Ο Άγιος Πατέρας

To κείμενο είναι αναδημοσίευση από το ιστολόγιο Ιππόκαμπος

 

 

Ο Άγιος Πατέρας

 

Καθώς διανύουμε τη μεγάλη εβδομάδα, είπα να βάλω μια ιστορία θρησκοληψίας, χριστεμπορίου και θεομπαιξίας, παρμένη από τα Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, γραμμένα από τον Φωτάκο (Φώτιο Χρυσανθόπουλο), σελ. 267-274, Τόμος ΙΙ, Αγροτικές Συνεταιριστικές Εκδόσεις. Ο συγγραφέας των απομνημονευμάτων αυτών υπήρξε υπασπιστής του Θ. Κολοκοτρώνη σε όλη τη διάρκεια της επανάστασης του ’21. Η αφήγηση που ακολουθεί, είναι φανερό και από το σύνολο των απομνημονευμάτων, ότι δεν χαρακτηρίζει το σύνολο του κλήρου, είναι ωστόσο διδακτική, αφού δείχνει πώς, όσο μεγαλύτερη είναι η εκμετάλλευση των θρησκευτικών προλήψεων του λαού τόσο περισσότερο αδιαμφισβήτητη είναι και η «αγιοσύνη» των εκμεταλλευτών της.  Κι επίσης έως πού είναι ικανή να φτάσει αυτού του είδους η εκμετάλλευση και αγιοσύνη, αν και εν προκειμένω η ανοδική της πορεία διακόπηκε βίαια μόνο και μόνο χάρη στην αδιαφορία των «απίστων» για την τιμωρία του θεού των χριστιανών, αφού ο δικός τους θεός όχι μόνο θα τους προστάτευε από αυτήν, αλλά και θα τους αντάμοιβε με αχνιστές πιατέλες πιλάφι ατζέμ… Και αν όχι στην άλλη ζωή, σίγουρα πάντως σε αυτήν εδώ, όπως φαίνεται από την κατάληξη της αφήγησης. Στην αντιγραφή τηρήθηκε η ορθογραφία και σύνταξη του πρωτότυπου, πλην της μετατροπής σε μονοτονικό και των τυχόν αντιγραφικών λαθών που ενδεχομένως παρεισέφρυσαν… 

Μετά δε ταύτα όλον το σώμα σχεδόν των Τούρκων εχύθησαν κατά τον κάμπον και τον δρόμον των Τριποτάμων. Ένα δε απόσπασμα καβαλλαραίων και μερικοί Τούρκοι Λαλαίοι ομού, γνωρίζοντας καλώς τον τόπον εκείνον, επήγαν εις τα Τριπόταμα, όπου είναι το μοναστήρι το λεγόμενον του Αγίου Πατέρα, τον οποίον εσκότωσαν ως και δυο τρεις άλλους, οι οποίοι έμειναν εκεί, και αιχμαλώτισαν και την μοναχήν Χρυσαυγήν. Τα δε κατά τον βίον του Αγίου Πατέρα και τον θάνατον αυτού, έχουσιν ως εξής.

Κατά τας αρχάς της επαναστάσεως εις το Καστρί, χωρίον κείμενον μεταξύ Δρεπάνου και Ρίου, υψηλότερα του οποίου είναι τα Σελά, άλλο χωρίον, όπου ήτο εστρατοπεδευμένος ο στρατηγός Λόντος και επολιόρκει το Ρίον και τας Πάτρας, εφανερώθη το πρώτον ένας μοναχός με δυο γυναίκας επίσης μοναχάς, φορών καλογερικά ενδύματα, ονομαζόμενος δε με το μοναστικόν όνομα Ευγένιος, και έπειτα από τον λαόν μετονομασθείς Άγιος Πατέρας και κοινώς Παπουλάκος. Αυτός κατήγετο από την νήσον Ιθάκην, ήτο άγνωστος και φυγάς εκ Πατρών, και προ της επαναστάσεως ε δ ι α κ ό ν ε υ ε ζητών από τον λαόν κερί και λιβάνι, δια το μοναστήρι, ως έλεγε, του Αγίου Νικολάου, το οποίον ήτο όλως ανύπαρκτον. Ο δε στρατηγός Μελετόπουλος ύστερα μας εβεβαίωσεν, ότι ο μοναχός αυτός επήγε και εις το Αίγιον και εκεί ανακατώνετο με τους απλούς Έλληνας, και επειδή η διαγωγή του δεν ήτο καλή, εδιώχθη εκείθεν. Αλλά τούτο έγινε προ της επαναστάσεως. Από δε το χωρίον Καστρί επήγεν εις το χωρίον Διακοφτόν. Έξωθεν του χωρίου τούτου υπήρχεν ερημοκκλήσιον του Αγίου Ιωάννου, το οποίον αμέσως με τα μοναχάς το εκαθάρισε, το εσκέπασε  και  έκτισε  και  μικρόν κ ε λ ί- ο ν, και εκεί εμόναζαν ομού και οι τρεις. Η μια των καλογραιών κατήγετο από το Βλατερόν των Πατρών, και είχε φήμην βίου όχι καλού. Επειδή δε εις το χωρίον Διακοφτόν ήτο και άλλο στρατόπεδον του Λόντου, οι στρατιώται επήγαιναν και ενόχλουν τον μοναχόν και της μοναχαίς τοσούτον, ώστε τούτον έγινε αιτία σκανδάλου.

Ο δε καπετάν Γεώργιος Γαλάνης γνωστός από το χωρίον Λεχούρι ηγάπα πολύ τα γυναίκας∙ βλέπων δε με πολύν του θαυμασμόν έναν καλόγερον, έχοντα δυο γυναίκας ωραίας εις τα μαύρα ενδεδυμένας, και μάλιστα εις καιρόν, κατά τον οποίον όλοι οι Έλληνες αφήκαν τας γυναίκας των και επήραν τα όπλα κατά των Τούρκων, επήγεν εις το ρηθέν ερημοκκλήσιον, έδειρε τον καλόγερον Ευγένιον ανιλεώς, του επήρε την μίαν μοναχήν και του αφήκε την άλλην, η οποία πρώτα μεν ωνομάζετο Ζαχαρούλα, έπειτα δε Χρυσαυγή.

Τοιουτοτρόπως λοιπόν ο Ευγένιος φοβηθείς έφυγεν κείθεν και επήγεν αγνώριστος εις της Λαπάταις. Εκεί δε πάλιν προσποιούμενος τον ενάρετον και ευλαβή άρχισε πάλιν να κτίζη μοναστήρι, και οι κάτοικοι έδιδαν εις αυτόν χάριν ψυχικής σωτηρίας, άφθονα τα τρόφιμα και τα άλλα προς το ζην αναγκαία. Αλλά και εκεί υποπτεύσας μήπως του πάρουν την Ζαχαρούλαν, φεύγει και μεταβαίνει εις το χωρίον Καρδαρίτσι της Γόρτυνος, και εκείθεν πάλιν εις το Λεχούρι των Καλαβρύτων, όπου ευρών υποδοχήν ανέβη εις το πλησίον βουνόν, όπου υπήρχεν ναός του Αγίου Γεωργίου και κελία κατερειπωμένα, και δια συνδρομής των κατοίκων ανήγειρε τον ναόν και τα κελία. Ο δε ναός αυτός εχρησίμευσεν έπειτα εις καταφύγιον των κατοίκων κατά τον εμφύλιον πόλεμον, και εκεί επάνω οι Λεχουρίται είχαν όλα τα κινητά των πράγματα, τα οποία διέσωσαν από την αρπαγήν των στρατιωτών του Κωλέτη και Γκούρα. Αλλά πάλιν και εκείθεν ο Ευγένιος έφυγε, και η φυγή του έκαμε μεγάλην εντύπωσιν εις τα πέριξ χωρία∙ αλλ’ η τοιαύτη εντύπωσις έπειτα έπαυσεν αφού έμαθαν, ότι ο καλόγερος επήγε και απεκαταστάθη εις τα Τριπόταμα, όπου ήσαν ερείπια εκκλησίας και τα αρχαία της πόλεως Ψωφίδος ερείπια. Ευρών δε εκεί κτίστας άρχισε να κτίζη την εκκλησίαν και κελία καλογερικά.

Πολλοί δε ήσαν οι κτίσται και το υλικόν πρόχειρον εκ του παλαιού τείχους της πόλεως, και τοιουτοτρόπως εν ολίγω χρόνω η οικοδομή έγινε μεγάλη και ωραία δια την θέσιν της, διότι η θέσις αυτή κείται εν τω μέσω τριών κοιλάδων και ποταμίων μικρών εχόντων πάντοτε νερόν και ψάρια μικρά, πέστροφαις, χαμοσούρτια και τριχιούς, έχοντα την γεύσιν γλυκυτάτην. Κατά δε το βορειοδυτικόν μέρος είναι βουνόν, όπου είναι η ακρόπολις της αρχαίας Ψωφίδος και κύκλω του βουνού αυτού φαίνονται τα ερείπια του περιβόλου της πόλεως, και πολλά άλλα ίχνη κτιρίων μεγάλης εκτάσεως. Θέσις ορεινή και τερπνή, εις την οποίαν ο περιηγητής μαγεύεται, και θαυμάζει βλέπων την ιδίαν φύσιν υπερασπιζομένην μόνην τον εαυτόν της. Το δε μοναστήριον τούτο ονομάζεται της Παναγίας και σώζεται μέχρι της σήμερον, πανηγυρίζον τη 23η Αυγούστου. Είναι δε καλοκτισμένον και δυνατόν, έχει και πλησίον βρύσιν με καλόν νερόν, και με ψιλόν τουφέκι καθίσταται απόρθητον.

Ενταύθα δε ο καλόγερος εγκατασταθείς επροσποιείτο έτι περισσότερον τον ενάρετον και τον θεοσεβή, και ούτως ολίγον κατ’ ολίγον εκέρδησε τα καρδίας των πλησιοχώρων ανθρώπων∙ έλεγε δε, ότι τα χρήματα, τα οποία μαζεύει τα θέλει δια την οικοδομήν του μοναστηρίου. Μετά δε ταύτα ακούσθη έξω και επιστεύθη μάλιστα από τους απλούς ανθρώπους, ότι η αγία καλογραία η Χρυσαυγή βλέπει την Παναγίαν και συνομιλεί μετ’ αυτής, διότι αύτη εις τα τοιαύτα είχε πολλήν τέχνην και προσποίησιν.  Τοιουτοτρόπως δε από ημέρας εις ημέραν διεδόθη η αγιότης, και τα θαύματα του Παπουλάκου σχεδόν καθ’ όλην την Πελοπόννησον εγένοντο πιστευτά. Προτού δε ο Ιμβραήμ πασάς ο Αιγύπτιος έλθη εις την Πελοπόννησον, ο καλόγερος ούτος συχνά εις τα διδαχάς του έλεγεν εις τον λαόν, ότι «καθώς εσείς κάμνετε και δεν φυλάττετε τα εντολάς του Θεού, και δια τας άλλας αμαρτίας σας, Αραπάδες θα στείλη ο Θεός δια να σας παιδεύση». Παλαιότερα δε και τώρα ακόμη εις την Πελοπόννησον, όταν η γυναίκες μαλώνουν εις τα χωρία, η μια την άλλην λέγουν και άλλας πολλάς κατάρας, αλλά λέγουν και αυτήν∙ «Αραπάδες να σε σύρουν από τα μαλλιά».

 Αφού δε ύστερα ήλθεν ο Ιμβραήμ και έφερε τους Αραπάδες, είπαν τότε ο κόσμος∙ «Καλά μας έλεγεν ο Άγιος Πατέρας, ιδού οι Αραπάδες ήλθαν». Ταύτα δε μαθών αυτός επροσποιείτο και έλεγεν έτι περισσότερα, ότι δηλ. ο Ιμβραήμ θα έλθη εις το κέντρον της Πελοποννήσου εις την Τριπολιτσάν, ότι θα καύση όλον τον τόπον και θα αιχμαλωτίση κόσμον πολύν δια τας αμαρτίας των∙ όσοι δε δεν πιστεύσουν εις τα λόγια του θα αιχμαλωτισθούν από τον Ιμβραήμ∙ αυτός όμως και όσοι τον πιστεύουν θα σωθούν, διότι η Παναγία δεν θα αφήσει τους Αραπάδες να έλθουν εις το μέρος εκείνο, διότι προσεύχεται εις τον Θεόν ν’ α π ο- κ α ρ ώ σ ε ι τους Τούρκους∙ όσοι δε θελήσουν να υπάγουν εκεί εις το μοναστήρι του θα σωθούν, και τούτο εν μέρει αλήθευσε∙ διότι ο Ιμβραήμ κατά το έτος 1825 ελεηλάτησε μεν τα πέριξ του μοναστηρίου χωρία, αλλ’ εις το μοναστήρι δεν επλησίασε. Τότε δε πλέον ο καλόγερος βλέπων, ότι όσα προείπεν έγιναν, πάλιν εκήρυττε περισσότερα, βεβαιών τον λαόν, ότι ο Θεός τον ακούει, και μεταξύ των άλλων εκήρυξε και τούτο, ότι όστις έχει λάφυρα από τους Τούρκους, και άλλα πολύτιμα πράγματα, επειδή όλα ταύτα είναι μολυσμένα, και ο έχων αυτά θα αιχμαλωτισθή και θα χαθή από τους Τούρκους, πρέπει να τα δώση εις αυτόν ως αφιερώματα δια το μοναστήριον. Ούτως έγινε κακή παρακίνησις και πολλά λάφυρα και ζώα ακόμη εδόθησαν από τους ανθρώπους δήθεν δια να σωθούν.

Έπειτα δε διεδόθησαν και άλλαι φήμαι εις τον λαόν, ότι δηλαδή αυτός προλέγει το δείνα και γίνεται, και ούτως απέκτησε και όνομα αληθινού προφήτου, και τελείως λαοπλάνος εγένετο. Φροντίζων δε επιτηδείως να μανθάνη από τον ένα και από τον άλλον πολλά μυστικά πράγματα, έλεγε κατόπιν αυτά δημοσίως, χωρίς να αναφέρη τα ονόματα των ανθρώπων, οι οποίοι τα έπραξαν, ο δε λαός φοβισμένος από τους Τούρκους, επίστευεν εις τα θεία και εις τους λόγους του, νομίζων, ότι άνωθεν εμπνέεται και γνωρίζει τα μέλλοντα, και ότι από αυτόν θα εύρουν την σωτηρίαν των. Τότε δε πλέον άρχισαν να έρχωνται να τον προσκυνούν από μακρυνάς επαρχίας με σέβας και με ευλάβειαν, πρσφέροντες συγχρόνως χρήματα, και άλλα διάφορα αφιερώματα. Έλεγαν δε ο ένας εις τον άλλον τα θαύματα, τα οποία δήθεν είδε και άκουσεν, ότι, παραδείγματος χάριν, ένας έκρυψε ένα πρόβατον κλεμμένον, και όταν επήγεν να το πάρη έγινε φίδι να τον φάγη∙ άλλος δε από την φαντασίαν του φανατισμού του έλεγεν, ότι είδεν ένα πρόβατον κολλημένον εις τον ώμον του κλέπτου, και τέλος άλλος έλεγεν, ότι την Τετράδην ένας έτρωγε κρέας και κόκκαλον εκόλλησεν εις το στόμα του.

Αι τοιαύται φήμαι δειδίδοντο με παράξενα σπερμολογήματα, και οι λαοί έγιναν προληπτικοί και δεισιδαίμονες, και πολλοί των Ελλήνων και ιδίως μικροί καπεταναίοι επέταξαν τα όπλα και έγιναν μοναχοί. Ένας δε Ηπειρώτης καπετάν Σταύρος ονομαζόμενος, εξάδελφος δε του εν Αθήναις ιατρού Γούδα έγινε και αυτός καλόγερος και μετωνομάσθη Στέφανος, και έζη μονάζων εις το αυτό μοναστήρι μέχρι του 1853. Αφού δε εσωρεύθησαν εις το μοναστήρι μεγάλα πλούτη εις χρήματα και πολύτιμα πράγματα, και πολλοί των Ελλήνων στρατηγών τότε από τα Βέρβαινα και Αργείοι επήγαν εις προσκύνησιν του Παπουλάκου, ο Παναγιωτάκης Νοταράς είπεν εις αυτούς να εξετάσουν πώς είναι δυνατόν να πάρουν από τον μοναχόν τούτον τα αφιερώματα.

Αλλά καθώς τούτοι έφθασαν εις τα Τριπόταμα, ο Άγιος Πατέρας προείπεν εις αυτούς τον σκοπόν των, και τους εκάλεσεν με τα ονόματά των, και τοιουτοτρόπως ούτοι τον εθεώρησαν πλέον ως τέλειον άγιον άνθρωπον, αφιέρωσαν εις το μοναστήρι τα όπλα των όλα αργυρά και μεγάλης αξίας, ου μόνον αυτοί, αλλά και πολλοί άλλοι ακόμη. Ένας δε μάλιστα από αυτούς παρήτησε τον πόλεμον και έγινεν ιερεύς, και ήδη ευρίσκεται εις το Άργος και ονομάζεται Δαρονάς, η δε καταγωγή του είναι από το χωρίον Χέλι∙ ο δε Άγιος Πατέρας επώλει εις δημοπρασίαν και εις προσκυνητάς όλα τα αφιερώματα, και το ψωμί ακόμη και αυτό επληρώνετο. Οι δε ιερείς των πέριξ χωρίων και αυτών ακόμη των μακροτέρων, φορούντες την ιερατικήν των στολήν, έχοντες τας αγίας εικόνας των εκκλησιών και ψάλλοντες εξήρχοντο των χωρίων, ακολουθούμενοι από πολύ πλήθος ανθρώπων και από γυναικόπαιδα, έφεραν αυτάς εις τον Άγιον Πατέρα, όστις εξερχόμενος από το μοναστήρι, έχων μαζύ του και την καλόγρηαν, εδέχετο τας εικόνας γονυκλιτώς και με προσποιημένην ευλάβειαν εδάκρυε και ευλόγει τας εικόνας, τας οποίας εκράτει εις την μονήν έως εικοσιτέσσερας ώρας, και έπειτα πάλι η ιδία συνοδεία μετέφερεν τας εικόνας εις τα χωρία των. Οι Έλληνες των μερών εκείνων αφήκαν τα όπλα των και ενασχολούντο εις τοιαύτας τελετάς και λιτανείας, και κανείς εκ των επισήμων ανδρών του καιρού εκείνου, ούτε εκκλησιαστικός, ούτε πολιτικός, ούτε στρατιωτικός ετόλμα να είπη τι κατά τούτου του λαοπλάνου, διότι είχε βοηθόν την αμάθειαν και την δυσιδαιμονίαν του όχλου.

Τοιουτοτρόπως δε ο ψευδοπροφήτης αυτός υπερεπλούτησεν. Ο δε Νικήτας Σταματελόπουλος επανερχόμενος από την εξορίαν του, από το Μεσολόγγι εις την Πελοπόννησον, ηθέλησε χάριν περιεργείας, και προσέτι από σεβασμόν να υπάγη εις τα Τριπόταμα. Επειδή δε, ως είπαμεν, ο Άγιος Πατέρας είχε μυστικήν αστυνομίαν, δια της οποίας εγνώριζεν όλα, όσα εγίνοντο, ως και τα ονόματα και τον σκοπόν των προσερχομένων, και πόθεν ήτο έκαστος, καθώς έμαθε και τα του Νικήτα, άμα είδεν αυτόν πλησιάζοντα εις το μοναστήρι επροσποιήθη τάχα, ότι τον εγνώρισε και αμέσως ε μ ά λ ω-σ ε ν αυτόν δημοσίως, αποκαλέσας αυτόν ασεβή και παγκάκιστον∙ ο δε Νικήτας δεν εθύμωσεν, αλλ’ εσιώπησεν∙ αναχωρήσας δε εκείθεν, και ανταμώσας τον θείον του Κολοκοτρώνην διηγήθη προς αυτόν τα πάντα, και την αγυρτίαν του ψευδοκαλογήρου. Ο δε Κολοκοτρώνης συνεννοήθη με τον Ανδρέαν Ζαΐμην περί του πρακτέου δια της ακολούθου προς αυτόν επιστολής:

«Προς τον εκλαμπρότατον κ. Ανδρέαν Ζαΐμην.

Αναγκαίον κρίνω να σας είπω ένα λογισμόν, όπου με ενοχλεί, όστις είναι περί του Αγίου Πατέρα. Τα έργα του και αι διδασκαλίαι του ευρόντα τας ψυχάς των λαών μαλακωμένας και συντετριμμένας από τον φόβον του Ιμβραήμ έκαμαν, τα οποία βλέπομεν ηθικά αποτελέσματα και αν το τέλος είναι ομοίως αθώον ως και αι αρχαί του είναι δώρα του Ουρανού. Υποπτέυω όμως, κύριε, υποπτεύω, ότι το πράγμα δεν είναι αθώον, διότι και πολλά άλλα απήντησα. Μα και αθώον αν είναι κατά τας αρχάς του, πάντοτε όμως θέλει έχει έν τέλος από εκείνα τα τερατώδη, όπου κάμνει ο φανατισμός. Φοβούμαι και έν έτερον, το οποίο με κάμνει μια διλημματική ανάγκη να το φοβούμαι, και σου το εξομολογούμαι, και είναι το εξής. Όταν ο Ιμβραήμ ήλθεν εις τα Τριπόταμα μετά το τσάκισμα των Μαγουλιάνων κλπ., εκείνος δεν εσάλευσεν από την θέσιν του, και έπειθε και τους λαούς να μη ταραχθούν εκείθεν. Πιθανόν και τώρα, όπου ο Ιμβραήμ έρχεται από το μέρος της Γαστούνης να έλθη έως εκεί, και πιθανώτερον να μη σαλεύσει πάλιν εκείθεν ο Άγιος Πατέρας, και να πείση τους περί αυτών λαούς να μην ταραχθούν, και αν τότε δεν τον ήκουσαν, τώρα θέλει τον ακούσουν, και αν τούτο συμβή, έπεται ή μετ’ εκείνου σύμφωνος να είναι, ή τα συναγμένα μέχρι τούδε εκείσε να ληφθούν από τον Ιμβραΐμην, και οι λαοί να αιχμαλωτισθούν. Το να πιστεύωμεν εις όλα εκείνα, όσα ο φανατισμός του λαού διαφημίζει, είναι ίδιον προληπτικών εσχάτου βαθμού, από εκείνα, όπου αν τα ακούωμεν αλλαχού, ηθέλαμεν τα περιγελά, και αν ακολουθήση τι παρόμοιον, οποίον το υποπτέυω, στοχάσου, οποίον όνειδος θέλει επισύρομεν κοντά εις τον φωτισμένον κόσμον.

Τούτον τον στοχασμόν κάμνω εγώ επάνω εις τούτο, και ο λογισμός του με ενασχολεί. Το στοχάζομαι ένα Γορδιανόν κόμπον, διότι μάλιστα διεφημίσθη, ότι ο Άγιος Πατέρας προφητεύει, ότι θέλει συλληφθή μεν από τους εχθρούς, πλην θέλει πάλιν γλυτώσει. Σκέψου καλά και ώριμα επάνω εις τούτο, και επινοήσου πώς ημπορεί να λυθή ο κόμπος ούτος. Ει δυνατόν πείσαι τον να μετατοπίση τα αφιερώματά του εις κανέν μέρος ασφαλές και άφες τον να διατελή ειδεμή, μεταχειρίσου φρονίμως την Αλεξάνδρειον δραστηριότητα∙ πάντοτε όμως με τρόπον, ώστε οι πράξεις σου να μη επισύρουν όνειδος, κοντά εις τους λαούς μας. Συλλογίσου καλλίτερα επάνω εις ταύτα, και γράψε μου και εμένα.

Στεμνίτσα τη 9 Οκτωβρίου 1825

                                                                                                          Ο αδελφός σας

                                                                                                        Θ. Κολοκοτρώνης».

Εκτός δε τούτου, και μεταξύ πολλών άλλων ακόμη έγινεν αρκετή αλληλογραφία περί του Αγίου Πατέρα, δια να ημπορέσουν να εύρουν τον τρόπον να του πάρουν τα αφιερώματα, και να δείξουν εις τον λαόν, ότι είναι λαοπλάνος και ούτω να τον συχαθούν. Ο δε Ανδρέας Ζαΐμης απεφάσισε και επήγεν εκεί επίτηδες, και μάλιστα εις μίαν διδαχήν του καλόγερου γενομένην κατάκαμπα, εστάθη ξ ε- σ κ ο ύ φ ω τ ο ς ο Ζαΐμης και τον έψησεν ο ήλιος, δεν ετόλμησε όμως να κάμη τίποτε φοβούμενος μη πέσει εις την οργήν του μωρού λαού. Προς τούτοις δε και ο στρατηγός Κανέλλος Δεληγιάννης διερχόμενος εκείθεν, είδε τους στρατιώτας του πλησιάσαντας την εκκλησίαν και την θέσιν, όπου εκάθητο ο Άγιος Πατέρας, ρίψαντας αμέσως τα όπλα των και τρέξαντας να υπάγουν να ασπασθούν την δεξιάν του. Εις μάτην δε ο Κανέλλος εφρόντισε να τους εμποδίση∙ ο δε καλόγερος εθύμωσε κατά του στρατηγού και του είπεν, ότι είναι ασεβής και Τουρκολάτρης και Αλη Φαρμάκης, διότι εγνώριζε φαίνεται και αυτό το επίθετον, με το οποίο επωνόμαζαν τότε τον Κανέλλον, διότι και ωμοίαζεν ολίγον με τον Τούρκον Λαλιώτην Αλή Φαρμάκην, επίσημον και γνωστόν εις την Πελοπόννησον. Ο δε Δεληγιάννης έγραψεν όλα ταύτα προς την Κυβέρνησιν, και ο επίσκοπος Βρεσθένης ως αντιπρόεδρος της Βουλής έστειλεν ένα μοναχόν Ιωακείμ καλούμενον από την μονήν των Αγίων Θεοδώρων της Νυμφασίας δια να τον πείση, αλλά και αυτός δεν ημπόρεσε να κατορθώση τίποτε.

Ο δε Κολοκοτρώνης έκτοτε είχε πολλάς υποψίας περί του λαοπλάνου τούτου, μήπως είχεν απόκρυφον με τον Ιμβραήμ συνεννοήσιν και δια τούτο εκολάκευε  τους  μωρούς  λαούς  δια  να τους   σ π ρ ώ ξ η να προσκυνήσουν, ή να τους απατήση να πέσουν αιχμάλωτοι. Εν τούτοις όλα τα μέσα μετεχειρίσθησαν, αλλ’ εστάθη αδύνατον να εύρουν ανθρώπους να υπάγουν να του πάρουν τα αφιερώματα και να τα μεταχειρισθούν εις τας ανάγκας του έθνους. Ο δε Κολοκοτρώνης ως Γενικός Αρχηγός έγραψε και αυτός προς τον καλόγερον γράμμα παρακαλών και προσκαλών αυτόν να πάρη τον σταυρόν και να υπάγη μαζί του δια να πολεμήσουν τον εχθρόν της πίστεως και της πατρίδος, αλλ’ αδύνατον εστάθη να εισακουσθή. Τοιουτοτρόπως ο Κολοκοτρώνης φοβηθείς δεν ηθέλησεν άλλως πώς να εγγίξη το ιερόν αυτό, το οποίον ο μωρός λαός ελάτρευε. Κατά δε την 14 Σεπτεμβρίου του 1826, ως ανωτέρω είπαμεν, οι Τούρκοι επήγαν εις τα Τριπόταμα, και σχίσαντες την π ό ρ τ α ν της μονής και της εκκλησίας ηύραν μέσα εις το ιερόν τον Άγιον Πατέρα, τον οποίον κατέσφαξαν, την δε μοναχήν Χρυσαυγήν αιχμαλώτισαν. Ευρέθησαν δε εκεί πολλοί και ηθέλησαν να αντισταθούν, αλλά τίποτε δεν κατώρθωσαν και έφυγαν. Δυο δε γυναίκες και ένας άνδρας από το χωρίον Στρέζοβαν ευρεθέντες εκεί χάριν προσκυνήσεως, έπεσαν εις την σ τ έ ρ ν α ν του λαδιού της μονής και ούτως εσώθησαν.

Οι δε Τούρκοι, αφού επήραν όλα τα χρήματα, τα αφιερώματα και την άλλην περιουσίαν του Ευγενίου, εμοίρασαν αυτήν εις 45 μερίδια∙ τα  δε  χρήματα εμοίρασαν με ένα μεγάλο  φ έ σ ι  Μ ι σ υ ρ γ ι ώ τ ι-  κ ο ν, το οποίον γεμάτον, εχώρει περί τα πέντε οκάδας και έκαστος Τούρκος επήρεν ένα εξ αυτών. Ο Σπαγάκος, Τούρκος Λαλιώτης, έτυχε και αυτός εκεί και επήρε το μερίδιόν του, και αμέσως έφυγεν εις την Σμύρνην, όπου είχε πρότερον μετακομίσει την οικογένειάν του, και από αυτόν ύστερον εμάθομεν, όσα περί του φόνου και της αρπαγής των χρημάτων και των άλλων πραγμάτων και της διανομής αυτών διηγήθημεν. Αυτός ερχόμενος εις ομιλίας με τους Έλληνας περί του Αγίου Πατέρα, εσυγχώρει και εμακάριζεν αυτόν, διότι επήρε χρήματα και έζησε τα παιδιά του, ενώ οι Έλληνες τον αναθεμάτιζαν, διότι έχασαν τα πράγματά των και τα αφιερώματα. Τοιουτοτρόπως έζησε και απέθανεν ο Αγιος Πατέρας των Τριποτάμων.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *