Ο Παύλος Μελάς και ο πραγματικός “Μακεδονικός Αγών”

 

Ο Παύλος Μελάς1

 

 

…….Με το θάνατο του Βαγγέλη Στρεμπενιώτη και τη σύλληψη του Κώτα, το ελληνικό κράτος χάνει στη δυτική Μακεδονία τους δύο οπλαρχηγούς μισθοφόρους, που πρόσφατα είχαν περάσει στην υπηρεσία του, μετά την αποστολή των τεσσάρων αξιωματικών. Το γεγονός δε αυτό αποβαίνει τελικά υπέρ της άποψης των Παπούλα – Κολοκοτρώνη, στη διαμάχη τους με τους Μελά – Κοντούλη, σχετικά με την οργάνωση των ένοπλων ομάδων και τον τρόπο διεξαγωγής του αντιμακεδονικού αγώνα.

Η κυβέρνηση Θεοτόκη αποδέχεται την εισήγηση Παπούλα περί “συγκροτήσεως μικρών ενόπλων σωμάτων” αποτελούμενων από παλαιοελλαδίτες και κρητικούς μισθοφόρους υπό την ηγεσία ελλήνων αξιωματικών ή υπαξιωματικών και κολαούζους (οδηγούς) γηγενείς.2 Για τη μη διαταραχή των ελληνοτουρκικών σχέσεων, παραχωρεί τη διεύθυνση των επιχειρήσεων στο επί τούτου νεοσχηματισμένο παρακρατικό Μακεδονικό Κομιτάτο της Αθήνας και στον πρόεδρό του Δημήτρη Καλαποθάκη, ιδιοκτήτη της εφημερίδας ΕΜΠΡΟΣ.

Ο Καλαποθάκης αναθέτει τον Ιούλιο του 1904 στο Θύμιο Καούδη την ηγεσία ολιγομελούς μισθοφορικής ομάδας, αποτελούμενης από τους δυτικομακεδόνες καταδότες του Κώτα, Σίμο Στογιάν και Παύλο Κύρου, τους Κρητικούς Στ. Ζούλη, Ι. Καλογεράκη, Στ. Κλειδή, Χρ. Λευκαρουδάκη, Αρ. Νίσταρη, Σωτ. Χατζηδάκη, Μαν. Σκουντρή, Ι. Σεϊμένη, το Μοραΐτη Δ. Σπανόπουλο, τον Κοζανίτη Απ. Αγακίδη και το Ναουσαίο Ι. Σιμανίκα.

Ταυτόχρονα ο Παύλος Μελάς, που έχει έρθει σε ρήξη με τον Καούδη (και με τους Π. Κύρου, Σίμο, Γ. Δικώνυμο, Γ. Πέρο) λόγω της κατάδοσης του Κώτα3, προχωρεί στη συγκρότηση ενός δεύτερου μεγαλύτερου μισθοφορικού σώματος.

Η ομάδα του Καούδη περνάει τα σύνορα στις 18 Αυγούστου 1904, έχοντας προορισμό τα Κορέστια και τη γύρω ευρύτερη περιοχή. Αποστολή έχει να τρομοκρατήσει τα ορεινά μακεδόνικα χωριά μεταξύ Καστοριάς και Φλώρινας και να χτυπήσει το οργανωμένο μακεδονικό αυτονομιστικό κίνημα. Δέκα μέρες αργότερα, κι ενώ ήδη λημεριάζει στα δάση Βίτσου και Πέρετσκας, μπαίνει στη Μακεδονία και το σώμα του Παύλου Μελά (Μίκη Ζέζα), ο οποίος, μετά από κυβερνητική υπόδειξη προς το κομιτάτο της Αθήνας, έχει αναλάβει, την τελευταία στιγμή, την αρχηγία των ελληνικών μισθοφορικών ομάδων της δυτικής Μακεδονίας.4

Ο Παύλος Μελάς έγινε ήρωας της ελληνικής εθνικής ιστορίας λόγω ακριβώς της δράσης της ομάδας του και του θανάτου του σ’ αυτήν την αποστολή. Ο Παύλος Μελάς αποτελεί εδώ και δεκαετίες το σύμβολο του ελληνικού εθνικισμού στην αντιμακεδονική πολιτική του. Πρόκειται ωστόσο για ένα μύθο που κατασκευάστηκε και αναπαράχθηκε από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του ελληνικού κράτους, ένα μύθο που θεμελιώθηκε στη διαστρέβλωση των ιστορικών γεγονότων και στο ψέμα.

Ο Μελάς ήταν γόνος και γαμπρός δύο κοινωνικοοικονομικά και πολιτικά ισχυρών οικογενειών της Αθήνας που καθοδηγούσαν το ελληνικό εθνικιστικό κίνημα της εποχής και ταυτόχρονα ένας νέος αξιωματικός καριέρας. Αναλαμβάνοντας όμως την αρχηγία του ελληνικού αντιμακεδονικού αγώνα, ανελάμβανε ένα ρόλο που ήταν ανίκανος να παίξει σωστά. Ο συναισθηματικά εξαρτημένος από τη γυναίκα του και το άμεσο οικογενειακό περιβάλλον του, καλοζωισμένος και αγύμναστος δανδής Μελάς δεν έπεισε, όπως θα δούμε, ούτε τον εαυτό του ούτε τους άντρες του ότι κατείχε άξια τη θέση του καπετάνιου.

Οι τελευταίες και σημαντικότερες μέρες της ζωής του, επιβεβαιώνουν των ανωτέρω λόγων το αληθές. Ας καταγράψουμε λοιπόν ημερολογιακά αυτές τις στιγμές που χαρακτηρίζουν τον άντρα:

σαββατο 21 αυγούστου (επί ελληνικού εδάφους). Σε επιστολή προς τη γυναίκα του5 αναφέρεται στους άντρες της ομάδας του που θεωρεί αφοσιωμένους σ’ αυτόν και πολύτιμους: Θωμάς Λιόντας από Κοζάνη, Ανδρέας Δικωνυμάκης ή Μπαρμπαντρέας, Νικ. Λουκάκης και Λαμπρινός Βρανάς από Σφακιά, Θανάσης Κατσαμάκας, παλιός κλέφτης απ’ τη Δισκάτα. Ανάμεσά τους λαμβάνει, όπως γράφει, “περισσότερον θάρρος και αυτοπεποίθησιν”.

Το προηγούμενο βράδι έχει ορκίσει τους μισθοφόρους παρουσία ενός παπά, τους έχει μιλήσει για την αποστολή τους “δι’ ολίγων κτυπητών λόγων και τους έχει διατάξει να είναι ξυρισμένοι και κουρεμένοι, προς μεγάλην χαράν, όπως υποθέτει, της γυναίκας του και των κοριτσιών (των κουνιάδων του)”.

Ένας λαρισαίος φίλος του, ο ανθυπολοχαγός Χαράλαμπος Λούφας, του κάνει το γνωστό πορτρέτο – φωτογραφία. Τόσο ξένη του φαίνεται η φορεσιά του καπετάνιου, που σχολιάζει: “φαντάσου τι κωμικόν θα ήτο και τι μαρτύριον δι’ εμέ, αν επέστρεφα άπρακτος, να βλέπω τη φάτσα μου έτσι μασκαρεμένην”.

Στο τέλος της επιστολής ξεσπάει σε λυγμούς “οσάκις σας συλλογίζομαι μου έρχονται αυτομάτως δάκρυα εις τα μάτια και τρέχουν, τρέχουν σιωπηλά και κάτι με σφίγγει εις τον λαιμόν”.

κυριακη 22 αυγούστου (επί ελληνικού εδάφους). Στέλνει στη γυναίκα του Νάτα τον κατάλογο των αντρών του για να δοθεί στο Μπαλτατζή και στον Καλαποθάκη. Αντίγραφο του καταλόγου βρίσκεται σήμερα στο αρχείο του Στέφανου Δραγούμη.6 Εδώ διαβάζουμε εκτός των προαναφερομένων, τα ονόματα: των Κρητικών Γ. Στρατινάκη, Γ. Ζουρίδη, Μαρκ. Παπαμαρκάκη, Νικ. Χαλκιαδάκη, Γιάννη Καραβίτη, των Σρεμπρενιωτών Δήμου Ευαγγέλου, Κωστή Νάτσιου, Μήτσου Νόλη, Γ. Παπαδημητρίου, των Κοζανιτών Δ. Πλάσκα, Κ. Βλάχου, Θ. Χαραλάμπου, των Σιατιστινών Δ. Τραπαντζά, Γ. Λελάκη, Ανδρέα Καλαμπούκα, Δ. Πρόκα, των Γ. Τσανάκα από Μαλαθριά, Δ. Αναστασίου από Ζουπάνι, Γ. Καραγιάννη από Κλίπιστη, Γ. Ματσαλή από Κωστάνσκο, Θ. Στραβονυχόπουλου από Καταφύγι, Θ. Βερεντζιώτη από Βερέντζι, Χρ. Στεφόπουλου από Δισκάτα και τέλος του γνωστού Λάκη Πύρζα από Φλώρινα.

Ο Μελάς ζητάει επίσης από τη Νάτα να μη δείξει σε κανέναν τη φωτογραφία που στέλνει και την εξορκίζει να μη διστάσει” αν, ο μη γένοιτο, ασθενήση ή πάθη τίποτε κανείς απ’ αυτούς που αγαπά” να τον ειδοποιήσει αμέσως όχι απλώς για να λάβει γνώση αλλά για να τα παρατήσει όλα και να σπεύσει εις Αθήνας!7

τεταρτη 25 αυγουστου (επί ελληνικού εδάφους). Στέλνει στη σύζυγό του ένα γράμμα του Γ. Τσόντου (Βάρδα), σχολιάζοντας: “Σε βεβαιώ ότι αυτό το γράμμα του μου δίδει πολύ θάρρος, διότι πρώτην φοράν από ξένον άνθρωπον (τους συγγενείς δεν λογαριάζω) ακούω, ότι κάτι είναι και αυτό που κάμνω. Εγώ σε ομολογώ ότι ουδέποτε έδιδα μεγάλην σημασίαν εις την επιχείρησιν αυτήν, αλλά μάλλον ως απεγνωσμένον κίνημα την εθεώρουν, και δι’ αυτό φοβούμαι και τόσον. Τώρα όμως το επήρα φοβερά επάνω μου και θεωρώ τον εαυτόν μου πολύ σπουδαίον άνθρωπον!”8

Το μυαλό του είναι ακόμα στην Αθήνα. “Με το ωρολόγι εις το χέρι ενθυμούμην, όλας τας αντιστοίχους στιγμάς και ώρας της παρελθούσης Τρίτης, της τελευταίας δηλαδή ημέρας που επέρασα πλησίον σας, Νάτα μου, παιδάκια μου χρυσά! Κλαίω ακόμη μια φορά. Παλεύει μέσα του να αποκτήσει αυτοπεποίθηση. Αρχίζω, γράφει, να έχω περισσοτέραν εμπιστοσύνην εις τον εαυτόν μου”. Παραμένει πάντως “ως επί το πλείστον μακράν των [ανδρών] διά να μην επέλθη οικειότης”.9

παρασκευη 27 αυγουστου (μονή Μερίτσας, επί ελληνικού εδάφους). Φοράει τη στολή του καπετάνιου και εμφανίζεται στους μισθοφόρους του για να βγάλει λόγο: “Εφόρεσα τον φοβερόν ντουλαμάν μου και διά πρώτην φοράν παρέστην πάνοπλος προ των ανδρών. Η εντύπωσις ήτο καλή, διότι μέχρι της στιγμής εκείνης εφόρουν το απαίσιον ψάθινον καπέλλο και το παντελόνι του Ρετσίνα και βεβαίως δεν τους εγέμιζα το μάτι. Τους εκάλεσα αμέσως και τους ωμίλησα με όλον τον ενθουσιασμόν και την καρδιάν μου διά την υπόθεσίν μας”.10

Ο Γιάννης Καραβίτης περιγράφει στα απομνημονεύματά του την εντύπωση που έκανε στους μοναχούς η ομιλία του Μελά:

Παρά τας περί πατρίδος θεωρίας του αρχηγού μας, οι καλόγεροι εθεώρουν ως αστείους τους λόγους του τούτους και μας εξελάμβανον ως ληστρικήν συμμορίαν”.11

Στην επιστολή της 27/8, σημειώνει σε υστερόγραφο ότι την περασμένη νύχτα σταμάτησε την πορεία του σώματος διότι είχε ανάγκη να σκεφτεί ερωτικά τη γυναίκα του!

Χθες εις τας 8 1/2 μ.μ ακριβώς διέταξα στάσιν διά να καθήσω και να σας συλλογισθώ. Κατ’ εκείνην την ώραν ήσθε εις το τραπέζι όλοι, εορτάζοντες την εορτήν σου. Έπινα εις υγείαν σου βεβαίως εκείνην την στιγμήν, και εγώ σ’ εφιλούσα και σ’ ευλογούσα”.12

σαββατο 28 aυγουστου. Τη νύχτα 27 προς 28 Αυγούστου το σώμα του Μελά περνάει τα σύνορα. Οι άντρες του μετά από “επίμονον απαίτησίν” τους13 έχουν ήδη λάβει προκαταβολή ένα μηνιάτικο. Από τους τρεις οδηγούς που έχει εξασφαλίσει ο Μελάς, ο ένας δεν ήρθε καθόλου, ο δεύτερος αρρώστησε και έμεινε στο μοναστήρι, ο δε τρίτος, ο κλέφτης Θανάσης Βάγιας από το χωριό Σπήλαιο [Spileo]14, “δεν φαίνεται να γνωρίζη καλά τα μέρη”. Επιπλέον ο μόνιμος οδηγός Κατσαμάκας την τελευταία στιγμή αντιλαμβάνεται “ότι δεν ενθυμείται καλά το έδαφος”.

Μετά από πολύωρη νυκτερινή πορεία μέσα σε πυκνό δάσος ανακαλύπτουν το πρωί ότι έχουν ξαναεπιστρέψει στα ελληνικά σύνορα, 600 μέτρα από τον οθωμανικό σταθμό του Οστρόβου! Κρύβονται μέχρι τις 3 μ.μ. και αρχίζουν πάλι την προσπάθεια. Στις 5 μ.μ. συλλαμβάνουν ένα χωρικό και τον υποχρεώνουν να τους οδηγήσει προς την Κρανιά [Kranja]15. Μετά 7 ώρες αιχμαλωτίζουν κάποιον από το Μπόζοβο [Bozovo]16 και του παίρνουν το μουλάρι για να φορτώσουν τους ντορβάδες τους. Αργότερα πιάνουν αιχμάλωτο και άλλο αγρότη από τον οποίο παίρνουν το άλογο για να ιππεύσει ο Μελάς και να ξεκουραστεί μια και είναι σε κακά χάλια. “Είμαι κατάκοπος – γράφει – τα τσαρούχια μου επλήγωσαν τα πόδια, η ράχη μου πονεί, τα φυσεκλίκια μου, το κεμέρι, το περίστροφον, πιέζουν και πονούν φοβερά την μέσην μου, τα λουριά των διοπτρών και του χαρτοφύλακος μου κόπτουν τους ώμους μου”. Η ιδέα να ανέβει στο άλογο δεν του βγαίνει πάντως σε καλό. “Ιππεύω το άλογόν του αλλά μετ’ ολίγον γκρεμοτσακίζομαι μ’ αυτό εις τον βραχώδη δρόμον έξω της Κρανιάς”. Μετά από αυτά, ομολογεί στη γυναίκα του πόσο επιθυμεί να τελειώσουν τα βάσανά του και να επιστρέψει πίσω στην οικογένειά του: “φαντάζομαι τον εαυτόν μου επιστρέφοντα εις την φωλέαν μου”, ομολογεί.

Περνούν έξω από την Κρανιά, διαβαίνουν το Βενέτικο ποταμό και τέλος λημεριάζουν μετά από πορεία 13 ωρών.17

κυριακη 29 αυγουστου. Πιάνουν αιχμαλώτους δυο τσομπάνηδες Σαρακατσάνους και συμφωνούν μαζί τους να αγοράσουν α) είκοσι οκάδες μπομπότα και τυρί, β) να τους οδηγήσουν σε άλλη στάνη όπου θα βρουν κρέας να φάνε και νέο οδηγό για τη συνέχεια της πορείας, γ) να καθυστερήσουν οι Σαρακατσάνοι να δώσουν “χαμπέρι” στους Τούρκους (δηλαδή να καταδώσουν το πέρασμα του σώματος), ώστε να βαρεθεί το στρατιωτικό απόσπασμα να τους κυνηγήσει!

Νωρίς το βράδι ένας γέρος τσομπάνης τους οδηγεί σε άλλη στάνη Σαρακατσάνων, τρεις ώρες απόσταση, όπου αγοράζουν, ψήνουν και τρώνε δυο προβατίνες. Ύστερα λημεριάζουν στους πρόποδες ενός βουνού.18

δευτερα 30 αυγουστου. Το απόγευμα αγοράζουν ξανά τρόφιμα από τη στάνη και τις υπηρεσίες δύο τσομπάνηδων ως οδηγών, μια και ανακαλύπτουν ότι ο ληστής Θανάσης Βάγιας, ο κολαούζος που είχε προσλάβει ο Μελάς, λιποτάκτησε παίρνοντας μαζί και τον οπλισμό που του είχαν δώσει. Ο Βάγιας, όπως θα μαθευτεί αργότερα, πήγε στα Γρεβενά [Grevena]19 και τους κατέδωσε στους Οθωμανούς.

Ο Μελάς απελπισμένος με την κατάστασή τους γράφει στη γυναίκα του: “Αναγκαζόμεθα διά κάθε πορείαν ν’ αποτεινόμεθα εις τους τσοπάνους. Έως σήμερα περί τους 20 άνθρωποι γνωρίζουν την ύπαρξίν μας. Παρήλθαν 4 ημέραι και ευρισκόμεθα ακόμη πολύ μακράν από την Σαμαρίναν. Υπό τοιούτους όρους δεν είναι απίθανον ότι θα μας συμβή κάτι δυσάρεστον. Καταλαμβάνω ότι οι άνδρες μου αρχίζουν και απογοητεύονται και χάνουν το ηθικόν των, έχουν δίκαιον. Ούτε επί μίαν ώραν εβαδίσαμεν επί οιασδήποτε οδού. Διαρκώς ανεβοκατεβαίναμεν βουνά, φαράγγια κτλ., τα πόδια μας, τα δάκτυλα ιδίως και τα γόνατά μας υπέφεραν φρικτά, ο Κατσαμάκας δεν γνωρίζει καν τον δρόμον που πηγαίνει εις την Σαμαρίναν”.20

Ξεκινούν νωρίς το απόγευμα και τα μεσάνυχτα πιάνουν αιχμαλώτους τέσσερις βλαχοποιμένες. “Τους λέγομεν, γράφει ο Μελάς, ότι θέλομεν οδηγόν διά να μας δείξη έναν δρόμον προς τα μέρη της Ηπείρου. Όλοι προσποιούνται ότι δεν γνωρίζουν τον τόπον. Τότε ο Κατσαμάκας τους λέγει: Θα πάρω έναν από σας μαζί και αν δεν ξέρη τον δρόμον, θα τον σφάξω και θα ‘ρθω να σφάξω και τα ζώα σας. Τότε αμέσως μας έδωσαν ένα νέο”.21 Συνεχίζουν την πορεία με το νέο οδηγό και λημεριάζουν κοντά στο ξημέρωμα.

τρίτη 31 αυγουστου. Αγοράζουν τρόφιμα (κρέας, ψωμί και τυρί) από τα κονάκια ενός βλάχου αρχιτσέλιγκα, γνωστού του Κατσαμάκα και μισθώνουν δύο βοσκούς για οδηγούς προς τα μέρη της Σαμαρίνας. Νωρίς το απόγευμα ξεκινούν, αλλά μετά από πέντε ώρες πορεία οι οδηγοί σταματούν και δηλώνουν ότι δεν γνωρίζουν πλέον το δρόμο. Με καταλαμβάνει αγανάκτησις δια την γαϊδουριά τους”, παρατηρεί ο Μελάς, “διότι βεβαίως τον γνωρίζουν καλά, αλλά θέλουν ν’ αποφύγουν τον κόπον”.22 Συλλαμβάνουν αιχμάλωτο έναν πριονιστή που τους οδηγεί κοντά στο χωριό Μπράζια [Brjaza]23, όπου πριν χαράξει λημεριάζουν.

τεταρτη 1 σεπτεμβριου. Το πρωί που ξυπνούν γίνεται γνωστό ότι λείπει ο Γιάννης Καραβίτης. Ο τελευταίος κοιμήθηκε κατά τη διάρκεια μιας στάσης της ομάδας, το προηγούμενο βράδι, χωρίς να γίνει αντιληπτός. Αφού περιπλανήθηκε για ώρες μετά ψάχνοντας να βρει τους άλλους, έφτασε σε κάτι βλάχικα κονάκια όπου με την απειλή του όπλου δήλωσε την πατριωτική ιδιότητά του και άρχισε το εθνικιστικό κήρυγμα:

Άρχισα να εξηγώ τον σκοπό της εξόδου του σώματος Μελά. Είπα κατόπιν πώς έχασα το σώμα, αλλ’ ο τσέλιγκας, ασυγκίνητος από την πατριωτική μου ρητορεία μου λέγει: “δεν ησυχάζετε, βρε παιδιά, να αφήσετε τον κόσμο ήσυχο στο βιό του;” Και κατόπιν ακούει τον τσέλιγκα να ομιλή με τους δικούς του εις άλλην γλώσσαν”. Εκνευρισμένος από τη συμπεριφορά των Βλάχων και απειλώντας με το γκρα ο Καραβίτης ξεσπά φωνάζοντας: “Πες μου, βρε σκυλί, τί είσθε και αν υπάρχουν Έλληνες σ’ αυτόν τον τόπο; Είχα γίνει πλέον έξω φρενών, συνεχίζει, διότι ενώ εκίνησα για να σκοτωθώ χάριν των Ελλήνων της Μακεδονίας, τώρα όπου και να παρουσιαζόμουν ήθελαν να με ξεκάνουν ή να με προδώσουν”.24

Τελικά η ομάδα βρίσκει τον Καραβίτη στα κονάκια αργά το βράδι. Εκεί ο Μελάς μαθαίνει ότι οι Βλάχοι είχαν ειδοποιήσει τους Οθωμανούς της Σαμαρίνας [Samarina]25 για το περιστατικό.

Ο Μελάς απελπισμένος γράφει στη γυναίκα του: “Είμεθα ήδη μιαν εβδομάδα εν πορεία και ακόμη τριγυρίζομεν περί την Σαμαρίναν, ενώ κάθε ημέρα που περνά και πολύτιμος καιρός χαμένος είναι και εις περισσότερον κίνδυνον προδοσίας ή καταδόσεως μας θέτει. Εις αυτά πρόσθεσε και τον ρευματισμόν της αριστεράς μου ωμοπλάτης, ο οποίος οξύνθη αρκετά. Και μιλώντας για την ψυχική του κατάσταση σημειώνει: Είμαι περίλυπος έως θανάτου”.26

Για την σε όλους εμφανή σωματική εξάντληση του Μελά και τα προβλήματα που δημιουργεί στην ομάδα του είναι αποκαλυπτικά επίσης τα σχόλια του Καραβίτη:

Ο αρχηγός μας σύρει μετά δυσκολίας τους πόδας του και η δυσκινησία του αυτή είναι κάτι το αποκαρδιωτικό. Αν μας μπλέξη κάπου απόσπασμα, είμεθα καταδικασμένοι να χαθούμε όλοι αδόξως”.27

πεμπτη 2 σεπτεμβριου. Ένας γέρος βλαχοποιμένας πηγαίνει στη Σαμαρίνα (απόσταση δυο ώρες δρόμο) μεταφέροντας μήνυμα βοηθείας προς ένα φίλο του Κατσαμάκα, αλλά γυρίζει το απόγευμα άπρακτος. ”Δεν τον ηύρε, λέγει, αλλά πιστεύω ότι εκεί ήτον”,28 σχολιάζει ο Μελάς.

Ψάχνουν να αιχμαλωτίσουν άλλους βοσκούς που να γνωρίζουν το δρόμο για Καστοριά. Βρίσκουν δυο αδέλφια Βλάχους και παίρνουν τον ένα για οδηγό απειλώντας τον σε περίπτωση άρνησης με θάνατο. Επιπλέον κρατούν όμηρο και ένα νέο ποιμένα από τη στάνη που συνάντησαν τον Καραβίτη. Ξεκινούν την πορεία προς τα βόρεια, μέχρι τις 3 το πρωί που πέφτουν για ύπνο.

παρασκευη 3 σεπτεμβριου. Περιμένουν στο λημέρι τους μέχρι το απόγευμα, τον οδηγό που έφυγε από βραδύς για να φέρει ένα ζώο για τη μεταφορά των πραγμάτων τους. Παρά την 1 1/2 λίρα που του έχουν υποσχεθεί συνειδητοποιούν ότι μάταια ελπίζουν σε επιστροφή του. “Οι άνδρες μου είναι μελαγχολικοί”, γράφει ο Μελάς, “εγώ δε ενδομύχως πλέον ή λυπημένος. Βλέπω μέχρις ώρας μόνον δυσκολίας, δεν ημπορώ να ξελασπώσω απ’ αυτήν την ευλογημένην Σαμαρίναν, αν και είμαι εν πορεία προ 7 ημερών”.29

Συνεχίζουν προς βορρά ώσπου φτάνουν σε ένα υδροκίνητο πριόνι. Εκεί, παρά τις αντιρρήσεις των εργαζομένων και με την απειλή των όπλων, παίρνουν “ένα γέροντα από το χωριό Μπουρμπουσκόν [Burbusko]30 ως οδηγόν και τον υιόν του ιδιοκτήτου ως όμηρον. Και αυτοί, όπως όλοι οι μέχρι τούδε οδηγοί, προσποιούνται κατ’ αρχάς ότι δεν γνωρίζουν τον δρόμον”.31 Συνεχίζουν την πορεία τους και ξημερώματα λημεριάζουν κοντά στο χωριό Ζουπάν [Zupan]32.

σαββατο 4 σεπτεμβριου. Αιχμαλωτίζουν το βράδι δυο γυναίκες από μια ομάδα χωρικών που είχε πάει σε κάποιο πανηγύρι της περιοχής. Αυτές τους οδηγούν για λίγο μέχρι που πιάνουν νέους αιχμαλώτους, έναν αγροφύλακα και ένα τσομπάνη, οι οποίοι και τους φέρνουν κοντά στο χωριό Κλέπιστα [Klepišta]33.

κυριακη 5 σεπτεμβριου. Νωρίς το βράδι ξεκινούν υπό βροχή έχοντας προορισμό ένα μύλο κοντά στο χωριό Ζάνσκο [Zansko]34, όπου βρισκόταν πρόσωπο της εμπιστοσύνης τους που θα τους έδινε τροφή και θα τους βοηθούσε (ο μυλωνάς Αναγνώστης Παπαδημητρίου). Η αποστολή τους στέφεται από επιτυχία στις 3 το πρωί, όταν επιτέλους συναντούν το μυλωνά και δέχονται τις περιποιήσεις του.

Το σώμα του Μελά έχει φτάσει στα όρια της φυσικής αντοχής. Είναι “όλοι υγροί ως τα κόκαλα, οι πλείστοι έχουν πυρετό, κόψιμον ή κρυολόγημα”.35

Ο Γιάννης Καραβίτης γράφει σχετικά στα απομνημονεύματά του: “Συνέβη ώστε να βαδίζουμε δέκα ημέρας εντός ελληνοφώνου ζώνης και να μην κατορθώνουμε να ιδούμε έναν χριστιανό φίλο, εκτός από έναν μυλωνά, που μας έδωσε τρία ψωμιά και ολίγο ρακί και εκηρύχθη ισότιμος των φιλικών”.36

Ο Μελάς τους εξηγεί τους λόγους της εχθρικής συμπεριφοράς των χριστιανών της Μακεδονίας προς το σώμα, κάνοντας μια αναδρομή στο παρελθόν:

Οι Μακεδόνες έχουν δίκαιο να υποπτεύωνται και να δυσπιστούν εις τους αντάρτας όπως εις τους ληστάς, δηλαδή να μην κάμνουν διάκριση των μεν από τους δε, διότι οσάκις η Ελλάς εκινήθη προς πόλεμον κατά της Τουρκίας, εδημιουργούντο και ανταρτικά σώματα, οι σταυραετοί λεγόμενοι, αλλά εις το τέλος οι πλείστοι τούτων μετεβάλλοντο εις ληστάς εναντίον των ευπόρων Μακεδόνων, τους οποίους είχαν κινήσει διά να … απελευθερώσουν. Τώρα που θα πάμε στο Βογατσικό [Μπογκάτσκο], θα ιδήτε ανθρώπους με κομμένα αυτιά από τους περίφημους ελευθερωτάς”.37

δευτερα 6 σεπτεμβριου. Με οδηγό ένα γέρο αγωγιάτη της εμπιστοσύνης του μυλωνά, το σώμα κατευθύνεται το βράδι βορειοανατολικά. Ο γέρος οδηγός ωστόσο, “ο βλαξ, ο γάιδαρος, ο μασκαράς και ηλίθιος”,38 σύμφωνα με τα λόγια του Μελά, στην αρχή ανοίγει το βήμα και χάνεται μπροστά, ενώ στη συνέχεια κάνει λάθος και τους οδηγεί προς τη Λάψιστα [Lapsista]39, έδρα του οθωμανικού στρατού. Τελικά το πρωί κρύβονται στα χωράφια, μες στους θάμνους.

τριτη 7 σεπτεμβριου. Το απόγευμα πιάνουν αιχμάλωτο ένα βλάχο βοσκό που τους οδηγεί απέναντι από το χωριό Λάγκορ [Lagor]40, όπου και περνάνε τον Αλιάκμονα. Στη συνέχεια το μέλος της ομάδας Δήμος Ευαγγέλου (από το Σρέμπρενο) τους οδηγεί τα μεσάνυχτα στο ελληνοχώρι Κοσταράζι, σε ένα μεγάλο αχυρώνα, όπου και κοιμούνται ώς το πρωί.

τεταρτη, πέμπτη, 8 και 9 σεπτεμβριου. Μοιράζονται σε δυο καταλύματα μες στο χωριό. Ο Μελάς στέλνει μήνυμα για την άφιξή του στην Καστοριά, στο μητροπολίτη Καραβαγγέλη, από τον οποίο ζητάει να του στείλει διάφορα εφόδια και χρήματα, πράγμα το οποίο και γίνεται.

Στο χωριό Κοσταράτζα μαθαίνουν και τα πρώτα νέα για τη δράση της μισθοφορικής ομάδας του Καούδη στα Κορέστια και τον άγριο ξυλοδαρμό δύο μακεδόνων αυτονομιστών.

Ο Μελάς εξομολογείται στη γυναίκα του τις μύχιες σκέψεις του για όσα πρέπει να κάνει τις επόμενες μέρες εναντίον των Μακεδόνων: “Τρέμω και συγκινούμαι σκεπτόμενος ότι εγώ, ο οποίος ουδέ μύγαν εσκεμμένως εσκότωσα ποτέ, από αύριον θα φονεύσω, θα δολοφονήσω ίσως και ανθρώπους ακόμη, τρέμω, αλλ’ ανυπομονώ να το κάμω”.41

παρασκευη, σαββατο 10 και 11 σεπτεμβριου. Συναντάνε το δάσκαλο Αθανάσιο Ιατρού που οδηγεί το σώμα στην εκκλησία Άγιο Αθανάσιο πάνω από το Μπογάτσκο, τους δε Μελά και Πύρζα στο σπίτι του στο χωριό. “Το τελευταίον εδέχθην – σημειώνει ο Μελάς – διότι με παρεκάλεσε θερμώς [ο Ιατρού] να έλθω διά να ενθουσιάσω ολίγον και να κινήσω τους δυναμένους να εργασθούν εις την πατρίδα του, οι οποίοι δεν εννοούν να θυσιάσουν τίποτε υπέρ του σκοπού μας”.

Από τους προύχοντες που καλούνται να επισκεφθούν το Μελά, εμφανίζονται μόνο δύο. “Ουδείς εκ των άλλων προσκληθέντων είχε την ευγένειαν τουλάχιστον ή μάλλον το θάρρος να έλθη”.42

Ο Μελάς κάνει εδώ ένα γραπτό απολογισμό του ανθρώπινου – μισθοφορικού δυναμικού του σώματός του: “Μέχρι ώρας τρεις ηναγκάσθην ν’ αφήσω λόγω ασθενείας. Εξέφυγον πριν διαβώμεν τα σύνορα και μόλις έλαβαν τα χρήματα. Ένας μας επρόδωσε και άλλος μας έφυγεν, ο αχρείος, μόλις επεράσαμεν τον Αλιάκμονα, συναποφέρων και τα όπλα του. Εμείναμεν το όλον 25, ενισχύθημεν με 3 εντόπιους και από μεθαύριον με τον Δημούλιον Ζήση από το Λέχοβον και άλλους 6, θα γίνωμεν 34”.43

Μαθαίνουν επίσης περισσότερα από την αντιμακεδονική δράση της ομάδας του Θύμιου Καούδη, τις δολοφονίες του ζελοβίτη Χατζηπαύλου και του βοεβόδα της Όστιμα, Στόικου Γιαγκουλίτση (ή Στόιτσε Γιάγκου).

Ο Καούδης εξεπάστρεψεν εξάλλου εις το Ζέλοβον τον άτιμον Χατζή Παύλον και εις την Όστιμα τον Στόιτσε”,44 σημειώνει ο Μελάς, ενώ ο Καούδης στο ημερολόγιό του γράφει σχετικά:

Η ώρα 1 π.μ. [6 Σεπτεμβρίου] ήλθεν το καραούλι και με ιδοποίησεν ότι ήλθαν τα παιδιά, όπου είχαν μείνει εις Ζέλεβον κ’ έφεραν τον Στόιτσα. Ευγήκα έξω προσποιούμενος άλλην εργασίαν κ’ εφώναξα και τον Παύλην [Κύρου] και τον επίρα με τρία άλλα παιδιά να τον μεταφέρουν εις κανένα δάσος και να τον κρύψουν”.45

Ώρα 5 1/4 μ.μ [8 Σεπτεμβρίου] επέρναν ο Χατζή Παύλος με τον Τράϊκο όπου τον είδαν από μακράν τα παιδιά κ’ έτρεξαν να έλθουν κοντά εις τον δρόμον, αλλά αυτός τους αντιληύθει κ’ έφυγεν τρεχάλα προς το Πισοδέριον [Pesoder]46. Αλλά ο Σταύρος Ζούλης και Αριστ(είδης) Νίσταρ(ης) και Στυλι(ανός) Κλειδής έτρεξαν και τον έφτασαν μέχρι τετρακόσια μέτρα και τον επιροβόλισαν τέσερες κ’ έπεσεν χάμο, όπου επήγεν ο Σταύρος και τον έβαλεν τ’ όπλον εις την κεφαλήν και την εσκόρπισεν εις τεμάχια”.47

κυριακη, 12 σεπτεμβριου. Βρίσκουν κατάλυμα στη μονή Τσιρίλοβου, όπου ο ηγούμενος είναι έμπιστος άνθρωπος του μητροπολίτη Καραβαγγέλη. Ο Μελάς συζητά με τον Πύρζα και έναν ντόπιο “περί του τρόπου εξαφανίσεως” ενός μακεδόνα επαναστάτη της περιοχής. “Μόλις ετελείωσε [η συζήτηση], γράφει ο Μελάς, κατελήφθην από φοβεράν απογοήτευσιν. Τώρα εννόησα ότι δεν ημπορώ εγώ να διευθύνω τοιαύτην εργασίαν. Έτρεμα και είχα ρίγος, ησθανούμην τον εαυτόν μου ένοχον πριν ακόμη εγκληματίσω. Έβλεπα τα μαυρισμένα και κοκαλιάρικα χέρια μου και μου εκίνουν φρίκην”.

Ο Μελάς πηγαίνει μετά στην εκκλησία και εκεί συνεχίζει: “μόνος εις το σκότος έκλαυσα με απελπισίαν. Ησθανόμην ως εις την κόλασιν και εντελώς μόνος. Ελησμόνησα όλον το ωραίον και το υψηλόν και το ευγενές μέρος της αποστολής μου, και έβλεπα μόνον φόνους άγριους, δολίους, ερήμωσιν οικογενειών, απελπισίαν γονέων, τέκνων, αδελφών”.48

δευτερα, τριτη 13 και 14 σεπτεμβριου. Το σώμα συναντά την εννιαμελή ομάδα του γνωστού συνεργάτη των Οθωμανών, Αρβανίτη Ζήση Δημούλιου από το Λέχοβο. Ο τελευταίος τους οδηγεί σε ένα δάσος με οξιές κοντά στο χωριό του να λημεριάσουν και στη συνέχεια μέσα στο Λέχοβο όπου μοιράζονται σε τρία κονάκια.

τεταρτη, πεμπτη 15 και 16 σεπτεμβριου. Ο Μελάς αποφασίζει να πραγματοποιήσει την πρώτη του επιχείρηση, τη δολοφονία τριών μακεδόνων επαναστατών από το χωριό Σρέμπρενο.

Στην αρχή συλλαμβάνουν έξω από το Σρέμπρενο ένα γέροντα και δυο παιδιά 8 και 15 ετών. Στη συνέχεια αιχμαλωτίζουν τον καταζητούμενο πατέρα του δεκαπεντάχρονου. Ο Μελάς δεν αντέχει να βλέπει τη δίψα των μισθοφόρων του για ανθρώπινο αίμα. Γράφει απελπισμένος: “Όλοι είναι χαρούμενοι και λέγουν ότι ο Θεός μας τους παραδίδει. Ο Πύρζας δεν βαστιέται από χαράν. Αναγκάζομαι να του ομιλήσω αυστηρότατα. Εγώ δεν βαστώ, ο βλαξ, τα δάκρυά μου. Αφήνω τους αιχμαλώτους υπό την φύλαξιν δύο ενόπλων και απομακρύνομαι. Κλαίω συλλογιζόμενος το δράμα που εκτυλίσσεται εκεί μέσα στο σπήλαιον, όπου φυλλάσσονται πατήρ και υιός. Εννόησαν βέβαια ότι είναι η τελευταία φορά που βλέπονται, και εντούτοις δεν τολμούν να ομιλήσουν μεταξύ των. Τους ωμίλησα με γλυκύτητα καθησυχάζων αυτούς. Αλλ’ αν και η πρόθεσίς μου ήτο καλή, η υποκρισία μου αυτή μ’ έκαμε να σιχαθώ τον εαυτό μου”.49

Μαζί με τους αιχμαλώτους μπαίνουν νωρίς το βράδι στο Σρέμπρενο και συλλαμβάνουν έναν ακόμα εξαρχικό Μακεδόνα. Ο Μελάς καλεί τους δημογέροντες και αποφασίζει να στήσει δικαστήριο. “Με πάθος φοβερό και ειλικρινές, σημειώνει, “απετάθην προς τους δύο καταδίκους. Ότι ήτο δυνατόν διά να τους κάμω να τρέμουν και να φοβούνται, τους το είπα. Ο Μελάς αποφασίζει να μην τους σκοτώσει υπό έναν όρο: απήτησα όπως εντός 10 ημερών επιτροπή από αυτούς τους δύο και άλλους τρεις μεταβή εις την Μητρόπολιν και δηλώση υποταγήν εις τον μητροπολίτην [Καραβαγγέλη]. Κατόπιν τους έβαλε να ορκιστούν σε μια εικόνα ότι θα πράξουν τα ανωτέρω και τους απείλησε ότι αν παραβούν τον όρκο τους τότε πλέον δεν θα υπάρξη οίκτος”.50

Φεύγοντας από το χωριό και για να κάνει καλή εντύπωση στους χωρικούς, ο Μελάς επέστρεψε στον κοινοτάρχη (μουχτάρη) έναν ντενεκέ χρήματα που ’χε κλέψει κάποιος άντρας του σώματος από το σπίτι ενός καταζητούμενου.

παρασκευη 17 σεπτεμβριου. Γύρω στις 8 το πρωί, συναντούν σε προκαθορισμένο ραντεβού σε δάσος του Βίτσι το λεχοβίτη Ζήση Δημούλιο με την ομάδα του. Ο Μελάς ζητάει απ’ αυτόν να τον οδηγήσει στο χωριό Άιτος για να χτυπήσει τους μακεδόνες κατοίκους του, καθώς αυτό είναι κέντρο επαναστατών αυτονομιστών. Ο Δημούλιος, από ανομολόγητο φόβο μην τυχόν και συναντήσει στο χωριό το βοεβόδα Τάνε και την τσέτα του, “προφασίζεται ότι δεν ημπορεί”. Ο Μελάς σημειώνει σχετικά με αγανάκτηση στο ημερολόγιό του, πως είναι “ήδη η δευτέρα φορά που ματαιώνονται τα σχέδιά μου ένεκα της απροθυμίας των εντοπίων”.51 Τελικά αποφασίζει να εισβάλει στο γειτονικό χωριό Πρεκοπάνα.

Το σώμα μπαίνει στην Πρεκοπάνα το απόγευμα, κατευθύνεται στην εκκλησία όπου βρίσκεται όλο το χωριό και παρακολουθεί μια κηδεία. Ο Μελάς κυκλώνει το εκκλησίασμα, τρομοκρατεί τους χωρικούς και απαιτεί από αυτούς “να ορκισθώσι πίστιν και αφοσίωσιν εις την ορθοδοξίαν και δεύτερον να κάμωσι τοιαύτην αναφοράν εις τον Καϊμακάμην και εις τον Μητροπολίτην. Προς τον τελευταίον [Καραβαγγέλη] δε να μεταβώσιν εντός δέκα το πολύ ημερών και να ζητήσωσι την αποστολήν ιερέως και διδασκάλου Ελλήνων”.52

Φεύγοντας από την Πρεκοπάνα και για να γίνουν πιστευτές οι απειλές του, παίρνει μαζί του δύο αιχμαλώτους, τον εξαρχικό δάσκαλο και τον εξαρχικό παπά. Μόλις απομακρύνονται λίγο από το χωριό οι Πύρζας,53 Κατσαμάκας και Μπαρμπανδρέας,54 τους εκτελούν. Μετά το φόνο ο Μελάς καταλαμβάνεται από τύψεις συνειδήσεως. “Καθ’ όλον το διάστημα περιπατούσα ως μεθυσμένος, έκλαια σχεδόν διαρκώς”, θα γράψει σχετικά στη γυναίκα του.55

Στη συνέχεια κατευθύνονται στη Μπελκαμένη όπου τους υποδέχονται μυστικά, νωρίς το βράδι, ο παπάς του χωριού (ονόματι Πέτρος), ο δάσκαλος Παπανικόλας, ο Χρήστος Εξάρχου (όλοι μυημένοι στην ελληνική οργάνωση) και ο Φίλιππος Καπετανόπουλος, φαρμακοποιός στα Μπίτολα, καταγόμενος από το χωριό Κατράνιτσα [Katranica]56, που είχε έρθει για να ενταχθεί στο σώμα του Μελά. Αφού έφαγαν και ξεκουράστηκαν σε ένα κατάλυμα που τους παραχωρήθηκε, βγήκαν όλοι, πλην των Μελά και Πύρζα, μετά τα μεσάνυχτα στο βουνό όπου λημέριασαν περιμένοντας την επόμενη μέρα για να μπουν φανερά στο χωριό.

σαββατο 18 σεπτεμβριου. Το σώμα μπαίνει το απόγευμα στο χωριό, προκαλώντας “μέγαν φόβον εις τους χωρικούς”. Ο Μελάς διατάζει το μουχτάρη να μαζέψει στο σχολείο τους προύχοντες. Εκεί απειλεί τους ρουμανίζοντες “ότι κανείς δεν θα ξεφύγη τον θάνατο”.57 Υποχρεώνει το ρουμανοδιδάσκαλο να κλείσει το σχολείο και να εγκαταλείψει το χωριό, μία δε περίπολος προσπαθεί ανεπιτυχώς να βρει και να συλλάβει ένα στέλεχος των ρουμανιζόντων (ονόματι Βαγγέλη). Νωρίς το βράδι, το σώμα αναχωρεί για να κτυπήσει το χωριό Νέρεντ.

κυριακη 19 σεπτεμβριου. Στις 3 το πρωί εισέρχονται στο Νέρεντ. Ο Μελάς απογοητευμένος καταλαβαίνει πως ούτε ο Πύρζας, ούτε κανείς άλλος, γνωρίζει το χωριό. Με κόπο βρίσκουν τελικά το σπίτι όπου βρίσκονται δυο άτομα (ο Βασίλης και ο Αναστάσης) που έχουν προσφερθεί να τους υποδείξουν πέντε προγραμμένους από το Μελά για επαναστατική δράση συγχωριανούς τους, για τους οποίους ο τελευταίος πίστευε πως “ήτο απόλυτος ανάγκη να εξαφανισθώσι και αυτοί”.58 Η ομάδα κρύβεται σε μια εγκαταλειμμένη οικία. Το πρωί συνειδητοποιούν ότι στο χωριό βρίσκεται οθωμανική στρατιωτική δύναμη, αποτελούμενη από 90 – 100 νιζάμηδες (τακτικούς πεζικάριους) και 30 – 40 ιππείς. Το σχέδιο τους ναυαγεί. Ο Μελάς γνωματεύει ότι οι στρατιώτες θα ψάχνουν για κομιτατζήδες και επομένως πρέπει να παραμείνουν εκεί κρυμμένοι, καθώς πιστεύει ότι και να τους καταλάβουν “θα έκαμναν τα κλειστά μάτια”. Η γνώμη του Μελά, σύμφωνα με τον Καραβίτη, θεωρείται “απαράδεκτη απ’ όλους που λίγο – πολύ ξέρουν από τουφέκι”.59 Αγνοούν τις απόψεις του αρχηγού, “ανοίγουν την οπισθίαν θύραν και τρέχουν προς το υπερκείμενο όρος”.60 Στην άτακτη φυγή τους61 λαβώνεται θανάσιμα από πυροβολισμό ο Φίλιππος Καπετανόπουλος. Πριν τον εγκαταλείψει ο Μελάς βγάζει την κάπα του και τον σκεπάζει, αφήνοντας από αμέλεια στην τσέπη και ένα γράμμα που του είχε δώσει ο Καπετανόπουλος να στείλει στον Καλλέργη. Μαζί με το νεκρό, οι στρατιώτες θα ανακαλύψουν αργότερα αυτή την επιστολή, που θα προκαλέσει οθωμανικό διάβημα στην ελληνική κυβέρνηση και θα οδηγήσει σε ανάκληση του έλληνα πρόξενου.62

τελευταιο δεκαημερο σεπτεμβριου. Ξημερώματα Δευτέρας, 20 Σεπτεμβρίου, το σώμα φτάνει στο βουνό μεταξύ Σρέμπρενου και Λεχόβου, λημεριάζει στο δάσος και μπαίνει το βράδι στο Λέχοβο. Την επόμενη μέρα, Τρίτη 21 Σεπτεμβρίου, ο Μελάς έρχεται σε επικοινωνία με τους συνδέσμους του των γύρω χωριών και το βράδι φεύγουν για τη Νεγκόβανη. Στο δάσος έξω από το χωριό έρχεται και τον συναντά ο Ηπειρώτης Γ. Σούρλας, διευθυντής των σχολείων της Νέβεσκας και άλλοι δύο. Ξημερώματα Τετάρτης, 22 Σεπτεμβρίου, φεύγουν αυτοί και έρχονται να τον δουν ο γιατρός Τσίρλης από τη Νέβεσκα και ο αδελφός του. Το βράδι το σώμα μπαίνει κρυφά στη Νεγκόβανη και μοιράζεται σε τρία καταλύματα. Κάθονται μερικές μέρες, λόγω κακοκαιρίας, στη Νεγκόβανη και ο Μελάς προσπαθεί να στήσει εκεί και στα πέριξ μια στοιχειώδη οργάνωση. Ενώ βρίσκεται στη Νεγκόβανη μαθαίνει για την κοινή επίθεση, που πραγματοποίησε στις 18 Σεπτεμβρίου η ομάδα του Καούδη και το οθωμανικό στρατιωτικό απόσπασμα Πισοδερίου, εναντίον του χωριού Όστιμα στα Κορέστια και για το αποτέλεσμα της επίθεσης, τους 24 νεκρούς Μακεδόνες.63

σαββατο 2 οκτωβριου. Γράφει από τη Μπελκαμένη επιστολή στη γυναίκα του. Από το περιεχόμενο της συνάγεται πως βρίσκεται σε ιδιαίτερα άσχημη ψυχολογική κατάσταση.

Η απογοήτευσις μου, γράφει, είναι δικαιολογημένη, διότι ενόμιζα πριν έλθω ότι από εμέ μόνον εξηρτάτο να κάμω και να δείξω, αλλά δυστυχώς από το πρόγραμμα μου το εκατοστό μόνον έκαμα”. Τους ντόπιους συνεργάτες του (επί χρήμασι άπαντες) δεν μπορεί να τους εμπιστευθεί. “Εγώ ο δυστυχής κάμνω το σχέδιον μου, συνεχίζει, ξεκινώ με βροχήν, με κρύο, με πείναν και, όταν έλθη η στιγμή της εκτελέσεως του, ή δεν έρχονται ή με γελούν παντοιοτρόπως”. Το χειρότερο όμως, σημειώνει, είναι ότι ειδοποιούν τα υποψήφια θύματα να κρυφτούν “όπως τούτο συνέβη εσχάτως εις την Νεγοβάνην και το Λέσκοβιτς, όπου μας εκράτησαν αδίκως 4 ημέρας και τέλος μας εγέλασαν”. Παρ’ όλα αυτά πιστεύει πως έχει γίνει ο φόβος και ο τρόμος της περιοχής. Οι συμπαθούντες τους μακεδόνες επαναστάτες αγρότες, “φοβούνται, κρύπτονται και επί τέλους φεύγουν από τα χωρία των”, παρατηρεί.64

Την ίδια μέρα, ο έλληνας πρόξενος Μοναστηρίου στέλνει επιστολή στον έλληνα υπουργό Εξωτερικών, με την οποία τον ενημερώνει για τα πρώτα αποτελέσματα επί του γηγενούς πληθυσμού, από τη δράση των μισθοφορικών ομάδων του Καούδη και του Μελά:

Δεν δυνάμεθα βεβαίως να είπωμεν ότι διά της εμφανίσεως των ημετέρων συμμοριών επετεύχθη ήδη το ποθούμενον αποτέλεσμα και ότι θα δυνηθώσι να λειτουργήσωσι τα ημέτερα σχολεία”, σημειώνει, αναφερόμενος στα χωριά της περιοχής Φλώρινας – Καστοριάς, που έχουν προσχωρήσει στην Εξαρχία μετά το Ίλιντεν. Ένα γεγονός επίσης “άξιον ιδιαιτέρας προσοχής και λίαν δυσάρεστον” για τα ελληνικά συμφέροντα είναι, κατά τον Καλλέργη, η προθυμία που δείχνουν οι μακεδόνες χωρικοί να υποστηρίξουν τις επαναστατικές αυτονομιστικές ανταρτικές ομάδες κατά των ελληνικών ομάδων. Προφανώς, ο πρόξενος έχει πληροφορηθεί τη μαζική συμμετοχή των μακεδόνων αγροτών της περιοχής στην πρόσφατη συμπλοκή στην Όστιμα, εναντίον των Οθωμανών και του Καούδη. “Δεν είναι βεβαίως, παρατηρεί, επίφοβοι οι χωρικοί ούτοι, οίτινες μακρόθεν ως επί το πλείστον πυροβολούσι και πλησιάζουσιν εις το πεδίον της μάχης μόνον, όταν πεισθώσιν ότι δεν υπάρχει πλέον αντίστασις και είνε εξασφαλισμένη η ζωή των”, αλλά το γεγονός φανερώνει πως “ο Μακεδονικός πληθυσμός δεν ανέχεται τους Έλληνας αντάρτας”. Παρέχει επίσης ο πρόξενος τη σημαντική πληροφορία “ότι ο Καϊμακάμης Φλωρίνης έλαβε την παρελθούσαν Πέμπτην επιστολήν του Μελά, υπογεγραμμένην Τζέτζα [το ψευδώνυμο του Μελά], εν η του λέγει ότι αι Ελληνικαί συμμορίαι σκοπόν έχουσι να προστατεύσωσι τα ορθόδοξα χωρία”. Του επισημαίνει ότι στόχος του είναι οι ένοπλες ομάδες των επαναστατών και ότι “δεν θέλουσιν ενοχλήση ούτε τους Οθωμανούς κατοίκους ούτε τον Αυτοκρατορικόν Τουρκικόν στρατόν”. Μαθαίνουμε επίσης πως “η επιστολή αύτη παρεπέμφθη ενταύθα [στα Μπίτολα], οπόθεν υπεβλήθη αμέσως τηλεγραφικώς εις τον Χιλμή πασσάν”.65

σαββατο 9 οκτωβριου. Ο Μελάς στέλνει από λημέρι πλησίον της Νεγκόβανης, επιστολή προς την κουνιάδα του Έφη: “Δεν φαντάζεσαι την κατάστασίν μου την ψυχικήν. Θέλω και πρέπει να μείνω εδώ, αλλά ο πολυτάραχος και σχεδόν άγριος βίος μου με κάμνει να νοσταλγώ τον ήσυχον και γλυκύν οικογενειακόν βίον”, της γράφει. Και συνεχίζει: “Υποφέρω όταν αποφασίζω κάτι δύσκολον, αλλ’ αναγκαίον. Το σχεδιάζω, το μελετώ, διέρχομαι όλας τας συγκινήσεις του φόβου, των κινδύνων, της χαράς, της ελπίδος. Όταν δ’ έρχεται η στιγμή της εκτελέσεως, βλέπω όλα τα σχέδιά μου κατακρημνιζόμενα από το αναποφάσιστον των εντοπίων”. Δίνει επίσης πληροφορίες για την άφιξη και άλλων μισθοφόρων: “Έφθασαν χθες βράδυ ο Καραλίβανος, ο Βισβίκης με 8 καλούς ανθρώπους και 2 Κρητικοί με 15 άλλους συμπατριώτας των”. Της φανερώνει πως σκοπεύει να αφήσει ένα τμήμα της δύναμης στην περιοχή και εκείνος με 30 άντρες να μεταβεί στο Μαγκάρεβο [Magarevo]66, να αφήσει εκεί μια ομάδα και στη συνέχεια να κατέβει στα μέρη της Καστοριάς με 10 άντρες. Και τότε, εκμυστηρεύεται, “θα έλθω να ιδώ τα παιδιά μου και σας όλους. Αισθάνομαι ακατάσχετον, όχι επιθυμία, αλλ’ ανάγκην, να ησυχάσω τα νεύρα μου και το μυαλό μου”.67

απολογισμοσ εξοδων (λιρεσ και εικοσοφραγκα). Στην έκθεση που συνέταξε ο Μελάς και βρέθηκε ασυμπλήρωτη στο χαρτοφύλακά του, μετά το θάνατό του, από τον Πύρζα, υπάρχουν αρκετές εγγραφές για την εξαγορά συνειδήσεων και τα ακριβή ποσά. Αναλυτικά : 1) Στη Λάρισα μετά από επίμονη απαίτηση των αντρών του, πριν αναχωρήσουν, πλήρωσε ολόκληρο το μισθό τους. Έξι από αυτούς δεν προσήλθαν. Στις 20 Σεπτεμβρίου οι άντρες του έλαβαν και δεύτερο μισθό. 2) Ο οδηγός Θανάσης Βάγιας πήρε δύο εικοσόφραγκα και τον οπλισμό του και έφυγε να τους καταδώσει. 3) Σε κάθε χωριό όπου έφτιαξε επιτροπή διόρισε ένα ή δύο έμμισθους αγγελιαφόρους. Ο μισθός τους για μεν του Λεχόβου είναι ένα εικοσόφραγκο, για δε της Νέβεσκας δυόμισι. 4) Στη Νέβεσκα πληρώνει πέντε εικοσόφραγκα για μισθό πενταμελούς ομάδας μισθοφόρων. 5) Στον πρώην ρουμανίζοντα Τάκη Γκόλιε από τη Νέβεσκα, που πέρασε μαζί του και ανέλαβε υπεύθυνος της οργάνωσης του χωριού του, δίνει μισθό πέντε λίρες. Προτείνει μάλιστα να του δοθούν επιπλέον δώρο άλλες είκοσι πέντε λίρες. 6) Από μία λίρα δίνει στη χήρα και την αδελφή του Βαγγέλη Σρεμπρενιώτη. 7) Μια λίρα παίρνει η χήρα του Παπαδημήτρη και μισή ο μουχτάρης Σρεμπρένου. 8) Μισή λίρα εισπράττει ο μουχτάρης Πρεκοπάνας και μία η χήρα του Παπαχρήστου. 9) Τρεις λίρες μισθό δίνει στο Ζήση Δημούλιο, από μία στους οκτώ άντρες του και από μισό εικοσόφραγκο στους δύο δραγάτες (αγροφύλακες) του Λεχόβου. 10) Τέσσερις ανώνυμοι παίρνουν μισθό από δύο εικοσόφραγκα και μια λίρα παίρνει ο ψυχογιός του Μελά. 11) Ο Κόλε Πίνα εισπράττει μία λίρα και ο γιος του Ζήσης δύο εικοσόφραγκα μισθό. 12) Ο βλάχος Γιαννάκης (καταδότης) παίρνει μια λίρα. 13) Στον ακόλουθο του Ιτζέτ Πασά της Φλώρινας, Φεΐμη, δίνει δυο λίρες, και 14) πέντε λίρες αμοιβή σε έκτακτους απεσταλμένους.68

τριτη 12 οκτωβριου. Ο Μελάς στέλνει επιστολή στον Καούδη με την οποία τον διατάζει για πολλοστή φορά να συναντηθούν.

Ο Καούδης συστηματικά αρνείται στο Μελά τον ηγετικό ρόλο και τον αγνοεί επιδεικτικά.69 Ο Μελάς ορίζει νέο ραντεβού στο βουνό μεταξύ Ζελόβου και Πισοδερίου, τη νύχτα της Τετάρτης προς Πέμπτη.

Το βράδι αναχωρεί με την ομάδα του με προορισμό το χωριό Νέρεντ. Εκεί κάνουν γενική επίθεση στο σπίτι μιας οικογένειας που είχαν προγράψει. Οι αμυνόμενοι με τη βοήθεια των συγχωριανών τους εξαναγκάζουν τελικά το Μελά, που φοβάται πιθανή εμφάνιση του στρατού, να υποχωρήσει.

Στη θέση Κούλα, πάνω στο Βίτσι, ο Μελάς χωρίζει το σώμα. Μια ομάδα γύρω στα δεκαπέντε άτομα, ληστές το επάγγελμα, με επικεφαλής το Γιοβάνη (που θεωρήθηκαν σύμφωνα με τα λόγια του Καραβίτη “ανωφελή και επιζήμια στοιχεία” ή κοινώς “παλιοτόμαρα”)70, φεύγει με κολαούζους τους Καραβίτη και Νικολούδη, για τη Μπελκαμένη. Ο Μελάς με τους υπόλοιπους και οδηγό τους το Γρηγόρη, φεύγουν για το χωριό Στάτιστα [Statista]71. Ο Γρηγόρης τους αφήνει στην εκκλησία, στην είσοδο του κάτω μαχαλά, λίγο πριν τα μεσάνυχτα. Μπαίνει μόνος του στο χωριό σε αναζήτηση κάποιου γνωστού και επιστρέφει αργότερα έχοντας μαζί του δύο άτομα, ένας εκ των οποίων είναι ο Ντίνας Στεργίου, μέλος της ομάδας του Καούδη και κάτοικος Στάτιστας. Ο Ντίνας βάζει τους άντρες στο χωριό και τους μοιράζει σε πέντε σπίτια. Ο Μελάς μένει με τους Λάκη Πύρζα, Πέτρο Χατζητάση, Ντίνα Θεόδωρο, το Βλάχο ψυχογιό του και το Γιώργο Στρατηνάκη. Στο δεύτερο κατάλυμα μένει ο Γιώργος Βολάνης με τους Νικ. Γυαλίρη, Μιχαήλ Αθήτου, Σταμάτης Χριστοδουλάκης, Μάρκος Παπαμαρκάκης, Νικ. Καλικιαδάκη και Χρήστος Γεωργίου. Στα άλλα καταλύματα παραμένουν οι οπλαρχηγοί Καραλίβανος και Μπισμπίκης (Βισβίκης) με 8 άνδρες, Ιωάννης Πούλακας (Μπούλακας) με 6 άνδρες, και οι Κατσαμάκας και Λαμπρινός Βρανάς με 10 άνδρες.72

τεταρτη 13 οκτωβριου. Το πρωί ο Ντίνας φέρνει στο κατάλυμα του Μελά, στο σπίτι του Τράικου Καντζάκη, το μουχτάρη Χατζόπουλο και μερικούς πρόκριτους, οι οποίοι υφίστανται το γνωστό κήρυγμα του Μελά περί επιστροφής στο Πατριαρχείο. Επίσης ξαναστέλνει μήνυμα στον Καούδη για να του υπενθυμίσει το ραντεβού. Οι άντρες της ομάδας παραμένουν κρυμμένοι στα καταλύματα τους για να μη γίνουν αντιληπτοί από τους χωριανούς. Στο μεταξύ το οθωμανικό στρατιωτικό απόσπασμα που εδρεύει στο Κονομλάντι [Konomladi]73, μισή ώρα απόσταση από τη Στάτιστα, δέχεται την επίσκεψη μιας αγρότισσας που τους καταγγέλλει τη διαμονή της ελληνικής ομάδας στο χωριό.74

Γύρω στις τέσσερις το απόγευμα ειδοποιούν το Μελά ότι οθωμανικός στρατός δυνάμεως 130 περίπου αντρών ανεβαίνει το δρόμο από το Κονομλάντι προς τη Στάτιστα. Οι άντρες του, του ζητούν να φύγουν αμέσως στο βουνό, εκείνος όμως τους διατάζει να παραμείνουν κρυμμένοι, πιστεύοντας ότι ο στρατός είναι περαστικός. Το απόσπασμα εισέρχεται στο χωριό, ανηφορίζει μέχρι τον πάνω μαχαλά και ξαναεπιστρέφει στο κάτω μέρος του χωριού. Ξαφνικά οι στρατιώτες περικυκλώνουν το σπίτι όπου κρύβεται η ομάδα του Βολάνη και προσπαθούν να παραβιάσουν την πόρτα για να κάνουν έρευνα. Ο χωροφύλακας του χωριού απαγορεύει την είσοδο των στρατιωτών και απαιτεί την παρουσία, σύμφωνα με το νόμο, του μουχτάρη ή του αξιωματικού. Ένας αλβανός λοχίας όμως σπάει την πόρτα με ένα τσεκούρι και βλέπει μέσα τους κρυμμένους. Οι τελευταίοι αναγκάζονται τότε να πυροβολήσουν, παρά τις αντίθετες διαταγές που είχαν πάρει από το Μελά. Ο χωροφύλακας πέφτει νεκρός, ενώ ταυτόχρονα αρχίζει η πολιορκία του σπιτιού και ανταλλαγή πυροβολισμών μέχρι τις 10 το βράδι, όταν οι επτά πολιορκούμενοι τελικά παραδίνονται και οδηγούνται στο Κονομλάντι και στη συνέχεια στην Καστοριά για ανάκριση.75

Κατά τη διάρκεια αυτής της συμπλοκής, οι υπόλοιποι άνδρες της ομάδας, επωφελούμενοι από το σκοτάδι, εγκαταλείπουν τα τέσσερα άλλα σπίτια όπου παρέμεναν κρυμμένοι και αμέτοχοι, και καταφεύγουν άτακτα προς αναζήτηση ασφαλείας στα γύρω δάση. Αφήνουν ωστόσο πίσω τους, χωρίς να το ξέρουν οι περισσότεροι, ένα νεκρό: τον αρχηγό τους Παύλο Μελά.

Ο θάνατος του Μελά, που χρησιμοποιήθηκε από τον ελληνικό εθνικισμό σαν σάλπισμα για τη γενικευμένη επιδρομή των ελληνικών μισθοφορικών ομάδων κατά των Μακεδόνων, αποτελεί στην κυριολεξία έναν εξ ολοκλήρου κατασκευασμένο μύθο, ένα μεγάλο ιστορικό ψέμα, που μέχρι σήμερα αναπαράγεται. Η αλήθεια για το θάνατό του ειπώθηκε το 1927 από τον Πέτρο Χατζητάση, κατά τη διάρκεια μνημόσυνου που οργανώθηκε με πρωτοβουλία του Τσόντου Βάρδα στη Στάτιστα. Ο Χατζητάσης, που βρισκόταν μαζί του κρυμμένος κατά τη διάρκεια των γεγονότων, στο σπίτι του Καντζάκη, έκανε τότε αναπαράσταση του γεγονότος.

 Ο Μελάς άφησε αβοήθητους, για να μην φανερωθεί η δική του κρυψώνα, το Βολάνη και τους άντρες του. Κάποια στιγμή κατέβηκε από την εσωτερική κλίμακα στο κατώι του σπιτιού για να ανιχνεύσει καλύτερα το γύρω μέρος. Από πίσω του ακολούθησε ο Λάκης Πύρζας.

 “Μόλις είχαν πατήσει στο κατώφλι της σκάλας, λέει ο Χατζητάσης, ένας μόνον πυροβολισμός ακούστηκε κι ένα ωχ! Αμέσως κατεβήκαμε στην αυλή και βλέπομε τον αρχηγό νεκρό. Τον σηκώσαμε και τον κρύψαμε στον αχυρώνα (σταύλο) και φύγαμε. Δεύτερος πυροβολισμός δεν ακούστηκε”.

Ο Χατζητάσης συμπεραίνει ότι “ο πυροβολισμός θα ήταν από εκπυρσοκρότηση του όπλου του Λάκη Πύρζα”. Κανένας δεν μπορεί να υποστηρίξει με σιγουριά ότι ήταν εκπυρσοκρότηση. Ο Λάκης, όπως θυμίζει ο Τάκης Κύρου που άκουσε τη διήγηση του Χατζητάση, “πήρε την τσάντα του αρχηγού, άφησε τον αγώνα και εξαφανίστηκε, παρουσιάστηκε το άλλο καλοκαίρι στη Μακεδονία”.76 Μαζί με την τσάντα εξαφανίστηκε και μια περιουσία λίρες που είχε πάνω του ο Μελάς. Επιπρόσθετα είναι γεμάτη υπονοούμενα για τον Πύρζα και η επιστολή του νέου διευθύνοντος το προξενείο στο Μοναστήρι Φίλιππου Κοντογούρη προς τον έλληνα υπουργό Εξωτερικών Ρωμάνο, με ημερομηνία 19/10/1904. Ο Κοντογούρης θεωρεί εκεί την “εν γένει διαγωγή” του Πύρζα και μετά τα γεγονότα στη Στάτιστα “αξιοκατάκριτο”.77

Τελικά τα εκ των υστέρων κατασκευασμένα ψεύδη του Πύρζα, περί ηρωικού θανάτου του Μελά από τούρκικο βόλι, κάλυψαν το γεγονός ότι αυτός, ακουσίως ή εκουσίως, πυροβόλησε τον αρχηγό του, τερματίζοντας έτσι την κάθε άλλο παρά ηρωική δράση του.

 

 

Υστερόγραφο

 

 

 

Το 1996, όταν έγραψα το κείμενο για τον Παύλο Μελά, είχα υποστηρίξει, στηριζόμενος στη μαρτυρία του Χατζητάση, ότι τον έλληνα αξιωματικό είχε πυροβολήσει και σκοτώσει ο Λάκης Πύρζας.

Η αποκωδικοποίηση ολόκληρου του ημερολογίου του Γιώργου Τσόντου-Βάρδα και η δημοσίευσή του το 2003 από τον ερευνητή Γιώργο Πετσίβα, πρόσθεσε μία ακόμα σημαντική πληροφορία στη συζήτηση για το θάνατο του Παύλου Μελά. Εκεί (τόμος Β’, σ. 808 & 816) ο Βάρδας γράφει πως ο Ντίνας από τη Στάτιστα είχε φύγει για την Αμερική, γιατί φοβόταν πως θα τον σκότωνε η ελληνική οργάνωση, μια και είχε γίνει γνωστό ότι αυτός “αποτέλειωσε” τον Παύλο Μελά.

Την πληροφορία αναπαρήγαγαν τόσο ο Τάσος Κωστόπουλος (προφανώς) στο δημοσίευμα του Ιού της Ελευθεροτυπίας, “Ποιος σκότωσε τον Παύλο Μελά” (10.10.2004), όσο και ο Βασίλης Γούναρης στο σχετικό με το θάνατο του Μελά άρθρο του (“Το Μοιραίο δεκαήμερο”, Καθημερινή, 17.10.2004).

Πρόσφατα ξαναψάχνοντας κείμενα που αναφέρονταν στη σχετική περίοδο, έπεσα πάνω σε ένα άρθρο της εφημερίδας Ελεύθερος Άνθρωπος (Αθήναι, 4.8.1931) όπου σημείωνε και τα εξής: “Σύμφωνα με ορισμένους, του Παύλο Μελά του έκοψαν το λαιμό με μαχαίρι, μετά τον τραυματισμό του, για να μην προκαλέσει, με τις φωνές του, την προσοχή των Τούρκων. Αν τον πυροβολούσαν και πάλι θα πρόδιδαν την παρουσία τους στους Τούρκους“.

Η πληροφορία αυτή φώτιζε ένα άλλο μεγάλο ψέμα που είχε πει ο Ντίνας, τα σχετικά με το κόψιμο του κεφαλιού του Μελά από αυτόν, λίγες μέρες μετά το θάνατό του.

Ο τουρκικός στρατός έφυγε από τη Στάτιστα στις 13 Οκτωβρίου 1904 το πρωί, παίρνοντας μαζί του αιχμάλωτους το Βολάνη κι άλλους έξι. Έφυγε πιστεύοντας ότι είχε συλλάβει το σύνολο των ανδρών της συμμορίας που έψαχνε. Οι τουρκικές αρχές θα μάθουν μια βδομάδα αργότερα, από τις ελληνικές εφημερίδες, ότι στη Στάτιστα σκοτώθηκε εκείνο το βράδυ ο έλληνας αξιωματικός Μελάς (που κρυβόταν πίσω από το ψευδώνυμο Μίκης Ζέζας).

Τουρκικός στρατός εμφανίστηκε πάλι στη Στάτιστα στις 23 Οκτωβρίου, όπου έκανε έρευνα και τελικά βρήκε πρόχειρα θαμμένο ένα ακέφαλο πτώμα με ρούχα αντάρτη. Κατά τη νεκροψία βρήκαν στη μέση του νεκρού μια σφαίρα από μολύβι, σφαίρα από αυτές που έπαιρναν τα όπλα των αντρών του Μελά (όπως και το όπλο του Λάκη Πύρζα) και όχι σφαίρα για όπλο μάουζερ, όπως αυτές που χρησιμοποιούσαν οι τούρκοι στρατιώτες.

Οι πέντε άντρες που βρίσκονταν μαζί με το Μελά έφτασαν στο χωριό Ζέλοβο στις 14 Οκτωβρίου, το πρωί της Πέμπτης. Γράφει για εκείνη τη μέρα ο Καούδης στο ημερολόγιό του:

Το πρωί ήρθε ο Ντίνες με το Νικόλαο Πίριζα [Πύρζα] και τρία άλλα παιδιά και μας λένε ότι από τις 10 (αλά Τούρκα) χθες, τους πολιόρκησε ο στρατός και πολέμησαν μέχρις τις τρεις τη νύχτα. Έπειτα βγήκαν από το σπίτι που ήταν, για να φύγουν, αλλά οι Τούρκοι ήταν κρυμμένοι στις γωνιές των σπιτιών και μόλις βγήκαν στο δρόμο τους άναψαν μια μπαταριά και σκότωσαν το Μελά. «Εμείς πήραμε» μου λένε «το όπλο του και όλα τα πράγματά του και αναχωρήσαμε σιγά-σιγά και δεν ξέρουμε τι απέγιναν [οι άλλοι]»”.

Ο Ντίνες και ο Πύρζας, αυτός που πυροβόλησε και εκείνος που αποτέλειωσε το Μελά, κόβοντας το λαιμό του, “λένε” στον Καούδη, τον Κύρου και τους άλλους το μεγάλο ψέμα και οι άλλοι τρεις (Χατζητάσης, Στρατινάκης και Στιμπανιώτης) συγκαλύπτουν.

Στη συνέχεια ο Καούδης γράφει πως εκείνο το βράδυ ήρθαν στο Ζέλοβο άλλοι δέκα, από αυτούς που ήταν στη Στάτιστα:

Το βράδυ ήρθαν δέκα, μεταξύ τους ήταν ο Καραλίβανος με τον Ιωάννη Πούλακα. Τους ρωτάμε για τους άλλους και μας λένε ότι δεν γνωρίζουν τι έγιναν. Λείπουν ακόμα δεκαπέντε“.

Στη συνέχεια ο Καούδης στέλνει “το Ντίνε προς το χωριό του, τη Στάτιστα, αν μάθει κάτι να έρθει να μου το πει“.

Ο Ντίνας επιστρέφει στο Ζέλοβο το Σάββατο το πρωί. Σημειώνει ο Καούδης: “Ήρθε το πρωί ο Ντίνες από τη Στάτιστα και μας είπε ότι μονάχα ο κ. Μελάς σκοτώθηκε και επτά παραδόθηκαν. Οι λοιποί διέφυγαν, άγνωστο πού“. Και λίγο πιο κάτω στο ημερολόγιο γράφει: “Θεώρησα επίσης καλό, να μεταφέρουμε το πτώμα του αείμνηστου [Μελά] στο Ζέλεβο. Όπως μας είπε ο Ντίνες, τον έκρυψαν οι χωρικοί [στη Στάτιστα] και δεν τον είδαν οι αρχές. Και ούτε οι Βούλγαροι έχουν μάθει [ότι σκοτώθηκε]. Κι αν το μάθουν, ίσως του πάρουν το κεφάλι. Δώσαμε πέντε λίρες του Ντίνα και πήγε να πάρει μερικούς από το χωριό του και κρυφά τη νύχτα να τον φέρουν [το νεκρό] να τον θάψουμε“.

Ο Ντίνας παίρνει τις λίρες και φεύγει για τη Στάτιστα, για να φέρει το νεκρό. Ο Πύρζας γράφει για πρώτη φορά στο ελληνικό προξενείο Μοναστηρίου (Μπίτολα) για τα γεγονότα στη Στάτιστα, κρύβοντας την αλήθεια και επαναλαμβάνοντας τα ψέματα που είπαν στο Θύμιο Καούδη και τον Παύλο Κύρου.

Στις 17 Οκτωβρίου, οι Καούδης, Πύρζας, Καραλίβανος, Πούλακας και οι άντρες τους φεύγουν για τη Μπελκαμένη. Στο Ζέλοβο μένει φρουρά ο Κύρου με λίγους άντρες, περιμένοντας τον Ντίνα να φέρει το νεκρό Μελά.

Δευτέρα Πρωί, 18 Οκτωβρίου, ο Κύρου και ο απεσταλμένος του ελληνικού προξενείου Μοναστηρίου Βασίλης Αγοραστός περιμένουν στο Ζέλοβο τον Ντίνα και τους μισθωμένους (με τις πέντε λίρες που έδωσε ο Καούδης) άντρες από τη Στάτιστα, που θα έφερναν το νεκρό Μελά για να τον θάψουν. Βλέπουν όμως να έρχεται ο Ντίνας μόνος του με ένα ντορβά στην πλάτη. Τον κοιτάζουν έκπληκτοι. Εκείνος ανοίγει το ντορβά και βγάζει από μέσα το κεφάλι του Μελά.

Ο Ντίνας “πολύ ταραγμένος” σύμφωνα με τον Αγοραστό, τους λέει το νέο μεγάλο ψέμα, πως έφτασε δηλαδή στο χωριό τα μεσάνυχτα και πήγε αμέσως να ξεθάψει το πτώμα, αλλά μόλις είχε αρχίσει να το ξεθάβει, έμαθε πως “ισχυρό στρατιωτικό απόσπασμα ερχόταν στο χωριό“, γι’ αυτό αναγκάστηκε να κόψει και να πάρει μόνο το κεφάλι.

Η αλήθεια είναι πως εκείνα τα μεσάνυχτα, ο τουρκικός στρατός είχε βαθιά μεσάνυχτα για το θάνατο του Μελά. Εκείνη την ώρα ακόμα και η οικογένεια του νεκρού αγνοούσε το θάνατό του.

Ο τουρκικός στρατός, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, πήγε για έρευνα στη Στάτιστα και βρήκε το ακέφαλο σώμα το επόμενο Σάββατο, στις 23 Οκτωβρίου.

Ο λόγος που δεν μετέφερε ο Ντίνας το νεκρό ήταν απλός. Δεν μπορούσε να εμφανίσει το Μελά με κομμένο λαιμό. Έβγαλε λοιπόν το μαχαίρι που τον είχε σφάξει και εξαφάνισε τα ίχνη της σφαγής, κόβοντας εντελώς το κεφάλι.

Στις 19 το πρωί, οι εφημερίδες στην Αθήνα άρχισαν να γράφουν για τη “μάχη” του Παύλου Μελά με τους Τούρκους στη Μακεδονία και τον ηρωικό θάνατό του νεαρού αξιωματικού.

Ακόμα και σήμερα η ελληνική εθνική ιστορία αναπαράγει τον ίδιο μύθο για το θάνατο του Μελά: τη μάχη του ήρωα με τους Τούρκους.

Το βόλι του Πύρζα και το μαχαίρι του Ντίνα, δεν αφορούν το έθνος.

 

 

22.4.2013

 

Δημήτρη Λιθοξόου

 

http://www.lithoksou.net/p/6-o-paylos-melas

 

 

 

 

Διάβασε επίσης: Υστερόγραφο για το θάνατο του Παύλου Μελά [2013]

1 Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό Зора (τεύχος 10, Μάιος 1996, σ. 20-27)

2 Επιστολή Α. Παπούλα προς Ραδίση. Αρχείο Τσόντου – Βάρδα, φακ. 6

3 Επιστολή Γ. Πέρου και Γ. Δικώνυμου προς Γ. Τσόντο (7/7/1904), επιστολή Ε. Καούδη προς Γ. Τσόντο (19/7/1904), επιστολή Ε. Καούδη προς Γ. Τσόντο (19/7/1904). Αρχείο Τσόντου – Βάρδα, φακ. 2.

4 Μελά, σ. 314.

5 Μελά, σ. 317 – 320.

6 Αρχείο Στ. Δραγούμη, υποφ. 201.2, έγγραφο 53.

7 Μελά, σ. 320 – 321.

8 ό.π., σ. 323.

9 ό.π., σ. 325.

10 ό.π., σ. 328.

11 Καραβίτης, τ. Α΄, σ. 42.

12 Μελά, σ. 330.

13 ΓΕΣ / ΔΙΣ, Ο μακεδονικός αγών, Αθήνα, 1979, σ. 331, παράρτημα 5ον: Η τελευταία έκθεσις του Παύλου Μελά.

14 Spileo ή Spilio. Ελληνικό χριστιανικό χωριό του καζά Γρεβενών. Στα μέσα του 19ου αιώνα είχε 58 οικογένειες [Π. Αραβαντινός, Χρονογραφία της Ηπείρου, Αθήνα, 1856]. Ο Кънчов δίνει πληθυσμό 409 κατοίκους. Το 1913 απογράφονται 717 άτομα, το 1920, 128 οικογένειες – 657 άτομα, το 1928, 805 άτομα, και το 1951, 561 άτομα. Η ελληνική διοίκηση το απογράφει ως Σπήλαιον.

15 Kranja ή Turja. Βλάχικο χριστιανικό χωριό του καζά Γρεβενών. Οι Weigand και Кънчов δίνουν πληθυσμό 1.500 κατοίκους. Η Πατριαρχική Στατιστική δίνει 230 οικογένειες, 30 από τις οποίες είναι ρουμανικών φρονημάτων. Το χωριό ιδρύθηκε, σύμφωνα με την παράδοση, το 1507, στις αρχές δε του αιώνα είχε 50 σπίτια [Alan J. B. Wace – Maurice S. Thompson, Οι νομάδες των Βαλκανίων, Αφοι Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1989]. Το 1913 απογράφονται 1.137 άτομα, το 1920, 853, και το 1928, 988. Το σχολικό έτος 1941 – 1942, το μειονοτικό ρουμάνικο σχολείο του χωριού είχε 172 μαθητές [Αρχείο Ι. Μεταξά]. Το 1951 απογράφονται 752 άτομα. Η ελληνική διοίκηση το απογράφει ως Κρανέα.

16 Bozovo. Βλάχικο χριστιανικό χωριό του καζά Γρεβενών. Οι Weigand και Кънчов δίνουν πληθυσμό 150 κατοίκους. Το 1913 απογράφονται 138 άτομα, το 1920, 178, το 1928, 210, και το 1951, 414 άτομα.

17 Μελά, σ. 332 – 335.

18 ό.π., σ. 337 – 339.

19 Grevena ή Grebena ή Greben. Πρωτεύουσα του ομώνυμου καζά. Στα μέσα του 19ου αιώνα, είχε 53 μουσουλμανικές και 175 χριστιανικές οικογένειες [Αραβαντινός]. Ο Кънчов δίνει πληθυσμό 1550 άτομα, από τα οποία 600 είναι χριστιανοί Έλληνες, 500 Τούρκοι, 200 μουσουλμάνοι Έλληνες, 150 χριστιανοί Βλάχοι και 100 Τσιγγάνοι. Το 1913 απογράφονται 1.723 άτομα. Το 1916 βρίσκονται στην πόλη 64 οικογένειες – 300 άτομα πρόσφυγες [Έκθεσις 1916]. Το 1920 απογράφονται 3.108 άτομα. Το 1923 ο αριθμός των ανταλλαξίμων μουσουλμάνων της πόλης είναι 40 οικογένειες – 200 άτομα. Οι πρόσφυγες που παίρνουν τη θέση τους είναι 55 οικογένειες, εκ των οποίων 33 μικρασιατικές, 16 ποντιακές και 6 θρακιώτικες. Το 1928 υπάρχουν στην κωμόπολη 52 προσφυγικές οικογένειες – 194 άτομα [Πελαγίδης]. Η απογραφή του ίδιου έτους δίνει πληθυσμό 3108 άτομα. Το σχολικό έτος 1939 – 1940, το μειονοτικό ρουμάνικο σχολείο είχε 177 μαθητές [Αρχείο Ι. Μεταξά]. Το 1951 απογράφονται 4.789 άτομα.

20 Μελά, σ. 341.

21 ό.π., σ. 342.

22 ό.π., σ. 344.

23 Brjaza. Βλάχικο χριστιανικό χωριό του καζά Κόνιτσας. Ο Αραβαντινός δίνει 42 οικογένειες και ο Weigand 480 άτομα. Το 1913 απογράφονται 940 άτομα, και το 1920, 169 οικογένειες – 657 άτομα. Μετονομάστηκε σε Δίστρατον.

24 Καραβίτης, τ. Α΄, σ. 60 – 61.

25 Samarina. Βλάχικη κωμόπολη του καζά Γρεβενών. Ο Αραβαντινός δίνει 700 οικογένειες, ο Weigand 3.000 άτομα και ο Кънчов 2.600 άτομα. Η Πατριαρχική Στατιστική δίνει 520 οικογένειες, 20 από τις οποίες θεωρούνται ρουμανικών φρονημάτων. Το 1913 απογράφονται 4.198, και το 1928, 603 άτομα.

26 Μελά, σ. 348.

27 Καραβίτης, τ. Α΄, σ. 65.

28 Μελά, σ. 350.

29 ό.π., σ. 352.

30 Burbusko ή Burbaska ή Borbosko ή Borbotsko ή Borbatsko. Ελληνικό χριστιανικό χωριό του καζά Καστοριάς. Το 1886 ο πληθυσμός του φτάνει τους 1.400 κατοίκους [Νικόλαος Σχινάς, Οδοιπορικαί Σημειώσεις Μακεδονίας, Ηπείρου, Αθήνα 1886]. Ο Кънчов δίνει 1.200 και ο Brancoff 2.000 κατοίκους. Το 1913 απογράφονται 869 άτομα, το 1920 172 οικογένειες – 657 άτομα, το 1928, 723 άτομα και το 1951, 595 άτομα. Το 1926 μετονομάστηκε Επταχώριον.

31 Μελά, σ. 353.

32 Zupan. Ελληνικό χριστιανικό χωριό του καζά Ανασελίτσας. Ο Кънчов δίνει 1.750 και ο Brancoff 1675 κατοίκους. Το 1913 απογράφονται 2.323 άτομα, το 1920 385 οικογένειες – 1.560 άτομα, το 1928, 1.708 άτομα και το 1951, 1.144 άτομα. Το 1928 μετονομάστηκε Πεντάλοφος.

33 Klepišta ή Klepiš ή Klepeše. Ελληνικό χριστιανικό χωριό του καζά Ανασελίτσας. Ο Кънчов δίνει 250 και ο Brancoff 340 κατοίκους. Το 1913 απογράφονται 476 άτομα, το 1920, 421, το 1928, 477, και το 1951, 464 άτομα. Το 1927 μετονομάστηκε Πολυκάστανον.

34 Zansko ή Zanciko. Ελληνικό χριστιανικό χωριό του καζά Ανασελίτσας. Ο Кънчов δίνει 441 και ο Brancoff 420 κατοίκους. Το 1913 απογράφονται 562 άτομα, το 1920 104 οικογένειες – 439 άτομα, το 1928, 451 άτομα, και το 1951, 410 άτομα. Το 1928 μετονομάστηκε Ζώνη.

35 Μελά, σ. 359.

36 Καραβίτης, τ. Α΄, σ. 66.

37 ό.π., τ. Α΄, σ. 65.

38 Μελά, σ. 367.

39 Lapsista ή Lepsista ή Naselic. Πρωτεύουσα του καζά Ανασελίτσας. Ο Кънчов δίνει 2.600 κατοίκους, από τους οποίους 1.600 είναι έλληνες μουσουλμάνοι, 800 έλληνες χριστιανοί και 200 Τσιγγάνοι. Ο Brancoff διακρίνει το χριστιανικό πληθυσμό της κωμόπολης σε 600 έλληνες χριστιανούς και 1.200 Τσιγγάνους. Το 1913 απογράφονται 1.047 άτομα και το 1920 385 οικογένειες – 1401 άτομα Το 1923 υπήρχαν 130 ανταλλάξιμες οικογένειες μουσουλμάνων. Τη θέση τους είχαν πάρει το 1926, 238 προσφυγικές οικογένειες: 142 μικρασιατικές, 85 ποντιακές, 8 καυκάσιες και 3 θρακιώτικες. Το 1928 υπήρχαν 239 προσφυγικές οικογένειες – 978 άτομα [Πελαγίδης]. Το 1928 απογράφονται 1.592 και το 1951, 1.987 άτομα. Το 1928 μετονομάστηκε Νεάπολις.

40 Lagor. Ελληνικό χριστιανικό χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 60 και ο Brancoff 75 κατοίκους. Το 1913 απογράφονται 29 άτομα, το 1920, 16 άτομα, και το 1928, 17 άτομα.

41 Μελά, σ. 374.

42 ό.π., σ. 375 – 376.

43 ό.π., σ. 377.

44 ό.π., σ. 376.

45 Φθινόπωρο του 1904 στη Μακεδονία – Το ανέκδοτο ημερολόγιο του μακεδονομάχου Ευθυμίου Καούδη, εισαγωγή και επιμέλεια Βασίλης Γούναρης, Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 41.

46 Pesoder. Βλάχικο χριστιανικό χωριό του καζά Φλώρινας. Ο Weigand δίνει πληθυσμό 600 άτομα, ο Кънчов 750 και ο Brancoff 480. Η Πατριαρχική Στατιστική δίνει 140 οικογένειες, 3 από τις οποίες είναι ρουμανικών φρονημάτων. Το 1913 απογράφονται 727 άτομα, το 1920, 124 οικογένειες – 532 άτομα, το 1928, 457 άτομα, και το 1951, 143 άτομα. Η ελληνική διοίκηση το απογράφει ως Πισοδέριον.

47 Καούδης, σ. 42.

48 Μελά, σ. 378 – 379.

49 ό.π., σ. 383.

50 ό.π., σ. 385 – 386.

51 ό.π., σ. 388.

52 ΓΕΣ / ΔΙΣ, σ. 332.

53 Μόδης, σ. 233.

54 Καραβίτης, τ. Α΄, σ. 84.

55 Μελά, σ. 390.

56 Katranica. Χωριό του καζά Καϊλαρίων. Ο Кънчов δίνει 2.040 κατοίκους, από τους οποίους 940 είναι χριστιανοί Βούλγαροι και 1.100 Τούρκοι. Ο Brancoff ανεβάζει τον αριθμό των χριστιανών Μακεδόνων σε 1.600, όλους πατριαρχικούς. Το 1913 απογράφονται 2.094 άτομα. Ο Милојевић καταγράφει 250 μακεδονικά και 250 τουρκικά σπίτια. Το 1916 στο χωριό έχουν εγκατασταθεί 20 προσφυγικές οικογένειες – 63 άτομα [Έκθεσις 1916]. Το 1920 απογράφονται 506 οικογένειες – 2.180 άτομα. Το 1923 υπήρχαν 1.100 ανταλλάξιμοι μουσουλμάνοι. Τη θέση τους είχαν πάρει το 1926, 152 προσφυγικές οικογένειες: 53 μικρασιατικές και 99 ποντιακές. Το 1928 υπήρχαν 139 προσφυγικές οικογένειες – 501 άτομα [Πελαγίδης]. Το 1928 απογράφονται 1.490, και το 1951, 978 άτομα. Το 1927 μετονομάστηκε Πύργοι.

57 Καραβίτης, τ. Α’, σ. 90

58 ΓΕΣ / ΔΙΣ, σ. 332.

59 Καραβίτης, τ. Α΄, σ. 98.

60 Μελά, σ. 396.

61 Επιστολή προξένου Μοναστηρίου Δ. Καλλέργη προς τον έλληνα υπουργό Εξωτερικών, Προξενείο Μοναστηρίου, (23/9/1904), έγγραφο 923.

62 Κώστας Κλειδής, Με τη λάμψη στα μάτια, Ηριδανός, Αθήνα 1984, σ. 127.

63 Καούδης, σ. 51 – 57.

64 Καούδης, σ. 404 – 405.

65 Προξενείο Μοναστηρίου, 2/10/1904, έγγραφο 954.

66 Magarevo ή Megarevo. Βλάχικο χριστιανικό χωριό του καζά Μοναστηρίου. Ο Weigand δίνει πληθυσμό 3.000 άτομα, ο Кънчов 2.400 και ο Brancoff, 2.160. Η Πατριαρχική Στατιστική δίνει 454 οικογένειες, 13 από τις οποίες είναι ρουμανικών φρονημάτων.

67 Μελά, σ. 407 – 408.

68 ΓΕΣ / ΔΙΣ, σ. 331 – 338.

69Μελά, σ. 335.

70 Καραβίτης, τ. Α΄, σελ. 116.

71 Statista ή Statica. Εξαρχικό μακεδόνικο χωριό του καζά Καστοριάς, χωρισμένο σε πάνω και κάτω (Gorna & Dolna) μαχαλά. Ο Кънчов δίνει 600 άτομα και ο Brancoff 960. Το χωριό παραμένει συνεχώς εξαρχικό από το 1902 [έγγραφο 4278 & Εκκλησιαστική Αλήθεια]. Το 1913 απογράφονται 609 άτομα. Το 1920, 107 οικογένειες – 550 άτομα, και το 1928, 564 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 121 σλαβόφωνες οικογένειες, 100 από τις οποίες θεωρούνται δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 707 σλαβόφωνους μη ελληνικής εθνικής συνείδησης [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 321 άτομα. Το 1927 μετονομάστηκε Μελάς.

72 Έκθεση του Γ. Βολάνη, βλ. ΓΕΣ / ΔΙΣ, σ. 339.

73 Konomladi. Μακεδονικό χριστιανικό χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 1.100 άτομα και ο Brancoff 1.536: 1.136 εξαρχικοί και 400 πατριαρχικοί. Το 1913 απογράφονται 1.202 άτομα, το 1920, 242 οικογένειες – 1.031 άτομα, και το 1928, 802 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 230 σλαβόφωνες οικογένειες, 200 από τις οποίες θεωρούνται δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 1.000 σλαβόφωνους μη ελληνικής εθνικής συνείδησης [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 438 άτομα. Το 1928 μετονομάστηκε Μακροχώριον.

74 Συνέντευξη του Χιλμή Πασά σε γαλλική εφημερίδα. Βλ. Καραβίτης, τ. Β΄, σελ. 907.

75 Επιστολή του Χρ. Παναγιωτίδη (Μαλέτσικου) στην εφημερίδα της Θεσσαλονίκης Ταχυδρόμο, στις 17/4/1927.

76 Τάκης Κύρου, Παύλος Κύρου, Φλώρινα 1978, σ. 58 και Καραβίτης, τομ. Α΄, σ. 132 – 133.

77 Προξενείο Μοναστηρίου, 19/10/1904, έγγραφο 1030.

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *