Σοσιαλιστική και κομμουνιστική φιλολογία

 

Σοσιαλιστική και κομμουνιστική φιλολογία

 

 

1.Ο ΑΝΤΙΔΡΑΣΤΙΚΟΣ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ

 

 

α) Ο φεουδαρχικός σοσιαλισμός

 

 

Η γαλλική και η αγγλική αριστοκρατία απ’ την ίδια την ιστορική της θέση ήταν προορισμένη να γράφει λίβελους ενάντια στη σύγχρονη αστική κοινωνία. Στη γαλλική επανάσταση του Ιούλη του 1830, στο αγγλικό κίνημα για τη μεταρρύθμιση, η αριστοκρατία υπέκυψε για μια ακόμα φορά στο μισητό νεόπλουτο. Δεν μπορούσε πια να γίνεται λόγος για ένα σοβαρό πολιτικό αγώνα. Μονάχα η φιλολογική πάλη της απέμεινε.

Αλλά και στον τομέα της φιλολογίας είχε γίνει αδύνατη η παλιά φρασεολογία της εποχής της παλινόρθωσης[1]. Η αριστοκρατία για να προκαλέσει συμπάθειες έπρεπε να παραβλέψει φαινομενικά τα δικά της συμφέροντα και να διατυπώσει το κατηγορητήριο της ενάντια στην αστική τάξη μονάχα προς το συμφέρον της εργατική5 τάξης που ήταν θύμα της εκμετάλλευσης. Έτσι απολάμβανε την ικανοποίηση ότι μπορούσε ν’ απευθύνει λίβελους ενάντια στο νέο αφεντικό της και να του ψιθυρίζει στ’ αυτί λίγο-πολύ μαύρες προφητείες.

Μ’ αυτόν τον τρόπο γεννήθηκε ο φεουδαρχικός σοσιαλισμός, μισός ιερεμιάδα, μισός λίβελος, μισός αντίλαλος απ’ το παρελθόν, μισός απειλή για το μέλλον, κάποτε χτυπώντας κατάστηθα την αστική τάξη με πικρόχολη, πνευματική, σαρκαστική κριτική, αλλά που φαινόταν πάντα κωμικός με την ολοκληρωτική ανικανότητά του να κατανοήσει την πορεία της σύγχρονης ιστορίας.

Για να πάρουν μαζί τους το λαό, ανέμιζαν για σημαία τον προλεταριακό σάκο της επαιτείας. Κάθε φορά όμως που o λαός τους ακολουθούσε, έβλεπε από πίσω τους τα παλιά φεουδαρχικά οικόσημα και σκόρπιζε ξεσπάζοντας σε βροντερά ασεβή γέλια.

Ένα μέρος από τους γάλλους νομιμόφρονες[2] και η “Νέα Αγγλία”[3] πρόσφεραν στον κόσμο αυτό το θέαμα.

Όταν οι φεουδάρχες αποδείχνουν ότι ο δικός τους τρόπος εκμετάλλευσης ήταν αλλιώς διαμορφωμένος από τον αστικό, τότε ξεχνούν μονάχα ένα πράγμα, ότι αυτοί ασκούσαν την εκμετάλλευση μέσα σε ολότελα διαφορετικές καταστάσεις και συνθήκες που έχουν ξεπεραστεί σήμερα. Όταν αποδείχνουν ότι κάτω από τη δική τους κυριαρχία δεν υπήρχε το σύγχρονο προλεταριάτο, ξεχνούν μόνο ότι η σύγχρονη αστική τάξη ήταν ίσα-ίσα ένας αναγκαίος γόνος του δικού τους κοινωνικού καθεστώτος.

Κατά τα άλλα αποσιωπούν τόσο λίγο τον αντιδραστικό χαρακτήρα της κριτικής τους, που η κύριά τους κατηγορία ενάντια στην αστική τάξη είναι ακριβώς ότι στο καθεστώς της αναπτύσσεται μια τάξη που θα τινάξει στον αέρα όλο το παλιό κοινωνικό καθεστώς.

Κατηγορούν την αστική τάξη ακόμα περισσότερο ότι δημιουργεί ένα επαναστατικό προλεταριάτο και όχι ένα προλεταριάτο γενικά.

Γι’ αυτό, στην πολιτική πρακτική συμμετέχουν σ’ όλα τα μέτρα βίας ενάντια στην εργατική τάξη. Και στην καθημερινή ζωή, παρ’ όλη τη φουσκωμένη φρασεολογία τους, καταδέχονται να μαζεύουν τα χρυσά μήλα[4] και να εμπορεύονται και ν’ ανταλλάσσουν την πίστη, τον έρωτα και την τιμή, με μαλλί, κοκκινογούλια και ρακή[5].

Κι όπως ο παπάς κι ο φεουδάρχης βάδιζαν πάντα χέρι με χέρι, έτσι και ο παπαδίστικος σοσιαλισμός βαδίζει χέρι με χέρι με το φεουδαρχικό σοσιαλισμό.

Δεν υπάρχει πιο εύκολο πράγμα από το να δώσεις ένα σοσιαλιστικό επίχρισμα στο χριστιανικό ασκητισμό. Μήπως o χριστιανισμός δεν καταφέρθηκε κι ενάντια στην ατομική ιδιοκτησία, ενάντια στο γάμο, ενάντια στο κράτος; Μήπως στη θέση τους δεν κήρυχνε την αγαθοεργία και τη ζητιανιά, την αγαμία και τη θανάτωση της σάρκας, το μοναχικό βίο και την εκκλησία; Ο χριστιανικός[6] σοσιαλισμός δεν είναι παρά ο αγιασμός που μ’ αυτόν ο παπάς ευλογεί το θυμό του αριστοκράτη.

 

β) Ο μικροαστικός σοσιαλισμός

 

Η φεουδαρχική αριστοκρατία δεν είναι η μοναδική τάξη που γκρεμίστηκε από την αστική τάξη, δεν είναι η μοναδική τάξη που οι συνθήκες της ζωής της μαραίνονταν και σβήνανε μέσα στη σύγχρονη αστική κοινωνία. Οι ελεύθεροι αστοί και η μικρή αγροτική τάξη του μεσαίωνα ήταν οι πρόδρομοι της σύγχρονης αστικής τάξης. Στις βιομηχανικά και εμπορικά λιγότερο αναπτυγμένες χώρες, αυτή η τάξη εξακολουθεί να φυτοζωεί πλάι στην αστική τάξη που αναπτύσσεται.

Στις χώρες όπου αναπτύχθηκε ο σύγχρονος πολιτισμός, διαμορφώθηκε μια καινούργια τάξη μικροαστών, που ταλαντεύεται ανάμεσα στο προλεταριάτο και την αστική τάξη και που σαν συμπληρωματικό κομμάτι της αστικής κοινωνίας ξαναδημιουργείται πάντα απ’ την αρχή, που τα μέλη της όμως εκσφενδονίζονται διαρκώς μέσα από το συναγωνισμό προς τα κάτω, προς το προλεταριάτο, και που ακόμα, με την ανάπτυξη της μεγάλης βιομηχανίας, βλέπουν να πλησιάζει η στιγμή που θα εξαφανιστούν ολότελα σαν αυτοτελές τμήμα της σύγχρονης κοινωνίας και θα αντικατασταθούν στο εμπόριο, τη μανιφακτούρα και τη γεωργία, με επιστάτες και υπηρέτες.

Σε χώρες όπως στη Γαλλία, όπου η αγροτική τάξη αποτελεί πολύ περισσότερο από το μισό του πληθυσμού, ήταν φυσικό συγγραφείς, που πήγαιναν μαζί με το προλεταριάτο ενάντια στην αστική τάξη, να χρησιμοποιήσουν στην κριτική τους για το αστικό καθεστώς το μικροαστικό και μικροαγροτικό μέτρο και να πάρουν το μέρος των εργατών από τη μικροαστική σκοπιά. Έτσι διαμορφώθηκε ο μικροαστικός σοσιαλισμός. Ο Σισμοντί είναι ο αρχηγός αυτής της φιλολογίας, όχι μονάχα για τη Γαλλία, αλλά και για την Αγγλία.

Ο σοσιαλισμός αυτός ανέλυσε με πολύ μεγάλη οξύνοια τις αντιφάσεις που υπάρχουν στις σύγχρονες σχέσεις παραγωγής. Ξεσκέπασε τις υποκριτικές ωραιοποιήσεις των οικονομολόγων. Απέδειξε με αδιάψευστο τρόπο τα καταστροφικά αποτελέσματα των μηχανών και του καταμερισμού της εργασίας, τη συγκέντρωση των κεφαλαίων και της γαιοκτησίας, την υπερπαραγωγή, τις κρίσεις, τον αναγκαστικό αφανισμό των μικροαστών και αγροτών, την αθλιότητα του προλεταριάτου, την αναρχία στην παραγωγή, την κραυγαλέα δυσαναλογία στη διανομή του πλούτου, τον εξοντωτικό βιομηχανικό πόλεμο ανάμεσα στα έθνη, τη διάλυση των παλιών εθίμων, των παλιών οικογενειακών σχέσεων, των παλιών εθνοτήτων.

Ωστόσο, στο θετικό του περιεχόμενο, ο σοσιαλισμός αυτός θέλει είτε ν’ αποκαταστήσει τα παλιά μέσα παραγωγής και ανταλλαγής και μαζί τους τις παλιές σχέσεις ιδιοκτησίας και την παλιά κοινωνία, είτε να κλείσει ξανά με τη βία τα σύγχρονα μέσα παραγωγής και ανταλλαγής μέσα στα πλαίσια των παλιών σχέσεων ιδιοκτησίας, που είχαν ανατιναχτεί και που δεν μπορούσαν παρά ν’ ανατιναχτούν απ’ αυτά τα ίδια τα σύγχρονα μέσα παραγωγής. Και στις δύο περιπτώσεις, ο σοσιαλισμός αυτός είναι ταυτόχρονα και αντιδραστικός και ουτοπικός.

Συντεχνιακό καθεστώς στη μανιφακτούρα και πατριαρχική οικονομία στην ύπαιθρο, αυτή είναι η τελευταία του λέξη. Στην παραπέρα εξέλιξή της η τάση αυτή κατάντησε μια δειλή αποχαύνωση[7].

 

γ) Ο γερμανικός ή ο “αληθινός” σοσιαλισμός

 

Η σοσιαλιστική και κομμουνιστική φιλολογία της Γαλλίας που γεννήθηκε κάτω από την πίεση της κυρίαρχης αστικής τάξης, και που είναι η φιλολογική έκφραση της πάλης ενάντια σ’ αυτή την κυριαρχία, μεταφέρθηκε στη Γερμανία σε εποχή όπου η αστική τάξη μόλις άρχιζε τον αγώνα της ενάντια στο φεουδαρχικό απολυταρχισμό.

Γερμανοί φιλόσοφοι, μισοφιλόσοφοι και ωραιολόγοι ρίχτηκαν αχόρταγα σ’ αυτή τη φιλολογία και ξέχασαν ακριβώς ότι με την εισαγωγή αυτών των έργων απ’ τη Γαλλία στη Γερμανία, δεν είχε γίνει ταυτόχρονα και η εισαγωγή των γαλλικών συνθηκών ζωής. Μέσα στις γερμανικές συνθήκες, η γαλλική φιλολογία έχασε κάθε άμεση πρακτική σημασία και πήρε μια όψη καθαρά φιλολογική. Αναγκάστηκε να παρουσιαστεί σαν αργόσχολη θεωρητικολογία[8] για την πραγματοποίηση της ανθρώπινης φύσης. Έτσι, για τους γερμανούς φιλόσοφους του l8ου αιώνα, οι διεκδικήσεις της πρώτης γαλλικής επανάστασης είχαν μονάχα την έννοια ότι ήταν διεκδικήσεις του “πρακτικού λόγου” γενικά, και οι εκδηλώσεις της θέλησης της επαναστατικής γαλλικής αστικής τάξης σήμαιναν στα μάτια τους τους νόμους της καθαρής θέλησης, της θέλησης, όπως θα πρέπει να είναι, της αληθινά ανθρώπινης θέλησης.

Η αποκλειστική δουλειά των γερμανών λογίων ήταν να εναρμονίσουν τις νέες γαλλικές ιδέες με την παλιά τους φιλοσοφική συνείδηση ή καλύτερα να αφομοιώσουν τις γαλλικές ιδέες από τη δικιά τους τη φιλοσοφική άποψη.

Η αφομοίωση αυτή έγινε με τον ίδιο τρόπο, με τον οποίο αφομοιώνει κανείς μια ξένη γλώσσα, με τη μετάφραση.

Είναι γνωστό πώς οι καλόγεροι μετέγραφαν με ανούσιες ιστορίες καθολικών αγίων τα χειρόγραφα, όπου ήταν γραμμένα τα κλασικά έργα της αρχαίας ειδωλολατρικής εποχής. Οι γερμανοί λόγιοι ακολούθησαν τον αντίθετο δρόμο με τη βέβηλη γαλλική φιλολογία. Έγραφαν τις φιλοσοφικές τους ανοησίες πίσω από το γαλλικό πρωτότυπο. Για παράδειγμα, πίσω από τη γαλλική κριτική των χρηματικών σχέσεων, έγραψαν: “Αποξένωση της ανθρώπινης φύσης”. Πίσω από τη γαλλική κριτική του αστικού κράτους έγραψαν: “Κατάργηση της κυριαρχίας του αφηρημένου γενικού” κλπ.

Την υποκατάσταση αυτής της φιλοσοφικής φρασεολογίας[9] στις γαλλικές εξελίξεις τη βάφτισαν “φιλοσοφία της πράξης”, “αληθινό σοσιαλισμό”, “γερμανική επιστήμη του σοσιαλισμού”, “φιλοσοφική θεμελίωση του σοσιαλισμού” κλπ.

Με τον τρόπο αυτό ευνούχισαν για τα καλά τη γαλλική σοσιαλιστική και κομμουνιστική φιλολογία. Και μια που αυτή η φιλολογία στα χέρια των Γερμανών έπαψε να εκφράζει την πάλη μιας τάξης ενάντια σε μια άλλη, ο Γερμανός πείστηκε ότι ξεπέρασε τη “γαλλική μονομέρεια” και ότι εκπροσωπούσε, αντί τις αληθινές ανάγκες, την ανάγκη της αλήθειας, και αντί τα συμφέροντα του προλεταριάτου, τα συμφέροντα της ανθρώπινης φύσης, του ανθρώπου γενικά, του ανθρώπου που δεν ανήκει σε καμιά τάξη, που δεν ανήκει καθόλου στην πραγματικότητα, που ανήκει μονάχα στον ομιχλώδη ουρανό της φιλοσοφικής φαντασίας.

Αυτός ο γερμανικός σοσιαλισμός, που έπαιρνε τόσο σοβαρά και πανηγυρικά τις αδέξιες μαθητικές του ασκήσεις και τις διαλαλούσε τόσο αγύρτικα, έχασε ωστόσο σιγά-σιγά τη σχολαστική του αθωότητα.

Ο αγώνας της γερμανικής και ιδιαίτερα της πρωσικής αστικής τάξης ενάντια στους φεουδάρχες και την απόλυτη μοναρχία, με μια λέξη, το φιλελεύθερο κίνημα, έγινε πιο σοβαρό.

Έτσι, στον “αληθινό” σοσιαλισμό δόθηκε η τόσο ποθητή ευκαιρία να αντιπαραθέσει τις σοσιαλιστικές διεκδικήσεις στο πολιτικό κίνημα, για να εξαπολύσει τα πατροπαράδοτα αναθέματα ενάντια στο φιλελευθερισμό, ενάντια στο αντιπροσωπευτικό κράτος, ενάντια στον αστικό συναγωνισμό, την αστική ελευθερία του τύπου, το αστικό δίκαιο, την αστική ελευθερία και ισότητα και για να κηρύξει στη λαϊκή μάζα πως δεν έχει να κερδίσει τίποτε απ’ αυτό το αστικό κίνημα, αντίθετα θα τα χάσει όλα. Ο γερμανικός σοσιαλισμός ξέχασε έγκαιρα ότι η γαλλική κριτική, που αυτός αποτελούσε τον ανιαρό αντίλαλο της, προϋποθέτει τη σύγχρονη αστική κοινωνία, με τους αντίστοιχους υλικούς όρους ζωής και με την ανάλογη πολιτική συγκρότηση, όλες προϋποθέσεις που στη Γερμανία έπρεπε πρώτα να κατακτηθούν.

Στις γερμανικές απολυταρχικές κυβερνήσεις με την ακολουθία τους από παπάδες, δασκάλους, ευγενείς της υπαίθρου και γραφειοκράτες, ο σοσιαλισμός αυτός χρησίμευε σαν ποθητό σκιάχτρο ενάντια στην αστική τάξη που τραβούσε απειλητικά προς τα πάνω.

Αποτελούσε το γλυκερό συμπλήρωμα στις πικρές βουρδουλιές και τις σφαίρες, με τις οποίες οι ίδιες αυτές κυβερνήσεις αντιμετώπιζαν τις γερμανικές εργατικές εξεγέρσεις.

Αν ο “αληθινός” σοσιαλισμός έγινε έτσι ένα όπλο στα χέρια των κυβερνήσεων ενάντια στη γερμανική αστική τάξη, ταυτόχρονα εκπροσωπούσε άμεσα ένα αντιδραστικό συμφέρον, το συμφέρον του γερμανικού μικροαστισμού[10]. Η μικροαστική τάξη που έχει κληροδοτηθεί από το 16ο αιώνα και που τότε όλο και ξαναεμφανιζόταν καινούργια με διαφορετική μορφή, αποτελεί στη Γερμανία την ουσιαστική κοινωνική βάση της υπάρχουσας κατάστασης.

Η διατήρησή της είναι διατήρηση της υπάρχουσας κατάστασης στη Γερμανία. Η μικροαστική τάξη φοβάται το βέβαιο αφανισμό της από τη βιομηχανική και πολιτική κυριαρχία της αστικής τάξης, από τη μια μεριά εξαιτίας της συγκέντρωσης του κεφαλαίου και από την άλλη με την εμφάνιση ενός επαναστατικού προλεταριάτου. Ο “αληθινός” σοσιαλισμός της φάνηκε ότι χτυπάει μ’ ένα σμπάρο δύο τρυγόνια. Εξαπλώθηκε σαν επιδημία.

Η εσθήτα, φτιαγμένη από αραχνοΰφαντες θεωρητικολογίες, κεντημένη με όμορφα ρητορικά λουλούδια, διαποτισμένη από πνιγερή αισθηματική δροσιά, αυτή η απλόχωρη εσθήτα όπου οι γερμανοί σοσιαλιστές τύλιξαν τις λίγες κοκαλιάρικες “αιώνιες αλήθειες” τους, αύξησε μονάχα την κατανάλωση του εμπορεύματος τους από αυτό το κοινό.

Από τη μεριά του, ο γερμανικός σοσιαλισμός αντιλαμβάνεται όλο και πιο πολύ τον προορισμό του να είναι ο πομπώδης εκπρόσωπος αυτής της μικροαστικής τάξης.

Ανακήρυξε το γερμανικό έθνος πρότυπο έθνος και το γερμανό μικροαστό[11] πρότυπο άνθρωπο. Σε κάθε ποταπότητα αυτού του μικροαστού έδινε ένα απόκρυφο, ανώτερο, σοσιαλιστικό νόημα που σήμαινε το αντίθετο της. Τραβούσε ως την τελική συνέπεια, παίρνοντας θέση ενάντια στη “βάναυσα καταστροφική” τάση του κομμουνισμού και διαλαλώντας την αμερόληπτη ανωτερότητά του πάνω απ’ όλους τους ταξικούς αγώνες. Με πολύ λίγες εξαιρέσεις, όλα τα δήθεν σοσιαλιστικά και κομμουνιστικά έργα που κυκλοφορούν στη Γερμανία, ανήκουν στην περιοχή αυτής της βρομερής και εκνευριστικής φιλολογίας[12].

 

2.Ο ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΟΣ Ή ΑΣΤΙΚΟΣ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ

 

Ένα μέρος της αστικής τάξης θέλει να διορθώσει τα κοινωνικά κακά, για να εξασφαλίσει την ύπαρξη της αστικής κοινωνίας.

Σ’ αυτή την κατηγορία ανήκουν: οικονομολόγοι, φιλάνθρωποι, ανθρωπιστές, άνθρωποι που ασχολούνται με τη βελτίωση της κατάστασης των εργαζόμενων τάξεων, οργανωτές αγαθοεργιών, προστάτες των ζώων, ιδρυτές συλλόγων υπέρ της μετριοπάθειας, οι πιο παρδαλοί ψευτομεταρρυθμιστές. Κι αυτό τον αστικό σοσιαλισμό έφτασαν να τον επεξεργαστούν σε ολόκληρα συστήματα.

Ας αναφέρουμε σαν παράδειγμα τη Φιλοσοφία της αθλιότητας τον Προυντόν.

Οι σοσιαλιστές αστοί θέλουν τις συνθήκες ζωής της σύγχρονης κοινωνίας χωρίς τους αγώνες και τους κινδύνους που απορρέουν αναγκαστικά απ’ αυτήν. Θέλουν τη σημερινή κοινωνία, αλλά αφού της αφαιρεθούν τα στοιχεία που την επαναστατικοποιούν και τη διαλύουν. Θέλουν την αστική τάξη χωρίς το προλεταριάτο. Η αστική τάξη, φυσικά, φαντάζεται τον κόσμο όπου κυριαρχεί σαν τον καλύτερο κόσμο. O αστικός σοσιαλισμός επεξεργάζεται αυτή την παρήγορη εικόνα σ’ ένα μισό ή ολοκληρωμένο σύστημα. Όταν παροτρύνει το προλεταριάτο να πραγματοποιήσει τα συστήματά του και να μπει στη νέα Ιερουσαλήμ, τότε κατά βάθος το καλεί απλώς να σταματήσει στη σημερινή κοινωνία, να αποβάλει, όμως, τις εχθρικές αντιλήψεις που έχει γι’ αυτήν.

Μια δεύτερη, λιγότερο συστηματική, αλλά πιο πρακτική μορφή αυτού του σοσιαλισμού, δοκίμασε να αποτρέψει την εργατική τάξη από κάθε επαναστατικό κίνημα, αποδείχνοντας ότι δεν μπορεί να την ωφελήσει αυτή ή εκείνη η πολιτική αλλαγή, αλλά μονάχα μια αλλαγή των υλικών συνθηκών ζωής, των οικονομικών σχέσεων. Όμως, ο σοσιαλισμός αυτός, με την αλλαγή των υλικών συνθηκών ζωής δεν εννοεί καθόλου την κατάργηση των αστικών σχέσεων παραγωγής, που μπορεί να γίνει μονάχα με επαναστατικό τρόπο, αλλά διοικητικές βελτιώσεις που πραγματοποιούνται πάνω στο έδαφος αυτών των σχέσεων παραγωγής και επομένως δεν θα αλλάξει τίποτα στη σχέση του κεφαλαίου και της μισθωτής εργασίας, αλλά στην καλύτερη περίπτωση θα μειώσει για την αστική τάξη τα έξοδα της κυριαρχίας της και θα απλοποιήσει τον κρατικό της προϋπολογισμό.

Την πιο ταιριαστή του έκφραση ο αστικός σοσιαλισμός την αποκτάει τότε μονάχα, όταν καταντάει ένα απλό ρητορικό σχήμα.

Ελεύθερο εμπόριο! Προς όφελος της εργαζόμενης τάξης. Προστατευτικοί δασμοί! Προς όφελος της εργαζόμενης τάξης. Φυλακές με κελιά! Προς όφελος της εργαζόμενης τάξης. Αυτή είναι η τελευταία λέξη του αστικού σοσιαλισμού, η μόνη που την εννοεί στα σοβαρά.

Ο σοσιαλισμός της αστικής τάξης είναι ακριβώς ο ισχυρισμός ότι οι αστοί είναι αστοί προς όφελος της εργαζόμενης τάξης.

 

3.Ο ΚΡΙΤΙΚΟΣ ΟΥΤΟΠΙΚΟΣ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΣ

 

Δεν μιλάμε εδώ για τη φιλολογία, που σ’ όλες τις σύγχρονες μεγάλες επαναστάσεις διατύπωσε τις διεκδικήσεις του προλεταριάτου (έργα τον Μπαμπέφ κλπ.).

Οι πρώτες απόπειρες του προλεταριάτου να επιβάλει άμεσα το δικό του ταξικό συμφέρον, που έγιναν σε μια εποχή γενικού αναβρασμού, στην περίοδο της ανατροπής της φεουδαρχικής κοινωνίας, απέτυχαν αναγκαστικά, γιατί το ίδιο το προλεταριάτο δεν είχε ακόμα εξελιχθεί και γιατί έλειπαν οι υλικοί όροι της απελευθέρωσής του, που είναι ακριβώς το προϊόν της αστικής εποχής. Η επαναστατική φιλολογία που συνόδευε τα πρώτα αυτά κινήματα του προλεταριάτου, είναι στο περιεχόμενο της αναγκαστικά αντιδραστική. Κηρύχνει ένα γενικό ασκητισμό και μια χοντροκομμένη ισοπέδωση.

Τα καθαυτό σοσιαλιστικά και κομμουνιστικά συστήματα, τα συστήματα του Σεν Σιμόν, του Φουριέ, του Όουεν κλπ., εμφανίζονται στην πρώτη ανεξέλικτη περίοδο της πάλης ανάμεσα στο προλεταριάτο και την αστική τάξη, που περιγράψαμε πιο πάνω. (Βλ. αστική τάξη και προλεταριάτο).

Οι εφευρέτες αυτών των συστημάτων βλέπουν, βέβαια, την αντίθεση των τάξεων καθώς και τη δραστικότητα των διαλυτικών στοιχείων μέσα στην ίδια την κυρίαρχη κοινωνία. Δεν βλέπουν, όμως, από τη μεριά του προλεταριάτου καμιά ιστορική πρωτοβουλία, κανένα δικό του πολιτικό κίνημα.

Μια και η ανάπτυξη της ταξικής αντίθεσης συμβαδίζει με την ανάπτυξη της βιομηχανίας, δεν βλέπουν ούτε τους υλικούς όρους για την απελευθέρωση του προλεταριάτου και ψάχνουν να βρουν μια κοινωνική επιστήμη, κοινωνικούς νόμους για να δημιουργήσουν αυτούς τους όρους.

Στη θέση της κοινωνικής δράσης πρέπει να μπει η προσωπική τους εφευρετική δράση, στη θέση των ιστορικών όρων για την απελευθέρωση μπαίνουν φανταστικοί όροι, στη θέση της βαθμιαία αναπτυσσόμενης οργάνωσης τον προλεταριάτου σε τάξη, μπαίνει μια οργάνωση της κοινωνίας που σκαρώθηκε ειδικά γι’ αυτό. Γι’ αυτούς, η μελλοντική παγκόσμια ιστορία αναλύεται στην προπαγάνδα και την πρακτική εφαρμογή των κοινωνικών τους σχεδίων.

Έχουν, βέβαια, επίγνωση ότι με τα σχέδιά τους εκπροσωπούν κυρίως το συμφέρον της εργαζόμενης τάξης, γιατί είναι η τάξη που υποφέρει πιο πολύ. Και μονάχα απ’ αυτή την άποψη της τάξης που υποφέρει περισσότερο, υπάρχει γι’ αυτούς το προλεταριάτο.

Η ανεξέλικτη, όμως, μορφή της ταξικής πάλης, όπως και οι δικές τους συνθήκες ζωής, τους κάνουν να νομίζουν πως βρίσκονται πολύ πιο πάνω απ’ αυτή την ταξική αντίθεση. Θέλουν να βελτιώσουν τις συνθήκες ζωής όλων των μελών της κοινωνίας, ακόμα και των πιο ευκατάστατων. Γι’ αυτό, απευθύνουν διαρκώς εκκλήσεις σ’ ολόκληρη την κοινωνία χωρίς διάκριση και μάλιστα κατά προτίμηση στην κυρίαρχη τάξη. Γιατί αρκεί να κατανοήσει κανείς το σύστημά τους για ν’ αναγνωρίσει ότι είναι το καλύτερο δυνατό σχέδιο της καλύτερης δυνατής κοινωνίας.

Γι’ αυτό αποκρούουν κάθε πολιτική και ιδιαίτερα κάθε επαναστατική δράση, θέλουν να πετύχουν το σκοπό τους με ειρηνικά μέσα και προσπαθούν να ανοίξουν δρόμο στο καινούργιο κοινωνικό ευαγγέλιο με μικρούς πειραματισμούς, που φυσικά πάντα αποτυχαίνουν, με τη δύναμη του παραδείγματος.

Αυτή η φανταστική περιγραφή της μελλοντικής κοινωνίας εμφανίζεται σε μια εποχή που το προλεταριάτο είναι ακόμα εξαιρετικά ανεξέλικτο, που, επομένως, και το ίδιο αντιλαμβάνεται ακόμα με φανταστικό τρόπο την ίδια τη θέση του, από τη γεμάτη διαίσθηση, πρώτη επιθυμία του για μια γενική μετατροπή της κοινωνίας.

Τα σοσιαλιστικά και κομμουνιστικά κείμενα αποτελούνται όμως και από κριτικά στοιχεία. Χτυπούν όλες τις βάσεις της σημερινής κοινωνίας. Γι’ αυτό πρόσφεραν εξαιρετικά πολύτιμο υλικό για τη διαφώτιση των εργατών. Οι θετικές τους απόψεις για τη μελλοντική κοινωνία, για παράδειγμα κατάργηση της αντίθεσης ανάμεσα στην πόλη και την ύπαιθρο, κατάργηση της οικογένειας, του ατομικού κέρδους, της μισθωτής εργασίας, η διακήρυξη της κοινωνικής αρμονίας, η μετατροπή του κράτους σε απλή διαχείριση της παραγωγής – όλες αυτές οι θέσεις τους εκφράζουν μονάχα την εξάλειψη της ταξικής αντίθεσης, που μόλις αρχίζει να αναπτύσσεται και που τη γνωρίζουν μόνο στην πρώτη αδιαμόρφωτη και ακαθόριστη ακόμα μορφή της. Γι’ αυτό, αυτές οι ίδιες οι θέσεις έχουν ακόμα ένα καθαρά ουτοπικό νόημα.

Η σημασία του κριτικού-ουτοπικού σοσιαλισμού και κομμουνισμού βρίσκεται σε αντίστροφη σχέση με την ιστορική εξέλιξη. Στο βαθμό που αναπτύσσεται και διαμορφώνεται η ταξική πάλη, στον ίδιο βαθμό χάνει κάθε πρακτική αξία, κάθε θεωρητική δικαιολογία αυτή η φανταστική ανύψωση πάνω απ’ την πάλη αυτή, αυτή η φανταστική καταπολέμησή της. Γι’ αυτό κι αν από πολλές απόψεις οι αυτουργοί αυτών των συστημάτων ήταν επαναστάτες, οι μαθητές τους όμως συγκροτούν πάντα αντιδραστικές αιρέσεις. Διατηρούν αναλλοίωτες τις παλιές αντιλήψεις των δασκάλων σχετικά με την ιστορική εξέλιξη του προλεταριάτου.

Γι’ αυτό προσπαθούν με συνέπεια ν’ αμβλύνουν ξανά την ταξική πάλη και να συμβιβάσουν τις αντιθέσεις. Εξακολουθούν να ονειρεύονται ότι θα πραγματοποιήσουν με πειράματα τις κοινωνικές τους ουτοπίες: Ίδρυση μεμονωμένων φαλανστηρίων, δημιουργία αποικιών στο εσωτερικό (home-colonies), ίδρυση μιας μικρής Ικαρίας[13], μικροσκοπική έκδοση της νέας Ιερουσαλήμ. Και για να χτίσουν όλους αυτούς τους ισπανικούς πύργους, αναγκάζονται να κάνουν έκκληση στην αστική καρδιά και το αστικό βαλάντιο των φιλανθρώπων. Σιγά-σιγά πέφτουν στην κατηγορία των αντιδραστικών ή συντηρητικών σοσιαλιστών που περιγράψαμε πιο πάνω και δεν ξεχωρίζουν απ’ αυτούς παρά μονάχα με μια πιο συστηματική σχολαστικότητα, με μια φανατική προκατάληψη για τη θαυματουργή αποτελεσματικότητα της κοινωνικής τους επιστήμης.

Γι’ αυτό αντιτάσσονται με πείσμα σε κάθε πολιτικό κίνημα των εργατών, που μπορούσε να προέρχεται μονάχα από μια τυφλή έλλειψη πίστης στο νέο ευαγγέλιο.

Οι οπαδοί του Όουεν στην Αγγλία, του Φουριέ στη Γαλλία αντιδρούν, οι πρώτοι ενάντια στους χαρτιστές, οι δεύτεροι ενάντια στους ρεφορμιστές[14].

 

Σημειώσεις

 

1) Δεν εννοούμε την αγγλική παλινόρθωση του 1660-1689, αλλά τη γαλλική περίοδο της παλινόρθωσης του 1814-1830. (Σημείωση του Ένγκελς στην αγγλική έκδοση rου 1888).

2) Οπαδοί της δυναστείας των Βουρβόνων που ανατράπηκε το 1830. Εκπροσωπούσαν τα συμφέροντα των μεγάλων γαιοκτημόνων. Στον αγώνα ενάντια στη δυναστεία του οίκου της Ορλεάνης που κυριαρχούσε το 1830-1848 και που στηριζόταν στη χρηματιστική αριστοκρατία και τη μεγαλοαστική τάξη, ένα τμήμα των νομιμοφρόνων προχωρούσε συχνά στην κοινωνική δημαγωγία και συμπεριφερόταν σαν προστάτης των εργαζομένων από την εκμετάλλευση της αστικής τάξης (σημ. γερμ. σύντ.).

3) Η “Νέα Αγγλία” (Young England) ήταν ένας κύκλος που ιδρύθηκε το 1824 από άγγλους αριστοκράτες, πολιτικούς και ανθρώπους των γραμμάτων, που προσχώρησαν στο Συντηρητικό Κόμμα (Τόρις). Γνωστοί εκπρόσωποι της “Νέας Αγγλίας” ήταν ο Μπέντζαμιν Ντισραέλι (1804-1881) και ο Τομας Κάρλαϊλ (1795-1881). Έκφραζαν τη δυσαρέσκεια της αριστοκρατίας των γαιοκτημόνων για την αυξανόμενη οικονομική και πολιτική εξουσία της αστικής τάξης και χρησιμοποίησαν δημαγωγικά μέσα για να επηρεάσουν την εργατική τάξη και να τη χρησιμοποιήσουν κατά της αστικής τάξης (…) (σημ. γερμ. σύντ.).

4) Στην έκδοση του 1888 “τα μήλα που έπεσαν από το δέντρο της βιομηχανίας” (σημ. γερμ. σύντ.).

5) Αυτό αφορά κυρίως τη Γερμανία, όπου οι ευγενείς της υπαίθρου και οι γιούνκερ εκμεταλλεύονται ένα μεγάλο μέρος από τα κτήματά τους για δικό τους λογαριασμό και με τη βοήθεια επιστατών, ενώ παράλληλα είναι μεγαλοπαραγωγοί ζάχαρης από τεύτλα και ρακής από πατάτες. Οι πλουσιότεροι άγγλοι αριστοκράτες δεν ξέπεσαν ακόμα τόσο πολύ, αλλά κι αυτοί ακόμα ξέρουν πώς μπορεί να εξουδετερώνει κανείς την πτώση της γαιοπροσόδου με την προσφορά του ονόματος του σε λίγο-πολύ αμφίβολης ποιότητας ιδρυτές μετοχικών εταιριών. (Σημείωση του Ένγκελς στην αγγλική έκδοση του 1888).

6) Στην έκδοση του 1848 “ιερός” (σημ. γερμ. σύντ.).

7) Στην έκδοση του 1888 “Τελικά, όταν τα σκληροτράχηλα ιστορικά γεγονότα έδιωξαν κάθε μέθη αυταπάτης, η μορφή αυτή του σοσιαλισμού εκφυλίστηκε σε μιαν οιχτρή αποχαύνωση” (σημ. γερμ. σύντ.).

8) Στην έκδοση του 1848 “θεωρητικολογία για την αληθινή κοινωνία” (σημ. γερμ. σύντ.).

9) Στην έκδοση του 1848 “Αυτή την υποκατάσταση της φιλοσοφικής τους φρασεολογίας” (σημ. γερμ σύντ.).

10) Στην έκδοση του 1888 “των γερμανών Φιλισταίων” (σημ. γερμ. σύντ.).

11) Στην έκδοση του 1888 “γερμανό μικρό Φιλισταίο” (σημ. γερμ. σύντ.).

12) Η επαναστατική θύελλα του 1848 σάρωσε όλη αυτή την αξιοθρήνητη τάση και αφαίρεσε από τους οπαδούς της την όρεξη να μιλούν άλλο για σοσιαλισμό. Κύριος εκπρόσωπος και κλασικός τύπος αυτής της τάσης είναι o κ. Καρλ Γκριν. (Σημείωση του Ένγκελς στη γερμανική έκδοση του 1890).

13) Φαλανστήρια ήταν η ονομασία των σοσιαλιστικών αποικιών που σχεδίαζε ο Σαρλ Φουριέ. Ικαρία, ονόμαζε ο Καμπέ την ουτοπία του και αργότερα την κομμουνιστική του αποικία στην Αμερική. (Σημείωση του Ένγκελς στην αγγλική έκδοση του 1888).

Αποικίες στο εσωτερικό (Home-colonies) ονομάζει ο Όουεν τις κομμουνιστικές, υποδειγματικές εταιρίες του. Φαλανστήρια ήταν το όνομα για τα κοινωνικά παλάτια που σχεδίασε ο Φουριέ. Ικαρία λεγόταν η φανταστική ουτοπική χώρα, που ο Καμπέ περιέγραφε τους κομμουνιστικούς της θεσμούς. (Σημείωση του Ένγκελς στη γερμανική έκδοση του 1890).

14) Πρόκειται για τους οπαδούς της παρισινής εφημερίδας La Reforme (H Μεταρρύθμιση), που υποστήριζαν την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας, καθώς και μια σειρά δημοκρατικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Η Λα Ρεφόρμ ήταν ημερήσια γαλλική εφημερίδα, όργανο των μικροαστών δημοκρατών και ρεπουμπλικάνων, καθώς και των μικροαστών σοσιαλιστών. Έβγαινε στο Παρίσι από το 1843 ως το 1850. Ο Ένγκελς δημοσίευσε διάφορα άρθρα στην εφημερίδα από τον Οκτώβρη του 1847 ως το Γενάρη του 1848 (σημ. γερμ. σύντ.).

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *