Τα συλλαλητήρια και η απαγορευμένη ιστορία του “Μακεδονικού”

 

 

 

 

Σήμερα είναι μέρα των σωβινιστικών και πατριδοκάπηλων συγκεντρώσεων για το “Μακεδονικό”. Συγκεντρώσεις στις οποίες βγαίνει μια ακόμα φορά μπροστά ο γνωστός “εθνικός κορμός”: Ναζιστές, εθνικιστές, φασίστες θρησκευτικοί (ή παραθρησκευτικοί παράγοντες), απόστρατοι, τμήματα του κρατικού μηχανισμού, δήθεν “πατριώτες” πολιτικοί και οι αυλές τους που προσπαθούν να φτιάξουν καριέρες με την ψηφοθηρία και την κοροιδία αλλά και διάφορα συμφέροντα που βλέπουν στο “Μακεδονικό” ευκαιρίες για τις κάθε λογής επιδιώξεις τους. Όλοι αυτοί χύνουν το σωβινιστικό δηλητήριο μέσα στα λαικά στρώματα, την εργατική τάξη και τη νεολαία, που έχουν χτυπηθεί από την πολιτική και το σύστημα που όλοι οι δήθεν”πατριώτες” υποστηρίζουν.

Αυτός ο σωβινισμός πηγαίνει χέρι χέρι με τον αστικό κοσμοπολιτισμό και τον “αντιεθνικισμό”, με τον οποίο συμπορέυεται σε ένα αποπροσανατολιστικό δίπολο με σημαία τελικά τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης στην Ελλάδα. Εξάλλου τα συγκεκριμένα συλλαλητήρια είναι και μια ευλογία για την κυβέρνηση, που της δίνουν την ευκαιρία να παρουσιάσει “αντιεθνικιστικό” και “δημοκρατικό” προφίλ (αυτή που βρίσκεται στην συγκυβέρνηση με τους..ΑΝΕΛ) αλλά και να αλλάξει την πολιτική ατζέντα (με την βοήθεια φυσικά των ΜΜΕ) , λίγες μέρες μετά την ψήφιση των αντεργατικών μέτρων (μεταξύ των οποίων και το χτύπημα της απεργίας). Όσο για τις συγκεντρώσεις, ανεξάρτητα από την όποια μαζικότητα, θα χρησιμοποιηθούν και αυτές στο τραπέζι των παζαριών με τις άλλες αστικές τάξεις στην περιοχή και τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς.

Το άνοιγμα του ‘Μακεδονικού” δεν έχει φυσικά καμία σχέση ούτε με “πατριωτισμούς” ούτε με “εθνικά συμφέροντα”. Η ίδια η ονοματολογία είναι δείγμα της υποκρισίας και της κοροιδίας: Υποτίθεται ότι δίνεται μάχη για να μην συμπεριληφθεί ο όρος “Μακεδονία” την ίδια ώρα που 140 χώρες έχουν αναγνωρίσει τον όρο “Δημοκρατία της Μακεδονίας” αλλά και στο εσωτερικό της Ελλάδας χρησιμοποιείται ο όρος ΠΓΔΜ που…. περιέχει κανονικά και τον όρο “Μακεδονία”.

Η αιτία για τον θόρυβο που δημιουργείται είναι οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί στα Βαλκάνια. Ανταγωνισμοί στους οποίες παρεμβαίνουν οι μεγαλύτερες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις τύπου ΗΠΑ και τους οποίους συμμετέχουν ενεργά και όλες οι αστικές τάξεις στα Βαλκάνια. Εδώ ο ρόλος της Ελληνικής αστικής τάξης είναι σημαντικός γιατί ο Ελληνικός καπιταλισμός είναι, μαζί με τον Τουρκικό, οι πιο μεγάλοι παίκτες στην περιοχή, δύο μεσαίου, τοπικού επιπέδου μονοπωλιακοί καπιταλισμοί (δηλαδή ιμπεριαλισμοί) μέσα από τους οποίους περνάνε και εκφράζονται όλες συνολικά οι επιδιώξεις του ιμπεριαλιστικού συστήματος. Το γεγονός λοιπόν ότι η Ελληνική αστική τάξη ξαναθυμήθηκε το “Μακεδονικό” έχει να κάνει με την πρόθεση της να αναβαθμίσει την θέση της στους ανταγωνισμούς στα Βαλκάνια, αναλαμβάνοντας, σε συνεργασία με ΝΑΤΟ-ΗΠΑ και τους άλλους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, ρόλο σε λύση ζητημάτων όπως το “Μακεδονικό”. Ζήτημα από το οποίο προσδοκά πολιτικά και οικονομικά οφέλη, σε βάρος τελικά του Ελληνικού λαού και των άλλων λαών της περιοχής. Και ποιός είναι καλύτερος για αυτή τη δουλειά από μια σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση με αριστερά και προοδευτικά φούμαρα και εθνικιστή συνέταιρο;

Δεν πρόκειται λοιπόν για το όνομα. Και ούτε οποιοδήποτε όνομα (“Μακεδονία” η όχι) θα λύσει το πρόβλημα. Ακόμα και ένα μέρος της αστικής ιστοριογραφίας παραδέχεται ότι η Μακεδονία ήταν, στα πλαίσια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μια ενιαία γεωγραφική περιοχή με διαφορετικούς πληθυσμούς, πολιτισμούς και θρησκείες, την οποία τεμάχισαν (μέσα από πολέμους σφαγές και εγκλήματα) οι ανερχόμενες αστικές τάξεις για να σχηματίσουν τα κράτη τους. Ποτέ λοιπόν δεν ήταν ¨μια” και ποτέ δεν ήταν αποκλειστικά Ελληνική. Εξάλλου και το ίδιο το Ελληνικό κράτος, τόσα χρόνια που χρησιμοποιηούσαν τον όρο -στα πλαίσια της Γιουγκοσλαβίας- τον αναγνώριζε ακόμα και στα επίσημα έγγραφα του (με δήθεν “εθνικόφρονες” κυβερνήσεις).

Φυσικά και όλοι οι λαοί έχουν το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού, χωρίς αλυτρωτικές διεκδικήσεις και αντιδραστικές επιδιώξεις που μόνο δεινά θα φέρουν. Και στην συγκεκριμένη περίπτωση ο αυτοπροσδιορισμός περιλαμβάνει και την χρήση του όρου “Μακεδονία”, κάτι που ήδη συμβαίνει στην πράξη. Όμως το πραγματικό ζήτημα είναι η κοινή πάλη των λαών ενάντια στα ιμπεριαλιστικά σχέδια στην περιοχή και πρώτα από όλα ενάντια στις δικές τους αστικές τάξεις, που είναι οι φορείς που τα υλοποιούν. Ούτε ο σωβινισμός, ούτε η ονοματολογία αλλά η ανάπτυξη αυτής της πάλης είναι προυπόθεση για την ειρήνη και για την απεμπλοκή των λαών από τα αντιδραστικά σχέδια που ετοιμάζονται. Και η κινητικότητα γύρω από το θέμα δείχνει ότι και τα Βαλκάνια τα επόμενα χρόνια πιθανότατα θα είναι και αυτά πεδίο νέων ιμπεριαλιστικών συναλλαγών, με θύματα τους εργαζόμενους και τους λαούς των Βαλκανικών χωρών, ανεξάρτητα από ονόματα, εθνικότητα η γλώσσα…..

 

 

Praxisreview

 

 

 Για την ιστορική συζήτηση, αναδημοσιεύουμε το παρακάτω κείμενο για την πραγματική ιστορία του “Μακεδονικού”,

 

 

 

 

Τα μυστικά του βούρκου

Καλά κρυμμένες ιστορίες του ελληνικού ιμπεριαλισμού

 

Ως το φθινόπωρο του 1905 ένα βασίλειο τρόμου είχε εγκαθιδρυθεί σε όλη την κεντρική Μακεδονία

 

Henry N. Brailsford, ανταποκριτής της βρετανικής

εφημερίδας Manchester Guardian

 

Κύριε Ταγματάρχα, από τους τούρκους μας ελευθερώσατε, από σας ποιος θα μας ελευθερώσει;

 

Ερώτηση χωρικού σε κάποιο μακεδονίτικο χωριό το 1912 προς αξιωματικό του ελληνικού στρατού. Περιέχεται σε επίσημη στρατιωτική έκθεση προς τον νομάρχη Φλώρινας.

 

 

Το πρωινό της 10ης Ιούλη 1904 ένας άντρας διασχίζει τα ελληνο-οθωμανικά σύνορα και κατευθύνεται προς την Κοζάνη. Δεν είναι μόνος του· τον ακολουθεί μια ομάδα 35 μισθοφόρων, στρατολογημένων με αμοιβή 1 ως 2 χρυσές λίρες μεταξύ των πιο έμπειρων κατσαπλιάδων συμμοριτών. Παριστάνει τον ζωέμπορο και κυκλοφορεί με το ψευδώνυμο Μίκης Ζέσας. Το πραγματικό του όνομα είναι Παύλος Μελάς, είναι αξιωματικός του ελληνικού στρατού, ιδρυτής του μακεδονικού Κομιτάτου στην Αθήνα και σταλμένος στην οθωμανική Μακεδονία σε μια κρίσιμη (όσο και μυστική) αποστολή: να οργανώσει ένοπλους πυρήνες και να ξεκινήσει εκστρατεία εκκαθάρισης των “βουλγαρίζοντων στοιχείων” της μακεδονικής υπαίθρου και τρομοκράτησης του πληθυσμού για να απομακρυνθεί από την βουλγαρική επιρροή. 

Δεν είναι η πρώτη φορά που αυτός ο μυστικός πράκτορας του ελληνικού κράτους φτάνει στην Mακεδονία με εντολή από την Αθήνα. Είχε προηγηθεί τον Φλεβάρη του ίδιου έτους μία τουλάχιστον ακόμη, όταν μαζί με άλλους τρεις αξιωματικούς πήγε να διαπιστώσει επί τόπου αν υπήρχαν οι συνθήκες διεκδίκησης αυτής της πολύτιμης οθωμανικής επαρχίας, που είχε γίνει το μήλο της έριδας ανάμεσα στους αντίπαλους εθνικισμούς της περιοχής: του ελληνικού, του βουλγάρικου και του σερβικού. 

Οι αναφορές των δύο είναι απογοητευτικές. Οι ντόπιοι όχι μόνο δεν σκαμπάζουν γρι από ελληνικά κι είναι αδιάφοροι ως φοβισμένοι απέναντι στα κηρύγματα των παπάδων, των πληρωμένων δημοσιογράφων και των πρακτόρων· αλλά ταυτίζουν κιόλας τους “έλληνες” με μία από τις πιο σκληρές όψεις της οθωμανικής διοίκησης: την διαρκή καταλήστευσή τους μέσω της βαριάς φορολογίας που επέβαλλε το πατριαρχείο. Ο Μελάς (μαζί μ’ έναν ακόμη) όμως έχει αντίθετη άποψη. Έχει μεγαλώσει σε ένα από τα πιο σκληροπυρηνικά εθνικιστικά περιβάλλοντα της Αθήνας, έχει τεντωμένα τ’ αυτιά του στα μηνύματα που έρχονται απ’ όλες τις μεριές της Ευρώπης για το πώς κατασκευάζονται τα έθνη, και ξέρει καλά ότι εκεί που δεν περνάνε τα ιστορικά παραμύθια για μεγαλέξανδρους και μαρμαρωμένους βασιλιάδες, η προπαγάνδα, οι εξαγορές και οι εκβιασμοί, εκεί που τα λόγια αποδεικνύονται πολύ “μαλακά” για να διαπεράσουν τα υποκείμενα, υπάρχει και ο άλλος δρόμος: σκοτώνουμε καμπόσους για να τρομοκρατήσουμε τους υπόλοιπους κι αφήνουμε τον φόβο και την βία να γίνει το έδαφος που πάνω του θ’ αρχίσουν με το στανιό να ξεφυτρώνουν “ελληνικές πλειοψηφίες”.

Το πρωινό εκείνο μια ομάδα πληρωμένων δολοφόνων, ένας αξιωματικός καλιγωμένος από πατριωτικά καθήκοντα, μ’ ένα φορτίο όπλα, μια τσάντα γεμάτη χρυσές λίρες κι ένα σχέδιο να φέρουν σε πέρας, περνούν τα σύνορα και ξεκινάνε αυτό που στην ελληνική μυθολογία πέρασε ως “μακεδονικός αγώνας”. Δηλαδή την ένοπλη διεκδίκηση της Μακεδονίας όχι σε βάρος των τυπικών διοικητών της – της οθωμανικής αυτοκρατορίας- αλλά των ίδιων των ανθρώπων της. Ο Μελάς τρέμει από ανυπομονησία: “Τρέμω και συγκινούμαι σκεπτόμενος ότι εγώ, ο οποίος ουδέ μύγα εσκεμμένως εσκότωσα ποτέ, από αύριο θα φονεύσω, θα δολοφονήσω ίσως και ανθρώπους ακόμα, τρέμω, αλλά ανυπομονώ να το κάμω”. Τρόμος κι ανυπομονησία…

Η έναρξη των ελληνικών επιχειρήσεων θα προκαλέσει εννιά δεκαετίες αργότερα ρήγμα στο χωροχρονικό συνεχές. Στις 14/2/1992 στο κέντρο της Θεσσαλονίκης κατά τη διάρκεια του μεγαλύτερου συλλαλητηρίου εναντίον του κράτους της μακεδονίας, θα κάνει την εμφάνισή της μια μαύρη τρύπα (τόσο μαύρη όσο ο απροκάλυπτος ρατσισμός των ελλήνων εναντίον των βόρειων γειτόνων και τόσο τρύπια όσο οι ιστορικοί ισχυρισμοί τους) και θ’ αρχίσει να καταπίνει μυαλά, πανό, περικεφαλαίες, δικέφαλους, τρικέφαλους, πατριώτες, φασίστες, σταλινοχριστιανούς… ξερνώντας τους στο παρελθόν, στο πλάι των τότε πρακτόρων του ελληνικού ιμπεριαλισμού. Θαύμα! Θαύμα! Άλλη μια απόδειξη της αδιατάρακτης ιστορικής συνέχειας των ελλήνων· σαν να μην πέρασε μια μέρα έτρεμαν με την ίδια ανυπομονησία του Μελά για να γλιτώσουν την Μακεδονία απ’ τον “εκσλαβισμό” [1].

Ο ανταγωνισμός των τοπικών εθνικισμών για την Mακεδονία (τόσο μεταξύ τους όσο κι εναντίον της γερασμένης κι ετοιμόρροπης οθωμανικής αυτοκρατορίας) στο πέρασμα από τον 19ο στον 20ο αιώνα όσο άγριος κι αν ήταν (και ήταν πράγματι από τους πλέον βάρβαρους) δεν παύει να αποτελεί τυπική περίπτωση μιας εξαιρετικά βίαιης καπιταλιστικής διαδικασίας που άλλαξε την ευρώπη απ’ τα θεμέλια κι έφερε στο προσκήνιο της ιστορίας τα έθνη-κράτη. Μες στο διάστημα ενός αιώνα η ευρωπαϊκή ήπειρος, μέσα από βίαιες ενοποιήσεις (όπως στην περίπτωση του γερμανικού και του ιταλικού κράτους) κι εξίσου βίαιες διαλύσεις (όπως στην περίπτωση της οθωμανικής και της αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας), με καταλύτη τις φιλοδοξίες αντίπαλων αστικών τάξεων και τους πολέμους που εξαπέλυσαν, μετασχηματίστηκε – χοντρικά – στον κυκεώνα των σημερινών σαράντα τόσων εθνικών κρατών.

Στα βαλκάνια του 19ου αιώνα, δηλαδή στα ευρωπαϊκά εδάφη της οθωμανικής αυτοκρατορίας, αδιαμφισβήτητοι πρωταγωνιστές αυτής της διαδικασίας ήταν ασφαλώς οι ελληνόφωνοι χριστιανοί της αυτοκρατορίας που ένα μέρος τους αρχικά θα εξελιχτεί σε “έλληνες” και στη συνέχεια θα φτιάξει το κράτος του και θα κατασκευάσει το έθνος του. Ξανά, η ελληνική περίπτωση έχει όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά κάθε άλλης αντίστοιχης. Μια νεοσύστατη αστική τάξη με δυσανάλογα μεγάλη οικονομική δύναμη σε σχέση με το περιβάλλον της, σε ασφυκτικό περιορισμό μέσα στο πλαίσιο των παραδοσιακών σχέσεων, με κατακτημένη συνείδηση του εαυτού της και των διακριτών συμφερόντων της, που συνδυάζει την δύναμή της με την εθνικιστική ιδεολογία κάποιας φράξιας (καπιταλιστικά λειτουργικών) διανοούμενων και ξεκινάει την αιματηρή εποποιία των αστικών επαναστάσεων: πόλεμος ενάντια σε παλιούς και νέους ανταγωνιστές για εξασφάλιση του ζωτικού γεωγραφικού χώρου και πέρασμα από το προκρούστειο κρεβάτι των εθνικών εκκαθαρίσεων όσων -συνήθως πληβείων – δεν ταιριάζουν στις νέες εθνικές προδιαγραφές. 

Αν η ελληνική περίπτωση έχει μια ιδιαιτερότητα, πέρα από την ιστορική της πρωτοπορία (στα 1821 μια ένοπλη εξέγερση με στόχο την ίδρυση εθνικού κράτους δεν ήταν κάτι το συνηθισμένο), είναι ότι το ελληνικό εθνικό σχέδιο δεν ήταν αφηρημένα “καπιταλιστικό / κρατικό” αλλά είχε εξ’ αρχής ρητό στόχο: την επέκταση. Εξαιτίας της αυξημένης οικονομικής δύναμης, της πολιτικής ισχύος σε όλη την κλίμακα της οθωμανικής διοίκησης και σ’ όλη την έκταση της αυτοκρατορίας, της τεράστιας επέκτασης και δικτύωσης των ελλήνων εμπόρων και εφοπλιστών σχεδόν σε όλο τον κόσμο (τουλάχιστον στον “κόσμο” που είχε αξία για τα οικονομικά μέτρα της εποχής) και της “εστίας” στα νότια Βαλκάνια που ήταν εξαιρετικής γεωστρατηγικής σημασίας, το νεοσύστατο ελληνικό κράτος οργανώθηκε με κατεύθυνση “προς τα έξω”. Η επέκταση έγινε η raison d’ etre της ελλάδας και ο ιμπεριαλισμός η κυρίαρχη πολιτική της (άσχετα αν ήταν επίσημη ή συγκαλυμμένη, αυτό είχε να κάνει με τις περιστάσεις) [2].

Για τέσσερις αιώνες, μέχρι η ελλάδα, η βουλγαρία και η σερβία [3] ν’ αρχίσουν τα στραβοκοιτάγματα και τα σπρωξίματα στα πέριξ της αυτοκρατορίας, η Mακεδονία διαβιούσε (όπως και ο υπόλοιπος κόσμος) έχοντας πλήρη άγνοια των ανύπαρκτων εθνών και της (ακόμη ασύλληπτης) καπιταλιστικής επινόησης της εθνικής συνείδησης. Διοικητικά, η οθωμανική αυτοκρατορία αναγνώριζε μόνο τη θρησκεία (κι αυτή μάλιστα ως συλλογική κι όχι ατομική ταυτότητα· η αστικοδημοκρατική έννοια του “πολίτη” είναι ακόμη άγνωστη) έχοντας χωρίσει τους υπηκόους της σε τέσσερις μεγάλες κοινωνικές ομάδες, τα μιλιέτ: μουσουλμάνοι, χριστιανοί ορθόδοξοι, αρμένιοι κι εβραίοι. Τα τρία μη μουσουλμανικά μιλιέτ τελούσαν υπό την ηγεσία ενός θρησκευτικού ηγέτη (στην περίπτωση των χριστιανών, του πατριάρχη Κωνσταντινούπολης) που αναφερόταν απευθείας και αποκλειστικά στον σουλτάνο και απολάμβαναν μεγάλης αυτονομίας: εφάρμοζαν δική τους νομοθεσία και οργάνωναν δικό τους φορολογικό σύστημα. 

Στο χαλαρό διοικητικό σχήμα της αυτοκρατορίας η βασική υποχρέωση των μιλιέτ ήταν η περιοδική καταβολή ενός μέρους των φόρων που συνέλεγαν στα ταμεία της Iσταμπούλ. Αλλά ακόμη και σε αυτή την θρησκευτική / πολιτική βάση, το κάθε μιλιέτ ήταν σε πολλαπλά επίπεδα διασπασμένο. Μπορεί να ανήκαν στο ίδιο μιλιέτ, αλλά ελάχιστα ένωναν τους σλαβόφωνους χριστιανούς της υπαίθρου που περιοδικά λιμοκτονούσαν ανάλογα με τις φυσικές καταστροφές με τους ελληνόφωνους χριστιανούς εμπόρους των πόλεων που ταξίδευαν σε όλο τον κόσμο συσσωρεύοντας κέρδη, τους εβραίους χαμάληδες των λιμανιών του “μεροδούλι-μεροφάι” με τις πάμπλουτες εβραϊκές οικογένειες των κοσμοπολίτικων αντιλήψεων, την παντοδύναμη κι ανεξέλεγκτη στρατιωτική κάστα των μουσουλμάνων γενίτσαρων που η αγριότητά της έπεφτε αδιάκριτα στα κεφάλια όλων, ανεξαρτήτων θρησκείας και κοινωνικής θέσης, με τους μουσουλμάνους βιοπαλαιστές των μαχαλάδων ή τους μουσουλμάνους σκλάβους απ’ την αιθιοπία.

Η έννοια του “έλληνα” ήταν υπαρκτή αλλά δεν είχε εθνικό περιεχόμενο. Αντανακλούσε περισσότερο την κοινωνική άνοδο του υποκειμένου που επέλεγε για λόγους γοήτρου να αυτοχαρακτηρίζεται σαν έλληνας και να μαθαίνει ελληνικά γιατί ήταν η γλώσσα κύρους των πλουσίων και των ισχυρών. Οι νεόπλουτοι ήταν αυτοί που για να επικυρώσουν την “απελευθέρωσή” τους από την πληβειακότητα υιοθετούσαν το ελληνικό πρεστίζ. Αλλά αυτό ίσχυε και με άλλο τρόπο: η συντριπτική πλειοψηφία των πληβείων (που ένα μεγάλο μέρος της έτσι κι αλλιώς μιλούσε σλαβικά) ταύτιζε τα ελληνικά (που ήταν η γλώσσα του πατριαρχείου, των φαναριωτών και των πλούσιων εμπόρων) και κάθε τι το “ελληνικό” με την εξουθενωτική φορολογία και τη διαφθορά. Στην καθημερινότητά τους, οι δουλευτές της γης και οι φτωχοί των πόλεων δεν είχαν απέναντι κι ενάντια τους την απόμακρη Υψηλή Πύλη και τους αντιπροσώπους της που δεν αναμειγνύονταν στα εσωτερικά κάθε κοινότητας. Eίχαν κάποιους ελληνόφωνους παπάδες και προεστούς που τους άρμεγαν κανονικά κι είχαν πάνω τους απεριόριστη νομική δικαιοδοσία. Αυτό το στοιχείο έπαιξε καθοριστικό ρόλο κι εξηγεί σε μεγάλο βαθμό την επιτυχία των νεοφώτιστων βούλγαρων εθνικιστών όταν άρχισαν τη δράση τους [4], αλλά και τους λόγους της απίστευτης αγριότητας που επέδειξαν οι αντιπρόσωποι της ελλάδας στη σύγκρουση για τα τρία οθωμανικά βιλαέτια – της Σαλονίκης, του Μοναστηρίου (σημερινή Μπίτολα) και του Ουσκούπ (σημερινά Σκόπια) – που στην ευρώπη και στα χριστιανικά κράτη των βαλκανίων ομαδοποιήθηκαν κάτω από το (γεωγραφικό) όνομα Mακεδονία.

Μια μεγάλη περίοδο, περίπου ως μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, η κατασκευή των εθνικών συνειδήσεων και η επιβολή εθνικών ταυτοτήτων στους κατοίκους της Mακεδονίας ήταν περισσότερο υπόθεση προπαγάνδας και εξαγορών (χωρίς να απουσιάζει βέβαια η ένοπλη δράση και η διείσδυση ελλήνων οπλαρχηγών στην Mακεδονία). Οι πλούσιοι αστοί διοχέτευαν ποταμούς χρημάτων για τον “εθνικό σκοπό” που χρησιμοποιούνταν βασικά για την εξαγορά συνειδήσεων και παράλληλα διάφοροι λόγιοι, σωματεία, ιεραποστολές, δάσκαλοι και μυστικοί πράκτορες όργωναν την ενδοχώρα σε συστηματικές προπαγανδιστικές εκστρατείες. Ταυτόχρονα, για πολλές κοινότητες αλλά και μεμονωμένα υποκείμενα, η “κυκλοφορία” μεταξύ ταυτοτήτων και η εναλλαγή τους ήταν μια από τις μεθόδους για να ελαφρύνουν κάπως τα βάσανα τους και να βελτιώσουν τη ζωή τους. Δεν ήταν μόνο οι έλληνες και οι βούλγαροι που είχαν επιδοθεί σε ανελέητο κυνήγι μυαλών και ψυχών. Το ίδιο έκαναν και διάφορες καθολικές, αλλά και προτεσταντικές οργανώσεις· το ίδιο έκαναν και πολλά ευρωπαϊκά κράτη μέσω των προξένων τους. [5]

Το επίπεδο της έντασης απογειώθηκε καταρχήν με ενέργειες της ίδιας της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Οι αυτοκρατορικοί αξιωματούχοι έβλεπαν τους δύο εθνικισμούς να παλεύουν ο ένας ενάντια στον άλλο και ήξεραν καλά ότι το τελικό διακύβευμα ήταν τα ίδια τα ευρωπαϊκά εδάφη της αυτοκρατορίας. Η λύση που έβλεπαν ήταν η όξυνση της μεταξύ τους σύγκρουσης με την ελπίδα να αλληλοεξουδετερωθούν ή έστω να ελαττωθεί η πίεση προς την αυτοκρατορία. Έτσι το 1870 η Πύλη αναγνωρίζει την ανεξαρτησία της βουλγαρικής εκκλησίας (της εξαρχίας) από το πατριαρχείο κι αποδίδει στους πιστούς της το καθεστώς του μιλιέτ. Το κρίσιμο σημείο ήταν η πρόβλεψη ότι όποια περιοχή το επιλέξει κατά τα 2/3 του πληθυσμού της, τότε θα υπάγεται στην εξαρχία. Έτσι άνοιξε η πόρτα για τον πιο άγριο ανταγωνισμό ανάμεσα στους πράκτορες των δύο εθνικών κέντρων. Κι αν οι βούλγαροι συνέχισαν να επαφίενται στην υψηλή διεισδυτικότητα της προπαγάνδας τους, οι έλληνες που βρέθηκαν να υποσκελίζονται κατάλαβαν ότι είναι η ώρα για πιο δραστικά μέτρα. [6]

Η άλλη εξέλιξη που όξυνε τον ανταγωνισμό ήταν η ίδρυση το 1893 στη Θεσσαλονίκη της Εσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης (VMRO ή IMRO κατά την βουλγαρική ή αγγλική ακροστιχίδα). Ο κεντρικός στόχος της οργάνωσης ήταν “η Mακεδονία στους μακεδόνες” και τα κυριότερα στελέχη της ήταν αναρχικοί και σοσιαλιστές επαναστάτες που αδιαφορούσαν για τις εθνικές ταυτότητες και τις γλωσσικές διαφορές. Με σύνθημα “ούτε θεοί – ούτε αφέντες” ξεκίνησαν οργανωμένη κι εντατική δράση τόσο ενάντια στους αντιμαχόμενους εθνικισμούς, όσο κι ενάντια στην οθωμανική αυτοκρατορία, για την αυτονόμηση της Mακεδονίας.

Η βουλγαρική ελίτ, με το σκεπτικό ότι μια αυτόνομη Mακεδονία μπορεί να είναι το πρώτο στάδιο για την τελική της αφομοίωση, προσπάθησε να προσεταιριστεί την ΕΜΕΟ (πολλοί πράκτορες της κατάφεραν να διεισδύσουν στις γραμμές της) και η διαπάλη ανάμεσα στις αντίπαλες φράξιες της οργάνωσης (την επαναστατική και την εθνικιστική) καθόρισε σε μεγάλο βαθμό την αποτελεσματικότητα της οργάνωσης. Δεν ανέκοψε όμως τους διεθνιστές της ΕΜΕΟ από την προσπάθεια εφαρμογής των μεγαλεπήβολων στόχων τους. Το κορυφαίο – και μοιραίο συνάμα –  σχέδιο τους προέβλεπε την ταυτόχρονη ανατίναξη στη Θεσσαλονίκη μιας σειράς στόχων με υψηλή συμβολική σημασία ώστε να υποχρεωθούν οι μεγάλες δυνάμεις να επέμβουν και να εισακουστεί το αίτημα για αυτονομία. [7] 

Οι στόχοι που επιλέχθηκαν ήταν η οθωμανική τράπεζα, το γαλλικό ατμόπλοιο Γκουανταλκιβίρ που είχε αγκυροβολήσει στο λιμάνι, ο σταθμός της ηλεκτροδότησης, το ξενοδοχείο Βοσνιακό Χάνι, τα πολυτελή καφενεία της αποβάθρας και η σιδηροδρομική γραμμή που διέσχιζε την πόλη. Στις 28 Απρίλη 1903, στις 11:00 το πρωί, μια έκρηξη άνοιξε τα πλευρά του ατμόπλοιου· μέχρι το βράδυ ακολούθησαν οι υπόλοιπες προκαλώντας γενική συσκότιση και σκοτώνοντας αρκετούς. Τελευταία έμεινε η τράπεζα. 

Η έκρηξη ήταν τέτοιου μεγέθους που μόνο οι εξωτερικοί τοίχοι έμειναν όρθιοι. Ο πανικός απλώθηκε γρήγορα σ’ όλη την πόλη, αλλά η οθωμανική αστυνομία ήταν ήδη στα ίχνη των δραστών. Δεν ήταν αβοήθητη στην επιχείρηση εξάρθρωσης της οργάνωσης· οι ελληνικές μυστικές υπηρεσίες που είχαν συγκεντρώσει εγκαίρως αρκετές πληροφορίες, είχαν “δανείσει” όλο το δίκτυό τους στην αστυνομία. Η αντίδραση των αρχών ήταν εξαιρετικά σκληρή: εκατοντάδες θανατώθηκαν, φυλακίστηκαν κι εξορίστηκαν στην λιβυκή Σαχάρα. Οι μεγάλες δυνάμεις έκαναν την παρέμβαση τους, αλλά δεν ήταν αυτή που περίμενε η ΕΜΕΟ: η αυτοκρατορία υποχρεώθηκε να δεχτεί τον διορισμό ευρωπαίων αξιωματούχων που επέβλεπαν αν η αστυνομία κάνει σωστά τη δουλειά της στην επαρχία. Η ΕΜΕΟ πάντως δεν εγκατέλειψε τις προσπάθειές της. Τρεις μήνες αργότερα, την ημέρα του προφήτη Ηλία, προσπάθησε να ξεκινήσει γενικευμένη εξέγερση στα χωριά της Mακεδονίας, αλλά κι αυτή η προσπάθεια ήταν βιαστική, ανοργάνωτη και πνίγηκε στο αίμα από τα οθωμανικά στρατιωτικά σώματα [8]. Τελικά η ΕΜΕΟ απέτυχε να επιβάλλει το στόχο της αυτονομίας, αλλά το ελληνικό κράτος από την αθηναϊκή του έδρα δεν έβλεπε με καθόλου καλό μάτι τις εξελίξεις. Είτε εθνικιστές, είτε επαναστάτες· είτε αυτονομιστές, είτε φιλοβούλγαροι, το πάνω χέρι στην Mακεδονία φαινόταν να το παίρνουν επικίνδυνα όσοι ήταν αντίθετοι στα ελληνικά συμφέροντα.

Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα το ελληνικό κράτος είχε στραμμένο το ενδιαφέρον του περισσότερο προς την Ήπειρο, τα νησιά του Ιονίου και του Αιγαίου και την Κρήτη κι όχι τόσο προς την Μακεδονία. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει απουσία ελληνικού σχεδίου κι οργανωμένης πολιτικής: το κενό που άφησαν οι επίσημοι θεσμοί γέμισε γρήγορα από κάθε λογής αυτόκλητους Παπαθεμελήδες της εποχής. Σύλλογοι δήθεν “πολιτιστικοί προς διάδοση του ελληνικού πνεύματος”, στρατιωτικοί και παραστρατιωτικοί σύνδεσμοι, συντάγματα παπάδων και ταξιαρχίες λογίων, δασκάλων κι επιστημόνων, πρεσβευτές, πρόξενοι και διπλωματικοί ακόλουθοι, φουντωμένοι εκπρόσωποι των παροικιών και κάθε λογής καρύδια απ’ την καρυδιά του εθνικισμού φρόντισαν να κρατήσουν τα ηνία της πολιτικής για την Μακεδονία όσο το κράτος φρόντιζε άλλες εξίσου επιτακτικές ανάγκες επέκτασης [9].

Αλλά οι εξελίξεις στις αρχές του 20ου αιώνα ήταν σχετικά δυσοίωνες για το ελληνικό κράτος που είχε τον φόβο ότι η Μακεδονία γλιστρούσε από τα χέρια του. Έτσι το 1904 έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιο ένοπλης εξουδετέρωσης των αντίπαλων πυρήνων που δρούσαν στην Μακεδονία, εξόντωσης των πιο σημαινόντων εκπροσώπων των κοινοτήτων που αντιστέκονταν στον εξελληνισμό κι επιβολή με τη βία της ελληνικής εθνικής συνείδησης στους απρόθυμους κατοίκους της υπαίθρου. Με πιο ρητό τρόπο ειπωμένο, μεταξύ 1904-1908 το ελληνικό κράτος έθεσε σε εφαρμογή ένα από τα πιο ολοκληρωμένα και βάρβαρα σχέδια κρατικής τρομοκρατίας στο έδαφος άλλου κράτους [10]. Αξιωματικοί του ελληνικού στρατού (που σύμφωνα με τις εντολές παραιτούνται πρώτα για να μην στοιχειοθετείται επίσημη ανάμειξη της ελλάδας) αρχίζουν να φτιάχνουν ένοπλες ομάδες με κρήτες και μανιάτες (κυρίως) στρατιωτικούς, στρατολογούν μισθοφόρους από τις δεκάδες συμμορίες που δρούσαν στην ελληνική ύπαιθρο, παίρνουν μαζί τους και κάμποσους ντόπιους (που με την κατάλληλη αμοιβή “ανανίπτουν εθνικά” και ρουφιανεύουν τους συχωριανούς τους) κι αρχίζουν δράση με σκοπό την “εθνολογική βελτίωση της Μακεδονίας”, όπως το θέτει κομψά ο ιστορικός Βλάχος.

Ο επίσημος μύθος λέει ότι [οι έλληνες] πολεμούσαν ενάντια σε βούλγαρους και τούρκους. Η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Όλα τα απομνημονεύματα που έχουν κυκλοφορήσει στην ελλάδα περιγράφουν καταλεπτώς μια στενότατη επιχειρησιακή συνεργασία των μακεδονομάχων και των τούρκων της Μακεδονίας. Καταρχήν μια συνεργασία άτυπη, δηλαδή κοινωνική: οι τσιφλικάδες που έβλεπαν τους σλάβους κολίγους τους να σηκώνουν κεφάλι, τροφοδοτούν τις ελληνικές ομάδες, τους προσφέρουν ένοπλη συνοδεία, χρησιμοποιούν είτε τους δικούς τους μπράβους είτε τα ελληνικά σώματα για να καθαρίσουν ανυπότακτους κολίγους, τους στεγάζουν, τους κρύβουν στα χαρέμια τους ή τις αποθήκες τους, κ.ο.κ. Υπάρχουν γλαφυρότατες περιγραφές ελλήνων μακεδονομάχων που πεινασμένοι, άθλιοι και κυνηγημένοι κρύβονται από διάφορους αγάδες στα χαρέμια τους (προς μεγάλη τους τέρψη…). Ύστερα, συναργασία επίσημη: ήδη από το 1878 οι πρώτοι έλληνες οπλαρχηγοί που μπαίνουν στην Μακεδονία, γράφουν στις τοπικές αρχές λέγοντας ότι δεν θα συγκρουστούν με τους τούρκους, ότι μόνο στόχο έχουν τους βούλγαρους κι ότι θέλουν συνεργασία με τις αρχές [11].


Μεταξύ 1904 και 1908 οι έλληνες συμμορίτες – συχνά στην πραγματικότητα εξελληνισμένοι σλάβοι ή αλβανοί ληστές πιστοί στο πατριαρχείο – άρχισαν την πατριωτική δουλειά τους στους λόφους. Εξαναγκασμένοι να πάρουν θέση υπέρ της μιας ή της άλλης πλευράς, απρόθυμοι χωρικοί παρακινούνταν με ξυλοδαρμούς καθώς και με χρήματα. Οι εξαρχικοί πυροβολούνταν. “Εχθρικά” σπίτια και κάποια ολόκληρα χωριά πυρπολούνταν – κι από τις δύο πλευρές. Νέες γραμμές μάχης χαράσσονταν. Οι “βούλγαροι” ήταν ο κύριος εχθρός των ελλήνων, οι αντίχριστοι, εναντίων των οποίων όλα ήταν επιτρεπτά. Οι χωρικοί προειδοποιούνταν ότι οι εξαρχικοί παπάδες ήταν σχισματικοί και ότι αυτούς που έθαβαν δε θα αναπαύονταν εν ειρήνη. Στο ελληνικό γυμνάσιο της Θεσσαλονίκης, ένας παπάς δίδασκε στις τάξεις του ότι οι βούλγαροι ήταν “φονιάδες, εγκληματίες, άπιστοι και θα έπρεπε να εξαφανιστούν από προσώπου γης”. Αυτοί που θα το έκαναν ήταν “φυσικά ήρωες, προστάτες της εκκλησίας μας”. Εκ των υστέρων γίνεται φανερό ότι η ελληνική στρατηγική απλά αναπαρήγαγε τις γενικευμένες προκαταλήψεις για τα ελαττώματα των βούλγαρων που βρήκε έτοιμες. […] Σύμφωνα με την ένθερμη λογική των fin-de-sciecle εθνικών ανταγωνιστών, κάθε επίθεση έπρεπε να απαντηθεί με αντεπίθεση, και η παθητικότητα ήταν δείγμα αδυναμίας όχι σοφίας. “Μέχρι το φθινόπωρο του 1905” σημείωσε ο Brailsford “ένα βασίλειο του τρόμου είχε εγκατασταθεί σε ολόκληρη την κεντρική Μακεδονία.”


Το κέντρο των επιχειρήσεων ήταν το ελληνικό προξενείο της Θεσσαλονίκης, του οποίου το κομψό νεοκλασσικό κτήριο στεγάζει σήμερα το μουσείο μακεδονικού αγώνα. Ένας καινούριος δραστήριος πρόξενος, ο Λάμπρος Κορομηλάς, είχε διοριστεί εκεί για να δημιουργήσει ένα δίκτυο ακτιβιστών και ληστών. Η πατριωτική δραστηριότητα οργανωνόταν μέσω της “Οργάνωσης”, ένα μυστικό κίνημα με αρχηγό έναν νεαρό εύελπι που ονομαζόταν Αθανάσιος Σουλιώτης-Νικολαΐδης. Οι πράκτορές του μάζευαν πληροφορίες για εχθρούς του ελληνικού σκοπού, και εκτελούσαν δολοφονίες ηγετικών στελεχών της βουλγαρικής κοινότητας. Εμπλέκονταν επίσης και σε πιο ειρηνικές προπαγανδιστικές ενέργειες – ο Σουλιώτης έγραψε μια μπροσούρα με τίτλο “Οι Προφητείες του Μεγάλου Αλεξάνδρου” την οποία διένειμε στους αγρότες σε σλαβική μετάφραση για να τους πείσει ότι μόνο οι έλληνες μπορούσαν να τους ελευθερώσουν από τον τουρκικό ζυγό. Επίσης προσπάθησε να πείσει έλληνες μαγαζάτορες στην πόλη να αλλάξουν τις ταμπέλες τους έτσι ώστε τα ελληνικά γράμματα να είναι τα μεγαλύτερα βάζοντας τα τούρκικα και τα γαλλικά σε υποδεέστερα σημεία. Τα ελληνικά δεν έμπαιναν συνήθως πρώτα και ο Σουλιώτης σκέφτηκε πως η αλλαγή θα εντυπωσίαζε “τους σλαβόφωνους που έρχονταν στην μακεδονική πρωτεύουσα από τα χωριά” και θα βοηθούσε να εξελληνιστεί η πόλη 
[12].

Ο ελληνικός εθνικισμός στην τρομοκρατική του εκδοχή έμελλε να περιορίσει τη δράση του στην Μακεδονία από το 1908 κι ύστερα εξαιτίας ενός αντιπάλου, που δεν ήταν όμως ο βουλγάρικος. Τη χρονιά εκείνη αναδύθηκε στο βαλκανικό στερέωμα ο τελευταίος των εθνικισμών, ο τουρκικός, και μάλιστα η γενέθλια πόλη του δεν ήταν άλλη από την μητρόπολη των βαλκανίων, την Θεσσαλονίκη. Το κίνημα των νεότουρκων ήταν αυτό που βλέποντας την οθωμανική αυτοκρατορία να καταρρέει υπό την πίεση των μεγάλων δυνάμεων και τους ανταγωνισμούς των πρώην υπηκόων της, επιχείρησε να αντιστρέψει τη διάλυση και να σώσει ό,τι μπορούσε να περισωθεί. Η πολιτική του περιελάμβανε την ριζοσπαστική αναδιάρθρωση του διοικητικού μηχανισμού (το πέρασμα από τις απαρχαιωμένες αυτοκρατορικές δομές σε μοντέρνους κρατικούς θεσμούς), την κατασκευή κι επιβολή της τουρκικής εθνικής συνείδησης (στα χνάρια των υπόλοιπων ευρωπαϊκών και βαλκανικών εθνικισμών) και την άμεση αντιμετώπιση της διείσδυσης του ελληνικού και βουλγαρικού εθνικισμού που απειλούσαν να διαμελίσουν την Μακεδονία.

Από τις πρώτες ενέργειες των νεότουρκων ήταν να καταργήσουν το σύστημα των μιλιέτ δίνοντας σε όλους τους κατοίκους της αυτοκρατορίας την εξισωτική ιδιότητα του πολίτη, προκαλώντας έτσι ένα γενικευμένο κλίμα “συμφιλίωσης” κι ενθουσιασμού στην αποκαμωμένη από τις διαρκείς συγκρούσεις πλειοψηφία και καταργώντας το έδαφος που πάνω του άνθιζαν οι διαμελιστικές προπαγάνδες. Οι ένοπλοι “προπαγανδιστές” άρχισαν να αντιμετωπίζουν μεγάλες δυσκολίες· που επιτάθηκαν από την αμνηστία που πρόσφεραν οι νεότουρκοι κι οδήγησε πολλούς μισθοφόρους στην αποστράτευση.

Οι νεότουρκοι ανακάτεψαν ακόμη περισσότερο την ήδη περιπλεγμένη τράπουλα των βαλκανίων και η πολιτική τους προκάλεσε σοβαρά εμπόδια τόσο στα αντίπαλα εθνικιστικά σχέδια για την Μακεδονία, όσο και στους γεωπολιτικούς λογαριασμούς των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων. Αλλά κατ’ αρχήν, ο περισσότερο ζημιωμένος ήταν ο ελληνικός εθνικισμός κι αυτό για δύο λόγους. Πρώτον, τέθηκε οριστικό τέρμα στην ελληνο-οθωμανική προσέγγιση, μια συμμαχία λύκων με τακτικό στόχο τον περιορισμό του βουλγαρικού επεκτατισμού. Δεύτερον, καταργήθηκαν τα προνόμια του πατριαρχείου κι έτσι οι έλληνες έχασαν ένα πολύτιμο εργαλείο διείσδυσης κι άσκησης πολιτικής στο εσωτερικό της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Οι πρώτες αντιδράσεις από την Αθήνα είναι ενδεικτικές του αρνητικού κλίματος: οι έλληνες έφτασαν να οργανώσουν διαδηλώσεις υποστήριξης στον σουλτάνο, αναπολώντας τις “παλιές καλές εποχές” που είχαν το πάνω χέρι στην Υψηλή Πύλη και την αυτοκρατορία.

Σε τελική ανάλυση όμως, το κίνημα των νεότουρκων απέτυχε να αποτρέψει το αναπόφευκτο της διάλυσης της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αντίθετα, λειτούργησε σαν καταλύτης: η αγγλία εγκατέλειψε την πολιτική της διατήρησης του status quo, η ρωσία, αυστροουγγαρία, γερμανία, γαλλία κι ιταλία άρχισαν να αναμειγνύονται όλο και πιο δραστήρια στην τελική διευθέτηση της μοίρας του μεγάλου ασθενούς, ενώ οι τρεις επιτόπιοι αντίπαλοι – ελλάδα, βουλγαρία και σερβία – επιτάχυναν τις προετοιμασίες για την οριστική απόσπαση και διαμελισμό της Μακεδονίας.

Στο εσωτερικό του ελληνικού κράτους οι εξελίξεις ήταν εξίσου καταλυτικές. Ενώ μέχρι το 1881 τα σχέδια κρατικής ολοκλήρωσης της ελληνικής αστικής τάξης προχωρούσαν απρόσκοπτα (η ελληνική επικράτεια είχε σχεδόν διπλασιαστεί – με την προσθήκη των Ιονίων Νήσων και της Θεσσαλίας – χωρίς μάλιστα να χρειαστεί να πέσει ούτε μια σφαίρα) στη συνέχεια τα πράγματα άλλαξαν. Πρώτα ήρθε η αποτυχημένη συμμετοχή στον ρωσο-οθωμανικό Κριμαϊκό Πόλεμο (στο πλευρό της ρωσίας, το 1856), μετά η ήττα στον πόλεμο του 1897 (σε μια αποτυχημένη εκστρατεία προς τον βορρά της Θεσσαλίας και την Ήπειρο που οδήγησε στην μοναδική φορά που το ελληνικό κράτος παραχώρησε εδάφη στους οθωμανούς· η ήττα εκείνη βιώθηκε από την ελληνική κοινωνία ως “εθνικός εξευτελισμός”) και μαζί μ’ αυτά ο παρατεταμένος κι αναποτελεσματικός ανταγωνισμός για την κατάκτηση της Μακεδονίας, αλλά και της Κρήτης. 

Η απάντηση στα προβλήματα του ελληνικού καπιταλισμού προήλθε από τις τάξεις του στρατού (ή για την ακρίβεια βρήκε στην αναταραχή στο στρατό την αφορμή για να εκδηλωθεί). Τον Αύγουστο του 1909 εκδηλώθηκε το κίνημα στο Γουδί από τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο που είχε συγκροτηθεί λίγο καιρό πριν από χαμηλόβαθμους αξιωματικούς, απογοητευμένους από την κατάσταση στο στράτευμα και τις “εθνικές αποτυχίες”.

Στην αρχή τα αιτήματα των πραξικοπηματιών αξιωματικών ήταν καθαρά στρατιωτικού χαρακτήρα (επαγγελματικά ή ενάντια στις παρεμβάσεις των πολιτικών και του παλατιού στο στρατό ή για το ετοιμοπόλεμο των μονάδων) αλλά μέσα σε συνθήκες κρίσης του εθνικού / κρατικού σχεδίου, το στρατιωτικό κίνημα αποτέλεσε την θρυαλλίδα βάζοντας σε κίνηση μια ολόκληρη διαδικασία που οδήγησε στον αστικό εκσυγχρονισμό του ελληνικού κράτους. Ο στρατιωτικός σύνδεσμος υποχρέωσε την κυβέρνηση σε παραίτηση και κάλεσε από την Κρήτη τον Βενιζέλο προσφέροντάς του την πολιτική εξουσία. Μέσα στο επόμενο διάστημα οι κρατικοί μηχανισμοί αναδιαρθρώθηκαν (θέτοντας τις βάσεις του ελληνικού κρατικού μηχανισμού σχεδόν για όλο τον 20ο αιώνα, μέχρι την μεταπολίτευση του ’74), ο στρατός αναδιοργανώθηκε πλήρως στη βάση σχηματισμού μιας δύναμης ικανής να αναμετρηθεί με τους υπόλοιπους ανταγωνιστές στα Βαλκάνια, ενώ ξεκίνησε κι ένα από τα μεγαλύτερα προγράμματα στρατιωτικών εξοπλισμών.

Στο πεδίο της Μακεδονίας η πρωτοβουλία των κινήσεων είχε περάσει στο βουλγαρικό κράτος, που έχοντας αναπτύξει μια ισχυρότατη πολεμική μηχανή (σχεδόν μισό εκατομμύριο στρατιώτες) και στηριζόμενο στην συμμαχία με το ρώσικο κράτος, θεωρούσε δικαιολογημένα ότι οι συνθήκες θα του επέτρεπαν να αναδειχτεί η ηγεμονεύουσα δύναμη στα βαλκάνια. Με την ενεργητική μεσολάβηση της ρωσίας (και με στόχο να περιοριστεί το ελληνικό κράτος που η συμμαχία του με την αγγλία το καθιστούσε αντίπαλο των ρώσικων συμφερόντων) τον Μάρτη του 1912 το βουλγαρικό και το σερβικό κράτος υπέγραψαν συνθήκη που φαινομενικά ήταν αμυντική αλλά στην πραγματικότητα επιθετική, αφού τα μυστικά παραρτήματά της προέβλεπαν κοινή εκστρατεία για κατάληψη των ευρωπαϊκών εδαφών της αυτοκρατορίας.

 Σύμφωνα με την συνθήκη οποιαδήποτε πολεμική ενέργεια θα έπρεπε να εγκριθεί από την ρωσία, όπως και το τελικό μοίρασμα των εδαφών. Λίγο καιρό αργότερα στη συμμαχία αυτή προσχώρησε και το μαυροβούνιο. Μέχρι την τελευταία στιγμή το ελληνικό κράτος είχε κρατηθεί έξω από τις συνεννοήσεις και τις συμφωνίες αλλά τελικά η συμμετοχή του στον σχεδιαζόμενο πόλεμο αποδείχτηκε αναγκαστική, χάρη στο ισχυρό χαρτί του ελληνικού πολεμικού ναυτικού. Χωρίς τον αποκλεισμό της οθωμανικής αυτοκρατορίας από το Αιγαίο (που μόνο το ελληνικό κράτος είχε τη δύναμη να εγγυηθεί) καμιά εκστρατεία στην βαλκανική ενδοχώρα δεν θα μπορούσε να πετύχει [13].

Τελικά τον Μάη του 1912, μέσα από περίπλοκες διπλωματικές ακροβασίες μεταξύ Σόφιας, Αθήνας, Λονδίνου και Μόσχας, το ελληνικό και το βουλγαρικό κράτος υπόγραψαν συμφωνία που προέβλεπε την από κοινού διεξαγωγή πολέμου με την οθωμανική αυτοκρατορία. Η συμφωνία αυτή ήταν εξαιρετικά θολή και δεν έκανε απολύτως καμία πρόβλεψη για το πως θα μοιραζόταν τα εδαφικά κέρδη αυτού του πολέμου (η βιασύνη αυτή ήταν ενδεικτική του πόσο γρήγορα πλησίαζε η ώρα της τελικής πολεμικής αναμέτρησης στα βαλκάνια). Οι δύο μεγάλοι ανταγωνιστές, αφού έπρεπε αναγκαστικά να συνεταιριστούν για να επιτεθούν στην αυτοκρατορία, μετέθεταν στο μέλλον το οριστικό ξεκαθάρισμα, έχοντας την πεποίθηση, ο καθένας για τον εαυτό του, ότι αυτός θα είναι ο μεγάλος κερδισμένος. Έβαζαν έτσι εκ των προτέρων τις προϋποθέσεις για ένα δεύτερο πολεμικό κύκλο, μεταξύ τους αυτή τη φορά. 

Τον Σεπτέμβρη του 1912 οι διαπραγματεύσεις είχαν ολοκληρωθεί και τόσο ο συνασπισμός των βαλκανικών κρατών όσο και η οθωμανική αυτοκρατορία κινητοποίησαν τις στρατιωτικές τους δυνάμεις. Στις 8 Οκτώβρη το μαυροβούνιο έκανε την πρώτη κίνηση κηρύσσοντας τον πόλεμο και πέντε μέρες αργότερα οι πρεσβευτές της ελλάδας, σερβίας και βουλγαρίας επέδιδαν στην Υψηλή Πύλη τελεσίγραφο με όρους που ήταν αδύνατον να ικανοποιηθούν. Μέχρι την τελευταία στιγμή (κυριολεκτικά) η αυτοκρατορία είχε την ελπίδα ότι θα μπορούσε να έρθει σε κάποια συνεννόηση με το ελληνικό κράτος (προσφέροντας την Κρήτη και την Θεσπρωτία) και να το αποσπάσει από τον βαλκανικό συνασπισμό. Αυτός ήταν εξάλλου ο λόγος που -τυπικά- κήρυξε το πόλεμο σε όλους τους υπόλοιπους πλην της ελλάδας. Αλλά ο πρώτος βαλκανικός πόλεμος είχε ξεσπάσει.

Μέσα σε διάστημα τριών μόλις εβδομάδων το ελληνικό ναυτικό άλωσε στη σειρά τα αιγαιοπελαγίτικα νησιά το ένα μετά το άλλο, ενώ ο ελληνικός στρατός (σχεδόν χωρίς να χρειαστεί να δώσει καμία μάχη, γιατί οι οθωμανικές δυνάμεις ήταν στραμμένες προς τον πολύ ισχυρότερο βουλγαρικό στρατό που θα μπορούσε να απειλήσει ακόμη και την Ισταμπούλ) έφτασε στις πύλες της πολυθρύλητης και διεκδικούμενης απ’ όλους Θεσσαλονίκης. Μόλις οχτώ ώρες τον χώριζαν από τον βουλγαρικό στρατό που κατέβαινε ξέφρενα από τον βορρά· μόλις οχτώ ώρες απόστασης πριν αρχίσουν πατείς με – πατώ σε να σφάζονται μεταξύ τους οι δύο ανταγωνιστές στα περίχωρα της μητρόπολης [14].

Τελικά ο πόλεμος αποδείχτηκε εξαιρετικά γενναιόδωρος απέναντι στους έλληνες [15]. Μέσα σ’ ένα κλάσμα ιστορικού χρόνου το ελληνικό κράτος υπερδιπλασιάστηκε [16]. Όχι μόνο γεωγραφικά· οι φυσικοί πόροι, οι υποδομές κι η εργατική δύναμη που προστέθηκαν στα “περιουσιακά στοιχεία” του ξεπερνούσαν κατά πολλές φορές αυτά που κατείχε στην αρχή του πολέμου. Αλλά κατά ένα τρόπο, ο πραγματικός πόλεμος τώρα ξεκινούσε για τον ελληνικό εθνικισμό: η Μακεδονία και η Θεσσαλονίκη είχαν κατακτηθεί στρατιωτικά, είχαν προσαρτηθεί, αλλά αυτό δεν σήμαινε κιόλας ότι είχαν ελληνοποιηθεί.

Αυτή η διαδικασία θα εξελισσόταν σε μια μάχη απείρως δυσκολότερη με πολλά θύματα πίσω της: το ακμαίο (και πολυεθνικό) εργατικό κίνημα της Θεσσαλονίκης, την πλειοψηφούσα και ιστορική εβραϊκή κοινότητα της πόλης, τους μουσουλμάνους, τους σλάβους, τους μακεδόνες, τους βούλγαρους, τους τσάμηδες της επαρχίας… Η Μακεδονία θα περάσει από ριζική και βίαιη αναμόρφωση για να μπορέσει το ελληνικό καπιταλιστικό σχέδιο να επιδείξει δεκαετίες αργότερα ως αποτέλεσμα μια ντούρα, καθωσπρέπει κι ελληνοπρεπή εικόνα. Ακόμη και οι νεκροί ξεριζώθηκαν, γιατί τα νεκροταφεία αποκάλυπταν ένα παρελθόν που έπρεπε πάση θυσία να εξαφανιστεί [17].

Όταν ο ελληνικός στρατός μπήκε στη Θεσσαλονίκη ήταν σαν να εισέρχεται σε μια terra incognita, μια εντελώς άγνωστη πραγματικότητα. Η πρώτη του κίνηση ήταν να φέρει απ’ την παλιά ελλάδα ενισχυμένα σώματα στρατοχωροφυλακής λόγω της εξαιρετικής του καχυποψίας απέναντι στο πολύγλωσσο και πολυφυλετικό καλειδοσκόπιο που συνιστούσε την κοινωνία της πόλης. Οι κατακτητές ήταν στη δυσάρεστη θέση να μην ξέρουν τι να κάνουν με μια πόλη που τους ξεπερνούσε κατά πολύ: ιστορικά, διανοητικά, οικονομικά. Ένας αξιωματικός του στρατού έγραφε σ’ ένα γράμμα προς τη γυναίκα του:

Η Θεσσαλονίκη δεν με ενθουσιάζει καθόλου, παρόλα τα όμορφα πάρκα δίπλα στη θάλασσα, με τα σινεμά, τις μουσικές, τα καφέ σαντάν και τα εστιατόρια…

Σύντομα η διάθεση του έπεσε κι άλλο:

14 Μαΐου 1913: Έχω φτάσει ίσα μ’ εδώ! Θα προτιμούσα χίλιες φορές να είμαι σε μια σκηνή σε κάποιο βουνό παρά σ’ αυτή τη φανταχτερή πόλη με όλες τις φυλές του Ισραήλ. Στ’ ορκίζομαι, δεν υπάρχει πιο σίγουρο πράγμα!

Κι ακόμη χαμηλότερα:

19 Μαΐου: Πως μπορεί σε κάποιον να του αρέσει αυτή η πόλη με την κοσμοπολίτικη κοινωνία, εβραϊκή κατά εννέα δέκατα; Δεν έχει τίποτε το ελληνικό, ούτε ευρωπαϊκό! Δεν έχει τίποτε…

Αλλά ο ελληνικός κρατικός σχηματισμός δεν ήταν πια ούτε άπειρος, ούτε διστακτικός. Η πρώτη ανησυχία κι επιφυλακτικότητα γρήγορα ξεπεράστηκε. Η μηχανή είχε δουλειά· είτε με το μαχαίρι, είτε με τη φωτιά, είτε με τον πόλεμο, είτε με τις πολιτικές “εθνολογικής βελτίωσης”, η Μακεδονία θα περνούσε με τη βία την διαδικασία της ελληνοποίησης [18].

 

…Mερικές φορές διαφορετικές πόλεις διαδέχονται η μία την άλλη στον ίδιο χώρο και με το ίδιο όνομα, γεννιούνται και πεθαίνουν χωρίς να γνωρίσει η μία την άλλη, χωρίς να επικοινωνήσουν μεταξύ τους. Μερικές φορές ακόμη και τα ονόματα των κατοίκων παραμένουν ίδια, ακόμα και η προφορά των λέξεων, ακόμα και οι γραμμές των προσώπων τους· αλλά οι θεοί που κατοικούσαν πίσω από τα ονόματα και πάνω από τους τόπους έφυγαν χωρίς να πουν τίποτα, και στη θέση τους κούρνιασαν νέοι θεοί…


Ιτάλο Καλβίνο, Οι Αόρατες Πόλεις

Είναι άραγε κιόλας ελληνική στις μέρες μας η Σαλονίκη; Στους νέους χάρτες, σίγουρα· στα χρώματα των σπιτιών και στις πινακίδες των οδών, ναι. Σε όλα τ’ άλλα όμως; Στην καρδιά της, η πόλη δεν είναι και δεν υπήρξε ποτέ ελληνική… Είναι μια κατ’ εξοχήν διεθνής πόλη. Ή μάλλον μια απεθνοποιημένη πόλη. Ακόμη και μετά την προσάρτησή της από την Ελλάδα, οι έλληνες της Σαλονίκης είναι ένα μονάχα κλάσμα, κι ούτε καν το μεγαλύτερο, των κατοίκων της.


Α. Φρακαρόλι (1916) [19]

Τον πόλεμο διαδέχτηκε ο πόλεμος. Τον κατακτητικό πόλεμο για την κατάληψη και προσάρτηση της Μακεδονίας και της Θεσσαλονίκης στο ελληνικό κράτος ακολούθησε ο πόλεμος της ενσωμάτωσης· πιο “κοινωνικός” αλλά εξίσου αμείλικτος, πιο μακρόσυρτος αλλά εξίσου άγριος. Ήταν ένας πόλεμος ολοκληρωτικός: όχι μόνο εξαιτίας του συστηματικού αφανισμού ολόκληρων πληθυσμιακών ομάδων, αλλά κι επειδή το ίδιο το παρελθόν έπρεπε να “απαλλοτριωθεί” και να επανακατασκευαστεί ώστε να συμπίπτει με το ελληνικό καπιταλιστικό σχέδιο. Για να πετύχει την προσάρτηση το ελληνικό κράτος χρειάστηκε δύο πολέμους σε διάστημα ενός χρόνου (έστω οχτώ, από το 1904, αν συμπεριλάβουμε τον “μακεδονικό αγώνα”), αλλά για να ολοκληρώσει την “ελληνοποίηση” των νέων κατακτήσεων χρειάστηκε άλλα τριάντα, μέχρι τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, όταν η εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης ξεκληρίστηκε σχεδόν ολοκληρωτικά στο Άουσβιτς.

Οι στρατιωτικές επιτυχίες του ελληνικού κράτους στους δύο βαλκανικούς πολέμους εναντίον της οθωμανικής αυτοκρατορίας και του βουλγαρικού κράτους δεν σήμαναν αυτόματα ότι η ελληνική κυριαρχία είχε οριστικοποιηθεί. Έπρεπε να περάσει ένας ολόκληρος χρόνος, μέχρι τον Νοέμβρη του ’13, για να αναγνωριστεί διεθνώς η Θεσσαλονίκη ως τμήμα της ελληνικής επικράτειας, χωρίς αυτό να βάλει κιόλας τέρμα στις επεκτατικές βλέψεις των ισχυρών κρατών της ευρωπαϊκής ηπείρου που ήθελαν να ενισχύσουν την επιρροή τους στο νέο βαλκανικό πεδίο που σχηματιζόταν. Η αυστροουγγαρία εποφθαλμιούσε την κάθοδο μέχρι την ίδια την Θεσσαλονίκη, ενώ η ιταλία, η γαλλία και η γερμανία επιδίωκαν να θέσουν υπό την προστασία τους τούς οθωμανούς ή τους εβραίους της πόλης προκειμένου να αποκτήσουν προσβάσεις.

Εξάλλου στη “διεθνή σκηνή” υπήρχαν ακόμη μεγάλες αμφιβολίες για το κατά πόσο το ελληνικό κράτος ήταν σε θέση να διαχειριστεί αποτελεσματικά τις τύχες μιας τόσο σημαντικής πόλης. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και μετά την κατάληψη της Μακεδονίας, για πολλά χρόνια, στους διπλωματικούς διαδρόμους κυκλοφορούσαν διάφορα σχέδια για αυτονόμηση της Θεσσαλονίκης ή δημιουργία ενός προτεκτοράτου υπό διεθνή έλεγχο. Φυσικά μέσα στον κυκλώνα της κατασκευής των εθνικών κρατών στην βαλκανική χερσόνησο και των ιμπεριαλιστικών πολέμων, τέτοια σχέδια δεν θα μπορούσε να είναι τίποτε περισσότερο από φιλολογικές αναζητήσεις στα σαλόνια των αστών· αλλά αντανακλούσαν αφενός τις ανησυχίες μια μερίδας της σαλονικιώτικης αστικής τάξης που έβλεπε να περιορίζεται ο οικονομικός ορίζοντας της πόλης κι αφετέρου την αβεβαιότητα για το πόσο μόνιμο ή προσωρινό ήταν το νέο καθεστώς υπό την ελληνική κυριαρχία [20].

Το πρώτο πράγμα που έκανε η ελληνική κρατική μηχανή μόλις εγκαταστάθηκε στην πόλη της Θεσσαλονίκης (από τις πρώτες κιόλας μέρες απανωτές καραβιές από τον Πειραιά ξεφόρτωσαν ένα πλήθος γραφειοκρατών, χωροφυλάκων και δικαστών) ήταν να καταμετρήσει τα έμψυχο κέρδος της κατάκτησής της, απογράφοντας τον πληθυσμό. Το αποτέλεσμα πολλά μπορεί να έδειχνε, αλλά το σημαντικότερο ήταν άσχημο για την Aθήνα: η Θεσσαλονίκη δεν ήταν ελληνική πόλη ούτε με βάση την πληθυσμιακή σύνθεση (όπως δεν ήταν ούτε κατά την ιστορία της, ούτε κατά τη συνείδησή της· μπορεί να ήταν ένα patchwork κοινοτήτων, μια τετράγλωσση βαβέλ, ένα αποκύημα στα μάτια των εθνικιστών, αλλά πάντως ελληνική δεν ήταν).

Από τους 157.889 ανθρώπους που καταγράφηκαν, κάτι λιγότεροι από 40.000 δηλώθηκαν έλληνες, δηλαδή χριστιανοί και 45.867 δηλώθηκαν οθωμανοί, δηλαδή μουσουλμάνοι. Μεταξύ των ελλήνων ήταν σίγουρα και αυτοί που μόλις είχαν έρθει από την παλιά ελλάδα, πολλοί πρόσφυγες που κατέφυγαν στην πόλη από την υπόλοιπη οθωμανική αυτοκρατορία και την αίγυπτο, αλλά και εξαρχικοί που προτίμησαν να κρύψουν την ταυτότητά τους για να αποφύγουν τα αντίποινα. Μεταξύ των οθωμανών ήταν επίσης πολλοί πρόσφυγες από την μακεδονική ύπαιθρο. Οι υπόλοιποι 61.439 ήταν εβραίοι. Τα μεγέθη αυτά εξακολουθούν να κάνουν τους Ψωμιάδηδες να βγάζουν καντήλες, αλλά εκεί που η στατιστική και τα νούμερα δεν συμφωνούν με τα εθνικά καπιταλιστικά σχέδια, αναλαμβάνουν δράση οι μηχανικοί των εκκαθαρίσεων. Όπως και έγινε… Ενδεικτικά πάντως να αναφέρουμε ότι την ίδια “δύστροπη” πληθυσμιακή σύνθεση συνάντησε το ελληνικό κράτος σε κάθε έδαφος που κατέκτησε ή διεκδίκησε τα επόμενα δέκα χρόνια. Για παράδειγμα στην ανατολική Θράκη, Ισταμπούλ και Μικρά Ασία κατοικούσαν 2 εκατομμύρια ελλήνων έναντι 8 εκατομμυρίων οθωμανών και 1.200.000 αρμένιων, βούλγαρων, κτλ.

Το δεύτερο πράγμα που έκαναν οι νέοι αφέντες ήταν να εκδιώξουν τον βουλγαρικό πληθυσμό απ’ όλη την ελεγχόμενη από αυτούς Μακεδονία. Η συντριπτική ήττα του βουλγάρικου κράτους στον δεύτερο βαλκανικό πόλεμο στάθηκε καταλυτική, αφού έδωσε στον ελληνικό στρατό την αφορμή που χρειαζόταν για να ξεμπερδέψει μια και καλή με μία από τις πληθυσμιακές ομάδες που δεν περιλαμβάνονταν στα ελληνικά σχέδια. Οι πρακτικές που εφαρμόστηκαν είχαν πολλές ομοιότητες με τον τρόπο που  οι σέρβοι φασίστες οργάνωσαν την εθνοκάθαρση δεκαετίες αργότερα, στους πολέμους της Βοσνίας και του Κοσόβου: συλλογικά αντίποινα, λεηλασία και κάψιμο των χωριών και μαζικές δολοφονίες προκειμένου να υποχρεωθούν οι υπόλοιποι να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να καταφύγουν στην άλλη πλευρά των συνόρων.

Η περίπτωση της μάχης του Κιλκίς είναι από τις πιο χαρακτηριστικές στην αγριότητά της. Στο Κιλκίς, πόλη που κατοικούνταν κατά πλειοψηφία από εξαρχικούς και μουσουλμάνους, δόθηκε η σκληρότερη μάχη του ελληνοβουλγαρικού πολέμου, τον Ιούνη του ’13 που κατέληξε στην άτακτη υποχώρηση του βουλγαρικού στρατού. Ενώ η μάχη είχε ήδη λήξει, η πόλη παραδόθηκε στις φλόγες, ισοπεδώθηκε και οι κάτοικοί της εκδιώχτηκαν. Την ίδια μοίρα είχαν και τα περισσότερα χωριά της (νέας) μεθορίου μεταξύ των δυο κρατών. Το ελληνικό κράτος έχτισε αργότερα, από την αρχή την σημερινή πόλη του Κιλκίς, πάνω στη σιδηροδρομική γραμμή που οδηγούσε στη Θεσσαλονίκη κι εγκατέστησε σ’ αυτήν πρόσφυγες από την Μικρά Ασία. Συνολικά οι πρόσφυγες τον πρώτο καιρό μετά τον πόλεμο ήταν πάνω από εκατό χιλιάδες, ενώ μέσα στους επόμενους μήνες και οι τελευταίοι βούλγαροι είχαν εκδιωχθεί από την υπό ελληνική κατοχή Μακεδονία. Στην ίδια την πόλη της Θεσσαλονίκης, όσοι δεν πρόλαβαν να διαφύγουν με βουλγαρικά ατμόπλοια, συνελήφθησαν κατά εκατοντάδες από τις ελληνικές αρχές και φυλακίστηκαν· ενώ τα κτήρια και τα σπίτια της βουλγαρικής κοινότητας λεηλατήθηκαν και καταστράφηκαν.

Ένα χρόνο μετά την λήξη των βαλκανικών πολέμων κι ενώ το ελληνικό κράτος εξακολουθούσε να περιορίζεται βασικά στον ρόλο της κατοχικής δύναμης χωρίς σημαντικά αποτελέσματα στην ανατροπή του κοινωνικού status quo, ξεκίνησε ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος που επιτάχυνε αποφασιστικά τις διαδικασίες ελληνοποίησης κι ενσωμάτωσης της Μακεδονίας στο ελληνικό κράτος. Αφενός, η πανευρωπαϊκής κλίμακας ιμπεριαλιστική σύγκρουση που ξέσπασε ξεπερνούσε κατά πολύ το στενό βαλκανικό πλαίσιο και οι κατακτήσεις του ελληνικού κράτους μπορούσαν να διακυβευτούν ανάλογα με τις επιλογές που θα έκανε. Κατά συνέπεια ήταν υποχρεωμένο να επιβεβαιώσει άμεσα και να ισχυροποιήσει την κυριαρχία του στην περιοχή. Αφετέρου όμως, από την ανάποδη, η ίδια σύγκρουση ήταν για το ελληνικό κράτος η χρυσή ευκαιρία για ακόμη μεγαλύτερη επέκταση.

Στους υπολογισμούς της ελληνικής αστικής τάξης και του κράτους της, προκειμένου να εκπληρωθούν τα εθνικά ιμπεριαλιστικά σχέδια, η Μακεδονία και ειδικά η Θεσσαλονίκη είχαν να παίξουν κομβικό ρόλο, σαν διαπραγματευτικά χαρτιά στο στήσιμο των συμμαχιών και στους διακανονισμούς για τα μεταπολεμικά ανταλλάγματα. Πράγμα που καθιστούσε την ελληνοποίηση της επαρχίας διπλά επιτακτική κι επείγουσα. Τελικά, όσα δεν πρόλαβε το ελληνικό κράτος να φροντίσει από μόνο του, του προσφέρθηκαν από τον ίδιο τον πόλεμο.

Από την έναρξη του πολέμου, τον Αύγουστο του ’14, το ελληνικό κατεστημένο επιδίωξε συστηματικά να συνάψει συμμαχία με την entente (τον συνασπισμό αγγλικού, γαλλικού και ρωσικού κράτους) προσδοκώντας εδαφικά ανταλλάγματα στην μεταπολεμική μοιρασιά. Ενώ οι αντιδράσεις ήταν αρχικά αρνητικές (με την ρωσία να μην θέλει την ενεργητική εμπλοκή ενός αντιπάλου που θεωρούσε τον σημαντικότερο ανταγωνιστή της στην περιοχή), όταν η οθωμανική αυτοκρατορία μπήκε στον πόλεμο στο πλευρό των κεντρικών δυνάμεων (γερμανία και αυστροουγγαρία), μετά από διαπραγματεύσεις με την βρετανία αποφασίστηκε τελικά η συμμετοχή της ελλάδας (για να στηρίξει την σερβία) με αντάλλαγμα τα μικρασιατικά παράλια του Αιγαίου. Όμως η είσοδος του βουλγαρικού κράτους ανέτρεψε την κατάσταση και ματαίωσε τα σχέδια για στήριξη του αυστροσερβικού μετώπου αφού ο ελληνικός στρατός έπρεπε πλέον να φυλάει τα σύνορα [21]. Με τους συσχετισμούς στα Βαλκάνια να έχουν ανατραπεί, η entente (αφού πρώτα συμφωνήθηκε ότι η Ισταμπούλ θα έμπαινε μεταπολεμικά υπό διεθνή έλεγχο κι όχι υπό ρώσικη ή ελληνική διοίκηση) άρχισε να πιέζει την Αθήνα να μπει στον πόλεμο, προσφέροντας αυτή την φορά ως αντάλλαγμα την κύπρο που ήταν υπό βρετανική κυριαρχία.

Αλλά πλέον το ελληνικό αστικό κατεστημένο είχε διχαστεί πάνω στο δίλημμα του ποιο από τα δύο αντίπαλα μπλοκ είχε τις μεγαλύτερες πιθανότητες νίκης κι άρα θα ήταν σε θέση να ικανοποιήσει τις ελληνικές επεκτατικές βλέψεις. Η μία φράξια, των “φιλοβασιλικών” στήριζε την ευνοϊκή προς τις κεντρικές δυνάμεις ουδετερότητα, ενώ η άλλη φράξια, οι “βενιζελικοί”, στήριζαν την συμμαχία με την entente. Το διακύβευμα και στις δύο “φράξιες” ήταν φυσικά το ίδιο: ποιο μπλοκ θα “πλήρωνε” καλύτερα τις ελληνικές “υπηρεσίες” και ποια επιλογή δεν θα έθετε σε κίνδυνο τα κέρδη της μέχρι τότε επεκτατικής πολιτικής. Αυτό που στην επίσημη ιστορία έχει περάσει ως “εθνικός διχασμός” ήταν στην πραγματικότητα η αντιπαράθεση δύο διακριτών εθνικών ιμπεριαλιστικών τακτικών, που μπορεί να διαφέρανε στην “μέθοδο” αλλά ταυτίζονταν στο “δια ταύτα” [22]. Η κρίση του ελληνικού πολιτικού συστήματος, που κινητοποίησε την πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας από την κορυφή της αστικής τάξης και της κρατικής διοίκησης μέχρι την εργατική τάξη, υπέρ ή κατά της συμμετοχής στον πόλεμο, έφτασε σε οριακό σημείο και προκάλεσε την διάσπαση του ίδιου του κράτους.

Ενώ η κρίση του ελληνικού κρατικού μηχανισμού δεν είχε φτάσει ακόμη σε λύση, οι αγγλο-γάλλοι αγνοώντας την τυπική ελληνική “ουδετερότητα”, μετά από συνεννόηση και με την ανοχή της βενιζελικής κυβέρνησης, αποβίβασαν στην Θεσσαλονίκη ένα εκστρατευτικό σώμα 150.000 αντρών. Η είσοδος της βουλγαρίας και της οθωμανικής αυτοκρατορίας στον πόλεμο είχε ανατρέψει εντελώς τους συσχετισμούς στο ανατολικό μέτωπο και ήταν άμεσα πιθανό η αυστρο-βουλγαρική επέλαση, που είχε οδηγήσει ήδη στην ήττα του σερβικού στρατού, να φτάσει μέχρι το Αιγαίο με συντριπτικές συνέπειες για την entente. Ο έλεγχος της Μακεδονίας και του στρατηγικού λιμανιού της Θεσσαλονίκης αποκτούσε έτσι ζωτική σημασία που θα μπορούσε να κρίνει τον πόλεμο υπέρ της entente, ανακόπτοντας τις κεντρικές δυνάμεις.

Η απάντηση της φιλοβασιλικής φράξιας στις ενέργειες της κυβέρνησης ήταν να επιτρέψει την αμαχητί κατάληψη της ανατολικής Μακεδονίας απ’ τον βουλγαρικό και γερμανικό στρατό [23] και την αιχμαλωσία σχεδόν του συνόλου του Δ’ σώματος στρατού. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, με την κρίση να έχει εκραγεί, το ελληνικό κράτος ήταν στα πρόθυρα της αυτοκτονικής παραλυσίας που όχι μόνο ακύρωνε κάθε πιθανότητα εκμετάλλευσης του πολέμου, αλλά έθετε υπό αμφισβήτηση την ελληνική κυριαρχία στα εδάφη που μόλις τέσσερα χρόνια πριν είχαν κατακτηθεί.

Τελικά η “βενιζελική” παράταξη, ως γνήσιος υπηρέτης των βαθύτερων συμφερόντων του ελληνικού ιμπεριαλιστικού συστήματος, δεν δίστασε να διασπάσει την ενότητα του κράτους και να σχηματίσει δεύτερη κυβέρνηση με έδρα την Θεσσαλονίκη [24] (αφού πρώτα εκδηλώθηκε στρατιωτικό κίνημα στην πόλη) που κήρυξε τον πόλεμο στο βουλγαρικό κράτος και τις κεντρικές δυνάμεις. Πιέζοντας ακόμη περισσότερο τις καταστάσεις υπέρ της θεσσαλονικιώτικης ελληνικής κυβέρνησης, ο στόλος της entente προχώρησε σε πλήρη αποκλεισμό του Πειραιά και της Αθήνας. Tελικά η αθηναϊκή κυβέρνηση κατέρρευσε και το ενιαίο πλέον ελληνικό κράτος μπήκε και επίσημα στον πόλεμο.

O πρώτος παγκόσμιος πόλεμος αποδείχτηκε εξαιρετικά προσοδοφόρος για τον ελληνικό καπιταλισμό, που άγγιζε πλέον την εκπλήρωση της “μεγάλης ιδέας” (δηλαδή την ιμπεριαλιστική επέκταση που θα συνένωνε τα διάσπαρτα τμήματα της ελληνικής αστικής τάξης στην ευρύτερη περιοχή των  Βαλκανίων σε ένα ενιαίο κράτος). Στην διανομή των εδαφών που ακολούθησε την λήξη του πολέμου, η ελληνική επικράτεια αυξήθηκε με την προσάρτηση της βόρειας Ηπείρου (σε βάρος του αλβανικού κράτους), της δυτικής Θράκης (σε βάρος του βουλγαρικού κράτους) και της ανατολικής Θράκης και Μικράς Ασίας (σε βάρος της οθωμανικής αυτοκρατορίας). Το 1920, με την συνθήκη των Σεβρών, η έκταση του ελληνικού κράτους είχε φτάσει πλέον στην μέγιστη ανάπτυξή της.

Η άφιξη της Στρατιάς της Ανατολής ήταν από μόνη της ένας παράγοντας που ανέτρεψε ριζικά τις κοινωνικές συνθήκες της Θεσσαλονίκης και την απέσπασε βίαια από την προηγούμενη ιστορία της. Οι 150.000 αγγλογάλλοι στρατιώτες (ανάμεσα τους μερικές χιλιάδες βιετναμέζοι και σενεγαλέζοι, από τις αποικίες) μαζί με τις 20.000 περίπου χιλιάδες του ηττημένου σερβικού στρατού και μερικές χιλιάδες ρώσων κι ιταλών – ένας εισβολέας πληθυσμός μεγαλύτερος του ντόπιου – ακύρωσαν τον κοινωνικό χαρακτήρα της πόλης και την μετέτρεψαν σ’ ένα τεράστιο στρατόπεδο, μια εμπόλεμη πολεοδομική εγκατάσταση. Η Θεσσαλονίκη είχε τεθεί ουσιαστικά σε μία διπλή κατοχή, ελληνική και “συμμαχική”. Η παρουσία ενός τεράστιου στόλου στον Θερμαϊκό, τα στρατόπεδα που είχαν περικυκλώσει την πόλη ή είχαν εγκατασταθεί στο εσωτερικό της, οι εφοδιοπομπές με πολεμικό υλικό που κατέφταναν διαρκώς και πλημμύριζαν τους δρόμους, οι κουστωδίες των υπαλλήλων των διοικήσεων, των επιτελείων και της επιμελητείας, αντικατέστησαν το οθωμανικό παρελθόν και τις συνήθειες σε μια ριπή χρόνου μέσα από μία πυρετώδη διαδικασία που επέβαλλε η λογική του πολέμου. “Η Σαλονίκη από τότε που άρχισε ο πόλεμος έχει χάσει κάπως τον οριενταλισμό της” έγραφε ένας αξιωματικός. Η πόλη μεταλλασσόταν. 

Ένα μέλος του επιτελείου του Σαράιγ [του γάλλου αρχιστράτηγου] βλέποντας ότι ένας έλληνας φρουρός έξω από το Λευκό Πύργο απουσίαζε, έγραψε πως έβλεπε “να εξαφανίζεται έτσι απλά ένα από τα ύστατα απομεινάρια της ελληνικής κρατικής κυριαρχίας στη Μακεδονία… έτσι όπως τόσες άλλες φορές είχαν έλθει και παρέλθει πριν απ’ αυτήν”“Ό,τι κι συμβεί” εκμυστηρευόταν ένας αξιωματούχος σ’ ένα δημοσιογράφο, “δεν θα ξαναδούμε τη Θεσσαλονίκη σ’ ελληνικά χέρια”“Είναι μια πόλη με λαμπρό μέλλον”, έγραφε ένας έμπειρος βρετανός σχολιαστής εκείνο τον καιρό. “Κανείς όμως δεν ξέρει ποιό θα είναι αυτό το μέλλον” [25].

Είχαν άδικο βέβαια όλοι αυτοί που νόμιζαν ότι γίνονται μάρτυρες της “απο-ελληνοποίησης”. Αυτό που παρακολουθούσαν ήταν για την ακρίβεια η απογύμνωση της πόλης και σαν τέτοια ήταν στην υπηρεσία του ελληνικού κράτους. Μετά τον πόλεμο οι έλληνες θα παραλάμβαναν μια πόλη σχεδόν έτοιμη για πλήρη αναμόρφωση.

Ενώ η Θεσσαλονίκη μετατρεπόταν σε πόλη στρατώνα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, η μακεδονική ύπαιθρος ζούσε τον δικό της πόλεμο. Όσο διαρκούσαν οι “επίσημες” συρράξεις, οι χωρικοί ξεσηκώθηκαν σ’ ένα είδος “αγροτικής εξέγερσης” με συστηματικές επιθέσεις, λεηλασίες και καταστροφές σε βάρος των οθωμανών συγχωριανών τους. Ήταν ένα μείγμα φανατισμού, εκδικητικότητας και θηριώδους αναδιανομής του πλούτου. Η βία που ξέσπασε “έπιασε” φυσικά τους πλούσιους μπέηδες, αλλά κατά πλειοψηφία στράφηκε εναντίον της μεγάλη μάζας των φτωχών μουσουλμάνων γεωργών. Κι αν κάποιοι από τους πρώτους είχαν ακόμη μια δυνατότητα να ζητήσουν προστασία (χωρίς αντίκρισμα τις περισσότερες φορές) από τον πρόξενο κάποιας ξένης χώρας, οι δεύτεροι έβλεπαν ανήμποροι τις εστίες τους να καταστρέφονται, το βιος τους να διαμοιράζεται, τα νεκροταφεία τους να οργώνονται και τους χώρους της πίστης τους να μετατρέπονται σε αποθήκες και στάβλους.

Η κατάσταση επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο με την άφιξη των ελλήνων προσφύγων από την Θράκη το 1913 που κυνήγησαν τους μουσουλμάνους για να καταλάβουν τα σπίτια και τα χωράφια τους. Ήταν οι απόβλητοι του νέου καθεστώτος και η μοναδική διέξοδος από τις ταπεινώσεις, τον ρατσισμό, τις “λαϊκές” εκκαθαρίσεις και την συστηματική καταλήστευση, ήταν η προσφυγιά. Ως τον Απρίλη του 1914 εκατόν σαράντα χιλιάδες μουσουλμάνοι πρόσφυγες έπαιρναν τον αναγκαστικό δρόμο για τα εδάφη της οθωμανικής αυτοκρατορίας (διωγμένοι κι από τις τρεις “μακεδονίες”, ελληνική, βουλγαρική και σερβική) [26].

Στη Θεσσαλονίκη η κατάσταση για τους μουσουλμάνους δεν ήταν λιγότερο επικίνδυνη καθώς η βία από την ύπαιθρο άρχισε να διεισδύει στις γειτονιές της πόλης. Συμμορίες ελλήνων έσπαγαν τα μαγαζιά των μουσουλμάνων κι ορμούσαν στα σπίτια τους λεηλατώντας τα. Στους δρόμους οι έλληνες χωροφύλακες, γνωστοί για τον ρατσισμό τους, έκαναν επιθέσεις με την παραμικρή αφορμή στους μη έλληνες. Μέχρι το 1913 πάνω από 15.000 μουσουλμάνοι, παλιοί κάτοικοι της Θεσσαλονίκης (σχεδόν το ένα τρίτο της οθωμανικής κοινότητας), εγκατέλειψαν τις εστίες τους. Ανάμεσά τους η οικογένεια του Μουσταφά Κεμάλ (που αργότερα θα έπαιρνε το όνομα Ατατούρκ) κι ο εντεκάχρονος εγγονός του τελευταίου κυβερνήτη της πόλης, που θα γινόταν ο ποιητής του προλεταριάτου Ναζίμ Χικμέτ [27].

Τα ανώτερα κλιμάκια της ελληνικής κρατικής διοίκησης είναι η αλήθεια ότι δεν είχαν δώσει σαφείς εντολές για την συστηματική εκκαθάριση των μουσουλμάνων. Αλλά αυτό φυσικά δεν ακυρώνει το γεγονός ότι οι διώξεις ήταν οργανικό τμήμα του ελληνικού “εθνικού” σχεδίου κι εξυπηρετούσαν ευθέως την ισχυροποίηση της ελληνικής κυριαρχίας στην Μακεδονία: ήταν το αναγκαστικό αποτέλεσμα της ιμπεριαλιστικής επέκτασης σε χώρες όπου το “ελληνικό στοιχείο” μειοψηφούσε και μειονεκτούσε. Οι μάζες των ελλήνων χωρικών και οι συμμορίες στη Θεσσαλονίκη που ξέσπασαν εναντίον των μουσουλμάνων ήταν η έμπρακτη έκφραση του κοινωνικού ιμπεριαλισμού, του γενικευμένου κανιβαλισμού των νέων αφεντών της επαρχίας. Δεν χρειάζονταν “εντολές” για να επιτεθούν, ούτε “σχέδια” από τα πάνω: το σχέδιο ήταν συνυφασμένο στην ίδια την δομή του ελληνικού κράτους από την πρώτη μέρα της κατασκευής του. Εξάλλου, μέσα στις διεθνείς συνθήκες της εποχής με τα διαρκή νταλαβέρια για το μοίρασμα του κόσμου, το ελληνικό κράτος έπρεπε να προσέχει την “εικόνα” του, οπότε η “βάση” έπρεπε να κάνει η ίδια την “βρωμοδουλειά” που δεν μπορούσε επίσημα να αναλάβει η “κορυφή”… Kαι την έκανε με τον πλέον άγριο τρόπο.

Τον Νοέμβρη του 1918 έληξε ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος με την ήττα των κεντρικών δυνάμεων. Για το ελληνικό κράτος είχε φτάσει η στιγμή να συλλέξει τα ανταλλάγματα της συμμετοχής του στο μπλοκ των νικητών. Η βόρεια Ήπειρος ήταν ήδη υπό ελληνική κατοχή· η Θράκη (δυτική κι ανατολική) ήταν υπό διασυμμαχική διοίκηση μέχρι το 1920 που παραχωρήθηκε στην ελλάδα με την συνθήκη των Σεβρών· σε εκκρεμότητα παρέμενε η Μικρά Ασία. Τελικά τον Μάη του 1919 ένα εκστρατευτικό σώμα 20.000 ελλήνων στρατιωτών αποβιβάζεται στην Σμύρνη (στην μέγιστη ανάπτυξή του, ο ελληνικός στρατός εισβολής στην Μικρά Ασία έφτασε τις 200.000). Από την πρώτη μέρα της εισβολής – και σε κατάφωρη αντίθεση με την φιλολογία ότι ο ελληνικός στρατός έγινε καλοδεχούμενος ως “απελευθερωτής”- ξεκίνησαν συγκρούσεις τόσο στο εσωτερικό της πόλης [28] όσο και στα περίχωρα με το τουρκικό αντάρτικο. Αλλά ο ελληνικός ιμπεριαλισμός φτάνοντας στο απόγειο της δυναμικής του συνάντησε ταυτόχρονα τα όριά του. Τρία χρόνια αργότερα, ο ελληνικός στρατός αδυνατεί να επιβάλλει την κυριαρχία του στα παράλια του Αιγαίου και να αντιμετωπίσει τον νεο-σχηματισμένο τουρκικό στρατό και το μέτωπο καταρρέει. Ο ελληνοτουρκικός πόλεμος που ξεκίνησε με την ελληνική εισβολή έληξε με την ελληνική ήττα και την ανακήρυξη του τουρκικού κράτους.

Για τον ελληνικό καπιταλισμό η ήττα στον πόλεμο του ’19-’22 έβαλε το οριστικό τέρμα στον ιμπεριαλισμό της “μεγάλης ιδέας” [29] κι ανέκοψε την διαρκή επέκταση του ελληνικού κράτους που είχε ξεκινήσει σχεδόν έναν αιώνα πριν. Αυτό όμως δεν σημαίνει κιόλας ότι ήταν μια ήττα χωρίς κέρδος. Mε το σταμάτημα της εδαφικής επέκτασης, όλες οι δυνάμεις του αστικού καθεστώτος στράφηκαν στο εσωτερικό: στην ελληνοποίηση και οργανική ενσωμάτωση της Μακεδονίας και στον καπιταλισμό εκσυγχρονισμό του ελληνικού κράτους.

Όταν έληξαν οι βαλκανικοί πόλεμοι ο γάλλος πρέσβης στην Ισταμπούλ έστειλε μια αναφορά στο Παρίσι, όπου έγραφε τα εξής: Η βαλκανική χερσόνησος στο σύνολό της είναι αυτή τη στιγμή το θέατρο φρικαλεοτήτων που μπορούν να συγκριθούν μ’ εκείνες που συνοδεύουν τις μεγάλες μεταναστεύσεις των λαών… οι φρικαλεότητες αυτές ήταν η λογική συνέπεια των πρόσφατων γεγονότων· δυστυχώς, ο μόνος τρόπος να τεθεί τέρμα μια για πάντα στην αταξία και στην αναρχία, στους φόνους και στις διαρπαγές που λυμαίνονται την ευρωπαϊκή τουρκία, είναι να ξαναμοιραστούν οι βαλκανικοί πληθυσμοί κατά εθνότητα μεταξύ των διαφόρων κρατών στα οποία διαιρέθηκε η ευρωπαϊκή τουρκία στο Βουκουρέστι. Είναι μια θλιβερή αλλά οριστική άρση μιας κατάστασης για την οποία ούτε η τουρκία ούτε η ευρώπη έχουν βρει γιατρειά, εδώ και περισσότερο από έναν αιώνα.

Όταν το καλοκαίρι του 1924 οι έλληνες και τούρκοι διπλωμάτες, με την μεσολάβηση της “διεθνούς κοινότητας”, συγκεντρώθηκαν στην Λωζάννη της ελβετίας για να διαπραγματευτούν την τελική συνθήκη ειρήνης, η “γιατρειά” που περιέγραφε ο γάλλος διπλωμάτης ήταν πιο ώριμη από ποτέ για να εφαρμοστεί. Δεν χρειαζόταν καν να την προτείνει κάποιος: ήταν το οριστικό αποτέλεσμα της βίαιης διαδικασίας που έφερε στην επιφάνεια του καπιταλιστικού κόσμου τα εθνικά κράτη.

Στις 24 Ιούλη 1924 το ελληνικό και τουρκικό κράτος συναποφάσισαν μια από τις πιο αποτρόπαιες πράξεις στην σύγχρονη ιστορία. Για πρώτη φορά αποφασίστηκε συνολική ανταλλαγή πληθυσμών, υποχρεωτική, με κρατική οργάνωση και επικυρωμένη από την “πολιτισμένη διεθνή κοινότητα”. Δύο εκατομμύρια άνθρωποι ξεριζώθηκαν από τις εστίες τους, τους τόπους όπου είχαν ρίζες αιώνων και εξορίστηκαν στα πλαίσια ενός φρικώδους ανθρωπο-πάζαρου. 1.500.000 εκατομμύριο χριστιανοί υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τα τουρκικά εδάφη προς την ελληνική επικράτεια, ενώ 500.000 μουσουλμάνοι ακολούθησαν την αντίστροφη πορεία. Οι εξαιρέσεις σε σχέση με τους συνολικούς πληθυσμούς ήταν ελάχιστες: οι μουσουλμάνοι της δυτικής Θράκης και οι χριστιανοί της Ισταμπούλ.

Για την Μακεδονία, όπου ζούσαν οι περισσότεροι μουσουλμάνοι της ελληνικής επικράτειας, τα αποτελέσματα ήταν συντριπτικά. Μέσα σε 5 μήνες, ως τις 26 Δεκέμβρη του 1924 που ολοκληρώθηκε η “ανταλλαγή”, έπαψε οριστικά να είναι η επαρχία με τους πέντε αιώνες οθωμανικού παρελθόντος και πλημμύρισε πρόσφυγες από τον την Καππαδοκία, τον Πόντο, την Μικρά Ασία· το έμψυχο υλικό που μ’ αυτό θα κατασκεύαζε το ελληνικό κράτος την “ελληνικότητα” των βόρειων περιοχών της επικράτειάς του.

Η αποχώρηση των μουσουλμάνων δεν ήταν βέβαια αρκετή για το ελληνικό κράτος. Ως φυσικές παρουσίες είχαν πλέον χαθεί, αλλά το τοπίο ήταν γεμάτο από τα ίχνη της ιστορίας τους. Σαν ξόανα μιας τελειωμένης ιστορίας, τα κτήρια της μουσουλμανικής κοινότητας, οι ναοί της, οι δημόσιοι χώροι της… στοίχειωναν τους νέους κυρίαρχους. Στη Θεσσαλονίκη, οι δημοτικές αρχές για να εξαφανίσουν κάθε ένδειξη ότι υπήρξαν ποτέ μουσουλμάνοι στην πόλη, αποφάσισαν σχεδόν αμέσως μετά την αποχώρησή τους να γκρεμίσουν όλους τους μιναρέδες. Τα λίγα μνημεία που ξέφυγαν προκαλούσαν τις οργισμένες αντιδράσεις των εφημερίδων που απαιτούσαν να γκρεμιστούν άμεσα όλα τα “απομεινάρια”.

Τις κατεδαφίσεις ακολούθησαν οι δημοπρασίες. Το ελληνικό κράτος, ως αποκλειστικός διαχειριστής των περιουσιών που είχαν αφήσει πίσω τους οι πρόσφυγες, άρχισε να τις βγάζει στο σφυρί, μια διαδικασία που επωφελήθηκαν τόσο οι ντόπιοι όσο και ένα μέρος των προσφύγων που μόλις είχαν εγκατασταθεί. Μέσα σε λίγο χρόνο η “αναδιανομή” των μουσουλμανικών υπαρχόντων είχε ολοκληρωθεί, μαζί με την πολεοδομική αναμόρφωση της πόλης που ξεφορτωνόταν το παρελθόν της.

Στην επίσημη ελληνική ιστορία η αποτυχημένη εκστρατεία στην Μικρά Ασία και οι συνέπειές της έχουν περάσει ως “καταστροφή”. Αλλά για την ελληνική αστική τάξη, αυτή η “καταστροφή” και τα παράγωγά της έγιναν το καύσιμο της αναδιάρθρωσης και της ισχυροποίησης του ελληνικού καπιταλισμού. Πέρα από τα άλματα που έγιναν στην ελληνοποίηση της Μακεδονίας (επίσης: με την αλλαγή στην πληθυσμιακή σύνθεση ήταν δύσκολο πλέον για οποιονδήποτε ανταγωνιστή να αμφισβητήσει την ελληνική κυριαρχία), ενάμισι εκατομμύριο ζευγάρια εργατικά χέρια που ήρθαν με την “ανταλλαγή” αποτέλεσαν τον κορμό μιας εκτεταμένης εργατικής τάξης, που ξεκινούσε τη ζωή της από το “μηδέν” και η εκμετάλλευσή της έγινε η βάση της μετέπειτα οικονομικής ανάπτυξης. Στις πλάτες των προσφύγων χτίστηκε ουσιαστικά η παραγωγική υποδομή του ελληνικού κράτους [30].

Τελικά, δέκα χρόνια μετά την κατάληψη της Μακεδονίας και της Θεσσαλονίκης από τον ελληνικό στρατό, η “ελληνικότητα”, δηλαδή η ενσωμάτωση στο ελληνικό καπιταλιστικό σχέδιο, είχε σχεδόν επιτευχθεί. Σχεδόν… 

Το ελληνικό αστικό κατεστημένο, εξαιτίας της στρατηγικής του όλο το προηγούμενο διάστημα “απελευθέρωσε” δυνάμεις που θα έθεταν ξανά σε αμφισβήτηση την κυριαρχία του, από άλλη βάση πλέον: του οξυμένου ταξικού ανταγωνισμού. Με την άφιξη των προσφύγων και τον σχηματισμό μιας διευρυμένης εργατικής τάξης, το προλεταριάτο ανασυντέθηκε (θα μπορούσαμε να πούμε: γεννήθηκε) κι αφού ξεπέρασε τις αρχικές δυσκολίες του ξεριζωμού και της ένταξης, οργανώθηκε και επαναστατικοποιήθηκε. Με επίκεντρο την Θεσσαλονίκη (αλλά όχι μόνο) το εργατικό κίνημα αποτέλεσε σοβαρή απειλή της ηγεμονίας της ελληνικής αστικής τάξης για τις επόμενες δεκαετίες.

Ταυτόχρονα εξακολουθούσε να υπάρχει μια εξαιρετική εκκρεμότητα από τα πεντακόσια χρόνια του οθωμανικού παρελθόντος. Η Μακεδονία μπορεί να είχε αποκαθαρθεί αλλά η πόλη της Θεσσαλονίκης ήταν μια περίπτωση απείρως δυσκολότερη: σαν μια αλλόκοτη ασυνέχεια εναντίον της μονολιθικότητας της εθνικιστικής αστικής ιδεολογίας, η πόλη εξακολουθούσε να φιλοξενεί μια μεγάλη κι ακμάζουσα εβραϊκή κοινότητα που η μοίρα της δεν είχε σφραγιστεί ακόμη [31].

 

Οι έλληνες δεν θέλουν να επηρεάζουν οι εβραίοι την ελληνική πολιτική σκηνή… Οι εβραίοι της Θεσσαλονίκης ακολουθούν εθνική εβραϊκή πολιτική. Δεν είναι έλληνες και δεν νιώθουν έλληνες. Επομένως δεν πρέπει να ανακατεύονται στις ελληνικές υποθέσεις… Οι εβραίοι της Θεσσαλονίκης δεν είναι έλληνες πατριώτες αλλά εβραίοι πατριώτες. Αισθάνονται πιο κοντά στους τούρκους απ’ ότι σε μας… Δεν θα επιτρέψω στους εβραίους να επηρεάζουν την ελληνική πολιτική.

Ελευθέριος Βενιζέλος, 1934

 

 

Είδατε τη Θεσσαλονίκη σήμερα; Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι λαμπερά αστέρια που τα φορούσαν οι βρωμοεβραίοι!

εφ. Απογευματινή (Θεσσαλονίκης), 1943

 

 

Παραδέχομαι, θα πω, μια κουβέντα του προέδρου μας Σαρτζετάκη, ότι είμαστε λαός ανάδελφος… Αλλά χωρίς αυτόν το φανατισμό και την αυτογνωσία που έχουν οι εβραίοι. Είμαστε δύο λαοί ανάδελφοι στον κόσμο, εμείς και οι εβραίοι, αυτοί όμως έχουν το φανατισμό και καταφέρνουν να επιβάλλονται… Σήμερα μπορούμε να πούμε ότι αυτός ο μικρός λαός είναι στη ρίζα του κακού… Το γεγονός ότι είμαστε χαλαροί και δεν έχουμε γίνει επιθετικοί είναι επειδή εμείς είχαμε πολύ περισσότερα όπλα, αυτοί είχαν τον Αβραάμ, τον Ιακώβ, σκιές… Εμείς είχαμε ολόκληρο Περικλή εδώ. Φανταστείτε τι θα γινόταν η ελλάδα, αν είχαμε την επιθετικότητα των εβραίων!

Μίκης Θεοδωράκης, 2003

 

Όταν ο Χίτλερ διέταξε τη σύλληψη των εβραίων, στην ελλάδα υπήρχαν τότε 77.377 έλληνες υπήκοοι εβραϊκής καταγωγής. Απ’ αυτούς συνελήφθησαν οι 69.151 και στάλθηκαν στα στρατόπεδα φρίκης, απ’ όπου επέστρεψαν μόνον οι 2.000. Από τους 8.226 διαφυγόντες τη σύλληψη, οι 6.576 βρήκαν καταφύγιο, βοήθεια και περίθαλψη σε ελληνικές οικογένειες και διασώθηκαν, άλλοι 1.000 βοηθήθηκαν και κατέφυγαν στη Μέση Ανατολή, όπως το ζήτησαν, και οι 650 πήραν τα όπλα και πολέμησαν στο αντάρτικο. Δεν μετανιώνουμε, σε καμιά απολύτως περίπτωση, για τη βοήθεια που προσφέραμε στους εβραίους συνανθρώπους μας στη διάρκεια της Κατοχής… Εμείς, δεν είμαστε επιλήσμονες. Δεν ξεχνούμε το ολοκαύτωμά τους. Δεν μετανιώνουμε για τη βοήθεια που τους προσφέραμε.

Μανόλης Γλέζος, 2006

 

 

Το 1997 η Θεσσαλονίκη ανακηρύχτηκε πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης. Ήταν ένα πραγματικό γλέντι του “πολιτισμού” τους· δέκα χρόνια μετά κι ακόμη δεν έχει τελειώσει η δικαστική έρευνα για το πλιάτσικο που έγινε στα ταμεία της πολιτιστικής πρωτεύουσας, με τις υπερτιμολογήσεις, τα “έργα” που κατασκευάστηκαν μόνο στα χαρτιά, τις προμήθειες, τις αργομισθίες και τα δωράκια σε “καλλιτέχνες” κι “επώνυμους”. Ο χώρος, χρόνος και χρήμα που άφησαν στην άκρη οι μαφιόζοι κι οι εργολάβοι του πολιτισμού αφιερώθηκαν σε φιέστες κατανάλωσης, θεάματος και ιδεολογίας. Ευρωπαϊκός αέρας, βαρέων βαρών τέχνη, μοντέρνα ρεύματα, νεανικές κουλτούρες, σε συνδυασμό με ισχυρές δόσεις μεγαλέξανδρου, ελληνοχριστιανισμού και βυζαντίου ήταν ό,τι έπρεπε για να σκεπαστεί με μια κουρτίνα “πολιτισμού” ο απογειωμένος εθνικισμός και τα ανανεωμένα επεκτατικά σχέδια του ελληνικού κράτους.

Η προώθηση της Θεσσαλονίκης – πολιτιστικής πρωτεύουσας της Ευρώπης ήταν μια καθόλου τυχαία επιλογή, την εποχή ακριβώς που η πόλη ήταν στην πρώτη γραμμή της επιθετικής πολιτικής εναντίον του νεοσύστατου μακεδονικού κράτους. Τα ίδια στελέχη του ελληνικού κατεστημένου με το ένα χέρι πουλούσαν φούμαρα πολιτιστικής ανωτερότητας και “2.300 χρόνων ελληνικής ιστορίας” και με το άλλο σήκωναν τις σημαίες που έγραφαν “σύνορα με τη σερβία” και “τσεκούρι και φωτιά στα γυφτοσκοπιανά σκυλιά”.

Μέσα σ’ αυτήν την γιορταστική ατμόσφαιρα, ήταν που το ελληνικό κράτος βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία για να τακτοποιήσει μερικές γκρίζες εκκρεμότητες από το παρελθόν, σαν μια απαραίτητη συνθήκη προκειμένου να εξυπηρετηθούν σκοπιμότητες που ανοίγονταν στο μέλλον.

Η εκκρεμότητα: το 1997 είχαν ήδη περάσει 54 χρόνια από τον άνοιξη του 1943 όταν οι 56.000 εβραίοι της Θεσσαλονίκης κλείστηκαν απ’ τους ναζί σε γκέτο και στη συνέχεια μεταφέρθηκαν μ’ επιταγμένα τρένα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και την εξόντωση, βάζοντας τέρμα στην ζωή της εβραϊκής κοινότητας, της πολυπληθέστερης την εποχή που η πόλη προσαρτήθηκε απ’ την ελλάδα. Η κοινότητα μετρούσε πέντε αιώνες ύπαρξης και οι τελευταίες πέντε δεκαετίες αποδείχτηκαν αρκετές για να σβήσει από τον χάρτη της πόλης και τον ιστό των κοινωνικών σχέσεων που την συγκροτούν, σχεδόν κάθε τεκμήριο αυτής της ύπαρξης.

Ό,τι απέμεινε ήταν πλέον ένας απόηχος, βουβά σημάδια ακατάληπτα για την πλειοψηφία, σκόρπια ονόματα και διηγήσεις αδύναμες να αγκιστρωθούν στην υλικότητα του παρόντος. Το ένα μετά το άλλο, κομμάτια του κόσμου της πόλης είχαν χαθεί, θαμμένα στις χωματερές της ιστορίας κάτω από τόνους ελληνικού μπετόν, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Όπως είχαν χαθεί τα ίχνη της οθωμανικής και μουσουλμανικής Θεσσαλονίκης, έτσι χάθηκε και η σεφαραδίτικη Θεσσαλονίκη. Kι αν για την πρώτη το ελληνικό κράτος ούτε κατά διάνοια δεν θα επέτρεπε ούτε γραμμάριο ανάμνησης – επειδή έχει ανοιχτούς λογαριασμούς με το τουρκικό κράτος – για την δεύτερη έκανε μια μικρή παραχώρηση. Αναγνώρισε ότι η πόλη έχει τα φαντάσματά της και με αφορμή την πολιτιστική πρωτεύουσα τους αφιέρωσε μνημείο, το Μνημείο του Ολοκαυτώματος στην πλατεία Εβραίων Μαρτύρων… 

Πλατεία; Τρόπος του λέγειν. Εκεί που κάποτε υπήρχαν οι εβραϊκές φτωχογειτονιές Κάμπελ και 151 περνάνε σήμερα κάποιες από τις μεγάλες οδικές αρτηρίες της πόλης. Στην χιαστί διασταύρωση δύο κεντρικών λεωφόρων, στον περιορισμένο και νεκρό χώρο που απέμεινε μεταξύ τους, που ο δήμος είχε μετατρέψει σ’ ένα μεγάλο όσο και μίζερο παρτέρι κατάλληλο για να βγάζουν οι περίοικοι βόλτα τα σκυλιά τους, αυτό βαφτίστηκε πλατεία κι εκεί εγκαταστάθηκε το 1997 το μνημείο για τις χιλιάδες των δολοφονημένων. Ακριβώς απέναντι απ’ το νοσοκομείο Χιρς, του εβραίου Χιρς, που μετά την προσάρτηση της πόλης το ανάγλυφο όνομά του αποξύθηκε από την πρόσοψη και μετονομάστηκε σε Ιπποκράτειο.

Το μνημείο παρέμεινε εκεί μέχρι το 2006, όταν η πλατεία εβραίων μαρτύρων παραχώρησε τη θέση της σ’ ένα τεράστιο υπόγειο πάρκινγκ, γιατί καλές είναι οι μνημειακές εγκαταστάσεις, αλλά ακόμη καλύτερα τα τετράτροχα. Εντωμεταξύ, εκτός από τους περίοικους με τα ζώα τους, την πλατεία και το μνημείο της επισκέπτονταν και μερικά άλλα ζώα, δίποδα και χειρότερα· δεν ήταν λίγες οι φορές που θρασύδειλα φασιστικά τομάρια περνούσαν στη ζούλα και βρώμιζαν τον τόπο. Τελικά το 2006 το μνημείο μεταφέρθηκε στο κέντρο, στην πλατεία Ελευθερίας, σ’ αναβαθμισμένη θέση πλέον κατά πρόσωπο στη θάλασσα. Δεν ήταν τυχαία η μετακόμιση, υπήρχε ακόμη σκοπιμότητα…

Η σκοπιμότητα: το ελληνικό κράτος, έχοντας διαρκώς στο στόχαστρό του τον μόνιμο εχθρό του, το τουρκικό κράτος, όλη την περίοδο των δεκαετιών ’70 κι ’80 επιδίωξε συστηματικά να αναπτύξει προνομιακές σχέσεις με διάφορα αραβικά κράτη και καθεστώτα της Μέσης Ανατολής. Η πολιτική αυτή είχε αναμφίβολα στρατηγικό χαρακτήρα, που αποδεικνύεται περίτρανα από το γεγονός ότι εφαρμόστηκε με συνέπεια από τρεις διαφορετικούς κυβερνητικούς σχηματισμούς στη σειρά: την χούντα των συνταγματαρχών, την δεξιά του Καραμανλή και την σοσιαλδημοκρατία του Παπανδρέου.

Στα πλαίσια αυτής της πολιτικής, η ελλάδα εμφάνιζε ένα βαθμό “φιλο-αραβισμού”, άλλοτε συμβολικού κι άλλοτε πραγματικού, ακόμη κι όταν η επιλογή αυτή ήταν ασύμβατη με τις υποχρεώσεις και τις δεσμεύσεις της εντός του νατο και των ευρω-ατλαντικών δομών, εν μέσω του ψυχρού πολέμου και παρ’ όλες τις σχέσεις της εσσδ με ορισμένα μεσανατολικά κράτη. Οι λόγοι αυτής της στρατηγικής δεν ήταν μόνο οικονομικοί, παρόλη την διείσδυση των ελλήνων αφεντικών στην περιοχή, ούτε πήγαζαν από κάποιο περίσσευμα “διεθνισμού” του ελληνικού κράτους. Οι λόγοι ήταν βασικά γεωπολιτικοί: το ελληνικό κράτος επένδυε στον ιστορικό αντιτουρκισμό των αραβικών πληθυσμών και καθεστώτων κι επιδίωκε να επωφεληθεί από αυτόν στον ανταγωνισμό του με την Άγκυρα. Γιαυτό εξάλλου, για να μην “τσαλακωθεί” το φιλο-αραβικό προφίλ, το ελληνικό κράτος αναγνώρισε επίσημα το ισραηλινό μόλις στα 1990!

Μετά όμως από την 11η/9ου, την κλιμάκωση του ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνισμού και την ανασύνταξη των αντίπαλων μπλοκ, ο φιλο-αραβισμός έγινε πλέον “καμένο χαρτί” που αντικαταστάθηκε από τον αντιμουσουλμανισμό, τον μοντέρνο ρατσισμό όλου του πρώτου κόσμου. Η μεσανατολική αναδίπλωση του ελληνικού κράτους είχε στην μία της πλευρά τον αντιμουσουλμανισμό και την αποστασιοποίηση από το παλαιστινιακό ζήτημα, αφήνοντας ανέπαφο το δόγμα του αντιτουρκισμού, και στην άλλη της πλευρά είχε αναπόφευκτα την μετατόπιση του “ελληνικού ενδιαφέροντος” από τα αραβικά καθεστώτα προς το ισραήλ.

Και πράγματι από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 οι ελληνο-ισραηλινές σχέσεις επανακαθορίζονται και καταλήγουν σε στρατηγική συμμαχία, που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων και στρατιωτικές συμφωνίες. Φυσικά, η μετάλλαξη αυτή δεν πέρασε απαρατήρητη από τους άραβες. Το 2000 ο έλληνας πρόεδρος επισκέφτηκε το Τελ Αβίβ, επιβεβαιώνοντας συμβολικά την συμμαχία κι όταν επιχείρησε να πάει στη Ραμάλα, παλαιστίνιοι διαδηλωτές τον υποδέχτηκαν με αβγά και γιουχαΐσματα, ενώ ο Αραφάτ, μετά την συνάντησή του με τον Στεφανόπουλο, έστειλε γράμματα στα αραβικά κοινοβούλια ζητώντας να καταδικάσουν την ελληνική στροφή.

Μέσα σε αυτές τις συνθήκες και προς όφελος της διεθνούς στρατηγικής του ελληνικού κράτους είναι που προέκυψε η καθυστερημένη κατά μισό αιώνα δημόσια αναγνώριση της εξόντωσης της εβραϊκής κοινότητας Θεσσαλονίκης και η ανέγερση μνημείων: ως μια “φιλική”, συμβολική χειρονομία προς το ισραηλινό κράτος. Δεν είναι τυχαίο ότι την ίδια εποχή που στήνεται το θεσσαλονικιώτικο μνημείο, αντίστοιχες κινήσεις γίνονται σε διάφορα μέρη της ελλάδας, εξυπηρετώντας ευθέως (αν δεν ήταν κεντρικά σχεδιασμένες) τις δημόσιες διεθνείς σχέσεις του υπουργείου εξωτερικών. Άλλωστε και η μετακόμιση του μνημείου σε αντίστοιχους λόγους οφείλεται. Το 2006 έγινε η πρώτη επίσημη επίσκεψη ισραηλινού προέδρου, του Κατσάβ, στο ελληνικό κράτος και μαζί με τον Παπούλια επισκέφτηκαν το μνημείο. Ποιο σημείο θα εξυπηρετούσε καλύτερα τον συμβολισμό αυτής της επίσκεψης; H ταράτσα του πάρκινγκ;

Η σκοπιμότητα βέβαια δεν εξαντλείται εδώ. Αυτού του είδους η μνημειακή αντιμετώπιση της ιστορίας απ’ τις ελληνικές κρατικές υπηρεσίες, πέρα από το να “ικανοποιεί” συμμάχους, είναι ταυτόχρονα μια τελετουργία αποποίησης ευθυνών. Η εβραϊκή Θεσσαλονίκη εξοντώθηκε στους θαλάμους αερίων των στρατοπέδων συγκέντρωσης, η ενοχή βαραίνει το τρίτο ράιχ, την ταφόπλακα έβαλαν οι ναζί, όλο το δράμα αρχίζει και τελειώνει με την κατοχή. Τίποτε δεν προηγήθηκε, συνεργοί δεν υπήρχαν, κανένα έγκλημα δεν συντελέστηκε στα 30 χρόνια ελληνικής κατοχής, ούτε συνεχίστηκε μετά την αποχώρηση των γερμανών. Αυτά υπονοεί το μνημείο για λογαριασμό του ελληνικού κατεστημένου, που θα προτιμούσε να μείνουν στην αφάνεια η ένταση του ντόπιου αντισημιτισμού πριν την γερμανική εισβολή, οι ρατσιστικές εκστρατείες του ελληνικού τύπου, η συστηματική περιθωριοποίηση της εβραϊκής κοινότητας, οι κρατικές φασιστικές συμμορίες που έδρασαν εναντίον της και προς όφελος των ελλήνων αφεντικών και η οργανωμένη λεηλασία των υπαρχόντων της κοινότητας από τη στιγμή που οι έλληνες πήραν το πάνω χέρι στη Θεσσαλονίκη. Το μνημείο της ναζιστικής ενοχής ήταν ταυτόχρονα σύμβολο ελληνικής “αθωότητας” και σαν τέτοιο “υιοθετήθηκε” απ’ το ελληνικό κράτος. Κανένας δεν ήθελε να σκαλίζει παλιές ιστορίες και να βγάζει σκελετούς από την ντουλάπα. Παλιές ιστορίες…

 

 

Η μεγάλη πυρκαγιά του 1917

 

 

Το μεσημέρι του Σαββάτου 18 Αυγούστου 1917, στη διεύθυνση Ολυμπιάδος 3, στη συνοικία Μεβλανέ, μεταξύ κέντρου και Άνω Πόλης, ένα προσφυγικό φτωχόσπιτο πήρε φωτιά που γρήγορα μεταδόθηκε σε μια διπλανή αποθήκη με άχυρο. Η αρχική αδράνεια των γειτόνων (παρ’ ότι οι πυρκαγιές ήταν πολύ συχνές στην Θεσσαλονίκη) και η έλλειψη νερού δεν επέτρεψε την άμεση κατάσβεση κι εξαιτίας του δυνατού αέρα η πυρκαγιά μεταδόθηκε στα γύρω σπίτια κι άρχισε να εξαπλώνεται ανεξέλεγκτα. Σχηματίστηκαν δύο πύρινα μέτωπα που κατευθύνθηκαν το ένα προς ανατολικά και το δεύτερο προς την παραλία, μέσα από την πυκνή δόμηση του κέντρου όπου το ξύλο ήταν το βασικό οικοδομικό υλικό. Τα ξημερώματα της επόμενης μέρας ο αέρας δυνάμωσε, άλλαξε κατεύθυνση και τα δύο μέτωπα κατέστρεψαν ολοσχερώς το εμπορικό κέντρο. Το βράδυ της 19ης Αυγούστου η πυρκαγιά κόπασε φτάνοντας στην παραλία και προς τα ανατολικά στην λεωφόρο Χαμιντιέ (σημερινή Εθνικής Αμύνης).

Η καταστροφή ήταν ασύλληπτη: μέσα σε 32 ώρες η πυρκαγιά κατέστρεψε 9.500 σπίτια σε έκταση ενός εκατομμυρίου τετραγωνικών μέτρων, αφήνοντας πίσω της 70.000 άστεγους. Το ένα τρίτο της πόλης είχε καεί, ενώ το παλιό κέντρο είχε σχεδόν ολοκληρωτικά καταστραφεί. Επίσης καταστράφηκαν 4.096 από τα 7.695 καταστήματα αφήνοντας ανέργους το 70% των εργαζομένων.

Η μόνη πιθανότητα να διασωθεί η πόλη θα ήταν αν είχε κινητοποιηθεί ο συμμαχικός στρατός της Aντάντ που έτσι κι αλλιώς ήταν ο μόνος που είχε τα μέσα, αλλά ευθύνονταν κιόλας για την έλλειψη νερού, αφού οι 150.000 στρατιώτες απομυζούσαν τα περιορισμένα αποθέματα. Φυσικά, σαν οποιοδήποτε κατοχικό στρατό, το τελευταίο που απασχολούσε το συμμαχικό στρατηγείο ήταν τι θ’ απογίνει η πόλη και απαγόρευσε να περιοριστεί η παροχή νερού στα στρατόπεδα που ήταν διάσπαρτα στα περίχωρα. Και δεν ήταν μόνο αυτό. Στρατιώτες της Aντάντ, ιδίως γάλλοι, λεηλάτησαν πολλά σπίτια και καταστήματα και εμπόδιζαν σε διάφορες περιπτώσεις τους κατοίκους να διασώσουν τα υπάρχοντά τους για να τ’ αρπάξουν οι ίδιοι. Επιπλέον, απαιτούσαν αμοιβή από τους πανικόβλητους κατοίκους για να τους βοηθήσουν να μεταφέρουν τα πράγματα τους σε ασφαλή μέρη. Το πλιάτσικο και η καταστροφική αδιαφορία ήταν η συνεισφορά των συμμάχων στη μεγάλη πυρκαγιά και για μία ακόμη φορά ο κατοχικός στρατός πρόσφερε εξ αντικειμένου μεγάλη υπηρεσία στις ελληνικές αρχές.

Το βάρος των συνεπειών της πυρκαγιάς έπεσε κατά το μεγαλύτερο μέρος στις πλάτες της εβραϊκής κοινότητας. Από τους 70.000 άστεγους, οι 50.000 ήταν εβραίοι· τα “καμμένα” (όπως έμεινε γνωστή η κατεστραμμένη περιοχή) εκτείνονταν πάνω στις ιστορικές γειτονιές τους· από τις 33 συναγωγές οι 16 κάηκαν, όπως και η αρχιραββινεία με όλο το αρχείο της· οι οικονομικές επιπτώσεις στην μικρή παραγωγή και το εμπόριο ήταν ανυπολόγιστες· η πλειοψηφία των εβραίων εργατών, χωρίς δουλειές και με χαμένο βιός, εγκαταλείφθηκε έρμαιο της φιλανθρωπίας· για μήνες μετά την πυρκαγιά εκατοντάδες εβραίοι συνέχιζαν να ζουν σαν τα φαντάσματα ανάμεσα στα χαλάσματα· για πολλούς η μετανάστευση έγινε η μόνη διέξοδος και σωτηρία και (με κρατική ενθάρρυνση) χιλιάδες πήραν τον δρόμο για τις δυτικές χώρες. Αλλά αυτό που βιώθηκε από την εβραϊκή κοινότητα σαν τραγωδία, για το ελληνικό κράτος αποδείχτηκε μια πρώτης τάξης ευκαιρία, για να συνεχιστεί η διαδικασία ελληνοποίησης της Θεσσαλονίκης (αλλά και καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης των αιωνόβιων δομών της πόλης).

Με την προσάρτηση της Μακεδονίας, η εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης, από τις μεγαλύτερες του ευρωπαϊκού χώρου, παρέμενε ως ένα “αγκάθι” στα πλευρά της ελληνικής διοίκησης. Ο λόγος δεν ήταν κάποιος αόριστος και γενικός αντισημιτισμός, που δεν έλειπε πάντως, αλλά μια ειδική και συγκεκριμένη εχθρότητα ενάντια στους θεσσαλονικείς εβραίους: η Θεσσαλονίκη δεν θα μπορούσε να γίνει πραγματικά “ελληνική”, όσο η εβραϊκή κοινότητα διέθετε την οικονομική ισχύ, το πρώτο πληθυσμιακό μέγεθος και την ιστορική και κοινωνική βαρύτητα στη ζωή της πόλης.

Αλλά και για δύο επιπλέον λόγους. Ο ένας ήταν ότι μολονότι ήταν υπαρκτή η επιλογή στο εσωτερικό της κοινότητας να αποδεχτεί την καινούρια τάξη πραγμάτων και να “ελληνοποιηθεί” προκειμένου να ενσωματωθεί, η στρατηγική επιδίωξη της Αθήνας ήταν να “τακτοποιήσει” τα συμφέροντα της ελληνικής αστικής τάξης κι όχι να διατηρήσει το προηγούμενο status quo. Μόνο καταλαμβάνοντας ζωτικό χώρο σε βάρος της εβραϊκής κοινότητας και εξωθώντας την στο περιθώριο μπορούσε να επιτευχθεί μακροπρόθεσμα η κυριαρχία των ελλήνων αφεντικών. Ο δεύτερος ήταν ότι δεν υπήρχε καμία “μητρική” χώρα για να σταλθεί σύσσωμη η κοινότητα εκεί, όπως έγινε λίγα χρόνια αργότερα με τους μουσουλμάνους και την ανταλλαγή πληθυσμών. Καμία ισπανία δεν θα δεχόταν τους εβραίους πίσω, πεντακόσια χρόνια μετά την εκδίωξη τους, για να “λυθεί” οριστικά το “πρόβλημα”. Κατά συνέπεια, το ελληνικό κράτος έπρεπε να ακολουθήσει διαφορετικές μεθοδεύσεις, πιο μακροχρόνιες και τμηματικές. Kι εκεί είναι που “βοήθησε” η μεγάλη πυρκαγιά του ’17, χτυπώντας την εβραϊκή κοινότητα κι αφανίζοντας το ιστορικό κέντρο που εξακολουθούσε να κουβαλάει την ταυτότητα της οθωμανικής πόλης.

Μετά την καταστροφή, η κινητοποίηση του κρατικού μηχανισμού ήταν άμεση. Ο ίδιος ο Βενιζέλος έλεγε ότι η πυρκαγιά ήρθε “σχεδόν σταλμένη από την θεία πρόνοια”. Πράγματι ακόμη κι αν δεν ξεκινούσε από μόνη της, οι έλληνες θα μπορούσαν να την είχαν ανάψει οι ίδιοι. Μόλις έξι μέρες μετά την πυρκαγιά, η κυβέρνηση επέδειξε εξαιρετική ετοιμότητα: όλη η “πυρίκαυστη ζώνη” απαλλοτριώθηκε και απαγορεύτηκε οποιαδήποτε εργασία ανοικοδόμησης. Με συμβουλές του στρατηγού Σαράιγ, αρχηγού των συμμαχικών στρατευμάτων, συγκροτήθηκε επιτροπή πολεοδόμων με επικεφαλής τον βρετανό αρχιτέκτονα Μόσον και εντολή “να αντιμετωπίσει την πόλη σαν ένα άγραφο κομμάτι χαρτί”. Στα τέλη του Αυγούστου, με νέο νόμο αποφασίστηκε η κατεδάφιση όλων των κτισμάτων – κατεστραμμένων ή μη – του κέντρου, τρεις μήνες αργότερα η επιτροπή κατέθεσε την πρώτη της μελέτη και υπό τον γάλλο αρχιτέκτονα Εμπράρ, που αντικατέστησε τον Μόσον, ξεκίνησε το πρώτο μεγάλης κλίμακας έργο της ευρωπαϊκής πολεοδομίας στον 20ο αιώνα.

Το σχέδιο της ανοικοδόμησης ήταν ξεκάθαρο στους στόχους του: καπιταλιστική λειτουργικότητα, αποτύπωση στο χώρο των ταξικών διαχωρισμών και (παρ’ όλες τις διακηρύξεις της κυβέρνησης ότι δεν στόχευε στο εβραϊκό στοιχείο) εθνολογικό “νοικοκύρεμα” του πολεοδομικού ιστού. Θεμελιώδης στόχος της επιτροπής, σύμφωνα κιόλας με δηλώσεις του πρώτου επικεφαλής, του Μόσον, ήταν “να αποστερήσει από τους εβραίους τον πλήρη έλεγχο της πόλης”.

Σύμφωνα με τις προτάσεις, το κέντρο θα έπρεπε να αποδοθεί στη διοίκηση και την οικονομία, να απομακρυνθούν οι ζώνες κατοικίας προς τα περίχωρα και να κατασκευαστούν νέες συνοικίες στα δυτικά αποκλειστικά για την εργατική τάξη. Οι προβλέψεις περιελάμβαναν – πλην του καινοφανούς κι ασύλληπτου για την ιστορία της πόλης διαχωρισμού των λειτουργιών και την κατασκευή εργατικών γκέτο – κτήρια και πλατείες μνημειακών διαστάσεων, ομοιομορφία στο αρχιτεκτονικό στυλ (ακόμη και στις αποχρώσεις των προσόψεων) και ευθύγραμμες και φαρδιές λεωφόρους που να τέμνουν την πόλη (απαραίτητες για τον αστυνομικό και στρατιωτικό έλεγχο, όπως είχε δείξει και η εμπειρία από την καταστολή της παρισινής κομμούνας το 1871), στοιχεία δηλαδή που αργότερα θα αποθεώνονταν από την φασιστική αρχιτεκτονική και πολεοδομία.

Στο εσωτερικό της εβραϊκής κοινότητας, οι συνέπειες ήταν εξίσου καταλυτικές. Η καταστροφή προκάλεσε την αποδιάρθρωση των ιστορικών κοινοτικών δομών και στον κενό χώρο που δημιουργήθηκε εξερράγη ο ταξικός ανταγωνισμός. Στο ένα άκρο, το μειοψηφικό ρεύμα των σιωνιστών άρχισε να προπαγανδίζει την “εθνική αποκατάσταση” των εβραίων στη χώρα της Παλαιστίνης, ενώ στο άλλο, οι πλειοψηφικοί κομμουνιστές εργάτες μεθόδευαν την ενότητα της τάξης και τη δική τους κρίσιμη συμβολή στους έντονους εργατικούς αγώνες των επόμενων δύο δεκαετιών. Στην πόλωση των ταξικών αντιθέσεων συνέβαλλαν εξίσου και τα μέτρα της ελληνικής κυβέρνησης.

Για να διατηρήσει τον έλεγχο πάνω στην οικοδόμηση της πόλης, η κυβέρνηση χορήγησε σε όσους κατοικούσαν στην κατεστραμμένη ζώνη πιστοποιητικά με βάση τα οποία θα μπορούσαν να διεκδικήσουν οικόπεδα στο μελλοντικό σχέδιο πόλης. Αναπόφευκτα, η μεγάλη πλειοψηφία των εργατών που είχε στερηθεί τα μέσα της επιβίωσης άρχισε να ξεπουλάει τα πιστοποιητικά, που συγκεντρώθηκαν στα χέρια λίγων μεγαλοαστών (κυρίως ελλήνων, αλλά και εβραίων), φτιάχνοντας έτσι μια νέα κάστα μεγαλο-ιδιοκτητών σε βάρος της μάζας των νέων άκληρων. Πάντως, από την καταστροφή του ’17, η ενότητα της εβραϊκής κοινότητας έπαψε να καθορίζεται εσωτερικά. Ήταν πλέον, σε μεγάλο βαθμό, οι επιθέσεις “από έξω” που την ενοποιούσαν, με τις ρατσιστικές κι εθνικιστικές επιθέσεις, τις πολιτικές γκετοποίησης που εφάρμοσε το ελληνικό κράτος και τη δράση των φασιστικών οργανώσεων.

 

 

Το πογκρόμ και ο εμπρησμός του Κάμπελ το 1931
Η ανάδυση του ελληνικού φασισμού

 

 

Η πυρκαγιά του 1917 – που σημάδεψε ανεξίτηλα την εβραϊκή κοινότητα και την Θεσσαλονίκη, αποτελώντας κατά μία έννοια την “γενέθλια πράξη” της σύγχρονης πόλης – κατέχει μια κεντρική θέση στην ιστορία των θεσσαλονικιών εβραίων. Αλλά ήταν μία άλλη πυρκαγιά, ένας εμπρησμός, αυτή που σφράγισε την μοίρα τους, φανερώνοντας με τον πιο άγριο τρόπο ότι το ελληνικό κατεστημένο τους είχε κατατάξει τελεσίδικα στην κατηγορία των “ανεπιθύμητων” και του εσωτερικού εχθρού: ο εμπρησμός της συνοικίας Κάμπελ από φασιστικές συμμορίες το 1931.

Την δεκαετία του 1920 σχεδόν σε όλη την ευρώπη τα αστικά καθεστώτα – βουτηγμένα σε βαθιά κρίση, κληρονομιά από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και αντιμέτωπα με επαναστατικά εργατικά κινήματα – αρχίζουν να “πειραματίζονται” με τον φασισμό σαν ριζική λύση των προβλημάτων τους στρώνοντας τον δρόμο για τον δεύτερο παγκόσμιο. Η ελληνική αστική τάξη και το κράτος της δεν αποτελούν την εξαίρεση· ο Μεταξάς και το φασιστικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου απέχουν ακόμη μερικά χρόνια, αλλά οι προϋποθέσεις έχουν ήδη αρχίζει να χτίζονται. Προπύργιο του ελληνικού φασισμού όλη αυτή την εποχή ήταν η Θεσσαλονίκη. Τοποθετημένη σε μια “ευαίσθητη εθνικά περιοχή”, έδρα μαχητικών επαναστατικών οργανώσεων κι ενός μαζικού και ισχυρού εργατικού κινήματος, πατρίδα μιας μεγάλης εβραϊκής κοινότητας, είχε όλες τις προϋποθέσεις για να κάνει εδώ την εμφάνισή της η φαιά πανούκλα.

Ο ελληνικός φασισμός συγκροτήθηκε σαν μια ειδική μορφή του ελληνικού εθνικισμού, αναμειγνύοντας μαζί τον αντισημιτισμό, τον αντικομμουνισμό και τον αντισλαβισμό και προβάλλοντάς τα όλα στο πρόσωπο των επαναστατών προλετάριων και των εβραίων (“ο μπολσεβικισμός είναι συνωμοσία των ντόπιων εβραίων για να παραδώσουν την μακεδονία στους σλάβους”, αυτή ήταν η φασιστική προπαγάνδα).

Μέχρι το 1928 θα εμφανιστούν στην πόλη περισσότερες από δέκα αντικομμουνιστικές κι αντισημιτικές συμμορίες, ανάμεσά τους οι “λεγεώνες εθνικής σωτηρίας”, η “αντικομμουνιστική ένωση η πατρίς”, η “εθνική παμφοιτητική ένωση”, ο “σύλλογος εθνικιστών φοιτητών”, η “εθνική ένωση ελλάς” (που έγινε γνωστή ως “η τρία έψιλον” ή “οι χαλυβδόκρανοι”)… Επίσης στη Θεσσαλονίκη εκδίδονται για πρώτη φορά στα ελληνικά τα κατασκευασμένα “πρωτόκολλα της σιών”, το “ευαγγέλιο” των απανταχού φασιστών αντισημιτών, ενώ η ρατσιστική προπαγάνδα από τις ντόπιες ελληνικές φυλλάδες, με πρώτη την εφημερίδα μακεδονία, οργιάζει. Η δράση των φασιστών του μεσοπολέμου ήταν η αναμενόμενη: τραμπούκικες επιθέσεις σε απεργιακές συγκεντρώσεις στο πλάι του στρατού και της αστυνομίας, μιλιταριστικές παρελάσεις τρομοκράτησης, εθνικιστική προπαγάνδα με χοντροκομμένες ηλιθιότητες, μαχαιρώματα ανυπεράσπιστων εβραίων…

Η ανάδυση του ελληνικού φασισμού ασφαλώς δεν ήταν μια διαδικασία μόνο “από τα κάτω”, όσο κι αν είχε ισχυρά κοινωνικά ερείσματα. Το επίσημο κράτος είχε υποθάλψει και επιδοτήσει τους φασίστες (αν δεν ήταν κανονικοί υπάλληλοι του) με κάθε διαθέσιμο μέσο. Οι αρχηγοί των συμμοριών ήταν “σημαίνοντα πρόσωπα” (τραπεζικοί υπάλληλοι, έμποροι, πρώην στρατιωτικοί…) που είχαν απευθείας επικοινωνία με τις αρχές και τις υπηρεσίες. Το κράτος τις χρηματοδοτούσε συστηματικά (και δημόσια), αναγνωρίζοντας επίσημα την “εθνικά ωφέλιμη” δράση τους. Συμμετείχαν σε επίσημες τελετές κι εκδηλώσεις. Και φυσικά, επίσημο κράτος και παρακράτος οργάνωναν και συντόνιζαν από κοινού τις κατασταλτικές επιχειρήσεις των δυνάμεων της τάξης, ιδίως σε περιπτώσεις εργατικών κινητοποιήσεων.

Εξάλλου, πέρα από τη δράση των φασιστών, ήταν οι ίδιοι οι κρατικοί μηχανισμοί που μεταλλάσσονταν σε κράτος έκτακτης ανάγκης και στρέφονταν στον μιλιταρισμό και τον ρατσισμό. Από τις ιδιωνυμικές διώξεις των κομμουνιστών εργατών μέχρι την πολιτική γκετοποίηση των εβραίων (από το 1928 ψήφιζαν σε ξεχωριστούς εκλογικούς καταλόγους με το επιχείρημα, διατυπωμένο από το βενιζελικό κόμμα, ότι “έως ότου οι εβραίοι αισθανθούν έλληνες, ο διαχωρισμός θα παραμείνει ώστε να προστατεύσει το κράτος τον εαυτό του από μια πιθανή κατάχρηση της ψήφου”), ο φασισμός αποκτούσε δομικό χαρακτήρα.

Στις 23 Ιούνη 1931 η εφημερίδα μακεδονία δημοσίευσε ένα εμπρηστικό άρθρο που κατηγορούσε τους αντιπρόσωπους του εβραϊκού αθλητικού και πολιτιστικού συλλόγου Μακαμπί ότι συμμετείχαν σε συνάντηση του βουλγαρικού κομιτάτου στην Σόφια, όπου συζητήθηκε η αυτονόμηση της μακεδονίας. Η κατηγορία ήταν αέρας κοπανιστός, αλλά η δημοσίευση ήταν μια καλά υπολογισμένη προβοκάτσια σε βάρος της εβραϊκής κοινότητας. Την σκυτάλη πήρε η εθνική παμφοιτητική ένωση που κυκλοφόρησε την ίδια μέρα εμπρηστική προκήρυξη όπου κατηγορούσε τους εβραίους ότι “ως κομμουνισταί συνεργάζονται μετά των κομιτατζήδων και σκάπτουν τον τάφο της Ελλάδος… προτρέπουν τους Έλληνας στρατιώτες να στρέψουν τα όπλα κατά των αξιωματικών τους… δυσφημούν παν το ελληνικόν… κηρυσσόμενοι υπέρ της αυτονομήσεως της Μακεδονίας”, καλούσε “σε άγριον μποϋκοτάρισμα εναντίον των Εβραίων” και έκλεινε “εμπρός Έλληνες, αρχίσατε με ενθουσιασμόν τον αγώνα και ετοιμασθήτε δια μεγαλυτέρους αγώνας”. Σ

την ρατσιστική εκστρατεία προσχώρησαν άμεσα οι υπόλοιπες φασιστικές συμμορίες, σύνδεσμοι απόστρατων, εν ενεργεία στρατιωτικοί, αλλά και εθνικιστικές οργανώσεις προσφύγων. Τις επόμενες μέρες ξεκίνησαν επεισόδια που σε ορισμένες περιπτώσεις εξελίχτηκαν σε κανονικές μάχες στα όρια των εβραϊκών συνοικισμών, όπου στήθηκαν οδοφράγματα για αυτοπροστασία. Τα γραφεία της Μακαμπί πυρπολήθηκαν, ενώ συναγωγές και καταστήματα πετροβολήθηκαν.

 Στις 28 Ιούνη αποσπάσματα φασιστών επιτέθηκαν στον συνοικισμό 151, αλλά οι ντόπιοι τους έδειραν. Το επόμενο βράδυ ένας όχλος περίπου 2.000 φασιστών υπό την καθοδήγηση των τριεψιλιτών επιτέθηκε στον συνοικισμό Κάμπελ όπου έμεναν 220 φτωχές εβραϊκές οικογένειες, εγκατεστημένες εκεί μετά την πυρκαγιά του ’17. Οι κάτοικοι φοβισμένοι είχαν κλειστεί στα σπίτια τους, αναγκάστηκαν όμως να τραπούν σε φυγή για να γλιτώσουν όταν οι φασίστες έβαλαν φωτιά στον οικισμό. Επιθέσεις έγιναν και σε άλλες δύο γειτονιές, αλλά εκεί οι κάτοικοι κατάφεραν να τις αποκρούσουν. Στις βιαιοπραγίες στο Κάμπελ πήρε μέρος μέχρι και το στρατιωτικό απόσπασμα που είχε σταλθεί δήθεν για να επιβάλλει την τάξη, ενώ πολλοί από τους τραυματίες φασίστες ήταν στρατιωτικοί. Τις επόμενες μέρες οι κάτοικοι τρομαγμένοι εγκατέλειψαν την ρημαγμένη συνοικία κι αναζήτησαν καταφύγιο σε κοινοτικά κτήρια του κέντρου, χωρίς ποτέ να επιστρέψουν στις εστίες τους.

Μετά το πογκρόμ έγινε ολότελα καθαρό στην εβραϊκή κοινότητα, ήδη βαριά χτυπημένη από τις διακρίσεις και την καταστροφή του ’17, ότι ήταν παγιδευμένη σε μια απελπιστική κι επικίνδυνη κατάσταση. Για ακόμη μία φορά η προσφυγιά έγινε η μόνη διέξοδος σωτηρίας κι ένα κύμα μετανάστευσης αποψίλωσε ακόμη περισσότερο την κοινότητα.

Το πογκρόμ κι ο εμπρησμός του Κάμπελ πήραν διεθνείς διαστάσεις, πράγμα εξαιρετικά ενοχλητικό για το διεθνές πρόσωπο του ελληνικού κράτους που έβλεπε την προπαγάνδα περί “εθνικής ομοιογένειας” να αμφισβητείται και το υποχρέωσε να ξεκινήσει “διερεύνηση” των γεγονότων. Στη συζήτηση που έγινε στη βουλή, οι φασίστες δεν βρήκαν και λίγους ένθερμους υποστηρικτές. Πολλοί βουλευτές διαμαρτυρήθηκαν ότι “άντρες γεμάτοι πατριωτισμό κι εθνικισμό δεν μπορεί να χαρακτηρίζονται συμμορίες κακοποιών” ενώ ο διοικητής της μακεδονίας δήλωσε ότι δεν μπορούσε να καταλάβει τι το επιλήψιμο είχε μία ομάδα (η τρία έψιλον) που είχε ιδρυθεί “για να εξάρει το εθνικό φρόνημα” και να υπερασπίσει την “καθεστηκυία κοινωνική τάξη”.

Σε έκθεση του υπουργείου εξωτερικών που ήταν υπεύθυνο για την εβραϊκή κοινότητα (το ελληνικό κράτος αντιμετώπιζε τους εβραίους ως ζήτημα “εξωτερικού” όπως επί πολλές δεκαετίες και τους μουσουλμάνους της θράκης…) οι ρίζες του φαινομένου που οδήγησαν στο πογκρόμ εντοπίστηκαν στις εβραϊκές “προκλήσεις” προς τους έλληνες για σειρά ετών. Στην δίκη που έγινε τον επόμενο χρόνο, όλοι οι κατηγορούμενοι αθωώθηκαν πανηγυρικά, ενώ επιτράπηκε η συνέχιση της λειτουργίας της τρία έψιλον. Η ίδια η τρία έψιλον δήλωνε δημόσια την ικανοποίησή της επειδή μετά το πογκρόμ αυξήθηκαν τα παραρτήματα και τα μέλη της και συνέχισε ενθαρρυμένη τη δράση της.

Τον Απρίλη του 1933 οι θεσσαλονικείς εβραίοι έκλεισαν τα μαγαζιά τους σε εκδήλωση διαμαρτυρίας για τα αντισημιτικά μέτρα της ναζιστικής γερμανίας και σε απάντηση η τρία έψιλον οργάνωσε φασιστική παρέλαση μέσα στην έρημη εμπορική συνοικία, χαιρετίζοντας τον χίτλερ και βάφοντας αγκυλωτούς στους τοίχους. Τον επόμενο μήνα οργάνωσε “την προς τας Αθήνας πορεία” (κακέκτυπο της φασιστικής πορείας του μουσολίνι προς τη Ρώμη) και 3.000 “χαλυβδόκρανοι” κατέβηκαν στην πρωτεύουσα. Παρά τις εκτεταμένες οδομαχίες με αντιφασίστες, χάρη στην προστασία της αστυνομίας, οι φασίστες παρέλασαν τελικά στο κέντρο της Αθήνας υπό την επίσημη παρουσία υπουργών, βουλευτών, αρχικαραβανάδων και με τις ευλογίες μητροπολιτών, ενώ το βράδυ διανυκτέρευσαν με τις φροντίδες του δήμου…

 

 

Η γενοκτονία

 

 

Από τον Απρίλη του 1941 μέχρι τον Οκτώβρη του 1944 το ελληνικό κράτος τέθηκε υπό τριπλή κατοχή, από το γερμανικό, ιταλικό και βουλγαρικό κράτος ως συνέπεια της στρατηγικής επιλογής του να ενταχθεί στο στρατόπεδο των συμμάχων αντιπάλων του άξονα. Ενώ η καθεστωτική ιστοριογραφία και οι κυρίαρχες δοξασίες γύρω από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο παρουσιάζουν την κατοχή ως ένα μονοκόμματο εθνικό έπος “αντίστασης στον κατακτητή” με την εξαίρεση των “προδοτών του έθνους δοσίλογων”, η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Όπως κάθε πόλεμος, ο δεύτερος παγκόσμιος ήταν εξ αντικειμένου μια συντονισμένη επιχείρηση εναντίον των πληβείων, άσχετα με το στρατόπεδο που άνηκε το κράτος τους, και στο πεδίο αυτό υπήρχε άφθονος χώρος για συνεργασία ανάμεσα σε “κατακτητές” και “κατακτημένους”.

Για το ελληνικό κράτος, το κόστος της κατοχής ήταν το απαραίτητο αντίτιμο που έπρεπε να πληρώσει προκειμένου μεταπολεμικά τα συμφέροντα της ελληνικής αστικής τάξης να συμπεριληφθούν σε αυτά των νικητών. Όπως είχε αποδειχτεί και άλλες φορές στο παρελθόν, το ελληνικό κράτος διέθετε τον απαραίτητο κυνισμό προκειμένου να μετατρέπει τις ήττες και τις “τραγωδίες” του σε πλεονέκτημα και να αποκομίζει κέρδη ακόμη κι εκεί που οι συνθήκες το εμφάνιζαν σχεδόν παντελώς χαμένο.

Το ίδιο συνέβη και κατά τη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου· η κατοχή δεν σήμαινε ακύρωση των εθνικών σχεδίων του ελληνικού κράτους, ούτε υπέστειλε τις φιλοδοξίες του μέσα κι έξω από τα σύνορα. Έτσι ο ελληνοϊταλικός πόλεμος του ’40-’41 εξελίχτηκε σε κατοχή της (διεκδικούμενης από παλιά) νότιας αλβανίας από τον ελληνικό στρατό μέχρι την εισβολή της βέρμαχτ, ενώ μεταπολεμικά το ελληνικό κράτος ήταν από τα ελάχιστα ευρωπαϊκά που αποκόμισε εδαφικά οφέλη, με την προσάρτηση των Δωδεκανήσων από την ιταλία. Αλλά ήταν στο εσωτερικό που το ελληνικό κατεστημένο βρήκε την ευκαιρία να κλείσει οριστικά παλιούς λογαριασμούς του· η κατοχή αποδείχτηκε σε ορισμένες περιστάσεις εξαιρετικά γενναιόδωρη στους ντόπιους αφέντες.

Στην λογιστική της διεστραμμένης “αλληλεγγύης” που καταλήγει στο συμπέρασμα ότι “οι έλληνες έσωσαν 8.226 εβραίους από ένα σύνολο 77.377” άρα έχουν μόνιμη θέση στο πάνθεον της ηθικής (κι έτσι δικαιολογείται ο αντισημιτισμός τους), ανταπαντάει η ίδια μακάβρια αριθμητική του ξεριζωμού και των θανάτων. Αναλογικά, σε σύγκριση με τα υπόλοιπα κράτη που βρέθηκαν υπό γερμανική κατοχή, η γενοκτονία των εβραίων της ελλάδας (με ένα ποσοστό που υπερβαίνει το 70%) είναι μεταξύ των πρώτων σε έκταση. Μόνο η πολωνία είναι πιο πάνω στην κλίμακα (που είχε μετατραπεί σ’ ένα απέραντο σφαγείο χωρίς εξαιρέσεις και διακρίσεις) και τα βαλτικά κράτη λεττονία και λιθουανία, όπου ο ρατσισμός εναντίον των εβραίων ήταν βαθιά ριζωμένος στις τοπικές κοινωνίες. Το ερώτημα προκύπτει αναπόφευκτα και δεν είναι το “πώς κατάφεραν οι έλληνες να σώσουν (μόνο) τόσους εβραίους” αλλά το πώς η συντριπτική πλειοψηφία των εβραίων κατέληξε στα χέρια των ναζί και τα κρεματόρια, τι έκανε η ντόπια ελληνική πλειοψηφία πριν φτάσει αυτή η στιγμή και πώς την εκμεταλλεύτηκε στη συνέχεια.

Η εφαρμογή της ναζιστικής τελικής λύσης στην ελλάδα δεν ήταν το αποτέλεσμα κάποιας “ειδικής” μεταχείρισης (όσο κι αν ο χίμλερ προειδοποιούσε τον χίτλερ από το 1941 ότι η εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης αποτελεί “απειλή για την γερμανία”). Ήταν η σιωπηρή συνεργασία – όχι η ανοχή, ούτε η αδιαφορία, αλλά ο κυνικός υπολογισμός της ενδεχόμενης “ωφέλειας” και οι εσκεμμένες ενέργειες – που επέτρεψε στους ναζί να φέρουν σε πέρας την κτηνωδία με τέτοια “αποτελεσματικότητα”. Και, παραδόξως για τις ελληνικές φαντασιώσεις περί αλληλεγγύης, όπου στην επικράτεια οι εβραϊκές κοινότητες ήταν μικρές και σε μεγάλο βαθμό ενσωματωμένες – άρα ανεκτές από τον κυρίαρχο εθνικό σχηματισμό – εκεί ήταν που αποτράπηκε έστω σε ένα βαθμό η ολοκληρωτική εξόντωση των εβραίων (κι όχι μόνο χάρη στην αλληλεγγύη του κομμουνιστικού αντάρτικου· κάποια συμβολή είχε και η ιταλική διοίκηση που είχε υπό τον έλεγχό της μεγάλο μέρος της χώρας και για τους δικούς της λόγους δεν συναινούσε στην εφαρμογή της τελικής λύσης). Αντίθετα στη Θεσσαλονίκη, εκεί που υπήρχε η μεγαλύτερη κοινότητα και το πιο χοντρό καρφί στο μάτι του ελληνικού εθνικισμού, οι εβραίοι πλήρωσαν το βαρύτερο τίμημα σε αίμα.

Τον Μάρτη του 1943 οι πενήντα-πέντε χιλιάδες εβραίοι της πόλης κλείστηκαν σε γκέτο· από το γκέτο-φυλακή που βρισκόταν δίπλα στον σιδηροδρομικό σταθμό τα τρένα άρχισαν να τους μεταφέρουν· μέσα σε λίγες ώρες από την άφιξή τους στο Άουσβιτς οι περισσότεροι είχαν θανατωθεί στους θαλάμους αερίων· μόλις πέντε χιλιάδες πρόλαβαν ζωντανοί το τέλος του πολέμου.

Οι προγραφές των θεσσαλονικιών εβραίων ξεκίνησαν τον Ιούλη του 1942. Στις αρχές του μήνα ο διοικητής του γερμανικού στρατού στη Θεσσαλονίκη έδωσε εντολή να παρουσιαστούν όλοι οι άντρες εβραίοι ηλικίας 18 ως 45 ετών προκειμένου να απογραφούν. Στην ανακοίνωση δεν αποκαλύπτονταν ο λόγος της απογραφής αλλά έγινε γνωστό ότι οι άντρες θα χρησιμοποιούνταν σε καταναγκαστικά έργα. Το Σάββατο 11 Ιούλη εννέα χιλιάδες εβραίοι είχαν στηθεί στην πλατεία Ελευθερίας, υπό στρατιωτική επίβλεψη, περιμένοντας να δηλώσουν τα ονόματά τους.

Η διαδικασία κράτησε ώρες, αποτέλεσε “θέαμα” για ένα μεγάλο πλήθος που μαζεύτηκε για να “χαζέψει” κι εξελίχτηκε σε μια αποτρόπαια τελετή συλλογικού εξευτελισμού και προσβολών. Αλλά αυτή η πρώτη ενέργεια που προμήνυε ξεκάθαρα όσα θα ακολουθούσαν, δεν ήταν αποκλειστικό αποτέλεσμα της ναζιστικής πολιτικής. Τις προηγούμενες μέρες ο κατοχικές αρχές είχαν αρχίσει να στρατολογούν εργάτες σε καταναγκαστικά έργα, πράγμα που είχε προκαλέσει μεγάλη ένταση στην πόλη. Προκειμένου να κατασιγαστούν οι αντιδράσεις ο έλληνας διοικητής της μακεδονίας εισηγήθηκε στην γερμανική διοίκηση να στρατολογηθούν εβραίοι, που μέχρι τότε, σύμφωνα με την εισήγηση, απολάμβαναν “προνόμια” σε σχέση με την υποχρεωτική εργασία. Στη βάση αυτή, τα γεγονότα της 11ης Ιούλη δείχνουν το πώς μεθοδεύτηκε στην Θεσσαλονίκη η τελική λύση: όχι μόνο με εντολές από το Βερολίνο, αλλά και σαν μια συνισταμένη των ναζιστικών σχεδίων και των εγχώριων βλέψεων.

Ύστερα από τέσσερις μήνες η εβραϊκή κοινότητα κατάφερε να πετύχει την απόλυση των αντρών από τα καταναγκαστικά έργα πληρώνοντας ένα υπέρογκο ποσό στις γερμανικές αρχές (που κατατέθηκε σε ελληνικές τράπεζες κι έμεινε στα χέρια των ελλήνων τραπεζιτών μετά το τέλος του πολέμου). Στις διαπραγματεύσεις οι έλληνες συνεργάτες των γερμανών επέμεναν να περιληφθεί στα ανταλλάγματα και η παραχώρηση στο δήμο του εβραϊκού νεκροταφείου, που κάλυπτε έκταση 350 στρεμμάτων και φιλοξενούσε εκατοντάδες χιλιάδες τάφους.

Στα μέσα Οκτώβρη οι ελληνικές αρχές ειδοποίησαν την εβραϊκή κοινότητα να σταματήσει κάθε χρήση του νεκροταφείου και να χτίσει δύο νέα στις παρυφές της πόλης· κάθε καθυστέρηση θα σήμαινε άμεση κατεδάφιση. Όταν ζητήθηκε μια παράταση μέχρι να τελειώσει ο χειμώνας, η απάντηση του δήμου ήταν να στείλει άμεσα 500 εργάτες που άρχισαν να καταστρέφουν τους τάφους, σκορπώντας λείψανα και στοιβάζοντας τις ταφόπλακες. Οι γερμανοί επωφελήθηκαν άμεσα κατάσχοντας ένα μέρος από τις πλάκες για στρώσιμο δρόμων (και την κατασκευή μιας πισίνας). Αλλά οι έλληνες, υπηρεσίες κι ιδιώτες, πλιατσικολόγησαν τα περισσότερα.

Μέσα σε διάστημα λίγων εβδομάδων το νεκροταφείο είχε αφανιστεί, ενώ αυλές και μάντρες είχαν γεμίσει από ταφόπλακες για μελλοντικές οικοδομικές χρήσεις. Το έργο συνέχισαν οι τυμβωρύχοι που έσκαβαν τους τάφους αναζητώντας κοσμήματα και τιμαλφή (τα τρωκτικά συνέχισαν το άθλημα για χρόνια ακόμη). Στην καταστροφή αυτή, οι κατοχικές αρχές έδωσαν το πράσινο φως, αλλά ούτε η πρωτοβουλία, ούτε η εφαρμογή ήταν δικιά τους. Μετά τον πόλεμο οι ελληνικές αρχές φρόντισαν να “ξεπλύνουν” την ξεφτίλα, κηρύσσοντας νόμιμη την απαλλοτρίωση κι ολοκλήρωσαν τον αφανισμό του νεκροταφείου θεμελιώνοντας στον ίδιο χώρο το αριστοτέλειο πανεπιστήμιο….

Τον επόμενο χρόνο η οργανωμένη εξόντωση των εβραίων της πόλης έφτασε στο οριστικό στάδιο και την τελική λύση. Τον Φλεβάρη δόθηκε εντολή να φορέσουν το κίτρινο αστέρι, να σημαδέψουν τα σπίτια και τα μαγαζιά τους και να μετακινηθούν όλοι σε δύο γκέτο. Δίπλα στον σταθμό των τρένων ο συνοικισμός Βαρόνου Χιρς μετατράπηκε σε στρατόπεδο-φυλακή και γύρω του υψώθηκαν ξύλινοι φράχτες και συρματοπλέγματα. Από τις τρεις εισόδους, η μία οδηγούσε κατευθείαν στον σταθμό. Αντίστοιχες διαδικασίες, όχι ταυτόχρονα αλλά την ίδια περίοδο, είχαν ξεκινήσει και στις υπόλοιπες πόλεις όπου υπήρχαν κοινότητες εβραίων. Όμως οι αντιδράσεις και οι κινήσεις αλληλεγγύης, σε συνδυασμό με το μικρό μέγεθος των κοινοτήτων, περιόρισαν κάπως την πλήρη εφαρμογή των μέτρων.

Στην Αθήνα σχεδόν οι μισοί διέφυγαν τον κίνδυνο, ενώ στην Ζάκυνθο δόθηκε καταφύγιο σε ολόκληρη την κοινότητα του νησιού που αριθμούσε όμως μόλις 270 ανθρώπους. Αντίθετα στη Θεσσαλονίκη, οι συνεχείς εκκλήσεις της κοινότητας προς τους φορείς, τις οργανώσεις και τους συλλόγους της πόλης απαντήθηκαν με μια επαίσχυντη αδιαφορία. Μόνο ο σύλλογος παλαιμάχων κινητοποιήθηκε οργανωμένα και τα μέλη του απειλήθηκαν με εκτελέσεις αν προχωρούσαν στις διαδηλώσεις που σχεδίαζαν.

Σ’ αυτήν την εγκληματική απάθεια, η κατοχική φιλολογία του ελληνικού κατεστημένου αντιτάσσει την αδυναμία αντιδράσεων ενάντια στις πανίσχυρες κατοχικές δυνάμεις. Αλλά αυτό είναι ένα κατάφωρο ψέμα. Ακριβώς εκείνη η εποχή είναι που ξεσπούν στις πόλεις μαζικές κινητοποιήσεις, διαδηλώσεις, απεργίες και κάθε μορφή πολιτικής ανυπακοής, ενώ στην ύπαιθρο το ένοπλο αντάρτικο δημιουργεί την “ελεύθερη ελλάδα”. Υπήρξαν πραγματικές εξεγέρσεις με συμμετοχή χιλιάδων, καταλήψεις, καταστροφές δημοσίων κτηρίων και σκληρές συγκρούσεις με τις δυνάμεις της τάξης και τον κατοχικό στρατό.

Επιπρόσθετα, στην Θεσσαλονίκη οργανώνονται μεγάλες κινητοποιήσεις ενάντια στην επέκταση της βουλγαρικής ζώνης κατοχής που θα έθετε σε κίνδυνο τις ελληνικές κατακτήσεις των προηγούμενων πολέμων. Η υπεράσπιση των κεκτημένων του ελληνικού ιμπεριαλισμού ήταν λόγος να “αψηφήσουν” οι έλληνες τις κατοχικές δυνάμεις. Αντίθετα, καμία κινητοποίηση δεν οργανώθηκε ενάντια στις εκτοπίσεις των εβραίων και πουθενά το αίτημα αυτό δεν ενσωματώθηκε στους στόχους των διαδηλωτών, απεργών κι εξεγερμένων. Η εξόντωση των θεσσαλονικιών εβραίων ήταν ίσως η μόνη σημαντική απόφαση των κατοχικών δυνάμεων που συνάντησε τόση σιωπή, παθητικότητα και αδιαφορία σε όλη την κατεχόμενη ελλάδα. Η βαθιά εχθρότητα ενάντια στους θεσσαλονικιούς εβραίους κι ο ρατσισμός επέβαλλαν τις δικές τους κυνικές σκοπιμότητες: η τελική λύση των ναζί ήταν εξίσου λύση και για το ελληνικό κατεστημένο.

Με το που εκτοπίστηκαν οι εβραίοι, ο όχλος ξέσπασε σε επιδρομές στ’ άδεια σπίτια και καταστήματα λεηλατώντας και ψάχνοντας για κρυμμένα τιμαλφή. Μέσα σε λίγες ώρες οι καταστροφές ήταν απερίγραπτες εξαιτίας του μανιασμένου πλήθους που ξήλωνε πλακάκια, γκρέμιζε τοίχους και διέλυε έπιπλα για να βρει τον “κρυμμένο θησαυρό”. Ταυτόχρονα άρχισαν οι καταλήψεις των εγκαταλειμμένων κτηρίων και σχεδόν 11.000 κατοικίες πέρασαν στα χέρια άλλων.

Οι κατοχικές αρχές από την μεριά τους, έχοντας την εμπειρία από άλλες χώρες, ήξεραν ότι αυτό το αχαλίνωτο πλιάτσικο ήταν αναποτελεσματικό, επειδή δεν άφηνε να οργανωθεί “σωστά” η διανομή στους “κατάλληλους” ανθρώπους κι επικίνδυνη, επειδή κατέλυε την δημόσια τάξη. Έτσι έδωσαν εντολή στην ελληνική διοίκηση μακεδονίας να συστήσει άμεσα ένα τμήμα που θα διαχειριζόταν τις εβραϊκές περιουσίες για λογαριασμό του ελληνικού κράτους. Η υπηρεσία διαχειρίσεως ισραηλιτικών περιουσιών έγινε ο επίσημος φορέας της τερατώδους αναδιανομής και το εργαλείο με το οποίο το ελληνικό κράτος, η αστική τάξη και οι λακέδες τους έγιναν συνεργοί στην γενοκτονία των θεσσαλονικιών εβραίων, ολοκληρώνοντας το έγκλημα.

Η υδιπ οργάνωσε το έργο της με μια αφάνταστη επιμέλεια και τυπικότητα. Όση κινητή περιουσία περισώθηκε μπήκε σε αποθήκες και καταγράφηκε λεπτομερώς. Συστήθηκαν δύο σώματα, απογραφέων και μεσεγγυούχων, όπου οι πρώτοι θα έφτιαχναν αναλυτικούς καταλόγους των υπαρχόντων σε κάθε κατάστημα, γραφείο κι εργοστάσιο, ενώ οι άλλοι θα “φρόντιζαν” τις περιουσίες των “αποδημούντων” (έτσι αναφέρονταν οι εβραίοι στα επίσημα κατάστιχα της υπηρεσίας). Αυτή η άθλια γραφειοκρατία που στήθηκε πάνω στους νεκρούς και η προσήλωση σε κάποιο δήθεν γράμμα των κανονισμών ήταν ένα θέατρο. Για το ελληνικό κράτος η επίφαση “κανονικότητας”, λες και οι αφανισμένοι είχαν χαθεί από “φυσικά αίτια”, ήταν ένα μέτρο κουκουλώματος της αθλιότητας.

Στην πραγματικότητα το όργιο απληστίας συνεχίστηκε ανεξέλεγκτα. Οι “απογραφείς” και οι “μεσεγγυούχοι” είχαν στήσει μηχανή υπεξαιρέσεων των πιο πολύτιμων υπαρχόντων. Έξω από την υδιπ υπήρχαν ουρές υποψηφίων για τα δύο σώματα κι ο κόσμος έβαζε λυτούς και δεμένους για να μην χάσει τέτοιο “κελεπούρι”. Ο εκνευρισμός ήταν μεγάλος όταν ο διορισμός αφορούσε κάποιο ταπεινό κατάστημα κι όχι επιχειρήσεις με περιουσία. Συμμορίες έσπαγαν καταστήματα και έβγαζαν στη μαύρη αγορά ότι έβρισκαν. Μέχρι και τα χαλάσματα των γκέτο πουλήθηκαν σε εργολάβους ως οικοδομικά υλικά. Φυσικά οι εκλεκτοί των ελληνικών αρχών κι οι συνεργάτες των κατοχικών δυνάμεων ήταν αυτοί που ευνοήθηκαν περισσότερο· η γενοκτονία αντάμειψε απλόχερα τους δωσίλογους, τους μαυραγορίτες, τους χαφιέδες και τους φασίστες.

Με την λήξη του πολέμου η νέα κυβέρνηση του ελληνικού κράτους αποκήρυξε όλα τα μέτρα των κατοχικών αρχών και κατά συνέπεια οι περιουσίες των εβραίων έπρεπε υποθετικά να επιστρέψουν στους νόμιμους κατόχους και τους κληρονόμους τους. Αλλά αυτά ήταν λόγια του αέρα, αφού ερχόταν σε σύγκρουση με τα συμφέροντα των ευεργετημένων από την λεηλασία κι όσους τους κάλυπταν.

Μόνο τους λίγους μήνες που η Θεσσαλονίκη ήταν υπό τον έλεγχο του EAM έγιναν κάποιες πραγματικές προσπάθειες να εκδιωχθούν οι καταπατητές αλλά κι αυτές ήταν ελάχιστες. Οι “μεσεγγυούχοι”, φοβούμενοι ότι θα κατηγορηθούν για συνεργάτες, είχαν ήδη αρχίσει να πουλάνε σε τρίτους τις περιουσίες, αλλά οι φόβοι τους αποδείχτηκαν αβάσιμοι· το ελληνικό κράτος δεν είχε καμία απολύτως πρόθεση να αντιστρέψει την κατάσταση. Από την μία, ο “δωσιλογισμός” και η συνεργασία με τις κατοχικές δυνάμεις είχαν τέτοια έκταση που η αποκάλυψή της μόνο θα αποτελούσε παγκόσμιο σκάνδαλο για το ελληνικό κατεστημένο.

Πράγματι, το ελληνικό κράτος ήταν από τα πρώτα στην ευρώπη που σταμάτησε τις διώξεις των συνεργατών κι έδωσε αμνηστία. Από την άλλη, το ξεκλήρισμα των εβραίων ήταν αντικειμενικά σύμφωνο με τις ελληνικές εθνικιστικές επιδιώξεις για “ομογενοποίηση” του πληθυσμού κι απόλυτα συμβατό με τα συμφέροντα των ελλήνων αφεντικών που ήθελαν να “ξεμπλέξουν” με τους εβραίους ανταγωνιστές τους.

Το πρόβλημα για το ελληνικό κράτος δεν ήταν πώς θα “επιστρέψει” τις περιουσίες και θα “τιμωρήσει” τους καταπατητές, αλλά πώς θα νομιμοποιήσει το έγκλημα και θα επικυρώσει το νέο status quo. Όπως και έγινε: οι λίγες διεκδικήσεις χάθηκαν σ’ ένα δικαστικό λαβύρινθο, δικαστές άρχισαν να αποφαίνονται ότι οι εβραίοι “εγκατέλειψαν” τις περιουσίες τους άρα δεν έχουν δικαιώματα, οι μεσεγγυούχοι σύστησαν επίσημο σύλλογο για την υπεράσπιση των συμφερόντων τους, ενώ το ’47 οι εφημερίδες ξεκίνησαν μεγάλης κλίμακας εκστρατεία ενάντια στις “υπερβολικές απαιτήσεις” των επιζησάντων. Η υπόθεση έκλεισε…

Εντωμεταξύ, ο σφαγέας των θεσσαλονικιών εβραίων, ο στρατιωτικός διοικητής της Θεσσαλονίκης Mαξ Mέρτεν συνέχισε ανενόχλητος να επισκέπτεται την ελλάδα μετά την λήξη του πολέμου. Το 1957 όμως, όταν εμφανίστηκε δημόσια ως μάρτυρας υπεράσπισης του μεταφραστή του στην κατοχή, ένας τυπικός εισαγγελέας διέταξε την σύλληψή του και στην δίκη που ακολούθησε καταδικάστηκε σε 25 χρόνια κάθειρξης. Στην φυλακή έμεινε τελικά εφτά μήνες, μέχρι την έκδοση διατάγματος από το ελληνικό κράτος ότι αναστέλλεται κάθε δίωξη γερμανού υπηκόου για εγκλήματα πολέμου και η εκτέλεση κάθε ποινής που είχε ήδη επιβληθεί· κι έτσι ο Mέρτεν επέστρεψε στην δυτική γερμανία όπου μάλιστα αποζημιώθηκε για την “ταλαιπωρία” του.

Υποτίθεται ότι ήταν οι “πιέσεις” της γερμανίας που επέβαλλαν την αποφυλάκιση του σφαγέα, αλλά στην πραγματικότητα ήταν ένα στοιχειώδες μέτρο αυτοπροστασίας του ελληνικού κράτους. Ο Mέρτεν είχε πολλά να πει για σημαίνοντα στελέχη του ελληνικού κατεστημένου και πώς ωφελήθηκαν από την εξόντωση των εβραίων. Οι σκελετοί έπρεπε να παραμείνουν θαμμένοι στην ντουλάπα… Αλλά αυτό δεν εμπόδισε την κοινή γνώμη να “απολαύσει” το δήθεν παρασκήνιο της υπόθεσης Mέρτεν: οι ιστορίες για τον “αμύθητο θησαυρό” των εβραίων που θάφτηκε κάπου στη Mακεδονία ή ποντίστηκε στ΄ ανοιχτά της Mεσσηνίας και για ναζί που επέστρεφαν προς αναζήτησή του, έδιναν κι έπαιρναν (μέχρι τις μέρες μας, σποραδικά). Η πείνα του ελληνικού “κοινού” ήταν ακόμη ακόρεστη…

 

 

 

ΣHMEIΩΣEIΣ

 

 

1. Χαρακτηριστική διακήρυξη (του τότε δημάρχου Πειραιά) σε ένα από τα πολλά συλλαλητήρια που έγιναν το 1992 εναντίον του κράτους της μακεδονίας:

«…καλούμε τους εταίρους οι οποίοι γνωρίζουν τέλεια ότι η Μακεδονία είναι Ελλάδα, να θυμηθούν ότι χάρη στους αρχαίους Έλληνες στο Μαραθώνα και στη Σαλαμίνα η Ευρώπη γλίτωσε τον εξασιατισμό, χάρη στους μεσαιωνικούς Έλληνες η Ευρώπη απέφυγε την επιστροφή της στο βαρβαρισμό, χάρη στους νέους Έλληνες, όταν οι Τούρκοι έφθασαν προ των πυλών της Βιέννης, η Ευρώπη πρόλαβε τον εκτουρκισμό και τέλος χάρη στους σύγχρονους Έλληνες η Ευρώπη το 1940 αναθάρρησε για την επανάκτηση της ειρήνης, της ελευθερίας και της δημοκρατίας…»
Άφησε απ’ έξω τον εκχιονισμό, αλλά αυτός είναι ένας τομέας που οι έλληνες ούτως ή άλλως δεν διαπρέπουν.

2- Όταν εγκαθιδρύθηκε το ελληνικό κράτος στην περιορισμένη γεωγραφικά Πελοπόννησο οι πλέον ακμάζουσες ελληνικές κοινότητες (για την ακρίβεια, οι πιο δυναμικές ομάδες της ελληνικής αστικής τάξης) βρέθηκαν εκτός των συνόρων του. Οι ομάδες αυτές δεν δρούσαν πλέον ως αστικές τάξεις των χωρών τους, αλλά ως επί τόπου εκπρόσωποι του ελληνικού καπιταλισμού και “μακρινά εξαρτήματα” του ελληνικού ιμπεριαλισμού. Ταυτόχρονα, οι έμποροι και οι εφοπλιστές, ο σκληρός πυρήνας της ελληνικής αστικής τάξης, είχαν εξαπλωθεί σε τέτοιο βαθμό κι είχαν αναπτύξει τέτοιες σχέσεις με όλες τις “μεγάλες δυνάμεις” της εποχής, ώστε να μην είναι υπερβολικό ένα συμπέρασμα ότι η ελλάδα πριν ακόμη γίνει κράτος, υπήρξε ως μια εμπορική αυτοκρατορία. 
Kατά συνέπεια το ισχνό και άπειρο ελληνικό κράτος λογικά φάνταζε και ήταν εξαιρετικά περιοριστικό για τις δουλειές των ελλήνων μεγαλοαστών.

Όσον αφορά την πολιτική δύναμη, στο εσωτερικό της οθωμανικής αυτοκρατορίας και της διοικητικής της κλίμακας, οι έλληνες είχαν καταλάβει θέσεις κλειδιά μέχρι τις ανώτερες βαθμίδες, ενώ ολόκληρες περιοχές (όπως οι παραδουνάβιες ηγεμονίες) ήταν κάτω από τον δικό τους έλεγχο. Η παραίτηση από μια τέτοια ισχύ, με αντάλλαγμα την επικυριαρχία σε μια περιοχή άξια το πολύ για βοσκοτόπια, ήταν η τελευταία επιλογή στα σχέδια των ελλήνων αστών. Τέλος, οι έλληνες είχαν την οξύνοια να αντιληφθούν έγκαιρα ότι το πλανητικό οικόπεδο που τους έλαχε είχε αυξημένη βαρύτητα για τον παγκόσμιο έλεγχο (το αγγλικό, ρώσικο, γαλλικό και γερμανικό κράτος ήταν σε διαρκή ανταγωνισμό για το έλεγχο των Στενών και την δυνατότητα καθόδου στην ανατολική Μεσόγειο και ταυτόχρονα τα Βαλκάνια ήταν το σημείο κλειδί στον ευρωπαϊκό δρόμο για το Λεβάντε, την κεντρική Ασία και την ινδία). Το ελληνικό κράτος αφενός φρόντισε να εκμεταλλευτεί κατάλληλα τους διεθνείς ανταγωνισμούς προς δικό του όφελος κι αφετέρου επιδίωκε σταθερά την εξάπλωση για να επεκτείνει τον έλεγχο του στην πολύτιμη βαλκανική χερσόνησο και να μεγιστοποιήσει την γεωστρατηγική πρόσοδο που απολάμβανε.

Με εξαίρεση την πολιτική ισχύ στο εσωτερικό της νεκρής οθωμανικής αυτοκρατορίας (που όμως εξελίχτηκε σε αυξημένη βαρύτητα στο εσωτερικό διεθνών συμμαχιών, όπως η εε και το νατο) και τις ελληνικές παροικίες στο εξωτερικό που σταδιακά η δύναμή τους μεταφέρθηκε κι ενσωματώθηκε στο ελληνικό κράτος, τα άλλα δύο αποτελούν ως σήμερα δομικά χαρακτηριστικά του ελληνικού καπιταλισμού.

3- Το 1878 ιδρύθηκε το αυτόνομο «πριγκιπάτο της βουλγαρίας», πρόπλασμα του βουλγαρικού κράτους, που ήταν τυπικά οθωμανικό έδαφος, αλλά ουσιαστικά ανεξάρτητο. Η σερβία ήταν επίσης αυτόνομη στο εσωτερικό της οθωμανικής αυτοκρατορίας από το 1814 κι από το 1878 ανεξάρτητη.

4-  Mεγάλη ώθηση των βουλγαρικών εθνικών σχεδίων έδωσε και το κίνημα του πανσλαβισμού που είχε σαν στόχο την ένωση όλων των σλάβων της οθωμανικής αυτοκρατορίας σε ένα ενιαίο κράτος. Το κίνημα αυτό (που απολάμβανε της στήριξης ακόμη και αναρχικών – ο Μπακούνιν ήταν από τους επιφανέστερους πανσλαβιστές) ήταν πριμοδοτούμενο και σε μεγάλο βαθμό ελεγχόμενο από το ρώσικο κράτος και λειτουργούσε ως εργαλείο εξυπηρέτησης της ρώσικης εξωτερικής πολιτικής. Η ρωσία επιδίωκε πάση θυσία (κι ακόμη επιδιώκει) να αποκτήσει πρόσβαση στη Μεσόγειο κι ει δυνατόν έλεγχο των Στενών και το σχέδιο της ήταν να φτιαχτεί ένα ισχυρό συμμαχικό κράτος στα βαλκάνια που θα την βοηθούσε στην υλοποίηση αυτού του στόχου. Η ρωσική προσοχή δεν ήταν εξ αρχής στραμμένη στην βουλγαρία· στράφηκε εκεί όταν έγινε φανερό ότι το ελληνικό κράτος διάλεξε οριστικά την στρατηγική συμμαχία με την αγγλία, διαψεύδοντας τις ρώσικες προσδοκίες.

5- Το 1860 πολλοί χωρικοί της Χαλκιδικής απειλούσαν να ασπαστούν τον καθολικισμό προκειμένου να γλιτώσουν την βαριά φορολογία που επέβαλλε ο τοπικός επίσκοπος και γάλλοι ιερείς τους υποσχέθηκαν ότι αν το κάνουν θα έχουν επίσκοπο της αρεσκείας τους και δεν θα πληρώνουν “ούτε ένα πιάστρο”. Λίγο καιρό αργότερα το ίδιο έκαναν και διάφορες κοινότητες στο Κιλκίς.

Πολλοί χωρικοί στην αλβανία άλλαζαν δόγμα και μιλιέτ περιοδικά, ανάλογα με τις ανάγκες. Στους φοροεισπράκτορες δήλωναν μουσουλμάνοι για να μην πληρώνουν και να ‘χουν το ελεύθερο να οπλοφορούν. Στους στρατολόγους δήλωναν χριστιανοί για ν’ αποφύγουν τη θητεία. Στο τέλος πολλοί έφτασαν να δηλώνουν απλά “μουσουλμάνοι της Παναγίας”.

Αντίστοιχα, πολλοί χριστιανοί κι εβραίοι προτιμούσαν να γίνουν μουσουλμάνοι για να απολαμβάνουν τα επιπλέον προνόμια κι αντίθετα με όσα λένε οι μύθοι περί βίαιων προσηλυτισμών, οι μουσουλμάνοι κατά τον 19ο αιώνα έφτασαν να ελέγχουν δικαστικά τους νεοφώτιστους για να διαπιστώσουν την αυθεντικότητα της αλλαγής πίστης και ν’ απορρίψουν όσους το έκαναν συμφεροντολογικά.

Τα προξενεία από τη μεριά τους, εκμεταλλευόμενα το καθεστώς διευκολύνσεων που παρείχε η οθωμανική διοίκηση, μοίραζαν αφειδώς διαβατήρια και υπηκοότητες κι έπαιρναν ολόκληρες κοινότητες υπό την προστασία τους (σύμφωνα με τις συμφωνίες οι κοινότητες αυτές έφευγαν εντελώς από τον έλεγχο της Υψηλής Πύλης) με στόχο να αυξήσουν την επιρροή των κρατών τους. Στη Σαλονίκη υπήρχαν ολόκληρες παροικίες “άγγλων”, “ρώσων”, “γάλλων”, “βενετσιάνων”… που έχαιραν ασυλίας. “Μ’ ένα εκατομμύριο λίρες μπορώ να μετατρέψω τους μακεδόνες σε γάλλους” είχε πει ο γάλλος πρόξενος σ’ ένα δημοσιογράφο για να σχολιάσει την ευκολία και τους λόγους που οι περισσότεροι ασπάζονταν την μία ή την άλλη “εθνικότητα”.

Πάντως θα κάναμε μεγάλο λάθος αν θεωρούσαμε αυτές τις μετατοπίσεις από τη μια ταυτότητα στην άλλη ως ενδείξεις “εθνικοποίησης”. Οι λόγοι ήταν σαφέστατα κοινωνικοί, πολιτικοί κι οικονομικοί· οι κατά συνείδηση εθνικόφρονες θα αργούσαν ακόμη πολύ να κάνουν την εμφάνισή τους.

Στην ακμή του ανταγωνισμού ανάμεσα στους αντίπαλους εθνικισμούς η κατάσταση είχε φτάσει σε ακραία ως ευτράπελα επίπεδα: στο εσωτερικό της ίδιας οικογένειας μπορεί να συνυπήρχαν ταυτόχρονα πολλά “έθνη”. “Ο Χαρίσης Μπόσκας εβουλγάριζεν, ο αδελφός του ελληνίζει σφόδρα και ο εξάδελφός του σερβίζει” έγραφε το 1905 ο έλληνας Λ. Κορομηλάς.

Άλλο ένα μικρό δείγμα της “εθνικής σύγχυσης” και ρευστότητας εκείνης της εποχής είναι το παρακάτω τοπικό τραγούδι της δυτικής Μακεδονίας:

Ε! μωρέ Βούλγαροι / 
σλάβοι αλωνάρηδες / 
δεν έχετε μούτρα εσείς / 
για την Μακεδονία.

Τυπικό δείγμα έκφρασης ελληνικού εθνικισμού μέσω τραγουδιών, μόνο που οι παραπάνω στίχοι είναι η μετάφραση. Η κανονική απόδοση είναι σλαβική, και πάει ως εξής:

Έι! μωρέ Μπουγκάροι / 
σλαβίντσοι γκουμνάροι / 
νέμαϊτε βι μούτρα / 
ζα Μακεντονία  

Είναι φανερό ότι κάποιοι έμπλεξαν τα μπούτια τους, τραγουδώντας αντισλαβικά τραγουδάκια στα σλαβικά …

6- Η τελευταία απογραφή που έκανε το 1904 η οθωμανική αυτοκρατορία στη Mακεδονία είναι ενδεικτική των “ισορροπιών”. Με βάση το θρήσκευμα βρέθηκαν 648.962 πατριαρχικοί και 557.734 εξαρχικοί. Αλλά με βάση την γλώσσα η εικόνα είναι εντελώς διαφορετική: 896.496 βούλγαροι, συγκρινόμενοι προς 307.000 έλληνες, 100.717 σέρβους και 99.000 βλάχους. Οι έλληνες καθεστωτικοί ιστορικοί φυσικά θέλουν να μνημονεύουν μόνο την πρώτη μέτρηση (τσουβαλιάζοντας αδιάκριτα τις εξακόσιες χιλιάδες των πατριαρχικών στο ελληνικό σακούλι και θεωρώντας την οριακή πλειοψηφία τους ως απόδειξη της “ελληνικότητας” της μακεδονίας).

7- Οι ομάδα αναρχικών από τις τάξεις της ΕΜΕΟ που οργάνωσε το σχέδιο είχε πάρει το όνομα “Οι βαρκάρηδες”. Προσδιόριζαν τους εαυτούς τους ως αυτοί “που εγκαταλείπουν την καθημερινή ρουτίνα και τα όρια της τάξης και σαλπάρουν προς την ελευθερία και τις άγριες θάλασσες πέρα απ’ το νόμο”.

8- Η εξέγερση του Ίλιντεν, όπως έχει μείνει γνωστή στην ιστορία, γιορτάζεται σήμερα ως εθνική επέτειος του κράτους της μακεδονίας.

9. Η υλοποίηση κρατικών πολιτικών απευθείας από διάφορες κοινωνικές ομάδες, αυτή η τόσο πλατιά διασύνδεση ελληνικής κοινωνίας και κράτους, δεν είναι φαινόμενο μόνο εκείνης της εποχής της ξέφρενης επέκτασης των συνόρων. Η λειτουργικότητα αυτού του μοντέλου αποδείχτηκε τόσο μεγάλη ώστε ποτέ δεν εγκαταλείφθηκε, όπως αποδείχτηκε πρόσφατα με τους πολέμους διάλυσης της γιουγκοσλαβίας και την κόντρα εναντίον του κράτους της μακεδονίας. Όπου το ελληνικό κράτος χρειάζεται μεγαλύτερα περιθώρια ελιγμών, αφήνει να “καθαρίζουν” η κοινή γνώμη και οι “ομάδες πίεσης”. Με τα συλλαλητήρια του ’92 το ελληνικό κράτος καλύφθηκε πλήρως, αφήνοντας την πλειοψηφία να εκφράσει τον απαραίτητο κυνισμό, ρατσισμό και τσαμπουκά απέναντι στο γειτονικό κράτος.

10. Στην επίσημη ελληνική εκδοχή για τον “μακεδονικό αγώνα”, από αυτές που σερβίρονται στα ιδεολογικά κατηχητικά των σχολείων και των εκκλησιών, οι πρωταγωνιστές έχουν αγιοποιηθεί και η οργανωμένη κρατική τρομοκρατία του ελληνικού κράτους παρουσιάζεται ξεπλυμένη από τα εγκλήματά της. Αλλά οι κρατικές υπηρεσίες έχουν φροντίσει – εσκεμμένα – να διατηρήσουν τα τεκμήρια και τις μαρτυρίες της βαρβαρότητας. Διόλου παράδοξο: αποτελούν μια διαρκή υπενθύμιση (προς τους εσωτερικούς κι εξωτερικούς εχθρούς) του τι είναι ικανό να κάνει το κράτος. Τα παρακάτω αποσπάσματα είναι ενδεικτικά:

Από την τελευταία έκθεση του Παύλου Μελά:


…έμαθον παρά του Προξενείου Μοναστηρίου ότι εις Setinia (Σκοπός), (ακριβώς προς ανατολάς της Φλωρίνης επί Μοριχόβου) οι ιδικοί μας, αγνοώ ποίοι, εφόνευσαν 4 και τα πτώματά των κατόπιν εκρέμασαν εις την πλατεία του χωριού. Επίσης άλλοι ιδικοί μας, κατά την αυτήν επίσημον πηγήν εκδικούμενοι τον φόνο του εν Προδίω (επί Μοριχόβου) ιερέως μας και 3 άλλων ορθοδόξων εφόνευσαν και αυτοί 4 εκ του κομιτάτου του χωρίου. Τώρα αυτοί πώς μισθοδοτούνται και πόθεν αγνοώ.


Οι του κομιτάτου πρωτεργάται κατελήφθησαν από ακατάσχετον πανικόν. Άλλοι, χωρίς καν να τους ειδοποιήσω εγκατέλειπον το χωρίον των, άλλοι μου έγραψαν ζητούντες συγγνώμην και υποσχόμενοι πίστιν, άλλοι δια τρίτων μου υποσχέθησαν να με υπηρετήσωσι περισσότερον ή υπηρέτησαν το κομιτάτον. Εις αυτούς απάντησα, ότι ούτε την πίστιν των θέλω ούτε τας υπηρεσίας των αλλά θέλω τα κεφάλια τους.[…]


Εκ των αρχών… αι δε στρατιωτικοί ή μάλλον αι επικεφαλής αποσπασμάτων εκφράζονται με ενθουσιασμόν. Τινές μάλιστα εξ αυτών λέγουσι, ότι εάν μας συναντήσουν δεν θα μας πειράξουν. Αλλά δυνάμεθα να βασισθώμεν εις την καλήν πίστιν των Τούρκων όταν μάλιστα γνωρίζουσιν ότι παντού και πάντα πληρώνομεν και συμπεραίνουσιν επομένως ότι είμεθα φορτωμένοι λίρας;

– Από τα απομνημονεύματα του Γερμανού Καραβαγγέλη, μητροπολίτη Καστοριάς:

Το 1905 στο Ζέλενιτς γινόταν ένας γάμος βουλγαρικός. Αυτό το έμαθε το σώμα του Καούδη, μπήκε στο γάμο κι επειδή έσβησαν τα φώτα έριξε στα σκοτεινά ομοβροντία σκοτώνοντας δεκαπέντε ή δεκαέξι Βούλγαρους. Η νύφη κι ο γαμπρός δεν σκοτώθηκαν. Αυτό το έκαναν γιατί είχαν την ιδέα ότι στο γάμο ήταν και μέλη βουλγαρικών συμμοριών, για να τρομάξουν τους Βούλγαρους.

– Από τα απομνημονεύματα του Παναγιώτη Παπατζανετέα:

Ο Ματαπάς είχε γράμμα του Κέντρου να κόψουμε τον δρόμο Γιαννιτσών-Βέροιας, δηλαδή να σκοτώσουμε επάνω στο δρόμο καμπόσους Βούλγαρους για να τρομάξουν τα χωριά και να μην πηγαίνουν οι Βούλγαροι στη Βέροια.[…]


Τους έξι αιχμαλώτους μας τους υποβάλαμε σ’ εξέταση στην αρχή με καλό τρόπο και περιποίηση και τους ζητούσαμε να μας πουν τα της βουλγάρικης διοργανώσεως… Αφού είδα πως με καλό τρόπο δεν κατόρθωνα τίποτα, μεταχειρίστηκα το άγριο και τους έδειρα. Αυτοί φορούν κάτι ποκάμισα μακριά ως τα γόνατα. Τους σηκώναμε λοιπόν τα ποκάμισα και τους δέρναμε με βούρδουλα. Κι ύστερα από μια ώρα κάθε βουρδουλιά σήκωνε φουσκάλα νερό. Το ξύλο το έμαθα από έναν Βούλγαρο, Γιώργη, που είχε γυρίσει και έγινε Έλληνας…

11.Ελληνικός Εθνικισμός – Μακεδονικό Ζήτημα. Η Ιδεολογική Χρήση Της Ιστορίας. Έκδοση της κίνησης αριστερών ιστορικού-αρχαιολογικού. Μάρτης 1992.

12.Salonica, City Of Ghosts. Mark Mazower. 2004

13.Όπως το έθεσε αργότερα ο Πάγκαλος “μόνο μωροί δύνανται να ισχυρισθώσι ότι η ελλάς θα ελάμβανε μέρος εις τους βαλκανικούς πολέμους χωρίς να έχη την κυριαρχίαν της θαλάσσης”. Το πολεμικό ναυτικό ήταν από την ίδρυση του κράτους η πραγματική δύναμη της ελλάδας και εξακολουθεί να είναι ως σήμερα.

14.Από την έναρξη των επιχειρήσεων δύο ήταν οι στόχοι του ελληνικού επιτελείου: η Θεσσαλονίκη και τα νησιά του βορείου Αιγαίου, τα δύο σημεία που θα μπορούσαν να εγγυηθούν την ελληνική γεωστρατηγική υπεροχή. Με την πληροφόρηση από το μέτωπο να φτάνει συγκεχυμένη, η Αθήνα είχε φτάσει στα πρόθυρα αμόκ. Χαράματα 27 Οκτώβρη ο Βενιζέλος τηλεγραφούσε στον βασιλιά Κωνσταντίνο που ήταν έξω από τη Θεσσαλονίκη: “Παραγγέλεσθε ν’ αποδεχθήτε την προσφερόμενην υμίν παράδοσιν της Θεσσαλονίκης και εισέλθητε εις αυτήν άνευ τινός αναβολής. Καθιστώ υμάς υπεύθυνον δια πάσαν αναβολήν έστω και στιγμής”. Η Θεσσαλονίκη κατακτήθηκε τελικά από αυτούς που ήταν πιο γρήγοροι στα πόδια.

15.Όταν έληξε ο πόλεμος τον Δεκέμβρη βρήκε το ελληνικό κράτος να είναι ο μεγάλος κερδισμένος από την άποψη των εδαφών που κατέλαβε, ενώ το βουλγάρικο που είχε πληρώσει το μεγαλύτερο κόστος της εκστρατείας δεν αποκόμισε παρά ελάχιστα σε σχέση με αυτά που προσδοκούσε και κυρίως δεν κατάφερε να πάρει τη Θεσσαλονίκη. Όλο το διάστημα μέχρι τον Μάη του 1913, που υπογράφτηκε στο Λονδίνο η τελική συνθήκη που μοίραζε τα εδάφη, οι δύο στρατοί, ελληνικός και βουλγαρικός, ήταν σε διαρκή αναβρασμό με συνεχείς αντιπαραθέσεις που έφτασαν ακόμη και στο επίπεδο κανονικής μάχης στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης. Τελικά οι πρώην σύμμαχοι έλυσαν τις διαφορές τους μ’ ένα νέο πόλεμο, τον δεύτερο βαλκανικό, που κράτησε ένα μόλις μήνα αλλά ήταν απίστευτης αγριότητας. Από την μία στάθηκαν η ελλάδα και η σερβία (με την υποστήριξη της οθωμανικής αυτοκρατορίας και της ρουμανίας) κι από την άλλη η βουλγαρία, που έχασε ξανά. Οι δύο βαλκανικοί πόλεμοι ανέτρεψαν οριστικά το status quo των βαλκανίων και της ανατολικής Μεσογείου, όξυναν ακόμη περισσότερο τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις ευρωπαϊκές δυνάμεις και αποτέλεσαν το πρελούδιο του πρώτου παγκοσμίου πολέμου που ξέσπασε ένα χρόνο αργότερα.

16.Όταν ο ελληνικός ιμπεριαλισμός αυτοθαυμάζεται:
Επισκέφθηκα κάποτε έναν Τούρκο στρατηγό στην Άγκυρα στον οποίο υπέβαλα πιεστικά ερωτήσεις περί «τουρκικού επεκτατισμού». Στο τέλος κατάφερα να τον εκνευρίσω με την επιμονή μου και έβγαλε από το συρτάρι του ένα χάρτη πάνω στον οποίο είχαν χαραχθεί ομόκεντροι κύκλοι. «Εδώ κύριέ μου ξεκινήσατε ως κράτος», μου δήλωσε δείχνοντας την μικρή Ελλάδα του 1830 «και κοιτάξτε πού είστε σήμερα. Ποιός είναι επεκτατική δύναμη συνεπώς;» Έφυγα από το γραφείο του με ένα ρωμαίικο μειδίαμα ικανοποίησης αλλά και την ανησυχία πως υπάρχουν ακόμη «πασάδες» που θέλουν να πάρουν τη ρεβάνς ως συνεχιστές μιας μεγάλης αυτοκρατορίας.
Από άρθρο του Παπαχελά στην Καθημερινή της 6/12/2006. Εδώ και δύο αιώνες αυτό το ρωμαίικο μειδίαμα ικανοποίησης, μονίμως καρφωμένο στα ελληνικά μούτρα, είναι η απάντηση στα φληναφήματα και τις αερολογίες περί “ψωροκώσταινας” κι “εξαρτημένου ελληνικού καπιταλισμού”.

17.Λίγα χρόνια πριν, όταν ξεκίνησε η ανάπλαση κεντρικών δρόμων και πλατειών της Θεσσαλονίκης, οι πολεοδόμοι ανακάλυψαν (με έκπληξη;) ότι πολλά πεζοδρόμια ήταν στρωμένα με ταφόπλακες από το εβραϊκό νεκροταφείο της πόλης. Όσο οι νεοέλληνες θεσσαλονικείς έσερναν το βήμα πάνω απ’ τη μνήμη των “σβησμένων” από την ιστορία, ήταν εγγύηση ότι οι νεκροί δεν θα διεκδικούσαν το μερίδιό τους από το παρόν.

18. Η διαδικασία αυτή είχε τέτοιο διαρκή χαρακτήρα που κατέληξε ουσιαστικά μόνιμη. Όχι μόνο λόγω των συνθηκών στο εσωτερικό των συνόρων του ελληνικού κράτους (οι “μειονότητες” και τα “δίγλωσσα φαντάσματα” ποτέ δεν εξαφανίστηκαν) αλλά και εξαιτίας – και κυριότερα – του ότι το ελληνικό κράτος ποτέ δεν εγκατέλειψε το σχέδιο ακόμη μεγαλύτερης επέκτασης προς την βαλκανική ενδοχώρα. Για παράδειγμα, η κόντρα ενάντια στο γειτονικό κράτος της μακεδονίας δεν ξεκίνησε το ’91 όταν κήρυξε την ανεξαρτησία του, αλλά είχε πίσω της πολύ προετοιμασία. Το 1989 το πολιτικό περιοδικό Σχολιαστής έδωσε στη δημοσιότητα απόρρητη έκθεση του υπουργείου άμυνας με ημερομηνία 1982 και τίτλο “Επιβουλή κατά της Μακεδονίας”. Kατά την πάγια τακτική του το ελληνικό κράτος εμφάνιζε τα δικά του ιμπεριαλιστικά σχέδια ως “άμυνα απέναντι στην επιβουλή άλλων” (του φοβερού και τρομερού μακεδονικού κράτους, εν προκειμένω). Προσέξτε τι πρότειναν οι (σοσιαλιστές τότε) καραβανάδες, ανάμεσα σε πολλά άλλα:

α. Οι ενέργειες των Σκοπιανών για αυτονόμηση της Μακεδονίας μπορούν να αντιμετωπισθούν αποτελεσματικά κυρίως με την εξάλειψη της χρήσης του ιδιώματος στις παραμεθόριες περιοχές…

[…]

γ. Προς τούτο επιβάλλεται:

1. Η δημιουργία ειδικού κρατικού φορέα… πλαισιωμένο από κατάλληλο και ειδικώς εκπαιδευθέν στο θέμα “Επιβουλή κατά της Μακεδονίας” προσωπικό, ο οποίος φορέας να ασχολείται αποκλειστικά και μόνο με το θέμα αυτό, με εποπτεία του ΥΠΕΞ και να συνεργάζεται στενά, αλλά αφανώς, με τις αρχές Ασφαλείας, καθώς και με όλες τις λοιπές δημόσιες υπηρεσίες (Εφορία, Σχολεία, Στρατό, Εκκλησία κλπ).

2. Στις δημόσιες Υπηρεσίες και κυρίως στα εκπαιδευτικά ιδρύματα να υπηρετεί υπαλληλικό προσωπικό, το οποίο να αγνοεί το τοπικό ιδίωμα.
[…]

5. Δημιουργία Πολιτιστικών Συλλόγων, όπως ο “ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ” Φλωρίνης και η οικονομική ενίσχυση αυτών, για την πραγματοποίηση εκδηλώσεων και την έκδοση βιβλίων, εφημερίδων, περιοδικών κλπ… για την τόνωση του εθνικού φρονήματος και την θωράκισή έναντι της ανθελληνικής προπαγάνδας που ασκείται από τις Σ/Μ [Σλαβομακεδονικές] οργανώσεις.

6. Παρεμβολή διαφόρων εμποδίων (μη αναγνώριση πτυχίων, αναβολή στράτευσης κλπ) στους προτιθέμενους να φοιτήσουν στα Σκόπια Έλληνες.

7. Επισήμανση σε κάθε χωριό των ατόμων που λόγω των συγγενικών τους δεσμών και της προσωπικότητάς τους επηρεάζουν ευρύ κύκλο συγχωριανών τους και η με κάθε τρόπο (έστω κι έναντι χρηματικής αμοιβής) προσέγγιση αυτών και χρησιμοποίησής τους κατάλληλα, ώστε να γίνουν φορείς καταπολεμήσεως της χρήσεως του ιδιώματος στον κύκλο τους…

8. Η πρόσληψη στις ένοπλες δυνάμεις, Σώματα Ασφαλείας, στο Δημόσιο και στους οργανισμούς υπαλλήλων καταγόμενων από την περιοχή Φλωρίνης, κατ’ εξαίρεση, και η τοποθέτησή τους υποχρεωτικά σε άλλες περιοχές της χώρας.

9. Η ενθάρρυνση εκ μέρους της ηγεσίας του Στρατεύματος σύναψης γνωριμιών και γάμων στρατιωτικών, που υπηρετούν εκεί και κατάγονται εκτός Ελλάδος, με γυναίκες που ομιλούν το ιδίωμα. […]

19.A. Fraccaroli, Dalla Serbia Invasa Alle Trincee Di Salonicco (Μιλάνο, 1916). Το απόσπασμα πήραμε από το Salonica, City Of Ghosts του Mark Mazower, 2004.

20.Έτσι λοιπόν οι τούρκοι φεύγουν. Το ποιος θα κληρονομήσει την Θεσσαλονίκη παραμένει ανοιχτό. Οι διεκδικητές είναι πολλοί. Οι βαλκανικές χώρες παραμένουν αδύναμες και εξαθλιωμένες έπειτα από ένα έτος πολέμου. Θα κατορθώσουν στο εξής να κλείσουν αποτελεσματικά το δρόμο στην Drang nach Osten; Αν μια εσωτερική επανάσταση ή ένας πόλεμος στην Ασία παραλύσει τις ενέργειες της Ρωσίας στην Ευρώπη, θα πραγματοποιηθεί η κάθοδος  των αυστριακών από το Νόβι-Μπαζάρ και την βόρεια Αλβανία στην ονειρεμένη κοιλάδα του Αξιού και τον Θερμαϊκό Κόλπο. Η Αυστρία στη Θεσσαλονίκη σημαίνει ότι η Βόρειος Θάλασσα θα επικοινωνεί απευθείας με το Αιγαίο… Η Θεσσαλονίκη θα είχε έτσι τεράστια τύχη.
[…]
Η αλήθεια είναι ότι μιλούν για την δημιουργία μιας ελεύθερης ζώνης, ουδέτερης και διεθνοποιημένης από οικονομική άποψη. Η ζώνη αυτή θα ήταν τριγωνικού σχήματος· η βάση της, με κατεύθυνση τον νότο, θ’ ακουμπούσε στον κόλπο_ η κορυφή της θα σημαδεύονταν από τη γέφυρα του Γαλλικού ποταμού και οι δύο πλευρές της θα χαράσσονταν στα ανατολικά από τη σιδηροδρομική γραμμή και στα δυτικά από τον ρου του Γαλλικού.

Ιωσήφ Νεχαμά, Θεσσαλονίκη Η Περιπόθητη Πόλη, Παρίσι, 1914.

21.Πριν το βουλγαρικό κράτος μπει στον πόλεμο η Αθήνα προσπάθησε να το τραβήξει στο στρατόπεδο της entente, προκειμένου να μην βρει απέναντί της ως αντίπαλο τον μεγάλο της ανταγωνιστή στα Βαλκάνια. Το αντάλλαγμα που πρόσφερε το ελληνικό κράτος στην Σόφια ήταν… η Καβάλα. Άλλη μια απόδειξη του πόσο “ελληνικές” ήταν οι νεοκατακτημένες περιοχές. Τόσο, ώστε το ελληνικό κράτος να είναι έτοιμο να τις ξεφορτωθεί παζαρεύοντας στον πάγκο του πολέμου!

22.Δεν είναι ξένες στην ιστορία του ελληνικού ιμπεριαλισμού τέτοιου τύπου διακριτές τακτικές. Η τελευταία περίπτωση είναι πολύ πρόσφατη και αφορά στο κράτος της μακεδονίας. Το δίλημμα “tanks ή banks”, στρατιωτική επέμβαση ή οικονομική διείσδυση, εκφράζει τις εναλλακτικές μεθοδεύσεις εναντίον του κράτους της μακεδονίας, που διαφοροποιούνται μεν στη μέθοδο αλλά εξυπηρετούν τον ίδιο στόχο: την ιμπεριαλιστική επέκταση στην βαλκανική ενδοχώρα.

23.Η ουσιαστική παράδοση της ανατολικής Μακεδονίας είναι άλλη μια απόδειξη για το πόση αξία είχαν στην πραγματικότητα οι εθνικιστικές ρητορείες περί “ελληνικότητας” της Μακεδονίας.

24.Η σύγχρονη παραφιλολογία περί “κράτους των Αθηνών” που αδιαφορεί για την Θεσσαλονίκη και ενίοτε την σαμποτάρει δεν είναι χωρίς ιστορικό υπόβαθρο. Όντως το ’16 – ’17 υπήρξε “διάσπαση” του ελληνικού κράτους, ανάμεσα σε δύο αντίπαλα πολιτικά κέντρα εξουσίας. Εξάλλου, πέρα από τις ανεκδοτολογικές προσεγγίσεις που σήμερα φιλοξενούνται βασικά στις σελίδες των αθλητικών – γηπεδικών φυλλάδων, εκείνος ο “διχασμός” πόλωσε τον κοινωνικό ανταγωνισμό στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίες για δεκαετίες μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο.

25.Salonica, City Of Ghosts. Mark Mazower. 2004

26.Από έκθεση του βρετανού πρόξενου στη Θεσσαλονίκη:
Το αποτέλεσμα της σφαγής των μουσουλμάνων στην αρχή του πολέμου, της λεηλασίας των περιουσιών τους τους κατοπινούς μήνες, της εγκατάστασης χριστιανών στα χωριά τους, του διωγμού από τους χριστιανούς γείτονές τους, του βασανισμού και του ξυλοδαρμού τους από τους έλληνες στρατιώτες ήταν η δημιουργία μιας ατμόσφαιρας τρομοκρατίας στις τάξεις του ισλαμικού πληθυσμού. Ο μόνος τους πόθος είναι να αποδράσουν από την Μακεδονία και να βρεθούν πάλι σε μια ελεύθερη γη.
Φτάνουν στην τουρκία με την ανάμνηση των σφαγμένων φίλων και συγγενών τους νωπή μες στο μυαλό τους, θυμούνται τα όσα τράβηξαν οι ίδιοι και τους διωγμούς που υπέστησαν, και καθώς δεν έχουν ούτε χρήματα, ούτε βιοπορισμό, με την ενθάρρυνση ως ένα βαθμό της δικής τους κυβέρνησης, δεν βλέπουν τίποτε κακό να επιπέσουν στους έλληνες χριστιανούς της τουρκίας και να τους υποβάλλουν στην ίδια μεταχείριση που είχαν οι ίδιοι από τους έλληνες χριστιανούς της Μακεδονίας.

27.Το 1961 ο Χικμέτ έγραψε στο ανατολικό Βερολίνο το ποίημα Αυτοβιογραφία:
Γεννήθηκα το 1902,
δεν ξαναγύρισα στη γενέτειρά μου,
δεν θα ‘θελα να ξαναγυρίσω.

Άλλος ξέρει τα χόρτα ένα προς ένα
άλλος ξέρει τα είδη όλων των ψαριών,
εγώ έμαθα κάθε είδους χωρισμό.

(μετάφραση Άρη Δικταίου)

28. Μόνο την πρώτη μέρα σκοτώθηκαν στις μάχες 300 ως 400 μουσουλμάνοι κι 100 έλληνες. Η κατοχή αποδείχτηκε από την πρώτη στιγμή ταπεινωτική για τους μουσουλμάνους κατοίκους της Σμύρνης. Οι άντρες υποχρεώθηκαν να σκίσουν τα φέσια τους και να τα ποδοπατήσουν – η χειρότερη προσβολή για μουσουλμάνο – κι πολλοί που αρνήθηκαν σφάχτηκαν με το σπαθί. Οι μαντίλες αφαιρέθηκαν βίαια από τα πρόσωπα των γυναικών κι ο όχλος άρχισε να λεηλατεί τα σπίτια των μουσουλμάνων.

29.Ο ιμπεριαλισμός του ελληνικού καπιταλιστικού σχηματισμού, ως δομικό χαρακτηριστικό του, φυσικά δεν έληξε με την μικρασιατική εκστρατεία. Αυτό που τέλειωσε με την άτακτη φυγή του ελληνικού στρατού από τα εδάφη της τουρκίας ήταν μια συγκεκριμένη στρατηγική ιμπεριαλιστικής εξάπλωσης: της ενοποίησης όλων των διάσπαρτων τμημάτων της ελληνικής αστικής τάξης που βρίσκονταν έξω από τα σύνορα του ελληνικού κράτους.

30.Μια διαδεδομένη πλάνη, ακόμη και μεταξύ της “εξεγερτικής” άκρας αριστεράς, υποστήριζε σε σχέση με τους μετανάστες που άρχισαν να έρχονται κατά χιλιάδες στις αρχές του ’90 ότι η ελληνική κοινωνία αποκλείεται να γίνει ρατσιστική εναντίον τους, επειδή έχει η ίδια βιώσει την μετανάστευση. Αλλά αν χρειάζεται να αναζητήσουμε ιστορικές αναλογίες, δεν πρόκειται να τις βρούμε στους έλληνες μετανάστες που έφυγαν στα ξένα, αλλά στους πρόσφυγες του ’23: αντιμετωπίστηκαν από τους “παλαιοελλαδίτες” με όλο τον ρατσισμό που ήταν απαραίτητος ώστε να τους επιβληθούν συλλογικά οι χειρότεροι όροι εκμετάλλευσης. Το αν κάποιες κοινωνίες γίνονται “ρατσιστικές” δεν έχει να κάνει με τις “αναμνήσεις” τους, αλλά με τις ταξικές συνθήκες στο εσωτερικό τους. Όταν έφτασαν οι πρόσφυγες το ’23, οι ντόπιοι – κι όχι μόνο οι αστοί – “μύρισαν ανθρώπινο κρέας”· το ίδιο ακριβώς που άρχισε να συμβαίνει μετά το ’90. Οι αναλογίες δεν εξαντλούνται εδώ: ακριβώς όπως οι σύγχρονοι εργάτες μετανάστες σήκωσαν στις πλάτες τους το “ελληνικό θαύμα”, το ίδιο συνέβη και με το ενάμισι εκατομμύριο εργατών μεταναστών του ’23. Προφανώς αυτό δεν έγινε με την “πατροπαράδοτη ελληνική φιλοξενία”.

31. Οι προσεκτικοί αναγνώστες θα διαπίστωσαν ότι στο κείμενο δεν γίνεται καμία αναφορά στην καταστροφική πυρκαγιά στη Θεσσαλονίκη του 1917. Επειδή όμως είναι μια καταστροφή που συνδέεται στενά με την εβραϊκή κοινότητα της πόλης, θ’ αναφερθούμε σ’ αυτήν σε επόμενο τεύχος.

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *