Απάντηση στους σ. Α.Β Σανινα και Β.Γ Βενζερ

 

 

Απάντηση στους σ. Α.Β Σανινα και Β.Γ Βενζερ

 

 

Έλαβα τα γράμματα σας. Είναι φανερό ότι οι συγγραφείς των γραμμάτων αυτών μελετούν βαθιά και σοβαρά τα προβλήματα της οικονομίας της χώρας μας. Μέσα στα γράμματα υπάρχουν πολλές σωστές διατυπώσεις και ενδιαφέρουσες σκέψεις. Όμως πλάι σ’ αυτά υπάρχουν εκεί και μερικά σοβαρά θεωρητικά λάθη. Στην απάντηση αυτή σκοπεύω να σταθώ στα λάθη ακριβώς αυτά.

  1. Το ζήτημα του χαρακτήρα των οικονομικών νόμων στο σοσιαλισμό

Οι σύντροφοι Σανίνα και Βένζερ υποστηρίζουν ότι «μονάχα χάρη στη συνειδητή δράση των σοβιετικών ανθρώπων, που ασχολούνται με την υλική παραγωγή, ξεπροβάλλουν οι οικονομικοί νόμοι του σοσιαλισμού». Η θέση αυτή είναι εντελώς λαθεμένη.

Υπάρχει, άραγε, νομοτέλεια της οικονομικής εξέλιξης αντικειμενικά, έξω από μας, ανεξάρτητα από τη θέληση και τη συνείδηση των ανθρώπων; Ο μαρξισμός απαντάει στο ερώτημα αυτό καταφατικά. Ο μαρξισμός θεωρεί ότι οι νόμοι της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού είναι η αντανάκλαση στα κεφάλια των ανθρώπων της αντικειμενικής νομοτέλειας, που υπάρχει έξω από μας. Η διατύπωση, όμως, των συντρόφων Σανίνα και Βένζερ απαντάει στο ζήτημα αυτό αρνητικά. Αυτό σημαίνει ότι οι σύντροφοι αυτοί συμφωνούν με την άποψη της λαθεμένης θεωρίας που υποστηρίζει ότι οι νόμοι της οικονομικής εξέλιξης στο σοσιαλισμό «δημιουργούνται», «μετασχηματίζονται» από τα καθοδηγητικά όργανα της κοινωνίας. Με άλλα λόγια, ξεκόβουν απ’ το μαρξισμό και μπαίνουν στο δρόμο του υποκειμενικού ιδεαλισμού.

Φυσικά, οι άνθρωποι μπορούν ν’ ανακαλύψουν αυτή την α-ντικειμενική νομοτέλεια, να τη γνωρίσουν και στηριζόμενοι σ’ αυτή να τη χρησιμοποιήσουν για το συμφέρον της κοινωνίας. Όμως, δεν μπορούν ούτε να τη «δημιουργήσουν» ούτε να τη «μετασχηματίσουν». 

Ας υποθέσουμε ότι παραδεχόμαστε για μια στιγμή την άποψη της λαθεμένης θεωρίας, που αρνιέται την ύπαρξη αντικειμενικής νομοτέλειας στην οικονομική ζωή στο σοσιαλισμό και που διακηρύχνει ότι υπάρχει η δυνατότητα να «δημιουργηθούν» οικονομικοί νόμοι, να «μετασχηματιστούν» οι οικονομικοί νόμοι. Πού θα κατέληγε κάτι τέτοιο; Θα κατέληγε στο να πέσουμε στο βασίλειο του χάους και της σύμπτωσης, να βρεθούμε σε δουλική εξάρτηση απ’ αυτές τις συμπτώσεις, να στερηθούμε τη δυνατότητα όχι μόνο να καταλαβαίνουμε, αλλά ακόμα και να τα βγάλουμε πέρα μέσα σ’ αυτό το χάος των συμπτώσεων.

Αυτό θα κατέληγε στο να καταργήσουμε την πολιτική οικονομία σαν επιστήμη, γιατί η επιστήμη δεν μπορεί να ζήσει και ν’ αναπτυχθεί, χωρίς να παραδεχτεί ότι υπάρχουν αντικειμενικές νομοτέλειες, χωρίς να μελετάει τις νομοτέλειες αυτές. Και αν καταργούσαμε την επιστήμη, θα χάναμε τη δυνατότητα να προβλέψουμε την πορεία των γεγονότων στην οικονομική ζωή της χώρας, θα χάναμε, δηλαδή, τη δυνατότητα να ασκήσουμε ακόμα και την πιο στοιχειώδη οικονομική καθοδήγηση.

Τέλος, θα βρισκόμασταν κάτω από την εξουσία της αυθαιρεσίας των «οικονομικών» τυχοδιωκτών, που είναι έτοιμοι να «καταστρέψουν» τους νόμους της οικονομικής εξέλιξης και να «δημιουργήσουν» καινούργιους νόμους, δίχως να καταλαβαίνουν και να παίρνουν υπόψη τους τις αντικειμενικές νομοτέλειες.

Είναι γνωστή σε όλους η κλασική διατύπωση της μαρξιστικής θέσης πάνω σ’ αυτό το ζήτημα, που δόθηκε από τον Ένγκελς στο Αντι-Ντίρινγκ:

 «Οι κοινωνικές δυνάμεις, όπως κι οι φυσικές δυνάμεις, ενεργούν τυφλά, βίαια, καταστροφικά, όσο δεν τις γνωρίζουμε και δεν τις παίρνουμε υπόψη. Όμως, απ’ τη στιγμή που θα τις γνωρίσουμε, που θα μελετήσουμε τη δράση τους, την κατεύθυνση τους και την επίδραση τους, από εκείνη τη στιγμή εξαρτιέται πια από μας και μόνο να τις υποτάσσουμε όλο περισσότερο και περισσότερο στη θέληση μας και με τη βοήθεια τους να πετυχαίνουμε το σκοπό μας. Αυτό συμβαίνει ιδιαίτερα με τις σύγχρονες ισχυρές παραγωγικές δυνάμεις.

Όσο αρνούμαστε επίμονα να κατανοήσουμε την ουσία τους και το χαρακτήρα τους -και στην κατανόηση αυτή αντιδρούν ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής και οι υποστηρικτές του- μέχρι τη στιγμή εκείνη οι παραγωγικές δυνάμεις ενεργούν παρά και ενάντια μας, μέχρι τη στιγμή εκείνη μας εξουσιάζουν, με τον τρόπο που δείξαμε λεπτομερειακά πιο πάνω. Όμως, απ’ τη στιγμή που κατανοήσαμε τη φύση τους, μπορούν στα χέρια των συνεταιρισμένων παραγωγών να μετατραπούν από διαβολικοί κυρίαρχοι σε υπάκουους υπηρέτες. Εδώ υπάρχει η ίδια εκείνη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στις καταστροφικές δυνάμεις του ηλεκτρισμού στον κεραυνό και το τιθασευμένο ηλεκτρισμό στη συσκευή του τηλέγραφου και στη λάμπα του ηλεκτρικού τόξου, η ίδια εκείνη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στην πυρκαγιά και τη φωτιά, που εξυπηρετεί τον άνθρωπο.

Όταν οι άνθρωποι αρχίσουν, τελικά, να χρησιμοποιούν τις σύγχρονες παραγωγικές δυνάμεις σύμφωνα με τη γνωστή τους φύση, τότε η κοινωνική αναρχία στην παραγωγή θ’ αντικατασταθεί με την κοινωνικά σχεδιασμένη ρύθμιση της παραγωγής, που είναι υπολογισμένη, ώστε να ικανοποιεί τις απαιτήσεις τόσο ολόκληρης της κοινωνίας όσο και κάθε μέλους της. Τότε ο καπιταλιστικός τρόπος ιδιοποίησης, κατά τον οποίο το προϊόν υποδουλώνει στην αρχή τον παραγωγό και ύστερα και αυτόν που το ιδιοποιείται, θα αντικατασταθεί με νέο τρόπο ιδιοποίησης των προϊόντων, βασισμένο στην ίδια τη φύση των σύγχρονων μέσων παραγωγής: από τη μια μεριά με την άμεση κοινωνική ιδιοποίηση των προϊόντων εκείνων, που αποτελούν μέσα διατήρησης και επέκτασης της παραγωγής, και, απ’ την άλλη, με την άμεση ατομική ιδιοποίηση των άλλων προϊόντων, που αποτελούν μέσα ζωής και απόλαυσης.»

  1. Το ζήτημα των μέτρων που πρέπει να παρθούν για την ανύψωση της κολχόζνικης ιδιοκτησίας μέχρι το επίπεδο της κοινωνικής ιδιοκτησίας

Ποια μέτρα είναι απαραίτητα για ν’ ανυψωθεί η κολχοζνικη ιδιοκτησία, που δεν είναι φυσικά κοινωνική ιδιοκτησία, μέχρι το επίπεδο της κοινωνικής («εθνικής») ιδιοκτησίας;

Μερικοί σύντροφοι νομίζουν ότι είναι απαραίτητο να εθνικοποιήσουμε απλώς την κολχοζνικη ιδιοκτησία κηρύχνοντάς την κοινωνική ιδιοκτησία, όπως, π.χ., κάναμε στην κατάλληλη εποχή και με την καπιταλιστική ιδιοκτησία. Η πρόταση αυτή είναι εντελώς λαθεμένη και απόλυτα απαράδεκτη. Η κολχοζνικη ιδιοκτησία είναι σοσιαλιστική ιδιοκτησία και δεν μπορούμε με κανέναν τρόπο να τη μεταχειριστούμε όπως την καπιταλιστική ιδιοκτησία. Από το γεγονός ότι η κολχοζνικη ιδιοκτησία δεν είναι ιδιοκτησία κοινωνική, δε βγαίνει, σε καμιά περίπτωση, το συμπέρασμα ότι η κολχοζνικη ιδιοκτησία δεν είναι σοσιαλιστική ιδιοκτησία.

 Οι σύντροφοι αυτοί νομίζουν ότι η μεταβίβαση της ιδιοκτησίας ξεχωριστών ιδιωτών και ομάδων σε ιδιοκτησία του κράτους είναι η μοναδική, είτε, εν πάση περιπτώσει, η καλύτερη μορφή εθνικοποίησης. Αυτό είναι λάθος. Στην πραγματικότητα, η μεταβίβαση σε ιδιοκτησία του κράτους δεν είναι η μοναδική και ακόμα δεν είναι και η καλύτερη μορφή εθνικοποίησης, αλλά είναι η στοιχειώδης μορφή εθνικοποίησης, όπως λέει σωστά ο Ένγκελς στο Αντι-Ντίρινγκ.

Είναι βέβαιο ότι όσο υπάρχει κράτος η μεταβίβαση σε ιδιοκτησία του κράτους είναι η πιο κατανοητή στοιχειώδης μορφή εθνικοποίησης. Όμως, το κράτος δε θα υπάρχει στον αιώνα των αιώνων. Με τη διεύρυνση της σφαίρας δράσης του σοσιαλισμού στην πλειοψηφία των χωρών του κόσμου, το κράτος θα πεθαίνει και, φυσικά, μαζί μ’ αυτό θα εκλείψει και το ζήτημα της μεταβίβασης της περιουσίας ξεχωριστών ιδιωτών και ομάδων στο κράτος. Το κράτος θα πεθάνει, αλλά η κοινωνία θα μείνει. Επομένως, κληρονόμος της κοινωνικής ιδιοκτησίας δε θα ‘ναι πια το κράτος που θα πεθάνει, αλλά η ίδια η κοινωνία στο πρόσωπο του κεντρικού της καθοδηγητικού οικονομικού οργάνου.

Τι πρέπει, λοιπόν, να κάνουμε στην περίπτωση αυτή, για να ανυψώσουμε την κολχόζνικη ιδιοκτησία μέχρι το επίπεδο της κοινωνικής ιδιοκτησίας;

Σαν βασικό μέτρο για μια τέτοια άνοδο της κολχόζνικης ιδιοκτησίας οι σ. Σανίνα και Βένζερ προτείνουν το εξής: Να παραχωρήσουμε σε ιδιοκτησία των κολχόζ τα βασικά εργαλεία παραγωγής, που είναι συγκεντρωμένα στους μηχανοτρακτερικούς σταθμούς, να απαλλάξουμε με τον τρόπο αυτό το κράτος από τις επενδύσεις κεφαλαίων στην αγροτική οικονομία και να πετύχουμε, ώστε τα ίδια τα κολχόζ ν’ αναλάβουν την ευθύνη για τη συντήρηση και την ανάπτυξη των μηχανοτρακτερικών σταθμών. Λένε:

«Θα ήταν λάθος να νομίσουμε ότι οι επενδύσεις των κολχόζ πρέπει κατά κύριο λόγο να κατευθύνονται προς τις πολιτιστικές ανάγκες του κολχόζνικου χωριού και ότι για τις ανάγκες της αγροτικής παραγωγής θα πρέπει, όπως και πριν, το κράτος να κάνει τη βασική μάζα των επενδύσεων. Δε θα είναι, άραγε, πιο σωστό ν’ απαλλάξουμε το κράτος απ’ αυτό το φορτίο, μια που τα κολχόζ έχουν όλες τις ικανότητες να πάρουν το φορτίο αυτό ολοκληρωτικά απάνω τους; Για το κράτος θα βρεθούν αρκετές δουλειές, όπου να επενδύσει τα κεφάλαια του με το σκοπό να δημιουργήσει στη χώρα αφθονία αντικειμένων κατανάλωσης.»

Για να στηρίξουν την πρόταση αυτή οι εισηγητές της βάζουν σ’ ενέργεια μερικά επιχειρήματα.

Πρώτο. Αναφερόμενοι στα λόγια του Στάλιν, ότι τα μέσα παραγωγής δεν πουλιούνται ούτε και στα κολχόζ, οι εισηγητές της πρότασης βάζουν σε αμφισβήτηση τη θέση αυτή του Στάλιν, δηλώνοντας ότι το κράτος παρ’ όλα αυτά πουλάει μέσα παραγωγής στα κολχόζ, μέσα παραγωγής τέτοια όπως είναι τα μικρά εργαλεία σαν τις κόσες και τα δρεπάνια, τους μικρούς κινητήρες κλπ. Έχουν τη γνώμη ότι, αφού το κράτος πουλάει στα κολχόζ αυτά τα μέσα παραγωγής, θα μπορούσε να τους πουλάει και όλα τα άλλα μέσα παραγωγής, όπως είναι οι μηχανές των ΜΤΣ (μηχανοτρακτερικών σταθμών, Σημ. μετ.).

Το επιχείρημα αυτό είναι σαθρό. Βέβαια, το κράτος πουλά στα κολχόζ τα μικρά εργαλεία, όμως αυτό πρέπει να γίνεται σύμφωνα με το καταστατικό του αγροτικού αρτέλ και σύμφωνα με το Σύνταγμα. Μπορούμε όμως, άραγε, να εξισώσουμε τα μικρά εργαλεία με εκείνα τα βασικά μέσα παραγωγής της αγροτικής οικονομίας, όπως είναι οι μηχανές των ΜΤΣ, είτε, π.χ., όπως είναι η γη, που είναι, επίσης, ένα απ’ τα βασικά μέσα παραγωγής στην αγροτική οικονομία; Είναι ξεκάθαρο πως δεν μπορούμε. Δεν μπορούμε, γιατί τα μικρά εργαλεία δεν αποφασίζουν με κανέναν τρόπο για την τύχη της κολχόζνικης παραγωγής, ενώ τα μέσα παραγωγής, σαν τις μηχανές των ΜΤΣ και τη γη, αποφασίζουν ολοκληρωτικά για την τύχη της αγροτικής οικονομίας στις σύγχρονες συνθήκες.

Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς ότι, όταν ο Στάλιν έλεγε ότι τα μέσα παραγωγής δεν πουλιούνται στα κολχόζ, είχε υπόψη του όχι τα μικρά εργαλεία, αλλά τα βασικά μέσα της αγροτικής παραγωγής: τις μηχανές των ΜΤΣ και τη γη. Οι εισηγητές της πρότασης παίζουν με τις λέξεις «μέσα παραγωγής» και συγχέουν δυο διαφορετικά πράγματα, δίχως να καταλαβαίνουν ότι πέφτουν έξω.

Δεύτερο. Οι σ. Σανίνα και Βένζερ αναφέρονται ύστερα στο ότι στην περίοδο της αρχής του μαζικού κολχόζνικου κινήματος, στα τέλη του 1929 και στις αρχές του 1930, η ίδια η ΚΕ του ΚΚ της ΣΕ (μπ.) πήρε τη θέση να παραχωρηθούν σαν ιδιοκτησία των κολχόζ οι μηχανοτρακτερικοί σταθμοί, με την απαίτηση να κάνουν τα κολχόζ την απόσβεση της αξίας των μηχανοτρακτερικών σταθμών στη διάρκεια τριών ετών. Έχουν τη γνώμη ότι, αν και τότε η δουλειά αυτή απέτυχε «εξαιτίας της οικονομικής αδυναμίας» των κολχόζ, όμως τώρα, όπου τα κολχόζ γίνανε πλούσια, θα μπορούσαμε να ξαναγυρίσουμε στην πολιτική αυτή, να πουληθούν, δηλαδή, στα κολχόζ οι μηχανοτρακτερικοί σταθμοί.

Το επιχείρημα αυτό είναι, επίσης, σαθρό. Στην ΚΕ του ΠΚΚ (μπ.) πραγματικά πάρθηκε απόφαση να πουληθούν οι ΜΤΣ στα κολχόζ στις αρχές του 1930. Η απόφαση αυτή πάρθηκε ύστερα από πρόταση μιας ομάδας ουντάρνικων-κολχόζνικων, σαν είδος πειράματος, σαν είδος δοκιμής, με το σκοπό στο συντομότερο χρονικό διάστημα να ξαναγυρίσει η ΚΕ στο ζήτημα αυτό και να το εξετάσει και πάλι. Όμως, απ’ την πρώτη κιόλας δοκιμή έγινε φανερό ότι η απόφαση αυτή δεν ήταν συμφέρουσα κι ύστερα από λίγους μήνες, και συγκεκριμένα στα τέλη του 1930, η απόφαση αυτή ακυρώθηκε.

Το παραπέρα μεγάλωμα του κολχόζνικου κινήματος και η εξέλιξη της συγκρότησης των κολχόζ έπεισαν τελειωτικά τόσο τους κολχόζνικους όσο και τα καθοδηγητικά στελέχη ότι η συγκέντρωση των βασικών εργαλείων της αγροτικής παραγωγής στα χέρια του κράτους, στα χέρια των μηχανοτρακτερικών σταθμών, είναι ο μοναδικός τρόπος εξασφάλισης υψηλών ρυθμών αύξησης της κολχόζνικης παραγωγής. Όλοι μας χαιρόμαστε για την κολοσσιαία αύξηση της αγροτικής παραγωγής της χώρας μας, για την αύξηση παραγωγής δημητριακών, της παραγωγής μπαμπακιού, λιναριού, κοκκινογουλιών κλπ. Πού βρίσκεται η πηγή αυτής της αύξησης; Η πηγή της αύξησης αυτής βρίσκεται στη σύγχρονη τεχνική, στις πολυάριθμες σύγχρονες μηχανές που εξυπηρετούν όλους αυτούς τους κλάδους παραγωγής.

Εδώ το ζήτημα δε βρίσκεται μονάχα στην τεχνική γενικά, αλλά και στο ότι η τεχνική δεν μπορεί να μένει στάσιμη, είναι υποχρεωμένη να τελειοποιείται ολοένα, ότι η παλιά τεχνική πρέπει να εκτοπίζεται και να αντικαθιστάται με νέα, και η νέα με νεότατη. Δίχως αυτό δε θα μπορούσαμε να καταλάβουμε την προοδευτική πορεία της σοσιαλιστικής μας γεωργίας, δε θα μπορούσαμε να καταλάβουμε ούτε τις μεγάλες συγκομιδές, ούτε την αφθονία των αγροτικών προϊόντων.

Τι σημαίνει, όμως, να εκτοπίσουμε εκατοντάδες χιλιάδες τροχοφόρα τρακτέρ και να τα αντικαταστήσουμε με αλυσιδοφόρα, ν’ αντικαταστήσουμε δεκάδες χιλιάδες παλιωμένα κομπάιν με καινούργια, να δημιουργήσουμε καινούργιες μηχανές, π.χ., για τεχνικές καλλιέργειες; Αυτό σημαίνει ότι θα υποβληθούμε σε έξοδα δισεκατομμυρίων, που μπορούν να ξεπληρωθούν μονάχα ύστερα από 6-8 χρόνια. Μπορούν, άραγε, να σηκώσουν αυτά τα έξοδα τα κολχόζ μας κι αν ακόμα ήταν εκατομμυριούχα; Όχι, δεν μπορούν, γιατί δε βρίσκονται σε θέση να αναλάβουν έξοδα δισεκατομμυρίων, που μπορούν να ξεπληρωθούν μονάχα ύστερα από 6-8 χρόνια. Τα έξοδα αυτά μπορεί να τ’ αναλάβει μονάχα το κράτος, γιατί αυτό και μόνο αυτό είναι σε θέση να σηκώσει πάνω του τις ζημιές από την εκτόπιση των παλιών μηχανών και την αντικατάσταση τους από νέες, γιατί αυτό και μόνο αυτό είναι σε θέση να αντέξει αυτές τις ζημιές επί 6 ως 8 χρόνια, με σκοπό να βγάλει τα έξοδα του στο τέλος αυτού του χρονικού διαστήματος.

Τι σημαίνει ύστερα από όλα αυτά το να ζητάμε να πουληθούν οι μηχανοτρακτερικοί σταθμοί στα κολχόζ, σαν ιδιοκτησία τους; Αυτό σημαίνει, να οδηγήσουμε τα κολχόζ σε μεγάλες ζημιές και να τα καταστρέψουμε, να υπονομεύσουμε την εκμηχάνιση της αγροτικής οικονομίας, να κατεβάσουμε τους ρυθμούς της κολχόζνικης παραγωγής. Από δω βγαίνει το συμπέρασμα: προτείνοντας την πώληση των ΜΤΣ στα κολχόζ, σαν ιδιοκτησία τους, οι σ. Σανίνα και Βένζερ κάνουν ένα βήμα πίσω προς την καθυστέρηση και κάνουν την απόπειρα να στρέψουν προς τα πίσω τον τροχό της ιστορίας.

Ας υποθέσουμε για μια στιγμή ότι παραδεχτήκαμε την πρόταση των σ. Σανίνα και Βένζερ κι ότι αρχίσαμε να πουλούμε στα κολχόζ, σαν ιδιοκτησία τους, τα βασικά εργαλεία παραγωγής, τους μηχανοτρακτερικούς σταθμούς. Ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα;

Το αποτέλεσμα θα ήταν, πρώτα-πρώτα, ότι τα κολχόζ θα γίνονταν ιδιοκτήτες των βασικών εργαλείων παραγωγής, θα καταλήγανε, δηλαδή, να βρίσκονται σε μια ιδιότυπη κατάσταση, στην οποία δε βρίσκεται καμιά επιχείρηση στη χώρα μας, γιατί, όπως είναι γνωστό, ακόμα κι οι εθνικοποιημένες επιχειρήσεις δεν είναι σ’ εμάς ιδιοκτήτες των εργαλείων παραγωγής. Πώς μπορούμε να βασίσουμε αυτήν την ιδιότυπη κατάσταση των κολχόζ με τις προοπτικές προόδου και κίνησης προς τα μπρος; Μπορούμε, άραγε, να πούμε ότι μια τέτοια κατάσταση θα συντελούσε στην ανύψωση της κολχόζνικης ιδιοκτησίας μέχρι το επίπεδο της κοινωνικής ιδιοκτησίας, ότι θα επιτάχυνε το πέρασμα της κοινωνίας μας από το σοσιαλισμό στον κομμουνισμό; Δε θα ήταν πιο σωστό να πούμε ότι μια τέτοια κατάσταση θα μπορούσε μονάχα να απομακρύνει την κολχόζνικη ιδιοκτησία από την κοινωνική ιδιοκτησία κι ότι θα οδηγούσε όχι στο πλησίασμα προς τον κομμουνισμό, αλλά αντίθετα στην απομάκρυνση απ’ αυτόν;

Το αποτέλεσμα θα ήταν, κατά δεύτερο λόγο, να διευρυνθεί η σφαίρα ενέργειας της εμπορευματικής κυκλοφορίας, γιατί ένα κολοσσιαίο ποσό εργαλείων της αγροτικής παραγωγής θα περνούσε στην τροχιά της εμπορευματικής κυκλοφορίας. Τι νομίζουν οι σ. Σανίνα και Βένζερ, μπορεί, άραγε, να συντελέσει η διεύρυνση της σφαίρας της εμπορευματικής κυκλοφορίας στην προώθηση μας προς τον κομμουνισμό; Δε θα ‘ταν πιο σωστό να πούμε ότι κάτι τέτοιο το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να φρενάρει την προώθηση μας προς τον κομμουνισμό;

Το βασικό λάθος των σ. Σανίνα και Βένζερ είναι ότι δεν καταλαβαίνουν το ρόλο και τη σημασία της εμπορευματικής κυκλοφορίας στο σοσιαλισμό, δεν καταλαβαίνουν ότι η εμπορευματική κυκλοφορία είναι ασυμβίβαστη με την προοπτική του περάσματος απ’ το σοσιαλισμό στον κομμουνισμό. Είναι φανερό ότι νομίζουν πως είναι δυνατό και με το καθεστώς της εμπορευματικής κυκλοφορίας να περάσουμε απ’ το σοσιαλισμό στον κομμουνισμό, πως η εμπορευματική κυκλοφορία δεν μπορεί να σταματήσει αυτή την υπόθεση. Αυτό είναι ένα σοβαρό λάθος, που γεννήθηκε πάνω στη βάση της μη κατανόησης του μαρξισμού.

Κριτικάροντας την «οικονομική κομμούνα» του Ντίρινγκ, που λειτουργεί μέσα σε συνθήκες εμπορευματικής κυκλοφορίας, ο Ένγκελς στο Αντι-Ντίρινγκ του απέδειξε πειστικά ότι η παρουσία της εμπορευματικής κυκλοφορίας πρέπει να οδηγήσει αναπόφευκτα τις λεγόμενες «οικονομικές κομμούνες» του Ντίρινγκ στην αναγέννηση του καπιταλισμού. Οι σ. Σανίνα και Βένζερ είναι φανερό ότι δε συμφωνούν μ’ αυτό. Τόσο το χειρότερο γι’ αυτούς. Εμείς, όμως, οι μαρξιστές ξεκινάμε από τη γνωστή μαρξιστική θέση, ότι το πέρασμα απ’ το σοσιαλισμό στον κομμουνισμό και η κομμουνιστική αρχή της διάθεσης των προϊόντων σύμφωνα με τις ανάγκες αποκλείουν κάθε εμπορευματική ανταλλαγή, επομένως και τη μετατροπή των προϊόντων σε εμπορεύματα και μαζί μ’ αυτό τη μετατροπή τους σε αξία.

Έτσι έχουν τα πράγματα με την πρόταση και με τα επιχειρήματα των σ. Σανίνα και Βένζερ.

Τι πρέπει, λοιπόν, τελικά να κάνουμε για να ανυψώσουμε την κολχόζνικη ιδιοκτησία μέχρι το επίπεδο της κοινωνικής ιδιοκτησίας;

Το κολχόζ δεν είναι μια συνηθισμένη επιχείρηση. Το κολχόζ εργάζεται στη γη και καλλιεργεί τη γη, που είναι ήδη από καιρό όχι κολχόζνικη, αλλά κοινωνική ιδιοκτησία. Επομένως, το κολχόζ δεν είναι ιδιοκτήτης της γης που καλλιεργεί.

Πάμε παρακάτω. Το κολχόζ εργάζεται με τη βοήθεια των βασικών εργαλείων παραγωγής, που είναι ιδιοκτησία όχι κολχόζνικη, αλλά κοινωνική. Επομένως, το κολχόζ δεν είναι ιδιοκτήτης των βασικών εργαλείων παραγωγής. Πάμε παρακάτω. Το κολχόζ είναι μια επιχείρηση συνεταιριστική, χρησιμοποιεί την εργασία των μελών του και διανέμει τα κέρδη ανάμεσα στα μέλη του ανάλογα με τις μέρες εργασίας του καθενός, το κολχόζ, επίσης, έχει τους σπόρους του, που ανανεώνονται κάθε χρονιά και πηγαίνουν στην παραγωγή.

Γεννιέται το ερώτημα: Τι ακριβώς, λοιπόν, κατέχει το κολχόζ, πού είναι εκείνη η ιδιοκτησία του κολχόζ, που μπορεί να τη διαθέτει εντελώς ελεύθερα με τη δική του κρίση; Τέτοια ιδιοκτησία είναι τα προϊόντα του κολχόζ, τα προϊόντα της κολχόζνικης παραγωγής: τα δημητριακά, το κρέας, τα λαχανικά, το μπαμπάκι, τα κοκκινογούλια, το λινάρι κλπ., δίχως να υπολογίσουμε τις κατοικίες και το ατομικό νοικοκυριό των κολχόζνικων στο αγρόκτημα. Το ζήτημα είναι ότι σημαντικό μέρος αυτών των προϊόντων, τα περισσεύματα της κολχόζνικης παραγωγής πηγαίνουν στην αγορά και περιλαμβάνονται με τον τρόπο αυτό στο σύστημα της εμπορευματικής κυκλοφορίας. Αυτό είναι ακριβώς το γεγονός που εμποδίζει τώρα την κολχόζνικη ιδιοκτησία να ανυψωθεί μέχρι το επίπεδο της κοινωνικής ιδιοκτησίας. Για το λόγο αυτό, σ’ αυτό ακριβώς το σημείο χρειάζεται να αναπτυχτεί η δουλειά για την ανύψωση της κολχόζνικης ιδιοκτησίας μέχρι το επίπεδο της κοινωνικής ιδιοκτησίας.

Για να ανυψώσουμε την κολχόζνικη ιδιοκτησία μέχρι το επίπεδο της κοινωνικής ιδιοκτησίας χρειάζεται να αποκλείσουμε τα περισσεύματα της κολχόζνικης παραγωγής από το σύστημα της εμπορευματικής κυκλοφορίας και να τα περιλάβουμε στο σύστημα της ανταλλαγής προϊόντων ανάμεσα στην κρατική βιομηχανία και τα κολχόζ. Εδώ βρίσκεται η ουσία του πράγματος.

Εμείς δεν έχουμε ακόμα αναπτυγμένο σύστημα ανταλλαγής προϊόντων, όμως υπάρχουν σπέρματα ανταλλαγής προϊόντων με τη μορφή της «εμπορευματοποίησης» των αγροτικών προϊόντων. Όπως είναι γνωστό, τα προϊόντα των κολχόζ που παράγουν μπαμπάκι, λινάρι, κοκκινογούλια κλπ. από καιρό «εμπορευματοποιούνται», αν και είναι αλήθεια ότι η «εμπορευματοποίηση» τους δεν είναι πλήρης, αλλά μερική, μολαταύτα, όμως, «εμπορευματοποιούνται». Ας σημειώσουμε με την ευκαιρία ότι ο όρος «εμπορευματοποίηση» είναι αποτυχημένος, θα έπρεπε να τον αντικαταστήσουμε με τον όρο ανταλλαγή προϊόντων.

Το καθήκον μας συνίσταται στο να οργανώσουμε αυτές τις στοιχειώδεις ανταλλαγές προϊόντων σ’ όλους τους κλάδους της αγροτικής οικονομίας και να τις εξελίξουμε σ’ ένα πλατύ σύστημα ανταλλαγής προϊόντων, με το σκοπό να παίρνουν τα κολχόζ σε αντάλλαγμα για τα προϊόντα τους όχι μονάχα χρήματα, αλλά κατά κύριο λόγο απαραίτητα βιομηχανικά αγαθά. Ένα τέτοιο σύστημα απαιτεί μια τεράστια αύξηση των προϊόντων που παραχωρούνται απ’ την πόλη στο χωριό, γι’ αυτό και χρειάζεται να το εισάγουμε δίχως να βιαζόμαστε ιδιαίτερα, ανάλογα με το μέτρο συσσώρευσης των βιομηχανικών αγαθών. Όμως, πρέπει να το εισαγάγουμε σταθερά, δίχως ταλαντεύσεις, περιορίζοντας βήμα προς βήμα τη σφαίρα ενέργειας της εμπορευματικής κυκλοφορίας και διευρύνοντας τη σφαίρα ενέργειας της ανταλλαγής προϊόντων.

Ένα σύστημα τέτοιο, περιορίζοντας τη σφαίρα ενέργειας της εμπορευματικής παραγωγής θα διευκολύνει το πέρασμα απ’ το σοσιαλισμό στον κομμουνισμό. Εκτός απ’ αυτό, θα δώσει τη δυνατότητα να περιλάβουμε τη βασική ιδιοκτησία των κολχόζ, τα προϊόντα της κολχόζνικης παραγωγής στο γενικό σύστημα της κοινωνικής σχεδιοποίησης.

Αυτό θα είναι ένα πραγματικό και αποφασιστικό μέσο για την ανύψωση της κολχόζνικης ιδιοκτησίας μέχρι το επίπεδο της κοινωνικής ιδιοκτησίας κάτω από τις σύγχρονες συνθήκες μας.

Είναι, άραγε, ωφέλιμο ένα τέτοιο σύστημα για την κολχόζνικη αγροτιά; Ασφαλώς είναι ωφέλιμο. Είναι ωφέλιμο, γιατί η κολχόζνικη αγροτιά θα παίρνει απ’ το κράτος πολύ περισσότερα προϊόντα και σε φθηνότερες τιμές, παρά με την εμπορευματική κυκλοφορία. Είναι γνωστό σε όλους ότι τα κολχόζ που έχουν κάνει συμφωνία με το κράτος για ανταλλαγή προϊόντων («εμπορευματοποίηση»), έχουν ασύγκριτα περισσότερα πλεονεκτήματα από τα κολχόζ που δεν έχουν κάνει τέτοιες συμφωνίες. Αν επεκτείνουμε το σύστημα των ανταλλαγών προϊόντων σε όλα τα κολχόζ στη χώρα, τότε τα πλεονεκτήματα αυτά θα γίνουν κτήμα όλης της κολχόζνικης αγροτιάς μας.

28 Σεπτέμβρη του 1952

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *