Ο Μαρξισμός μετά το Θάνατο του Χρυσού

 

 

Ο Μαρξισμός μετά το Θάνατο του Χρυσού

 

 

« Σε όλες τις περιπτώσεις, τα μέτρα στα οποία συλλέγονται τα ενοίκια, οφείλουν να είναι τα ίδια σε όλη την επισκοπή.»  «Το μέτρο που εφαρμόζεται στο μίσθωμα του καλαμποκιού, οφειλόμενο στους ευγενείς  και άλλους, ας είναι καθορισμένο στη Βρετανία έτσι ώστε να είναι μόνο ένα και το ίδιο.» «Και όταν τα τέλη πληρώνονται, να είναι με ένα μέτρο σε όλο το βασίλειο, το μέτρο της Υψηλότητας του.»

Από τα Cahiers de Doleances του 1789 [παρατίθεται στο (Kula 1986:187)]

Οι σιδηροδρομικοί συρμοί είναι οι μεγάλοι εκπαιδευτές και ελεγκτές των ανθρώπων στην διδασκαλία και διατήρηση του ακριβούς χρόνου

William F. Allen, Report on Standard Time (1883) [παρατίθεται στο (Galison 2003: 125)]

 

 

1. «Ελαφρώς Ξεχειλωμένη ή Διαλυμένη; »

 

Η Μαρξιστική κριτική της πολιτικής οικονομίας έχει συχνά επικριθεί εμπειρικά. Οι «νόμοι» της πτωτικής τάσης του κέρδους και η αυξανόμενη εξαθλίωση της εργατικής τάξης αναφέρονται ως κεντρικές υποθέσεις της ανάλυσης του Μαρξ που έχουν διαψευσθεί «από τα γεγονότα». Αυτές οι επικρίσεις, με τη σειρά τους, έχουν απαντηθεί από Μαρξιστές με τρόπους ώστε αυτές οι επικρίσεις να απέχουν από το να είναι μοιραίες για την κριτική του Μαρξ, αλλά στην πραγματικότητα, αφήνουν τη δημόσια συζήτηση για το καθεστώς αυτών των «νόμων» σε ένα εννοιολογικό καθαρτήριο λόγω των μακροχρόνιων διαφωνιών ως προς την έννοια όρων όπως «τάση του κέρδους» και «εξαθλίωση» και πως θα έπρεπε να μετρούνται.

Είναι λοιπόν εκπληκτικό ότι οι «δολοφόνοι του Μαρξ» δεν έχουν κλείσει μια πιο ευάλωτη πλευρά της κριτικής της πολιτικής οικονομίας του Μαρξ: την επεξήγησή του για τον κεντρικό ρόλο του χρυσού στον καπιταλιστικό κόσμο. Πράγματι, το χρήμα παρέχει μία σημαντική περίπτωση ελέγχου για την βιωσιμότητα ενός Μαρξιστικού «ερευνητικού προγράμματος». Οι επιλογές εμφανίζονται απλές: ο Μαρξ ξεκάθαρα υποστηρίζει ότι ο χρυσός είναι απαραίτητος για την λειτουργία του καπιταλισμού, αλλά από την απόφαση του Νίξον να «κλείσει το παράθυρο του χρυσού» στις 15 Αυγούστου του 1971, ο χρυσός παίζει έναν περιφερειακό ρόλο στην καλύτερη περίπτωση στη διαχείριση των εθνικών και διεθνών συναλλαγών.

Τα τελευταία τριάντα επτά χρόνια έχουν φανεί αρκετές κρίσεις στον καπιταλισμό χωρίς, όμως, μια κρίση του καπιταλισμού (για να χρησιμοποιήσουμε την διάκριση του Lebowitz (Lebowitz 2003). Ο καπιταλισμός επιβιώνει χωρίς τον «σταυρό του χρυσού» της εργατικής τάξης με τον ίδιο τρόπο που επιβίωσε του τέλους της δουλείας. Ότι μπορεί να φαινόταν ουσιαστικό σε ένα σημείο στην καπιταλιστική ιστορία αποδεικνύεται ως απλό «ατύχημα» στη περίπτωση της δουλείας.(1) Συμβαίνει το ίδιο λάθος στην περίπτωση του χρυσού ως χρήμα; Με άλλα λόγια το τέλος του χρυσού (και στην πραγματικότητα οποιουδήποτε πολύτιμου μετάλλου) ως χρηματικό εμπόρευμα αποτελεί τον κρίσιμο αρνητικό πειραματικό έλεγχο του Μαρξισμού; Αν ναι, τότε ο αείμνηστος Sir Karl Popper θα μας έλεγε, «Ψευδής! Πάμε για μια νέα θεωρία!»

Αλλά γνωρίζουμε από το έργο του W.O.Quine , του Thomas Kuhn και του Imre Lakatos στα 1960 ότι αυτές οι ανωμαλίες δεν είναι συνήθως διαψεύσεις του πυρήνα της θεωρίας (και ότι δεν υπάρχουν λογικά «κρίσιμα πειράματα», αν και θα μπορούσαν να υπάρχουν ιστορικά). Οι ανωμαλίες είναι συχνά απλώς παραγωγικές αρνητικές στιγμές αναθεωρήσεων ενός σκληρού πυρήνα σε ένα ερευνητικό πρόγραμμα. Είναι αυτή η περίπτωση με τον Μαρξισμό και το τέλος του χρυσού χρήματος; Όπως ο Frantz Fanon επισήμανε στην περίπτωση της αποικιοκρατίας: «Η Μαρξιστική ανάλυση θα έπρεπε πάντα να ξεχειλώνει ελαφρώς κάθε φορά που έχουμε να κάνουμε με το αποικιακό πρόβλημα» (Fanon 1963:40). Ο «θάνατος του χρυσού» απαιτεί όπως η αποικιοκρατία ένα «ελαφρό ξεχείλωμα» των Μαρξιστικών κατηγοριών ή μία επαναστατική ρήξη μαζί τους;

Με σκοπό να απαντήσουμε σε αυτή την ερώτηση, θα εξετάσω (α) την αντίληψη του Μαρξ για τον χρυσό ως το απόλυτο χρηματικό εμπόρευμα και (β) τη συνέπεια του σπασίματος του δεσμού του χρυσού με το δολάριο το 1971 για τον Μαρξισμό και τέλος (γ) θα δείξω πως ένα «ελαφρό [ταξικού αγώνα]) ξεχείλωμα» αυτών, μπορεί να μας δώσει μία επαρκή ανάλυση και πολιτική και θεωρητική.

 

2. «Για λόγους απλοποίησης» : Στη Θεωρία του χρήματος του Μαρξ. Η αντίληψη της Ουσίας και του Φαινόμενου στη Λογική του Χέγκελ και η μέτρηση στην επιστήμη του 19ου αιώνα.

 

Τι ρόλο παίζει ο χρυσός στη λειτουργία του καπιταλισμού σύμφωνα με τον Μαρξ; Η απάντηση δεν είναι απλή, αν και ξεκινάει το κεφάλαιό του για το χρήμα στο Κεφάλαιο I με τον ισχυρισμό: «Σε όλη αυτή την εργασία προϋποθέτω ότι ο χρυσός είναι το χρηματικό εμπόρευμα, για λόγους απλοποίησης.» (Μarx 1976:188). Η προσπάθεια του Μαρξ για την επίτευξη απλοποίησης στην έκθεση δεν επιτυγχάνει ξεκάθαρα εμπειρική οικουμενικότητα, την στιγμή της έκδοσης του Κεφαλαίου Ι, πολύ λίγα έθνη λειτουργούσαν με τον κανόνα του χρυσού, και συνεπώς ο χρυσός δεν ήταν ακόμα το χρηματικό εμπόρευμα του πλανήτη.(2)  Όπως ο Niall Fergusson επισημαίνει:

Το 1868 [ένα χρόνο μετά την έκδοση του Κεφαλαίου Ι-CGC(Κράτη καπιταλιστικής ανάπτυξης)] μόνο η Βρετανία και ένας αριθμός από τις εξαρτήσεις τις – Πορτογαλία, Αίγυπτο, Καναδάς, Χιλή, Αργεντινή – βρίσκονταν στον κανόνα του χρυσού. Η Γαλλία  και τα άλλα μέλη της Λατινικής Νομισματικής Ένωσης (Βέλγιο, Ελβετία, Ιταλία και τα Παπικά Κράτη-CGC) όπως επίσης η Ρωσία, η Περσία και μερικά Λατινοαμερικάνικα κράτη ήταν σε ένα  διμεταλλικό σύστημα ενώ ο περισσότερος από τον υπόλοιπο κόσμο ακολουθούσε τον κανόνα του ασημιού.

Η «απλοποίηση» του Μαρξ έγινε γεγονός για το «παγκόσμιο χρήμα» στα 1900 όταν (ακόμα με σημαντικές εξαιρέσεις) ο κανόνας του χρυσού έγινε ο παγκόσμιος κανόνας, φυσικά , ακόμα και ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος  τον διατάραξε.

Ο χρυσός «ως το χρηματικό εμπόρευμα» ήταν το 1867 όχι μόνο περιθωριακός σε ότι ο Μαρξ ονόμασε «παγκόσμιο χρήμα», αλλά η χρήση του στην μορφή νομισμάτων ήταν επίσης περιθωριακή στις «τοπικές» χρηματικές συναλλαγές μεταξύ των καπιταλιστών και μεταξύ εργατών και των καπιταλιστών. Από το 1867, τα χρυσά νομίσματα κυριολεκτικά εξαφανίστηκαν μέσα στα θησαυροφυλάκια των τραπεζών, των κρατών, ή των πλούσιων ιδιωτών και ξεπροβάλλανε έξω από τα καβούκια τους σε σπάνιες περιπτώσεις. Πράγματι, αν βλέπουμε το χρήμα να έχει τρεις διαφορετικές πηγές (και υποστηρικτικούς θεσμούς) – την πηγή εξουσίας (το κράτος), την πηγή εμπορεύματος (την αγορά), και την πιστωτική πηγή (τις τράπεζες) – τότε στην εποχή του Μαρξ η εμπορική πλευρά του χρήματος ήταν σχετικά μικρή και μειωμένη. Ο χρυσός γινόταν ένα φάντασμα περισσότερο από ότι ο Κομμουνισμός στην εποχή του.

Αυτός ο αργός «θάνατος» ή η αποχρηματοποίηση του χρυσού δεν έπρεπε κατά ανάγκη να διατάραξε έναν Μαρξ που είχε καταγράψει λεπτομερώς τις ψευδαισθήσεις που δημιουργούνται από τη φετιχιστική του δύναμη. Επιπλέον, υπήρχαν άλλα είδη χρήματος – πιστωτικό χρήμα όπως επίσης χρήμα εκδιδόμενο από κυβερνητική εξουσία– που ολοένα αυξανόμενο κυριαρχούσε σε ένα νομισματικό ορίζοντα που προφανώς δεν χρειάζονταν το χρυσό ως το χρηματικό εμπόρευμα ή ακόμα και καθόλου κανένα χρηματικό εμπόρευμα. Ο Μαρξ, εντούτοις, απόρριψε την πιθανότητα του θανάτου του χρυσού σε ένα καπιταλιστικό σύστημα και δεν ήταν ο μόνος (3).  Παγιδεύτηκε ο Μαρξ, αυτή η αψίδα της αποφετιχοποίησης, από την φετιχιστική δύναμη του χρυσού; Ας εξετάσουμε γιατί ο χρυσός έγινε  μέρος των εννοιολογικών σταθερών ιδεών “ idée fixe” για τον Μαρξ.

Σε όλο το Κεφάλαιο ( και στο νωρίτερο  Συμβολή στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας) ο Μαρξ εξερεύνησε πολλές πλευρές του χρήματος που ρητά ήταν κατηγορηματικά αποσπασμένες  από το χρυσό και πράγματι αναγνώρισε αυτή την αποσύνδεση ότι υπηρετούσε τις λειτουργίες του (Μαρξ 1970).  Αν και έγραψε πολύ λίγα για το εθνικό κυβερνητικό χρήμα (π.χ. τα χαρτονομίσματα των ΗΠΑ που εκδοθήκανε  στον εμφύλιο πόλεμο), ενδιαφέρθηκε  ιδιαίτερα για την σχέση μεταξύ χρηματικού εμπορεύματος (χρυσό και ασήμι) και πιστωτικού χρήματος (δηλαδή, η συζήτηση των συναλλαγματικών, ασφαλειών, χαρτονομισμάτων και επιταγών στον τόμο ΙΙΙ του Κεφαλαίου περιλαμβάνει ότι η Suzanne de Brunhoff αποκάλεσε «νομισματική θεωρία της πίστεως» του Μαρξ). Ένας θα μπορούσε να κατανοήσει το ενδιαφέρον του, αφού το πιστωτικό χρήμα ήταν κρίσιμο για την κυκλοφορία των εμπορευμάτων το 1860, (και φυσικά, είναι ακόμα περισσότερο μέχρι σήμερα).  Σε αυτή την λειτουργία προχωρεί σύμφωνα με τους κανόνες ενός συστήματος χρηματικού εμπορεύματος ακόμα και αν δεν έχει άμεση σχέση με το χρυσό ως το χρηματικό εμπόρευμα (Suzanne de Brunhoff 1976:77). Το πιστωτικό χρήμα στην εποχή του Μαρξ επίσης γίνεται το όργανο συσσώρευσης επίσης ξανά ακόμα και αν δεν έχει άμεση σχέση ανταλλαγής με το χρυσό.

Το πιστωτικό χρήμα λοιπόν ικανοποίησε δύο από τους τρεις  σημαντικές λειτουργίες του χρήματος επεσήμανε ο Μαρξ  στο κεφάλαιο 3 του Κεφαλαίου τομ.Ι : α) τη μέτρηση της αξίας, β) την κυκλοφορία των εμπορευμάτων και γ) ένα όργανο συσσώρευσης. Τη μόνη λειτουργία του χρήματος που το πιστωτικό χρήμα δεν μπορούσε να εκπληρώσει είναι αυτή της μέτρησης της αξίας των εμπορευμάτων . Αυτή η κατά «δύο στα τρία» νομισματική θεωρία της πίστης υποδεικνύει ότι ο Μαρξ ήταν έτοιμος εννοιολογικά να δει μία μετάβαση από μία εμπορική όψη του χρήματος στο πιστωτικό χρήμα ως το βασικό όχημα της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων… μέχρι ενός σημείου. Ο δισταγμός του Μαρξ εδώ οδηγεί σε ερωτήσεις όπως: Τι ρόλο παίζει η μέτρηση της αξίας στην καπιταλιστική κοινωνία; Είναι κεντρική στην λειτουργία ενός νομισματικού συστήματος; Αν ναι, γιατί; Γιατί δεν μπορεί το πιστωτικό χρήμα να μετρήσει την αξία των εμπορευμάτων;

Όμως, η αρχική απάντηση του Μαρξ σε αυτές τις ερωτήσεις εγείρει περισσότερες ερωτήσεις από ότι αρχικά αυτή απαντάει. Αρχίζει προτείνοντας έναν ορισμό του χρήματος ως το μέτρο της αξίας: « η αναγκαία μορφή εμφάνισης του μέτρου της αξίας που ενυπάρχει στα εμπορεύματα, δηλαδή ο χρόνος εργασίας»(Marx 1975:188). Αυτή η σύνθετη πρόταση φορτωμένη με Χεγκελιανή ιδιόλεκτο χρειάζεται μερική ανάλυση. Πρώτο, ο Μαρξ ισχυρίζεται ότι υπάρχουν δύο μέτρα αξίας: α) ο χρόνος εργασίας και β) το χρήμα. Δεύτερο, ο χρόνος εργασίας ενυπάρχει στα εμπορεύματα ενώ το χρήμα είναι η αναγκαία μορφή  εμφάνισης. Γιατί υπάρχουν δύο «μέτρα αξίας» , αυτό που ενυπάρχει και επίσης  αυτό που εμφανίζεται;  Γιατί το χρήμα ως «η μορφή εμφάνισης του μέτρου», είναι απαραίτητη;

Η μαρτυρία του κειμένου δείχνει ότι είναι μία σημαντική περιοχή για τον Μαρξ (αν και ακραίος λαβύρινθος για τον αναγνώστη), αφού επιστρέφει σε αυτό ξανά και ξανά στα Grundrisse, στη Συμβολή στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας και στο Κεφάλαιο .(4) Το ενυπάρχων του μέτρου αξίας του χρόνου εργασίας  είναι ακριβώς αυτό που θα περίμενε κάποιος από τη Χεγκελιανή ιδιόλεκτο που χρησιμοποιεί ο Μαρξ: ο χρόνος εργασίας είναι η ουσία της αξίας του εμπορεύματος. Αυτό που είναι «κρυμμένο» στα εμπορεύματα.

Παρομοίως , συνεχίζοντας με τη Χεγκελιανή ιδιόλεκτο, η ουσία πρέπει να «φαίνεται» στην μορφή της εμφάνισης αυτής, στην περίπτωση της αξίας, είναι απαραίτητα το χρήμα.(5) Όμως ένας θα μπορούσε να ρωτήσει τον Χέγκελ γενικά «γιατί δεν μπορούμε να παραμείνουμε στο επίπεδο της ουσίας και να αποφύγουμε την εμφάνιση;» και τον Μαρξ ειδικά, «αν ο χρόνος εργασίας είναι το μέτρο της αξίας, τότε γιατί είναι καθόλα απαραίτητο το χρήμα ως μέτρο της αξίας ;» Η απάντηση του Χέγκελ στην πρώτη ερώτηση τείνει προς μία ταυτολογία: «το ότι εμφανίζεται είναι αυτό το χαρακτηριστικό, μέσω του οποίου η ουσία διαφέρει από το Είναι – μέσω του οποίου είναι ουσία και η ανεπτυγμένη εμφάνιση είναι το φαινόμενο» Hegel 1892:239). Η απάντηση του Μαρξ στην δεύτερη ερώτηση τείνει στο  ποιητικό: «η αξία του σίδερου, του πανιού, του σταριού κλπ. υπάρχει, αν και αόρατα, μέσα σε αυτά τα ίδια τα πράγματα. Παρασταίνεται στην ισότητά τους με το χρυσό, στη σχέση τους με το χρυσό , που για να εκφραστούμε έτσι, τριγυρνάει μόνο μέσα στα κεφάλια των εμπορευμάτων. Γι αυτό ο φύλακας των εμπορευμάτων  πρέπει να κολλήσει τη δικιά του γλώσσα στα κεφάλια του ή να κρεμάσει στο λαιμό τους χάρτινες πινακίδες για να ανακοινώσει τις τιμές τους στον έξω κόσμο» (Marx 1975:189)

Δεδομένων αυτών των μη ικανοποιητικών απαντήσεων, ίσως ένα παράδειγμα του ενυπάρχοντος και της εμφάνισης  των μέτρων από άλλο κλάδο με τον οποίο ο Μαρξ ήταν εξοικειωμένος  θα μπορούσε να είναι : τα μέτρα  που χρησιμοποιήθηκαν για τη θερμότητα στη φυσική του δεκάτου ενάτου αιώνα. Ένα μέτρο για τη θερμότητα του αερίου είναι η μέση κινητική ενέργεια των ατόμων που το συνιστούνε. Το μέτρο αυτό είναι «αόρατο» με δύο έννοιες: α) είναι ιδεατό, όπως κάθε μέσο είναι αναπόφευκτα, β) τα άτομα του αερίου δεν είναι παρατηρήσιμα άμεσα. Η μέση κινητική ενέργεια είναι η ενυπάρχουσα φύση της θερμότητας ενός αερίου (με τη Χεγκελιανή έννοια), αλλά αυτή δεν μπορεί να μετρηθεί άμεσα (ακόμα και αν ο υπολογιστικός δαίμονας του Maxwell κατέρρεε τελικά από την προσπάθεια) (van Baeyer 1998:145-155)

Το άλλο μέτρο εμφάνισης  της θερμότητας αερίου είναι ότι ορίζεται από τα θερμόμετρα (θερμότητα= θερμό, μέτρο= μέτρο). Υπάρχει μία τεράστια ποικιλία μεθόδων και οργάνων που χρησιμοποιήθηκαν σε όλη την ιστορία για να μετρήσουν τη θερμότητα, από την διόγκωση ενός αερίου που σπρώχνει ένα υγρό, στην ανύψωση της αλκοόλης ή του υδράργυρου σε ένα γυάλινο σωλήνα, στην κάμψη μιας διμεταλλικής λωρίδας (Whitelaw 2007:80-81). Αλλά όλα αυτά οδηγούν σε παρατηρήσιμα, εμφανή αποτελέσματα που «φανερώνουν» ή «επικοινωνούν» (αν και όχι άμεσα) το ενυπάρχων μέτρο.  Οι αλλαγές στην μέση κινητική ενέργεια ενός αερίου αντανακλώνται  στις αλλαγές του μήκους του υδραργύρου σε ένα γυάλινο σωλήνα τοποθετημένο μέσα στο αέριο, αλλά δεν υπάρχει καμία ταυτότητα μεταξύ τους.

Αυτή η ανεξαρτησία μπορεί να φανεί στην ανάπτυξη της θερμοδυναμικής θεωρίας του 19ου αιώνα που βασιζόταν σε μία μη ατομική αντίληψη του φαινομένου της θερμότητας και στα αποτελέσματα των εμφανών, παρατηρήσιμων μετρήσεων.  Πολλοί υποστηρικτές της θερμοδυναμικής  όπως ο Georg Helm και ο Ludwig Ostwald ανέπτυξαν ένα φαινομενολογικά «ενεργητικό» πρόγραμμα που απέρριψε την ατομική «αναγωγή» της θερμοδυναμικής  και αμφισβήτησε το επιστημολογικό καθεστώς ενός μη παρατηρήσιμου , «μεταφυσικού» ατομικού στρώματος ή  πραγματικότητας (Kragh 1999:7-9). Συνεπώς, στην Χεγκελιανή ιδιόλεκτο, συνηγορήσανε υπέρ του Φαινομένου και απορρίψανε την Ουσία.

Ο Μαρξ απέρριψε τις απόπειρες από οικονομολόγους και από την αριστερά και από τη δεξιά που συνηγορούσανε στην  εξάλειψη είτε της Ουσίας (το μέτρο αξίας του χρόνου εργασίας) είτε του Φαινομένου ( του χρήματος ως το χρυσό μέτρο αξίας) στις θεωρητικές συζητήσεις του καπιταλισμού της εποχής του. (6)  Η ένταση μεταξύ των δύο μέτρων είναι κρίσιμη για την κατανόηση του καπιταλισμού, σύμφωνα με τον Μαρξ.  Η σχέση μεταξύ τους είναι σύνθετη αφού δεν είναι ούτε πολικά αντίθετες ούτε ομόλογες. Ας εξετάσουμε τις αντιφάσεις και τις ταυτότητες αυτών των δύο μέτρων.

Το μέτρο αξίας  του χρόνου εργασίας είναι σχεδόν παρόμοιο με το ατομικό μέτρο της θερμότητας το οποίο είναι αόρατο, ενυπάρχων και θεωρητικό.  Η αξία ενός εμπορεύματος που μετριέται με το χρόνο εργασίας  που είναι κοινωνικά απαραίτητος για την παραγωγή  του εμπορεύματος «με τους υπάρχοντες κοινωνικά – κανονικά όρους παραγωγής και με τον κοινωνικά μέσο βαθμό επιδεξιότητας και την κυρίαρχη της εποχής εντατικότητα». Όταν ένα εμπόρευμα φαίνεται μπροστά μας , δεν μας λέει τίποτα για την ενυπάρχουσα αξία εντός του που να μπορεί να παρατηρηθεί άμεσα. Ούτε για τις λεπτομέρειες της ιδιαίτερης ιστορίας της παραγωγής της αξία του μας λέει κάτι περισσότερο από ότι η ταχύτητα των μεμονωμένων ατόμων ενός αερίου μας λέει για την μέση κινητική ενέργεια  ολόκληρου του συνόλου των ατόμων του αερίου.

«Κανονικά»,  «μέσος βαθμός», «κυρίαρχη» είναι λέξεις στον ορισμό του μέτρου αξίας που υποδεικνύουν  και μία συγκεκριμένη ιστορία και μία αφηρημένη  και εξαρτώμενη από τη διάσταση της διάρκειας του χρόνου. Η εφαρμογή αυτών των όρων θα μπορούσε να είναι τόσο δύσκολη όσο και το καθήκον του δαίμονα του Maxwell (ο οποίος έπρεπε να ξεχωρίσει τα «αργά» από τα «γρήγορα» άτομα), αλλά είναι αρκετά δύσκολο και σίγουρα δίνει αποτελέσματα που είναι και αληθινά και ακόμα ακραία διαχρονικά αφού η φράση «κυρίαρχη της εποχής» είναι ευαίσθητη στο εμπόρευμα που παράγεται.(7) Είναι επίσης η φύση των εννοιών όπως «κανονικά» και «μέσος βαθμός» να είναι  post factum .

Υπάρχει ένα μέτρο εδώ στο χρόνο εργασίας, αλλά είναι μία δύσκολη μέτρηση. Ακόμα και αν η αξία υπάρχει και ασκεί τεράστια επίδραση στον κόσμο των εμπορευμάτων (όπως η μέση κινητική ενέργεια του αερίου υπάρχει και ασκεί τεράστια επίδραση στον κόσμο των αερίων), είναι δύσκολα η βάση μίας οριστικής εξίσωσης όπως «η αξία του x  εμπορεύματος y= 10 εργατοώρες,» επειδή για να κάνουμε μία τέτοιου είδους δήλωση ένας θα πρέπει να εξερευνήσει ολόκληρο τον κλάδο παραγωγής αφοσιωμένο  στο εμπόρευμα y  και να έχει συμφωνήσει αναφορικά με τη σημασία των ευαίσθητων λέξεων στη φράση «με τους υπάρχοντες κοινωνικά – κανονικά όρους παραγωγής και με τον κοινωνικά μέσο βαθμό επιδεξιότητας και την κυρίαρχη της εποχής εντατικότητα».

Το χρηματικό μέτρο της αξίας διαφέρει δραματικά από το μέτρο του χρόνου εργασίας στο ότι αυτό δεν βασίζεται σε μία ανασκόπηση ολόκληρων κλάδων οικονομίας και στη λήψη ευαίσθητων αποφάσεων σχετικά με το «κανονικά» και «μέσο βαθμό» για να κάνει μία δήλωση μέτρησης όπως « η αξία του x εμπορεύματος y= 1/32 ουγγιές χρυσού». Κάποιος απλά παρατηρεί ότι η τιμή του εμπορεύματος (δηλαδή η χρηματική μορφή της αξίας του) πόσο είναι στις δημόσιες εισηγμένες αγορές και από εκεί μπορεί να συμπεράνει μία δυνητικά απεριόριστη σειρά ισοτιμιών. Με άλλα λόγια το εμφανές του χρηματικού μέτρου της αξίας επιτρέπει σε κάποιον να συμπεράνει, «η ατελείωτη σειρά των σχετικών εκφράσεων της αξίας, γίνεται η ειδική σχετική μορφή της αξίας του χρηματικού εμπορεύματος. Η σειρά  αυτή όμως  δίνεται πια κοινωνικά στις τιμές των εμπορευμάτων» (Marx 1975:189) Αυτό που θα απαιτούσε μία πολύπλοκη διαδικασία έρευνας για να ορίσει την ενυπάρχουσα αξία ενός εμπορεύματος παρακάμπτεται από τη δημιουργία της μορφής της τιμής μέσω της οποίας αυτή η ενυπάρχουσα αξία φαίνεται στην τιμή της, ή όπως ο Μαρξ το θέτει, «Η τιμή είναι το χρηματικό όνομα της εργασίας που έχει αντικειμενοποιηθεί στο εμπόρευμα» (Marx 1975:195-196)

Αν και η εμφάνιση του μέτρου αξίας δεν είναι σε αντίθεση με το ενυπάρχων μέτρο αυτής , δεν είναι ούτε τελείως ομόλογη, όπως ο Μαρξ επισήμανε  (cf Marx 1975:196) Το μέτρο της αξίας του χρόνου εργασίας  αν και ενυπάρχων και δύσκολο να ορισθεί έχει μία σημαντική ιδιότητα κάθε καλού μέτρου : οι αλλαγές στη μέτρηση της Q ποσότητας του x οφείλονται σε αλλαγές στο x και όχι στην μέτρηση του Q. Αυτό είναι αλήθεια για το μέτρο αξίας του χρόνου εργασίας, αφού κάθε αλλαγή στην αξία του εμπορεύματος θα οφειλόταν σε αλλαγή στην παραγωγή του εμπορεύματος ή στον κλάδο παραγωγής του (συμπεριλαμβανόμενες αλλαγές στο «κανονικά», «μέσος βαθμός» και «κυρίαρχη» όπως επισημάναμε παραπάνω), ο χρόνος εργασίας όντας μία μη διακυμαινόμενη μονάδα σε όλους τους κλάδους παραγωγής , εθνικές οικονομίες και εντός των ιστορικών περιόδων. Αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια για το χρηματικό μέτρο της αξίας , γιατί αν η αξία του χρυσού αλλάξει λόγω αλλαγών στην παραγωγή του, η τιμή αρκετών εμπορευμάτων θα αλλάξει, έστω και αν (στην πραγματικότητα επειδή) δεν υπάρχουν αλλαγές στην παραγωγή  τους ή στους κλάδους τους παραγωγής.

Συνεπώς οποτεδήποτε υπάρχει μία αλλαγή στην τιμή ενός εμπορεύματος, δεν είναι ξεκάθαρο αν προκύπτει από αλλαγές στην αξία του χρηματικού εμπορεύματος ή αλλαγές λόγου της αξίας του εμπορεύματος (ή και τα δυο). Το μέτρο μπορεί να επηρεάσει το μετρούμενο (και αντίστροφα αν το μετρούμενο είναι στοιχείο παραγωγής του χρυσού). Αυτό θα εμφανίζονταν να είναι σημαντικό ελάττωμα στο Φαινόμενο ή στο Μέτρο της αξίας στην μορφή της τιμής, αλλά αντί να χλευάζεται η σύγχυση της μορφής της τιμής που δημιουργεί, καλεί για «μεταρρύθμιση», και απαιτεί ,όπως αρκετοί έχουν κάνει στο παρελθόν, «ακριβή ζύγια, ακριβά σταθμά», ο Μαρξ ήρεμα δηλώνει ότι ένα μέτρο που μπερδεύει και είναι και μπερδεμένο είναι τέλεια κατάλληλο για ένα σύστημα που μπερδεύει και είναι και μπερδεμένο: «Δεν πρόκειται για έλλειψη αυτής της μορφής, αλλά αντίθετα την κάνει έτσι κατάλληλη η μορφή ενός τρόπου παραγωγής, όπου ο κανόνας μπορεί να επιβάλλεται μόνο σα νόμος των μεσαίων όρων που δρα τυφλά μέσα στο χάος της ακαταστασίας» (Μarx 1975:196).(8)

Εν κατακλείδι, ο Μαρξ επέμενε στην κεντρικότητα του χρυσού μέτρου της αξίας επειδή αυτός είναι ο δρόμος στον οποίο μία κρίσιμη πλευρά  θα μπορούσε να εκφρασθεί. Το χρήμα ως χρυσός επιτρέπει στην αξία των εμπορευμάτων να εκφρασθούν  οριστικά και συνοπτικά, να φαίνονται ως τιμή, ακόμα και αν για να το κάνουν αυτό διαστρεβλώνουν την απόλυτη φύση τους. Αυτό είναι σίγουρα σημαντικό, ειδικά, αφού το μέτρο αξίας του χρόνου εργασίας αν και ουσιαστικό είναι ολοκληρωτικά ανεφάρμοστο από τους καπιταλιστές για να κάνουν «ότι τα αφεντικά κάνουν».

Για τον Μαρξ λοιπόν, χωρίς χρυσό δεν υπάρχουν τιμές, και πως θα υπήρχε καπιταλισμός χωρίς τιμές; Αλλά γιατί επιμένει ο Μαρξ στο «αληθινό πράγμα» και όχι σε μία φανταστική μονάδα  υπολογισμού ή «ονομαστικό ισοδύναμο του χρυσού» για να φτάσει στις τιμές; (9) Όπως επιμένει, ακόμα και αν οι ισοτιμίες, π.χ. η αξία δύο ουγγιών του εμπορεύματος σιδήρου = 1/36 από μία ουγγιά χρυσού, δεν χρειάζεται να εμπλέκουν ούτε καν «το πιο μικροσκοπικό σωματίδιο αληθινού χρυσού», πρέπει να εξισώνουν χρόνους εργασίας μεταξύ χρυσού και σιδήρου σε πραγματικές ανταλλαγές (Marx 1975:190) Υπερασπίστηκε πεισματικά την επιμονή του στο πραγματικό χρυσό εναντίον του φανταστικού χρυσού με μία εκπληκτική ποικιλία εικόνων και αλληγοριών  χρησιμοποιώντας θρησκευτικές, βιολογικές και φιλοσοφικές αναφορές στο τέλος του τμήματος για το «Χρήμα» στο Κεφάλαιο Ι.  Η χρήση τέτοιων πυροτεχνικών επιδείξεων  είναι ένα σίγουρο σημάδι της ειρωνικής οργής του Μαρξ εναντίον αυτών που πρεσβεύανε την κατάργηση του χρυσού και άλλων ειδών νομισματικών ψωνάρων και λειτουργεί ως προειδοποίηση επίσης σε αυτούς όπως ο Nixon που θα τολμούσε να αποσπάσει το χρήμα από το χρυσό:

Για να ασκήσει λοιπόν στην πράξη το εμπόρευμα την ιδιότητα μίας ανταλλακτικής αξίας , πρέπει να αποβάλλει το φυσικό του σώμα, να μετατραπεί από απλώς φανταστικό χρυσάφι σε πραγματικό χρυσάφι, μόλο που η μετουσίωση αυτή μπορεί να του φανεί «πιο ξυνή» από ότι μπορεί να φανεί στη Χεγκελιανή  «έννοια» το πέρασμα από την αναγκαιότητα στην ελευθερία, ή σε ένα αστακό η διάρρηξη του κελύφους του, ή στον πατέρα της εκκλησίας Ιερώνυμο η αποβολή του παλιού Αδάμ…. Αν ο κάτοχος του σιδήρου αντίκριζε λ.χ. τον κάτοχο ενός κοσμικού εμπορεύματος και του έλεγε ότι η τιμή του σιδήρου είναι κιόλας η χρηματική του μορφή, τότε ο κοσμικός θα του απαντούσε όπως απάντησε στον ουρανό ο άγιος Πέτρος  στο Δάντη που του είχε αποστηθίσει το Δόγμα της Πίστης: « Αρκετά καλά έχεις πετύχει το κράμα και το βάρος αυτού του νομίσματος, πες μου όμως αν το έχεις στο πουγγί σου»… Δύσκολα το ρευστό κρύβεται μέσα στο ιδεατό μέτρο της αξίας (Marx 1975:197-198).

«Η μετουσίωση αυτή», «στη Χεγκελιανή  «έννοια» το πέρασμα από την αναγκαιότητα στην ελευθερία», η διάρρηξη του κελύφους του αστακού, «στον πατέρα της εκκλησίας Ιερώνυμο η αποβολή του παλιού Αδάμ» και η απάντηση του αγίου Πέτρου όλα επισημαίνουν το γεγονός ότι “Μεταξύ της ουσίας/και πτώσης/πέφτει η Σκιά” (Eliot 1962:59)

Καθώς αυτή η παράγραφος εκφράζει την επιμονή του Μαρξ για το χρυσό, θα άξιζε τον κόπο να συλλογιστούμε πάνω σε αυτή την υπερβολή αλληγοριών και μεταφορών. Ο Μαρξ πρώτα περιγράφει την πώληση ενός εμπορεύματος για χρηματικό χρυσό που το κάνει ανταλλακτική αξία στην πράξη μία μορφή «μετουσίωσης». Μετουσίωση είναι, φυσικά, η μεταμόρφωση του άρτου και οίνου σε σώμα και  αίμα του Χριστού κατά τη διάρκεια της Ευχαριστίας στις Καθολικές και Ανατολικές Ορθόδοξες μάζες. Αυτή η μεταμόρφωση δεν κατανοείται από την πίστη αυτών των θρησκειών  με μία μεταφορική ή συμβολική έννοια. Σε κάποιο σημείο στη μάζα, ένα πραγματικό θαύμα  υποτίθεται λαμβάνει χώρα και το ουράνιο σώμα και αίμα του Χριστού πραγματικά εγχέεται στο γήινο ψωμί και κρασί. Στην αλληγορία του Μαρξ, η ανταλλαγή ενός εμπορεύματος με χρήμα είναι μία μετουσίωση απλά  επειδή η αξία του εμπορεύματος (η οποία πριν είναι απλώς φανταστική  ή «ουράνια») γίνεται πραγματική σε χρήμα και στον οποίο χρυσό που ανταλλάσσεται.

Η μετουσίωση του εμπορεύματος είναι, σύμφωνα με τον Μαρξ, πιο ξυνή από ότι οι άλλες τρεις μεταμορφώσεις στη λογική, βιολογία και θρησκεία που αναφέρει. Αξίζει να σκεφθούμε μέσω αυτών της σειρά για να καταλάβουμε  το γιατί.

Καταρχάς να εξετάσουμε τη φιλοσοφική: τη μετάβαση από την αναγκαιότητα στην ελευθερία. Ο Χέγκελ υποστηρίζει ότι η Αναγκαιότητα και η Ελευθερία αφαιρετικά είναι αλληλοαποκλειώμενες (ως εκ τούτου δεν μπορεί να  υπάρξει μετάβαση από τη μία στην άλλη), αλλά όταν εξετάζουμε την εσώτερη φύση της Αναγκαιότητας  βρίσκουμε ότι «αλλά δεν είναι μέρη, παρά μόνο καθόσον σχετίζονται ταυτιζόμενα μεταξύ τους, δηλαδή συγκροτούν το όλο όταν αυτά συναθροίζονται» (Hegel 1892:283). Έτσι και όταν ο εσωτερικός πλούτος της αναγκαιότητας  αναγνωρισθεί , τότε « μεταμορφώνεται σε ελευθερία, και αυτή δεν είναι απλά η ελευθερία της αφηρημένης άρνησης, αλλά είναι συγκεκριμένη και θετική ελευθερία» (Hegel 1892:283).

Η εμπορευματική έκδοση της μετάβασης από την αναγκαιότητα στην ελευθερία είναι όταν ένα εμπόρευμα εκπληρώνει το πεπρωμένο του ως ένα εμπόρευμα όντας ανταλλάξιμο σε χρήμα και επαληθεύει την πραγματική του τιμή, «συγκεκριμένη και θετική». Με ποια έννοια είναι αυτή η μετάβαση ποιο προβληματική από ότι Χεγκελιανή «αντίληψη» της μετάβασης; Εξετάζουμε ένα από τα παραδείγματα μετάβασης του Χέγκελ : ένας εγκληματίας μπορεί να είναι ελεύθερος  όταν αναγνωρίζει την ποινή του ως «μία (αναγκαία) εκδήλωση της δικής του πράξης». Αυτή η αναγνώριση, όμως, έρχεται από μέσα του. Αλλά ένα εμπόρευμα βρίσκει το ισοδύναμο-εμπόρευμα  του Σπινόζα «την διανοητική αγάπη του Θεού» όταν ανταλλάσσεται με χρυσό. Αλλά αυτή η μετάβαση είναι «πιο ξυνή» από αυτή του εγκληματία επειδή απαιτεί αντιμετώπιση της πιθανότητας ότι θα μπορούσε να μην πωληθεί καθόλου, δηλ. απαιτεί κάτι περισσότερο από αυτο-αντανάκλαση, μία επικίνδυνη, ενδεχομένως ενοχλητική σχέση με ένα άλλο.

Η επόμενη μετάβαση προέρχεται από το βιολογικό βασίλειο: το  μάδημα του κελύφους του αστακού. Ξεκάθαρα είναι μία απαραίτητη ενέργεια, αφού ο αστακός δεν μπορεί να αναπτυχθεί χωρίς να πετάει μακριά  περιοδικά το κέλυφός του, αλλά αυτό είναι ένα πρόβλημα, αφού τον εκθέτει σε επιθέσεις πριν να αναπτύξει ένα νέο κέλυφος.

Το εμπόρευμα  όταν ξεφορτώνεται το κέλυφός του γίνεται ευάλωτο με ένα ακόμη «πιο ξυνό» τρόπο, γιατί θα μπορούσε να ανακαλύψει ότι δεν μπορεί να αναπτύξει το χρυσό του κέλυφος και διαρκώς παραμένει ευάλωτο σε ολική καταστροφή.

Η τελική μετάβαση στη σειρά είναι «στον πατέρα της εκκλησίας Ιερώνυμο η αποβολή του παλιού Αδάμ» που αναφέρεται στου άγιου Ιερώνυμου (340-420 μ.χ.) την ομολογία περί δυσκολίας απόρριψης (αποβολής) της ανθρώπινης τάσης του για αμαρτία (ο «παλιό Αδάμ» μία παραλλαγή της αυθεντικής αμαρτίας. Αυτό ήταν αρκετά δύσκολο να το κάνει όταν είχε να ασχοληθεί με τις αμαρτίες και  τους πειρασμούς της υλικής σάρκας, αλλά είχε επίσης να αγωνιστεί  στα γεράματά του και με την «πνευματική σάρκα», έγραψε ο Μαρξ (Marx 1975:197) Ο Ιερώνυμος ομολογεί σε ένα γράμμα σε μία μαθήτρια, Ιουλία Ευστοχία, ότι μετά από μία ζωή  αναγνωρισμένη για τις στερήσεις της τρομαγμένος στάθηκε μπροστά στον δημιουργό του επειδή σκέφτηκε τον εαυτό του όταν ο Κριτής του Κόσμου  ρώτησε «Ποιος είσαι;» και απάντησε «Είμαι ένας Χριστιανός» η απάντηση ήταν « Λες ψέματα, δεν είσαι τίποτα άλλο παρά ένα Κικέρωνας (δηλ. ένας έξυπνος και δεινός ρήτορας, ένας άνθρωπος των λόγων, ένας αμφίβολος με αυτά –CGC]» (Marx 1975-197).  Το συμπέρασμα της σκέψης του αγίου Ιερώνυμου είναι ότι είναι δύσκολο να είναι πραγματικά ένας Χριστιανός, αν και είναι εύκολο να πιστεύει ή να φαντάζεται ότι είναι.

Το να κάνεις αυτή την μετάβαση από την πεποίθηση ή την φαντασία στην πραγματικότητα είναι αρκετά «ξυνή», αλλά η μετάβαση από  το να είναι ένα εμπόρευμα και να περιμένει να πωληθεί για χρήμα σε ένα που πραγματικά έχει πωληθεί μπορεί να είναι πιο προβληματικό εξαιτίας του «φανταστικού χρυσού του σχήματος» του ή της τιμής του που δεν δίνει καμία εγγύηση ότι θα πωληθεί οποιαδήποτε και να είναι η ποιότητά του, ως εκ τούτου για τον θεό του εμπορεύματος, τον ιδιοκτήτη του αυτό είναι πραγματικά ένας Κικέρωνας μέχρι να πωληθεί.(10)

Ο Μαρξ χρησιμοποιεί αυτές τις μεταμορφώσεις στη λογική, βιολογία και θρησκεία για να δείξει τις διαφορετικές διαστάσεις της μετάβασης που απηχούνται στην ανταλλαγή ενός εμπορεύματος για χρήμα όπως ο χρυσός  που παρόλο τα «προβλήματά» του είναι απαραίτητος.

Τέλος ο Μαρξ χρησιμοποιεί τη διάσχιση των συνόρων προς τον Παράδεισο από τον Δάντη για να επισημάνει ακόμα μία φορά ότι μία τιμή οριζόμενη από μία φανταστική μονάδα υπολογισμού είναι ένας κόσμος έξω από την τιμή που ορίζεται από μία πραγματική ανταλλαγή.  Όπως μας λέει η ιστορία του Δάντη, το να περάσεις, τον αξιωματικό μετανάστευσης του παραδείσου, τον άγιο Πέτρο, ήταν βέβαιο ότι θα είναι δύσκολο, αφού παρόλα αυτά ο Δάντης δεν ήταν νεκρός. Ο άγιος Πέτρος έθεσε δύσκολες ερωτήσεις στον Δάντη για να ελέγξει την γνώση του στο δόγμα του χριστιανισμού πριν τον αφήσει να περάσει.

Όταν απέδειξε  ότι ήταν ένας μαθητής με γνώση του θρησκεύματος, ο Μαρξ επισημαίνει ότι ο άγιος Πέτρος ρώτησε: «τώρα που  έχεις πλήρως ελέγξει και  το κράμα και το βάρος αυτού του νομίσματος, πες μου όμως αν το έχεις στο πουγγί σου;» Η απάντηση του Δάντη, που ο Μαρξ δεν αναφέρει, είναι «Ναι το έχω, τόσο λαμπερό και στρογγυλό, που δεν έχω καμία αμφιβολία για την ποιότητά του»(Dante 1984:285).(11) Η λάμψη αποδεικνύει την καθαρότητα και η στρογγυλάδα του το γεγονός ότι δεν έχει χτυπηθεί δηλ. είναι ένα νόμισμα ποιότητας, αλλά το πιο σημαντικό σημείο της ανταλλαγής είναι το «Ναι το έχω» του Δάντη.

Μετά από μία τέτοια αξιόλογη σειρά μεταφορικών επαναλήψεων του θέματος θα ήταν εύκολο να συμφωνήσω με σχολιαστές του Μαρξ, όπως ο Claus Germer (αν και καταλήγει σε αυτό το συμπέρασμα μέσω διαφορετικού δρόμου από ότι εγώ): « Η εξέταση του έργου του Μαρξ δείχνει ότι, χωρίς αμφιβολία, αντιλαμβάνεται το χρήμα στον καπιταλισμό ως ένα εμπόρευμα» (Germer 2005:34) Από αυτό το συμπέρασμα κάποιος θα οδηγούνταν σε μία συντριπτική ερώτηση: «Μπορεί να υπάρξει καπιταλισμός χωρίς χρυσό ως χρηματικό εμπόρευμα;» Αυτή είναι κατά κάποιο τρόπο ισοδύναμη με την ερώτηση στη θρησκευτική σφαίρα, «Μπορεί να υπάρχει Χριστιανισμός χωρίς Μετουσίωση;»  Η απάντηση στο τελευταίο είναι, φυσικά, «Ναι. Έτσι και αλλιώς , η μετουσίωση ήταν ένα από τα μήλα της έριδος στην αναμέτρηση της Εκκλησίας με την μεσαιωνική αίρεση και τον Προτεσταντισμό. Οι Ουίκλιφ, Χους, Λούθηρος, Καλβίνος, Μπούκερ και Μελάχθων όλοι την απορρίψανε (αν και για διαφορετικούς θεολογικούς και πολιτικούς λόγους) (Bainton 1952:48). Θα εξετάσουμε τη νομισματική έκδοση αυτής της ερώτησης, «Μπορεί να υπάρξει ένας ενάντια στο χρυσό καπιταλιστικός «Προτεσταντισμός»;», στο κεφάλαιο 4 αυτού του άρθρου. Στο επόμενο κεφάλαιο θα εξετάσουμε τη στιγμή της βεβήλωσης όταν η «μετουσίωση του εμπορεύματος» οριστικά και παγκόσμια  καταργήθηκε στα χέρια του Richard Nixon στις 15 Αυγούστου 1971

 

3. Η απονομισματοποίηση του χρυσού: a précis. Richard Nixon, ο υποδειγματικός Μεταμοντερνιστής. Μία ταξική ανάλυση της απόφασης και των συνεπειών της. Ήταν η απονομισματοποίηση του χρυσού η αποθέωση του Κενσυανισμού ή ο θάνατός του;

 

Θυμάμαι σχεδόν καθαρά να παρακολουθώ με  συντρόφους σε μία ομάδα μελέτης του Κεφαλαίου την Κυριακή 15 Αυγούστου 1971 την αναμετάδοση του Nixon που είχε διατάξει «το κλείσιμο του παραθύρου του χρυσού». Δεδομένου ότι διαβάζαμε μερικούς  προηγούμενους μήνες παραγράφους όπως η παρακάτω από το Κεφάλαιο: «το χρήμα – με τη μορφή των πολύτιμων μετάλλων – παραμένει η βάση από την οποία το πιστωτικό σύστημα, από την ίδια τη φύση του, δεν μπορεί να αποσπασθεί ποτέ» (Marx 1994:606), αφήσαμε ο ένας τον άλλο εκείνη τη νύχτα με τη σκέψη ότι είτε ο Καπιταλισμός είτε  ο Μαρξισμός  έφθασε στο τέλος του μπροστά στα μάτια μας.

Η τεχνική πλευρά της απόφασης του Nixon είναι αρκετά απλή για να περιγραφεί. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ δεσμευότανε να ανταλλάξει για κάθε 35$  που επιστρέφανε από κεντρικές τράπεζες του εξωτερικού μία ουγγιά χρυσού. Αυτή η δέσμευση της μετατρεψιμότητας του χρυσού τέθηκε υπό αμφισβήτηση για μακρά περίοδο, ειδικά τη δεκαετία του 60, όταν το ισοζύγιο πληρωμών των ΗΠΑ ήταν συνεχώς αρνητικό. Τα περισσότερα δολάρια κάθονταν σε λογαριασμούς κεντρικών τραπεζών του εξωτερικού παρά στο Θησαυροφυλάκιο των ΗΠΑ. Όπως ο Tom Wicker περιγράφει την κατάσταση:

Αυτή η δέσμευση (της μετατρεψιμότητας του χρυσού) ήταν η εγγύηση της σταθερότητας στο διεθνές εμπόριο και οικονομία: το δολάριο στηριζότανε από το χρυσό, και τα περισσότερα από τα άλλα νομίσματα στηρίζονταν από το δολάριο. Όμως στα 1971, οι ΗΠΑ δεν είχανε με τίποτα αρκετό χρυσό στο Fort Knox για να εξαργυρώσουν όλα τα δολάρια του κόσμου με αυτή την τιμή, και το αποθεματικό που είχανε- 18$ δις έναντι 36$ δις σε δυνητικές απαιτήσεις δολαρίων στο εξωτερικό- συρρικνωνόταν, καθώς περιστασιακές εξαργυρώσεις απαιτούνταν (Wicker 1991:545)

Στην πράξη, το μάλλον βαρύ στάχυ που έσπασε τη μέση της χρυσής καμήλας έπεσε κατά τη διάρκεια της εβδομάδας 9ης Αυγούστου 1971, όταν η Βρετανική κυβέρνηση απαίτησε 3$ δις σε χρυσό για τα θησαυροφυλάκιά της στο Λονδίνο( Wicker 1991:553)

Γιατί ο Nixon πήρε μία απόφαση που αναπόφευκτα θα δημιουργούσε αρκετή αντιπολίτευση μέσα στις τάξεις του Ρεπουμπλικανικού Κόμματός του; Σε τελευταία ανάλυση το 1896 το Κόμμα των Ρεπουμπλικάνων, σε απάντηση στην εκστρατεία του William Jennings Bryan για τον «σταυρό του χρυσού», διακήρυξε το «ηχηρό χρήμα» στην Εκλογική του Πλατφόρμα:

(Το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα) προκάλεσε τη θέσπιση του Νόμου που προβλέπει την επανάληψη των πληρωμών σε μεταλλικό χρήμα το 1879. Από τότε κάθε δολάριο είναι καλό όσο και ο χρυσός. Είμαστε αμετάκλητα αντίθετοι σε όποιο μέτρο λογαριάζει να υποτιμήσει το νόμισμά μας ή να εξασθενίσει την πίστη της χώρας μας (αναφέρεται στο Fink (2001:198))

Η εμμονή στο χρυσό κανόνα έγινε το σύνθημα των προκατόχων του Nixon στο Ρεπουμπλικανικό κόμμα του 20ου αιώνα. Έτσι δεν είναι έκπληξε που ένας Ρεπουμπλικάνος παρατήρησε το 1971 ότι με το κλείσιμο του παραθύρου του χρυσού «ο Αμερικανικός φασισμός κατέφτασε την 15η Αυγούστου» (Wicker 1991:557)

Δεν ήταν ατύχημα ότι ο Nixons πήρε αυτή την απόφαση σε συνδυασμό με την ανακοίνωση για πάγωμα μισθών, γιατί αυτές οι πολιτικές συνδέονται στενά. Όπως είπε τη στιγμή της εξήγησης  αυτών των αποφάσεων, «τώρα, είμαι Κεϋνσιανός»(Wicker 1991:551)   Αυτή η αυτο-περιγραφή σήμαινε πως αναγνώριζε τη δύναμη της εργατικής τάξης των ΗΠΑ να επιβάλλει μισθολογικούς διακανονισμούς και να αντιστέκεται στην ανεργία ( η προβληματική τάξη του Κεϋνσιανισμού). Αυτό το επίπεδο αυτονομίας είχε ολέθριες συνέπειες στην «κανονική» λειτουργία ενός νομισματικού συστήματος  βασισμένο στο χρυσό.

Σε μία αποκαλούμενη κανονική περίπτωση, μία αύξηση στους μισθούς θα οδηγούσε σε αύξηση των τιμών  και μείωση των εξαγωγών, για να ακολουθηθεί από μία εκροή του χρυσού από τα χρηματοκιβώτια της κεντρικής τράπεζας και μία υποτίμηση στη προμήθεια του χρήματος. Μία αύξηση της ανεργίας και μια μείωση των τιμών θα κατέληγε να οδηγήσει  σε χαμηλότερες τιμές για τις εξαγωγές.  Η ταυτόχρονη αύξηση των εξαγωγών θα οδηγούσε σε ένα θετικό ισοζύγιο πληρωμών και σε επιστροφή του χρυσού στα θησαυροφυλάκια της κεντρικής τράπεζας.

Έτσι πάει η «κανονική» ιστορία. Αλλά με μία «άκαμπτη» εργατική τάξη που έχει τη δύναμη να επιβάλει μισθολογικές αυξήσεις , να αντιστέκεται στην ανεργία και να διευρύνει το πεδίο εφαρμογής του μισθού (συμπεριλαμβανόμενων συντάξεις κοινωνικής ασφάλισης, πληρωμές κοινωνικής πρόνοιας, κουπόνια διατροφής), το ξετύλιγμα αυτής της ιστορίας μπλοκάρεται σε κάθε στροφή. Η αύξηση των μισθών θα μπορούσε να οδηγήσει σε αυξημένες τιμές και μειωμένες εξαγωγές, αλλά αντί της επιβολής μίας υποτίμησης δημιουργούμενης από την μεταφορά του χρυσού έξω, η κυβέρνηση θα έπρεπε να «τυπώσει» περισσότερο χρήμα για να υποστηρίξει τις αυξήσεις των μισθών  και να τονώσει επενδύσεις για να σταματήσει την ανεργία. Αυτό τελικά οδηγεί σε έλλειψη χρυσού και σε μία κρίση του διεθνούς κύρους του νομίσματος.  Δεν υπάρχει ανάγκη να βλάψει την εθνική οικονομία σε αυτές τις συνθήκες (στην πραγματικότητα, η κρίση θα μπορούσε να μεταφερθεί στο εξωτερικό), ειδικά αν το έθνος ήταν στο απόγειο της πανοπλίας των κρατών (και αυτό θα μπορούσε να ειπωθεί για τις ΗΠΑ το 1971!) Ο αγώνας της εργατικής τάξης συνεπώς εξανάγκασε το σύστημα να εγκαταλείψει και να ξεπεράσει το νόμισμα του που στηρίζεται στο χρυσό.

Στην πραγματικότητα το πάγωμα των μισθών και το κλείσιμο του παραθύρου του χρυσού (η «Νέα Οικονομική Πολιτική») ήταν συγχρόνως μία άμεση επίθεση στην δύναμης της εργατικής τάξης των ΗΠΑ και μία αναγνώρισή  της. Η πρώτη απάντησε στην ανάγκη της καπιταλιστικής τάξης για άμεση κυβερνητική βοήθεια  στον έλεγχο των αυξήσεων των μισθών και στη συμπίεση της κερδοφορίας της. Η δεύτερη απλώς αποδέχθηκε το τετελεσμένο γεγονός του ταξικού αγώνα και ανάμενε τον αναπόφευκτο θάνατο της μετατρεψιμότητας του χρυσού που ήταν επικείμενος. Ο Nixon αντί να σκέφτεται τι θα μπορούσε να νικήσει τη δύναμη της εργατικής τάξης, αποφάσισε ότι ο καλύτερος δρόμος θα ήταν να την αμβλύνει και να εκτονώσει τις επιπτώσεις της (συχνά ξεχνιέται ότι η εργατική τάξη  κατέκτησε  ιστορικά τους υψηλότερους πραγματικούς μέσους μισθούς  κατά τη διοίκηση του Nixon το 1973 ενώ η πιο άμεση οικονομική επίθεση στη δύναμη και τους μισθούς της εργατικής τάξης – το επιτόκιο του Volker αυξάνεται – ήταν κατά τη διοίκηση του Carter το 1979).

Ο  Nixon που του άρεσε να ρισκάρει, εκτίμησε το γεγονός ότι το «κλείσιμο του παραθύρου του χρυσού» ήταν μία σοκαριστική ενέργεια για τους περισσότερους στο κόμμα του (και αρκετούς πέρα από αυτό). Χλεύασε τους Ρεπουμπλικάνους φίλους του αποκαλώντας τον εαυτό του έναν «Κεϋνσιανό» , και , αν είχε το λεξιλόγιο, μπορεί να το διασκέδαζε χλευάζοντάς τους ακόμα περισσότερο περιγράφοντας τον εαυτό του ως τον πρώτο «Μεταμοντέρνο» πρόεδρο. Γιατί αν ο μεταμοντερνισμός  έχει την απόρριψη της αντιπροσωπευτικότητας ως ένα καθοριστικό στοιχείο των συμβολικών συστημάτων, τότε αυτός απομυθοποίησε τον τελευταίο νομισματικό μύθο της αναφοράς:  η μετατρεψιμότητα χρυσού-δολαρίου κατοχυρώθηκε στη συνθήκη του Bretton Woods το 1944. Στις 15 Αυγούστου 1971 ήταν προφανές η τελευταία πράξη στο μακρύ, αργό και διακοπτόμενο  έπος της εξάλειψης της αναφορικότητας από το νομισματικό κόσμο.

Κατανόησε ο Nixon το μεταφυσικό ρόλο που έπαιξε για την τάξη του σε αυτό το έπος; Δεν είναι ξεκάθαρο. Καταλάβανε οι περισσότεροι εργάτες τις συνέπειες αυτής της απόφασης για την τάξης τους; Ξανά οι μαρτυρίες δεν είναι ξεκάθαρες. Από μία προοπτικής εργατικής τάξης, όμως, η αποσύνδεση του δολαρίου και του χρυσού ήταν η τελική απόρριψη της αυτοματικότητας  των «νόμων του καπιταλισμού» των οποίων η πρόθεση ήταν να καταδικάζουν συνέχεια τους μισθολογικούς αγώνες σε μία σειρά κινήσεων όπως του Σίσυφου που οδηγούνε στο σημείο από όπου αρχίσανε. Δεν υπήρχε διέξοδος από το κακό άπειρο που περιέγραψα στην «κανονική» σειρά των γεγονότων για όσο ο «χρυσός κανόνας» λειτουργούσε.

Ο Nixon με το φόβο του της μαζικής ανεργίας, ειρωνικά ήταν η «υπηρέτρια» της στιγμής της αυτονομίας της εργατικής τάξης( η οποία όμως ήταν πολύ βραχύχρονη).(12) Αυτή έδειξε ότι σε αυτή την περίοδο από τα τέλη του 1960 έως τις αρχές του 1970 υπήρξε μία σημαντική κατάρρευση στην «αντικειμενικότητα» του καπιταλισμού. Ο Μαρξ υποστήριξε ότι η βία ήταν απαραίτητη στον εξαναγκασμό της αγροτιάς τον 16ο και 17ο αιώνα να αποδεχτεί «την απαραίτητη πειθαρχία για το σύστημα της μισθωτής εργασίας», εν μέρει επειδή το σύστημα  ήταν ξένο και δεν είχε καμία λογική για αυτούς, αλλά:

Στην παραπέρα πορεία της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής αναπτύσσεται μια εργατική τάξη, που από αγωγή, παράδοση και συνήθεια αναγνωρίζει σαν αυτονόητους φυσικούς νόμους τις απαιτήσεις του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Η οργάνωση του διαμορφωμένου κεφαλαιοκρατικού προτσές παραγωγής σπάει κάθε αντίσταση (Marx 1975: 899)

Ακόμα η εργατική τάξη των πιο προχωρημένων καπιταλιστικών εθνών δεν ήταν έτοιμη να δεχθεί τη μοίρα της σαν εξαρτημένη μεταβλητή της παραγωγικής λειτουργίας και δήλωσε τους «αυταπόδεικτους φυσικούς νόμους» ως άκυρους και κενούς μέσω των ενεργειών της. Όπως ανέφερα , αυτή τη ζεστή νύχτα  στο Princeton στις 15 Αυγούστου 1971, φάνηκε στους συντρόφους μου και μένα ότι ο Nixon ήθελε να φέρει το σύστημα στα όριά του ως απάντηση σε αυτή την άρνηση. Ήταν τότε η συνέπεια, είτε το τέλος του Καπιταλισμού είτε το τέλος του Μαρξισμού; Έτσι σκεφτήκαμε τότε, γιατί το κείμενο που μελετούσαμε εκείνη τη μέρα, Κεφάλαιο τόμος ΙΙΙ, φαινόταν να υποστηρίζει ότι ο καπιταλισμός απαιτεί ως χρηματικό εμπόρευμα μέτρο αξίας μόνο ένα εμπόρευμα που έχει μία αξία να μπορεί να μετρήσει αξία (βλέπε το προηγούμενο κεφάλαιο). Ο Nixon, συνεπώς, προκάλεσε τον Μαρξ εισάγοντας το «κρίσιμο πείραμα» και παρατηρώντας απλά  ότι ο καπιταλισμός δεν κατάρρευσε στις 16 Αυγούστου 1971.

Η απονομισματοποίηση του χρυσού, αποδεικνύεται, δεν ήταν η αποφετιχοποίηση του εμπορεύματος και το τέλος του χρυσού κανόνα δεν ήταν το τέλος του καπιταλισμού. Το πείραμα του Nixon έδειξε ότι ο καπιταλισμός θα επιβίωνε χωρίς να έχει ένα νομισματικό σύστημα  βασισμένο στο χρυσό και ότι τα μεγαλύτερα παγκόσμια νομίσματα  λειτουργούν χωρίς το θεμέλιο των χρυσών υλικών ουσιών. Αυτό έδωσε στον καπιταλισμό μία νέα ευλυγισία στην απάντηση στον ταξικό αγώνα που αναγνωρίσθηκε και χρησιμοποιήθηκε στα τέλη του 70 με την ανάδυση νεοφιλελεύθερων  αποτελεσματικών στρατηγικών  για να επιτεθεί  στους αγώνες της εργατικής τάξης.

 

4 Μία εναλλακτική «ελαφρώς ξεχειλωμένη». Η έννοια της μέτρησης στη σύγχρονη σκέψη: το τέλος της άποψης της μέτρησης της «κοινής ουσίας» (παγκόσμια ενάντια σε τοπική μέτρηση). Η κριτική της έννοιας του απαραίτητου εμφανή μέτρου. Ο υποκαθορισμός της μέτρησης την κάνει αντικείμενο αγώνα. Ο τελικός ορισμός του χρήματος από το χρόνο εργασίας και την υπερεργασία, ως εκ τούτου η επίδραση της ταξικής πάλης στη λειτουργίας του χρήματος. Η ιστορία των προλεταριακών αγώνων πάνω στο μέτρο της αξίας: μία νέα σκηνή.

 

Η απόφαση του Nixon να κλείσει το «παράθυρο του χρυσού» δεν τελείωσε τον καπιταλισμό στις 16 Αυγούστου 1971. Από τότε αρκετοί επενδυτές κερδοσκόποι του χρυσού και αυστηροί σχολαστικιστές συνεχίζουν να θεωρούν την εποχή μετά το 1971 ως μία μετα-καπιταλιστική ζώνη του λυκόφωτος που προηγείται λίγο πολύ της φρικιαστικής έκδοσης της αποκάλυψης. Άλλοι σπεκουλαδόροι δείχνουν τη σκιερή παρουσία του χρυσού στην διεθνή οικονομική σκηνή και δηλώνουν ότι αυτή η εποχή είναι απλώς μία μετάβαση πίσω στον αναβιωμένο χρυσό κανόνα. Αλλά μετά από τριάντα επτά χρόνια υπάρχει τώρα μια διαδεδομένη συναίνεση ότι παρόλο που υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ προ και μετά του 1971 καπιταλισμού, ότι έχουμε σε όλη αυτή τη διάρκεια είναι ο ίδιος σε όλα καπιταλισμός.(13)

Αν το τέλος του χρυσού κανόνα δεν  τελείωσε τον Καπιταλισμό, τότε τελείωσε τον Μαρξισμό (όπως τα μέλη της ομάδας μελέτης μου φοβούνταν); Σίγουρα ο Μαρξισμός αντιμετώπισε αρκετά σοβαρά ιστορικά τεστ στην μετά το 1971 εποχή (ειδικά η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και η ανάπτυξη ενός παράξενου καπιταλισμού  σε μια ακόμα πιο παράξενη Κίνα κυβερνώμενη και οδηγούμενη από το μεγαλύτερο Κομμουνιστικό Κόμμα στον κόσμο που υποθετικώς τιμά το όνομα του Μαρξ), αλλά ως μία θεωρία του καπιταλισμού έχει ακόμα αρκετούς οπαδούς σε όλο τον πλανήτη (συμπεριλαμβανόμενου και εμένα) για τους οποίους είναι αναμφισβήτητη κοινή λογική  και το θεμέλιο των αναλύσεών τους για τον καπιταλισμό.

Πως είναι δυνατόν αυτό; Ο Μαρξ υποστήριζε ότι ο καπιταλισμός χρειαζόταν να έχει ένα χρηματικό εμπόρευμα να λειτουργεί ως το μέτρο της αξίας  για τα εμπορεύματα, αλλά από το 1971 δεν υπάρχει ένα τέτοιο εμπορικό μέτρο στην πράξη (δηλ., δεν υπάρχουν άμεσες συναλλαγές εμπορευμάτων – χρυσού χρήματος), ακόμα και στο πιο γενικό επίπεδο (π.χ. ως το μέτρο του ισοζυγίου πληρωμών) ακόμα και μετά από αρκετά σοβαρές  οικονομικές κρίσεις. Δεν είναι λογικά ασυνάρτητο να συνεχίζεται να χρησιμοποιείται αυτή η θεωρία και ακόμα και να χρησιμοποιείται ως ένα είδος κοινωνικοπολιτικής «κοινής λογικής»;  Όχι, αν υπάρχουν καλοί λόγοι για να α) απορριφθεί η “idee fixe” σταθερή ιδέα του Μαρξ, και β) να αποσυνδεθεί αυτή από την υπόλοιπη θεωρία του που ακόμα επιβεβαιώνεται. Σε αυτό το κεφάλαιο θα παρουσιάσω αυτούς τους λόγους.

Ο ορισμός του Μαρξ να υποστηρίξει ένα χρηματικό εμπόρευμα μέτρο αξίας  βασίζεται σε φιλοσοφικές και μετρολογικές  προϋποθέσεις που εγώ τουλάχιστον δεν μπορώ να δεχθώ. Η μετρολογική προϋπόθεση που ο Μαρξ κρατάει είναι: το μέτρο της ποσότητας Q πρέπει να κατέχει Q. Κάνει αυτό το σημείο καθαρό στην περίτεχνη ανάλυσή του μεταξύ δύο ειδών μέτρησης – βάρους και αξίας – στο Κεφάλαιο Ι όταν συγκρίνει έναν καλούπι ζάχαρης με ένα κομμάτι σιδήρου (υποθετικά σε μία κλίμακα) με την αξία  του λινού και ενός παλτού:

…για να εκφράσουμε το καλούπι της ζάχαρης σαν βάρος το φέρνουμε σε μία σχέση βάρους με το σίδερο. Στη σχέση αυτή το σίδερο θεωρείται σαν ένα σώμα που δεν παρασταίνει τίποτα άλλο εκτός από το βάρος… Αν και τα δύο πράγματα δεν είχαν βάρος δε θα μπορούσαν να έρθουν σε αυτή τη σχέση και επομένως δεν θα μπορούσε το ένα να χρησιμεύει σαν έκφραση του βάρους του άλλου… Όπως το σώμα του σίδερου, σαν μέτρο βάρους αντιπροσωπεύει για το καλούπι της ζάχαρης μόνο βαρύτητα, έτσι και στην έκφρασή μας για την αξία το σώμα του σακακιού αντιπροσωπεύει για το πανί μόνο αξία. (Marx 1906: 65-66)

Αυτή η επιμελημένη αναλογία συνδέεται με τη φιλοσοφική προϋπόθεση ότι η ουσία έχει μία μοναδική και απαραίτητη εμφάνιση. Γιατί αν η ουσία είναι εσωτερική και πρέπει να φαίνεται για να μετρηθεί, το μέτρο πρέπει να μετέχει στην ουσία. Το εμφανή μέτρο για μία ουσία  απαραίτητα ορίζεται από  αυτή την ουσία. Ως συνέπεια , η σχέση μεταξύ  του εμφανή μέτρου και της ουσίας δεν είναι τυχαία και ανοικτή σε αναθεώρηση ή διαπραγμάτευση. Όπως ο Χέγκελ είπε (σε ένα σπάνιο φιλοσοφικό ανέκδοτο), υπάρχει μία απαραίτητη σχέση  μεταξύ ουσίας και φαινομένου «έχουμε όλους τους λόγους να χαιρόμαστε που τα πράγματα που μας περιβάλλουν είναι φαινόμενα και όχι σταθερές και ανεξάρτητες υπάρξεις, καθώς σε αυτή την περίπτωση θα έπρεπε να πεθάνουμε από την πείνα και σωματικά και πνευματικά» (Hegel 1892:241).

Δεδομένων αυτών  των δύο προϋποθέσεων δεν εκπλήσσει το ότι ο Μαρξ κατέληξε πως ο καπιταλισμός ήταν δεσμευμένος στο χρηματικό εμπόρευμα, το χρυσό, για όσο  υπήρξε ανάγκη να μετράται η αξία. Η αξία είναι μία ουσία των εμπορευμάτων που πρέπει να μετρηθεί και να ξαναμετρηθεί αφού οι αξίες των εμπορευμάτων είναι διαφορετικές και αλλάζουν συνεχώς. Η αξία πρέπει να  έχει ένα μόνο είδος μέτρου, σύμφωνα με την μετρολογική προϋπόθεση του Μαρξ, και η εμφάνισή της (μέχρι να αλλάξει η μονάδα) είναι μοναδική και απαραίτητη, σύμφωνα με τη φιλοσοφική προϋπόθεση του Μαρξ.  QED (και πρέπει να φαίνεται). 

Φυσική συνέπεια είναι ότι δεν υπάρχει  προκείμενο για να βασανίζεσαι για την ύπαρξη του χρυσού κανόνα , αφού βασίζεται σε μία λογική αναγκαιότητα του συστήματος. Θα τελειώσει μόνο με την τελική απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών.  Ο Μαρξ σκέφτηκε μία από τις πιο σημαντικές  λειτουργίες της θεωρίας του ήταν να υποδείξει στους αγωνιστές της εργατικής τάξης  ότι μπορεί να αλλάξει εντός του συστήματος και ότι μπορεί να αλλάξει μόνο με το τέλος του συστήματος (14). Για παράδειγμα, η δουλεία δεν ήταν μία ουσιαστική όψη του συστήματος και μπορούσε να καταργηθεί εντός του συστήματος, αλλά το σύστημα της μισθωτής εργασίας καθαυτό θα μπορούσε να καταργηθεί  μόνο με την κατάργηση του καπιταλισμού.

Αλλά το συμπέρασμα του Μαρξ και η  φυσική συνέπεια είναι λάθος.  Η Μετρολογία έχει αναγνωρίσει ότι ένα μέτρο Q δεν χρειάζεται να κατέχει Q. Έτσι η θερμότητα ενός αερίου μπορεί να μετρηθεί  από την ποιότητα και την ποσότητα του φωτός που εκπέμπεται από το αέριο. Παρομοίως, ο συσχετισμός των μηχανικών, χημικών, ηλεκτρομαγνητικών και φαινομένων θερμότητας  που ήρθαν στο φως με τη δημιουργία της αρχής της διατήρησης της ενέργειας (συχνά ονομάζεται ο «Πρώτος Νόμος της Θερμοδυναμικής») άμεσα δημιούργησε μία ευρεία ποικιλία μέτρων διασταυρωμένων διαστάσεων.  Επιπλέον, η ανάπτυξη θεωριών ποσότητας και σχετικότητας μας δείχνουν ότι η μέτρηση έχει μία πολυπλοκότητα και εξάρτηση από την παρατήρηση με την οποία  η Μετρολογία του 19ου αιώνα ήταν τελείως μη εξοικειωμένη. (Galison 2003)  Συνεπώς για κάθε ενυπάρχουσα ποσότητα Q μπορεί να υπάρχει ευρεία ποικιλία μέτρων  M1, M2, M3… της Q με διαφορετικές σχέσεις με την Q  και δεν χρειάζονται να κατέχουν  την ποσότητα Q.  Η μόνη προϋπόθεση είναι  ότι η ποσότητα  που μετριέται από M1, M2, M3… είναι αμετάβλητη (πέραν μίας δεδομένης μεταμόρφωσης).

Επιπλέον, η σχέση μεταξύ ουσίας και φαινομένου ή μεταξύ ενυπαρχουσών ιδιοτήτων  και των εμφανών μέτρων τους, ο Χεγκελιανός «τρόπος έκφρασης» με τον οποίο «ερωτοτροπεί» ο Μαρξ στο Κεφάλαιο, με κανένα τρόπο δεν απαιτεί το ένας το άλλο. (Marx 1906: 25). Σίγουρα σχεδόν δύο αιώνες αφού ο Χέγκελ παρουσίασε τη διαλεκτική λογική του υπάρχουν αρκετές φιλοσοφικές μεταμορφώσεις  και η διάκριση ουσίας/φαινομένου που έχει κάνει τόσο πολύ ο Χέγκελ έχει ηχηρά απορριφθεί από τις περισσότερες φιλοσοφικές τάσεις και σχολές του εικοστού αιώνα από τον υπαρξισμό  μέχρι το λογικό θετικισμό, τον πραγματισμό και τον μεταμοντερνισμό. Συνεπώς, η σχέση μεταξύ των υποκατάστατων  για τη Χεγκελιανή Ουσία και Φαινόμενο που αναγνωρίζονται στη σύγχρονη φιλοσοφία έχει χάσει το χαρακτήρα της αναγκαιότητας.

Η απόρριψη των μετρολογικών και φιλοσοφικών προϋποθέσεων του Μαρξ οδηγεί στην αναγκαιότητα του χρυσού μέτρου της αξίας να ανοίξει σε μία αντίληψη του καπιταλισμού που έχει αρκετά διαφορετικά είδη μέτρων της αξίας τα οποία δεν χρειάζονται να είναι τα ίδια τα εμπορεύματα. Με λίγα λόγια, τα νομισματικά συστήματα είναι τόσο ανοιχτά στην ταξική πάλη όσο ήταν με τη δουλεία. Αυτή η προοπτική μας επιτρέπει να δούμε ότι η μακρά ιστορία των μέτρων αξίας δεν διαμορφώνεται μόνο από τις μεταβαλλόμενες απαιτήσεις της αποκαλούμενης ορθολογικότητας της καπιταλιστικής τάξης, αλλά επίσης από παρουσίες ξένες προς το κεφάλαιο των οποίων η δική τους ορθολογική αξία επισημαίνετε σε κατευθύνσεις ανταγωνιστικές προς αυτό.

Η εργατική τάξη στον ευρύτερό της ορισμό – αυτοί που εκμεταλλεύονται από τον καπιταλισμό – έχει τη δική της ιστορία μέτρων αξίας  που περιλαμβάνει  «αρχαία», «πρωτόγονα» και «προλεταριακά» μέτρα τα οποία διαφέρουν από την επίσημη χρυσή  και ασημένια νομισματοκοπία όπως επίσης τον κόσμο των γραμμάτιων των τραπεζιτών  και το κυβερνητικό εκδιδόμενο νόμισμα. Οι εργάτες δεν έχουν μόνο μία αντίστροφη σχέση με το χρήμα από ότι οι καπιταλιστές – λειτουργώντας εξ ορισμού  μάλλον με συναλλαγές τύπου Εμπόρευμα-Χρήμα-Εμπόρευμα C-M-C  αντί  αυτών του τύπου Χρήμα-Εμπόρευμα-Χρήμα ’ M-C-M’ – έχουν επίσης σύνθετες αλλά και διαφορετικές αντιλήψεις  και μέτρα αξιών από τους καπιταλιστές. Υπάρχει μία έκρηξη του ενδιαφέροντος στη σχέση του καπιταλισμού  με αυτή την όψης  της προλεταριακής ζωής  που ονομάζεται τμήμα «άμισθης εργασίας», «σκιώδης  οικονομία», «γενική οικονομία», «ηθική οικονομία» και «ανεπίσημη οικονομία» [βλέπε(Dalla Costa and James 1972) (Illich 1981), (Bataille 1988), Thompson 1991), and (Latouche 1993) σχετικά και (Caffentzis 1999) για μία επισκόπηση].

Η εκτενής δουλειά στις ανταλλαγές δώρων  στην ανθρωπολογία  είναι απλώς η πιο πρώιμη και περισσότερο  τυποποιημένη από τις προσπάθειες να μελετήσουν πως τα μέτρα αξίας των ιθαγενών συγκρούονται με τα καπιταλιστικά μέτρα σε πολλές από τις αποικιοκρατούμενες περιοχές [σύγκρ. για αγώνες των μέτρων αξίας στην Αφρική βλέπε (Atkins 1993), (Guyer 2004), (Guyer 1995)]. Παρομοίως η μακρά  ιστορία της παραχάραξης, των αυτόνομων ειδικών νομισμάτων, των αποκαλούμενων  υπόγειων μεθόδων «ανεπίσημης οικονομίας» χρέωσης και πίστωσης εντός των πιο προηγμένων καπιταλιστικών περιοχών δημιουργεί μία επίσης πλούσια περιοχή αγώνων [βλέπε (Caffentzis 1989), (Caffentzis 2000)]. Τελικά η αυξανόμενη αφαιρετικότητα, αποϋλοποίηση και ταχύτητα του χρήματος είναι μία απάντηση σε έναν ταξικό αγώνα για τα κατάλληλα μέτρα αξίας (15).

Με  άλλο λόγια , η θεωρία του Μαρξ μπορεί να «ξεχειλώσει ελαφρώς» (παραμερίζοντας τη σταθερή του ιδέα “idée fixe,” την αναγκαιότητα του χρυσού ως μέτρο αξίας στον καπιταλισμό) για να ασχοληθεί με την μετά το 1971 εποχή και να συνειδητοποιήσει ότι το μέτρο αξίας του χρόνου εργασίας, αν και ακόμα λειτουργικό, συνυπάρχει με μία μεγάλη ποικιλία  άλλων μέτρων της αξίας που περιλάμβανε το χρυσό στο παρελθόν αλλά όχι πια. Έτσι μορφές πίστης ή κυβερνητικού εκδιδόμενου χρήματος μπορεί να μετρούν την αξία, αν και με τις δικές τους ιδιοσυγκρασίες και τις διαφορετικές τους στρατηγικές δύναμης και αδυναμίας στην ταξική πάλη. Μία ενδιαφέρουσα περίπτωση αυτού είναι ο υπερπληθωρισμός – μία δραματική κατάρρευση στην ικανότητα του χρήματος να μετράει την αξία των εμπορευμάτων- του είδους που βλέπουμε στο παρών στους πολιτικούς αγώνες στη Ζιμπάμπουε. Είναι μόνο ορισμένα είδη χρήματος που υπόκεινται στον υπερπληθωρισμό, π.χ. εμπορευματικά χρήματα δεν είναι επιρρεπή σε τέτοια φαινόμενα. Αλλά η κυβερνητική απόφαση να ανατρέψει το μέτρο της λειτουργίας της αξίας του χρήματος δεν είναι απαραίτητα  ένα ελάττωμα  στο όργανο μέτρησης. Πράγματι, ο υπερπληθωρισμός προκύπτει από κυβερνητικό πολιτικό στόχο στον δια- και ενδο- ταξικό πόλεμο (όπως τώρα στη Ζιμπάμπουε).

Αυτή η αναθεώρηση του πυρήνα του Μαρξισμού τον αφήνει  ως μία εμπειρικά συνεπή θεωρία του καπιταλισμού και της ταξικής πάλης ενώ δείχνει κάτι νέο για το παρελθόν του  προ τις 15 Αυγούστου 1971 καπιταλισμό:  υπήρχε πάντοτε μία σύνθετη, πολυδιάστατη πάλη  όχι μόνο για την ακρίβεια της ποσότητας του χρήματος στο πακέτο πληρωμής, αλλά επίσης για το τι είναι το χρήμα και πώς μετράει την αξία. Αυτή η πάλη εμφανίστηκε πιο απροκάλυπτα δύο φορές στην ιστορία των ΗΠΑ: η πάλη ενάντια στο χρυσό κανόνα στα τέλη του 19ου αιώνα και στους μισθολογικούς αγώνες  στα τέλη του 1960 και αρχές του 1970 που οδήγησαν στο τέλος της μετατρεψιμότητας δολαρίου- χρυσού  όπως ανάφερα πιο πάνω. Αλλά αυτοί οι αγώνες δεν ήταν ούτε οι πρώτοι ούτε οι τελευταίοι των ταξικών αγώνων για το μέτρο της αξίας. Πολλοί άλλοι ταξικοί αγώνες στο παρελθόν είχαν να κάνουν με τα μέτρα της αξίας  και θα υπάρξουν και πολλοί άλλοι στο μέλλον.(15) Έτσι με την απώλεια του δόγματος (την απόρριψη της σταθερής ιδέας του Μαρξ “idée fixe”) αυτό το ελαφρώς ξεχείλωμα  εισάγει μία νέα σειρά παρατηρήσεων, εξηγήσεων και δυνατοτήτων.

Αυτή η προσέγγιση επίσης δείχνει ότι κανένας δεν αναγκάζεται να απαντήσει στην απόφαση του Nixon με την απόρριψη του χρόνου εργασίας ως μέτρου αξίας, όπως τόσο πολλοί επηρεασμένοι από τον Μαρξ μεταμοντέρνοι «πέρα από τον Μαρξ» διανοητές έχουν κάνει.(16) Αυτοί βλέπουν τον κόσμο μετά το 1971 ως μία θετική απόδειξη  ότι το κεφάλαιο προχωράει πέρα από τη δουλειά και την εργασία και δεν δεσμεύεται πια  από την αναγκαιότητα της επιβολής  ενός καθεστώτος εργασίας  που θα οδηγεί στη δημιουργία υπεραξίας.  Εξ ου και η υποτιθέμενη αξία των εμπορευμάτων είναι περισσότερο ένας μηχανισμός ελέγχου από ότι δημιουργία συλλογικής ανθρώπινης εργασίας που συναντά ένα καπιταλιστικό σύστημα εκμετάλλευσης.

Ειρωνικά, όμως, αυτοί οι μεταμοντερνιστές είναι κρυπτοφετιχιστές του χρυσού παρά τη θέλησή τους και είναι τόσο δεσμευμένοι στο χρυσό ως μέτρο αξίας  όπως ο Μαρξ και οι κερδοσκόποι επενδυτές του χρυσού, αν και με διαφορετικό συμπέρασμα. Για αυτό ανασκευάζω τα επιχειρήματά τους όπως,

*παραδοχή: ο χρυσός, όπως υποστηρίζει ο Μαρξ, είναι το μόνο δυνατό μέτρο αξίας, αλλά ο χρυσός δεν μπορεί πλέον να μετρά την αξία

*συμπέρασμα: δεν μπορεί να υπάρχει κανένα μέτρο της αξίας

*φυσική συνέπεια: η αξία είναι αμέτρητη/ανυπολόγιστη

Αλλά αυτός ο συλλογισμός είναι αβάσιμος επειδή η παραδοχή του είναι ψευδή. Ο χρυσός δεν είναι το μόνο δυνατό μέτρο αξίας και έτσι η εκτόπισή του δεν είναι μοιραία  για τη μέτρηση της αξίας.

Η απονομισματοποίηση ή ο «θάνατος» του χρυσού δεν οδηγεί ούτε σε μία μετάβαση του καπιταλισμού σε ένα hyper-συμβολικό κοινωνικό σύστημα πέρα της εργασίας και της εκμετάλλευσης ούτε στο τέλος του Μαρξισμού ως θεωρία και πράξη  της ταξικής πάλης.  Λοιπόν, καταλήγω A luta continua!

 

Σημειώσεις Τέλους

 

(1)    Αν και η δουλεία είναι τώρα ένα πράγμα του παρελθόντος ή βρίσκετε μόνο στις πιο περιθωριακές (είτε γεωγραφικά είτε παραγωγικά) περιοχές, άλλες μορφές δουλείας είναι διάχυτες στο σύγχρονο καπιταλισμό,   για μία συζήτηση για το θέμα της σεξουαλικής δουλείας και το “trafficking”, π.χ. βλέπε (Federici 2006). Επιπλέον, υπάρχει ένας καλός λόγος να υποστηρίξουμε  ότι ο καπιταλισμός έχει μία σύμφυτη ροπή προς τη δουλεία γενικώς (ανεξαρτήτως της οποιασδήποτε συγκεκριμένης μορφής της) (Dockes 1982).

(2)    Πράγματι, το 1867, η μεγαλύτερη οικονομική δύναμη πέραν του Ατλαντικού ακόμα  ήταν σε καθεστώς πολέμου – έκδωσε  χαρτονομίσματα των οποίων η τελική ημερομηνία μετατρεψιμότητας σε χρυσό ήταν αντικείμενο έντονης κερδοσκοπίας. Ήταν μόλις στα 1875 που η σταδιακή απόσυρση των χαρτονομισμάτων ξεκίνησε. Ακόμα και αν προχώρησε αργά, η διαδικασία απελευθέρωσε ένα καταστροφικό αποπληθωρισμό που παρακίνησε μία σημαντική ταξική πάλη για τις μορφές του χρήματος για μία γενιά, σημαδεύοντας την τελευταία φορά, ίσως,  που το χρήμα γενικώς  έγινε ένα  ενσυνείδητο πολιτικό  θέμα στις ΗΠΑ (Malone and Rauch 1960: 302-305).

(3)    Georg Simmel (1858-1918), αν και δύο γενιές νεότερος του Μαρξ, ήταν επίσης πεπεισμένος για τη συνεχιζόμενη χρησιμότητα του χρυσού, του ασημιού  ή άλλων υλικών υποστάσεων  στο σύγχρονο νομισματικό σύστημα. Έγραψε σε συμφωνία με τον Μαρξ  στη Φιλοσοφία του Χρήματος (1900): «Λοιπόν, αν και το χρήμα χωρίς εγγενή αξία, θα ήταν το καλύτερο μέσο ανταλλαγών σε μία ιδεατή κοινωνική τάξη, μέχρι να φθάσουμε σε αυτό το σημείο η πιο ικανοποιητική μορφή του χρήματος που μπορεί να υπάρξει είναι αυτή η οποία  δεσμεύεται με μία  υλική υπόσταση» (Simmel 1978: 191).

(4)    Ο Μαρξ σχολίασε το ρόλο του χρήματος ως μέτρο αξίας εναντίον του χρόνου εργασίας στο (Marx 1973: 153-185) και ξανά στο (Marx 1970: 64-86).

(5)    Η συζήτηση του Χέγκελ για την Ουσία και το Φαινόμενο στη «Μικρή Λογική» μπορεί να βρεθεί στο (Hegel 1892: 207-241). Για μία άριστη συζήτηση της συνέπειας της «ερωτοτροπίας» του Μαρξ με τη λογική του Χέγκελ στο πρώτο μέρος του Κεφαλαίου Ι βλέπε (Cleaver 2000).

(6)    Σε αυτούς που επιθυμούσαν να εξαλείψουν το χρήμα ως χρυσό και αντιθέτως να χρησιμοποιούν το χρόνο εργασίας  ως μέτρο της αξίας συμπεριλαμβάνονται πρώιμοι σοσιαλιστές όπως ο John Gray. Ο Μαρξ εκθέτει και επικρίνει την πρόταση για χρέος χρόνου του Gray στα Grundrisse (Marx 1973: 153-165). Για μία συζήτηση για την ανάπτυξη των απόψεων του Gray για το χρήμα και για το εάν αυτές εκφυλίζονται σε «νομισματική αγυρτεία» βλέπε (Claeys 1987: 125-129). Σε αυτούς που επιθυμούσαν να εξαλείψουν το χρόνο εργασίας ως μέτρο της αξίας  συμπεριλαμβάνονται πολλοί  από τους αποκαλούμενους «χυδαίους οικονομολόγους» που «στριφογυρίζουν μόνο μέσα στη φαινομενική αλληλουχία (των αστικών σχέσεων παραγωγής), και που ξαναμασάνε πάντα από την αρχή το υλικό που έχει προσφέρει από καιρό η επιστημονική πολιτική οικονομία με σκοπό να δώσουν μία ανεχτή για τους αστούς ερμηνεία, ας πούμε των πιο χοντροκομμένων φαινομένων της οικονομικής ζωής, προσαρμοσμένη στις καθημερινές ανάγκες του αστού.» (Marx 1975: 175).

(7)    Περισσότερα για το δαίμονα του Maxwell βλέπε (Weiner 1965: 58-59) και (von Baeyer 1998). Όσον αφορά το θέμα της διακύμανσης του χρονικού πλαισίου, πρέπει να λάβουμε υπόψη ο χρόνος που περιλαμβάνεται στη ναυπήγηση ενός πολυτελούς σκάφους γραμμής ή ενός συγκροτήματος γραφείων είναι διαφορετικός από τον χρόνο που περιλαμβάνεται στην παραγωγή ενός t-shirt. Θα ήταν δύσκολο ή απίθανο να επινοήσουμε ένα παγκοσμίως συμφωνημένο πλαίσιο χρόνου για το μέτρο της αξίας του χρόνου εργασίας. Οι μαρξιστές οικονομολόγοι συζητάνε συχνά τις προβληματικές μίας Μαρξιστικής στατιστικής  σε περιπτώσεις όπως αυτή.

(8)    Μεγάλο μέρος της ταξικής πάλης σε όλη την ιστορία έχει γίνει για τα μέτρα. Μία καλή επισκόπηση αυτού του τύπου αγώνων μπορεί να ανευρεθεί στο  (Kula 1986).

(9)    Δεν θα συζητήσω την κριτική του Μαρξ  στην Ποσοτική Θεωρία του Χρήματος  σε αυτή την εργασία, αν και προκαλεί πολύ σημαντικά θέματα στρατηγικής σχετικά με την κατάλληλη άμυνα εναντίον της νεοφιλελεύθερης επίθεσης του μετά το 1971 καπιταλισμού στο μισθό. Ποια θα έπρεπε να είναι μία αντικαπιταλιστική στάση του κινήματος στον πληθωρισμό; Θα έπρεπε η εργατική τάξη να ανέβει πάλι επάνω στο «σταυρό του χρυσού»; Για μία καλή συζήτηση για  την κριτική του Μαρξ στην Ποσοτική Θεωρία του Χρήματος βλέπε ((de Brunhoff 1976: 31-38) και (Campbell 2005).

(10) Η φανταστική φωνή που απέρριψε της αξιώσεις του αγίου Ιερώνυμου γνώριζε για τι μιλούσε, για να γίνει έτσι γνωστός ο Ιερώνυμος ως ο «Χριστιανός Κικέρωνας» (Kelly 1975: 333)!

(11) Οι αρκετές αναφορές του Μαρξ στη Θεία Κωμωδία του Δάντη στο Κεφάλαιο δεν θα έπρεπε να εκπλήττουν αφού είναι αναγνωρισμένο, όπως ο Sol Yurick, ο νομπελίστας , μου υπέδειξε, πως η Βεατρίκη ήταν κόρη τραπεζίτη και η αγαπητή (και μισητή) Φλωρεντία του Δάντη ήταν το κέντρο του διεθνούς τραπεζικού συστήματος στον 14ο αιώνα. Το ενδιαφέρον του αγίου Πέτρου για το τι βρίσκεται στην τσέπη του Δάντη αντανακλάται από τον Καντ στην κριτική του της οντολογικής απόδειξης της ύπαρξης του Θεού όταν επισημαίνει ότι  ένα τάληρο στη φαντασία είναι τελείως διαφορετικό από ένα τάληρο στην τσέπη κάποιου (Kant 2007: 504).

(12) Η διοίκηση του Nixon σχεδιάσε και προώθησε στο Κονγκρέσσο μία  πρόταση εγγυημένου εισοδήματος, που κατά ευφημισμό ονομάστηκε το «Σχέδιο Οικογενειακής Βοήθειας», το οποίο για πολλούς καπιταλιστές ιδεολόγους ήταν πιο αιρετικό και από το τέλος της χρυσής μετατρεψιμότητας του δολαρίου. Ηττήθηκε στη Γερουσία από μία συμμαχία αριστερών Δημοκρατών και δεξιάς πτέρυγας Ρεπουμπλικάνων, σύμφωνα με τον σημαντικό συμμετέχων παρατηρητή της εκστρατείας, Daniel Patrick Moynihan. Για έναν ενημερωτικό απολογισμό της προσπάθειας της διοίκησης του Nixon για μία «μεταμοντέρνα» αποσύνδεση της εργασίας και του εισοδήματος και της πολιτικής του ήττας βλέπε (Moynihan 1973).

(13) Η κύρια διαφορά που συχνά ονομάζεται η «χρηματιστικοποίηση» του καπιταλισμού στην μετά το 1971 εποχή.  Υπάρχει μία δραματική αύξηση στον όγκο συναλλαγών του διεθνούς χρήματος στις αγορές συγκρινόμενη και με το παρελθόν και σχετικά με τη μετά το 1971 διεθνή αγορά εμπορευμάτων. Όσον αφορά τις ΗΠΑ , υπάρχει μία δραματική αλλαγή στη διανομή των κερδών από τους μεταποιητικούς και αγροτικούς τομείς στο FIRE τομέα ((Financial, Insurance, and Real Estate, Χρηματοπιστωτικά, Ασφάλειες, Ακίνητα).

(14) Εδώ αναφέρω τη διάκριση μεταξύ μεταρρύθμιση και επανάσταση στην πολιτική της εργατικής τάξης. Για παράδειγμα, ο Μαρξ σκέφτηκε, ήταν πολύ σημαντικό να δείξει στους εργάτες ότι ο Σιδηρούν Νόμος του Μισθού δεν ήταν ουσιαστικός για τη λειτουργία του καπιταλισμού  και ότι ήταν τελείως δυνατόν για τους εργάτες να χρησιμοποιήσουν τα συνδικάτα για να ενδυναμώσουν το μερίδιό τους και να αποδυναμώσουν την καπιταλιστική τάξη πολύ πριν η εργατική τάξη να είναι ικανή να ανατρέψει το καπιταλιστικό σύστημα. Με άλλα λόγια, η οργάνωση της εργατικής τάξης μπορεί να αποφύγει τη συνωμοτική «Μπλανκιστική» τύπου οργάνωση που ήταν η βάση της προλεταριακής πολιτικής στη Γαλλία από το 1789.

(15) Οι Silvia Federici, Peter Linebaugh, Massimo De Angelis και David Graeber  έχουν κάνει σημαντικές συνεισφορές στο πρόσφατο έργο τους για την κατανόηση της ιστορίας της ταξικής πάλης πάνω στα μέτρα και στις αντιθετικές έννοιες της αξίας εντός του καπιταλισμού [συγκρ. (Federici 2004), (Linebaugh 2008), (De Angelis 2007), (Graeber 2001)].

(16) Οι «επηρεασμένοι από τον Μαρξ μεταμοντέρνοι διανοητές» που αναφέρομαι είναι οι Christian Marazzi, Antonio Negri και Michael Hardt (αν και υπάρχουν και αρκετοί άλλοι που αξίζουν την «μεταμοντέρνα» ετικέτα και οι οποίοι έχουν επίσης γράψει εκτενώς για την υποτιθέμενη απώλεια της αναφορικότητας του χρήματος, π.χ. ο ύστερος Baudrillard). Για έναν προσανατολισμό σε αυτή την τάση βλέπε (Marazzi 1977) and (Hardt and Negri 2000).

 

Βιβλιογραφία

 

Atkins, Keletso E. 1993. The Moon is Dead! Give Us Our Money! The Cultural Origins of an African Work Ethic, Natal, South Africa, 1843-1900. Portsmouth, NH: Heinemann.

Bainton, Roland H. 1952. The Reformation of the Sixteenth Century. Boston: Beacon Press.

Bataille, G. 1988. The Accursed Share. New York: Zone Books.

Caffentzis, C. G. 2000. Exciting the Industry of Mankind: George Berkeley’s Philosophy of Money. Dordrecht: Kluwer.

Caffentzis, C. G. 1999. On the Notion of a Crisis of Social Reproduction. In M. Dalla Costa and G. Dalla Costa (eds.) Women, Development and Labor of Reproduction: Struggles and Movements. Trenton: Africa World Press.

Caffentzis, C.G. 1989. Clipped Coins, Abused Words, and Civil Government. Brooklyn: Autonomedia.

Campbell, Martha 2005. Marx’s Explanation of Money’s Functions: Overturning the Quantity Theory. In Fred Mosley (ed.), Marx’s Theory of Money: Modern Approaches. New York: Palgrave-Macmillan.

Claeys, Gregory 1987. Machinery, Money, and the Millennium. From Moral Economy to Socialism, 1815-1860. Princeton: Princeton University Press.

Cleaver, Harry 2000. Reading Capital Politically. Second Edition. San Francisco: AK Press.

Dalla Costa, M. and James, S. The Power of Women and the Subversion of the Community. Bristol: Falling Wall Press.

Dante 1984. Dante’s Paradise. Translated by Mark Musa. Bloomington: Indiana University Press.

De Angelis, Massimo 2007. The Beginning of History. London: Pluto Press.

De Brunhoff, Suzanne 1976. Marx on Money. New York: Urizen Books.

Dockes, Pierre 1982. Medieval Slavery and Liberation. London: Methuen.

Eliot, T. S. 1962. Collected Poems and Plays 1909-1950. New York: Harcourt, Brace & World, Inc.

Federici, Silvia 2006. Prostitution and Globalization: Notes on a Feminist Debate. In Matt Davies and Magnus Ryner (eds.), Poverty and the Production of World Politics: Unprotected Workers in the Global Political Economy. New York: Palgrave- Macmillan.

Federici, Silvia 2004. Caliban and the Witch: Women, the Body and Primitive Accumulation. Brooklyn, NY: Autonomedia.

Ferguson, Niall 2001. The Cash Nexus. Money and Power in the Modern World, 1700-2000. New York: Basic Books.

Fink, Leon 2001. Major Problems in the Gilded Age and the Progressive Era. Second Edition. Boston: Houghton Mifflin.

Galison, Peter 2003. Einstein’s Clocks. Poincare’s Maps: Empires of Time. New York: W. W. Norton & Co.

Germer, Claus 2005. The Commodity Nature of Money in Marx’s Theory. In Fred Mosley (ed.), Marx’s Theory of Money. Modern Appraisals. New York: Palgrave Macmillan.

Graeber, David 2001. Towards an Anthropological Theory of Value: The False Coin of Our Dreams. New York: Palgrave.

Guyer, Jane I. 2004. Marginal Gains: Monetary Transactions in Atlantic Africa. Chicago: University of Chicago Press.

Guyer, Jane I. (ed.) 1995. Money Matters: Instability, Values and Social Payments in the Modern History of West African Communities. Portsmouth, NH: Heinemann.

Hardt, Michael and Negri, Antonio 2000. Empire. Cambridge: Harvard University Press.

Hegel, G.W. F. 1892. The Logic of Hegel. Second Edition. Oxford: Oxford University Press.

Illich, I 1981. Shadow Work. London: Marion Boyers.

Kant, I. 2007. Critique of Pure Reason. Oxford: Oxford University Press.

Kelly, J.N.D. 1975. Jerome. His Life, Writings and Controversies. New York: Harper & Row.

Kragh, Helge 1999. Quantum Generations: A History of Physics in the Twentieth Century. Princeton: Princeton University Press.

Kula, Witold 1986. Measures and Men. Princeton: Princeton University Press.

Latouche, S. 1993. In the Wake of the Affluent Society: An Exploration of Post-Development. London: Zed Books.

Lebowitz, Michael 2003. Beyond Capital. Second edition. New York: Palgrave-Macmillan.

Linebaugh, Peter 2008. The Magna Carta Manifesto. Berkeley: University of California Press.

Malone, Dumas and Rauch, Basil 1960. Crisis of the Union, 1841-1877. New York: Appleton Century Crofts.

Marazzi, Christian 1977. Money in the World Crisis: The New Basis of Capitalist Power. Zerowrok II, pp. 91-112.

Marx, Karl 1906. Capital I. Chicago: Charles H. Kerr & Co.

Marx, Karl 1970. Contribution to a Critique of Political Economy. New York: International Publishers.

Marx, Karl 1973. Grundrisse: Foundations of a Critique of Political Economy. London: Penguin.

Moynihan, Daniel P. 1973. The Politics of a Guaranteed Income. The Nixon Administration and the Family Assistance Plan. New York: Vintage Books.

Simmel, Georg 1978. The Philosophy of Money. London: Routledge and Kegan Paul.

Thompson, E.P. 1991. Customs in Common. New York: The New Press.

von Baeyer, Hans Christian 1998. Maxwell’s Demon: Why Warmth Disperses and Time Passes. New York: Random House.

Weiner, Norbert 1965. Cybernetics. Cambridge: MIT Press.

Whitelaw, Ian 2007. A Measure of All Things. The Story of Man and Measurement. New York: St. Martin’s Press.

Wicker, Tom 1991. One of US: Richard Nixon and the American Dream. New York: Random House.

Σ.τ.Μ.

 

Για τα αποσπάσματα  από Μαρξ και Χέγκελ χρησιμοποιήθηκαν μεταφράσεις: Κεφάλαιο τόμος Ι,ΙΙ,ΙΙΙ Σύγχρονη Εποχή μετάφραση Παναγιώτη Μαυρομάτη,2002,1979,1978 και Επιστήμη της Λογικής Δωδώνη μετάφραση Γιάννη Τζαβάρα 1991

 

Αναδημοσίευση απο: http://www.rebelnet.gr/articles/view/marxism-after-the-death-of-gold

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *