Ο Μαρξισμός, η κοινωνιολογία και η θεωρία του κράτους στον Πουλαντζά

 

Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο τέταρτο τεύχος της έντυπης έκδοσης (2013)

 

 

Simon Clarke

Ο μαρξισμός, η κοινωνιολογία και η θεωρία του κράτους στον Πουλαντζά1

 

 

Ι. Εισαγωγή

Οι πολιτικές εξελίξεις τα τελευταία δέκα χρόνια οδήγησαν σε μια πολύ αξιόλογη ανανέωση του ενδιαφέροντος στη μαρξιστική οικονομική και πολιτική ανάλυση και σε μια συντεταγμένη προσπάθεια να αναζωογονηθεί η μαρξιστική θεωρία ως επαναστατική δύναμη. Η τάση αυτή εστιάστηκε στην προσπάθεια ανάπτυξης μιας μαρξιστικής κριτικής του σταλινικού και του μετασταλινικού αναθεωρητισμού. Οι υλικές της προϋποθέσεις είναι αφ’ ενός, το τέλος του μακρού κύματος μεταπολεμικής καπιταλιστικής ανάπτυξης και η επανεμφάνιση της καπιταλιστικής κρίσης, και αφ’ ετέρου, η ανάπτυξη της αντίστασης της εργατικής τάξης στην κυριαρχία του κεφαλαίου ανεξάρτητα από τα ορθόδοξα Κομμουνιστικά Κόμματα.

Αυτή η μαρξιστική αναγέννηση λαμβάνει χώρα σε συνθήκες που την καθιστούν εξαιρετικά ευάλωτη στην ενσωμάτωση στα πλαίσια αναφοράς της αστικής ιδεολογίας. Από τη δεκαετία του 1930, η μαρξιστική θεωρία κυριαρχείται, θετικά ή αρνητικά, από τον επίσημο μαρξισμό των ορθόδοξων Κομμουνιστικών Κομμάτων (στον οποίο θα αναφέρομαι ως «δογματισμό»). Οι μαρξιστές που δεν ήταν πρόθυμοι να υποταχθούν στον δογματισμό δεν ήταν ωστόσο ικανοί να τον αμφισβητήσουν. Η περίοδος του ψυχρού πολέμου και η απουσία ανεξάρτητης αντίστασης της εργατικής τάξης στο κεφάλαιο σήμαινε ότι δεν υπήρχε βάση στην οποία να μπορεί να στηριχτεί μια τέτοια αμφισβήτηση.

Η ανεξαρτησία αυτού του μαρξισμού συντηρήθηκε από την απόσπαση της προσοχής του από τα πολιτικά και οικονομικά ζητήματα. Ο μαρξισμός αυτός χαρακτηρίστηκε από την προσπάθεια να εξηγήσει την καταφανή σταθερότητα της αστικής κυριαρχίας μέσω της αναφοράς σε ιδιαίτερες όψεις του εποικοδομήματος που διέφεραν από χώρα σε χώρα, συγκροτώντας έτσι διάφορες εθνικές σχολές «δυτικού μαρξισμού». Οι τελευταίες βασίστηκαν έντονα σε δάνεια από τις κυρίαρχες αστικές πολιτισμικές θεωρίες στις διάφορες χώρες. Οι «μαρξιστικές» εναλλακτικές στον δογματισμό απέφυγαν συστηματικά τα βασικά θεωρητικά ζητήματα που θα εγείρονταν από οποιαδήποτε άμεση αμφισβήτηση του δογματισμού (Anderson, 1976).

Η εξέλιξη της καπιταλιστικής κρίσης και η συνεπακόλουθη ανάπτυξη πολιτικών εναλλακτικών στον αναθεωρητισμό δημιούργησε νέες συνθήκες για τη μαρξιστική θεωρία. Οι συνθήκες αυτές υπαγορεύουν μια επιστροφή στα θεμέλια του μαρξισμού, στη γενικότητα των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων, και στη σύγκρουση με τη δογματική ορθοδοξία. Παρ’ όλα αυτά, η καινοφάνεια των συνθηκών αυτών παραπέμπει επίσης σε μια αδυναμία του σύγχρονου μαρξισμού. Ελλείψει μιας μαρξιστικής κριτικής του δογματισμού, η κριτική αυτή
μονοπωλήθηκε από διάφορες μορφές της αστικής ιδεολογίας, και κυρίως της αστικής κοινωνιολογίας.

Η ανανέωση, συνεπώς, της μαρξιστικής θεωρίας είναι πολύ ευάλωτη στην ενσωμάτωση στην αστική ιδεολογία, αφού βασίζει αφελώς την κριτική της στο δογματισμό στην κριτική που μας προσφέρουν οι αστικές κοινωνικές επιστήμες, και έτσι οδηγείται στην υιοθέτηση αστικών λύσεων για τα θεωρητικά ζητήματα που τίθενται. Είναι λοιπόν σημαντικό για τον μαρξισμό να δηλώνει την απόστασή του από τις αστικές κοινωνικές επιστήμες όσο και από τον μαρξιστικό δογματισμό.

Το επιχείρημά μου στο δοκίμιο αυτό είναι πως η θεωρία του κράτους του Πουλαντζά αποτυγχάνει να κάνει κάτι τέτοιο. Αν και δεν θα αμφισβητούσα τα πολιτικά κίνητρά του, οι πολλές πρωτότυπες και σημαντικές επισημάνσεις στο έργο του εκμηδενίζονται από την κυριαρχία σ’ αυτό μιας θεωρίας που είναι μάλλον ξένη προς τον μαρξισμό, μιας θεωρίας της οποίας τις συνεπαγωγές ο Πουλαντζάς προσπαθεί στην πραγματικότητα διαρκώς να αποφύγει. Αυτή η θεωρία, την οποία υιοθετεί από τον Αλτουσέρ, βασίζεται σε μια επιφανειακή κριτική του δογματισμού, η οποία αφήνει τις θεωρητικές του βάσεις ανέγγιχτες, και η οποία αναπαράγει την κριτική που προσφέρει η αστική κοινωνιολογία. Αυτό οδηγεί τον Πουλαντζά στο να αναπαράγει με απροσδόκητη ακρίβεια τη θεωρία που χαρακτηρίζει τον σύγχρονο δομικό λειτουργισμό [structural functionalism], την κυρίαρχη τάση της αστικής κοινωνιολογίας. Οι πολλές διορατικές διαπιστώσεις του Πουλαντζά μπορούν να αφομοιωθούν στον μαρξισμό μόνο εφόσον προηγηθεί μια αναλυτική θεωρητική κριτική, η οποία θα συσχετίζει το έργο του τόσο με τον μαρξιστικό δογματισμό όσο και με τις αστικές κοινωνικές επιστήμες. Το δοκίμιο αυτό είναι μια συνεισφορά στην κριτική αυτή.

ΙΙ. Η νεογκραμσιανή κριτική της θεωρίας του μονοπωλιακού κρατικού καπιταλισμού

Οι σύγχρονες μαρξιστικές εξελίξεις στη θεωρία του καπιταλιστικού κράτους επικεντρώνονται στην κριτική της δογματικής θεωρίας του μονοπωλιακού κρατικού καπιταλισμού. Στην πιο χονδροειδή αλλά και πιο συνηθισμένη της μορφή, η θεωρία αυτή ισχυρίζεται πως το κράτος είναι το εργαλείο του μονοπωλιακού κεφαλαίου στην εποχή του ιμπεριαλισμού, και συνεπώς το μέσο δια του οποίου συντηρείται η κυριαρχία του κεφαλαίου πάνω στην κοινωνία των ιδιωτών [civil society]. Ο ρόλος αυτός του κράτους είναι ο ίδιος έκφραση της αντίθεσης ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και τις σχέσεις παραγωγής, εφόσον αναπαριστά την κοινωνικοποίηση των δεύτερων ως ανταπόκριση στην κοινωνικοποίηση των πρώτων, κάτω όμως από τον έλεγχο του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Το επαναστατικό καθήκον του προλεταριάτου είναι να ηγηθεί μιας συμμαχίας δημοκρατικών δυνάμεων, η οποία θα απελευθερώσει το κράτος από τον έλεγχο αυτό και θα το χρησιμοποιήσει ως εργαλείο της μετάβασης στον σοσιαλισμό.

Τα προφανέστερα ελλείμματα της θεωρίας αυτής είναι ο εξελικτισμός της και ο οικονομιστικός αναγωγισμός της. Ο πρώτος αφορά την υπόθεση ότι το σύγχρονο καπιταλιστικό κράτος είναι υπό μία έννοια μεταβατικό, και άρα μπορεί να είναι το ουδέτερο εργαλείο της μετάβασης στον σοσιαλισμό. Η θεωρία συνεπώς αδυνατεί να συλλάβει τα όρια του κρατικού παρεμβατισμού, τα οποία είναι εγγενή στον χαρακτήρα του κράτους ως καπιταλιστικού μορφώματος. Ο οικονομιστικός αναγωγισμός της θεωρίας αφορά την υπόθεση ότι το κράτος είναι εργαλείο του κεφαλαίου. Η υπόθεση αυτή αγνοεί τον συγκεκριμένο χαρακτήρα του καπιταλιστικού κράτους ως πολιτικού θεσμού και την πολυπλοκότητα της ταξικής πάλης σε σχέση με το κράτος.

Κάθε αποτελεσματική θεωρία του καπιταλιστικού κράτους θα πρέπει να περιλάβει αυτά τα σημεία κριτικής, τα οποία έχουν μεγάλη πολιτική και θεωρητική σημασία. Το έργο του Πουλαντζά είναι προφανές ότι προσπαθεί να πετύχει κάτι τέτοιο, καθώς επικεντρώνεται ακριβώς στα ζητήματα της αυτονομίας του κράτους σε σχέση με την οικονομία και την κυρίαρχη τάξη, της πολυπλοκότητας της ταξικής δομής και των ταξικών σχέσεων, των δομικών ορίων στη δράση του κράτους, και ούτω κάθε εξής. Η έρευνά του μπορεί να ιδωθεί ως μια προσπάθεια να χτιστεί μια θεωρία του κράτους σε αντίστιξη προς τη θεωρία του κρατικού μονοπωλιακού καπιταλισμού, η οποία να αποφεύγει τον εξελικτικισμό και τον οικονομισμό της. Έτσι, έχει μια προφανή γοητεία για τους σύγχρονους μαρξιστές.

Όμως μια αντι-εξελικτιστική και αντι-οικονομιστική θεωρία του καπιταλιστικού κράτους δεν είναι απαραίτητα μαρξιστική θεωρία. Δεν είναι ο μαρξισμός αλλά η αστική κοινωνιολογία που καταδίκαζε διαρκώς τον δογματισμό για τον οικονομισμό και τον εξελικτικισμό του, και η αστική κοινωνιολογία έχει χτίσει μια θεωρία της κοινωνίας η οποία αποφεύγει τα σφάλματα αυτά. Το κρίσιμο πρόβλημα για τους μαρξιστές είναι η θεωρητικοποίηση του θεσμικού διαχωρισμού του κράτους από την καπιταλιστική τάξη, η διαφοροποίηση και ο κατακερματισμός των κοινωνικών τάξεων, οι σχέσεις εκπροσώπησης ανάμεσα στις τάξεις και τα πολιτικά κόμματα και τα όρια του κρατικού παρεμβατισμού, χωρίς να χάνεται όμως η θεμελιακή μαρξιστική υπόθεση των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων ως αρχών της ενότητας του κοινωνικού μορφώματος. Ο πειρασμός που αντιμετωπίζουν οι μαρξιστές είναι η υιοθέτηση μιας αστικής κοινωνιολογικής θεωρίας του κράτους και η επένδυση της θεωρίας αυτής με «μαρξιστική» χροιά, μέσω της έμφασης στην πρωταρχικότητα των σχέσεων παραγωγής. Αυτή ήταν η τάση μιας παλιότερης γενιάς βρετανών μαρξιστών, οι οποίοι ανέπτυξαν θεωρίες που μπορούμε να περιγράψουμε ως «νεογκραμσιανές», με την έννοια ότι άντλησαν το κύρος τους από μια συγκεκριμένη ερμηνεία του έργου του Γκράμσι2.

Οι θεωρίες αυτές παρεμβάλουν ένα επίπεδο «κοινωνίας των ιδιωτών» ανάμεσα στις σχέσεις παραγωγής και στο κράτος, το οποίο [επίπεδο της κοινωνίας των ιδιωτών] είναι διακριτό και από τα δύο. Στην «κοινωνία των ιδιωτών» οι ιδεολογικές και οι θεσμικές σχέσεις προστίθενται στις σχέσεις παραγωγής για να δημιουργήσουν μια σφαίρα αλληλοεπηρεαζόμενων κοινωνικών ομάδων, την «κοινωνία» της αστικής κοινωνιολογίας. Η θεωρία παίρνει ριζοσπαστική χροιά από το γεγονός ότι προσπαθεί να θεωρητικοποιήσει την κυριαρχία του κεφαλαίου στη σφαίρα αυτή αλληλεπίδρασης, με την κυριαρχία να συνίσταται ουσιαστικά στην επιβολή μιας κανονιστικής τάξης πάνω στην κοινωνία, στη διαχείριση της συναίνεσης που είναι η βάση της σχετικής αυτονομίας του κράτους, αλλά την ίδια στιγμή είναι επίσης η βάση του κράτους ως εξουσίας του κεφαλαίου (Negri, 1976, σ. 7-8). Η κυριαρχία του κεφαλαίου εξηγείται ως κυριαρχία μιας κοινωνικής ομάδας η οποία έχει στη διάθεσή της δυσανάλογο μερίδιο των υλικών πόρων, και έτσι θεμελιώνεται στο επίπεδο της «κοινωνικής αλληλεπίδρασης» και όχι σ’ αυτό των σχέσεων παραγωγής.

Έτσι, οι σχέσεις παραγωγής εισάγονται μέσα σε μια καθαρά κοινωνιολογική θεωρία για να της δώσουν έναν συγκυριακά ριζοσπαστικό, όχι όμως μαρξιστικό, προσανατολισμό. Ο τελευταίος μπορεί να ανάγεται στη δήλωση ότι τα οικονομικά συμφέροντα παίζουν πρωταρχικό ρόλο στη συγκρότηση των κοινωνικών ομάδων, και ότι οι υλικοί πόροι κυριαρχούν στον καθορισμό της πορείας της κοινωνικής αλληλεπίδρασης. Αυτή η «μαρξιστική κοινωνιολογία» χαρακτηρίζεται από τον εμπειρικό ισχυρισμό ότι τα οικονομικά συμφέροντα και οι υλικοί πόροι παίζουν κυρίαρχο ρόλο στον καθορισμό της κοινωνικής αλληλεπίδρασης, αλλά δεν διαχωρίζεται θεωρητικά από την αστική κοινωνιολογία.

Οι νεογκραμσιανές αυτές θεωρίες υπερφαλαγγίζουν τον οικονομισμό και τον εξελικτισμό μόνο με την ταυτόχρονη υιοθέτηση μιας κοινωνιολογικής αντίληψης της κοινωνίας. Παραδόξως, δεν είναι ασύμβατες με την αναθεωρητική πολιτική που συνδέεται με τη θεωρία του κρατικού μονοπωλιακού καπιταλισμού. Το ίδιο το κράτος συνεχίζει να εμφανίζεται σαν ένα ουδέτερο όργανο υπό τον κυρίαρχο έλεγχο των συμφερόντων του μεγάλου κεφαλαίου. Το καθήκον του προλεταριάτου εξακολουθεί να είναι η απελευθέρωση του κράτους από αυτή την κυριαρχία. Η διαφορά είναι ότι η κυριαρχία του κεφαλαίου είναι πλέον έμμεση, καθώς διαμεσολαβείται από την κυριαρχία του πάνω στην κοινωνία των ιδιωτών. Δεν είναι πλέον αρκετό να καταργηθεί ο άμεσος έλεγχος του κεφαλαίου πάνω στον κρατικό μηχανισμό, αλλά είναι εξίσου αναγκαίο να αμφισβητηθεί η αστική κυριαρχία στην κοινωνία των ιδιωτών μέσω της αμφισβήτησης της ιδεολογικής συναίνεσης που επιβάλλει η αστική τάξη.

Ο Πουλαντζάς έχει επιτεθεί με οξύτητα ενάντια στην νεογκραμσιανή ανάλυση του κράτους που ανέπτυξε ο Ralph Miliband3. Ασκεί κριτική στον Miliband για το γεγονός ότι αναπαράγει αστικές ιδεολογικές θεωρήσεις, περιορίζοντας την κριτική στις αστικές θεωρίες στο ζήτημα της εμπειρικής τους επάρκειας. Ο Πουλαντζάς επιμένει ορθά ότι μια μαρξιστική κριτική θα πρέπει να είναι θεωρητική με την πλήρη έννοια του όρου. Αυτό για το οποίο εκφράζει τις αντιρρήσεις του για τούτη την αντίληψη της κοινωνίας, είναι η επικέντρωση στους κοινωνικούς δράστες, η αντίληψη των «ατόμων ως πηγών της κοινωνικής δράσης» στα πλαίσια μιας «προβληματικής του υποκειμένου».

Απέναντι σ’ αυτή την αντίληψη, ο Πουλαντζάς αντιπαραθέτει την αντίληψη των «κοινωνικών τάξεων και του Κράτους ως αντικειμενικών δομών, και των σχέσεών τους ως αντικειμενικού συστήματος σταθερών διασυνδέσεων» (Πουλαντζάς, 1968, σ. 70). Όμως ο Πουλαντζάς δεν δείχνει πως αυτή η διάκριση έχει συγκροτητικό ρόλο για τις μαρξιστικές θεωρίες της κοινωνίας σε αντίστιξη με τις αστικές. Αντιθέτως, όπως θα δείξω αργότερα, η διάκριση αυτή είναι διάκριση που προκύπτει μέσα στην αστική κοινωνιολογία4. Tο ζωτικό ερώτημα για τη μαρξιστική κριτική δεν είναι τόσο αυτό που αφορά τον αντικειμενικό χαρακτήρα των δομών, αλλά μάλλον αυτό του ουσιαστικού τους περιεχομένου. Θα ισχυριστώ πως ο Πουλαντζάς μας προσφέρει τις αντικειμενικές «δομές» της δομικής-λειτουργιστικής κοινωνιολογίας, και όχι τις μαρξιστικές σχέσεις παραγωγής. Για να τεκμηριώσω τον ισχυρισμό μου θα χρειαστεί μια παρέκβαση. Στα επόμενα δύο τμήματα του δοκιμίου θα εξετάσω το ουσιαστικό θεμέλιο των αστικών αντιλήψεων της κοινωνίας και την κριτική του από τον Μαρξ.

ΙΙΙ. Η έννοια της παραγωγής στον Μαρξ και η κριτική της πολιτικής οικονομίας

Μπορούμε να εντοπίσουμε με ακρίβεια το θεωρητικό θεμέλιο της αστικής ιδεολογίας σε μια συγκεκριμένη αντίληψη της παραγωγής. Η κλασική διατύπωση αυτής της αντίληψης της παραγωγής βρίσκεται στην κλασική πολιτική οικονομία, στην κριτική της οποίας ο Μαρξ αφιέρωσε την πιο γόνιμη δεκαετία της ζωής του.Για την κλασική πολιτική οικονομία, η σφαίρα της παραγωγής γίνεται αντιληπτή με τεχνικούς όρους, ως σφαίρα στην οποία η εργασία θέτει σε λειτουργία μέσα παραγωγής ώστε να παράγει προϊόντα5. Οι σχέσεις διανομής καθορίζουν τον μετασχηματισμό του προϊόντος σε εισοδήματα, τα οποία αναλογούν στις διάφορες τάξεις. Αυτές οι σχέσεις προστίθενται συνεπώς εκ των υστέρων πάνω στην παραγωγή, ως το κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο λαμβάνει χώρα η υλική παραγωγή. Όμως η ίδια η παραγωγή δεν γίνεται αντιληπτή ως μια θεμελιακά κοινωνική διαδικασία. Στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, αυτή η εκ των υστέρων πρόσθεση των σχέσεων διανομής πάνω στην παραγωγή επιτυγχάνεται απλώς με την απόδοση εισοδημάτων σε παράγοντες της παραγωγής (στην εργασία, στη γη και στα μέσα παραγωγής), καθώς και με την απόδοση των παραγόντων αυτών στις κοινωνικές τάξεις που έχουν την ιδιοκτησία τους6.

Αυτός είναι ο «τριαδικός τύπος» του Μαρξ, η μορφή της εμφάνισης των αστικών σχέσεων παραγωγής. Πρόκειται για μια μορφή εμφάνισης η οποία κάνει τις σχέσεις αυτές να φαίνονται αιώνιες, γιατί τις κάνει να εμφανίζονται ως σχέσεις οι οποίες είναι ήδη εγγεγραμμένες στις τεχνικές δομές της υλικής παραγωγής, αποδίδοντας εισοδήματα στους παράγοντες της παραγωγής. Αυτό μπορούμε να το δούμε ξεκάθαρα στην αντίληψη της κλασικής πολιτικής οικονομίας για τους μη καπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής. Εφόσον τα εισοδήματα ανήκουν με τρόπο «φυσικό» στις τάξεις της καπιταλιστικής κοινωνίας, οι μη καπιταλιστικές σχέσεις κατανομής πρέπει να βασίζονται στην πολιτική παρέμβαση, μέσω της οποίας τα εισοδήματα εμποδίζονται απ’ το να φτάσουν στους φυσικούς τους αποδέκτες. Αυτή η πολιτική παρέμβαση εξασφαλίζει το ταξικό μονοπώλιο πάνω σε συγκεκριμένους παραγωγικούς παράγοντες, πράγμα που καθιστά εφικτή την αφαίμαξη των «υπερκερδών» από τους ιδιοκτήτες των μέσων αυτών παραγωγής (Marx, χωρίς ημερομηνία, σ. 116)7. Είναι προφανές πως πρόκειται για την ιδεολογία της πάλης της αστικής τάξης ενάντια στα φεουδαρχικά προνόμια των γαιοκτημόνων, η οποία έφτασε την πιο ενσυνείδητη μορφή έκφρασής της στην πάλη ενάντια στους νόμους που επέβαλλαν δασμούς στο εισαγόμενο καλαμπόκι [Corn Laws], η οποία και αποτέλεσε την αποκορύφωση της κλασικής πολιτικής οικονομίας. Πρόκειται για αστική ιδεολογία, επειδή προϋποθέτει πως οι αστικές σχέσεις παραγωγής είναι κάτι αιώνιο8.

Ο Μαρξ αφιέρωσε τη δεκαετία ανάμεσα στο 1857 και το 1867 στην επεξεργασία της κριτικής της ιδεολογικής αντίληψης της παραγωγής που υποθάλπει την αιωνιοποίηση των αστικών σχέσεων παραγωγής στην κλασική πολιτική οικονομία. Στην κριτική αυτή, δείχνει ότι τα σφάλματα της πολιτικής οικονομίας πηγάζουν από τον τρόπο που συλλαμβάνει την παραγωγή. Αντίστοιχα, η βάση της θεωρίας του Μαρξ και της διαλεκτικής του μεθόδου μπορεί να εντοπιστεί στη δική του αντίληψη για την παραγωγή. Στο δεύτερο τμήμα της εισαγωγής του 1857 στην Κριτική της πολιτικής οικονομίας, ο Μαρξ ανέπτυσσε ένα προσχέδιο του εγχειρήματός του, επιμένοντας στον ιστορικό χαρακτήρα της παραγωγής και στην κυριαρχία του σταδίου της παραγωγής πάνω σ’ αυτά της διανομής, της κατανάλωσης και της ανταλλαγής.

Στα Grundrisse του 1857-8, η κριτική της κλασικής πολιτικής οικονομίας και η συνακόλουθη ανάπτυξη της θεωρίας του ίδιου του Μαρξ παραμένουν αποσπασματικές και ελλιπώς αναπτυγμένες. Ο λόγος για αυτό είναι πως ο Μαρξ επιμένει μεν για την πρωταρχικότητα της παραγωγής, δεν έχει όμως πλήρως μετασχηματίσει την αστική σύλληψη της ίδιας της παραγωγής. Τείνει ακόμα σε εκείνο το χρονικό σημείο να αντιπαραθέτει τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής με την τεχνική διαδικασία της παραγωγής στα πλαίσια μιας εξωτερικής σχέσης μορφής και περιεχομένου, με την καπιταλιστική μορφή να πηγάζει από την κυκλοφορία των αγαθών και να προστίθεται εκ των υστέρων πάνω σε ένα ήδη καθορισμένο περιεχόμενο. Στο σημείο αυτό, οι καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις παραμένουν κατά βάση σχέσης διανομής, οι οποίες ιχνογραφούνται πάνω στην παραγωγή. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο Μαρξ δεν διαχωρίζει ξεκάθαρα την παραγωγή ως διαδικασία παραγωγής αξιών χρήσης από την παραγωγή ως διαδικασία παραγωγής αξιών, κι έτσι τείνει να βλέπει τις δύο διαδικασίες ως αμοιβαία συμβατές, με τη δεύτερη να προστίθεται απλώς εκ των υστέρων πάνω στην πρώτη. Αυτό σημαίνει πως ο Μαρξ δεν μπορεί να πετύχει με ξεκάθαρο τρόπο τη θεμελιακή διάκριση ανάμεσα στην εργασία και την εργατική δύναμη και τη συνεπαγόμενη διάκριση ανάμεσα στο σταθερό και στο μεταβλητό κεφάλαιο (στη θέση αυτής μεταξύ στατικού και διακινούμενου κεφαλαίου)9.

Αφού δεν είναι σε θέση ακόμα να θεωρητικοποιήσει επαρκώς την αντιφατική θεμελίωση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής στην ίδια την παραγωγή, την εντοπίζει αντ’ αυτού στη σχέση ανάμεσα στην παραγωγή και την κυκλοφορία, με αποτέλεσμα τα Grundrisse να κυριαρχούνται από μια θεωρία της κρίσης με όρους υπερπαραγωγής. Τέλος, ο διαχωρισμός μορφής και περιεχομένου, καθιστά εφικτή την ανάλυση της μορφής χωρίς περιεχόμενο, των κοινωνικών σχέσεων ως κάτι αποσπασμένο από το υλικό τους θεμέλιο, κι έτσι καθιστά απαραίτητη την ανάλυση της εξέλιξης των κοινωνικών σχέσεων με την αφηρημένη γλώσσα του «θέτειν» [positing] και των προϋποθέσεων [presuppositions]. Η αντίθεση ανάμεσα στα Grundrisse, από τη μία, και τη Θεωρία της υπεραξίας και του κεφαλαίου, από την άλλη, δείχνει πως ο μαρξισμός δεν συνίσταται απλώς στον ισχυρισμό περί πρωταρχικότητας της παραγωγής, ούτε απλώς στη χρήση φράσεων όπως «παραγωγικές σχέσεις», αλλά, πάνω από όλα, στον μετασχηματισμό της ίδιας της αστικής αντίληψης της παραγωγής.

Στο Κεφάλαιο, οι σχέσεις παραγωγής δεν είναι πλέον οι κοινωνικές σχέσεις μέσα στις οποίες λαμβάνει χώρα η υλική παραγωγή, στη βάση μιας αντίθεσης μεταξύ κοινωνικών σχέσεων διανομής και τεχνικών σχέσεων παραγωγής. Στην αναπτυγμένη σκέψη του Μαρξ, η παραγωγή γίνεται αντιληπτή ως μία διαδικασία που είναι η ίδια τόσο κοινωνική όσο και υλική·ως η αντιφατική ενότητα της παραγωγής της αξίας και της παραγωγής αξιών χρήσης. Οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής δεν έρχονται σε αντίθεση με την υλική παραγωγή ως εξωγενώς πηγάζουσες μορφές που προστίθενται εκ των υστέρων σε ένα προϋπάρχον περιεχόμενο, επειδή η μορφή και το περιεχόμενο αφομοιώνονται από κοινού σε μια αντιφατική ενότητα10.

Η ξεκάθαρη διάκριση μεταξύ αξίας και αξίας χρήσης καθιστά εφικτή την ανάπτυξη της αντίθεσης ανάμεσα στη συγκεκριμένη χρήσιμη εργασία και την αφηρημένη εργασία που δημιουργεί αξία, κι έτσι και στις έννοιες τις εργατικής δύναμης, του σταθερού και μεταβλητού κεφαλαίου και της υπεραξίας. Η υπεραξία δεν γίνεται πια αντιληπτή ως εισόδημα που συσσωρεύεται από μια διανεμητική τάξη, ως μερίδιο του υλικού προϊόντος. Μάλλον, γίνεται αντιληπτή ως προϊόν της παραγωγικής διαδικασίας ως διαδικασίας παραγωγής αξίας, εξαναγκασμού που επιβάλλεται στον εργάτη από τον καπιταλιστή ώστε ο πρώτος να εργαστεί πέραν του χρόνου που είναι απαραίτητος για την αναπαραγωγή της αξίας της εργατικής του δύναμης. Η εκμετάλλευση και οι ταξικές σχέσεις αποκτούν συνεπώς μια επιστημονική θεμελίωση στην παραγωγή, και δεν έχουν πλέον ηθική θεμελίωση στις σχέσεις διανομής. Η ίδια η αντιφατική θεμελίωση τηςπαραγωγής σημαίνει ότι ο κινητήριος νόμος του καπιταλισμού (ο οποίος εκφράζεται στον νόμο της τάσης πτώσης του ποσοστού κέρδους και στις αντίρροπες τάσεις που αυτή δημιουργεί) μπορεί να θεμελιωθεί στην παραγωγή.

Επιπλέον, επειδή η παραγωγή γίνεται πια αντιληπτή όχι απλώς ως υλική παραγωγή, αλλά επίσης και ως παραγωγή των κοινωνικών σχέσεων, οι συνθήκες της αναπαραγωγής θεμελιώνονται οι ίδιες στην παραγωγή. Τέλος, επειδή μορφή και περιεχόμενο δεν μπορούν πια να διαχωριστούν, η ανάπτυξη των κοινωνικών σχέσεων δεν μπορεί να συζητηθεί με τρόπο αφηρημένο, ανεξάρτητα από την υλική τους θεμελίωση. Η ανάπτυξη των κοινωνικών σχέσεων είναι πλέον ιστορική διαδικασία που καθοδηγείται από την αντίφαση που είναι εγγενής στην καπιταλιστική παραγωγή ως παραγωγή αξίας και παραγωγή αξιών χρήσης11. Οι σχέσεις διανομής, κυκλοφορίας και κατανάλωσης υπάγονται κάτω από τις σχέσεις παραγωγής καθώς εκδιπλώνεται αυτή ακριβώς η αντίφαση. Συνεπώς, μόνο με τη μαρξιστική αντίληψη της παραγωγής ως διαδικασίας αξιοδότησης [valorization process] μπορεί η πρωταρχικότητα της παραγωγής να τεθεί σε μια ορθή βάση.

Η αντίφαση ανάμεσα στην αξία και την αξία χρήσης μεταφράζει με συγκεκριμένο τρόπο την αντίφαση ανάμεσα στις δυνάμεις παραγωγής και τις σχέσεις παραγωγής στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Ο δογματισμός τείνει να ακολουθεί τον κλασικό αναθεωρητισμό, ταυτοποιώντας τη δεύτερη αντίφαση με την αντίφαση ανάμεσα στον όλο και πιο κοινωνικοποιημένο χαρακτήρα της παραγωγής και στην ατομική ιδιοποίηση (δηλαδή, ανάμεσα στην παραγωγή και τη διανομή), της οποίας η αναπτυγμένη μορφή είναι η αντίφαση ανάμεσα στο οικονομικό και το πολιτικό, ή ανάμεσα στην κοινωνία των ιδιωτών και το κράτος (βλ. Coletti, 1972, σ. 97-108). Η αντίφαση ανάμεσα στην παραγωγή και την κυκλοφορία θα πρέπει αντ’ αυτού να ιδωθεί ως μια μορφή της πιο θεμελιώδους αντίφασης ανάμεσα στην παραγωγή της αξίας και την παραγωγή της αξίας χρήσης.

Η μαρξιστική κριτική της πολιτικής οικονομίας δεν έχει απλώς ιστορικό ενδιαφέρον, μιας και είναι μια κριτική της συγκροτητικής βάσης κάθε αστικής ιδεολογίας. Το καθοριστικό χαρακτηριστικό της ιδεολογίας αυτής είναι η σύλληψη της παραγωγής ως τεχνικής διαδικασίας, σύλληψη η οποία υποθάλπει την αιωνιοποίηση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Είναι η υιοθέτηση εκ μέρους τους αυτής της σύλληψης που μας επιτρέπει να χαρακτηρίσουμε ακόμα και κάποιες αυτόκλητα «μαρξιστικές» θεωρίες, ως θεωρίες που διέπονται από την αστική ιδεολογία. Αυτός ο χαρακτηρισμός δεν σημαίνει απαραίτητα κάποια κρίση για τις προθέσεις αυτών που προωθούν τέτοιες θεωρίες, ούτε για τον «επιστημονικό» ή «μη επιστημονικό» χαρακτήρα της μεθόδου τους.

Εξαιτίας της κοινής τους θεμελίωσης στην αστική σύλληψη της παραγωγής, η αστική κοινωνιολογία και ο δογματικός μαρξισμός κυριαρχούνται από κοινού από την αστική ιδεολογία. Αντίστοιχα, οι απόπειρες να βασιστεί μια μαρξιστική κριτική του δογματικού μαρξισμού στην αστική κοινωνιολογία είναι καταδικασμένες να αποτύχουν, ακριβώς επειδή τα επιστημολογικά θεμέλια και των δύο είναι κοινά. Έτσι εξηγείται το παράδοξο γεγονός ότι οι μαρξιστικές απόπειρες να χρησιμοποιηθεί η αστική κοινωνιολογία ως βάση της κριτικής του δογματισμού αφομοιώνονται εύκολα από τον δογματισμό. Έτσι, τόσο ο νεογκραμσιανός όσο και ο αλτουσεριανός μαρξισμός έχουν χρησιμοποιηθεί για να δώσουν ώθηση στην αναθεωρητική πολιτική των ορθόδοξων Κομμουνιστικών Κομμάτων. Είμαστε πλέον σε θέση να εξετάσουμε τα διαφορετικά αυτά ρεύματα ως παραλλαγές της αστικής αντίληψης της κοινωνίας.

IV. Ο νόμος της αξίας και η κριτική της αστικής ιδεολογίας

Ο Πουλαντζάς παρουσιάζει τη θεωρία του για το καπιταλιστικό κράτος ως επεξεργασία της ερμηνείας του Μαρξ που προσφέρουν οι Αλτουσέρ και Μπαλιμπάρ12. Η ερμηνεία αυτή αναδύθηκε στην βάση μιας απόπειρας ρήξης, μέσα στο ορθόδοξο κομμουνιστικό κίνημα, με τις θεωρητικές θέσεις του σταλινικού δογματισμού. Ο δογματισμός βασίζεται στην αστική σύλληψη της παραγωγής που σκιαγράφησα πιο πάνω. Αυτή η «τεχνικιστική» αντίληψη της παραγωγής προσαρμόστηκε από τον Στάλιν, μέσω του Πλεχάνοφ και του Μενσεβικισμού, από τις πηγές της στις κλασικές αναθεωρητικές θεωρίες της Δεύτερης Διεθνούς.

Στη βάση αυτή ο Στάλιν οικοδόμησε τη θεωρία του για τους τρόπους παραγωγής, όπου η τεχνική δομή της παραγωγής είναι η «υλική βάση» από την οποία αναδύονται οι διαφορετικοί τρόποι παραγωγής. Η ιστορία γίνεται αντιληπτή ως διαδοχή τρόπων παραγωγής, με τον κάθε τρόπο να συγκροτείται ως μια συγκεκριμένη μορφή ιδιοποίησης του πλεονάσματος και μια αντίστοιχη μορφή της εκμετάλλευσης της εργασίας. Ο τρόπος παραγωγής γίνεται αντιληπτός ως συνδυασμός μιας τεχνικής δομής της παραγωγής και των κοινωνικών σχέσεων διανομής. Οι εξελίξεις στις παραγωγικές δυνάμεις δημιουργούν μια εξάρθρωση ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και τις σχέσεις κατανομής, ωθώντας έτσι σε μια αλλαγή στις σχέσης κατανομής, έτσι ώστε αυτές να αντιστοιχούν στις πιο αναπτυγμένες παραγωγικές δυνάμεις13. Στην παρούσα φάση καπιταλιστικής ανάπτυξης, οι καπιταλιστικές σχέσεις διανομής συντηρούνται μέσω του ελέγχου πάνω στους θεσμούς της πολιτικής και ιδεολογικής κυριαρχίας που ασκεί το μονοπωλιακό κεφάλαιο. Χρέος του προλεταριάτου είναι η ανατροπή αυτής της κυριαρχίας έτσι ώστε να μπορέσουν να εμφανιστούν νέες σχέσεις διανομής, οι οποίες να ανταποκρίνονται στις αναπτυγμένες παραγωγικές δυνάμεις.

Τα προφανέστερα σφάλματα αυτής της αντίληψης είναι ο εξελικτισμός της και ο οικονομιστικός αναγωγισμός της, όπως έχω ήδη παρατηρήσει για την περίπτωση της θεωρίας του Κρατικού Μονοπωλιακού Κεφαλαίου. Τα σφάλματα αυτά πηγάζουν από τη σύλληψη της παραγωγής στην οποία βασίζεται ο δογματισμός. Επειδή οι παραγωγικές δυνάμεις και οι σχέσεις παραγωγής συλλαμβάνονται ως τεχνικές σχέσεις παραγωγής και κοινωνικές σχέσεις διανομής, η σχέση ανάμεσά τους συλλαμβάνεται είτε ως σχέση αντιστοιχίας είτε ως σχέση εξάρθρωσης, και όχι ως σχέση αντίφασης. Έτσι, η μαρξιστική θεωρία της ιστορίας, η οποία βασίζεται στην αντίφαση που είναι εγγενής στην ίδια την παραγωγή σε όλες τις ταξικές κοινωνίες –την αντίφαση ανάμεσα στην παραγωγή αξιών χρήσης και την παραγωγή σχέσεων κυριαρχίας– μετατρέπεται σε μια μεταφυσική φιλοσοφία της ιστορίας, όπου η διαλεκτική είναι ένας εξωτερικός νόμος της ιστορίας που διέπει την εξέλιξη τρόπων παραγωγής σε προδιαγεγραμμένη ακολουθία, διέποντας την προοδευτική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων που υποβαστάζουν αυτή την εξέλιξη. Με τον ίδιο τρόπο, ο διαχωρισμός «παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων», και η συνακόλουθη κατάργηση της διαλεκτικής σχέσης ανάμεσα στις δύο, σημαίνει πως η πρωταρχικότητα της παραγωγής παίρνει τη μορφή ενός οικονομιστικού ή τεχνικιστικού αναγωγισμού.

Αυτή η αστική σύλληψη της παραγωγής είναι επίσης η βάση της αναθεωρητικής πολιτικής που νομιμοποιείται από τον δογματισμό. Η αιωνιοποίηση των αστικών σχέσεων παραγωγής στην οποία βασίζεται σημαίνει ότι η πολιτική δράση μπορεί να χτυπήσει μόνο τις σχέσεις διανομής οι οποίες αναδύονται στην βάση μιας τεχνικά καθορισμένης δομής της παραγωγής. Η «συνδικαλιστική» δράση περιορίζεται στην προσαρμογή της θέσης των τάξεων μέσα στις δεδομένες σχέσεις διανομής, η «πολιτική» δράση περιορίζεται στη χρήση της κρατικής εξουσίας για να μετασχηματιστούν αυτές οι σχέσεις διανομής.

Όσο επαναστατική κι αν είναι η ρητορική με την οποία μεταμφιέζεται, μια πολιτική που βασίζεται σ’ αυτή τη διάκριση είναι καταδικασμένη να είναι ρεφορμιστική, εφόσον εξαλείφει την αντίσταση στον κεφαλαιοκρατικό χαρακτήρα της παραγωγής, όπου παράγεται και αναπαράγεται αυτή η σχέση, ενώ κατευθύνει την πολιτική δραστηριότητα προς τις μορφές του αστικού κράτους, των οποίων η αποτελεσματικότητα υποτάσσεται στην κυριαρχία της κεφαλαιοκρατικής σχέσης. Αυτές οι πολιτικές συνεπαγωγές δεν συνδέονται άμεσα με τον οικονομισμό και τον εξελεκτικισμό του δογματισμού, οι οποίοι εξυπηρετούν απλώς την υπογράμμιση της υποτιθέμενης νομοτέλειας της επανάστασης, αλλά και με την αντίληψη για την παραγωγή που αυτοί προϋποθέτουν. Κάθε κριτική που αποτυγχάνει να βασιστεί στην κριτική αυτής της αντίληψης για την παραγωγή είναι καταδικασμένη να παραμείνει εγκλωβισμένη στις πολιτικές συνεπαγωγές αυτής της ίδιας αντίληψης, όπως έδειξα ήδη στην περίπτωση των νεογκραμσιανών θεωριών της κοινωνίας14.

Η αστική κοινωνιολογική κριτική του μαρξιστικού δογματισμού, όπως και του αστικού τεχνολογικού ντετερμινισμού, συνεχίζει να βασίζεται στην τεχνολογιστική αντίληψη της παραγωγής, και αναπαράγεται η ίδια τόσο από αλτουσεριανές όσο και από νεογκραμσιανές θεωρίες της κοινωνίας. Όλες τους παίρνουν ως σημείο εκκίνησής τους τη διάκριση ανάμεσα στις σχέσεις παραγωγής15, οι οποίες συλλαμβάνονται ως τεχνικές σχέσεις που συνδυάζουν παράγοντες στην υλική παραγωγή, και τις σχέσεις κατανομής, οι οποίες συλλαμβάνονται ως κοινωνικές σχέσεις που συγκροτούνται από την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής16.

Εφόσον τα δικαιώματα στο εισόδημα εξαρτώνται από την «ιδιοκτησία» παραγόντων, οι σχέσεις διανομής ιχνογραφούνται πάνω στις σχέσεις παραγωγής. Οι πρώτες όμως δεν μπορούν να αναχθούν στις δεύτερες, εφόσον περιλαμβάνουν τη σχέση «ιδιοκτησίας», που είναι σχέση η οποία ορίζεται πολιτικά ή/και ιδεολογικά (Althusser και Balibar, 1970, σ. 17). Οι ταξικές σχέσεις δεν μπορούν να οριστούν καθαρά «οικονομικά». Κατά συνέπεια, είναι κοινωνικές σχέσεις οι οποίες εκφράζουν πολιτικούς και ιδεολογικούς καθορισμούς. Το εναρκτήριο σημείο της θεωρίας της κοινωνίας δεν μπορεί συνεπώς να είναι οι μη κοινωνικές, καθαρά «οικονομικές» ή «τεχνικές» σχέσεις παραγωγής, όπως συμβαίνει με τον δογματισμό και με τον τεχνολογικό ντετερμινισμό. Το εναρκτήριο σημείο μπορεί να είναι μόνο το ήδη δοσμένο όλο, το οποίο η αστική κοινωνιολογία ονομάζει «κοινωνία» ή «κοινωνική δομή», και η μαρξιστική κοινωνιολογία «κοινωνία των ιδιωτών» ή «τρόπο παραγωγής».

Η κοινωνιολογία της αλληλεπίδρασης και ο νεογκραμσιανός μαρξισμός παρεμβάλλουν την «κοινωνία των ιδιωτών» ανάμεσα στις υλικές συνθήκες της παραγωγής, που συλλαμβάνονται ως οικονομική σφαίρα, και στο κράτος, που συλλαμβάνεται ως πολιτική σφαίρα. Το καθήκον της κοινωνιολογίας γίνεται να μελετήσει τη αλληλεπίδραση ατόμων και ομάδων σε αυτό τον κόσμο της «κοινωνίας», όπου αποτελούν κοινωνικά υποκείμενα που δρουν σε ένα πλαίσιο οικονομικών και πολιτικών θεσμών, οι οποίοι με τη σειρά τους μελετώνται οι ίδιοι από οικονομολόγους και πολιτικούς επιστήμονες, και μπορούν να μετασχηματιστούν από τους κοινωνικούς δράστες. Ο δομικός λειτουργισμός βασίζεται στην προσπάθεια να αποσυντεθούν οι κοινωνικές ομάδες ως δρώντα υποκείμενα στη δομή η οποία τις συγκροτεί ως υποκείμενα και συγκροτεί τη διάδρασή τους.

Η κριτική του Πουλαντζά στον Miliband συνοψίζει πολύ συμπυκνωμένα τη σχέση ανάμεσα στον δομικό λειτουργισμό και την αλληλεπίδραση. Ο δομικός λειτουργισμός αντικαθιστά την αντίληψη των «ατόμων ως πηγών της κοινωνικής δράσης» στα πλαίσια μιας «προβληματικής του υποκειμένου» με την αντίληψη των κοινωνικών φαινομένων ως «αντικειμενικών δομών και των σχέσεών τους ως αντικειμενικό σύστημα σταθερών διασυνδέσεων». Ακολουθώντας τον Αλτουσέρ στην απόφασή του να βασίσει την κριτική του στον δογματικό οικονομισμό και τον εξελικτικισμό στην αστική σύλληψη της παραγωγής, και απορρίπτοντας την «προβληματική του υποκειμένου» για χάρη μιας «αντικειμενιστικής» θεώρησης, ο Πουλαντζάς ακολούθησε επίσης τον Αλτουσέρ (αν και αναμφίβολα άθελά του) στην αναπαραγωγή της θεωρίας της κοινωνίας που ανέπτυξε ο δομικός λειτουργισμός, και ιδίως ο Τάλκοτ Πάρσονς17. Στο έργο του Αλτουσέρ, τα μαρξιστικά στοιχεία είναι καθαρά ρητορικά. Η σημασία του Πουλαντζά έγκειται στο ότι προσπαθεί να δώσει κάποια ουσία στον αλτουσεριανισμό αναπτύσσοντας μια θεωρία για την κοινωνική τάξη.

Η δομική-λειτουργιστική, αλτουσεριανή αντίληψη της κοινωνίας απορρίπτει τη διαδραστική θεώρηση των δομών ως παράγωγο της δράσης κοινωνικών υποκειμένων. Η υποκειμενική αρχή αντικαθίσταται ως βάση πάνω στην οποία οργανώνεται η δομή από τη λειτουργική αρχή. Καθορίζεται ένας αριθμός από διαφορετικά επίπεδα, ανάλογα με τις λειτουργίες τις οποίες εξυπηρετούν σε σχέση με το σύνολο. Η ταυτότητα των λειτουργιών και επιπέδων και των σχέσεων ανάμεσά τους, ποικίλει ανάλογα με τη συγκεκριμένη θεωρία που εμπλέκεται. Όμως η βασική αρχή είναι αμετάβλητη. Η διαφοροποίηση των λειτουργιών σημαίνει ότι κάθε επίπεδο πρέπει να έχει τον δικό του συγκεκριμένο χαρακτήρα και τη δική του αυτονομία σε σχέση με τα άλλα επίπεδα. Οι διαφορετικές λειτουργίες ταξινομούνται ιεραρχικά, με τις τεχνικές προϋποθέσεις της υλικής παραγωγής να είναι συνήθως πρωταρχικές, εξαιτίας της υποτιθέμενης πρωταρχικότητας της φυσικής αναπαραγωγής18. Η ιεραρχία παίρνει τη μορφή των ορίων που επιβάλλει ένα επίπεδο στη διαφοροποίηση των άλλων επιπέδων (Political Power and Social Classes, σ. 95).

Έτσι, πολύ διαφορετικά κανονιστικά συστήματα, ή ιδεολογικά και πολιτικά συστήματα, μπορούν να είναι συμβατά με τις προϋποθέσεις της φυσικής αναπαραγωγής μιας κοινωνίας ή ενός κοινωνικού μορφώματος σε ένα συγκεκριμένο τεχνικό επίπεδο. Μέσα σ’ αυτά τα όρια διαφοροποίησης, τα διαφορετικά επίπεδα δομούνται τα ίδια υπό την κυριαρχία των διαφορετικών τους λειτουργιών στο σύνολο, και όχι υπό την κυριαρχία άλλων επιπέδων. Κατά συνέπεια, καθορίζονται ως επίπεδα ενός πολύπλοκου συνόλου, και όχι ως εκφράσεις άλλων επιπέδων19. Για τον Αλτουσέρ, τα διαφορετικά επίπεδα ορίζονται ως συγκεκριμένα είδη πρακτικών, με τα βασικά επίπεδα να είναι το οικονομικό, το πολιτικό και το ιδεολογικό.

Το οικονομικό επίπεδο είναι αυτό της υλικής παραγωγής που εγγυάται τη φυσική επιβίωση του συνόλου. Το πολιτικό επίπεδο αναθέτει συγκεκριμένους δράστες σε μέσα παραγωγής, ως ιδιοκτήτες τους ή μη ιδιοκτήτες τους (με τους δεύτερους να είναι υπολειμματικά ιδιοκτήτες εργατικής δύναμης), κι έτσι ως παραλήπτες των ανάλογων εισοδημάτων. Το ιδεολογικό επίπεδο συγκροτεί αυτά τα ατομικά «στηρίγματα» των σχέσεων κατανομής ως κοινωνικά υποκείμενα τα οποία είναι σε θέση να εκπληρώσουν τους ρόλους τους στην κοινωνία. Έτσι, το οικονομικό επίπεδο είναι το τεχνικό επίπεδο της υλικής παραγωγής, ενώ τα πολιτικά και ιδεολογικά επίπεδα είναι η κοινωνική σφαίρα που θεμελιώνει τις κοινωνικές συνθήκες της υλικής αναπαραγωγής.

Σύμφωνα συνεπώς με αυτή την ανάλυση, η αυτονομία του πολιτικού και του ιδεολογικού σε συνάρτηση με τις σχέσεις παραγωγής είναι η υποτιθέμενη αυτονομία των σχέσεων διανομής σε συνάρτηση με τις σχέσεις παραγωγής, η οποία και εξαρτάται από την αστική σύλληψη της παραγωγής. Η συνέπεια είναι η αντίληψη των κοινωνικών σχέσεων ως κάτι που συγκροτείται όχι μέσα στην παραγωγή, αλλά «πολιτικά και ιδεολογικά», ή «κανονιστικά», πράγμα που με τη σειρά του υποθάλπει μια ρεφορμιστική πολιτική. Αναπαράγονται οι βασικές αντιλήψεις για την κοινωνία που μοιράζονται ο δογματισμός, ο νεογκραμσιανός μαρξισμός και η κοινωνιολογία της διάδρασης. Η σύλληψη της κοινωνίας βάσει «επιπέδων» που είναι χαρακτηριστική της τελευταίας, αντικαθίσταται από μια «δομική» σύλληψη, αλλά η δομή παραμένει το «ήδη δοσμένο, πολύπλοκο, επικαθορισμένο σύνολο, το οποίο δομείται κυριαρχικά και καθορίζεται, σε τελευταία ανάλυση, από το οικονομικό» που χαρακτηρίζει τη δομική-λειτουργιστική κοινωνιολογία.

Η μαρξιστική σύλληψη της παραγωγής οδηγεί σε μια αρκετά διαφορετική ιδέα της δομής του όλου από αυτή που προσφέρει ο αλτουσεριανισμός. Για τον Μαρξ, οι σχέσεις παραγωγής είναι εγγενώς κοινωνικές, είναι σχέσεις που «αναδύονται φυσικά… αναπτύσσονται ιστορικά» (Marx, 1973, σ. 485). Οι σχέσεις παραγωγής δεν είναι απλώς σχέσεις της άμεσης παραγωγικής διαδικασίας, αλλά σχέσεις που συγκροτούνται από τη διαδικασία απόδοσης αξίας, σχέσεις μιας ολικής διαδικασίας κοινωνικής παραγωγής, της οποίας η ανάπτυξη διέπεται από τον νόμο της αξίας. Οι σχέσεις παραγωγής δεν είναι διακριτές από την κοινωνία·μάλλον, «οι σχέσεις παραγωγής στην ολότητά τους συνιστούν αυτό που ονομάζουμε κοινωνικές σχέσεις, κοινωνία, και ειδικά μια κοινωνία σε ένα συγκεκριμένο στάδιο ιστορικής ανάπτυξης» (Marx, 1962α, σ. 90).

Το να πάρουμε τις σχέσεις παραγωγής ως σημείο εκκίνησης της ανάλυσης λοιπόν, δεν σημαίνει να εισάγουμε κάποιον αναγωγισμό, γιατί οι σχέσεις παραγωγής είναι ήδη κοινωνικές. Έτσι, ο καθορισμός των κοινωνικών σχέσεων ως σχέσεων παραγωγής δεν είναι ένας αφηρημένος καθορισμός σε τελική ανάλυση του κοινωνικού από τις λειτουργικές προϋποθέσεις της υλικής παραγωγής. Είναι μάλλον η συγκεκριμένη και καθορισμένη ιστορική διαδικασία δια της οποίας όλες οι κοινωνικές σχέσεις υπάγονται κάτω από την κυρίαρχη σχέση παραγωγής και έτσι καθορίζονται ως ανεπτυγμένες μορφές αυτής της σχέσης.

Η βάση της διαδικασίας αυτής είναι η αντιφατική θεμελίωση της ίδιας της παραγωγής ως παραγωγής αξιών χρήσης και παραγωγής κοινωνικών σχέσεων. Στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής οι κοινωνικές σχέσεις μέσα στις οποίες παράγονται, διανέμονται, κυκλοφορούν και καταναλώνονται τα προϊόντα καθυποτάσσονται στην παραγωγή της αξίας, ως στάδια της διαδικασίας της αυτο-επέκτασης (της αξιοδότησης, Verwertung) του κεφαλαίου. Δεν αντιπαρατίθενται στην παραγωγή ως το κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο λαμβάνει χώρα η παραγωγή αξιών χρήσης. Είναι μάλλον στάδια της συνολικής διαδικασίας της κοινωνικής παραγωγής, η οποία είναι η διαδικασία αξιοδότησης, μια παραγωγή που εκτυλίσσεται μέσα στην κοινωνία και ταυτόχρονα είναι κοινωνική σε χαρακτήρα. Και αντίστοιχα, το οικονομικό με τη στενή του έννοια, το πολιτικό, και το ιδεολογικό, δεν ορίζονται αυθαίρετα ως το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα καθοριστούν κατόπιν οι σχέσεις παραγωγής ως πολιτικά και ιδεολογικά συγκροτημένες και αναπαραγόμενες σχέσεις μέσα στις οποίες λαμβάνει χώρα η υλική παραγωγή. Μάλλον, το οικονομικό, το πολιτικό και το ιδεολογικό είναι μορφές που παίρνουν οι σχέσεις παραγωγής.

Οι πολιτικές και ιδεολογικές σχέσεις είναι στον ίδιο βαθμό σχέσεις παραγωγής όσο είναι και αυστηρά οικονομικές σχέσεις, διότι είναι συγκεκριμένες μορφές των κοινωνικών σχέσεων μέσα στις οποίες λαμβάνει χώρα η παραγωγή. Η μαρξιστική θεωρία της ιδεολογίας και η μαρξιστική θεωρία του κράτους πρέπει να δείχνουν πώς και σε ποιο βαθμό οι πολιτικές και ιδεολογικές σχέσεις είναι μορφές των σχέσεων παραγωγής ως σταδίων της συνολικής διαδικασίας της κοινωνικής παραγωγής που υπάγονται ιεραρχικά στη σχέση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, όπως αυτή συγκροτείται στην άμεση διαδικασία της παραγωγής. Σ’ αυτό, πρέπει να ακολουθούν τη μέθοδο που ο Μαρξ ανέπτυξε στο Κεφάλαιο για τις δευτερογενείς οικονομικές σχέσεις της διανομής, της κυκλοφορίας και της κατανάλωσης. Αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί με τυπική επαγωγή από μια απλή αφαίρεση, όπως είναι η «κοινωνία» στη γλώσσα του λειτουργισμού, αλλά, όπως κάνει ο Μαρξ στο Κεφάλαιο, [θα επιτευχθεί] με την ανάδειξη της απτής ιστορικής διαδικασίας δια της οποίας οι σχέσεις αυτές υπάγονται στην καπιταλιστική σχέση20. Μόνο μια τέτοια ιστορικο-υλιστική ανάλυση μπορεί να θεμελιώσει με τρόπο απτό τόσο την κυριαρχία της κεφαλαιοκρατικής σχέσης πάνω σε όλες τις κοινωνικές σχέσεις όσο και τα όρια αυτής της κυριαρχίας.

Για τους διανοούμενους στις αστικές κοινωνικές επιστήμες, ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της θεωρίας του Μαρξ είναι δύσκολο να γίνει κατανοητός. Η διαλεκτική μέθοδος του ιστορικού υλισμού μοιάζει ακόμα και αφηρημένη και αποκρυφιστική για αυτούς για τους οποίους οι έννοιες των αστικών κοινωνικών επιστημών («κοινωνία», «νόρμες», «ισορροπία», «νομιμότητα», κ.λπ.) είναι τόσο οικείες που η πραγματικότητά τους φαίνεται σχεδόν απτή21. Όταν αυτό που έχεις να αντιμετωπίσεις είναι η θεωρία του Μαρξ, που δεν είναι «παρά ο υλικός κόσμος όπως αντανακλάται στον ανθρώπινο νου, και μεταφράζεται σε μορφές σκέψης», λείπουν τα οικεία σημεία αναφοράς. Και με δεδομένη την απουσία του μυθικού κόσμου τον οποίο ο αστικός κοινωνικός επιστήμονας συγχέει με την πραγματικότητα, ο κόσμος τον οποίο περιγράφει ο Μαρξ φαίνεται να είναι ένα αφηρημένο κατασκεύασμα της θεωρίας. Αυτό συμβαίνει ακόμα περισσότερο εξαιτίας της επιτυχίας του Μαρξ να «αφομοιώσει το υλικό του με λεπτομέρεια, να αναλύσει τις διαφορετικές μορφές ανάπτυξής του, να ιχνηλατήσει τις εσωτερικές τους διασυνδέσεις».

Το αποτέλεσμα είναι πως η πολύ απτή υλιστική διαλεκτική συγχέεται με κάποιο αφηρημένο μεταφυσικό εργαλείο. Όπως μας προειδοποιούσε ο Μαρξ, «αν η ζωή του θέματος που πραγματευόμαστε αντανακλάται ιδανικά όπως σ’ έναν καθρέφτη, τότε μπορεί να φαίνεται σαν να είχαμε μπροστά μας μια απλά a priori κατασκευή» (Marx, 1962b, σ. 456). Μ’ αυτή την έννοια θα πρέπει να ερμηνευτούν οι πιο πάνω παρατηρήσεις μου. Όσο αφηρημένες κι αν φαίνονται, αναφέρονται σε απτές, συγκεκριμένες, καθορισμένες ιστορικές σχέσεις και όχι σε αφηρημένες, «υποθεσιακές» [speculative] διασυνδέσεις.

V. Η θεωρία της κοινωνικής δομής στον Πουλαντζά

Μπορούμε τώρα να επιστρέψουμε στον Πουλαντζά. Η πρωτοτυπία του έργου του έγκειται στην απόπειρά του να υπερβεί την ολοκληρωματική [integrationist] οπτική της λειτουργιστικής κοινωνιολογίας. Αυτό το πράττει προσπαθώντας να επικολλήσει τη μαρξιστική πρόταση πως η πάλη των τάξεων είναι ο κινητήρας της ιστορίας, στην αλτουσεριανή, δομική-λειτουργιστική αντίληψη της κοινωνίας. Η θεωρία της κοινωνικής τάξης παρεμβάλλεται μεταξύ δομής και κράτους, έτσι ώστε το κράτος να υπόκειται σε έναν διπλό επικαθορισμό. Πρώτον, καθορίζεται άμεσα από τη δομή ως συγκεκριμένο λειτουργικό επίπεδο της δομής αυτής. Δεύτερον, η πρακτική του λειτουργία, μέσα σε όρια τα οποία καθορίζονται από τη θέση του στη δομή, υπόκειται στις συνθήκες της ταξικής πάλης, οι οποίες, με τη σειρά τους, καθορίζονται, τουλάχιστον εν μέρει, από τη δομή.

Το σημείο εστιασμού της απόπειρας του Πουλαντζά να ενσωματώσει μια θεωρία για την τάξη μέσα στα πλαίσια του αλτουσεριανισμού είναι η θεωρία του κράτους. Το σημείο αυτό εστιασμού καθυπαγορεύεται το ίδιο από τη δομική θεωρία, η οποία καθορίζει τη λειτουργία του κράτους. Η δομική αυτή θεωρία περιγράφει τις λειτουργίες των επιπέδων της δομής και τον χαρακτήρα των σχέσεων μεταξύ τους. Το πολιτικό ορίζεται από τον Πουλαντζά ως το «νομικο-πολιτικό εποικοδόμημα του κράτους» (Political Power and Social Classes, σ. 37), αλλά δεν πρέπει να ταυτίζεται με το κράτος ως θεσμό, αλλά μάλλον με τη λειτουργία που αποδίδεται στο κράτος από τη δομή22. Η λειτουργία του κράτους ορίζεται από τον ρόλο του ως «παράγοντα συνοχής ανάμεσα στα επίπεδα του κοινωνικού μορφώματος… και ως ρυθμιστικού παράγοντα για την οικουμενική ισορροπία του ως συστήματος» (ό.π., σ. 44-45)23.

Αυτή η λειτουργία έχει διάφορες «τροπικότητες», ανάλογα με τα επίπεδα στα οποία ασκείται (οικονομικές, ιδεολογικές και «αυστηρά πολιτικές»), οι οποίες υπάγονται ιεραρχικά στη συνολική προϋπόθεση της συντήρησης της ενότητας του κοινωνικού μορφώματος, κι έτσι «επικαθορίζονται» από την «αυστηρά πολιτική» λειτουργία. Στα πλαίσια όμως αυτού του επικαθορισμού από την πολιτική λειτουργία μπορεί να είναι κυρίαρχοι άλλοι παράγοντες, με την κυριαρχία αυτή να εκφράζει με αντεστραμμένη μορφή την κυριαρχία των επιπέδων μέσα στο κοινωνικό μόρφωμα (ό.π., σ. 50-56)24.

Ο συγκεκριμένος χαρακτήρας των λειτουργιών του κράτους καθορίζει το γεγονός ότι αυτό έχει μια συγκεκριμένη αυτονομία σε σχέση με τα άλλα επίπεδα του τρόπου παραγωγής: οι λειτουργίες του είναι συγκεκριμένα πολιτικές λειτουργίες, όλες τους υποτάσσονται στην ανάγκη διατήρησης της ενότητας του συνόλου. Αυτή η συγκεκριμένη αυτονομία του πολιτικού είναι χαρακτηριστική του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής25. Ο Πουλαντζάς ισχυρίζεται ότι δεν έχει καμία σχέση με την κυριαρχία ή τη μη κυριαρχία του πολιτικού σε συνάρτηση με τα άλλα επίπεδα του κοινωνικού μορφώματος, ούτε με την παρέμβαση ή μη παρέμβαση του κράτους σε άλλα επίπεδα. «Αυτή η συγκεκριμένη αυτονομία του πολιτικού και του οικονομικού… σχετίζεται τελικά με τον διαχωρισμό του άμεσου παραγωγού από τα μέσα παραγωγής του… μέσα στον συνδυασμό ο οποίος διέπει και κατανέμει τις συγκεκριμένες θέσεις του οικονομικού και του πολιτικού, και ο οποίος καθορίζει τα όρια της παρέμβασης της μίας τοπικής δομής σε μια άλλη» (ό.π., σ. 127).

Στην πραγματικότητα, ο Πουλαντζάς δεν εξηγεί πώς ο συγκεκριμένος συνδυασμός σχέσεων «ιδιοκτησίας» και «πραγματικής ιδιοποίησης» στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής μπορεί να καθορίζει τη συγκεκριμένη αυτονομία του πολιτικού. Το επιχείρημα που υποφώσκει εδώ βασίζεται στην αστική σύλληψη της παραγωγής και της κατανομής. Στην ορολογία του Μπαλιμπάρ, οι σχέσεις της «ιδιοκτησίας» και της «πραγματικής ιδιοποίησης» είναι «ομόλογες» μέσα στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι οι κοινωνικές σχέσεις της διανομής αντιστοιχούν στις «φυσικές» σχέσεις της παραγωγής26. Συνεπώς, το πολιτικό επίπεδο δεν παρεμβαίνει στη διανομή, η οποία εκπορεύεται απευθείας από τη φυσική ανάθεση εισοδημάτων στους «παράγοντες της παραγωγής». Η αιωνιοποίηση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στη θεωρία αυτή, εξυπακούει πως η οικονομική κυριαρχία της καπιταλιστικής τάξης εγγράφεται στην ίδια την τεχνική δομή της παραγωγής,·έτσι αυτή η κυριαρχία δεν υφίσταται στο επίπεδο του κράτους. Το κράτος, κατά συνέπεια, μπορεί να παρουσιάζεται ως κράτος του συνόλου, ως ενότητα των ατόμων που το ίδιο έχει συγκροτήσει ως υποκείμενα του δικαίου.

Το ότι αυτή είναι όντως η άποψη του Πουλαντζά διαφαίνεται ξεκάθαρα από την ανάλυσή του για τις λειτουργίες του κράτους στο οικονομικό επίπεδο. Από τη μία, το κράτος παρεμβαίνει στη διαδικασία της υλικής παραγωγής ως «οργανωτής της παραγωγικής διαδικασίας», ώστε να αυξήσει την παραγωγικότητα της εργασίας. Από την άλλη, το κράτος παρίσταται στο οικονομικό επίπεδο μέσω του δικαιϊκού συστήματος, «δηλαδή, του συνόλου κανόνων οι οποίοι οργανώνουν την καπιταλιστική ανταλλαγή και παρέχουν το πραγματικό πλαίσιο συνοχής μέσα στο οποίο μπορούν να λάβουν χώρα οι εμπορικές ανταλλαγές» (ό.π., σ. 53). Έτσι, το κράτος παρεμβαίνει τεχνικά στην υλική διαδικασία της παραγωγής και θεμελιώνει το κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο λαμβάνει χώρα η παραγωγή καθιστώντας τους παραγωγούς (οι οποίοι εισέρχονται σε εργασιακά συμβόλαια και είναι κάτοχοι μέσων παραγωγής ως άτομα) συγκεκριμένους αποδέκτες εισοδημάτων (ό.π., σ. 128). Το κράτος δεν παρεμβαίνει στην παραγωγή άμεσα, ως ταξικό κράτος, για να εξασφαλίσει τη θέση της κυρίαρχης τάξης.

Είναι αλήθεια ότι για μια μαρξιστική ανάλυση, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως, η κυριαρχία της καπιταλιστικής τάξης δεν απαιτεί την παρέμβαση του κράτους στην άμεση διαδικασία παραγωγής. Αυτό δεν συμβαίνει, όπως έμμεσα ισχυρίζεται ο Πουλαντζάς και άμεσα ο Μπαλιμπάρ, επειδή η κυριαρχία της καπιταλιστικής τάξης είναι ήδη εγγενής στην τεχνική δομή της παραγωγής. Οφείλεται μάλλον στο ότι ο μαρξισμός αντιλαμβάνεται την παραγωγή τόσο με όρους κοινωνικούς όσο και με όρους φυσικούς. Η κυριαρχία του κεφαλαίου είναι παράγωγο της διαδικασίας αξιοδότησης, η οποία λαμβάνει χώρα στη βάση ενός συγκεκριμένου επιπέδου της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Έτσι, στο Κεφάλαιο, ο Μαρξ δείχνει ακριβώς ότι ως αποτέλεσμα της διαδικασίας αξιοδότησης, όχι μόνο η παραγωγή, αλλά και η κυκλοφορία, η διανομή και ακόμα και η κατανάλωση υπόκεινται στην κυριαρχία των σχέσεων άμεσης παραγωγής.

Με άλλα λόγια, δεν είναι το κράτος «που οργανώνει την καπιταλιστική ανταλλαγή και προσφέρει το πραγματικό πλαίσιο συνοχής μέσα στο οποίο μπορούν να λάβουν χώρα οι εμπορικές ανταλλαγές», αλλά το ίδιο το κεφάλαιο. Κατά συνέπεια, για τον μαρξισμό, η «σχετική αυτονομία» του καπιταλιστικού κράτους δεν βασίζεται σε κάποια υποτιθέμενη «αναλογία» ή «παραλληλία» μεταξύ των σχέσεων παραγωγής και διανομής, διότι αυτή η «παραλληλία» είναι η ίδια παράγωγο των σχέσεων παραγωγής. Θα πρέπει, αντ’ αυτού, να βασιστεί στον διαχωρισμό της οικονομικής και της πολιτικής κυριαρχίας, ο οποίος με τη σειρά του δεν είναι εγγενής στην έννοια του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, ούτε μπορεί να προκύψει επαγωγικά από αυτή την έννοια, αλλά είναι εγγενής στην ιστορική ανάπτυξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (Pashukanis, 1951, τμ. V).

Το ιδεολογικό επίπεδο, όπως και το πολιτικό, υποτίθεται πως έχει τη δική του συγκεκριμένη αυτονομία. Η λειτουργία της ιδεολογίας είναι να τοποθετήσει τα άτομα «στις πρακτικές τους δραστηριότητες που υποστηρίζουν αυτή τη δομή»˙ έχει «την ακριβή λειτουργία της απόκρυψης των πραγματικών αντιφάσεων και της αποκατάστασης, σε ένα φαντασιακό επίπεδο, ενός σχετικά συνεκτικού λόγου ο οποίος λειτουργεί ως ορίζοντας της εμπειρίας των δραστών… Η ιδεολογία… έχει την ιδιαίτερη λειτουργία της εξασφάλισης συνοχής» (Political Power and Social Classes, σ. 207). Η λειτουργία αυτή καθορίζει τη δομή της ιδεολογίας, εφόσον η ιδεολογία «προσφέρει μια φαντασιακή συνοχή στην ενότητα που διέπει τις πραγματικές αντιφάσεις του συνόλου αυτού του μορφώματος. Η δομή του ιδεολογικού εξαρτάται από το γεγονός ότι αντανακλά την ενότητα ενός κοινωνικού μορφώματος» (ό.π., σ. 208)27. Ο Πουλαντζάς αδυνατεί να θεμελιώσει τη συγκεκριμένη αυτονομία του επιπέδου της ιδεολογίας σε σχέση με το πολιτικό. Πρώτον, η λειτουργία του ιδεολογικού επιπέδου είναι απλώς συγκεκριμενοποίηση του πολιτικού επιπέδου. Δεύτερον, επειδή τα επίπεδα αποκτούν λειτουργιστική και όχι θεσμική διάσταση, όλοι οι θεσμοί οι οποίοι ενσαρκώνουν την ιδεολογική κυριαρχία αφομοιώνονται με τον τρόπο αυτό στο κράτος, ακόμα κι αν δεν έχουν θεσμική σύνδεση με το κράτος, ως «ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους»28.

Η αντίληψη του Πουλαντζά για την κοινωνική δομή είναι στην ουσία αδύνατο να διαφοροποιηθεί από αυτή του δομικού λειτουργισμού. Ο ορισμός της δομής, η συγκεκριμενοποίηση των επιπέδων της και των λειτουργιών τους, δεν απαιτεί καμία αναφορά σε μαρξιστικές έννοιες οποιουδήποτε είδους. Το ότι η θεωρία ισχυρίζεται ότι είναι μαρξιστική εξαρτάται εντελώς από τους ισχυρισμούς της θεωρίας για τις κοινωνικές τάξεις, η οποία [θεωρία] ιχνηλατείται πάνω στη θεωρία της κοινωνικής δομής. Το κράτος, για παράδειγμα, είναι ένας συγκεκριμένος θεσμός που έχει συγκεκριμένες λειτουργίες να επιτελέσει σε σχέση με το σύνολο. Το κράτος δεν ορίζεται σε σχέση είτε με το «οικονομικό» επίπεδο είτε με την κυρίαρχη τάξη. Παρ’ όλα αυτά, το κράτος συνεχίζει να είναι ταξικό επειδή το κοινωνικό μόρφωμα του οποίου την ενότητα εγγυάται, είναι κοινωνικό μόρφωμα στο οποίο μια συγκεκριμένη τάξη είναι κυρίαρχη (ό.π., σ. 51, 54, 115). Εγγυώμενο την ενότητα της κοινωνίας, λοιπόν, το κράτος εγγυάται ταυτόχρονα και την κυριαρχία της κυρίαρχης τάξης.

Παρόμοια, η κυρίαρχη ιδεολογία δεν είναι η ιδεολογία της κυρίαρχης τάξης, αλλά η ιδεολογία ενός κοινωνικού συνόλου στο οποίο μια συγκεκριμένη τάξη είναι κυρίαρχη. «Η κυρίαρχη ιδεολογία, εξασφαλίζοντας την πρακτική διείσδυση δραστών στην κοινωνική δομή, στοχεύει στη συντήρηση (στην συνοχή) αυτής της δομής, και αυτό σημαίνει πάνω από όλα ταξική κυριαρχία και εκμετάλλευση» (ό.π., σ. 209). Δεν ευθύνεται θεωρητικά ο δομικός λειτουργισμός˙ απλά έχει αποτύχει να επισημάνει το γεγονός ότι η δομή της οποίας τη λειτουργία θεωρητικοποιεί, χαρακτηρίζεται από εκμετάλλευση και κυριαρχία. Για να καταλήξει αυτό το επιχείρημα σε κάτι άλλο από μια μορφή κοινωνικής διαμαρτυρίας, η θεωρία της ταξικής εκμετάλλευσης και της κυριαρχίας θα πρέπει να τεθούν σε επιστημονικές βάσεις.

VI. Η θεωρία της κοινωνικής τάξης στον Πουλαντζά

Ο Πουλαντζάς βασίζει τη θεωρία της κοινωνικής τάξης στη διάκριση μεταξύ του επιπέδου των δομών και του επιπέδου των πρακτικών. Οι σχέσεις μέσα στη δομή δεν είναι κοινωνικές σχέσεις, κι έτσι δεν είναι σχέσεις κυριαρχίας και εκμετάλλευσης (ό.π., σ. 62-66)29. Είναι, από τη μία, τεχνικές σχέσεις υλικής παραγωγής και, απ’ την άλλη, διαφορικές σχέσεις ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής. Η διάκριση ανάμεσα σε «σχέσεις παραγωγής» και «κοινωνικές σχέσεις παραγωγής», ανάμεσα σε «δομή» και «πρακτική», αναπαράγει αυστηρά τη διάκριση ανάμεσα στις τεχνικές σχέσεις παραγωγής και τις κοινωνικές σχέσεις διανομής.

Στη θεωρία του Πουλαντζά, οι κοινωνικές τάξεις δεν συγκροτούνται από τις σχέσεις παραγωγής με τη μαρξιστική έννοια του όρου, αλλά αποτελούν μάλλον διανεμητικές τάξεις, οι οποίες ορίζονται σε σχέση με τις τεχνικές λειτουργίες που επιτελούν τα μέλη τους στην παραγωγή, καθώς και από πολιτικούς και ιδεολογικούς –«κοινωνικούς»– παράγοντες. Η θεωρία της κοινωνικής τάξης βασίζεται συνεπώς στην ίδια αντίληψη περί παραγωγής στην οποία βασίζεται και η θεωρία της δομής. Αυτή η υπαγωγή της θεωρίας της κοινωνικής τάξης στη θεωρία της δομής καθυπαγορεύει ότι οι κοινωνικές τάξεις γίνονται αντιληπτές με διανεμητικούς όρους. Όπως είδαμε, η δομή δεν είναι η δομή των κοινωνικών σχέσεων, μιας και το οικονομικό επίπεδο ορίζεται με καθαρά τεχνικούς όρους. Συνεπώς, το αναπόφευκτο αποτέλεσμα του ορισμού των κοινωνικών τάξεων ως «αποτέλεσμα ενός συνόλου δομών και των σχέσεων μεταξύ τους» (ό.π., σ. 63), είναι η αντίληψη των τάξεων ως διανεμητικές κατηγορίες, οι οποίες σχετίζονται με την παραγωγή εξωτερικά, μέσα από την ανάθεση σε τεχνικές λειτουργίες.

Οι «κοινωνικές σχέσεις παραγωγής» είναι σχέσεις ανάμεσα σε κοινωνικές ομάδες οι οποίες συγκροτούνται από την κατανομή του προϊόντος. Αυτές οι απτές ομάδες δεν ορίζονται απλώς από το μέγεθος των εισοδημάτων τους, αλλά, πιο θεμελιακά, από την πηγή αυτών των εισοδημάτων. Η «πηγή» η ίδια γίνεται αντιληπτή με καθαρά τεχνικούς όρους, ως σχέση με την τεχνική λειτουργία στην παραγωγή (Classes in Contemporary Capitalism, σ. 18)30. Παρ’ όλα αυτά, για τον Πουλαντζά, η κατανομή του κοινωνικού προϊόντος δεν καθορίζεται απλώς από τη σχέση με την τεχνική λειτουργία στην παραγωγή, αλλά από τον «τεχνικό καταμερισμό της εργασίας». Επιπρόσθετα, με τον καθορισμό από την τεχνική δομή της παραγωγής, οι ιδεολογικοί και οι πολιτικοί παράγοντες που συγκροτούν τον «κοινωνικό καταμερισμό εργασίας» είναι σημαντικοί για τον ορισμό των ταξικών σχέσεων ακόμα και στο οικονομικό επίπεδο της διανομής. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα σαφές στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες, στις οποίες το πολιτικό επίπεδο υποτίθεται πως είναι κυρίαρχο στη δομή, και έτσι και στον ορισμό των διανεμητικών ομάδων στο οικονομικό επίπεδο (Political Power and Social Classes, σ. 70). Παρ’ όλα αυτά, ισχύει επίσης, και στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής ότι οι κοινωνικές τάξεις δεν μπορούν να οριστούν με καθαρά «οικονομικούς» όρους (ό.π., σ. 62-64).

Αυτή δεν είναι μαρξιστική θεωρία της κοινωνικής τάξης, αλλά η θεωρία της κοινωνικής τάξης της κλασικής πολιτικής οικονομίας, όπως την τροποποίησε και την ανέπτυξε η σύγχρονη αστική κοινωνιολογία. Οι τάξεις που προκύπτουν από τη διανομή είναι ακριβώς οι «ομάδες συμφερόντων» που έχουν τόσο καθοριστική θέση στην αστική κοινωνιολογία. Τα συμφέροντα αυτών των ομάδων ορίζονται μέσα στα όρια της δοσμένης (αιώνιας) δομής. Επειδή η παραγωγή γίνεται αντιληπτή με καθαρά υλικούς όρους, θεωρείται στατική σε μέγεθος, έτσι ώστε τα διανεμητικά «μερίδια» των διαφορετικών ομάδων να είναι μερίδια ενός στατικού προϊόντος. Τα συμφέροντα των ομάδων αυτών συγκρούονται αναπόφευκτα διότι η υλική ανέλιξη της μιας ομάδας μπορεί να έλθει μόνο σε βάρος της άλλης.

Για να ικανοποιήσουν τα συλλογικά τους οικονομικά συμφέροντα, αυτές οι ομάδες πρέπει να υφίστανται στα πολιτικά και ιδεολογικά επίπεδα, αφού η πολιτική και ιδεολογική σύγκρουση τούς παρέχει τα μέσα για να προωθήσουν ή να υπερασπιστούν τα συμφέροντά τους. Οι ομάδες συμφερόντων μπορούν να έχουν επιπτώσεις στο πολιτικό επίπεδο ακόμα κι αν δεν είναι πολιτικά οργανωμένες, κι έτσι οι τάξεις μπορούν να υπάρχουν ακόμα κι όταν δεν είναι πολιτικά οργανωμένες. Από την άλλη, όπως ακριβώς υπάρχουν ομάδες συμφερόντων που δεν επιτυγχάνουν το πολιτικό στάτους των ομάδων πίεσης, έτσι υπάρχουν και ομάδες πίεσης που δεν συγκροτούνται στη βάση διανεμητικών συμφερόντων (ό.π., σ. 77-85). Στη σχέση ανάμεσα στα διαφορετικά επίπεδα σύγκρουσης, το πολιτικό είναι κυρίαρχο εξαιτίας του ρόλου του κράτους στη δομή, της ικανότητας δηλαδή του κράτους να παρέμβει στην οικονομία για το συμφέρον της μιας ή της άλλης ομάδας. Έτσι, για να έχουν ισχύ, για να γίνουν πραγματικές ομάδες πίεσης, οι ομάδες συμφερόντων πρέπει να πετύχουν επαρκές επίπεδο πολιτικής οργάνωσης (ό.π., σ. 107). Στις συγκρουσιακές σχέσεις μεταξύ αυτών των ομάδων συμφερόντων, η ικανότητα κάθε ομάδας να πετύχει τους στόχους της καθορίζεται από την ισχύ της, η οποία με τη σειρά της εξαρτάται από τη θέση της στη δομή (την διαπραγματευτική της ικανότητα) και από το επίπεδο οργάνωσής της (ό.π., σ. 112).

Η πλουραλιστική αυτή θεωρία για την κοινωνική σύγκρουση, ως σύγκρουση ανάμεσα σε ομάδες συμφερόντων που ορίζονται με όρους διανομής και οργανώνονται σε ομάδες πίεσης, και πολιτικά κόμματα τα οποία αναζητούν να πετύχουν τους στόχους τους χρησιμοποιώντας την οργάνωση με στόχο την κρατική εξουσία, είναι η θεωρία που προσφέρει ο Πουλαντζάς ως μαρξιστική θεωρία της κοινωνικής τάξης. Οι συγκεκριμένοι ισχυρισμοί της θεώρησης του Πουλαντζά είναι πρώτον, ότι τα οικονομικά συμφέροντα κυριαρχούν στον καθορισμό της συγκρότησης των ομάδων πίεσης και των πολιτικών κομμάτων και δεύτερον, ότι οι σχέσεις ανάμεσα σ’ αυτές τις ομάδες συμφερόντων είναι με κάποιο τρόπο ασύμμετρες, εφόσον οι σχέσεις ανάμεσα σε κάποιες ομάδες ή σύνολα ομάδων είναι σχέσεις «εκμετάλλευσης» ή «κυριαρχίας», έτσι ώστε η σύγκρουση να μην είναι η συμμετρική αλληλεπίδραση των ομάδων που βρίσκονται σε ανταγωνισμό, αλλά να τείνει να συγχωνευτεί με τη σύγκρουση ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις.

Ο πρώτος ισχυρισμός φαίνεται να αφορά συγκεκριμένα τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, στον οποίο το οικονομικό είναι κυρίαρχο. Στους προκαπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής, όπου υποτίθεται πως απαιτείται η πολιτική παρέμβαση για να εξασφαλιστεί εισόδημα, κυρίαρχο είναι το πολιτικό, έτσι ώστε η συγκρότηση των ομάδων συμφερόντων να καθορίζεται η ίδια πολιτικά31.

Ο Πουλαντζάς δεν επεξηγεί ποτέ τον δεύτερο ισχυρισμό, ότι δηλαδή οι σχέσεις μεταξύ των κοινωνικών ομάδων είναι ασύμμετρες. Η ασυμμετρία αυτή δεν είναι αποτέλεσμα της πολιτικής κυριαρχίας της κυρίαρχης τάξης. Για τον Πουλαντζά, το μονοπώλιο της κυρίαρχης τάξης πάνω στην κρατική εξουσία δεν είναι γενικά χαρακτηριστικό του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Συνεπώς, η «κυριαρχία» δεν αναφέρεται στο μονοπώλιο της κυρίαρχης τάξης πάνω στην κρατική εξουσία, ούτε, στην πραγματικότητα, και στην κυριαρχία στο «πολιτικό σκηνικό» (ό.π., σ. 248-249). Έτσι, η «κυριαρχία» δεν ορίζεται καν στο πολιτικό επίπεδο. Ορίζεται κατά συνέπεια στο επίπεδο της δομής, με την «κυριαρχία» να είναι συνέπεια της δομής στο επίπεδο των κοινωνικών σχέσεων.

Όμως η δομή δεν είναι η ίδια δομή των κοινωνικών σχέσεων, αλλά μάλλον, όπως είδαμε, λειτουργική ενότητα, η οποία συνδυάζει μια τεχνικιστική σύλληψη του οικονομικού με πολιτικά και οικονομικά επίπεδα τα οποία ορίζονται λειτουργικά σε σχέση με το οικονομικό. Η κυριαρχία της άρχουσας τάξης μπορεί λοιπόν να εξηγηθεί μόνο μέσω αναφοράς στα τεχνικά χαρακτηριστικά της ίδιας της διαδικασίας παραγωγής, και ιδιαίτερα μέσω αναφοράς στην εμμέσως τεχνικά απαραίτητη κυριαρχία των μέσων παραγωγής πάνω στη διαδικασία παραγωγής32. Η αναπαραγωγή της δομής, η οποία είναι το όριο της λειτουργίας του κράτους στο σύνολο, είναι λοιπόν επίσης, και απαραίτητα, η αναπαραγωγή της κυριαρχίας της άρχουσας τάξης. Τέλος, αν αυτή η κυριαρχία είναι τεχνολογική αναγκαιότητα που υπαγορεύεται από τις προαπαιτήσεις της παραγωγής, οι ταξικές σχέσεις μπορούν να χαρακτηριστούν εκμεταλλευτικές μόνο μέσα σε όρια που τίθενται από αυτές τις τεχνολογικές προαπαιτήσεις, και στη βάση ενός αέναου και ηθικιστικού κριτηρίου του δικαίου. Έτσι, στο Οι κοινωνικές τάξεις στον σύγχρονο καπιταλισμό, ο Πουλαντζάς ασχολείται με την ταυτοποίηση αυτών των ορίων εντός των οποίων μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει εκμετάλλευση: με τον διαχωρισμό της υποτιθέμενα τεχνικά απαραίτητης κυριαρχίας επί των μέσων παραγωγής ή επί της νοητικής εργασίας από την εκ των υστέρων προστιθέμενη και ιδεολογικά ή πολιτικά οριζόμενη κυριαρχία του κεφαλαίου επί της εργασίας.

Η αστική θεωρία για τις κοινωνικές τάξεις που υιοθετεί ο Πουλαντζάς είναι αρκετά διαφορετική από τη μαρξιστική θεωρία. Για τη δεύτερη, οι κοινωνικές τάξεις δεν είναι ομάδες διανομής, κι έτσι δεν είναι και «ομάδες συμφερόντων». Αυτό συμβαίνει επειδή ο Μαρξ βλέπει τις σχέσεις παραγωγής ως κάτι που είναι το ίδιο κοινωνικό – ως ταξικές σχέσεις. Κάτω από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, η υλική παραγωγή είναι αυστηρά υποταγμένη στην παραγωγή αξίας, και κατά την παραγωγή αξίας ο εργάτης υπόκειται στην κυριαρχία του κεφαλαίου.

Τα εισοδήματα του εργάτη και του καπιταλιστή δεν εκπροσωπούν μερίδια κατανομής σε ένα στατικά καθορισμένο προϊόν. Το εισόδημα του εργάτη περιορίζεται από την αξία της εργατικής δύναμης, ενώ το εισόδημα του καπιταλιστή περιορίζεται από τον βαθμό στον οποίο μπορεί να επιβάλλει μια κάποια παραγωγικότητα σ’ αυτή την εργασία. Η δεύτερη δεν καθορίζεται απλά από τεχνικούς παράγοντες, αλλά επίσης από τον βαθμό στον οποίο ο καπιταλιστής είναι σε θέση να αυξήσει την ένταση της εργασίας και να επιμηκύνει το ωράριο εργασίας. Τα εισοδήματα των καπιταλιστικών και των εργατικών τάξεων δεν έχουν λοιπόν αντίστροφα ανάλογη σχέση, διότι δεν είναι μερίδια σε ένα στατικά καθορισμένο προϊόν. Το προϊόν είναι μάλλον το σύνολο του απαραίτητου και του επιπρόσθετου χρόνου εργασίας που ξοδεύεται. Έτσι, όχι μόνο δεν έχουμε σχέση κυριαρχίας στο επίπεδο της κατανομής, αλλά ούτε καν απαραίτητη σύγκρουση συμφερόντων. Στο πρώιμο έργο του Μισθωτή εργασία και κεφάλαιο, ο Μαρξ ακολουθεί τον Ρικάρντο, βλέποντας τους μισθούς και τα κέρδη ως μεγέθη αντιστρόφως ανάλογα (Marx 1962a, σ. 96).

Στο πιο ύστερο Μισθός, τιμή, κέρδος, ισχυρίζεται πολύ εμφατικά ενάντια στον Πολίτη Weston πως καθόλου δεν ισχύει κάτι τέτοιο, χρησιμοποιώντας εμπειρικά παραδείγματα για να θεμελιώσει το επιχείρημά του πως μια αύξηση στα κέρδη μπορεί κάλλιστα να προκύψει μετά από μια αύξηση μισθών (Marx 1962c, σ. 401-408). Αυτό το προφανές γεγονός καθιστά εφικτή την «διαπραγμάτευση της παραγωγικότητας», η οποία παίζει τόσο σημαντικό ρόλο για την υποστήριξη της συνεργατικής ιδεολογίας που εξυπηρετεί την νομιμοποίηση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.

Η βάση των σχέσεων κυριαρχίας και σύγκρουσης δεν είναι οι διανεμητικές σχέσεις, αλλά, εντελώς ξεκάθαρα, οι σχέσεις παραγωγής. Αυτό δεν σημαίνει πως οι σχέσεις παραγωγής «επικαθορίζονται» από πολιτικές και ιδεολογικές σχέσεις, αλλά ότι αυτές οι σχέσεις είναι οι ίδιες σχέσεις κυριαρχίας ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις. Οι κοινωνικές τάξεις ορίζονται σύμφωνα με τις σχέσεις τους όχι στην άμεση παραγωγική διαδικασία, αλλά στη συνολική διαδικασία της κοινωνικής παραγωγής. Ο ορισμός αυτών των τάξεων και των τμημάτων αυτών των τάξεων δεν αφορά αναφορές στο πολιτικό και το ιδεολογικό, αν και η παρέμβαση των τελευταίων επηρεάζει την ανάπτυξη των σχέσεων ανάμεσα στις τάξεις, και εισάγει διαφοροποιήσεις εντός των κοινωνικών τάξεων.

Οι σχέσεις παραγωγής δεν κυριαρχούν επί όλων των κοινωνικών σχέσεων επειδή ορίζουν τα πιο σημαντικά «συμφέροντα» που εμπλέκονται στην κοινωνική αλληλεπίδραση, ούτε επειδή όλες οι κοινωνικές σχέσεις υποτάσσονται λειτουργικά με κάποιον τρόπο στις ανάγκες της υλικής παραγωγής. Οι σχέσεις παραγωγής είναι κυρίαρχες επειδή οι νόμοι που διέπουν την κίνηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής είναι ριζωμένοι στην παραγωγή, στην αντίφαση ανάμεσα στην παραγωγή της αξίας και την παραγωγή αξιών χρήσης, η οποία καθοδηγείται από την ανάγκη του κεφαλαίου για επέκταση. Οι αντιφατικές προϋποθέσεις της αξιοδότησης του κεφαλαίου οδηγούν το κεφάλαιο πέρα από την άμεση διαδικασία της παραγωγής, έτσι ώστε να τείνει να υπαγάγει άλλες οικονομικές σχέσεις, καθώς και όλες τις άλλες κοινωνικές σχέσεις, στον εαυτό του, με τέτοιον τρόπο ώστε ακόμα και οι κοινωνικές σχέσεις σε πεδία κατά τα φαινόμενα μακρινά από την παραγωγή να τίθενται υπό την κυριαρχία της κεφαλαιοκρατικής σχέσης.

Αυτό συμβαίνει ακόμα περισσότερο στον βαθμό που το κεφάλαιο συναντά εμπόδια στην αυτοεπέκτασή του, με άλλα λόγια, στον βαθμό που η αυτοεπέκταση του κεφαλαίου είναι η ίδια μια διαδικασία αντιφατική και γεμάτη κρίσεις. Οι νόμοι της κίνησης του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής δεν είναι απλώς νόμοι της δομής, είναι οι νόμοι των τάσεων που διέπουν την ανάπτυξη των σχέσεων παραγωγής. Με άλλα λόγια, είναι οι νόμοι της ταξικής πάλης, οι οποίοι τείνουν να καθυποτάσσουν όλες της κοινωνικές σχέσεις στις θεμελιώδεις ταξικές σχέσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Αυτή η καθυποταγή είναι διαδικασία ιστορική και όχι λειτουργική.

Η κοινωνιολογική προσέγγιση στις κοινωνικές τάξεις που βασίζεται σε μια αντίληψη της παραγωγής ως τεχνικής διαδικασίας, αποσυνθέτει τη βάση της μαρξιστικής θεωρίας των κοινωνικών τάξεων. Η διάκριση, σ’ αυτή την προσέγγιση, μεταξύ της υλικής διαδικασίας της παραγωγής και του κοινωνικού πλαισίου εντός του οποίου αυτή λαμβάνει χώρα, καθώς και η συνακόλουθη συμφιλίωση των δύο σε έναν μη αντιφατικό συνδυασμό, καταργούν τόσο τον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής ως παραγωγής κοινωνικών σχέσεων, όσο και την υλική παραγωγή των κοινωνικών σχέσεων που συγκροτούνται από την υλικότητα του εμπορεύματος. Αυτή η κατάργηση του αντιφατικού θεμελίου του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής αποσπά τις ταξικές σχέσεις από τη βάση τους στην παραγωγή και έτσι αποσυνδέει την υλική παραγωγή, ως σφαίρα τεχνικά καθορισμένων «οικονομικών» νόμων, από τις κοινωνικές σχέσεις ως σφαίρα της εξουσίας (Political Power and Social Classes, σ. 102). Οι νόμοι της κίνησης του καπιταλισμού ανατίθενται κατά συνέπεια στις δεύτερες και εκφράζουν απλώς την ανάπτυξη της «ταξικής πάλης», η οποία λαμβάνει χώρα στη βάση μιας δοσμένης και εξωγενούς υλικής βάσης33, αλλά καθορίζεται η ίδια από «κοινωνικά» –πολιτικά και ιδεολογικά– γεγονότα, τα οποία έχουν αποσπαστεί από την καθαρά «οικονομική» βάση. Από τη στιγμή που γίνεται αποδεκτό το αστικό δίπολο ανάμεσα στον «αναγωγισμό» και τον «πλουραλισμό», η απόρριψη του δογματισμού οδηγεί αναγκαστικά στον πλουραλισμό της αστικής κοινωνιολογίας.

VII. Η θεωρία του καπιταλιστικού κράτους στον Πουλαντζά

Η θεωρία των κοινωνικών τάξεων που ο Πουλαντζάς προσπαθεί να αφομοιώσει στη δομική-λειτουργιστική θεωρία της κοινωνίας είναι αρκετά συμβατή με αυτή. Αυτό καθίσταται πολύ προφανές όταν αναλογιστούμε τη σχέση μεταξύ τάξης και δομής στη θεωρία του Πουλαντζά, όπου η ταξική πάλη μοιάζει καταδικασμένη να αναπαράγει τη δομή. Το κλειδί είναι η σχέση της κοινωνικής τάξης με το κράτος.

Στην πραγματικότητα, η ανάλυση της σχέσης μεταξύ κοινωνικής τάξης και κράτους διενεργείται σε δύο επίπεδα. Σε ένα επίπεδο, η λειτουργία του κράτους είναι να εξασφαλίσει την αναπαραγωγή του κοινωνικού μορφώματος. Στον βαθμό που το μόρφωμα αυτό χαρακτηρίζεται από την κυριαρχία μίας τάξης (και ο Πουλαντζάς δεν θεμελιώνει θεωρητικά μια τέτοια κυριαρχία), το κράτος είναι κατά συνέπεια πάντοτε, και με τρόπο ταυτολογικό, ο εκπρόσωπος αυτής της κυρίαρχης τάξης, είτε οι πολιτικοί και ιδεολογικοί εκπρόσωποί της επικρατούν στις πολιτικές ή ιδεολογικές συγκρούσεις είτε όχι, και άσχετα από το αν η τάξη αυτή έχει οποιαδήποτε εκπροσώπηση στο επίπεδο του κράτους. Σε αυτό το επίπεδο ανάλυσης, λοιπόν, το κράτος είναι η «αναμφισβήτητη πολιτική εξουσία των κυρίαρχων τάξεων ή τμημάτων» (ό.π., σ. 274), εφόσον είναι η εξουσία που έχει η δομή να διασφαλίσει την αναπαραγωγή του εαυτού της.

Στο άλλο επίπεδο ανάλυσης, που είναι και αυτό που βρίσκουμε στο μεγαλύτερο τμήμα της έρευνας του Πουλαντζά, η εκπροσώπηση των κοινωνικών τάξεων μέσα από κόμματα ή άλλους θεσμούς στο επίπεδο του κράτους, και η παρουσία τους μέσω «συναφών συνεπειών» στο επίπεδο αυτό, είναι απλώς μια όψη της διαχείρισης εκ μέρους του κράτους της συγκεκριμένης του λειτουργίας στο σύνολο. Σ’ αυτό το επίπεδο ανάλυσης, η εξουσία και τα συμφέροντα των κοινωνικών τάξεων ορίζονται στο πλαίσιο των ορίων που επιβάλλονται από τη δεδομένη δομή. Η έννοια της «συγκυρίας» εκφράζει τα όρια των δυνατοτήτων που είναι διαθέσιμες, στις διάφορες τάξεις που εμπλέκονται σε μια συγκεκριμένη σύγκρουση (ό.π., σ. 42, 46, 76, 93-95, 187)34.

Σε τελική ανάλυση, η πολιτική πρακτική σε μια συγκεκριμένη συγκυρία καθορίζει το πώς θα αναπτυχθεί η δομή μέσα σε όρια τα οποία καθορίζει η ίδια. Θεωρητικά, η συγκυρία μπορεί να σκιαγραφεί τον μετασχηματισμό της δομής ως δυνατότητα που ορίζεται από την ίδια αυτή δομή. Όμως δεν είναι σαφές πώς μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο, αφού η δομή δεν είναι οικοδομημένη σε αντιφατικά θεμέλια, κι έτσι δεν έχει τη δυνατότητα του μετασχηματισμού του εαυτού της εγγεγραμμένη μέσα της. Συνεπώς, η πρακτική υπάγεται αυστηρά στη δομή και είναι αναπόφευκτα καταδικασμένη να τη συντηρεί.

Αυτό ανακύπτει ξεκάθαρα στην ανάλυση του Πουλαντζά για τις ταξικές σχέσεις στη συγκυρία. Αυτές οι σχέσεις είναι σχέσεις εξουσίας, με την εξουσία να είναι μια συνέπεια της δομής στο επίπεδο των ταξικών σχέσεων, και όχι μια ιδιότητα της ίδιας της δομής. Η εξουσία μίας κοινωνικής τάξης ορίζεται ως η ικανότητά της να πραγματοποιήσει τα αντικειμενικά της συμφέροντα, και τα συμφέροντά της ορίζονται ως το όριο του τι μπορεί να επιτευχθεί από την τάξη στην παρούσα κατάσταση. Τέλος, το όριο αυτό ορίζεται το ίδιο από τη δομή (ό.π., σ. 99, 104-112)35.

Σ’ αυτό το επίπεδο ανάλυσης, το κράτος ορίζεται σε συνάρτηση με τη λειτουργία του μέσα στη δομή, και όχι σε συνάρτηση με την κυριαρχία μιας συγκεκριμένης κοινωνικής τάξης. Για να συντηρηθεί αυτή η δομή είναι απαραίτητο το κράτος να παρεμβαίνει στο πεδίο των πολιτικών πρακτικών των κοινωνικών τάξεων. Η λειτουργία του κράτους δεν εκφράζει την ισχύ της κυρίαρχης τάξης σε σχέση με τις άλλες τάξεις, αλλά την «ισχύ» της δομής σε σχέση με όλες τις τάξεις, εφόσον δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να διαιωνίζει την ενότητα της δομής στην οποία έχει λειτουργικά προσαρμοστεί. Συνεπώς, δεν είναι απαραίτητο για την κυρίαρχη τάξη να αποκτήσει η ίδια έλεγχο του κρατικού μηχανισμού (ό.π., σ. 100, 115-116).

Το κράτος δρα πολιτικά παίρνοντας στα χέρια του την αποδιοργάνωση των κυριαρχούμενων τάξεων και την οργάνωση των κυρίαρχων (ό.π., σ. 53, 137, 187). Από την άλλη πλευρά, «οι δικαϊικές και οι ιδεολογικές δομές… οι οποίες θέτουν σε λειτουργία στο επίπεδό τους υποκείμενα της παραγωγής κατανεμημένα σε κοινωνικές τάξεις ως δικαιϊκά-ιδεολογικά υποκείμενα, παράγουν την… συνέπεια, πάνω στην οικονομική ταξική πάλη, της απόκρυψης από αυτά τα συγκεκριμένα υποκείμενα του γεγονότος ότι οι σχέσεις τους είναι ταξικές σχέσεις». Αυτό ο Πουλαντζάς το αποκαλεί «ιδιότητα της απομόνωσης», η οποία είναι η βάση του ανταγωνισμού. Επειδή το κράτος σχετίζεται με τις οικονομικές σχέσεις «με τη μορφή στην οποία εμφανίζονται», το κράτος μπορεί να εμφανίζεται ως η ενότητα η οποία εκπροσωπεί το γενικό συμφέρον μιας ποικιλίας από ατομιστικά, ιδιωτικά συμφέροντα. Ο ίδιος ο τρόπος συμμετοχής που προσφέρει το κράτος είναι λοιπόν ένας τρόπος ταξικής αποδιοργάνωσης (ό.π., σ. 130-137)36.

Από την άλλη πλευρά, οι κυρίαρχες τάξεις είναι ενωμένες, και τα συμφέροντά τους παρουσιάζονται ως το γενικό συμφέρον από μία από τις κυρίαρχες τάξεις ή τα «τμήματα» τα οποία αναλαμβάνουν τον «ηγεμονικό ρόλο» στο «μπλοκ εξουσίας» (ό.π., σ. 137-141). Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο αν το κράτος πάρει στα χέρια του την οργάνωση του μπλοκ εξουσίας. Ο λόγος είναι ότι για να παρουσιαστεί ως εκπρόσωπος του γενικού συμφέροντος, η ηγεμονική τάξη ή τμήμα πρέπει να αναγνωρίσει και να κάνει εκχωρήσεις στα οικονομικά συμφέροντα των κυριαρχούμενων τάξεων, στον βαθμό στον οποίο οι δεύτερες έχουν τη δύναμη να θέσουν σε ισχύ τα συμφέροντα αυτά στην πολιτική ταξική πάλη. Οι καθαρά οικονομικές εκχωρήσεις γίνονται εφικτές κάτω από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής εξαιτίας του διαχωρισμού επιπέδων που χαρακτηρίζει τη δομή του τρόπου αυτού (ό.π., σ 191-194). Για να γίνουν όμως τέτοιες εκχωρήσεις, το κράτος θα πρέπει να αποσυνδέσει τον εαυτό του από τα οικονομικά συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων ώστε να εξασφαλίσει τα πολιτικά τους συμφέροντα, κι έτσι θα πρέπει να εδραιώσει την αυτονομία του σε σχέση με τις κυρίαρχες τάξεις (ό.π., σ. 282). Άρα, για να συντηρηθεί η δομή είναι απαραίτητο το κράτος να εκφράζει όχι τη δύναμη της κυρίαρχης τάξης, αλλά τις σχέσεις ισχύος μεταξύ όλων των τάξεων στη συγκυρία (ό.π., σ. 256-257, 282-288, 299)37.

Στο επίπεδο της ανάλυσης της δομής, των σχέσεων των κοινωνικών τάξεων μέσα στη δομή, και των σχέσεων μεταξύ των κοινωνικών τάξεων και του κράτους μέσα στη δομή αυτή, ο Πουλαντζάς αναπαράγει απλώς τις κοινωνιολογικές διατυπώσεις του δομικού λειτουργισμού. Το κράτος είναι ταξικό μόνο με τη ρητορική έννοια κατά την οποία είναι το κράτος μιας δομής όπου μια τάξη ή τάξεις υποτίθεται πως είναι κυρίαρχες, και έτσι είναι ένα κράτος που αναπαράγει αυτή την κυριαρχία. Στην πρακτική του σχέση με τις κοινωνικές τάξεις σε πάλη, το κράτος δεν εκφράζει την κυριαρχία της άρχουσας τάξης, αλλά τις υφιστάμενες σχέσεις ισχύος ανάμεσα στις τάξεις που εμπλέκονται στην πάλη, κι έτσι είναι ο επιδιαιτητής συγκρουόμενων συμφερόντων. Στο επίπεδο αυτό της ανάλυσης, η «πολιτική κυριαρχία» των κυρίαρχων τάξεων που οργανώνονται στο ηγεμονικό μπλοκ αναφέρεται απλώς στη διαιώνιση της δομής και όχι σε οποιεσδήποτε συγκεκριμένες θεσμοποιημένες πολιτικές σχέσεις μεταξύ των κοινωνικών τάξεων, ή μεταξύ μιας κοινωνικής τάξης και του κράτους. Ο «μαρξισμός» της πολιτικής κοινωνιολογίας του Πουλαντζά ανάγεται στον ισχυρισμό, που μπορεί να είναι μονάχα αυθαίρετα ηθικού χαρακτήρα, ότι η δομή χαρακτηρίζεται από την κυριαρχία μιας τάξης ή ενός συνόλου τάξεων πάνω σε άλλες.

Ο Πουλαντζάς δεν αναπαράγει απλώς τις ουσιαστικές θεωρητικές θέσεις της αστικής κοινωνιολογίας. Αναπαράγει επίσης την αντίληψη που αυτή έχει για τη φύση της θεωρίας και για τη σχέση της με την «εμπειρική» έρευνα. Ο Πουλαντζάς επιμένει έντονα στον διαχωρισμό ανάμεσα στη γενική θεωρία και την ανάλυση συγκεκριμένων καταστάσεων, καθώς και στις περιορισμένες δυνατότητες της πρώτης38. Η διάκριση αυτή βασίζεται στη στείρα αστική αντίληψη της θεωρίας ως ψευδο-επαγωγικού συστήματος γενικών υποθέσεων, πράγμα που χαρακτηρίζει αστικές θεωρίες που αποτελούνται από μια σειρά από μεταφυσικές αφαιρέσεις. Το θεωρητικό πλαίσιο παράγει γενικές προτάσεις, ο οποίες αποδίδουν λειτουργίες σε επίπεδα, θεσμούς κ.ο.κ, αλλά δεν παράγει καμία εξήγηση για τους μηχανισμούς που καθορίζουν ότι αυτές οι λειτουργίες πράγματι εκπληρώνονται. Αυτό μπορεί να αποδειχθεί μόνο στην ανάλυση «συγκεκριμένων» καταστάσεων.

Το σύστημα εξήγησης καθίσταται λοιπόν ταυτολογικό, εφόσον οτιδήποτε συμβαίνει στη συγκεκριμένη κατάσταση μπορεί να συνδεθεί εκ των υστέρων με τις λειτουργικές προαπαιτήσεις του συστήματος. Το σύστημα παραμένει, άρα πρέπει να έχει λειτουργήσει. Κάθε αλλαγή στο σύστημα θα πρέπει να ήταν απαραίτητη, ώστε να διασφαλίσει την παραμονή του συστήματος. Επειδή δεν υπάρχει καμία θεωρία για τη λειτουργία του συστήματος, δεν υπάρχει κανένα σημείο αναφοράς σε συνάρτηση με το οποίο να μπορεί να αξιολογηθεί η λειτουργία του συστήματος. Η θεωρία μας λέει ότι το σύστημα λειτουργεί χωρίς να μας λέει πώς, και η ανάλυση της τωρινής κατάστασης μας δείχνει ότι σύστημα έχει λειτουργήσει. Δεν υπάρχει όμως κανένας τρόπος να συνδέσουμε το ένα με το άλλο. Το αποτέλεσμα είναι ότι η απόσταση ανάμεσα στις θεωρητικές και τις εμπειρικές αναλύσεις τους επιτρέπει να υποστηρίζουν διαρκώς η μία την άλλη, με τη θεωρητική ανάλυση να προσφέρει μια ρητορική με την οποία να μπορεί να επενδυθεί η εμπειρική με το κύρος του όρου «ανάλυση». Κάθε γεγονός γίνεται νίκη για το σύστημα – μια ακόμα απόδειξη του αιώνιου χαρακτήρα των αστικών σχέσεων παραγωγής. Η πάλη της εργατικής τάξης ενάντια στις σχέσεις αυτές παραγωγής απαξιώνεται, μιας και οι κατακτήσεις της γίνονται απλώς δεσμά που δένουν την εργατική τάξη ακόμα στενότερα με το σύστημα, ενώ οι σημαντικές ήττες της αποκτούν αναδρομικά τον χαρακτήρα του αναπόφευκτου. όμως, το ιστορικό γεγονός ότι οι αστικές σχέσεις παραγωγής έχουν διατηρηθεί, δεν πρέπει να συγχέεται με την ιδεολογική πίστη ότι αυτή η διατήρηση είναι απαραίτητη.

VIII. Οι πολιτικές συνεπαγωγές της θεωρίας του Πουλαντζά

Το έργο του Πουλαντζά συνίσταται σε μια προσπάθεια να υπερκεραστεί ο χαρακτήρας του δομικού λειτουργισμού και να δοθεί ένα περιεχόμενο στις ρητορικής φύσης δηλώσεις του αλτουσεριανισμού με την εκ των υστέρων πρόσθεση μιας θεωρίας της κοινωνικής τάξης. Παρ’ όλα αυτά, η θεωρία της τάξης οικοδομείται η ίδια στη βάση της δομικής-λειτουργιστικής αντίληψης της κοινωνίας και εισέρχεται σ’ αυτή. Έτσι, παρά τη μαρξιστική ρητορική, ο Πουλαντζάς αδυνατεί να πάει πέρα από μια δομική-λειτουργιστική θεωρία. Αυτό μπορεί να αναδειχθεί ξεκάθαρα αν κοιτάξουμε τις προσπάθειες του Πουλαντζά να αποφύγει τις πολιτικές συνεπαγωγές μιας ακραία αντιδραστικής θεωρίας με την εισαγωγή της δυνατότητας του επαναστατικού μετασχηματισμού. Αυτός ο τελευταίος πρέπει να εισαχθεί από έξω. Στο Πολιτική εξουσία και κοινωνικές τάξεις εισάγεται ένας νέος τρόπος παραγωγής δια μέσω του κράτους.

Στην λειτουργιστική θεωρία του Πουλαντζά, η πορεία της ταξικής πάλης καθορίζεται από τη λειτουργία του κράτους, που είναι η συντήρηση της ενότητας του όλου. Η πολιτική πρακτική η οποία εκλαμβάνει ως στόχο της το υφιστάμενο κράτος είναι απαραίτητα καταδικασμένη να αναπαράγει την κυριαρχία της άρχουσας τάξης. Η πολιτική πρακτική που μπορεί να μετασχηματίσει τη δομή αντί να τη συντηρεί θα πρέπει να αντικαταστήσει το κράτος που προσιδιάζει στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής με ένα νέο κράτος, το οποίο να είναι κατάλληλο για έναν νέο τρόπο παραγωγής και το οποίο να καθορίζεται από τις λειτουργίες του σε συνάρτηση με τον νέο τρόπο. Η πολιτική πρακτική των κυριαρχούμενων τάξεων πρέπει να κατευθύνεται στη δημιουργία νέων οργάνων πολιτικής εξουσίας αν δεν θέλει να εμπεριέχεται στη δομή. Αυτή είναι η σημασία των αναλύσεων του Λένιν για την δυαδική εξουσία σύμφωνα με τον Πουλαντζά39, αν και στο Πολιτική εξουσία και κοινωνικές τάξεις περιορίζει την ανάλυσή του στη μετάβαση από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό.

Στη μορφή που έχει ως μέρος της ανάλυσης του απολυταρχικού κράτους, αυτή η ανάλυση είναι εξαιρετικά στρεβλή (Political Power and Social Classes, σ. 157-167). Το πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο Πουλαντζάς είναι πως έχει λάβει ως δεδομένη τη λειτουργική ενότητα της κυρίαρχης τάξης, του κυρίαρχου τρόπου παραγωγής και της κυρίαρχης μορφής του κράτους, τα οποία εκφράζονται στην αντίληψή του για τη δομή ως μη αντιφατική έννοια. Δεν φαίνεται να υπάρχει τρόπος με τον οποίο μια μορφή του κράτους που να προσιδιάζει σε ένα νέο τρόπο παραγωγής –και συνεπώς η δυνατότητα μετασχηματισμού της δομής– να μπορεί να αναδυθεί στη βάση της υφιστάμενης δομής.

Η συνηθισμένη λύση στο πρόβλημα αυτό στις ριζοσπαστικές αστικές θεωρίες, είναι η εισαγωγή του ταξικού υποκειμένου της ιστορίας. Αυτό θα δημιουργούσε νέους πολιτικούς θεσμούς που να είναι κατάλληλοι για τη φιλοδοξία του να δημιουργήσει τον νέο τρόπο παραγωγής τον οποίο συγκρότησε στη θεωρία, στη βάση της ηθικής του κριτικής για τον υφιστάμενο τρόπο. Η επανάσταση λοιπόν γίνεται εξαιτίας της βούλησης του ταξικά ενσυνείδητου υποκειμένου της ιστορίας. Μια τέτοια λύση είναι ξεκάθαρα κατάλληλη για μια θεωρία στην οποία ο εκμεταλλευτικός χαρακτήρας του υφιστάμενου τρόπου παραγωγής καθορίζεται στη βάση μιας ηθικής αξιολόγησης, εφόσον φαίνεται να δίνει στην αξιολόγηση αυτή μια αντικειμενική θεμελίωση στην «αληθινή συνείδηση» του ταξικού υποκειμένου.

Η λύση αυτή δεν είναι αποδεκτή για τον Πουλαντζά στο Πολιτική εξουσία και κοινωνικές τάξεις επειδή εκφράζει εκείνον τον «ανθρωπιστικό ιστορικισμό» που κάνει τους ανθρώπους υποκείμενα της ιστορίας. Αν η ιστορία πρέπει να έχει υποκείμενο, τότε αυτό το υποκείμενο πρέπει να είναι η ίδια η δομή. Η νέα μορφή του κράτους δεν εκφράζει τη βούληση του ταξικού υποκειμένου της ιστορίας αλλά εκφράζει τη δομή του τρόπου παραγωγής, του οποίου την κυριαρχία προεικονίζει. Έτσι, το απολυταρχικό κράτος εκπροσωπεί τον αυτομετασχηματισμό του φεουδαρχικού τύπου κράτους σε καπιταλιστικού τύπου κράτος (κατά παράβαση των λειτουργικών εντολών του φεουδαρχικού τρόπου παραγωγής), προεικονίζοντας το έργο που πρέπει να εκπληρωθεί. Το απολυταρχικό κράτος έχει τις συγκεκριμένες ιδιότητες της αυτονομίας και της απομόνωσης που είναι χαρακτηριστικές του καπιταλιστικού κράτους χωρίς να υπάρχουν ακόμα οι προϋποθέσεις για αυτές (πράγμα ακατανόητο, εφόσον αυτές οι ιδιότητες είναι προϋποθέσεις). Στην πραγματικότητα «η χρονολογική εξάρθρωση μεταξύ του απολυταρχικού κράτους και της οικονομικής στιγμής στη μεταβατική περίοδο… μπορεί να εξηγηθεί από τη λειτουργία του κράτους κατά την πρωταρχική συσσώρευση κεφαλαίου». Το κράτος παίρνει ξαφνικά την καπιταλιστική μορφή ώστε να δημιουργήσει την κυριαρχία των «όχι ακόμα δοσμένων σχέσεων παραγωγής» (δηλαδή, των καπιταλιστικών σχέσεων) και να βάλει τέλος στις φεουδαρχικές σχέσεις: η λειτουργία είναι να μετασχηματίσει και να καθορίσει τα όρια του τρόπου παραγωγής” (ό.π., σ. 160-161).

Ο Πουλαντζάς αναγκάζεται να καταφύγει σε μια μεταφυσική φιλοσοφία της ιστορίας για τον ίδιο λόγο που το έκανε ο μαρξιστικός δογματισμός, ο «ανθρωπιστικός ιστορικισμός» και η αστική κοινωνιολογία. Όλες αυτές οι θεωρίες καταργούν τη βάση της μαρξιστικής θεωρίας της ιστορίας, που είναι η έννοια της παραγωγής ως αντιφατική ενότητα, κι έτσι εξαλείφουν κάθε πηγή αλλαγής που είναι εγγενής στη δομή την οποία θεωρητικοποιούν. Στον βαθμό που η ιστορική αλλαγή δεν είναι καθαρά συγκυριακή, πρέπει να έρθει από έξω, εκφράζοντας μια μεταφυσική αρχή της εξέλιξης, είτε αυτή είναι η λογική, η τεχνολογία, οι δυνάμεις παραγωγής, η ταξική συνείδηση, η κουλτούρα ή οτιδήποτε άλλο. Η αρχή αυτή πρέπει να μπορεί να διαθέτει ένα σημείο εισόδου στη δομή, το οποίο μπορεί να βρίσκεται στο επίπεδο της οικονομίας, του κράτους, ή της ιδεολογίας, και να εντοπίζεται σε έναν συγκεκριμένο θεσμό ή ομάδα, ή σε μια ποικιλία από διαφορετικούς θεσμούς και ομάδες. Αν επιλεγεί ένας θεσμός ή μια ομάδα τότε αυτό γίνεται το προνομιούχο συγκροτητικό κέντρο της δομής, το οποίο –μόνο αυτό– μπορεί να «μετασχηματίσει και να καθορίσει τα όρια» της δομής, αλλά δεν μπορεί το ίδιο να γνωρίζει όρια.

Το πρόβλημα με όλες τις παρόμοιες μεταφυσικές φιλοσοφίες της ιστορίας είναι ότι αδυνατούν να συμφιλιώσουν την αποτελεσματικότητα της επιλεγμένης αρχής της εξέλιξης με οποιαδήποτε όρια σ’ αυτή την αποτελεσματικότητα. Επειδή είναι υπερβατική αρχή, δεν μπορεί να περιοριστεί από το δεδομένο, το οποίο μπορεί μονάχα να προσφέρει τις πρώτες ύλες για την αυτοπραγμάτωσή της. Έτσι, δημιουργείται το θεμέλιο μιας μόνιμης και ανεπίλυτης διχογνωμίας ανάμεσα στις «αντικειμενικές» και τις «υποκειμενικές» φιλοσοφίες της ιστορίας, με τις πρώτες να εντοπίζουν την αρχή της εξέλιξης έξω από τον άνθρωπο, καθιστώντας έτσι την ανθρώπινη ιστορία προέκταση της φυσικής ιστορίας, και με τις δεύτερες να την εντοπίζουν στην ανθρώπινη συνείδηση, καθιστώντας έτσι τη φύση μέσο ανθρώπινης αυτοπραγμάτωσης.

Ο Πουλαντζάς σχετίζεται έμμεσα με αυτή ακριβώς την αντινομία στα πλαίσια της κριτικής του στον «μαρξιστικό ιστορικισμό», στον οποίο αφομοιώνει τον κοινωνιολογικό λειτουργισμό40. Έχοντας απορρίψει τον δογματισμό βάσει του οικονομιστικού εξελκτικισμού του, σύμφωνα με τον οποίο η ιστορία φτιάχνεται ανώνυμα από την ασυγκράτητη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων οι οποίες επενεργούν με τη δύναμη φυσικού νόμου στην οικονομία, ο Πουλαντζάς στρέφεται ενάντια στον «ιστορικισμό», τον οποίο εγκαλεί για έναν συμπληρωματικού χαρακτήρα αναγωγισμό. Αντί να αναγάγει το πολιτικό στο οικονομικό, αναγάγεται ο ίδιος στο ιδεολογικό, με την κοινωνία να καταλήγει να είναι ένα σύστημα αξιών ή η συνείδηση ενός ταξικού υποκειμένου. Αυτό οδηγεί στην «υπερπολιτικοποίηση» των ιδεολογιών και την κατάργηση της σχετικής αυτονομίας του ιδεολογικού και του πολιτικού. Αυτός αναγωγισμός καθιστά εφικτή την κατανόηση των ορίων που επιβάλλονται στην κοινωνική δράση από την ίδια τη δομή, εφόσον το πολιτικό συλλαμβάνεται ως «η απλή αρχή της κοινωνικής ολότητας και η αρχή της ανάπτυξής της». Το πολιτικό συλλαμβάνεται δηλαδή, ως η αρχή μέσω της οποίας πραγματώνεται η ιδεολογία, αντί να γίνεται αντιληπτό ως «ένα συγκεκριμένο επίπεδο… στο οποίο αντανακλώνται και συμπυκνώνονται οι αντιφάσεις ενός μορφώματος» (ό.π., σ. 38, 40, 60, 195-206, 208).

Ο Πουλαντζάς προσπαθεί να ξεπεράσει αυτούς τους συμπληρωματικούς αναγωγισμούς αρνούμενος να πριμοδοτήσει ένα συγκεκριμένο επίπεδο, και καθιστώντας αντ’ αυτού την ίδια τη δομή την αρχή της ανάπτυξης. Το ότι αυτό συνιστά απλώς αντικατάσταση του «κανονιστικού» λειτουργισμού από τον «δομικό» λειτουργισμό γίνεται προφανές μόλις ο Πουλαντζάς αρχίσει να συζητά την έννοια της μετάβασης. Η δομή, η οποία είναι η εξελικτική αρχή, δεν μπορεί να ταυτοποιηθεί με την απτή, υπαρκτή δομή, αλλά είναι μάλλον είναι η «όχι ακόμα δοσμένη» δομή, μια αρχή που είναι όσο μεταφυσική όσο είναι και οι «παραγωγικές δυνάμεις» ή η «ταξική συνείδηση». Το σημείο στο οποίο αυτή η εξελικτική αρχή εισέρχεται εντός της απτής δομής είναι το κράτος, το οποίο γίνεται το προνομιούχο κέντρο της συγκρότησης της δομής, και δεν υπόκειται σε κανένα όριο. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο Πουλαντζάς αναπαράγει την «ιστορικιστική» υπερπολιτικοποίηση, αυτή τη φορά όμως προς όφελος του κράτους αντί της ταξικής συνείδησης. Αντί να δει τις δομές ως παράγωγα της πρακτικής, όπως κάνει ο «ιστορικισμός», ο Πουλαντζάς βλέπει τις πρακτικές ως εκφάνσεις της δομής41.

Από την οπτική γωνία της κριτικής του αναθεωρητισμού, οι πολιτικές συνεπαγωγές αυτής της θεωρίας είναι καταστροφικές, εφόσον η επανάσταση πρέπει να γίνει από το κράτος (η εμφάνιση μιας νέας μορφής κράτους προαλείφει την εμφάνιση ενός νέου τρόπου παραγωγής) και όχι από τη δράση των εκμεταλλευόμενων τάξεων. Έτσι η νομιμοποίηση του αναθεωρητισμού αναπαράγεται απλώς σε νέα βάση. Ταυτόχρονα, η διογκωμένη σημασία που αποδίδεται στο κράτος απαξιώνει κάθε προσπάθεια για κινητοποίηση μέσα σε ένα κοινωνικό μόρφωμα που συνεχίζει να κυριαρχείται από το καπιταλιστικού τύπου κράτος, δεδομένης της παντοδυναμίας αυτού του κράτους.

ΙΧ. Οι ύστερες αναθεωρήσεις του Πουλαντζά

Είναι αρκετά σαφές πως τούτο είναι το συμπέρασμα που αντλεί ο Αλτουσέρ από την έρευνά του, και βρίσκεται μάλλον σε συμφωνία με την πολιτική του θέση (Althusser, 1973, σ. 48-49). Ο Πουλαντζάς αισθάνεται προφανώς άβολα για τις πολιτικές συνεπαγωγές της δικής του θεωρίας, και ως εκ τούτου έχει προσπαθήσει να αναθεωρήσει τη θεωρία για τις εξαλείψει, χωρίς να συνειδητοποιεί ότι είναι εγγενείς στην ίδια τη θεωρία. Έτσι, οι αναθεωρήσεις του δεν έχουν θεμελιώδη χαρακτήρα, και συνίστανται στην εξάλειψη του κάθετου διαχωρισμού δομής και πρακτικής, ώστε να αφομοιωθεί η ταξική πάλη και πάλι στη δομή (Poulantzas, 1973). Αυτό βασίζεται σε μια αναπροσαρμογή της έννοιας της παραγωγής στην οποία βασίζεται αυτή η διάκριση χωρίς όμως να εγκαταλείπεται η αστική έννοια της παραγωγής.

Ο Πουλαντζάς ακολουθεί τους αλτουσεριανούς στην αλλαγή της συνάρτησης ανάμεσα στη «σχέση πραγματικής ιδιοποίησης» και τη «σχέση ιδιοκτησίας» όχι όμως και τη σύλληψη των σχέσεων αυτών ως τέτοιων. Αναγνωρίζεται πλέον ότι η παραγωγική διαδικασία «υφίσταται μόνο στην ενότητά της με ορισμένες σχέσεις παραγωγής», ώστε η σχέση της πραγματικής ιδιοποίησης να μην είναι πια μια αδιαμεσολάβητη σχέση ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση, αλλά μια κοινωνική σχέση με πολιτικές και ιδεολογικές διαστάσεις (Οι τάξεις στον σύγχρονο καπιταλισμό, σ. 18, 20, 21)42. Η πιο σημαντική συνέπεια είναι ότι το κράτος αναλαμβάνει πλέον λειτουργίες στην αναπαραγωγή της σχέσης της πραγματικής ιδιοποίησης, και κυρίως στην αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, στην οποία οι «ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους» παίζουν σημαντικό ρόλο.

Το αποτέλεσμα της αλλαγής είναι σε μεγάλο βαθμό ρητορικό. Το επίπεδο της πρακτικής αφομοιώνεται εκ νέου στη δομή, έτσι ώστε τα επίπεδά της να καλούνται όλα επίπεδα της «ταξικής πάλης», και η λειτουργία της δομής είναι πια παράγωγο της ταξικής πάλης. Όμως, στον βαθμό που ο Πουλαντζάς δεν εγκαταλείπει απλώς τη δομική του θεωρία για χάρη μιας καθαρά βολονταριστικής θεωρίας της ταξικής πάλης, η ταξική πάλη παραμένει κάτι που υποτάσσεται στην «αόρατη χείρα» των λειτουργικών προαπαιτήσεων της δομής, οι οποίες διέπουν την πορεία της. Οι όποιες μετατροπές στη θεωρία δεν βοηθούν κατά κανένα τρόπο στην επίλυση των δυσκολιών που αυτή αντιμετωπίζει.

Η αντίστιξη μιας δομικής θεωρίας και μιας ταξικής θεωρίας του κράτους στο έργο του Πουλαντζά είναι αναμφίβολα η βάση της ελκυστικότητάς του για τους μαρξιστές. Η έννοια της «συγκυρίας», η οποία σηματοδοτεί το σημείο τομής ανάμεσα στις δύο θεωρίες, είναι ταυτόχρονα η πιο αμφίσημη έννοια στο έργο του. Η έννοια αυτή εκφράζει τις επιπτώσεις της δομής στο πεδίο της ταξικής πάλης, κι έτσι και τη φαινομενική δυνατότητα μιας συμφιλίωσης των επαναστατικών προοπτικών της δεύτερης με τα όρια της πρώτης. Εφόσον ο Πουλαντζάς δεν μας προσφέρει ποτέ μια σοβαρή ανάλυση της συγκυρίας, ούτε μια εξήγηση για τον τρόπο με τον οποίο μπορεί κάποιος να διενεργήσει μια τέτοια ανάλυση, αλλά επικεντρώνεται στη σχέση ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις και το κράτος σε μια συγκυρία την οποία εκλαμβάνει ως δεδομένη, η θεωρία του είναι ανοιχτή σε πολλές ερμηνείες. Στο Φασισμός και δικτατορία, για παράδειγμα, η περιγραφική εξήγηση των συγκρούσεων που υπέθαλψαν την ανάπτυξη του φασισμού συμπληρώνεται με μια πολύ αμφίσημη ρητορική. Από τη μία πλευρά, δεν είναι ξεκάθαρο αν ο φασισμός ήταν δημιούργημα της κυρίαρχης τάξης ή του κράτους ως λειτουργικού επιπέδου του τρόπου παραγωγής.

Από την άλλη πλευρά, δεν είναι ξεκάθαρο αν η επιτυχία του φασισμού ήταν παράγωγο της θεωρητικής αδυναμίας του προλεταριάτου ή του απαραίτητου χαρακτήρα της λειτουργίας του τρόπου παραγωγής. Αυτή η αμφισημία επιτρέπει στο έργο του Πουλαντζά να ερμηνευτεί είτε ως μια ταξικά βασισμένη εργαλειακή θεωρία του κράτους όπου η συγκυρία είναι απλώς το θεσμικό πλαίσιο στο οποίο λαμβάνει χώρα η ταξική πάλη43, είτε ως μια δομική-λειτουργιστική θεωρία όπου η συγκυρία σκιαγραφεί τα όρια μέσα στα οποία περιορίζεται η ταξική πάλη44, παρά το γεγονός ότι οι δύο αυτές θεωρίες είναι μάλλον ασύμβατες η μία με την άλλη. Το αποτέλεσμα είναι ότι το έργο του Πουλαντζά μπορεί να αποτελέσει την πηγή αξιοπιστίας και κύρους για οτιδήποτε σχεδόν θελήσει κάποιος να πει για την κοινωνική τάξη, την πολιτική και το κράτος. Έτσι, βρίσκουμε τον εαυτό μας σε μια κατάσταση στην οποία σχεδόν όλη η «μαρξιστική» συζήτηση για το κράτος περιβάλλεται από μια ορολογία που πηγάζει από το έργο του Πουλαντζά, αλλά η οποία δεν έχει κανένα σαφές θεωρητικό περιεχόμενο. Στον βαθμό που η ορολογία πάντα διατηρεί ένα έμμεσα αναφορικό περιεχόμενο, το περιεχόμενο αυτό πηγάζει από την αστική κοινωνιολογία. Η μαρξιστική θεωρία του κράτους καθίσταται συνεπώς παρασιτική σε σχέση με τις συζητήσεις εντός της αστικής κοινωνιολογίας.

Χ. Συμπέρασμα: Ο Πουλαντζάς και η κρίση της κοινωνιολογίας

Συμπερασματικά, θα ήθελα εν συντομία να συζητήσω τη θέση του έργου του Πουλαντζά σε σχέση με την αστική κοινωνιολογία. Αυτό είναι σημαντικό, επειδή πολλοί νέοι ριζοσπάστες διανοούμενοι έρχονται στον μαρξισμό μέσω της κοινωνιολογίας. Εφόσον ο Πουλαντζάς έχει ενσωματωθεί στη διδασκαλία μαθημάτων στην αστική κοινωνιολογία ως ο εκπρόσωπος του μαρξισμού, πολλοί έρχονται στον μαρξισμό μέσα από την επαφή με το έργο του, όπως και με αυτό του Αλτουσέρ. Στο δοκίμιο αυτό ισχυρίστηκα ότι ο Πουλαντζάς αναπαράγει τη θεωρία της δομικής-λειτουργιστικής κοινωνιολογίας. Από αυτή την οπτική γωνία, το έργο του πρέπει να εξεταστεί σε συνάρτηση με την «ριζοσπαστικοποίηση» της κοινωνιολογίας, ως ένα έργο που προσφέρει μια νέα ρητορική σε μια θεωρία που έχει πολιτικά απονομιμοποιηθεί, αλλά δεν έχει υποβληθεί ποτέ σε σοβαρή μαρξιστική κριτική.

Η «ριζοσπαστικοποίηση» της κοινωνιολογίας έχει υποβάλλει τον δομικό λειτουργισμό σε μια διπλή κριτική. Από τη μία, η οπτική της δεν της επέτρεπε να αναλογιστεί τη δυνατότητα της κοινωνικής αλλαγής. Από την άλλη, ο «δομικός ντετερμινισμός» της δεν άφηνε χώρο για την αυτονομία του ατόμου ή του κοινωνικού υποκειμένου. Οι δύο κριτικές συνδεόταν μεταξύ τους, με την έννοια ότι η εισαγωγή του υποκειμένου έφερνε επίσης την εισαγωγή της δυνατότητας για δομική αλλαγή. Έτσι, τα διάφορα ριζοσπαστικά ρεύματα που αναπτύχθηκαν μέσα στην κοινωνιολογία βασιζόταν όλα σε εκδοχές της δυτικής φιλοσοφίας του υποκειμένου, είτε αυτές εκφραζόντουσαν μέσω της επιστροφής σε έναν «κανονιστικό» λειτουργισμό, ή στον Βέμπερ, ή τον «εγελιανό» μαρξισμό ή, στις πιο ακραίες περιπτώσεις, στη φαινομενολογία. Αυτές οι κριτικές κοινωνιολογίες αντιμετωπίζουν τον πολιτικό συντηρητισμό του δομικού λειτουργισμού αλλά κομίζουν τα δικά τους θεωρητικά προβλήματα. Πρώτον, είναι με τη σειρά τους ανίκανες να θεωρητικοποιήσουν συνεκτικά τα δομικά όρια της κοινωνικής δράσης. Δεύτερον, εξαλείφουν κάθε περίπτωση εδραίωσης της κοινωνιολογίας ως θετικής επιστήμης.

Η πρώτη κριτική στην οποία υποβλήθηκε ο δομικός λειτουργισμός αντιμετωπίστηκε αρκετά εύκολα, με την πρόσθεση μιας λειτουργιστικής θεωρίας των συγκρούσεων, σύμφωνα με την οποία οι κοινωνικές συγκρούσεις και η συνεπαγόμενη κοινωνική αλλαγή υπάγονται στη λειτουργία της δομής (Coser, 1956). Η δεύτερη κριτική απορρίφθηκε στη βάση της απόρριψης του μεταφυσικού χαρακτήρα της αστικής φιλοσοφίας του υποκειμένου, καθώς και του επιχειρήματος πως η κατηγορία του υποκειμένου, όπως και αυτή της συνείδησης αυτού του υποκειμένου, συγκροτείται κοινωνικά (Political Power and Social Classes, σ. 208).

Οι απαντήσεις αυτές δεν στάθηκαν αρκετές για να σώσουν τον δομικό λειτουργισμό, γιατί η βασική του αδυναμία ήταν ρητορική και όχι θεωρητική. Συνέχισε να κουβαλά το βάρος μιας ρητορικής η οποία ήταν έκδηλα συντηρητική σε ακραίο βαθμό.

Ο αλτουσεριανισμός, και ιδιαίτερα το έργο του Πουλαντζά, αναπαράγει αυστηρά τη θεωρία του δομικού λειτουργισμού στο πλαίσιο μιας ρητορικής η οποία φαίνεται πολύ πιο ριζοσπαστική45. Έτσι, προσφέρει τα μέσα για την αναγέννηση του δομικού λειτουργισμού, και ιδιαίτερα τα μέσα για να επιτεθεί το ρεύμα αυτό στους επικριτές του. Με την υπεράσπιση της υπαγωγής της κοινωνικής αλλαγής καθώς και της κατηγορίας του υποκειμένου στη λειτουργία της δομής στο όνομα του μαρξισμού και της επιστήμης, η φιλοσοφία του υποκειμένου μπορεί να υπερφαλαγγιστεί μέσω μιας επίθεσης η οποία φαίνεται να πηγάζει από τα αριστερά και από τη λογική, παρά το γεγονός ότι το αποτέλεσμα της θεωρίας της είναι, στην πραγματικότητα, η αναβολή της επανάστασης σε ένα ασαφές μέλλον, και η εξήγηση του απαραίτητου χαρακτήρα της αποτυχίας κάθε πολιτικής πρωτοβουλίας στο παρόν.

Έτσι, δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει ότι κάτω απ’ το λάβαρο του Πουλαντζά συγκεντρώθηκαν όχι μόνο οι μαρξιστές που απογοητεύτηκαν από τις άμεσες αποτυχίες της ύστερης δεκαετίας του 1960, ή νέοι διανοούμενοι που ελκύονται από την ριζοσπαστική ρητορική ενός θεωρητικότροπου και επιστημονικοφανούς φορμαλισμού, αλλά επίσης και οι παλιοί πεφωτισμένοι ακόλουθοι του Πάρσονς που μπορούν να επικοινωνήσουν και πάλι με τους φοιτητές τους.

Στο δοκίμιο αυτό με απασχόλησε η θεωρία στην οποία εγκλωβίζεται ο Πουλαντζάς. Αυτή η θεωρία τον εμποδίζει να εξελίξει τις πολλές και αναμφίβολες διοράσεις του σε σημαντικές συνεισφορές στη μαρξιστική κατανόηση του κράτους. Μόνο μέσω της ταυτοποίησης της θεωρίας αυτής και μέσω της υποβολής της σε μαρξιστική κριτική μπορούν να εντοπιστούν και να μπουν σε γερές βάσεις τα θετικά στοιχεία του έργου του Πουλαντζά. Ο μαρξισμός πρέπει να μπορεί να θεωρητικοποιήσει τον συγκεκριμένο χαρακτήρα του πολιτικού και τα δομικά όρια μέσα στα οποία περιορίζεται το κράτος, να θεωρητικοποιήσει τις μορφές του κράτους και του καθεστώτος, τη φύση των πολιτικών κρίσεων και τον ρόλο του κράτους στη μετάβαση στον σοσιαλισμό. Η αξία του έργου του Πουλαντζά είναι ότι θέτει αυτά τα ερωτήματα, έστω και με στρεβλή μορφή. Η αδυναμία του έργου του είναι πως δεν μας προσφέρει τα μέσα να αρχίσουμε καν να τα επιλύουμε.

Μετάφραση: Αντώνης Μπαλασόπουλος

Σημειώσεις

1 ΣτΜ: Αρχική έκδοση: Capital and Class, τομ. 2, 1977.

2 Negri (1976). Τα παραδείγματα τέτοιων θεωριών ποικίλλουν, από κοινωνιολόγους όπως ο Vic Allen ως τη συντακτική ομάδα του New Left Review, κυρίως τον Πέρι Άντερσον. Το έργο του R. Miliband (1969) όχι απλώς δεν “χαρακτηρίζεται από την απουσία οποιασδήποτε θεωρητικής προβληματικής” (Poulantzas, 1976, σ. 64), αλλά κυριαρχείται από μια τέτοια θεωρία. Το έργο του Πουλαντζά στις αγγλοσαξονικές χώρες έχει προσληφθεί σε συνάρτηση με αυτές τις θεωρίες (βλ. σημ. 44 παρακάτω) (βλ. Poulantzas, 1967).

3 Η αντιπαράθεση μεταξύ των δύο βρίσκεται στα Poulantzas 1969, 1976 και Miliband 1970, 1973.

4 Βλ. παρακάτω, σ. 9, 21.

5 Αυτός, ουσιαστικά, είναι ο ορισμός της «πρακτικής» στον οποίο ο Αλτουσέρ βασίζει την αναθεώρηση του μαρξισμού (L. Althusser, 1969, σ. 166). Η βιβλιογραφία για τον Αλτουσέρ είναι εκτεταμένη. Έχω ισχυριστεί αναλυτικά σε άλλα έργα (1976) ότι ο αλτουσεριανισμός βασίζεται στην ίδια αυτή σύλληψη της παραγωγής, με τις θεωρητικές συνέπειες που σκιαγραφώ πιο κάτω. Οι περισσότερες κριτικές μελέτες για τον Αλτουσέρ αποφεύγουν εσκεμμένα το ζήτημα της ερμηνείας του στον Μαρξ. Τα A. Glucksmann (1972) και J. Rancière (1974) προσφέρουν μακράν τις πιο διεισδυτικές κριτικές του αλτουσεριανισμού. Βλ. επίσης την ισοπεδωτική κριτική στο Για τον Μαρξ που έγραψε ο Πουλαντζάς πριν μεταστραφεί στον αλτουσεριανισμό (1966).

6 Αυτή είναι η βάση της ανάλυσης του Μπαλιμπάρ για τον συνδυασμό της «σχέσης ιδιοκτησίας» και της «σχέσης πραγματικής ιδιοποίησης» (L. Althusser and E. Balibar, 1970).

7 Οι B. Hindess και P. Hirst (1975) προσπαθούν να αναπτύξουν μια γενική θεωρία για τη βάση αυτής της ιδεολογίας, αναζητώντας μια υλική βάση για τις διάφορες προκαπιταλιστικές μορφές κατανομής στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Το αποτέλεσμα είναι η εδραίωση της ασυναρτησίας αυτής της ιδεολογίας μέσω της εις άτοπον απαγωγής: αν η ιδεολογία είναι σωστή, το παρελθόν δεν θα μπορούσε να έχει υπάρξει. Δυστυχώς, οι Hindess και Hirst προτιμούν να εγκαταλείψουν το παρελθόν παρά την αστική ιδεολογία!

8 «Στον βαθμό που η πολιτική οικονομία είναι αστική, δηλαδή στον βαθμό που βλέπει την καπιταλιστική τάξη πραγμάτων ως την απόλυτη και τελική μορφή της κοινωνικής παραγωγής αντί για ένα ιστορικά εφήμερο στάδιο ανάπτυξης…» (K. Marx, 1976, σ. 96˙ βλ. επίσης Marx, 1973, σ. 83-88). Ο L. Coletti, στο εξαιρετικό του άρθρο «Ο Μπέρνσταϊν και ο μαρξισμός της Δεύτερης Διεθνούς» (στο Coletti, 1972), ισχυρίζεται πως ο ρεβιζιονισμός ορίζεται από την αντίληψή του για την οικονομία, που είναι κοινή σε όλους τους στοχαστές της Δεύτερης Διεθνούς, και όχι από τη μοιρολατρία του. Ιχνηλατεί επίσης αυτή την αντίληψη στον ύστερο μαρξισμό και στην αστική κοινωνιολογία. Εστιάζεται όμως στο ζήτημα της αιωνιοποίησης της εμπορευματικής μορφής του προϊόντος της εργασίας που υπονοείται από την αδιαφορία για τη θεωρία της αξίας, και δεν αναδεικνύει επαρκώς τη δευτερογενή, αλλά ακόμα σημαντικότερη, αιωνιοποίηση των εμπορευματικών σχέσεων.

9 Η ανικανότητα να διαχωριστούν ξεκάθαρα η εργασία και η εργατική δύναμη σχετίζεται άμεσα με την αποτυχία της συγχώνευσης μορφής και περιεχομένου στην ανάλυση του K. Marx, 1973, σ. 304-308. 10 Γι’ αυτό είναι το εμπόρευμα το εναρκτήριο σημείο του Κεφαλαίου, εφόσον το εμπόρευμα είναι η απλούστερη έκφραση της ενότητας μορφής και περιεχομένου, της αξίας και της αξίας χρήσης. Βλ. Mandel, Introduction to Marx (1976), σ. 20-21. Για τη σχέση των Grundrisse με το Κεφάλαιο, βλ. M. Nicolaus (1968, 1973) και M. Itoh (1975) Η μελέτη του R. Rodolsky για την καταγωγή του Κεφαλαίου του Μαρξ αναμένεται άμεσα από τον εκδοτικό οίκο Pluto. 11 Η διαδικασία είναι ιστορική με την έννοια ότι λαμβάνει χώρα στην ιστορία. Αυτό δεν σημαίνει ότι εκφράζει την αυτοεκδίπλωση κάποιων θεμελιακών αντιφάσεων. 12 Θα εστιαστώ στη θεωρία που αναπτύσσεται στο Political Power and Social Classes (Πολιτική εξουσία και κοινωνικές τάξεις), στην οποία ο Πουλαντζάς παραμένει πιστός..

13 Ο J. Banaji (χωρίς ημερομηνία) προσφέρει μια εξαιρετική κριτική της σταλινικής θεωρίας των τρόπων παραγωγής, και κάποια στοιχεία για μια ορθά μαρξιστική θεωρία. Η κλασική έκθεση της σταλινικής θεωρίας είναι το Διαλεκτικός και ιστορικός υλισμός (1938) του Στάλιν

14 Έτσι, ο Αλτουσέρ θεωρεί πως η συνδικαλιστική πάλη είναι απαραίτητα αμυντική, εφόσον μπορεί να αφορά μόνο το ποσοστό εκμετάλλευσης (L. Althusser, 1971, σ. 82-83). Με τον ίδιο τρόπο, για τον Πουλαντζά η αντίθεση μεταξύ οικονομικής και πολιτικής πάλης είναι αντίθεση μεταξύ σύγκρουσης για την «πραγματοποίηση του κέρδους και την αύξηση ων μισθών» και σύγκρουσης για τη συντήρηση ή τον μετασχηματισμό των κοινωνικών σχέσεων (Political Power and Social Classes, σ. 86).

15 Η «σχέση πραγματικής ιδιοποίησης» των Αλτουσέρ και Μπαλιμπάρ.

16 Η «σχέση ιδιοκτησίας» των Αλτουσέρ και Μπαλιμπάρ. Οι αλτουσεριανοί επιμένουν σε ορισμένες περιπτώσεις ότι η σχέση ιδιοκτησίας δεν είναι απλώς πολιτική ή ιδεολογική σχέση, αλλά έχει υλική θεμελίωση. Παρ’ όλα αυτά, δεν έχουν μπορέσει να δείξουν ποια είναι αυτή η θεμελίωση.

17 Το σημαντικότερο είναι πως επιμένουν ότι η σχέση δεν μπορεί να αναχθεί σε μια τέτοια θεμελίωση. Δεν θα συζητήσω τον δομικό-λειτουργισμό με λεπτομέρεια, εφόσον με απασχολούν μόνο οι βασικές του αρχές. Η ομοιότητα ανάμεσα στην αντίληψη της θεωρίας στον Αλτουσέρ και αυτή στον Πάρσονς έχει επισημανθεί από τους P. Walton και A. Gamble (1972, σ. 110). Ο ίδιος ο Πουλαντζάς έχει συγκρίνει την αντίληψη για την πολιτική στον Αλτουσέρ με αυτή στον Πάρσονς (1966) (βλ. επίσης Political Power and Social Classes, σ. 40). Ο Rancière (1974, σ. 229-230) δείχνει ότι οι δύο έχουν κοινή αντίληψη της ιδεολογίας.

18 Αυτό δεν χρειάζεται να βασίζεται σε ό,τι ο Αλτουσέρ καλεί «ανθρωπολογία των αναγκών», η οποία βασίζει την πρωταρχικότητα των υλικών αναγκών στην έννοια της ανθρώπινης φύσης. Στην περίπτωσή του βασίζεται στην παρατήρηση ότι η κοινωνία θα έπαυε να υπάρχει αν δεν μπορούσε να αναπαράγει τον εαυτό της υλικά. Η παρατήρηση αυτή δεν επαρκεί για να θεμελιώσει την πρωταρχικότητα της υλικής αναπαραγωγής. Για τον Μαρξ, στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής είναι αναμφίβολο ότι οι απαιτήσεις για ην παραγωγή αξίας κυριαρχούν πάνω στις απαιτήσεις για την υλική παραγωγή.

19 Συνήθως, οι αλτουσεριανοί ισχυρίζονται ότι ένα επίπεδο είναι κυρίαρχο μέσα στα όρια της ιδιαίτερης αυτονομίας των άλλων επιπέδων, ώστε το σύνολο να «δομείται-υπό-την-κυριαρχία» [structured-in-dominance]. Αυτό υποτίθεται πως διακρίνει το αλτουσεριανό όλον από αυτό όλων των άλλων. Όμως πρώτον, δεν είναι ποτέ ξεκάθαρο τι σημαίνει «κυριαρχία» στο πλαίσιο αυτό και δεύτερον, το «οικονομικό», δηλαδή οι λειτουργικές προαπαιτήσεις της υλικής παραγωγής, καθορίζει ποιο επίπεδο θα είναι το κυρίαρχο, άρα η κυριαρχία είναι η έκφραση της λειτουργικής αρχής. Πράγμα που καθιστά το αλτουσεριανό όλον τόσο «εκφραστικό» όσο είναι και αυτό του Πάρσονς.

20 Σκιαγραφείται ήδη στην Εισαγωγή στα Grundrisse (Marx, 1973, σ. 83-100).

21 Για παράδειγμα, πολλοί μαρξιστές οικονομολόγοι ανησυχούν πολύ για το ούτως καλούμενο «πρόβλημα του μετασχηματισμού» επειδή θεωρούν ότι μια θεωρία του οικονομικού πρέπει να αξιολογείται βάσει της λεπτότητας και της απλότητας με την οποία επάγει ένα σύστημα τιμών σε ισορροπία. Ξεχνούν ότι ένα τέτοιο σύστημα δεν είναι παρά μια μυθοπλασία που δημιούργησε η χυδαία οικονομολογία για να αποκρύψει τον ταυτολογικό χαρακτήρα των τύπων της. Για τη θεωρία της αξίας στον Μαρξ βλ. R. Hilferding, 1949˙ I. Rubin, 1972˙ E. Mandel, Εισαγωγή στον Μαρξ, 1976, σ. 38-46˙ L. Coletti, 1972, σ. 76-97. Για τη μέθοδο του Μαρξ βλ. E. Mandel, Εισαγωγή στον Μαρξ, 1976, σ. 17-25˙ M. Nicolaus, 1973, σ. 24-44˙ V. Lenin, 1961˙ F. Engels, 1962. Όλα αυτά τα έργα αναδεικνύουν ξεκάθαρα τον συγκεκριμένο χαρακτήρα της διαλεκτικής του Μαρξ σε σχέση με αυτή του Χέγκελ, εξ ού και η ανεπάρκεια του χαρακτηρισμού της θέσης του ως νεοεγελιανής, ή η συναφής ερμηνεία του Μαρξ ως ερμηνεία της «λογικής του κεφαλαίου».

22 Ο Πουλαντζάς ορίζει τον θεσμό ως «σύστημα κριτηρίων ή κανόνων που νομιμοποιείται κοινωνικά», και τον διαχωρίζει από τη δομή, την οποία βλέπει ως την «οργανωτική μήτρα των θεσμών».

23 Ο Πουλαντζάς αναγνωρίζει ότι αυτός, ο πιο θεμελιακός ορισμός στη θεωρία του, πηγάζει από τη σύγχρονη πολιτική επιστήμη (Political Power and Social Classes, σ. 47, σημ. 17) και δεν υπάρχει σε κανένα από τα κλασικά κείμενα των μαρξιστών (ό.π., σ. 50). Ο Πουλαντζάς καθιστά πολύ σαφή τη θεμελίωση της αντίληψής του για το κράτος στην αντίθεση ανάμεσα στην υλική παραγωγή και τις κοινωνικές συνθήκες της παραγωγής, η οποία βασίζεται στην αστική σύλληψη της παραγωγής στο ύστερό του έργο, Φασισμός και Δικτατορία (1974, σ. 302).

24 Η χρήση αυτή της έννοιας της κυριαρχίας δεν έχει κανένα συνεκτικό περιεχόμενο. 25 Στο Political Power and Social Classes, σ. 29, ο Πουλαντζάς ισχυρίζεται πως αυτό είναι με κάποια μορφή χαρακτηριστικό όλων των τρόπων παραγωγής. Όμως κατόπιν αποκήρυξε αυτή τη θέση (1965, σ. 81˙ και βλ. Political Power and Social Classes, σ. 126).

26 Ο Πουλαντζάς διακρίνει ανάμεσα στην «αναλογία» [homology] του Μπαλιμπάρ και τη δική του «παραλληλία» [correspondence] (Political Power and Social Classes, σ. 27, σημ. 11), αν και δεν είναι σαφές ποια είναι η διαφορά.

27 Η ιδέα αυτή θυμίζει έντονα την αντίληψη του μύθου στον Κλωντ Λεβί-Στρως.

28 Ο E. Laclau (1975, σ. 100-101) ισχυρίζεται κάτι παρόμοιο. Ο A. Cutler (1971) ισχυρίζεται πως ο Αλτουσέρ αποφεύγει αυτή την αναγωγή της αυτονομίας της ιδεολογίας έχοντας «μια έννοια του συγκεκριμένου χαρακτήρα του ιδεολογικού επιπέδου» (σ. 12), αλλά στον βαθμό που συμβαίνει κάτι τέτοιο πρόκειται για ιδεαλιστική έννοια, εφόσον δεν έχει υλική θεμελίωση έξω από τους Ιδεολογικούς Κρατικούς Μηχανισμούς.

29 Η επιμονή στο ότι «οι σχέσεις παραγωγής» δεν είναι κοινωνικές, αλλά αποτελούν μάλλον συνδυασμό «δραστών της παραγωγής» με τις «υλικοτεχνικές συνθήκες εργασίας» είναι ξεκάθαρη έκφραση της αστικής σύλληψης της παραγωγής (Political Power and Social Classes, σ. 65). 30 Ολόκληρο το έργο Οι κοινωνικές τάξεις στον σύγχρονο καπιταλισμό (Classes in Contemporary Capitalism), βασίζεται σ’ αυτή τη θεωρία της κοινωνικής τάξης. Για παράδειγμα, η διάκριση ανάμεσα στην παραγωγική και τη μη παραγωγική εργασία βασίζεται στον υλικό χαρακτήρα του προϊόντος και όχι στην υπαγωγή του κάτω απ’ το κεφάλαιο ως ικανό να παράγει υπεραξία (ό.π., σ. 221). Ο διαχωρισμός μεταξύ νοητικής και χειρωνακτικής εργασίας θεμελιώνεται στον τεχνικό επιμερισμό εργασίας, ενώ ο Μαρξ είχε καταστήσει σαφές ότι αυτός ο διαχωρισμός εξέφραζε την ιδιοποίηση των δημιουργικών δυνάμεων της εργασίας από το κεφάλαιο. Η διάκριση ανάμεσα σε τμήματα της μικροαστικής τάξης βασίζεται στα διακριτικά χαρακτηριστικά της παραγωγικής διαδικασίας και όχι σε διακριτές σχέσεις με το κεφάλαιο. Η ενότητα της μικροαστικής τάξης συγκροτείται ιδεολογικά και όχι στη βάση μιας από κοινού σχέσης με το κεφάλαιο.

31 Εφόσον το πολιτικό είναι και πάλι κυρίαρχο στην παρούσα, ιμπεριαλιστική εποχή, θα ανέμενε κάποιος ότι η κοινωνική τάξη θα είχε παραχωρήσει τη θέση της στις παραδοσιακές τάξεις της περιόδου της γαλλικής επανάστασης [estates].

32 Αυτή η κυριαρχία εγγράφεται στον ίδιο τον ορισμό της έννοιας της πρακτικής για τον Αλτουσέρ (1969, σ. 184).

33 Εξ ού και για τον Πουλαντζά, η πτωτική τάση του κέρδους είναι το συγκυριακό αποτέλεσμα της πάλης για διανεμητικά μερίδια (Classes in Contemporary Capitalism, σ. 107).

34 Ο Πουλαντζάς δεν αρχίζει καν να προσπαθεί να καθορίσει αυτά τα όρια.

35 Τα όρια είναι και πάλι ακαθόριστα. Ο μόνος παράγοντας που θα μπορούσε να εξηγήσει τον δομικό καθορισμό είναι το επίπεδο οργάνωσης της κοινωνικής τάξης. Ωστόσο, στον βαθμό που αυτό γίνεται αποδεκτό ως παράγοντας ελεύθερος από συγκεκριμένες συνθήκες, καθιστά εφικτό για την κοινωνική τάξη να υπερβεί τα δομικά όρια κι έτσι να γίνει ταξικό υποκείμενο. Αυτό αναπαράγει τον «ιστορικισμό» που ο Πουλαντζάς καταδικάζει. Εφόσον οι σχέσεις ισχύος υφίστανται σε κάθε επίπεδο πάλης, θα μπορούσε να συμπεράνει κανείς ότι η έννοια της κυριαρχίας χάνει την ισχύ της. Ωστόσο η κυρίαρχη τάξη στο κοινωνικό μόρφωμα είναι η τάξη που είναι κυρίαρχη στο κυρίαρχο επίπεδο του μορφώματος (Political Power and Social Classes, σ. 113). Δεν γνωρίζουμε ακόμα τι σημαίνει η λέξη «κυρίαρχος», είτε στη μία περίπτωση είτε στην άλλη.

36 Η «ιδιότητα της απομόνωσης» είναι κάτι που καθορίζεται τελικά από τη δομή της παραγωγικής διαδικασίας (Political Power and Social Classes, σ. 129), αν και το επιχείρημα είναι εξαιρετικά συγκεχυμένο. Στην πραγματικότητα, η απομόνωση αυτή δεν είναι χαρακτηριστική του οικονομικού ως τέτοιου, αλλά της κυκλοφορίας, όπου εξαρτάται από τη σχέση της ανταλλαγής εμπορευμάτων, που είναι ένα στάδιο των σχέσεων της συνολικής κοινωνικής παραγωγής και όχι το αποτέλεσμα δικαιϊκών και ιδεολογικών δομών. Δεν είναι χαρακτηριστικό του σταδίου της άμεσης παραγωγής στην οποία η εργασία χάνει σταδιακά τον ατομικό της χαρακτήρα. Η αδιαφορία για το στάδιο αυτό είναι τυπικό χαρακτηριστικό της αστικής αντίληψης των «κοινωνικών σχέσεων παραγωγής» ως σχέσεων διανομής.

37 Οι κυρίαρχες τάξεις συγκροτούν ένα μπλοκ εξουσίας κάτω από την ηγεμονία ενός τμήματος, γύρω από το οποίο συγκεντρώνονται «σύμμαχες» και «υποστηρικτικές» κοινωνικές τάξεις, τμήματα, στρώματα ή κατηγορίες (Political Power and Social Classes, σ. 243-44). Οι έννοιες αυτές δεν αφορούν σχέσεις που συγκροτούνται στο «πολιτικό σκηνικό», και άρα η άρχουσα τάξη είναι διακριτή από την κυρίαρχη τάξη, και η ηγεμονική τάξη ή τμήμα δεν είναι ανάγκη να εμφανίζεται καν στο πολιτικό σκηνικό (Political Power and Social Classes, σ. 248-249). Αυτό είναι πολύ μυστηριώδες, μιας και είναι δύσκολο να γνωρίζουμε πού λαμβάνει χώρα η πολιτική, και άρα και πού θεμελιώνεται η πολιτική κυριαρχία, αν δεν θεμελιώνεται στο πολιτικό σκηνικό. Στην πραγματικότητα, αυτές οι σχέσεις πολιτικής κυριαρχίας μοιάζουν να συγκροτούνται στη δομή και προηγούνται της συγκρότησης των κοινωνικών τάξεων ή της ταξικής πάλης. Με άλλα λόγια, η ταξική πάλη είναι ένα φάντασμα που τοποθετείται ανάμεσα στη δομή και τις θεσμικές σχέσεις του «πολιτικού σκηνικού», αλλά δεν έχει η ίδια καμία δική της ύπαρξη.

38 Έτσι, οι θεωρητικές εικασίες του Πουλαντζά είναι καθαρά μορφολογικές με την έννοια ότι η θεωρία δεν έχει ουσιαστικό περιεχόμενο, αλλά επισημαίνει απλώς τους τύπους σχέσεων που πρέπει να σχετίζονται με τις διάφορες όψεις της δομής και της ταξικής πάλης. Το συγκεκριμένο περιεχόμενο μπορεί να καθοριστεί μόνο από την ανάλυση «απτών καταστάσεων. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορούμε να διακρίνουμε ανάμεσα σε δευτερεύοντες παράγοντες και πραγματικές αιτίες» (Fascism and Dictatorship, σ. 11). Η μορφολογική επεξεργασία συνοδεύεται έτσι από μια σειρά εμπειρικών παραδειγμάτων «αναλύσεων απτών καταστάσεων».

39 Αυτό προϋποθέτει χονδροειδή διαστρέβλωση της ανάλυσης του Λένιν. Για τον Λένιν, τα Σοβιέτ δεν ήταν τα μέσα δια των οποίων μπορούσε να γίνει η επανάσταση. Η περίοδος της «δυαδικής εξουσίας» ήταν μια περίοδος κατά την οποία το καθεστώς Κερένσκι και τα Μενσεβικοκρατούμενα Σοβιέτ ανταγωνιζόντουσαν μεταξύ τους, με φιλοδοξία να αποτελέσουν την έδρα της αστικής κρατικής εξουσίας. Για τον Λένιν, η σοσιαλιστική επανάσταση εξαρτιόταν από την καταστροφή του αστικού κράτους, η οποία μπορούσε να απελευθερώσει τα Σοβιέτ ώστε να είναι η βάση μιας νέας κρατικής εξουσίας. Το ότι δεν έγιναν τέτοια είναι άλλη ιστορία.

40 Η θεώρηση του λειτουργισμού στον Πουλαντζά είναι μάλλον ασυνεπής, κυρίως επειδή ταυτίζει τον κανονιστικό λειτουργισμό με τον δομικό λειτουργισμό (βλ. Political Power and Social Classes, σ. 198). Μόνο ο πρώτος μπορεί να αφομοιωθεί στον «μαρξιστικό ιστορικισμό».

41 Στην πρώιμή του βιβλιοκρισία στο Althusser (1966), ο Πουλαντζάς ερμηνεύει τον αλτουσεριανισμό ως μια προσπάθεια να συμφιλιωθεί η αναγωγή της δομής στην πρακτική εκ μέρους του Σαρτρ («ιστορικιστική») με την αναγωγή της πρακτικής στη δομή εκ μέρους του Λεβί-Στρως («λειτουργιστική-μορφιστική») [functionalist-gestaltist]. Στη βιβλιοκρισία του, ο Πουλαντζάς συμπεραίνει ότι ο Αλτουσέρ δεν ξεπερνά τον λειτουργιστικό αναγωγισμό του δεύτερου. Για κάποιο λόγο, η ανάγνωση του Διαβάζοντας το Κεφάλαιο άμβλυνε τις κριτικές ικανότητες του Πουλαντζά.

42 Αυτή η αναδιατύπωση της σχέσης ανάμεσα στην ιδιοκτησία και την πραγματική ιδιοποίηση σχετίζεται στενά με το έργο του Μπέτελχάιμ. Υιοθετήθηκε από τον Μπαλιμπάρ (1973). Οδηγεί σε μια εξέταση των τρόπων παραγωγής σε συνάρτηση με τη «συνέπεια» συγκεκριμένων «σχέσεων ιδιοκτησίας» σε σχέση με συγκεκριμένες «σχέσεις πραγματικής ιδιοποίησης», η οποία στην πραγματικότητα είναι μια εξέταση των τεχνικών συνθηκών υπό τις οποίες είναι εφικτές διαφορετικές σχέσεις διανομής. Ο Μπέτελχαϊμ έχει επικεντρωθεί στον μετακαπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Οι Hindess και Hirst κάνουν ακριβώς το ίδιο για προκαπιταλιστικούς τρόπους.

43 Αυτή είναι η ερμηνεία των καθαρολόγων αλτουσεριανών που βλέπουν τον Πουλαντζά ως θιασώτη της εργαλειακότητας (A. Cutler, 1971, σ. 7-8˙ Hindess και Hirst, 1975, σ. 37-39). Είναι ο τρόπος με τον οποίο κάποια από τα στοιχεία του έργου του Πουλαντζά έχουν αφομοιωθεί από πολλούς μαρξιστές στη Βρετανία. Για παράδειγμα, το έργο αυτό αφομοιώνεται εύκολα σε νεοβεμπεριανές αναλύσεις, στις οποίες η «συγκυρία» μπορεί να περιγραφεί με θεσμικο-ιδεολογικούς όρους.

44 Αυτή είναι η ερμηνεία του έργου του Πουλαντζά που κυριαρχεί στις νεογκραμσιανές και νεοβεμπεριανές κριτικές, πχ Miliband (1970, 1973)˙ E. Wright κ.ά (1975-1976). Αυτή η αντίθεση «δομικών» και «εργαλειακών» θεωριών αναπαράγει την αντίθεση μεταξύ «υποκειμενιστικών» και «αντικειμενιστικών» αστικών φιλοσοφιών της ιστορίας.

45 Αξίζει να σημειωθεί πως όλες οι κριτικές του Πουλαντζά στον λειτουργισμό μπορούν να αναχθούν σε μομφές περί «ιστορικισμού» που στοχεύουν στον «κανονιστικό» και όχι στον «δομικό» λειτουργισμό, και σε μομφές για τον «ολοκληρωματισμό» [integrationism], οι οποίες καταρρίπτονται με μια θεωρία για τη λειτουργικότητα της σύγκρουσης όπως αυτή που παρουσιάζει ο Coser και αναπαράγει ο Πουλαντζάς.

Αναφορές Althusser, L. (1969) For Marx. London. Althusser, L. (1971) Lenin and Philosophy and Other Essays. London. Althusser, L. and Balibar, E. (1970) Reading Capital. London. Anderson, P. (1976) Considerations on Western Marxism. London. Balibar, E . (1973) “Self Criticism”, Theoretical Practice, 7/8. Banaji, J. (χωρίς ημερομηνία) Modes of Production in a Materialist Conception of History (mimeo). Clarke, S. (1976) Althusserian Marxism. (mimeo). Colletti, L. (1972) From Rousseau to Lenin. London. Coser, L. (1956) The Functions of Social Conflict. London. Cutler, A. (1971) “Fascism and Political Theory”. Theoretical Practice, 2. Engels, F. (1962) Karl Marx, A Contribution to the Critique of Political Economy, στο K. Marx and F. Engels: Selected Works, Vol. 1, Moscow. Glucksmann, A. (1972) “A Ventriloquist Structuralism”, New Left Review, 72. Hilferding, R . (1949) “Böhm-Bawerk’s Criticism of Karl Marx”, στο E . Böhm -Bawerk: Karl Marx and the Close of his System, New York. Hindess, B. and Hirst, P . (1975) Pre-capitalist Modes of Production, London. Itoh, M. (1975) “Marx’s Theory of Crisis”, CSE Bulletin, IV, 1. Laclau, E. (1975) “The Specificity of the Political”, Economy and Society, 4, 1. Lenin, V.I. (1961) Philosophical Notebooks, Collected Works, Vol. 38, Moscow. Marx, K. (χωρίς ημερομηνία). Poverty of Philosophy, Moscow. Marx, K. (1962a) Wage Labour and Capital, in Marx and Engels, Selected Works, Vol. 1, Moscow. Marx, K. (1962b) Afterword to the Second Edition of Capital, in Marx and Engels: Selected Works, Vol. 1, Moscow. Marx, K. (1962c) Wages, Price and Profit, in Marx and Engels, Selected Works, Vol. 1, Moscow. Marx, K. (1973) Grundrisse. London. Marx, K. (1976) Capital, Vol. 1. London. Miliband, R. (1969) The State in Capitalist Society, London. Miliband, R. (1970) “The Capitalist State”, New Left Review, 59. Miliband, R. (1973) “Poulantzas and the Capitalist State”, New Left Review, 82. Negri, A. (1976) “Sur quelques tendances de la théorie communiste de I’ État la plus récente”, Revue critique. ACSES Colloque sur l’Etat. Mimeo. Πρώτη δημοσίευση στα ιταλικά, στο Critica dell Diritto, 3. Pashukanis, E . B. (1951) General Theory of Law and Marxism (1924, 1927), στο Babb: Soviet Legal Philosophy, Boston. Nicolaus, M. (1968) “The Unknown Marx”, New Left Review, 48. Nicolaus, M. (1973) Foreword to Grundrisse, Marx (1973). Poulantzas, N. (1966) “Vers une théorie marxiste”, Temps Modernes, 240. Poulantzas, N. (1967) “Marxist Political Theory in Great Britain”, New Left Review, 43. Poulantzas, N. (1969) “The Problem of the Capitalist State”, New Left Review, 58. Poulantzas, N. (1973) Political Power and Social Classes. London. Poulantzas, N. (1974) Fascism and Dictatorship. London. Poulantzas, N. (1975) Classes in Contemporary Capitalism. London. Poulantzas, N. (1976) The Capitalist State: A Reply to Miliband and Laclau. New Left Review, 95. Rancière, J. (1974) La leçon d’Althusser. Paris. Rosdolsky, R. (1968) Zur Entstehungsgeschichte des Marxischen Kapital.Frankfurt. Rubin, I. (1972) Essays on Marx’s Theory of Value. Detroit. Walton, P. and Gamble, A. (1972) From Alienation to Surplus Value. London. Wright, E. κ.ά., (1975-6) “Some Recent Developments in the Marxist Theory of the State”, Monthly Review, 27.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *