες.