Το μουσικό γούστο ως πρακτική κοινωνικής διάκρισης

Δημοσιεύουμε κείμενο που λάβαμε στο mail του ιστολογίου.

 

 Το μουσικό γούστο ως πρακτική κοινωνικής διάκρισης

 

 

γράφει ο Θανάσης Αλεξίου,

 

 

Όταν μιλάμε για μουσικό γούστο καλό είναι να αποφεύγουμε κατηγοριοποιήσεις για το γνωστικό επίπεδο των ανθρώπων (ανώτερο/κατώτερο), και αντίστοιχα για  ανώτερη/κατώτερη κουλτούρα, ποιοτική μουσική/«σκυλάδικο». Και αυτό επειδή το τι μας αρέσει ή όχι (μουσική,  ζωγραφική, γλυπτική κ.λπ.) έχει να κάνει  όχι με γνωστικούς παράγοντες, αλλά με κοινωνικούς, όπως με την κοινωνική μας θέση, με το περιεχόμενο της εργασίας μας κ.λπ. Αν η εργασία είναι δημιουργική και μας ευχαριστεί,  αν αυτή είναι αγγαρεία, βιοπορισμός, όπως είναι η μισθωτή εργασία (εφόσον υπάρχει;) και μας καταναγκάζει κ.ο.κ.;  Εφόσον οι άνθρωποι βιώνουν την εργασία ως δυσφορία, ως έκπτωση, καθώς αυτή έχει εμπορευματοποιηθεί και έχει απολέσει δημιουργικά και ποιητικά στοιχεία (αποειδίκευση), -ας σκεφτούμε την εργασία στην αλυσίδα συναρμολόγησης, την μονότονη εργασία των πωλητριών στο σούπερ μάρκετ, βαριές και ανθυγιεινές δουλειές κ.ά.-, θα θέλουν στον ελεύθερο χρόνο να «ξεδώσουν», υποτάσσοντας τη μορφή της τέχνης στη λειτουργία με την έννοια της αναγωγής της τέχνης, της μουσικής κ.ο.κ. στα πράγματα της ζωής,  στην άμεση ευχαρίστηση των αισθήσεων. Αυτό από την πλευρά της καθαρής αισθητικής φαντάζει όπως, εύστοχα επισημαίνει ο P. Bourdieu, ως βαρβαρισμός (Η Διάκριση.Κοινωνική κριτική της καλαισθητικής κρίσης, Αθήνα:Παττάκης, 2002).

Αντίθετα τα μεσοαστικά και τα αστικά στρώματα που βιώνουν την εργασία τους ως δημιουργία, ως ποίηση, και αντιλαμβάνονται τον ελεύθερο χρόνο ως συνέχεια του εργάσιμου, δίνουν έμφαση περισσότερο στη μορφή της τέχνης («καθαρή αιθητικής»), παρά στη λειτουργία της, πράγμα που ισοδυναμεί με μια αποποίηση-αποστροφή της κοινωνικής πραγματικότητας  (συναισθηματική αποδέσμευση, απόσταση, εσωστρέφεια κ.ο.κ.). Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία  καθώς η πρόσληψη-κατανάλωση της «καθαρής αισθητικής»  προϋποθέτει, λόγου χάρη, μια ιδιωτική σφαίρα και μια απλοχωριά για να αναπτυχθεί (χώρο για τον εαυτό, χρόνο για να μιλήσει κανείς αυτάρεσκα για τον εαυτό του, συνομιλητές κ.λπ.). Αντίθετα «σ’ ένα δωμά με εφτά νομά», όπως λέει το λαϊκό τραγούδι, περιγράφοντας τη στεγαστική κατάσταση των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων λείπουν οι κοινωνικές και χωρικές προϋποθέσεις για το ξεδίπλωμα μιας ιδιωτικότητας, για διαλογισμό κ.λπ., προϋποθέσεις που είναι μάλλον απαραίτητες για την «κατανάλωση», ας πούμε,  τη κλασσικής μουσικής.

Συνεπώς η αισθητική κρίση με την οποία προσλαμβάνουμε και αξιολογούμε ένα έργο τέχνης, ένα μουσικό κομμάτι, δηλαδή το γούστο, επηρεάζεται σημαντικά από τον τρόπο με τον οποίο βιώνουμε την πραγματικότητα, πόσο μάλλον όταν αυτή η αξιολόγηση προϋποθέτει μια εξοικείωση με την τέχνη, ακόμη και με την πιο στενή της έννοια. Την εξοικείωση, δηλαδή, του αισθητηριακού οργάνου (αυτί, μάτι, σώμα κ.λπ.) με το είδος της τέχνης (μουσική, πίνακας ζωγραφικής κ.λπ.) αλλά και με τους όρους παραγωγής της. Να γνωρίζουμε δηλαδή τι είναι το πιάνο, τι είναι το βιολοντσέλο, τι είναι το βιολί κ.ο.κ.; Προϋποθέτει επίσης κοινωνικές δεξιότητες και προδιαθέσεις (Habitus), απόρροια πολιτισμικού κεφαλαίου (σχήματα πρόσληψης και ταξινόμησης της πραγματικότητας) για να κατανοήσουμε το αντικείμενο, να το επεξεργαστούμε, να το εντάξουμε κ.ο.κ. Ωστόσο το πολιτισμικό κεφάλαιο κατανέμεται, ανάλογα με την κοινωνική-ταξική θέση, και για τους λόγους που παραπάνω αναφέραμε,  άνισα.

Βεβαίως διάφορα είδη μουσικής λειτουργούν, όπως και τα «αστικά» αθλήματα (γκόλφ, τέννις κ.λπ.) και ως «πρακτικές διάκρισης» (και αποκλεισμού άλλων) ώστε μέσα από συγκεκριμένες αθλητικές πρακτικές να αναπαράγονται κοινωνικές ομάδες και ελιτ (λέσχες/κλαμπ). Λειτουργούν όμως και ως συστήματα διάχυσης των αστικών αξιών για την εργασία, της ζωή, την οικογένεια κ.ο.κ. και «τρόπων ευγενείας» (σαβουάρ βιβρ), επομένως  και  στην ηθική πειθάρχηση και πρόσδεση κοινωνικών ομάδων (εργατική τάξη στην Αγγλία, τοπικές ελίτ στην Ινδία κ.ο.κ.), όπως έχει δείξει ο A. Appandurai με την ιστορία του κρίκετ στην Ινδία (Νεωτερικότητα χωρίς σύνορα. Πολιτισμικές διαστάσεις της παγκοσμιοποίησης, Αθήνα: Αλεξάνδρεια, 2014). Σ’ ένα βαθμό διάφορα είδη τραγουδιού όπως η  «ελαφρά μουσική» (οπερέτα, ποπ, ελαφρολαϊκό κ.ά.) εμφανίστηκαν για να ενσωματώσουν και να προσδέσουν, κυρίως τα μικροαστικά στρώματα, αλλά και την εργατική τάξη στο κυρίαρχο σύστημα αξιών. Ωστόσο υπάρχει και η αντίστροφη τάση, με τη «λαϊκή» μουσική  (τζαζ, ρεμπέτικο,  φλαμένκο, φάντος κ.ά.) να  μεταφέρεται στα σαλόνια, να «αστικοποιείται». Χωρίς αυτό να εξιδανικεύει τις συγκεκριμένες μουσικές πρακτικές που συχνά συγκρατούν καταλοιπικές μορφές κοινωνικής συνείδησης (φαταλισμό, πατερναλισμό, σεξισμό κ.λπ.), τις περισσότερες φορές πρόκειται, -αφού απομονωθούν  από  στοιχεία που θυμίζουν τον χρονότοπο καταγωγής της (εξεγερσιακά, ανατρεπτικά, ταξικά κ.λπ.)- για μια διαδικασία ελέγχου του θυμικού των λαϊκών στρωμάτων και μιας αντίστοιχης διαδικασίας «λογιοποίησης»-«εξευγενισμού», αυτών των μουσικών πρακτικών.

Επομένως η «κατανάλωση», ας πούμε ενός μουσικού είδους,  υποκρύπτει και μια διάθεση διάκρισης με τα άτομα να τοποθετούνται ανάλογα με τους τρόπους κατανάλωσης-επίδειξης σε μια διαστρωμάτωση γούστου ανώτερης ή κατώτερης τάξης. Νομίζω πως εδώ αποβλέπουν, έστω και ασύνειδα, όσοι/ες αποφαίνονται για το επίπεδο  της «υψηλής κουλτούρας», του «ποιοτικού τραγουδιού», του «σκυλάδικου» κ.ο.κ. Ακριβώς επειδή το νόημα, η συνείδηση παράγονται κοινωνικά είναι εντελώς αντιπαραγωγικό να συγχέεται η καλλιτεχνική δημιουργία με τα άτομα, αξιολογώντας αυτήν από τις συμπεριφορές τους. Εξάλλου όπως το έχει θέσει ο σουρεαλισμός, ένα αστικό κίνημα κριτικής της τέχνης (P. Bürger) όλοι οι άνθρωποι είναι εν δυνάμει δημιουργοί, καλλιτέχνες κ.λπ. Βεβαίως αυτά (μουσικοί, ζωγράφοι, ερμηνευτές κ.ά.) ή, πιο ορθά ένα  μέρος τους, έχοντας καταλάβει στον τεχνικό καταμερισμό εργασίας μια περίοπτη θέση αποσπούν από το κοινωνικό υπερπροϊόν (πλεόνασμα), κάτι, ή και πολύ παραπάνω απ’ όσο είναι το κόστος για την κοινωνική τους αναπαραγωγή, δηλαδή τα έξοδα συντήρησής τους.

Κατά κάποιο τρόπο η αισθητική κρίση, το μουσικό γούστο δείχνει περισσότερο την κοινωνική θέση και όχι το γνωστικό επίπεδο των ατόμων. Διαφορές υπάρχουν μόνο αν τεθεί το ερώτημα με όρους όρους κοινωνικής χειραφέτησης, δηλαδή αν ένα είδος τραγουδιού, λόγου χάρη, προάγει με τις αναγκαίες μορφικές διαμεσολαβήσεις μια συνείδηση της κοινωνικής κατάστασης με τις αντιφάσεις και τα όριά της (περιεχόμενο). Από αυτή την οπτική, η διάδοση ενός είδους τραγουδιού που εκθειάζει το φαταλισμό, τον σεξισμό, την υποταγή κ.λπ. ασκεί, όπως και η «καθαρή αισθητική» που αποποιείται την πραγματικότητα, ιδεολογική λειτουργία, αναστέλλοντας την έγερση μιας χειραφετητικής συνείδησης του κόσμου.

 

 

5 σχόλια

  1. Praxis Review Απάντηση

    Καλησπέρα Φανή,

    Τα συγχαρητήρια στον συγγραφέα, εμείς απλά δημοσιεύουμε.

    Πάντως το θέμα είναι πολύ ενδιαφέρον.

  2. Praxis Review Απάντηση

    Θα κάνουμε ότι μπορούμε, γενικά βλέπεις ότι μία στις 4-5 αναρτήσεις είναι για κάτι σχετικό.

    Ευχαριστούμε Χρήστο και Φανή για τα σχόλια.

    Κατερίνα.

Γράψτε απάντηση στο Fani Ακύρωση απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *