Το δημόσιο χρέος ως όψη και σύμπτωμα της καπιταλιστικής κρίσης

capitalism-is-crisis

Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο δεύτερο τεύχος της έντυπης έκδοσης

του Γιώργου Σταμάτη,

Το βασικό ερώτημα αναφορικά με το δημόσιο χρέος μπορεί να εξεταστεί σε σχέση με την τρέχουσα δημοσιονομική έκφραση της καπιταλιστικής κρίσης, καθώς και τις συνέπειες που αυτή έχει στη γενικότερη διαχείριση της κρίσης από την αστική πολιτική. Είναι σαφές ότι το Δημόσιο δυσκολεύεται να διαχειριστεί το δημόσιο χρέος, το οποίο ανέρχεται περίπου στο 150% του ΑΕΠ. Και σε τι συνίστανται οι σχετικές δυσκολίες; Στο ότι, πρώτον, το κράτος δεν είναι σε θέση να πληρώσει τα μέρη του χρέους που λήγουν ούτε εξ ιδίων, ούτε με νέα δάνεια, επειδή οι αγορές ή δεν προσφέρουν τα αντίστοιχα ποσά ή τα προσφέρουν μεν, αλλά με υψηλά και αυξανόμενα επιτόκια και, δεύτερον, στο ότι οι ετήσιοι τόκοι αυτού του χρέους αποτελούν ένα υψηλό και αυξανόμενο ποσοστό των δημοσίων εσόδων.

Αυτές οι δυσκολίες αφαιρούν από το κράτος τη δυνατότητα άσκησης επεκτατικής (κεϋνσιανής) οικονομικής πολιτικής, που συνήθως ακολουθείται σε ανάλογες περιπτώσεις, καθώς σε αυτή τη φάση, και ειδικότερα για την Ελλάδα, κάτι τέτοιο είναι πολιτικά και οικονομικά αδύνατο. Αφελείς ή αδαείς μόνον μπορεί να πιστεύουν ότι το κράτος είναι σε θέση ν’ ασκήσει τέτοιου είδους πολιτική, δεδομένου τόσο του χαρακτήρα της καπιταλιστικής κρίσης, όσο και των ιδιαίτερων οικονομικών και γεωπολιτικών συνθηκών και παραμέτρων που αφορούν στην Ελλάδα.

Λέγεται συνήθως ότι το χρέος του Δημοσίου σημαίνει πως η παρούσα γενιά μεταφέρει βάρη στις επόμενες. Αυτό είναι ένα κενό περιεχομένου ερμηνευτικό σχήμα. Δεν μεταφέρει αυτή η γενιά βάρη στις επόμενες, απλά συμβαίνει το εξής: Σε κάθε περίοδο, από τους φόρους που πληρώνουν πληρώνονται οι τόκοι σ’ εκείνους που έχουν δανείσει το κράτος. Ποιοι δανείζουν το κράτος; Κυρίως οι τράπεζες, τα funds και τα υψηλά εισοδηματικά στρώματα. Έτσι λοιπόν, για ορισμένους, το δημόσιο χρέος δεν είναι κάτι απευκταίο, αφού αποτελεί για αυτούς πηγή εύκολου και σίγουρου εισοδήματος. Τα χρέη των κρατών, λοιπόν, αποτελούν οργανική πλευρά του καπιταλιστικού συστήματος και ταυτόχρονα μια εξαιρετικά κερδοφόρα πηγή για τα κάθε λογής ιδιωτικά funds.

Πώς προέκυψε, όμως, η μεγάλη αύξηση του δημοσίου χρέους τα τελευταία χρόνια; Το δημόσιο χρέος είναι, αν υποθέσουμε πως δεν υπήρξαν ποτέ πλεονάσματα, ίσο με το άθροισμα όλων των δημοσίων ελλειμμάτων του παρελθόντος. Το δημόσιο έλλειμμα συνίσταται στη διαφορά μεταξύ των δαπανών και των εσόδων του δημοσίου τομέα. Αναλογισθείτε λίγο τις αυξήσεις των δαπανών των τελευταίων ετών: αμυντικές δαπάνες, δαπάνες για την Ολυμπιάδα, δαπάνες για περιττούς αυτοκινητόδρομους και γέφυρες που συνδέουν ανύπαρκτους αυτοκινητόδρομους. Αναλογισθείτε, επίσης, τις μειώσεις εσόδων από τη φορολογία επί των κερδών των επιχειρήσεων. Έτσι, για παράδειγμα, ο φορολογικός συντελεστής των μη διανεμηθέντων κερδών των ανωνύμων εταιρειών, από 45% μειώθηκε σε 35%, σε 25% και τείνει προς το 20%. Το τελευταίο ισοδυναμεί, αν υποθέσουμε ότι τα μισά κέρδη δεν διανέμονται, με έναν φορολογικό συντελεστή 10%. Δεν αποτελεί έκπληξη, λοιπόν, η αύξηση του ελλείμματος και η αντίστοιχη αύξηση του χρέους.

Είναι γνωστό το πώς αντιμετώπισε η κυβέρνηση το πρόβλημα. Προσέφυγε στην ΕΕ και στο ΔΝΤ και έλαβε δάνειο 110 δις ευρώ υπογράφοντας το Μνημόνιο. Είναι, επίσης, γνωστό το τι επιβάλλει το Μνημόνιο στη χώρα μας. Εν συντομία: μειώσεις συντάξεων, μειώσεις μισθών των δημοσίων υπαλλήλων, διάλυση των εργασιακών σχέσεων, μείωση της απασχόλησης στο δημόσιο τομέα, μειώσεις κοινωνικών δαπανών κ.ο.κ. Η πρόσφατη τροποποίηση των όρων της δανειακής σύμβασης (επιμήκυνση και μείωση επιτοκίου) επιβάλλει την εκποίηση των δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών, της δημόσιας περιουσίας. Το Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας ή Σύμφωνο Ευρώ προβλέπει, επίσης, μειώσεις μισθών και στον ιδιωτικό τομέα και αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης με παράλληλη μείωση των ελλειμμάτων (στο 3%) και του χρέους (στο 60%).

Δεν υπάρχει κανείς που να πιστεύει ότι αυτά τα μέτρα θα οδηγήσουν στο ξεπέρασμα της καπιταλιστικής κρίσης και της έκφρασής της στο δημοσιονομικό πεδίο. Θα έλεγα ότι δεν αποσκοπούν καν στο ξεπέρασμά της. Ισχυρίζομαι πως τα μέτρα αυτά δεν αποσκοπούν σε κάτι, μα αποτελούν τα ίδια σκοπούς που αυτονοήτως επιτυγχάνονται. Με πρόσχημα την υπέρβαση της κρίσης, οι κρατούντες μειώνουν μισθούς και συντάξεις, διαλύουν τις εργασιακές σχέσεις, το κοινωνικό κράτος, συρρικνώνουν τη δημόσια κοινωνική ασφάλιση και γενικότερα το δημόσιο τομέα προς όφελος του ιδιωτικού. Πρόκειται για μια σαφέστατη ταξική πολιτική υπέρ του κεφαλαίου. Και πάλι με πρόφαση τη δημοσιονομική δυσπραγία, το κράτος συρρικνώνει τις κοινωνικές δαπάνες και ναρκοθετεί τις όποιες πολιτικές ανάπτυξης, δημιουργώντας το πεδίο για μια καπιταλιστική ανάπτυξη που θα στηριχθεί στη βαθύτερη και εκτατικότερη απομύζηση της εργατικής δύναμης.

Κατά καιρούς έχουν διατυπωθεί πολλές προτάσεις που αφορούν στους τρόπους απεγκλωβισμού από το δημοσιονομικό πρόβλημα, για το οποίο, ακόμη και αν παραβλεφθεί το γεγονός ότι αποκόβεται από τη σοβούσα καπιταλιστική κρίση, προτάσσονται λύσεις που είναι απολύτως ανέφικτες – ακόμη και αν δεχθούμε τη μεθοδολογία τους.

Μια αρκετά διαδεδομένη πρόταση αφορά στη χρηματοδότηση από την Κεντρική Τράπεζα του δημόσιου χρέους με επιτόκιο, το επιτόκιο αναχρηματοδότησης των εμπορικών τραπεζών. Με αυτόν τον τρόπο θα μειώνονταν σημαντικά οι τόκοι και συνεπώς το έλλειμμα. Η άνωθεν πρόταση είναι τουλάχιστον αφελής και παντελώς ανεφάρμοστη. Στη δυνατότητα αυτή είχα ήδη αναφερθεί στις αρχές του ’90, για να δείξω πως, καίτοι φαίνεται εύλογη, δεν θα πραγματοποιηθεί ποτέ, διότι η πραγματοποίησή της θα σήμαινε την αφαίρεση κερδών από αυτούς που μέχρι τώρα χρηματοδοτούν το Δημόσιο. Για αυτόν ακριβώς το λόγο και έχει απαγορευθεί στην Κεντρική Τράπεζα να χρηματοδοτεί με οιονδήποτε τρόπο το Δημόσιο.

Μια εξίσου λαθεμένη θέση υποστηρίζεται σε σχέση με τη δυνατότητα του κράτους να προχωρήσει στην ίδρυση Τράπεζας, όπως η Γερμανία έχει ιδρύσει την KfW, για να χρηματοδοτήσει τις ανάγκες του. Είναι νομίζω προφανές το ανέφικτο αυτής της πρότασης, καθώς ούτε οι δυνατότητες του ελληνικού κράτους μπορούν να συγκριθούν με αυτές του γερμανικού, ούτε το οικονομικό περιβάλλον που καθορίζεται από τη συμμετοχή της Ελλάδας στην ΕΕ και την ΟΝΕ θα επέτρεπε και θα καθιστούσε βιώσιμη μια τέτοια προοπτική.

Μια ακόμη πρόταση αφορά στην απορρόφηση ενός μέρους των εθνικών χρεών από την ΕΚΤ και την αδρανοποίησή του μέσω αυτής της διαδικασίας. Κανείς δεν μπορεί να την υποχρεώσει να το κάνει, αλλά έστω ότι το κάνει: Έστω, λοιπόν, ότι αγοράζει (διαδικασία που κάνει ούτως ή άλλως σήμερα) κρατικά ομόλογα και τα διακρατεί έως τη λήξη τους – τι συμβαίνει; Μα δεν αλλάζει τίποτα! Το κράτος πρέπει να πληρώνει τους τόκους και να πληρώσει την ονομαστική αξία των ομολόγων όταν αυτά λήξουν. Η ΕΚΤ δεν είναι φιλόπτωχο ταμείο, τράπεζα είναι. Κάτι ανάλογο ισχύει και για τη δυνατότητα του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης να αγοράζει κρατικά ομόλογα από την πρωτογενή αγορά, δηλαδή απευθείας από το κράτος.

Μια άλλη πρόταση που ευρέως διαδίδεται αφορά στην έκδοση ευρωομολόγων. Γιατί να δεχθούν, π.χ. οι Γερμανοί, να δανείζονται οι ίδιοι με επιτόκιο 4% αντί του 2%, ώστε να καταφέρει η Ελλάδα να δανείζεται με επιτόκιο 4% αντί του 6% που ισχύει; Είναι σαφές, θεωρώ, ότι οι οξύτατοι ενδοκαπιταλιστικοί ανταγωνισμοί καθιστούν ανέφικτη μια τέτοια πρόταση, τουλάχιστον με το συσχετισμό δυνάμεων εντός της ΕΕ, που καθορίζεται από την ηγεμονία, οικονομική και πολιτική, της γερμανικής αστικής τάξης.

Μια πρόταση που αποτελεί προσφιλή θέση της αριστεράς αναφέρεται στη δημιουργία Επιτροπής Λογιστικού Ελέγχου του χρέους που θα το καταγράψει και θα κρίνει ποιο μέρος είναι παράνομο, έγκυρο, επαχθές, «καλό», δηλαδή, και «κακό» χρέος. Καταρχήν, δεν υφίσταται έννοια οικονομική ή πολιτική έγκυρου και μη έγκυρου χρέους. Το χρέος της ελληνικής αστικής τάξης προς τις ομόλογές της, ή προς ιδιωτικές τράπεζες, είναι ένα καθ’ όλα νόμιμο συστημικό χρέος που προέκυψε έλλογα μέσα στα πλαίσια που τίθενται από τη λειτουργία του καπιταλιστικού οικονομικού κύκλου. Μόνο η συνολική αμφισβήτηση της ουσίας του καπιταλιστικού συστήματος και της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας που δημιούργησε αυτό το χρέος μπορεί να οδηγήσει στη μη αποδοχή του. Όχι στην επιλεκτική μη αποδοχή του, με πληρωμή του «καλού» χρέους και μη αποπληρωμή του «κακού» χρέους, αλλά στη συνολική άρνησή του. Κάτι τέτοιο φυσικά προϋποθέτει τη συνολική αμφισβήτηση της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας της εγχώριας αστικής τάξης, τη συνολική ρήξη και έξοδο από την ΕΕ, που θα την επιβάλλει μια νέα εξουσία των εργαζόμενων.

Καταληκτικά, όσο το δημόσιο χρέος κατανοείται και εξετάζεται ως αυτοτελές οικονομικό και πολιτικό φαινόμενο, αποκομμένο από τη συνολική, συστημική καπιταλιστική κρίση, οδηγεί σε προτάσεις που είτε δεν είναι βιώσιμες εντός των δοσμένων ορίων του καπιταλιστικού οικονομικού περιβάλλοντος, το οποίο προσδιορίζεται από τις επιλογές της ελληνικής αστικής τάξης και τη μορφή που λαμβάνουν αυτές οι επιλογές εντός της ΕΕ και της ΟΝΕ, είτε σε προτάσεις που, ακόμη και αν καταστούν βιώσιμες λόγω της ενδεχόμενης αλλαγής των ενδοκαπιταλιστικών συσχετισμών, θα σημάνουν περαιτέρω και βαθύτερη εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης που θα βαίνει αύξουσα και αδιάκοπη.

 

Το συγκεκριμένο κείμενο αποτελεί κομμάτι τοποθέτησης του καθηγητή Γιώργου Σταμάτη σε εκδήλωση στο Πανεπιστήμιο Πατρών.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *