Τεχνολογική εξέλιξη και τάση του ποσοστού κέρδους στον Karl Marx

 

Τεχνολογική εξέλιξη και τάση του ποσοστού κέρδους στον Karl Marx

 

 

Του Γιώργου Σταμάτη

 

 

Ακόμη και σ’ αυτούς, που δεν έχουν ασχοληθεί με την οικονομική θεωρία του Μαρξ είναι γνωστός ο μαρξικός νόμος της πτωτικής τάσης του γενικού ποσοστού κέρδους. Γνωρίζουν γενικά, ότι, κατά τον Μαρξ, με αυξανόμενη παραγωγικότητα της εργασίας αυξάνεται η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου και – παρά το ταυτόχρονα αυξανόμενο ποσοστό υπεραξίας – μειούται το ποσοστό κέρδους. Επίσης γνωρίζουν, ότι τον νόμο αυτόν ο Μαρξ τον αναπτύσσει στο IIIο τόμο του Κεφαλαίου.

Αντιθέτως, λιγότερο γνωστό – ακόμη και σ’ αυτούς που ασχολούνται συστηματικά με την οικονομική θεωρία του Μαρξ – είναι, ότι το νόμο της πτωτικής τάσης του γενικού ποσοστού κέρδους τον αναπτύσσει ο Μαρξ ως συνέπεια της – όπως την ονομάζει ο ίδιος – ειδικά καπιταλιστικής μορφής αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας, δηλ. της ειδικά καπιταλιστικής μορφής της τεχνολογικής εξέλιξης.

Η σχέση αυτή μεταξύ της μαρξικής θεωρίας για την μορφή της τεχνολογικής εξέλιξης στον καπιταλισμό και του μαρξικού νόμου της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους αγνοείται για τον εξής απλό λόγο: Διότι όλοι οι μελετητές νομίζουν, ότι ο Μαρξ αναπτύσσει αυτόν το νόμο στα κεφάλαια 13-15 του IIIου τόμου του Κεφαλαίου.

Στην πραγματικότητα όμως το πράγμα έχει διαφορετικά. Στα κεφάλαια 13-15 του IIIου τόμου του Κεφαλαίου ο Μαρξ εκθέτει, απλώς το νόμο της πτωτικής τάσης του γενικού ποσοστού κέρδους ως αποτέλεσμα παραγόντων, τους οποίους έχει αναπτύξει ήδη τον Ιο τόμο του Κεφαλαίου. Στην πραγματικότητα δηλ. ο Μαρξ αναπτύσσει το νόμο στον Ιο τόμο, τον παρουσιάζει όμως στον ΙΙΙο τόμο – για λόγους που αναφέρονται στην μέθοδο παρουσίασης του επιστημονικού του αντικειμένου και συγκεκριμένα επειδή στη βαθμίδα παρουσίασης του Ιου τόμου δεν είναι δυνατόν να γίνει λόγος για το κέρδος ως παράγωγου του κεφαλαίου και συνεπώς για το ποσοστό κέρδους.

Ο Μαρξ αναπτύσσει το νόμο στον Ιο τόμο ως συνέπεια της χρησιμοποίησης ειδικά καπιταλιστικών μεθόδων παραγωγής και της από την χρησιμοποίηση αυτών των μεθόδων προκύπτουσας ειδικά καπιταλιστικής μορφής αύξησης της παραγωγικότητας.

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με την σειρά τους..

Ποιο είναι το αντικείμενο του Ιου τόμου του Κεφαλαίου; Είναι η ουσία της κεφαλαιακής σχέσης Στον Ιο τόμο ο Μαρξ εκθέτει την ουσία της σχέσης μεταξύ εργατών και καπιταλιστών αντιπαρερχόμενος τις αναγκαίες και αναγκαία στρεβλές μορφές, στις οποίες υπάρχει αυτή η σχέση.

Ο Μαρξ παντού, όπου εκθέτει την ουσία μιας κοινωνικής σχέσης, ξεκινά πάνα από την άμεσα αντιληπτή μορφή της. Ξεκινώντας από την άμεσα αντιληπτή μορφή της εν λόγω σχέσης ως το άμεσα δεδομένον και συγκεκριμένον αναπαράγει στη συνέχεια, αφού προηγουμένως καταδείξει το περιεχόμενο της, την μορφή αυτή ως το δια της οδού της νόησης αναπαραχθέν συγκεκριμένον: ως την αναγκαία και αναγκαία στρεβλή μορφή του διαφορετικού απ’ αυτήν την ίδια περιεχομένου της.

Έτσι κι εδώ: Ξεκινά από την άμεσα δεδομένη, συγκεκριμένη μορφή του κεφαλαίου ως χρηματικού κεφαλαίου. Στην μορφή του αυτήν το κεφάλαιο υπάρχει ως το χρήμα που ρίχνει στην κυκλοφορία ο καπιταλιστής για να πάρει απ’ αυτήν περισσότερο χρήμα. Για να μπορέσει όμως ο Μαρξ να μιλήσει για τη χρηματική μορφή του κεφαλαίου, είναι αναγκασμένος να μιλήσει πρώτα για το χρήμα. Το χρήμα όμως είναι η μορφή της αφηρημένης εργασίας, δηλ. η μορφή της ουσίας των αξιών των εμπορευμάτων. Έτσι λοιπόν ο Μαρξ είναι αναγκασμένος, πριν ξεκινήσει από την άμεσα δεδομένη μορφή του κεφαλαίου, δηλ. από το χρηματικό κεφάλαιο, να αναπτύξει το χρήμα ως τη μορφή της αφηρημένης εργασίας. Γι αυτό και ο τόμος Ι του Κεφαλαίου αρχίζει με την ανάλυση του εμπορεύματος, δηλ. της ανταλλακτικής αξίας, και της εξέλιξης της μορφής του μέχρι τη χρηματική του μορφή.

Η θεώρηση της χρηματικής μορφής του κεφαλαίου θέτει, επειδή ακριβώς η μορφή αυτή εκφράζει στρεβλά την κεφαλαιακή σχέση, ένα αίνιγμα. Το εξής: Πώς γίνεται, καίτοι η ανταλλαγή εμπορευμάτων είναι ανταλλαγή ισοδυνάμων, ο καπιταλιστής να παίρνει από την κυκλοφορία περισσότερα απ’ αυτά που έριξε σ’ αυτήν, να αποκομίζει δηλ. κέρδος;

Για να εξηγήσει ο Μαρξ αυτό το παράδοξο κι έτσι και τη χρηματική μορφή του κεφαλαίου ως στρεβλή αλλά αναγκαία μορφή ύπαρξης της κεφαλαιακής σχέσης, προστρέχει στην ουσία αυτής της σχέσης, δηλ. στη σχέση μεταξύ καπιταλιστή και εργάτη στην άμεση διαδικασία παραγωγής, και ερμηνεύει το κέρδος ως τη μορφή της υπεραξίας.

Η υπεραξία δημιουργείται κατά τον Μαρξ στην άμεση διαδικασία παραγωγής ως η διαφορά μεταξύ αυτού, το οποίο αποφέρει στον καπιταλιστή η δι’ ίδιον λογαριασμόν χρήση της εργασιακής δύναμης του εργάτη, και αυτού, το οποίο κοστίζει στον καπιταλιστή η αγορά της εν λόγω εργασιακής δύναμης, δημιουργείται δηλ. ως η διαφορά μεταξύ της νέας αξίας που δημιουργεί για τον καπιταλιστή η χρήση της εργασιακής δύναμης και της αξίας της χρησιμοποιηθείσας εργασιακής δύναμης που πλήρωσε ο καπιταλιστής για την αγορά της.

Τα παραπάνω αναπτύσσει ο Μαρξ στα πλαίσια της ανάλυσης της άμεσης διαδικασίας παραγωγής.

Από την ανάλυση αυτή μας ενδιαφέρει εδώ ιδιαιτέρως το μέρος εκείνο (κεφάλαια 10 κ.ε. του τόμου Ι του Κεφαλαίου), στο οποίο ο Μαρξ αναπτύσσει τις τεχνολογικές προϋποθέσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, δηλ. τις μεθόδους ή, όπως θα λέγαμε σήμερα, τις τεχνικές παραγωγής του κεφαλαίου. Τις μεθόδους αυτές ονομάζει ο Μαρξ ειδικά καπιταλιστικές μεθόδους παραγωγής και τον τρόπο παραγωγής, ο οποίος από τεχνική άποψη βασίζεται σ’ αυτές τις μεθόδους, ειδικά καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής.

Ο Μαρξ αρχίζει την ανάπτυξη του με την παρουσίαση των μεθόδων παραγωγής της μανουφακτούρας. Η μανουφακτούρα διαφέρει από τη συντεχνιακή χειροτεχνική παραγωγή μόνο ποσοτικά: κάθε μάστορας χρησιμοποιεί τώρα πλέον περισσότερους εργάτες (τεχνίτες και μαθητευόμενους), τα χρησιμοποιούμενα εργαλεία παραμένουν ωστόσο τα ίδια. Τόσο η συντεχνιακή χειροτεχνική παραγωγή όσο και η παραγωγή της μανουφακτούρας διαφέρουν ποιοτικά από την παραγωγή του Verlagsystem, δηλ. του συστήματος των μεταπρατών (middlemen)1.

Τα κυριότερα αποτελέσματα της μανουφακτούρας σε σχέση με την συντεχνιακή χειροτεχνική παραγωγή είναι τα εξής:

 

1.Απάλειψη των διαφορών μεταξύ των ατομικών εργασιών,

2.οικονομία στη χρήση του σταθερού κεφαλαίου,

3.ανάπτυξη της «συνεργασίας» (Kooperation), δηλ. του ενδοεργαστηριακού καταμερισμού της εργασίας, και

4.αύξηση της παραγωγικότητας.

Η συνεργασία, που αναπτύσσεται με την μανουφακτούρα, συνιστά ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής σε αντιδιαστολή προς προκαπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής, όπως αυτός των συντεχνιακών μαστόρων, ή προς εμβρυακά καπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής, όπως αυτοί των μικρών μη συντεχνιακών μαστόρων και των μεμονωμένων ατομικών παραγωγών που εξαρτώνται από το μεταπράτη (Verleger, middleman). Είναι η πρώτη σημαντική μεταβολή που επέρχεται στη διαδικασία εργασίας κατά την υπαγωγή της στο κεφάλαιο και αποτελεί την απαρχή της ουσιαστικής υπαγωγής της πρώτης στο τελευταίο.

Η προϋπόθεση της συνεργασίας δηλ. η συγκέντρωση περισσότερων εργατών σ’ ένα χώρο (εργαστήρι) υπό τη διεύθυνση ενός καπιταλιστή, αποτελεί την αφετηρία αυτού που ο Μαρξ ονομάζει ειδικά καπιταταλιστικό τρόπο παραγωγής. Από την άλλη μεριά η συνεργασία έχει ως συνέπειες τη διαμόρφωση ιεραρχικών σχέσεων μεταξύ των εργατών και τη διαφοροποίηση των μισθών.

Στη μανουφακτούρα η παραγωγικότητα της εργασίας εξαρτάται από το είδος των χρησιμοποιούμενων εργαλείων και από τον τρόπο οργάνωσης της διαδιακασίας εργασίας. Περισσότερο όμως από τον τρόπο οργάνωσης της διαδικασίας εργασίας: Η χαρακτηριστική μηχανή της μανουφακτούρας, γράφει ο Μαρξ, είναι ο από πολλούς ατομικούς εργάτες συντεθημένος εργάτης, δηλ. η συνεργασία. Μέσα αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας στη μανουφακτούρα είναι λοιπόν η οργάνωση του ενδοεργαστηριακού καταμερισμού της εργασίας και, σε μικρότερο βαθμό, η διαφοροποίηση και η προσαρμογή των εργαλείων στις λειτουργίες που έχει να επιτελέσει ο επιμέρους εργάτης.

Αφετηρία της επανάστασης στον τρόπο παραγωγής που Επέφερε η μανουφακτούρα είναι η εργασιακή δύναμη και η οργάνωση του ξοδέματός της. Αφετηρία της επανάστασης που επέφερε στον τρόπο παραγωγής η «μεγάλη βιομηχανία» με αποτέλεσμα τη διαμόρφωση αυτού, που ο Μαρξ ονομάζει ειδικά καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, είναι τα μέσα παραγωγής. Το χαρακτηριστικό μέσο παραγωγής της μεγάλης βιομηχανίας είναι η μηχανή.

Ο Μαρξ διακρίνει τρία είδη μηχανών: τις μηχανές ενεργείας, τις μηχανές μεταφοράς και μετατροπής της ενέργειας και τις εργαλειομηχανές ή εργομηχανές (Werkzeugmaschinen ή Arbeitsmaschinen)2. H εργαλειομηχανή είναι αυτή που στη μεγάλη βιομηχανία επεξεργάζεται και μεταβάλλει το αντικείμενο της εργασίας, το οποίο στην μανουφακτούρα επεξεργαζόταν και μετέβαλε ο εργάτης με τα εργαλεία του. Από την εργαλειομηχανή ξεκίνησε τον 18ο αιώνα η βιομηχανική επανάσταση, η οποία διαμόρφωσε τον ειδικά καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, ένα τρόπο παραγωγής, ο οποίος δεν βασίζεται απλώς και μόνον στην μισθωτή εργασία αλλά επίσης και στην χρησιμοποίηση μηχανών και σε ένα ορισμένο τρόπο οργάνωσης της εργασίας στο εργαστήρι ή στο εργοστάσιο, ο οποίος, βασιζόμενος στην χρησιμοποίηση μηχανών και σε μια αντίστοιχη οργάνωση της εργασίας, συνεπάγεται την ουσιαστική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο.

Δεν θα ασχοληθούμε εδώ με τις μεταβολές στην οργάνωση της διαδικασίας εργασίας που επέφερε η εργαλειομηχανή. Αυτά που μας ενδιαφέρουν είναι τα εξής δύο: Πρώτο: Οι μέθοδοι παραγωγής της μεγάλης βιομηχανίας είναι κατά τον Μαρξ οι κατεξοχήν καπιταλιστικές μέθοδοι παραγωγής. Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής χαρακτηρίζεται από την χρήση αυτών των μεθόδων. Γι αυτό και ο Μαρξ – για να τον διακρίνει από τις προηγούμενες εμβρυακές μορφές του, δηλ. από τον τρόπο παραγωγής των μικρών μαστόρων, των εξαρτούμενων από το μεταπράτη ατομικών παραγωγών και της μανουφακτούρας, οι οποίες χαρακτηρίζονται από την έλλειψη ουσιαστικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο ή και από την απουσία μηχανών – τον ονομάζει ειδικά καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής.

Αξιοπρόσεκτο είναι εδώ το «τεχνικό» στοιχείο ως προσδιορισμός του τρόπου παραγωγής και ειδικότερα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής κατά τον Μαρξ. Δεύτερον: Η σχέση μεταξύ της χρησιμοποίησης των ειδικά καπιταλιστικών μεθόδων παραγωγής και του βαθμού αξιοποίησης του κεφαλαίου, δηλ. του ποσοστού κέρδους..

Στη συνέχεια θα πραγματευθούμε διεξοδικότερα το δεύτερο από τα δύο αυτά σημεία.

Ας δούμε λοιπόν τη σχέση που υφίσταται κατά τον Μαρξ μεταξύ της χρησιμοποίησης των εν λόγω μεθόδων παραγωγής και του ποσοστού κέρδους.

Κατά τον Μαρξ ο σκοπός της καπιταλιστικής παραγωγής είναι το κέρδος. Επειδή όμως στον καπιταλισμό ως ο παράγων, ο οποίος δημιουργεί τα εμπορεύματα και συνεπώς και το κέρδος που εμπειριέχεται σ’ αυτά, εμφανίζεται όχι η εργασία, η οποία πράγματι τα παράγει, αλλά το κεφάλαιο, τους καπιταλιστές δεν ενδιαφέρει απλώς και μόνον η μέγιστη δυνατή παραγωγή κέρδους, αλλά η μέγιστη δυνατή. παραγωγή κέρδους ανά μονάδα κεφαλαίου, δηλ. η μεγιστοποίηση του ποσοστού κέρδους.

Αύξηση της υπεραξίας και του κέρδους μπορούν να επιτύχουν μακροπρόθεσμα οι καπιταλιστές μόνον μειώνοντας την αξία της εργασιακής δύναμης δηλαδή μόνον αυξάνοντας – άμεσα ή έμμεσα1 – την παραγωγικότητα της εργασίας στην παραγωγή μισθιακών εμπορευμάτων. Διότι α) μια αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας στην παραγωγή «πολυτελών» δηλ. μη αναπαραγωγικών, εμπορευμάτων, επειδή δεν αυξάνει ούτε άμεσα ούτε έμμεσα την παραγωγικότητα της εργασίας στην παραγωγή μισθιακών εμπορευμάτων, δεν μειώνει την αξία της εργασιακής δύναμης και συνεπώς δεν αυξάνει την υπεραξία και το κέρδος, και β) για μια μείωση της αξίας της εργασιακής δύναμης και συνεπώς για μια αύξηση της υπεραξίας και του κέρδους στην παραγωγή οποιουδήποτε εμπορεύματος μέσω επέκτασης της εργάσιμης ημέρας ή εντατικοποίησης της εργασίας, ή μείωσης του πραγματικού ωρομισθίου υπάρχουν φυσικά και κοινωνικά όρια.

Κάθε αύξηση του κέρδους είναι όμως – ceteris paribus – και αύξηση του ποσοστού κέρδους. Συνεπώς οι καπιταλιστές μπορούν να αυξήσουν το ποσοστό κέρδους αυξάνοντας – μέσω άμεσης ή έμμεσης αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας στην παραγωγή μισθιακών εμπορευμάτων – την υπεραξία και το κέρδος.

Το ποσοστό κέρδους όμως μπορεί να αυξάνεται και χωρίς να αυξάνεται το κέρδος.

Αυτό συμβαίνει όταν, με αμετάβλητη υπεραξία και κέρδος, μειούται η αξία του χρησιμοποιούμενου σταθερού κεφαλαίου.

Η αξία του σταθερού κεφαλαίου μειούται προφανώς, όταν, ενώ η ποσότητα των χρησιμοποιούμενων μέσων παραγωγής παραμένει αμετάβλητη, αυξάνεται η παραγωγικότητα, της εργασίας στην παραγωγή αυτών των μέσων παραγωγής και συνεπώς μειούται, στον ίδιο βαθμό, η αξία τους.

Συνεπώς η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας τόσο στην παραγωγή μισθιακών εμπορευμάτων όσο και στην παραγωγή μέσων παραγωγής αυξάνει το ποσοστό κέρδους: η μεν αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας στην παραγωγή μισθιακών εμπορευμάτων, αυξάνοντας άμεσα την υπεραξία και το κέρδος, η δε αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας στην παραγωγή μέσων παραγωγής: α) αυξάνοντας την παραγωγικότητα της εργασίας στην παραγωγή μισθιακών εμπορευμάτων και συνεπώς έμμεσα την υπεραξία και το κέρδος και 6) μειώνοντας άμεσα την αξία των χρησιμοποιούμενων μέσων παραγωγής, δηλ. την αξία του σταθερού κεφαλαίου.

Ένας άλλος τρόπος μείωσης της αξίας του χρησιμοποιούμενου σταθερού κεφαλαίου και – ceteris paribus – αύξησης του ποσοστού κέρδους συνίσταται βέβαια και στη χρήση μεθόδων παραγωγής, οι οποίες απαιτούν για την παραγωγή μιας δεδομένης ποσότητας εμπορευμάτων τη χρησιμοποίηση μιας ποσότητας μέσων παραγωγής μικρότερης από τη μέχρι τώρα απαιτούμενη.

Κατά τον Μαρξ όμως οι ειδικά καπιταλιστικές μέθοδοι παραγωγής είναι τέτοιες που μια ορισμένη αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας απαιτεί ή και συνεπάγεται μια ποσοστιαία αύξηση της τεχνικής σύνθεσης του κεφαλαίου, δηλ. των ανά εργάτη χρησιμοποιούμενων μέσων παραγωγής, μεγαλύτερη απ’ την ποσοστιαία αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας.

Επειδή η αξία μιας μονάδας των μέσων παραγωγής μειούται ακριβώς κατά το ποσοστό, κατά το οποίον αυξάνεται η παραγωγικότητα της εργασίας, τα παραπάνω σημαίνουν, ότι με αυξανόμενη παραγωγικότητα της εργασίας αυξάνεται ο λόγος της αξίας των μέσων παραγωγής προς την ζωντανή εργασία. Συνεπώς με αυξανόμενη παραγωγικότητα της εργασίας αυξάνεται και ο λόγος της αξίας των μέσων παραγωγής προς την πληρωμένη εργασία, δηλ. η αξιακή σύθεση του κεφαλαίου και μάλιστα, στην περίπτωση που αυξάνεται το ποσοστό υπεραξίας, ποσοστιαία περισσότερο από το λόγο της αξίας των μέσων παραγωγής προς την ζωντανή εργασία.

Ο Μαρξ προϋποθέτει ότι το πραγματικό ωρομίσθιο αυξάνεται – καίτοι με αργότερο ρυθμό από την παραγωγικότητα. Αυτό συνεπάγεται αύξηση του ποσοστού υπεραξίας.

Με αυξανόμενη παραγωγικότητα αυξάνονται λοιπόν η αξιακή σύνθεση του κεφαλαίου και το ποσοστό υπεραξίας.

Αν, χάριν ευκολίας, ορίσουμε το ποσοστό κέρδους ως τον λόγο της υπεραξίας προς την αξία του σταθερού κεφαλαίου, τότε υπό τις παραπάνω συνθήκες το ποσοστό κέρδους μπορεί να μειούται, να παραμένει αμετάβλητο ή και να αυξάνεται.

Μπορεί να δείξει κανείς, ότι παραμένει αμετάβλητο όταν το ποσοστό της ως σταθερό κεφάλαιο επισωρευόμενης υπεραξίας παραμένει αμετάβλητο, ότι μειούται. όταν αυτό αυξάνεται, και ότι αυξάνεται, όταν αυτό μειούται.

Το ποσοστό της ως σταθερό κεφαλαίο επισωρευόμενης υπεραξίας αυξάνεται κατά τον Μαρξ για τον εξής λόγο;

Όπως αναφέραμε ήδη, κάθε αύξηση της παραγωγικότητας απαιτεί μια ακόμη μεγαλύτερη αύξηση της τεχνικής σύνθεσης του κεφαλαίου και συνεπώς μια αύξηση του λόγου της αξίας του σταθερού κεφαλαίου προς τη ζωντανή εργασία. Η αύξηση αυτή των μέσων παραγωγής και της αξίας τους ανά εργάτη είναι κατά τον Μαρξ τόσο μεγάλη, ώστε οι καπιταλιστές να χρειάζεται να επισωρεύουν ένα όλο και μεγαλύτερο ποσοστό της υπεραξίας τους ως σταθερό κεφάλαιο. Συνεπώς με αυξανόμενη παραγωγικότητα το ποσοστό της επισωρευμένης υπεραξίας αυξάνεται κι έτσι το ποσοστό κέρδους μειούται.

Η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους είναι λοιπόν συνέπεια της χρήσης των ειδικά καπιταλιστικών μεθόδων παραγωγής.

Πρόκειται ουσιαστικά για μια αντινομία, η οποία συνίσταται στο εξής: Οι μέθοδοι αυτές αυξάνουν μεν την παραγωγικότητα της εργασίας και – για δεδομένη ποσότητα εργασίας – το κέρδος, μειώνουν όμως την «παραγωγικότητα του κεφαλαίου» και συνεπώς και το ποσοστό κέρδους. Διότι το αντίστροφο του λόγου τη; αξίας του σταθερού κεφαλαίοι) προς την ζωντανή εργασία, δηλ. το αντίστροφον της αξίας του σταθερού κεφαλαίου ανά εργάτη, είναι η σε αξίες υπολογισμένη παραγωγικότητα του κεφαλαίου.

Πλην αυτών των ειδικά καπιταλιστικών μεθόδων παραγωγής ο Μαρξ γνωρίζει και μεθόδους παραγωγής, οι οποίες αυξάνουν την παραγωγικότητα της εργασίας και μειώνουν τον λόγο της αξίας του σταθερού κεφαλαίου προς την ζωντανή εργασία, οι οποίες δηλ. αυξάνουν τόσο την παραγωγικότητα της εργασίας όσο και αυτήν του κεφαλαίου, και συνεπώς αυξάνουν το ποσοστό κέρδους. Τις θεωρεί όμως μη τυπικές για τον καπιταλισμό.

Οι παραπάνω απόψεις του Μαρξ για την τεχνολογική εξέλιξη στον καπιταλισμό ενέχουν και μια αντίληψη για την εξέλιξη της σύνθεσης της παραγωγής και συγκεκριμένα την αντίληψη, ότι ο τομέας παραγωγής μέσων παραγωγής αυξάνεται γρηγορότερα απ’ της παραγωγής μέσων κατανάλωσης.

Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία, ότι οι απόψεις του Μαρξ είναι ορθές όσον αφορούν την περίοδο της μεγάλης βιομηχανίας που κατά την άποψη μας λήγει γύρω στα 1920. Φαίνεται όμως ότι στη συνέχεια ο καπιταλισμός είναι πλέον σε θέση να χρησιμοποιεί τεχνικές παραγωγής, οι οποίες αυξάνουν την παραγωγικότητα της εργασίας χωρίς να αυξάνουν και το λόγο της αξίας του σταθερού κεφαλαίου προς την ζωντανή εργασία χωρίς δηλ. να μειώνει την «παραγωγικότητα του κεφαλαίου», – καίτοι όπως και οι προηγούμενες τεχνικές, αυξάνουν την τεχνική σύνθεση του κεφαλαίου. Αυτό τουλάχιστον δείχνουν οι στατιστικές.

Για το λόγο της αξίας του σταθερού κεφαλαίου προς την ζωντανή εργασία υπάρχει ένας πολύ καλός στατιστικός δείκτης: ο λεγόμενος «συντελεστής κεφαλαίου», δηλ. ο λόγος της σε τιμές υπολογισμένης ονομαστικής αξίας του σταθερού κεφαλαίου προς την επίσης σε τιμές υπολογισμένη ονομαστική αξία του καθαρού προϊόντος. Οι ποσοστιαίες μεταβολές αυτού του λόγου είναι περίπου ίσες με τις ποσοστιαίες μεταβολές του λόγου της αξίας του σταθερού κεφαλαίου προς τη ζωντανή εργασία. Μετά το 1920 ο «συντελεστής κεφαλαίου» δεν αυξάνεται – πράγμα που σημαίνει ότι και ο λόγος της αξίας του σταθερού κεφαλαίου προς την ζωντανή εργασία δεν αυξάνεται. Το αντίστροφο του «συντελεστή κεφαλαίου» είναι η «παραγωγικότητα του κεφαλαίου» υπολογισμένη σε τιμές, δηλ. ο σε τιμές υπολογισμένος λόγος του καθαρού προϊόντος προς το σταθερό κεφάλαιο. Έτσι λοιπόν το γεγονός ότι μετά το 1920 ο «συντελεστής κεφαλαίου» δεν αυξάνεται σημαίνει ότι, και η «παραγωγικότητα του κεφαλαίου» δεν μειούται πλέον.

Και για την τεχνική σύνθεση του κεφαλαίου υπάρχει επίσης ένας καλός στατιστικός δείκτης: η σε σταθερές τιμές υπολογισμένη «ένταση κεφαλαίου», δηλ. ο λόγος του σε σταθερές τιμές υπολογισμένου σταθερού κεφαλαίου προς τη ζωντανή εργασία. Οι ποσοστιαίες μεταβολές αυτής της σε σταθερές τιμές υπολογισμένης «έντασης κεφαλαίου» αντανακλούν ακριβώς τις ποσοστιαίες μεταβολές της τεχνικής σύνθεσης του κεφαλαίου. Σύμφωνα με τις στατιστικές η «ένταση κεφαλαίου» εξακολουθεί και σήμερα να αυξάνεται – πράγμα που σημαίνει, ότι η τεχνική σύνθεση του κεφαλαίου αυξάνεται και σήμερα συνεχώς.

Οι καπιταλίστες λοιπόν μετά το 1920 περίπου είναι σε θέση να χρησιμοποιούν τεχνικές, οι οποίες αυξάνουν την παραγωγικότητα της εργασίας αλλά – καίτοι αυξάνουν επίσης την τεχνική σύνθεση του κεφαλαίου, δηλ. την «ένταση κεφαλαίου», – δεν αυξάνουν τον λόγο της αξίας του σταθερού κεφαλαίου προς τη ζωντανή εργασία, δηλ. το «συντελεστή κεφαλαίου», και συνεπώς δεν μειώνουν το αντίστροφο αυτού του λόγου, δηλ. την «παραγωγικότητα του κεφαλαίου». Συνέπεια της χρησιμοποίησης αυτών των τεχνικών είναι, ότι το ποσοστό κέρδους μακροπρόθεσμα δεν μειούται πλέον – καίτοι κοντοπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα μπορεί, από λόγους που σχετίζονται με την οικονομική συγκυρία ή με διαρθρωτικές μεταβολές αντιστοίχως, να μειούται.

Ο λόγος για τον οποίο το ποσοστό κέρδους δεν παρουσιάζει πλέον μακροπρόθεσμα μια πτωτική τάση, έγκειται στο ότι οι νέες τεχνικές παραγωγής αυξάνουν την παραγωγικότητα της εργασίας ποσοστιαία όχι λιγότερο απ’ ό,τι αυξάνουν την τεχνική σύνθεση του κεφαλαίου.

Όλοι σχεδόν οι οικονομολόγοι πριν από τον Μαρξ πίστευαν, ότι το ποσοστό κέρδους μακροπρόθεσμα μειούται. Ο Adam Smith πίστευε, ότι μειούται λόγω του ανταγωνισμού. Ο David Ricardo πίστευε, ότι μειούται λόγω της φθίνουσας αποδοτικότητας των νέων εδαφών. Ο Μαρξ είναι ο πρώτος θεωρητικός της οικονομίας, ο οποίος συνέδεσε τις χρησιμοποιούμενες τεχνικές παραγωγής με το βαθμό αξιοποίησης του κεφαλαίου. Η σχέση μεταξύ τεχνικών παραγωγής και ποσοστού κέρδους που ανέπτυξε ο Μαρξ ισχύει προφανώς και για την περίπτωση που το ποσοστό κέρδους δεν μειούται πλέον. Διότι και στις δύο περιπτώσεις, δηλ. τόσο τότε που το ποσοστό κέρδους μακροπρόθεσμα εμειούτο όσο και τώρα που μακροπρόθεσμα δεν μειούται πλέον, η αιτία της μακροπρόθεσμης πτωτικής ή μη πτωτικής τάσης του έγκειται στις χρησιμοποιούμενες τεχνικές παραγωγής.

Μια παρόμοια σχέση ανακάλυψε πολύ αργότερα και η αστική οικονομική επιστήμη. Στους οικονομολόγους είναι σήμερα – από το λεγόμενο πρόβλημα της επιλογής της πλέον κερδοφόρας τεχνικής – γνωστό, ότι, όταν για δεδομένο ωρομίσθιο μεταβληθεί η τεχνική παραγωγής, το ποσοστό κέρδους μεταβάλλεται. Ωστόσο το μοντέλο της επιλογής της πλέον κερδοφόρας τεχνικής είναι – σε αντίθεση με αυτό του Μαρξ που είναι ένα δυναμικό – ένα μοντέλο στατικής σύγκρισης. Το πέρασμα· από τη μια τεχνική στην άλλη είναι στο μοντέλο αυτό υποθετικό, και όχι, όπως στον Μαρξ, πραγματικό ιστορικό. Έτσι, τελικά, ο Μαρξ είναι όχι ο πρώτος αλλά και ο μόνος θεωρητικός της οικονομίας που ανέπτυξε τη σχέση μεταξύ τεχνικών παραγωγής και ποσοστού κέρδους.

Επειδή ακριβώς ο Μαρξ θεωρεί την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους αποτέλεσμα της χρησιμοποίησης των ειδικά καπιταλιστικών μεθόδων παραγωγής, δηλ. των τεχνικών παραγωγής που χρησιμοποιεί ο ήδη ανεπτυγμένος καπιταλισμός της «μεγάλης βιομηχανίας», δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός, ότι – όπως δείξαμε λεπτομερέστερα σε μια παλιότερη εργασία μας – αναπτύσσει τόσο στο Κεφάλαιο όσο και ‘στα Grundrisse το νόμο της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους κατά την ανάλυση της άμεσης διαδικασίας παραγωγής του κεφαλαίου, δηλ. στον τόμο Ι του Κεφαλαίου και στο πρώτο τμήμα (Abschnitt) των Grundrisse, κι όχι στον τόμο III του Κεφαλαίου και στο τρίτο τμήμα των Grundrisse (όπου εκτίθεται απλώς ο ανεπτυγμένος ήδη νόμος). Ακόμη και η συνοπτική απόδειξη αυτής της άποψης μας θα ξεπερνούσε κατά πολύ τα όρια αυτής της εργασίας. Αντ’ αυτής παραθέτουμε – κλείνοντας – μια μαρτυρία του ιδίου του Μαρξ. Σε μια επιστολή του προς τον Engels στις 3041868 γράφει:

«Τάση του ποσοστού κέρδους να μειούται κατά την πρόοδο της κοινωνίας. Αυτό προκύπτει ήδη από τα αναπτυχθέντα στο βιβλίο Ι (στον τόμο Ι του Κεφαλαίου – Γ.Σ.) για τη μεταβολή της σύνθεσης του κεφαλαίου με την ανάπτυξη της κοινωνικής παραγωγικής δύναμης».

 

 

Βιβλιογραφία

 

 

 

Karl Marx, Das Kapital, Bd. I und Bd. Ill, MEW Bd. 23 und Bd. 25. Karl Marx, Grundrisse der Kritik der Politischen Ökonomie, Frankfurt a. M., o. J. MarxEngels, Briefe über «Das Kapital», Berlin 1954.

Georgios Stamatis, Die “spezifisch kapitalitischen” Produktionsmethoden und der tendenzielle Fall der allgemeinen Profitrate bei Karl Marx, Berlin 1977. Γιώργος Σταμάτης, Προβλήματα μαρξιστικής οικονομικής θεωρίας, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 1986.

 

1.Καμιά σχέση με τον καπιταλιστικό αυτό τρόπο παραγωγής, ο οποίος βασίζεται σε μια αποκλειστικά τυπική υπαγωγή της εργασία; στο κεφάλαιο, δεν έχουν τα όσα θρυλεί ένα μέρος της σύγχρονης αριστερής ιστοριογραφίας περί σύγχρονου ελληνικού μεταπρατικού καπιταλισμού. Η μόνη σχέση μεταξύ των δύο είναι η εξής: Τα περί σύγχρονου ελληνικού μεταπρατικού καπιταλισμού θρυλούμενα είναι μια αναχρονιστική και – ως αγνοούσα τόσο τις πηγές της όσο και τον ίδιο τον χαρακτήρα της – άκριτη έκδοση της κατά των middlemen στρεφόμενης ιδεολογίας της μανουφακτούρας και της ανερχόμενης μεγάλης βιομηχανίας (που άνθισε στην Αγγλία γύρω στα 1830 με κύριο εκπρόσωπο της τον Thomas Hodgskin) ως συνεπούς αριστερής ερμηνείας του χαρακτήρα του σύγχρονου καπιταλισμού στη χώρα μας.

2.Ο όρος εργαλειομηχανή (Werkzeugmaschine) σημαίνει σήμερα τη μηχανή που παράγει άλλες μηχανές.

3.«Έμεσα» σημαίνει εδώ: αυξάνοντας την παραγωγικότητα της εργασίας στην παραγωγή μέσων παραγωγής, τα οποία εισέρχονται στην παραγωγή μισθιακών εμπορευμάτων.

 

 

 

 

 

Πηγή: http://www.theseis.com/index.php?option=com_content&task=view&id=164

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *