Ο λενινισμός και ο αναθεωρητισμός στα βασικά ζητήματα της θεωρίας και της πρακτικής του σοσιαλισμού

 

Ο λενινισμός και ο αναθεωρητισμός στα βασικά ζητήματα της θεωρίας και της πρακτικής του σοσιαλισμού

 

 

 

Το 2009 το Ταμείο Εργατικής Ακαδημίας, που συμβάλει στην εκπαίδευση των εργατών της Ρωσίας, εξέδωσε μια συλλογή με τίτλο: «Το κύριο στο λενινισμό». Η συλλογή περιλαμβάνει τις βασικές λενινιστικές θεωρητικές θέσεις στο ζήτημα της δικτατορίας του προλεταριάτου και της ταξικής προσέγγισης στην ανάλυση των κοινωνικών φαινομένων[1]. Η γνωριμία με το περιεχόμενο του βιβλίου βοηθάει στην κατανόηση της αποστασίας της ηγεσίας του ΚΚΣΕ, που στο 22ο συνέδριο κράτησε αναθεωρητική στάση στα βασικά ζητήματα του μαρξισμού-λενινισμού, την επικύρωσε στο Πρόγραμμα του ΚΚΣΕ και με τον τρόπο αυτό προδιέγραψε σε μεγάλο βαθμό τη διάλυση του κόμματος και την καταστροφή της χώρας, που ακολούθησε. Αυτό αποδεικνύει και το συγκεκριμένο άρθρο. Οι συγγραφείς προσπάθησαν να εστιάσουν στο γεγονός ότι στις περισσότερες επινοήσεις, αντιρρήσεις και «σύγχρονα» επιχειρήματα των οπορτουνιστών και αποστατών του σήμερα ο Λένιν είχε ήδη απαντήσει τον καιρό της πάλης με τους οπορτουνιστές και τους διαστρεβλωτές του μαρξισμού την περίοδο της Β’ Διεθνούς και της εγκαθίδρυσης της Σοβιετικής εξουσίας στη Ρωσία.

 

 

 

Ο ταξικός χαρακτήρας του κράτους

 

 

 

Η θέση ότι κάθε κράτος έχει ταξικό χαρακτήρα ανήκει στα αξιώματα του μαρξισμού. Μπορούμε να πούμε πως ο Β.Ι. Λένιν την επισήμανε συνεχώς. Στο άρθρο «Μικροαστική θέση στο ζήτημα του οικονομικού χάους» ο Β.Ι. Λένιν γράφει: «να διακρίνει στο ζήτημα του κράτους, πρώτα’ απ’ όλα, ποια τάξη εξυπηρετεί το «κράτος», ποιας τάξης τα συμφέροντα προάγει»[2]. Ενώ στο βιβλίο «Κράτος και επανάσταση» τονίζεται ότι «κατά τον Μαρξ, το κράτος είναι όργανο ταξικής κυριαρχίας»[3]. Στο άρθρο «Η καταστροφή που μας απειλεί και πως πρέπει να την καταπολεμήσουμε» ο Β.Ι. Λένιν θέτει το ερώτημα «τι είναι κράτος;» και απαντάει: «Είναι η οργάνωση της κυρίαρχης τάξης»[4]. Ο Β.Ι. Λένιν επεξήγησε αυτή τη σκέψη στο άρθρο «Θα κρατήσουν άραγε οι μπολσεβίκοι την κρατική εξουσία;»«Το κράτος, καλοί μου άνθρωποι, είναι έννοια ταξική. Το κράτος είναι όργανο ή μηχανή βίας μιας τάξης πάνω στην άλλη»[5].

Στην Έκθεση στο ΙΙ Πανρωσικό συνέδριο των συνδικάτων 20 του Γενάρη 1919 ο Β.Ι. Λένιν τονίζει ακόμη πιο κατηγορηματικά: «Έτσι και μόνο έτσι μπαίνει το ζήτημα. Είτε δικτατορία της αστικής τάξης, καμουφλαρισμένη με Συντακτικές Συνελεύσεις, με κάθε λογής εκλογές, με δημοκρατία και με άλλες αστικές απάτες, που χρησιμοποιούν σαν στάχτη στα μάτια των κουτών και που γι’ αυτές μπορούν τώρα να καμαρώνουν και να κορδώνονται μόνο άνθρωποι, που έγιναν πέρα για πέρα και ολοκληρωτικά αποστάτες του μαρξισμού και του σοσιαλισμού – είτε δικτατορία του προλεταριάτου».

[6]Γι’ αυτό, λογικά, στο Πρόγραμμα του ΚΚΡ (μπ) που προετοίμασε ο Λένιν αναφερόταν με σαφήνεια πάνω στο παραπάνω ζήτημα ότι: «Η Σοβιετική εξουσία, σε αντίθεση με την αστική δημοκρατία που κρύβει τον ταξικό χαρακτήρα του κράτους της, αναγνωρίζει ανοιχτά το αναπόφευκτο του ταξικού χαρακτήρα κάθε κράτους, έως ότου δεν εκλείψει εντελώς ο χωρισμός της κοινωνίας σε τάξεις και μαζί μ’ αυτόν και κάθε κρατική εξουσία»[7]. Στην μπροσούρα «Γράμμα προς τους εργάτες και τους αγρότες με την ευκαιρία της νίκης ενάντια στον Κολτσάκ» ο  Β.Ι. Λένιν υπογράμμισε αποφασιστικά τον ταξικό χαρακτήρα του κράτους: «Είτε δικτατορία (δηλ. σιδερένια εξουσία) των τσιφλικάδων και των καπιταλιστών, είτε δικτατορία της εργατικής τάξης.

Μέσος δρόμος δεν υπάρχει. Μέσο δρόμο ονειρεύονται του κακού τα αρχοντόπουλα, οι διανοουμενίσκοι, οι μικροί κύριοι που σπούδασαν άσχημα από άσχημα βιβλιαράκια. Πουθενά στον κόσμο δεν υπάρχει μέσος δρόμος και δεν μπορεί να υπάρξει. Είτε δικτατορία της αστικής τάξης (σκεπασμένη με τα παχιά λόγια των εσέρων και των μενσεβίκων για λαϊκή κυριαρχία, Συντακτική, ελευθερίες κτλ.), είτε δικτατορία του προλεταριάτου. Όποιος δεν το διδάχτηκε αυτό από την ιστορία όλου του 19ου αιώνα, είναι αδιόρθωτος ηλίθιος»[8].

 

 

Η ουσία του σοσιαλιστικού κράτους

 

 

 

Στον τελικό λόγο πάνω στην έκθεση δράσης του συμβουλίου των λαϊκών επιτρόπων στις 12 (25) Γενάρη του 1918 στο Τρίτο πανρωρισκό συνέδριο των εργατών, στρατιωτών και αγροτών βουλευτών ο Β.Ι. Λένιν έλεγε: «Δημοκρατία είναι μια από τις μορφές του αστικού κράτους, την οποία υποστηρίζουν όλοι οι προδότες του αληθινού σοσιαλισμού, που βρέθηκαν σήμερα επικεφαλής του επίσημου σοσιαλισμού και ισχυρίζονται ότι η δημοκρατία έρχεται σε αντίφαση με τη δικτατορία του προλεταριάτου. Όσο η επανάσταση δεν έβγαινε έξω από τα πλαίσια του αστικού καθεστώτος, είμασταν υπέρ της δημοκρατίας, μόλις όμως είδαμε σ’ όλη την πορεία της επανάστασης τις πρώτες αναλαμπές του σοσιαλισμού, πήραμε τις θέσεις που υπερασπίζουν σταθερά κι αποφασιστικά τη δικτατορία του προλεταριάτου»[9].

Στην μπροσούρα «Επιτυχίες και δυσκολίες της Σοβιετικής εξουσίας» ο Β.Ι. Λένιν απλά γελοιοποιούσε εκείνους τους κακομοίρηδες κομμουνιστές, που αρνούνταν τη δικτατορία του προλεταριάτου. Έγραφε: «Φυσικά, δεν είμαστε ενάντια στη βία· σχετικά μ’ εκείνους που κρατούν αρνητική στάση απέναντι στη δικτατορία του προλεταριάτου, γελάμε και λέμε ότι αυτοί είναι κουτοί άνθρωποι, που δεν μπορούν να καταλάβουν ότι πρέπει να υπάρχει η δικτατορία του προλεταριάτου, η δικτατορία της αστικής τάξης. Όποιος λέει το αντίθετο είναι είτε ηλίθιος, είτε πολιτικά τόσο αγράμματος, που όχι μόνο στο βήμα, αλλά και στην συνέλευση ακόμη είναι ντροπή να τον αφήσεις»[10].

Την ίδια σκέψη υπεράσπιζε ο Λένιν στην Εισήγηση για την εξωτερική και εσωτερική κατάσταση της Σοβιετικής Δημοκρατίας στην Έκτακτη συνεδρίαση της Ολομέλειας του Σοβιέτ Μόσχας των εργατών και κόκκινων στρατιωτών βουλευτών στις 3 Απρίλη του 1919: «είτε δικτατορία της αστικής τάξης, είτε εξουσία και απόλυτη δικτατορία της εργατικής τάξης, πουθενά ο μέσος δρόμος δεν μπορούσε να δώσει κάτι, και πουθενά απ’ αυτόν δε βγήκε κάτι»[11]. Στο έργο «Για τη δικτατορία του προλεταριάτου» ο Β.Ι. Λένιν έγραφε τα εξής:

«1. Η βασική αιτία που οι «σοσιαλιστές» δεν καταλαβαίνουν τη δικτατορία του προλεταριάτου είναι ότι δεν τραβούν ως το τέλος την ιδέα της ταξικής πάλης (cf. Marx 1852).

Δικτατορία του προλεταριάτου θα πει συνέχιση της ταξικής πάλης του προλεταριάτου με νέες μορφές. Αυτή είναι η ουσία, αυτό δεν καταλαβαίνουν.

Το προλεταριάτο σαν ξεχωριστή τάξη, συνεχίζει να διεξάγει μόνο του την ταξική πάλη.

2. Το κράτος δεν είναι παρά όργανο του προλεταριάτου στην ταξικής του πάλη. Ένα ιδιόμορφο ρόπαλο»[12].

Στον Λόγο στο Πανρωσικό συνέδριο των εργατών μεταφορών στις 27 Μάρτη του 1921 ο Β.Ι. Λένιν επεξήγησε για ακόμη μια φορά, ότι το ζήτημα τίθεται «είτε – είτε»: «Η τάξη που πήρε στα χέρια της την πολιτική κυριαρχία, την πήρε, έχοντας επίγνωση ότι την παίρνει μόνη της. Αυτό περιέχεται στην έννοια της δικτατορίας του προλεταριάτου. Η έννοια αυτή τότε μόνο έχει νόημα, όταν μια τάξη ξέρει ότι μόνη της παίρνει στα χέρια της την πολιτική εξουσία και δεν ξεγελά ούτε τον εαυτό της, ούτε τους άλλους με συζητήσεις για εξουσία «παλλαϊκή, εκλεγμένη από όλους, καθιερωμένη από όλο το λαό». Όπως ξέρετε πολύ καλά όλοι σας, υπάρχουν πολλοί και μάλιστα πάρα πολλοί που τους αρέσει αυτή η φλυαρία, πάντως όμως όχι μέσα στο προλεταριάτο, γιατί οι προλετάριοι έκαναν συνείδησή τους και ανέγραψαν και στο Σύνταγμα, στους βασικούς νόμους της Δημοκρατίας, ότι πρόκειται για δικτατορία του προλεταριάτου»[13]. Στην μπροσούρα «Για το φόρο σε είδος» ο Β.Ι. Λένιν τόνιζε με απλότητα και συντομία ότι: «ο σοσιαλισμός δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς την κυριαρχία του προλεταριάτου στο κράτος: κι αυτό επίσης είναι αξίωμα»[14].

 

 

 

Η έννοια, τα καθήκοντα και τα ιστορικά όρια της δικτατορίας του προλεταριάτου

 

 

 

Στο άρθρο «Οι τρομοκρατημένοι από την κατάρρευση του παλιού και οι αγωνιζόμενοι για το καινούργιο» ο Β.Ι. Λένιν σημειώνει ότι «η δικτατορία προϋποθέτει και σημαίνει κατάσταση λανθάνοντος πολέμου, κατάσταση στρατιωτικών μέτρων πάλης ενάντια στους αντιπάλους της προλεταριακής εξουσίας»[15]. Ταυτόχρονα στο άρθρο «Χαιρετισμός προς τους Ούγγρους εργάτες» τονίζει: «Η ουσία όμως της δικτατορίας του προλεταριάτου δεν βρίσκεται μόνο στη βία και δεν βρίσκεται κυρίως στη βία. Η βασική της ουσία βρίσκεται στο βαθμό οργάνωσης και πειθαρχίας του πρωτοπόρου τμήματος των εργαζομένων, της πρωτοπορίας τους, του μοναδικού ηγέτη τους, του προλεταριάτου. Σκοπός του προλεταριάτου είναι να δημιουργήσει το σοσιαλισμό, να εξαλείψει το χωρισμό της κοινωνίας σε τάξεις, να κάνει όλα τα μέλη της κοινωνίας εργαζόμενους, να αφαιρέσει το έδαφος για κάθε εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο»[16].

Ο Β.Ι. Λένιν επεξηγεί ότι «Η εξάλειψη των τάξεων είναι υπόθεση μακρόχρονης, δύσκολης, επίμονης, ταξικής πάλης, που δεν εξαφανίζεται, ύστερα από την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου, ύστερα από τη συντριβή του αστικού κράτους, ύστερα από την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου (όπως φαντάζονται οι χυδαιολόγοι του παλιού σοσιαλισμού και της παλιάς σοσιαλδημοκρατίας), αλλά απλώς αλλάζει τις μορφές της, γίνεται από πολλές απόψεις ακόμη πιο σκληρή»[17]. Στην μπροσούρα «Η μεγάλη πρωτοβουλία» ο Β.Ι. Λένιν δίνει τον παρακάτω ορισμό της δικτατορίας του προλεταριάτου: «Η δικτατορία του προλεταριάτου, αν μεταφράσουμε αυτή τη λατινική, επιστημονική, ιστορικο-φιλοσοφική έκφραση σε πιο απλή γλώσσα, σημαίνει τούτο δω:

Μόνο μια καθορισμένη τάξη, και ακριβώς οι εργάτες της πόλης και γενικά οι εργοστασιακοί, οι βιομηχανικοί εργάτες, είναι σε θέση να καθοδηγήσουν όλη τη μάζα των εργαζομένων και των εκμεταλλευομένων στον αγώνα για την ανατροπή του ζυγού του κεφαλαίου, στην πορεία της ίδιας της ανατροπής, στον αγώνα για τη διατήρηση και τη στερέωση της νίκης, στο έργο της δημιουργίας ενός νέου σοσιαλιστικού κοινωνικού καθεστώτος, σε όλο τον αγώνα για την ολοκληρωτική κατάργηση των τάξεων. (Ας σημειώσουμε μέσα σε παρένθεση: η επιστημονική διαφορά ανάμεσα στο σοσιαλισμό και στον κομμουνισμό είναι μονάχα ότι η πρώτη λέξη σημαίνει το πρώτο σκαλοπάτι της νέας κοινωνίας που αναπτύσσεται από τον καπιταλισμό και η δεύτερη λέξη σημαίνει το πιο ψηλό, παραπέρα σκαλοπάτι της.)

Το λάθος της κίτρινης Διεθνούς της «Βέρνης» είναι ότι οι ηγέτες της παραδέχονται μόνο στα λόγια την ταξική πάλη και τον καθοδηγητικό ρόλο του προλεταριάτου και φοβούνται να ολοκληρώσουν τη σκέψη τους, φοβούνται ακριβώς το αναπόφευκτο εκείνο συμπέρασμα, που είναι ιδιαίτερα τρομερό για την αστική τάξη και απόλυτα απαράδεκτο γι’ αυτή. Φοβούνται να αναγνωρίσουν ότι η δικτατορία του προλεταριάτου είναι επίσης μια περίοδος ταξικής πάλης, που είναι αναπόφευκτη, όσο δε θα έχουν εξαλειφθεί οι τάξεις και που αλλάζει τις μορφές της και γίνεται τον πρώτο καιρό ύστερα από την ανατροπή του κεφαλαίου ιδιαίτερα σκληρή και ιδιαίτερα ιδιόμορφη. Όταν το προλεταριάτο κατακτήσει την πολιτική εξουσία δε σταματά την ταξική πάλη, αλλά τη συνεχίζει ως την κατάργηση των τάξεων, εννοείται όμως σε διαφορετικές συνθήκες, με διαφορετική μορφή, με διαφορετικά μέσα.

Και τι σημαίνει «κατάργηση των τάξεων»; Όλοι όσοι αυτοονομάζονται σοσιαλιστές παραδέχονται αυτόν τον τελικό σκοπό του σοσιαλισμού, όλοι όμως δε σκέπτονται καθόλου βαθιά τη σημασία του. Τάξεις ονομάζονται μεγάλες ομάδες ανθρώπων που ξεχωρίζουν μεταξύ τους από τη θέση που κατέχουν μέσα σε ένα ιστορικά καθορισμένο σύστημα της κοινωνικής παραγωγής από τη σχέση τους (στο μεγαλύτερο μέρος κατοχυρωμένη και διατυπωμένη σε νόμους) προς τα μέσα παραγωγής, από το ρόλο τους στην κοινωνική οργάνωση της εργασίας και συνεπώς από τους τρόπους που ιδιοποιούνται τη μερίδα του κοινωνικού πλούτου που διαθέτουν και από το μέγεθος αυτής της μερίδας. Τάξεις είναι οι ομάδες εκείνες ανθρώπων, που η μία μπορεί να ιδιοποιείται τη δουλειά της άλλης, χάρη στη διαφορά της θέσης που κατέχει μέσα σ’ ένα καθορισμένο σύστημα της κοινωνικής οικονομίας.

Είναι φανερό ότι για την ολοκληρωτική κατάργηση των τάξεων πρέπει όχι μόνο να ανατραπούν οι εκμεταλλευτές, οι τσιφλικάδες και οι καπιταλιστές, όχι μόνο να καταργηθεί η ιδιοκτησία τους, πρέπει ακόμα να καταργηθεί και κάθε ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, πρέπει να εξαλειφθεί τόσο η διαφορά ανάμεσα στην πόλη και το χωριό, όσο και η διαφορά ανάμεσα στους ανθρώπους της σωματικής και τους ανθρώπους της πνευματικής εργασίας. Αυτό είναι έργο πολύ μακρόχρονο»[18]. Στο άρθρο «Η οικονομία και η πολιτική στην εποχή της δικτατορίας του προλεταριάτου» ο Β.Ι. Λένιν συνεχίζει τον καθορισμό των ορίων της δικτατορίας του προλεταριάτου και τονίζει την ισχύ της σε όλη την φάση του σοσιαλισμού: «Σοσιαλισμός σημαίνει εξάλειψη των τάξεων. Η δικτατορία του προλεταριάτου έκανε για την εξάλειψη αυτή ό,τι μπορούσε. Οι τάξεις όμως δεν μπορούν να εξαλειφθούν μεμιάς.

Οι τάξεις έμειναν και θα μείνουν στην εποχή της δικτατορίας του προλεταριάτου. Η δικτατορία θα είναι περιττή, όταν εξαλειφθούν οι τάξεις. Μα αυτές δε θα εξαλειφθούν χωρίς τη δικτατορία του προλεταριάτου.

Οι τάξεις έμειναν, αλλά η καθεμιά τους μεταβλήθηκε στην εποχή της δικτατορίας του προλεταριάτου· άλλαξαν οι σχέσεις μεταξύ τους. Η ταξική πάλη δεν εξαφανίζεται στη δικτατορία του προλεταριάτου, μονάχα παίρνει διαφορετικές μορφές»[19]. Οφείλουμε να σημειώσουμε ότι ο Β.Ι. Λένιν απαριθμεί σκόπιμα αυτές τις μορφές για τους κομμουνιστές όλων των χωρών και για τους κομμουνιστές του μέλλοντος στο βιβλίο «Ο «αριστερισμός», παιδική αρρώστια του κομμουνισμού»: «Η δικτατορία του προλεταριάτου είναι ένας επίμονος αγώνας, αιματηρός και αναίμακτος, βίαιος και ειρηνικός, πολεμικός και οικονομικός, διαπαιδαγωγικός και διοικητικός, ενάντια στις δυνάμεις και τις παραδόσεις της παλιάς κοινωνίας»[20].

Στο σοσιαλισμό διεξάγεται οξύτατη ταξική πάλη από τους εκπροσώπους των τάξεων και των στρωμάτων της σοσιαλιστικής κοινωνίας ενάντια στις δυνάμεις και τις παραδόσεις της καπιταλιστικής κοινωνίας και πρώτα και κύρια ενάντια στο μικροαστισμό και τις εκδηλώσεις του. Συγκεκριμένα ενάντια στη μικροαστική τάση του να δίνεις στην κοινωνία λιγότερα και τα χειρότερα και να παίρνεις περισσότερα και τα καλύτερα. Αυτή η πάλη διεξάγεται μέσα στην ίδια την εργατική τάξη, στο ίδιο το κόμμα, στη συνείδηση σχεδόν κάθε ατόμου.

Έως πότε είναι απαραίτητη η δικτατορία του προλεταριάτου; Στις Θέσεις της εισήγησης για την τακτική του ΚΚ Ρωσίας στο ΙΙΙ Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς ο Β.Ι. Λένιν απαντάει σε αυτό το ερώτημα ως εξής: «Η δικτατορία του προλεταριάτου δε σημαίνει το σταμάτημα της ταξικής πάλης, αλλά σημαίνει τη συνέχισή της με νέα μορφή και με νέα μέσα. Όσο εξακολουθούν να υπάρχουν τάξεις, όσο η αστική τάξη που έχει ανατραπεί σε μια χώρα δεκαπλασιάζει τις επιθέσεις της ενάντια στο σοσιαλισμό σε διεθνή κλίμακα, η δικτατορία αυτή είναι απαραίτητη»[21]. Στην Έκθεση για την τακτική του ΚΚΡ στο  ΙΙΙ Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς στις 5 Ιούλη του 1921 τονίζεται ότι: «Το καθήκον του σοσιαλισμού είναι να εξαλείψει τις τάξεις»[22], συνεπώς η περίοδος της δικτατορίας του προλεταριάτου περιλαμβάνει όλη την πρώτη φάση του κομμουνισμού, δηλαδή όλη τη σοσιαλιστική περίοδο.

 

 

 

Η οργανωτική μορφή της δικτατορίας του προλεταριάτου

 

 

 

Η ουσία κάθε κράτους είναι η δικτατορία της άρχουσας τάξης. Ταυτόχρονα, αυτή η δικτατορία σπάνια εμφανίζεται άμεσα στην επιφάνεια της πολιτικής ζωής. Κάθε μορφή δικτατορίας, παρ’ όλες τις αποκλίσεις και τις προσωρινές υποχωρήσεις, εκφράζεται με μια συγκεκριμένη σταθερή οργανωτική μορφή, που ταιριάζει στη δικτατορία μια συγκεκριμένης τάξης, που της αντιστοιχεί και εξασφαλίζει με τον καλύτερο τρόπο τη διατήρησή της. Η έμφυτη, η ενυπάρχουσα, οργανωτική μορφή της δικτατορίας της αστικής τάξης είναι η κοινοβουλευτική δημοκρατία με εκλογές, που διεξάγονται σε εδαφικές εκλογικές περιφέρειες. Οργανωτική μορφή της δικτατορίας του προλεταριάτου είναι η Σοβιετική εξουσία, που εκλέγεται στις φάμπρικες και τα εργοστάσια.

Στο έργο Θέσεις και εισήγηση για την αστική δημοκρατία και τη δικτατορία του προλεταριάτου στο Ι συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς 4 Μάρτη του 1919 ο Β.Ι. Λένιν έγραφε: «Η παλιά, δηλαδή η αστική δημοκρατία και ο κοινοβουλευτισμός είχαν οργανωθεί έτσι που ακριβώς οι μάζες των εργαζομένων να είναι πιο πολύ απομακρυσμένες από τη συμμετοχή στο μηχανισμό της διακυβέρνησης. Η Σοβιετική εξουσία, δηλαδή η δικτατορία του προλεταριάτου, απεναντίας, είναι οργανωμένη έτσι που να προσεγγίσει τις μάζες των εργαζόμενων στο μηχανισμό της διακυβέρνησης. Τον ίδιο σκοπό εξυπηρετεί η συνένωση της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας στα πλαίσια της σοβιετικής οργάνωσης του κράτους και η αντικατάσταση των εδαφικών εκλογικών περιφερειών με τις παραγωγικές μονάδες, όπως είναι το εργοστάσιο, η φάμπρικα»[23].

Στην μπροσούρα του Β.Ι. Λένιν «Γράμμα προς τους εργάτες και τους αγρότες με την ευκαιρία της νίκης ενάντια στον Κολτσάκ» αναφέρεται: «Σοβιετική εξουσία— να τι σημαίνει στην πράξη «δικτατορία της εργατικής τάξης»»[24]. Στο άρθρο  «Τα άμεσα καθήκοντα της Σοβιετικής εξουσίας» τονίζεται κατηγορηματικά ότι: «η Σοβιετική εξουσία δεν είναι τίποτε άλλο, παρά η οργανωτική μορφή της δικτατορίας του προλεταριάτου»[25].

Η ανάλυση των οργανωτικών μορφών της δικτατορίας της αστικής τάξης στην επικρατούσα εκδοχή της, την αστική δημοκρατία, και της δικτατορίας του προλεταριάτου στη μορφή των Σοβιέτ δείχνει ότι η σταθερότητα και η λειτουργία τους εξασφαλίζεται από τις αντικειμενικές βάσεις, πάνω στις οποίες οικοδομείται η εξουσία. Η κοινοβουλευτική δημοκρατία ως μορφή της δικτατορίας της αστικής τάξης στηρίζεται κατά τη διαμόρφωσή της στους χρηματικούς πόρους των καπιταλιστών, στο θεσμό της ατομικής καπιταλιστικής ιδιοκτησίας, χρησιμοποιεί την κυρίαρχη στην κοινωνία αστική ιδεολογία, εφόσον το κοινωνικό Είναι καθορίζει την κοινωνική συνείδηση. Η προλεταριακή δημοκρατία στηρίζεται στην αντικειμενική οργάνωση της εργατικής τάξης κατά το προτσές της εργασίας στις φάμπρικες και τα εργοστάσια, που μετατρέπονται σε εκλογικές περιφέρειες των Σοβιέτ. Δε γίνεται λόγος για μια ονομασία, αλλά για τη μορφή οργάνωσης της εξουσίας, που χαρακτηρίζει την εξουσία των Σοβιέτ και εξασφαλίζει τη δικτατορία της εργατικής τάξης.

 

 

Η άρνηση της οργανωτικής μορφής της δικτατορίας του προλεταριάτου απειλεί την ύπαρξη της

 

 

Τα Σοβιέτ εμφανίστηκαν στο Ιβάνοβο-Βοζνεσένσκ το 1905 ως όργανα απεργιακής πάλης και όργανα αυτοδιοίκησης των εργαζομένων, που διαμορφώνονταν στις φάμπρικες και τα εργοστάσια με βάση τις εργατικές κολεκτίβες. Στις φάμπρικες και τα εργοστάσια εκλέγονταν και τα Σοβιέτ, που αναγεννήθηκαν σε όλη τη Ρωσία το 1917. Η εκλογή των βουλευτών στις φάμπρικες και τα εργοστάσια, που εξασφαλίζει τη δυνατότητα ελέγχου της δραστηριότητας των βουλευτών και την πρακτική υλοποίηση της ανάκλησης και της αντικατάστασής τους από τις εργατικές κολεκτίβες αποτελεί συστατική αρχή των Σοβιέτ και καταγράφηκε στο λενινιστικό Πρόγραμμα του ΚΚΡ(μπ), που εγκρίθηκε στο 8ο συνέδριο του κόμματος: «Το Σοβιετικό κράτος πλησιάζει τον κρατικό μηχανισμό στις μάζες επίσης και με το ότι εκλογική μονάδα και βασικός πυρήνας του κράτους γίνεται όχι η εδαφική περιφέρεια, αλλά η παραγωγική μονάδα (το εργοστάσιο, η φάμπρικα)»[26].

Σε αντίθεση προς αυτή την προγραμματική θέση το 1936 στα πλαίσια της έγκρισης ενός δήθεν πιο «δημοκρατικού» Συντάγματος συντελέστηκε το πέρασμα στο χαρακτηριστικό για την αστική δημοκρατία εκλογικό σύστημα βάση εδαφικών περιφερειών, που απέκοψε τα όργανα της εξουσίας από τις εργατικές κολεκτίβες και που κατέστησε πρακτικά αδύνατη την ανάκληση των αποκομμένων από τον λαό βουλευτών. Οι τοποθετήσεις του Στάλιν εκείνης της περιόδου για τη δήθεν διεύρυνση της δημοκρατίας, που συντελέστηκε με την έγκριση του Συντάγματος του 1936, πρέπει ως εκ τούτου να θεωρηθούν λανθασμένες. Θα ήταν πιο σωστό να πούμε, πως ουσιαστικά είχε γίνει βήμα για το πέρασμα από τη σοβιετική, την προλεταριακή δημοκρατία προς την κοινοβουλευτική, αστική δημοκρατία, που προϋποθέτει την τυπική ισότητα και αγνοεί την υπάρχουσα ανισότητα. Δεν μπορούσε να είχε συντελεστεί καμία πραγματική διεύρυνση της δημοκρατίας με την τυπική μοναδιαία επέκταση του δικαιώματος ψήφου στους εκπροσώπους των πρώην εκμεταλλευτριών τάξεων.

Η Σοβιετική δημοκρατία, ως δημοκρατία για τους εργαζομένους, φτάνει σταδιακά στην καθολική ψηφοφορία με φυσικό τρόπο μέσω της σταδιακής αποχώρησης των τάξεων αυτών από την ιστορική σκηνή μέσω της εξάλειψης κάθε μορφής εκμετάλλευσης. Η άρνηση δε της χαρακτηριστικής για τα Σοβιέτ αρχής της εκλογής των βουλευτών μέσω των εργατικών κολεκτίβων στις φάμπρικες και τα εργοστάσια και το πέρασμα στις εκλογές βάση εδαφικών περιφερειών ισοδυναμεί με πισωγύρισμα από τα Σοβιέτ στον κοινοβουλευτισμό και οδηγεί στην αποδυνάμωση της πραγματικής δημοκρατίας.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι κατά την επεξεργασία του 2ου Προγράμματος του ΚΚΡ(μπ) ο Λένιν εξέτασε τη δυνατότητα υποχώρησης από την μορφή των Σοβιέτ σε αποτέλεσμα της γενικής υποχώρησης της πάλης υπό την πίεση των συνθηκών και των δυνάμεων του αντιπάλου. Δεν το αντιλαμβανόταν, όμως, ως κίνηση προς την ανάπτυξη της δημοκρατίας των εργαζομένων, της προλεταριακής ή της εργατικής δημοκρατίας. Στην απόφαση του 7ου συνεδρίου του ΚΚΡ(μπ) για το Πρόγραμμα του κόμματος ο Λένιν έγραφε: «…η τροποποίηση του πολιτικού μέρους του προγράμματός μας πρέπει να περιέχει έναν όσο το δυνατό πιο ακριβή και διεξοδικό χαρακτηρισμό του κράτους νέου τύπου, της Σοβιετικής Δημοκρατίας σαν μορφής της δικτατορίας του προλεταριάτου και σαν συνέχειας των κατακτήσεων της διεθνούς εργατικής επανάστασης, που άρχισαν με την Κομμούνα του Παρισιού. Το πρόγραμμα πρέπει να τονίζει ότι το Κόμμα μας δεν θα αρνηθεί να χρησιμοποιήσει και τον αστικό κοινοβουλευτισμό, αν η πορεία της πάλης μας ρίξει για ορισμένο χρονικό διάστημα πίσω στην ιστορική εκείνη βαθμίδα που τώρα η επανάστασή μας την έχει ξεπεράσει. Όμως, σε κάθε περίπτωση και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, το Κόμμα θα παλέψει για τη Σοβιετική Δημοκρατία, που είναι ένας ανώτερος από άποψη δημοκρατισμού τύπος κράτους και μορφή της δικτατορίας του προλεταριάτου, για την αποτίναξη του ζυγού των εκμεταλλευτών και την κατάπνιξη της αντίστασής τους (τονίστηκε από το συγγραφέα)[27].

Θα νόμιζε κανείς πως όλα είναι σαφέστατα, ωστόσο κινηθήκαμε ακριβώς προς την αστική δημοκρατία, προς τον κοινοβουλευτισμό. Από εκείνο τον καιρό δεδομένης της εξάλειψης της πρακτικής δυνατότητας ανάκλησης των βουλευτών, που δεν δικαίωσαν την εμπιστοσύνη των οργανωμένων σε εργατικές κολεκτίβες εκλογέων, άρχισε η διαδικασία μιας όλο και εντεινόμενης μόλυνσης της κρατικής μηχανής με γραφειοκρατία, καριερισμό, η επιβάρυνσή της με γραφειοκράτες και καριερίστες, που έθεταν τα προσωπικά τους συμφέροντα πάνω από τα κοινωνικά, η διαδικασία ανατροφής στα σπλάχνα του κομματικού-κρατικού συστήματος όμοιων του Χρουστσόφ και του Γκορμπατσόφ.

Τα Σοβιέτ διατήρησαν την ονομασίας τους, αλλά η ουσία τους άρχισε να χάνεται. Η δικτατορία του προλεταριάτου, που στερήθηκε τη σύμφυτη με αυτή οργανωτική μορφή, τέθηκε  σε κίνδυνο. Ο προλεταριακός χαρακτήρας των οργάνων της εξουσίας, που εξακολουθούσαν να ονομάζονται Σοβιέτ, εξασφαλιζόταν τώρα μόνο από τους εναπομείναντες δεσμούς με την τάξη μέσω της ανάδειξης υποψηφίων από τις εργατικές κολεκτίβες, μέσω των περιοδικών απολογισμών τους μπροστά στους εργαζόμενους και μέσω της ρύθμισης της κοινωνικής τους σύνθεσης από τα κομματικά όργανα, καθώς και από τον προλεταριακού χαρακτήρα του ίδιου του κόμματος που εξακολουθούσε να υπάρχει από πριν. Αλλά ήδη επί Στάλιν, ο οποίος ορκίστηκε στον τάφο του Β.Ι. Λένιν να ενισχύει τη δικτατορία του προλεταριάτου και αγωνίστηκε γι’ αυτό όλη του τη ζωή, στην Κεντρική Επιτροπή άρχισε σταδιακά να διαμορφώνεται μια αντεργατική πλειοψηφία, που με τον οπορτουνισμό της, που μετεξελισσόταν σε αναθεωρητισμό, οδήγησε στην αλλαγή της ταξικής φύσης του κράτους μετά το θάνατο του Στάλιν.

 

 

Η άρνηση της δικτατορίας του προλεταριάτου είναι άρνηση του μαρξισμού

 

 

 

Στο 20ο συνέδριο του ΚΚΣΕ έγινε μια ιδιόμορφη προετοιμασία για μετωπική επίθεση ενάντια στην ουσία του μαρξισμού. Η αναθεωρητική ομάδα του Χρουστσόφ με συκοφαντίες έθεσε υπό αμφισβήτηση τις θετικές ενέργειες της σταλινικής ηγεσίας και άνοιξε το δρόμο για την αναθεώρηση των κομβικών θέσεων του μαρξισμού για την ταξική πάλη και τη δικτατορία του προλεταριάτου. Ωστόσο, ακόμη εξακολουθούσε να ισχύει το λενινιστικό Πρόγραμμα του ΚΚΡ(μπ). Γι’ αυτό οι ακόλουθοι του Χρουστσόφ άρχισαν να ετοιμάζουν την αντικατάστασή του με ένα Πρόγραμμα από το οποίο θα αφαιρούνταν η ουσία του μαρξισμού-λενινισμού. Στην εισήγηση του πρώτου Γραμματέα της ΚΕ του ΚΚΣΕ Ν.Σ. Χρουστσόφ στο 22ο συνέδριο «Για το πρόγραμμα του Κομμουνιστικού Κόμματος Σοβιετικής Ένωσης» παρουσιάστηκε η θέση για την πλήρη και οριστική νίκη του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ[28], που αποστράτευε τους κομμουνιστές, την εργατική τάξη και όλους τους εργαζόμενους. Υπήρχε ο ισχυρισμός ότι η ταξική πάλη περιορίζεται στην μεταβατική προς το σοσιαλισμό περίοδο[29].

Σε όλη την εισήγηση ο σοσιαλισμός δε νοείται ως φάση του κομμουνισμού, αλλά ως μη κομμουνισμός, ουσιαστικά, ως ένας ξεχωριστός σχηματισμός. Αντίστοιχα, στη θέση του χαρακτηριστικού για το σοσιαλισμό στόχου της πλήρους εξάλειψης των τάξεων στην πρώτη φάση της αταξικής κοινωνίας, η οικοδόμηση της αταξικής κοινωνίας έμπαινε μονάχα ως καθήκον και ταυτόχρονα έμπαινε το καθαρά αναθεωρητικό, αντι-μαρξιστικό καθήκον του περάσματος: «από το κράτος της δικτατορίας του προλεταριάτου στο παλλαϊκό κράτος»[30]. Υπήρχε ο ισχυρισμός ότι δήθεν «η εργατική τάξη της Σοβιετικής Ένωσης με δική της πρωτοβουλία, έχοντας σαν γνώμονα τα καθήκοντα της οικοδόμησης του κομμουνισμού, μετασχημάτισε το κράτος της δικτατορίας της σε παλλαϊκό κράτος…η χώρα μας είναι η πρώτη όπου δημιουργήθηκε κράτος, που δεν είναι δικτατορία μιας κάποιας τάξης…δε χρειάζεται πια δικτατορία του προλεταριάτου»[31]. Και το κόμμα ανακηρύχτηκε κόμμα όλου του λαού και όχι κόμμα της εργατικής τάξης, σε αντίθεση με τη λενινιστική αντίληψη για το πολιτικό κόμμα σαν πρωτοπορία της τάξης.

Αυτές οι αναθεωρητικές ιδέες δεν αποκρούστηκαν στο συνέδριο και το συνέδριο ενέκρινε ομόφωνα το αναθεωρητικό, στην ουσία αντιλενινιστικό, αντιμαρξιστικό Πρόγραμμα. Σε αυτό υπήρχε ο ισχυρισμός ότι δήθεν «η δικτατορία του… εκπλήρωσε την ιστορική της αποστολή και από την άποψη των καθηκόντων της εσωτερικής ανάπτυξης έπαψε να είναι απαραίτητη στην ΕΣΣΔ. Το κράτος, που είχε εμφανισθεί σαν κράτος της δικτατορίας του προλεταριάτου, στο καινούργιο, στο σύγχρονο στάδιο μετατράπηκε σε παλλαϊκό κράτος…Το κόμμα ξεκινάει από το γεγονός, ότι η δικτατορία της εργατικής τάξης θα πάψει να είναι απαραίτητη προτού ακόμα απονεκρωθεί το κράτος»[32]. Για να κάνουμε πληρέστερη εκτίμηση αυτής της θέσης, θα αναφερθούμε ξανά στον Λένιν.

Στο έργο «Κράτος και επανάσταση» ο Β.Ι. Λένιν τόνισε τον ταξικό χαρακτήρα κάθε κράτους, όσο αυτό υπάρχει, την αναγκαιότητα της νίκης της προλεταριακής επανάστασης, του τσακίσματος της παλιάς κρατικής μηχανής και της δημιουργίας μιας νέας κρατικής μηχανής, ικανής να υλοποιεί τα καθήκοντα της δικτατορίας του προλεταριάτου, επεξεργάστηκε μια σειρά από προϋποθέσεις, που πρέπει να τηρούνται ώστε το κράτος από όργανο της εργατικής τάξης, από μέσο εξασφάλισης της πολιτικής της κυριαρχίας να μη μετατραπεί σε δύναμη, που κυριαρχεί πάνω στην ίδια την τάξη.

Σε αυτό το έργο, καθώς και στο τετράδιο «Ο μαρξισμός για το κράτος» ο Β.Ι. Λένιν διατύπωσε σαφέστατα ότι το κράτος απονεκρώνεται μόνο με την πλήρη εξάλειψη των τάξεων. Ενόσω παραμένουν οι τάξεις, παραμένει και το κράτος ως όργανο της πολιτικά κυρίαρχης τάξης. Παραθέτει και αναπτύσσει τη σκέψη του Ένγκελς: «Όταν το κράτος γίνει πραγματικά εκπρόσωπος ολόκληρης της κοινωνίας, τότε θα κάνει περιττό τον εαυτό του»[33]. Ο Β.Ι. Λένιν ήταν σαν να απαντούσε σε όσους αμφέβαλαν, ταλαντεύονταν και ήταν αναποφάσιστοι: «Μαρξιστής είναι μόνο εκείνος που επεκτείνει την αναγνώριση της πάλης των τάξεων ως την αναγνώριση της δικτατορίας του προλεταριάτου. Εδώ βρίσκεται η βαθύτερη διαφορά του μαρξιστή από το μικρό (μα και μεγάλο) αστό της αράδας. Πάνω σ’ αυτή τη λυδία λίθο πρέπει να δοκιμάζουμε την πραγματική κατανόηση και παραδοχή του μαρξισμού».[34] Στο έργο «Για το κράτος» Διάλεξη στο Πανεπιστήμιο Σβερντλόφ 11 του Ιούλη 1919 ο Β.Ι. Λένιν υποδείκνυε ότι το καπιταλιστικό κράτος «που ανακηρύσσει σύνθημά του την παλλαϊκή ελευθερία, λέει ότι εκφράζει τη θέληση όλου του λαού, αρνείται πως είναι ταξικό κράτος»[35].

Προκαλώντας σύγχυση, ουσιαστικά εξαπατώντας το κόμμα και το λαό στο ζήτημα της δικτατορίας του προλεταριάτου, χωρίς την οποία είναι αδύνατη η ανάπτυξη του σοσιαλισμού σε ολοκληρωμένο κομμουνισμό, η αναθεωρητική ομάδα του Χρουστσόφ αντικατέστησε αργότερα και τους σκοπούς της κίνησης της παραγωγής και της κοινωνίας. Αξίζει να σταθούμε σε αυτό το σημείο. 

 

 

Ο σκοπός της σοσιαλιστικής παραγωγής

 

 

 

Η ουσία της ιστορίας, η πρόοδος της κοινωνίας έγκεινται στην κίνηση προς την πλήρη ευημερία και την ελεύθερη και ολόπλευρη ανάπτυξη όλων των μελών της κοινωνίας.

Στον πρωτόγονο κοινοτικό κομμουνισμό αυτή η ουσία εκφραζόταν περιορισμένα δεδομένης της αδύναμης ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, σαν ικανοποίηση των άμεσων αναγκών των μελών της κοινωνίας, ανάλογα με τα μέσα που εξασφάλιζαν και σύμφωνα την φυλετική ιεραρχία.

Στη δουλοκτησία οι δούλοι δε θεωρούνταν άνθρωποι και η παραγωγή αναπτυσσόταν με σκοπό την εξασφάλιση της ευημερίας και της ολόπλευρης ανάπτυξης των μελών της άρχουσας τάξης, των δουλοκτητών.

Στη φεουδαρχία αναπτυσσόταν η ευημερία και η ολόπλευρη ανάπτυξη κύρια της τάξης των φεουδαρχών, οι αγρότες και οι τεχνίτες αρκούνταν στην πενιχρή ικανοποίηση των αναγκών τους.

 Στον καπιταλισμό σκοπός της παραγωγής είναι η παραγωγή υπεραξίας, κέρδους, που οδηγεί στην άνοδο της ευημερίας και στην ολόπλευρη ανάπτυξη των καπιταλιστών και περιορίζει την κατανάλωση των εργατών, οι ανάγκες των οποίων ικανοποιούνται μόνο στο βαθμό που τους εξασφαλίζεται η αναπαραγωγή της εργατικής τους δύναμης, πράγμα αναγκαίο για την συνέχιση της διαδικασίας αυτοαύξησης του κεφαλαίου. Όπως έγραφε ο Λένιν στο έργο «Υλικά για την κατάρτιση του Προγράμματος του ΣΔΕΚΡ»: «η γιγάντια ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνικής κι όλο και περισσότερο κοινωνικοποιημένης εργασίας συνοδεύεται από το γεγονός ότι τα κυριότερα οφέλη της ανάπτυξης αυτής τα μονοπωλεί μια μηδαμινή μειοψηφία του πληθυσμού. Μαζί με την αύξηση του κοινωνικού πλούτου αυξάνει η κοινωνική ανισότητα, βαθαίνει και πλαταίνει το χάσμα ανάμεσα στην τάξη των ιδιοκτητών (αστική τάξη) και στην τάξη των προλετάριων»[36].

Αλλά στον καπιταλισμό αρχίζει η πάλη της εργατικής τάξης για την ανάπτυξη όχι μόνο των μελών της κοινωνίας, που ανήκουν στην άρχουσα τάξη, αλλά για την οικοδόμηση της κομμουνιστικής κοινωνίας, στην οποία θα εκφράζεται η ουσία της ιστορίας και πραγματικός σκοπός της παραγωγής θα γίνει η εξασφάλιση της πλήρους ευημερίας και της ελεύθερης ολόπλευρης ανάπτυξης όλων των μελών της κοινωνίας.

Στο σχέδιο του Προγράμματος του κόμματος, που είχε επεξεργαστεί η επιτροπή για το 2ο συνέδριο του ΣΔΕΚΡ ο σκοπός της σοσιαλιστικής παραγωγής διατυπώνεται ως σχεδιασμένη οργάνωση του προτσές της κοινωνικής παραγωγής «για την ικανοποίηση των αναγκών τόσο όλης της κοινωνίας όσο και των μελών της ξεχωριστά». Σε αυτό το ζήτημα ο Β.Ι. Λένιν εξέφρασε την αντίρρηση του σημειώνοντας: «Δεν είναι ακριβολογημένο. Τέτοια «ικανοποίηση» «δίνει» και ο καπιταλισμός, αλλά όχι σε όλα τα μέλη της κοινωνίας και όχι την ίδια»[37].

Στις «Παρατηρήσεις στο δεύτερο σχέδιο Προγράμματος του Πλεχάνοφ» έγραφε: «Αποτυχημένο είναι και το τέλος της παραγράφου: «σχεδιασμένη οργάνωση του κοινωνικού παραγωγικού προτσές για την ικανοποίηση των αναγκών τόσο όλης της κοινωνίας όσο και των μελών της ξεχωριστά». Αυτό δε φτάνει. – τονίζει ο Λένιν – Μια τέτοια οργάνωση θα μπορούσαν, ίσως, να δημιουργήσουν ακόμα και τα τραστ. Πιο συγκεκριμένα θα ήταν να λέγαμε «προς όφελος όλης της κοινωνίας» [ σ.μ. – η ελληνική μετάφραση της φράσης στα εισαγωγικά στα Άπαντα είναι λανθασμένη. Στο πρωτότυπο λέει  «засчетвсегообщества», που σημαίνει «από όλη την κοινωνία»] (γιατί αυτό περιλαμβάνει και τη σχεδιασμένη οργάνωση και δείχνει ποιος θα κατευθύνει τη σχεδιασμένη οργάνωση), κι όχι μόνο για την ικανοποίηση των αναγκών των μελών, αλλά για την εξασφάλιση πλέριας ευημερίας και ελεύθερης, ολόπλευρης ανάπτυξης όλων των μελών της κοινωνίας»[38].

Τελικά ο Β.Ι. Λένιν κατάφερε να περάσει στο Πρόγραμμα, που ενέκρινε το 2ο συνέδριο του ΣΔΕΚΡ η διατύπωση: «Η κοινωνική επανάσταση του προλεταριάτου, αντικαθιστώντας την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και κυκλοφορίας με την κοινωνική και εφαρμόζοντας τη σχεδιομετρική οργάνωση του κοινωνικού-παραγωγικού προτσές για την εξασφάλιση της ευημερίας και της ολόπλευρης ανάπτυξης όλων των μελών της κοινωνίας, θα εξαλείψει το χωρισμό της κοινωνίας σε τάξεις και έτσι θα απελευθερώσει όλη την καταπιεσμένη ανθρωπότητα»[39].

Θέτοντας αυτό τον προγραμματικό στόχο το κόμμα των μπολσεβίκων ξεσήκωσε την εργατική τάξη της Ρωσίας για τη νικηφόρα σοσιαλιστική επανάσταση. Φυσικά, κατά τη συγγραφή του δεύτερου Προγράμματος του κόμματος ο Β.Ι. Λένιν θεωρούσε άκρως απαραίτητο να διατηρηθεί στο νέο Πρόγραμμα ο στόχος, που είχε ήδη αποτυπωθεί στο πρώτο Πρόγραμμα, η υλοποίηση του οποίου οδηγεί στην πλήρη εξάλειψη των τάξεων, δηλαδή στον πλήρη κομμουνισμό. Στο Πρόγραμμα, που ενέκρινε το 8ο συνέδριο του ΚΚΡ(μπ) αναπαράγεται επακριβώς η διατύπωση του σκοπού της σοσιαλιστικής παραγωγής, που εμπεριέχονταν στο πρώτο Πρόγραμμα του κόμματος, δηλαδή: «Η κοινωνική επανάσταση του προλεταριάτου, αντικαθιστώντας την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και κυκλοφορίας με την κοινωνική και εφαρμόζοντας τη σχεδιομετρική οργάνωση του κοινωνικού-παραγωγικού προτσές για την εξασφάλιση της ευημερίας και της ολόπλευρης ανάπτυξης όλων των μελών της κοινωνίας, θα εξαλείψει το χωρισμό της κοινωνίας σε τάξεις»[40].

 Αυτός ο επιστημονικά καθορισμένος, δηλαδή πραγματικός, σκοπός της κομμουνιστικής παραγωγής είχε τεθεί μπροστά στην εργατική τάξη, που δημιουργεί την κομμουνιστική κοινωνία και αποτυπωνόταν στο Πρόγραμμα του κόμματος έως ότου το κόμμα παρέμενε κόμμα της εργατικής τάξης και καθοδηγούσε την εφαρμογή της δικτατορίας της. Στο τρίτο αναθεωρητικό πρόγραμμα του κόμματος, που ενέκρινε το 22ο συνέδριο του ΚΚΣΕ είχε πια αφαιρεθεί. Αντικαταστάθηκε από τη φράση «ικανοποίηση των διευρυνόμενων αναγκών», που, ως γνωστόν, δεν περιλαμβάνει ούτε την ανάπτυξη των ανθρώπων, ούτε την ευημερία τους, πόσο μάλλον αν αυτές νοούνται ολόπλευρα. Η ικανοποίηση των αναγκών από μόνη της δεν οδηγεί ούτε στην εξάλειψη της κοινωνικής ανισότητας, ούτε στην εξάλειψη των τάξεων. Για να είμαστε ακριβόλογοι στο τρίτο Πρόγραμμα του κόμματος έγραφε πως στον κομμουνισμό «πετυχαίνεται ένας ανώτερος βαθμός σχεδιολογημένης οργάνωσης όλης της κοινωνικής οικονομίας, εξασφαλίζεται η πιο αποδοτική και λογική χρησιμοποίηση του υλικού πλούτου και των εργασιακών εφεδρειών [σ.μ. – η κατά λέξη μετάφραση είναι των υλικών και εργασιακών πόρων] για την ικανοποίηση των αυξανόμενων αναγκών των μελών της κοινωνίας»[41].

Τα εργαζόμενα μέλη της κοινωνίας, η ανάπτυξη των οποίον είναι αυτοσκοπός, έγιναν εργασιακοί πόροι, που χρησιμοποιούνται αποτελεσματικά όχι για την ικανοποίηση των αναγκών όλων, αλλά ορισμένων επίλεκτων μελών της κοινωνίας, που αργότερα έγιναν ολιγάρχες. Η αφαίρεση από σκοπό της παραγωγής της ανάπτυξης ό λ ω ν των μελών της κοινωνίας, κατέστησε την προγραμματική διατύπωση του σκοπού της παραγωγής πρακτική απομάκρυνσης από τον πραγματικό σκοπό του σοσιαλισμού. Στο αναθεωρητικό τρίτο Πρόγραμμα αναφέρεται: «Ο σκοπός του σοσιαλισμού είναι η όλο και πιο πλήρης ικανοποίηση των αυξανόμενων υλικών και πολιτιστικών αναγκών του λαού»[42]. Με μια πρώτη ματιά η διατύπωση φαίνεται ωραία, αλλά είναι βαθιά λανθασμένη, μια και ο σκοπός του σοσιαλισμού, που όρισαν οι θεμελιωτές του επιστημονικού κομμουνισμού είναι η εξάλειψη των τάξεων, η οποία δεν περιορίζεται στην ικανοποίηση των αναγκών. Βέβαια, περιλαμβάνει και την ικανοποίηση των αναγκών, όχι όμως όλων, αλλά πρώτα και κύρια εκείνων που οδηγούν στην εξασφάλιση της πλήρους ευημερίας και της ολόπλευρης ανάπτυξης ό λ ω ν των μελών της κοινωνίας και στην εξάλειψη κάθε κοινωνικής ανισότητας.

Η απάρνηση της δικτατορίας και του σκοπού του σοσιαλισμού άλλαξε την ταξική ουσία του κράτους. Το κράτος έγινε ανίκανο να ικανοποιεί τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, που την εποχή της δικτατορίας του προλεταριάτου είναι κοινωνικά συμφέροντα. Γι’ αυτό η κρατική ιδιοκτησία σταματούσε σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό να αποτελεί μορφή κοινωνικής ιδιοκτησίας και, ουσιαστικά, γινόταν όλο και περισσότερο ιδιόμορφη μορφή ατομικής ιδιοκτησίας, εκείνων, που στην πράξη διαχειριζόταν την κρατική ιδιοκτησία, δηλαδή της ελίτ της κομματικής και κρατικής γραφειοκρατίας.

Με αυτό τον τρόπο η ελίτ της κομματικής-κρατικής νομενκλατούρας κατάφερε να ιδιοποιηθεί την κοινωνική ιδιοκτησία. Δημιούργησε τις συνθήκες, ώστε να τη μοιράσει και ύστερα να την ιδιοποιηθεί ο καθένας ξεχωριστά, να την ιδιωτικοποιήσει κατοχυρώνοντας τη νομικά στα πλαίσια της νομοθεσίας του «παλλαϊκού» κράτους. Αυτό προετοιμάστηκε από τον Γκορμπατσόφ και πραγματοποιήθηκε την περίοδο του Γιέλτσιν, αρχικά με το αναθεωρητικό σύνθημα της «κατεύθυνσης προς την αγορά» και ύστερα και με το ανοιχτά αντικομμουνιστικό της ιδιωτικοποίησης. Αυτή η διαδικασία συνοδεύτηκε ιδεολογικά από την αναθεωρητική αντίληψη για τον «αναπτυγμένο σοσιαλισμό», που συμπεριλάμβανε και θεμελίωνε το περιβόητο αναθεωρητικό «παλλαϊκό κράτος».

Η απάρνηση από το κύριο στο μαρξισμό – από τη δικτατορία του προλεταριάτου, το σκοπό της σοσιαλιστικής παραγωγής και του σοσιαλισμού από το ΚΚΣΕ στο 22ο συνέδριο δεν μπορούσε παρά να οδηγήσει και τελικά οδήγησε, παρά την ενεργό αντίσταση της μειοψηφίας των κομμουνιστών, στην διάλυση του κόμματος, του κράτους και της χώρας. Αυτή η απάρνηση δεν ήταν ευθύνη μοναχά της ελίτ του ΚΚΣΕ, που αποστάτησε, αλλά και ευθύνη εκείνων των μελών του κόμματος, που αντί να μελετούν και να κατανοούν το λενινισμό, αποστήθιζαν τα τσιτάτα και τα συνθήματα και είχαν τυφλή εμπιστοσύνη στα λόγια της αναθεωρητικής ελίτ του κόμματος. Γι’ αυτό και οι συνεπείς κομμουνιστικές δυνάμεις δεν κατάφεραν να νικήσουν τους οπορτουνιστές, τους αναθεωρητές και τους αποστάτες προδότες του σοσιαλισμού. Αυτό το δίδαγμα δεν αφορά μόνο τους κομμουνιστές της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και της σύγχρονης Ρωσίας. Αφορά και όλο το διεθνές εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα.

 

 

[1] Το κύριο στο λενινισμό. Ο Β.Ι. Λένιν για την ταξική προσέγγιση στην ανάλυση των κοινωνικών φαινομένων / Συντάχθηκε από το διδάκτορα φιλοσοφικών επιστημών, καθηγητή Μ.Β. Ποπόφ — Αγ. Πετρ..: Εκδ. Πολυτεχνείου, 2009 — 311 σελίδες.

[2] Β.Ι. Λένιν. Άπαντα. τ. 32, σ. 247.

[3] Β.Ι. Λένιν. Άπαντα. τ. 33,  σ. 7.

[4] Β.Ι. Λένιν. Άπαντα. τ. 34,  σ. 191.

[5] Β.Ι. Λένιν. Άπαντα. τ. 34,  σ. 318.

[6] Β.Ι. Λένιν. Άπαντα. τ. 37, σ. 438.

[7]Β.Ι. Λένιν. Άπαντα. τ. 38, σ. 424.

[8] Β.Ι. Λένιν. Άπαντα. τ. 39, σ. 158.

[9] Β.Ι. Λένιν. Άπαντα. τ. 35, σ. 280.

[10] Β.Ι. Λένιν. Άπαντα. τ. 38, σ. 56.

[11] Β.Ι. Λένιν. Άπαντα. τ.  38, σ. 253.

[12] Β.Ι. Λένιν. Άπαντα. τ. 39, σ. 261-262.

[13] Β.Ι. Λένιν. Άπαντα. τ. 43, σ. 132.

[14] Β.Ι. Λένιν. Άπαντα. τ. 43, σ. 211.

[15] Β.Ι. Λένιν. Άπαντα. τ..35, σ. 192.

[16] Β.Ι. Λένιν. Άπαντα. τ. 38, σ. 385.

[17] Β.Ι. Λένιν. Άπαντα. τ. 38, σ. 386-387.

[18] Β.Ι. Λένιν. Άπαντα. τ39, σ. 14–15.

[19] Β.Ι. Λένιν. Άπαντα. τ. 39, σ. 279.

[20] Β.Ι. Λένιν. Άπαντα. τ. 41, σ. 27.

[21] Β.Ι. Λένιν. Άπαντα. τ. 44, σ. 10.

[22] Β.Ι. Λένιν. Άπαντα. τ. 44, σ. 39.

[23] Β.Ι. Λένιν. Άπαντα. τ.  37, σ. 500.

[24]Β.Ι. Λένιν. Άπαντα. τ. 39, σ. 158.

[25]Β.Ι. Λένιν. Άπαντα. τ. 36, σ. 196.

[26]Β.Ι. Λένιν. Άπαντα. τ. 38, σ. 425–426.

[27]  Β.Ι. Λένιν. Άπαντα. τ. 36, σ. 58-59.

[28] Το ХХII συνέδριο του ΚΚΣΕ. 1962. Πολιτικέςκαιλογοτεχνικέςεκδόσεις.  σ.163.

[29] Το ХХII συνέδριο του ΚΚΣΕ. 1962. Πολιτικές και λογοτεχνικές εκδόσεις. σ. 184.

[30] Το ХХII συνέδριο του ΚΚΣΕ. 1962. Πολιτικές και λογοτεχνικές εκδόσεις. σ. 240.

[31] Το ХХII συνέδριο του ΚΚΣΕ. 1962. Πολιτικές και λογοτεχνικές εκδόσεις. σ. 243.

[32] Το ХХII συνέδριο του ΚΚΣΕ. 1962. Πολιτικές και λογοτεχνικές εκδόσεις. σ. 485-486.

[33] Β.Ι. Λένιν. Άπαντα. τ. 33, σ. 16.

[34] Β.Ι. Λένιν. Άπαντα. τ. 33, σ. 34.

[35] Β.Ι. Λένιν. Άπαντα. τ. 39, σ. 78.

[36] Β.Ι. Λένιν. Άπαντα. τ. 6,  σ. 430.

[37] Β.Ι. Λένιν. Άπαντα. τ. 6, σ. 252.

[38] Β.Ι. Λένιν. Άπαντα. τ. 6, σ. 236.

[39] Πρόγραμμα του ΣΔΕΚΡ, που εκγρίθηκε στο 2ο συνέδριο του κόμματος. Δεύτερο συνέδριο του ΣΔΕΚΡ. Ιούλιος-Αύγουστος 1903. Πρωτόκολλα. Μόσχα. 1959. σ. 419.

[40] Β.Ι. Λένιν. Άπαντα. τ. 38. σ. 419.

[41] Το ХХII συνέδριο του ΚΚΣΕ. 1962. Πολιτικές και λογοτεχνικές εκδόσεις. σ. 448.

[42] Το ХХII συνέδριο του ΚΚΣΕ. 1962. Πολιτικές και λογοτεχνικές εκδόσεις. σ. 339.

 

 

 

Ο μη εμπορευματικός, άμεσα κοινωνικός χαρακτήρας της σοσιαλιστικής παραγωγής

 

 

 

 

Η επικαιρότητα του δεδομένου ζητήματος έγκειται σε τελική ανάλυση στο ζήτημα γιατί οι κομμουνιστές παλεύουν για την εξουσία της τάξης τους. Το ερώτημα αυτό αφορά το τι θα κάνουν εάν η εργατική τάξη πάρει την εξουσία. Σε πιο βαθμό έχουν συναχθεί συμπεράσματα από τα λάθη του ΚΚΣΕ και την πρακτική της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ; Τικαιπώςπρέπειναοικοδομηθείστηνοικονομία;

Σήμερα αυτό το ζήτημα εξακολουθεί όχι μόνο να απασχολεί, αλλά και να διαιρεί το κομμουνιστικό κίνημα, συμπεριλαμβανομένου και της Ρωσίας. Δε θα εξετάσουμε τους φανερούς απολογητές του «σουηδικού σοσιαλισμού» και τους λοιπούς βελτιωτές του καπιταλισμού. Θα μιλήσουμε μόνο γι’ αυτούς, που εξακολουθούν να αυτοαποκαλούνται μαρξιστές και κομμουνιστές. Μεταξύ αυτών, από τη μια πλευρά υπάρχει πληθώρα υπέρμαχων του λεγόμενου αγοραίου σοσιαλισμού, που τον τελευταίο καιρό του προσάπτεται όλο και περισσότερο ο χαρακτηρισμός «με βάση το κινέζικο πρότυπο», από την άλλη πλευρά ακούγονται συνεχώς όσοι αυτοαποκαλούνται πραγματιστές και ρεαλιστές. Κοροϊδεύουν όταν ακούνε τους ισχυρισμούς των ορθόδοξων κομμουνιστών ότι η σοσιαλιστική παραγωγή είναι μη εμπορευματική. Λένε: «κοιτάξτε γύρω σας, παντού κυριαρχεί η αγορά, γι’ αυτό δεν υπάρχει άλλη λύση και πρέπει να αρχίσουμε με οικονομία της αγοράς».

Τώρα, πραγματικά, κυριαρχεί η αγορά. Γι’ αυτό και θεωρούμε πως είναι η πλέον κατάλληλη στιγμή να προσδιορίσουμε τι είναι εμπορευματικότητα στον καπιταλισμό και στο σοσιαλισμό και τι συμβαίνει με αυτή ή τι πρέπει να κάνουμε κατά τη διαδικασία σοσιαλιστικής οικοδόμησης.

Ήδη στο Πρώτο και στο Δεύτερο Πρόγραμμα των μπολσεβίκων (καθώς και στο Πρόγραμμα του ΚΕΚΡ) στη φύση του καπιταλισμού και της αστικής κοινωνίας δόθηκε ο παρακάτω χαρακτηρισμός: «Τη βασική ιδιομορφία αυτής της κοινωνίας την αποτελεί η εμπορευματική παραγωγή στη βάση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, όπου το σπουδαιότερο και σημαντικότερο μέρος των μέσων παραγωγής και κυκλοφορίας των εμπορευμάτων ανήκει σε μια μικρή αριθμητικά τάξη ατόμων, ενώ η τεράστια πλειοψηφία του πληθυσμού αποτελείται από προλετάριους και μισοπρολετάριους που είναι αναγκασμένοι από την οικονομική τους θέση να πουλούν μόνιμα η περιοδικά την εργατική τους δύναμη, δηλ. να μισθώνονται στους καπιταλιστές και με την εργασία τους να δημιουργούν τα έσοδα των ανώτερων τάξεων της κοινωνίας»[1].

Δηλαδή ο καπιταλισμός είναι πρώτα και κύρια εμπορευματική παραγωγή. Εν τω μεταξύ, ο Β.Ι. Λένιν έγραφε στις Παρατηρήσεις στο δεύτερο σχέδιο Προγράμματος του Πλεχάνοφ σχετικά με αυτή την προγραμματική θέση: «Έρχεται κάπως ανάποδα. Φυσικά, πλήρως αναπτυγμένη εμπορευματική παραγωγή είναι δυνατή μόνο στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία (όταν εμπόρευμα γίνεται η ίδια η εργατική δύναμη. Συγγ.), αλλά η «εμπορευματική παραγωγή» γενικά, κι από λογική κι από ιστορική πλευρά είναι prius(προγενέστερη, πρωτύτερη. Σύντ.) σε σχέση με τον καπιταλισμό»[2].

Δηλαδή, ο Βλαδίμηρ Ιλίτς Λένιν επισήμαινε ότι ο ίδιος ο καπιταλισμός είναι αποτέλεσμα της ανάπτυξης της εμπορευματικής παραγωγής και δεν κουραζόταν να τονίζει σε πολλά έργα του ότι η εμπορευματική παραγωγή κατά την ανάπτυξή της αναπόφευκτα γεννά συνεχώς τον καπιταλισμό.

Το εμπόρευμα είναι ένα αντικείμενο, που παράγεται για ανταλλαγή. Η εμπορευματική παραγωγή είναι παραγωγή εμπορευμάτων, αξίας. Η καπιταλιστική εμπορευματική παραγωγή προσανατολίζεται στην πώληση εμπορευμάτων με σκοπό την απόσπαση υπεραξίας, κέρδους για τους καπιταλιστές (τους ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής, των εμπορικών αλυσίδων, του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και των υπόλοιπων μορφών ύπαρξής του). Ρυθμιστικό ρόλο στην εμπορευματική παραγωγής, συμπεριλαμβανομένης της καπιταλιστικής εμπορευματικής παραγωγής, παίζει ο βασικός της νόμος, ο νόμος της αξίας, που κατευθύνει τα κεφάλαια και αντίστοιχα την εμπορευματική παραγωγή στους κλάδους, που υπόσχονται μεγαλύτερο κέρδος.

Ο δε σκοπός της σοσιαλιστικής παραγωγής δεν είναι η απόκτηση κέρδους από το κεφάλαιο, αλλά η ικανοποίηση των κοινωνικών συμφερόντων. Στα Προγράμματα του ΚΚΡ(μπ) και του ΚΕΚΡ που προαναφέρθηκαν αναφέρεται: «Η κοινωνική επανάσταση του προλεταριάτου, αντικαθιστώντας την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και κυκλοφορίας με την κοινωνική και εφαρμόζοντας τη σχεδιομετρική οργάνωση του κοινωνικού-παραγωγικού προτσές για την εξασφάλιση της ευημερίας και της ολόπλευρης ανάπτυξης όλων των μελών της κοινωνίας, θα εξαλείψει το χωρισμό της κοινωνίας σε τάξεις, κι έτσι θα απελευθερώσει όλη την καταπιεζόμενη ανθρωπότητα, γιατί θα βάλει τέρμα σε όλες τις μορφές εκμετάλλευσης της μιας μερίδας της κοινωνίας από την άλλη»[3].

Στη βάση της σοσιαλιστικής παραγωγής δε βρίσκεται ο νόμος της αξίας, αλλά ο νόμος της αξίας χρήσης, που έγκειται στην εξασφάλιση της πλήρους ευημερίας και ολόπλευρης ανάπτυξης όλων των μελών της κοινωνίας. Είναι προφανές, πως αυτό δεν μπορεί να εξασφαλιστεί από την αυτορρύθμιση της αγοράς των διασπαρμένων ατομικών εμπορευματοπαραγωγών, αλλά μόνο μέσω της κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής και της συγκεντροποίησης του σχεδιασμού και της διεύθυνσης, πράγμα που εξασφαλίζεται πολιτικά με την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου.

Ωστόσο, στο σοσιαλισμό τυπικά παραμένουν τα χρήματα και μια σειρά λεγόμενων εμπορευματοχρηματικών σχέσεων, αν και δε συναντάμε πουθενά αυτό τον όρο ούτε στον Μαρξ, ούτε στον Ένγκελς ούτε και στον Λένιν. Δηλώνει άραγε η αξιοποίηση των εξωτερικών εμπορευματικών μορφών και ονομασιών, ότι η σοσιαλιστική παραγωγή έχει εμπορευματικό χαρακτήρα; Φυσικά και όχι. Και τα χαρτονομίσματα, που χρησιμοποιούνται στη σοσιαλιστική κοινωνία δεν είναι χρήματα από την άποψη της πολιτικής οικονομίας. Αποτελούν πρόσθετο έμμεσο μέτρο του όγκου της παραγωγής και της ποσότητας της αναγκαίας και της δαπανημένης εργασίας, λογιστική μονάδα για υπολογισμούς και σχεδιασμό, εξασφαλίζουν τον έλεγχο και υπολογισμό της άμεσης κοινωνικής παραγωγής και κατανομής, χωρίς τον οποίο δεν υφίσταται σοσιαλισμός. Δεν είναι τυχαίο που στο Πρόγραμμα της Κομιντέρν, που εγκρίθηκε το 1928 αναφερόταν: «Οι φαινομενικά καπιταλιστικές μορφές και μέθοδοι οικονομικής δραστηριότητας που συνδέονται με τις αγοραίες σχέσεις (αξιακός υπολογισμός, χρηματική αμοιβή της εργασίας, αγοραπωλησία, δάνεια και τράπεζες κτλ.) παίζουν το ρόλο μοχλών για τη σοσιαλιστική ανατροπή, εφόσον αυτοί οι μοχλοί εξυπηρετούν σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό τις συνεπείς-σοσιαλιστικές επιχειρήσεις, δηλαδή, τον σοσιαλιστικό τομέα της οικονομίας»[4].

Οι υπέρμαχοι του σοσιαλισμού της αγοράς συνήθως αναφέρονται στη ΝΕΠ. Δήθεν ο ίδιος ο Λένιν έλεγε πως η ΝΕΠ αποτελούσε ριζική αναθεώρηση της αντίληψής μας για το σοσιαλισμόΕίναι στα σοβαρά και για πολύ καιρό. Η νέα οικονομική πολιτική (ΝΕΠ) στην αρχή της μεταβατικής περιόδου από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό προϋπέθετε ως προσωρινή υποχώρηση μια ορισμένη αύξηση της ελευθερίας για την εμπορευματική παραγωγή και κυκλοφορία, κυρίως μεταξύ των αγροτών και του σοσιαλιστικού κρατικού τομέα.

Ταυτόχρονα, ο Λένιν γνώριζε πολύ καλά ότι επρόκειτο για πάλη της σοσιαλιστικής τάσης με την καπιταλιστική. Στο βιβλίο του Μπουχάριν «Η οικονομία της μεταβατικής περιόδου» εμπεριέχεται η θέση: «η δικτατορία του προλεταριάτου συνοδεύεται αναπόφευκτα από μια κρυφή ή λίγο-πολύ ανοιχτή πάλη ανάμεσα στην οργανωτική τάση του προλεταριάτου και την εμπορευματική-αναρχική τάση της αγροτιάς». Πάνω σε αυτή ο Λένιν έκανε την εξής παρατήρηση: «έπρεπε να πει: ανάμεσα στη σοσιαλιστική τάση του προλεταριάτου και την εμπορευματική-καπιταλιστική τάση της αγροτιάς»[5].

Στο ίδιο έργο ο Λένιν υποστηρίζει την εξής ανάλυση του Μπουχάριν: «Στις πόλεις η κύρια πάλη για τον τύπο οικονομίας [μετά την κατάληψη της εξουσίας – Συντ.] λήγει με τη νίκη του προλεταριάτου. Στο χωριό λήγει, εφόσον πρόκειται για νίκη κατά του μεγάλου καπιταλιστή (στην ελληνική μετάφραση εσφαλμένα λέει καπιταλισμού). Την ίδια στιγμή όμως αυτή – με άλλες μορφές – αναβιώνει σαν πάλη ανάμεσα στο κρατικό πλάνο του προλεταριάτου, που ενσαρκώνει την κοινωνικοποιημένη εργασία και την εμπορευματική αναρχία, την κερδοσκοπική αποχαλίνωση της αγροτιάς, που ενσαρκώνει την κομματιασμένη ιδιοκτησία και το αυθόρμητο της αγοράς». Σε αυτή τη σκέψη ο Ιλιίτς έδωσε τη σύντομη εκτίμηση «αυτό είναι ακριβές!». Στη συνέχεια υποστήριξε τον ισχυρισμό του Μπουχάριν ότι «Αλλά, επειδή η απλή εμπορευματική οικονομία δεν είναι παρά το έμβρυο της καπιταλιστικής οικονομίας, η πάλη των προαναφερθέντων τάσεων αποτελεί στην ουσία συνέχεια της πάλης ανάμεσα στον κομμουνισμό και τον καπιταλισμό» γράφοντας «σωστό και καλύτερο απ’ ότι «αναρχία»».[6]

Να σημειώσουμε, πως ο Λένιν ποτέ δεν έθετε το ζήτημα της άμεσης εξάλειψης της εμπορευματικότητας της παραγωγής. Πάντα τόνιζε ότι πρόκειται για ξεπέρασμα της εμπορευματικότητας, απομάκρυνση από την εμπορευματικότητα, άρνηση της εμπορευματικότητας στη σοσιαλιστική κοινωνική παραγωγή.

Με αφετηρία τη μαρξιστική θέση «Μονάχα τα προϊόντα αυτοτελών και ανεξάρτητων της μιας από την άλλη ατομικών εργασιών αντιπαραθέτονται το ένα στο άλλο σαν εμπορεύματα» (Μαρξ, Κ. Κεφάλαιο τ.1 σ.56) ο Λένιν εξέφρασε την αντίληψη για το σκοπό της σοσιαλιστικής επανάσταση με τα παρακάτω λόγια: «η κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, η μετατροπή τους σε κοινωνική ιδιοκτησία και η αντικατάσταση της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής εμπορευμάτων από τη σοσιαλιστική οργάνωση της παραγωγής προϊόντων προς όφελος όλης της κοινωνίας (σ.μ. λανθασμένη μετάφραση. Στο πρωτότυπο λέει засчётвсегообщества, δηλαδή, από όλη την κοινωνία), για την εξασφάλιση πλέριας ευημερίας και ελεύθερης ολόπλευρης ανάπτυξης όλων των μελών της».[7]

 Ενώ στο Εντολή του Συμβουλίου Εργασίας και Άμυνας προς τα τοπικά σοβιετική όργανα, που συντάχθηκε το 1921, κατά τη μεταβατική περίοδο, ο Λένιν σημείωσε ότι «το κρατικό προϊόν –το προϊόν του σοσιαλιστικού εργοστασίου, που ανταλλάσσεται με αγροτικά είδη διατροφής, δεν είναι εμπόρευμα με την πολιτικο-οικονομική έννοια, πάντως δεν είναι μόνο εμπόρευμα, δεν είναι πια εμπόρευμα, παύει να είναι εμπόρευμα»[8].

Αυτή τη σκέψη για το ξεπέρασμα της εμπορευματικής παραγωγής ήδη από την περίοδο οικοδόμησης της σοσιαλιστικής οικονομίας ο Λένιν την επιβεβαιώνει για ακόμη μια φορά στις παρατηρήσεις του πάνω στο βιβλίο του Μπουχάριν, σημειώνοντας στη σύνοψή του τη σκέψη του τελευταίου: «Το εμπόρευμα μπορεί να είναι γενική κατηγορία μόνο επειδή υπάρχει μόνιμη και όχι τυχαία κοινωνική σύνδεση στην άναρχη βάση της παραγωγής. Συνεπώς, στο βαθμό που εξαφανίζεται η ανορθολογικότητα της παραγωγικής διαδικασίας, δηλαδή στο βαθμό που στη θέση του αυθόρμητου εμφανίζεται ένας συνειδητός κοινωνικός ρυθμιστής, το εμπόρευμα μετατρέπεται σε προϊόν και χάνει τον εμπορευματικό χαρακτήρα του». Ο Λένιν απαντάει: «Σωστά!», ενώ για το τέλος γράφει: «ανακριβές: δε μετατρέπεται σε «προϊόν», αλλά σε κάτι το διαφορετικό. Etwa (περίπου – Συντ.): σε προϊόν που πηγαίνει στην κοινωνική κατανάλωση όχι μέσω της αγοράς».[9]

Οι αγοραίοι συνηθίζουν να φέρνουν το παράδειγμα της ΝΕΠ ως δήθεν στροφής του Λένιν στην αντίληψη του σοσιαλισμού ως εμπορευματικής οικονομίας, ως επιστροφή στην αγορά όχι σαν σε προσωρινή αναγκαιότητα, αλλά σαν σε στόχο και προοπτική. Οι πιο καπάτσοι έφτασαν στο σημείο να επινοήσουν μια δήθεν λενινιστική μεθοδολογία της ΝΕΠ και της σοσιαλιστικής αγοράς. Ωστόσο, πρώτον, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι η ΝΕΠ δεν είναι μεθοδολογία, αλλά πολιτική και ότι ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι εισάγοντας τη ΝΕΠ αναγνώριζαν την οπισθοχώρηση που έκαναν ως προς την εισαγωγή στοιχείων του καπιταλισμού και δεν την χαρακτήριζαν ως ανάπτυξη των ιδιοτήτων, που χαρακτηρίζουν τη σοσιαλιστική παραγωγή. 

Κατά δεύτερον, την ίδια στιγμή αναπτύσσονται ισχυροί μοχλοί για το ξεπέρασμα των στοιχείων της εμπορευματικότητας της μεταβατικής προς το σοσιαλισμό οικονομίας. Δημιουργούνταν η Κρατική Επιτροπή Σχεδίου (Γκοσπλάν), η Κρατική Επιτροπή υλικοτεχνικών προμηθειών (Γκοσσνάμπ), η μεγάλη βιομηχανία, γινόταν επεξεργασία σχεδίου από την Κρατική Επιτροπή εξηλεκτρισμού της Ρωσίας (Γκοέλρο) κτλ. Δηλαδή, παράλληλα με την αύξηση του φυσικού μεγέθους της λεγόμενης εμπορευματικής (όχι πια ουσιαστικά) παραγωγής, ενισχυόταν ο άμεσα κοινωνικός χαρακτήρας της σοσιαλιστικής παραγωγής και γινόταν η προετοιμασία των συνθηκών για το περαιτέρω ξεπέρασμα της εμπορευματικότητας.

Ο Στάλιν εφάρμοζε με συνέπεια στην πράξη τη γραμμή του Λένιν για ξεπέρασμα της εμπορευματικότητας στη μεταβατική προς το σοσιαλισμό παραγωγή και για να αποκτήσει η σοσιαλιστική παραγωγή άμεσα κοινωνικά χαρακτηριστικά. Τις βασικές σκέψεις του πάνω αυτό το ζήτημα τις διατύπωσε στο έργο του «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ». Συγκεκριμένα ο Στάλιν διατυπώνει ως εξής τους στόχους της σοσιαλιστικής οικονομίας: «Υπάρχει άραγε βασικός οικονομικός νόμος του σοσιαλισμού; Ναι, υπάρχει. Ποια είναι τα ουσιαστικά χαρακτηριστικά και οι απαιτήσεις αυτού του νόμου; Τα ουσιαστικά χαρακτηριστικά και οι απαιτήσεις του βασικού οικονομικού νόμου του σοσιαλισμού θα μπορούσαν, π.χ., να διατυπωθούν με τον εξής τρόπο: Εξασφάλιση της ανώτατης ικανοποίησης των διαρκώς αναπτυσσόμενων υλικών και πολιτιστικών αναγκών ολόκληρης της κοινωνίας, μέσω της αδιάκοπης ανάπτυξης και τελειοποίησης της σοσιαλιστικής παραγωγής, πάνω στη βάση της πιο υψηλής τεχνικής»[10]. Δηλαδή ο Στάλιν τόνιζε με σαφήνεια ότι το συμφέρον όλης της κοινωνίας είναι μονοσήμαντα πάνω από κάθε τι άλλο στο σοσιαλιστικό σύστημα.

Εν τω μεταξύ, ο Στάλιν δε στήριζε την ανάλυσή του απλά στις «μαρξιστικές» του απόψεις, αλλά στην αντικειμενική ανάλυση της υπάρχουσας πραγματικότητας. Ο Στάλιν ανέλυσε τις εγγυήσεις, που εξασφάλιζε το προλεταριακό κράτος για να αποφευχθεί η παλινόρθωση των καπιταλιστικών στοιχείων στην οικονομία. Ωστόσο, φαίνεται, υποτίμησε σε ένα βαθμό το γεγονός ότι η εμπορευματική παραγωγή εγγυημένα γεννά την τάση και τη θέληση μετάβασης στην ολοκληρωμένη εμπορευματική παραγωγή και στην αγορά. Αυτό και έγινε στην ΕΣΣΔ αργότερα, όταν διαμορφώθηκαν οι κατάλληλες συνθήκες.

Ο Στάλιν έλεγε ότι ο νόμος της αξίας στο σοσιαλισμό δεν παίζει ρυθμιστικό ρόλο, αλλά επιδρά εν μέρει, πρώτα και κύρια στον τομέα της παραγωγής των καταναλωτικών αγαθών. Το τελευταίο χωράει συζήτηση. Εφόσον ο νόμος της αξίας είναι ο βασικός νόμος του καπιταλισμού, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να είναι νόμος του σοσιαλισμού. Ο Φ. Ένγκελς υπογράμμιζε στο «Αντι-Ντύριγκ» ότι «ο νόμος της αξίας, αποτελεί ακριβώς το βασικό νόμο της παραγωγής εμπορευμάτων, επομένως και της υψηλότερης μορφής της, της καπιταλιστικής παραγωγής»[11].

Στη σοσιαλιστική οικονομία η εμπορευματικότητα υπάρχει μόνο ως άρνηση του άμεσα κοινωνικού χαρακτήρα της και ανήκει σε εκείνα τα κατάλοιπα του καπιταλισμού, που ξεπερνιόνται στην πορεία ανάπτυξης του σοσιαλισμού, ως ατελούς κομμουνισμού, σε πλήρη κομμουνισμό. Γι’ αυτό μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η ανάπτυξη της σοσιαλιστικής οικονομίας αποτελεί ενίσχυση της άμεσα κοινωνικής της ουσίας και ξεπέρασμα της εμπορευματικότητας. Σε όποιες συνθήκες και να βρει η επανάσταση τους κομμουνιστές, όποιες παραχωρήσεις ή συμβιβασμούς και να αναγκαστούν να κάνουν, πρέπει να υπάρχει ξεκάθαρος προσανατολισμός προς το στόχο, προς το ξεπέρασμα της εμπορευματικής παραγωγής και το πέρασμα στη σοσιαλιστική άμεσα κοινωνική παραγωγή. Η ανάπτυξη της σοσιαλιστικής οικονομίας εξασφαλιζόταν έως ότου η εξουσία αντιμετώπιζε την οργάνωσή της σαν άμεση κοινωνική παραγωγή.

Η απόφαση της ηγεσίας του Χρουστσόφ το 1961 να απαρνηθεί την πολιτική βάση του σοσιαλισμού, τη δικτατορία του προλεταριάτου, και η οικονομική μεταρρύθμιση του 1965 δημιούργησαν τη διαδικασία σταδιακής συσσώρευσης αρνητικών τάσεων στη σοσιαλιστική οικονομία και τις κοινωνικές σχέσεις. Χαρακτηριστικά, από αυτό άρχισε η προετοιμασία της περεστρόικα (ανΟΙΚΟΔΟμησης) του Γκορμπατσόφ και οι αλλαγές του κοινωνικού συστήματος.

Ό,τι και να λένε οι σύγχρονοι απολογητές του καπιταλισμού, η οικονομία στη Σοβιετική Ένωση είχε το χαρακτήρα άμεσα κοινωνικής παραγωγής. Αυτό γίνεται ακόμη πιο έκδηλο σήμερα, διότι σε σύγκριση με την τρέχουσα κατάσταση ο σοβιετικός άνθρωπος έπαιρνε από τα ταμεία κοινωνικής κατανάλωσης πάνω από τα μισά αγαθά που κατανάλωνε (υπολογισμένα σε τρέχουσες τιμές). Ενώ μια σειρά από σημαντικότατες ζωτικές ανάγκες ικανοποιούνταν σχεδόν «με βάση τις ανάγκες». Έτσι εξασφαλιζόταν η δωρεάν κατοικία, αν και υπήρχε μεγάλη αναμονή, το κρύο και ζεστό νερό, η ηλεκτρική ενέργεια, το ψωμί, η Υγεία και η Παιδεία, τα μέσα μαζικής μεταφοράς στην πόλη.

Τη σοσιαλιστική πορεία στην πολιτική και την οικονομία, δυστυχώς, απαρνήθηκε η ηγεσία του ίδιου του κόμματος, που εξακολουθούσε να ονομάζεται κομμουνιστικό. Στο 22ο συνέδριο του ΚΚΣΕ υιοθετήθηκε το νέο Πρόγραμμα του κόμματος, που διέγραψε από τις βασικές του θέσεις την αναγκαιότητα της δικτατορίας του προλεταριάτου. Ενώ στο 28ο συνέδριο του ΚΚΣΕ επικυρώθηκε το πέρασμα στην αγορά. Σε αυτό το συνέδριο το κόμμα και ο λαός είχαν προειδοποιηθεί ότι το πέρασμα στην αγορά θα οδηγήσει στον καπιταλισμό, σε χρεοκοπία του ΚΚΣΕ και σε κακουχίες για το λαό.

Στην εισήγηση του εκπροσώπου του Κινήματος της Κομμουνιστικής Πρωτοβουλίας, καθηγητή Α.Α. Σεργκέγιεφ αναφερόταν: «Εκτός από την αγορά των εμπορευμάτων υπάρχουν ακόμη δύο αγορές. Η αγορά του ιδιωτικού κεφαλαίου, που εκπροσωπούν τα χρηματιστήρια και η αγορά της εργατικής δύναμης. Το λοιπόν, αυτές οι δύο αγορές μαζί ισούνται αναπόφευκτα με την κλασσική καπιταλιστική αγορά, ακόμη κι αν αυτή ονομαστεί ρυθμιζόμενη. Αυτό δεν μπορεί να αποφευχθεί με κανένα τρόπο… Μια τέτοια περεστρόικα δε θα την αντέξει ο λαός μας, θα οδηγήσει στη διάλυση του κόμματος, το οποίο θα πάψει να είναι κομμουνιστικό κόμμα».[12]

Όπως βλέπουμε οι προβλέψεις της επιστήμης επαληθεύτηκαν και αναγκαζόμαστε να ξεκινήσουμε εκ νέου από το ερώτημα «Τι να κάνουμε;», που ο Βλαντίμιρ Ιλίτς εξέτασε στο ομώνυμο έργο του.

Οι αντιλήψεις για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού μέσω της ανάπτυξης της αγοράς, της εμπορευματικότητας, των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων, δηλαδή των καπιταλιστικών σχέσεων, καθώς και τα σχέδια οικοδόμησης διαφόρων μορφών οικονομιών της αγοράς με κοινωνικό προσανατολισμό, με τις καλύτερες προθέσεις και υπό την καθοδήγηση της πλέον πατριωτικής κυβέρνησης λαϊκής εμπιστοσύνης είναι ο δρόμος που χάραξε ο Γκορμπατσόφ. Το αποτέλεσμα είναι ο καπιταλισμός. Ο οπορτουνισμός και ο αναθεωρητισμός έχουν μάθει να εφευρίσκουν πληθώρα εκδοχών και να αιτιολογούν το ίδιο ποικιλότροπα αυτά τα μοντέλα του καπιταλισμού. Η πρακτική έδειξε ότι στην ολοκληρωμένη θεωρία του σοσιαλισμού η αποκοπή της οικονομίας από την πολιτική βάση, η προσέγγιση της αντίληψης για μια καθαρή, μη πολιτικοποιημένη, αταξική οικονομία αποτελεί λάθος, ανοησία, ακόμη και έγκλημα από την πλευρά των κομμουνιστών μπροστά στην εργατική τάξη. Στην ΕΣΣΔ τα τελευταία χρόνια της διακυβέρνηση του ΚΚΣΕ οικοδομούνταν ο αγοραίος σοσιαλισμός και οικοδομήθηκε καπιταλισμός.

Παραφράζοντας τον Βλαντίμιρ Ιλίτς μπορούμε να πούμε ότι χωρίς πάλη ενάντια στη μολυσματική ασθένεια της αγοράς το να μιλάς για προσήλωση στο σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό δεν είναι παρά ηχηρή, αλλά ψευδής φλυαρία.

Ας ευθυγραμμίσουμε την πορεία μας με τον Λένιν, με την επιστήμη του κομμουνισμού 

 

 

*Β.Α. Τιούλκιν, πρώτος γραμματέας του Κομμουνιστικού Εργατικού Κόμματος Ρωσίας – Επαναστατικού Κόμματος Κομμουνιστών

Μ.Β. Ποπόφ, διδάκτωρ φιλοσοφικών επιστημών, καθηγητής, πρόεδρος του Ταμείου Εργατικής Ακαδημίας,

Εκπρόσωποι του περιοδικού του ΚΕΚΡ-ΕΚΚ «Σοβέτσκι Σογιούζ».

 

 

 

[1] Β.Ι. Λένιν. Άπαντα. τ. 38, σ. 417–418.

[2] Β.Ι. Λένιν. Άπαντα. τ. 6, σ. 225-226.

[3] Β.Ι. Λένιν. Άπαντα. τ. 38, σ. 419.

[4] Η Κομμουνιστική Διεθνής σε ντοκουμέντα. 1919- 1932 Μ..1933 σ.24 (σ.μ. -ρώσικη έκδοση)

[5] Παρατηρήσεις στο βιβλίο του Ν.Ι. Μπουχάριν «Η οικονομία της μεταβατικής περιόδου» Εκδ. Σύγχρονη Εποχή. σ. 40.

[6] Παρατηρήσεις στο βιβλίο του Ν.Ι. Μπουχάριν «Η οικονομία της μεταβατικής περιόδου» Εκδ. Σύγχρονη Εποχή. σ. 42.

[7] Β.Ι. Λένιν. Άπαντα. τ. 6, σ. 209.

[8] Β.Ι. Λένιν. Άπαντα. τ. 43, σ. 276.

[9] Παρατηρήσεις στο βιβλίο του Ν.Ι. Μπουχάριν «Η οικονομία της μεταβατικής περιόδου» Εκδ. ΣύγχρονηΕποχή. σ. 65.

[10] Στάλιν, Ι.Β. Άπαντα. τ. 16, σ. 335. 

[11] Έγκελς, Φ. Αντι-Ντίρινγκ. Εκδ. ΣύγχρονηΕποχήσ. 474.

[12]28ο συνέδριο του ΚΚΣΕ 2-13 Ιούλη 1990. Στενογραφικός απολογισμός. Μ., Πολιτικές εκδόσεις, 1991, σ. 504. (στα ρώσικα).

 

 

 

 

 

 

https://www.iccr.gr/el/news/–00120/

 

 

 

 

 

 

1 σχόλιο

  1. Praxis Review Απάντηση

    Το κείμενο διατυπώνει σημαντικές παρατηρήσεις και αφιερώνει μεγάλο μέρος του στο ζήτημα της δικτατορίας του προλεταριάτου και της εγκατάλειψης της από το 20ο συνέδριο του ΚΚΣΕ. Πρόκειται για κορυφαίο ζήτημα, που η σημασία του-όπως σωστά τονίζει το άρθρο-δεν πρέπει να υποτιμάται.

    Βέβαια, όπως γνωρίζουμε,η αποδυνάμωση της δικτατορίας του προλεταριάτου-σαν την κρατική συγκρότηση συνολικά (και όχι απλά την διακυβέρνηση, όπως νομίζουν οι αστικές προσεγγίσεις)-που προκύπτει από τις ταξικές αντιθέσεις στην μετεπαναστατική περίοδο- στην Σοβιετική Ένωση είχε ξεκινήσει αρκετά πιο πριν, από τις αλλαγές με το Σύνταγμα του 1936. Αυτές οι αλλαγές είχαν υποστηριχθεί θεωρητικά από τον Στάλιν με το επιχείρημα ότι σβήνουν οι οικονομικές και πολιτικές αντιθέσεις στην ΕΣΣΔ και άρα μπορούσε να αλλάξει το-μέχρι τότε- σύστημα εκλογής οργάνων:

    “Τι δείχνουν αυτές οι αλλαγές;

    Πρώτον, δείχνουν ότι σβήνουν τα όρια ανάμεσα στην εργατική τάξη και την αγροτιά, όπως και ανάμεσα σ’ αυτές τις τάξεις και τη διανόηση εξαλείφεται η παλιά ταξική αποκλειστικότητα. Αυτό σημαίνει ότι η απόσταση ανάμεσα σ’ αυτές τις ομάδες μειώνεται όλο και περισσότερο.

    Δεύτερον, δείχνουν ότι χάνονται, σβήνουν οι οικονομικές αντιθέσεις ανάμεσα σ’ αυτές τις κοινωνικές ομάδες.

    Δείχνουν, τέλος, ότι χάνονται και σβήνουν και οι μεταξύ τους πολιτικές αντιθέσεις.

    Ετσι έχουν τα πράγματα σε σχέση με τις αλλαγές στον τομέα της ταξικής διάρθρωσης της ΕΣΣΔ”

    Ι.Β. Στάλιν: «Για το σχέδιο συντάγματος της ΕΣΣΔ», Απαντα, τόμος 14, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 183.

    Αυτό περιγράφεται και στο κείμενο:

    “Σε αντίθεση προς αυτή την προγραμματική θέση το 1936 στα πλαίσια της έγκρισης ενός δήθεν πιο «δημοκρατικού» Συντάγματος συντελέστηκε το πέρασμα στο χαρακτηριστικό για την αστική δημοκρατία εκλογικό σύστημα βάση εδαφικών περιφερειών, που απέκοψε τα όργανα της εξουσίας από τις εργατικές κολεκτίβες και που κατέστησε πρακτικά αδύνατη την ανάκληση των αποκομμένων από τον λαό βουλευτών. Οι τοποθετήσεις του Στάλιν εκείνης της περιόδου για τη δήθεν διεύρυνση της δημοκρατίας, που συντελέστηκε με την έγκριση του Συντάγματος του 1936, πρέπει ως εκ τούτου να θεωρηθούν λανθασμένες”.

    Για μια κριτική προσέγγιση των αλλαγών του 1936, ένα άρθρο από την ΚΟΜΕΠ εδώ:

    https://www.komep.gr/2007-teyxos-6/merika-zhthmata-gia-to-sosialistiko-epoikodomhma-sthn-empeiria-ths-essd#_ftn39

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *